Language of document : ECLI:EU:T:2000:198

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 4ης Ιουλίου 2006 (*)

«Υπάλληλοι – Αίτηση περί αναθεωρήσεως – Περιστατικά μεταγενέστερα της δημοσιεύσεως της αποφάσεως – Δεν υφίστανται – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T-234/02 REV,

Χρήστος Μιχαήλ, υπάλληλος της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, κάτοικος Βρυξελλών (Βέλγιο), εκπροσωπούμενος από τον Κ. Μεϊντάνη, δικηγόρο,

αιτών την αναθεώρηση,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τις Ε. Τσερέπα-Lacombe και F. Clotuche-Duvieusart,

καθής η αίτηση περί αναθεωρήσεως,

που έχει ως αντικείμενο αίτηση περί αναθεωρήσεως της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 2ας Μαρτίου 2004, Τ-234/02, Μιχαήλ κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I-A-39 και II‑157),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους R. García-Valdecasas, πρόεδρο, J. D. Cooke και I. Labucka, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Διάταξη

 Πραγματικά περιστατικά

1        Ο Χ. Μιχαήλ είναι υπάλληλος της Επιτροπής. Προσελήφθη στη Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) «Προσωπικό και διοίκηση», μεταφραστική υπηρεσία, ως μεταφραστής με τον βαθμό LA 7, κλιμάκιο 3, το 1980 και προήχθη διαδοχικά στους βαθμούς LA 6 το 1983 και LA 5 το 1985. Το 1987, ο Χ. Μιχαήλ αποσπάσθηκε στη ΓΔ «Δημοσιονομικός έλεγχος». Την 1η Αυγούστου 1989, αφού πέτυχε στον εσωτερικό διαγωνισμό COM/A/2/87, διορίστηκε στον βαθμό A 5 στην ίδια ΓΔ.

2        Ο Χ. Μιχαήλ προήχθη στον βαθμό A 4, κλιμάκιο 3, από 1ης Ιανουαρίου 1995 κατόπιν της αποφάσεως του Πρωτοδικείου της 21ης Νοεμβρίου 1996, Τ-144/95, Μιχαήλ κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 1996, σ. I-A-529 και II-1429).

3        Κατόπιν αναδιαρθρώσεως της ΓΔ «Δημοσιονομικός έλεγχος» το 2000, ο Χ. Μιχαήλ τοποθετήθηκε στο τμήμα «Εσωτερικές πολιτικές, κεντρική διοίκηση, ΚΚερ και εξωτερικά γραφεία» της ίδιας ΓΔ από 3 Ιουλίου 2000.

4        Στις 2 Αυγούστου 2002, ο Χ. Μιχαήλ άσκησε ενώπιον του Πρωτοδικείου προσφυγή με αντικείμενο την ακύρωση αποφάσεων με τις οποίες η Επιτροπή ανέθεσε στον κ. Willekens, υπάλληλο βαθμού A 5, τα καθήκοντα αναπληρωτή προϊσταμένου του τμήματος «Εσωτερικές πολιτικές, κεντρική διοίκηση, ΚΚερ και εξωτερικά γραφεία» της ΓΔ «Δημοσιονομικός έλεγχος» και στον κ. Burger, τότε υπάλληλο βαθμού A 6, τα καθήκοντα του προϊσταμένου του τομέα «Εσωτερικές πολιτικές και εξωτερικά γραφεία» του ίδιου τμήματος. Ο Χ. Μιχαήλ ανήκε σ’ αυτόν τον τομέα.

5        Ο Χ. Μιχαήλ υποστήριξε κατά τα ουσιώδη ότι οι αποφάσεις αυτές δεν αποτελούν απλώς μέτρα εσωτερικής οργανώσεως και ότι βλάπτουν τα συμφέροντά του. Υποστήριξε ότι τα προσόντα του ήταν ανώτερα των προσόντων του κ. Willekens και του κ. Burger και επέκρινε το γεγονός ότι στους τελευταίους, που είχαν χαμηλότερο βαθμό από τον δικό του, ανατέθηκαν καθήκοντα ανώτερα των δικών του.

6        Με απόφαση της 2ας Μαρτίου 2004, T-234/02, Μιχαήλ κατά Επιτροπής (Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑39 και II-157, στο εξής: απόφαση της 2ας Μαρτίου 2004), το Πρωτοδικείο απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη. Στην ουσία, το Πρωτοδικείο διαπίστωσε ότι οι επίδικες αποφάσεις αποτελούσαν απλώς μέτρα εσωτερικής οργανώσεως της υπηρεσίας και δεν έθιξαν την υπηρεσιακή κατάσταση του Χ. Μιχαήλ ούτε του προξένησαν ηθική βλάβη ούτε έβλαψαν τις μελλοντικές προοπτικές του. Το Πρωτοδικείο έκρινε συνεπώς ότι οι αποφάσεις αυτές δεν συνιστούν βλαπτικές πράξεις έναντι του Χ. Μιχαήλ κατά την έννοια των άρθρων 90, παράγραφος 2, και 91, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων.

7        Ο Χ. Μιχαήλ τοποθετήθηκε στη Γενική Διεύθυνση «Γεωργία» από 1ης Απριλίου 2003, μετά την κατάργηση της ΓΔ «Δημοσιονομικός έλεγχος».

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

8        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 3 Ιανουαρίου 2006, ο Χ. Μιχαήλ άσκησε, δυνάμει του άρθρου 44 του Οργανισμού του Δικαστηρίου και του άρθρου 125 του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, αίτηση περί αναθεωρήσεως της αποφάσεως της 2ας Μαρτίου 2004.

9        Η καθής η αίτηση περί αναθεωρήσεως υπέβαλε παρατηρήσεις με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία στις 7 Απριλίου 2006.

10      Ο αιτών την αναθεώρηση ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να κρίνει την αίτηση περί αναθεωρήσεως παραδεκτή και βάσιμη·

–        να αναθεωρήσει την απόφαση της 2ας Μαρτίου 2004 δεχόμενο την προσφυγή που είχε ασκηθεί στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση·

–        να αποφανθεί κατά νόμο επί των δικαστικών εξόδων.

11      Η καθής η αίτηση περί αναθεωρήσεως ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την αίτηση περί αναθεωρήσεως ως απαράδεκτη·

–        να αποφανθεί κατά νόμο επί των δικαστικών εξόδων.

 Επί του παραδεκτού της αιτήσεως περί αναθεωρήσεως

12      Κατά το άρθρο 44, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου που έχει εφαρμογή στην ενώπιον του Πρωτοδικείου διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 53, πρώτο εδάφιο, του ίδιου Οργανισμού:

«Η αναθεώρηση της αποφάσεως δύναται να ζητηθεί από το Δικαστήριο εφόσον γίνει γνωστό γεγονός αποφασιστικής σημασίας το οποίο ήταν άγνωστο στο Δικαστήριο και στον διάδικο που ζητεί την αναθεώρηση προ της εκδόσεως της αποφάσεως.

Η διαδικασία της αναθεωρήσεως άρχεται διά της αποφάσεως του Δικαστηρίου που διαπιστώνει ρητώς την ύπαρξη του γεγονότος, αναγνωρίζει τα χαρακτηριστικά που επιτρέπουν την έναρξη της διαδικασίας αναθεωρήσεως και κηρύσσει γι’ αυτόν τον λόγο παραδεκτή την αίτηση.»

13      Οι διατάξεις αυτές συμπληρώνονται από τις διατάξεις των άρθρων 125 έως 127 του Κανονισμού Διαδικασίας. Κατά το άρθρο 125 του κανονισμού αυτού, η αναθεώρηση ζητείται το αργότερο εντός τριών μηνών από την ημέρα που ο αιτών έλαβε γνώση του γεγονότος στο οποίο βασίζεται η αίτηση περί αναθεωρήσεως. Κατά το άρθρο 126, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού αυτού, η αίτηση περί αναθεωρήσεως πρέπει να περιγράφει τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται. Βάσει του άρθρου 127, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, το Πρωτοδικείο, χωρίς να προδικάσει την ουσία και αφού λάβει υπόψη τις γραπτές παρατηρήσεις των διαδίκων, αποφαίνεται επί του παραδεκτού της αιτήσεως. Τέλος, σύμφωνα με την παράγραφο 3 του ίδιου άρθρου, αν το Πρωτοδικείο κρίνει την αίτηση παραδεκτή προχωρεί στην εξέταση επί της ουσίας και εκδίδει απόφαση σύμφωνα με τον Κανονισμό Διαδικασίας.

14      Κατά πάγια νομολογία, η αναθεώρηση δεν αποτελεί είδος εφέσεως αλλά έκτακτο ένδικο μέσο που παρέχει τη δυνατότητα αμφισβητήσεως της ισχύος του δεδικασμένου οριστικής αποφάσεως όσον αφορά τις διαπιστώσεις πραγματικών περιστατικών στις οποίες στηρίχθηκε το Δικαστήριο. Η αναθεώρηση προϋποθέτει την ανακάλυψη πραγματικών στοιχείων, προγενεστέρων της δημοσιεύσεως της αποφάσεως, που ήταν άγνωστα μέχρι τότε στο Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση αυτή καθώς και στον διάδικο που ζητεί την αναθεώρηση και τα οποία θα μπορούσαν, αν το Δικαστήριο τα είχε λάβει υπόψη, να το οδηγήσουν σε διαφορετική επίλυση της διαφοράς [διάταξη του Δικαστηρίου της 25ης Φεβρουαρίου 1992, C-185/90 P-REV, Gill κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. I-993, σκέψη 12, και αποφάσεις του Δικαστηρίου της 16ης Ιανουαρίου 1996, C‑130/91 REV II, ISAE/VP και Interdata κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I-65, σκέψη 6, της 18ης Μαρτίου 1999, C-2/98 P, de Compte κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1999, σ. I-1787, σκέψη 24, και της 8ης Ιουλίου 1999, C-5/93 P, DSM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. I-4695, σκέψη 43· διάταξη του Πρωτοδικείου της 4ης Νοεμβρίου 1992, T‑8/89 REV, DSM κατά Επιτροπής, Συλλογή 1992, σ. II-2399, σκέψη 14· αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 5ης Νοεμβρίου 1997, T-26/89 (125), de Compte κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑305 και II-847, σκέψη 15, και της 12ης Νοεμβρίου 1998, T‑91/96 REV, Συμβούλιο κατά Hankart, Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I-A-597 και II-1809, σκέψη 13].

15      Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή και τις προαναφερθείσες διατάξεις, πρέπει συνεπώς να εξετασθεί το παραδεκτό της αιτήσεως περί αναθεωρήσεως της από 2 Μαρτίου 2004 απόφασης.

16      Αναφερόμενος στο άρθρο 126, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο αιτών επισημαίνει ότι βάλλει κατά της αποφάσεως της 2ας Μαρτίου 2004 ως προς τα ακόλουθα σημεία:

–        «Ωστόσο, ορισμένες πράξεις, έστω και αν δεν επηρεάζουν τα υλικά συμφέροντα και την ιεραρχική θέση του υπαλλήλου, μπορούν να θεωρηθούν ως βλαπτικές σε περίπτωση που του προξενούν ηθική βλάβη ή θίγουν τις μελλοντικές προοπτικές του ενδιαφερομένου […]» (σκέψη 22, τελευταία περίοδος)

–        «Από κανένα στοιχείο των διατάξεων αυτών δεν συνάγεται η καθιέρωση ιεραρχικής σχέσης μεταξύ των εν λόγω θέσεων ή ότι ορισμένα καθήκοντα έχουν αξία μεγαλύτερη των άλλων. Πράγματι, από τις διατάξεις αυτές προκύπτει σαφώς ότι όλα αυτά τα καθήκοντα ασκούνται υπό τις οδηγίες προϊσταμένου τμήματος.» (σκέψη 26, τελευταία περίοδος)

–        «Επιβάλλεται επίσης η διαπίστωση ότι ο προσφεύγων δεν απέδειξε ότι η αιτιολογία των επιδίκων αποφάσεων στηρίχθηκε στην ύπαρξη “ιδιαζουσών περιστάσεων”, κατά την έννοια της προπαρατεθείσας διατάξεως Moncada κατά Επιτροπής […] Ο προσφεύγων δεν προσκόμισε την παραμικρή απόδειξη σχετικά με το αν οι αποφάσεις αυτές συνιστούν συγκεκαλυμμένη κύρωση, ενέχουν κατάχρηση εξουσίας ή εισάγουν δυσμενή διάκριση.» (σκέψη 28)

–        «Κατά συνέπεια, το Πρωτοδικείο κρίνει ότι οι επίδικες αποφάσεις αποτελούν απλώς πράξεις διαχειρίσεως, οι οποίες δεν θίγουν αμέσως και ευθέως τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας κατά τρόπο κατάφωρο τη νομική κατάστασή του.» (σκέψη 29)

–        «Κατά συνέπεια, η προσφυγή πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη, χωρίς να παρίσταται ανάγκη να εξεταστεί ο πρώτος λόγος απαραδέκτου.» (σκέψη 30)

17      Προς στήριξη της αιτήσεώς του και σύμφωνα με το άρθρο 126, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο αιτών επικαλείται διάφορα γεγονότα που εμφανίζει ως νέα.

18      Ο αιτών αναφέρει, πρώτον, την έκδοση από την Επιτροπή της απόφασης C(2004)/1597/4, της 28ης Απριλίου 2004, σχετικά με το προσωπικό μέσης στελεχώσεως που τέθηκε σε ισχύ την 1η Μαΐου 2004. Ισχυρίζεται δε ότι έλαβε γνώση της αποφάσεως αυτής στις 6 Οκτωβρίου 2005.

19      Δεύτερον, ο αιτών επικαλείται τη δημοσίευση από την Επιτροπή, την lη Σεπτεμβρίου 2005, της ανακοίνωσης κενής θέσης COM/2005/3179 για τη θέση προϊσταμένου του τμήματος «Αρμοδιότητα εσωτερικού ελέγχου» (IAC) του βαθμού A*13/A*14 στο πλαίσιο της Γενικής Γραμματείας της Επιτροπής. Ο αιτών επισημαίνει ότι υπέβαλε υποψηφιότητα για τη θέση αυτή στις 4 Οκτωβρίου 2005 και πληροφορήθηκε, με επιστολή της 6ης Οκτωβρίου 2005 της ΓΔ «Προσωπικό και διοίκηση», ότι η υποψηφιότητά του δεν έγινε δεκτή για τη θέση αυτή με την αιτιολογία ότι δεν έχει «την απαιτούμενη πείρα σύμφωνα με τα κριτήρια καταλληλότητας που θέτει η ανακοίνωση κενής θέσης (τουλάχιστον διετή πείρα σε καθήκοντα μέσου στελέχους στα θεσμικά όργανα)». Στην επιστολή εκείνη διευκρινίζεται ότι η προαναφερθείσα απόφαση της 28ης Απριλίου 2004 προέβλεπε ρητά στο άρθρο 2 «τα καθήκοντα που εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή».

20      Τρίτον, ο αιτών παρατηρεί ότι η Επιτροπή απέρριψε στις 31 Δεκεμβρίου 2005 την αίτησή του για συμμετοχή σε ειδικό σεμινάριο σχετικά με το προσωπικό μεσαίας στελεχώσεως.

21      Ο αιτών υποστηρίζει ότι οι αποφάσεις που αποτελούν αντικείμενο της από 2 Μαρτίου 2004 απόφασης έβλαψαν τις μελλοντικές προοπτικές σταδιοδρομίας του. Συγκεκριμένα, οι θέσεις στις οποίες τοποθετήθηκαν ο κ. Willekens και ο κ. Burger συνιστούν «αναγκαίες προϋποθέσεις» για την κατάληψη θέσεων μεσαίας στελεχώσεως. Ο αιτών προσθέτει ότι, γενικότερα, η εν λόγω απόφαση του Πρωτοδικείου έβλαψε τις μελλοντικές προοπτικές του «στο μέτρο που του στέρησε το δικαίωμα να είναι κατάλληλος για οποιαδήποτε θέση ανώτερη αυτής που κατέχει ήδη». Με άλλα λόγια, η απόφαση της 2ας Μαρτίου 2004 «οδήγησε σε μαρασμό τη σταδιοδρομία του».

22      Ο αιτών υποστηρίζει επίσης ότι η άρνηση της Επιτροπής να εγκρίνει τη συμμετοχή του στο προαναφερθέν ειδικό σεμινάριο επιβεβαιώνει ότι δεν τον θεωρεί «κατάλληλο στο μέλλον για θέσεις μεσαίας στελεχώσεως».

23      Η Επιτροπή προβάλλει ένσταση απαραδέκτου κατά της αιτήσεως περί αναθεωρήσεως με τον ισχυρισμό ότι τα διάφορα πραγματικά στοιχεία που επικαλείται ο αιτών είναι μεταγενέστερα της δημοσιεύσεως της αποφάσεως της 2ας Μαρτίου 2004.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

24      Όπως παρατήρησε το Πρωτοδικείο στις σκέψεις 12 και 14 ανωτέρω, από το άρθρο 44, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου καθώς και από τη νομολογία προκύπτει ότι η αναθεώρηση προϋποθέτει την ανακάλυψη πραγματικών στοιχείων, προγενεστέρων της δημοσιεύσεως της αποφάσεως, αλλά αγνώστων μέχρι τότε στο Δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση καθώς και στον διάδικο που ζητεί την αναθεώρηση και τα οποία, αν το Δικαστήριο τα είχε λάβει υπόψη, θα μπορούσαν να το οδηγήσουν σε διαφορετική επίλυση της διαφοράς.

25      Εν προκειμένω διαπιστώνεται ότι τα πραγματικά στοιχεία που επικαλείται ο αιτών προς στήριξη της υπό κρίση αιτήσεως είναι όλα μεταγενέστερα της ημερομηνίας δημοσιεύσεως της απόφασης της 2ας Μαρτίου 2004. Συγκεκριμένα, ανάγονται στις 28 Απριλίου 2004, στην 1η Σεπτεμβρίου 2005, στις 4 Οκτωβρίου 2005, στις 6 Οκτωβρίου 2005 και στις 31 Δεκεμβρίου 2005, αντιστοίχως (βλ. σκέψεις 18 έως 20 ανωτέρω). Στην πραγματικότητα, με τα επιχειρήματά του, ο αιτών επιδιώκει να προκαλέσει νέα εκτίμηση των αποφάσεων που αποτέλεσαν το αντικείμενο της αποφάσεως της 2ας Μαρτίου 2004 υπό το φως πραγματικών περιστατικών που προέκυψαν μετά την ημερομηνία αυτή.

26      Συνεπώς, και χωρίς να απαιτείται να εξεταστεί το ζήτημα αν συντρέχουν εν προκειμένω οι λοιπές προϋποθέσεις που απαιτεί το άρθρο 44, πρώτο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου, η αίτηση περί αναθεωρήσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

27      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα αν το έχει ζητήσει ο νικήσας διάδικος. Ωστόσο, κατά το άρθρο 88 του ίδιου κανονισμού, στις διαφορές μεταξύ των Κοινοτήτων και των υπαλλήλων τους, τα όργανα φέρουν τα δικά τους έξοδα. Συνεπώς, κάθε διάδικος φέρει τα δικά του έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (πρώτο τμήμα)

διατάσσει:

1)      Απορρίπτει την αίτηση περί αναθεωρήσεως ως απαράδεκτη.

2)      Κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά του έξοδα.

Λουξεμβούργο, 4 Ιουλίου 2006.

Ο Γραμματέας

 

      Ο Πρόεδρος

E. Coulon

 

      R. García-Valdecasas


* Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.