Language of document :

Προσφυγή της 4ης Μαΐου 2009 - Budapesti Erőmű κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-182/09)

Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική

Διάδικοι

Προσφεύγουσα: Budapesti Erőmű Rt. (Βουδαπέστη, Δημοκρατία της Ουγγαρίας) (εκπρόσωποι: M. Powell, Solicitor, C. Arhold, K. Struckmann και A. Hegyi, δικηγόροι)

Καθής: Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

Αιτήματα της προσφεύγουσας

Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

να ακυρώσει την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 4ης Ιουνίου 2008 στην υπόθεση κρατικών ενισχύσεων C 41/05, στο μέτρο που αφορά τις συμφωνίες για την αγορά ηλεκτρικού ρεύματος που συνήψε η προσφεύγουσα,

να καταδικάσει την καθής στα δικαστικά έξοδα της υπό κρίση προσφυγής,

να διατάξει κάθε άλλο αναγκαίο κατά την κρίση του μέτρο.

Λόγοι ακυρώσεως / Ισχυρισμοί και κύρια επιχειρήματα

Η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως C (2008) 2223 τελικό της Επιτροπής, της 4ης Ιουνίου 2008, με την οποία κηρύχθηκε ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά η ενίσχυση που χορήγησαν οι ουγγρικές αρχές σε ορισμένους παραγωγούς ηλεκτρικής ενέργειας υπό τη μορφή μακροπρόθεσμων συμφωνιών για την αγορά ηλεκτρικού ρεύματος (power purchase agreements, στο εξής: PPA) που συνάφθηκαν μεταξύ της επιχείρησης ηλεκτρισμού Magyar Villamos Müvek Rt. (στο εξής: MVM), που ανήκει στο Ουγγρικό Δημόσιο, και των εν λόγω παραγωγών, σε χρόνο προγενέστερο της προσχωρήσεως της Ουγγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση [Κρατική ενίσχυση C 41/2005 (πρώην NN 49/2005) - "Λανθάνον κόστος" στην Ουγγαρία]. Η προσφεύγουσα χαρακτηρίζεται με την προσβαλλόμενη απόφαση ως αποδέκτης της εικαζόμενης κρατικής ενίσχυσης, ενώ η απόφαση αυτή υποχρεώνει την Ουγγαρία να ανακτήσει εντόκως την ενίσχυση από την προσφεύγουσα.

Με τον πρώτο λόγο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή κακώς θεώρησε ότι η σχετική περίοδος αξιολόγησης ήταν ο χρόνος προσχώρησης της Ουγγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντιθέτως, η Επιτροπή όφειλε να εκτιμήσει κατά πόσον οι ΡΡΑ της προσφεύγουσας εμπεριέχουν κρατικές ενισχύσεις υπό το φως των πραγματικών και νομικών περιστατικών κατά τον χρόνο σύναψης των συμφωνιών αυτών. Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 87, παράγραφος 1, ΕΚ και υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καθόσον κατέληξε ότι οι ΡΡΑ χορηγούν οικονομικό πλεονέκτημα. Επιπροσθέτως, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι η Επιτροπή εφάρμοσε εσφαλμένα τη Συνθήκη προσχωρήσεως της Ουγγαρίας και το άρθρο 1, στοιχείο β΄, σημείο v, του κανονισμού 659/1999 του Συμβουλίου 1(στο εξής: διαδικαστικός κανονισμός).

Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, αντιθέτως προς την άποψη της Επιτροπής, δεν υφίσταται στρέβλωση του ανταγωνισμού και ότι το παράρτημα IV της Συνθήκης προσχωρήσεως δεν απαριθμεί περιοριστικά τα μέτρα ενίσχυσης που μπορεί να θεωρηθούν υφιστάμενες κρατικές ενισχύσεις, αλλά προβλέπει απλώς μια εξαίρεση από την αρχή ότι όλα τα προ της προσχωρήσεως μέτρα ενίσχυσης αποτελούν καθαυτά υφιστάμενη ενίσχυση. Επίσης, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι παραβιάστηκε το άρθρο 87, παράγραφος 3, ΕΚ όσον αφορά την πιθανή απαλλαγή των κρατικών ενισχύσεων για τη συμπαραγωγή ηλεκτρισμού και θερμότητας, το άρθρο 86, παράγραφος 2, ΕΚ, το άρθρο 88, παράγραφοι 1 και 3, ΕΚ καθώς και το άρθρο 14 του διαδικαστικού κανονισμού σχετικά την ανάκτηση υφιστάμενης ατομικής ενίσχυσης.

Με τον δεύτερο λόγο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν ήταν αρμόδια να αξιολογήσει τις εν λόγω ΡΡΑ καθόσον συνάφθηκαν πριν την προσχώρηση της Ουγγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Με τον τρίτο λόγο, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή παρέβη ουσιώδεις διαδικαστικούς τύπους καθόσον προσέβαλε το δικαίωμα ακροάσεως και δεν τήρησε την υποχρέωση για επιμελή και αμερόληπτη εξέταση. Επιπλέον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή παρέβη ουσιώδεις διαδικαστικούς τύπους καθόσον διενήργησε συνήθη αξιολόγηση των ΡΡΑ χωρίς να πραγματοποιήσει εξατομικευμένη εκτίμηση των ουσιωδών όρων κάθε συμφωνίας. Κατά την προσφεύγουσα, η Επιτροπή, προκειμένου να είναι σε θέση να εξετάσει αν οι ΡΡΑ εμπεριέχουν κρατική ενίσχυση, πρέπει να εκτιμήσει αν χορηγούν οικονομικό πλεονέκτημα στους παραγωγούς, πράγμα για το οποίο καθίσταται απολύτως αναγκαία η εξατομικευμένη αξιολόγηση κάθε ΡΡΑ. Επιπλέον, η προσφεύγουσα προβάλλει το επιχείρημα ότι η προσέγγιση της Επιτροπής δεν είναι ενδεδειγμένη για την ορθή εκτίμηση του αν ένας μεγάλος αριθμός ατομικών μέτρων συνιστά κρατική ενίσχυση. Αν μπορούσε να θεωρηθεί ότι οι ΡΡΑ αποτελούν υφιστάμενο καθεστώς ενισχύσεων, η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει ακολουθήσει τη διαδικασία των κατάλληλων μέτρων που προβλέπει το άρθρο 88, παράγραφος 1, ΕΚ και το άρθρο 18 του διαδικαστικού κανονισμού.

Με τον τέταρτο λόγο, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβαίνει την υποχρέωση αιτιολογήσεως που καθιερώνει το άρθρο 253 ΕΚ.

Τέλος, με τον πέμπτο λόγο, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή ενήργησε κατά κατάχρηση της εξουσίας που της απονέμουν οι κανόνες περί κρατικών ενισχύσεων καθόσον εξέδωσε αρνητική απόφαση σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ, με την οποία ζήτησε τη λήξη της ισχύος των ΡΡΑ χωρίς καν να καθορίσει το οικονομικό τους πλεονέκτημα.

____________

1 - Κανονισμός (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου 93 της συνθήκης ΕΚ, ΕΕ 1999 L 83, σ. 1