Language of document : ECLI:EU:T:2022:156

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

της 23ης Μαρτίου 2022 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Πειθαρχική κύρωση – Επίπληξη – Άρθρο 21α του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης – Σφάλμα εκτιμήσεως»

Στην υπόθεση T‑757/20,

OT, εκπροσωπούμενη από τους C. Bernard-Glanz και S. Rodrigues, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, εκπροσωπούμενου από τον I. Lázaro Betancor και την M. Windisch,

καθού,

με αντικείμενο προσφυγή βάσει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως του Κοινοβουλίου της 19ης Δεκεμβρίου 2019 με την οποία επιβλήθηκε επίπληξη στην προσφεύγουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Gervasoni, πρόεδρο, L. Madise, P. Nihoul (εισηγητή), R. Frendo και J. Martín y Pérez de Nanclares, δικαστές,

γραμματέας: H. Eriksson, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 26ης Νοεμβρίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

I.      Ιστορικό της διαφοράς

1        Η διαφορά αφορά την προσφεύγουσα OT, μόνιμη υπάλληλο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, στην οποία το Κοινοβούλιο επέβαλε επίπληξη με την αιτιολογία ότι κακώς υπέγραψε δύο σημειώματα επιτρέποντας την εφαρμογή της διαδικασίας με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση κατά τον χρόνο που ήταν έκτακτη υπάλληλος της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Υποστήριξης για το Άσυλο (EASO).

Α.      EASO

2        Η EASO, η οποία εδρεύει στη Βαλέτα (Μάλτα), ιδρύθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 439/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 19ης Μαΐου 2010 (ΕΕ 2010, L 132, σ. 11), προκειμένου να συμβάλει στη βελτίωση της εφαρμογής του κοινού ευρωπαϊκού συστήματος ασύλου (ΚΕΣΑ), στην ενίσχυση της πρακτικής συνεργασίας στον τομέα του ασύλου μεταξύ των κρατών μελών και στην παροχή λειτουργικής υποστήριξης στα κράτη μέλη των οποίων τα συστήματα ασύλου και υποδοχής υπόκεινται σε ιδιαίτερες πιέσεις, ή στον συντονισμό της υποστήριξης αυτής. Από το 2015, η EASO παρέχει, μεταξύ άλλων, υποστήριξη στην Ελλάδα στο πλαίσιο της μεταναστευτικής κρίσης.

3        Κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, η EASO ήταν διαρθρωμένη σε τρία τμήματα: το τμήμα «Υποστήριξης για το άσυλο» (DAS), το τμήμα «Επιχειρήσεις» (DOP) και το τμήμα «Διοίκηση» (DOA). Το τελευταίο αυτό τμήμα περιελάμβανε τον τομέα «Οικονομικά» και τον τομέα «Δημόσιες συμβάσεις».

Β.      Θέση της προσφεύγουσας στην EASO

4        Από τον Απρίλιο έως τον Οκτώβριο του 2016 η προσφεύγουσα, μόνιμη υπάλληλος του Κοινοβουλίου από το 2004, αποσπάστηκε προς το συμφέρον της υπηρεσίας στην EASO.

5        Την 1η Νοεμβρίου 2016 έλαβε άδεια για προσωπικούς λόγους από το Κοινοβούλιο και προσελήφθη από την EASO ως έκτακτη υπάλληλος στη θέση της προϊσταμένης του τμήματος «Υποστήριξη για το άσυλο».

6        Επιπλέον, από τον Μάιο του 2017, η προσφεύγουσα ανέλαβε, μαζί με τον προϊστάμενο του τμήματος «Διοίκηση», την καθημερινή διαχείριση του τμήματος «Επιχειρήσεις», του οποίου η προϊσταμένη, Α, απουσίαζε λόγω ασθενείας.

7        Στις 16 Ιουλίου 2017 η προσφεύγουσα, ενώ εξακολουθούσε να είναι προϊσταμένη του τμήματος «Υποστήριξη για το άσυλο», ορίστηκε προσωρινά προϊσταμένη του τμήματος «Επιχειρήσεις» και άσκησε τα καθήκοντα αυτά μέχρι την παραίτησή της, στις 31 Ιουλίου 2018.

8        Την 1η Σεπτεμβρίου 2018 η προσφεύγουσα ανέλαβε εκ νέου τα καθήκοντά της στο Κοινοβούλιο.

Γ.      Επίδικα σημειώματα

9        Τον Οκτώβριο του 2016 η EASO αποφάσισε, σε συνεννόηση με τις ελληνικές αρχές, να μεταφέρει τα κέντρα υποδοχής και ταυτοποίησης τα οποία διαχειριζόταν από κοινού με την ελληνική υπηρεσία ασύλου έξω από τους καταυλισμούς προσφύγων (hotspots) της Μόριας (Λέσβος, Ελλάδα) και της ΒΙΑΛ (Χίος, Ελλάδα).

10      Στις 22 Φεβρουαρίου 2017, η A υπέγραψε «σημείωμα για επίκληση εξαίρεσης», από το οποίο προέκυπτε ότι το κτίριο που προοριζόταν να στεγάσει τις υπηρεσίες της EASO θα μισθωνόταν για τρία έτη, με εκμισθωτή μια εταιρία η οποία θα εκτελούσε επίσης εργασίες επισκευής και κατασκευής. Το κόστος της όλης συναλλαγής, συμπεριλαμβανομένης της συντήρησης, εκτιμήθηκε σε 351 120 ευρώ.

11      Όπως διευκρινιζόταν στο σημείο 1 του εν λόγω σημειώματος, στους καταυλισμούς των προσφύγων είχαν ξεσπάσει ταραχές και είχαν σημειωθεί απεργίες, δημιουργώντας προβλήματα ασφάλειας για τους εργαζομένους στους καταυλισμούς και προκαλώντας τη διακοπή των εκεί διεξαγόμενων δραστηριοτήτων, με συνέπεια πολλά κράτη μέλη να ζητήσουν τη μεταφορά των εμπειρογνωμόνων εκτός των καταυλισμών αυτών, υπό την απειλή της ανάκλησής τους. Η Ελληνική Κυβέρνηση στήριξε το αίτημα αυτό.

12      Στο σημείο 2 του σημειώματος αναφέρονταν επίσης τα εξής:

«Λόγω του περιορισμένου διαθέσιμου χρόνου, κρίνεται αναγκαία η υπογραφή της σύμβασης χωρίς να τηρηθεί η προσήκουσα διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης.»

13      Στις 11 Μαΐου 2017, η προσφεύγουσα, ως προϊσταμένη του τμήματος «Υποστήριξη για το άσυλο», υπέγραψε μια πρώτη τροποποίηση του σημειώματος αυτού (στο εξής: σημείωμα της 11ης Μαΐου 2017) για τη μίσθωση των ίδιων κτιρίων από το ίδιο πρόσωπο επί τέσσερα έτη και για την εκτέλεση συμπληρωματικών εργασιών, μεταξύ των οποίων η κατασκευή δώδεκα επιπλέον χώρων εργασίας. Το συνολικό κόστος εκτιμήθηκε αυτή τη φορά σε 655 609,85 ευρώ.

14      Η επιλογή της διαδικασίας αιτιολογούνταν με τον ίδιο τρόπο όπως και στο από 22 Φεβρουαρίου 2017 σημείωμα της Α.

15      Στις 11 Ιουνίου 2017, η προσφεύγουσα υπέγραψε επιπλέον, ως προσωρινή προϊσταμένη του τμήματος «Επιχειρήσεις», σημείωμα (στο εξής: σημείωμα της 11ης Ιουνίου 2017) για τη μίσθωση κτιρίου από εταιρία στη νήσο Χίο για περίοδο τεσσάρων ετών, καθώς και για την εκτέλεση εργασιών στο κτίριο αυτό. Το συνολικό κόστος εκτιμήθηκε σε 1 040 609,85 ευρώ.

16      Η περιγραφή της κατάστασης που δικαιολογούσε το σημείωμα ήταν η ίδια με εκείνη των σημειωμάτων της 22ας Φεβρουαρίου και της 11ης Μαΐου 2017.

17      Στο σημείο 2, το σημείωμα της 11ης Ιουνίου 2017 ανέφερε ότι είχαν προεπιλεγεί σε συνεργασία με τις ελληνικές αρχές έξι ακίνητα, αλλά το κτίριο το οποίο επιλέχθηκε είχε θεωρηθεί ως το καταλληλότερο, μεταξύ άλλων λόγω της τοποθεσίας και του μεγέθους του.

18      Στο σημείο 4 του σημειώματος της 11ης Ιουνίου 2017 επισημαίνονταν ακόμη τα εξής:

«Λόγω του περιορισμένου διαθέσιμου χρόνου και του επείγοντος χαρακτήρα του προβλήματος, κρίνεται αναγκαία η υπογραφή της σύμβασης χωρίς να τηρηθεί η προσήκουσα διαδικασία σύναψης δημόσιας σύμβασης.

Η απευθείας σύναψη της σύμβασης για τα κτίρια υπαγορεύθηκε από διάφορους παράγοντες, όπως από λόγους ασφάλειας, από την ανάγκη διασφάλισης της απρόσκοπτης συνέχισης των δραστηριοτήτων, από την τοποθεσία των διαθέσιμων ακινήτων στη νήσο της Χίου, από την κοινωνική αποδοχή σε τοπικό επίπεδο και ιδίως από τα όσα ζήτησαν οι ελληνικές αρχές. Οι απαιτήσεις αυτές υπαγόρευσαν τη λύση της απευθείας ανάθεσης για την επακόλουθη σύμβαση μίσθωσης.»

19      Οι συμβάσεις μίσθωσης για τα κτίρια στις νήσους της Λέσβου και της Χίου υπογράφηκαν στις 16 Ιουνίου και στις 10 Αυγούστου 2017 αντιστοίχως.

Δ.      Έρευνα της OLAF

20      Στις 6 Ιουνίου 2017 η Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) κίνησε έρευνα κατά του εκτελεστικού διευθυντή της EASO με αντικείμενο τη μη τήρηση των κανόνων περί δημοσίων συμβάσεων, των διαδικασιών πρόσληψης, των κανόνων που διέπουν την προστασία των δεδομένων και της απαγόρευσης κάθε μορφής παρενόχλησης.

21      Με επιστολή της 5ης Δεκεμβρίου 2017, η προσφεύγουσα ενημερώθηκε ότι η έρευνα της OLAF είχε επεκταθεί και σε άλλα πρόσωπα, μεταξύ των οποίων και η ίδια.

22      Στις 19 Φεβρουαρίου 2018 διεξήχθη ακρόαση της προσφεύγουσας από την OLAF κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 248, σ. 1).

23      Στις 27 Ιουλίου 2018, η προσφεύγουσα κλήθηκε να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί της συνοπτικής έκθεσης των πραγματικών περιστατικών την οποία συνέταξε η OLAF σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 4, του κανονισμού 883/2013, όπερ και έπραξε με επιστολή της 17ης Αυγούστου 2018.

24      Με έγγραφο της 28ης Νοεμβρίου 2018, η OLAF διαβίβασε στον γενικό γραμματέα του Κοινοβουλίου, δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφοι 1 και 4, του κανονισμού 883/2013, σύσταση κίνησης πειθαρχικής διαδικασίας κατά, μεταξύ άλλων, της προσφεύγουσας για τη μη τήρηση των υποχρεώσεων που προβλέπονται στα άρθρα 21 και 21α του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ).

25      Από τη σύνοψη των πραγματικών περιστατικών της OLAF, η οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 27 Ιουλίου 2018, προκύπτει ότι της προσαπτόταν, μεταξύ άλλων, ότι είχε συμμετοχή σε διαδικασίες στις οποίες δεν τηρήθηκαν οι κανόνες περί δημοσίων συμβάσεων, αφενός, διότι είχε γίνει χρήση εξαιρετικών διαδικασιών κατ’ επίκληση επείγουσας κατάστασης, ενώ είχαν παρέλθει περίοδοι οκτώ και δέκα μηνών μεταξύ της απόφασης να μισθωθούν τα οικεία κτίρια και της σύναψης των συμβάσεων, και, αφετέρου, διότι δεν είχε πραγματοποιηθεί κατάλληλη έρευνα αγοράς.

26      Επιπλέον, η OLAF διαπίστωσε ότι, για το κτίριο στη νήσο Λέσβο, το προϋπολογιζόμενο κόστος τον Αύγουστο του 2017 ανερχόταν σε 811 478 ευρώ, ενώ ο προσωρινός προϋπολογισμός τον Φεβρουάριο του 2017 ήταν 351 120 ευρώ, και ότι για το κτίριο στη νήσο Χίο υπήρξε αδικαιολόγητη δαπάνη της τάξης των 85 000 ευρώ τουλάχιστον.

Ε.      Πειθαρχική διαδικασία

27      Με έγγραφο της 4ης Φεβρουαρίου 2019, ο γενικός γραμματέας του Κοινοβουλίου ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι, κατόπιν των συστάσεων της OLAF, αποφάσισε, βάσει των άρθρων 1 και 2 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ και του άρθρου 2 των γενικών εκτελεστικών διατάξεων, της 18ης Μαΐου 2004, σχετικά με τις πειθαρχικές διαδικασίες και τις διοικητικές έρευνες (στο εξής: γενικές εκτελεστικές διατάξεις), να κινήσει διοικητική έρευνα εις βάρος της για τον λόγο ότι, ενδεχομένως, παρέβη την υποχρέωση την οποία υπείχε από το άρθρο 21α του ΚΥΚ να επισημάνει την ύπαρξη παρατυπιών κατά την περίοδο που υπηρετούσε στην EASO.

28      Στις 7 Μαρτίου 2019 πραγματοποιήθηκε ακρόαση της προσφεύγουσας από τα πρόσωπα που είχε ορίσει ο γενικός γραμματέας του Κοινοβουλίου για τη διεξαγωγή της διοικητικής έρευνας.

29      Στις 29 Μαρτίου 2019 η προσφεύγουσα υπέβαλε στους υπαλλήλους που διενεργούσαν την έρευνα συμπληρωματικές παρατηρήσεις επί των από 7 Μαρτίου 2019 δηλώσεών της.

30      Στις 7 Ιουνίου 2019 οι υπάλληλοι του Κοινοβουλίου που διενήργησαν τη διοικητική έρευνα συνέταξαν, όπως ορίζει το άρθρο 2, παράγραφος 3, των γενικών εκτελεστικών διατάξεων, τη σχετική αναφορά, με την οποία έκριναν ότι η προσφεύγουσα παρέβη το άρθρο 21α του ΚΥΚ, παραλείποντας να ειδοποιήσει τους ιεραρχικώς ανωτέρους της ή τις αρμόδιες αρχές ως προς τη μη τήρηση των δημοσιονομικών κανόνων για την υπογραφή των δύο συμβάσεων που αφορούσαν τα κτίρια στις νήσους Λέσβο και Χίο. Η μη τήρηση των δημοσιονομικών κανόνων ήταν διττή: αφενός, «η εφαρμογή εξαιρετικών διαδικασιών δεν ήταν αυστηρά επιβεβλημένη λόγω του ότι ο χρόνος τον οποίο διέθετε ο Οργανισμός επέτρεπε τη διεξαγωγή κανονικής διαδικασίας» και, αφετέρου, «δεν είχε γίνει καμία πραγματική διερεύνηση της τοπικής αγοράς, όπερ είχε οδηγήσει σε αμφιλεγόμενες επιλογές». Οι υπάλληλοι που διενήργησαν την έρευνα κατέληξαν επίσης στο συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα, ως έμπειρη υπάλληλος με νομικές σπουδές, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι δεν τηρήθηκαν οι δημοσιονομικοί κανόνες.

31      Με επιστολή της 18ης Ιουνίου 2019, το Κοινοβούλιο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 2, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ και του άρθρου 2, παράγραφος 3, των γενικών εκτελεστικών διατάξεων, κοινοποίησε την αναφορά αυτή στην προσφεύγουσα και την ενημέρωσε ότι ο γενικός γραμματέας του Κοινοβουλίου είχε αποφασίσει να προβεί στην ακρόαση που προηγείται οποιασδήποτε πειθαρχικής διαδικασίας, σύμφωνα με τα όσα προβλέπουν το άρθρο 3, παράγραφος 1, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ και το άρθρο 3 των γενικών εκτελεστικών διατάξεων.

32      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 9ης Ιουλίου 2019, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της αναφοράς που συντάχθηκε για την έρευνα.

33      Στις 10 Ιουλίου 2019 πραγματοποιήθηκε ακρόαση της προσφεύγουσας από τον γενικό διευθυντή προσωπικού κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 1, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ και του άρθρου 3 των γενικών εκτελεστικών διατάξεων.

34      Με έγγραφο της 8ης Νοεμβρίου 2019, ο γενικός γραμματέας του Κοινοβουλίου ενημέρωσε την προσφεύγουσα για την απόφασή του να μην προσφύγει στο πειθαρχικό συμβούλιο, δεδομένου ότι «έπρεπε να ληφθούν υπόψη τόσο οι ιδιαίτερα δυσχερείς συνθήκες υπό τις οποίες είχε ασκήσει τα καθήκοντά της, σε μια συγκυρία ανθρωπιστικής κρίσης στα ελληνικά νησιά λόγω της οποίας ήταν απαραίτητη η άμεση απόκριση σε επιχειρησιακό επίπεδο, όσο και το γεγονός ότι η ίδια είχε συμμετοχή μόνον στο τελικό στάδιο των δύο αυτών διαδικασιών, έναν και δύο μήνες, αντιστοίχως, πριν από την περάτωσή τους». Την ενημέρωσε ότι σκόπευε παρά ταύτα να της επιβάλει επίπληξη επειδή δεν είχε ειδοποιήσει τους ιεραρχικώς ανωτέρους της ή τις αρμόδιες αρχές σχετικά με τις περιπτώσεις μη τήρησης του δημοσιονομικού κανονισμού και ότι, ως εκ τούτου, παρέβη τις υποχρεώσεις που απορρέουν από το άρθρο 21α του ΚΥΚ. Κατά συνέπεια, την κάλεσε να του αποστείλει τυχόν σχόλιά της, όπως ορίζει το άρθρο 11 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ.

35      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 22ας Νοεμβρίου 2019, η προσφεύγουσα απέστειλε τις παρατηρήσεις της στον γενικό γραμματέα του Κοινοβουλίου.

36      Με απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η οποία κοινοποιήθηκε με έγγραφο της 9ης Ιανουαρίου 2020, ο γενικός γραμματέας του Κοινοβουλίου επέβαλε επίπληξη στην προσφεύγουσα επειδή δεν «ειδοποίησε τους ιεραρχικώς ανωτέρους της ή τις αρμόδιες αρχές σχετικά με τις περιπτώσεις μη τήρησης του δημοσιονομικού κανονισμού, οι οποίες αφορού[σα]ν παράβαση του άρθρου 21α του ΚΥΚ».

37      Η επιστολή με την οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα η απόφαση αυτή ανέφερε τα εξής:

«Πριν λάβω την απόφασή μου, πέρα από όλα τα στοιχεία του φακέλου, ανέλυσα πολύ προσεκτικά όσα μου εκθέσατε με την από 22 Νοεμβρίου 2019 επιστολή σας προσδίδοντας έμφαση στην ιδιαίτερη συγκυρία η οποία είχε χαρακτηριστικά επείγοντος λόγω της ανθρωπιστικής κρίσης, κατά το διάστημα που υπηρετούσατε στην EASO. Ειδικότερα αναφέρεστε, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι, στη συγκεκριμένη συγκυρία, γινόταν πολύ τακτικά χρήση εξαιρετικών διαδικασιών για τη σύναψη δημοσίων συμβάσεων και ότι είχατε λάβει από τους συναδέλφους σας που ήταν αρμόδιοι για τις δημόσιες συμβάσεις και τις επιχειρήσεις τη διαβεβαίωση ότι όλα ήταν σύμφωνα προς τις κανονιστικές απαιτήσεις. Έλαβα, επίσης, υπόψη ότι, κατά την άποψή σας, η συμμετοχή σας στις σχετικές υποθέσεις ήταν περιορισμένη και ότι ο φόρτος εργασίας σας ήταν τότε πολύ σημαντικός.

Για τον λόγο αυτό αποφάσισα να επιβάλω τη συγκεκριμένη κύρωση, η οποία δεν είναι ιδιαιτέρως αυστηρή ενόψει των όσων σας προσάπτονται, λαμβάνοντας πλήρως υπόψη, αφενός, τις ιδιαιτέρως δύσκολες συνθήκες υπό τις οποίες κληθήκατε να ασκήσετε τα καθήκοντά σας και, αφετέρου, το γεγονός ότι είχατε συμμετοχή μόνον στο τέλος της διαδικασίας και δεν μπορείτε, επομένως, να θεωρηθείτε υπεύθυνη για τις αρχικές επιλογές που έγιναν όσον αφορά την ανάθεση των δημόσιων συμβάσεων. Τέλος, έχω επίγνωση ότι η υπηρεσιακή σας σταδιοδρομία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ήταν, κατά τα άλλα, άψογη.»

38      Στις 10 Απριλίου 2020, η προσφεύγουσα υπέβαλε, βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, διοικητική ένσταση κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως.

39      Με απόφαση της 15ης Σεπτεμβρίου 2020 (στο εξής: απορριπτική απόφαση επί της διοικητικής ένστασης), η οποία κοινοποιήθηκε αυθημερόν στην προσφεύγουσα, ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου απέρριψε τη διοικητική ένσταση.

40      Στην απορριπτική απόφαση επί της διοικητικής ένστασης, ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου έκρινε τα εξής:

«Από τον φάκελο και ιδίως από τις δηλώσεις της πελάτισσάς σας προκύπτει ότι ακολούθησε τη γενική οδηγία που ήταν συμφυής με τα καθήκοντά της, να συνεχίζει δηλαδή τις ήδη δρομολογηθείσες διαδικασίες στις οικονομικές υποθέσεις οι οποίες της υποβάλλονταν, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία τους, παρότι γινόταν συστηματική εφαρμογή των εξαιρετικών διαδικασιών. Επιπλέον, η πελάτισσά σας δήλωσε ότι αισθανόταν υποχρεωμένη από τους ιεραρχικώς ανωτέρους της να ολοκληρώσει την εργασία την οποία είχαν ξεκινήσει οι συνάδελφοί της, ότι ο εκτελεστικός διευθυντής είχε ασκήσει πίεση και επιμείνει έντονα για την υλοποίηση των έργων τον Σεπτέμβριο του 2017 και ότι η επιθυμία του ήταν να επισπευστούν οι διαδικασίες με κάθε τίμημα. Επομένως, αποδεικνύεται η ύπαρξη εντολών κατά την έννοια του άρθρου 21α του ΚΥΚ.

Η πελάτισσά σας, έχοντας νομικές σπουδές, όφειλε να είχε αντιληφθεί, γνωρίζοντας το άρθρο 104 του δημοσιονομικού κανονισμού (του κανονισμού 966/2012) και το άρθρο 134, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού όπως ίσχυαν κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών (ήτοι του κανονισμού 1268/2012), τις παρατυπίες και τις συνέπειες που μπορούσαν να έχουν οι παρατυπίες αυτές. Λογίζεται ότι, ως νομικός, γνώριζε την ερμηνευτική αρχή των νομικών κειμένων κατά την οποία οι εξαιρέσεις από γενικούς κανόνες πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Το δε άρθρο 104 του δημοσιονομικού κανονισμού πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με το προαναφερθέν άρθρο 134, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, των κανόνων εφαρμογής, όπου χρησιμοποιούνται οι φράσεις “ενόσω τούτο είναι απολύτως αναγκαίο” και “επιτακτική επείγουσα ανάγκη οφειλόμενη σε απρόβλεπτα συμβάντα”, όπερ θα έπρεπε να έχει κινητοποιήσει την πελάτισσά σας, κατά μείζονα λόγο διότι γνώριζε ότι υπήρξαν 36 σημειώματα για επίκληση εξαίρεσης το 2016, γεγονός που μαρτυρεί μια συστηματική εφαρμογή η οποία δύσκολα συμβιβάζεται με το γράμμα των δύο ανωτέρω διατάξεων.

[…]»

II.    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

41      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 21 Δεκεμβρίου 2020, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

42      Με έγγραφο που κατέθεσε στις 21 Ιανουαρίου 2021 στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτημα τήρησης της ανωνυμίας. Το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε το αίτημα αυτό με απόφαση της 4ης Φεβρουαρίου 2021.

43      Το υπόμνημα αντικρούσεως, το υπόμνημα απαντήσεως και το υπόμνημα ανταπαντήσεως κατατέθηκαν στις 24 Μαρτίου, στις 7 Μαΐου και στις 21 Ιουνίου 2021 αντιστοίχως.

44      Κατόπιν προτάσεως του τέταρτου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας, να αναθέσει την υπόθεση σε πενταμελές τμήμα του.

45      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να διεξαχθεί προφορική διαδικασία.

46      Με έγγραφα της 9ης Αυγούστου, της 14ης Οκτωβρίου και της 10ης Νοεμβρίου 2021, τα οποία εστάλησαν κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (τέταρτο τμήμα) κάλεσε το Κοινοβούλιο, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται από το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, να καταθέσει ορισμένα έγγραφα και έθεσε ερωτήσεις στους διαδίκους. Αυτοί ανταποκρίθηκαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

47      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 26ης Νοεμβρίου 2021.

48      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση και, εφόσον κριθεί αναγκαίο, την απορριπτική απόφαση επί της διοικητικής ένστασης·

–        να καταδικάσει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

49      Το Κοινοβούλιο ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        κυρίως, να απορρίψει την προσφυγή ως εν μέρει απαράδεκτη και εν μέρει αβάσιμη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη στο σύνολό της·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

III. Σκεπτικό

Α.      Επί του αντικειμένου της διαφοράς

50      Με το πρώτο αίτημά της, η προσφεύγουσα ζητεί την ακύρωση, εφόσον κριθεί αναγκαίο, της απορριπτικής αποφάσεως επί της διοικητικής ένστασης.

51      Κατά τη νομολογία, ακυρωτικά αιτήματα που στρέφονται τύποις κατά της απορριπτικής αποφάσεως επί διοικητικής ένστασης έχουν ως αποτέλεσμα να επιλαμβάνεται το Γενικό Δικαστήριο της πράξεως κατά της οποίας υποβλήθηκε η ένσταση, όταν δεν έχουν τα ίδια αυτοτελές περιεχόμενο (απόφαση της 6ης Απριλίου 2006, Camós Grau κατά Επιτροπής, Τ-309/03, EU:T:2006:110, σκέψη 43· βλ., επίσης, απόφαση της 13ης Ιουλίου 2018, Curto κατά Κοινοβουλίου, T‑275/17, EU:T:2018:479, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

52      Εν προκειμένω, εφόσον η απορριπτική απόφαση επί της διοικητικής ένστασης απλώς επιβεβαιώνει την προσβαλλόμενη απόφαση διευκρινίζοντας την αιτιολογία της, διαπιστώνεται ότι το αίτημα ακυρώσεως της απορριπτικής αποφάσεως επί της διοικητικής ένστασης δεν έχει αυτοτελές περιεχόμενο και, επομένως, δεν συντρέχει λόγος να διατυπωθεί κρίση ειδικώς επ’ αυτού. Ωστόσο, κατά την εξέταση της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να ληφθεί υπόψη η αιτιολογία της απορριπτικής αποφάσεως επί της διοικητικής ένστασης, δεδομένου ότι η αιτιολογία αυτή θεωρείται ότι συμπίπτει με εκείνη της προσβαλλομένης αποφάσεως (πρβλ. απόφαση της 30ης Απριλίου 2019, Wattiau κατά Κοινοβουλίου, T‑737/17, EU:T:2019:273, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

53      Στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως περιλαμβάνονται επίσης οι εκτιμήσεις που διατυπώνονται στο έγγραφο της 9ης Ιανουαρίου 2020, με το οποίο η απόφαση αυτή κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα. Πράγματι, τόσο η προσβαλλόμενη απόφαση όσο και το συνοδευτικό έγγραφο προέρχονται από τον Γενικό Γραμματέα του Κοινοβουλίου και απεστάλησαν την ίδια ημέρα στην προσφεύγουσα.

Β.      Επί των προβαλλομένων λόγων και επιχειρημάτων

54      Η προσφεύγουσα προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος αφορά πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως και παράβαση του άρθρου 21α του ΚΥΚ και περιλαμβάνει τρία σκέλη. Ο δεύτερος λόγος αφορά ελλιπή αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους η προσφεύγουσα γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι συνέτρεχε παράβαση του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 966/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους δημοσιονομικούς κανόνες που εφαρμόζονται στον γενικό προϋπολογισμό της Ένωσης και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ, Ευρατόμ) 1605/2002 του Συμβουλίου (ΕΕ 2012, L 298, σ. 1, στο εξής: δημοσιονομικός κανονισμός) και του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1268/2012 της Επιτροπής, της 29ης Οκτωβρίου 2012, σχετικά με τους κανόνες εφαρμογής του κανονισμού αριθ. 966/2012 (ΕΕ 2012, L 362, σ. 1, στο εξής: κανόνες εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού).

1.      Επί της υποχρέωσης ειδοποίησης την οποία επιβάλλει το άρθρο 21α του ΚΥΚ

55      Το άρθρο 21α παράγραφος 1, του ΚΥΚ, το οποίο, κατά την άποψη του Κοινοβουλίου, παρέβη η προσφεύγουσα, προβλέπει τα εξής:

«1. Στην περίπτωση που ο υπάλληλος λάβει διαταγή την οποία θεωρεί ως αντικανονική ή εάν εκτιμά ότι από την εκτέλεσή της είναι δυνατόν να προκύψουν σοβαρές δυσχέρειες, ειδοποιεί σχετικά τον αμέσως ιεραρχικά ανώτερό του, ο οποίος, εάν η ειδοποίηση έχει διαβιβασθεί εγγράφως, απαντά επίσης εγγράφως. Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, εάν ο αμέσως ιεραρχικά ανώτερος επιβεβαιώσει τη διαταγή, αλλά ο υπάλληλος κρίνει ότι η επιβεβαίωση αυτή δεν είναι ευλόγως καθησυχαστική ενόψει των λόγων του να ανησυχεί, αναφέρει εγγράφως το θέμα στην αμέσως ανώτερη ιεραρχικά αρχή. Εάν η αμέσως ανώτερη ιεραρχικά αρχή επιβεβαιώσει τη διαταγή εγγράφως, ο υπάλληλος υποχρεούται να την εκτελέσει, εκτός εάν η διαταγή είναι προδήλως παράνομη ή αντιβαίνει στους ισχύοντες κανόνες ασφαλείας.

2. Εάν ο αμέσως ιεραρχικά ανώτερος κρίνει ότι η διαταγή πρέπει να εκτελεσθεί αμέσως, ο υπάλληλος πρέπει να την εκτελέσει, εκτός εάν αυτή είναι προδήλως παράνομη ή αντιβαίνει στους ισχύοντες κανόνες ασφαλείας. Ο αμέσως ιεραρχικά ανώτερός του υποχρεούται, εφόσον το ζητήσει ο υπάλληλος, να δίδει τέτοιες διαταγές εγγράφως.

3. Ο υπάλληλος που ενημερώνει τους προϊσταμένους του για εντολές τις οποίες θεωρεί παράτυπες ή ικανές να προκαλέσουν σοβαρά προβλήματα δεν υφίσταται για τούτο κυρώσεις εκ μέρους των προϊσταμένων του.»

56      Η παράγραφος 1 της διατάξεως αυτής, αφενός, επιτρέπει σε υπάλληλο που έλαβε εντολή την οποία θεωρεί αντικανονική να αποφύγει την εκτέλεσή της τηρώντας την εκεί περιγραφόμενη διαδικασία και, αφετέρου, του δημιουργεί την υποχρέωση να αναφέρει την εντολή αυτή στους ιεραρχικώς ανωτέρους του ακολουθώντας την ίδια διαδικασία.

57      Η δεύτερη αυτή πτυχή του άρθρου 21α του ΚΥΚ είναι η επίμαχη στην υπό κρίση υπόθεση.

2.      Επί του περιεχομένου των πειθαρχικών αποφάσεων που αφορούν παράβαση του άρθρου 21α του ΚΥΚ

58      Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το άρθρο 296 ΣΛΕΕ και το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ έχουν ως σκοπό, αφενός, να παράσχουν στον ενδιαφερόμενο επαρκείς ενδείξεις για να εκτιμήσει το βάσιμο της βλαπτικής γι’ αυτόν πράξεως και, αφετέρου, να καταστήσουν δυνατό τον δικαστικό έλεγχό της (αποφάσεις της 26ης Νοεμβρίου 1981, Michel κατά Κοινοβουλίου, 195/80, EU:C:1981:284, σκέψη 22, και της 19ης Νοεμβρίου 2014, EH κατά Επιτροπής, F‑42/14, EU:F:2014:250, σκέψη 130).

59      Το ζήτημα αν μια απόφαση επιβολής πειθαρχικής κύρωσης ικανοποιεί τις απαιτήσεις αυτές πρέπει να κρίνεται όχι μόνον βάσει της διατύπωσής της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (πρβλ., αποφάσεις της 19ης Μαΐου 1999, Connolly κατά Επιτροπής, T‑34/96 και T‑163/96, EU:T:1999:102, σκέψη 93, και της 21ης Οκτωβρίου 2015, AQ κατά Επιτροπής, F‑57/14, EU:F:2015:122, σκέψη 113).

60      Κατά τη νομολογία, δεν απαιτείται από την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) που λαμβάνει απόφαση επί πειθαρχικών ζητημάτων να εξετάζει συστηματικά όλα τα πραγματικά και νομικά ζητήματα τα οποία έχει προβάλει ο ενδιαφερόμενος κατά τη διάρκεια της διαδικασίας (πρβλ., αποφάσεις της 19ης Μαΐου 1999, Connolly κατά Επιτροπής, T‑34/96 και T‑163/96, EU:T:1999:102, σκέψη 93, και της 30ης Μαΐου 2002, Onidi κατά Επιτροπής, T‑197/00, EU:T:2002:135, σκέψη 156). Πράγματι, σε αντίθετη περίπτωση, η Διοίκηση θα όφειλε να απαντήσει στην επιχειρηματολογία του υπαλλήλου έστω και αν ήταν απεριόριστη και δεν ασκούσε καμία επιρροή.

61      Αντιθέτως, κατά τη νομολογία, απαιτείται από την ΑΔΑ να αναφέρει επακριβώς, στην απόφαση αυτή, τις πράξεις οι οποίες καταλογίστηκαν σε βάρος του υπαλλήλου καθώς και τις εκτιμήσεις που την οδήγησαν να επιλέξει την επιβληθείσα κύρωση (απόφαση της 21ης Οκτωβρίου 2015, AQ κατά Επιτροπής, F‑57/14, EU:F:2015:122, σκέψη 113).

62      Στην περίπτωση κατά την οποία προσάπτεται σε υπάλληλο παράβαση του άρθρου 21α του ΚΥΚ, οι κανόνες που υπενθυμίστηκαν στις σκέψεις 58 έως 61 ανωτέρω υποχρεώνουν την ΑΔΑ να αναφέρει σε τι συνίσταται, κατά την άποψή της, η αντικανονικότητα της εντολής την οποία ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος παρέλειψε να επισημάνει στους ιεραρχικώς ανωτέρους του και για ποιους λόγους θα έπρεπε να την έχει θεωρήσει αντικανονική, οφείλοντας κατά συνέπεια να την επισημάνει. Πράγματι, αυτά είναι τα συστατικά στοιχεία της παράβασης που προσάπτεται στον υπάλληλο.

63      Επιπλέον, η ΑΔΑ οφείλει να αναφέρει, στην πειθαρχική απόφαση, τις ελαφρυντικές και επιβαρυντικές περιστάσεις που δικαιολογούν την επιλογή της κύρωσης, ώστε ο δικαστής να μπορεί να ελέγξει, όταν του υποβάλλεται σχετικό αίτημα, ότι η κύρωση αυτή δεν είναι προδήλως δυσανάλογη σε σχέση με την παράβαση η οποία προσάπτεται στον ενδιαφερόμενο.

64      Ελλείψει των στοιχείων που μνημονεύθηκαν στις σκέψεις 62 και 63 ανωτέρω, ο ενδιαφερόμενος θα βρισκόταν σε αδυναμία να ασκήσει αποτελεσματικά τα δικαιώματα άμυνάς του. Κατά συνέπεια, ως προς τα συγκεκριμένα σημεία, δεν αρκεί μια γενική παραπομπή στα έγγραφα της πειθαρχικής διαδικασίας, τα οποία περιέχουν και πληθώρα άλλων στοιχείων.

3.      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως

65      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει τρία σκέλη με τα οποία η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Κοινοβούλιο παρέβη το άρθρο 21α του ΚΥΚ και υπέπεσε σε πρόδηλη σφάλμα εκτιμήσεως, αφενός, κρίνοντας ότι αυτή είχε λάβει εντολή κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως (πρώτο σκέλος) και ότι γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι είχαν παραβιαστεί ο δημοσιονομικός κανονισμός και οι κανόνες εφαρμογής του (δεύτερο σκέλος), και, αφετέρου, επιβάλλοντάς της πειθαρχική κύρωση (τρίτο σκέλος).

α)      Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

66      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι η ΑΔΑ του Κοινοβουλίου παρέβη το άρθρο 21α του ΚΥΚ και υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως, διότι η προσφεύγουσα δεν είχε λάβει ειδική εντολή από τον εκτελεστικό διευθυντή της EASO να υπογράψει τα σημειώματα της 11ης Μαΐου και της 11ης Ιουνίου 2017 (στο εξής: επίδικα σημειώματα), αλλά, υπογράφοντας τα σημειώματα αυτά, απλώς εκπλήρωνε τα καθήκοντά της.

67      Με το υπόμνημα αντικρούσεως, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι από τις δηλώσεις στις οποίες προέβη η προσφεύγουσα κατά τη διάρκεια της έρευνας, από ηλεκτρονικό μήνυμα του εκτελεστικού διευθυντή χρονολογημένο την 1η Απριλίου 2017 και από το δικόγραφο της προσφυγής προκύπτει, τόσο για το ακίνητο στη Χίο όσο και για το ακίνητο στη Λέσβο, ότι πριν εμπλακεί η προσφεύγουσα στη διαδικασία σύναψης των συμβάσεων προηγήθηκαν «συγκεκριμένες οδηγίες» του εκτελεστικού διευθυντή της EASO, οι οποίες συνιστούσαν για την προσφεύγουσα εντολές κατά την έννοια του άρθρου 21α του ΚΥΚ.

68      Με το υπόμνημα απαντήσεως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η εν λόγω επιχειρηματολογία είναι απαράδεκτη διότι συνεπάγεται αντικατάσταση αιτιολογίας σε σχέση με αυτή που περιλαμβανόταν στην απορριπτική απόφαση της διοικητικής ένστασης. Κατά την προσφεύγουσα, ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου είχε διαπιστώσει με την απόφαση εκείνη ότι από τη δικογραφία και τις δηλώσεις της προσφεύγουσας προέκυπτε ότι αυτή είχε ακολουθήσει τη «γενική οδηγία» που ήταν συμφυής με τα καθήκοντά της, να συνεχίζει δηλαδή τις ήδη δρομολογηθείσες διαδικασίες στις οικονομικές υποθέσεις οι οποίες της υποβάλλονταν, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία τους, παρότι γινόταν συστηματική εφαρμογή των εξαιρετικών διαδικασιών.

69      Επί της ουσίας, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι τα έγγραφα τα οποία παραθέτει το Κοινοβούλιο στο υπόμνημα αντικρούσεως δεν αποδεικνύουν ότι έλαβε από τον εκτελεστικό διευθυντή της EASO εντολή κατά την έννοια του άρθρου 21α του ΚΥΚ.

70      Το Κοινοβούλιο αμφισβητεί τη βασιμότητα αμφότερων των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

1)      Επί του παραδεκτού της επιχειρηματολογίας που ανέπτυξε το Κοινοβούλιο με το υπόμνημα αντικρούσεως

71      Κατά τη νομολογία που έχει εφαρμογή επί των υπαλληλικών υποθέσεων, το καθού θεσμικό όργανο δεν επιτρέπεται να αντικαταστήσει με εντελώς νέα αιτιολογία την εσφαλμένη αρχική αιτιολογία της προσβαλλομένης πράξεως, αλλά μπορεί, κατά τη διάρκεια της δίκης, να παράσχει διευκρινίσεις όσον αφορά τους λόγους που είχαν ήδη εκτεθεί (πρβλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2017, HF κατά Κοινοβουλίου, T‑584/16, EU:T:2017:282, σκέψη 132 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

72      Εν προκειμένω, με την απορριπτική απόφαση επί της διοικητικής ένστασης, ο πρόεδρος του Κοινοβουλίου έκρινε ότι η ύπαρξη εντολής υπό την έννοια του άρθρου 21α του ΚΥΚ είχε αποδειχθεί όχι μόνον επειδή προέκυπτε από τον φάκελο, και ιδίως από τις δηλώσεις της προσφεύγουσας, ότι αυτή «ακολούθησε τη γενική οδηγία που ήταν συμφυής με τα καθήκοντά της, να συνεχίζει δηλαδή τις ήδη δρομολογηθείσες διαδικασίες στις οικονομικές υποθέσεις οι οποίες της υποβάλλονταν, χωρίς να υπεισέρχεται στην ουσία τους», αλλά και επειδή η προσφεύγουσα είχε δηλώσει «ότι αισθανόταν υποχρεωμένη από τους ιεραρχικώς ανωτέρους της να ολοκληρώσει την εργασία την οποία είχαν ξεκινήσει οι συνάδελφοί της, ότι ο εκτελεστικός διευθυντής είχε ασκήσει πίεση και επιμείνει έντονα για την υλοποίηση των έργων τον Σεπτέμβριο του 2017 και ότι η επιθυμία του ήταν να επισπευστούν οι διαδικασίες με κάθε τίμημα».

73      Το Κοινοβούλιο αναφερόταν συνολικά στον ως άνω ισχυρισμό και όχι μόνον στο πρώτο μέρος του όταν διευκρίνισε, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι από τα διάφορα έγγραφα που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 67 ανωτέρω προέκυπτε ότι η προσφεύγουσα είχε λάβει συγκεκριμένες οδηγίες από τον εκτελεστικό διευθυντή της EASO.

74      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Κοινοβούλιο, παρέχοντας τις διευκρινίσεις αυτές με το υπόμνημα αντικρούσεως, δεν αντικατέστησε την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως με νέα αιτιολογία κατά την έννοια της νομολογίας που εκτέθηκε στη σκέψη 71 ανωτέρω.

75      Ως εκ τούτου, η επιχειρηματολογία την οποία ανέπτυξε το Κοινοβούλιο στο πλαίσιο του υπομνήματος αντικρούσεως κρίνεται παραδεκτή.

2)      Επί του βασίμου του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

76      Με το υπόμνημα αντικρούσεως, το Κοινοβούλιο διευκρινίζει ότι, για να αποδείξει ότι η προσφεύγουσα είχε λάβει εντολή κατά την έννοια του άρθρου 21α του ΚΥΚ, στηρίχθηκε στα ακόλουθα στοιχεία:

–        στο από 1 Απριλίου 2017 ηλεκτρονικό μήνυμα του εκτελεστικού διευθυντή της EASO, το οποίο περιείχε άμεσες και συγκεκριμένες οδηγίες για τη διαδικασία που έπρεπε να ακολουθηθεί και για την επιλογή των κτιρίων·

–        στη δήλωση στην οποία προέβη η προσφεύγουσα με τις από 17 Αυγούστου 2018 παρατηρήσεις της επί της συνοπτικής έκθεσης των πραγματικών περιστατικών που συντάχθηκε από την OLAF για τα πραγματικά περιστατικά, όπου ανέφερε ότι «τα τμήματα “Διοίκηση” και “Επιχειρήσεις” είχαν αναλάβει τη διεκπεραίωση της διαδικασίας, την οποία χειριζόταν σε μεγάλο βαθμό ο εκτελεστικός διευθυντής με βάση τις άμεσες επαφές του με τα ανώτατα κλιμάκια των ελληνικών αρχών»·

–        στη δήλωση στην οποία προέβη η προσφεύγουσα κατά τη συνομιλία της 9ης Ιουλίου 2019 στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας, όπου ανέφερε ότι ο «διευθυντής της είχε συμφωνήσει με την Ελληνική Κυβέρνηση για την ανεύρεση κτιρίου», ότι είχε δεχθεί από τους ιεραρχικώς ανωτέρους «επείγοντα αιτήματα υπογραφής εγγράφων», ότι «αισθανόταν υποχρεωμένη να ολοκληρώσει την εργασία που είχαν ξεκινήσει οι συνάδελφοί της, υπογράφοντας», ότι «της ζητήθηκε για πρώτη φορά, τον Μάιο του 2017, να υπογράψει μια τροποποίηση στη σύμβαση κι έπειτα, τον Ιούνιο του 2017, να υπογράψει ένα νέο σημείωμα για την επίκληση εξαίρεσης»·

–        στον ισχυρισμό τον οποίο προέβαλε η προσφεύγουσα με τις από 9 Ιουλίου 2019 παρατηρήσεις της επί της αναφοράς για τη διοικητική έρευνα ότι «όσον αφορά τη Χίο, ο εκτελεστικός διευθυντής προωθούσε μετ’ επιτάσεως την υπογραφή του σημειώματος για την επίκληση εξαίρεσης».

77      Από τα ανωτέρω στοιχεία προκύπτει ότι ο εκτελεστικός διευθυντής της EASO, ο οποίος ήταν ο ιεραρχικώς ανώτερος της προσφεύγουσας, έδωσε οδηγίες προκειμένου η μετακόμιση των γραφείων της Λέσβου και της Χίου να πραγματοποιηθεί το συντομότερο δυνατόν, ότι οι οδηγίες αυτές περιήλθαν στην προσφεύγουσα, έστω και εμμέσως, και ότι κατέτειναν στο να υπογράψει αυτή τα επίδικα σημειώματα, όπερ συνιστούσε, για την ίδια, υποχρέωση στο πλαίσιο της εκτέλεσης των καθηκόντων της. Συνεπώς, στοιχειοθετείται η ύπαρξη εντολής κατά την έννοια του άρθρου 21α του ΚΥΚ.

78      Όπως τόνισε το Κοινοβούλιο, το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από το σημείο 34 του δικογράφου της προσφυγής, στο οποίο η προσφεύγουσα ισχυρίστηκε ότι «ο εκτελεστικός διευθυντής της EASO είχε αποφασίσει, στα τέλη του 2016, να κινήσει εξαιρετικές διαδικασίες, προκειμένου η επιχειρησιακή υποστήριξη της EASO και της ελληνικής Υπηρεσίας ασύλου να μεταφερθεί εκτός των εν λόγω hotspots».

79      Ωστόσο, το ως άνω συμπέρασμα αμφισβητείται από την προσφεύγουσα.

80      Πρώτον, υποστηρίζει ότι το από 1 Απριλίου 2017 ηλεκτρονικό μήνυμα του εκτελεστικού διευθυντή της EASO απευθυνόταν σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη για την κατάσταση στους καταυλισμούς προσφύγων και για τη μεταφορά των κέντρων διεκπεραίωσης των υποθέσεων ασύλου εκτός των καταυλισμών, και ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι το ηλεκτρονικό μήνυμα περιείχε οδηγίες, οι οδηγίες αυτές προορίζονταν για την A, προϊσταμένη του τμήματος «Επιχειρήσεις», η οποία φέρεται εξάλλου να απάντησε στις 3 Απριλίου 2017, χωρίς να κοινοποιήσει την απάντησή της στην προσφεύγουσα. Επιπλέον, κατά την προσφεύγουσα, το ηλεκτρονικό μήνυμα της 1ης Απριλίου 2017 αφορούσε τη νήσο Χίο και όχι τη νήσο Λέσβο.

81      Επ’ αυτού, διαπιστώνεται κατ’ αρχάς ότι το ηλεκτρονικό μήνυμα της 1ης Απριλίου 2017 περιέχει οδηγίες αναφορικά με τη μετεγκατάσταση των γραφείων εκτός των καταυλισμών για τους πρόσφυγες και ότι η προσφεύγουσα συγκαταλέγεται στους αποδέκτες του, όπως ακριβώς και οι προϊστάμενοι των λοιπών τμημάτων. Μολονότι είναι αληθές ότι, αρχικώς, το μήνυμα κυρίως ενδιέφερε την Α, η οποία διηύθυνε το τμήμα «Επιχειρήσεις» και, λόγω της ιδιότητας αυτής, έπρεπε να υπογράψει το σημείωμα που ζητήθηκε, εντούτοις εν συνεχεία αφορούσε και την προσφεύγουσα, άπαξ και της ζητήθηκε να αντικαταστήσει την Α.

82      Περαιτέρω, είναι ανακριβές ότι το μεταγενέστερο ηλεκτρονικό μήνυμα της A, το οποίο εστάλη στις 3 Απριλίου 2017, αποτελούσε απάντηση στο ηλεκτρονικό μήνυμα της 1ης Απριλίου 2017. Σκοπός του ηλεκτρονικού μηνύματος της 3ης Απριλίου 2017 ήταν να εξασφαλιστεί ότι οι οδηγίες του εκτελεστικού διευθυντή θα εκτελούνταν από τα αρμόδια πρόσωπα. Δεδομένου ότι, κατά το χρονικό εκείνο σημείο, η προσφεύγουσα δεν ήταν επιφορτισμένη με την εκτέλεση, ήταν μάλλον φυσιολογικό το ότι η A δεν της είχε κοινοποιήσει το μήνυμα.

83      Τέλος, μολονότι το ηλεκτρονικό μήνυμα της 1ης Απριλίου 2017 αφορούσε κυρίως τη Χίο, αναφερόταν και στη Λέσβο, καθώς στο έβδομο εδάφιό του σημειώνεται ότι «ο υπουργός Μουζάλας υπογράμμισε τη σημασία και το επείγον της δημιουργίας χώρων γραφείων εκτός των καταυλισμών της Χίου και της Λέσβου και διαβεβαίωσε ότι η Ελληνική Κυβέρνηση θα παράσχει την υποστήριξή της λαμβάνοντας όλα τα αναγκαία μέτρα».

84      Επομένως, το πρώτο επιχείρημα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

85      Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα «επείγοντα αιτήματα υπογραφής εγγράφων» για τα οποία έκανε λόγο στη συνομιλία που έλαβε χώρα στις 7 Μαρτίου 2019 στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας δεν αναφέρονταν στα επίδικα σημειώματα, αλλά εντάσσονταν σε ένα γενικότερο σχόλιο σχετικό με τις επείγουσες περιστάσεις υπό τις οποίες κλήθηκε να υπογράψει εκατοντάδες έγγραφα οικονομικής φύσης. Επιπλέον, τα αιτήματα αυτά δεν προέρχονταν από τον εκτελεστικό διευθυντή της EASO, αλλά από το τμήμα «Διοίκηση» και, πιο συγκεκριμένα, από τους τομείς «Οικονομικά» και «Δημόσιες συμβάσεις».

86      Ομοίως, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, όταν δήλωσε κατά την ίδια συνομιλία ότι «της ζητήθηκε για πρώτη φορά, τον Μάιο του 2017, να υπογράψει μια τροποποίηση στη σύμβαση [όσον αφορά τη Λέσβο] κι έπειτα, τον Ιούνιο του 2017, να υπογράψει ένα νέο σημείωμα για την επίκληση εξαίρεσης [όσον αφορά τη Χίο]», αναφερόταν επίσης σε αιτήματα από το τμήμα «Διοίκηση» και όχι από τον εκτελεστικό διευθυντή της EASO, όπως προκύπτει συνολικά από την απάντησή της.

87      Αντιθέτως προς την ερμηνεία την οποία φαίνεται να υιοθετεί η προσφεύγουσα, το άρθρο 21α του ΚΥΚ δεν απαιτεί να απευθύνεται η αντικανονική εντολή τυπικά, άμεσα και ατομικά, στον μόνιμο ή τον έκτακτο υπάλληλο που φέρεται να παρέβη τη διάταξη αυτή, αλλά αρκεί ο τελευταίος να όφειλε να εκτελέσει μια παράνομη πράξη έχοντας λάβει γνώση οδηγιών προερχομένων από τους ιεραρχικώς ανωτέρους του.

88      Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι το αίτημα υπογραφής των επίμαχων σημειωμάτων προερχόταν από το τμήμα «Διοίκηση» και όχι απευθείας από τον εκτελεστικό διευθυντή της EASO είναι αδιάφορο, δεδομένου ότι καθίσταται προφανές, από τα λοιπά στοιχεία τα οποία επισήμανε το Κοινοβούλιο, ότι τα πρόσωπα του τμήματος αυτού ενεργούσαν κατόπιν οδηγιών του εκτελεστικού διευθυντή για την επίσπευση της υλοποίησης των οικείων έργων.

89      Ομοίως, είναι άνευ σημασίας το γεγονός ότι τα αιτήματα υπογραφών δεν αφορούσαν ειδικώς τα επίδικα σημειώματα, εφόσον τα σημειώματα αυτά εντάσσονταν στο όλο πλαίσιο των εν λόγω αιτημάτων, όπερ δεν αμφισβητείται από την προσφεύγουσα.

90      Συνεπώς, το δεύτερο επιχείρημα της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

91      Τρίτον, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, όταν δήλωνε με τις από 9 Ιουλίου 2019 παρατηρήσεις της επί αναφοράς για τη διοικητική έρευνα ότι, «όσον αφορά τη Χίο, ο εκτελεστικός διευθυντής προωθούσε μετ’ επιτάσεως την υπογραφή του σημειώματος για την επίκληση εξαίρεσης», αναφερόταν στην επείγουσα συγκυρία λόγω της πίεσης την οποία ασκούσαν τα κράτη μέλη και η Ελληνική Κυβέρνηση.

92      Η επίκριση αυτή ουδόλως αναιρεί τη διαπίστωση ότι ο εκτελεστικός διευθυντής της EASO ανέμενε από την προσφεύγουσα να υπογράψει το σημείωμα της 11ης Ιουνίου 2017 και ότι, κατά τη δική της αντίληψη, επρόκειτο για υποχρέωσή της.

93      Επομένως, το τρίτο επιχείρημα της προσφεύγουσας πρέπει επίσης να απορριφθεί.

94      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το Κοινοβούλιο δεν παρέβη το άρθρο 21α του ΚΥΚ και δεν υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η προσφεύγουσα είχε λάβει εντολή κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως.

95      Συνεπώς, το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως είναι απορριπτέο.

β)      Επί του δευτέρου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

96      Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το Κοινοβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως κρίνοντας, με την απορριπτική απόφαση επί της διοικητικής ένστασης, ότι η ίδια, λόγω των νομικών της σπουδών, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει, όταν υπέγραψε τα επίδικα σημειώματα, ότι δεν πληρούνταν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις του δημοσιονομικού κανονισμού και του άρθρου 134, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, των κανόνων εφαρμογής του.

97      Ειδικότερα, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, πρώτον, ότι η EASO βρέθηκε σε κατάσταση επιτακτικής επείγουσας ανάγκης κατά την έννοια του άρθρου 134, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού, λόγω της οποίας επιτρεπόταν να εφαρμόσει τη διαδικασία με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση, δεύτερον, ότι δεν είχαν προβληθεί εντός της EASO αντιρρήσεις ως προς την επιλογή της συγκεκριμένης διαδικασίας και, τρίτον, ότι η ίδια είχε συμμετοχή μόνον στο τέλος της όλης διαδικασίας για τη λήψη των σχετικών αποφάσεων.

98      Κατά το άρθρο 21α του ΚΥΚ, που παρατέθηκε στη σκέψη 55 ανωτέρω, η υποχρέωση ειδοποίησης η οποία βαρύνει τον υπάλληλο εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι αυτός «θεωρεί» αντικανονική την εντολή που έλαβε και, εφόσον η εντολή έχει επιβεβαιωθεί από τον ιεραρχικώς ανώτερό του, ότι «κρίνει» την επιβεβαίωση ανεπαρκή σε σχέση με τους λόγους ανησυχίας του.

99      Διαπιστώνεται συναφώς ότι η υποχρέωση του υπαλλήλου να ειδοποιήσει τους ιεραρχικώς ανωτέρους του σχετικά με εντολή την οποία θεωρεί αντικανονική του δεν εξαρτάται από το αν η αντικανονικότητα αυτή είναι πρόδηλη. Πράγματι, το άρθρο 21α, παράγραφος 1, του ΚΥΚ προσδίδει διαφορετικά αποτελέσματα στην εντολή που θεωρείται αντικανονική και στην εντολή που είναι προδήλως παράνομη. Ενώ, στην πρώτη περίπτωση, ο υπάλληλος ο οποίος ειδοποίησε για την εντολή που θεωρούσε αντικανονική υποχρεούται, εν τέλει, να την εκτελέσει αν αυτή επιβεβαιωθεί από την αμέσως ανώτερη ιεραρχικώς αρχή, στη δεύτερη περίπτωση, επιτρέπεται στον υπάλληλο να μην την εκτελέσει παρά την ύπαρξη τέτοιας επιβεβαίωσης.

100    Εντούτοις, μια απλή αμφιβολία ως προς το νομότυπο της εντολής που έλαβε ο υπάλληλος δεν αρκεί για να θεμελιωθεί η υποχρέωσή του να ειδοποιήσει σχετικά τους ιεραρχικώς ανωτέρους του. Πράγματι, αν ο υπάλληλος όφειλε, δυνάμει του άρθρου 21α του ΚΥΚ, να αναφέρει στον άμεσο προϊστάμενό του και, εφόσον ήταν απαραίτητο, στην αμέσως ανώτερη ιεραρχικώς αρχή, οποιαδήποτε αμφιβολία του δημιουργούσε τυχόν μια εντολή την οποία έχει λάβει, θα υφίστατο κίνδυνος παρακώλυσης της ομαλής λειτουργίας της Διοίκησης λόγω της αμφισβήτησης πληθώρας εντολών που δίνουν οι προϊστάμενοι στους υφισταμένους τους.

101    Συνεπώς, η πειθαρχική ευθύνη υπαλλήλου δεν στοιχειοθετείται, λόγω παράβασης της προβλεπόμενης στο άρθρο 21α του ΚΥΚ υποχρέωσης, αν η Διοίκηση αδυνατεί να αποδείξει, τουλάχιστον, ότι το νομότυπο της ληφθείσας εντολής μπορούσε να δημιουργήσει σοβαρές αμφιβολίες στον υπάλληλο, λαμβανομένων ιδίως υπόψη του βαθμού επιμέλειας που αναμενόταν από αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων του, καθώς και των περιστάσεων υπό τις οποίες η εντολή περιήλθε σε γνώση του.

102    Ως εκ τούτου, προκειμένου να κριθεί αν ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος ήταν υποχρεωμένος, δυνάμει του άρθρου 21α του ΚΥΚ, να ειδοποιήσει τους ιεραρχικώς ανωτέρους του σχετικά με εντολή την οποία θεωρούσε αντικανονική, πρέπει να ληφθούν υπόψη:

–        πρώτον, ο βαθμός της προσβασιμότητας και της πολυπλοκότητας των εφαρμοστέων κανόνων·

–        δεύτερον, η κατάρτιση του υπαλλήλου, το επίπεδο των ευθυνών του εντός των θεσμικών οργάνων και των οργανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η πείρα του·

–        τρίτον, η συγκυρία υπό την οποία ελήφθη η εντολή.

103    Το δε ζήτημα κατά πόσον η εντολή μπορούσε να δημιουργήσει σοβαρές αμφιβολίες, υποχρεώνοντας τον υπάλληλο να ειδοποιήσει τους ιεραρχικώς ανωτέρους του, πρέπει να εκτιμηθεί με σημείο αναφοράς τον χρόνο κατά τον οποίο αυτή ελήφθη από τον υπάλληλο.

1)      Ως προς την προσβασιμότητα και την πολυπλοκότητα των εφαρμοστέων κανόνων

104    Εν προκειμένω, από την απορριπτική απόφαση επί της διοικητικής ένστασης προκύπτει ότι ο λόγος που το Κοινοβούλιο έκρινε ότι η προσφεύγουσα γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η ληφθείσα εντολή αντέβαινε στο άρθρο 104 του δημοσιονομικού κανονισμού και στο άρθρο 134, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, των κανόνων εφαρμογής του και ότι, κατά συνέπεια, αυτή παρέβη την υποχρέωσή της να ειδοποιήσει τους ιεραρχικώς ανωτέρους της, ήταν ότι η προσφεύγουσα είχε νομικές σπουδές και γνώριζε ότι είχαν ήδη υπογραφεί 36 σημειώματα για την επίκληση εξαίρεσης, «γεγονός που μαρτυρεί μια συστηματική εφαρμογή η οποία δύσκολα συμβιβάζεται με το γράμμα των δύο ανωτέρω διατάξεων».

105    Από τα στοιχεία όμως αυτά δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα είχε την υποχρέωση να ειδοποιήσει τους ιεραρχικώς ανωτέρους της σχετικά με τη φερόμενη ως παράνομη εντολή.

106    Ειδικότερα, οι δημόσιες συμβάσεις διέπονται από πολύπλοκους κανόνες τους οποίους δεν είναι δυνατόν να απαιτείται να γνωρίζει ένας νομικός, και δη με γενικές σπουδές στο δίκαιο, αφού, όπως καθίσταται σαφές από το άρθρο της 2, παράγραφος 1, σημείο 5, και από το άρθρο της 10, στοιχείο αʹ, η οδηγία 2014/24/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2014, σχετικά με τις δημόσιες προμήθειες και την κατάργηση της οδηγίας 2004/18/ΕΚ (ΕΕ 2014, L 94, σ. 65), η οποία αποτελεί την κοινή ρύθμιση που ισχύει στα κράτη μέλη για τις δημόσιες συμβάσεις, δεν έχει εφαρμογή στις συμβάσεις ακινήτων. Υπ’ αυτή την έννοια, η ως άνω οδηγία διαφοροποιείται από τον δημοσιονομικό κανονισμό και τον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό που έχουν εφαρμογή εν προκειμένω.

107    Προς επίρρωση, αν υποτεθεί ότι είναι αναγκαία, επισημαίνεται ότι η πολυπλοκότητα των κανόνων που διέπουν τις δημόσιες συμβάσεις επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι, με την απορριπτική απόφαση επί της διοικητικής ένστασης, το Κοινοβούλιο προσήψε μεν στην προσφεύγουσα ότι δεν επισήμανε στους ιεραρχικά ανωτέρους της ότι η εντολή ήταν αντίθετη προς το άρθρο 134, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, των κανόνων εφαρμογής του δημοσιονομικού κανονισμού, οι οποίοι ορίζουν τις προϋποθέσεις εφαρμογής της διαδικασίας με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση σε περίπτωση επιτακτικής επείγουσας ανάγκης, πλην όμως παρέλειψε να μνημονεύσει το άρθρο 134, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, των εν λόγω κανόνων, το οποίο, όσον αφορά τις δημόσιες συμβάσεις ακινήτων, υποχρεώνει την αναθέτουσα αρχή να προβεί σε διερεύνηση της τοπικής αγοράς, μολονότι στα υπομνήματά του –αλλά όχι στην προσβαλλόμενη απόφαση–, διαπιστώνει ότι η EASO παρέβη και την τελευταία αυτή διάταξη. Η παράλειψη αυτή αναδεικνύει πόσο δύσκολο είναι για έναν μη εξειδικευμένο νομικό να κατέχει όλες τις πτυχές του θέματος.

108    Εξάλλου, το γεγονός ότι είχαν συνταχθεί ήδη 36 σημειώματα για την επίκληση εξαίρεσης πριν η προσφεύγουσα υπογράψει τα επίδικα σημειώματα δεν αρκούσε για να θεμελιώσει σοβαρή αμφιβολία ως προς το νομότυπο της εντολής την οποία είχε λάβει. Πράγματι, ο χαρακτηρισμός τους ως «σημειωμάτων για την επίκληση εξαίρεσης» δεν σήμαινε ότι ήταν παράνομα, αλλά μόνον ότι αποσκοπούσαν στη δικαιολόγηση της εφαρμογής διαδικασίας ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων διαφορετικής από την ανοικτή ή κλειστή διαδικασία η οποία, όπως αναφέρεται στο άρθρο 104, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, του δημοσιονομικού κανονισμού, έχει εφαρμογή σε κάθε «αγορά» την οποία πραγματοποιούν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης.

109    Αντιθέτως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η συχνότητα με την οποία συντάσσονταν στην EASO σημειώματα για την επίκληση εξαίρεσης μπορούσε να δημιουργήσει στην προσφεύγουσα την εντύπωση ότι οι προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή διαδικασίας με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση πληρούνταν, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων υπό τις οποίες έπρεπε να ενεργήσει η EASO.

110    Επομένως, είναι αβάσιμοι οι λόγοι που επικαλείται το Κοινοβούλιο στην προσβαλλόμενη απόφαση για να δικαιολογήσει το συμπέρασμα ότι η προσφεύγουσα γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η εντολή την οποία έλαβε ήταν παράνομη και ότι, συνεπώς, συνέτρεχαν σοβαρές αμφιβολίες περί του νομότυπου χαρακτήρα της.

2)      Ως προς την κατάρτιση του υπαλλήλου, το επίπεδο των ευθυνών του εντός των θεσμικών οργάνων και των οργανισμών της Ένωσης και την πείρα του

111    Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα, λόγω των καθηκόντων που ασκούσε και, ιδίως λόγω των πληροφοριών στις οποίες είχε πρόσβαση, γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η εντολή που είχε λάβει ήταν αντικανονική.

112    Συναφώς, το Κοινοβούλιο προβάλλει τρία επιχειρήματα.

113    Πρώτον, ισχυρίστηκε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η προσφεύγουσα γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η εντολή ήταν αντικανονική επειδή το επίπεδο των ευθυνών της ήταν υψηλό, δεδομένου ότι ήταν προϊσταμένη του τμήματος «Επιχειρήσεις» της EASO και διατάκτρια.

114    Εντούτοις, το συγκεκριμένο επιχείρημα δεν μνημονεύεται ως αιτιολογία στην προσβαλλόμενη απόφαση, μολονότι πρόκειται για ουσιώδες στοιχείο προκειμένου να γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα υπείχε υποχρέωση ειδοποίησης δυνάμει του άρθρου 21α του ΚΥΚ. Όπως εκτέθηκε στη σκέψη 62 ανωτέρω, είναι όντως σημαντικό η απόφαση με την οποία επιβάλλεται πειθαρχική ποινή λόγω παράβασης του άρθρου 21α του ΚΥΚ να περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που οδήγησαν το θεσμικό όργανο στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη εντολή δημιουργούσε σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητά της.

115    Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα, όταν υπέγραψε τα επίδικα σημειώματα, ήταν προϊσταμένη του τμήματος «Υποστήριξη για το άσυλο» και ότι της είχε ζητηθεί να αντικαταστήσει τη συνάδελφό της, προϊσταμένη του τμήματος «Επιχειρήσεις». Όπως προκύπτει από το παράρτημα A6 του δικογράφου της προσφυγής, η προσφεύγουσα κατέστη προσωρινά προϊσταμένη του τελευταίου αυτού τμήματος μόλις στις 16 Ιουλίου 2017, ήτοι μετά την υπογραφή των επίδικων σημειωμάτων. Πέραν τούτου, οι τομείς «Οικονομικά» και «Δημόσιες συμβάσεις» δεν υπάγονταν στο τμήμα αυτό αλλά στο τμήμα «Διοίκηση».

116    Εξάλλου, μολονότι είναι αληθές ότι, ως διατάκτρια, η προσφεύγουσα υπείχε ιδιαίτερη ευθύνη, σύμφωνα με τα περιγραφόμενα στο άρθρο 65, παράγραφος 5, και στο άρθρο 66, παράγραφος 1, του δημοσιονομικού κανονισμού και στο άρθρο 44, παράγραφος 1, της υπ’ αριθ. 20 αποφάσεως του διοικητικού συμβουλίου της EASO, η οποία εκδόθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 37 του κανονισμού 439/2010, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα είχε οριστεί διατάκτρια στις 20 Απριλίου 2017, ήτοι μερικές εβδομάδες πριν υπογράψει τα επίδικα σημειώματα και, επομένως, ότι δεν μπορούσε να έχει αποκτήσει, κατά τον χρόνο των υπογραφών αυτών, σημαντική πείρα στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων. Επιπλέον, όπως τόνισε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, από το άρθρο 44, παράγραφος 2, και το άρθρο 45, παράγραφος 1, της προαναφερθείσας υπ’ αριθ. 20 αποφάσεως προκύπτει ότι ο διατάκτης πρέπει να μπορεί να υπολογίζει στις εσωτερικές διαδικασίες ελέγχου. Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι τα επίδικα σημειώματα είχαν εγκριθεί από τους τομείς «Οικονομικά» και «Δημόσιες συμβάσεις» του τμήματος «Διοίκηση» της EASO.

117    Ως εκ τούτου, το επιχείρημα του Κοινοβουλίου το οποίο εκτέθηκε στη σκέψη 113 ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί.

118    Δεύτερον, το Κοινοβούλιο υποστήριξε, με τα υπομνήματά του και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η απόδειξη για το ότι η προσφεύγουσα γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι η εντολή ήταν αντικανονική και ότι, συνεπώς, όφειλε να ειδοποιήσει σχετικά τους ιεραρχικώς ανωτέρους της είναι ότι, το 2018, είχε εφαρμοστεί κανονική διαδικασία για τις εργασίες διαρρύθμισης του ακινήτου στη Χίο και ότι, τον Αύγουστο του 2018, είχε λάβει μέτρα για την τακτοποίηση των διαδικασιών αναφορικά με τα δύο ακίνητα.

119    Ούτε αυτό το επιχείρημα περιλαμβάνεται στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως, μολονότι υποτίθεται ότι εξηγεί τους λόγους για τους οποίους η επίμαχη εντολή έπρεπε να θεωρηθεί αντικανονική (βλ. σκέψεις 62 και 114 ανωτέρω).

120    Εξάλλου, η προαναφερθείσα τακτοποίηση των διαδικασιών επήλθε μετά την υπογραφή των επίδικων σημειωμάτων, οπότε, αντιθέτως προς τον κανόνα που διατυπώθηκε στη σκέψη 103 ανωτέρω, δεν εντάσσεται χρονικά στο πλαίσιο εντός του οποίου ελήφθη η εντολή.

121    Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι η προσφεύγουσα προέβη σε τακτοποίηση των διαφόρων διαδικασιών δεν οφείλεται στο ότι, κατά τον χρόνο υπογραφής των επίδικων σημειωμάτων, γνώριζε ότι η επίμαχη εντολή ήταν παράνομη, αλλά στο ότι, τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 2017, ορίστηκαν επικεφαλής των τομέων «Οικονομικά» και «Δημόσιες συμβάσεις» του τμήματος «Διοίκηση» της EASO δύο νέοι προϊστάμενοι, οι οποίοι επέστησαν την προσοχή της στις παρατυπίες που είχαν, κατά τα φαινόμενα, διαπραχθεί. Επιπλέον, τον Δεκέμβριο του 2017, η OLAF ενημέρωσε την προσφεύγουσα ότι είχε κινήσει έρευνα σχετική με παρατυπίες και σοβαρά παραπτώματα που είχαν διαπραχθεί από τον εκτελεστικό διευθυντή και από άλλα μέλη του προσωπικού της EASO, ιδίως στο πλαίσιο διαδικασιών ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων. Μάλιστα, στις 17 Αυγούστου 2018, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της συνοπτικής έκθεσης των πραγματικών περιστατικών την οποία της είχε κοινοποιήσει η OLAF (βλ. σκέψη 23 ανωτέρω).

122    Επομένως, το επιχείρημα του Κοινοβουλίου το οποίο εκτέθηκε στη σκέψη 118 ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί.

123    Τρίτον, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει, με το υπόμνημα αντικρούσεως, ότι η σύμβαση για το ακίνητο της Χίου είχε συναφθεί παρά την αντίθετη γνώμη ανώτερων στελεχών.

124    Το επιχείρημα αυτό, πέραν του ότι επίσης δεν περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά μόνο στη σύνοψη των πραγματικών περιστατικών από την OLAF, δεν διευκρινίστηκε περαιτέρω στη συνέχεια της διαδικασίας. Έτσι, ούτε προσδιορίστηκαν τα ανώτερα στελέχη που φέρονται να αντιτάχθηκαν στο σχέδιο ούτε αποδείχθηκε ότι η προσφεύγουσα είχε ενημερωθεί για τη γνώμη τους.

125    Συνεπώς, το επιχείρημα του Κοινοβουλίου το οποίο εκτέθηκε στη σκέψη 123 ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί.

126    Από τις ως άνω σκέψεις προκύπτει ότι από τα στοιχεία που προέβαλε το Κοινοβούλιο όσον αφορά τον ρόλο τον οποίο διαδραμάτιζε και τις ευθύνες τις οποίες είχε η προσφεύγουσα εντός της EASO δεν μπορεί να συναχθεί ότι η εντολή που έλαβε η προσφεύγουσα δημιουργούσε σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη νομιμότητά της και ότι, κατά συνέπεια, αυτή όφειλε να ειδοποιήσει σχετικά τους ιεραρχικώς ανωτέρους της κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 21α του ΚΥΚ.

3)      Επί της συγκυρίας υπό την οποία ελήφθη η εντολή

127    Δεδομένου ότι τα στοιχεία τα οποία επικαλέστηκε το Κοινοβούλιο δεν έγιναν δεκτά, πρέπει να επισημανθεί, στον βαθμό που είναι αναγκαίο, ότι, όταν προέβη στην εκτίμηση της επιλήψιμης συμπεριφοράς, το Κοινοβούλιο δεν έλαβε υπόψη, επαρκώς κατά νόμον, διάφορες περιστάσεις υπό τις οποίες δόθηκε η φερόμενη ως παράνομη εντολή, παρότι αυτές είχαν καθοριστικό ρόλο στις διεργασίες που οδήγησαν στην υπογραφή των επίδικων σημειωμάτων.

128    Πρώτον, όπως εξέθεσε η προσφεύγουσα στα υπομνήματά της χωρίς να αμφισβητηθεί επί του σημείου αυτού από το Κοινοβούλιο, η μαζική εισροή μεταναστών που εγκατέλειπαν την εμπόλεμη Συρία είχε προκαλέσει μεταναστευτική και ανθρωπιστική κρίση, μεταξύ άλλων, στα ελληνικά νησιά Λέσβος και Χίος.

129    Μάλιστα, μια πυρκαγιά είχε καταστρέψει τον προσφυγικό καταυλισμό της Μόριας στη Λέσβο και οι ταραχές είχαν πολλαπλασιαστεί στον καταυλισμό αυτόν, καθώς και σε εκείνον της ΒΙΑΛ στη Χίο, με αποτέλεσμα οι συνθήκες εργασίας να καθίστανται ολοένα και πιο επικίνδυνες για το προσωπικό και τους εμπειρογνώμονες που είχαν σταλεί στα δύο αυτά νησιά από τα κράτη μέλη, σε τέτοιον βαθμό που τα κράτη μέλη είχαν αρχίσει να ανακαλούν το συγκεκριμένο προσωπικό και τους εμπειρογνώμονες.

130    Οι περιστάσεις αυτές συνιστούσαν επείγουσα κατάσταση, λόγω της ανάγκης διαφύλαξης της ασφάλειας του προσωπικού και των εμπειρογνωμόνων που στάλθηκαν στις νήσους Λέσβο και Χίο για τη διαχείριση της εισροής μεταναστών.

131    Δεύτερον, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 116 ανωτέρω, η επιλογή της διαδικασίας με διαπραγμάτευση χωρίς προηγούμενη δημοσίευση είχε εγκριθεί από τους τομείς «Οικονομικά» και «Δημόσιες συμβάσεις» του τμήματος «Διοίκηση» της EASO, οι οποίοι ήταν οι κατ’ εξοχήν αρμόδιοι για το ζήτημα αυτό. Επιπλέον, δεν είχαν διατυπωθεί αντιρρήσεις ούτε από το διοικητικό συμβούλιο της EASO ούτε από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία εκπροσωπούνταν στο διοικητικό συμβούλιο. Αντιθέτως, το τελευταίο είχε επικυρώσει, όπως προκύπτει από την έκθεση πεπραγμένων του για το έτος 2016, τα 36 σημειώματα για την επίκληση εξαίρεσης τα οποία είχαν συνταχθεί κατά τη διάρκεια του οικείου έτους.

132    Επιπλέον, όπως υπογραμμίζει η προσφεύγουσα, η υπογραφή των επίδικων σημειωμάτων ήλθε στο τέλος μιας μακρόχρονης διαδικασίας που αφορούσε τη λήψη των σχετικών αποφάσεων. Κατά συνέπεια, ενώ η προσφεύγουσα υπέγραψε στις 11 Μαΐου 2017 το σημείωμα σχετικά με το κτίριο στη νήσο Λέσβο αντικαθιστώντας την Α., η επιλογή των κτιρίων είχε γίνει με έγγραφα του Φεβρουαρίου του 2017 για τη Λέσβο και του Απριλίου του 2017 για τη Χίο, όπως προκύπτει από τα παραρτήματα A 19, A 20 και A 34 του δικογράφου της προσφυγής. Επιπλέον, το σημείωμα της 11ης Μαΐου 2017 σχετικά με το κτίριο στη Λέσβο συμπλήρωνε ένα πρώτο σημείωμα υπογεγραμμένο από την Α στις 22 Φεβρουαρίου 2017, με σκοπό την προσθήκη δώδεκα χώρων εργασίας, την επίτευξη των στόχων που καθορίζονταν στο πρώτο εκείνο σημείωμα και τη διασφάλιση της συμμόρφωσης με τα πρότυπα της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας (ΕΕ 2013, L 180, σ. 60).

133    Τρίτον, κατά τον χρόνο υπογραφής των επίδικων σημειωμάτων, η προσφεύγουσα αντιμετώπιζε πολύ μεγάλο φόρτο εργασίας λόγω του ότι έπρεπε να ασκεί τα καθήκοντα προϊσταμένης του τμήματος «Υποστήριξη για το άσυλο» της EASO και συγχρόνως είχε αναλάβει, από κοινού βεβαίως με τον προϊστάμενο του τμήματος «Διοίκηση», την καθημερινή διαχείριση του τμήματος «Επιχειρήσεις», του οποίου η προϊσταμένη, η Α, απουσίαζε λόγω ασθενείας.

134    Το γεγονός αυτό δεν έπρεπε να ληφθεί υπόψη από το Κοινοβούλιο απλώς και μόνον ως ελαφρυντική περίσταση για τον καθορισμό της κύρωσης που έπρεπε να επιβληθεί στην προσφεύγουσα, αλλά και ως στοιχείο κατά την εκτίμηση του κατά πόσον αυτή είχε παραβεί το άρθρο 21α του ΚΥΚ.

135    Βάσει των διαφόρων αυτών στοιχείων, καθίσταται πρόδηλο ότι, λόγω των περιστάσεων υπό τις οποίες υπογράφηκαν τα επίδικα σημειώματα, δεν ήταν δυνατόν να γίνει δεκτό ότι η προσφεύγουσα παρέβη την προαναφερθείσα διάταξη.

136    Η θέση αυτή επικρίνεται από το Κοινοβούλιο, το οποίο προβάλλει δύο ενστάσεις κατά των παρατηρήσεων που διατυπώθηκαν αντιστοίχως στις σκέψεις 128 και 129 και στις σκέψεις 131 και 132 ανωτέρω.

137    Κατ’ αρχάς, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι, μολονότι η κατάσταση είχε τον χαρακτήρα επείγοντος, οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν για τη μίσθωση ακινήτων στη Λέσβο και τη Χίο διήρκεσαν οκτώ και δέκα μήνες αντιστοίχως, οπότε η EASO διέθετε επαρκή χρόνο για να ακολουθήσει την κανονική διαδικασία σύναψης δημόσιων συμβάσεων σύμφωνα με τον δημοσιονομικό κανονισμό και τους κανόνες εφαρμογής του. Επομένως, κατά το Κοινοβούλιο, δεν πληρούνταν η προϋπόθεση του άρθρου 134, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, των κανόνων αυτών, σύμφωνα με την οποία πρέπει, λόγω της επείγουσας κατάστασης, να μην είναι δυνατή η τήρηση των προθεσμιών που απαιτούνται σε περίπτωση προκήρυξης διαγωνισμού.

138    Ωστόσο, η επιχειρηματολογία αυτή δεν είναι λυσιτελής. Στο πλαίσιο του άρθρου 21α του ΚΥΚ, εκείνο που πρέπει να αποδειχθεί από το θεσμικό όργανο δεν είναι ο παράνομος χαρακτήρας της εντολής, αλλά το γεγονός ότι, παρά την ύπαρξη σοβαρή αμφιβολίας ως προς τη νομιμότητά της, όπως αυτή ορίστηκε στις σκέψεις 101 και 102 ανωτέρω, ο υπάλληλος δεν ειδοποίησε τους ιεραρχικώς ανωτέρους του.

139    Επιπλέον, η ύπαρξη τέτοιας σοβαρής αμφιβολίας δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί βάσει περιστάσεων μεταγενέστερων της λήψης της φερομένης ως παράνομης εντολής (βλ. σκέψεις 103 και 119 ανωτέρω).

140    Επομένως, η επιχειρηματολογία του Κοινοβουλίου πρέπει να απορριφθεί.

141    Στη συνέχεια, το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι η ευθύνη για τα παραπτώματα που φέρεται να διέπραξε το προσωπικό των τομέων «Οικονομικά» και «Δημόσιες συμβάσεις» είναι καταλογιστέα στην προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, το άρθρο 21, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ ορίζει ότι η ιδία ευθύνη των υφισταμένων δεν απαλλάσσει από καμία ευθύνη τον υπάλληλο που είναι επιφορτισμένος με τη διασφάλιση της λειτουργίας μιας υπηρεσίας. Επιπλέον, το άρθρο 65, παράγραφος 5, του δημοσιονομικού κανονισμού ορίζει ότι οι υπάλληλοι που είναι επιφορτισμένοι με τη διενέργεια ορισμένων πράξεων αναγκαίων για την εκτέλεση του προϋπολογισμού και την απόδοση των λογαριασμών, ενεργούν υπό την ευθύνη του διατάκτη.

142    Το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί, ωστόσο, να γίνει δεκτό.

143    Τούτο διότι η επιχειρηματολογία την οποία ανέπτυξε το Κοινοβούλιο σχετικά με το άρθρο 21 του ΚΥΚ αποδεικνύεται αλυσιτελής, δεδομένου ότι η διάταξη αυτή προϋποθέτει την ύπαρξη ιεραρχικής σχέσης μεταξύ των κύριων παραγόντων, η οποία, εν προκειμένω, δεν υφίστατο, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα, προϊσταμένη του τμήματος «Υποστήριξη για το άσυλο» της EASO, δεν ήταν προϊσταμένη των υπαλλήλων που είχαν προετοιμάσει τα επίδικα σημειώματα στους τομείς «Οικονομικά» και «Δημόσιες συμβάσεις» του τμήματος «Διοίκηση».

144    Όσον αφορά το άρθρο 65, παράγραφος 5, του δημοσιονομικού κανονισμού, πέραν του ότι η διάταξη πρέπει να ερμηνεύεται σε συνδυασμό με το άρθρο 44, παράγραφος 2, και με το άρθρο 45, παράγραφος 1, της υπ’ αριθ. 20 αποφάσεως, τα οποία υπενθυμίστηκαν στη σκέψη 116 ανωτέρω, επιβάλλεται επίσης να ληφθεί υπόψη ότι η προσφεύγουσα διέθετε, κατά τον χρόνο υπογραφής των επίδικων σημειωμάτων, μικρή μόνον εμπειρία στα καθήκοντα του διατάκτη.

145    Εν πάση περιπτώσει, η επιχειρηματολογία του Κοινοβουλίου ουδόλως αναιρεί το γεγονός ότι ούτε το διοικητικό συμβούλιο της EASO ούτε η Επιτροπή είχαν διατυπώσει αντιρρήσεις κατά σημειωμάτων για την επίκληση εξαίρεσης, όπως τα επίδικα σημειώματα.

146    Συνεπώς, η επιχειρηματολογία του Κοινοβουλίου πρέπει να απορριφθεί.

147    Από τις ως άνω σκέψεις προκύπτει ότι το Κοινοβούλιο παρέβη το άρθρο 21α του ΚΥΚ κρίνοντας ότι η προσφεύγουσα γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει ότι ήταν αντικανονική η εντολή που της είχε δοθεί να υπογράψει τα επίδικα σημειώματα.

γ)      Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

148    Με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο περιλαμβάνει δύο αιτιάσεις, η προσφεύγουσα υποστηρίζει, επικουρικώς, ήτοι για την περίπτωση που διαπιστωθεί παράβαση του άρθρο 21α του ΚΥΚ, ότι το Κοινοβούλιο υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως επιβάλλοντάς της πειθαρχική κύρωση παρά τον σημαντικό φόρτο εργασίας που αυτή είχε αναλάβει.

149    Ειδικότερα, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, ήτοι τον Μάιο και τον Ιούνιο του 2017, έπρεπε να διαχειρίζεται, αφενός, το τμήμα «Υποστήριξη για το άσυλο» δυνάμει της σύμβασής της και, αφετέρου, το τμήμα «Επιχειρήσεις» της EASO, λόγω της αναρρωτικής άδειας της συναδέλφου της, A. Συνολικά, τα δύο αυτά τμήματα αριθμούσαν περισσότερα από 200 άτομα.

150    Στο πλαίσιο αυτό, η ενάγουσα υποστηρίζει ότι, πέραν της κύριας δραστηριότητας των τμημάτων αυτών, ασχολούνταν με τις αξιολογήσεις επιδόσεων, τις προσλήψεις, τη συνεχή ροή και αξιοποίηση εμπειρογνωμόνων από τα κράτη μέλη, την προεδρία των προγραμματισμένων συνεδριάσεων στο πλαίσιο του δικτύου με τα σημεία επαφής των κρατών μελών, την παρακολούθηση της αυξανόμενης συνεργασίας με την Τουρκία και την παρακολούθηση της σύναψης των δημόσιων συμβάσεων σε συνεννόηση με τα τμήματα «Διοίκηση» και «Επιχειρήσεις».

151    Λαμβανομένου υπόψη του φόρτου εργασίας που συνεπάγονταν οι δραστηριότητες αυτές, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ήταν αναγκασμένη να εργάζεται πάρα πολλές ώρες, όπως επιβεβαιώνεται, αφενός, από την ατζέντα της και, αφετέρου, από την καταγραφή των ωρών προσέλευσης και αναχώρησής της.

152    Το Κοινοβούλιο θεωρεί ότι η επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας είναι απαράδεκτη και αβάσιμη.

1)      Επί του παραδεκτού του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

153    Κατά το Κοινοβούλιο, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως είναι απαράδεκτο, διότι το επιχείρημα που περιλαμβάνει δεν είχε προβληθεί από την προσφεύγουσα με τη διοικητική ένστασή της.

154    Υπενθυμίζεται επ’ αυτού ότι, κατά τη νομολογία, ο κανόνας της αντιστοιχίας μεταξύ της διοικητικής ένστασης και της επακόλουθης ένδικης προσφυγής απαιτεί, επί ποινή απαραδέκτου, κάθε λόγος ή αιτίαση που προβάλλεται ενώπιον του δικαστή της Ένωσης να έχει ήδη προβληθεί στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, προκειμένου η ΑΔΑ να είναι σε θέση να γνωρίζει τις επικρίσεις τις οποίες διατυπώνει ο ενδιαφερόμενος κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ο κανόνας αυτός δικαιολογείται από τον ίδιο τον σκοπό της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, ο οποίος είναι να καθίσταται δυνατός ο φιλικός διακανονισμός των διαφορών που ανακύπτουν μεταξύ των υπαλλήλων και της Διοίκησης. Επομένως, στις υπαλληλικές προσφυγές, τα αιτήματα που προβάλλονται ενώπιον του δικαστηρίου της Ένωσης μπορούν να περιέχουν μόνο λόγους στηριζόμενους στην ίδια αιτία όπως οι λόγοι οι οποίοι προβλήθηκαν με τη διοικητική ένσταση, διευκρινιζομένου ότι οι λόγοι αυτοί μπορούν να αναπτυχθούν περαιτέρω ενώπιον του δικαστή της Ένωσης με την προβολή ισχυρισμών και επιχειρημάτων που δεν περιλαμβάνονταν κατ’ ανάγκην στη διοικητική ένσταση, αλλά συνδέονται στενά με αυτή [βλ. απόφαση της 16ης Ιουνίου 2021, Lucaccioni κατά Επιτροπής, T‑316/19, EU:T:2021:367, σκέψη 90 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

155    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, στα σημεία 46 έως 49 της διοικητικής ένστασής της, η προσφεύγουσα είχε προβάλει την επιχειρηματολογία που εκτέθηκε στις σκέψεις 149 έως 151 ανωτέρω.

156    Ομολογουμένως, η επιχειρηματολογία αυτή δεν προβλήθηκε τότε με σκοπό να αποδειχθεί ότι η κύρωση που της επιβλήθηκε ήταν υπερβολική, κατά παράβαση του άρθρου 10, στοιχείο αʹ, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, αλλά ότι το γεγονός ότι δεν είχε προχωρήσει σε εμπεριστατωμένους ελέγχους πριν από την υπογραφή των επίδικων σημειωμάτων δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι στοιχειοθετούσε, στην περίπτωσή της, παράβαση του άρθρου 21α του ΚΥΚ.

157    Εντούτοις, κατά τη νομολογία, δεδομένου ότι η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία είναι άτυπη και οι ενδιαφερόμενοι ενεργούν εν γένει στο στάδιο αυτό χωρίς την επικουρία δικηγόρου, η Διοίκηση δεν πρέπει να ερμηνεύει τις δηλώσεις τους στενά, αλλά αντιθέτως να τις εξετάζει με ευρύτητα πνεύματος (αποφάσεις της 7ης Μαΐου 2019, WP κατά EUIPO, T‑407/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:290, σκέψη 119, και της 8ης Σεπτεμβρίου 2021, AH κατά Eurofound, T‑630/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:538, σκέψη 42).

158    Εξάλλου, το άρθρο 91 του ΚΥΚ, από το οποίο απορρέει ο κανόνας της αντιστοιχίας, δεν έχει ως σκοπό να δεσμεύσει, κατά τρόπο αυστηρό και οριστικό, την ενδεχόμενη ένδικη διαδικασία, εφόσον η ένδικη προσφυγή δεν μεταβάλλει ούτε την αιτία ούτε το αντικείμενο της διοικητικής ένστασης (αποφάσεις της 7ης Μαΐου 2019, WP κατά EUIPO, T‑407/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:290, σκέψη 119, και της 14ης Δεκεμβρίου 2018, TP κατά Επιτροπής, T‑464/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:1006, σκέψη 33).

159    Λαμβανομένης υπόψη της στενής σχέσης που υφίσταται μεταξύ της επιβληθείσας κύρωσης και της απόδειξης της παράβασης στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας, και δεδομένης της ευρύτητας πνεύματος που πρέπει να διαπνέει την ερμηνεία των διοικητικών ενστάσεων σε υπαλληλικές υποθέσεις, πρέπει να γίνει δεκτό, σύμφωνα με τη νομολογία η οποία υπενθυμίστηκε στις σκέψεις 157 και 158 ανωτέρω, ότι η επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως είναι παραδεκτή.

2)      Επί του βασίμου του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως

i)      Επί της πρώτης αιτιάσεως, η οποία αφορά τον σημαντικό φόρτο εργασίας της προσφεύγουσας κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών

160    Με την πρώτη αιτίαση, η προσφεύγουσα προσάπτει στην ΑΔΑ του Κοινοβουλίου ότι δεν έλαβε υπόψη, ως ελαφρυντική περίσταση, τον φόρτο εργασίας της κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών.

161    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, με την επιστολή της 22ας Νοεμβρίου 2019, η προσφεύγουσα ζήτησε από τον γενικό γραμματέα του Κοινοβουλίου να λάβει υπόψη τις ακόλουθες περιστάσεις: τη συγκυρία της ανθρωπιστικής κρίσης, το γεγονός ότι η ίδια είχε συμμετοχή μόνον στο τέλος των δύο επίμαχων διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων, τον υπερβολικό φόρτο εργασίας της, όπως περιγράφηκε εκτενώς, τη συμπεριφορά της καθ’ όλη τη διάρκεια της σταδιοδρομίας της και την πλήρη συνεργασία της σε όλα τα στάδια της έρευνας.

162    Στο από 9 Ιανουαρίου 2020 συνοδευτικό έγγραφο της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο γενικός γραμματέας του Κοινοβουλίου ανέφερε ότι «ανέλυσ[ε] πολύ προσεκτικά όσα [εκτέθηκαν] με την από 22 Νοεμβρίου 2019 επιστολή» της προσφεύγουσας, σημείωσε ότι «ο φόρτος εργασίας [της] ήταν τότε πολύ σημαντικός» και «έλαβε πλήρως υπόψη τις ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες υπό τις οποίες έπρεπε να ασκήσει τα καθήκοντ[ά]» της.

163    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ο γενικός γραμματέας του Κοινοβουλίου, όταν αποφάσισε να εκδώσει την απόφαση με την οποία της επιβλήθηκε κύρωση, έλαβε υπόψη τον φόρτο εργασίας της κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών.

ii)    Επί της δεύτερης αιτιάσεως, η οποία αφορά την απόφαση του Κοινοβουλίου να επιβάλει κύρωση στην προσφεύγουσα

164    Με την επιχειρηματολογία που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 148 έως 151 ανωτέρω, η προσφεύγουσα βάλλει, γενικότερα, κατά της απόφασης να της επιβληθεί κύρωση. Θεωρεί ότι, ακόμη και αν έπρεπε να διαπιστωθεί παράβαση του άρθρου 21α του ΚΥΚ, η ΑΔΑ του Κοινοβουλίου όφειλε να μην της επιβάλει κύρωση.

165    Υπενθυμίζεται επ’ αυτού ότι το άρθρο 10 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ δεν προβλέπει συγκεκριμένη σχέση μεταξύ των εκεί αναφερόμενων κυρώσεων και των διαφόρων κατηγοριών παραβάσεων που διαπράττουν οι υπάλληλοι (πρβλ. αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2019, Bernaldo de Quirós κατά Επιτροπής, T‑273/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:371, σκέψη 126, και της 11ης Απριλίου 2016, FU κατά Επιτροπής, F‑49/15, EU:F:2016:72, σκέψη 122).

166    Εντούτοις, η διάταξη αυτή απαιτεί ρητώς να υπάρχει αναλογικότητα μεταξύ της πειθαρχικής κύρωσης που επιβάλλεται και της σοβαρότητας του διαπραχθέντος παραπτώματος.

167    Προς τούτο, η διάταξη αυτή θέτει, χωρίς να είναι εξαντλητική, κριτήρια τα οποία η ΑΔΑ πρέπει να λαμβάνει υπόψη κατά την επιλογή της κύρωσης, προκειμένου να συμμορφώνεται με την αρχή της αναλογικότητας. Μεταξύ των κριτηρίων αυτών περιλαμβάνονται ιδίως «οι περιστάσεις υπό τις οποίες έχουν συντελεστεί [τα προσαπτόμενα]».

168    Από τα στοιχεία αυτά, η νομολογία έχει συναγάγει, όσον αφορά την αναλογικότητα, ότι ο καθορισμός της κύρωσης πρέπει να στηρίζεται σε συνολική αξιολόγηση όλων των συγκεκριμένων πραγματικών περιστατικών και όλων των ιδιαίτερων περιστάσεων της κάθε περίπτωσης, στην οποία πρέπει να προβαίνει η ΑΔΑ τηρώντας τα κριτήρια οποία θέτει το άρθρο 10 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ (πρβλ. αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2019, Bernaldo de Quirós κατά Επιτροπής, T‑273/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:371, σκέψη 126, και της 11ης Απριλίου 2016, FU κατά Επιτροπής, F‑49/15, EU:F:2016:72, σκέψη 122).

169    Έτσι, η ΑΔΑ οφείλει να προσδιορίζει, με την απόφαση επιβολής κύρωσης, τους λόγους που την οδήγησαν να επιβάλει, λαμβανομένων υπόψη των πραγματικών περιστατικών και των περιστάσεων της υποθέσεως, μία κύρωση αντί άλλης (βλ. σκέψεις 61 και 63 ανωτέρω).

170    Από την πλευρά του, ο δικαστής της Ένωσης, όταν καλείται να αποφανθεί επί τέτοιου ζητήματος, οφείλει να εξακριβώσει αν τα πραγματικά περιστατικά και οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υποθέσεως, στα οποία αναφέρεται η ΑΔΑ με την απόφαση περί επιβολής της κύρωσης, εμπίπτουν στις νόμιμες έννοιες των επιβαρυντικών ή ελαφρυντικών περιστάσεων (βλ., συναφώς, απόφαση της 9ης Ιουνίου 2021, DI κατά ΕΚΤ, T‑514/19, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αναίρεση, EU:T:2021:332, σκέψη 196).

171    Στο πλαίσιο του ελέγχου του, ο δικαστής της Ένωσης πρέπει επίσης να εξακριβώσει αν η αρμόδια πειθαρχική αρχή στάθμισε τις περιστάσεις κατά τρόπο αναλογικό, ανεξαρτήτως του αν οι περιστάσεις αυτές είναι επιβαρυντικές ή ελαφρυντικές (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Μαρτίου 2004, Afari κατά ΕΚΤ, T‑11/03, EU:T:2004:77, σκέψη 203, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2010, Andreasen κατά Επιτροπής, T‑17/08 P, EU:T:2010:374, σκέψεις 146 και 147).

172    Η απαίτηση αυτή απορρέει από το άρθρο 47 του Χάρτη, που ορίζει ότι κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που κατοχυρώνονται από το δίκαιο της Ένωσης έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου.

173    Πράγματι, για να είναι αποτελεσματική, η προσφυγή πρέπει να έχει ως συνέπεια να υποβάλλεται η «ποινή» σε μεταγενέστερο έλεγχο δικαιοδοτικού οργάνου που έχει την εξουσία να ελέγξει πλήρως την αναλογικότητα μεταξύ του παραπτώματος και της κύρωσης, όταν η τελευταία επιβάλλεται από διοικητική αρχή η οποία, όπως συμβαίνει εν προκειμένω στην περίπτωση του γενικού γραμματέα του Κοινοβουλίου, δεν πληροί η ίδια τις προϋποθέσεις του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (πρβλ. αποφάσεις της 15ης Μαΐου 2012, Nijs κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, T‑184/11 P, EU:T:2012:236, σκέψη 85 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 9ης Ιουνίου 2021, DI κατά ΕΚΤ, T‑514/19, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αναίρεση, EU:T:2021:332, σκέψη 197· πρβλ. επίσης, ΕΔΔΑ, 31 Μαρτίου 2015, Andreasen κατά Ηνωμένου Βασιλείου και 26 άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, CE:ECHR:2015:0331DEC002882711, § 73).

174    Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, ο γενικός γραμματέας του Κοινοβουλίου, όταν αποφάσισε ότι έπρεπε να διαπιστωθεί παράβαση του άρθρου 21α του ΚΥΚ στην περίπτωση της προσφεύγουσας, είχε τη δυνατότητα να επιλέξει, μεταξύ των ακόλουθων επιλογών, εκείνη την οποία θεωρούσε καταλληλότερη υπό το πρίσμα των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως.

175    Πρώτον, μπορούσε να μην επιβάλει καμία πειθαρχική κύρωση (άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ).

176    Δεύτερον, μπορούσε, χωρίς να επιβάλει τέτοια κύρωση, να αποφασίσει να απευθύνει προειδοποίηση στην υπάλληλο (άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ).

177    Τρίτον, μπορούσε να κινήσει πειθαρχική διαδικασία χωρίς διαβούλευση με το πειθαρχικό συμβούλιο, η οποία οδηγεί στην επιβολή έγγραφης προειδοποίησης ή επίπληξης (άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημείο i, και άρθρο 11 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ).

178    Τέταρτον, μπορούσε να κινήσει πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του πειθαρχικού συμβουλίου, όπερ θα καθιστούσε δυνατή την επιβολή αυστηρότερων κυρώσεων (άρθρο 3, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, σημείο ii, και άρθρο 9 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ).

179    Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει ότι, στις 8 Νοεμβρίου 2019, ο γενικός γραμματέας του Κοινοβουλίου, αποφασίζοντας να επιβάλει κύρωση στην προσφεύγουσα χωρίς να προσφύγει στο πειθαρχικό συμβούλιο, τάχθηκε υπέρ της τρίτης επιλογής, για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 177 ανωτέρω.

180    Με το από 9 Ιανουαρίου 2020 συνοδευτικό έγγραφο της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο γενικός γραμματέας του Κοινοβουλίου αιτιολόγησε την απόφασή του με βάση τα ακόλουθα στοιχεία:

–        την ιδιαίτερη συγκυρία, η οποία χαρακτηριζόταν από την ύπαρξη επείγουσας κατάστασης λόγω ανθρωπιστικής κρίσης·

–        το γεγονός ότι, στη συγκυρία αυτή, η EASO έκανε πολύ τακτικά χρήση της δυνατότητας εφαρμογής εξαιρετικών διαδικασιών·

–        το γεγονός ότι η προσφεύγουσα είχε λάβει από τους συναδέλφους της που ήταν επιφορτισμένοι με τη διεκπεραίωση των συμβάσεων και των επιχειρήσεων τη διαβεβαίωση ότι όλα ήταν σύμφωνα προς τις κανονιστικές απαιτήσεις·

–        την περιορισμένη συμμετοχή της προσφεύγουσας στις σχετικές υποθέσεις, μόνον κατά το τέλος της όλης διαδικασίας, καθώς και το γεγονός ότι δεν ήταν υπεύθυνη για τις αρχικές επιλογές όσον αφορά την ανάθεση των δημοσίων συμβάσεων υπηρεσιών·

–        τον πολύ σημαντικό φόρτο εργασίας της προσφεύγουσας εκείνη την περίοδο·

–        το άμεμπτο υπηρεσιακό ιστορικό της προσφεύγουσας.

181    Όπως υπογράμμισε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι έξι αυτές περιστάσεις είναι ανεπιφυλάκτως ευνοϊκές για εκείνη και υποδηλώνουν ότι, αν έπρεπε να αναγνωριστεί η ευθύνη της, αυτό θα έπρεπε να γίνει με ελαφρυντικά.

182    Όπως μνημονεύονται στην επιστολή της 9ης Ιανουαρίου 2020, οι περιστάσεις αυτές θα μπορούσαν, επομένως, να δικαιολογήσουν το να διαπιστώσει η ΑΔΑ του Κοινοβουλίου παράβαση χωρίς να επιβάλει κύρωση, απευθύνοντας στην προσφεύγουσα προειδοποίηση ή, το πολύ, έγγραφη προειδοποίηση, όπως προβλέπει το άρθρο 11 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ.

183    Αντιθέτως, οι περιστάσεις για τις οποίες κάνει λόγο η ΑΔΑ του Κοινοβουλίου στο έγγραφο της 9ης Ιανουαρίου 2020 δεν παρέχουν καμία βάση που να δικαιολογεί την επιλογή της αυστηρότερης δυνατής κύρωσης ελλείψει σύγκλησης του πειθαρχικού συμβουλίου, ήτοι της επίπληξης.

184    Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που επικαλέστηκε η ΑΔΑ του Κοινοβουλίου προς στήριξη της προσβαλλομένης αποφάσεως, η κύρωση η οποία επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα είναι δυσανάλογη σε σχέση με την παράβαση που της προσάπτεται.

185    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Κοινοβούλιο υποστήριξε ότι επιλέχθηκε η βαρύτερη κύρωση από τις απαριθμούμενες στο άρθρο 11 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, διότι η υπογραφή των επίδικων σημειωμάτων προκάλεσε σημαντική ζημία στην Ένωση.

186    Επιπλέον, διευκρίνισε ότι το στοιχείο αυτό περιγράφεται στη σελίδα 3 της αναφοράς για τη διοικητική έρευνα, στην οποία παραπέμπει η πέμπτη αιτιολογική αναφορά της προσβαλλομένης αποφάσεως.

187    Ωστόσο, διαπιστώνεται ότι η πέμπτη αιτιολογική αναφορά της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής: «έχοντας υπόψη τα πορίσματα της από 7 Ιουνίου 2019 αναφοράς που συντάχθηκε για τη διοικητική έρευνα».

188    Επομένως, η αιτιολογική αυτή αναφορά δεν παραπέμπει στο σύνολο της αναφοράς για τη διοικητική έρευνα, αλλά απλώς, με γενικό και αόριστο τρόπο, στα πορίσματα της έκθεσης αυτής, τα οποία ουδόλως μνημονεύουν τη ζημία που προκλήθηκε στην Ένωση από την υπογραφή των επίδικων σημειωμάτων.

189    Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία (πρβλ. αποφάσεις της 28ης Μαρτίου 1996, V κατά Επιτροπής, T‑40/95, EU:T:1996:45, σκέψη 36, της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, DK κατά ΕΥΕΔ, T‑217/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:571, σκέψη 149, και της 21ης Οκτωβρίου 2015, AQ κατά Επιτροπής, F‑57/14, EU:F:2015:122, σκέψη 113), οι επιβαρυντικές περιστάσεις, όπως και οι ελαφρυντικές, πρέπει να περιγράφονται στην προσβαλλόμενη απόφαση. Πράγματι, για τους λόγους που εκτέθηκαν στις σκέψεις 165 έως 173 ανωτέρω, οι εκτιμήσεις στις οποίες στηρίχθηκε η ΑΔΑ προς θεμελίωση πειθαρχικής αποφάσεως πρέπει να είναι ικανές να αιτιολογήσουν την ποινή που επιβλήθηκε στον ενδιαφερόμενο.

190    Για τον ίδιο λόγο, οι δυσμενείς για την προσφεύγουσα περιστάσεις που περιγράφονται στο σημείο VI της αναφοράς για τη διοικητική έρευνα, όπου επισημαίνεται ότι «ως έμπειρη υπάλληλος, με νομικές σπουδές και πρώην δικαστική λειτουργός στο Βέλγιο, όφειλε να βεβαιωθεί για την τήρηση των κανόνων και των διαδικασιών που είχαν εφαρμογή» και ότι «αποδέχθηκε θέση για την οποία δεν ήταν, κατά τα λεγόμενά της, επαρκώς προετοιμασμένη», δεν είναι δυνατόν να ληφθούν υπόψη προκειμένου να δικαιολογηθεί το γεγονός ότι της απευθύνθηκε επίπληξη, αντί έγγραφης ή απλή προειδοποίησης, αν υποτεθεί ότι έπρεπε να της επιβληθεί πειθαρχική κύρωση, παρότι η πειθαρχική διαδικασία είχε κινηθεί χωρίς παρέμβαση του πειθαρχικού συμβουλίου.

191    Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα στοιχεία τα οποία επικαλέστηκε το Κοινοβούλιο με την προσβαλλόμενη απόφαση δεν αρκούν για να αποδειχθεί ότι το πειθαρχικό μέτρο που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα είναι σύμφωνο με την απαίτηση αναλογικότητας κατά το άρθρο 10 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ.

192    Λόγω της πλημμέλειας αυτής, η δεύτερη αιτίαση του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να κριθεί παραδεκτή και βάσιμη.

193    Δεδομένου ότι ο πρώτος λόγος κρίθηκε βάσιμος ως προς το δεύτερο σκέλος του και ως προς τη δεύτερη αιτίαση του τρίτου σκέλους του, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως.

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

194    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

195    Δεδομένου ότι το Κοινοβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2019, με την οποία επιβλήθηκε επίπληξη στην ΟΤ.

2)      Καταδικάζει το Κοινοβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

Gervasoni

Madise

Nihoul

Frendo

 

      Martín y Pérez de Nanclares

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο, στις 23 Μαρτίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.