Language of document : ECLI:EU:T:2015:877

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 24ης Νοεμβρίου 2015

Υπόθεση T‑670/13 P

Ευρωπαϊκή Επιτροπή

κατά

Luigi D’Agostino

«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταναίρεση – Υπαλληλική υπόθεση – Συμβασιούχος υπάλληλος – Απόφαση περί μη ανανεώσεως – Καθήκον μέριμνας – Παράβαση του άρθρου 12α, παράγραφος 2, του ΚΥΚ – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Παραμόρφωση των στοιχείων του φακέλου»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τρίτο τμήμα) της 23ης Οκτωβρίου 2013, D’Agostino κατά Επιτροπής (F‑93/12, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:F:2013:155).

Απόφαση:      Η απόφαση του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (τρίτο τμήμα) της 23ης Οκτωβρίου 2013, D’Agostino κατά Επιτροπής (F‑93/12), αναιρείται καθόσον το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εφάρμοσε εσφαλμένα την έννοια του καθήκοντος μέριμνας. Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η απόφαση D’Agostino κατά Επιτροπής αναιρείται καθόσον το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης παρέλειψε να αποφανθεί επί του πρώτου σκέλους του δευτέρου λόγου της προσφυγής και το παραμόρφωσε. Η ανταναίρεση απορρίπτεται κατά τα λοιπά. Η υπόθεση αναπέμπεται ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Το Γενικό Δικαστήριο επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Ανανέωση συμβάσεως ορισμένου χρόνου – Εξουσία εκτιμήσεως της Διοικήσεως – Καθήκον μέριμνας που υπέχει η Διοίκηση – Συνεκτίμηση των συμφερόντων του οικείου υπαλλήλου και της υπηρεσίας – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρα 2 και 3α)

2.      Υπάλληλοι – Συμβασιούχοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Ανανέωση συμβάσεως ορισμένου χρόνου – Λόγος μη ανανεώσεως – Βάρος αποδείξεως

3.      Υπάλληλοι – Ηθική παρενόχληση – Μη ανανέωση συμβάσεως ορισμένου χρόνου για θεμιτό λόγο ο οποίος δεν συνδέεται με κανένα γεγονός παρενοχλήσεως – Παράβαση του άρθρου 12α, παράγραφος 2, του ΚΥΚ – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 12α § 2)

1.      Η συλλογιστική που έχει αναπτύξει το Γενικό Δικαστήριο για τους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται βάσει του άρθρου 2 του Καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ήτοι τους έκτακτους υπαλλήλους, όσον αφορά το περιεχόμενο του καθήκοντος μέριμνας, μπορεί να εφαρμοστεί, a fortiori, και στους υπαλλήλους που προσλαμβάνονται στο πλαίσιο του άρθρου 3α του Καθεστώτος αυτού, ήτοι στους συμβασιούχους υπαλλήλους.

Ως προς το ζήτημα αυτό, από τη νομολογία προκύπτει ότι η ανανέωση συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου αποτελεί απλή δυνατότητα η οποία επαφίεται στην εκτίμηση της αρμόδιας αρχής, καθώς τα θεσμικά όργανα απολαύουν ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως ως προς την οργάνωση των υπηρεσιών τους, σε συνάρτηση με τις αποστολές που τους ανατίθενται, και ως προς την υπηρεσιακή τοποθέτηση, στο πλαίσιο της εκπληρώσεως των εν λόγω αποστολών, του προσωπικού που έχουν στη διάθεσή τους, υπό τον όρο ότι η τοποθέτηση αυτή υπηρετεί το συμφέρον της υπηρεσίας. Εξάλλου, όποτε η αρμόδια αρχή αποφαίνεται επί της καταστάσεως μέλους του λοιπού προσωπικού, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που δύνανται να ασκούν καθοριστική επιρροή στην απόφασή της, ήτοι όχι μόνον το συμφέρον της υπηρεσίας, αλλά ομοίως, μεταξύ άλλων, το συμφέρον του οικείου υπαλλήλου. Τούτο προκύπτει, συγκεκριμένα, από το καθήκον μέριμνας της Διοικήσεως, το οποίο εκφράζει την ισορροπία των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που ο ΚΥΚ και, κατ’ αναλογίαν, το Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού δημιούργησαν στις σχέσεις μεταξύ της δημόσιας αρχής και των υπαλλήλων της. Εν πάση δε περιπτώσει, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως της οποίας απολαύουν στο πλαίσιο αυτό τα θεσμικά όργανα, ο δικαστικός έλεγχος περιορίζεται στην εξακρίβωση της απουσίας πρόδηλης πλάνης ή καταχρήσεως εξουσίας.

Στο πλαίσιο αυτό, το Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού δεν επιβάλλει στη Διοίκηση την υποχρέωση να εξετάσει προηγουμένως τη δυνατότητα τοποθετήσεως του εκτάκτου υπαλλήλου σε άλλη θέση ούτε στην περίπτωση καταγγελίας συμβάσεως αορίστου χρόνου ούτε στην περίπτωση μη ανανεώσεως συμβάσεως ορισμένου χρόνου.

Αν, όμως, η Διοίκηση δεν υποχρεούται να εξετάσει προηγουμένως τη δυνατότητα να τοποθετήσει σε άλλη θέση τους έκτακτους υπαλλήλους που έχουν προσληφθεί για να καταλάβουν θέση η οποία περιλαμβάνεται στον πίνακα θέσεων, δεν μπορεί να ισχύσει κάτι διαφορετικό για τους συμβασιούχους υπαλλήλους, οι οποίοι δεν έχουν προσληφθεί για θέση που προβλέπεται στον πίνακα αυτόν. Αντιθέτως, ακόμα και για αυτή την κατηγορία υπαλλήλων, παρότι δεν κατέχουν θέση περιλαμβανόμενη στον πίνακα θέσεων, όταν η Διοίκηση αποφαίνεται επί της καταστάσεως μέλους του λοιπού προσωπικού, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που δύνανται να ασκούν καθοριστική επιρροή στην απόφασή της, ήτοι όχι μόνον το συμφέρον της υπηρεσίας, αλλά ομοίως, μεταξύ άλλων, το συμφέρον του οικείου υπαλλήλου.

(βλ. σκέψεις 32 έως 34)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: απόφαση της 29ης Ιουνίου 1994, Klinke κατά Δικαστηρίου, C‑298/93 P, Συλλογή, EU:C:1994:273, σκέψη 38

ΓΔΕΕ: αποφάσεις της 18ης Απριλίου 1996, Κυρπίτσης κατά ΟΚΕ, T‑13/95, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:1996:50, σκέψη 52· της 15ης Οκτωβρίου 2008, Ποταμιάνος κατά Επιτροπής, T‑160/04, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2008:438, σκέψη 30· της 8ης Σεπτεμβρίου 2009, Ευρωπαϊκό Ίδρυμα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ETF) κατά Landgren, T‑404/06 P, Συλλογή, EU:T:2009:313, σκέψη 162 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· της 4ης Δεκεμβρίου 2013, ETF κατά Schuerings, T‑107/11 P, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2013:624, σκέψη 98· της 4ης Δεκεμβρίου 2013, ETF κατά Michel, T‑108/11 P, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2013:625, σκέψη 99, και της 21ης Μαΐου 2014, Επιτροπή κατά Macchia, T‑368/12 P, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2014:266, σκέψη 57

2.      Ο διάδικος που υποστηρίζει ότι η απόφαση περί μη ανανεώσεως συμβάσεως ορισμένου χρόνου στηρίζεται σε άλλους λόγους από αυτούς που παρατίθενται από τη Διοίκηση στην προσβαλλόμενη απόφαση φέρει το σχετικό βάρος αποδείξεως.

(βλ. σκέψη 66)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: διάταξη της 13ης Ιανουαρίου 2014, Lebedef κατά Επιτροπής, T‑116/13 P και T‑117/13 P, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2014:21, σκέψη 41

3.      Το άρθρο 12α, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, κατά το οποίο ο υπάλληλος που υπήρξε θύμα ηθικής ή σεξουαλικής παρενοχλήσεως δεν υφίσταται καμία επιβλαβή συνέπεια εκ μέρους του οργάνου και ο υπάλληλος που έχει δώσει αποδείξεις για ηθική ή σεξουαλική παρενόχληση δεν υφίσταται καμία επιβλαβή συνέπεια εκ μέρους του οργάνου, υπό τον όρο ότι έχει ενεργήσει εντίμως, δεν εμποδίζει τη Διοίκηση, για θεμιτό λόγο που δεν σχετίζεται με κανένα γεγονός παρενοχλήσεως, να θέσει τέρμα σε συμβατική σχέση.

(βλ. σκέψεις 59 και 60)