Language of document : ECLI:EU:C:2024:99

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 30ής Ιανουαρίου 2024 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Ταμείο Συνοχής της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Κανονισμός (ΕΚ) 1083/2006 – Άρθρα 99 και 101 – Δημοσιονομικές διορθώσεις όσον αφορά διαπιστωθείσες παρατυπίες – Κανονισμός (ΕΕ) 2021/1060 – Άρθρο 104 – Δημοσιονομικές διορθώσεις που διενεργούνται από την Επιτροπή – Απόφαση της Επιτροπής με την οποία ακυρώνεται μέρος της συνεισφοράς του εν λόγω Ταμείου – Κύρος – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρο 41 – Δικαίωμα χρηστής διοικήσεως – Άρθρο 47, πρώτο εδάφιο – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου»

Στην υπόθεση C‑471/22,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Administrativen sad Sofia-grad (διοικητικό πρωτοδικείο Σόφιας, Βουλγαρία) με απόφαση της 4ης Ιουλίου 2022, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 13 Ιουλίου 2022, στο πλαίσιο της δίκης

Agentsia «Patna infrastruktura»

κατά

Rakovoditel na Upravlyavashtia organ na Operativna programa «Transport» 2007-2013 i director na direktsia «Koordinatsia na Programi i proekti» v Ministerstvo na transporta (RUO),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους K. Jürimäe, πρόεδρο τμήματος, N. Piçarra (εισηγητή), M. Safjan, N. Jääskinen και M. Gavalec, δικαστές,

γενική εισαγγελέας: T. Ćapeta

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο Agentsia «Patna infrastruktura», εκπροσωπούμενος από τον I. Ivanov,

–        ο Rakovoditel na Upravlyavashtia organ na Operativna programa «Transport» 2007-2013 i direktor na direktsia «Koordinatsia na programi i proekti» v Ministerstvo na transporta (RUO), εκπροσωπούμενος από τον M. Georgiev,

–        η Βουλγαρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την T. Mitova,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τις P. Carlin, D. Drambozova και G. Wils,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τη γενική εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά, αφενός, το κύρος της αποφάσεως C(2021) 5739 final της Επιτροπής, της 27ης Ιουλίου 2021, με την οποία ακυρώνεται μέρος της συνεισφοράς του Ταμείου Συνοχής στο επιχειρησιακό πρόγραμμα «Μεταφορές» 2007-2013 στο πλαίσιο του στόχου «Σύγκλιση» στη Βουλγαρία (στο εξής: απόφαση της 27ης Ιουλίου 2021), και, αφετέρου, την ερμηνεία των άρθρων 41 και 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης), καθώς και του άρθρου 296, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ και των άρθρων 98 και 100 του κανονισμού (ΕΚ) 1083/2006 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2006, περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και το Ταμείο Συνοχής και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999 (ΕΕ 2006, L 210, σ. 25).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του Agentsia «Patna infrastruktura» (Οργανισμού «Οδικές Υποδομές», Βουλγαρία) (στο εξής: API) και του Rakovoditel na Upravlyavashtia organ na Operativna programa «Transport» 2007-2013 i direktor na direktsia Koordinatsia na programi i proekti v Ministerstvo na transporta (προϊσταμένου της διαχειριστικής αρχής του επιχειρησιακού προγράμματος «Μεταφορές» 2007-2013 και επικεφαλής της Διεύθυνσης συντονισμού προγραμμάτων και έργων στο Υπουργείο Μεταφορών, Βουλγαρία) (στο εξής: διαχειριστική αρχή), σχετικά με τη δημοσιονομική διόρθωση η οποία ανέρχεται στο 5 % της αξίας σύμβασης δημοσίου έργου της 27ης Φεβρουαρίου 2012, χρηματοδοτούμενου με επιχορήγηση που χορηγήθηκε σε εκτέλεση του επιχειρησιακού προγράμματος «Μεταφορές» 2007-2013, και η οποία επιβλήθηκε από την εν λόγω αρχή στον API με επιστολή της 29ης Δεκεμβρίου 2021.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

 Ο κανονισμός 1083/2006

3        Η αιτιολογική σκέψη 65 του κανονισμού 1083/2006, ο οποίος έχει εφαρμογή ratione temporis στη διαφορά της κύριας δίκης, όριζε τα εξής:

«Σύμφωνα με τις αρχές της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, τα κράτη μέλη θα πρέπει να φέρουν την πρωταρχική ευθύνη για την υλοποίηση και τον έλεγχο των παρεμβάσεων.»

4        Κατά το άρθρο 2, σημείο 7, του κανονισμού αυτού:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού, οι ακόλουθοι όροι λαμβάνουν την ακόλουθη σημασία:

[…]

7)      “παρατυπία”: κάθε παράβαση διάταξης του κοινοτικού δικαίου η οποία προκύπτει από πράξη ή παράλειψη οικονομικού φορέα και η οποία ζημιώνει ή ενδέχεται να ζημιώσει το γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με τον καταλογισμό στον κοινοτικό προϋπολογισμό αδικαιολόγητης δαπάνης.»

5        Το άρθρο 60 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Καθήκοντα της διαχειριστικής αρχής», προέβλεπε τα εξής:

«Η διαχειριστική αρχή είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση και την υλοποίηση του επιχειρησιακού προγράμματος σύμφωνα με την αρχή της χρηστής δημοσιονομικής διαχείρισης και ιδίως με στόχο:

α)      τη διασφάλιση της επιλογής των προς χρηματοδότηση πράξεων σύμφωνα με τα κριτήρια που εφαρμόζονται στο επιχειρησιακό πρόγραμμα καθώς και της συμμόρφωσής τους με τους ισχύοντες κοινοτικούς και εθνικούς κανόνες, καθ’ όλη την περίοδο υλοποίησής τους·

[…]».

6        Το άρθρο 70 του ίδιου κανονισμού, με τίτλο «Διαχείριση και έλεγχος», όριζε στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη είναι αρμόδια για τη διαχείριση και τον έλεγχο των επιχειρησιακών προγραμμάτων, ιδίως λαμβάνοντας τα ακόλουθα μέτρα:

α)      διασφαλίζουν ότι τα συστήματα διαχείρισης και ελέγχου για τα επιχειρησιακά προγράμματα έχουν οργανωθεί σύμφωνα με τα άρθρα 58 έως 62 και λειτουργούν ουσιαστικά·

β)      προλαμβάνουν, εντοπίζουν και διορθώνουν παρατυπίες και ανακτούν αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά μαζί με τους τόκους υπερημερίας, ανάλογα με την περίπτωση. Ενημερώνουν σχετικά την [Ευρωπαϊκή] Επιτροπή και την τηρούν ενήμερη σχετικά με την πρόοδο των διοικητικών και δικαστικών διαδικασιών.

2.      Στην περίπτωση που είναι αδύνατη η ανάκτηση ποσών καταβληθέντων αχρεωστήτως σε δικαιούχο, το κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για την επιστροφή των απολεσθέντων ποσών στο γενικό προϋπολογισμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εάν αποδεικνύεται ότι η απώλεια προκλήθηκε λόγω παρατυπίας ή αμέλειάς του.»

7        Το άρθρο 98 του κανονισμού 1083/2006, με τίτλο «Δημοσιονομικές διορθώσεις από τα κράτη μέλη», είχε ως εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη φέρουν την πρωταρχική ευθύνη για τη διερεύνηση των παρατυπιών, ενεργώντας βάσει στοιχείων για οποιαδήποτε μείζονος σημασίας μεταβολή η οποία επηρεάζει τη φύση ή τους όρους υλοποίησης ή τον έλεγχο πράξεων ή επιχειρησιακών προγραμμάτων καθώς και για τη διενέργεια των απαιτούμενων δημοσιονομικών διορθώσεων.

2.      Το κράτος μέλος προβαίνει στις απαιτούμενες δημοσιονομικές διορθώσεις όσον αφορά τις μεμονωμένες ή συστημικές παρατυπίες που διαπιστώνονται σε πράξεις ή επιχειρησιακά προγράμματα. Οι διορθώσεις που διενεργούνται από το κράτος μέλος συνίστανται στην ακύρωση του συνόλου ή μέρους της δημόσιας συνεισφοράς του επιχειρησιακού προγράμματος. Το κράτος μέλος λαμβάνει υπόψη τη φύση και τη σοβαρότητα των παρατυπιών καθώς και την οικονομική απώλεια του Ταμείου.

[…]»

8        Το άρθρο 99 του κανονισμού αυτού, με τίτλο «Κριτήρια που διέπουν τις διορθώσεις», όριζε τα εξής:

«1.      Η Επιτροπή μπορεί να προβαίνει σε δημοσιονομικές διορθώσεις ακυρώνοντας το σύνολο ή μέρος της κοινοτικής συνεισφοράς σε επιχειρησιακό πρόγραμμα όταν, μετά τη διεξαγωγή της αναγκαίας εξέτασης, συμπεραίνει ότι:

α)      υπάρχει σοβαρή έλλειψη στο σύστημα διαχείρισης και ελέγχου του προγράμματος, που έχει θέσει σε κίνδυνο την κοινοτική συνεισφορά η οποία έχει ήδη καταβληθεί στο πρόγραμμα·

β)      οι δαπάνες που περιέχονται στην πιστοποιημένη δήλωση δαπανών είναι παράτυπες και δεν έχουν διορθωθεί από το κράτος μέλος πριν από την έναρξη της διαδικασίας διόρθωσης που προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο·

γ)      ένα κράτος μέλος δεν έχει συμμορφωθεί προς τις υποχρεώσεις του δυνάμει του άρθρου 98 πριν από την έναρξη της διαδικασίας διόρθωσης που προβλέπεται στην παρούσα παράγραφο.

2.      Η Επιτροπή στηρίζει τις δημοσιονομικές της διορθώσεις σε διαπιστωνόμενες επιμέρους περιπτώσεις παρατυπιών, λαμβάνοντας υπόψη τη συστημική φύση της παρατυπίας προκειμένου να καθορίσει εάν θα πρέπει να εφαρμοστεί κατ’ αποκοπήν διόρθωση ή διόρθωση κατά παρέκταση.

3.      Όταν λαμβάνει απόφαση σχετικά με το ποσό της διόρθωσης, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη τη φύση και τη σοβαρότητα της παρατυπίας καθώς και την έκταση και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις των ελλείψεων που διαπιστώθηκαν στο σχετικό επιχειρησιακό πρόγραμμα.

4.      Όταν η Επιτροπή στηρίζει τη θέση της στα γεγονότα που διαπιστώθηκαν από ελεγκτές, εκτός των δικών της ελεγκτών, συνάγει τα συμπεράσματά της σχετικά με τις δημοσιονομικές συνέπειες αφού εξετάσει τα μέτρα που έλαβε το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 98 παράγραφος 2, τις εκθέσεις που υποβλήθηκαν δυνάμει του άρθρου 70 παράγραφος 1 στοιχείο β), καθώς και τις απαντήσεις που ελήφθησαν από το κράτος μέλος.

5.      Όταν ένα κράτος μέλος δεν τηρεί τις υποχρεώσεις του που προβλέπονται στο άρθρο 15 παράγραφος 4, η Επιτροπή μπορεί, ανάλογα με το βαθμό μη τήρησης της υποχρέωσης αυτής, να πραγματοποιεί δημοσιονομική διόρθωση ακυρώνοντας ολόκληρο ή μέρος της συνεισφοράς των διαρθρωτικών ταμείων προς το εν λόγω κράτος μέλος.

Το ποσοστό που εφαρμόζεται στη δημοσιονομική διόρθωση που αναφέρεται στην παρούσα παράγραφο καθορίζεται στους κανόνες εφαρμογής του παρόντος κανονισμού που θεσπίζονται από την Επιτροπή με τη διαδικασία του άρθρου 103 παράγραφος 3.»

9        Το άρθρο 100 του εν λόγω κανονισμού, με τίτλο «Διαδικασία», όριζε τα εξής:

«1.      Πριν λάβει απόφαση σχετικά με δημοσιονομική διόρθωση, η Επιτροπή κινεί τη διαδικασία ενημερώνοντας το κράτος μέλος σχετικά με τα προσωρινά συμπεράσματά της και ζητώντας από το κράτος μέλος να διατυπώσει τα σχόλιά του εντός διμήνου.

[…]

2.      Η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία τα οποία υποβάλλονται από το κράτος μέλος εντός της προθεσμίας της παραγράφου 1.

3.      Όταν το κράτος μέλος δεν αποδέχεται τα προσωρινά συμπεράσματα της Επιτροπής, καλείται σε ακρόαση από την Επιτροπή, κατά τη διάρκεια της οποίας τα δύο μέρη συνεργάζονται στηριζόμενα στην εταιρική σχέση και προσπαθούν να επιτύχουν συμφωνία όσον αφορά τις παρατηρήσεις και τα συμπεράσματα που θα συναγάγουν.

[…]

5.      Εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία, η Επιτροπή λαμβάνει απόφαση σχετικά με τη δημοσιονομική διόρθωση εντός έξι μηνών από την ημερομηνία της ακρόασης, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα στοιχεία και τις παρατηρήσεις που υποβλήθηκαν κατά τη διαδικασία. Στην περίπτωση που δεν πραγματοποιηθεί ακρόαση, ο υπολογισμός της εξάμηνης περιόδου αρχίζει δύο μήνες από την ημερομηνία της προσκλητήριας επιστολής της Επιτροπής.»

10      Το άρθρο 101 του ίδιου κανονισμού, με τίτλο «Υποχρεώσεις των κρατών μελών», προέβλεπε τα εξής:

«Τυχόν δημοσιονομική διόρθωση από την Επιτροπή δεν επηρεάζει την υποχρέωση του κράτους μέλους να επιδιώκει ανακτήσεις δυνάμει του άρθρου 98 παράγραφος 2 του παρόντος κανονισμού και να ανακτά κρατικές ενισχύσεις δυνάμει του άρθρου [107 ΣΛΕΕ] και του άρθρου 14 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] [(ΕΕ 1999, L 83, σ. 1)].»

 Ο κανονισμός (ΕΕ) 2021/1060

11      Ο κανονισμός (ΕΕ) 2021/1060 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Ιουνίου 2021, για τον καθορισμό κοινών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο+, το Ταμείο Συνοχής, το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Θάλασσας, Αλιείας και Υδατοκαλλιέργειας, και δημοσιονομικών κανόνων για τα εν λόγω Ταμεία και για το Ταμείο Ασύλου, Μετανάστευσης και Ένταξης, το Ταμείο Εσωτερικής Ασφάλειας και το Μέσο για τη Χρηματοδοτική Στήριξη της Διαχείρισης των Συνόρων και την Πολιτική των Θεωρήσεων (ΕΕ 2021, L 231, σ. 159), ορίζει στο άρθρο 104, με τίτλο «Δημοσιονομικές διορθώσεις από την Επιτροπή», τα εξής:

«[…]

2.      Προτού λάβει απόφαση σχετικά με μια δημοσιονομική διόρθωση, η Επιτροπή ενημερώνει το κράτος μέλος για τα συμπεράσματά της και του δίνει την ευκαιρία να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του εντός 2 μηνών και να αποδείξει ότι η πραγματική έκταση της παρατυπίας είναι μικρότερη από την εκτίμηση της Επιτροπής. Η προθεσμία μπορεί να παραταθεί εάν υπάρξει αμοιβαία συμφωνία.

3.      Αν το κράτος μέλος δεν αποδέχεται τα συμπεράσματα της Επιτροπής, καλείται σε ακρόαση από την Επιτροπή, ώστε να διασφαλιστεί ότι είναι διαθέσιμες όλες οι σχετικές πληροφορίες και παρατηρήσεις που θα αποτελέσουν τη βάση για τα συμπεράσματα της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή της δημοσιονομικής διόρθωσης.

4.      Η Επιτροπή αποφασίζει για δημοσιονομική διόρθωση, λαμβάνοντας υπόψη την έκταση, τη συχνότητα και τις δημοσιονομικές επιπτώσεις των παρατυπιών ή των σοβαρών ανεπαρκειών, μέσω εκτελεστικής πράξης, εντός 10 μηνών από την ημερομηνία της ακρόασης ή της υποβολής των πρόσθετων πληροφοριών που ζητήθηκαν από την Επιτροπή.

Για να αποφασίσει σχετικά με δημοσιονομική διόρθωση, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη όλα τα στοιχεία και τις παρατηρήσεις που της υποβλήθηκαν.

[…]»

 Το βουλγαρικό δίκαιο

12      Το άρθρο 70 του Zakon za upravlenie na sredstvata ot evropeyskite strukturni i investitsionni fondove (νόμου για τη διαχείριση των πόρων των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών και επενδυτικών ταμείων, DV αριθ. 101, της 22ας Δεκεμβρίου 2015), ως είχε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: νόμος περί των ευρωπαϊκών ταμείων), προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Η χρηματοδοτική στήριξη από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά και επενδυτικά ταμεία μπορεί να καταργηθεί εν όλω ή εν μέρει με την επιβολή δημοσιονομικής διόρθωσης για τους ακόλουθους λόγους:

[…]

9.      λόγω παρατυπίας που συνιστά παράβαση των κανόνων περί επιλογής αναδόχου βάσει του κεφαλαίου 4, διαπραχθείσας μέσω πράξης ή παράλειψης του δικαιούχου, η οποία ζημιώνει ή ενδέχεται να ζημιώσει τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά και επενδυτικά ταμεία·

10.      λόγω κάθε άλλης παρατυπίας που συνιστά παράβαση του εφαρμοστέου ενωσιακού και/ή του βουλγαρικού δικαίου, διαπραχθείσας μέσω πράξης ή παράλειψης του δικαιούχου, η οποία ζημιώνει ή ενδέχεται να ζημιώσει τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά και επενδυτικά ταμεία».

13      Κατά το άρθρο 71, παράγραφος 1, του νόμου περί των ευρωπαϊκών ταμείων, «κατά τη διενέργεια δημοσιονομικών διορθώσεων, αποσύρεται η χορηγηθείσα στο πλαίσιο του κεφαλαίου 3 χρηματοδοτική στήριξη του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Ταμείου ή μειώνεται το ποσό των κονδυλίων που δαπανήθηκαν (επιλέξιμες δαπάνες του έργου), προκειμένου να επιτευχθεί ή να αποκατασταθεί η κατάσταση κατά την οποία όλες οι δαπάνες που έχουν πιστοποιηθεί στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι σύμφωνες με το εφαρμοστέο ενωσιακό δίκαιο και τη βουλγαρική νομοθεσία».

14      Το άρθρο 73 του νόμου περί των ευρωπαϊκών ταμείων προβλέπει τα εξής:

«(1)      Η δημοσιονομική διόρθωση καθορίζεται ως προς τη βάση και το ποσό με αιτιολογημένη απόφαση του προϊσταμένου της διαχειριστικής αρχής που ενέκρινε το έργο.

(2)      Πριν από την έκδοση της απόφασης που αναφέρεται στην παράγραφο 1, η διαχειριστική αρχή διασφαλίζει ότι ο δικαιούχος έχει τη δυνατότητα να υποβάλει, εντός εύλογης προθεσμίας, η οποία δεν μπορεί να είναι μικρότερη των δύο εβδομάδων, τις γραπτές αντιρρήσεις του σχετικά με τη βάση και το ποσό της δημοσιονομικής διόρθωσης και, κατά περίπτωση, να επισυνάψει αποδεικτικά στοιχεία.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

15      Ο API ήταν δικαιούχος του επιχειρησιακού προγράμματος «Μεταφορές» 2007‑2013 δυνάμει σύμβασης συναφθείσας με τη διαχειριστική αρχή. Σε εκτέλεση της σύμβασης αυτής, κατόπιν διαδικασιών ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων, συνήψε τρεις επιμέρους συμβάσεις, καθεμία από τις οποίες είχε ως αντικείμενο τον σχεδιασμό και την κατασκευή μίας οδού.

16      Στις 18 Μαΐου 2017, η Επιτροπή κίνησε διαδικασία δημοσιονομικής διόρθωσης και χορήγησε στη Δημοκρατία της Βουλγαρίας προθεσμία δύο μηνών για να υποβάλει τις παρατηρήσεις της. Στις 4 Δεκεμβρίου 2019 πραγματοποιήθηκε τεχνική συνάντηση μεταξύ της Επιτροπής και του κράτους μέλους αυτού προκειμένου να αποσαφηνιστούν οι θέσεις τους. Στις 2 Μαρτίου 2021 πραγματοποιήθηκε επίσης ακρόαση, μετά την οποία το εν λόγω κράτος μέλος παρέσχε συμπληρωματικές πληροφορίες στην Επιτροπή.

17      Με την απόφαση της 27ης Ιουλίου 2021, η Επιτροπή έκρινε, απευθυνόμενη στη Δημοκρατία της Βουλγαρίας, ότι οι τρεις επίμαχες διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων είχαν διοργανωθεί από τον API κατά παράβαση ορισμένων διατάξεων της οδηγίας 2004/18/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης δημόσιων συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών (ΕΕ 2004, L 134, σ. 114). Για τον λόγο αυτόν, η Επιτροπή ακύρωσε, βάσει του άρθρου 99, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού 1083/2006, μέρος της συνεισφοράς του Ταμείου Συνοχής στο επίμαχο επιχειρησιακό πρόγραμμα και επέβαλε κατ’ αποκοπήν δημοσιονομική διόρθωση ανερχόμενη στο 5 % επί των δαπανών που δηλώθηκαν για τις πράξεις που αφορούσαν οι εν λόγω δημόσιες συμβάσεις.

18      Κατόπιν της απόφασης αυτής, η διαχειριστική αρχή κίνησε, για καθεμία από τις εν λόγω δημόσιες συμβάσεις, διαδικασία δημοσιονομικής διόρθωσης όσον αφορά τον API. Ως εκ τούτου, με επιστολή της 29ης Δεκεμβρίου 2021, επέβαλε δημοσιονομική διόρθωση ανερχόμενη στο 5 % της αξίας μίας εκ των επίμαχων δημοσίων συμβάσεων. Ο API άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης αυτής ενώπιον του Administrativen sad Sofia-grad (διοικητικού πρωτοδικείου Σόφιας, Βουλγαρία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου.

19      Το δικαστήριο αυτό αμφιβάλλει ως προς το κύρος της απόφασης της 27ης Ιουλίου 2021. Επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι η Επιτροπή, πέραν του ότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς την απόφαση αυτή ούτε έλαβε υπόψη τυχόν αντιφάσεις μεταξύ της επίμαχης δημοσιευθείσας προκήρυξης του διαγωνισμού και της συγγραφής υποχρεώσεων, οι οποίες αποτελούν μέρος των εγγράφων του διαγωνισμού, επικαλέστηκε επανειλημμένως νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την ερμηνεία της οδηγίας 2004/17/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 31ης Μαρτίου 2004, περί συντονισμού των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων στους τομείς του ύδατος, της ενέργειας, των μεταφορών και των ταχυδρομικών υπηρεσιών (ΕΕ 2004, L 134, σ. 1), ενώ εφαρμοστέα στην υπόθεση της οποίας έχει επιληφθεί είναι η οδηγία 2004/18.

20      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, επίσης, αν το άρθρο 41 του Χάρτη επιτρέπει στην Επιτροπή να διαπιστώσει παράβαση των εφαρμοστέων κανόνων στον τομέα των δημοσίων συμβάσεων στηριζόμενη αποκλειστικά στις παρατηρήσεις του κράτους μέλους και όχι στις παρατηρήσεις της αναθέτουσας αρχής, αν οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν να διαπιστώσουν την παρατυπία στο πλαίσιο αυτοτελούς διαδικασίας πριν την επιβολή δημοσιονομικής διόρθωσης ή αν δύνανται να στηριχθούν στη διαπίστωση παρατυπίας στην οποία προέβη η Επιτροπή και, σε μια τέτοια περίπτωση, αν το άρθρο 47 του Χάρτη αντιτίθεται στη δέσμευση του αρμόδιου για τον έλεγχο του εθνικού διορθωτικού μέτρου δικαστηρίου από τη διαπίστωση παρατυπίας στην οποία προέβη η Επιτροπή.

21      Υπ’ αυτές τις συνθήκες, το Administrativen sad Sofia-grad (διοικητικό δικαστήριο Σόφιας) αποφάσισε να αναστείλει τη διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Μπορεί η [απόφαση της 27ης Ιουλίου 2021] να θεωρηθεί έγκυρη υπό το φως των επιταγών του άρθρου 296, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ σχετικά με τη νομική βάση, την πληρότητα και την αντικειμενικότητα του διενεργηθέντος ελέγχου και υπό το φως της αρχής της χρηστής διοικήσεως η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη;

2)      Έχει το άρθρο 100 του κανονισμού 1083/2006 την έννοια ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για τη νομιμότητα των αποφάσεών της, δεν υποχρεούται στο πλαίσιο της διαδικασίας να διαπιστώσει, να εξετάσει και να αξιολογήσει όλα τα κρίσιμα από νομικής απόψεως πραγματικά περιστατικά, αλλά ότι κατά το στάδιο της διαμόρφωσης των συμπερασμάτων της πρέπει να περιοριστεί στην επικοινωνία και ανταλλαγή απόψεων και στοιχείων με το κράτος μέλος και μόνο βάσει αυτών να συναγάγει τα συμπεράσματά της;

3)      Έχουν υποχρέωση οι αρμόδιες εθνικές αρχές, προκειμένου να εφαρμόσουν νομίμως δημοσιονομική διόρθωση δυνάμει του άρθρου 98 του κανονισμού 1083/2006, να διεξαγάγουν δική τους αυτοτελή διαδικασία για τη διαπίστωση παρατυπιών σε υπόθεση όπως η υπό κρίση, όπου υφίσταται νομικά δεσμευτική πράξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία έχει αποφασιστεί η εφαρμογή δημοσιονομικής διόρθωσης έναντι κράτους μέλους λόγω παρατυπίας κατά τη διάθεση των κονδυλίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο τριών επιμέρους διαδικασιών ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων;

4)      Πρέπει, σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο προηγούμενο ερώτημα, να γίνει δεκτό ότι διασφαλίζεται το δικαίωμα συμμετοχής των προσώπων σε ένδικη διαδικασία σύμφωνα με το δικαίωμα στη χρηστή διοίκηση κατ’ εφαρμογή του άρθρου 41 του Χάρτη;

5)      Έχει το άρθρο 47 του Χάρτη την έννοια ότι τα εθνικά δικαστήρια, σε υπόθεση όπως η υπό κρίση όπου υφίσταται νομικά δεσμευτική πράξη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με την οποία έχει αποφασιστεί η εφαρμογή δημοσιονομικής διόρθωσης έναντι κράτους μέλους λόγω παρατυπίας κατά τη διάθεση των κονδυλίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο πλαίσιο τριών επιμέρους διαδικασιών σύναψης δημοσίων συμβάσεων, δεσμεύονται από τις διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής όταν πρέπει να αποφανθούν επί προσφυγής στρεφόμενης κατά της δημοσιονομικής διόρθωσης που επιβλήθηκε από την αρμόδια εθνική αρχή και αφορά μία από τις ανωτέρω διαδικασίες ανάθεσης δημοσίων συμβάσεων ή προκύπτει από την προαναφερθείσα νομοθετική ρύθμιση ότι οφείλουν, στο πλαίσιο μιας ολοκληρωμένης ένδικης διαδικασίας και κάνοντας χρήση όλων των μέσων που προβλέπει ο νόμος, να διαπιστώσουν και να εξετάσουν τα πραγματικά περιστατικά και περιστάσεις της ένδικης διαφοράς που έχουν βαρύνουσα από νομικής απόψεως σημασία, παρέχοντας τη ζητούμενη νομική λύση;

6)      Εάν η απάντηση στο προηγούμενο ερώτημα είναι ότι το εθνικό δικαστήριο δεσμεύεται από την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής συμπεριλαμβανομένων των διαπιστώσεων της τελευταίας όσον αφορά τα πραγματικά περιστατικά, είναι δυνατό να θεωρηθεί ότι διασφαλίζεται σύμφωνα με το άρθρο 47 του Χάρτη το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής και δίκαιης δίκης των προσώπων στα οποία επιβλήθηκε δημοσιονομική διόρθωση;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

 Επί του πρώτου και του δευτέρου ερωτήματος

22      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι, μολονότι το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται, με το δεύτερο ερώτημά του, στο άρθρο 100 του κανονισμού 1083/2006, εντούτοις η Επιτροπή ακολούθησε εν προκειμένω τη διαδικασία του άρθρου 104 του κανονισμού 2021/1060, εκτιμώντας ότι το τελευταίο αυτό άρθρο είχε εφαρμογή ratione temporis λόγω της διαδικαστικής φύσεως των διατάξεων που περιλαμβάνει.

23      Υπό τις συνθήκες αυτές, τα δύο πρώτα ερωτήματα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, πρέπει να εκληφθούν υπό την έννοια ότι ζητείται να διευκρινιστεί αν η απόφαση της 27ης Ιουλίου 2021 πάσχει ακυρότητα υπό το πρίσμα του άρθρου 296, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, του άρθρου 41 του Χάρτη και του άρθρου 104 του κανονισμού 2021/1060.

24      Πρώτον, όσον αφορά την προβαλλόμενη προσβολή, εκ μέρους της Επιτροπής, του δικαιώματος ακροάσεως, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη, λόγω της μη ακρόασης του δικαιούχου των κονδυλίων, από τις αιτιολογικές σκέψεις 22 έως 27 της απόφασης της 27ης Ιουλίου 2021, καθώς και από τις γραπτές παρατηρήσεις της διαχειριστικής αρχής, της Βουλγαρικής Κυβέρνησης και της Επιτροπής, προκύπτει ότι, μολονότι το άρθρο 104 του κανονισμού 2021/1060 δεν προβλέπει ρητώς την υποχρέωση της Επιτροπής να παράσχει στον δικαιούχο των κονδυλίων τη δυνατότητα ακρόασης, τόσο οι εκπρόσωποι της αρχής αυτής όσο και εκείνοι του API συμμετείχαν εν προκειμένω σε τεχνική σύσκεψη καθώς και σε ακρόαση που διοργάνωσε η Επιτροπή, στο πλαίσιο της διαδικασίας που προβλέπεται στο άρθρο αυτό.

25      Δεύτερον, όσον αφορά την προβαλλόμενη παράβαση, εκ μέρους της Επιτροπής, της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως που υπέχει, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 296, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και στο άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του Χάρτη, υπενθυμίζεται ότι πρέπει να διαφαίνεται από την αιτιολογία αυτήν, κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο, η συλλογιστική του οργάνου που εκδίδει την πράξη, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να μπορούν να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να μπορεί να ασκεί τον έλεγχό του (βλ., μεταξύ άλλων, αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France κατά Επιτροπής, C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 63· της 22ας Μαρτίου 2001, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑17/99, EU:C:2001:178, σκέψη 35, καθώς και της 2ας Σεπτεμβρίου 2021, EPSU κατά Επιτροπής, C‑928/19 P, EU:C:2021:656, σκέψη 108).

26      Επομένως, η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης, ιδίως του περιεχομένου της πράξης, της φύσεως των προβαλλομένων λόγων και του συμφέροντος που έχουν ενδεχομένως στην παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Συνεπώς, η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία (πρβλ. αποφάσεις της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France κατά Επιτροπής, C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψη 63, καθώς και της 14ης Οκτωβρίου 2010, Deutsche Telekom κατά Επιτροπής, C‑280/08 P, EU:C:2010:603, σκέψη 131).

27      Συναφώς, κατ’ αρχάς, η Επιτροπή, αφού εξέθεσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 28 έως 36 της απόφασης της 27ης Ιουλίου 2021, όπως προβλέπει το άρθρο 104, παράγραφος 2, του κανονισμού 2021/1060, τους λόγους για τους οποίους διαπίστωσε την ύπαρξη παρατυπίας, απάντησε, στις αιτιολογικές σκέψεις 49 έως 67 της απόφασης αυτής, στα επιχειρήματα που προέβαλε η Δημοκρατία της Βουλγαρίας στο πλαίσιο της αλληλογραφίας κατά διαδικασία του άρθρου 104. Η Επιτροπή εξέτασε επομένως αν οι δικαιολογητικοί λόγοι που προέβαλε το εν λόγω κράτος μέλος μπορούσαν να θεωρηθούν ως εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν παρέκκλιση από τους κανόνες της οδηγίας 2004/18, οι οποίοι είναι εφαρμοστέοι εν προκειμένω.

28      Περαιτέρω, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την ιδιαιτερότητα καθεμιάς εκ των συμβάσεων τις οποίες αφορά το μέτρο δημοσιονομικής διόρθωσης, από τις αιτιολογικές σκέψεις 32, 33 και, ιδίως, 56 έως 59 της απόφασης της 27ης Ιουλίου 2021 προκύπτει ότι η αναθέτουσα αρχή επέβαλε σε κάθε μέλος της κοινοπραξίας με την οποία είχαν συναφθεί οι εν λόγω συμβάσεις, για καθεμία από τις συμβάσεις αυτές, την ίδια απαίτηση, ήτοι την απαίτηση να διαθέτουν εμπειρία στην κατασκευή οδών με φέρουσα ικανότητα φορτίου 11,5 τόνων κατ’ άξονα, χωρίς τούτο να δικαιολογείται από τη συνδρομή ορισμένης εξαιρετικής περιστάσεως. Η Επιτροπή, στηριζόμενη στη σκέψη 91 της αποφάσεως της 5ης Απριλίου 2017, Borta (C‑298/15, EU:C:2017:266), έκρινε ως δυσανάλογη την επιβολή της απαιτήσεως αυτής κατά τρόπο ομοιόμορφο σε όλα τα μέλη κοινοπραξίας, ανεξαρτήτως των συγκεκριμένων επαγγελματικών ικανοτήτων τους εντός της κοινοπραξίας αυτής.

29      Το γεγονός ότι, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, η ως άνω απόφαση αφορά την οδηγία 2004/17, ενώ εφαρμοστέα στην υπόθεση της κύριας δίκης είναι η οδηγία 2004/18, δεν αποκλείει τη συνάφεια της οδηγίας 2004/17 ή της απόφασης αυτής με την υπόθεση. Πράγματι, οι δύο αυτές οδηγίες έχουν παρόμοιο αντικείμενο, έχουν τις ίδιες νομικές βάσεις και η επίμαχη διάταξη της οδηγίας 2004/18 έχει την ίδια διατύπωση με την αντίστοιχη της οδηγίας 2004/17, ενώ η απόφαση της 5ης Απριλίου 2017, Borta (C‑298/15, EU:C:2017:266), παραπέμπει εξάλλου στην απόφαση της 7ης Απριλίου 2016, Partner Apelski Dariusz (C‑324/14, EU:C:2016:214), η οποία αφορά την ερμηνεία της οδηγίας 2004/18.

30      Τέλος, όσον αφορά την προβαλλόμενη αντίφαση μεταξύ της δημοσιευθείσας προκήρυξης του διαγωνισμού και της συγγραφής υποχρεώσεων, οι οποίες αποτελούν μέρος των εγγράφων του διαγωνισμού, σχετικά με το ζήτημα αν τα κριτήρια επιλογής έπρεπε να πληρούνται από κάθε κοινοπραξία ή μεμονωμένα από κάθε μέλος της κοινοπραξίας, διαπιστώνεται ότι η αντίφαση αυτή, ακόμη και αν θεωρηθεί αποδεδειγμένη, δεν προβλήθηκε από τους διαδίκους κατά τη διαδικασία δημοσιονομικής διόρθωσης που διενεργήθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 104 του κανονισμού 2021/1060. Επομένως, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει συναφώς.

31      Υπό το πρίσμα των προεκτεθέντων, συνάγεται ότι από την από κοινού εξέταση του πρώτου και του δευτέρου ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος της αποφάσεως της 27ης Ιουλίου 2021.

 Επί του τρίτου και του τετάρτου ερωτήματος

32      Με το τρίτο και το τέταρτο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 98, παράγραφος 2, του κανονισμού 1083/2006, σε συνδυασμό με το άρθρο 41 του Χάρτη, έχει την έννοια ότι, όταν με απόφαση της Επιτροπής, εκδοθείσα βάσει του άρθρου 99 του κανονισμού, διαπιστώνεται παρατυπία, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 7, του κανονισμού, και επιβάλλεται, κατά συνέπεια, δημοσιονομική διόρθωση σε κράτος μέλος, οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν να προβούν στην ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, επιβάλλοντας δημοσιονομική διόρθωση στον δικαιούχο των κονδυλίων, κατόπιν αυτοτελούς διοικητικής διαδικασίας.

33      Από τα άρθρα 98 και 99 του κανονισμού 1083/2006, ερμηνευόμενα υπό το φως της αιτιολογικής σκέψης 65 του κανονισμού αυτού, προκύπτει ότι εναπόκειται, κατ’ αρχάς, στο κράτος μέλος να ελέγχει την ορθή χρήση των κονδυλίων και να διαπιστώνει, ενδεχομένως, την ύπαρξη παρατυπίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 7, του κανονισμού αυτού. Το άρθρο 98, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού διευκρινίζει ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να προβαίνουν σε δημοσιονομικές διορθώσεις οσάκις διαπιστώνουν παρατυπίες σε σχέση με πράξεις ή επιχειρησιακά προγράμματα (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Μαΐου 2016, Județul Neamț και Județul Bacău, C‑260/14 και C‑261/14, EU:C:2016:360, σκέψη 48, και της 6ης Δεκεμβρίου 2017, Compania Naţională de Administrare a Infrastructurii Rutiere, C‑408/16, EU:C:2017:940, σκέψεις 64 και 65).

34      Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το άρθρο 60, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 1083/2006, σύμφωνα με το οποίο εναπόκειται στη διαχειριστική αρχή να μεριμνά ώστε οι επιλεγείσες προς χρηματοδότηση πράξεις να συμμορφώνονται με τους ισχύοντες ενωσιακούς και εθνικούς κανόνες, καθ’ όλη την περίοδο υλοποίησής τους.

35      Επομένως, μόνον επικουρικώς, προκειμένου να αναπληρωθεί παράλειψη του κράτους μέλους, απονέμεται στην Επιτροπή, βάσει του άρθρου 99 του κανονισμού 1083/2006, η εξουσία να λάβει μέτρα δημοσιονομικής διόρθωσης, αφού διαπιστώσει ότι ένα κράτος μέλος δεν έχει εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που υπέχει δυνάμει του άρθρου 98 του κανονισμού αυτού. Εν προκειμένω, η Επιτροπή επισήμανε, με την απόφαση της 27ης Ιουλίου 2021, ότι η Δημοκρατία της Βουλγαρίας δεν είχε εκδώσει καμία απόφαση βάσει του άρθρου 98 του εν λόγω κανονισμού.

36      Επιπλέον, από το άρθρο 101 του κανονισμού 1083/2006 προκύπτει ότι η εκ μέρους της Επιτροπής επιβολή δημοσιονομικής διόρθωσης σε κράτος μέλος δεν θίγει την υποχρέωση του τελευταίου να προβεί στην ανάκτηση, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 98, παράγραφος 2, του κανονισμού αυτού, των ευρωπαϊκών κονδυλίων που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως στους δικαιούχους τους.

37      Η ερμηνεία αυτή επιρρωννύεται από το άρθρο 70, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1083/2006, το οποίο ορίζει ότι τα κράτη μέλη, τα οποία είναι αρμόδια για τη διαχείριση και τον έλεγχο των επιχειρησιακών προγραμμάτων, οφείλουν να ανακτούν αχρεωστήτως καταβληθέντα ποσά μαζί με τους τόκους υπερημερίας, ανάλογα με την περίπτωση.

38      Συνεπώς, στο μέτρο που τα κράτη μέλη έχουν την υποχρέωση να ανακτήσουν τα ευρωπαϊκά κονδύλια που έχουν καταβληθεί αχρεωστήτως λόγω κατάχρησης ή παράλειψης εκ μέρους των δικαιούχων των εν λόγω κονδυλίων, το γεγονός ότι τα επέστρεψαν στην Ένωση, σύμφωνα με την απόφαση της Επιτροπής της οποίας είναι αποδέκτες, δεν τα απαλλάσσει από την υποχρέωση να ανακτήσουν τα εν λόγω κονδύλια από τους δικαιούχους (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 13ης Μαρτίου 2008, Vereniging Nationaal Overlegorgaan Sociale Werkvoorziening κ.λπ., C‑383/06 έως C‑385/06, EU:C:2008:165, σκέψεις 38 και 58, της 21ης Δεκεμβρίου 2011, Chambre de commerce και d'industrie de l'Indre, C‑465/10, EU:C:2011:867, σκέψη 34, καθώς και της 18ης Δεκεμβρίου 2014, Somvao, C‑599/13, EU:C:2014:2462, σκέψεις 44 και 45).

39      Ως εκ τούτου, όταν η Επιτροπή εκδίδει απόφαση δημοσιονομικής διόρθωσης βάσει του άρθρου 99 του κανονισμού 1083/2006, το κράτος μέλος υποχρεούται, δυνάμει του άρθρου 101 του κανονισμού, να προβεί στην ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών λαμβάνοντας μέτρα δημοσιονομικής διόρθωσης, κατά το άρθρο 98, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού, εκτός αν η ανάκτηση κατέστη αδύνατη λόγω παρατυπίας ή αμέλειας του κράτους μέλους (πρβλ. απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2020, Elme Messer Metalurgs, C‑743/18, EU:C:2020:767, σκέψη 71).

40      Κατά τη λήψη τέτοιων μέτρων εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να τηρούν τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης και τις διατάξεις του Χάρτη (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Μαΐου 2016, Județul Neamț και Județul Bacău, C‑260/14 και C‑261/14, EU:C:2016:360, σκέψη 54, και της 17ης Νοεμβρίου 2022, Avicarvil Farms, C‑443/21, EU:C:2022:899, σκέψη 38).

41      Δεδομένου ότι, στο πλαίσιο αυτό, το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται, συγκεκριμένα, στο άρθρο 41 του Χάρτη, σχετικά με το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως, υπογραμμίζεται ότι το άρθρο αυτό απευθύνεται στα όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και όχι στα όργανα ή στους φορείς των κρατών μελών, με αποτέλεσμα ένας ιδιώτης να μη δύναται να επικαλεστεί το εν λόγω άρθρο έναντι των εθνικών αρχών (πρβλ. απόφαση της 17ης Ιουλίου 2014, Y.S. κ.λπ., C‑141/12 και C‑372/12, EU:C:2014:2081, σκέψη 67). Εντούτοις, όταν ένα κράτος μέλος θέτει σε εφαρμογή το δίκαιο της Ένωσης, οι απαιτήσεις που απορρέουν από το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως, ως γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης, ιδίως δε το δικαίωμα κάθε προσώπου στην αμερόληπτη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του, έχουν εφαρμογή στο πλαίσιο διαδικασίας εκ μέρους της αρμόδιας εθνικής αρχής [πρβλ. αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2014, Ν., C‑604/12, EU:C:2014:302, σκέψεις 49 και 50, και της 10ης Φεβρουαρίου 2022, Bezirkshauptmannschaft Hartberg-Fürstenfeld (Χρόνος παραγραφής), C‑219/20, EU:C:2022:89, σκέψη 37].

42      Στο μέτρο που το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται επίσης στο δικαίωμα συμμετοχής στη διαδικασία, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το δικαίωμα αυτό, στο μέτρο που καθιστά δυνατή την άσκηση του δικαιώματος ακροάσεως, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος των δικαιωμάτων άμυνας, ο σεβασμός των οποίων συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης. Το δικαίωμα ακροάσεως εγγυάται σε όλους τη δυνατότητα να γνωστοποιούν λυσιτελώς την άποψή τους κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και πριν την έκδοση οποιασδήποτε αποφάσεως που θα μπορούσε να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά τους, ακόμη και όταν η τήρηση μιας τέτοιας διατυπώσεως δεν προβλέπεται ρητώς από την εφαρμοστέα ρύθμιση. Ο κανόνας ότι ο αποδέκτης μιας βλαπτικής πράξεως πρέπει να έχει τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του πριν ληφθεί η απόφαση αυτή έχει ως σκοπό να είναι η αρμόδια αρχή σε θέση να λάβει λυσιτελώς υπόψη όλα τα στοιχεία που ασκούν επιρροή (πρβλ. απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2014, Mukarubega, C‑166/13, EU:C:2014:2336, σκέψεις 44 έως 47 και 49).

43      Επομένως, ο κανόνας αυτός εφαρμόζεται σε διαδικασία δημοσιονομικής διόρθωσης, που διενεργείται από τις εθνικές αρχές βάσει του άρθρου 98, παράγραφος 2, του κανονισμού 1083/2006, κατόπιν αποφάσεως της Επιτροπής με την οποία διαπιστώνεται παρατυπία.

44      Ενόψει των προεκτεθέντων, στο τρίτο και στο τέταρτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 98, παράγραφος 2, του κανονισμού 1083/2006, σε συνδυασμό με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης περί χρηστής διοικήσεως, περί σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και περί ισότητας των όπλων, έχει την έννοια ότι, σε περίπτωση που με απόφαση της Επιτροπής, εκδοθείσα βάσει του άρθρου 99 του κανονισμού, διαπιστώνεται παρατυπία κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 7, κανονισμού, και, κατά συνέπεια, επιβάλλεται δημοσιονομική διόρθωση σε κράτος μέλος, οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν, κατ’ αρχήν, να προβαίνουν στην ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, επιβάλλοντας δημοσιονομική διόρθωση στον δικαιούχο των κονδυλίων, κατόπιν αυτοτελούς διοικητικής διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας ο δικαιούχος είχε τη δυνατότητα να γνωστοποιήσει λυσιτελώς και αποτελεσματικώς τις παρατηρήσεις του.

 Επί του πέμπτου και του έκτου ερωτήματος

45      Με το πέμπτο και το έκτο ερώτημά του, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 47 του Χάρτη έχει την έννοια ότι απαγορεύει η οριστική απόφαση της Επιτροπής με την οποία ακυρώνεται εν όλω ή εν μέρει, λόγω παρατυπίας, η συνεισφορά κονδυλίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης να δεσμεύει το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά της εθνικής πράξης με την οποία επιβάλλεται, σε εκτέλεση της απόφασης αυτής, δημοσιονομική διόρθωση στον δικαιούχο των εν λόγω κονδυλίων.

46      Το δικαίωμα της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που κατοχυρώνεται με το άρθρο 47 του Χάρτη συνίσταται από διάφορα στοιχεία, στα οποία καταλέγονται ιδίως τα δικαιώματα άμυνας, η αρχή της ισότητας των όπλων, το δικαίωμα προσβάσεως σε δικαστήρια, καθώς και το δικαίωμα ακροάσεως, άμυνας και εκπροσωπήσεως (απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2012, Otis κ.λπ., C‑199/11, EU:C:2012:684, σκέψη 48).

47      Όπως, όμως, υπομνήσθηκε στη σκέψη 42 της παρούσας αποφάσεως, το δικαίωμα ακροάσεως, το οποίο αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο των δικαιωμάτων άμυνας, εγγυάται σε όλους τη δυνατότητα να καθιστούν γνωστή, λυσιτελώς και αποτελεσματικώς, την άποψή τους κατά τη διάρκεια διαδικασίας [απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 202, Openbaar Ministerie (Δικαίωμα ακροάσεως από τη δικαστική αρχή εκτέλεσης), C‑428/21 PPU και C‑429/21 PPU, EU:C:2021:876, σκέψη 62]. Το δικαίωμα αυτό θα παραβιαζόταν σε περίπτωση θεμελιώσεως δικαστικής αποφάσεως σε πραγματικά περιστατικά και έγγραφα των οποίων οι διάδικοι ή ένας εξ αυτών δεν μπόρεσαν να λάβουν γνώση και επί των οποίων δεν είχαν, συνεπώς, τη δυνατότητα να λάβουν θέση (απόφαση της 17ης Νοεμβρίου 2022, Harman International Industries, C‑175/21, EU:C:2022:895, σκέψη 63).

48      Ομοίως, η αρχή της ισότητας των όπλων, η οποία αποτελεί, όπως και η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, συμπλήρωμα του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη συνεπάγεται την υποχρέωση να παρέχεται σε καθέναν από τους διαδίκους η εύλογη δυνατότητα να εκθέσει την άποψή του, καθώς και τα αποδεικτικά του στοιχεία, υπό συνθήκες που δεν τον περιάγουν σε σαφώς μειονεκτική θέση έναντι του αντιδίκου. Επομένως, η αρχή αυτή εγγυάται την ισότητα των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των διαδίκων όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τους κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων και την κατ’ αντιμωλία διαδικασία ενώπιον του αρμόδιου δικαστηρίου. Συνεπώς, κάθε έγγραφο που προσκομίζεται στο δικαστήριο αυτό πρέπει να μπορεί να εξεταστεί και να αντικρουστεί από κάθε διάδικο της δίκης [πρβλ. αποφάσεις της 6ης Νοεμβρίου 2012, Otis κ.λπ., C‑199/11, EU:C:2012:684, σκέψεις 71 και 72, της 10ης Φεβρουαρίου 2022, Bezirkshauptmannschaft Hartberg-Fürstenfeld (Χρόνος παραγραφής), C‑219/20, EU:C:2022:89, σκέψη 46, καθώς και της 17ης Νοεμβρίου 2022, Harman International Industries, C‑175/21, EU:C:2022:895, σκέψη 62].

49      Επομένως, όταν δικαστήριο κράτους μέλους επιλαμβάνεται προσφυγής κατά εθνικής πράξης περί επιβολής δημοσιονομικής διόρθωσης στον δικαιούχο κονδυλίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία εκδόθηκε σε εκτέλεση οριστικής απόφασης της Επιτροπής με την οποία ακυρώνεται εν όλω ή εν μέρει η συνεισφορά της Ένωσης λόγω παρατυπίας, το δικαστήριο αυτό πρέπει να είναι σε θέση να εξετάσει επίσης το κύρος της τελευταίας αυτής απόφασης. Σε περίπτωση κατά την οποία εθνικό δικαστήριο εκτιμά ότι είναι βάσιμοι ένας ή περισσότεροι λόγοι ακυρώσεως της απόφασης της Επιτροπής, οι οποίοι προβλήθηκαν από τους διαδίκους ή εξετάστηκαν αυτεπαγγέλτως από το ίδιο, πρέπει να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα για την εκτίμηση του κύρους της πράξης, καθόσον το Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να διαπιστώσει την έλλειψη κύρους πράξης της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2021, VodafoneZiggo Group κατά Επιτροπής, C‑689/19 P, EU:C:2021:142, σκέψη 144).

50      Ο μηχανισμός αυτός προδικαστικής παραπομπής, καθόσον παρέχει τη δυνατότητα αμφισβήτησης, ενώπιον του Δικαστηρίου, της διαπίστωσης παρατυπίας στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή, διασφαλίζει το κατά το άρθρο 47 του Χάρτη δικαίωμα πραγματικής προσφυγής των αποδεκτών της εθνικής πράξης ανάκτησης, δεδομένου ότι, με την πράξη αυτή, οι αρχές του κράτους μέλους εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης.

51      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, στο πέμπτο και στο έκτο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 47 του Χάρτη έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθενται στο να δεσμεύεται από την οριστική απόφαση της Επιτροπής με την οποία ακυρώνεται εν όλω ή εν μέρει, λόγω παρατυπίας, η συνεισφορά κονδυλίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά της εθνικής πράξης με την οποία επιβάλλεται, σε εκτέλεση της απόφασης αυτής, δημοσιονομική διόρθωση στον δικαιούχο των κονδυλίων, δεδομένου ότι το εθνικό δικαστήριο, σε περίπτωση που διατηρεί αμφιβολίες ως προς το κύρος της απόφασης της Επιτροπής, οφείλει να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως για την εκτίμηση του κύρους της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

52      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι κατέθεσαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τρίτο τμήμα) αποφαίνεται:

1)      Από την από κοινού εξέταση του πρώτου και του δεύτερου προδικαστικού ερωτήματος δεν προέκυψε κανένα στοιχείο ικανό να επηρεάσει το κύρος της αποφάσεως C(2021) 5739 final της Επιτροπής, της 27ης Ιουλίου 2021, με την οποία ακυρώνεται μέρος της συνεισφοράς του Ταμείου Συνοχής στο επιχειρησιακό πρόγραμμα «Μεταφορές» 2007-2013 στο πλαίσιο του στόχου «Σύγκλιση» στη Βουλγαρία.

2)      Το άρθρο 98, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1083/2006 του Συμβουλίου, της 11ης Ιουλίου 2006, περί καθορισμού γενικών διατάξεων για το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και το Ταμείο Συνοχής και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1260/1999, σε συνδυασμό με τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης περί χρηστής διοικήσεως, περί σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και περί ισότητας των όπλων,

έχει την έννοια ότι:

σε περίπτωση που με απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκδοθείσα βάσει του άρθρου 99 του κανονισμού, διαπιστώνεται παρατυπία κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 7, του κανονισμού, και, κατά συνέπεια, επιβάλλεται δημοσιονομική διόρθωση σε κράτος μέλος, οι αρμόδιες εθνικές αρχές οφείλουν, κατ’ αρχήν, να προβαίνουν στην ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών, επιβάλλοντας δημοσιονομική διόρθωση στον δικαιούχο των κονδυλίων, κατόπιν αυτοτελούς διοικητικής διαδικασίας στο πλαίσιο της οποίας ο δικαιούχος είχε τη δυνατότητα να γνωστοποιήσει λυσιτελώς και αποτελεσματικώς τις παρατηρήσεις του.

3)      Το άρθρο 47 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης

έχει την έννοια ότι:

δεν αντιτίθεται στο να δεσμεύεται από την οριστική απόφαση της Επιτροπής με την οποία ακυρώνεται εν όλω ή εν μέρει, λόγω παρατυπίας, η συνεισφορά κονδυλίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης το εθνικό δικαστήριο που επιλαμβάνεται προσφυγής κατά της εθνικής πράξης με την οποία επιβάλλεται, σε εκτέλεση της απόφασης αυτής, δημοσιονομική διόρθωση στον δικαιούχο των κονδυλίων, δεδομένου ότι το εθνικό δικαστήριο, σε περίπτωση που διατηρεί αμφιβολίες ως προς το κύρος της απόφασης της Επιτροπής, οφείλει να υποβάλει στο Δικαστήριο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως για την εκτίμηση του κύρους της.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η βουλγαρική.