ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
ELEANOR SHARPSTON
της 8ης Ιουνίου 2017 (1)
Υπόθεση C‑490/16
A.S.
κατά
Δημοκρατίας της Σλοβενίας
[αίτηση του Vrhovno sodišče Republike Slovenije(Ανώτατου Δικαστηρίου της Δημοκρατίας της Σλοβενίας)για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
και
Υπόθεση C‑646/16
Jafari
[αίτηση του Verwaltungsgerichtshof Wien(Ανώτατου Διοικητικού Δικαστηρίου της Βιέννης, Αυστρία)για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Χώρος ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης – Σύνορα, άσυλο και μετανάστευση – Καθορισμός του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως ασύλου υπηκόου τρίτης χώρας – Κριτήρια για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας – Ερμηνεία των άρθρων 12, 13 και 14 του κανονισμού (ΕΕ) 604/2013 – Ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 562/2006»
Εισαγωγή
1. Λαμβάνοντας ως βάση τον χάρτη της Ευρώπης και προβάλλοντας σε αυτόν τον χάρτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επισημαίνοντας με προσοχή τα εξωτερικά της σύνορα, ορισμένες προφανείς αλήθειες αναδεικνύονται. Στα ανατολικά της Ένωσης εντοπίζεται μια εκτεταμένη χερσαία συνοριακή γραμμή μεταξύ εννέα κρατών μελών (2). Προχωρώντας, ωστόσο, στα Βαλκάνια, τα πράγματα, από γεωγραφικής απόψεως –όπως ακριβώς και από ιστορικής–, περιπλέκονται λίγο (3). Το βασικό σημείο που πρέπει να τονιστεί είναι ότι μια «γέφυρα γης» οδηγεί απευθείας από την Τουρκία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Νοτίως της επικράτειας της Ένωσης βρίσκεται η Μεσόγειος –την οποία δύναται κανείς να διασχίσει με αυτοσχέδιά πλωτά μέσα αν οι συνθήκες στην πατρίδα του είναι σε τέτοιο βαθμό δυσμενείς που τον εξαναγκάζουν να επιχειρήσει το εν λόγω απονενοημένο εγχείρημα. Τα πλησιέστερα σημεία διελεύσεως οδηγούν σε ακτές της Ελλάδας, της Μάλτας ή της Ιταλίας –ή, στο απώτατο σημείο του δυτικού άκρου, της Ισπανίας. Ως εκ τούτου, τα ανατολικά και νοτιοανατολικά σύνορα της Ένωσης προσφέρονται δυνητικώς στη διά ξηράς μετανάστευση (4)· ενώ τα νότια στη μετανάστευση διά της Μεσογείου.
2. Η δυτική άκρη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι σημαντικά λιγότερο πρόσφορη στη μετανάστευση. Υπάρχει, πρώτον, η ακτογραμμή του Ατλαντικού κατά μήκος ολόκληρης της δυτικής άκρης της επικράτειας της Ένωσης. Στη συνέχεια, προς τον βορρά, επικρατεί περισσότερο θάλασσα –η θάλασσα της Ιρλανδίας, η Μάγχη και η Βόρεια Θάλασσα(5)· ο πορθμός Skagerrak (6), ο πορθμός Kattegat και η Βαλτική Θάλασσα (7). Εκτός από τη Βαλτική Θάλασσα στα νότια σύνορά της, η Σουηδία συνορεύει βορείως και από ξηρά με τη γείτονά της, τη Νορβηγία. Η Φινλανδία έχει τόσο θαλάσσια σύνορα (8) όσο και χερσαία (9). Στα δυτικά και τα βόρεια, συνεπώς, η γεωγραφία και το κλίμα συνδυάζονται για να καταστήσουν τη μετανάστευση σημαντικά δυσκολότερη.
3. Το «σύστημα του Δουβλίνου» (10) δεν λαμβάνει ως σημείο αφετηρίας τον χάρτη της Ευρώπης όπως αυτός μόλις περιγράφηκε ανωτέρω. Αντιθέτως, στηρίζεται σιωπηρώς στην παραδοχή ότι το σύνολο των αιτούντων διεθνή προστασία θα μετακινηθεί από αέρος. Εάν συνέβαινε αυτό, θεωρητικώς, θα ήταν εξίσου πιθανό να καταφθάνουν (πολύ χονδρικά) ίσοι αριθμοί αιτούντων σε καθένα από τα 28 κράτη μέλη (11). Υπό τις αυτές συνθήκες, το ισχύον σύστημα είναι πολύ λογικό.
4. Ένα άλλο ουσιώδες χαρακτηριστικό του συστήματος του Δουβλίνου είναι ότι επικεντρώνεται στον αιτούντα διεθνή προστασία. Είναι αυτός ακριβώς ο αιτών (όπως ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ) ο οποίος αξιολογείται βάσει των κριτηρίων του κεφαλαίου ΙΙΙ του κανονισμού αυτού προκειμένου να προσδιορισθεί ποιο κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεώς του για διεθνή προστασία. Ολόκληρος ο κανονισμός εκτυλίσσεται πέριξ του ατόμου. Προφανώς, τούτο ενδείκνυται απολύτως. Τα ανθρώπινα όντα που αναζητούν προστασία δεν είναι στατιστικά στοιχεία· πρέπει να τυγχάνουν ανθρωπιστικής μεταχειρίσεως και να απολαύουν σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων τους. Σε περιόδους ομαλότητας, η εφαρμογή της προσεγγίσεως που κατοχυρώνεται στον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ μπορεί να απαιτεί διοικητικό συντονισμό και συνεργασία μεταξύ των αρμόδιων αρχών διαφόρων κρατών μελών αλλά δεν παρουσιάζει εγγενείς ή ανυπέρβλητες δυσκολίες.
5. Μεταξύ Σεπτεμβρίου του 2015 και Μαρτίου του 2016, ωστόσο, οι συνθήκες που επικρατούσαν κάθε άλλο παρά ομαλές ήταν.
6. Ο Αντιπρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής περιέγραψε με τον ακόλουθο τρόπο τη βασική αιτία του αιφνίδιου και φρενήρους ρυθμού μεταναστεύσεως προς την Ευρωπαϊκή Ένωση:
«Υπάρχει μια κόλαση επί της γης. Το όνομα αυτής Συρία. Το γεγονός ότι εκατομμύρια άνθρωποι προσπαθούν να ξεφύγουν από την κόλαση αυτή είναι κατανοητό. Το γεγονός ότι προσπαθούν να παραμείνουν όσο το δυνατόν πιο κοντά στο σπίτι τους είναι κατανοητό επίσης. Και είναι αυτονόητο ότι προσπαθούν να βρουν ασφαλές καταφύγιο κάπου αλλού αν δεν καταφέρουν τίποτε από τα παραπάνω. […] Όλο και περισσότεροι άνθρωποι εγκαταλείπουν την πατρίδα τους. Η κατάσταση στις γειτονικές χώρες τους προσφέρει μικρή ή καμία ελπίδα μερικές φορές. Έτσι, οι άνθρωποι αναζητούν ένα ασφαλές καταφύγιο [μέσω της Τουρκίας που φιλοξενεί πάνω από δύο εκατομμύρια πρόσφυγες] στην Ευρώπη. Το πρόβλημα δεν θα επιλυθεί από μόνο του. Η ροή των προσφύγων δεν θα σταματήσει όσο συνεχίζεται ο πόλεμος. Πρέπει να γίνουν πολλά για να τερματιστεί αυτή η σύγκρουση και ολόκληρος ο κόσμος θα εμπλακεί. Εν τω μεταξύ, πρέπει να καταβάλουμε κάθε προσπάθεια για να διαχειριστούμε τη ροή των προσφύγων, να προσφέρουμε στους ανθρώπους αυτούς ένα ασφαλές μέρος για να μείνουν στην περιοχή, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στον υπόλοιπο κόσμο» (12).
7. Μεγάλος αριθμός Σύρων εκτοπισθέντων εντάχθηκε, ακολούθως, σε υφιστάμενες συσσωματώσεις ανθρώπων που κατευθύνονταν προς την Ευρωπαϊκή Ένωση από άλλες γωνιές του πλανήτη που έχουν πληγεί από τον πόλεμο ή την πείνα (13): από το Αφγανιστάν και το Ιράκ. Οι φρικιαστικές θαλάσσιες τραγωδίες των υπερφορτωμένων, τρύπιων φουσκωτών σκαφών που βυθίστηκαν στη Μεσόγειο κατά τη διάρκεια των καλοκαιρινών μηνών του 2015 απέσπασαν το μεγαλύτερο μέρος της προσοχής των μέσων ενημέρωσης. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, υπήρχε μια δεύτερη, μείζων, χερσαία διαδρομή μεταναστεύσεως προς την Ευρωπαϊκή Ένωση: «η οδός των Δυτικών Βαλκανίων».
8. Η οδός αυτή περιελάμβανε ένα ταξίδι διά θαλάσσης και/ή διά ξηράς από την Τουρκία και δυτικώς προς την Ελλάδα και στη συνέχεια προς τα Δυτικά Βαλκάνια. Τα άτομα ταξίδευαν κυρίως μέσω της πΓΔΜ, της Σερβίας, της Κροατίας, της Ουγγαρίας και της Σλοβενίας (14). H οδός αυτή έγινε για πρώτη φορά δημοφιλές πέρασμα προς την Ευρωπαϊκή Ένωση το 2012, όταν απλουστεύθηκαν οι περιορισμοί θεωρήσεων Σένγκεν σε πέντε βαλκανικές χώρες –Αλβανία, Βοσνία και Ερζεγοβίνη, Μαυροβούνιο, Σερβία και πΓΔΜ. Μέχρι τον Μάρτιο του 2016, πολλοί άνθρωποι κατάφεραν, για τον λόγο αυτό, να ταξιδέψουν μέσω μίας κύριας οδού που οδηγούσε από την Τουρκία στην Ελλάδα και στη συνέχεια προς τον βορρά μέσω των Δυτικών Βαλκανίων (15).
9. Όσοι ταξίδευαν κατά μήκος της οδού των Δυτικών Βαλκανίων δεν επιθυμούσαν να παραμείνουν στις χώρες μέσω των οποίων έπρεπε να διέλθουν προκειμένου να φτάσουν στον προορισμό της επιλογής τους. Εξάλλου, ούτε τα ίδια τα κράτη διελεύσεως επιθυμούσαν να παραμείνουν τα άτομα αυτά στο έδαφός τους. Η πΓΔΜ και οι σερβικές αρχές εξασφάλιζαν στα άτομα μέσα μεταφοράς (τα οποία πλήρωναν τα άτομα που τα χρησιμοποιούσαν)(16)και επέτρεπαν σε όσους ακολουθούσαν τη συγκεκριμένη διαδρομή να διασχίσουν τα σύνορα προς την Κροατία, ιδίως μετά το κλείσιμο των συνόρων με την Ουγγαρία. Οι κροατικές και οι σλοβενικές αρχές παρείχαν επίσης μεταφορικά μέσα (δωρεάν, τη φορά αυτή) και επέτρεπαν στα άτομα να διαβούν τα σύνορά τους προς την Αυστρία και τη Γερμανία αντιστοίχως. Η πολιτική των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων να επιτρέψουν στους συγκεκριμένους υπηκόους τρίτων χωρών να εισέλθουν στο έδαφός τους και να τους παράσχουν διευκολύνσεις, όπως μεταφορικά μέσα, για να τους οδηγήσουν στα σύνορα καθ’ οδόν προς τον προορισμό της επιλογής τους έχει περιγραφεί ως «waving through» ή «wave through», δηλαδή ως ελεύθερη διέλευση χωρίς ελέγχους και διατυπώσεις.
10. Στις 27 Μαΐου 2015, η Επιτροπή πρότεινε, μεταξύ άλλων, την έκδοση αποφάσεως του Συμβουλίου, βάσει του άρθρου 78, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, με στόχο τη θέσπιση ενός έκτακτου μηχανισμού για την παροχή συνδρομής στην Ιταλία και την Ελλάδα πρωτίστως, καθώς ήταν τα πρώτα γενικώς κράτη μέλη εισόδου και για τον λόγο αυτό αντιμετώπιζαν την αιφνίδιά ροή υπηκόων τρίτων χωρών. Επρόκειτο για την πρώτη πρόταση που έγινε για ενεργοποίηση της συγκεκριμένης διατάξεως [του άρθρου 78, παράγραφος 3, της Συνθήκης]. Στις 14 Σεπτεμβρίου 2015, κατόπιν της προτάσεως αυτής, το Συμβούλιο εξέδωσε απόφαση (17). Με τον τρόπο αυτό, το Συμβούλιο υπογράμμισε ότι οι ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούσαν στην Ελλάδα και στην Ιταλία συνδέονταν με το τι συνέβαινε σε άλλες γεωγραφικές περιφέρειες, όπως είναι η «μεταναστευτική οδός των Δυτικών Βαλκανίων» (18). Με την απόφαση 2015/1523, επιδιώχθηκε η μετεγκατάσταση των αιτούντων διεθνή προστασία που υπέβαλαν αιτήσεις ασύλου σε ένα από τα συγκεκριμένα κράτη μέλη. Ένας άλλος στόχος ήταν να καταστεί δυνατή η προσωρινή αναστολή των κανόνων του κανονισμού Δουβλίνο III, ιδίως του κριτηρίου βάσει του οποίου ως υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας προσδιοριζόταν το κράτος μέλος του οποίου ο αιτών διέβη «παρανόμως» πρώτο τα σύνορα προερχόμενος από τρίτη χώρα. Ο ομολογημένος στόχος του μέτρου ήταν η μετεγκατάσταση 40 000 αιτούντων σε άλλα κράτη μέλη κατά τα επόμενα δύο έτη. Η απόφαση αυτή εγκρίθηκε με ομοφωνία.
11. Εντός μίας μόλις εβδομάδας, το Συμβούλιο εξέδωσε μια δεύτερη απόφαση για την πρόβλεψη ενός προγράμματος μετεγκαταστάσεως 120 000 υπηκόων τρίτων χωρών που έχρηζαν διεθνούς προστασίας (19). Η απόφαση 2015/1601 εισήγαγε επίσης έναν δείκτη κατανομής αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να εγκαθίστανται οι ενδιαφερόμενοι υπήκοοι τρίτων χωρών μεταξύ των κρατών μελών (20). Επρόκειτο για μια πολιτικά αμφιλεγόμενη απόφαση, η οποία εκδόθηκε με ειδική πλειοψηφία (21). Στις 25 Οκτωβρίου 2015, κατόπιν προσκλήσεως του Προέδρου της Επιτροπής, πραγματοποιήθηκε συνάντηση υψηλού επιπέδου, στην οποία συμμετείχαν τόσο κράτη μέλη της Ένωσης όσο και κράτη εκτός αυτής (22). Τα μετέχοντα κράτη συμφώνησαν σε μια δέσμη μέτρων (τα οποία αναφέρονται στη «Δήλωση»), με στόχο να βελτιώσουν τη συνεργασία τους και να ενισχύσουν τις διαβουλεύσεις μεταξύ των χωρών κατά μήκος της οδού των Δυτικών Βαλκανίων. Επίσης, ενέκριναν μέτρα (τα οποία θα ετίθεντο αμέσως σε εφαρμογή) με σκοπό τον περιορισμό των δευτερογενών μετακινήσεων, την παροχή καταλυμάτων σε υπηκόους τρίτων χωρών, τη διαχείριση των συνόρων και την αντιμετώπιση της παράνομης διακινήσεως και εμπορίας (23). Τόσο η ακριβής νομική βάση όσο και το ακριβές έννομο αποτέλεσμα των συγκεκριμένων μέτρων είναι αμφότερα ασαφή (24).
12. Εν τω μεταξύ, στις 21 Αυγούστου 2015 η Γερμανία παρουσιάστηκε στον Τύπο ως έχουσα «εξαιρέσει» τους Σύρους υπηκόους από τον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ (25). Τον Σεπτέμβριο του 2015, επανέφερε τους ελέγχους στα σύνορα με την Αυστρία, αφότου υποδέχθηκε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους μέσα σε λίγες μόλις ημέρες. Τον Νοέμβριο του 2015 ανακάλεσε τη λεγόμενη «εξαίρεση».
13. Στις 15 Σεπτεμβρίου 2015, η Ουγγαρία έκλεισε τα σύνορά της με τη Σερβία. Το κλείσιμο των συνόρων είχε ως συνέπεια, μεταξύ άλλων, μια μεγάλη ροή ανθρώπων να ανακατευθυνθεί προς τη Σλοβενία. Στις 16 Οκτωβρίου 2015, η Ουγγαρία ανήγειρε φράκτη κατά μήκος των συνόρων της με την Κροατία. Από τον Νοέμβριο του 2015 έως τον Φεβρουάριο του 2016, η πΓΔΜ ανήγειρε επίσης φράκτη κατά μήκος των συνόρων της με την Ελλάδα.
14. Μέχρι τα τέλη Οκτωβρίου του 2015, περίπου 700 000 άτομα είχαν ταξιδέψει κατά μήκος της οδού των Δυτικών Βαλκανίων και με προορισμό από την Ελλάδα προς την Κεντρική Ευρώπη. Οι αριθμοί έχουν περιγραφεί με πολλούς τρόπους: ως «πρωτοφανείς», ως «μαζική ροή» και «εξαιρετικοί». Τα στατιστικά στοιχεία σχετικά με την είσοδο και την εγγραφή παρουσιάζουν αποκλίσεις μεταξύ των χωρών κατά μήκος της οδού. Κατά προσέγγιση, οι ημερήσιες αφίξεις στη Σερβία ήταν 10 000 (Οκτώβριος) και 5 000 (Νοέμβριος) (26).
15. Στις 11 Νοεμβρίου 2015, η Σλοβενία ξεκίνησε την ανέγερση φράκτη κατά μήκος των συνόρων της με την Κροατία. Τον Δεκέμβριο του 2015, η Αυστρία ανήγειρε φράχτη στο κύριο σημείο διελεύσεως των συνόρων με τη Σλοβενία. Εν τω μεταξύ, στις 16 Σεπτεμβρίου 2015, η Αυστρία επανεισήγαγε προσωρινώς τους ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα.
16. Στις 14 Φεβρουαρίου 2016, η Αυστρία ανακοίνωσε ότι υποδέχεται ανθρώπους προερχόμενους αποκλειστικώς από το Αφγανιστάν, το Ιράκ και τη Συρία. Στις 18 Φεβρουαρίου 2016, οι επικεφαλής διαφόρων αστυνομικών υπηρεσιών πραγματοποίησαν συνάντηση στο Ζάγκρεμπ και εξέδωσαν δήλωση (27). Η προσέγγιση της διελεύσεως χωρίς διατυπώσεις μέσω των κρατών των Δυτικών Βαλκανίων σταμάτησε όταν η Αυστρία άλλαξε τη φιλελεύθερη πολιτική ασύλου που ακολουθούσε (δηλαδή τον Φεβρουάριο του 2016).
17. Όσον αφορά άλλα κράτη, η Γαλλία επανέφερε προσωρινώς τους ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα, μεταξύ Ιουλίου του 2016 και Ιανουαρίου του 2017. Η Δανία ανέλαβε παρόμοια πρωτοβουλία και στη συνέχεια παρέτεινε τους ελέγχους από τις 4 Ιανουαρίου 2016 έως τις 12 Νοεμβρίου 2016. Η Νορβηγία επανέφερε τους ελέγχους στα εσωτερικά σύνορα από τις 26 Νοεμβρίου 2015 έως τις 11 Φεβρουαρίου 2017 και η Σουηδία θέσπισε μέτρα ανάλογης φύσεως από τις 12 Νοεμβρίου 2015 έως τις 11 Νοεμβρίου 2016.
18. Ο τεράστιος αριθμός των ανθρώπων που ταξίδευσαν κατά μήκος της οδού των Δυτικών Βαλκανίων μέσα στο συγκριτικώς σύντομο χρονικό διάστημα στα τέλη του 2015 και στις αρχές του 2016, μαζί με τις πολιτικές δυσκολίες που ακολούθησαν, είναι εν συντομία κοινώς γνωστά ως «η προσφυγική κρίση» ή «η ανθρωπιστική κρίση» στα Δυτικά Βαλκάνια. Επρόκειτο για τη μεγαλύτερη μαζική μετακίνηση ανθρώπων σε ολόκληρη την Ευρώπη μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτές ήταν οι όλως εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες συνιστούν το υπόβαθρο των δύο υπό κρίση αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως.
Το διεθνές δίκαιο
Η Σύμβαση της Γενεύης
19. Το άρθρο 31, παράγραφος 1, της Συμβάσεως της Γενεύης περί του Καθεστώτος των Προσφύγων (28) απαγορεύει σε συμβαλλόμενη χώρα να επιβάλλει ποινικές κυρώσεις στους πρόσφυγες, λόγω παράνομης εισόδου ή διαμονής, εάν αυτοί, έχοντας εγκαταλείψει κράτος όπου η ζωή ή η ελευθερία τους απειλείται, ευρίσκονται άνευ άδειας επί του εδάφους της συμβαλλόμενης χώρας, υπό την επιφύλαξη ότι παρουσιάζονται στις αρχές και δίνουν επαρκείς εξηγήσεις περί της παράνομης εισόδου ή διαμονής. Σύμφωνα με το άρθρο 31, παράγραφος 2, οι χώρες θα εφαρμόζουν επί των κινήσεων των προσφύγων αυτών μόνο τα απαραίτητα περιοριστικά μέτρα. Τα περιοριστικά μέτρα θα εφαρμόζονται μόνο μέχρις ότου ρυθμισθεί το καθεστώς των επί του εδάφους της χώρας της εισδοχής ευρισκομένων προσφύγων ή μέχρις ότου αυτοί αποκτήσουν άδεια εισόδου σε άλλη χώρα. Προκειμένου να λάβουν την άδεια αυτή, οι συμβαλλόμενες χώρες παρέχουν στους πρόσφυγες εύλογες προθεσμίες όπως και όλες τις αναγκαίες διευκολύνσεις.
Η Σύμβαση για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών
20. Το άρθρο 3 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (29) απαγορεύει τα βασανιστήρια ή την απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση ή τιμωρία.
Το δίκαιο της Ένωσης
Ο Χάρτης
21. Το άρθρο 4 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (30) απηχεί το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ. Το άρθρο 18 του Χάρτη κατοχυρώνει το δικαίωμα ασύλου, τηρουμένων των κανόνων της Συμβάσεως της Γενεύης και των Συνθηκών.
Το σύστημα του Δουβλίνου
Ο κανονισμός Δουβλίνο III
22. Οι κανόνες που διέπουν το κατά τόπον πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ είναι πολύπλοκοι. Το πρόδρομο νομοθέτημα, o κανονισμός Δουβλίνο II, εφαρμόστηκε στη Δανία από το έτος 2006, δυνάμει της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και του Βασιλείου της Δανίας σχετικά με τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης ασύλου που υποβάλλεται στη Δανία ή οποιοδήποτε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης από υπήκοο τρίτης χώρας και σχετικά με τη θέσπιση του «Eurodac» για την αντιπαραβολή δακτυλικών αποτυπωμάτων για την αποτελεσματική εφαρμογή της σύμβασης του Δουβλίνου (31). Όσον αφορά τον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ, δεν υπάρχει αντίστοιχη συμφωνία και η Δανία δεν δεσμεύεται από τον εν λόγω κανονισμό. Σύμφωνα με το άρθρο 3 και το άρθρο 4α, παράγραφος 1, του πρωτοκόλλου αριθ. 21 για τη θέση του Ηνωμένου Βασιλείου και της Ιρλανδίας όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, που προσαρτάται στη ΣΕΕ και στη ΣΛΕΕ, τα εν λόγω κράτη μέλη έχουν γνωστοποιήσει ότι επιθυμούν να συμμετέχουν στην έκδοση και την εφαρμογή του κανονισμού Δουβλίνο III. Ο κανονισμός ισχύει για τα λοιπά κράτη μέλη της Ένωσης ως συνήθως, χωρίς επιφυλάξεις.
23. Δυνάμει της συμφωνίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ελβετικής Συνομοσπονδίας, σχετικά με τα κριτήρια και τους μηχανισμούς για τον προσδιορισμό του κράτους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως ασύλου που υποβάλλεται σε κράτος μέλος ή στην Ελβετία, ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ ισχύει και για το συγκεκριμένο κράτος (32).
24. Στην αιτιολογική έκθεση του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ διαλαμβάνονται τα ακόλουθα.
– Το κοινό ευρωπαϊκό σύστημα ασύλου (στο εξής: ΚΕΣΑ) αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του στόχου της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την προοδευτική εγκαθίδρυση ενός χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης ανοικτού σε εκείνους οι οποίοι, αναγκασμένοι από τις περιστάσεις, αναζητούν νομίμως προστασία στην Ένωση. Βασίζεται στην πλήρη και συμπεριληπτική εφαρμογή της Συμβάσεως της Γενεύης. Το ΚΕΣΑ θα πρέπει να περιλαμβάνει, σε μία βραχυχρόνια προοπτική, έναν σαφή και λειτουργικό καθορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας (33).
– Μια τέτοια μέθοδος θα πρέπει να θεμελιώνεται σε αντικειμενικά και δίκαια κριτήρια τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Θα πρέπει, ιδίως, να επιτρέπει τον ταχύ προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο, προκειμένου να κατοχυρώνεται η πραγματική πρόσβαση στις διαδικασίες χορηγήσεως διεθνούς προστασίας και να μη διακυβεύεται ο στόχος της ταχύτητας κατά την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας (34).
– Το σύστημα του Δουβλίνου αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο του ΚΕΣΑ, διότι κατανέμει σαφώς μεταξύ των κρατών μελών την ευθύνη για την εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας (35).
– Κατά την εφαρμογή του συστήματος του Δουβλίνου, είναι απαραίτητο να λαμβάνονται υπόψη οι διατάξεις του ενωσιακού κεκτημένου στον τομέα του ασύλου (36).
– Κατά την εφαρμογή του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ θα πρέπει να λαμβάνονται πρωτίστως υπόψη η προστασία του μείζονος συμφέροντος του παιδιού και ο σεβασμός της οικογενειακής ζωής (37). Η κοινή εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας των μελών μιας οικογένειας από το ίδιο κράτος μέλος είναι συνεπής με την τήρηση της αρχής της ενότητας της οικογένειας (38).
– Για την εγγύηση της αποτελεσματικής προστασίας των δικαιωμάτων των ενδιαφερόμενων προσώπων, θα πρέπει να θεσπιστούν νομικές εγγυήσεις και το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής όσον αφορά αποφάσεις για μεταφορές στο υπεύθυνο κράτος μέλος, σύμφωνα, ιδίως, με τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται στο άρθρο 47 του Χάρτη. Προκειμένου να τηρείται το διεθνές δίκαιο, η πραγματική προσφυγή κατά των ανωτέρω αποφάσεων θα πρέπει να καλύπτει την εξέταση της εφαρμογής του παρόντος κανονισμού και της νομικής και πραγματικής καταστάσεως στο κράτος μέλος στο οποίο μεταφέρεται ο αιτών (39).
– Η προοδευτική υλοποίηση ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα εντός του οποίου κατοχυρώνεται η ελεύθερη κυκλοφορία των προσώπων σύμφωνα με τις διατάξεις της ΣΛΕΕ και η θέσπιση ενωσιακών πολιτικών όσον αφορά τους όρους εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένων των κοινών προσπαθειών για τη διαχείριση των εξωτερικών συνόρων, καθιστά αναγκαία την ισορροπία των κριτηρίων αρμοδιότητας με πνεύμα αλληλεγγύης (40).
– Όσον αφορά τη μεταχείριση των προσώπων τα οποία εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, τα κράτη μέλη δεσμεύονται από τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από πράξεις του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της σχετικής νομολογίας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (41).
– Ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται, ιδίως, από τον Χάρτη (42).
25. Όπως αναφέρεται στο άρθρο 1, ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ «θεσπίζει τα κριτήρια και τους μηχανισμούς προσδιορισμού του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας η οποία υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα (εφεξής: υπεύθυνο κράτος μέλος)».
26. Το άρθρο 2 περιλαμβάνει τους ακόλουθους ορισμούς:
«α) “υπήκοος τρίτης χώρας”: κάθε πρόσωπο που δεν είναι πολίτης της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και που δεν είναι υπήκοος κράτους το οποίο συμμετέχει [στον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ] δυνάμει συμφωνίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση·
β) “αίτηση διεθνούς προστασίας”: η αίτηση διεθνούς προστασίας όπως ορίζεται στο άρθρο 2, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας [σχετικά με την αναγνώριση]·
γ) “αιτών”: ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο άπατρις ο οποίος έχει υποβάλει αίτηση διεθνούς προστασίας, για την οποία δεν έχει ακόμη ληφθεί οριστική απόφαση·
δ) “εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας”: το σύνολο των εξεταστικών μέτρων, αποφάσεων ή δικαστικών αποφάσεων που εκδίδονται για μια αίτηση διεθνούς προστασίας από τις αρμόδιες αρχές σύμφωνα με [την οδηγία σχετικά με τις διαδικασίες] και [την οδηγία σχετικά με την αναγνώριση], εξαιρουμένων των διαδικασιών προσδιορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους σύμφωνα με τον [κανονισμό Δουβλίνο III]·
[…]
ιβ) “τίτλος διαμονής”: άδεια εκδιδόμενη από τις αρχές κράτους μέλους που επιτρέπει τη διαμονή υπηκόου τρίτης χώρας ή απάτριδος στο έδαφός του, καθώς και όσα έγγραφα του επιτρέπουν να διαμένει στο κράτος αυτό δυνάμει συμφωνιών προσωρινής προστασίας ή μέχρις ότου αρθούν τα κωλύματα εκτέλεσης μέτρου απομάκρυνσης. Εξαιρούνται οι θεωρήσεις και οι άδειες διαμονής που εκδίδονται κατά τη χρονική περίοδο που απαιτείται για τον καθορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους κατά την έννοια του παρόντος κανονισμού ή κατά τη διάρκεια της εξέτασης αίτησης διεθνούς προστασίας ή αίτησης άδειας διαμονής·
ιγ) “θεώρηση”: η άδεια ή η απόφαση κράτους μέλους που απαιτείται με σκοπό τη διέλευση ή την είσοδο για προβλεπόμενη διαμονή στο συγκεκριμένο κράτος μέλος ή σε περισσότερα κράτη μέλη. Το είδος της θεώρησης προσδιορίζεται σύμφωνα με τους ακόλουθους ορισμούς:
– “θεώρηση” για διαμονή μακράς διαρκείας”: άδεια ή απόφαση που εκδίδεται από ένα κράτος μέλος σύμφωνα με το εθνικό ή ενωσιακό δίκαιο και απαιτείται με σκοπό την είσοδο για προβλεπόμενη διαμονή, διαρκείας άνω των τριών μηνών, στο συγκεκριμένο κράτος μέλος,
– “θεώρηση για διαμονή σύντομης διαρκείας”: άδεια ή απόφαση κράτους μέλους με σκοπό τη διέλευση μέσω του εδάφους ενός ή περισσοτέρων ή όλων των κρατών μελών ή την εκ προθέσεως διαμονή στο εν λόγω έδαφος, διάρκειας τριών μηνών το πολύ εντός οιασδήποτε εξάμηνης περιόδου η οποία ξεκινά από την ημερομηνία της πρώτης εισόδου στο έδαφος των κρατών μελών,
– “θεώρηση διέλευσης από αερολιμένα”: νοείται η έγκυρη θεώρηση που απαιτείται για τη διέλευση από τις διεθνείς ζώνες διέλευσης ενός ή περισσότερων αερολιμένων των κρατών μελών·
[…]».
27. Σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 1, τα κράτη μέλη εξετάζουν κάθε αίτηση διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα στο έδαφος οποιουδήποτε από αυτά, συμπεριλαμβανομένων των συνόρων ή των ζωνών διελεύσεως. Η αίτηση εξετάζεται από ένα μόνο κράτος μέλος, το οποίο είναι το οριζόμενο ως υπεύθυνο σύμφωνα με τα κριτήρια που αναφέρονται στο κεφάλαιο III.
28. Το άρθρο 3, παράγραφος 2, ορίζει:
«Εάν δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί το υπεύθυνο κράτος μέλος βάσει των κριτηρίων που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό, υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης είναι το πρώτο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας.
Όταν είναι αδύνατη η μεταφορά αιτούντος στο κράτος μέλος που έχει προσδιορισθεί πρωτίστως ως υπεύθυνο, εξαιτίας βάσιμων λόγων που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν συστημικές ελλείψεις στη διαδικασία ασύλου και στις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων στο εν λόγω κράτος μέλος, με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης, κατά την έννοια του άρθρου 4 του [Χάρτη], το προσδιορίζον κράτος μέλος εξακολουθεί να εξετάζει τα κριτήρια του κεφαλαίου ΙΙΙ, ώστε να διαπιστώσει αν άλλο κράτος μέλος μπορεί να προσδιοριστεί ως υπεύθυνο.
Όταν η μεταφορά δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί, βάσει της παρούσας παραγράφου, σε κάποιο κράτος μέλος που έχει προσδιορισθεί σύμφωνα με τα κριτήρια του κεφαλαίου ΙΙΙ ή στο πρώτο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση, το προσδιορίζον κράτος μέλος καθίσταται το υπεύθυνο κράτος μέλος.»
29. Τα κριτήρια για τον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους (υπό την έννοια του άρθρου 1) περιλαμβάνονται στο κεφάλαιο ΙΙΙ (στο εξής: κριτήρια του κεφαλαίου ΙΙΙ). Σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 1, τα κριτήρια για τον προσδιορισμό του υπευθύνου κράτους μέλους εφαρμόζονται με τη σειρά με την οποία παρατίθενται στο εν λόγω κεφάλαιο. Ο προσδιορισμός του υπευθύνου κράτους μέλους πραγματοποιείται βάσει της καταστάσεως που υπήρχε τη στιγμή κατά την οποία ο/η αιτών/ούσα υπέβαλε την αίτησή του/ης διεθνούς προστασίας για πρώτη φορά σε ένα κράτος μέλος σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 7, παράγραφος 2. Στην κορυφή της ιεραρχίας των κριτηρίων βρίσκονται τα σχετικά με τους ανηλίκους (άρθρο 8) και τα μέλη της οικογένειας (άρθρα 9, 10 και 11) κριτήρια. Τα κριτήρια αυτά ουδόλως αποτελούν άμεσο αντικείμενο των κύριων δικών (43).
30. Στην ιεραρχία έπεται το άρθρο 12, το οποίο καθορίζει τις προϋποθέσεις για την έκδοση τίτλων διαμονής ή θεωρήσεων. Κατά το άρθρο 12, παράγραφος 1, εάν ο αιτών είναι κάτοχος έγκυρης θεωρήσεως, το κράτος μέλος που την εξέδωσε είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας. Σύμφωνα με το άρθρο 12, παράγραφος 2, εάν ο αιτών είναι κάτοχος έγκυρης θεωρήσεως, το κράτος μέλος που την εξέδωσε είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας, εκτός εάν η θεώρηση εκδόθηκε εξ ονόματος άλλου κράτους μέλους βάσει συμφωνίας εκπροσωπήσεως, όπως προβλέπεται στο άρθρο 8 του κανονισμού (ΕΚ) 810/2009 (44). Στην περίπτωση αυτή, το εκπροσωπούμενο κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας.
31. Το άρθρο 13 φέρει τον τίτλο «Είσοδος και/ή διαμονή». Το άρθρο 13, παράγραφος 1 έχει ως εξής:
«Όταν διαπιστώνεται, βάσει αποδεικτικών στοιχείων ή των έμμεσων αποδείξεων, όπως περιγράφεται στους δύο καταλόγους που αναφέρονται στο άρθρο 22 παράγραφος 3 του παρόντος κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων των δεδομένων που αναφέρονται στον κανονισμό (ΕΕ) 603/2013 (45), ότι ο αιτών διέβη παρανόμως, οδικώς, διά θαλάσσης ή δι’ αέρος, τα σύνορα κράτους μέλους προερχόμενος από τρίτη χώρα, αυτό το κράτος μέλος στο οποίο εισήλθε παρανόμως είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας. Η ευθύνη αυτή παύει να υφίσταται δώδεκα μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα η παράνομη διάβαση των συνόρων».
32. Το προτελευταίο κριτήριο διατυπώνεται στο άρθρο 14 και αφορά την «είσοδο χωρίς υποχρέωση θεώρησης». Το εν λόγω άρθρο ορίζει τα ακόλουθα:
«1. Εάν ένας υπήκοος τρίτης χώρας ή άπατρις εισέρχεται στο έδαφος κράτους μέλους στο οποίο δεν υφίσταται η ανάγκη θεώρησης, αυτό το κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας.
2. Η αρχή η οποία ορίζεται στην παράγραφο 1 δεν ισχύει, εάν ο υπήκοος τρίτης χώρας ή ο άπατρις υποβάλει την αίτηση διεθνούς προστασίας σε άλλο κράτος μέλος στο οποίο δεν υφίσταται η ανάγκη θεώρησης για την είσοδο. Στην περίπτωση αυτή, το άλλο κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης διεθνούς προστασίας».
33. Το τελευταίο κριτήριο (άρθρο 15) σχετίζεται με τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας που γίνονται στον χώρο διεθνούς διελεύσεως αερολιμένα και δεν είναι κρίσιμο για τις παρούσες αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως.
34. Σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 1, τα κράτη μέλη έχουν τη διακριτική ευχέρεια να παρεκκλίνουν από το άρθρο 3, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ και να αποφασίζουν να εξετάζουν αίτηση διεθνούς προστασίας που έχει κατατεθεί από υπήκοο τρίτης χώρας, ακόμη και αν, βάσει των κριτηρίων του κεφαλαίου ΙΙΙ, δεν είναι υπεύθυνα για την εξέτασή της.
35. Το κεφάλαιο V περιέχει τις διατάξεις που διέπουν τις υποχρεώσεις του «υπεύθυνου κράτους μέλους». Στο πλαίσιο του κεφαλαίου αυτού, στο άρθρο 18 απαριθμούνται συγκεκριμένες υποχρεώσεις, μεταξύ των οποίων η υποχρέωση αναδοχής αιτούντος ο οποίος υπέβαλε αίτηση σε άλλο κράτος μέλος (άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ) ή της εκ νέου αναλήψεως αιτούντος η αίτηση του οποίου τελεί υπό εξέταση και ο οποίος έκανε αίτηση σε άλλο κράτος μέλος ή ο οποίος ευρίσκεται χωρίς να έχει τίτλο διαμονής στο έδαφος άλλου κράτους μέλους (άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ).
36. Το άρθρο 20, παράγραφος 1, ορίζει ότι η διαδικασία προσδιορισμού του υπευθύνου κράτους μέλους κινείται μόλις υποβληθεί για πρώτη φορά αίτηση ασύλου σε ένα κράτος μέλος. Αιτήσεις διεθνούς προστασίας θεωρούνται υποβληθείσες από τη στιγμή κατά την οποία παραλαμβάνεται από τις αρμόδιες αρχές του συγκεκριμένου κράτους μέλους έντυπο που υποβάλλεται από τον αιτούντα ή πρακτικό που καταρτίζεται από τις αρχές, όπως ορίζει το άρθρο 20, παράγραφος 2 (46).
37. Δυνάμει του άρθρου 21, εάν το κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε αίτηση διεθνούς προστασίας θεωρεί ότι άλλο κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για την εξέτασή της, μπορεί να απευθύνει σε αυτό αίτημα περί αναδοχής του αιτούντος, το συντομότερο δυνατό και, σε κάθε περίπτωση, εντός προθεσμίας τριών μηνών από την υποβολή της αίτησης κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 2. Σύμφωνα με το άρθρο 22, παράγραφος 1 (47), το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα προβαίνει στις απαραίτητες επαληθεύσεις, και αποφαίνεται σχετικά με το αίτημα περί αναδοχής του αιτούντος εντός προθεσμίας δύο μηνών από την ημερομηνία της παραλαβής του αιτήματος. Το άρθρο 22, παράγραφος 7, ορίζει ότι η έλλειψη απαντήσεως εντός της προθεσμίας αυτής ισοδυναμεί με αποδοχή του αιτήματος (48).
38. Ομοίως, βάσει του άρθρου 23, αίτημα εκ νέου αναλήψεως αιτούντος που έχει υποβάλει νέα αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να υποβάλλεται το ταχύτερο δυνατόν. Δυνάμει του άρθρου 25, το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα πρέπει να αποφαίνεται το ταχύτερο δυνατόν –όχι αργότερα από ένα μήνα από την ημερομηνία κατά την οποία παρελήφθη το αίτημα. Βάσει του άρθρου 25, παράγραφος 2, η έλλειψη απαντήσεως λογίζεται ως αποδοχή του αιτήματος.
39. Τα άρθρα 26 και 27 θεσπίζουν συγκεκριμένες διαδικαστικές εγγυήσεις. Το πρώτο ορίζει ότι όταν το κράτος μέλος προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα δέχεται την αναδοχή ή την εκ νέου ανάληψη του αιτούντος, το κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα κοινοποιεί στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο την απόφαση για τη μεταφορά του προς το υπεύθυνο κράτος μέλος. Η απόφαση αυτή περιλαμβάνει πληροφορίες για τα διαθέσιμα ένδικα βοηθήματα.
40. Σύμφωνα με το άρθρο 27, παράγραφος 1, οι αιτούντες έχουν το δικαίωμα ασκήσεως πραγματικής προσφυγής, με τη μορφή ένδικου βοηθήματος ή επανεξετάσεως, ενώπιον δικαστηρίου, τόσο για τα πραγματικά όσο και για τα νομικά στοιχεία, κατά αποφάσεως μεταφοράς.
41. Το άρθρο 29 ορίζει:
«1. Η μεταφορά του αιτούντος ή άλλου προσώπου όπως αναφέρεται στο άρθρο 18 παράγραφος 1 στοιχείο γʹ ή δʹ από το κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα προς το υπεύθυνο κράτος μέλος πραγματοποιείται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο του κράτους μέλους που υπέβαλε το αίτημα, ύστερα από διαβούλευση μεταξύ των ενδιαφερομένων κρατών μελών, μόλις αυτό είναι πρακτικά δυνατόν και το αργότερο εντός προθεσμίας έξι μηνών από την αποδοχή του αιτήματος περί αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης του ενδιαφερομένου από άλλο κράτος μέλος ή από την έκδοση οριστικής απόφασης επί ενδίκου [βοηθήματος] ή επανεξέτασης εφόσον σύμφωνα με το άρθρο 27 παράγραφος 3 υπάρχει ανασταλτικό αποτέλεσμα.
[…]
2. Εάν η μεταφορά δεν πραγματοποιηθεί εντός της προθεσμίας των έξι μηνών, το υπεύθυνο κράτος μέλος απαλλάσσεται των υποχρεώσεών του αναδοχής ή εκ νέου ανάληψης του ενδιαφερομένου και η ευθύνη μεταβιβάζεται τότε στο κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα. Η προθεσμία αυτή μπορεί να παρατείνεται σε ένα έτος κατ’ ανώτατο όριο, εάν η μεταφορά δεν κατέστη δυνατόν να πραγματοποιηθεί λόγω φυλάκισης του ενδιαφερομένου ή σε 18 μήνες κατ’ ανώτατο όριο αν ο ενδιαφερόμενος διαφεύγει.
[…]» (49).
42. Το άρθρο 33 φέρει τον τίτλο «Μηχανισμός έγκαιρης προειδοποίησης, προετοιμασίας και διαχείρισης κρίσεων». Κατά το άρθρο 33, παράγραφος 1: «όταν, βάσει, ιδίως, των πληροφοριών που συλλέγει η [Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο (στο εξής: ΕΥΥΑ)] σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 439/2010 (50), η Επιτροπή διαπιστώνει ότι η εφαρμογή του παρόντος κανονισμού μπορεί να υπονομευθεί λόγω τεκμηριωμένου κινδύνου ιδιαίτερης πίεσης στο σύστημα ασύλου ενός κράτους μέλους και/ή λόγω προβλημάτων στη λειτουργία του συστήματος ασύλου ενός κράτους μέλους, η Επιτροπή, σε συνεργασία με την [ΕΥΥΑ], διατυπώνει συστάσεις προς το συγκεκριμένο κράτος μέλος, καλώντας το να καταρτίσει σχέδιο προληπτικής δράσης.
[…]»
Διατάξεις εφαρμογής του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ
43. Ο κανονισμός (ΕΕ) 603/2013 (51) θέσπισε το σύστημα «Eurodac». Το σύστημα αυτό συντείνει στον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο, σύμφωνα με τον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ, να εξετάσει την αίτηση διεθνούς προστασίας η οποία έχει υποβληθεί σε ένα κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας.
44. Ο εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 118/2014 της Επιτροπής για τα μέτρα εφαρμογής του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ (52), παράρτημα ΙΙ, περιέχει δύο ενδεικτικούς καταλόγους των αποδεικτικών μέσων για τον καθορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους κατά την έννοια του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Ο κατάλογος «Α» απαριθμεί τις τυπικές αποδείξεις οι οποίες καθορίζουν την ευθύνη ενόσω δεν αναιρείται από αποδείξεις περί του αντιθέτου. Ο κατάλογος «Β» εμπεριέχει τις έμμεσες αποδείξεις: ενδείξεις οι οποίες, αν και είναι μαχητές, ενδέχεται να επαρκούν σε ορισμένες περιπτώσεις για τον καθορισμό της ευθύνης.
Σένγκεν
45. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, η ελεύθερη κυκλοφορία μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών λαμβάνει χώρα ήδη από τον Μεσαίωνα (53). Η Συμφωνία του Σένγκεν, που υπογράφηκε στις 14 Ιουνίου 1985, αφορούσε τη σταδιακή κατάργηση των ελέγχων στα κοινά σύνορα και προέβλεπε τον έλεγχο των εξωτερικών συνόρων των προσχωρησάντων σε αυτήν κρατών. Στις 19 Ιουνίου 1990 υπογράφηκε η σύμβαση εφαρμογής της Συμφωνίας του Σένγκεν (54). Η σύμβαση ρύθμιζε ζητήματα όπως η οργάνωση και η διαχείριση των εξωτερικών συνόρων και η κατάργηση των ελέγχων των εσωτερικών συνόρων, οι διαδικασίες εκδόσεως ενιαίας θεωρήσεως και η λειτουργία ενιαίας βάσεως δεδομένων για όλα τα μέλη [Σύστημα Πληροφοριών Σένγκεν (στο εξής: SIS)], καθώς επίσης και η θέσπιση μέσων συνεργασίας μεταξύ των υπηρεσιών μεταναστεύσεως. Τα θέματα αυτά ενσωματώθηκαν στο κεκτημένο της Ένωσης με τη Συνθήκη του Άμστερνταμ. Στο κεκτημένο του Σένγκεν δεν συμμετέχουν πλήρως και τα 28 κράτη μέλη της Ένωσης (55). Για την Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο ισχύουν ειδικότερες ρυθμίσεις (56).
Ο Κώδικας συνόρων του Σένγκεν
46. Οι αιτιολογικές σκέψεις του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν (57) διαλαμβάνουν τις ακόλουθες σχετικές δηλώσεις. H δημιουργία χώρου ελεύθερης κυκλοφορίας των προσώπων πρέπει να πλαισιώνεται από άλλα μέτρα, όπως η κοινή πολιτική σχετικά με τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων (58). Από την άποψη αυτή, η θέσπιση κοινών νομοθετικών διατάξεων αποτελεί ένα από τα ουσιαστικά συστατικά της κοινής πολιτικής διαχείρισης των εξωτερικών συνόρων (59). Ο έλεγχος των συνόρων δεν γίνεται μόνο προς το συμφέρον των κρατών μελών στα εξωτερικά σύνορα των οποίων ασκείται αλλά προς το συμφέρον όλων των κρατών μελών που έχουν καταργήσει τον έλεγχο στα εσωτερικά τους σύνορα.
47. Στις αιτιολογικές σκέψεις αναγνωρίζεται, περαιτέρω, ότι οι έλεγχοι των συνόρων πρέπει να συμβάλλουν στην καταπολέμηση της παράνομης μεταναστεύσεως και της εμπορίας ανθρώπων, καθώς και στην πρόληψη κάθε απειλής κατά της εσωτερικής ασφάλειας, της δημόσιας τάξης, της δημόσιας υγείας και των διεθνών σχέσεων των κρατών μελών (60). Οι έλεγχοι των συνόρων θα πρέπει να διεξάγονται υπό συνθήκες πλήρους σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ο έλεγχος των συνόρων θα πρέπει να διεξάγεται κατά επαγγελματικό τρόπο και με τον δέοντα σεβασμό και να είναι ανάλογος προς τους επιδιωκόμενους στόχους (61). Ο έλεγχος των συνόρων περιλαμβάνει όχι μόνο τον έλεγχο προσώπων στα συνοριακά σημεία διελεύσεως και την επιτήρηση μεταξύ των σημείων αυτών, αλλά και ανάλυση των κινδύνων για την εσωτερική ασφάλεια και των ενδεχόμενων απειλών κατά της ασφάλειας των εξωτερικών συνόρων. Πρέπει, κατά συνέπεια, να ορισθούν οι προϋποθέσεις, τα κριτήρια καθώς και οι λεπτομερείς κανόνες που διέπουν ταυτόχρονα τις διαδικασίες ελέγχου στα συνοριακά σημεία διελεύσεως και την επιτήρηση (62). Για να αποφευχθεί η υπερβολική αναμονή στα σύνορα, θα πρέπει να προβλεφθούν, σε περίπτωση εξαιρετικών και απρόβλεπτων συνθηκών, δυνατότητες απλουστεύσεως των ελέγχων στα εξωτερικά σύνορα. Η συστηματική επίθεση σφραγίδων στα έγγραφα υπηκόων τρίτων χωρών θα παραμείνει υποχρεωτική σε περίπτωση απλουστεύσεως των συνοριακών ελέγχων. Με τις σφραγίδες αποδεικνύεται με ασφάλεια η ημερομηνία και το σημείο διελεύσεως των συνόρων, χωρίς πάντοτε να αποδεικνύεται ότι έχουν διεξαχθεί όλοι οι απαιτούμενοι έλεγχοι των ταξιδιωτικών εγγράφων (63).
48. Το άρθρο 1 ορίζει σαφώς τον διττό σκοπό του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν. Πρώτον, προβλέπει ότι δεν διενεργείται συνοριακός έλεγχος προσώπων κατά τη διέλευση των εσωτερικών συνόρων μεταξύ των μετεχόντων κρατών μελών. Δεύτερον, θεσπίζει κανόνες συνοριακού ελέγχου προσώπων κατά τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
49. Το άρθρο 2 περιέχει τους ακόλουθους ορισμούς:
«[…]
2. “εξωτερικά σύνορα”: τα χερσαία, ποτάμια, λιμναία και θαλάσσια σύνορα, καθώς και οι αερολιμένες και ποτάμιοι, θαλάσσιοι και λιμναίοι λιμένες των κρατών μελών, εφόσον δεν αποτελούν εσωτερικά σύνορα·
[…]
5. “δικαιούχοι του […] δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας σύμφωνα με το δίκαιο της Ένωσης” είναι:
α) οι πολίτες της Ένωσης, κατά την έννοια του άρθρου 20 παράγραφος 1 ΣΛΕΕ, καθώς και οι υπήκοοι τρίτων χωρών οι οποίοι είναι μέλη της οικογενείας πολίτη της Ένωσης με δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας σύμφωνα με την οδηγία 2004/38/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (64)]·
β) οι υπήκοοι τρίτων χωρών και τα μέλη της οικογενείας τους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, εφόσον, δυνάμει συμφωνιών που έχουν συναφθεί μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών της αφενός και αυτών των τρίτων χωρών αφετέρου, απολαύουν δικαιωμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας ισοδυνάμων με τα δικαιώματα των πολιτών της Ένωσης·
6. “υπήκοος τρίτης χώρας”: οποιοσδήποτε δεν είναι υπήκοος της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 20, παράγραφος 1 της συνθήκης και δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του σημείου 5 του [άρθρου 2]·
7. “πρόσωπο που έχει καταχωριστεί ως ανεπιθύμητο”: κάθε υπήκοος τρίτης χώρας που έχει καταχωριστεί στο σύστημα πληροφοριών Σένγκεν (στο εξής: SIS) βάσει του άρθρου 96 της σύμβασης Σένγκεν και για τους σκοπούς του άρθρου αυτού·
8. “συνοριακό σημείο διέλευσης”: κάθε σημείο διέλευσης επιτρεπόμενο από τις αρμόδιες αρχές για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων·
[…]
9. “έλεγχος των συνόρων”: οι δραστηριότητες που αναλαμβάνονται στα σύνορα, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και για τους σκοπούς του, αποκλειστικώς συνεπεία πρόθεσης διέλευσης ή συνεπεία διέλευσης των συνόρων, ασχέτως άλλου λόγου· οι εν λόγω δραστηριότητες συνίστανται στους συνοριακούς ελέγχους και στην επιτήρηση των συνόρων·
10. “συνοριακοί έλεγχοι”: οι έλεγχοι στα συνοριακά σημεία διέλευσης, προκειμένου να εξακριβωθεί ότι τα πρόσωπα, τα μέσα μεταφοράς τους και τα αντικείμενα που έχουν στην κατοχή τους δικαιούνται να εισέλθουν στην επικράτεια των κρατών μελών ή να την εγκαταλείψουν·
11. “επιτήρηση των συνόρων”: η επιτήρηση των συνόρων εκτός των συνοριακών σημείων διέλευσης και η επιτήρηση των συνοριακών σημείων διέλευσης εκτός των καθορισμένων ωραρίων λειτουργίας, ώστε να μη γίνεται παράκαμψη των συνοριακών ελέγχων·
[…]
13. “συνοριοφύλακας”: δημόσιος υπάλληλος ο οποίος, σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, υπηρετεί είτε σε συνοριακό σημείο διέλευσης είτε κατά μήκος των συνόρων ή σε άμεση εγγύτητα προς αυτά και ο οποίος εκτελεί καθήκοντα ελέγχου των συνόρων, σύμφωνα με τον παρόντα κανονισμό και το εθνικό δίκαιο·
[…]
15. “τίτλος διαμονής”:
α) κάθε άδεια διαμονής εκδιδόμενη από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τον ενιαίο τύπο που καθορίζεται από τον κανονισμό (ΕΚ) 1030/2002 του Συμβουλίου (65)], καθώς και τα δελτία διαμονής που εκδίδονται κατ’ εφαρμογή της οδηγίας 2004/38/ΕΚ·
β) κάθε άλλο έγγραφο που έχει εκδοθεί από κράτος μέλος προς υπήκοο τρίτης χώρας και το οποίο παρέχει δικαίωμα διαμονής στην επικράτειά του και έχει αποτελέσει αντικείμενο κοινοποίησης και επακόλουθης δημοσίευσης κατ’ εφαρμογή του άρθρου 34, με εξαίρεση:
(i) τις προσωρινές άδειες που χορηγούνται μέχρις ότου εξετασθεί η πρώτη αίτηση άδειας διαμονής κατά το στοιχείο αʹ ή αίτηση ασύλου· και
(ii) τις θεωρήσεις που εκδίδονται από τα κράτη μέλη σύμφωνα με τον ενιαίο τύπο που καθορίζεται στον κανονισμό (ΕΚ) 1683/95 του Συμβουλίου·
[…]» (66).
50. Σύμφωνα με το άρθρο 3, ο Κώδικας συνόρων του Σένγκεν εφαρμόζεται «στα πρόσωπα που διέρχονται τα εσωτερικά ή εξωτερικά σύνορα κράτους μέλους, υπό την επιφύλαξη: α) των δικαιωμάτων των προσώπων που απολαύουν του ενωσιακού δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας· και β) των δικαιωμάτων των προσφύγων και των αιτούντων διεθνή προστασία, κυρίως όσον αφορά την μη επαναπροώθηση».
51. Σύμφωνα με το άρθρο 3α, κατά την εφαρμογή του εν λόγω κανονισμού, τα κράτη μέλη συμμορφώνονται πλήρως προς τη συναφή ενωσιακή νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένου του Χάρτη, της Συμβάσεως της Γενεύης και των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Τούτο ενέχει την υποχρέωση ότι οι αποφάσεις πρέπει να εκδίδονται σε εξατομικευμένη βάση.
52. Το άρθρο 5 επιγράφεται «Προϋποθέσεις εισόδου για τους υπηκόους τρίτων χωρών». Σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 1, οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί ένα τέτοιο άτομο, η προβλεπόμενη παραμονή του οποίου είναι μικρότερη του τριμήνου ανά εξάμηνο (67), είναι οι ακόλουθες: α) να διαθέτει έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο που να του επιτρέπει τη διέλευση των συνόρων· β) να διαθέτει έγκυρη θεώρηση· γ) να αιτιολογεί τον σκοπό και τις συνθήκες της προβλεπόμενης παραμονής και να διαθέτει επαρκή μέσα διαβιώσεως, τόσο για την προβλεπόμενη περίοδο παραμονής όσο και για την επιστροφή στη χώρα προελεύσεως ή τη διέλευση προς τρίτη χώρα στην οποία η είσοδός του είναι εξασφαλισμένη ή μπορεί να εξασφαλίσει νομίμως τα μέσα αυτά· δ) δεν είναι καταχωρισμένο στο SIS ως ανεπιθύμητο· και ε) δεν θεωρείται απειλή, μεταξύ άλλων, για τη δημόσια τάξη ή την εσωτερική ασφάλεια (68).
53. Κατά παρέκκλιση από τις ανωτέρω προϋποθέσεις, το άρθρο 5, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, προβλέπει ότι «στους υπηκόους τρίτης χώρας οι οποίοι δεν πληρούν μία ή περισσότερες από τις προϋποθέσεις της παραγράφου 1 μπορεί να επιτραπεί από κράτος μέλος η είσοδος στο έδαφός του για λόγους ανθρωπιστικούς ή εθνικού συμφέροντος ή λόγω διεθνών υποχρεώσεων. Εφόσον ο εν λόγω υπήκοος τρίτης χώρας είναι καταχωρισμένος ως ανεπιθύμητος σύμφωνα με την παράγραφο 1, στοιχείο δʹ, το κράτος μέλος που επιτρέπει την είσοδο του προσώπου αυτού στο έδαφός του ενημερώνει σχετικά τα λοιπά κράτη μέλη».
54. Το άρθρο 8 επιτρέπει στους συνοριοφύλακες να απλουστεύουν τους ελέγχους που πρέπει να διενεργούνται στα εξωτερικά σύνορα λόγω εξαιρετικών και απρόβλεπτων συνθηκών. Αυτό τεκμαίρεται ότι συμβαίνει όταν λόγω απρόβλεπτων γεγονότων δημιουργείται τόσο έντονη κυκλοφορία ώστε ο χρόνος αναμονής στο συνοριακό σημείο διελεύσεως είναι υπερβολικός, έχουν δε εξαντληθεί όλοι οι πόροι όσον αφορά το προσωπικό, τον εξοπλισμό και την οργάνωση.
55. Το άρθρο 8, παράγραφος 3, ωστόσο, ορίζει ότι ακόμη και σε περίπτωση απλουστεύσεως των συνοριακών ελέγχων, ο συνοριοφύλακας σφραγίζει τα ταξιδιωτικά έγγραφα των υπηκόων τρίτων χωρών τόσο κατά την είσοδο όσο και κατά την έξοδο, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 1, το οποίο προβλέπει ότι τα ταξιδιωτικά έγγραφα των υπηκόων τρίτων χωρών σφραγίζονται συστηματικά κατά την είσοδο και την έξοδο. Σφραγίδες πρέπει να τοποθετούνται: α) στα έγγραφα των υπηκόων τρίτων χωρών που επιτρέπουν τη διέλευση των συνόρων, τα οποία φέρουν ισχύουσα θεώρηση· β) στα έγγραφα που επιτρέπουν τη διέλευση των συνόρων από υπηκόους τρίτων χωρών στους οποίους έχει χορηγηθεί θεώρηση στα σύνορα από κάποιο κράτος μέλος· και γ) στα έγγραφα που επιτρέπουν τη διέλευση των συνόρων από υπηκόους τρίτων χωρών οι οποίοι δεν υπόκεινται στην υποχρέωση θεωρήσεως.
56. Το άρθρο 13 ορίζει ότι η είσοδος στην επικράτεια των κρατών μελών απαγορεύεται στους υπηκόους τρίτων χωρών που δεν πληρούν το σύνολο των προϋποθέσεων εισόδου, όπως καθορίζονται με το άρθρο 5, παράγραφος 1, και δεν υπάγονται στις κατηγορίες προσώπων του άρθρου 5, παράγραφος 4. Τα ανωτέρω ισχύουν με την επιφύλαξη της εφαρμογής των ειδικών διατάξεων σχετικά με το δικαίωμα ασύλου και τη διεθνή προστασία ή την έκδοση θεωρήσεων μακράς διαρκείας.
Το SIS
57. Το SIS είναι, κατ’ ουσίαν, ένα σύστημα πληροφορήσεως το οποίο υποστηρίζει τον έλεγχο των εξωτερικών συνόρων και τη συνεργασία στον τομέα της επιβολής του νόμου στα κράτη τα οποία μετέχουν στον Κώδικα συνόρων του Σένγκεν (στο εξής: κράτη του Σένγκεν). Ο κύριος σκοπός του είναι να συνδράμει στη διατήρηση της εσωτερικής ασφάλειας στα κράτη αυτά ελλείψει ελέγχων των εσωτερικών συνόρων τους (69). Τούτο διασφαλίζεται, μεταξύ άλλων, μέσω μιας αυτοματοποιημένης διαδικασίας αναζητήσεως η οποία επιτρέπει την πρόσβαση στα δεδομένα σχετικά με πρόσωπα που έχουν καταχωριστεί για τους σκοπούς των συνοριακών ελέγχων. Σε ό,τι αφορά τους υπηκόους τρίτης χώρας (τουτέστιν τα άτομα τα οποία δεν είναι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ούτε υπήκοοι χώρας οι οποίοι, δυνάμει συμφωνιών μεταξύ της Ένωσης και των οικείων κρατών, απολαύουν δικαιωμάτων ελεύθερης κυκλοφορίας ισοδύναμων προς τα δικαιώματα που απολαύουν οι πολίτες της Ένωσης) (70), τα κράτη μέλη πρέπει να προχωρούν σε καταχώριση στο SIS όταν αρμόδια αρχή ή δικαστήριο αποφασίσει την απαγόρευση εισόδου ή διαμονής, με την αιτιολογία ότι η παρουσία του εν λόγω ατόμου ενδέχεται να συνιστά απειλή κατά της δημόσιας τάξεως ή ασφάλειας ή κατά της εθνικής ασφάλειας (71). Καταχωρίσεις μπορούν επίσης να εισάγονται όταν οι ανωτέρω αποφάσεις έχουν ως αιτιολογία ότι εις βάρος του υπηκόου τρίτης χώρας έχει επιβληθεί το μέτρο της απελάσεως, αρνήσεως εισόδου ή απομακρύνσεως, το οποίο δεν αναβλήθηκε ούτε ανεστάλη (72).
Ο κανονισμός 1683/95
58. Ο κανονισμός (ΕΚ) 1683/95 (73) καθιερώνει θεώρηση ενιαίου τύπου (αυτοκόλλητο) για θεωρήσεις που χορηγούν τα κράτη μέλη και πρέπει να είναι σύμφωνες προς τις προδιαγραφές που αναγράφονται στο παράρτημα αυτού. Οι προδιαγραφές αφορούν «στοιχεία ασφάλειας», όπως την ένθεση φωτογραφίας, ένα μεταβλητό οπτικό στοιχείο, λογότυπο το οποίο δείχνει το κράτος μέλος εκδόσεως, τη λέξη «θεώρηση» και έναν εθνικό ψηφιακό αριθμό αποτελούμενο από εννέα ψηφία.
Ο κανονισμός 539/2001
59. Το παράρτημα Ι του κανονισμού (ΕΚ) 539/2001 περιλαμβάνει κατάλογο τρίτων χωρών των οποίων οι υπήκοοι υπόκεινται στην υποχρέωση θεωρήσεως για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών και κατάλογο τρίτων χωρών των οποίων οι υπήκοοι απαλλάσσονται από την υποχρέωση αυτή (74). Η απαίτηση αυτή τελεί υπό την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που απορρέουν από την Ευρωπαϊκή Συμφωνία του Στρασβούργου για την κατάργηση των θεωρήσεων για τους πρόσφυγες (75). Οι υπήκοοι τρίτων χωρών που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παραρτήματος ΙΙ απαλλάσσονται από την υποχρέωση για θεωρήσεις μικρής διάρκειας. Τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν εξαιρέσεις από την υποχρέωση θεωρήσεως για ορισμένες και περιορισμένης εκτάσεως κατηγορίες προσώπων (76).
Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις
60. Το Σύστημα Πληροφοριών για τις Θεωρήσεις (στο εξής: VIS) καθιερώθηκε με την απόφαση 2004/512/ΕΚ του Συμβουλίου (77). Σύμφωνα με το άρθρο 1 του κανονισμού (ΕΚ) 767/2008 (78), το VIS επιτρέπει την ανταλλαγή δεδομένων μεταξύ των κρατών του Σένγκεν για τις αιτήσεις θεωρήσεων μικρής διάρκειας και τις σχετικές αποφάσεις. Σύμφωνα με το άρθρο 2, στοιχείο στʹ, το VIS αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στο να διευκολύνει την εφαρμογή του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ. Σύμφωνα με το άρθρο 4, η «θεώρηση» ορίζεται διά παραπομπής στη CISA. Ως αυτοκόλλητη θεώρηση νοείται η ενιαίου τύπου θεώρηση που προβλέπεται από τον κανονισμό 1683/95. Η έκφραση «ταξιδιωτικό έγγραφο» έχει την έννοια του διαβατηρίου ή αντίστοιχου εγγράφου που επιτρέπει στον δικαιούχο να διέλθει τα εξωτερικά σύνορα και στο οποίο μπορεί να τοποθετηθεί θεώρηση.
61. Το άρθρο 21 προβλέπει ότι, με μόνο σκοπό τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι αρμόδιο να εξετάσει αίτηση ασύλου, στις περιπτώσεις που αυτό σημαίνει ότι πρέπει να αποδειχθεί αν κράτος μέλος έχει εκδώσει θεώρηση ή κατά πόσον ο αιτών διεθνή προστασία «διέβη παρανόμως […] τα σύνορα κράτους μέλους» (κατά την έννοια των νυν άρθρων 12 και 13 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ αντιστοίχως), οι αρμόδιες για το άσυλο αρχές είναι εξουσιοδοτημένες να πραγματοποιούν έρευνες στη βάση δεδομένων με τα δακτυλικά αποτυπώματα του αιτούντος άσυλο.
Ο κανονισμός (ΕΚ) 810/2009
62. Όπως ορίζει το άρθρο 1, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 810/2009, ο παρών κανονισμός θεσπίζει τις διαδικασίες και τις προϋποθέσεις εκδόσεως θεωρήσεων για διέλευση από ή με πρόθεση παραμονής στην επικράτεια των κρατών μελών, που δεν υπερβαίνει τους τρεις μήνες ανά εξάμηνη περίοδο. Οι προϋποθέσεις ισχύουν για κάθε υπήκοο τρίτης χώρας που έχει υποχρέωση θεωρήσεως για τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων κράτους μέλους.
63. Σύμφωνα με το άρθρο 2, ως υπήκοος τρίτης χώρας νοείται κάθε πρόσωπο που δεν είναι πολίτης της Ένωσης. Ως «θεώρηση» νοείται η άδεια που χορηγείται από κράτος μέλος ενόψει διελεύσεως από το έδαφος των κρατών μελών ή προθέσεως διαμονής στο εν λόγω έδαφος, ανώτατης διάρκειας τριών μηνών ανά εξάμηνη περίοδο από την ημερομηνία πρώτης εισόδου στο έδαφος των κρατών μελών ή ενόψει διελεύσεως μέσω των διεθνών ζωνών διελεύσεως των αερολιμένων των κρατών μελών. Ως «αυτοκόλλητη θεώρηση» νοείται η ενιαίου τύπου θεώρηση που προβλέπεται από τον κανονισμό (ΕΚ) 1683/95. Ως «αναγνωρισμένα ταξιδιωτικά έγγραφα» νοούνται τα ταξιδιωτικά έγγραφα που αναγνωρίζονται από ένα ή περισσότερα κράτη μέλη και επί των οποίων τίθεται η θεώρηση (79).
Η οδηγία σχετικά με τις διαδικασίες
64. Όπως υποδηλώνει ο τίτλος της, η οδηγία σχετικά με τις διαδικασίες θεσπίζει τις κοινές διαδικασίες για τη χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας σύμφωνα με την οδηγία σχετικά με την αναγνώριση. Το άρθρο 3 ορίζει ότι η οδηγία εφαρμόζεται σε όλες τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας που υποβάλλονται στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
65. Σύμφωνα με το άρθρο 31, τα κράτη μέλη πρέπει να διασφαλίζουν ότι οι αιτήσεις διεθνούς προστασίας εξετάζονται το ταχύτερο δυνατό σύμφωνα με τη διαδικασία εξετάσεως που θεσπίζει η οδηγία (80). Ο γενικός κανόνας είναι ότι η διαδικασία εξετάσεως πρέπει να ολοκληρώνεται εντός έξι μηνών από την κατάθεση της αιτήσεως. Ωστόσο, όταν αίτηση υπόκειται στη διαδικασία του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, η προθεσμία των έξι μηνών αρχίζει από τη στιγμή κατά την οποία ορίζεται ένα κράτος μέλος ως υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως σύμφωνα με τον κανονισμό αυτό (81). Τα κράτη μέλη μπορούν να ορίσουν ότι μια διαδικασία εξετάσεως μπορεί να επιταχυνθεί και/ή να διενεργηθεί στα σύνορα ή σε ζώνες διελεύσεως, εφόσον ο αιτών, μεταξύ άλλων, εισήλθε «παρανόμως» ή αρνείται να συμμορφωθεί με την υποχρέωση λήψεως των δακτυλικών αποτυπωμάτων του, σύμφωνα με τον κανονισμό Eurodac (82).
Η οδηγία περί επιστροφής
66. Το άρθρο 1 της οδηγίας 2008/115/ΕΚ (83) ορίζει ότι η παρούσα οδηγία θεσπίζει τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών, σύμφωνα με τα θεμελιώδη δικαιώματα, ως γενικές αρχές του ενωσιακού και του διεθνούς δικαίου, συμπεριλαμβανομένων των υποχρεώσεων προστασίας των προσφύγων και των υποχρεώσεων για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
67. Το άρθρο 2 προβλέπει ότι η εν λόγω οδηγία εφαρμόζεται στους παρανόμως διαμένοντες στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόους τρίτης χώρας. Τα κράτη μέλη μπορούν να αποφασίσουν να μην εφαρμόσουν την παρούσα οδηγία στους υπηκόους τρίτων χωρών, οι οποίοι υπόκεινται σε απαγόρευση εισόδου, σύμφωνα με το άρθρο 13 του Κώδικα Συνόρων του Σένγκεν, ή συλλαμβάνονται ή παρακολουθούνται από τις αρμόδιες αρχές σε σχέση με παράνομη χερσαία, θαλάσσια ή εναέρια διέλευση των εξωτερικών συνόρων κράτους μέλους και στους οποίους δεν έχει, εν συνεχεία, χορηγηθεί άδεια ή δικαίωμα να παραμείνουν στο εν λόγω κράτος μέλος.
68. Σύμφωνα με το άρθρο 3, ως υπήκοος τρίτης χώρας νοείται κάθε πρόσωπο που δεν είναι πολίτης της Ένωσης και δεν απολαύει του ενωσιακού δικαιώματος ελεύθερης κυκλοφορίας, όπως ορίζεται στο άρθρο 2, παράγραφος 5, του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν. Η έκφραση «παράνομη παραμονή» έχει την έννοια της «παρουσία[ς] στο έδαφος κράτους μέλους υπηκόου τρίτης χώρας που δεν πληροί, ή δεν πληροί πλέον, τις προϋποθέσεις εισόδου, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν ή τις λοιπές προϋποθέσεις εισόδου, παραμονής ή διαμονής στο εν λόγω κράτος μέλος» (84).
Τα προδικαστικά ερωτήματα
69. Με τις παρούσες αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως, υποβάλλονται στο Δικαστήριο ερωτήματα ως προς την ερμηνεία του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ και του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν. Στην υπόθεση A.S. (85), η αίτηση υποβάλλεται από το Vrhovno sodišče Republike Slovenije (Ανώτατο Δικαστήριο της Δημοκρατίας της Σλοβενίας). Στην υπόθεση Jafari (86), η αίτηση υποβάλλεται από το Verwaltungsgerichtshof Wien (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο της Βιέννης, Αυστρία).
70. Τα ερωτήματα που υπέβαλαν τα δύο αιτούντα δικαστήρια συνδέονται και αλληλεπικαλύπτονται κατ’ ουσίαν. Ως εκ τούτου, οι δύο υποθέσεις θα εξεταστούν από κοινού με τις παρούσες προτάσεις μου. Θα χρησιμοποιηθεί γενικώς η λέξη «μετανάστευση» για να περιγραφεί η εισροή υπηκόων τρίτων χωρών μεταξύ Σεπτεμβρίου του 2015 και Μαρτίου του 2016 (στο εξής: κρίσιμος χρόνος). Η εισροή αυτή αφορούσε τόσο άτομα που ήταν πρόσφυγες ή σκόπευαν να υποβάλουν αίτηση για διεθνή προστασία εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και μετανάστες υπό την ευρύτερη έννοια της λέξεως αυτής (87).
Υπόθεση A.S., C‑490/16
Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα
71. Το αιτούν δικαστήριο αναφέρει ότι ο A.S., υπήκοος της Αραβικής Δημοκρατίας της Συρίας, εγκατέλειψε τη Συρία για τον Λίβανο και από εκεί μετέβη στην Τουρκία, κατόπιν στην Ελλάδα, στην πΓΔΜ, στη Σερβία, στην Κροατία και στη Σλοβενία. Δεν αμφισβητείται ότι διέσχισε με οργανωμένο τρόπο τη Σερβία χάρη στο «τραίνο των μεταναστών», ότι εισήλθε στην Κροατία από τη Σερβία και ότι, στο καθορισμένο σημείο διελεύσεως από τα εθνικά σύνορα, συνοδευόταν από τις σερβικές κρατικές αρχές. Παραδόθηκε στις κροατικές κρατικές αρχές ελέγχου. Οι τελευταίες δεν αρνήθηκαν την είσοδό του στην Κροατία ούτε κίνησαν διαδικασία απομακρύνσεως από το κροατικό έδαφος ούτε εξακρίβωσαν αν πληρούσε τις προϋποθέσεις νόμιμης εισόδου στην Κροατία. Τουναντίον, οι κροατικές αρχές οργάνωσαν τη μεταφορά του έως τα σλοβενικά σύνορα.
72. Στις 20 Φεβρουαρίου 2016, ο A.S. εισήλθε στη Σλοβενία με το κύμα των ανθρώπων που επέβαιναν στο «τραίνο των μεταναστών» και συγκεκριμένα στο συνοριακό σημείο διελεύσεως της Dobova, όπου και καταγράφηκε. Την επόμενη ημέρα (21 Φεβρουαρίου 2016) μαζί με άλλους υπηκόους τρίτων χωρών που διέσχιζαν τα Δυτικά Βαλκάνια μεταφέρθηκαν στις αυστριακές αρχές ασφαλείας στα σύνορα της Σλοβενίας με την Αυστρία, οι οποίες τους επαναπροώθησαν στη Σλοβενία. Στις 23 Φεβρουαρίου 2016, ο A.S. υπέβαλε στις σλοβενικές αρχές αίτηση διεθνούς προστασίας. Οι σλοβενικές αρχές απέστειλαν αυθημερόν επιστολή προς τις κροατικές αρχές δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 1, της συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών για την έκδοση και την επιστροφή ατόμων που εισήλθαν ή διέμεναν «παρανόμως» στο έδαφος της Σλοβενίας (διεθνή συμφωνία). Η Σλοβενία ζήτησε από την Κροατία να αναλάβει εκ νέου 66 ανθρώπους μεταξύ των οποίων ήταν και ο A.S. Με επιστολή της 25ης Φεβρουαρίου 2016, οι κροατικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι θα αναλάμβαναν εκ νέου τα συγκεκριμένα άτομα. Στις 19 Μαρτίου 2016, η Σλοβενία υπέβαλε επισήμως αίτημα εκ νέου αναλήψεως βάσει του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Στις 18 Μαΐου 2016, οι κροατικές αρχές αποδέχθηκαν ότι η Κροατία ήταν το υπεύθυνο κράτος μέλος.
73. Με απόφαση της 14ης Ιουνίου 2016, το Υπουργείο Εσωτερικών της Σλοβενίας (στο εξής: σλοβενικό Υπουργείο Εσωτερικών) ενημέρωσε τον A.S. ότι η αίτηση διεθνούς προστασίας που υπέβαλε δεν θα εξεταζόταν από τη Σλοβενία και ότι θα μεταφερόταν στην Κροατία, η οποία ήταν το κράτος μέλος που ήταν υπεύθυνο για την εξέτασή της (στο εξής: απόφαση του σλοβενικού Υπουργείου Εσωτερικών).
74. Η απόφαση αυτή στηρίχθηκε στο κριτήριο του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, αν υπήκοος τρίτος χώρας διέβη «παρανόμως» τα σύνορα κράτους μέλους, το κράτος μέλος είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως διεθνούς προστασίας. Το γεγονός της «παράνομης» διαβάσεως των συνόρων σε μια συγκεκριμένη περίπτωση διαπιστώνεται βάσει των αποδεικτικών στοιχείων ή των έμμεσων αποδείξεων όπως περιγράφονται στους δύο καταλόγους του παραρτήματος II του εκτελεστικού κανονισμού, συμπεριλαμβανομένων όλων των διαθέσιμων δεδομένων στο Eurodac.
75. Το σλοβενικό Υπουργείο Εσωτερικών διατύπωσε τη θέση ότι ο A.S. εισήλθε «παρανόμως» στην Κροατία τον Φεβρουάριο του 2016. Έλαβε επίσης υπόψη της το γεγονός ότι στις 18 Μαΐου 2016 οι κροατικές αρχές απάντησαν καταφατικώς στο αίτημα των αρχών της Σλοβενίας να επιληφθούν της αιτήσεως του A.S. σύμφωνα με τον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ βάσει του κριτηρίου του άρθρου 13, παράγραφος 1, αυτού, υπό την έννοια ότι η Κροατία είναι το κράτος μέλος που είναι αρμόδιο να εξετάσει την αίτηση του A.S. (88). Στην παρούσα υπόθεση, το σύστημα Eurodac δεν απέδωσε κανένα θετικό αποτέλεσμα για την Κροατία όσον αφορά τον A.S., αλλά αυτό δεν είναι καθοριστικό για την ερμηνεία του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. H συμπεριφορά των εθνικών αρχών, κατά τη διέλευση των εθνικών συνόρων της Κροατίας από τους μετανάστες με το «τρένο των μεταναστών», ήταν η ίδια με τις περιπτώσεις στις οποίες οι μετανάστες είχαν καταγραφεί στο πλαίσιο του συστήματος Eurodac.
76. Στις 27 Ιουνίου 2016, o A.S. προσέφυγε κατά της αποφάσεως αυτής ενώπιον του Upravno sodišče (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου) ισχυριζόμενος ότι το κριτήριο του άρθρου 13, παράγραφος 1, δεν εφαρμόστηκε ορθώς. Η συμπεριφορά των κροατικών κρατικών αρχών υποδηλώνει ότι εισήλθε νομίμως στην Κροατία.
77. Στις 4 Ιουλίου 2016, η εν λόγω προσφυγή απορρίφθηκε αλλά ο A.S. πέτυχε την αναστολή της αποφάσεως του σλοβενικού Υπουργείου Εσωτερικών.
78. Στις 7 Ιουλίου 2016, o A.S. άσκησε αίτηση αναιρέσεως κατά της πρωτόδικης αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Το αιτούν δικαστήριο θεωρεί ότι, για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο να εξετάσει την αίτηση του A.S. για διεθνή προστασία, χρειάζεται καθοδήγηση ως προς την ερμηνεία της προϋποθέσεως του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ «ότι ο αιτών διέβη παρανόμως […] τα σύνορα κράτους μέλους». Το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί ειδικότερα να γνωρίζει αν η φράση «διέβη παρανόμως» πρέπει να ερμηνευθεί με ανεξάρτητο και αυτοτελή τρόπο ή σε συνδυασμό με το άρθρο 3, σημείο 2, της οδηγίας περί επιστροφής και με το άρθρο 5, παράγραφος 1, του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, επίσης, να διευκρινιστεί αν και κατά πόσον το γεγονός ότι ο A.S. διέβη τα σύνορα της Σερβίας με την Κροατία υπό την επίβλεψη των κροατικών αρχών, μολονότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν (καθώς δεν κατείχε τα απαραίτητα έγγραφα, όπως είναι η έγκυρη θεώρηση), είναι κρίσιμο για τον χαρακτηρισμό της εισόδου του στην επικράτεια της Ένωσης ως «παράνομης».
79. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί περαιτέρω καθοδήγηση ως προς την εφαρμογή ορισμένων διαδικαστικών πτυχών του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, και δη κατά πόσο το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής του A.S, βάσει του άρθρου 27 του εν λόγω κανονισμού, καλύπτει επίσης το ζήτημα της νομικής αξιολογήσεως του ερωτήματος κατά ποιον τρόπο πρέπει να εφαρμόζεται ο όρος «παράνομη» είσοδος σε κράτος μέλος δυνάμει του άρθρου 13, παράγραφος 1. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα αυτό, θα πρέπει στη συνέχεια να προσδιοριστεί ο τρόπος με τον οποίο λειτουργούν οι προθεσμίες του άρθρου 13, παράγραφος 1, και του άρθρου 29, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Κατ’ ουσίαν, το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να γνωρίζει αν ο χρόνος συνεχίζει να τρέχει όταν ασκείται προσφυγή βάσει του άρθρου 27, παράγραφος 1, ειδικότερα δε όταν μια μεταφορά έχει αποκλεισθεί βάσει του άρθρου 27, παράγραφος 3.
80. Στις 13 Σεπτεμβρίου 2016, το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε, για τον λόγο αυτό, τα ακόλουθα ερωτήματα:
«1) Αφορά η δικαστική προστασία κατά το άρθρο 27 του κανονισμού [Δουβλίνο ΙΙΙ] επίσης την ερμηνεία των προϋποθέσεων του κριτηρίου του άρθρου 13, παράγραφος 1, όταν πρόκειται για απόφαση κατά την οποία ένα κράτος μέλος δεν θα εξετάσει την αίτηση διεθνούς προστασίας, όταν ένα άλλο κράτος μέλος έχει ήδη αναλάβει την ευθύνη για την επί της ιδίας βάσεως εξέταση της αιτήσεως του αιτούντος και όταν ο αιτών αντιτίθεται σε αυτό;
2) Πρέπει η προϋπόθεση της παράνομης διαβάσεως κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, του [κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ] να ερμηνευθεί με ανεξάρτητο και αυτοτελή τρόπο ή σε συνδυασμό με το άρθρο 3, σημείο 2, της [οδηγίας περί επιστροφής] και με το άρθρο 5 του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν, τα οποία ορίζουν την παράνομη διάβαση των συνόρων, και πρέπει η ερμηνεία αυτή να έχει εφαρμογή στο πλαίσιο του άρθρου 13, παράγραφος 1, του [κανονισμού αυτού];
3) Λαμβανομένης υπόψη της απαντήσεως στο δεύτερο ερώτημα, πρέπει ο όρος “παράνομη διάβαση” κατά το άρθρο 13, παράγραφος 1, του [κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ] να ερμηνευθεί, στις περιστάσεις της παρούσας υποθέσεως, υπό την έννοια ότι δεν υφίσταται παράνομη διάβαση των συνόρων όταν οι δημόσιες αρχές κράτους μέλους οργανώνουν τη διάβαση των συνόρων με σκοπό τη διέλευση προς άλλο κράτος μέλος της ΕΕ;
4) Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο τρίτο ερώτημα, πρέπει κατά συνέπεια το άρθρο 13, παράγραφος 1, του [κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι απαγορεύει την επαναφορά υπηκόου τρίτου κράτους στο κράτος στο οποίο αυτός αρχικά εισήλθε στο έδαφος της ΕΕ;
5) Πρέπει το άρθρο 27 του [κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ] να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι οι προθεσμίες του άρθρου 13, παράγραφος 1, και του άρθρου 29, παράγραφος 2, δεν τρέχουν όταν ο αιτών ασκεί το δικαίωμα δικαστικής προστασίας, κατά μείζονα δε λόγο όταν αυτό συνεπάγεται επίσης την υποβολή προδικαστικού ερωτήματος ή όταν το εθνικό δικαστήριο αναμένει την απάντηση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε ένα τέτοιο ερώτημα που έχει τεθεί στο πλαίσιο άλλης υποθέσεως; Επικουρικώς, τρέχουν σε μια τέτοια περίπτωση οι προθεσμίες, αλλά το κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο δεν έχει το δικαίωμα να αρνηθεί την υποδοχή;»
Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
81. Το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε αίτημα προς το Δικαστήριο να εφαρμόσει την επείγουσα προδικαστική διαδικασία. Το Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αυτό με διάταξη της 27ης Σεπτεμβρίου 2016. Στη συνέχεια, ωστόσο, με απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2016 αποφασίσθηκε η κατά προτεραιότητα εξέταση της υποθέσεως, καθώς έχει συναφές αντικείμενο με την υπόθεση Jafari, C‑646/16, η οποία πρόκειται να εκδικαστεί με την ταχεία διαδικασία.
82. Ο A.S., η Ελλάδα, η Ουγγαρία, η Σλοβενία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Ελβετία, όπως επίσης και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις. Λόγω της υπάρξεως ομοιοτήτων με την υπόθεση Jafari, C‑646/16, το Δικαστήριο αποφάσισε την οργάνωση κοινής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως για τις υποθέσεις αυτές (89).
Υπόθεση Jafari, C‑646/16
Τα πραγματικά περιστατικά, η διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα
83. Η Khadija Jafari και η Zainab Jafari είναι Αφγανές υπήκοοι. Είναι αδερφές. Η Khadija Jafari έχει έναν υιό, γεννημένο το 2014, και η Zainab Jafari έχει δύο κόρες, γεννημένες το 2007 και το 2011. Τα τέκνα είναι επίσης Αφγανοί υπήκοοι.
84. Οι δύο αδερφές μαζί με τα τέκνα της η καθεμία (στο εξής: οικογένειες Jafari) εγκατέλειψαν το Αφγανιστάν, καθώς οι σύζυγοί τους απήχθησαν από τους Ταλιμπάν με σκοπό να τους υποχρεώσουν να πολεμήσουν στο πλευρό τους. Εκείνοι, ωστόσο, αρνήθηκαν να συμμορφωθούν και για τον λόγο αυτό οι Ταλιμπάν τους σκότωσαν. Οι πεθεροί των αδερφών Jafari φυλάκισαν τις γυναίκες στα σπίτια τους ο καθένας: ο ένας θεώρησε ότι αυτό όφειλε να κάνει για θρησκευτικούς λόγους· ο άλλος εκτίμησε ότι με αυτόν τον τρόπο η νύφη του θα ήταν περισσότερο ασφαλής. Ο πατέρας τους, ωστόσο, κατάφερε να οργανώσει την απόδρασή τους από το Αφγανιστάν. Οι αδερφές Jafari φοβούνται ότι, αν επιστρέψουν στο Αφγανιστάν, θα φυλακιστούν και πάλι από τις οικογένειες των συζύγων τους και ότι διατρέχουν επίσης τον κίνδυνο να τις λιθοβολήσουν μέχρι θανάτου.
85. Οι οικογένειες Jafari εγκατέλειψαν το Αφγανιστάν τον Δεκέμβριο του 2015. Με τη συνδρομή ενός «παράνομου διακινητή-εμπόρου ανθρώπου» ταξίδεψαν, αρχικώς, μέσω του Ιράν (όπου παρέμειναν για τρεις μήνες) και της Τουρκίας (όπου παρέμειναν για 20 ημέρες περίπου) στην Ελλάδα (όπου παρέμειναν για 3 ημέρες). Οι ελληνικές αρχές έλαβαν βιομετρικά δεδομένα από την Zainab Jafari και διαβίβασαν τα ψηφιακά της αποτυπώματα μέσω Eurodac. Οι οικογένειες Jafari ταξίδεψαν μέσω πΓΔΜ, Σερβίας, Κροατίας και Σλοβενίας, προτού τελικώς φτάσουν στην Αυστρία. Μεταξύ της αναχωρήσεώς τους από την Ελλάδα και της επανεισόδου τους στο έδαφος της Ένωσης δεν μεσολάβησαν περισσότερες από πέντε ημέρες.
86. Από τις 18 Νοεμβρίου 2015, η Κροατία άρχισε να ελέγχει τη ροή υπηκόων τρίτων χωρών. Επέτρεπε να διέρχονται μέσω του εδάφους της μόνο όσοι προέρχονται από το Αφγανιστάν, το Ιράκ και τη Συρία καθώς τα άτομα αυτά θα μπορούσαν πιθανώς να τύχουν του καθεστώτος του πρόσφυγα. Οι οικογένειες Jafari πληρούσαν το κριτήριο αυτό. Στην Κροατία, ζήτησαν πρόσβαση σε γιατρό για να εξετάσει μία από τις κόρες της Zainab Jafari. Δεν υπήρξε ωστόσο καμία βοήθεια. Πέρασαν μια ώρα περιμένοντας ένα λεωφορείο και στη συνέχεια διέβησαν τα σύνορα με τη Σλοβενία.
87. Στις 15 Φεβρουαρίου 2016, οι αρμόδιες αρχές της Σλοβενίας συνέταξαν έγγραφο που καταγράφει τα προσωπικά στοιχεία των οικογενειών Jafari. Για την Zainab Jafari, το έγγραφο έφερε την ένδειξη «NEMČIJA/DEU» («προορισμός διαδρομής Γερμανία»). Για την Khadija Jafari, τα γράμματα «DEU» διαγράφηκαν με το χέρι και αντικαταστάθηκαν με το χειρόγραφο «NEMČIJA/AUT» («προορισμός διαδρομής Αυστρία»)(90). Την ίδια ημέρα, οι αδερφές Jafari διέβησαν μαζί τα αυστριακά σύνορα όπου υπέβαλαν αιτήσεις διεθνούς προστασίας τόσο για τις ίδιες όσο και για τα τέκνα τους. Οι αυστριακές αρχές σημειώνουν ότι αρχικώς είχαν δηλώσει ότι επιθυμούσαν να ταξιδέψουν στη Σουηδία. Τούτο, όμως, αμφισβητείται από τις δύο αδερφές.
88. Η αρμόδια αυστριακή αρχή [ομοσπονδιακή υπηρεσία μετανάστευσης και ασύλου (Bundesamt für Fremdenwesen und Asyl)· στο εξής: ομοσπονδιακή υπηρεσία ή BFA] δεν ήλεγξε την ακρίβεια των ισχυρισμών των αδερφών περί της διαφυγής τους από το Αφγανιστάν, κρίνοντας ότι η Κροατία ήταν το κράτος μέλος που ήταν υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεώς τους για διεθνή προστασία. Κατόπιν επικοινωνίας με τις σλοβενικές αρχές, η BFA, με έγγραφο της 16ης Απριλίου 2016, ζήτησε από τις αρμόδιες κροατικές αρχές να αναδεχθούν τις αδερφές και τα τέκνα τους κατ’ εφαρμογή του άρθρου 18, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Η BFA υποστήριξε ότι, αφής στιγμής οι οικογένειες Jafari εισήλθαν παρανόμως στο έδαφος των κρατών μελών μέσω της Κροατίας, η τελευταία ήταν υπεύθυνη για την εξέταση των αιτημάτων τους. Η αρμόδια κροατική αρχή δεν απάντησε στο έγγραφο αυτό. Κατά συνέπεια, η BFA γνωστοποίησε με έγγραφο της 18ης Ιουνίου 2016 ότι, βάσει του άρθρου 22, παράγραφος 7, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, η Κροατία ήταν πλέον οριστικά υπεύθυνη για την εξέταση των αιτημάτων ασύλου.
89. Με πράξεις της 5ης Σεπτεμβρίου 2016, η ομοσπονδιακή υπηρεσία απέρριψε ως «απαράδεκτες» τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας και διαπίστωσε ότι η Κροατία είναι υπεύθυνη για την εξέταση των αιτήσεων κατ’ εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ και εξέδωσε απόφαση απελάσεως διατάσσουσα την επιστροφή των οικογενειών Jafari στην Κροατία. Το σκεπτικό της ομοσπονδιακής υπηρεσίας στηρίχθηκε στο ότι οι αδερφές και τα τέκνα τους εισήλθαν κατ’ αρχάς στο έδαφος των κρατών μελών μέσω της Ελλάδας. Σύμφωνα με την BFA, εγκατέλειψαν εν συνεχεία το έδαφος της Ένωσης και εισήλθαν εκ νέου στο έδαφος των κρατών μελών μέσω της Κροατίας. Οι είσοδοί τους στην Ελλάδα και στην Κροατία ήταν παράνομες. Ωστόσο, στην Ελλάδα υφίσταντο συστημικές πλημμέλειες όσον αφορά τη διαδικασία χορηγήσεως ασύλου. Επομένως, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, η Κροατία έπρεπε να θεωρηθεί ως υπεύθυνο κράτος μέλος. Το σύστημα χορηγήσεως ασύλου της Κροατίας δεν παρουσίαζε τέτοιου είδους συστημικές πλημμέλειες. Οι δύο αδερφές αμφισβητούν το συμπέρασμα αυτό (91).
90. Τόσο οι διοικητικές αρχές όσο και το Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακό διοικητικό δικαστήριο, Αυστρία) που επελήφθησαν των προσφυγών με τις οποίες αυτές έβαλαν κατά των προσβαλλόμενων αποφάσεων θεώρησαν ότι οι δηλώσεις των οικογενειών Jafari και οι πληροφορίες που δόθηκαν αναφορικώς με το ταξίδι τους από το Αφγανιστάν ήταν εύλογες. Δεν αμφισβητείται, επίσης, ότι η οδύσσεια της οικογένειας Jafari εκτυλίχθηκε κατά τη μαζική εισροή υπηκόων τρίτων χωρών στο έδαφος της Ένωσης μέσω της οδού των Δυτικών Βαλκανίων και μεταξύ Σεπτεμβρίου 2015 και Μαρτίου 2016.
91. Με αποφάσεις της 10ης Οκτωβρίου 2016, το Bundesverwaltungsgericht (ομοσπονδιακό διοικητικό δικαστήριο) απέρριψε τις προσφυγές των οικογενειών Jafari. Με τις αποφάσεις αυτές συμφώνησε, κατ’ ουσίαν, με τις θέσεις της BFA. Το εν λόγω δικαστήριο διαπίστωσε ότι, όταν οι οικογένειες Jafari εισήλθαν στην Κροατία μέσω Σερβίας, διέβησαν τα σύνορα χωρίς να κατέχουν θεώρηση εισόδου, παρόλο που ως Αφγανές υπήκοοι όφειλαν να κατέχουν θεώρηση. Ως εκ τούτου, η είσοδος τους από τα σύνορα ήταν «παράνομη». Στον βαθμό που θα μπορούσε να αποδειχθεί, η είσοδος στην Αυστρία έγινε επίσης χωρίς θεώρηση και, ως εκ τούτου, ήταν επίσης «παράνομη».
92. Οι δύο αδερφές (και όχι τα τέκνα τους) άσκησαν αιτήσεις αναιρέσεως κατά της ανωτέρω αποφάσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου. Υποστηρίζουν ότι κατά την εξέταση για τον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους επιβάλλεται να λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες περιστάσεις της εισόδου. Προβάλλουν ότι εισήλθαν στο έδαφος της Ένωσης βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν (ήτοι, για ανθρωπιστικούς λόγους). Επομένως, η διέλευση των συνόρων δεν συνιστούσε «παράνομη είσοδο» κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Αυτό ήταν το σκεπτικό της συμφωνίας της 18ης Φεβρουαρίου 2016 η οποία επέτρεπε στους υπηκόους τρίτων χωρών να εισέρχονται στο έδαφος της Ένωσης και να διασχίζουν τα κράτη μέλη προκειμένου να φθάσουν στον τόπο όπου επιθυμούσαν να υποβάλουν αίτημα ασύλου (92). Σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, η Αυστρία είναι, κατά συνέπεια, το υπεύθυνο κράτος μέλος για να εξετάσει τις αιτήσεις τους για διεθνή προστασία.
93. Το αιτούν δικαστήριο γνώριζε ότι το Vrhovno sodišče Republike Slovenije (Ανώτατο Δικαστήριο της Δημοκρατίας της Σλοβενίας) είχε υποβάλει αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση A.S., C‑490/16. Ωστόσο, θεωρεί ότι οι υποκείμενες περιστάσεις της αιτήσεως διεθνούς προστασίας των οικογενειών Jafari διαφέρουν από εκείνες του A.S. Στην περίπτωση των οικογενειών Jafari, η αρμόδια αρχή της Κροατίας παρέλειψε να απαντήσει στο αίτημα αναδοχής που υποβλήθηκε βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ αποτυπώνεται το κρίσιμο εν προκειμένω κριτήριο του κεφαλαίου III το οποίο ισχύει στην υπόθεση αυτή για τον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους. Εντούτοις, ο εν λόγω κανονισμός δεν ορίζει την «παράνομη διάβαση» των συνόρων. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί, επομένως, να διευκρινιστεί αν η έννοια αυτή πρέπει να ερμηνεύεται αυτοτελώς ή υπό το φως άλλων πράξεων της Ένωσης που καθορίζουν τους κανόνες που διέπουν τις προϋποθέσεις σχετικά με τους υπηκόους τρίτων χωρών που διέρχονται τα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης, όπως είναι οι διατάξεις του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν. Καθό μέτρο οι κροατικές αρχές επέτρεψαν στις οικογένειες Jafari να εισέλθουν στην επικράτειά τους και είχαν την εποπτεία της μεταφοράς τους στα σλοβενικά σύνορα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν η συμπεριφορά αυτή συνιστά κατ’ ουσίαν «θεώρηση» κατά την έννοια των άρθρων 2, στοιχείο ιγʹ, και του άρθρου 12 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.
94. Οι οικογένειες Jafari υποστηρίζουν ότι το λυσιτελές κριτήριο του κεφαλαίου ΙΙΙ είναι το άρθρο 14 (είσοδος χωρίς υποχρέωση θεωρήσεως). Το αιτούν δικαστήριο εκφράζει τις αμφιβολίες του ως προς την ορθότητα της συγκεκριμένης απόψεως. Για τον λόγο αυτό, ζητεί διευκρινίσεις για το αν η συγκεκριμένη διάταξη ή το άρθρο 13, παράγραφος 1, είναι το κατάλληλο κριτήριο για τον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους. Λαμβανομένων υπόψη των αποφάσεων του Δικαστηρίου στις υποθέσεις Ghezelbash και Karim (93), το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι ο προσφεύγων μπορεί να επικαλεστεί εσφαλμένη εφαρμογή των κριτηρίων του Δουβλίνου III σε προσφυγή κατά αποφάσεως περί μεταφοράς που εκδόθηκε βάσει του κανονισμού αυτού. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο να εξακριβωθεί ποιο είναι το ορθό κριτήριο που πρέπει να τύχει εφαρμογής.
95. Το αιτούν δικαστήριο αμφισβητεί επίσης τον ισχυρισμό των οικογενειών Jafari ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν. Επιζητεί, συνεπώς, την καθοδήγηση του Δικαστηρίου ως προς την ερμηνεία της συγκεκριμένης διατάξεως.
96. Το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε για τον λόγο αυτό τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1. Πρέπει το άρθρο 2, στοιχείο ιγʹ, το άρθρο 12 και το άρθρο 13 του [κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ] να ερμηνεύονται λαμβανομένων υπόψη και άλλων πράξεων που έχουν σχέση με τον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ ή πρέπει η σημασία των διατάξεων αυτών να εκτιμάται κατά τρόπο ανεξάρτητο;
2. Σε περίπτωση που οι διατάξεις του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ πρέπει να ερμηνεύονται ανεξάρτητα από άλλες πράξεις:
α) Πρέπει στις περιπτώσεις της κύριας δίκης, οι οποίες χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι τοποθετούνται χρονικά σε μια περίοδο κατά την οποία οι εθνικές αρχές των πλέον εμπλεκόμενων κρατών καλούνταν να διαχειρισθούν εξαιρετικά υψηλό αριθμό ανθρώπων που ζητούσαν να διέλθουν μέσω του εδάφους τους, να εξομοιωθεί με “θεώρηση” κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιγʹ, και του άρθρου 12 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ η είσοδος στο έδαφος κράτους μέλους η οποία έλαβε χώρα εν τοις πράγμασι υπό την ανοχή του και είχε ως μοναδικό σκοπό τη διέλευση από αυτό το κράτος μέλος και την υποβολή αιτήσεως διεθνούς προστασίας σε άλλο κράτος μέλος;
Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 2.α):
β) Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ισχύς της “θεωρήσεως” έπαυσε μετά την αναχώρηση από το οικείο κράτος μέλος, δεδομένου ότι η εν τοις πράγμασι ανοχή της εισόδου αφορούσε μόνον τον σκοπό της διελεύσεως;
γ) Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η “θεώρηση” διατηρεί την ισχύ της έως ότου πραγματοποιηθεί η αναχώρηση από το οικείο κράτος μέλος, δεδομένου ότι η εν τοις πράγμασι ανοχή της εισόδου αφορούσε μόνον τον σκοπό της διελεύσεως, ή η ισχύς της “θεωρήσεως” παύει, ανεξαρτήτως της αναχωρήσεως που δεν πραγματοποιήθηκε, όταν ο αιτών εγκαταλείψει οριστικά την επιδίωξή του να μεταβεί σε άλλο κράτος μέλος;
δ) Πρέπει να θεωρηθεί ότι το γεγονός ότι αιτών εγκατέλειψε την επιδίωξη του να μεταβεί στο κράτος μέλος που αρχικώς επιθυμούσε συνιστά διάπραξη απάτης μεταγενέστερης της θεωρήσεως κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 5, του κανονισμού Δουβλίνο III, με αποτέλεσμα το κράτος μέλος που εξέδωσε τη “θεώρηση” να μην είναι υπεύθυνο;
Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα 2.α):
ε) Έχει η φράση “διέβη παρανόμως, οδικώς, διά θαλάσσης ή δι’ αέρος, τα σύνορα κράτους μέλους προερχόμενος από τρίτη χώρα” στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, την έννοια ότι υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις που χαρακτηρίζουν τις περιπτώσεις της κύριας δίκης δεν υφίσταται παράνομη διάβαση των εξωτερικών συνόρων;
3. Σε περίπτωση που οι διατάξεις του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ πρέπει να ερμηνεύονται λαμβανομένων υπόψη και άλλων πράξεων:
α) Προκειμένου να κριθεί αν υφίσταται “παράνομη διάβαση” των συνόρων κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, πρέπει ειδικότερα να εξετάζεται αν πληρούνται οι προϋποθέσεις εισόδου κατά τον Κώδικα συνόρων του Σένγκεν –ιδίως με βάση το κρίσιμο για τις περιπτώσεις της κύριας δίκης, λόγω του χρόνου της εισόδου, άρθρο 5 του [κανονισμού αυτού];
Σε περίπτωση αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα 3.α)
β) Ποιες διατάξεις του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνονται κυρίως υπόψη προκειμένου να κριθεί αν υφίσταται “παράνομη διάβαση” των συνόρων κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ;
Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο ερώτημα 3.α):
γ) Πρέπει στις περιπτώσεις της κύριας δίκης, οι οποίες χαρακτηρίζονται από το γεγονός ότι τοποθετούνται χρονικά σε μια περίοδο κατά την οποία οι εθνικές αρχές των πλέον εμπλεκόμενων κρατών καλούνταν να διαχειρισθούν εξαιρετικά υψηλό αριθμό ανθρώπων που ζητούσαν να διέλθουν μέσω του εδάφους τους, να γίνει δεκτό ότι έχει επιτραπεί η είσοδος κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν, όταν η είσοδος στο έδαφος του κράτους μέλους λαμβάνει χώρα εν τοις πράγμασι υπό την ανοχή του χωρίς εξέταση των περιστάσεων κάθε μεμονωμένης περιπτώσεως και με μοναδικό σκοπό τη διέλευση από αυτό το κράτος μέλος και την υποβολή αιτήσεως διεθνούς προστασίας σε άλλο κράτος μέλος;
Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στα ερωτήματα 3.α) και 3.γ):
δ) Σε περίπτωση που έχει επιτραπεί η είσοδος στο έδαφος κράτους μέλους δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν, πρέπει να γίνει δεκτό ότι υφίσταται άδεια εξομοιούμενη με θεώρηση κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν και, επομένως, με “θεώρηση” κατά το άρθρο 2, στοιχείο ιγʹ, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, με αποτέλεσμα να πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και το άρθρο 12 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ στο πλαίσιο εφαρμογής των διατάξεων του εν λόγω κανονισμού για τον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους;
Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στα ερωτήματα 3.α), 3.γ) και 3.δ):
ε) Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ισχύς της “θεωρήσεως” έπαυσε μετά την αναχώρηση από το οικείο κράτος μέλος, δεδομένου ότι η εν τοις πράγμασι ανοχή της εισόδου αφορούσε μόνον τον σκοπό της διελεύσεως;
στ) Πρέπει να γίνει δεκτό ότι η “θεώρηση” διατηρεί την ισχύ της έως ότου πραγματοποιηθεί η αναχώρηση από το οικείο κράτος μέλος, δεδομένου ότι η εν τοις πράγμασι ανοχή της εισόδου αφορούσε μόνον τον σκοπό της διελεύσεως, ή η ισχύς της “θεωρήσεως” παύει, ανεξαρτήτως της αναχωρήσεως που δεν πραγματοποιήθηκε, όταν ο αιτών εγκαταλείψει οριστικά την επιδίωξή του να μεταβεί σε άλλο κράτος μέλος;
ζ) Πρέπει να θεωρηθεί ότι το γεγονός ότι αιτών εγκατέλειψε την επιδίωξη του να μεταβεί στο κράτος μέλος που αρχικώς επιθυμούσε συνιστά διάπραξη απάτης μεταγενέστερης της θεωρήσεως κατά την έννοια του άρθρου 12, παράγραφος 5, του κανονισμού Δουβλίνο III, με αποτέλεσμα το κράτος μέλος που εξέδωσε τη “θεώρηση” να μην είναι υπεύθυνο;
Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στα ερωτήματα 3.α) και 3.γ), αλλά αρνητικής απαντήσεως στο ερώτημα 3.δ):
η) Έχει η φράση “διέβη παρανόμως, οδικώς, διά θαλάσσης ή δι’ αέρος, τα σύνορα κράτους μέλους προερχόμενος από τρίτη χώρα” στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, την έννοια ότι, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις που χαρακτηρίζουν τις περιπτώσεις της κύριας δίκης, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διέλευση των συνόρων, εφόσον χαρακτηρίζεται ως είσοδος στο έδαφος κράτους μέλους η οποία επιτρέπεται δυνάμει του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν, δεν λογίζεται ως παράνομη διάβαση των εξωτερικών συνόρων;»
Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
97. Το αιτούν δικαστήριο υπέβαλε αίτηση εκδικάσεως της συγκεκριμένης υποθέσεως με ταχεία διαδικασία δυνάμει του άρθρου 105 του Κανονισμού Διαδικασίας. Το αίτημα αυτό έγινε δεκτό με διάταξη του Προέδρου του Δικαστηρίου της 15ης Φεβρουαρίου 2017.
98. Οι οικογένειες Jafari, η Αυστρία, η Γαλλία, η Ουγγαρία, η Ιταλία, η Ελβετία και η Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις.
99. Ο A.S. και οι οικογένειες Jafari, όπως επίσης και η Αυστρία, η Γαλλία, η Ελλάδα, η Ιταλία, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Επιτροπή αγόρευσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 28ης Μαρτίου 2017 κατά την οποία η υπόθεση Jafari, C‑646/16, συνεκδικάσθηκε με την υπόθεση A.S., C‑490/16, δυνάμει του άρθρου 77 του Κανονισμού Διαδικασίας.
Ανάλυση
Εισαγωγικές παρατηρήσεις
Το σύστημα του Δουβλίνου: σύντομη ανασκόπηση
100. Το σύστημα του Δουβλίνου θεσπίζει τη διαδικασία προσδιορισμού του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας (94). Η δυνατότητα των υπηκόων τρίτων χωρών να ταξιδεύουν ελεύθερα εντός του χώρου του Σένγκεν (95) ήταν πιθανό ότι θα δημιουργούσε δυσκολίες και για τον λόγο αυτό σχεδιάστηκε ένας μηχανισμός που εξασφαλίζει ότι, κατ’ αρχήν, μόνο ένα συμμετέχον κράτος θα είναι υπεύθυνο να εξετάσει μια αίτηση ασύλου. Ο κανονισμός αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στον ταχύ προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο, στο να αποτρέψει το forum shopping (96), στο να αποτρέψει και να αποθαρρύνει τις δευτερογενείς μετακινήσεις (97) και στο να αποτρέψει το φαινόμενο των αιτούντων άσυλο «in orbit» –ήτοι, να αποτρέψει μια κατάσταση κατά την οποία κάθε κράτος μέλος ισχυρίζεται ότι δεν είναι υπεύθυνο, διότι ένα άλλο κράτος μέλος αποτελεί ασφαλή τρίτη χώρα και πρέπει συνεπώς αυτό να προσδιοριστεί ως υπεύθυνο (98). Ο κανονισμός Eurodac συμπληρώνει τον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ.
101. Με βάση την πρώτη δέσμη κριτηρίων του κεφαλαίου ΙΙΙ του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, η ευθύνη για την εξέταση αιτήσεων κατανέμεται με γνώμονα τη διασφάλιση της οικογενειακής ενότητας (99). Τα κριτήρια που ακολουθούν σκοπούν, κατά σειρά, στο να προσδιοριστεί το κράτος που έχει συμβάλει κατά τον μέγιστο βαθμό στην είσοδο ή την παραμονή του αιτούντος εντός της επικράτειας των κρατών μελών είτε εκδίδοντας θεώρηση ή άδεια διαμονής είτε ελέγχοντας πλημμελώς τα σύνορά του ή ακόμη αίροντας την υποχρέωση των ενδιαφερόμενων υπηκόων τρίτων χωρών να κατέχουν θεώρηση (100).
Σένγκεν
102. Από τον Κώδικα συνόρων του Σένγκεν απορρέει η υποχρέωση των κρατών μελών να διαφυλάττουν την ακεραιότητα των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης, η διέλευση των οποίων θα πρέπει να γίνεται μόνο από συγκεκριμένα επιτρεπόμενα σημεία διελεύσεως. Οι υπήκοοι τρίτων χωρών πρέπει να πληρούν συγκεκριμένες απαιτήσεις (101). Υπήκοος τρίτης χώρας που διέβη παρανόμως τα σύνορα και δεν έχει δικαίωμα παραμονής στην επικράτεια του οικείου κράτους μέλους συλλαμβάνεται και υπόκειται υποχρεωτικώς στις διαδικασίες επιστροφής (102). Στην πράξη, οι υπήκοοι τρίτων χωρών που φθάνουν στα εξωτερικά σύνορα των κρατών μελών συνήθως δεν επιθυμούν να αιτηθούν εκεί άσυλο και αρνούνται τη λήψη των δακτυλικών τους αποτυπωμάτων, αν πράγματι τους το ζητήσουν οι αρμόδιες αρχές (103). Κατ’ αρχήν, από εκείνη τη στιγμή και μετά τα οικεία πρόσωπα μπορούν να χαρακτηριστούν ως παρανόμως παραμένοντες υπήκοοι τρίτων χωρών που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις εισόδου, όπως ορίζονται στο άρθρο 5 παράγραφος 1 του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν, βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας περί επιστροφής (104).
103. Υπό το καθεστώς της οδηγίας περί επιστροφής, προτιμότερη διαδικασία είναι η οικειοθελής επιστροφή. Στις περιπτώσεις αναγκαστικής επιστροφής, το οικείο κράτος μέλος πρέπει να εκδώσει απαγόρευση εισόδου σε ολόκληρη την επικράτεια της Ένωσης και μπορεί να καταχωρίσει την πληροφορία αυτή στο SIS.
104. Το σύστημα του Δουβλίνου, το κεκτημένο του Σένγκεν και η οδηγία περί επιστροφής φαίνεται να αποτελούν μια πλήρη δέσμη μέτρων. Ωστόσο, οι δύο υπό κρίση υποθέσεις αναδεικνύουν τα κενά και τις πρακτικές δυσκολίες της εφαρμογής τέτοιων κανόνων, όταν εξαιρετικά μεγάλος αριθμός προσώπων ταξιδεύει διά ξηράς, αντί από αέρος, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε συγκριτικά σύντομο χρονικό διάστημα, με σκοπό να αναζητήσει άσυλο. Οι περιστάσεις που επικρατούσαν μεταξύ Σεπτεμβρίου 2015 και Μαρτίου 2016 περιγράφηκαν ήδη ανωτέρω (105).
Η θεματολογία των προδικαστικών ερωτημάτων
105. Τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν από τα δύο αιτούντα δικαστήρια αφορούν μια σειρά κοινών θεμάτων.
106. Πρώτον, ποια πρέπει να είναι γενικώς η εφαρμοστέα μεθοδολογία κατά την ερμηνεία των κριτηρίων των άρθρων 12, 13 και 14 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ; Πιο συγκεκριμένα, πρέπει οι συγκεκριμένες διατάξεις να ερμηνεύονται σε συνδυασμό με το κεκτημένο του Σένγκεν (106); Δεύτερον, ισοδυναμούν στην πραγματικότητα με «θεωρήσεις», κατά την έννοια των άρθρων 2, στοιχείο ιγʹ, και 12 του κανονισμού αυτού η συνεργασία και οι διευκολύνσεις που παρείχαν τα κράτη μέλη διελεύσεως (πιο συγκεκριμένα, η Κροατία και η Σλοβενία); (Το ερώτημα αυτό δεν τίθεται ρητώς στην υπόθεση A.S. αλλά η απάντηση του Δικαστηρίου θα μπορούσε εντούτοις να συνδράμει το αιτούν δικαστήριο κατά την επίλυσης της διαφοράς της κύριας δίκης) (107). Τρίτον, ποια έννοια έχει το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ; Ειδικότερα, ποια είναι η έννοια της φράσεως «διέβη παρανόμως […] τα σύνορα» και ποια η (τυχόν) σχέση μεταξύ της διατάξεως αυτής και του άρθρου 5, παράγραφος 1, του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν και του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας περί υποδοχής (108); Τέταρτον, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της παρεκκλίσεως του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν, σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου υπηκόων τρίτων χωρών, οι υπήκοοι τρίτων χωρών στους οποίους επιτράπηκε η είσοδος στον χώρο του Σένγκεν κατά τη διάρκεια της ανθρωπιστικής κρίσεως στα Δυτικά Βαλκάνια (109); Πέμπτον, τι σημαίνει «είσοδος χωρίς υποχρέωση θεώρησης» κατά την έννοια του άρθρου 14 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ;
107. Στην υπόθεση A.S., το Δικαστήριο καλείται να αναλύσει ορισμένες διαδικαστικές πτυχές του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ (110). Τέλος, πρέπει να εξεταστούν οι πρακτικές συνέπειες που επιφέρει η ερμηνεία των επίμαχων διατάξεων στις δύο υπό κρίση υποθέσεις (111).
108. Τα ερωτήματα αυτά τίθενται ενόσω κράτος μέλος θεωρήθηκε ότι ανέστειλε για ορισμένο χρονικό διάστημα την εφαρμογή του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, ενώ για κάποια άλλα εκτιμήθηκε ότι «ανέστειλαν τη συμφωνία Σένγκεν» στο μέτρο που ανήγειραν φράκτες κατά μήκος των εσωτερικών τους συνόρων με άλλα κράτη μέλη της Ένωσης που ανήκουν επίσης στον χώρο του Σένγκεν (112).
109. Η λειτουργία, ωστόσο, του Δικαστηρίου είναι αποκλειστικώς δικαιοδοτική: να εξασφαλίζει, σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, ΣΕΕ, την «τήρηση του δικαίου κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των Συνθηκών». Είναι προφανές ότι δεν απόκειται στο Δικαστήριο να εισέλθει στην πολιτική σκηνή προκειμένου να αντιμετωπίσει το (ακανθώδες) ερώτημα σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο, δεδομένης της γεωγραφίας της Ευρώπης, πρέπει να κατανέμονται οι αιτούντες διεθνή προστασία μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι πρωτοφανείς περιστάσεις που επικρατούσαν στα Δυτικά Βαλκάνια μεταξύ Σεπτεμβρίου 2015 και Μαρτίου 2016 έφεραν, όμως, στο φως την αναντιστοιχία μεταξύ της γεωγραφίας και των λεπτομερών κριτηρίων του κεφαλαίου ΙΙΙ του κανονισμού του Δουβλίνου ΙΙΙ. Για να το πω ωμά, το Δικαστήριο καλείται τώρα να καταλήξει σε μια νομική λύση και να την εφαρμόσει αναδρομικά σε μια πραγματική κατάσταση την οποία οι εφαρμοστέοι κανόνες δικαίου είναι ακατάλληλοι να αντιμετωπίσουν. Όποια λύση επιλεγεί είναι πιθανό ότι θα προκαλέσει τις αντιδράσεις κάποιας πλευράς.
Πρώτο ζήτημα: η εφαρμοστέα μεθοδολογία κατά την ερμηνεία των κριτηρίων των άρθρων 12, 13 και 14 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ
110. Τα αιτούντα δικαστήρια στις υποθέσεις A.S. και Jafari ζητούν να διευκρινιστεί κατά πόσον είναι αναγκαίο να ληφθούν υπόψη και άλλες πράξεις της Ένωσης που συνδέονται με τον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ ή αν ο κανονισμός αυτός (ιδίως τα άρθρα 2, στοιχείο ιγʹ, 12, 13 και 14) πρέπει να ερμηνευθεί με ανεξάρτητο και αυτοτελή τρόπο. Δεν αμφισβητείται ότι η διέλευση οργανώθηκε με τη συνεργασία των ενδιαφερομένων κρατών. Επομένως, ανακύπτει, κατ’ ανάγκη, το ερώτημα κατά πόσον οι κανόνες σχετικά με τους υπηκόους τρίτων χωρών που διασχίζουν τα εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης επηρεάζουν την ερμηνεία του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.
111. Οι αναιρεσείουσες στην υπόθεση Jafari, όπως επίσης και η Αυστρία, η Γαλλία, η Ελλάδα, η Ουγγαρία, η Ελβετία και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι τα κριτήρια του κεφαλαίου ΙΙΙ πρέπει να ερμηνευθούν σε συνδυασμό με άλλες πράξεις, και δη τον Κώδικα συνόρων του Σένγκεν και την οδηγία περί επιστροφής.
112. Ο A.S. ισχυρίζεται ότι η ερμηνεία των κριτηρίων του κεφαλαίου ΙΙΙ δεν θα πρέπει να στηρίζεται αποκλειστικώς σε εθνικούς ή διεθνείς κανόνες δικαίου. Πρέπει να λαμβάνει υπόψη την πραγματική κατάσταση και τις υποχρεώσεις των κρατών μελών διελεύσεως, τα οποία ενήργησαν σύμφωνα με το άρθρο 33 της Συμβάσεως της Γενεύης και το άρθρο 3 της ΕΣΑΔ (απαγόρευση των βασανιστηρίων) καθώς και με τα άρθρα 4, παράγραφος 2, και 5, παράγραφος 4, του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν.
113. Η Ιταλία θεωρεί ότι το βασικό ζήτημα δεν είναι κατά πόσον η γενική ερμηνευτική προσέγγιση λαμβάνει υπόψη ή όχι άλλες πράξεις της Ένωσης. Επισημαίνει, καταρχάς, ότι μεταξύ Σεπτεμβρίου 2015 και Μαρτίου 2016 τα κράτη μέλη διελεύσεως δεν χορήγησαν θεωρήσεις σε όσους διέρχονταν μέσω του εδάφους τους. Δεύτερον, υπογραμμίζει ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ πρέπει να ερμηνεύεται υπό το πρίσμα της Συμβάσεως της Γενεύης.
114. Κατά την άποψη του Ηνωμένου Βασιλείου, ο Κώδικας συνόρων του Σένγκεν και η οδηγία περί επιστροφής δεν έχουν έννομες συνέπειες ως προς την έννοια του όρου «παράνομη διάβαση» του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Επομένως, ο όρος αυτός πρέπει να ερμηνεύεται με ανεξάρτητο και αυτοτελή τρόπο.
115. Δεν αντιλαμβάνομαι την ερμηνευτική προσέγγιση των κριτηρίων του κεφαλαίου ΙΙΙ ως μια δυαδική επιλογή μεταξύ αποκλειστικών δυνατοτήτων: ερμηνεία του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ κατά τρόπο πλήρως αυτόνομο και ανεξάρτητο ή ερμηνεία και νοηματικός καθορισμός του διά παραπομπής στις εκτελεστικές διατάξεις άλλων πράξεων της Ένωσης.
116. Κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και τα συμφραζόμενά της και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αυτή αποτελεί μέρος (113). Η πρώτη εκ των «Γενικών αρχών» της «Διοργανικής Συμφωνίας για τις κοινές κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με την ποιότητα της διατύπωσης της ενωσιακής νομοθεσίας» (114) ορίζει ότι η νομοθεσία πρέπει να διατυπώνεται με σαφήνεια, απλότητα και ακρίβεια, ώστε να μην καταλείπεται καμία αβεβαιότητα στο μυαλό του ερμηνευτή. Όταν μια νομοθετική πράξη της Ένωσης περιλαμβάνει κοινούς ορισμούς με κάποια άλλη πράξη της, θα ήταν εύλογο να αναμένεται ότι παραπέμπει ρητώς σε αυτήν, δεδομένου ότι η σιωπηρή ενσωμάτωση ενός ορισμού είναι ασυμβίβαστη με την αρχή της ασφάλειας δικαίου (115). Ούτε ο Κώδικας συνόρων του Σένγκεν ούτε η οδηγία περί επιστροφής, όμως, περιέχουν ορισμούς οι οποίοι παραπέμπουν στα κριτήρια του κεφαλαίου ΙΙΙ του κανονισμού.
117. Το γράμμα του άρθρου 12 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ διαφέρει από το γράμμα των άρθρων 13 και 14, στο μέτρο που παραπέμπει ρητώς στον κώδικα θεωρήσεων ο οποίος αποτελεί μέρος του κεκτημένου του Σένγκεν. Η παραπομπή αυτή είναι δεόντως σαφής, απλή και ακριβής ώστε να υποδηλώνει ότι ο κώδικας θεωρήσεων λυσιτελώς λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία της διατάξεως αυτής (116). Τούτου λεχθέντος, έπεται ότι η λέξη «θεώρηση» του άρθρου 12 δεν προσδιορίζεται κατά περιεχόμενο υποχρεωτικώς από τον κώδικα θεωρήσεων (117).
118. Πρώτον, ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ ισχύει για τα κράτη μέλη που δεν είναι μέλη του κεκτημένου του Σένγκεν, ιδίως την Ιρλανδία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Όσον αφορά τα κράτη αυτά, η «θεώρηση» πρέπει να αφορά έγγραφο αναγνωρισμένο ως τέτοιο με βάση την εθνική νομοθεσία. Δεύτερον, η «θεώρηση» καλύπτει κατηγορίες εγγράφων πέραν της θεωρήσεως για διαμονή σύντομης διαρκείας που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του κώδικα θεωρήσεων. Από το γράμμα του άρθρου 2, στοιχείο ιγʹ, του κανονισμού Δουβλίνο III προκύπτει σαφώς ότι η συγκεκριμένη πράξη ισχύει για τους τρεις διαφορετικούς τύπους θεωρήσεων (118).
119. Το σκεπτικό αυτό ισχύει εξίσου και για το άρθρο 14 όπου η λέξη «θεώρηση» χρησιμοποιείται επίσης. Ο συγκεκριμένος όρος πρέπει να ερμηνεύεται όπως ακριβώς ερμηνεύεται στο άρθρο 12 και τούτο για λόγους συνοχής και συνεκτικότητας.
120. Τούτο συνεπάγεται ότι το κεκτημένο του Σένγκεν αποτελεί κρίσιμο στοιχείο που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία του όρου «θεώρηση», αλλά δεν καθορίζει την σημασία του όρου αυτού για τους σκοπούς του άρθρου 2, στοιχείο ιγʹ, και του άρθρου 12 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.
121. Το άρθρο 13 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ ουδόλως παραπέμπει ρητώς σε μέτρα του κεκτημένου του Σένγκεν ή της οδηγίας περί επιστροφής.
122. Ωστόσο, το νομικό πλαίσιο υποδηλώνει ότι ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ είναι αναπόσπαστο μέρος του ΚΕΣΑ το οποίο βασίζεται στην πλήρη και συμπεριληπτική εφαρμογή της Συμβάσεως της Γενεύης (119). Η Σύμβαση αυτή παρέχει το διεθνές πλαίσιο για την προστασία των προσφύγων και όσων αναζητούν την ιδιότητα του πρόσφυγα. Σύμφωνα με το άρθρο 31, παράγραφος 2, αυτής, κατ’ αρχήν, οι χώρες δεν θα εφαρμόζουν περιοριστικά μέτρα επί των κινήσεων των προσφύγων επί του εδάφους τους· και τυχόν περιοριστικά μέτρα που κριθούν απαραίτητα θα εφαρμόζονται μόνο μέχρις ότου ρυθμισθεί το καθεστώς τους ή αποκτήσουν άδεια εισόδου σε άλλη χώρα. Προκειμένου να λάβουν την άδεια αυτή, οι συμβαλλόμενες χώρες πρέπει να παρέχουν στους πρόσφυγες εύλογες προθεσμίες και όλες τις αναγκαίες διευκολύνσεις. Κατά την ερμηνεία του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, είναι αναγκαίο να λαμβάνεται υπόψη η συγκεκριμένη διάταξη (120). Ως εκ τούτου, για την ερμηνεία του εν λόγω κανονισμού θα πρέπει να ληφθούν υπόψη τα συμφραζόμενα και ο επιδιωκόμενος σκοπός του και μάλιστα κατά τρόπο που να συνάδει με τη Σύμβαση της Γενεύης. Τούτο συνάγεται από το άρθρο 78, παράγραφος 1, της ΣΛΕΕ. Προκύπτει, εξάλλου, με σαφήνεια από την αιτιολογική σκέψη 39 ότι ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ πρέπει να ερμηνεύεται κατά τρόπο σύμφωνο με τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται από τον Χάρτη (121).
123. Αφής στιγμής ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του ΚΕΣΑ, το ενωσιακό κεκτημένο στον τομέα του ασύλου συνιστά επίσης κρίσιμο στοιχείο (122). Υπάρχουν ρητές παραπομπές στην οδηγία σχετικά με την αναγνώριση, την οδηγία περί υποδοχής και την οδηγία σχετικά με τις διαδικασίες (123). Το ΚΕΣΑ εντάσσεται σε πλαίσιο εκ του οποίου ευλόγως συνάγεται ότι το σύνολο των κρατών που μετέχουν σε αυτό, είτε πρόκειται για κράτη μέλη είτε για τρίτα κράτη, σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα, περιλαμβανομένων αυτών στηρίζονται στη Σύμβαση της Γενεύης, στο Πρωτόκολλο του 1967 και στην ΕΣΔΑ (124), και ότι είναι δυνατή συναφώς η ύπαρξη αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών (125). «Λαμβάνοντας ακριβώς υπόψη την αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, ο νομοθέτης της Ένωσης εξέδωσε [τον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙ] προκειμένου να εξορθολογίσει την εξέταση των αιτήσεων ασύλου και να αποτρέψει τη συμφόρηση του συστήματος την οποία θα προκαλούσε η υποχρέωση των αρχών των κρατών να εξετάζουν πλείονες αιτήσεις του ιδίου αιτούντος, να ενισχύσει την ασφάλεια δικαίου όσον αφορά τον προσδιορισμό του κράτους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως ασύλου και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να αποτρέψει το “forum shopping”, έχοντας ως κοινό για τα νομοθετήματα αυτά κύριο σκοπό την επιτάχυνση της εξετάσεως των αιτήσεων προς το συμφέρον τόσο των αιτούντων άσυλο όσο και των μετεχόντων κρατών» (126). Τα ζητήματα αυτά αφορούν τον πυρήνα της έννοιας του «χώρου ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης» (127) και, ειδικότερα, του ΚΕΣΑ στη βάση της αρχής της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και του τεκμηρίου συμμορφώσεως των υπόλοιπων κρατών μελών με το δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ειδικότερα, με τα θεμελιώδη δικαιώματα (128).
124. Οι κύριοι στόχοι του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ δηλώνουν την πρόθεση του νομοθέτη της Ένωσης να θεσπίσει, ως προς το ζήτημα του προσδιορισμού του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως ασύλου, οργανωτικούς κανόνες που να διέπουν τις σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών, όπως ακριβώς συνέβη και προηγουμένως με τη Σύμβαση του Δουβλίνου (129). Οι αιτιολογικές σκέψεις 4, 5 και 7 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ αναφέρονται στη δημιουργία μιας σαφούς και λειτουργικής μεθόδου για τον ταχύ προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως ασύλου προκειμένου να κατοχυρώνεται η πραγματική πρόσβαση στις διαδικασίες καθορισμού του καθεστώτος του πρόσφυγα και να μη διακυβεύεται ο στόχος της ταχύτητας κατά την εξέταση των αιτήσεων ασύλου (130).
125. Σε ποιο βαθμό τα μέτρα που δεν εντάσσονται στο ΚΕΣΑ, όπως είναι ο Κώδικας συνόρων του Σένγκεν και η οδηγία περί επιστροφής, είναι λυσιτελή για την ερμηνεία των κριτηρίων του κεφαλαίου ΙΙΙ και δη των άρθρων 12, 13, παράγραφος 1, και 14;
126. Έχω ήδη αναπτύξει τη θέση μου ότι τα άρθρα 12 και 14 πρέπει να ερμηνεύονται κατά τρόπο αυτόνομο, μολονότι ο κώδικας θεωρήσεων λυσιτελώς, ως προς ορισμένα σημεία, λαμβάνεται υπόψη κατά την ερμηνεία του όρου «θεώρηση» (131).
127. Όσον αφορά τον όρο «παράνομη διάβαση» του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, δεν υφίσταται αντίστοιχος όρος στον Κώδικα συνόρων του Σένγκεν. Για τον λόγο αυτό, δεν τίθεται ζήτημα απόπειρας μεταφοράς του όρου από τον Κώδικα συνόρων του Σένγκεν στον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ.
128. Εξάλλου, το προσωπικό πεδίο εφαρμογής των κανόνων του τίτλου ΙΙ, κεφάλαιο Ι, του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν σχετικά με τις προϋποθέσεις εισόδου για τους υπηκόους τρίτων χωρών που διέρχονται τα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης δεν ταυτίζεται με αυτό του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ ισχύει αποκλειστικώς για υπηκόους τρίτης χώρας που αναζητούν διεθνή προστασία (132): πρόκειται για μια κατηγορία προσώπων που απολαύουν ενός ειδικού καθεστώτος στο πλαίσιο του διεθνούς δικαίου δυνάμει της Συμβάσεως της Γενεύης.
129. Από τις προπαρασκευαστικές εργασίες προκύπτει ότι οι ρυθμίσεις για τον προσδιορισμό της ευθύνης κατά την εξέταση των αιτήσεων ασύλου, οι οποίες αντικαταστάθηκαν από τη Σύμβαση του Δουβλίνου, αποτελούσαν αρχικά μέρος της διακυβερνητικής συμβάσεως Σένγκεν (133), ενώ ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ και ο Κώδικας συνόρων του Σένγκεν έλκουν αμφότεροι την καταγωγή τους από την CISA. Το πεδίο εφαρμογής των δύο πράξεων είναι διαφορετικό και οι αντίστοιχοι στόχοι τους δεν ταυτίζονται. Επομένως, δεν δικαιολογείται κάποιο τεκμήριο κοινής ερμηνείας των δυο αυτών πράξεων στη βάση ότι το ιστορικό θεσπίσεώς τους συνδέεται.
130. Το Ηνωμένο Βασίλειο υπογραμμίζει ότι ο Κώδικας συνόρων του Σένγκεν και η οδηγία περί επιστροφής δεν ισχύουν για ορισμένα κράτη μέλη (πρωτίστως για το ίδιο). Για τον λόγο αυτό θεωρεί ότι θα ήταν σφάλμα η ερμηνεία του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ να στηρίζεται σε πράξεις που δεν εφαρμόζονται σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
131. Είναι αλήθεια ότι σε περίπτωση που το πεδίο εφαρμογής μιας πράξεως δεν εκτείνεται σε όλα τα κράτη μέλη, τούτο δεν πρέπει να παρεκταθεί διά της πλαγίας οδού. Ωστόσο, η μεταβλητή γεωμετρία που χαρακτηρίζει τον «Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης», συνεπεία, μεταξύ άλλων, της ειδικής θέσεως του Ηνωμένου Βασιλείου, έχει κλονίσει τη συνεκτικότητα του συστήματος. Το Ηνωμένο Βασίλειο επέλεξε να δεσμεύεται από ορισμένα στοιχεία του κεκτημένου του Σένγκεν και να εξαιρείται από άλλα (134). Το γεγονός ότι το Ηνωμένο Βασίλειο δεν δεσμεύεται από τον Κώδικα συνόρων του Σένγκεν ή από την οδηγία περί επιστροφής δεν μπορεί να περιορίσει τη δεσμευτικότητα του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ (135). Η απουσία του Ηνωμένου Βασιλείου από συγκεκριμένες πράξεις της Ένωσης δεν μπορεί επίσης να απαγορεύσει de facto την ερμηνεία που είναι λογικό να δίνεται σε πράξεις που εντάσσονται σε ένα σύστημα. Η ισχύς εν τη Ενώσει.
132. Τούτου λεχθέντος, το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ ουδόλως παραπέμπει στην οδηγία περί επιστροφής. Ο νομοθέτης προέβλεψε τέτοια παραπομπή στο άρθρο 24 του κανονισμού, το οποίο διέπει την υποβολή αιτήματος εκ νέου αναλήψεως όταν δεν έχει υποβληθεί νέα αίτηση στο αιτούν κράτος μέλος. Ως εκ τούτου, αν η βούληση του νομοθέτη ήταν το άρθρο 13, παράγραφος 1, να παραπέμπει ρητώς στην οδηγία περί επιστροφής, τότε προφανώς θα μπορούσε αλλά και θα είχε όντως πράξει αναλόγως.
133. Στην έννοια της «παράνομης παραμονής» του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας περί επιστροφής εμπίπτει μια ευρύτερη κατηγορία προσώπων σε σύγκριση με το προσωπικό πεδίο εφαρμογής του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Η οδηγία αφορά όλους τους υπηκόους τρίτων χωρών (όπως αυτοί ορίζονται). Το πεδίο εφαρμογής της δεν περιορίζεται σε μια συγκεκριμένη κατηγορία αλλοδαπών που επιζητούν διεθνή προστασία και οι αιτήσεις τους εκκρεμούν (136).
134. Ο όρος «παράνομη παραμονή» της οδηγίας περί επιστροφής διέπει μια διαφορετική κατάσταση από αυτήν της «παράνομης διάβασης συνόρων» του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Το Δικαστήριο με την απόφαση Affum (137) απεφάνθη ότι υπήκοος τρίτης χώρας που διέρχεται από κράτος μέλος ως επιβάτης λεωφορείου εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 3, παράγραφος 2, της οδηγίας περί επιστροφής, διότι, στο μέτρο που το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, παραβαίνοντας τις προϋποθέσεις εισόδου, παραμονής ή διαμονής, βρίσκεται επί του εδάφους κράτους μέλους, «παραμένει παρανόμως σ’ αυτό». Τούτο ασφαλώς ισχύει, ωστόσο δεν είναι το επίμαχο ζήτημα στην υπόθεση A.S. ή στην υπόθεση Jafari. Εν προκειμένω, τα αιτούντα δικαστήρια επιθυμούν να πληροφορηθούν αν οι ενδιαφερόμενοι υπήκοοι τρίτων χωρών έχουν παρανόμως διέλθει τα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης.
135. Ασφαλώς, ορισμένες φορές μπορεί να υπάρχει αλληλεπικάλυψη μεταξύ των περιστάσεων που οδηγούν σε παράνομη διάβαση συνόρων και «παράνομη παραμονή» υπό την έννοια της οδηγίας περί επιστροφής, δεν πρόκειται όμως για το ίδιο πράγμα (138). Το γεγονός αυτό δεν μπορεί να συμβάλλει στην ερμηνευτική αποσαφήνιση του τρόπου με τον οποίο συνδυάζονται οι δύο έννοιες των εν λόγω δύο διαφορετικών νομικών πράξεων.
136. Εξάλλου, κατά το άρθρο 288, δεύτερο εδάφιο, της ΣΛΕΕ, οι κανονισμοί έχουν γενική ισχύ και είναι δεσμευτικοί ως προς όλα τα μέρη τους και ισχύουν άμεσα σε κάθε κράτος μέλος. Λόγω ακριβώς του χαρακτήρα τους και της θέσεως που κατέχουν στο σύστημα των πηγών του ενωσιακού δικαίου, οι κανονισμοί παρέχουν στους ιδιώτες δικαιώματα τα οποία τα εθνικά δικαστήρια έχουν καθήκον να προστατεύουν (139). Δεδομένης της ιεραρχίας των κανόνων, θα ήταν περίεργο να ερμηνεύεται ένας κανονισμός διά παραπομπής σε οδηγία όταν, μάλιστα, η οδηγία δεν παρέχει ακριβή ορισμό των όρων που χρησιμοποιούνται στις δύο νομοθετικές πράξεις.
137. Ως εκ τούτου, απορρίπτω τον ισχυρισμό ότι ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ πρέπει να ερμηνεύεται με βάση τον Κώδικα συνόρων του Σένγκεν και το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας περί επιστροφής.
138. Τέλος, μολονότι ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ, ο Κώδικας συνόρων του Σένγκεν και η οδηγία περί επιστροφής εμπίπτουν στον τίτλο V της ΣΛΕΕ σχετικά με τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, η νομική βάση των τριών αυτών πράξεων δεν είναι η ίδια. Η έλλειψη κοινής νομικής βάσεως δείχνει ότι το πλαίσιο και οι στόχοι των εν λόγω τριών πράξεων δεν ταυτίζονται (140).
139. Τούτου λεχθέντος, τα άρθρα 77, 78 και 79 ΣΛΕΕ αφορούν πολιτικές οι οποίες εντάσσονται στο ίδιο κεφάλαιο και το άρθρο 80 ΣΛΕΕ καθιστά σαφές ότι οι εν λόγω πολιτικές διέπονται από την «αρχή της αλληλεγγύης και της δίκαιης κατανομής ευθυνών μεταξύ των κρατών μελών, μεταξύ άλλων και στο οικονομικό επίπεδο». Ομοίως, η αιτιολογική σκέψη 25 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ διαλαμβάνει ότι οι ενωσιακές πολιτικές όσον αφορά τους όρους εισόδου και διαμονής υπηκόων τρίτων χωρών, συμπεριλαμβανομένων των κοινών προσπαθειών για τη διαχείριση των εξωτερικών συνόρων, καθιστούν αναγκαία την ισορροπία μεταξύ των κριτηρίων αρμοδιότητας με πνεύμα αλληλεγγύης.
140. Λαμβανομένων υπόψη των ρητών οδηγιών της ΣΛΕΕ οι οποίες σκοπό έχουν τη διασφάλιση του συντονισμού μεταξύ των διαφορετικών πολιτικών για την ελευθερία, την ασφάλεια και τη δικαιοσύνη, θα ήταν, για τον λόγο αυτό, επίσης σαφώς εσφαλμένο να ερμηνεύεται ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ ως εάν να μη σχετίζεται ουδόλως με το κεκτημένο του Σένγκεν.
141. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ πρέπει να ερμηνεύεται μόνο με βάση το γράμμα, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται αλλά και τους στόχους του ίδιου του κανονισμού και όχι κατ’ επίκληση άλλων πράξεων της Ένωσης –συμπεριλαμβανομένων, ιδίως, του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν και την οδηγία περί επιστροφής–, αν και κατά την ερμηνεία του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, οι διατάξεις των πράξεων αυτών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο μέτρο που είναι αναγκαίο για να εξασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ των διαφορετικών πολιτικών του κεφαλαίου 2 του τίτλου V της ΣΛΕΕ.
Δεύτερο ζήτημα: άρθρο 12 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ
142. Μεταξύ Σεπτεμβρίου 2015 και Μαρτίου 2016, οι κροατικές και σλοβενικές αρχές, αντιμέτωπες με ένα κύμα υπηκόων τρίτων χωρών που ζητούσαν να διέλθουν μέσω του εδάφους τους, επέτρεψαν την είσοδο μόνο σε εκείνους που επιθυμούσαν να υποβάλουν αιτήσεις διεθνούς προστασίας σε άλλο κράτος μέλος (141). Στην υπόθεση Jafari, το αιτούν δικαστήριο επιθυμεί να πληροφορηθεί αν η άδεια διελεύσεως μέσω του εδάφους τους την οποία χορήγησαν τα εν λόγω κράτη μέλη πρέπει να εξομοιωθεί με «θεώρηση» κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο ιγʹ, και του άρθρου 12 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Ζητεί, επίσης, να διευκρινιστούν οι πιθανές συνέπειες μιας τέτοιας θεωρήσεως (προδικαστικά ερωτήματα 2β έως δ).
143. Στην υπόθεση A.S., δεν έχει υποβληθεί ρητώς προδικαστικό ερώτημα ως προς την έννοια των άρθρων 2, στοιχείο ιγʹ, και 12 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Πάντως, ο A.S. ταξίδεψε και αυτός κατά μήκος της οδού των Δυτικών Βαλκανίων και του επιτράπηκε να διαβεί το έδαφος διαφόρων κρατών μελών προκειμένου να φτάσει στον προορισμό της επιλογής του. Το ζήτημα του κατά πόσον η προσέγγιση «wave through» ισοδυναμεί με θεώρηση κατά την έννοια των κριτηρίων του κεφαλαίου ΙΙΙ είναι συνεπώς εξίσου κρίσιμο για την κατάστασή του και τίθεται εμμέσως με το τρίτο προδικαστικό ερώτημα που υποβάλλεται στην υπόθεσή του. Εξάλλου, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, το γεγονός ότι το αιτούν δικαστήριο διατύπωσε προδικαστικό ερώτημα μνημονεύοντας ορισμένες μόνο διατάξεις του δικαίου της Ένωσης δεν εμποδίζει το Δικαστήριο να παράσχει όλα τα στοιχεία ερμηνείας που θα μπορούσαν να είναι χρήσιμα για την επίλυση της υποθέσεως ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, είτε μνημονεύονται τα στοιχεία αυτά στα προδικαστικά ερωτήματα είτε όχι (142).
144. Οι αναιρεσείουσες στην υπόθεση Jafari, όλα τα κράτη τα οποία υπέβαλαν γραπτές παρατηρήσεις, όπως επίσης και η Επιτροπή συμφωνούν ότι η απάντηση στο συγκεκριμένο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου πρέπει να είναι αρνητική. Το άρθρο 2, στοιχείο ιγʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 12 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ δεν έχει την έννοια ότι η συμπεριφορά κρατών μελών να επιτρέψουν στους υπηκόους τρίτων χωρών να διέλθουν μέσω του εδάφους τους καθ’ οδόν προς το κράτος μέλος στο οποίο επιθυμούν να υποβάλουν αίτηση διεθνούς προστασίας πρέπει να θεωρείται ότι ισοδυναμεί με έκδοση θεωρήσεως. Η Ελβετία δεν υπέβαλε επ’ αυτού γραπτές παρατηρήσεις.
145. Συμφωνώ με την τελευταία αυτή άποψη.
146. Οι αδελφές Jafari πρώτες επισήμαναν ότι δεν κατείχαν έγκυρους τίτλους διαμονής κατά τον χρόνο εισόδου τους στο έδαφος της Ένωσης. Ως εκ τούτου, το άρθρο 12, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ δεν είναι κρίσιμο για αυτές.
147. Ως υπήκοοι Αφγανιστάν, οι οικογένειες Jafari υπείχαν υποχρέωση κατοχής θεωρήσεων κατά τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων των κρατών μελών της Ένωσης (143). Δεν πληρούσαν την απαίτηση αυτή (144). Το ζήτημα είναι αν, υπό τις συνθήκες διελεύσεώς τους μέσω διαφορετικών κρατών μελών πριν από την άφιξή τους στη Σλοβενία ή την Αυστρία, αναλόγως της περιπτώσεως, θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι τους χορηγήθηκαν, κατά πλάσμα δικαίου, θεωρήσεις, λαμβανομένων υπόψη των όρων της εφαρμοστέας νομοθεσίας.
148. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, το άρθρο 12 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ θα συνιστούσε το κρίσιμο κριτήριο για τον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους.
149. Οι κανόνες που διέπουν την έκδοση θεωρήσεων είναι πολύπλοκοι και επιτάσσουν συμμόρφωση προς μια σειρά διατυπώσεων. Υπάρχουν βάσιμοι λόγοι που συμβαίνει αυτό. Το πλέον σημαντικό είναι ότι απαιτείται να εκδοθεί ένα έγγραφο. Ωστόσο, από καμία διάταξη περί παραπομπής δεν συνάγεται ότι κάποιο κράτος μέλος εξέδωσε θεώρηση σύμφωνα προς τη συνήθη έννοια των λέξεων αυτών: δηλαδή ότι ένα κράτος μέλος απέστειλε επισήμως ή παρέδωσε θεώρηση σε αιτούντα (145). Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι καμία από τις συνήθεις προϋποθέσεις δεν πληρούνταν. Ουδέποτε τέθηκε σφραγίδα που να υποδεικνύει ότι η αίτηση θεωρήσεως ήταν παραδεκτή, δεν υπήρξε περίοδος ισχύος ούτε αυτοκόλλητη θεώρηση (146). Ως εκ τούτου, είναι πιθανό ότι καμία από τις απαιτήσεις του κανονισμού 1683/95 δεν θα μπορούσε να συντρέχει.
150. Οι διατυπώσεις είναι ιδιαίτερα σημαντικές για την ορθή λειτουργία του VIS το οποίο επιτρέπει στους συνοριοφύλακες να επαληθεύουν αν το πρόσωπο που επιδεικνύει μια θεώρηση είναι ο νόμιμος κάτοχός της και να εντοπίζουν τα πρόσωπα που βρίσκονται στον χώρο του Σένγκεν με πλαστά έγγραφα (147).
151. Για τον λόγο αυτό, είμαι της γνώμης ότι τα περιστατικά που εκθέτουν τα αιτούντα δικαστήρια στις αντίστοιχες διατάξεις περί παραπομπής στις υποθέσειςA.S. και Jafari δεν μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι εκδόθηκε «θεώρηση» για τους σκοπούς των άρθρων 2, στοιχείο ιγʹ, και 12 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.
152. Διαφορετική ερμηνεία των λέξεων «εξέδωσε τη θεώρηση» του άρθρου 12 αντιβαίνει στη συνήθη τους σημασία. Είναι βάσιμο το επιχείρημα των αναιρεσειουσών ότι εάν μια ανεπίσημη προσέγγιση «wave through» ισοδυναμούσε με θεώρηση, τότε θα ήταν αδύνατο να εφαρμοστεί το άρθρο 12, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Τούτο θα ήταν αντίθετο με τον κανονισμό. Μια τέτοια ερμηνεία θα έπληττε καίρια, επίσης, τους λεπτομερείς και σύνθετους κανόνες που διέπουν τις θεωρήσεις του κώδικα θεωρήσεων και τις σχετικές πράξεις και θα υπονόμευε τη λειτουργία του VIS (148).
153. Ως εκ τούτου, υπό τις όλως εξαιρετικές περιστάσεις κατά τις οποίες, μεταξύ Σεπτεμβρίου 2015 και Μαρτίου 2016, εισέρευσαν με μαζικό τρόπο στο έδαφος της Ένωσης υπήκοοι τρίτων κρατών, στους οποίους επιτράπηκε να διαβούν τα εξωτερικά σύνορα προερχόμενοι από τρίτες χώρες, το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη επέτρεψαν στους ενδιαφερομένους να διέλθουν τα εξωτερικά σύνορα και στη συνέχεια να ταξιδέψουν προς άλλα κράτη μέλη της Ένωσης προκειμένου να υποβάλουν αιτήσεις διεθνούς προστασίας σε συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν ισοδυναμεί με την έκδοση «θεωρήσεως» κατά την έννοια των άρθρων 2, στοιχείο ιγʹ, και 12 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.
154. Λαμβανομένης υπόψη της προτάσεως που μόλις διατυπώθηκε, παρέλκει η απάντηση στα προδικαστικά ερωτήματα 2β, γ και δ της υποθέσεως Jafari.
Τρίτο ζήτημα: ερμηνεία της φράσεως «διέβη παρανόμως […] τα σύνορα κράτους μέλους» του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ
155. Τα δύο αιτούντα δικαστήρια ζητούν καθοδήγηση ως προς τη σημασία της φράσεως «ο αιτών διέβη παρανόμως […] τα σύνορα κράτους μέλους» του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Κατ’ ουσίαν, θέτουν το ερώτημα αν η όλως εξαιρετική κατάσταση που επικρατούσε κατά τον κρίσιμο χρόνο, υπό την έννοια ότι κράτη μέλη επέτρεψαν ρητώς μια μαζική εισροή υπηκόων τρίτων χωρών στο έδαφός τους προκειμένου να τους επιτρέψουν να διέλθουν μέσω αυτών για να αξιώσουν στη συνέχεια διεθνή προστασία σε κράτος μέλος της επιλογής τους, συνιστά «παράνομη διάβαση» και για τον λόγο αυτό εμπίπτει στη συγκεκριμένη διάταξη.
156. Η Γαλλία, η Ελλάδα, η Ουγγαρία, η Σλοβενία, το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ελβετία καθώς και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ τυγχάνει εφαρμογής στις περιπτώσεις αυτές. Η Αυστρία θεωρεί ότι, δεδομένων των συνθηκών που επικρατούσαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, η εν λόγω διάταξη πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με το άρθρο 5, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν, το οποίο, κατά παρέκκλιση, επιτρέπει στους υπηκόους τρίτων χωρών που δεν πληρούν τις προϋποθέσεις εισόδου του άρθρου 5, παράγραφος 1, την είσοδο στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για ανθρωπιστικούς λόγους. Η Ιταλία θεωρεί ότι δεν υπήρξε «παράνομη διάβαση» κατά την έννοια του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, καθώς τα κριτήρια του κεφαλαίου ΙΙΙ πρέπει να ερμηνεύονται με βάση το άρθρο 31 της Συμβάσεως της Γενεύης.
157. Οι αναιρεσείοντες και στις δύο υποθέσεις υπογραμμίζουν ότι διέσχισαν τα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης με τη ρητή άδεια και συνδρομή των αρμόδιων εθνικών αρχών. Ως εκ τούτου, δεν «διέβησαν παρανόμως […] τα σύνορα» κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.
158. Το ιστορικό των υπό κρίση δύο αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως θέτει ένα σύνθετο και αμφιλεγόμενο ζήτημα (149). Όταν υπήκοοι τρίτων χωρών διασχίζουν εξωτερικά σύνορα της Ένωσης κατά τρόπο που δεν είναι σύμφωνος προς τις διατάξεις του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν, επέρχονται άραγε αυτομάτως συνέπειες εκ του συστήματος του Δουβλίνου, και ειδικότερα ότι το πρώτο κράτος μέλος μέσω του έδαφος του οποίου διήλθαν αυτοί παραμένει υπεύθυνο για την εξέταση των αντίστοιχων αιτήσεων διεθνούς προστασίας; Μολονότι από το γράμμα της διατάξεως του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ προκύπτει σαφώς ότι αυτό τυγχάνει εφαρμογής όταν ο αιτών διέβη παρανόμως τα σύνορα κράτους μέλους, εντούτοις δεν είναι καθόλου σαφές αν όντως η βούληση του νομοθέτη ήταν να εφαρμοστεί η εν λόγω διάταξη στις άνευ προηγουμένου περιστάσεις των υπό κρίση δύο υποθέσεων.
159. Η Ουγγρική, η Ιταλική, η Σλοβενική και η Ελβετική Κυβέρνηση υπογραμμίζουν ότι ορισμένες γλωσσικές αποδόσεις του κειμένου χρησιμοποιούν τη φράση «διέβη παρανόμως τα σύνορα»(150), ενώ άλλες τη φράση «διέβη παρατύπως τα σύνορα» (151).
160. Τα επίθετα «παράτυπος» και «παράνομος» δεν θεωρούνται συνώνυμα στο διεθνές δίκαιο για τους πρόσφυγες, ιδίως στο πλαίσιο της διασυνοριακής κυκλοφορίας υπηκόων τρίτων χωρών. Η λέξη «παράτυπος» είναι ευρύτερη από τη λέξη «παράνομος». Έχει επίσης το πλεονέκτημα ότι είναι λιγότερο αρνητικά φορτισμένη, καθώς δεν φέρει τις συνδηλώσεις ή τον απόηχο της (έμμεσης) εγκληματικότητας όσον αφορά το πρόσωπο που περιγράφεται (152).
161. Τούτου λεχθέντος, συμφωνώ με την παρατήρηση των διαδίκων ότι οι γλωσσικές διαφορές δεν συνεπάγονται αμφισημία υπό την έννοια ότι δίνουν αναγκαστικά έρεισμα σε αποκλίνουσες ερμηνείες της φράσεως «ο αιτών διέβη παρανόμως […] τα σύνορα κράτους μέλους» (153). Οι διαπιστωθείσες διαφορές είναι αποτέλεσμα διαφορετικών μεταφράσεων του πρωτότυπου κειμένου. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι το αγγλικό κείμενο του παραρτήματος II του εκτελεστικού κανονισμού δεν συνάδει με το αγγλικό κείμενο του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Το σημείο 7 του καταλόγου «Α» του εκτελεστικού κανονισμού φέρει τον τίτλο «Παράνομη είσοδος στο έδαφος από εξωτερικά σύνορα (άρθρο 13, παράγραφος 1)». Προσδιορίζει τα αποδεικτικά στοιχεία που λυσιτελώς λαμβάνονται υπόψη κατά την αξιολόγηση αυτή (βλ. σημείο 44 ανωτέρω). Εκεί γίνεται ρητή παραπομπή στο άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ· ωστόσο, χρησιμοποιείται η λέξη «illegal» αντί της λέξεως «irregular» (ο όρος αυτός είναι ο όρος που εντοπίζεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1). Η άποψη ότι ο νομοθέτης θέλησε να εισάγει κάποια ουσιαστική διαφορά μεταξύ των δύο επιθέτων στα δύο κείμενα δεν είναι πειστική.
162. Να προστεθεί ότι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 12, η οδηγία σχετικά με τις διαδικασίες εφαρμόζεται επιπλέον και με την επιφύλαξη των διατάξεων σχετικά με τις διαδικαστικές εγγυήσεις που θεσπίζει ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ. Το άρθρο 31, παράγραφος 8, στοιχείο ηʹ, της οδηγίας αυτής προβλέπει ότι μια διαδικασία εξετάσεως αιτήσεως για διεθνή προστασία μπορεί να επιταχυνθεί και/ή να διενεργηθεί στα σύνορα ή σε ζώνες διελεύσεως αν ο αιτών εισήλθε «παρανόμως» στο έδαφος του κράτους μέλους. Η λέξη «unlawfully» είναι το τρίτο κατά σειρά επίθετο το οποίο χρησιμοποιεί ο νομοθέτης για να προσδιορίσει τον τρόπο με τον οποίο ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας διέβη τα σύνορα κράτους μέλους. Πρέπει, προφανώς, να ερμηνεύεται κατά τρόπο συνεκτικό προς τη φράση «irregularly crossed» του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, η οποία είναι αρκετά ευρεία ώστε να συμπεριλάβει και τη λέξη «unlawfully» (154).
163. Ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ δεν ορίζει την έννοια της «παράνομης [irregular] διαβάσεως συνόρων».
164. Οι αναφορές στα αποδεικτικά στοιχεία στο άρθρο 22, παράγραφος 3, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ και στον εκτελεστικό κανονισμό υποδηλώνουν σαφώς ότι το κατά πόσον συντρέχει περίπτωση παράνομης διαβάσεως συνόρων σε μιασυγκεκριμένη περίπτωση είναι πρωτίστως πραγματικό ζήτημα το οποίο απόκειται στις εθνικές αρχές.
165. Επομένως, κατά πόσον μια διάβαση συνόρων είναι «παράνομη» καθορίζεται με αναφορά στο παράρτημα ΙΙ του εκτελεστικού κανονισμού, το οποίο περιέχει δύο καταλόγους κριτηρίων που πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον προσδιορισμό του κράτους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας (155). Ο κατάλογος «A» ορίζει τα κρίσιμα τυπικά αποδεικτικά στοιχεία. Οι ενδείξεις (ή έμμεσες αποδείξεις) απαριθμούνται στον κατάλογο «Β» (156). Στα απαριθμούμενα αποδεικτικά στοιχεία περιλαμβάνονται «σφραγίδα εισόδου επί διαβατηρίου· σφραγίδα εξόδου από κράτος όμορο κράτους μέλους, λαμβάνοντας υπόψη το δρομολόγιο του αιτούντος καθώς και την ημερομηνία διέλευσης των συνόρων· σφραγίδα εισόδου ή ανάλογη ένδειξη στο ταξιδιωτικό έγγραφο».
166. Το σύστημα Eurodac, επίσης, έχει σκοπό να συντελεί στον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο να εξετάσει μιαν αίτηση διεθνούς προστασίας σύμφωνα με τον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ (157). Τα κράτη μέλη λαμβάνουν πάραυτα τα δακτυλικά αποτυπώματα κάθε αιτούντος διεθνή προστασία ηλικίας τουλάχιστον 14 ετών (το αργότερο εντός 72 ωρών από την υποβολή αιτήσεως διεθνούς προστασίας), και τα διαβιβάζουν στο κεντρικό σύστημα (158). Τα κράτη μέλη οφείλουν, ομοίως, να λαμβάνουν πάραυτα τα δακτυλικά αποτυπώματα κάθε υπηκόου τρίτης χώρας που συλλαμβάνεται κατά την παράνομη διάβαση των συνόρων (159).
167. Ο εκτελεστικός κανονισμός ορίζει ειδικότερα ότι θετικό αποτέλεσμα από το Eurοdac παράγει τεκμήριο παράνομης εισόδου (160).
168. Για τον χώρο του Σένγκεν, ο Κώδικας συνόρων του Σένγκεν αποτελεί επίσης ένα χρήσιμο εργαλείο για να προσδιορισθεί αν η είσοδος υπηκόου τρίτης χώρας στο έδαφος της Ένωσης ήταν νόμιμη. Οι προϋποθέσεις εισόδου τίθενται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, ενώ το άρθρο 7 θεσπίζει τους κανόνες που διέπουν τους διασυνοριακούς ελέγχους. Πιθανολογείται, συνεπώς, ότι, εάν κατά τους έλεγχους αυτούς διαπιστωθεί ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν, θα συντρέχουν τα αποδεικτικά στοιχεία που απαριθμούνται στο σημείο 7 του καταλόγου «Α» του παραρτήματος II του κανονισμού εφαρμογής του Δουβλίνου ή οι έμμεσες αποδείξεις του σημείου 7 του καταλόγου «Β».
169. Επομένως, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες δεν τηρήθηκαν οι εκ του νόμου τυπικές προϋποθέσεις για τη διάβαση των εξωτερικών συνόρων από τους υπηκόους τρίτων χωρών, τότε, κατά κανόνα, θα συντρέχει περίπτωση παράνομης διελεύσεως.
170. Δεν αμφισβητείται ότι οι αναιρεσείοντες των δύο κύριων δικών δεν τήρησαν τις διατυπώσεις του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν.
171. Ωστόσο, ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ δεν σχεδιάστηκε ως νομικό μέσο για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για τη διεθνή προστασία σε καιρούς μαζικής εισροής προσώπων (161). Οι περιστάσεις που ήταν κρατούσες κατά τον κρίσιμο χρόνο δεν μπορούν να υπαχθούν σε συγκεκριμένη διάταξη νόμου, είτε των Συνθηκών είτε του παράγωγου δικαίου.
172. Μπορούν οι υπάρχουσες διατάξεις να ερμηνευθούν κατά τρόπο που να ρυθμίζουν τις εν λόγω περιστάσεις;
173. Η Σύμβαση της Γενεύης δεν περιλαμβάνει κάποιο υπόδειγμα συστήματος για τον προσδιορισμού του κράτους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας (162). Η εν λόγω πράξη (σε αντίθεση με το κεκτημένο της Ένωσης) στηρίζεται σε ένα διακριτό σύστημα διεθνούς δικαίου. Παρά ταύτα, συμφωνώ με την Ιταλική Κυβέρνηση ότι, υπό το φως του άρθρου 78, παράγραφος 1, της ΣΛΕΕ, είναι ορθό να λαμβάνονται τα άρθρα 31 και 33 της Συμβάσεως της Γενεύης ως σημείο αφετηρίας για την ερμηνεία του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Έτσι, τα κράτη που επέτρεψαν στους αιτούντες να διέλθουν μέσω του εδάφους τους, έδρασαν σύμφωνα με τις υποχρεώσεις τους που απορρέουν από τη Σύμβαση της Γενεύης.
174. Το δικαίωμα ασύλου το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 18 του Χάρτη και η απαγόρευση των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχειρίσεως του άρθρου 4 θα πρέπει εξίσου να λαμβάνονται υπόψη (163). Τούτο είναι ιδιαίτερα σημαντικό όσον αφορά το θέμα της επιστροφής υπηκόων τρίτων χωρών που αιτούνται διεθνή προστασία σε συνθήκες που θα αντέβαιναν στο άρθρο 4 ή αν εξαναγκάζονταν να παραμείνουν μετέωροι στα εθνικά σύνορα υπό συνθήκες εξευτελιστικές (164).
175. Το πραγματικά πολύ δύσκολο ερώτημα είναι πού ακριβώς βρίσκεται η ισορροπία;
176. Αφενός, είναι σαφές ότι υπήκοοι τρίτων χωρών ευρισκόμενοι στην κατάσταση του A.S. και των οικογενειών Jafari δεν αναμένεται να πληρούν τις προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 1. Για τον λόγο αυτό, δεν επιτρέπεται να θεωρηθεί ότι έχουν διέλθει «νομίμως» τα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης. Αφετέρου, είναι εξίσου σαφές ότι κατά τον κρίσιμο χρόνο οι αρχές των κρατών μελών διελεύσεως όχι απλώς επέδειξαν ανοχή στις μαζικές διελεύσεις συνόρων και, με τον τρόπο αυτό, εμμέσως τις επέτρεψαν· οι αρχές ενεργώςδιευκόλυναν τόσο την είσοδο όσο και τη διέλευση μέσω του εδάφους τους. Είναι άραγε «παράνομη» μια τέτοια διάβαση κατά τη συνήθη σημασία της λέξεως; Ασφαλώς όχι. Πώς όμως πρέπει να ορίσουμε τον συγκεκριμένο όρο; Αποτυπώνει, όντως, ορθά αυτό που συνέβαινε;
177. Το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ αποτυπώνει εκείνο από τα κριτήρια του Κεφαλαίου ΙΙΙ που χρησιμοποιείται πιο πολύ για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας (165). Στόχος της διατάξεως αυτής είναι να ενθαρρύνει τα κράτη μέλη να επαγρυπνούν για την εγγύηση της ακεραιότητας των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης. Αποσκοπεί, επίσης, στην αποθάρρυνση των δευτερογενών μετακινήσεων και του «forum shopping» από τους αιτούντες (166).
178. Ας επιτραπεί μια σύντομη παρέκβαση με αντικείμενο τις συνθήκες «ομαλότητας» που είχε κατά νου ο νομοθέτης του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, προτού συνεχιστεί η ανάλυση των δύο υπό κρίση υποθέσεων.
179. Υπό κανονικές συνθήκες, το άρθρο 13, παράγραφος 1, τυγχάνει εφαρμογής σε όποιο άτομο έχει εισέλθει, με τεχνάσματα και λαθραία μέσα, στην επικράτεια κράτους μέλους, χωρίς η εν λόγω είσοδος να έχει εγκριθεί (διαδικαστικώς και ουσιαστικά) από τις αρμόδιες αρχές. Η είσοδος του συγκεκριμένου ατόμου και η παραμονή που ακολούθησε είναι σαφώς «παράνομες». Υπάρχει ένα σύνολο κανόνων προς το οποίο θα έπρεπε να έχει συμμορφωθεί αλλά δεν συμμορφώθηκε. Η είσοδός του δεν ήταν ανεκτή από το οικείο κράτος μέλος –ωστόσο το κράτος μέλος απέτυχε να την αποτρέψει. Είναι πιθανό, εάν το κράτος μέλος ήταν πιο προσεκτικό κατά την υπεράσπιση των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης, το ενδιαφερόμενο άτομο να μην είχε καταφέρει να εισχωρήσει παρανόμως στην επικράτειά της.
180. Υπό αυτές τις συνθήκες, γίνεται πλήρως κατανοητός ο λόγος για τον οποίο το οικείο κράτος μέλος προσδιορίζεται ως υπεύθυνο σύμφωνα με το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ για την εξέταση της συνεπακόλουθης αιτήσεως διεθνούς προστασίας του συγκεκριμένου ατόμου.
181. Επανέρχομαι, τώρα, στην ανθρωπιστική κρίση η οποία ενέσκηψε κατά την χρονική περίοδο μεταξύ Σεπτεμβρίου 2015 και Μαρτίου 2016.
182. Πρόκειται για κοσμοπλημμύρα απελπισμένων ανθρώπων –εκείνοι που τρέχουν να σωθούν από τον πόλεμο στη Συρία διογκώνουν τους αριθμούς όσων βρίσκονται ήδη καθ’ οδόν προερχόμενοι από το Ιράκ ή Αφγανιστάν. Όλοι μαζί κατακλύζουν τον κροατικό συνοριακό σταθμό καταφθάνοντας ανά εκατοντάδες, χιλιάδες (167). Μαζί τους έχουν ελάχιστα ή τίποτα απολύτως από είδη πρώτης ανάγκης. Εάν δεν τους δοθεί κάποιο κατάλυμα, θα στήσουν με όποιο τρόπο μπορέσουν αυτοσχέδιες σκηνές, προσβλέποντας στη διεθνή βοήθεια –όση και όταν πρόκειται να έρθει– από φορείς όπως η UNHCR, ο Ερυθρός Σταυρός και οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα όσον αφορά τη διατροφή, τη στέγαση και τη φροντίδα τους. Η ανθρωπιστική κρίση κτυπάει την πόρτα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο κίνδυνος αποσταθεροποιήσεως των γειτονικών βαλκανικών κρατών είναι προφανής· η ειρήνη και η ασφάλεια διακυβεύεται πράγματι στην περιοχή. Ο χειμώνας έρχεται.
183. Το ποια κράτη μέλη βρίσκονται στην πρώτη γραμμή το υπαγορεύει η γεωγραφία και δεν το επιλέγουν τα ίδια τα κράτη μέλη. Τα εν λόγω κράτη μέλη –όπως όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης– υπέχουν διεθνείς υποχρεώσεις που απορρέουν από τη Σύμβαση της Γενεύης. Προφανώς, για ανθρωπιστικούς λόγους, θα πρέπει να δεχθούν στο έδαφός τους τους πάσχοντες συνανθρώπους μας. Στην περίπτωση αυτή, ωστόσο, τα οικεία κράτη μέλη δεν θα είναι σε θέση να εγγυηθούν κατάλληλες συνθήκες υποδοχής για όλους (168). Ούτε θα μπορούν να εξετάζουν όσο γρήγορα πρέπει τις αιτήσεις διεθνούς προστασίας καθώς οι διοικητικές τους υπηρεσίες θα έχουν κατακλυστεί από έναν τεράστιο όγκο αιτημάτων προς διεκπεραίωση (169).
184. Από την πρώτη στιγμή που τέθηκε σε ισχύ η Σύμβαση του Δουβλίνου, διαπιστώνεται σύγκρουση μεταξύ δύο διαφορετικών στόχων (170). Αφενός, το σύστημα του Δουβλίνου σκοπεί στη θέσπιση ενός πλαισίου εντός του οποίου θα λειτουργεί ένας διακρατικός μηχανισμός που θα επιτρέπει στα κράτη μέλη να προσδιορίζουν με ταχύτητα τη χώρα που είναι υπεύθυνη να εξετάσει μια αίτηση διεθνούς προστασίας. Προς τον σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη επιδιώκουν να αποτρέψουν δύο φαινόμενα, το «forum shopping» και τις δευτερογενείς μετακινήσεις. Η Επιτροπή δήλωσε προσφάτως ότι: «το σημαντικότερο είναι ότι όλα τα κράτη μέλη πρέπει να δεσμευτούν ότι θα θέσουν τέλος στην ελεύθερη διέλευση χωρίς ελέγχους («wave-through») για όσους εκδηλώνουν ενδιαφέρον να υποβάλουν αίτηση ασύλου αλλού. Οι άνθρωποι που εισέρχονται στην Ένωση πρέπει να γνωρίζουν ότι αν έχουν ανάγκη προστασίας θα την λάβουν, αλλά ότι δεν αποφασίζουν αυτοί πού» (171). Αφετέρου, η προσέγγιση αυτή προσκρούει στον στόχο πολλών οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών και της UNHCR, ο οποίος βασίζεται στην κατανομή της ευθύνης ανάλογα με τον τόπο υποβολής της αιτήσεως διεθνούς προστασίας. Ωστόσο, ο στόχος αυτός δεν επιτεύχθηκε ποτέ ελλείψει, μέχρις στιγμής, της αναγκαίας πολιτικής βουλήσεως (172).
185. Τίποτε δεν επιτρέπει να θεωρηθεί ότι ο A.S. ή οι οικογένειες Jafari σκόπευαν να υποβάλουν πολλαπλές αιτήσεις σε περισσότερα κράτη μέλη (173). Ομοίως, στις υπό κρίση δύο περιπτώσεις, δεν δικαιολογούνται ανησυχίες ούτε για τυχόν δευτερογενείς μετακινήσεις. Η είσοδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση του A.S. όσο και των οικογενειών Jafari ήταν καταγεγραμμένη. Οι αντίστοιχες διαδρομές τους δεν ήταν παράνομες υπό την έννοια που προβλέπει η νομοθεσία (174).
186. Είναι προφανές ότι οι διελεύσεις των συνόρων που έλαβαν χώρα στο πλαίσιο των παρουσών υποθέσεων δεν ήταν «νόμιμες». Ωστόσο, δεν δέχομαι ότι οι εν λόγω διαβάσεις πρέπει να χαρακτηρισθούν ως «παράνομες» κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, το οποίο θα είχε ως αποτέλεσμα το κράτος μέλος του οποίου τα σύνορα ο αιτών διέβη «παρανόμως» να είναι υπεύθυνο για την εξέταση μεταγενέστερης αιτήσεως διεθνούς προστασίας.
187. Στο σημείο αυτό, πρέπει να επισημανθεί ένας ακόμη λόγος που δυσκολεύει, θεωρώ, την αποδοχή του επιχειρήματος που προέβαλαν ιδίως η Γαλλία και η Επιτροπή. Ο A.S. και οι οικογένειες Jafari εισήλθαν για πρώτη φορά στην Ένωση, προερχόμενοι από τρίτη χώρα, διασχίζοντας τα σύνορα της Ελλάδας, η οποία, ως εκ τούτου, είναι το κράτος μέλος πρώτης εισόδου. Κατ’ αυστηρή ερμηνεία του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, η Ελλάδα θα ήταν το υπεύθυνο κράτος μέλος για την εξέταση των αντίστοιχων αιτήσεών τους για διεθνή προστασία. Ωστόσο, από το 2011 αναγνωρίζεται ότι οι αιτούντες διεθνή προστασία δεν επιστρέφονται στην Ελλάδα (175).
188. Στη διάρκεια του ίδιου οδικού ταξιδιού, ο A.S. και οι οικογένειες Jafari εγκατέλειψαν για λίγο την επικράτεια της Ένωσης προτού εισέλθουν εκ νέου διαβαίνοντας τα σύνορα της Κροατίας. Ως εκ τούτου, η Κροατία είναι το δεύτερο κράτος μέλος τα σύνορα του οποίου διέβησαν προερχόμενοι από τρίτη χώρα. Διατρέχοντας τον κίνδυνο να κατηγορηθώ ότι κομίζω γλαύκα εις Αθήνας, όλα τα κράτη μέλη της Ένωσης δεν συνορεύουν από ξηράς μεταξύ τους (176). Ουδέν έρεισμα δίνει το γράμμα του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ εις επίρρωση της ερμηνείας ότι η ευθύνη, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, μεταφέρεται στο κράτος μέλος δεύτερης εισόδου.
189. Η απλή αλήθεια είναι ότι το άρθρο 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ αποσκοπούσε στην αντιμετώπιση της συνήθους περιπτώσεως των μεμονωμένων υπηκόων τρίτων χωρών που διαβαίνουν παρανόμως τα σύνορα κράτους μέλους της Ένωσης και υποβάλουν την ατομική αίτησή τους. Ούτε η διάταξη αυτή ούτε ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ στο σύνολό του σχεδιάστηκαν για να ρυθμίσουν μια κατάσταση μαζικής εισροής υπηκόων τρίτων χωρών στους οποίους επιτράπηκε να διαβούν τα σύνορα και να υποβάλουν εξίσου μαζικά αιτήσεις διεθνούς προστασίας. Ο κανονισμός αυτός δεν έχει σχεδιαστεί για να διασφαλίζει έναν βιώσιμο επιμερισμό των ευθυνών για τους αιτούντες διεθνή προστασία σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τούτο, ωστόσο, είναι ακριβώς το υπόβαθρο των υπό κρίση αιτήσεων για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως (177).
190. Κατόπιν αυτών, η πρότασή μου είναι ότι στη φράση «αιτών διέβη παρανόμως […] τα σύνορα κράτους μέλους» του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ δεν εμπίπτει η περίπτωση κατά την οποία, συνεπεία μαζικής εισροής στο έδαφος της Ένωσης υπηκόων τρίτων κρατών αναζητούντων διεθνή προστασία εντός αυτής, κράτη μέλη επιτρέπουν στους ενδιαφερόμενους υπηκόους τρίτων χωρών να διαβούν τα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης και στη συνέχεια να ταξιδέψουν μέσω αυτών προς άλλα κράτη μέλη προκειμένου να υποβάλουν αιτήσεις διεθνούς προστασίας σε ένα συγκεκριμένο κράτος μέλος.
Τέταρτο ζήτημα: άρθρο 5, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν
191. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινισθεί αν η προσέγγιση του «wave through» έχει την έννοια ότι «επιτράπηκε» στους ενδιαφερόμενους υπηκόους τρίτων χωρών να διέλθουν τα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης κατά την έννοια του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν.
192. Λαμβάνοντας υπόψη την ερμηνευτική προσέγγιση που πρότεινα όσον αφορά τον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ (όπως αυτή εκτέθηκε στο σημείο 141 των παρουσών προτάσεων), παρέλκει, υπό την αυστηρή έννοια του όρου, η εξέταση της συγκεκριμένης διατάξεως του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν. Χάριν πληρότητας όμως θα εξετάσω και το ζήτημα αυτό.
193. Ο A.S. και οι οικογένειες Jafari διέσχισαν αρχικώς τα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης στην Ελλάδα. Στη συνέχεια, διέβησαν τα εξωτερικά σύνορα προς τρίτη χώρα, την πΓΔΜ. Τέλος, διέσχισαν τα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης προκειμένου να εισέλθουν στην Κροατία μέσω Σερβίας. Εκ πρώτης όψεως, συνεπώς, φαίνεται ότι εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν (178).
194. Το άρθρο 5, παράγραφος 1, του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν προβλέπει τις προϋποθέσεις εισόδου των υπηκόων τρίτων χωρών με σκοπό μια «παραμονή μικρής διάρκειας» (179). Κάθε υπήκοος τρίτης χώρας (ειδικότερα, εν προκειμένω, υπήκοος του Αφγανιστάν ή της Συρίας) πρέπει να πληροί τις ακόλουθες προϋποθέσεις: (i) να διαθέτει έγκυρο ταξιδιωτικό έγγραφο (180)· (ii) να διαθέτει έγκυρη θεώρηση (181)· και (iii) να είναι σε θέση να αιτιολογεί τον σκοπό και τις συνθήκες της προβλεπόμενης παραμονής (182). Ο ενδιαφερόμενος υπήκοος τρίτης χώρας πρέπει, επίσης, να μην είναι καταχωρισμένος στο SIS ως ανεπιθύμητος και να μη θεωρείται απειλή για τη δημόσια τάξη, την εσωτερική ασφάλεια, τη δημόσια υγεία ή τις διεθνείς σχέσεις του οικείου κράτους μέλους (183). Οι προϋποθέσεις του άρθρου 5, παράγραφος 1, συντρέχουν σωρευτικώς.
195. Ο Κώδικας συνόρων του Σένγκεν προβλέπει ότι οι έλεγχοι στα σύνορα διενεργούνται σύμφωνα με τα άρθρα 6 και 7. Οι έλεγχοι αυτοί προβλέπεται, επίσης, ότι μπορούν να απλουστευθούν λόγω εξαιρετικών και απρόβλεπτων συνθηκών (184). Τα ταξιδιωτικά έγγραφα των υπηκόων τρίτων χωρών σφραγίζονται, ωστόσο, συστηματικά κατά την είσοδο και την έξοδο δυνάμει του άρθρου 10. Το άρθρο 12, παράγραφος 1, διευκρινίζει ότι η επιτήρηση των εξωτερικών συνόρων έχει ως κύριο σκοπό να εμποδίσει τη μη επιτρεπόμενη διέλευση των συνόρων, να καταπολεμήσει τη διασυνοριακή εγκληματικότητα και να εφαρμόσει ή να λάβει μέτρα κατά των ατόμων που διήλθαν τα σύνορα «παρανόμως» [(«illegally»)] (185). Η είσοδος απαγορεύεται στον υπήκοο τρίτης χώρας που δεν πληροί το σύνολο των προϋποθέσεων του άρθρου 5, παράγραφος 1, εκτός αν υπάγεται σε κάποια από τις παρεκκλίσεις του άρθρου 5, παράγραφος 4.
196. Σύμφωνα με το άρθρο 5, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, πρώτη περίοδος, μπορεί να επιτραπεί από τα κράτη μέλη η είσοδος για λόγους, μεταξύ άλλων, ανθρωπιστικούς ή συμμορφώσεως προς διεθνείς υποχρεώσεις.
197. Η Γαλλία και η Επιτροπή ισχυρίζονται ότι το άρθρο 5, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν δεν έχει εφαρμογή στις υπό κρίση δύο υποθέσεις. Υποστηρίζουν ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να εκτιμούν ξεχωριστά την κάθε περίπτωση προκειμένου να διαπιστωθεί αν η διάταξη αυτή ενεργοποιείται. Μια τέτοια αξιολόγηση, ωστόσο, δεν πραγματοποιήθηκε ούτε στην υπόθεση A.S. ούτε στην υπόθεση Jafari. Κατά συνέπεια, καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ.
198. Δεν συμφωνώ.
199. Πρώτον, το γράμμα της παρεκκλίσεως του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, ομοιάζει με αυτό του άρθρου 5, παράγραφος 2, της CISA. Το δεύτερο εδάφιο της τελευταίας αυτής διατάξεως αναφέρει επιπροσθέτως: «Οι κανόνες αυτοί δεν εμποδίζουν την εφαρμογή των ιδιαίτερων διατάξεων περί δικαιώματος ασύλου […]».
200. Από τις προπαρασκευαστικές διαδικασίες προκύπτει ότι η πρόταση της Επιτροπής για τον Κώδικα συνόρων του Σένγκεν διευκρίνισε ότι το σχέδιο κανονισμού επαναλάμβανε ουσιαστικά τα άρθρα 3 έως 8 του κεφαλαίου 1 της CISA (186). Το κείμενο του άρθρου 5, παράγραφος 2, της CISA περιελήφθη στα άρθρα 5, παράγραφος 6, και 11, παράγραφος 1, της προτάσεως της Επιτροπής. Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο θέσπισε την παρέκκλιση του νυν άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, προκειμένου να διασαφηνισθούν οι κανόνες (187).
201. Δεν θεωρώ ότι η έλλειψη ειδικής παραπομπής σε «ιδιαίτερες διατάξεις περί δικαιώματος ασύλου» έχει την έννοια ότι η παρέκκλιση δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής σε περιστάσεις όπως αυτές που επικρατούσαν μεταξύ Σεπτεμβρίου 2015 και Μαρτίου 2016. Ο νομοθέτης θεώρησε, πιθανόν, ότι το κείμενο του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, σε συνδυασμό με το άρθρο 3α και υπό το φως της αιτιολογικής σκέψεως 7, είναι αρκούντως σαφές χωρίς την προσθήκη άλλων συμπληρωματικών λέξεων.
202. Δεύτερον, ο όρος «ανθρωπιστικοί λόγοι» δεν ορίζεται στον Κώδικα συνόρων του Σένγκεν. Ο γενικός εισαγγελέας P. Mengozzi διατύπωσε προσφάτως τη γνώμη ότι πρόκειται περί αυτοτελούς έννοιας του δικαίου της Ένωσης (188). Συμμερίζομαι την άποψή του. Πρόκειται περί ευρείας διατυπώσεως η οποία καλύπτει την περίπτωση των ατόμων που προσπαθούν να ξεφύγουν από διώξεις και προστατεύονται από την αρχή της μη επαναπροωθήσεως. Εξάλλου, κατά την ερμηνεία της διατυπώσεως αυτής του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η απορρέουσα από το άρθρο 3α υποχρέωση –ότι τα κράτη μέλη πρέπει να συμμορφώνονται πλήρως προς τη συναφή ενωσιακή νομοθεσία, συμπεριλαμβανομένου του Χάρτη, της Συμβάσεως της Γενεύης και των θεμελιωδών δικαιωμάτων.
203. Είμαι της γνώμης λοιπόν ότι οι περιπτώσεις του A.S. και των οικογενειών Jafari εμπίπτουν στο άρθρο 5, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, πρώτη περίοδος, του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν.
204. Από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται ότι πραγματοποιήθηκε εξατομικευμένη αξιολόγηση των υπό κρίση υποθέσεων. Είναι πολύ πιθανό, όπως φαίνεται, ότι ουδόλως διενεργήθηκε κάτι τέτοιο. Παρά ταύτα, τυγχάνει εφαρμογής η εν λόγω διάταξη;
205. Νομίζω ότι έχει εφαρμογή και στην περίπτωση αυτή.
206. Ισχύει ότι το άρθρο 5, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, δεύτερη περίοδος, του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν απαιτεί εξατομικευμένη εκτίμηση προκειμένου να διαπιστωθεί αν ο ενδιαφερόμενος είναι καταχωρισμένος στο SIS. Ωστόσο, από το γράμμα της διατάξεως δεν προκύπτει ότι η πρώτη περίοδος εφαρμόζεται μόνον αν πληρούται ήδη η προϋπόθεση της δεύτερης περιόδου. Οι δύο περίοδοι του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, είναι αναμφισβήτητα συνδεδεμένες, αλλά η πρώτη μπορεί να ερμηνευθεί ανεξάρτητα από τη δεύτερη.
207. Φρονώ, συνεπώς, ότι, ακόμη και αν το κριτήριο του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με τον Κώδικα συνόρων του Σένγκεν, ένα μεθοριακό κράτος μέλος, υπό τις περιστάσεις που ίσχυαν κατά τον κρίσιμο χρόνο, θα είχε το δικαίωμα να επιλέξει να επικαλεστεί την παρέκκλιση του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο γ, του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν προκειμένου να επιτρέψει στους υπηκόους τρίτων χωρών να διέλθουν τα εξωτερικά του σύνορα χωρίς να προβεί σε εξατομικευμένη αξιολόγηση καθενός από αυτούς. Ενώ ένα τέτοιο κράτος μέλος θα πρέπει, ει δυνατόν, να καταβάλει κάθε προσπάθεια για να συμμορφωθεί με τη δεύτερη περίοδο της εν λόγω διατάξεως, η εφαρμογή του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, πρώτη περίοδος, δεν εξαρτάται από τη συμμόρφωση αυτή.
208. Όταν κράτος μέλος επιτρέπει την είσοδο στο έδαφός του σε υπήκοο τρίτης χώρας, βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, εξ ορισμού, δεν πληροί τις προϋποθέσεις εισόδου που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν. Καθό μέτρο δεν πληρούνται οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις εισόδου, η διέλευση των εξωτερικών συνόρων από τον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας είναι, τυπικώς, παράνομη. Εντούτοις, η είσοδος του εν λόγω προσώπου επιτράπηκε εκ των πραγμάτων και η νομική βάση της εν λόγω άδειας εισόδου είναι η παρέκκλιση του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ.
209. Η εν λόγω άδεια εισόδου δεν είναι δυνατό να αγνοηθεί για τους σκοπούς του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.
210. Για τους λόγους αυτούς, η πρότασή μου, επικουρικώς, έχει ως εξής: όταν κράτος μέλος επιτρέπει την είσοδο στο έδαφός του σε υπήκοο τρίτης χώρας, βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, εξ ορισμού, δεν πληροί τις προϋποθέσεις εισόδου που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, του συγκεκριμένου κανονισμού. Καθό μέτρο δεν πληρούνται οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις εισόδου, η διέλευση των εξωτερικών συνόρων από τον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας είναι, τυπικώς, παράνομη. Εντούτοις, η είσοδος θα του επιτράπηκε εκ των πραγμάτων και η νομική βάση της εν λόγω άδειας εισόδου είναι η παρέκκλιση του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν.
Πέμπτο ζήτημα: άρθρο 14 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ
211. Από τις προτάσεις που διατυπώνονται στα σημεία 152 και 190, ανωτέρω, προκύπτει ότι, κατά τη γνώμη μου, τα κριτήρια του κεφαλαίου ΙΙΙ των άρθρων 12 (θεωρήσεις) και 13 (παράνομη είσοδος) του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ δεν έχουν εφαρμογή στις περιστάσεις που επικρατούσαν στα Δυτικά Βαλκάνια μεταξύ Σεπτεμβρίου 2015 και Μαρτίου 2016.
212. Οι αναιρεσείουσες στην υπόθεση Jafari ισχυρίζονται ότι κρίσιμο είναι το κριτήριο του άρθρου 14 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ (είσοδος χωρίς υποχρέωση θεωρήσεως).
213. Δεν βρίσκω πειστική την άποψη αυτή.
214. Πρώτον, ο κανονισμός 539/2001 θεσπίζει τους κανόνες περί του καταλόγου τρίτων χωρών των οποίων οι υπήκοοι υπόκεινται στην υποχρέωση θεωρήσεως κατά τη διέλευση των εξωτερικών συνόρων της Ένωσης και την είσοδό τους στο έδαφός της. Οσάκις οι κανόνες αυτοί έχουν εφαρμογή (όπως στην προκειμένη περίπτωση), οι ενδιαφερόμενοι υπήκοοι των τρίτων χωρών πρέπει να διαθέτουν την απαραίτητη θεώρηση (189). Ο κανονισμός προβλέπει συγκεκριμένες παρεκκλίσεις από τη γενική αυτή υποχρέωση, όπως οι ισχύουσες για τους υπηκόους τρίτων χωρών που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παραρτήματος ΙΙ (190). Είναι επίσης δυνατό να υπάρξουν εξαιρέσεις από τον γενικό κανόνα όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 4 του κανονισμού (191). Ωστόσο, πέρα από τις ρητές παρεκκλίσεις από τον γενικό κανόνα, δεν υπάρχουν άλλες περιστάσεις υπό τις οποίες υπήκοος τρίτης χώρας μπορεί να απαλλαγεί από την υποχρέωση κατοχής θεωρήσεως.
215. Δεύτερον, ελλείψει ρητής προβλέψεως στο άρθρο 14 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, θεωρώ ότι η φράση «δεν υφίσταται η ανάγκη θεώρησης» δεν έχει την έννοια ότι κράτος μέλος δύναται μονομερώς να μην εφαρμόσει για άλλους ή επιπρόσθετους λόγους τη γενική υποχρέωση για κατοχή θεωρήσεως που προβλέπεται στο άρθρο 1 του κανονισμού 539/2001 (σε συνδυασμό με το παράρτημα Ι του κανονισμού αυτού για ορισμένες τρίτες χώρες). Ο κανονισμός, άλλωστε, ισχύει άμεσα σε κάθε κράτος μέλος, σύμφωνα με το άρθρο 288 ΣΛΕΕ. Τουναντίον, κατά τη δική μου ερμηνεία, η εν λόγω φράση αφορά πρωτίστως απαιτήσεις ως προς τις θεωρήσεις οι οποίες δεν διέπονται από τον κανονισμό 539/2001, όπως είναι οι θεωρήσεις μακράς διάρκειας.
216. Τρίτον, ως υπήκοοι Αφγανιστάν, οι οικογένειες Jafari ήταν υποχρεωμένες να κατέχουν θεώρηση για την είσοδό τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση (192). Η απαίτηση αυτή είναι υποχρεωτική τόσο για τον υπήκοο τρίτης χώρας όσο και για το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος από την άποψη των χωρών που απαριθμούνται στο παράρτημα Ι του κανονισμού 539/2001. Φαίνεται δεδομένο ότι οι οικογένειες Jafari δεν εμπίπτουν στις παρεκκλίσεις του άρθρου 1, παράγραφος 2, ή του άρθρου 4 του εν λόγω κανονισμού (193).
217. Μια εναλλακτική ερμηνεία του άρθρου 14 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ θα μπορούσε να είναι η εξής: κράτος μέλος δύναται να άρει την υποχρέωση θεωρήσεως σε μια συγκεκριμένη ατομική περίπτωση, αναγνωρίζοντας παράλληλα ότι, για τον λόγο αυτό, αναλαμβάνει την ευθύνη να εξετάσει την αίτηση διεθνούς προστασίας του συγκεκριμένου ατόμου. Μια τέτοια μεταχείριση, φρονώ, θα απαιτούσε μια εξατομικευμένη εκτίμηση. Εν προκειμένω, ωστόσο, δεν προκύπτει ότι κάτι τέτοιο πραγματοποιήθηκε. Στην πραγματικότητα, οι περιστάσεις υποδηλώνουν το αντίθετο, δηλαδή εφαρμόστηκε μια πολιτική στο πλαίσιο της οποίας τα κράτη μέλη επέτρεψαν στους υπηκόους τρίτων χωρών από το Αφγανιστάν, το Ιράκ και τη Συρία να διέλθουν από τα εσωτερικά σύνορά τους δίχως να αξιολογηθούν ατομικώς (194).
218. Κατόπιν αυτών, είναι απορριπτέα η επιχειρηματολογία ότι, υπό τις περιστάσεις των οικογενειών Jafari, ισοδυναμεί με είσοδο χωρίς υποχρέωση θεωρήσεως, κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, το γεγονός ότι κράτη μέλη της Ένωσης επέτρεψαν σε υπηκόους τρίτων χωρών την είσοδο στο έδαφός τους. Ομοίως, αποκρούεται η άποψη ότι το άρθρο 14, παράγραφος 2, εφαρμόζεται στην περίπτωση της Αυστρίας (του κράτους μέλους όπου υποβλήθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας). Φρονώ ότι η ίδια συλλογιστική είναι λογικό να εφαρμοσθεί τόσο στο άρθρο 14, παράγραφος 1, όσο και στο άρθρο 14, παράγραφος 2.
Υπαγωγή των δύο υπό κρίση υποθέσεων στον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ
219. Τα κριτήρια περί οικογενειακής σχέσεως στα άρθρα 8 έως 11 και 15 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ δεν είναι λυσιτελή στις περιπτώσεις είτε του A.S. είτε των οικογενειών Jafari.
220. Έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι υπό τις συνθήκες που προέκυψαν μεταξύ Σεπτεμβρίου 2015 και Μαρτίου 2016 στα Δυτικά Βαλκάνια κανένα από τα κριτήρια του κεφαλαίου ΙΙΙ δεν εφαρμόζεται στις δύο αυτές περιπτώσεις. Τα κριτήρια αυτά δεν μπορούν να ερμηνευθούν και να εφαρμοστούν κατά τρόπο που να επιτυγχάνει τον στόχο που περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 5 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, ήτοι της καθιερώσεως «μια[ς] μεθόδο[υ] [που θα] θεμελιώνεται σε αντικειμενικά και δίκαια κριτήρια τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Θα πρέπει, ιδίως, να επιτρέπει τον ταχύ προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο, προκειμένου να κατοχυρώνεται η πραγματική πρόσβαση στις διαδικασίες χορήγησης διεθνούς προστασίας και να μην διακυβεύεται ο στόχος της ταχύτητας κατά την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας».
221. Κανένα από τα κριτήρια του κεφαλαίου ΙΙΙ δεν σκοπεί ειδικώς την περίπτωση κατά την οποία ένα ή περισσότερα κράτη μέλη βρέθηκαν υπό περιστάσεις αιφνίδιας μαζικής εισροής υπηκόων τρίτων χωρών. Φαίνεται, δε, μάλλον απίθανο ο νομοθέτης, όταν εξέδωσε τον νέο κανονισμό με σκοπό την επικαιροποίηση του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙ και διατήρησε την προσέγγιση του τελευταίου όσον αφορά τον ορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους (με βάση τη μεμονωμένη εξέταση κάθε ατομικής αιτήσεως διεθνούς προστασίας), να προέβλεψε ότι μια τέτοια κατάσταση θα προέκυπτε κάποτε.
222. Είναι αληθές ότι το άρθρο 78, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ προσφέρει νομική βάση σε μια κοινή δράση της Ένωσης για την αντιμετώπιση μιας τόσο επείγουσας καταστάσεως. Είναι εξίσου αληθές ότι υπήρξαν συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, όπως τα μέτρα που ελήφθησαν για τη μετεγκατάσταση των υπηκόων τρίτων χωρών από την Ελλάδα και την Ιταλία (195). Ανελήφθησαν, εξάλλου, και λιγότερο τυπικές πρωτοβουλίες, όπως η συνάντηση για τη «μεταναστευτική διαδρομή στα Δυτικά Βαλκάνια», η οποία έλαβε χώρα στις 25 Οκτωβρίου 2015 στις Βρυξέλλες κατόπιν προσκλήσεως της Επιτροπής και ολοκληρώθηκε με την έκδοση κοινής δηλώσεως με στόχο τη βελτίωση της συνεργασίας και των διαβουλεύσεων μεταξύ των ενδιαφερόμενων κρατών (196). Η Επιτροπή ανέλαβε να παρακολουθεί εκ του σύνεγγυς την εφαρμογή των δεσμεύσεων που διαλαμβάνονται στη δήλωση.
223. Κατά βάση, ωστόσο, δεν επιτεύχθηκε πολιτική συναίνεση όσον αφορά μια λύση για τα Δυτικά Βαλκάνια (197).
224. Η φιλελεύθερη προσέγγιση της Γερμανίας αποτυπώθηκε στον Τύπο υπό τους τίτλους «Η Γερμανία αναστέλλει τη συμφωνία του Δουβλίνου για τους Σύρους πρόσφυγες» (198) και ότι ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ «έσπασε» και καταργήθηκε. Η αρχική πολιτική της Γερμανίας (βλ. σημείο 12, ανωτέρω, των παρουσών προτάσεων) να δέχεται δίχως περιορισμό Σύρους που αναζητούσαν διεθνή προστασία, παρουσιάστηκε ως «η Γερμανία δεν εφαρμόζει άλλο πια [το Δουβλίνο]» (199). Η Γερμανία, ωστόσο, δεν ήταν το μοναδικό κράτος μέλος που ανέλαβε πρωτοβουλίες κατά τον κρίσιμο χρόνο. Άλλα κράτη μέλη υιοθέτησαν διαφορετική προσέγγιση (200).
225. Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη ενήργησαν άλλοτε μονομερώς, ενίοτε διμερώς, και μερικές φορές σε ομάδες, με ή χωρίς τη σύμπραξη τρίτων κρατών. Το ακριβές νομικό καθεστώς των διαφόρων ρυθμίσεων σε σχέση με το νομικό πλαίσιο της Ένωσης δεν είναι απολύτως σαφές, ακόμη και αν οι διατάξεις που διέπουν τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης στον τίτλο V της ΣΛΕΕ επιτρέπουν κάποιο βαθμό ευελιξίας.
226. Εν πάση περιπτώσει, γεγονός παραμένει ότι στον κανονισμό του Δουβλίνου ΙΙΙ δεν προστέθηκε κανένα ειδικά σχεδιασμένο κριτήριο με σκοπό τη ρύθμιση της καταστάσεως στα Δυτικά Βαλκάνια κατά τον κρίσιμο χρόνο. Ούτε προτάθηκε ούτε εκδόθηκε κάποια άλλη νομική πράξη προκειμένου να καλυφθεί το κενό.
227. Σε αυτό το πλαίσιο το Δικαστήριο καλείται τώρα να ερμηνεύσει κατά τρόπο συνεκτικό τον κανονισμό Δουβλίνο ΙΙΙ.
228. Αφενός (και αντίθετα προς τις σκέψεις που εκτέθηκαν ανωτέρω), η Γαλλία και η Επιτροπή ισχυρίζονται ότι το άρθρο 5, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν δεν έχει εφαρμογή και ότι το κριτήριο του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κεφαλαίου ΙΙΙ είναι κρίσιμο και θα πρέπει να εφαρμόζεται αυστηρά. Από τον ισχυρισμό αυτό προκύπτει ότι οι υπήκοοι τρίτων χωρών που διασχίζουν τα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης πρέπει να υποβάλλουν αιτήσεις διεθνούς προστασίας στα κράτη μέλη της μεθορίου στα οποία έφθασαν για πρώτη φορά «παρανόμως».
229. Αφετέρου, μήπως η προσέγγιση του «wave through», υπό την έννοια ότι οι υπήκοοι τρίτων χωρών δικαιούνται να διέλθουν χωρίς ελέγχους και διατυπώσεις από ένα ή περισσότερα κράτη μέλη προκειμένου να υποβάλουν τα αιτήματά τους για διεθνή προστασία σε ένα επόμενο κράτος μέλος της επιλογής τους, αντίκειται στους στόχους του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ για την πρόληψη των δευτερογενών μετακινήσεων και του «forum shopping»;
230. Στο σημείο αυτό, ανακύπτει και πάλι το ίδιο ζήτημα: πώς και πού βρίσκεται η ισορροπία μεταξύ δύο αντιτιθέμενων προσεγγίσεων (201).
231. Ο βασικός αντίλογος στην αυστηρή ερμηνεία που προτείνουν η Γαλλία και η Επιτροπή είναι ότι δεν συνεκτιμά με ρεαλιστικό τρόπο τις περιστάσεις που επικρατούσαν στα Δυτικά Βαλκάνια κατά τον κρίσιμο χρόνο και ότι αγνοεί τα πραγματικά στοιχεία που αφορούν τη διέλευση των συνόρων. Λόγω της γεωγραφικής τους θέσεως, τα κράτη μέλη της μεθορίου –ιδίως η Κροατία και η Σλοβενία (η οποία δεν συνορεύει με τρίτο κράτος αλλά είναι το πρώτο κράτος του Σένγκεν) (202)– θα είχαν στην περίπτωση αυτή κατακλυστεί τόσο από το πλήθος των αιτούντων τους οποίους θα όφειλαν να υποδεχθούν όσο από τον αντίστοιχο αριθμό αιτήσεων διεθνούς προστασίας τις οποίες θα ήταν υποχρεωμένα να διεκπεραιώσουν. Μεταξύ 16 Σεπτεμβρίου 2015 και 5 Μαρτίου 2016, εισήλθαν στην Κροατία συνολικώς 685 068 άτομα. Οι ημερήσιες αφίξεις ανέρχονταν κατά μέσο όρο σε 5 500 περίπου υπηκόους τρίτων χωρών· στις 17 Σεπτεμβρίου 2015, ο αριθμός αυτός εκτοξεύθηκε στις 11 000 (203).
232. Ένα τέτοιο αποτέλεσμα δεν αντιστοιχεί προς τον στόχο να βασίζεται ο προσδιορισμός του υπεύθυνου κράτους μέλους σε «δίκαια κριτήρια τόσο για τα κράτη μέλη όσο και για τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα» (204). Όταν το σύστημα ασύλου κράτους μέλους είναι υπέρ το δέον επιβαρυμένο, το οικείο κράτος μέλος δεν δύναται να κατοχυρώσει πραγματική πρόσβαση στις διαδικασίες χορηγήσεως διεθνούς προστασίας και αναπόφευκτα διακυβεύεται ο στόχος της ταχύτητας κατά την εξέταση των αιτήσεων διεθνούς προστασίας τον οποίο υπηρετεί μεταξύ άλλων η οδηγία σχετικά με τις διαδικασίες. Είναι δε πιθανό ότι το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος θα δυσκολευτεί επίσης, ή και θα βρεθεί σε πλήρη αδυναμία, να συμμορφωθεί με την οδηγία περί υποδοχής σχετικά με τους κανόνες για την υποδοχή των αιτούντων διεθνή προστασία (205).
233. Στην υπόθεση NS (206), το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι παράβαση της οδηγίας σχετικά με τις διαδικασίες ή της οδηγίας περί υποδοχής δεν συνιστά παράγοντα ο οποίος πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά τον προσδιορισμό του υπεύθυνου κράτους μέλους, καθώς τούτο θα είχε ως αποτέλεσμα να προστεθεί, διά της πλαγίας οδού, ένα επιπλέον κριτήριο στα κριτήρια του κεφαλαίου ΙΙΙ του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ (207). Ωστόσο, το Δικαστήριο έκρινε περαιτέρω ότι «σε περίπτωση κατά την οποία υφίσταται σοβαρός κίνδυνος συστημικών πλημμελειών όσον αφορά τη διαδικασία χορηγήσεως ασύλου και τις συνθήκες υποδοχής των αιτούντων άσυλο στο υπεύθυνο κράτος μέλος, συνεπαγόμενος την απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, κατά την έννοια του άρθρου 4 του Χάρτη, των αιτούντων άσυλο που μεταφέρονται στην επικράτεια αυτού του κράτους μέλους, η μεταφορά αυτή αντιβαίνει στον [κανονισμό Δουβλίνο ΙΙ]» (208). Η υπόθεση αφορούσε περίπτωση επιστροφής στην Ελλάδα υπό το προϊσχύσαν καθεστώς του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.
234. Φρονώ ότι, εάν τα κράτη της μεθορίου, όπως η Κροατία, θεωρηθούν υπεύθυνα για την υποδοχή και διαχείριση εξαιρετικά υψηλού αριθμού αιτούντων άσυλο, υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να κληθούν να σηκώσουν δυσανάλογο βάρος στο σκέλος της επιστροφής υπηκόων τρίτων χωρών που είχαν διέλθει ελεύθερα χωρίς ελέγχους και διατυπώσεις μεταξύ Σεπτεμβρίου 2015 και Μαρτίου 2016. Ορισμένοι από τους αιτούντες αυτούς, όπως ο A.S. και οι οικογένειες Jafari, έχουν ακολούθως αποτελέσει αντικείμενο αιτήσεων μεταφοράς, τις οποίες πρέπει στη συνέχεια να επεξεργαστεί το οικείο κράτος μέλος της μεθορίου. Κατά πάσα πιθανότητα, το εν λόγω κράτος μέλος θα πρέπει να εξετάσει την ουσιαστική αίτηση διεθνούς προστασίας. Είναι σαφές ότι η αύξηση του αριθμού των αιτούντων άσυλο που επιστρέφονται βάσει του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ έχει ήδη ασκήσει πρόσθετη πίεση στο κροατικό σύστημα ασύλου (209). Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η Κροατία –όπως συνέβη ήδη στην περίπτωση της Ελλάδας– θα βρεθεί σε απόλυτη αδυναμία να αντιμετωπίσει την κατάσταση εάν αναλάβει την πρόσθετη υποχρέωση να υποδεχθεί μεγάλο αριθμό αιτούντων που έχουν προηγουμένως διέλθει μέσω του εδάφους της.
235. Η Σλοβενία κλήθηκε να διαχειριστεί παρόμοιο αριθμό ατόμων που ζητούσαν πρόσβαση στην επικράτειά της και οι διοικητικές υπηρεσίες για την υποδοχή των αιτούντων υποχρεώθηκαν στα αδύνατα (210). Η Σλοβενική Κυβέρνηση περιέγραψε την κατάσταση στην οποία βρέθηκε ως μία από τις μεγαλύτερες ανθρωπιστικές προκλήσεις που έχει αντιμετωπίσει από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (211). Η κατάσταση αυτή θα μπορούσε με τη σειρά της να φέρει επίσης το εν λόγω κράτος μέλος σε θέση πλήρους αδυναμίας να εκπληρώσει τις απορρέουσες από το άρθρο 4 του Χάρτη και από το άρθρο 3 της ΕΣΔΑ υποχρεώσεις του (212).
236. Θεωρώ ότι δεν θα ήταν εύλογο, κατά τον κρίσιμο χρόνο, να αναμένεται ή να ζητείται από τους αιτούντες διεθνή προστασία να υποβάλουν αίτηση διεθνούς προστασίας στο κράτος μέλος πρώτης εισόδου, όπως έδειξε να προτείνει η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Είναι αληθές ότι το σύστημα του Δουβλίνου έχει σχεδιαστεί να λειτουργεί επί τη βάσει αυτής της παραδοχής και ότι τα δακτυλικά αποτυπώματα ενός εκάστου αιτούντος λαμβάνονται και εισάγονται στο Eurodac, ομοίως, σε αυτή τη βάση. Ωστόσο, τίποτε από αυτά δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα της καταστάσεως που επικρατούσε μεταξύ Σεπτεμβρίου 2015 και Μαρτίου 2016, όταν οι αρμόδιες αρχές κλήθηκαν να διαχειριστούν μια μαζική εισροή ανθρώπων. Πρέπει δε να επισημανθεί ότι σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες δεν τίθεται ζήτημα υποχρεωτικής λήψεως δακτυλικών αποτυπωμάτων (πιθανώς επειδή τόσο ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ όσο και ο κανονισμός Eurodac σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα και μια τέτοια πρακτική δεν δείχνει συμβατή με τον στόχο αυτό) –ωστόσο, πιθανότατα, η υποχρεωτικότητα μόνο θα εξασφάλιζε τη λήψη, κατά τη διέλευση, των δακτυλικών αποτυπωμάτων όλων.
237. Φρονώ ότι, επειδή ακριβώς η κατάσταση ήταν αδιαμφισβήτητα πρωτοφανής, η (εύλογη) ανησυχία για δευτερογενείς μετακινήσεις και «forum shopping» δεν είναι εν προκειμένω κρίσιμη όπως θα ήταν υπό κανονικές συνθήκες. Τις παρούσες υποθέσεις δεν απασχολούν άτομα που με λαθραία μέσα διέβησαν τα σύνορα της επικράτειας της Ένωσης. Και στις δύο περιπτώσεις, η διάβαση των συνόρων επιτράπηκε. Τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα γνωστοποίησαν τις προθέσεις τους στις αρμόδιες αρχές και τα ίδια καταγράφηκαν (213). Ως εκ τούτου, δεν συντρέχει εν προκειμένω περίπτωση παράνομων δευτερογενών μετακινήσεων. Αφετέρου, από τα στοιχεία που υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο, ουδόλως μπορεί να συναχθεί ότι οι αναιρεσείοντες είχαν την πρόθεση να εμπλακούν σε «forum shopping». Το μόνο το οποίο επιθυμούσαν ήταν να υποβάλουν τις αντίστοιχες αιτήσεις τους σε συγκεκριμένα κράτη μέλη τα οποία είχαν επιδείξει ορισμένη προθυμία να εξετάσουν και να ικανοποιήσουν τέτοιου είδους αιτήματα. Η εν λόγω κατάσταση, συνεπώς, δεν εμπίπτει στις αρχετυπικές. Για τους λόγους αυτούς, δεν ισχύει κατ’ ανάγκη ότι ανησυχίες για δευτερογενείς μετακινήσεις και «forum shopping» –ανησυχίες που είναι εύλογες στην κλασική περίπτωση του μεμονωμένου αιτούντος– ασκούν κάποια επιρροή εν προκειμένω.
238. Τα κριτήρια του κεφαλαίου ΙΙΙ δεν σχεδιάστηκαν έχοντας κατά νου την κατάσταση στα Δυτικά Βαλκάνια (214). Η επιμονή στην αυστηρή εφαρμογή των κριτηρίων αυτών αντιτίθεται προς έναν άλλο δεδηλωμένο σκοπό του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, ήτοι τη διασφάλιση ότι τα κράτη μέλη δεν καθιστούν τους αιτούντες διεθνή προστασία αιτούντες «in orbit» (215).
239. Άρα, μήπως «ράγισε» ο κανονισμός Δουβλίνο ΙΙΙ;
240. Δεν το νομίζω.
241. Το άρθρο 3 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ εισάγει ορισμένες γενικές αρχές και εγγυήσεις τις οποίες τα κράτη μέλη πρέπει να τηρούν. Ο κανόνας του άρθρου 3, παράγραφος 1, ότι οι αιτήσεις πρέπει να εξετάζονται από ένα κράτος μέλος, εξακολουθεί να ισχύει. Το άρθρο 3, παράγραφος 2, προβλέπει ότι υπό περιστάσεις κατά τις οποίες «δεν είναι δυνατόν να καθορισθεί το υπεύθυνο κράτος μέλος βάσει των κριτηρίων που αναφέρονται στον παρόντα κανονισμό, υπεύθυνο για την εξέταση της αίτησης είναι το πρώτο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκε η αίτηση διεθνούς προστασίας». Τα κράτη μέλη μπορούν να προσφεύγουν στη ρήτρα διακριτικής ευχέρειας του άρθρου 17, παράγραφος 1, σύμφωνα με την οποία δύναται να αποφασίζουν να εξετάζουν αιτήσεις διεθνούς προστασίας που έχουν κατατεθεί από υπηκόους τρίτων χωρών, ακόμη και αν δεν είναι υπεύθυνα για την εξέταση δυνάμει των κριτηρίων του κεφαλαίου ΙΙΙ.
242. Υπό το πρίσμα των όλως εξαιρετικών περιστάσεων που επικρατούσαν στα Δυτικά Βαλκάνια κατά την χρονική περίοδο μεταξύ Σεπτεμβρίου 2015 και Μαρτίου 2016, το υπεύθυνο κράτος μέλος μπορεί να προσδιοριστεί με βάση είτε τη μία είτε την άλλη διάταξη του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Σε καμία από τις υποθέσεις που εκκρεμούν επί του παρόντος ενώπιον του Δικαστηρίου, το οικείο κράτος μέλος δεν ανέλαβε οικειοθελώς την ευθύνη βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 1. Ως εκ τούτου, το αρμόδιο κράτος μέλος πρέπει να καθοριστεί βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2. Η άποψη αυτή διασφαλίζει την εγγύηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που θέσπισε ο νομοθέτης της Ένωσης και είναι συνεπής προς τον γενικό στόχο που διατυπώνεται στην έβδομη αιτιολογική σκέψη καθό μέτρο κατανέμει σαφώς μεταξύ των κρατών μελών την ευθύνη για την εξέταση αιτήσεων διεθνούς προστασίας.
243. Κατόπιν αυτών, συμπεραίνω ότι τα πραγματικά περιστατικά των διαφορών των κύριων δικών δεν επιτρέπουν το όποιο «υπεύθυνο κράτος μέλος» να καθορισθεί βάσει των κριτηρίων του κεφαλαίου ΙΙΙ του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Έπεται εξ αυτού ότι οι αντίστοιχες αιτήσεις διεθνούς προστασίας πρέπει να εξεταστούν από το πρώτο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκαν βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του συγκεκριμένου κανονισμού.
Υπόθεση A.S., C-490/16
244. Στην εν λόγω αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, το αιτούν δικαστήριο θέτει ένα επιπλέον ζήτημα σχετικό με το δικαίωμα δικαστικής αποτελεσματικής προστασίας και τον τρόπο υπολογισμού των προθεσμιών.
245. Με το πρώτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ερωτά, κατ’ ουσίαν, κατά πόσο δικαιούται ο A.S. να προσφύγει, βάσει του άρθρου 27 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ, κατά της αποφάσεως των αρμόδιων σλοβενικών αρχών οι οποίες ζήτησαν από την Κροατία να αναλάβει την ευθύνη να εξετάσει την αίτηση ασύλου του βάσει του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού.
246. Υπό το φως της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην υπόθεση Ghezelbash (216), η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα πρέπει να είναι αδιαμφισβήτητα καταφατική. Το Δικαστήριο με την απόφασή του αυτή έκρινε ότι «ότι το άρθρο 27, παράγραφος 1, [του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ], υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 19 του κανονισμού αυτού, έχει την έννοια ότι, σε μια περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, ο αιτών άσυλο μπορεί να επικαλεστεί, στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας κατά αποφάσεως μεταφοράς, την εσφαλμένη εφαρμογή των κριτηρίων περί ευθύνης που ορίζονται στο κεφάλαιο III του εν λόγω κανονισμού […]» (217).
247. Συμπεραίνω ότι, όταν αιτών διεθνή προστασία βάλλει κατά αποφάσεως μεταφοράς του, ισχυριζόμενος ότι δεν εφαρμόστηκε ορθώς το κριτήριο του άρθρου 13, παράγραφος 1, το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δικαιούται να προβάλει την αιτίαση, στο πλαίσιο προσφυγής κατά της αποφάσεως μεταφοράς του, περί εσφαλμένης εφαρμογής του συγκεκριμένου κριτηρίου προσδιορισμού ευθύνης που ορίζεται στο κεφάλαιο ΙΙΙ του εν λόγω κανονισμού.
248. Με το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν οι προθεσμίες των άρθρων 13, παράγραφος 1, και 29, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ συνεχίζουν να τρέχουν όταν ο αιτών διεθνή προστασία προσφεύγει κατά αποφάσεως μεταφοράς του βάσει του άρθρου 27, παράγραφος 1.
249. Το άρθρο 13, παράγραφος 1, προβλέπει ότι στις περιπτώσεις κατά τις οποίες ο προσδιορισμός του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αιτήσεως διεθνούς προστασίας στηρίζεται στο γεγονός ότι ο αιτών διέβη παρανόμως τα σύνορα και εισήλθε στο κράτος αυτό προερχόμενος από τρίτη χώρα, η ευθύνη για εξέταση της αιτήσεως παύει να υφίσταται δώδεκα μήνες μετά την ημερομηνία κατά την οποία έλαβε χώρα η παράνομη διάβαση των συνόρων.
250. Με δεδομένο ότι ο A.S. έχει ασκήσει προσφυγή κατά της αποφάσεως μεταφοράς του, η προθεσμία του άρθρου 13, παράγραφος 1, είναι πιθανό να εκπνεύσει προτού επιλυθεί η διαφορά. Τούτο είναι ακόμη πιο πιθανό αφής στιγμής οι εθνικές διαδικασίες έχουν επί του παρόντος ανασταλεί εκκρεμούσης της αποφάσεως του Δικαστηρίου.
251. Κατά την αντίληψή μου, από το γράμμα του νόμου συνάγεται ότι αποκλειστικός σκοπός της προθεσμίας του άρθρου 13, παράγραφος 1, είναι να διασφαλισθεί ότι το κράτος μέλος που υποβάλει το αίτημα περί επιστροφής (στο εξής: κράτος μέλος που υποβάλει το αίτημα) προς το πρώτο κράτος του οποίου ο υπήκοος τρίτης χώρας διέβη παρανόμως τα σύνορα και εισήλθε στο έδαφος της Ένωσης ενεργεί ταχέως (218). Εάν το κράτος που υποβάλει το αίτημα δεν ενεργήσει εντός της προθεσμίας των δώδεκα μηνών, τότε αυτομάτως καθίσταται υπεύθυνο κράτος μέλος για να εξετάσει την αίτηση διεθνούς προστασίας. Η συγκεκριμένη προθεσμία δεν συνδέεται με το δικαίωμα προσφυγής του αιτούντος. Τυχόν ερμηνεία της προθεσμίας των δώδεκα μηνών υπό την έννοια ότι συνδέεται με το δικαίωμα προσφυγής θα αντέκειτο προς τον στόχο του ταχύτατου καθορισμού του υπεύθυνου κράτους μέλους στο πλαίσιο του καθεστώτος του Δουβλίνου.
252. Το άρθρο 29, παράγραφος 2, ορίζει ότι εάν η μεταφορά αιτούντος διεθνή προστασία από το κράτος μέλος που υπέβαλε το αίτημα (εν προκειμένω, η Σλοβενία) προς το υπεύθυνο κράτος μέλος (εν προκειμένω, η Κροατία) δεν πραγματοποιηθεί εντός προθεσμίας έξι μηνών από την αποδοχή του αιτήματος μεταφοράς, το υπεύθυνο κράτος μέλος απαλλάσσεται των υποχρεώσεών του. Δυνάμει του άρθρου 27, παράγραφος 3, η άσκηση ένδικου μέσου ή η υποβολή αιτήσεως για επανεξέταση κατά αποφάσεως μεταφοράς έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα για τον αιτούντα. Ωστόσο, ο κανονισμός σιωπά ως προς το αν μια τέτοια προσφυγή αναστέλλει τις προθεσμίες που ορίζονται στο άρθρο 29, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.
253. Όταν οι προσφυγές που ασκούνται βάσει του άρθρου 27, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ κατά αποφάσεων περί μεταφοράς έχουν ανασταλτικό αποτέλεσμα κατά την έννοια του άρθρου 27, παράγραφος 3, στοιχεία αʹκαι βʹ, οι αποφάσεις μεταφοράς αναστέλλονται σύμφωνα με τη ρητή πρόβλεψη των εν λόγω διατάξεων. Είναι σαφές ότι υπό αυτές τις περιστάσεις η προθεσμία του άρθρου 29, παράγραφος 2, δεν τρέχει.
254. Η κατάσταση είναι λιγότερο απλή σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 27, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ. Στην περίπτωση αυτή, τα κράτη μέλη πρέπει να δίνουν στον αιτούντα τη δυνατότητα να ζητήσει την αναστολή της αποφάσεως μεταφοράς του. Η προθεσμία του άρθρου 29, παράγραφος 2, δεν τρέχει όσο διαρκεί η αναστολή. Εάν η προσφυγή του αιτούντος απορριφθεί, ωστόσο, η αναστολή παύει και η προθεσμία των έξι μηνών ξεκινά να τρέχει ξανά.
255. Είμαι της γνώμης ότι ερμηνεία των άρθρων 27 και 29 υπό την έννοια ότι η προθεσμία των έξι μηνών συνεχίζει να τρέχει παρά το γεγονός ότι ασκήθηκε προσφυγή κατά της αποφάσεως μεταφοράς θα ήταν ασυμβίβαστη με τον σκοπό και την οικονομία του κανονισμού. Τούτο θα σήμαινε ότι η διαδικασία μεταφοράς θα μπορούσε να ανατραπεί με μακρόσυρτες δικαστικές διαδικασίες.
256. Για τον λόγο αυτό θεωρώ ότι η προθεσμία των έξι μηνών που προβλέπεται στο άρθρο 29, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ σταματά να τρέχει όταν η προσφυγή που ασκείται βάσει του άρθρου 27, παράγραφος 1, έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα κατά την έννοια του άρθρου 27, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού.
257. Δεν είναι σαφές ποιες ακριβώς θα μπορούσαν να είναι οι συνέπειες για τον A.S. Το Δικαστήριο δεν έχει στη διάθεσή του κανένα στοιχείο εκ του οποίου να μπορεί να συναχθεί ο τρόπος με τον οποίο έχει μεταφέρει η Σλοβενία το άρθρο 27, παράγραφος 3, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.
258. Ωστόσο, δεν αμφισβητείται ότι οι περιστάσεις υπό τις οποίες ο A.S. εισήλθε στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν άνευ προηγουμένου. Γίνεται επίσης αποδεκτό ότι οι κροατικές αρχές του επέτρεψαν να εισέλθει στην Κροατία και ότι κατά τον ίδιο τρόπο του επιτράπηκε η είσοδος στον χώρο του Σένγκεν όταν διέβη τα σύνορα της Κροατίας με τη Σλοβενία. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Σλοβενία επισήμανε ότι η είσοδος του επιτράπηκε βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν. Υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, όπως έχω ήδη υπογραμμίσει, θεωρώ ότι η είσοδος του A.S. δεν ήταν «παράνομη» κατά την έννοια του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού «Δουβλίνο ΙΙΙ». Καθώς διέβη τα εξωτερικά σύνορα καταγράφηκε και από κανένα στοιχείο δεν αποδεικνύεται ότι ήταν καταχωρισμένος στο SIS ως ανεπιθύμητος. Ο A.S. δεν μπορεί να υποχρεωθεί να επιστρέψει στην Ελλάδα (το αρχικό σημείο εισόδου του στην Ευρωπαϊκή Ένωση) (219). Συνεπώς, η Σλοβενία είναι το κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως του για διεθνή προστασία, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.
Υπόθεση Jafari, C-646/16
259. Από το σημείο 243 των παρουσών προτάσεων προκύπτει ότι, κατά τη γνώμη μου, οι αιτήσεις των οικογενειών Jafari για διεθνή προστασία θα πρέπει να εξεταστούν από τις αρμόδιες αυστριακές αρχές βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Φρονώ ότι η προσέγγιση του «wave through» των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων δεν ισοδυναμεί με θεώρηση κατά την έννοια του άρθρου 12 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ. Επίσης, δεν συντρέχει περίπτωση εισόδου χωρίς υποχρέωση θεωρήσεως κατά την έννοια του άρθρου 14 του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.
260. Εντούτοις, επιτράπηκε η είσοδος στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης στις οικογένειες Jafari προερχόμενες από τρίτο κράτος, όπως επίσης και κάθε επόμενη διάβαση εσωτερικών συνόρων της Ένωσης που ακολούθησε της εισόδου. Δεν είναι σαφές αν η συμπεριφορά αυτή των κρατών βασίστηκε ρητώς στο άρθρο 5, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν. Αυτό όμως που είναι αδιαμφισβήτητο είναι ότι τους επιτράπηκε η είσοδος και ότι πράγματι οι αρμόδιες εθνικές αρχές τους συνέδραμαν προς τούτο. Υπό τις πρωτόγνωρες περιστάσεις που επικρατούσαν στα Δυτικά Βαλκάνια μεταξύ Σεπτεμβρίου 2015 και Μαρτίου 2016, τούτο είναι αρκετό προκειμένου να καταστεί ανεφάρμοστο το κριτήριο του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.
261. Οι οικογένειες Jafari δεν μπορούν να υποχρεωθούν να επιστρέψουν στην Ελλάδα (το αρχικό σημείο εισόδου τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση) (220). Συνεπώς, η Αυστρία είναι το κράτος μέλος που είναι υπεύθυνο για την εξέταση της αιτήσεως τους για διεθνή προστασία, δυνάμει του άρθρου 3, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ.
Πρόταση
262. Κατόπιν των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να αποφασίσει ως εξής:
Όσον αφορά τόσο την υπόθεση A.S.,C-490/16, όσο και την υπόθεση Jafari, C‑646/16:
(1) Ο κανονισμός (ΕΕ) 604/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, για τη θέσπιση των κριτηρίων και μηχανισμών για τον προσδιορισμό του κράτους μέλους που είναι υπεύθυνο για την εξέταση αίτησης διεθνούς προστασίας που υποβάλλεται σε κράτος μέλος από υπήκοο τρίτης χώρας ή από απάτριδα, πρέπει να ερμηνεύεται μόνο με βάση το γράμμα, το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται αλλά και τους στόχους του ίδιου του κανονισμού και όχι κατ’ επίκληση άλλων πράξεων της Ένωσης –συμπεριλαμβανομένων, ιδίως, του κανονισμού (ΕΚ) 562/2006 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη θέσπιση του κοινοτικού κώδικα σχετικά με το καθεστώς διέλευσης προσώπων από τα σύνορα (Κώδικας συνόρων του Σένγκεν), και την οδηγία 2008/115/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2008, σχετικά με τους κοινούς κανόνες και διαδικασίες στα κράτη μέλη για την επιστροφή των παρανόμως διαμενόντων υπηκόων τρίτων χωρών περί επιστροφής–, αν και κατά την ερμηνεία του κανονισμού 604/2013 οι διατάξεις των πράξεων αυτών πρέπει να λαμβάνονται υπόψη στο μέτρο που είναι αναγκαίο για να εξασφαλιστεί η συνοχή μεταξύ των διάφορων πολιτικών του κεφαλαίου 2 του τίτλου V της ΣΛΕΕ.
(2) Υπό τις όλως εξαιρετικές περιστάσεις κατά τις οποίες, μεταξύ Σεπτεμβρίου 2015 και Μαρτίου 2016, εισέρρευσαν με μαζικό τρόπο στο έδαφος της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπήκοοι τρίτων κρατών στους οποίους επιτράπηκε να διαβούν τα εξωτερικά σύνορα προερχόμενοι από τρίτες χώρες, το γεγονός ότι ορισμένα κράτη μέλη επέτρεψαν στους ενδιαφερομένους να διέλθουν τα εξωτερικά σύνορα και στη συνέχεια να ταξιδέψουν προς άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να υποβάλουν αιτήσεις διεθνούς προστασίας σε συγκεκριμένο κράτος μέλος δεν ισοδυναμεί με έκδοση «θεωρήσεως» κατά την έννοια των άρθρων 2, στοιχείο ιγʹ, και 12 του κανονισμού 604/2013.
(3) Στη φράση ο «αιτών διέβη παρανόμως […] τα σύνορα κράτους μέλους» του άρθρου 13, παράγραφος 1, του κανονισμού Δουβλίνο ΙΙΙ δεν εμπίπτει η περίπτωση κατά την οποία, συνεπεία μαζικής εισροής στο έδαφος της Ένωσης υπηκόων τρίτων κρατών αναζητούντων διεθνή προστασία εντός αυτής, κράτη μέλη επιτρέπουν στους ενδιαφερόμενους υπηκόους τρίτων χωρών να διαβούν τα εξωτερικά σύνορα της Ένωσης και στη συνέχεια να ταξιδέψουν προς άλλα κράτη μέλη προκειμένου να υποβάλουν αιτήσεις διεθνούς προστασίας σε ένα συγκεκριμένο κράτος μέλος.
(4) Επικουρικώς, όταν κράτος μέλος επιτρέπει την είσοδο στο έδαφός του σε υπήκοο τρίτης χώρας, βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν, το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, εξ ορισμού, δεν πληροί τις προϋποθέσεις εισόδου που προβλέπονται στο άρθρο 5, παράγραφος 1, του συγκεκριμένου κανονισμού. Καθό μέτρο δεν πληρούνται οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις εισόδου, η διέλευση των εξωτερικών συνόρων από τον ενδιαφερόμενο υπήκοο τρίτης χώρας είναι, τυπικώς, παράνομη. Εντούτοις, η είσοδος θα του επιτράπηκε εκ των πραγμάτων και η νομική βάση της εν λόγω άδειας εισόδου είναι η παρέκκλιση του άρθρου 5, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του Κώδικα συνόρων του Σένγκεν.
(5) Υπό τις περιστάσεις που επικρατούσαν στα Δυτικά Βαλκάνια μεταξύ των τελευταίων μηνών του 2015 και των πρώτων του 2016, το γεγονός ότι κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης επέτρεψαν σε υπηκόους τρίτων χωρών την είσοδο στο έδαφός τους δεν ισοδυναμεί με είσοδο χωρίς υποχρέωση θεωρήσεως κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού 604/2013.
(6) Τα πραγματικά περιστατικά των διαφορών των κυρίων δικών δεν επιτρέπουν το όποιο «υπεύθυνο κράτος μέλος» να καθορισθεί βάσει των κριτηρίων του κεφαλαίου ΙΙΙ του κανονισμού 604/2013. Έπεται εξ αυτού ότι οι αντίστοιχες αιτήσεις διεθνούς προστασίας πρέπει να εξεταστούν από το πρώτο κράτος μέλος στο οποίο υποβλήθηκαν βάσει του άρθρου 3, παράγραφος 2, του συγκεκριμένου κανονισμού.
Όσον αφορά την υπόθεση A.S., C-490/16:
(7) Όταν αιτών διεθνή προστασία βάλλει κατά αποφάσεως μεταφοράς του, ισχυριζόμενος ότι δεν εφαρμόστηκε ορθώς το κριτήριο του άρθρου 13, παράγραφος 1, το άρθρο 27, παράγραφος 1, του κανονισμού 604/2013 πρέπει να ερμηνεύεται υπό την έννοια ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δικαιούται να προβάλει την αιτίαση, στο πλαίσιο προσφυγής κατά της αποφάσεως μεταφοράς του, περί εσφαλμένης εφαρμογής του συγκεκριμένου κριτηρίου προσδιορισμού ευθύνης που ορίζεται στο κεφάλαιο ΙΙΙ του εν λόγω κανονισμού.
(8) Η προθεσμία των έξι μηνών που προβλέπεται στο άρθρο 29, παράγραφος 2, του κανονισμού 604/2013 σταματά να τρέχει όταν η προσφυγή που ασκείται βάσει του άρθρου 27, παράγραφος 1, έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα κατά την έννοια του άρθρου 27, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού.