Language of document : ECLI:EU:T:2014:1055

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 11ης Δεκεμβρίου 2014

Υπόθεση T‑304/13 P

Chris van der Aat κ.λπ.

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Αποδοχές – Ετήσια αναπροσαρμογή των αποδοχών και των συντάξεων των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού – Διορθωτικός συντελεστής για τους υπαλλήλους και τα μέλη του λοιπού προσωπικού που είναι τοποθετημένοι στο Βαρέζε – Άρθρα 64 έως 65α του ΚΥΚ – Παράρτημα IX του ΚΥΚ – Κανονισμός (ΕΕ) 1239/2010 – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (τρίτο τμήμα) της 21ης Μαρτίου 2013 van der Aat κ.λπ. κατά Επιτροπής (F‑111/11, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:F:2013:42).

Απόφαση:      Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο Chris van der Aat και οι λοιποί υπάλληλοι και μέλη του λοιπού προσωπικού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής τα ονόματα των οποίων περιλαμβάνονται στο παράρτημα φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους και καταδικάζονται στα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή στο πλαίσιο της κατ’ αναίρεση δίκης. Το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε στο πλαίσιο της κατ’ αναίρεση δίκης.

Περίληψη

1.      Όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Αίτηση υπαλλήλου προκειμένου να του επιτραπεί η πρόσβαση σε δεδομένα που χρησιμοποιήθηκαν για τον υπολογισμό των διορθωτικών συντελεστών – Υποχρέωση υποβολής αιτήσεως προσβάσεως δυνάμει του κανονισμού ενώπιον της Διοικήσεως – Προσβολή του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα XI, άρθρο 3· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

2.      Ένδικη διαδικασία – Μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας – Αίτηση προσκομίσεως εγγράφων – Υποχρεώσεις του αιτούντος – Απόρριψη της αιτήσεως στην περίπτωση που ο αιτών δεν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του – Προσβολή του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής – Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 54)

3.      Υπάλληλοι – Αποδοχές – Διορθωτικοί συντελεστές – Καθορισμός – Περιθώριο εκτιμήσεως των θεσμικών οργάνων – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 64 και 65, και παράρτημα XI)

1.      Δυνάμει του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, εναπόκειται στον υπάλληλο που επιθυμεί να έχει πρόσβαση στα δεδομένα βάσει των οποίων πραγματοποιήθηκαν οι στατιστικοί υπολογισμοί για τον καθορισμό των διορθωτικών συντελεστών που ισχύουν για τις αποδοχές των υπαλλήλων να υποβάλει αίτηση προσβάσεως στο πλαίσιο του εν λόγω κανονισμού. Η ανάγκη υποβολής μιας τέτοιας αιτήσεως ουδόλως είναι ασυμβίβαστη προς το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ούτε παρορά την πρακτική αποτελεσματικότητα της δημιουργίας μιας τεχνικής ομάδας για τις αποδοχές στο πλαίσιο διαδικασίας καθορισμού διορθωτικού συντελεστή, δεδομένου ότι το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα προβλέπεται από τον ίδιο τον κανονισμό 1049/2001 υπό τις τασσόμενες σε αυτόν προϋποθέσεις και ουδεμία κατά παρέκκλιση διαδικασία έχει εφαρμογή εκ του λόγου και μόνον ότι ο αιτών είναι υπάλληλος της Ένωσης.

(βλ. σκέψη 58)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: αποφάσεις της 8ης Νοεμβρίου 2000, Bareyt κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑175/97, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2000:259, σκέψη 85, και της 25ης Ιουνίου 2003, Pyres κατά Επιτροπής, T‑72/01, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2003:176, σκέψη 62

2.      Δεν μπορεί να προσαφθεί στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης ότι, απορρίπτοντας το αίτημα του προσφεύγοντος περί προσκομίσεως εγγράφων τα οποία ευρίσκονται στην κατοχή του καθού οργάνου, προσβάλλει το δικαίωμά του πραγματικής προσφυγής, όταν ο εν λόγω προσφεύγων ουδεμία διευκρίνιση παρέχει ως προς τη λυσιτέλεια των εγγράφων τα οποία το οικείο όργανο αρνείται να του διαβιβάσει για την επίλυση της διαφοράς. Πράγματι, η παρέμβαση του δικαστή στην αναζήτηση αποδεικτικών στοιχείων υπέρ του προσφεύγοντος πρέπει να περιορίζεται σε εξαιρετικές περιπτώσεις κατά τις οποίες, μεταξύ άλλων, ο προσφεύγων χρειάζεται, προς στήριξη της επιχειρηματολογίας του, ορισμένα στοιχεία τα οποία κατέχει ο καθού και προσκρούει σε δυσχέρειες, ή μάλιστα και σε άρνηση του καθού, ως προς την απόκτηση των στοιχείων αυτών. Περαιτέρω, για να επιτύχει την απευθείας παρέμβαση του δικαστή στην αναζήτηση αποδεικτικών στοιχείων, πρέπει να προσκομίσει αρκούντως ακριβείς, αντικειμενικές και συγκλίνουσες ενδείξεις δυνάμενες να στηρίξουν το υποστατό ή την ευλογοφάνεια των προβαλλόμενων πραγματικών περιστατικών προς απόδειξη των οποίων θα χρησιμεύσουν τα αναζητούμενα αποδεικτικά στοιχεία.

(βλ. σκέψη 61)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: απόφαση της 12ης Μαρτίου 2008, Rossi Ferreras κατά Επιτροπής, T‑107/07 Ρ, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2008:71, σκέψεις 38 και 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Το γράμμα των διατάξεων των άρθρων 64 και 65 του ΚΥΚ και του παραρτήματος XI του ΚΥΚ, καθώς και ο βαθμός περιπλοκότητας του ζητήματος συνεπάγονται ότι τα θεσμικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ως προς τους παράγοντες και τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την αναπροσαρμογή των αποδοχών των υπαλλήλων της Ένωσης.

Συνεπώς, η εκτίμηση του δικαστή της Ένωσης, όσον αφορά τον ορισμό και την επιλογή των βασικών δεδομένων και των στατιστικών μεθόδων που χρησιμοποίησε η Eurostat για την κατάρτιση των προτάσεων περί διορθωτικών συντελεστών πρέπει να περιορίζεται στον έλεγχο της τηρήσεως των αρχών που διατυπώνουν οι διατάξεις του ΚΥΚ, της απουσίας πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών στα οποία στηρίζεται ο καθορισμός των διορθωτικών συντελεστών και της απουσίας καταχρήσεως εξουσίας.

Επιπλέον, εναπόκειται στους διαδίκους που επιθυμούν να αμφισβητήσουν τα στοιχεία και τις μεθόδους που χρησιμοποίησε η Επιτροπή προκειμένου να καθορίσει τους διορθωτικούς συντελεστές να προσκομίσουν στοιχεία δυνάμενα να αποδείξουν ότι διεπράχθη πρόδηλο σφάλμα.

(βλ. σκέψεις 66 έως 68)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2002, Ajour κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑201/00 και T‑384/00, Συλλογή Υπ.Υπ., EU:T:2002:224, σκέψεις 47 έως 49 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία