Language of document : ECLI:EU:T:2024:353

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

της 5ης Ιουνίου 2024 (*)

«Οικονομική και νομισματική πολιτική – Εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων – Ειδικά εποπτικά καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στην ΕΚΤ – Καθορισμός των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας – Αμετάκλητες δεσμεύσεις πληρωμής – Δεδικασμένο – Υπέρβαση εξουσίας – Πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως – Αρχή της χρηστής διοίκησης – Αναλογικότητα»

Στην υπόθεση T‑186/22,

BNP Paribas, με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους A. Gosset‑Grainville και M. Trabucchi, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (EKT), εκπροσωπούμενης από την E. Yoo και τους D. Segoin και F. Bonnard,

καθής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Schalin (εισηγητή), πρόεδρο, P. Škvařilová‑Pelzl, I. Nõmm, G. Steinfatt και D. Kukovec, δικαστές,

γραμματέας: L. Ramette, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 20ής Ιουνίου 2023,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή που άσκησε δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα, BNP Paribas, ζητεί την ακύρωση, αφενός, του σημείου 1.10 και των σημείων 3.10.1 έως 3.10.8 της απόφασης ECB-SSM‑2022-FRBNP‑7 της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), της 2ας Φεβρουαρίου 2022 (στο εξής: απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2022), συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων της, καθόσον η απόφαση αυτή επιβάλλει τη λήψη μέτρων για τις αμετάκλητες δεσμεύσεις πληρωμής (στο εξής: ΑΔΠ) που αφορούν τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων ή τα ταμεία εξυγίανσης, και, αφετέρου, του σημείου 1.10 και των σημείων 3.9.1 έως 3.9.8 της απόφασης ECB-SSM‑2022-FRBNP‑86 της ΕΚΤ, της 21ης Δεκεμβρίου 2022 (στο εξής: απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2022), συμπεριλαμβανομένων των παραρτημάτων της, καθόσον η απόφαση αυτή επιβάλλει τη λήψη μέτρων για τις ΑΔΠ που αφορούν τα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων ή τα ταμεία εξυγίανσης.

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Η προσφεύγουσα, ως σημαντική οντότητα κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην ΕKT σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2013, L 287, σ. 63), εμπίπτει στην άμεση προληπτική εποπτεία της ΕΚΤ.

3        Στις 31 Μαρτίου 2021 η ΕΚΤ, στο πλαίσιο των καθηκόντων προληπτικής εποπτείας που ασκεί, απέστειλε στην προσφεύγουσα ερωτηματολόγιο σχετικά με την εκ μέρους της μεταχείριση των ΑΔΠ, οι οποίες συνιστούν δυνατότητα εκπλήρωσης της υποχρέωσης καταβολής εισφοράς στα ταμεία εξυγίανσης ή στα συστήματα εγγύησης, μέσω της σύναψης σύμβασης με την οποία συμφωνείται ότι το οφειλόμενο ποσό θα καταβληθεί μόλις το ζητήσει η αρμόδια για τα ταμεία εξυγίανσης ή τα συστήματα εγγύησης αρχή, η δε εν λόγω σύμβαση συνοδεύεται από εγγύηση αποκλειστικής διάθεσης των κεφαλαίων, στην πράξη υπό τη μορφή κατάθεσης μετρητών, ποσού ίσου προς την οφειλόμενη εισφορά.

4        Στις 29 Απριλίου 2021 η προσφεύγουσα διαβίβασε τις απαντήσεις της επί του ερωτηματολογίου.

5        Στις 10 Νοεμβρίου 2021 η ΕΚΤ απηύθυνε στην προσφεύγουσα σχέδιο απόφασης μετά το πέρας της διαδικασίας εποπτικού ελέγχου και αξιολόγησης (Supervisory Review and Evaluation Process, ΔΕΕΑ), το οποίο περιελάμβανε, μεταξύ άλλων, την προληπτικής εποπτείας απαίτηση να αφαιρεθεί το συνολικό ποσό των ΑΔΠ από τα βασικά κεφάλαια της κατηγορίας 1 (στο εξής: κεφάλαια CET 1). Η προσφεύγουσα κλήθηκε να λάβει θέση επί του σχεδίου αυτού.

6        Με επιστολή της 22ας Νοεμβρίου 2021, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της.

7        Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, και του άρθρου 16 του κανονισμού 1024/2013, η ΕΚΤ εξέδωσε την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2022.

8        Με την απόφαση αυτή, η ΕΚΤ έκρινε ότι, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1024/2013, οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφάρμοζε η προσφεύγουσα, καθώς και τα ίδια κεφάλαια και η ρευστότητα που κατείχε δεν εξασφάλιζαν την υγιή διαχείριση και κάλυψη των κινδύνων της, στο μέτρο που η προσφεύγουσα υπερεκτιμούσε το επίπεδο των κεφαλαίων CET 1 που διέθετε.

9        Για την κάλυψη του κινδύνου αυτού, η ΕΚΤ επέβαλε, αφενός, ένα μέτρο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 16, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1024/2013 (στο εξής: μέτρο μειώσεως) και, αφετέρου, μια υποχρέωση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 16, παράγραφος 2, στοιχείο ιʹ, του ίδιου κανονισμού (στο εξής: υποχρέωση υποβολής αναφορών).

10      Το επιβληθέν μέτρο μειώσεως ισοδυναμεί, σύμφωνα με τον τύπο υπολογισμού που παρατίθεται στο σημείο 1.10 της απόφασης της 2ας Φεβρουαρίου 2022, με την αξία των ποσών που διατέθηκαν ως εγγύηση και έχουν εγγραφεί στο ενεργητικό του ισολογισμού της προσφεύγουσας, μείον τα στοιχεία τα οποία ήταν ικανά να μειώσουν τον κίνδυνο, ήτοι τα στοιχεία των κεφαλαίων CET 1 που κατέχει η προσφεύγουσα, και αφορούν τα ποσά που διατέθηκαν ως εγγύηση και, κατά περίπτωση, μείον τη θετική οικονομική αξία του καταχωρισθέντος ενεργητικού, λαμβανομένων υπόψη των ποσών που διατέθηκαν ως εγγύηση των ΑΔΠ.

11      Σκοπός της υποχρέωσης υποβολής αναφορών είναι να μπορεί η ΕΚΤ να διασφαλίζει ότι η μείωση που επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα έχει ληφθεί δεόντως υπόψη.

 Αιτήματα των διαδίκων και μεταγενέστερα της ασκήσεως της προσφυγής πραγματικά περιστατικά

12      Στις 12 Απριλίου 2022 η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

13      Στο πλαίσιο νέου κύκλου της ΔΕΕΑ, η ΕΚΤ εξέδωσε την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2022, η οποία αντικατέστησε από 1ης Ιανουαρίου 2023 την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2022 (στο εξής, από κοινού: προσβαλλόμενες αποφάσεις) και διατήρησε σε ισχύ το μέτρο μειώσεως και την υποχρέωση υποβολής αναφορών.

14      Για να καταλήξει στην απόφαση αυτή, η ΕΚΤ ακολούθησε τη διαδικασία που περιγράφεται στις σκέψεις 3 έως 6 ανωτέρω.

15      Στις 15 Φεβρουαρίου 2023 η προσφεύγουσα κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου υπόμνημα προσαρμογής της προσφυγής με το οποίο ζητεί επίσης τη μερική ακύρωση της αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2022, επικαλούμενη τους ίδιους λόγους ακυρώσεως που είχαν αρχικώς προβληθεί με το δικόγραφο της προσφυγής κατά της αποφάσεως της 2ας Φεβρουαρίου 2022.

16      Με επιστολή της 14ης Μαΐου 2023, η ΕΚΤ υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος προσαρμογής της προσφυγής.

17      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει εν μέρει την απόφαση της 2ας Φεβρουαρίου 2022·

–        να ακυρώσει εν μέρει την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2022·

–        να καταδικάσει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα.

18      Η ΕΚΤ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

19      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν, πρώτον, παραβίαση του δεδικασμένου και υπέρβαση εξουσίας, δεύτερον, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης, τρίτον, πλάνη περί το δίκαιο λόγω απώλειας της πρακτικής αποτελεσματικότητας των κανόνων που διέπουν τη χρήση ΑΔΠ και, τέταρτον, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παραβίαση του δεδικασμένου και υπέρβαση εξουσίας

20      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η ΕΚΤ, επιβάλλοντας γενικό μέτρο που δεν λαμβάνει υπόψη την ατομική κατάσταση της προσφεύγουσας από πλευράς προληπτικής εποπτείας, υπερέβη τις εξουσίες που της ανατέθηκαν δυνάμει του κανονισμού 1024/2013, όπως αυτές διευκρινίζονται στις αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, Société Générale κατά ΕΚΤ (T‑143/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:389), της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, Crédit Agricole κ.λπ. κατά ΕΚΤ (T‑144/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:390), της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, Confédération Nationale du Crédit Mutuel κ.λπ. κατά ΕΚΤ (T‑145/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:390), της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, BPCE κ.λπ. κατά ΕΚΤ (T‑146/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:392), της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, Arkéa Direct Bank κ.λπ. κατά ΕΚΤ (T‑149/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:393), και της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, BNP Paribas κατά ΕΚΤ (T‑150/18 και T‑345/18, EU:T:2020:394) (στο εξής: δικαστικές αποφάσεις του 2020). Η ΕΚΤ, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, παρέβη το άρθρο 266 ΣΛΕΕ, καθώς και το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, και το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και παράγραφος 2, στοιχεία δʹ και ιʹ, του κανονισμού 1024/2013.

21      Ειδικότερα, η προσφεύγουσα προσάπτει στην ΕΚΤ ότι στήριξε την απόφασή της σε συλλογιστική που δεν μπορούσε παρά να καταλήξει σε πλήρη αφαίρεση του ποσού των εγγυήσεων που συνδέονται με τις ΑΔΠ. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ δεν συμμορφώθηκε προς τις υποχρεώσεις που υπείχε από το άρθρο 266 ΣΛΕΕ.

22      Συναφώς, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, από τη σύγκριση μεταξύ, αφενός, των αποφάσεων της ΕΚΤ που ακύρωσε το Γενικό Δικαστήριο με τις αποφάσεις του 2020 και, αφετέρου, των προσβαλλόμενων αποφάσεων προκύπτει ότι οι εν λόγω αποφάσεις της ΕΚΤ στηρίζονται σε, κατ’ ουσίαν, πανομοιότυπη αιτιολογία.

23      Επιπλέον, η ΕΚΤ δεν προέβη σε συγκεκριμένη εξέταση της ατομικής κατάστασης της προσφεύγουσας. Συναφώς, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η ΕΚΤ θέλησε να δώσει την εντύπωση ότι προέβη σε εξατομικευμένη εξέταση, αφενός, μνημονεύοντας τα στοιχεία που η προσφεύγουσα δήλωσε με τις απαντήσεις που έδωσε στις 29 Απριλίου 2021 στο ερωτηματολόγιο που της είχε αποστείλει η ΕΚΤ στις 31 Μαρτίου 2021 και, αφετέρου, ενισχύοντας από τυπικής απόψεως την αιτιολογία των προσβαλλόμενων αποφάσεων. Εντούτοις, το τμήμα των προσβαλλόμενων αποφάσεων που αφορά την ποσοτικοποίηση των κινδύνων των ΑΔΠ είναι πλήρως τυποποιημένο και δεν στηρίζεται σε εκτιμήσεις που αφορούν συγκεκριμένα την προσφεύγουσα, αλλά σε διαπιστώσεις γενικής φύσεως, που μπορούν να εφαρμοστούν σε οποιοδήποτε πιστωτικό ίδρυμα το οποίο επιλέγει τη μεταχείριση των ΑΔΠ ως στοιχείων εκτός ισολογισμού.

24      Η ΕΚΤ αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

25      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα προσάπτει, κατ’ ουσίαν, στην ΕΚΤ ότι, μη ακολουθώντας, κατά τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, την ερμηνεία του κανονισμού 1024/2013 που απορρέει από τις δικαστικές αποφάσεις του 2020, παρέβη όχι μόνον το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, και το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού, όπως τα άρθρα αυτά διευκρινίστηκαν με τις εν λόγω δικαστικές αποφάσεις, καθώς και το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο ιʹ, του κανονισμού, αλλά και το άρθρο 266 ΣΛΕΕ. Η ΕΚΤ έλαβε, κατά την προσφεύγουσα, εκ νέου μέτρο μειώσεως και δεν προέβη πράγματι σε εξατομικευμένη εξέταση.

26      Κατά το πρώτο εδάφιο του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, το θεσμικό όργανο του οποίου η πράξη κηρύχθηκε άκυρη οφείλει να λαμβάνει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της ακυρωτικής απόφασης. Οι εν λόγω διατάξεις προβλέπουν κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της δικαστικής και της διοικητικής αρχής, σύμφωνα με την οποία εναπόκειται στο όργανο που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη να κρίνει ποια μέτρα απαιτούνται για την εκτέλεση μιας ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως (βλ. απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2014, Éditions Odile Jacob κατά Επιτροπής, T‑471/11, EU:T:2014:739, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

27      Συναφώς, προκειμένου να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση και να την εκτελέσει πλήρως, το ενδιαφερόμενο θεσμικό όργανο υποχρεούται, κατά πάγια νομολογία, να σεβαστεί όχι μόνον το διατακτικό της αποφάσεως, αλλά και το σκεπτικό που οδήγησε στο διατακτικό αυτό και αποτελεί το αναγκαίο του στήριγμα, υπό την έννοια ότι είναι απαραίτητο για να προσδιοριστεί η ακριβής έννοια αυτού που κρίθηκε με το διατακτικό. Συγκεκριμένα, αφενός, στο σκεπτικό προσδιορίζεται ποια ακριβώς διάταξη κρίθηκε παράνομη και, αφετέρου, από το σκεπτικό προκύπτουν οι ακριβείς λόγοι της διαπιστωθείσας με το διατακτικό παρανομίας, τους οποίους το οικείο θεσμικό όργανο πρέπει να λάβει υπόψη κατά την αντικατάσταση της ακυρωθείσας πράξεως (αποφάσεις της 26ης Απριλίου 1988, Αστερίς κ.λπ. κατά Επιτροπής, 97/86, 99/86, 193/86 και 215/86, EU:C:1988:199, σκέψη 27, της 6ης Μαρτίου 2003, Interporc κατά Επιτροπής, C‑41/00 P, EU:C:2003:125, σκέψη 29, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2005, Recalde Langarica κατά Επιτροπής, T‑283/03, EU:T:2005:315, σκέψη 50).

28      Το άρθρο 266 ΣΛΕΕ επιβάλλει στο οικείο θεσμικό όργανο την υποχρέωση να φροντίσει ώστε να μην ενέχει η πράξη που θα αντικαταστήσει την ακυρωθείσα τις ίδιες πλημμέλειες με εκείνες που εντοπίστηκαν με την ακυρωτική απόφαση (αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2003, Interporc κατά Επιτροπής, C‑41/00 P, EU:C:2003:125, σκέψη 30, και της 13ης Σεπτεμβρίου 2005, Recalde Langarica κατά Επιτροπής, T‑283/03, EU:T:2005:315, σκέψη 51).

29      Επιπροσθέτως, υπογραμμίζεται ότι το άρθρο 266 ΣΛΕΕ δεσμεύει το θεσμικό όργανο που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη μόνο στο μέτρο που είναι αναγκαίο για να διασφαλιστεί η εκτέλεση της ακυρωτικής αποφάσεως (αποφάσεις της 6ης Μαρτίου 2003, Interporc κατά Επιτροπής, C‑41/00 P, EU:C:2003:125, σκέψη 30, και της 5ης Σεπτεμβρίου 2014, Éditions Odile Jacob κατά Επιτροπής, T‑471/11, EU:T:2014:739, σκέψη 57). Συνεπώς, η διαδικασία που αποσκοπεί στην αντικατάσταση ακυρωθείσας πράξεως πρέπει να επαναληφθεί από το συγκεκριμένο σημείο στο οποίο εμφιλοχώρησε η παρατυπία (βλ. απόφαση της 29ης Νοεμβρίου 2007, Ιταλία κατά Επιτροπής, C‑417/06 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2007:733, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· απόφαση της 5ης Σεπτεμβρίου 2014, Éditions Odile Jacob κατά Επιτροπής, T‑471/11, EU:T:2014:739, σκέψη 58).

30      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι η ΕΚΤ δεν άσκησε αναιρέσεις κατά των δικαστικών αποφάσεων του 2020 με τις οποίες ακυρώθηκαν εν μέρει οι αποφάσεις της ΕΚΤ τις οποίες αφορούσαν οι εν λόγω αποφάσεις. Εντούτοις, οι προσβαλλόμενες στην υπό κρίση υπόθεση αποφάσεις δεν έχουν ως σκοπό να αντικαταστήσουν τις αποφάσεις που ακυρώθηκαν με την απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, BNP Paribas κατά ΕΚΤ (T‑150/18 και T‑345/18, EU:T:2020:394). Συγκεκριμένα, η ΕΚΤ λαμβάνει κάθε χρόνο απόφαση στο πλαίσιο της ΔΕΕΑ η οποία τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία που ορίζεται στην εν λόγω απόφαση. Κατά την ίδια ημερομηνία, παύει να ισχύει η απόφαση που αφορά τη ΔΕΕΑ του προηγούμενου έτους, εκτός εάν ορίζεται διαφορετικά στη νέα απόφαση που εκδίδεται στο πλαίσιο της ΔΕΕΑ. Επομένως, στο μέτρο που η προσφεύγουσα προβάλλει παράβαση του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Εντούτοις, πρέπει να ελεγχθεί κατά πόσον η ΕΚΤ ενήργησε καθ’ υπέρβαση εξουσίας, καθόσον έλαβε μέτρο μειώσεως χωρίς να έχει πράγματι προβεί σε εξατομικευμένη εξέταση, κατά παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, και του άρθρου 16, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και παράγραφος 2, στοιχεία δʹ και ιʹ, του κανονισμού 1024/2013, όπως τα άρθρα αυτά διευκρινίστηκαν με τις δικαστικές αποφάσεις του 2020.

31      Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι ο κανονισμός 1024/2013 θέσπισε τον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό και αποσκοπεί στην κατοχύρωση της ασφάλειας και της ευρωστίας των πιστωτικών ιδρυμάτων. Ο εν λόγω κανονισμός αναθέτει στην ΕΚΤ την αρμοδιότητα να εκπληρώνει τα καθήκοντα προληπτικής εποπτείας που μνημονεύονται στο άρθρο του 4, παράγραφος 1. Κατά το άρθρο 6 του ίδιου κανονισμού, η ΕΚΤ εκτελεί τα καθήκοντά της στο πλαίσιο ενιαίου εποπτικού μηχανισμού αποτελούμενου από την ίδια και τις αρμόδιες εθνικές αρχές. Ειδικότερα, η ΕΚΤ είναι αρμόδια να διασφαλίζει την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων της ζώνης του ευρώ που χαρακτηρίζονται ως «σημαντικά». Στο πλαίσιο αυτό, κάθε χρόνο αξιολογεί τις σημαντικές οντότητες βάσει της ΔΕΕΑ, προκειμένου, μεταξύ άλλων, να καθορίσει «κατά πόσο οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζουν τα ιδρύματα, καθώς και τα ίδια κεφάλαιά τους και η ρευστότητά τους εξασφαλίζουν την υγιή διαχείριση και κάλυψη των κινδύνων τους». Επομένως, όπως επισημάνθηκε στην αμέσως προηγούμενη σκέψη, η ΕΚΤ λαμβάνει ετησίως, ή τουλάχιστον σε τακτά χρονικά διαστήματα, απόφαση στο πλαίσιο της ΔΕΕΑ η οποία τίθεται σε ισχύ κατά την ημερομηνία που καθορίζεται στην απόφαση αυτή.

32      Το γεγονός ότι η ΕΚΤ δεν άσκησε αναίρεση κατά των δικαστικών αποφάσεων του 2020 συνεπάγεται ότι οι αποφάσεις αυτές έχουν αποκτήσει ισχύ δεδικασμένου. Μολονότι η ΕΚΤ δεν αντικατέστησε, κατά κυριολεξία, τις ακυρωθείσες αποφάσεις με νέες αποφάσεις σχετικές με τη ΔΕΕΑ του έτους που αφορούσαν οι εν λόγω υποθέσεις, γεγονός παραμένει ότι, στους νέους κύκλους των αποφάσεων στο πλαίσιο της ΔΕΕΑ, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο οι νέες αποφάσεις να ενέχουν τις ίδιες παρατυπίες με εκείνες που εντοπίστηκαν με τις δικαστικές αποφάσεις του 2020, η ΕΚΤ υποχρεούται να τηρεί τα οριζόμενα στις αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 26ης Απριλίου 1988, Αστερίς κ.λπ. κατά Επιτροπής, 97/86, 99/86, 193/86 και 215/86, EU:C:1988:199, σκέψεις 27 και 29, και της 23ης Οκτωβρίου 2008, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου, T‑256/07, EU:T:2008:461, σκέψη 62).

33      Υπενθυμίζεται επίσης ότι, με τις αποφάσεις του 2020, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι:

–        το άρθρο 36 του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2013, L 176, σ. 1, και διορθωτικά ΕΕ 2013, L 208, σ. 68, και ΕΕ 2013, L 321, σ. 6), κανονισμού ο οποίος περιέχει απαιτήσεις γενικής ισχύος οι οποίες προσδιορίζονται επίσης, στο πλαίσιο αυτό, ως εμπίπτουσες στον «πρώτο πυλώνα», δεν αποκλείει τον προσδιορισμό κινδύνου ο οποίος μπορούσε να αντιμετωπιστεί με μέτρο λαμβανόμενο δυνάμει του κανονισμού 1024/2013, ήτοι στο πλαίσιο της εξουσίας της ΕΚΤ που εμπίπτει στον «δεύτερο πυλώνα»·

–        ειδικότερα, το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1024/2013 προβλέπει ότι, για την εκπλήρωση των καθηκόντων που προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013, η ΕΚΤ διαθέτει εξουσίες, όπως αυτές ορίζονται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού, δυνάμει των οποίων μπορεί να απαιτεί από τα πιστωτικά ιδρύματα να λαμβάνουν τα αναγκαία μέτρα για την επίλυση των προβλημάτων που διαπιστώνονται σε ορισμένες περιπτώσεις (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, BNP Paribas κατά ΕΚΤ, T‑150/18 και T‑345/18, EU:T:2020:394, σκέψη 58)·

–        στις περιπτώσεις αυτές περιλαμβάνεται και η περίπτωση κατά την οποία, στο πλαίσιο προληπτικού ελέγχου κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, του κανονισμού 1024/2013, η ΕΚΤ διαπιστώνει ότι οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφαρμόζει το πιστωτικό ίδρυμα, καθώς και τα ίδια κεφάλαια και η ρευστότητα που διαθέτει, δεν διασφαλίζουν υγιή διαχείριση και κάλυψη των κινδύνων του (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, BNP Paribas κατά ΕΚΤ, T‑150/18 και T‑345/18, EU:T:2020:394, σκέψη 58)·

–        το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1024/2013 προβλέπει ότι η ΕΚΤ έχει, ειδικότερα, την εξουσία να απαιτεί από τα ιδρύματα να εφαρμόζουν ειδική πολιτική προβλέψεως ή ειδική μεταχείριση στα στοιχεία του ενεργητικού τους όσον αφορά τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων (πρβλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, BNP Paribas κατά ΕΚΤ, T‑150/18 και T‑345/18, EU:T:2020:394, σκέψεις 49 έως 60)·

–        ο κίνδυνος τον οποίο εντόπισε η ΕΚΤ στις εν λόγω υποθέσεις (όπως και στην υπό κρίση υπόθεση) συνίστατο σε υπερεκτίμηση των κεφαλαίων CET 1, κίνδυνος που οφειλόταν, αφενός, στο γεγονός ότι οι ΑΔΠ αντιμετωπίζονταν ως στοιχείο εκτός ισολογισμού και δεν εγγράφονταν, ως εκ τούτου, στο παθητικό του ισολογισμού του πιστωτικού ιδρύματος και, αφετέρου, στο ότι η εγγύηση που είναι συνδεδεμένη με τις ΑΔΠ δεν είναι διαθέσιμη έως την πληρωμή τους (πρβλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, BNP Paribas κατά ΕΚΤ, T‑150/18 και T‑345/18, EU:T:2020:394, σκέψη 63)·

–        λαμβανομένης υπόψη, μεταξύ άλλων, της σημασίας των κεφαλαίων CET 1 για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα των ιδρυμάτων και, γενικότερα, για τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού τομέα, δεν αμφισβητείται η ύπαρξη του κινδύνου που εντόπισε η ΕΚΤ (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, BNP Paribas κατά ΕΚΤ, T‑150/18 και T‑345/18, EU:T:2020:394, σκέψη 67)·

–        η ΕΚΤ δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ως προς το σημείο αυτό ότι η προληπτική μεταχείριση των ΑΔΠ, και επομένως της εγγυήσεως που είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με αυτές, μπορούσε να οδηγήσει στην εφαρμογή ενός από τα μέτρα που προβλέπονται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1024/2013, και τούτο παρά το γεγονός ότι, λογιστικώς, οι ΑΔΠ αυτές καθεαυτές καταχωρίζονται ως στοιχεία εκτός ισολογισμού (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, BNP Paribas κατά ΕΚΤ, T‑150/18 και T‑345/18, EU:T:2020:394, σκέψη 70)·

–        εντούτοις, δεδομένου ότι η ΕΚΤ δεν προέβη σε εξατομικευμένη εξέταση της κατάστασης των προσφευγουσών, όπως επιβάλλει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, και το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1024/2013, οι διατάξεις αυτές παραβιάστηκαν και οι προσβαλλόμενες αποφάσεις στο πλαίσιο των εν λόγω υποθέσεων ακυρώθηκαν κατά το μέτρο αυτό (πρβλ. απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, BNP Paribas κατά ΕΚΤ, T‑150/18 και T‑345/18, EU:T:2020:394, σκέψεις 77 έως 84).

34      Επομένως, εξ αυτών προκύπτει ότι η ΕΚΤ μπορεί να κάνει χρήση των εξουσιών της (που εμπίπτουν στον «δεύτερο πυλώνα»), όπως είναι η επιβολή ενός μέτρου μειώσεως, εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις, ήτοι εφόσον ένα πιστωτικό ίδρυμα εκτίθεται σε κίνδυνο και ο κίνδυνος αυτός δεν καλύπτεται επαρκώς. Εντούτοις, η διαπίστωση της ύπαρξης τέτοιου κινδύνου και το ζήτημα αν ο κίνδυνος καλύπτεται ή όχι απαιτεί εξατομικευμένη εξέταση κατά περίπτωση.

35      Με τις αποφάσεις του 2020, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι στις προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν υπήρχε καμία αναφορά σε εξατομικευμένη εξέταση στην οποία προέβη η ΕΚΤ προκειμένου να εξακριβώσει αν οι προσφεύγουσες είχαν θέσει σε εφαρμογή ρυθμίσεις, στρατηγικές, διαδικασίες και μηχανισμούς, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, και του άρθρου 16, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1024/2013, ώστε να αντιμετωπίσουν τους συναφείς με την προληπτική εποπτεία κινδύνους που συνδέονται με τη μεταχείριση των ΑΔΠ ως στοιχείων εκτός ισολογισμού και, ενδεχομένως, να διασφαλίσουν την καταλληλότητά τους υπό το πρίσμα των εν λόγω κινδύνων.

36      Ως εκ τούτου, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι από την προσέγγιση της ΕΚΤ προέκυπτε ότι, κατά τις εκτιμήσεις της, εφόσον ένα ίδρυμα επέλεγε τη χρήση ΑΔΠ και τη μεταχείρισή τους ως στοιχείων εκτός ισολογισμού, υφίστατο κίνδυνος ο οποίος καθιστούσε περιττή κάθε ενδελεχέστερη εξέταση της ιδιαίτερης κατάστασης του ιδρύματος αυτού.

37      Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο, με τις αποφάσεις του 2020, ακύρωσε τις προσβαλλόμενες ενώπιόν του αποφάσεις, για τον λόγο ότι η ΕΚΤ δεν είχε προβεί σε εξατομικευμένη προληπτική εξέταση των προσφευγουσών, όπως επιβάλλει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, και το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1024/2013.

38      Το Γενικό Δικαστήριο δεν αμφισβήτησε τη σημασία των κεφαλαίων CET 1, ούτε τον κίνδυνο που εντόπισε η ΕΚΤ με τις εν λόγω αποφάσεις, ήτοι τον κίνδυνο υπερεκτίμησης των κεφαλαίων CET 1, ούτε και τη δυνατότητα επιβολής μέτρου μειώσεως.

39      Ομοίως, ούτε το γεγονός ότι η ΕΚΤ επέβαλε, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, μέτρο μειώσεως σχεδόν πανομοιότυπο με εκείνο που είχε επιβληθεί με τις αποφάσεις που ακυρώθηκαν δυνάμει των δικαστικών αποφάσεων του 2020 συνεπάγεται ότι η ΕΚΤ δεν συμμορφώθηκε προς τις ως άνω αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου ή ότι έλαβε θέση αρχής που εμπίπτει στον «πρώτο πυλώνα».

40      Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο δεν έκρινε ότι το μέτρο ήταν, αυτό καθεαυτό, παράνομο. Αντιθέτως, έκρινε ότι η ΕΚΤ είχε την εξουσία να επιβάλει τέτοιο μέτρο. Όσον αφορά το ζήτημα αν το επιβληθέν στις προσφεύγουσες μέτρο ήταν δικαιολογημένο ή όχι, δεδομένου ότι οι προσβληθείσες αποφάσεις που αποτελούσαν το αντικείμενο των δικαστικών αποφάσεων του 2020 ακυρώθηκαν ελλείψει εξατομικευμένης εξέτασης, το Γενικό Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επ’ αυτού. Ως εκ τούτου, το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η ΕΚΤ δεν τήρησε την υποχρέωση αποκλεισμού οποιουδήποτε μέτρου έχει το ίδιο περιεχόμενο με εκείνο που κρίθηκε παράνομο δεν μπορεί να γίνει δεκτό.

41      Εξάλλου, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε επίσης ότι οι πανομοιότυποι κίνδυνοι μπορούν να καλύπτονται από πανομοιότυπα μέτρα (απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2020, BNP Paribas κατά ΕΚΤ, T‑150/18 και T‑345/18, EU:T:2020:394, σκέψη 80).

42      Επιπλέον, το γεγονός ότι ο κίνδυνος που εντοπίσθηκε με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι ο ίδιος με εκείνον που εντοπίσθηκε με τις αποφάσεις που ακυρώθηκαν με τις δικαστικές αποφάσεις του 2020 δεν συνεπάγεται, αυτό καθεαυτό, ότι η ΕΚΤ δεν συμμορφώθηκε προς τα διδάγματα που απορρέουν από τις εν λόγω αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου.

43      Επομένως, πρέπει να εξακριβωθεί αν η ΕΚΤ προέβη σε εξατομικευμένη εξέταση της καταστάσεως της προσφεύγουσας.

44      Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ΕΚΤ, κατόπιν της ακύρωσης των αποφάσεων που αποτέλεσαν αντικείμενο των δικαστικών αποφάσεων του 2020, ανέπτυξε μια μεθοδολογία για να προβαίνει, στο πλαίσιο της εκτιμήσεώς της σχετικά με τη ΔΕΕΑ για τα επόμενα έτη, σε πιο συγκεκριμένη εξέταση της κατάστασης των πιστωτικών ιδρυμάτων που αναλαμβάνουν ΑΔΠ.

45      Εν προκειμένω, η εξέταση διενεργήθηκε σύμφωνα με την εν λόγω μεθοδολογία της ΕΚΤ και συνίσταται σε ερωτηματολόγιο με το οποίο η ΕΚΤ εξέτασε, λαμβάνοντας υπόψη τις απαντήσεις των ιδρυμάτων που υπόκεινται στην προληπτική εποπτεία και συμβάλλουν στη χρηματοδότηση του Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης (ΕΤΕ) και των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων αναλαμβάνοντας ΑΔΠ, κατά πόσον τα ιδρύματα αυτά ήταν εκτεθειμένα στον κίνδυνο υπερεκτίμησης των κεφαλαίων CET 1 και, στην περίπτωση αυτή, αν ο σχετικός κίνδυνος καλυπτόταν.

46      Για τον σκοπό αυτόν, οι υποβληθείσες ερωτήσεις αφορούσαν τα ποσά των αναληφθεισών ΑΔΠ, τις παρασχεθείσες ασφάλειες, τη λογιστική και προληπτική μεταχείριση των ΑΔΠ και των ασφαλειών και τα πιθανά σενάρια ανάκτησης των ποσών των ασφαλειών ή κλήσης σε πληρωμή των ΑΔΠ, συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων μεταξύ των διαφορετικών αυτών σεναρίων. Επιπλέον, προκειμένου να αξιολογήσει τις ρυθμίσεις, τις στρατηγικές, τις διαδικασίες και τους μηχανισμούς που εφαρμόζει το οικείο πιστωτικό ίδρυμα για τη διαχείριση του κινδύνου, καθώς και τα κεφάλαια και τη ρευστότητα που διαθέτει για την κάλυψη του κινδύνου αυτού, η ΕΚΤ ζήτησε πρόσθετες πληροφορίες σχετικά, μεταξύ άλλων, με τη λογιστική και προληπτική αντιμετώπιση, τα μέτρα περιορισμού των κινδύνων, τα μέτρα ρευστότητας και ιδίων κεφαλαίων, καθώς και κάθε άλλο μέτρο που χρησιμοποιείται για τον μετριασμό του κινδύνου υπερεκτίμησης των κεφαλαίων CET 1.

47      Η ΕΚΤ, στο πλαίσιο ενός πρώτου σταδίου της άσκησης των εξουσιών που της έχουν ανατεθεί με το άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1024/2013, έκρινε αν η προσφεύγουσα διέτρεχε κίνδυνο υπερεκτίμησης των κεφαλαίων CET 1 και, στο πλαίσιο δεύτερου σταδίου, εξέτασε την ατομική κατάσταση της προσφεύγουσας, προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσον οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφάρμοζε καθώς και τα κεφάλαια και η ρευστότητα που διέθετε εξασφάλιζαν την ορθή διαχείριση και την κάλυψη του κινδύνου υπερεκτίμησης των κεφαλαίων CET 1.

48      Ως εκ τούτου, μετά την ποσοτικοποίηση του κινδύνου, η ΕΚΤ αξιολόγησε, στο πλαίσιο του δεύτερου σταδίου, κατά πόσον τα κεφάλαια CET 1 που διέθετε η προσφεύγουσα εξασφάλιζαν υγιή διαχείριση και κάλυψη του κινδύνου υπερεκτίμησής τους και ακολούθησε προσέγγιση πέντε σταδίων.

49      Πρώτον, η ΕΚΤ αξιολόγησε κατά πόσον η προσφεύγουσα είχε εν μέρει καλύψει τον κίνδυνο υπερεκτίμησης των κεφαλαίων CET 1 με κεφάλαια CET 1 τα οποία ήταν ήδη υποχρεωμένη να διαθέτει δυνάμει του πλαισίου κεφαλαιακής επάρκειας και τα οποία θα μπορούσαν να συμβάλουν στην κάλυψη του εν λόγω κινδύνου. Δεύτερον, εξακρίβωσε εάν το επίπεδο των κεφαλαίων CET 1 τα οποία διέθετε η προσφεύγουσα, πέραν των συνολικών απαιτήσεων για ίδια κεφάλαια που εφαρμόζονται στην περίπτωσή της, ήταν ικανό να καλύψει τον κίνδυνο υπερεκτίμησης των κεφαλαίων CET 1. Τρίτον, η ΕΚΤ εκτίμησε κατά πόσον μπορούσε να αποδοθεί θετική οικονομική αξία στις ασφάλειες που δόθηκαν ως εγγύηση των ΑΔΠ από απόψεως προληπτικής εποπτείας και, ως εκ τούτου, να περιοριστεί το αποτέλεσμα της ανάληψης ΑΔΠ και της χορήγησης των αντίστοιχων ασφαλειών επί της δυνατότητας κάλυψης των κινδύνων από τα κεφάλαια CET 1. Τέταρτον, η ΕΚΤ αξιολόγησε το ενδεχόμενο ύπαρξης αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων ή υποχρεώσεων που θα μπορούσαν να μειώσουν το επίπεδο υπερεκτίμησης των κεφαλαίων CET 1 και, πέμπτον, εξέτασε κατά πόσον υπήρχαν άλλες περιστάσεις ή άλλα ειδικά μέτρα που εφάρμοσε η προσφεύγουσα και θα μπορούσαν να μετριάσουν τον κίνδυνο υπερεκτίμησης των κεφαλαίων CET 1.

50      Κατόπιν της εξέτασης που περιγράφηκε ανωτέρω και αφορούσε τα ίδια κεφάλαια, η ΕΚΤ εξέτασε αν η ρευστότητα που διέθετε η προσφεύγουσα εξασφάλιζε υγιή διαχείριση και κάλυψη του εντοπισθέντος κινδύνου.

51      Επιπλέον, εξέτασε αν και με ποιον τρόπο οι ρυθμίσεις, οι στρατηγικές, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί που εφάρμοσε η προσφεύγουσα εξασφάλιζαν υγιή διαχείριση και κάλυψη του κινδύνου υπερεκτίμησης των κεφαλαίων CET 1.

52      Η ΕΚΤ κατέληξε εν τέλει στο συμπέρασμα ότι οι εφαρμοζόμενες ρυθμίσεις, στρατηγικές, διαδικασίες και μηχανισμοί, καθώς και τα ίδια κεφάλαια και η ρευστότητα που διέθετε η προσφεύγουσα δεν εξασφάλιζαν την υγιή διαχείριση και κάλυψη του εντοπισθέντος κινδύνου, με αποτέλεσμα να δικαιολογείται το μέτρο μειώσεως.

53      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, η ΕΚΤ έλαβε υπόψη τα κρίσιμα στοιχεία, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο στʹ, και του άρθρου 16, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1024/2013, και προέβη σε εξατομικευμένη εξέταση της κατάστασης της προσφεύγουσας.

54      Επιπροσθέτως, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι η ΕΚΤ δεν απέδειξε την ύπαρξη κινδύνου που να αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της προσφεύγουσας, στο μέτρο που ο εντοπισθείς κίνδυνος αποτελεί «ιδιαίτερο χαρακτηριστικό» του συνόλου των ιδρυμάτων που κάνουν χρήση ΑΔΠ, οπότε, στην πραγματικότητα, η εξέταση στην οποία προέβη η ΕΚΤ αποτελεί απλώς ένα προπέτασμα με σκοπό τη δημιουργία κανόνα γενικής ισχύος.

55      Πρώτον, παρατηρείται ότι, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, η ΕΚΤ εντόπισε όντως έναν κίνδυνο που αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της προσφεύγουσας. Ειδικότερα η ΕΚΤ, στο πλαίσιο του καθήκοντός της προληπτικής εποπτείας, εκκίνησε την εξέτασή της από τη λογιστική διαχείριση που εφάρμοσε η προσφεύγουσα, την οποία έλαβε υπόψη ως ένα μεταξύ περισσοτέρων πραγματικών στοιχείων, προκειμένου να καθορίσει αν και με ποιον τρόπο η προσφεύγουσα διαχειριζόταν και κάλυπτε τους συναφείς με την προληπτική εποπτεία κινδύνους που διέτρεχε λόγω της ανάληψης ΑΔΠ και της χορήγησης ασφαλειών.

56      Συνεπώς, η ΕΚΤ διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα είχε επιλέξει συνδυασμένη λογιστική διαχείριση, η οποία συνίστατο σε διαχείριση των ΑΔΠ ως στοιχειών εκτός ισολογισμού σε συνδυασμό με αναγραφή στον ισολογισμό της, ως στοιχείων ενεργητικού, υπό τη μορφή απαίτησης επιστροφής, των ποσών που είχαν διατεθεί ως εγγύηση στην πλήρη ονομαστική τους αξία. Η επιλογή αυτή συνεπαγόταν, για την ΕΚΤ, ότι η συνεισφορά στη χρηματοδότηση των ταμείων εξυγίανσης και εγγύησης των καταθέσεων δεν αντικατοπτριζόταν στον ισολογισμό, με συνέπεια τον κίνδυνο υπερεκτίμησης των κεφαλαίων CET 1.

57      Δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ΕΚΤ δεν θέσπισε κανέναν κανόνα γενικής ισχύος, καθόσον η λογιστική μεταχείριση των ΑΔΠ και η σχετική εγγύηση είναι ιδιαίτερες για κάθε ίδρυμα και οι εφαρμοστέοι λογιστικοί κανόνες αφήνουν κάποιο περιθώριο, ή ακόμη και κάποια επιλογή, την οποία διέθετε η προσφεύγουσα.

58      Συναφώς, όπως υποστήριξε η ΕΚΤ, είναι δυνατές πλείονες επιλογές είτε για την αποφυγή του κινδύνου αυτού είτε για την αντιμετώπισή του με άλλα μέσα, ο σχετικός δε προσδιορισμός είναι δυνατός μόνο βάσει εξατομικευμένης εξέτασης.

59      Συνακόλουθα, είναι δυνατόν να αναγράφεται η υποχρέωση πληρωμής στον ισολογισμό, ως στοιχείο του παθητικού, ή η σύμβαση παροχής ασφάλειας στον λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης. Το ίδρυμα που θα εφάρμοζε μια τέτοια διαχείριση θα κατέγραφε ζημία, οπότε αντίστοιχο ποσό θα αφαιρούνταν από τα κεφάλαια CET 1 του ιδρύματος κατά τον χρόνο ανάληψης της δέσμευσης. Είναι επίσης δυνατό να μην καταχωριστούν στον ισολογισμό οι ΑΔΠ ως στοιχείο του παθητικού και, επομένως, να αντιμετωπισθούν ως στοιχεία εκτός ισολογισμού, συγχρόνως δε να καταχωριστούν τα παρεχόμενα ως ασφάλεια μετρητά στο ενεργητικό του ισολογισμού, ως απαίτηση επιστροφής έναντι του ΕΤΕ. Μια τέτοια λογιστική μεταχείριση δεν συνεπάγεται μείωση των στοιχείων των κεφαλαίων CET 1, μολονότι οι ασφάλειες δεν είναι στη διάθεση του οικείου ιδρύματος. Ομοίως, από άποψη προληπτικής μεταχείρισης, είναι δυνατόν να γίνει οικειοθελής μείωση σύμφωνα με το άρθρο 3 του κανονισμού 575/2013 ή ακόμη και να θεωρηθεί ότι το περιουσιακό στοιχείο που καταγράφεται στον ισολογισμό, το οποίο αντιπροσωπεύει την απαίτηση επιστροφής των ποσών που έχουν διατεθεί ως εγγύηση, δημιουργεί έκθεση σε κίνδυνο στον οποίο πρέπει να αποδοθεί συγκεκριμένος συντελεστής, όπερ θα οδηγήσει σε κεφαλαιακές απαιτήσεις και, συνεπώς, θα καλύψει εν μέρει τον κίνδυνο υπερεκτίμησης των κεφαλαίων CET 1.

60      Το σύνολο των δυνατοτήτων αυτών αντικατοπτρίζεται, μεταξύ άλλων, στις αποφάσεις που ελήφθησαν στο πλαίσιο της ΔΕΕΑ για το έτος 2022 και τις οποίες προσκόμισε η ΕΚΤ κατόπιν μέτρου οργανώσεως της διαδικασίας, από τις δε αποφάσεις αυτές αποδεικνύεται ότι η εξέταση της ατομικής κατάστασης των διαφόρων ιδρυμάτων που αναλαμβάνουν ΑΔΠ οδήγησε σε διαφορετικά συμπεράσματα. Συγκεκριμένα, το ύψος των ποσών που είχαν διατεθεί ως εγγύηση και τα οποία κατέστησαν, κατά συνέπεια, μη διαθέσιμα αφαιρέθηκε εν μέρει, εν όλω ή δεν αποτέλεσε το αντικείμενο κανενός μέτρου μειώσεως αναλόγως των οικείων ιδρυμάτων.

61      Ως εκ τούτου, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παραβίαση της αρχής της χρηστής διοίκησης

62      Η προσφεύγουσα προσάπτει στην ΕΚΤ ότι παραβίασε την αρχή της χρηστής διοίκησης και εξέδωσε απόφαση αρχής με την οποία δεν έλαβε πραγματικά υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση του ιδρύματος, ιδίως όσον αφορά την προληπτική ασφάλεια και τη ρευστότητα, και, με τον τρόπο αυτόν, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως ως προς την προληπτική μεταχείριση που εφαρμόζεται στις ΑΔΠ. Ωστόσο, η ΕΚΤ, καθόσον δεν έλαβε υπόψη τα «αποθέματα ασφαλείας» προκειμένου να εκτιμήσει αν η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στον ενδεχόμενο κίνδυνο των ΑΔΠ, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως. Ομοίως, καθόσον εκτίμησε ότι ο κίνδυνος που συνδέεται με τη ρευστότητα ήταν εγγενώς συνδεδεμένος με τη λογιστική καταχώριση των ΑΔΠ ως στοιχείων εκτός ισολογισμού και ότι δεν θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με καμία εναλλακτική λύση σε σχέση με το μέτρο μειώσεως –ιδίως με μια απαίτηση πρόσθετης ρευστότητας–, υιοθέτησε μια θέση αρχής χωρίς να εκτιμήσει την ύπαρξη κινδύνου για την προσφεύγουσα. Η προσφεύγουσα φρονεί επίσης ότι η ΕΚΤ αντέστρεψε το βάρος απόδειξης και δεν έλαβε υπόψη τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο, δεδομένου ότι οι απαντήσεις αυτές δεν επηρέασαν την τελική της θέση.

63      Η ΕΚΤ υπογραμμίζει ότι τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας στηρίζονται στον κίνδυνο που αυτή θα διέτρεχε σε περίπτωση που θα καλούνταν να πληρώσει τις ΑΔΠ, ενώ ο κίνδυνος που η ΕΚΤ εντόπισε ήταν η υπερεκτίμηση των κεφαλαίων CET 1 της προσφεύγουσας. Φρονεί επίσης ότι ορθώς εκτίμησε την επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων και της ρευστότητας της προσφεύγουσας, λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου που εντοπίστηκε.

64      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα, όπως προκύπτει από τα δικόγραφά της, προσάπτει στην ΕΚΤ ότι παραβίασε την αρχή της χρηστής διοίκησης λόγω του ότι στηρίχθηκε σε αφηρημένη συλλογιστική και σε κινδύνους των οποίων η ευλογοφάνεια δεν εξετάστηκε. Η ΕΚΤ δεν εξέτασε κατά πόσον η κλήση σε πληρωμή των ΑΔΠ ήταν πιθανό να θέσει τη προσφεύγουσα σε ευάλωτη κατάσταση και υιοθέτησε μια γενική και στερεότυπη αιτιολογία.

65      Κατά πάγια νομολογία, εάν το αρμόδιο θεσμικό όργανο διαθέτει διακριτική ευχέρεια, ο δικαστικός έλεγχος τον οποίο το Γενικό Δικαστήριο οφείλει να ασκεί ως προς το βάσιμο της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης δεν πρέπει να έχει ως αποτέλεσμα την υποκατάσταση της εκτίμησης του αρμοδίου θεσμικού οργάνου από τη δική του, αλλά έχει ως αντικείμενο να βεβαιωθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίζεται σε αναληθή πραγματικά περιστατικά και ότι δεν ενέχει πλάνη περί το δίκαιο, πρόδηλη πλάνη εκτίμησης ή κατάχρηση εξουσίας (πρβλ. απόφαση της 4ης Μαΐου 2023, ΕΚΤ κατά Crédit lyonnais, C‑389/21 P, EU:C:2023:368, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66      Συναφώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, μεταξύ άλλων, να ελέγχει όχι μόνον την ακρίβεια, την αξιοπιστία και τη συνοχή των προβαλλομένων αποδεικτικών στοιχείων, αλλά και το ζήτημα αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων στοιχείων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση σύνθετης κατάστασης και αν δύνανται να τεκμηριώσουν τα εξ αυτών συναγόμενα συμπεράσματα (βλ. απόφαση της 4ης Μαΐου 2023, ΕΚΤ κατά Crédit lyonnais, C‑389/21 P, EU:C:2023:368, σκέψη 56 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

67      Από πάγια νομολογία προκύπτει επίσης ότι, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα θεσμικά όργανα διαθέτουν τέτοια εξουσία εκτιμήσεως, ο σεβασμός των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών έχει ακόμη μεγαλύτερη σημασία. Μεταξύ των εγγυήσεων αυτών που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών περιλαμβάνεται ιδίως η αρχή της χρηστής διοικήσεως, προς την οποία συναρτάται η υποχρέωση του αρμόδιου θεσμικού οργάνου να εξετάζει με επιμέλεια και αμεροληψία όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περιπτώσεως (αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 1991, Technische Universität München, C‑269/90, EU:C:1991:438, σκέψη 14, και της 29ης Μαρτίου 2012, Επιτροπή κατά Εσθονίας, C‑505/09 P, EU:C:2012:179, σκέψη 95).

68      Υπενθυμίζεται ότι ο κίνδυνος που εντόπισε η ΕΚΤ είναι η υπερεκτίμηση των κεφαλαίων CET 1 και ότι σκοπός του μέτρου μειώσεως είναι η αντιμετώπιση του εν λόγω κινδύνου και όχι η αντιμετώπιση των κινδύνων που προκαλεί ενδεχόμενη κλήση προς πληρωμή των ΑΔΠ. Ο κίνδυνος υπερεκτίμησης των κεφαλαίων CET 1 ανακύπτει λόγω της μη διαθεσιμότητας των ποσών που είχαν διατεθεί ως εγγύηση για τη δέσμευση που ανέλαβε η προσφεύγουσα. Εξάλλου, η προσφεύγουσα ουδέποτε αμφισβήτησε με τα δικόγραφά της τη μη διαθεσιμότητα των ποσών αυτών ούτε αυτόν καθεαυτόν τον κίνδυνο που εντοπίστηκε. Μολονότι υπάρχει σχέση μεταξύ του εντοπισθέντος κινδύνου και της ανάληψης ΑΔΠ, εντούτοις ο κίνδυνος υπερεκτίμησης των κεφαλαίων CET 1 είναι διαφορετικός κίνδυνος από εκείνον της κλήσης σε πληρωμή των ΑΔΠ. Ο κίνδυνος που ανακύπτει λόγω της κλήσης σε πληρωμή των ΑΔΠ αντιπροσωπεύει για το οικείο ίδρυμα τον κίνδυνο να υποστεί ζημίες όταν κληθεί να πληρώσει τις ΑΔΠ και οι ΑΔΠ εκτός ισολογισμού καταστούν πραγματικό έξοδο που οδηγεί σε ζημίες οι οποίες πρέπει να καταγραφούν στον λογαριασμό αποτελεσμάτων χρήσης του ιδρύματος.

69      Επομένως, η ΕΚΤ δεν ήταν υποχρεωμένη να εξετάσει αν η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να φέρει τον κίνδυνο να κληθεί να πληρώσει τις ΑΔΠ. Ως εκ τούτου, η αιτίαση την οποία προβάλλει η προσφεύγουσα, επικαλούμενη την αρχή της χρηστής διοίκησης και κατά την οποία η ΕΚΤ δεν εξέτασε αν η ατομική κατάστασή της εξασφάλιζε την κάλυψη κινδύνου διαφορετικού από εκείνον που εντόπισε η ΕΚΤ, είναι αλυσιτελής.

70      Τα επιχειρήματα με τα οποία προβάλλεται ότι η ΕΚΤ αντέστρεψε το βάρος αποδείξεως και δεν έλαβε υπόψη τα στοιχεία που δήλωσε η προσφεύγουσα στο ερωτηματολόγιο πρέπει να απορριφθούν.

71      Βεβαίως, εναπόκειται στην ΕΚΤ να αποδείξει την ύπαρξη κινδύνου. Εντούτοις, μπορεί να το πράξει μόνο βάσει συγκεκριμένων και «ιδιαίτερων» για κάθε πιστωτικό ίδρυμα πληροφοριών. Για τον λόγο αυτόν απέστειλε λεπτομερές ερωτηματολόγιο προκειμένου να λάβει τις αναγκαίες πληροφορίες για την αξιολόγηση της ατομικής κατάστασης της προσφεύγουσας. Ειδικότερα, το εν λόγω ερωτηματολόγιο εμπίπτει στο πλαίσιο της υποχρέωσης συνεργασίας που προβλέπεται στο άρθρο 28, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΕ) 468/2014 της ΕΚΤ, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ) (ΕΕ 2014, L 141, σ. 1). Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι η προσφεύγουσα, στο πλαίσιο διαδικασίας προληπτικής εποπτείας, όπως εν προκειμένω, υποχρεούται να συνδράμει την ΕΚΤ στη διευκρίνιση των πραγματικών περιστατικών. Επομένως, το ερωτηματολόγιο δεν είχε ως αποτέλεσμα την απαλλαγή της ΕΚΤ από την υποχρέωση διενέργειας εξατομικευμένης εξέτασης ούτε την αντιστροφή του βάρους αποδείξεως. Αντιθέτως, βάσει των πληροφοριών που έλαβε, η ΕΚΤ πραγματοποίησε τη δική της ανάλυση, εντόπισε τον κίνδυνο και κατέληξε στο συμπέρασμα, όσον αφορά την προσφεύγουσα, ότι ο εν λόγω κίνδυνος δεν καλυπτόταν, δικαιολογώντας έτσι το μέτρο μειώσεως και την υποχρέωση υποβολής αναφορών.

72      Όσον αφορά την υποχρέωση υποβολής αναφορών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ένα τέτοιο μέτρο δύναται να επιβληθεί βάσει του άρθρου 16, παράγραφος 2, στοιχείο ιʹ, του κανονισμού 1024/2013. Το γεγονός ότι οι πληροφορίες πρέπει να παρέχονται με τη χρήση του υποδείγματος COREP C 01.00, γραμμή 0529, ID 1.1.28 «στοιχεία ή αφαιρέσεις κεφαλαίου CET 1 – άλλα», όπως ορίζεται στο παράρτημα I του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 2021/451 της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 2020, για τη θέσπιση εκτελεστικών τεχνικών προτύπων για την εφαρμογή του κανονισμού 575/2013 όσον αφορά την υποβολή εποπτικών αναφορών από τα ιδρύματα και για την κατάργηση του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 680/2014 (ΕΕ 2021, L 97, σ. 1), δεν οδηγεί στο συμπέρασμα, σε αντίθεση με τον ισχυρισμό της προσφεύγουσας, ότι πρόκειται για μέτρο που εμπίπτει στον «πρώτο πυλώνα». Η χρήση του εν λόγω παραρτήματος εξηγείται, όπως προκύπτει από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, από το γεγονός ότι ο ως άνω εκτελεστικός κανονισμός δεν προβλέπει, κατά το παρόν στάδιο, συγκεκριμένο σημείο για τη δήλωση πληροφοριών σύμφωνα με τις απαιτήσεις που επιβάλλει η ΕΚΤ κατά την άσκηση της εξουσίας που μνημονεύεται στο άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 1024/2013.

73      Όσον αφορά το επιχείρημα ότι η ΕΚΤ υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον δεν έλαβε υπόψη τη σημασία των «αποθεμάτων ασφαλείας» προκειμένου να εκτιμήσει αν η προσφεύγουσα ήταν σε θέση να ανταποκριθεί στον κίνδυνο στον οποίο θα μπορούσε να εκτεθεί λόγω της ανάληψης των ΑΔΠ και της μεταχείρισής τους ως στοιχείων εκτός ισολογισμού, επισημαίνεται ότι η ΕΚΤ εξέτασε την πτυχή αυτή. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα αποθέματα ασφαλείας, ήτοι τα ίδια κεφάλαια που κατέχει η προσφεύγουσα πέραν των ελάχιστων κανονιστικών απαιτήσεων και της κεφαλαιακής καθοδήγησης του «δεύτερου πυλώνα», δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ως ίδια κεφάλαια που προορίζονται προς κάλυψη του κινδύνου υπερεκτίμησης των κεφαλαίων CET 1. Συναφώς, όπως προκύπτει από τις προσβαλλόμενες αποφάσεις και δεν αμφισβητείται από την προσφεύγουσα, η ίδια παραμένει ελεύθερη να χρησιμοποιήσει τα «αποθέματα ασφαλείας» για οποιονδήποτε κίνδυνο και όχι συγκεκριμένα για τον κίνδυνο που αφορά τις ΑΔΠ. Ομοίως, παραμένει ελεύθερη να διανέμει τα «αποθέματα ασφαλείας» μέσω εγκεκριμένων διανομών κερδών, ανά πάσα στιγμή πριν από την υλοποίηση του κινδύνου, εκτός εάν η ΕΚΤ ζητήσει μείωση ή απαγορεύσει τις διανομές κερδών. Επιπροσθέτως, η προσφεύγουσα δεν ανέφερε καμία νομικά δεσμευτική υποχρέωση που να την εμποδίζει να διαθέτει ελεύθερα το «απόθεμα ασφαλείας» της για σκοπούς διαφορετικούς από αυτόν της κάλυψης του κινδύνου των ΑΔΠ. Επιπλέον, επισημαίνεται, όπως τονίζει και η ΕΚΤ, ότι η προσφεύγουσα φαίνεται να συγχέει τον κίνδυνο υπερεκτίμησης με τις πιθανές συνέπειές του. Ο κίνδυνος υπερεκτίμησης των κεφαλαίων CET 1 συνίσταται σε δυνητική υπερτίμηση των κεφαλαίων CET 1 σε σχέση με τις πραγματικές δυνατότητες της προσφεύγουσας για απορρόφηση των ζημιών, όπερ θα μπορούσε να την οδηγήσει σε έκθεση σε κινδύνους που δεν καλύπτονται από ίδια κεφάλαια. Μολονότι τα «αποθέματα ασφαλείας» που αποτελούνται από κεφάλαια CET 1 μπορούν να καλύψουν τις ζημίες που προκύπτουν από την ως άνω έκθεση, δεν καλύπτουν τον ίδιο τον κίνδυνο υπερεκτίμησης των κεφαλαίων CET 1.

74      Επομένως, το επιχείρημα της προσφεύγουσας σχετικά με τα «αποθέματα ασφαλείας» και το επιχείρημα ότι η ΕΚΤ δεν τα έλαβε υπόψη δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.

75      Ομοίως, η αιτίαση περί ρευστότητας δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Κατά την προσφεύγουσα, η ΕΚΤ υιοθέτησε θέση αρχής χωρίς να έχει εκτιμήσει την ύπαρξη κινδύνου για την προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, κατά την άποψη της προσφεύγουσας, η ΕΚΤ εκτίμησε ότι ο κίνδυνος σχετικά με τη ρευστότητα συνδεόταν εγγενώς με τη λογιστική καταχώριση των ΑΔΠ ως στοιχείων εκτός ισολογισμού και ότι καμία εναλλακτική, σε σχέση με το μέτρο μειώσεως, λύση –ιδίως μια απαίτηση πρόσθετης ρευστότητας– δεν θα μπορούσε να τον αντιμετωπίσει.

76      Συναφώς, επισημαίνεται ότι η ΕΚΤ έκρινε, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, ότι η ρευστότητα της προσφεύγουσας δεν ήταν κρίσιμη προκειμένου να διασφαλιστεί υγιής διαχείριση και ορθή κάλυψη του κινδύνου που συνδέεται με τις ΑΔΠ. Συγκεκριμένα, η ΕΚΤ επισήμανε ότι, όπως προκύπτει από το σημείο 3.10.4 της απόφασης της 2ας Φεβρουαρίου 2022 και από το σημείο 3.9.4 της απόφασης της 21ης Δεκεμβρίου 2022, σε περίπτωση κλήσης σε πληρωμή των ΑΔΠ, είτε οι οικείες οντότητες που υπόκεινται σε προληπτική εποπτεία θα παρέδιδαν μετρητά ως αντάλλαγμα για την ανάκτηση των ασφαλειών, στο πλαίσιο αντιστάθμισης, είτε το ΕΤΕ, το εθνικό ταμείο εξυγίανσης ή το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων θα προχωρούσαν σε απευθείας κατάσχεση των ασφαλειών. Σε κάθε περίπτωση, δεν θα επηρεαζόταν η καθαρή ρευστότητα του πιστωτικού ιδρύματος. Εν πάση περιπτώσει, η ταμειακή εκροή θα είχε ήδη λάβει χώρα κατά την αρχική παροχή της ασφάλειας και, επομένως, ο κίνδυνος σχετικά με τη ρευστότητα θα είχε ήδη υλοποιηθεί, όπως αυτό αντικατοπτρίζεται στη διαχείριση του κινδύνου που συνδέεται με τη ρευστότητα των ασφαλειών από τις οικείες οντότητες.

77      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι δεν στερείται σημασίας η εκτίμηση κατά την οποία, δεδομένου ότι η κατάθεση της εγγύησης είχε ήδη πραγματοποιηθεί, οι συνέπειες της πράξεως αυτής επί της ρευστότητας είχαν ήδη ληφθεί υπόψη από την προσφεύγουσα και ο αντίκτυπος στους δείκτες ρευστότητας είχε ήδη επέλθει. Εξάλλου, σύμφωνα με τα δικόγραφα της προσφεύγουσας, η τελευταία παραδέχεται ότι το γεγονός ότι οι ΑΔΠ καλύπτονται από εγγύηση υπό μορφή κατάθεσης μετρητών συνεπάγεται ότι οι ταμειακές εκροές έχουν ήδη πραγματοποιηθεί και ότι, επομένως, η παρασχεθείσα εγγύηση δεν θα οδηγήσει σε πρόσθετες εκροές εκ μέρους της προσφεύγουσας λόγω των ΑΔΠ.

78      Η ΕΚΤ εξέτασε επίσης κατά πόσον η κατοχή πρόσθετης ρευστότητας θα μείωνε τις ανησυχίες σχετικά με τους κινδύνους που συνδέονται με τις ΑΔΠ.

79      Συναφώς, η ΕΚΤ, λαμβάνοντας υπόψη τις πληροφορίες που γνωστοποίησε η προσφεύγουσα, κατέληξε στο συμπέρασμα, με τις προσβαλλόμενες αποφάσεις, ότι η πρόσθετη ρευστότητα δεν κάλυπτε τον κίνδυνο υπερεκτίμησης των κεφαλαίων CET 1. Η κατοχή πρόσθετης ρευστότητας θα επηρέαζε εμμέσως τον κίνδυνο που βαρύνει το κεφάλαιο, δεδομένου ότι στη ρευστότητα αποδίδεται συνήθως χαμηλός συντελεστής κινδύνου. Εντούτοις, τα εν λόγω θετικά αποτελέσματα θα είχαν ήδη συνεκτιμηθεί αυτόματα στα συστήματα της προσφεύγουσας που καθορίζουν τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού. Τυχόν αποτύπωση του αντίκτυπου αυτού και στον υπολογισμό της μείωσης για τον κίνδυνο των ΑΔΠ θα ισοδυναμούσε με διπλό συνυπολογισμό των θετικών αποτελεσμάτων που προκύπτουν από την κατοχή πρόσθετης ρευστότητας.

80      Λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου που εντοπίστηκε, η συλλογιστική αυτή δεν ενέχει σφάλμα.

81      Το γεγονός ότι η ίδια συλλογιστική εφαρμόζεται και σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα που αναλαμβάνουν ΑΔΠ δεν σημαίνει ότι η ΕΚΤ δεν εξέτασε την ατομική κατάσταση της προσφεύγουσας και ότι υιοθέτησε γενική και στερεότυπη αιτιολογία, παραβιάζοντας της αρχής της χρηστής διοίκησης.

82      Ως εκ τούτου, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται πλάνη περί το δίκαιο λόγω απώλειας της πρακτικής αποτελεσματικότητας της ρύθμισης που διέπει τη χρήση των ΑΔΠ

83      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις στερούν κάθε πρακτική αποτελεσματικότητα από τις ΑΔΠ.

84      Πρώτον, η διαφοροποιημένη λογιστική και προληπτική μεταχείριση των ΑΔΠ (που δεν συνεπάγονται εγγραφή τους ως εξόδων στους λογαριασμούς της προσφεύγουσας) σε σχέση με τις άμεσες εισφορές σε μετρητά (οι οποίες συνεπάγονται εγγραφή στα έξοδα στους λογαριασμούς της) συνάδει, κατά την προσφεύγουσα, με τον σκοπό του νομοθέτη που συνίσταται στη διατήρηση της δυνατότητας των συνεισφερόντων ιδρυμάτων να χρηματοδοτούν την πραγματική οικονομία. Οι προσβαλλόμενες αποφάσεις, επιβάλλοντας προληπτική μεταχείριση χωρίς διαφοροποίηση μεταξύ των ΑΔΠ και των εισφορών σε μετρητά, απειλούν την ισορροπία που καθιέρωσε ο νομοθέτης μεταξύ της χρηματοδότησης των ταμείων εξυγίανσης και των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων, αφενός, και της χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, αφετέρου, και αγνοούν τη διαφορετική φύση των δύο αυτών κατηγοριών εισφορών.

85      Δεύτερον, το μέτρο μειώσεως είναι, κατά την προσφεύγουσα, αντίθετο με τους στόχους της ευελιξίας, της ταχύτητας και της αποτελεσματικότητας που επιδιώκει ο νομοθέτης, όπως προκύπτει από το ιστορικό της θέσπισης των κειμένων βάσει των οποίων ιδρύθηκε η τραπεζική ένωση και από την ανάγνωση των κοινοβουλευτικών συζητήσεων, δεδομένου ότι καθιστά πιο δεσμευτική τη θέσπιση των εκ των προτέρων εισφορών στα ταμεία εξυγίανσης και στα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων.

86      Η ΕΚΤ αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

87      Κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και ο σκοπός που επιδιώκεται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2012, ADV Allround, C‑218/10, EU:C:2012:35, σκέψη 26· βλ., επίσης, απόφαση της 19ης Ιουλίου 2012, A, C‑33/11, EU:C:2012:482, σκέψη 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

88      Ως προς το γεγονός ότι οι ΑΔΠ μπορούν, παράλληλα με τις εκ των προτέρων εισφορές σε μετρητά, να χρησιμοποιηθούν για τη συνεισφορά στα ταμεία εξυγίανσης και στα συστήματα εγγύησης των καταθέσεων δεν υφίσταται περιθώριο συζήτησης, λαμβανομένης υπόψη της σαφούς διατύπωσης:

–        του κανονισμού (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 225, σ. 1)·

–        της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2014, L 173, σ. 190)·

–        της οδηγίας 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ 2014, L 173, σ. 149).

89      Συναφώς, το άρθρο 70, παράγραφος 3, του κανονισμού 806/2014 ορίζει ότι «[τ]α διαθέσιμα χρηματοδοτικά μέσα που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη προκειμένου να επιτευχθεί το επίπεδο-στόχος που καθορίζεται στο άρθρο 69 μπορεί να περιλαμβάνουν [ΑΔΠ] οι οποίες καλύπτονται πλήρως από εξασφαλίσεις με περιουσιακά στοιχεία χαμηλού κινδύνου που δεν βαρύνονται από τυχόν δικαιώματα τρίτων μερών, στην απόλυτη διάθεση του Συμβουλίου Εξυγίανσης και προοριζόμενα για αποκλειστική χρήση από το Συμβούλιο Εξυγίανσης, για τους σκοπούς που καθορίζονται στο άρθρο 76 παράγραφος 1» και ότι «[τ]ο μερίδιο των εν λόγω [ΑΔΠ] δεν υπερβαίνει το 30 % του συνολικού ποσού των εισφορών που συγκεντρώνονται σύμφωνα με το παρόν άρθρο». Το κείμενο του άρθρου 103, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/59 είναι πανομοιότυπο, ως προς το περιεχόμενό του, με εκείνο του άρθρου 70, παράγραφος 3, του κανονισμού 806/2014. Τέλος, όσον αφορά τα συστήματα εγγυήσεως των καταθέσεων, το άρθρο 10, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/49 προβλέπει επίσης τη δυνατότητα συνεισφοράς μέσω των ΑΔΠ.

90      Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις δεν αφορούν ούτε έχουν ως αντικείμενο τη ρύθμιση της λογιστικής και προληπτικής μεταχείρισης των ΑΔΠ.

91      Επομένως, το ζήτημα της πρακτικής αποτελεσματικότητας των κρίσιμων διατάξεων αφορά τη διάρθρωση των ρυθμίσεων που αφορούν τη σύσταση των ταμείων εξυγίανσης και των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων και επιτρέπουν τη χρήση των ΑΔΠ ως συνεισφοράς σε αυτά, με τον κανονισμό 575/2013 και τον κανονισμό 1024/2013, οι οποίοι, αντιστοίχως, προέβλεψαν απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας και θέσπισαν τον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό. Ως εκ τούτου, το ζήτημα είναι αν η εφαρμογή του κανονισμού 575/2013 και του κανονισμού 1024/2013 μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα να απωλέσουν ορισμένες διατάξεις του κανονισμού 806/2014, μεταξύ των οποίων το άρθρο 70, παράγραφος 3, την πρακτική αποτελεσματικότητά τους. Το ίδιο ισχύει και ως προς την οδηγία 2014/59 και, ιδίως, το άρθρο της 103, παράγραφος 3, αλλά και ως προς την οδηγία 2014/49, συμπεριλαμβανομένου του άρθρου της 10, παράγραφος 3.

92      Συναφώς, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι βούληση του νομοθέτη ήταν να παρέχεται, μέσω της προσφυγής σε ΑΔΠ, η δυνατότητα στα ιδρύματα που έχουν αναλάβει ΑΔΠ να αναλαμβάνουν κινδύνους που δεν καλύπτονται από ίδια κεφάλαια.

93      Πράγματι, μια τέτοια ερμηνεία θα ερχόταν σε αντίθεση με τα αυστηρότερα μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008, η οποία αποτέλεσε το έναυσμα για την ενίσχυση του κανονιστικού πλαισίου και της προληπτικής εποπτείας. Στο ίδιο πλαίσιο, θεσπίστηκαν επίσης οι μηχανισμοί εξυγίανσης για την πρόληψη των ολέθριων συνεπειών των τραπεζικών πτωχεύσεων που έλαβαν χώρα στο παρελθόν και την καλύτερη αντιμετώπισή τους στο μέλλον.

94      Συναφώς, διαπιστώθηκε ήδη, στο πλαίσιο του πρώτου και του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ότι η ΕΚΤ μπορούσε δικαίως να συναγάγει, βάσει της εξατομικευμένης εξέτασης, ότι η προσφεύγουσα διέτρεχε κίνδυνο υπερεκτίμησης των κεφαλαίων CET 1, δεδομένου ότι ο κίνδυνος αυτός, αφενός, ήταν το αποτέλεσμα του τρόπου με τον οποίο η προσφεύγουσα καταχώριζε λογιστικώς τις ΑΔΠ και τη σχετική εγγύηση και, αφετέρου, συνεπαγόταν τη δυνατότητα της προσφεύγουσας να χρηματοδοτήσει δραστηριότητες που δεν καλύπτονταν από ίδια κεφάλαια.

95      Επιπροσθέτως, δεν είναι πειστικά ούτε τα αποσπάσματα των αιτιολογικών σκέψεων που περιλαμβάνονται στα κείμενα βάσει των οποίων ιδρύθηκε η τραπεζική ένωση ούτε οι κοινοβουλευτικές συζητήσεις που επικαλείται η προσφεύγουσα με τα δικόγραφά της. Ασφαλώς, καταδεικνύουν ότι ο νομοθέτης προσπάθησε να επιτύχει εξισορρόπηση μεταξύ, αφενός, των αναγκαίων απαιτήσεων για μια υγιή τραπεζική ένωση και, αφετέρου, του περιθωρίου χειρισμών που καταλείπεται στις τράπεζες στο πλαίσιο της εμπορικής τους δραστηριότητας. Εντούτοις, οι αιτιολογικές σκέψεις που επικαλείται η προσφεύγουσα είναι γενικής ισχύος και δεν αφορούν τις ΑΔΠ. Επιπλέον, τα χωρία που παραθέτει είναι επιλεκτικά και ελλιπή και δεν μπορεί να συναχθεί εξ αυτών κανένα συμπέρασμα όσον αφορά τη λογιστική μεταχείριση και τις ενδεχόμενες συνέπειες προληπτικής εποπτείας.

96      Παραδείγματος χάριν, η αναφορά που κάνει η προσφεύγουσα στην αιτιολογική σκέψη 18 του κανονισμού 1024/2013, προκειμένου να τεκμηριώσει τα επιχειρήματά της στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως και, κυρίως, τα επιχειρήματα που αφορούν τη λογιστική μεταχείριση, δεν είναι κρίσιμη στο μέτρο που το παρατεθέν χωρίο της εν λόγω αιτιολογικής σκέψης δεν αντικατοπτρίζει τη σκέψη αυτή στο σύνολό της. Βεβαίως, από την παρατεθείσα φράση προκύπτει ότι η ΕΚΤ πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις συγκεκριμένες μακροοικονομικές συνθήκες στα κράτη μέλη, ιδίως τη σταθερότητα της χορήγησης πιστώσεων και τη διευκόλυνση παραγωγικών δραστηριοτήτων για την ευρύτερη οικονομία. Εντούτοις, η αμέσως προηγούμενη φράση της αιτιολογικής σκέψης αναφέρει ότι κατά την άσκηση των καθηκόντων της ΕΚΤ πρέπει να αποφεύγεται «ο ηθικός κίνδυνος και η υπερβολική διακινδύνευση [των πιστωτικών ιδρυμάτων] που απορρέει από αυτόν».

97      Το γεγονός όμως ότι η ΕΚΤ, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη κρίσιμες μακροοικονομικές συνθήκες δεν σημαίνει ότι εμποδίζεται να λαμβάνει διορθωτικά μέτρα σε ατομικό επίπεδο, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο από την άποψη της προληπτικής εποπτείας.

98      Ομοίως, όσον αφορά την αναφορά στην αιτιολογική σκέψη 15 η οποία περιλαμβάνεται σε μια εκδοχή της πρότασης εκτελεστικού κανονισμού για την εφαρμογή του κανονισμού 806/2014 [νυν εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2015/81 του Συμβουλίου, της 19ης Δεκεμβρίου 2014, περί ενιαίων όρων εφαρμογής του κανονισμού 806/2014 όσον αφορά τις εκ των προτέρων εισφορές στο ΕΤΕ (ΕΕ 2015, L 15, σ. 1)] την οποία μνημονεύει η προσφεύγουσα στα δικόγραφά της, επισημαίνεται ότι αυτή δεν είναι κρίσιμη. Πράγματι, το περιεχόμενό της δεν περιλήφθηκε στο τελικό κείμενο του εκτελεστικού κανονισμού, όπερ υποδηλώνει ότι ο νομοθέτης δεν την έκρινε πρόσφορη.

99      Επιπροσθέτως, όσον αφορά το επιχείρημα ότι μια μεταχείριση χωρίς διαφοροποίηση θα αναιρούσε την πρακτική αποτελεσματικότητα των ΑΔΠ, επισημαίνεται ότι από τις αποφάσεις της ΕΚΤ που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 60 ανωτέρω προκύπτει ότι άλλα τραπεζικά ιδρύματα, τα οποία επίσης είχαν αναλάβει ΑΔΠ, προέβλεψαν διαφορετική λογιστική μεταχείριση των ΑΔΠ τους και των ποσών που είχαν διατεθεί ως εγγύηση, η οποία δεν δημιουργούσε κανένα πρόβλημα από άποψη προληπτικής εποπτείας. Κατά τα λοιπά, τούτο τείνει να καταδείξει ότι οι ΑΔΠ παρουσιάζουν ενδιαφέρον για τα εν λόγω τραπεζικά ιδρύματα.

100    Συναφώς, ανεξαρτήτως της λογιστικής μεταχείρισης των ΑΔΠ, επισημαίνεται ότι τα ποσά που έχουν διατεθεί ως εγγύηση στο ταμείο εξυγίανσης ή στο σύστημα εγγύησης των καταθέσεων παράγουν τόκους υπέρ των ιδρυμάτων που έχουν αναλάβει τις ΑΔΠ, όπερ συνιστά πλεονέκτημα σε σχέση με την εισφορά σε μετρητά.

101    Επιπλέον, η απουσία διατάξεως στον κανονισμό 575/2013 η οποία να προβλέπει ρητώς ειδική λογιστική και προληπτική μεταχείριση των ΑΔΠ τείνει να ενισχύσει τα προηγούμενα συμπεράσματα.

102    Εξάλλου, το γεγονός ότι, με την εισαγωγή του μηχανισμού των ΑΔΠ, ο νομοθέτης δεν είχε την πρόθεση να χορηγήσει προνομιακό πλεονέκτημα στα ιδρύματα που αναλαμβάνουν ΑΔΠ φαίνεται να προκύπτει και από τη γνώμη που διατύπωσε η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών (ΕΑΤ).

103    Συναφώς, η ΕΑΤ εκτίμησε, όπως προκύπτει από τις απαντήσεις της επί των σχολίων που διατυπώθηκαν στο πλαίσιο της διαβούλευσης επί του σχεδίου κατευθυντήριων γραμμών της ΕΑΤ για τις ΑΔΠ βάσει της οδηγίας 2014/49, ότι ούτε οι αιτιολογικές σκέψεις ούτε τα άρθρα της οδηγίας 2014/49 αναφέρουν ότι ο επιδιωκόμενος από τον νομοθέτη της Ένωσης σκοπός, κατά τη θέσπιση των ΑΔΠ, ήταν η παροχή προνομιακής λογιστικής μεταχείρισης στα πιστωτικά ιδρύματα. Επιπροσθέτως, κατά την ΕΑΤ, σε αντίθεση με τις άμεσες εισφορές σε χρήμα, τα ιδρύματα που αναλαμβάνουν ΑΔΠ μπορούν να επωφεληθούν από τις εν λόγω δεσμεύσεις διατηρώντας την απόδοση των ποσών που παρέχονται ως εγγύηση. Επιπλέον, πάντοτε σύμφωνα με την ΕΑΤ, οι ΑΔΠ προσφέρουν στα πιστωτικά ιδρύματα προνομιακή μεταχείριση της ρευστότητας (που αντικατοπτρίζεται στον πίνακα ταμειακών ροών).

104    Μολονότι η ερμηνεία της ΕΑΤ δεν είναι δεσμευτική, εν προκειμένω ενδέχεται να είναι σκόπιμο να ληφθεί υπόψη, δεδομένου ότι η ΕΑΤ αποτελεί πηγή αναφοράς στον τομέα της τραπεζικής ένωσης.

105    Εξάλλου, οι κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις ΑΔΠ που εξέδωσε η ΕΑΤ βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2014/49 και του άρθρου 16 του κανονισμού (ΕΕ) 1093/2010 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Νοεμβρίου 2010, σχετικά με τη σύσταση ΕΑΤ, την τροποποίηση της απόφασης αριθ. 716/2009/ΕΚ και την κατάργηση της απόφασης 2009/78/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ 2010, L 331, σ. 12), επιβεβαιώνουν επίσης ότι η λογιστική μεταχείριση των ΑΔΠ και των ποσών που έχουν διατεθεί ως εγγύηση μπορεί να οδηγήσει στη λήψη μέτρων προληπτικής εποπτείας.

106    Επομένως, η ερμηνεία που προτείνει η προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθεί και, ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως στο σύνολό του.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

107    Κατ’ αρχάς, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι ο δυνητικός κίνδυνος που δημιουργούν οι ΑΔΠ δεν μπορεί να επέλθει παρά μόνο σε περίπτωση κλήσεως προς πληρωμή και ότι ο κίνδυνος αυτός, του οποίου η επέλευση είναι υποθετική, διότι η πιθανότητα κλήσεως προς πληρωμή των ΑΔΠ είναι μικρή, καλύπτεται, εν πάση περιπτώσει, μέσω της ορθής εφαρμογής των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας, όπως είναι τα σταθμισμένα ως προς τον κίνδυνο στοιχεία ενεργητικού (risk weighted assets). Ως εκ τούτου, αφενός, η ΕΚΤ δεν έλαβε υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση της προσφεύγουσας και, αφετέρου, το μέτρο μειώσεως είναι αδικαιολόγητο και παραβιάζει, για τον λόγο αυτόν, την αρχή της αναλογικότητας.

108    Εν συνεχεία, η ΕΚΤ, υιοθετώντας θέση αρχής, απέκλεισε κάθε εναλλακτικό μέτρο σε σχέση με το μέτρο μειώσεως, με το πρόσχημα ότι, χωρίς μείωση, το ποσό των κεφαλαίων CET 1 που γνωστοποιήθηκε στους παράγοντες της αγοράς δεν αντικατοπτρίζει τις πραγματικές δυνατότητες απορρόφησης των ζημιών.

109    Η προσφεύγουσα φρονεί, επομένως, ότι η επιβολή του μέτρου μειώσεως, το οποίο έχει αρνητικές συνέπειες γι’ αυτήν, είναι προδήλως απρόσφορη και δυσανάλογη σε σχέση με τον προβαλλόμενο σκοπό να ληφθούν, για τις ανάγκες της εποπτείας, επαρκείς πληροφορίες σχετικά με τους κινδύνους.

110    Τέλος, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η ΕΚΤ παραδέχθηκε, στο πλαίσιο των απαντήσεων στις παρατηρήσεις που υπέβαλε, ότι η επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων της, η οποία αξιολογήθηκε ως «μετρίως χαμηλού κινδύνου» εν προκειμένω, αποτελούσε παράμετρο χωρίς επιρροή. Εξ αυτού συνάγει ότι η ΕΚΤ παραδέχεται, κατά συνέπεια, ότι ακόμη και ένα ίδρυμα ευρισκόμενο σε κατάσταση κεφαλαιακής επάρκειας θα υπόκειτο στο ίδιο μέτρο μειώσεως, όπερ έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την αρχή της αναλογικότητας.

111    Η ΕΚΤ αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

112    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, το περιεχόμενο και η μορφή της δράσης της Ένωσης δεν υπερβαίνουν το απαιτούμενα για την επίτευξη των στόχων των Συνθηκών. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εφαρμόζουν την αρχή της αναλογικότητας σύμφωνα με το πρωτόκολλο αριθ. 2 σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, το οποίο προσαρτάται στη ΣΛΕΕ.

113    Κατά πάγια νομολογία, δυνάμει της αρχής της αναλογικότητας, η οποία αποτελεί μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης πρέπει να είναι πρόσφορες για την υλοποίηση των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η οικεία ρύθμιση και δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα όρια του αναγκαίου για την επίτευξη των σκοπών αυτών, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσοτέρων καταλλήλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και ότι τα δυσμενή αποτελέσματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκομένους σκοπούς (βλ. απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, Landeskreditbank Baden‑Württemberg κατά ΕΚΤ, T‑122/15, EU:T:2017:337, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

114    Επιπλέον, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, κατά την εκτίμηση της αναλογικότητας ενός μέτρου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το περιθώριο εκτίμησης που ενδεχομένως αναγνωρίζεται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης κατά τη θέσπισή του (βλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Landeskreditbank Baden‑Württemberg κατά ΕΚΤ, C‑450/17 P, EU:C:2019:372, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

115    Εν προκειμένω, η ΕΚΤ, αφού πρώτα διαπίστωσε ότι η ύπαρξη του εντοπισθέντος μη καλυπτόμενου κινδύνου δημιουργούσε την προβληματική κατάσταση που προβλέπεται στο άρθρο 16, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1024/2013 και ότι, προκειμένου να επιλύσει το πρόβλημα αυτό, μπορούσε να ασκήσει τις εξουσίες που της παρέχει το άρθρο 16, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του ίδιου κανονισμού για να απαιτεί από το οικείο τραπεζικό ίδρυμα να εφαρμόζει ειδική πολιτική προβλέψεων ή ειδική μεταχείριση των στοιχείων του ενεργητικού του από την άποψη των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, στη συνέχεια εξέτασε την αναλογικότητα του μέτρου μειώσεως.

116    Πρώτον, η ΕΚΤ έκρινε ότι η απαίτηση μείωσης ήταν κατάλληλη για την αντιμετώπιση του κινδύνου υπερεκτίμησης των κεφαλαίων CET 1, διότι κάλυπτε ειδικώς την ήδη επελθούσα απώλεια οικονομικών πόρων. Δεύτερον, η ΕΚΤ εξέτασε κατά πόσον η απαίτηση μείωσης ήταν αναγκαία και, ιδίως, αν υπήρχαν άλλα εναλλακτικά μέτρα, λιγότερο επαχθή και ικανά να επιτύχουν με τον ίδιο τρόπο τον σκοπό της δήλωσης μόνον των κεφαλαίων CET 1 που είναι ικανά να καλύψουν τους κινδύνους.

117    Η ΕΚΤ έκρινε ότι ο σκοπός αυτός δεν θα μπορούσε να επιτευχθεί με τη χρήση άλλων μέτρων στο πλαίσιο του «δεύτερου πυλώνα» δυνάμει του άρθρου 16, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, περί αυξήσεως των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων, και στοιχείο θʹ, περί περιορισμού της διανομής μερισμάτων, του κανονισμού 1024/2013.

118    Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εξέταση της αναλογικότητας του μέτρου μειώσεως στην οποία προέβη η ΕΚΤ διαρθρώθηκε και διενεργήθηκε ορθώς. Η εξέταση αυτή δεν ενέχει έλλειψη νομιμότητας ούτε σφάλματα. Επιπλέον, η ως άνω συλλογιστική της ΕΚΤ δεν ανατρέπεται από τα επιχειρήματα που προέβαλε η προσφεύγουσα.

119    Πρώτον, το επιχείρημα ότι η υλοποίηση της κλήσεως προς πληρωμή των ΑΔΠ παραμένει εντελώς υποθετική δεν ασκεί επιρροή σε σχέση με τον διαπιστωθέντα κίνδυνο.

120    Δεύτερον, η προσφεύγουσα δεν μπορεί, λόγω του ότι η ΕΚΤ εξέτασε και, στη συνέχεια, απέρριψε εναλλακτικά μέτρα σε σχέση με το μέτρο μειώσεως, να συναγάγει το συμπέρασμα ότι το επιβληθέν μέτρο ήταν ακατάλληλο και δυσανάλογο για τη λήψη πληροφοριών σχετικά με τους κινδύνους. Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν εξήγησε για ποιον λόγο η σχετική συλλογιστική της ΕΚΤ είναι εσφαλμένη. Επιπλέον, το μέτρο μειώσεως αποσκοπεί στην αντιμετώπιση της ήδη επελθούσας απώλειας οικονομικών πόρων, δεδομένου ότι η γνωστοποίηση στην αγορά ή στους εποπτικούς φορείς του ακριβούς επιπέδου δυνατότητας απορρόφησης των ζημιών των κεφαλαίων CET 1 της προσφεύγουσας αποτελεί απλώς έμμεση συνέπεια του επιβληθέντος μέτρου, αλλά όχι αυτοσκοπό.

121    Τρίτον, το γεγονός ότι η επάρκεια των ιδίων κεφαλαίων οδήγησε σε αξιολόγηση περί «μετρίως χαμηλού κινδύνου» δεν σημαίνει ότι το επιβληθέν μέτρο μειώσεως είναι αντίθετο προς την αρχή της αναλογικότητας και, εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι ο χαρακτηρισμός αυτός δεν θεραπεύει τον κίνδυνο υπερεκτίμησης που εντοπίστηκε.

122    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι πρέπει να απορριφθεί ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως και, κατά συνέπεια, η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

123    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της ΕΚΤ.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την BNP Paribas στα δικαστικά έξοδα.

Schalin

Škvařilová-Pelzl

Nõmm

Steinfatt

 

      Kukovec

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 5 Ιουνίου 2024.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.