Language of document :

Υπόθεση C-606/18 P

Nexans France SAS
και
Nexans SA

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

 Απόφαση του Δικαστηρίου (δεύτερο τμήμα) της 16ης Ιουλίου 2020

«Αίτηση αναιρέσεως – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Ευρωπαϊκή αγορά υπόγειων και υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων – Κατανομή της αγοράς στο πλαίσιο έργων – Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 – Άρθρο 20 – Ελεγκτικές εξουσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στον τομέα των συμπράξεων – Εξουσία αντιγραφής δεδομένων, χωρίς προηγούμενη εξέτασή τους, και εν συνεχεία εξετάσεώς τους στα γραφεία της Επιτροπής – Πρόστιμα – Πλήρης δικαιοδοσία»

1.        Αναίρεση – Λόγοι – Απλή επανάληψη των προβληθέντων ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου λόγων και επιχειρημάτων – Απαράδεκτο – Αμφισβήτηση της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου ερμηνείας ή εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης – Παραδεκτό

(Άρθρο 256 § 1, εδ. 2, ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου, άρθρο 168 § 1, στοιχείο δʹ)

(βλ. σκέψη 54)

2.        Ένδικη διαδικασία – Προβολή νέων λόγων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας – Προϋποθέσεις – Περαιτέρω ανάπτυξη υφιστάμενου λόγου – Παραδεκτό

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρα 84 § 1 και 177 § 1, στοιχείο δʹ)

(βλ. σκέψη 55)

3.        Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσία ελέγχου της Επιτροπής – Έκταση και όρια – Δημιουργία ακριβούς αντιγράφου του σκληρού δίσκου υπολογιστών κατά τον έλεγχο – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις – Επαλήθευση της συνάφειας με το αντικείμενο του ελέγχου των αντιγραφέντων δεδομένων πριν αυτά συμπεριληφθούν στον φάκελο – Υποχρέωση διαγραφής των μη σχετικών δεδομένων

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 20 § 2, στοιχείο βʹ)

(βλ. σκέψεις 57-68)

4.        Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσία ελέγχου της Επιτροπής – Έκταση και όρια – Τρόποι διεξαγωγής του ελέγχου – Περιθώριο εκτιμήσεως της Επιτροπής

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 20 § 2, στοιχείο βʹ)

(βλ. σκέψεις 61, 62)

5.        Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσία ελέγχου της Επιτροπής – Έκταση και όρια – Στενή ερμηνεία των διατάξεων που απονέμουν ελεγκτικές εξουσίες στην Επιτροπή– Δεν χωρεί – Σεβασμός των δικαιωμάτων των οικείων επιχειρήσεων

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 20)

(βλ. σκέψεις 64, 86)

6.        Ανταγωνισμός – Διοικητική διαδικασία – Εξουσία ελέγχου της Επιτροπής – Έκταση και όρια – Δημιουργία ακριβούς αντιγράφου του σκληρού δίσκου υπολογιστών κατά τον έλεγχο – Έρευνα στα περιεχόμενα του ακριβούς αντιγράφου η οποία διενεργείται στα γραφεία της Επιτροπής – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Δεν υφίσταται επιπλέον προσβολή των δικαιωμάτων της επιχείρησης σε σύγκριση με εκείνη που εγγενώς ενέχει η διενέργεια ελέγχου στις εγκαταστάσεις της

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 20 §§ 1, 2, στοιχεία βʹ και γʹ, και 4)

(βλ. σκέψεις 78-91)

7.        Αναίρεση – Αρμοδιότητα του Δικαστηρίου – Έλεγχος της εκτιμήσεως από την Επιτροπή της σοβαρότητας της παραβάσεως για τον καθορισμό του ποσού του προστίμου – Δεν εμπίπτει – Έλεγχος περιοριζόμενος στην εξακρίβωση της εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου συνεκτιμήσεως των ουσιωδών παραγόντων αξιολογήσεως της σοβαρότητας της παραβάσεως και του συνόλου των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν κατά του επιβληθέντος προστίμου

(Άρθρο 101 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 58, εδ. 1 ·κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23)

(βλ. σκέψη 95)

8.        Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Δικαστικός έλεγχος – Πλήρης δικαιοδοσία του δικαστή της Ένωσης – Περιεχόμενο

(Άρθρα 261 και 263 ΣΛΕΕ Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, άρθρο 47 ·κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 31)

(βλ. σκέψεις 96, 97, 104-106)

9.        Αναίρεση – Λόγοι – Ανεπαρκής αιτιολογία – Έμμεση αιτιολόγηση από αιτιολογία εκ μέρους του Γενικού Δικαστηρίου  – Επιτρέπεται – Προϋποθέσεις

(Άρθρο 256 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 36 και 53, εδ. 1)

(βλ. σκέψη 101)

10.      Ανταγωνισμός – Πρόστιμα – Ύψος – Καθορισμός – Καθορισμός του βασικού ποσού – Σοβαρότητα της παραβάσεως – Κριτήρια εκτιμήσεως – Συμμετοχή σε πρόσθετο στοιχείο της παραβάσεως που ενισχύει το πλήγμα στον ανταγωνισμό

(Κανονισμός 1/2003 του Συμβουλίου, άρθρο 23 § 2 και 3 ·ανακοίνωση 2006/C 210/02 της Επιτροπής, σημείο 22)

(βλ. σκέψεις 113-115)

Σύνοψη

Με την απόφαση Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής (C-606/18 P) της 16ης Ιουλίου 2020, το δεύτερο τμήμα του Δικαστηρίου απέρριψε την αναίρεση της Nexans France SAS και της μητρικής της Nexans SA (στο εξής: αναιρεσείουσες) κατά της αποφάσεως του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2018 στην υπόθεση T–449/14 (1). Η αναίρεση έθετε ιδίως το ζήτημα της ερμηνείας από το Γενικό Δικαστήριο της εκτάσεως των εξουσιών που το άρθρο 20 του κανονισμού 1/2003 (2) απονέμει στην Επιτροπή στο πλαίσιο ελέγχου για συμπράξεις.

Η Επιτροπή εξέδωσε εις βάρος των αναιρεσειουσών, οι οποίες δραστηριοποιούνται στον τομέα της παραγωγής και προμήθειας υπόγειων και υποβρύχιων ηλεκτρικών καλωδίων, απόφαση διαπιστώνουσα παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ στον εν λόγω τομέα (στο εξής: επίδικη απόφαση) (3). Κατά την επίδικη απόφαση, οι αναιρεσείουσες ενεπλάκησαν σε σύμπραξη με αντικείμενο, αφενός, την κατανομή περιοχών και πελατών μεταξύ των Ευρωπαίων, των Ιαπώνων και των Νοτιοκορεατών παραγωγών (στο εξής: μηχανισμός A/R) και, αφετέρου, την κατανομή περιοχών και πελατών μεταξύ των Ευρωπαίων παραγωγών, ως προς έργα τα οποία επρόκειτο να εκτελεσθούν εντός του ευρωπαϊκού εδάφους ή τα οποία ανετίθεντο σε Ευρωπαίους παραγωγούς (στο εξής: ευρωπαϊκός μηχανισμός). Κατά συνέπεια, η Επιτροπή επέβαλε στις αναιρεσείουσες πρόστιμα ύψους άνω των 70 000 000 ευρώ.

Στο πλαίσιο της έρευνας της Επιτροπής κατόπιν της οποίας επιβλήθηκε το πρόστιμο αυτό διενεργήθηκε έλεγχος στις εγκαταστάσεις των αναιρεσειουσών. Οι ελεγκτές της Επιτροπής εξέτασαν στις εγκαταστάσεις αυτές, μεταξύ άλλων, τους υπολογιστές ορισμένων υπαλλήλων. Έλαβαν ακριβές αντίγραφο των σκληρών δίσκων των υπολογιστών αυτών και, βάσει των αντιγράφων αυτών, προέβησαν σε αναζήτηση με λέξεις-κλειδιά στα δεδομένα που περιέχονταν στους υπολογιστές αυτούς, χρησιμοποιώντας λογισμικό ψηφιακής έρευνας. Εν συνεχεία, οι ελεγκτές αποφάσισαν να δημιουργήσουν αντίγραφα επιλεγμένων δεδομένων και να τα αποθηκεύσουν σε ψηφιακά μέσα καταχώρισης δεδομένων. Έλαβαν επίσης τρία ακριβή αντίγραφα ενός σκληρού δίσκου τα οποία αποθήκευσαν σε τρία διαφορετικά ψηφιακά μέσα καταχώρισης δεδομένων. Τα ψηφιακά μέσα καταχώρισης δεδομένων τοποθετήθηκαν σε σφραγισμένους φακέλους και μεταφέρθηκαν στα γραφεία της Επιτροπής στις Βρυξέλλες, όπου οι φάκελοι ανοίχθηκαν και τα ψηφιακά μέσα καταχώρισης δεδομένων εξετάστηκαν παρουσία των εκπροσώπων των αναιρεσειουσών.

Η προσφυγή περί ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως την οποία άσκησαν οι αναιρεσείουσες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου απορρίφθηκε εξ ολοκλήρου με την απόφαση της 12ης Ιουλίου 2018, Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής. Προς στήριξη της αιτήσεώς τους αναιρέσεως κατά της αποφάσεως αυτής, οι αναιρεσείουσες προέβαλαν πέντε λόγους, που αφορούσαν, αφενός, την απόρριψη από το Γενικό Δικαστήριο των επιχειρημάτων τους σχετικά με τη διεξαγωγή του επίμαχου ελέγχου και, αφετέρου, την άρνηση του Γενικού Δικαστηρίου να μειώσει τα πρόστιμα που τους επιβλήθηκαν.

Καταρχάς, στο πλαίσιο του πρώτου λόγου αναιρέσεως, το Δικαστήριο εξέτασε αν η Επιτροπή, κατά τον έλεγχο που διενήργησε στις αναιρεσείουσες, είχε το δικαίωμα να δημιουργήσει το ακριβές αντίγραφο σκληρού δίσκου και αντίγραφα ομάδων ηλεκτρονικών επιστολών, χωρίς να έχει προηγουμένως προβεί σε σοβαρή εξέταση των στοιχείων αυτών. Υπενθυμίζοντας ότι ο νομοθέτης της Ένωσης έχει παράσχει ορισμένο περιθώριο εκτιμήσεως στην Επιτροπή όσον αφορά τους τρόπους διεξαγωγής του ελέγχου τον οποίο μπορεί να διενεργήσει, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε το δικαίωμα της Επιτροπής να αποφασίζει, αναλόγως των περιστάσεων, να ελέγξει τα δεδομένα που περιέχονται στο μέσο αποθήκευσης ψηφιακών δεδομένων της επιχειρήσεως την οποία αφορά ο έλεγχος με βάση αντίγραφο των δεδομένων αυτών. Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι το δικαίωμα αυτό της Επιτροπής, που ανάγεται στο άρθρο 20, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 1/2003, δεν θίγει ούτε τις διαδικαστικές εγγυήσεις ούτε τα λοιπά δικαιώματα της επιχειρήσεως την οποία αφορά ο έλεγχος, υπό την προϋπόθεση ότι η Επιτροπή, αφού ολοκληρώσει την εξέτασή της, συμπεριλαμβάνει στον φάκελο μόνον έγγραφα συναφή με το αντικείμενο του ελέγχου. Όπως είχε κρίνει και το Γενικό Δικαστήριο, το Δικαστήριο εκτίμησε ότι τέτοια περίπτωση συνέτρεχε εν προκειμένω. Δεδομένου δε ότι για την επεξεργασία ηλεκτρονικών δεδομένων ενδέχεται να απαιτηθεί σημαντικό χρονικό διάστημα, πρόσθεσε ότι είναι επίσης προς το συμφέρον της οικείας επιχειρήσεως να στηριχθεί η Επιτροπή, προκειμένου να πραγματοποιήσει τον έλεγχό της, σε αντίγραφο των δεδομένων αυτών, παρέχοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στην εν λόγω επιχείρηση τη δυνατότητα να συνεχίσει να χρησιμοποιεί τα πρωτότυπα δεδομένα καθώς και τα μέσα αποθήκευσης στα οποία αυτά περιέχονται αφ’ ης στιγμής δημιουργηθεί το εν λόγω αντίγραφο, με αποτέλεσμα να μειώνεται η επέμβαση στη λειτουργία της επιχειρήσεως αυτής την οποία προκαλεί ο πραγματοποιούμενος από την Επιτροπή έλεγχος.

Εν συνεχεία, στο πλαίσιο του δευτέρου και του τρίτου λόγου αναιρέσεως, το Δικαστήριο εξέτασε κατά πόσον η Επιτροπή είχε το δικαίωμα να συνεχίσει τον επίμαχο έλεγχο στα γραφεία της στις Βρυξέλλες. Το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το να υποχρεωθεί η Επιτροπή να προβεί στην επεξεργασία τέτοιων δεδομένων αποκλειστικώς στους χώρους της επιχειρήσεως την οποία αφορά ο έλεγχος θα μπορούσε, όταν πρόκειται για ιδιαιτέρως μεγάλο όγκο δεδομένων, να έχει ως συνέπεια τη σημαντική παράταση της διάρκειας παραμονής των ελεγκτών στους χώρους της επιχειρήσεως αυτής, πράγμα ικανό να βλάψει την αποτελεσματικότητα του ελέγχου και να αυξήσει άσκοπα την προκύπτουσα από τον έλεγχο επέμβαση στη λειτουργία της εν λόγω επιχειρήσεως. Πάντως, το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η Επιτροπή δεν μπορεί να κάνει χρήση της δυνατότητας να συνεχίσει στα γραφεία της στις Βρυξέλλες τον έλεγχο των επαγγελματικών εγγράφων της οικείας επιχειρήσεως παρά μόνον όταν μπορεί θεμιτώς να θεωρήσει ότι τούτο δικαιολογείται χάριν της αποτελεσματικότητας του ελέγχου ή προς αποφυγή υπερβολικής επέμβασης στη λειτουργία της οικείας επιχειρήσεως. Εξάλλου, το Δικαστήριο υπογράμμισε ότι η δυνατότητα αυτή εξαρτάται από τη διαπίστωση ότι η συνέχιση του ελέγχου στα γραφεία της Επιτροπής δεν συνεπάγεται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και δεν συνιστά επιπλέον προσβολή των δικαιωμάτων των οικείων επιχειρήσεων. Μια τέτοια προσβολή θα έπρεπε να διαπιστωθεί αν η συνέχιση του ελέγχου αυτού στα γραφεία της Επιτροπής στις Βρυξέλλες συνεπαγόταν για την επιχείρηση την οποία αφορά ο έλεγχος πρόσθετα έξοδα που θα προέκυπταν αποκλειστικώς λόγω της προαναφερθείσας συνέχισης του ελέγχου. Κατά συνέπεια, όταν η ως άνω συνέχιση του ελέγχου είναι ικανή να προκαλέσει τέτοια πρόσθετα έξοδα, η Επιτροπή δεν μπορεί να προβεί σε αυτήν παρά μόνον υπό την προϋπόθεση ότι δέχεται να αποδώσει τα έξοδα αυτά, εφόσον η ενδιαφερόμενη επιχείρηση τής υποβάλει δεόντως αιτιολογημένο σχετικό αίτημα.

Εν συνεχεία, το Δικαστήριο εξέτασε τον τέταρτο λόγο αναιρέσεως και το ζήτημα αν το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ως προς την εκτίμησή του επί του υπολογισμού των προστίμων. Αφού διαπίστωσε ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είχε παραβιάσει την αρχή της πλήρους δικαιοδοσίας που του παρέχει την εξουσία, πέραν του ελέγχου νομιμότητας της κυρώσεως, να υποκαθιστά την Επιτροπή προβαίνοντας στη δική του εκτίμηση και, κατά συνέπεια, να καταργεί, να μειώνει ή να αυξάνει το πρόστιμο ή τη χρηματική ποινή που έχει επιβληθεί, το Δικαστήριο έκρινε ότι το Γενικό Δικαστήριο μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απουσία συνεπειών της επίμαχης παραβάσεως, την οποίαν είχαν επικαλεστεί οι αναιρεσείουσες, δεν ήταν ικανή, λόγω των άλλων στοιχείων που είχε λάβει υπόψη του το Γενικό Δικαστήριο, να το οδηγήσει σε μείωση των προστίμων που είχαν επιβληθεί στις αναιρεσείουσες.

Τέλος, το Δικαστήριο αποφάνθηκε επί του πέμπτου λόγου αναιρέσεως που αφορούσε την εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την οποία, λόγω της συμμετοχής των αναιρεσειουσών στον ευρωπαϊκό μηχανισμό της σύμπραξης η οποία ενίσχυσε το πλήγμα στον ανταγωνισμό που προκάλεσε ο μηχανισμός A/R της εν λόγω σύμπραξης, ορθώς η Επιτροπή αύξησε κατά 2 % τον συντελεστή σοβαρότητας τον οποίον εφάρμοσε για τον υπολογισμό των επιβληθέντων στις αναιρεσείουσες προστίμων. Συναφώς, το Δικαστήριο επισήμανε ότι η στενή σύνδεση που υφίστατο μεταξύ των δύο μηχανισμών δεν αναιρούσε το γεγονός ότι ο ευρωπαϊκός μηχανισμός της σύμπραξης αποτελούσε ως εκ της φύσεώς του ιδιαίτερη συμφωνία κατανομής έργων μη εμπεριεχόμενη στον μηχανισμό A/R της σύμπραξης. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν ήταν εσφαλμένη η εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου ότι η επιπλέον αυτή προσβολή του ανταγωνισμού μπορούσε θεμιτώς να τιμωρηθεί με αυξημένο πρόστιμο.

Δεδομένου ότι κανένας από τους λόγους αναιρέσεως δεν μπορούσε να ευδοκιμήσει, το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως στο σύνολό της.


1      Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Ιουλίου 2018, Nexans France και Nexans κατά Επιτροπής (T‑449/14, EU:T:2018:456).


2      Κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1).


3      Απόφαση C(2014) 2139 τελικό της Επιτροπής, της 2ας Απριλίου 2014, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 101 [ΣΛΕΕ] και του άρθρου 53 της συμφωνίας για τον ΕΟΧ (υπόθεση AT.39610 – Ηλεκτρικά καλώδια).