Language of document : ECLI:EU:T:2021:92

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο πενταμελές τμήμα)

της 17ης Φεβρουαρίου 2021 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Αγορά των αεροπορικών μεταφορών στη Γαλλία – Αναστολή καταβολής, κατά την περίοδο μεταξύ Μαρτίου και Δεκεμβρίου 2020, του φόρου πολιτικής αεροπορίας και του φόρου αλληλεγγύης επί των αεροπορικών εισιτηρίων που οφείλονται σε μηνιαία βάση, στο πλαίσιο της πανδημίας COVID‑19 – Απόφαση περί μη προβολής αντιρρήσεων – Ενίσχυση για την επανόρθωση ζημιών που έχουν προκληθεί από έκτακτο γεγονός – Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών – Ίση μεταχείριση – Κριτήριο της κατοχής άδειας εκδοθείσας από τις γαλλικές αρχές – Αναλογικότητα – Άρθρο 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑259/20,

Ryanair DAC, με έδρα το Swords (Ιρλανδία), εκπροσωπούμενη από τους E. Vahida, F.-C. Laprévote, S. Rating και Ι.-Γ. Μεταξά-Μαραγκίδη, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους L. Flynn και S. Noë καθώς και από την C. Georgieva-Kecsmar,

καθής,

υποστηριζόμενη από

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τις E. de Moustier, C. Mosser, A. Daniel και P. Dodeller,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως C(2020) 2097 τελικό της Επιτροπής, της 31ης Μαρτίου 2020, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.56765 (2020/N) – Γαλλία – COVID‑19 – Αναστολή καταβολής αεροπορικών φόρων και τελών υπέρ των επιχειρήσεων δημοσίων αεροπορικών μεταφορών,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους M. van der Woude, Πρόεδρο, A. Kornezov, E. Buttigieg (εισηγητή), K. Kowalik-Bańczyk και G. Hesse, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 23ης Σεπτεμβρίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 24 Μαρτίου 2020 η Γαλλική Δημοκρατία κοινοποίησε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, μέτρο ενισχύσεως υπό μορφή αναστολής καταβολής, κατά την περίοδο μεταξύ Μαρτίου και Δεκεμβρίου 2020, του φόρου πολιτικής αεροπορίας και του φόρου αλληλεγγύης επί των αεροπορικών εισιτηρίων που οφείλονται σε μηνιαία βάση (στο εξής: επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων).

2        Το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων, σκοπός του οποίου είναι να διασφαλίσει ότι οι αεροπορικές εταιρίες που κατέχουν άδεια εκμετάλλευσης εκδοθείσα στη Γαλλία κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) 1008/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Σεπτεμβρίου 2008, σχετικά με κοινούς κανόνες εκμετάλλευσης των αεροπορικών γραμμών στην Κοινότητα (ΕΕ 2008, L 293, σ. 3) (στο εξής: άδεια των γαλλικών αρχών), είναι σε θέση να διατηρήσουν επαρκή ρευστότητα μέχρι την άρση των περιορισμών ή των απαγορεύσεων μετακινήσεως και την επιστροφή στη συνήθη εμπορική δραστηριότητα, προβλέπει την αναστολή καταβολής των ως άνω φόρων μέχρι την 1η Ιανουαρίου 2021, εν συνεχεία δε την κατανομή των πληρωμών σε μια περίοδο 24 μηνών, ήτοι μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2022. Το ακριβές ποσό των φόρων καθορίζεται σε συνάρτηση με τον αριθμό των επιβατών που μεταφέρονται και τον αριθμό των πτήσεων που πραγματοποιούνται από γαλλικό αεροδρόμιο. Επιπλέον, το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων θα αφορά τις επιχειρήσεις δημοσίων αεροπορικών μεταφορών που κατέχουν άδεια των γαλλικών αρχών, γεγονός το οποίο προϋποθέτει ότι έχουν την «κύρια εγκατάστασή» τους στη Γαλλία (βλ. σκέψη 29 κατωτέρω).

3        Στις 31 Μαρτίου 2020 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2020) 2097 τελικό σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.56765 (2020/N) – Γαλλία – COVID‑19 – Αναστολή καταβολής αεροπορικών φόρων και τελών υπέρ των επιχειρήσεων δημοσίων αεροπορικών μεταφορών (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), με την οποία, αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων συνιστούσε κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εξέτασε τη συμβατότητά του με την εσωτερική αγορά και, ειδικότερα, υπό το πρίσμα του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.

4        Συναφώς, κατά πρώτον, η Επιτροπή έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι η επιδημία COVID‑19 συνιστούσε έκτακτο γεγονός κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ και ότι υφίστατο αιτιώδης συνάφεια μεταξύ των ζημιών που προκάλεσε το γεγονός αυτό και της ζημίας την οποία αντιστάθμιζε το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων, στο μέτρο που το εν λόγω καθεστώς αποσκοπούσε στον περιορισμό της κρίσης ρευστότητας την οποία αντιμετώπιζαν οι αεροπορικές εταιρίες εξαιτίας της πανδημίας COVID‑19, συμβάλλοντας στην κάλυψη των αναγκών για ρευστότητα των επιχειρήσεων δημοσίων αεροπορικών μεταφορών οι οποίες κατείχαν άδεια των γαλλικών αρχών.

5        Κατά δεύτερον, η Επιτροπή, αφού υπενθύμισε ότι από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι επιτρέπεται η αντιστάθμιση μόνον των οικονομικών μειονεκτημάτων που έχουν προκληθεί ευθέως από έκτακτο γεγονός και ότι το ποσό της αντιστάθμισης δεν μπορεί να υπερβαίνει τα μειονεκτήματα αυτά, πρώτον, έκρινε ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων ήταν σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας υπό το πρίσμα του ύψους των αναμενόμενων ζημιών, στο μέτρο που το προβλεπόμενο ποσό της ενίσχυσης φαινόταν να είναι κατώτερο από τις εμπορικές ζημίες οι οποίες αναμένονταν εξαιτίας της οφειλόμενης στην πανδημία COVID‑19 κρίσης.

6        Δεύτερον, η Επιτροπή έκρινε ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων είχε προδήλως θεσπιστεί κατά τρόπο μη εισάγοντα δυσμενείς διακρίσεις, δεδομένου ότι στους δικαιούχους του καθεστώτος περιλαμβάνονταν όλες οι αεροπορικές εταιρίες που κατείχαν άδειες των γαλλικών αρχών. Συναφώς, η Επιτροπή υπογράμμισε ότι το γεγονός ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η ενίσχυση χορηγήθηκε διά της αναστολής καταβολής ορισμένων φόρων οι οποίοι επιβάρυναν τον προϋπολογισμό επίσης των αεροπορικών εταιριών που κατείχαν άδειες εκμετάλλευσης εκδοθείσες από άλλα κράτη μέλη δεν ασκούσε επιρροή όσον αφορά την εκτίμηση περί ενισχύσεως μη εισάγουσας δυσμενείς διακρίσεις, δεδομένου ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων αποσκοπούσε σαφώς στην αντιστάθμιση των ζημιών των αεροπορικών εταιριών που κατείχαν άδειες των γαλλικών αρχών. Επομένως, η κάλυψη την οποία παρείχε το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων παρέμενε σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας υπό το πρίσμα του σκοπού του ο οποίος συνίστατο στην αντιστάθμιση που προκάλεσε η πανδημία COVID‑19. Ειδικότερα, το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων θα συνέβαλε στη διατήρηση της διάρθρωσης του τομέα των αερομεταφορών υπέρ των εταιριών οι οποίες κατείχαν άδειες των γαλλικών αρχών. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έκρινε ότι οι γαλλικές αρχές είχαν αποδείξει στο στάδιο αυτό ότι το ύψος των ενισχύσεων στο πλαίσιο του επίμαχου καθεστώτος δεν υπερέβαινε το ύψος των ζημιών που προκλήθηκαν ευθέως από την οφειλόμενη στην πανδημία COVID‑19 κρίση.

7        Ως εκ τούτου, η Επιτροπή αποφάσισε να μην προβάλει αντιρρήσεις ως προς το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων, λαμβάνοντας υπόψη τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει η Γαλλική Δημοκρατία και, ιδίως, τη δέσμευση να της διαβιβάσει προς επικύρωση λεπτομερή μεθοδολογία όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο το εν λόγω κράτος μέλος προτίθετο να προσδιορίσει, εκ των υστέρων και για κάθε δικαιούχο, το ύψος των ζημιών που σχετίζονται με την κρίση που προκάλεσε η πανδημία COVID‑19.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

8        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Μαΐου 2020, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

9        Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε την ίδια ημέρα στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, η προσφεύγουσα ζήτησε να εκδικασθεί η υπό κρίση προσφυγή με την ταχεία διαδικασία, σύμφωνα με τα άρθρα 151 και 152 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Με απόφαση της 29ης Μαΐου 2020, το Γενικό Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) έκανε δεκτή την αίτηση για εκδίκαση της προσφυγής με την ταχεία διαδικασία.

10      Η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Ιουνίου 2020.

11      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, η προσφεύγουσα ζήτησε στις 30 Ιουνίου 2020, με αιτιολογημένη αίτηση, τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

12      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 20 Ιουλίου 2020, η Γαλλική Δημοκρατία ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής. Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 28 Ιουλίου 2020, η προσφεύγουσα ζήτησε, σύμφωνα με το άρθρο 144, παράγραφος 7, του Κανονισμού Διαδικασίας, να μην κοινοποιηθούν στη Γαλλική Δημοκρατία ορισμένα στοιχεία σχετικά με τον αριθμό κρατήσεων και τον αναμενόμενο αριθμό επιβατών τα οποία περιλαμβάνονταν στο δικόγραφο της προσφυγής, στη συνοπτική απόδοση του δικογράφου της προσφυγής και στα παραρτήματα τους. Ως εκ τούτου, επισύναψε μη εμπιστευτικό κείμενο του δικογράφου της προσφυγής, της συνοπτικής απόδοσης του δικογράφου της προσφυγής και των παραρτημάτων τους.

13      Κατόπιν πρότασης του δέκατου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση ενώπιον πενταμελούς τμήματος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας.

14      Με διάταξη της 5ης Αυγούστου 2020, ο πρόεδρος του δέκατου πενταμελούς τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε την παρέμβαση της Γαλλικής Δημοκρατίας και διέταξε να κοινοποιηθεί προσωρινώς μόνον το μη εμπιστευτικό κείμενο του δικογράφου της προσφυγής, της συνοπτικής απόδοσης του δικογράφου της προσφυγής και των παραρτημάτων τους που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα, εν αναμονή ενδεχομένων παρατηρήσεων της Γαλλικής Δημοκρατίας επί του αιτήματος εμπιστευτικής μεταχειρίσεως.

15      Με μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας της 6ης Αυγούστου 2020, επετράπη στη Γαλλική Δημοκρατία, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 154, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, να καταθέσει υπόμνημα παρεμβάσεως.

16      Στις 21 Αυγούστου 2020 η Γαλλική Δημοκρατία απέστειλε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου το υπόμνημά της παρεμβάσεως, χωρίς να διατυπώσει αντιρρήσεις σχετικά με το αίτημα εμπιστευτικής μεταχειρίσεως που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα.

17      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

18      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

19      Η Γαλλική Δημοκρατία ζητεί να κριθεί απαράδεκτη η προσφυγή, καθόσον με αυτή αμφισβητείται συνολικά το βάσιμο της εκτιμήσεως της ενισχύσεως, και να απορριφθεί επί της ουσίας κατά τα λοιπά. Επικουρικώς, ζητεί την επί της ουσίας απόρριψη της προσφυγής στο σύνολό της.

 Σκεπτικό

20      Υπενθυμίζεται ότι ο δικαστής της Ευρωπαϊκής Ένωσης δύναται να εκτιμήσει εάν, υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως, λόγοι ορθής απονομής της δικαιοσύνης δικαιολογούν την επί της ουσίας απόρριψη της προσφυγής, χωρίς προηγούμενη απόφαση επί του παραδεκτού (πρβλ. αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2002, Συμβούλιο κατά Boehringer, C‑23/00 P, EU:C:2002:118, σκέψεις 51 και 52, και της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, Trajektna luka Split κατά Επιτροπής, T‑57/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:470, σκέψη 84). Επομένως, υπό το πρίσμα, ειδικότερα, των εκτιμήσεων που οδήγησαν στην ταχεία εκδίκαση της υπό κρίση προσφυγής και της σημασίας που έχει, τόσο για την προσφεύγουσα όσο και για την Επιτροπή και τη Γαλλική Δημοκρατία, μια ταχεία απάντηση επί της ουσίας, πρέπει να εξεταστεί ευθύς εξαρχής το βάσιμο της προσφυγής, χωρίς προηγούμενη απόφαση επί του παραδεκτού της.

21      Προς στήριξη της προσφυγής της, η προσφεύγουσα προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος στηρίζεται, κατ’ ουσίαν, σε παραβίαση των αρχών της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων λόγω ιθαγένειας και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, ο δεύτερος λόγος στηρίζεται σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εξέταση του αναλογικού χαρακτήρα του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων υπό το πρίσμα των ζημιών που προκάλεσε η πανδημία COVID‑19, ο τρίτος λόγος στηρίζεται σε προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων που απορρέουν από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και ο τέταρτος λόγος στηρίζεται σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παραβίαση των αρχών της απαγορεύσεως των δυσμενών διακρίσεων λόγω ιθαγένειας και της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών

22      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως περιλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, τέσσερα σκέλη, ήτοι παράβαση του άρθρου 18 ΣΛΕΕ, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως και παραβίαση της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών λόγω αδικαιολόγητου περιορισμού της. Πριν από την εξέτασή τους, πρέπει να εξακριβωθεί εάν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.

23      Ειδικότερα, βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ «[σ]υμβιβάζονται με την εσωτερική αγορά […] β) οι ενισχύσεις για την επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από θεομηνίες ή άλλα έκτακτα γεγονότα». Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει ότι η διάταξη αυτή αφορά ενισχύσεις οι οποίες είναι κατά νόμο συμβατές με την εσωτερική αγορά, υπό την προϋπόθεση ότι ανταποκρίνονται σε ορισμένα αντικειμενικά κριτήρια. Εντεύθεν συνάγεται ότι η Επιτροπή υποχρεούται να κηρύσσει τέτοιες ενισχύσεις συμβατές με την κοινή αγορά, άπαξ και ανταποκρίνονται στα κριτήρια αυτά, χωρίς να διαθέτει συναφώς εξουσία εκτιμήσεως (απόφαση της 25ης Ιουνίου 2008, Ολυμπιακή Αεροπορία Υπηρεσίες κατά Επιτροπής, T‑268/06, EU:T:2008:222, σκέψη 51· πρβλ., επίσης, απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 1980, Philip Morris κατά Επιτροπής, 730/79, EU:C:1980:209, σκέψη 17).

24      Ως εκ τούτου, μπορούν να αντισταθμιστούν κατά την έννοια της διατάξεως αυτής μόνον τα οικονομικά μειονεκτήματα που προκαλούνται άμεσα από θεομηνίες ή από άλλα έκτακτα γεγονότα. Πρέπει, επομένως, να υφίσταται άμεση σχέση μεταξύ των ζημιών που οφείλονται στο έκτακτο γεγονός και της κρατικής ενισχύσεως, απαιτείται δε η ακριβέστερη δυνατή αποτίμηση των ζημιών που προκλήθηκαν (βλ. απόφαση της 23ης Φεβρουαρίου 2006, Atzeni κ.λπ., C‑346/03 και C‑529/03, EU:C:2006:130, σκέψη 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

25      Η Επιτροπή οφείλει, στη συνέχεια, να εξακριβώσει αν τα επίμαχα μέτρα ενισχύσεως προσφέρονται ή όχι για την αποκατάσταση των ζημιών που προκλήθηκαν από έκτακτα γεγονότα και αποκλείει μέτρα χαρακτήρα γενικού και ανεξάρτητου από τις ζημίες που υποστηρίζεται ότι προκλήθηκαν λόγω τέτοιων γεγονότων (πρβλ. απόφαση της 1ης Φεβρουαρίου 2018, Λάρκο κατά Επιτροπής, T‑423/14, EU:T:2018:57, σκέψη 38). Το οικείο κράτος μέλος πρέπει επίσης να περιορίζει την αντιστάθμιση στο ύψος που είναι αναγκαίο για την επανόρθωση των ζημιών που υπέστησαν οι δικαιούχοι του επίμαχου μέτρου.

26      Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι η πανδημία COVID‑19 συνιστά έκτακτο γεγονός κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ. Η προσβαλλόμενη απόφαση εκθέτει, στο σημείο 29, τα κριτήρια της σχετικής πρακτικής της Επιτροπής κατά τη λήψη των αποφάσεών της και αναφέρει, στη συνέχεια, με ποιο τρόπο η πανδημία COVID‑19 πληροί τα κριτήρια αυτά. Η προσφεύγουσα, χωρίς να διαφωνεί με τα ανωτέρω, υποστήριξε εντούτοις, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι η Επιτροπή και η Γαλλική Δημοκρατία, με τα υπομνήματά τους, θεώρησαν ότι έκτακτο γεγονός συνιστούσαν τα μέτρα περιορισμού των μεταφορών και της κυκλοφορίας που έλαβε το εν λόγω κράτος μέλος και όχι η ίδια η πανδημία. Στην πραγματικότητα, όπως αναφέρει η Επιτροπή στο σημείο 35 του υπομνήματος αντικρούσεως, το οποίο διευκρινίζεται με την υποσημείωση 18, η πανδημία και τα μέτρα τα οποία έλαβαν οι γαλλικές αρχές για την αντιμετώπισή της θεωρούνται, στο σύνολό τους, ότι συνιστούν το εν λόγω έκτακτο γεγονός, όπως προκύπτει από τη ρητή διατύπωση των σημείων 15 και 50 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, σκοπός των εν λόγω μέτρων, τα οποία είναι εξαιρετικά περιοριστικά, ιδίως υπό το πρίσμα της ελεύθερης μετακινήσεως τόσο στο εσωτερικό της Γαλλίας όσο και εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι αποκλειστικώς ο περιορισμός της εξάπλωσης της πανδημίας. Η πανδημία υπαγόρευσε τα επίμαχα μέτρα, τα οποία είχαν αντίκτυπο επί των αεροπορικών εταιριών που δραστηριοποιούνται στη γαλλική αγορά. Επομένως, η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ του έκτακτου γεγονότος και της ζημίας είναι αδιάλειπτη. Κατά τα λοιπά, από τη νομολογία προκύπτει παρόμοια προσέγγιση. Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο, με την απόφαση της 25ης Ιουνίου 2008, Ολυμπιακή Αεροπορία Υπηρεσίες κατά Επιτροπής (T‑268/06, EU:T:2008:222, σκέψη 49), επισήμανε ότι η Επιτροπή ορθώς είχε υπογραμμίσει ότι το κλείσιμο του εναέριου χώρου των Ηνωμένων Πολιτειών από τις 11 έως τις 14 Σεπτεμβρίου 2001 είχε τον χαρακτήρα έκτακτου γεγονότος και είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ως έκτακτα γεγονότα χαρακτηρίζονταν όχι μόνον οι τρομοκρατικές επιθέσεις αλλά και το κλείσιμο του εναέριου χώρου.

27      Επομένως, αποδεικνύεται ότι η αιτιώδης συνάφεια την οποία απαιτεί το άρθρο 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ υφίσταται μεταξύ της πανδημίας COVID‑19, καθώς και των μέτρων περιορισμού και της κυκλοφορίας που έλαβαν οι γαλλικές αρχές, και της οικονομικής ζημίας την οποία υπέστησαν οι αεροπορικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται στη Γαλλία, δεδομένου ότι οι αεροπορικές μεταφορές, ιδίως, οι μεταφορές επιβατών (βλ. σημεία 35 έως 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως), σχεδόν μηδενίστηκαν στο γαλλικό έδαφος.

 Επί των τριών πρώτων σκελών του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τα οποία προβάλλεται παράβαση του άρθρου 18 ΣΛΕΕ, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως

28      Εν προκειμένω, πρώτον, το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων συνίσταται στη χορήγηση αναστολής καταβολής αεροπορικών φόρων και τελών υπέρ αεροπορικών εταιριών οι οποίες διαθέτουν άδεια των γαλλικών αρχών, όπερ σημαίνει ότι έχουν την «κύρια εγκατάστασή τους» στη Γαλλία (βλ. σκέψη 29 κατωτέρω). Το καθεστώς αυτό είναι χρονικά περιορισμένο, καθόσον αφορά το ποσό των φόρων οι οποίοι υπό κανονικές συνθήκες θα οφείλονταν σε μηνιαία βάση για την περίοδο από τον Μάρτιο έως τον Δεκέμβριο του 2020. Όπως προκύπτει από τη σκέψη 2 ανωτέρω, ο όρος «άδεια των γαλλικών αρχών» παραπέμπει σε άδεια εκδοθείσα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3 του κανονισμού 1008/2008, από τις γαλλικές αρχές.

29      Δεύτερον, κατά το άρθρο 2, σημείο 26, του κανονισμού 1008/2008, η «κύρια εγκατάσταση» ορίζεται ως η έδρα ή το εγγεγραμμένο γραφείο αερομεταφορέα της Ένωσης σε κράτος μέλος εντός του οποίου ασκούνται οι κύριες χρηματοοικονομικές λειτουργίες και ο επιχειρησιακός έλεγχος του κοινοτικού αερομεταφορέα, περιλαμβανομένης και της συνεχούς διαχείρισης πλοϊμότητας. Η έννοια της κύριας εγκατάστασης αντιστοιχεί, στην πράξη, στην έδρα του εν λόγω μεταφορέα (πρβλ. απόφαση της 18ης Μαρτίου 2014, International Jet Management, C‑628/11, EU:C:2014:171, σκέψη 66). Είναι επομένως ακριβές ότι, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ο εν λόγω κανονισμός επιτρέπει, ως προς ένα συγκεκριμένο νομικό πρόσωπο, τη σύσταση μίας μόνον κύριας εγκατάστασης και, κατά συνέπεια, τη χορήγηση μίας μόνον άδειας από τις αρχές του κράτους μέλους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται η κύρια αυτή εγκατάσταση. Εντούτοις, μια αεροπορική εταιρία έχει τη δυνατότητα, διά της δημιουργίας πλειόνων διακριτών νομικών προσώπων, για παράδειγμα μέσω της συστάσεως θυγατρικών, να αποκτήσει περισσότερες άδειες.

30      Κατόπιν των ανωτέρω διευκρινίσεων υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, από την όλη οικονομία της Συνθήκης προκύπτει ότι η διαδικασία του άρθρου 108 ΣΛΕΕ δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να καταλήγει σε αποτέλεσμα αντίθετο προς επιμέρους ειδικές διατάξεις της Συνθήκης. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν μπορεί να θεωρήσει συμβατή με την εσωτερική αγορά μια κρατική ενίσχυση η οποία, λόγω ορισμένων από τους όρους χορηγήσεώς της, συνιστά παράβαση άλλων διατάξεων της Συνθήκης. Ομοίως, κρατική ενίσχυση η οποία, λόγω ορισμένων από τους όρους χορηγήσεώς της, αντιβαίνει στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, όπως είναι η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, δεν δύναται να κηρυχθεί συμβατή με την εσωτερική αγορά (απόφαση της 15ης Απριλίου 2008, Nuova Agricast, C‑390/06, EU:C:2008:224, σκέψεις 50 και 51).

31      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ένα από τα κριτήρια επιλεξιμότητας, ήτοι το κριτήριο της κατοχής άδειας των γαλλικών αρχών, συνεπάγεται διαφορετική μεταχείριση των αεροπορικών εταιριών που έχουν την κύρια εγκατάστασή τους στη Γαλλία, οι οποίες μπορούν να τύχουν της αναστολής καταβολής την οποία χορηγεί το κράτος, και εκείνων που έχουν την κύρια εγκατάστασή τους σε άλλο κράτος μέλος και εκτελούν πτήσεις στο εσωτερικό της Γαλλίας, προς τη Γαλλία ή από τη Γαλλία στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκαταστάσεως, οι οποίες δεν δύνανται να τύχουν του ως άνω πλεονεκτήματος.

32      Ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η διαφορετική αυτή μεταχείριση δύναται να εξομοιωθεί με διάκριση κατά την έννοια του άρθρου 18, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, υπογραμμίζεται ότι, κατά τη διάταξη αυτή, εντός του πεδίου εφαρμογής των Συνθηκών και «με την επιφύλαξη των ειδικών διατάξεών τους», απαγορεύεται κάθε διάκριση λόγω ιθαγενείας. Ως εκ τούτου, πρέπει να εξακριβωθεί αν η διαφορετική αυτή μεταχείριση επιτρέπεται υπό το πρίσμα του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, το οποίο αποτελεί τη νομική βάση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συγκεκριμένα, πρέπει να εξεταστεί, αφενός, αν ο σκοπός του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της τελευταίας αυτής διατάξεως και, αφετέρου, αν οι όροι χορηγήσεως της ενισχύσεως δεν υπερβαίνουν το αναγκαίο για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρο.

33      Πρώτον, όσον αφορά τον σκοπό του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, διαπιστώνεται ότι, σύμφωνα με το γράμμα του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, ο σκοπός αυτός συνίσταται, γενικώς, στην αποκατάσταση, στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, της ζημίας που προκλήθηκε από το επίμαχο έκτακτο γεγονός. Επομένως, ο συγκεκριμένος σκοπός του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων είναι όχι η διατήρηση, αυτή καθεαυτήν, της διάρθρωσης της αγοράς αερομεταφορών στη Γαλλία, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα (σημείο 66 της προσφυγής, στην αρχή), αλλά μάλλον, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, η ελάφρυνση, διά της χορηγήσεως αναστολής καταβολής, των επιβαρύνσεων των αεροπορικών εταιριών οι οποίες έχουν πληγεί σοβαρά από τα μέτρα περιορισμού των μεταφορών και της κυκλοφορίας που θέσπισε η Γαλλική Δημοκρατία για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID‑19 (βλ. συναφώς σημεία 2 και 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως υπό τον τίτλο «Σκοπός του μέτρου») και, ειδικότερα, η αναβολή, διά της χρήσεως φορολογικών εργαλείων, της πληρωμής των επίμαχων δύο αεροπορικών φόρων που οφείλονταν για το διάστημα από τον Μάρτιο έως τον Δεκέμβριο του 2020, τούτο δε υπέρ των αεροπορικών εταιριών οι οποίες κατέχουν άδεια των γαλλικών αρχών, ήτοι όχι εθνική άδεια, όπως η προσφεύγουσα αφήνει να εννοηθεί, αλλά άδεια εκμετάλλευσης της Ένωσης εκδοθείσα από τις γαλλικές αρχές κατ’ εφαρμογήν του κανονισμού 1008/2008. Στο μέτρο που, κατά το χρονικό σημείο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα εν λόγω μέτρα περιορισμού των μεταφορών και της κυκλοφορίας είχαν ήδη οδηγήσει στην ακινητοποίηση μεγάλου αριθμού αεροσκαφών και στο μέτρο που η κατάσταση αυτή χειροτέρευσε στη συνέχεια, οδηγώντας στο κλείσιμο αεροδρομίων επί του γαλλικού εδάφους και στην ακύρωση, κατά το αποκορύφωμα της περιόδου ισχύος των μέτρων περιορισμού της κυκλοφορίας, όλων σχεδόν των προγραμματισμένων πτήσεων, είναι προφανές ότι ένα μέτρο όπως το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων σκοπεί πράγματι στον μετριασμό της ζημίας την οποία υπέστησαν οι αεροπορικές εταιρίες που δραστηριοποιούνται στο οικείο έδαφος, λόγω των μέτρων περιορισμού των μεταφορών και της κυκλοφορίας που θέσπισε η Γαλλική Δημοκρατία.

34      Πρέπει να γίνει δεκτό ότι, καθόσον αποδεικνύεται η ύπαρξη έκτακτου γεγονότος σχετιζόμενου με τις ζημίες τις οποίες επιδιώκει να αποκαταστήσει το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων και δεδομένου ότι, ειδικότερα, το εν λόγω καθεστώς αποσκοπεί στην ελάφρυνση των επιβαρύνσεων των αεροπορικών εταιριών οι οποίες έχουν πληγεί σοβαρά από τα μέτρα περιορισμού των μεταφορών και της κυκλοφορίας που θέσπισε η Γαλλική Δημοκρατία για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID‑19, ο σκοπός του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων πληροί τις προϋποθέσεις του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.

35      Δεύτερον, όσον αφορά την εξέταση του αν οι όροι χορηγήσεως της ενισχύσεως υπερβαίνουν το αναγκαίο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων και την τήρηση των προϋποθέσεων του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, επιβάλλονται οι ακόλουθες παρατηρήσεις.

36      Κατά πρώτον, όσον αφορά τον πρόσφορο χαρακτήρα του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, επισημαίνεται ότι οι όροι του καθεστώτος αυτού προβλέπουν την προσωρινή μη είσπραξη φόρων διά της χορηγήσεως αναστολής καταβολής στις επιλέξιμες επιχειρήσεις, ήτοι στις επιχειρήσεις που κατέχουν άδεια των γαλλικών αρχών.

37      Κατά συνέπεια, αφενός, για την αποκατάσταση των ζημιών δεν λαμβάνεται ως βασικό κριτήριο κατανομής η ιθαγένεια, αυτή καθεαυτήν, των θυμάτων των εν λόγω ζημιών, αλλά απαιτείται, στην πραγματικότητα, θεσμικός δεσμός με τον τόπο στον οποίο επήλθαν οι ζημίες που προκλήθηκαν από τα μέτρα περιορισμού των μεταφορών και της κυκλοφορίας, ήτοι με τον τόπο της κύριας εγκατάστασης, στο μέτρο που το κριτήριο επιλεξιμότητας για το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων είναι η χορήγηση άδειας των γαλλικών αρχών, η οποία προϋποθέτει ότι ο τόπος της κύριας εγκατάστασης της αεροπορικής εταιρίας βρίσκεται στη Γαλλία. Αφετέρου, ο δεσμός αυτός, στην πραγματικότητα, έχει επίσης μια χρονική διάσταση, διότι, όπως επισημαίνει η προσφεύγουσα στο σημείο 59 του δικογράφου της προσφυγής, η απόκτηση άδειας από άλλο κράτος μέλος δεν είναι ευχερής, δεδομένου ότι μια αεροπορική εταιρία οφείλει όχι μόνο να μεταφέρει τον τόπο της κύριας εγκατάστασής της, αλλά και να υποβάλει νέα αίτηση για τη χορήγηση άδειας εκμετάλλευσης, ενώ η παροχή υπηρεσιών μπορεί να παύσει από τη μια ημέρα στην άλλη. Είναι, επομένως, εύλογο το οικείο κράτος μέλος να επιδιώκει να διασφαλίσει ότι οι αεροπορικές εταιρίες που είναι επιλέξιμες για το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων έχουν σταθερή παρουσία, προκειμένου να είναι παρούσες στο γαλλικό έδαφος για να εξοφλήσουν τους φόρους των οποίων η καταβολή ανεστάλη, ούτως ώστε το έλλειμμα φορολογικών εσόδων να είναι, μεσοπρόθεσμα, όσο το δυνατόν χαμηλότερο. Το δε κριτήριο της κατοχής άδειας των γαλλικών αρχών, καθόσον προϋποθέτει την παρουσία της κύριας εγκατάστασης των αεροπορικών εταιριών στο γαλλικό έδαφος, διασφαλίζει κάποια σταθερότητα, τουλάχιστον από διοικητικής και χρηματοοικονομικής απόψεως, όσον αφορά την παρουσία των εν λόγω εταιριών, ούτως ώστε οι αρχές του κράτους μέλους που χορηγεί την ενίσχυση να μπορούν να ελέγξουν τον τρόπο με τον οποίο αυτή χρησιμοποιείται από τους δικαιούχους, πράγμα το οποίο δεν θα συνέβαινε αν η Γαλλική Δημοκρατία είχε θεσπίσει άλλο κριτήριο το οποίο να επιτρέπει την επιλεξιμότητα αεροπορικών εταιριών δραστηριοποιούμενων στο γαλλικό έδαφος δυνάμει άδειας εκδοθείσας από άλλο κράτος μέλος, όπως η προσφεύγουσα, δεδομένου ότι η παροχή υπηρεσιών έχει, εξ ορισμού, πιο αβέβαιο χαρακτήρα ως προς τη διάρκειά της, καθόσον δύναται να παύσει πολύ γρήγορα, ακόμη και αμέσως.

38      Κατά δεύτερον, οι όροι χορηγήσεως της ενισχύσεως, οι οποίοι έχουν φορολογικό χαρακτήρα, αντικατοπτρίζουν τη δυνατότητα και την υποχρέωση των γαλλικών αρχών να παρακολουθούν την οικονομική κατάσταση των δικαιούχων. Πάντως, τέτοια δυνατότητα και υποχρέωση υφίσταται μόνον ως προς τις αεροπορικές εταιρίες που κατέχουν άδεια των γαλλικών αρχών, διότι οι γαλλικές αρχές είναι οι μόνες αρμόδιες για την παρακολούθηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των εν λόγω εταιριών, σύμφωνα με τις υποχρεώσεις που απορρέουν, μεταξύ άλλων, από το άρθρο 5 και από το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κανονισμού 1008/2008, όπως εκτίθεται στο σημείο 46 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Πράγματι, στο ως άνω σημείο αναφέρεται ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων «προβλέπει επίσης ότι οι εμπορικές ζημίες ανά δικαιούχο επιχείρηση θα αξιολογηθούν και θα αποτιμηθούν εκ των υστέρων από τη Γενική Διεύθυνση Πολιτικής Αεροπορίας βάσει των πιστοποιημένων και ελεγμένων λογαριασμών λειτουργίας για το έτος 2020 που θα υποβάλει καθεμία από τις δικαιούχους της ενισχύσεως αεροπορικές εταιρίες» και ότι «[η] χορήγηση των ενισχύσεων θα εξαρτηθεί από την παροχή, εκ μέρους των επιχειρήσεων δημοσίων αερομεταφορών, των αναγκαίων δικαιολογητικών για τον υπολογισμό των ζημιών». Αντιθέτως, οι γαλλικές αρχές δεν έχουν καμία αρμοδιότητα, δυνάμει του εν λόγω κανονισμού, για την παρακολούθηση της χρηματοοικονομικής κατάστασης των αεροπορικών εταιριών οι οποίες δεν διαθέτουν άδεια των γαλλικών αρχών.

39      Κατά τρίτον, μολονότι είναι, ασφαλώς, αληθές ότι το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, στην πράξη, η έννοια της κύριας εγκατάστασης αντιστοιχεί σε εκείνη της έδρας (βλ. σκέψη 29 ανωτέρω) και ότι η μεταβολή έδρας μπορεί να πραγματοποιηθεί σχετικά γρήγορα, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι το άρθρο 2, σημείο 26, του κανονισμού 1008/2008 περιέχει περαιτέρω διευκρινίσεις, όπως ότι η συνεχής διαχείριση της πλοϊμότητας πρέπει να πραγματοποιείται στον τόπο της κύριας εγκατάστασης, ήτοι, εν προκειμένω, στη Γαλλία. Η εκτίμηση αυτή επιρρωννύεται από το άρθρο 5 (σχετικά με τις χρηματοοικονομικές προϋποθέσεις για τη χορήγηση άδειας εκμετάλλευσης), το άρθρο 7 (σχετικά με την απόδειξη φερεγγυότητας) ή το άρθρο 8 (σχετικά με την ισχύ της άδειας εκμετάλλευσης) του κανονισμού 1008/2008. Οι διατάξεις αυτές προβλέπουν αμοιβαίες κανονιστικές υποχρεώσεις μεταξύ των γαλλικών αρχών και των αεροπορικών εταιριών οι οποίες κατέχουν άδεια των εν λόγω αρχών και, επομένως, έναν ειδικό και σταθερό δεσμό μεταξύ τους ο οποίος ανταποκρίνεται δεόντως στις προϋποθέσεις του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ σύμφωνα με τις οποίες η ενίσχυση πρέπει να αφορά την επανόρθωση ζημιών που προκαλούνται από έκτακτα γεγονότα. Επιπλέον, η απώλεια του δεσμού αυτού με το οικείο κράτος μέλος, συνεπεία της μεταφοράς της κύριας εγκατάστασης σε άλλο κράτος μέλος, δεν επέρχεται με την απλή μεταβολή της έδρας, στο μέτρο που, όπως η ίδια η προσφεύγουσα παρατηρεί στο σημείο 59 του δικογράφου της προσφυγής, η αεροπορική εταιρία οφείλει, περαιτέρω, να προβεί σε όλες τις διοικητικές ενέργειες, εντός του άλλου αυτού κράτους, προκειμένου να αποκτήσει νέα άδεια εκμετάλλευσης και να πληροί όλες τις αναγκαίες προς τούτο προϋποθέσεις, η δε αναγνώριση του τόπου της νέας κύριας εγκατάστασής της συνιστά απλώς μια πτυχή των ανωτέρω.

40      Συνεπώς, δεν αμφισβητείται ότι η Γαλλική Δημοκρατία, θεσπίζοντας το εν λόγω κριτήριο, επιδίωξε, κατ’ ουσίαν, να εξασφαλίσει την ύπαρξη διαρκούς δεσμού μεταξύ αυτής και των αεροπορικών εταιριών στις οποίες χορηγείται η αναστολή καταβολής, δεσμού ο οποίος εκφράζεται με την παρουσία μιας σημαντικής νομικής οντότητας, ήτοι της κύριας εγκατάστασης των εν λόγω εταιριών, επί του εδάφους της και ο οποίος δεν θα υφίστατο, εν προκειμένω, ως προς εταιρίες οι οποίες λειτουργούν βάσει άδειας εκδοθείσας από άλλο, πλην της Γαλλικής Δημοκρατίας, κράτος μέλος, στο μέτρο που οι εταιρίες αυτές δεν υπόκεινται στην οικονομική εποπτεία και τον έλεγχο φερεγγυότητας, κατά την έννοια του κανονισμού 1008/2008, των γαλλικών αρχών και στο μέτρο που, στην περίπτωσή τους, ελλείπει αυτός ο αμοιβαίος, σταθερός και ειδικός δεσμός που υφίσταται μεταξύ της Γαλλικής Δημοκρατίας και των εταιριών που κατέχουν άδεια λειτουργίας εκδοθείσα υπ’ αυτής.

41      Επομένως, το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων, καθόσον περιορίζει το πλεονέκτημα της ενισχύσεως αποκλειστικώς στις αεροπορικές εταιρίες που κατέχουν άδεια των γαλλικών αρχών, λόγω των σταθερών και αμοιβαίων δεσμών που τις συνδέουν με τη γαλλική οικονομία, είναι πρόσφορο για την επίτευξη του σκοπού της επανορθώσεως των ζημιών που προκαλούνται από έκτακτο γεγονός κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.

42      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι δεν είναι ορθή η θέση της προσφεύγουσας σύμφωνα με την οποία, επειδή έχει την κύρια εγκατάστασή της στην Ιρλανδία, κατέχει σημαντικό μερίδιο στην αγορά των αεροπορικών μεταφορών επιβατών από και προς τη Γαλλία, ύψους περίπου 7 %, είναι η τρίτη αεροπορική εταιρία στην εν λόγω αγορά και συμμετέχει στη διάρθρωση της γαλλικής αγοράς αερομεταφορών από το 1997 (σημείο 66 του δικογράφου της προσφυγής), η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως, καθόσον απέκλεισε αεροπορικές εταιρίες όπως η προσφεύγουσα, στο μέτρο που το οικείο κράτος μέλος δεν έχει έναντι εταιριών οι οποίες δραστηριοποιούνται δυνάμει άδειας εκμετάλλευσης εκδοθείσας από άλλο κράτος μέλος τη δυνατότητα να ενεργεί τους ελέγχους περί των οποίων γίνεται λόγος στο σημείο 46 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, αυτό το μερίδιο αγοράς αφορά μόνον την αεροπορική μεταφορά επιβατών, εξαιρουμένου του φορτίου, και αναφέρεται, εξ ορισμού, σε περίοδο προγενέστερη του έκτακτου γεγονότος, ενώ, κατά τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 24 ανωτέρω, είναι αναγκαίο να αξιολογηθούν οι προκληθείσες ζημίες όσο το δυνατόν ακριβέστερα.

43      Κατά τέταρτον, όσον αφορά τον αναλογικό χαρακτήρα του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, επιλέγοντας το κριτήριο της άδειας των γαλλικών αρχών, το οικείο κράτος μέλος, λαμβάνοντας υπόψη, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, ότι τα κράτη μέλη δεν διαθέτουν απεριόριστους πόρους, επιφύλαξε το πλεονέκτημα του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων στις αεροπορικές εταιρίες οι οποίες πλήττονται περισσότερο από τα μέτρα περιορισμού των μεταφορών και της κυκλοφορίας που θέσπισε το εν λόγω κράτος και τα οποία έχουν, εξ ορισμού, ισχύ στο έδαφός του. Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή με το υπόμνημά της αντικρούσεως, το 2019 η Air France πραγματοποίησε το 98,83 % των πτήσεών της στο εσωτερικό της Γαλλίας, από τη Γαλλία και προς τη Γαλλία, η Transavia.com το 97,05 %, το ποσοστό δε αυτό ανήλθε σε 100 % για τις Hop!, Aigle Azur, Air Corsica, Corsair, XL Airways France κ.λπ. Αντιστρόφως, οι πτήσεις στο εσωτερικό της Γαλλίας, από τη Γαλλία και προς τη Γαλλία αντιπροσώπευαν πολύ λιγότερο σημαντικό ποσοστό των δραστηριοτήτων των λοιπών εταιριών, ήτοι, για παράδειγμα, 22,99 % για την easyJet, 8,3 % για την προσφεύγουσα, 18,93 % για την Vueling airlines κ.λπ.

44      Τα στοιχεία αυτά αποδεικνύουν ότι οι επιλέξιμες αεροπορικές εταιρίες πλήττονται αναλογικά πολύ περισσότερο από την προσφεύγουσα, η οποία, λαμβανομένων υπόψη των πλέον πρόσφατων προσκομισθέντων στοιχείων, πραγματοποιούσε μόνον ποσοστό 8,3 % της δραστηριότητάς της στο εσωτερικό της Γαλλίας, προς τη Γαλλία και από τη Γαλλία, ενώ το ποσοστό αυτό ανερχόταν στο 100 % για ορισμένες επιλέξιμες εταιρίες.

45      Κατά πέμπτον, η προσφεύγουσα προτείνει ένα εναλλακτικό καθεστώς ενισχύσεων, βασιζόμενο στα αντίστοιχα μερίδια αγοράς των αεροπορικών εταιριών. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα ανέφερε και άλλα πιθανά κριτήρια, όπως είναι ο αριθμός των μεταφερόμενων επιβατών ή τα δρομολόγια.

46      Εντούτοις, κατά τη νομολογία, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να αποφαίνεται αφηρημένα επί όλων των εναλλακτικών μέτρων τα οποία θα μπορούσαν να ληφθούν, δεδομένου ότι, μολονότι το οικείο κράτος μέλος οφείλει να εκθέσει εμπεριστατωμένα τους λόγους οι οποίοι υπαγόρευσαν τη θέσπιση του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, ιδίως όσον αφορά τα προκριθέντα κριτήρια επιλεξιμότητας, ωστόσο, δεν οφείλει να αποδείξει, τεκμηριωμένα, ότι κανένα άλλο πιθανό μέτρο, εξ ορισμού υποθετικό, δεν δύναται να διασφαλίσει κατά τρόπο καλύτερο την επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού. Εφόσον το εν λόγω κράτος μέλος δεν υπέχει τέτοια υποχρέωση, η προσφεύγουσα δεν δύναται βασίμως να ζητήσει από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή να υποκαταστήσει τις εθνικές αρχές σε αυτό το καθήκον αναζήτησης κανονιστικών ρυθμίσεων, ώστε να εξετάσει κάθε εναλλακτικό μέτρο το οποίο θα μπορούσε να ληφθεί (πρβλ. απόφαση της 6ης Μαΐου 2019, Scor κατά Επιτροπής, T‑135/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:287, σκέψη 94 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

47      Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 37 έως 41 ανωτέρω, η επέκταση του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων σε εταιρίες μη εγκατεστημένες στη Γαλλία δεν θα καθιστούσε δυνατή την επίτευξη, με την ίδια ακρίβεια και χωρίς κίνδυνο υπεραντιστάθμισης, του σκοπού του εν λόγω καθεστώτος, στο μέτρο που, όπως υπογραμμίζεται στη σκέψη 42 ανωτέρω, η απαίτηση να ληφθούν υπόψη οι αεροπορικές μεταφορές που αφορούν τη Γαλλία στο σύνολό τους, σε όλη την ποικιλομορφία και τη διάρκειά τους, δεν θα διασφαλιζόταν κατά τον ίδιο τρόπο αν επιλέγονταν τα κριτήρια που πρότεινε η προσφεύγουσα, οπότε ορθώς η Επιτροπή δεν τα ενέκρινε.

48      Κατά συνέπεια, το οικείο κράτος μέλος, επιλέγοντας όπως το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων επικεντρωθεί σε έναν από τους οικονομικούς τομείς που πλήττονται περισσότερο από τις συνέπειες των μέτρων περιορισμού των μεταφορών και της κυκλοφορίας, ήτοι τον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, και εστιάζοντας, εντός του τομέα αυτού, στις αεροπορικές εταιρίες που κατέχουν άδεια των γαλλικών αρχών, ανταποκρίθηκε στην υπομνησθείσα στη σκέψη 32 ανωτέρω απαίτηση της νομολογίας και η Επιτροπή δεν χρειαζόταν να επιβάλει κυρώσεις για την ανωτέρω οριοθέτηση, υπό την επιφύλαξη ότι η επιλογή του εν λόγω κριτηρίου επιλεξιμότητας επέτρεπε να διασφαλιστεί ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας.

49      Επομένως, η Επιτροπή, με την προσβαλλόμενη απόφαση, ενέκρινε ένα καθεστώς ενισχύσεων το οποίο αποσκοπούσε πράγματι στην επανόρθωση των ζημιών οι οποίες προκαλούνται από το έκτακτο γεγονός που συνίσταται στην εμφάνιση της πανδημίας COVID‑19 και από τα μέτρα περιορισμού και της κυκλοφορίας που έλαβε η Γαλλική Δημοκρατία για την αντιμετώπισή της, τα οποία δεν έβαιναν, όσον αφορά τους όρους χορήγησης της ενισχύσεως, πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του σκοπού του εν λόγω καθεστώτος. Επομένως, υπό το πρίσμα των αρχών που υπομνήσθηκαν στη σκέψη 32 ανωτέρω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι συνέπειες που έχει το εν λόγω καθεστώς, και συγκεκριμένα από το γεγονός ότι οι γαλλικές αρχές περιόρισαν το πεδίο εφαρμογής του στις αεροπορικές εταιρίες που κατέχουν άδεια των γαλλικών αρχών, δεν αντιβαίνουν στο άρθρο 18, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ για τον λόγο και μόνον ότι το καθεστώς αυτό ευνοεί τις αεροπορικές εταιρίες που έχουν την κύρια εγκατάστασή τους στο γαλλικό έδαφος.

50      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο σκοπός του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της παρεκκλίσεως που προβλέπει το άρθρο 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ και ότι οι όροι χορηγήσεως της ενισχύσεως δεν βαίνουν πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού μέτρου.

51      Επομένως, πρέπει να απορριφθούν τα τρία πρώτα σκέλη του πρώτου λόγου ακυρώσεως, χωρίς να χρειάζεται να εξετασθεί το παραδεκτό, το οποίο αμφισβητεί η Επιτροπή, των παραρτημάτων A.3.1 και A.3.2 του δικογράφου της προσφυγής που περιλαμβάνουν εκθέσεις καταρτισθείσες από τους εμπειρογνώμονες της προσφεύγουσας.

 Επί του τετάρτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών λόγω αδικαιολόγητου περιορισμού της

52      Η προσφεύγουσα υπενθυμίζει, αφενός, ότι ένας περιορισμός της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών είναι νόμιμος αν δικαιολογείται από επιτακτικό λόγο γενικού συμφέροντος, δεν εισάγει δυσμενείς διακρίσεις, είναι αναγκαίος και ανάλογος προς τον επιδιωκόμενο σκοπό γενικού συμφέροντος και, αφετέρου, ότι οι προϋποθέσεις αυτές είναι σωρευτικές και ότι ένας περιορισμός καθίσταται αδικαιολόγητος αν δεν πληρούται έστω και μία από αυτές. Αυτό ακριβώς συμβαίνει στην υπό κρίση υπόθεση. Συγκεκριμένα, το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων εισάγει καταρχάς δυσμενή διάκριση, διότι επιφυλάσσει διαφορετική μεταχείριση στις αεροπορικές εταιρίες ανάλογα με το κράτος μέλος που χορήγησε την άδεια λειτουργίας της Ένωσης, καίτοι όλες οι αεροπορικές εταιρίες της Ένωσης που δραστηριοποιούνται στη Γαλλία υπέστησαν ζημίες προκληθείσες από την πανδημία COVID‑19, τις οποίες σκοπεί να επανορθώσει το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων, και όλες αποτελούν μέρος της διάρθρωσης του αεροπορικού τομέα στην προστασία της οποίας αποσκοπεί το εν λόγω καθεστώς. Εν συνεχεία, το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων δεν είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, διότι βαίνει πέραν του αναγκαίου μέτρου για την επίτευξη του σκοπού του, δεδομένου ότι ο σκοπός αυτός, ο οποίος συνίσταται στην επανόρθωση των ζημιών που προκαλούνται από την πανδημία COVID‑19 και στη διατήρηση της διάρθρωσης του τομέα των αερομεταφορών, θα μπορούσε να επιτευχθεί χωρίς να θιγεί η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών, αν το επίμαχο καθεστώς ίσχυε για όλες τις αεροπορικές εταιρίες οι οποίες δραστηριοποιούνται στη Γαλλία ανεξαρτήτως του κράτους μέλους που τους χορήγησε την άδεια λειτουργίας της Ένωσης, με μόνο κριτήριο τη συνολική συνεισφορά τους για τους φόρους τους οποίους αφορά το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων.

53      Τέλος, ο σκοπός γενικού συμφέροντος που συνίσταται στην παροχή αντιστάθμισης στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών για τις ζημίες τις οποίες προκάλεσε η πανδημία COVID‑19, προκειμένου να διατηρηθεί η διάρθρωση του εν λόγω τομέα, επιβάλλει τη χορήγηση ενισχύσεως όχι μόνον στις αεροπορικές εταιρίες που κατέχουν άδεια των γαλλικών αρχών, δεδομένου ότι οι αεροπορικές εταιρίες που εκτελούν πτήσεις στη Γαλλία βάσει άδειας εκδοθείσας από άλλο κράτος μέλος είναι εξίσου σημαντικές προς τούτο. Αντιθέτως, η χορήγηση ενισχύσεως στις εθνικές αεροπορικές εταιρίες έχει ως συνέπεια τον κατακερματισμό της εσωτερικής αγοράς και τον εκτοπισμό των ανταγωνιστών των λοιπών κρατών μελών, αποδυναμώνει τον ανταγωνισμό, επιδεινώνει τις ζημίες τις οποίες προκάλεσε η πανδημία COVID‑19, απειλεί τη διάρθρωση του τομέα των αεροπορικών μεταφορών την οποία το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων υποτίθεται ότι προστατεύει και περιορίζει το δικαίωμα των μεταφορέων της Ένωσης να παρέχουν ελεύθερα υπηρεσίες αεροπορικών μεταφορών εντός της εσωτερικής αγοράς ανεξαρτήτως του κράτους μέλους το οποίο χορήγησε την άδειά τους.

54      Καταρχάς, καθόσον η προσφεύγουσα στηρίζει τα επιχειρήματά της στην ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως η οποία απορρέει από το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων και από το γεγονός ότι αυτό δεν είναι σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, γίνεται παραπομπή στην εξέταση των τριών πρώτων σκελών του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

55      Όσον αφορά το άρθρο 56 ΣΛΕΕ, διαπιστώνεται ότι, δυνάμει του άρθρου 58, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών διέπεται από τις διατάξεις του τίτλου που αναφέρεται στις μεταφορές, ήτοι του τίτλου VI της Συνθήκης ΛΕΕ. Συνεπώς, η ελεύθερη κυκλοφορία των υπηρεσιών στον τομέα των μεταφορών διέπεται, στο πλαίσιο του πρωτογενούς δικαίου, από ειδικό νομικό καθεστώς (απόφαση της 18ης Μαρτίου 2014, International Jet Management, C‑628/11, EU:C:2014:171, σκέψη 36). Κατά συνέπεια, το άρθρο 56 ΣΛΕΕ δεν έχει αυτό καθεαυτό εφαρμογή στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών (απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2011, Neukirchinger, C‑382/08, EU:C:2011:27, σκέψη 22).

56      Επομένως, μέτρα απελευθερώσεως όσον αφορά τις αεροπορικές μεταφορές μπορούν να θεσπίζονται μόνο βάσει του άρθρου 100, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (απόφαση της 18ης Μαρτίου 2014, International Jet Management, C‑628/11, EU:C:2014:171, σκέψη 38). Βάσει της ως άνω διατάξεως, ο νομοθέτης της Ένωσης εξέδωσε τον κανονισμό 1008/2008, σκοπός του οποίου είναι ακριβώς να καθορίσει, στον τομέα των αεροπορικών μεταφορών, τις προϋποθέσεις εφαρμογής της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (βλ. κατ’ αναλογίαν απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2003, Στυλιανάκης, C‑92/01, EU:C:2003:72, σκέψεις 23 και 24). Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσφεύγουσα δεν προβάλλει καμία παράβαση του κανονισμού αυτού.

57      Εν πάση περιπτώσει, μολονότι είναι αληθές ότι, λόγω του ορισμού του πεδίου εφαρμογής του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, η προσφεύγουσα στερείται πρόσβασης στην επίμαχη εν προκειμένω αναστολή της καταβολής φόρων που χορηγείται από τη Γαλλική Δημοκρατία, εντούτοις δεν αποδεικνύει με ποιον τρόπο αυτός ο αποκλεισμός θα μπορούσε να την αποτρέψει από την παροχή υπηρεσιών από και προς τη Γαλλία. Συγκεκριμένα, η προσφεύγουσα δεν προσδιορίζει τα πραγματικά ή νομικά στοιχεία λόγω των οποίων το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων παράγει περιοριστικά αποτελέσματα πέραν του ορίου ενεργοποίησης της απαγόρευσης του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αποτελέσματα τα οποία, όπως διαπιστώθηκε στο πλαίσιο των τριών πρώτων σκελών του πρώτου λόγου ακυρώσεως, είναι πάντως αναγκαία και αναλογικά για την επανόρθωση των ζημιών που προκλήθηκαν από το έκτακτο γεγονός της πανδημίας COVID‑19, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.

58      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι κανένα από τα σκέλη του πρώτου λόγου ακυρώσεως δεν μπορεί να γίνει δεκτό και, ως εκ τούτου, ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως κατά την εξέταση από την Επιτροπή του αναλογικού χαρακτήρα της ενισχύσεως υπό το πρίσμα των ζημιών τις οποίες προκάλεσε η κρίση COVID19

59      Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν προέβη σε επαρκή αξιολόγηση όσον αφορά την αξία του πλεονεκτήματος που χορηγήθηκε στους δικαιούχους της ενισχύσεως και ότι, συνακόλουθα, υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

60      Συναφώς, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ειδικότερα ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή αξιολόγησε τον αναλογικό χαρακτήρα του ποσού της ενισχύσεως υπό το πρίσμα των ζημιών που προκάλεσε η κρίση COVID‑19 και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το ποσό της ενισχύσεως ανερχόταν σε 29,9 εκατομμύρια ευρώ. Το ποσό αυτό υπολογίστηκε κατά τρόπον ώστε να αντανακλά το ποσό των τόκων που θα έπρεπε να καταβάλουν οι δικαιούχοι της ενισχύσεως προκειμένου να λάβουν ποσό σε μετρητά ίσο με το ποσό των φόρων των οποίων η καταβολή αναστέλλεται με την ενίσχυση. Η συλλογιστική αυτή, όμως, είναι προδήλως εσφαλμένη από δύο απόψεις.

61      Συγκεκριμένα, πρώτον, από το σημείο 47 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι ο υπολογισμός από την Επιτροπή του ύψους της ενισχύσεως στηρίζεται στην εφαρμογή επιτοκίου αναφοράς Euribor (Euro interbank offered rate) προσαυξημένου κατά 1 000 μονάδες βάσης, το οποίο, σύμφωνα με την ανακοίνωσή της σχετικά με την αναθεώρηση της μεθόδου καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης (ΕΕ 2008, C 14, σ. 6), αντιστοιχεί στην περίπτωση επιτοκίου της αγοράς για δάνειο προς οφειλέτη της κατηγορίας βαθμολογίας «Κακή/Οικονομικές δυσχέρειες (CCC και κάτω)», χαμηλής εξασφάλισης. Η προσφεύγουσα παρατηρεί, αφενός, ότι ο υπολογισμός αυτός στηρίζεται στη μη στοιχειοθετημένη παραδοχή ότι εξακολουθούν να υπάρχουν δανειστές στην αγορά οι οποίοι, υπό τις παρούσες συνθήκες, θα ήταν διατεθειμένοι να παράσχουν ρευστότητα με τέτοια επιτόκια στις αεροπορικές εταιρίες που είναι επιλέξιμες για την ενίσχυση και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή δεν διευκρινίζει τους λόγους για τους οποίους η παραδοχή αυτή είναι εύλογη. Επιπλέον, κατά την προσφεύγουσα, μια άλλη αξιόπιστη παραδοχή είναι ότι κανένας δανειστής στην αγορά δεν θα παρείχε ρευστότητα στους δικαιούχους του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, γεγονός το οποίο θα σήμαινε, κατά την πάγια πρακτική λήψεως αποφάσεων της Επιτροπής, ότι το ποσό της ενίσχυσης που πρέπει να ληφθεί υπόψη για τους σκοπούς της αντιστάθμισης ισούται με το ονομαστικό ποσό της παρεχόμενης ρευστότητας. Επί της βάσεως αυτής, το πραγματικό ποσό της αντιστάθμισης, το οποίο πρέπει να ληφθεί υπόψη, είναι πολύ υψηλότερο και ανέρχεται σε 200,1 εκατομμύρια ευρώ.

62      Δεύτερον, ο υπολογισμός της αντιστάθμισης στον οποίο προέβη η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη το ταμειακό πλεονέκτημα, πλην όμως αγνοεί ένα άλλο πλεονέκτημα που παρέχεται στους δικαιούχους του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, ήτοι το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που απορρέει από το γεγονός ότι το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων εισάγει δυσμενείς διακρίσεις, λόγω του ότι αφορά μόνον τις αεροπορικές εταιρίες που κατέχουν άδεια εκμετάλλευσης της Ένωσης χορηγηθείσα από τη Γαλλική Δημοκρατία. Συγκεκριμένα, το εν λόγω καθεστώς ενισχύσεων προσφέρει ταμειακή ενίσχυση στις εταιρίες αυτές ακριβώς κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο η κυκλοφορία θα ξεκινήσει και πάλι, δηλαδή σε χρονικό σημείο κατά το οποίο αναμένεται το τέλος της κρίσης που προκλήθηκε από την πανδημία COVID‑19, εις βάρος των ανταγωνιστών τους οι οποίοι εξακολουθούν να οφείλουν τους ίδιους φόρους. Ως εκ τούτου, το ανταγωνιστικό αυτό πλεονέκτημα έχει επίσης αξία και εκφράζεται με τη δυνατότητα, για τους δικαιούχους της ενισχύσεως, απόκτησης μεγαλύτερων μεριδίων αγοράς από εκείνα τα οποία άλλως θα μπορούσαν να αποκτήσουν.

63      Επομένως, κατά την προσφεύγουσα, η εξέταση από την Επιτροπή της επάρκειας της αντιστάθμισης των ζημιών είναι πλημμελής, καθόσον ένα από τα στοιχεία σύγκρισης μεταξύ των ζημιών και της αντιστάθμισης αυτών υποτιμάται. Επιπλέον, οι όροι ανακτήσεως που προβλέπονται στο διατακτικό της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είναι ικανοί να καλύψουν το κενό αυτό, διότι δεν αναφέρονται στην αξία του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που παρέχεται στους δικαιούχους της ενισχύσεως.

64      Η Επιτροπή, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, αμφισβητεί τα ανωτέρω επιχειρήματα.

65      Καταρχάς, πρέπει να γίνει παραπομπή στις παρατηρήσεις που διατυπώθηκαν ανωτέρω σε απάντηση του πρώτου λόγου ακυρώσεως όσον αφορά τον αναλογικό χαρακτήρα του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων (βλ. σκέψεις 35 έως 49 ανωτέρω).

66      Εν συνεχεία, όσον αφορά το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προβάλλεται ύπαρξη πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας καθόσον η Επιτροπή έλαβε υπόψη, για τον καθορισμό του ποσού του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, μόνον το ονομαστικό ποσό που προκύπτει από την αναβολή των φορολογικών επιβαρύνσεων συνεπεία της αναστολής καταβολής, με συνέπεια το ποσό του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων να υπεραντισταθμίζει τις ζημίες που προκλήθηκαν από το έκτακτο γεγονός, επισημαίνονται τα εξής.

67      Πρώτον, η προσφεύγουσα παραλείπει να αναφέρει ότι η αναβολή των φορολογικών επιβαρύνσεων, συνεπεία της αναστολής καταβολής, αφορά μόνον τους αεροπορικούς φόρους και τέλη και όχι το σύνολο των φόρων που βαρύνουν τις επιλέξιμες αεροπορικές εταιρίες. Δεδομένου, όμως, ότι ορισμένοι φόροι, όπως ο φόρος εταιριών, καταβάλλονται το 2020 βάσει των αποτελεσμάτων του οικονομικού έτους 2019, οι εταιρίες που είναι επιλέξιμες για το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων και οι οποίες φορολογούνται στη Γαλλία λόγω του ότι εκεί βρίσκεται η κύρια εγκατάστασή τους θα εξακολουθήσουν να καταβάλλουν ορισμένες φορολογικές επιβαρύνσεις οι οποίες δεν βαρύνουν την προσφεύγουσα, καθόσον αυτή ενεργεί υπό την ιδιότητα του παρέχοντος υπηρεσίες από άλλο κράτος μέλος ή μέσω της ελευθερίας εγκαταστάσεως.

68      Δεύτερον, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, το ονομαστικό ποσό που αντιστοιχεί στις ζημίες που υπέστησαν οι δικαιούχοι του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων λόγω του έκτακτου γεγονότος είναι, κατά πάσα πιθανότητα, υψηλότερο από το συνολικό ονομαστικό ποσό του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων (περίπου 680 εκατομμύρια ευρώ έναντι 200,1 εκατομμυρίων ευρώ), οπότε είναι σαφές ότι αποκλείεται ο κίνδυνος υπεραντιστάθμισης.

69      Τρίτον, μολονότι ορθώς η προσφεύγουσα κάνει λόγο για ενδεχόμενη διστακτικότητα ή, εν πάση περιπτώσει, για ιδιαίτερη σύνεση των τραπεζικών ιδρυμάτων στο πλαίσιο της πανδημίας, δεν μπορεί, ωστόσο, βασίμως να θεωρήσει δεδομένη την πλήρη απουσία χορηγήσεως δανείων εκ μέρους των ιδρυμάτων αυτών. Πέραν του ότι, όπως ορθώς υπενθυμίζει η Επιτροπή, το βάρος αποδείξεως φέρει η προσφεύγουσα, στην οποία απόκειται, επομένως, να αποδείξει τον μη εύλογο χαρακτήρα της αξιολογήσεως στην οποία προέβη η Επιτροπή, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η θέση ότι κανένα δάνειο δεν θα χορηγούνταν στις επιλέξιμες αεροπορικές εταιρίες έχει εντελώς υποθετικό χαρακτήρα. Ενδεχομένως, η άποψη αυτή να είναι ακριβής ως κάποιες από τις αεροπορικές εταιρίες που είναι δικαιούχοι του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, αλλά δεν μπορεί να ισχύει συνολικώς και, εν πάση περιπτώσει, δεν μπορεί να γίνει δεκτή χωρίς να στηρίζεται σε στοιχεία που να αποτελούν τουλάχιστον αρχή αποδείξεως. Είναι μάλλον πιθανότερο τα τραπεζικά ιδρύματα να στηρίξουν τις αεροπορικές εταιρίες, ορίζοντας συγχρόνως ελκυστικά επιτόκια για τα χορηγούμενα δάνεια. Υπό τις συνθήκες αυτές, η παραδοχή στην οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή, περί δανείων προσαυξανόμενων με το υψηλότερο περιθώριο που προκύπτει από την ανακοίνωση σχετικά με την αναθεώρηση της μεθόδου καθορισμού των επιτοκίων αναφοράς και προεξόφλησης (1 000 μονάδες βάσης), η οποία αντιστοιχεί στην περίπτωση που ο οφειλέτης έχει κακή βαθμολογία και χαμηλή εξασφάλιση, φαίνεται να είναι συνετή και πρόσφορη. Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως.

70      Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι δυνατό να ευδοκιμήσει το επιχείρημα ότι το ποσό που αντιστοιχεί στις ζημίες που προκλήθηκαν στις αεροπορικές εταιρίες οι οποίες έχουν την κύρια εγκατάστασή τους στη Γαλλία από το έκτακτο γεγονός της πανδημίας COVID‑19 θα μπορούσε να υπερεκτιμηθεί λόγω της χορήγησης της αναστολής καταβολής των αεροπορικών φόρων και τελών, είτε το ποσό του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων υπολογιστεί με την εφαρμογή προσαυξημένου επιτοκίου επί του ποσού των εν λόγω φόρων σε συνάρτηση με τη διάρκεια της αναβολής πληρωμής, οπότε θα ανερχόταν σε 29,9 εκατομμύρια ευρώ, είτε γίνει δεκτή η συνολική ονομαστική του αξία, ήτοι 200,1 εκατομμύρια ευρώ, έστω και για τους λόγους που αναφέρονται στη σκέψη 68 ανωτέρω. Εξάλλου, τα μέτρα εποπτείας που ελήφθησαν και μνημονεύονται στο σημείο 46 της προσβαλλομένης αποφάσεως αποσκοπούν ακριβώς στην πρόληψη κάθε κινδύνου υπεραντιστάθμισης και δεν θα ήταν εφικτό να επιβληθούν σε παρόχους υπηρεσιών εγκατεστημένους σε άλλο κράτος μέλος, όπως η προσφεύγουσα.

71      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή, προκειμένου να κηρύξει το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων συμβατό με την εσωτερική αγορά, έλαβε υπόψη τη δέσμευση της Γαλλικής Δημοκρατίας να της γνωστοποιήσει τη μεθοδολογία, όπερ συνιστά επιπλέον εγγύηση για την αποφυγή οιουδήποτε κινδύνου υπεραντιστάθμισης.

72      Επομένως, το πρώτο σκέλος του δευτέρου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

73      Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, αρκεί να επισημανθεί ότι, όπως τόνισε και η Επιτροπή, το σκέλος αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό, δεδομένου ότι προσκρούει στη νομολογία των δικαστηρίων της Ένωσης σχετικά με τον καθορισμό του ποσού της ενισχύσεως, τόσο υπό το πρίσμα της εκτιμήσεως του πλεονεκτήματος όσο και υπό το πρίσμα της ανακτήσεως του ποσού μιας παράνομης και αντίθετης προς την εσωτερική αγορά ενισχύσεως. Τα πλεονεκτήματα «δευτέρου επιπέδου», δεδομένου ότι, στην πραγματικότητα, είναι υπερβολικά υποθετικά και περίπλοκα ώστε να προσδιοριστούν με βεβαιότητα, δεν λαμβάνονται υπόψη, πράγμα το οποίο η προσφεύγουσα δεν ήταν δυνατό να αγνοεί, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Επιτροπή κατά Aer Lingus και Ryanair Designated Activity (C‑164/15 P και C‑165/15 P, EU:C:2016:990, σκέψεις 90 έως 92).

74      Για όλους τους ανωτέρω λόγους, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

75      Προς στήριξη του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι η Επιτροπή υπέχει υποχρέωση αιτιολογήσεως δυνάμει του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ και ότι η παράβαση της υποχρεώσεως αυτής δικαιολογεί την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επιπλέον, δυνάμει της προαναφερθείσας διατάξεως, η Επιτροπή οφείλει να δημοσιοποιεί «κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο» τη συλλογιστική βάσει της οποίας θέσπισε το επίμαχο μέτρο, ώστε τόσο οι ενδιαφερόμενοι όσο και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο της Ένωσης να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη. Η εν λόγω υποχρέωση αιτιολογήσεως είναι κατά μείζονα λόγο σημαντική εν προκειμένω, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε χωρίς την κίνηση επίσημης διαδικασίας έρευνας παρέχουσας στους ενδιαφερομένους τη δυνατότητα να προβάλουν τα επιχειρήματά τους.

76      Ωστόσο, κατά πρώτον, η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει, πρώτον, καθόσον δεν εξέτασε αν η ενίσχυση δεν εισήγε διακρίσεις και αν ήταν σύμφωνη με την αρχή της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, δεύτερον, καθόσον δεν εκτίμησε, έστω και συνοπτικά, την αξία του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που χορηγήθηκε στις αεροπορικές εταιρίες οι οποίες μπορούσαν να τύχουν της ενισχύσεως και, τρίτον, καθόσον δεν αιτιολόγησε τον υπολογισμό του ποσού της ενισχύσεως στον οποίο αυτή προέβη.

77      Κατά δεύτερον, η Επιτροπή παρέβη επίσης την υποχρέωσή της περί επαρκούς αιτιολογήσεως. Συγκεκριμένα, η προσβαλλόμενη απόφαση δέχεται ότι οι φόροι ως προς τους οποίους η ενίσχυση χορηγεί αναστολή καταβολής οφείλονται και από τις αεροπορικές εταιρίες των οποίων η άδεια εκμετάλλευσης της Ένωσης χορηγείται από άλλο κράτος μέλος, αλλά αναφέρει ότι το γεγονός αυτό δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά την εκτίμηση περί ενισχύσεως μη εισάγουσας δυσμενείς διακρίσεις, δεδομένου ότι το μέτρο αποσκοπεί σαφώς στην αντιστάθμιση ζημιών που υφίστανται αεροπορικές εταιρίες οι οποίες κατέχουν άδειες εκμετάλλευσης χορηγηθείσες από τη Γαλλική Δημοκρατία. Πλην όμως τούτο είναι αντιφατικό, δεδομένου ότι ισοδυναμεί με τον ισχυρισμό ότι η ενίσχυση δεν εισάγει διακρίσεις, διότι ο κύριος σκοπός της είναι η δυσμενής διάκριση. Επιπλέον, η παραπομπή, με την υποσημείωση 23 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο προηγούμενο που απορρέει από την απόφαση της 12ης Μαρτίου 2002, στην υπόθεση N 854/2001 – Ηνωμένο Βασίλειο – Ενίσχυση προς τις αεροπορικές εταιρίες λόγω απαγορεύσεως της εναέριας κυκλοφορίας, αποτελεί απλώς μια ανεπιτυχή προσπάθεια ανευρέσεως νομικής βάσης για ένα συλλογισμό ο οποίος είναι, εξαρχής, θεμελιωδώς εσφαλμένος. Επομένως, η συλλογιστική της Επιτροπής είτε απουσιάζει, είτε είναι ταυτολογική, είτε αντιφατική. Συγκεκριμένα, η αντίφαση μεταξύ των δηλωθέντων σκοπών, ήτοι της αποκατάστασης των ζημιών τις οποίες προκάλεσε η πανδημία COVID‑19 και της διατηρήσεως της διάρθρωσης του τομέα των αεροπορικών μεταφορών όσον αφορά τις αεροπορικές εταιρίες των οποίων η άδεια εκμετάλλευσης της Ένωσης χορηγήθηκε στη Γαλλία, και των δυσανάλογων και αντιφατικών μέσων που χρησιμοποιήθηκαν για την επίτευξή τους, ήτοι της χορηγήσεως ενισχύσεως η οποία εισάγει διακρίσεις, δεν παρέχει τη δυνατότητα ούτε στους ενδιαφερομένους ούτε στο Γενικό Δικαστήριο να αντιληφθούν ποιος ήταν ο σκοπός του επίμαχου μέτρου κρατικής ενισχύσεως που χορηγήθηκε από τη Γαλλική Δημοκρατία, πέραν του να αποκλείσει από το καθεστώς ενισχύσεων αεροπορικές εταιρίες οι οποίες κατέχουν άδεια εκμετάλλευσης της Ένωσης χορηγηθείσα από άλλα, πέραν της Γαλλικής Δημοκρατίας, κράτη μέλη.

78      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά. Η Γαλλική Δημοκρατία παραπέμπει συναφώς στο υπόμνημα αντικρούσεως.

79      Πρώτον, από την επιβαλλόμενη από το άρθρο 296, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ αιτιολογία μιας πράξεως της Ένωσης πρέπει βεβαίως να προκύπτει κατά τρόπο σαφή και μη διφορούμενο η συλλογιστική του εκδότη της οικείας πράξεως, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν το ληφθέν μέτρο και το Δικαστήριο να μπορεί να ασκήσει τον έλεγχό του, πλην όμως δεν απαιτείται η αιτιολογία να διευκρινίζει όλα τα ουσιώδη νομικά και πραγματικά στοιχεία. Επιπλέον, η τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται σε σχέση όχι μόνο με το γράμμα της πράξεως, αλλά και με το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και με το σύνολο των νομικών κανόνων που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2018, American Express, C‑304/16, EU:C:2018:66, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Στην προκειμένη περίπτωση, το πλαίσιο διαμορφώνεται από την πανδημία και τον κατεπείγοντα χαρακτήρα που προσέλαβε η εξέταση από την Επιτροπή των μέτρων που της είχαν κοινοποιήσει τα κράτη μέλη και η έκδοση των σχετικών με τα μέτρα αυτά αποφάσεων, μεταξύ των οποίων και της προσβαλλομένης αποφάσεως. Συναφώς, από τις σκέψεις 1 και 3 ανωτέρω προκύπτει ότι μεταξύ της κοινοποιήσεως του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων και της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως μεσολάβησαν μόλις επτά ημέρες.

80      Πάντως, επισημαίνεται ότι, παρά τις εξαιρετικές αυτές περιστάσεις, στην προκειμένη περίπτωση, η προσβαλλόμενη απόφαση περιλαμβάνει 53 σημεία και παρέχει, με τρόπο σαφή και δομημένο, τη δυνατότητα κατανοήσεως των πραγματικών και νομικών λόγων για τους οποίους η Επιτροπή αποφάσισε να μην προβάλει αντιρρήσεις σχετικά με το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων.

81      Δεύτερον, τα αριθμητικά στοιχεία που χρησιμεύουν ως βάση για τον προσδιορισμό του σκοπού του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων και τον τρόπο επιτεύξεως του σκοπού αυτού (αναστολή καταβολής των αεροπορικών τελών για τις αεροπορικές εταιρίες που κατέχουν άδεια των γαλλικών αρχών) εκτίθενται με σαφήνεια. Ειδικότερα, πρέπει να σημειωθεί ότι, υπό το πρίσμα του γράμματος του σημείου 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα δεν ήταν δυνατό να πλανάται ως προς τον σκοπό του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων. Όσον αφορά τον ισχυρισμό σχετικά με την αδυναμία καθορισμού του ποσού του εν λόγω καθεστώτος, αυτός στερείται πραγματικής βάσεως για τους λόγους που εξέθεσε η Επιτροπή, ήτοι διότι το σημείο 47 και η υποσημείωση 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως, θεωρούμενα υπό το πρίσμα των σημείων 7 και 8 της αποφάσεως αυτής, εκθέτουν σαφείς λόγους βάσει των οποίων προκύπτει το ποσό των 29,9 εκατομμυρίων ευρώ.

82      Τρίτον, όσον αφορά την αιτιολογία σχετικά με τα πλεονεκτήματα «δευτέρου επιπέδου», η Επιτροπή δεν υπείχε συναφώς καμία απολύτως υποχρέωση, δεδομένου ότι η εξέταση των πλεονεκτημάτων αυτών δεν ήταν απαραίτητη για τον προσδιορισμό του ποσού της ενισχύσεως.

83      Τέταρτον, δεδομένου ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ, η αιτιολογία της εν λόγω αποφάσεως πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της τηρήσεως των προϋποθέσεων που θέτει η διάταξη αυτή. Από την αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει αυστηρή τήρηση των προϋποθέσεων της νομολογίας, τόσο ως προς τον χαρακτηρισμό του γεγονότος ως «έκτακτου» όσο και ως προς την εξέταση της αιτιώδους συνάφειας μεταξύ του γεγονότος αυτού και των ζημιών που υπέστησαν οι δικαιούχοι του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων.

84      Επομένως, δεδομένου ότι η Επιτροπή εξέθεσε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, τους λόγους για τους οποίους το επίμαχο καθεστώς ενισχύσεων πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 107, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ και, ειδικότερα, τους λόγους για τους οποίους το κριτήριο επιλεξιμότητας της κατοχής άδειας των γαλλικών αρχών ήταν αναγκαίο, κατάλληλο και σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας, συμμορφώθηκε με την υποχρέωση αιτιολογήσεως.

85      Ως εκ τούτου, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων που απορρέουν από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ

86      Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αφορά την προστασία των διαδικαστικών δικαιωμάτων της προσφεύγουσας λόγω μη κινήσεως από την Επιτροπή επίσημης διαδικασίας έρευνας, παρά τη φερόμενη ύπαρξη σοβαρών αμφιβολιών, έχει, στην πραγματικότητα, επικουρικό χαρακτήρα, για την περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο δεν εξετάσει το βάσιμο, συνολικά, της εκτιμήσεως της ενισχύσεως. Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, ο λόγος αυτός σκοπεί να παράσχει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα να ασκήσει παραδεκτώς, υπό την ιδιότητα αυτή, προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, πράγμα το οποίο δεν θα είχε άλλως τη δυνατότητα να πράξει (πρβλ. αποφάσεις της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 48, και της 27ης Οκτωβρίου 2011, Αυστρία κατά Scheucher-Fleisch κ.λπ., C‑47/10 P, EU:C:2011:698, σκέψη 44). Το Γενικό Δικαστήριο, όμως, εξέτασε τους δύο πρώτους λόγους της προσφυγής, οι οποίοι αφορούσαν την εκτίμηση, συνολικά, της ενισχύσεως, οπότε ο ως άνω λόγος δεν έχει πλέον τον σκοπό που προβάλλεται.

87      Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο λόγος αυτός στερείται αυτοτελούς περιεχομένου. Πράγματι, στο πλαίσιο αυτού του λόγου, η προσφεύγουσα δύναται να προβάλει, για την προάσπιση των διαδικαστικών δικαιωμάτων που της αναγνωρίζονται στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας έρευνας, αποκλειστικώς λόγους ικανούς να αποδείξουν ότι η εκτίμηση των πληροφοριών και των στοιχείων που διέθετε ή μπορούσε να διαθέτει η Επιτροπή, στο πλαίσιο του προκαταρκτικού σταδίου εξέτασης του κοινοποιηθέντος μέτρου, θα έπρεπε να δημιουργήσει αμφιβολίες όσον αφορά τη συμβατότητα του μέτρου με την εσωτερική αγορά (πρβλ. αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2008, Régie Networks, C‑333/07, EU:C:2008:764, σκέψη 81· της 9ης Ιουλίου 2009, 3F κατά Επιτροπής, C‑319/07 P, EU:C:2009:435, σκέψη 35, και της 24ης Μαΐου 2011, Επιτροπή κατά Kronoply και Kronotex, C‑83/09 P, EU:C:2011:341, σκέψη 59), όπως είναι ο ανεπαρκής ή ατελής χαρακτήρας της εξέτασης που έχει πραγματοποιήσει η Επιτροπή κατά τη διαδικασία προκαταρκτικής εξέτασης ή η ύπαρξη καταγγελιών τρίτων. Εντούτοις, επισημαίνεται ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως επαναλαμβάνει συνοπτικά τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου και του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, χωρίς να εκθέτει συγκεκριμένα στοιχεία σχετικά με ενδεχόμενες σοβαρές δυσχέρειες.

88      Για τους λόγους αυτούς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, καθόσον το Γενικό Δικαστήριο εξέτασε επί της ουσίας τους ως άνω λόγους, παρέλκει η εξέταση του βασίμου του λόγου αυτού.

89      Επομένως, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί επί της ουσίας στο σύνολό της και, συγχρόνως, να γίνει δεκτό το αίτημα της προσφεύγουσας περί εμπιστευτικής μεταχείρισης, δεδομένου ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν διατύπωσε συναφώς καμία αντίρρηση.

 Επί των δικαστικών εξόδων

90      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η Επιτροπή, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της δεύτερης, περιλαμβανομένων των εξόδων που αφορούν το αίτημα εμπιστευτικής μεταχειρίσεως.

91      Η Γαλλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά έξοδά της, σύμφωνα με το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Ryanair DAC φέρει τα δικαστικά έξοδά της, καθώς και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, περιλαμβανομένων των εξόδων που αφορούν το αίτημα εμπιστευτικής μεταχειρίσεως.

3)      Η Γαλλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Van der Woude

Kornezov

Buttigieg

Kowalik-Bańczyk

 

      Hesse

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Φεβρουαρίου 2021.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.