Language of document : ECLI:EU:T:2013:90

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 21ης Φεβρουαρίου 2013

Υπόθεση T‑85/11 P

Luigi Marcuccio

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Αίτηση αναιρέσεως — Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Κοινωνική ασφάλιση — Σοβαρή ασθένεια — Επιστροφή των ιατρικών εξόδων — Απόφαση της Επιτροπής περί αρνήσεως επιστροφής σε ποσοστό 100 % των ιατρικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ο αναιρεσείων — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Άρθρο 72 του ΚΥΚ — Κριτήρια που καθόρισε το ιατρικό συμβούλιο — Προσκόμιση της γνωματεύσεως του συμβούλου-ιατρού κατά τη διάρκεια της δίκης — Αρμοδιότητα του προϊσταμένου του Γραφείου Εκκαθάρισης Εξόδων — Αίτηση αναιρέσεως προδήλως αβάσιμη»

Αντικείμενο:      Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρώτο τμήμα) της 23ης Νοεμβρίου 2010, F‑65/09, Marcuccio κατά Επιτροπής.

Απόφαση:      Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Ο Luigi Marcuccio φέρει τα δικαστικά έξοδά του καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

Περίληψη

1.      Αναίρεση — Λόγοι — Λόγοι προδήλως απαράδεκτοι ή προδήλως αβάσιμοι — Απορρίπτονται οποτεδήποτε, με αιτιολογημένη διάταξη, χωρίς προφορική διαδικασία

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 145)

2.      Αναίρεση — Λόγοι — Ισχυρισμός προβαλλόμενος για πρώτη φορά στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως — Επιχείρημα που αποτελεί ανάπτυξη ισχυρισμού προβληθέντος στον πρώτο βαθμό και δεν μεταβάλλει το αντικείμενο της δίκης — Παραδεκτό

(Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 139 § 2)

3.      Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης — Αρχές — Δικαιώματα άμυνας — Αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως — Περιεχόμενο

4.      Ένδικη διαδικασία — Μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας — Αίτηση προσκομίσεως εγγράφων — Παραδεκτό των εγγράφων που προσκομίστηκαν μετά την πάροδο της προθεσμίας που όρισε το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρα 24 και 25· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρα 54 § 1, 55 και 57)

5.      Αναίρεση — Λόγοι — Εσφαλμένη εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών — Απαράδεκτο — Έλεγχος από το Γενικό Δικαστήριο της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων — Αποκλείεται πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11)

6.      Αναίρεση — Λόγοι — Απλή επανάληψη των ισχυρισμών και επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης — Απαράδεκτο — Αμφισβήτηση της ερμηνείας ή της εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης στην οποία προέβη το εν λόγω δικαστήριο — Παραδεκτό

(Άρθρο 256 § 2 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 138 § 1)

7.      Υπάλληλοι — Κοινωνική ασφάλιση — Ασφάλιση ασθενείας — Σοβαρή ασθένεια — Καθορισμός — Διανοητική ασθένεια — Γενική και αόριστη έννοια — Εκτιμάται από τη Διοίκηση

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 72 § 1)

8.      Υπάλληλοι — Κοινωνική ασφάλιση — Ασφάλιση ασθενείας — Σοβαρή ασθένεια — Καθορισμός — Κριτήρια — Υποχρέωση εξετάσεως της καταστάσεως υγείας του ενδιαφερομένου

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 72 § 1)

9.      Υπάλληλοι — Κοινωνική ασφάλιση — Ασφάλιση ασθενείας — Σοβαρή ασθένεια — Άρνηση αναγνωρίσεως — Δικαστικός έλεγχος — Όρια — Αμφισβήτηση ιατρικών εκτιμήσεων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 72 § 1)

10.    Υπάλληλοι — Βλαπτική απόφαση — Υποχρέωση αιτιολογήσεως — Περιεχόμενο

(Άρθρο 253 ΕΚ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25)

11.    Αναίρεση — Λόγοι — Έλεγχος από το Γενικό Δικαστήριο της αρνήσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης να διατάξει μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας ή διεξαγωγής αποδείξεων — Περιεχόμενο

(Άρθρο 256 § 2 ΣΛΕΕ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11)

12.    Υπαλληλικές προσφυγές — Λόγος αντλούμενος από αναρμοδιότητα του εκδότη της βλαπτικής πράξεως — Λόγος δημοσίας τάξεως

13.    Υπάλληλοι — Κοινωνική ασφάλιση — Ασφάλιση ασθενείας — Γραφεία Εκκαθαρίσεως Εξόδων — Εξέταση των αιτήσεων επιστροφής — Λεπτομέρειες εφαρμογής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 72· Ρύθμιση περί υγειονομικής ασφαλίσεως, άρθρο 20)

14.    Υπάλληλοι — Αρμόδια για τους διορισμούς αρχή — Αρμοδιότητες — Άσκηση — Κατανομή των υποθέσεων — Παρεκκλίσεις — Περαιτέρω ανάθεση — Επιτρέπεται — Προϋποθέσεις

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 2)

15.    Αναίρεση — Λόγοι — Λόγος αναιρέσεως στρεφόμενος κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης περί των δικαστικών εξόδων — Απαράδεκτος σε περίπτωση απορρίψεως όλων των λοιπών λόγων αναιρέσεως

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 2)

1.      Σύμφωνα με το άρθρο 145 του Κανονισμού Διαδικασίας, όταν η αίτηση αναιρέσεως είναι προδήλως απαράδεκτη ή προδήλως αβάσιμη, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε να την απορρίψει με αιτιολογημένη διάταξη, έστω και αν κάποιος διάδικος ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

(βλ. σκέψη 22)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 24 Σεπτεμβρίου 2008, T‑105/08 P, Van Neyghem κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑B‑1‑49 και II‑B‑1‑355, σκέψη 21· 15 Ιουλίου 2011, T‑366/10 P, Marcuccio κατά Επιτροπής, σκέψη 14

2.      Όταν έχει ασκηθεί αναίρεση, η αρμοδιότητα του Γενικού Δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομικής λύσεως που δόθηκε κατόπιν των ισχυρισμών που προβλήθηκαν και εξετάστηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο μιας τέτοιας διαδικασίας το Γενικό Δικαστήριο είναι αρμόδιο να εξετάσει μόνον αν η επιχειρηματολογία που περιέχεται στην αίτηση αναιρέσεως προσδιορίζει πλάνη περί το δίκαιο την οποία φέρεται ότι πάσχει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση. Οι αρχές αυτές έχουν ως σκοπό, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 139, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, να μη μεταβάλει η αίτηση αναιρέσεως το αντικείμενο της ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης δίκης. Εντούτοις, επιχειρήματα που αποτελούν απλώς ανάπτυξη ισχυρισμού ο οποίος προβλήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου πρέπει να θεωρούνται παραδεκτά εφόσον δεν μεταβάλλουν το αντικείμενο της δίκης.

(βλ. σκέψη 26)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 26 Απριλίου 2007, C‑412/05 P, Alcon κατά ΓΕΕΑ, Συλλογή 2007, σ. I‑3569, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 20 Μαΐου 2010, C‑583/08 P, Γκόγκος κατά Επιτροπής, Συλλογή 2010, σ. I‑4469, σκέψεις 23 και 24 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΓΔΕΕ: 19 Ιανουαρίου 2010, T‑355/08 P, De Fays κατά Επιτροπής, σκέψη 28 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Βλ. το κείμενο της διατάξεως.

(βλ. σκέψη 34)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 17 Δεκεμβρίου 2009, C‑197/09 RX-II, Επανεξέταση M κατά EMEA, Συλλογή 2009, σ. Ι‑2033, σκέψεις 39 έως 41 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

4.      Από το γράμμα του άρθρου 54, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης προκύπτει ότι η απόφαση να τεθούν γραπτές ερωτήσεις στους διαδίκους απόκειται στην ελεύθερη εκτίμηση του εν λόγω δικαστηρίου, το οποίο μπορεί, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, να αποφασίζει για οποιοδήποτε από τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας ή τα αποδεικτικά μέσα που προβλέπονται στα άρθρα 55 και 57 του εν λόγω Κανονισμού Διαδικασίας, θεωρούμενα υπό το πρίσμα των άρθρων 24 και 25 του Οργανισμού του Δικαστηρίου. Οι προθεσμίες προσκομίσεως εγγράφου που ορίζει το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης στο πλαίσιο μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας δεν είναι δυνατόν να αποτελούν αποσβεστικές προθεσμίες, καθόσον, σε περίπτωση μη συμμορφώσεως του οικείου διαδίκου, το εν λόγω δικαστήριο θα μπορούσε να απαιτήσει την προσκόμιση του ζητηθέντος εγγράφου. Κατά συνέπεια, η καθυστέρηση διαδίκου όσον αφορά την προσκόμιση εγγράφου που ζήτησε ο εισηγητής δικαστής με την προκαταρκτική έκθεση ακροατηρίου δεν πρέπει να έχει ως αυτόματη συνέπεια το απαράδεκτο του εν λόγω εγγράφου.

(βλ. σκέψη 39)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 9 Νοεμβρίου 2004, T‑285/02 και T‑395/02, Vega Rodríguez κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑333 και II‑1527, σκέψη 24· 5 Οκτωβρίου 2009, T‑40/07 P και T‑62/07 P, de Brito Sequeira Carvalho κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑B‑1‑89 και II‑B‑1‑551, σκέψη 105

5.      Βλ. το κείμενο της διατάξεως.

(βλ. σκέψη 40)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 16 Δεκεμβρίου 2008, C‑47/07 P, Masdar (UK) κατά Επιτροπής, Συλλογή 2008, σ. I‑9761, σκέψη 99 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΓΔΕΕ: 18 Οκτωβρίου 2010, T‑516/09 P, Marcuccio κατά Επιτροπής, σκέψη 90

6.      Βλ. το κείμενο της διατάξεως.

(βλ. σκέψεις 53 και 62)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 22 Μαΐου 2008, T‑250/06 Ρ, Ott κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑B‑1‑11 και II‑B‑1‑109, σκέψη 82 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 19 Σεπτεμβρίου 2008, T‑253/06 P, Chassagne κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2008, σ. I‑B‑1‑43 και II‑B‑1‑295, σκέψη 54· 17 Μαρτίου 2010, T‑78/09 P, Κοινοβούλιο κατά Collée, σκέψη 22· 4 Απριλίου 2011, T‑239/09 Ρ, Marcuccio κατά Επιτροπής, σκέψη 62

7.      Η έννοια της διανοητικής ασθένειας κατά το άρθρο 72, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, η οποία οδηγεί σε επιστροφή ποσοστού 100 % των ιατρικών εξόδων, αφορά μόνον τις παθήσεις που παρουσιάζουν, αντικειμενικώς, κάποια σοβαρότητα και όχι κάθε ψυχολογική ή ψυχιατρική διαταραχή, ανεξαρτήτως σοβαρότητας. Από αυτό συνάγεται ότι το δικαίωμα του ενδιαφερομένου να του επιστραφούν κατά ποσοστό 100 % τα ιατρικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε προϋποθέτει ότι το θεσμικό όργανο εξετάζει κατά πόσον η ασθένεια από την οποία πάσχει αποτελεί σοβαρή ασθένεια κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως, βάσει των κριτηρίων που έχει καθιερώσει το ιατρικό συμβούλιο του κοινού συστήματος κοινωνικής ασφαλίσεως.

(βλ. σκέψη 58)

8.      Το άρθρο 72, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, προβλέποντας την επιστροφή σε ποσοστό 100 % των εξόδων για τη διάγνωση σοβαρών ασθενειών, αποσκοπεί στην εξασφάλιση, σε ένα πρώιμο στάδιο, της αποτελεσματικής θεραπείας τους και συμβάλλει κατ’ αυτόν τον τρόπο στην πρόληψη, αφενός και προς το συμφέρον του ασθενούς, της αναπτύξεως σοβαρών ασθενειών και, αφετέρου, της διογκώσεως των εξόδων θεραπείας που αναλαμβάνει το κοινό σύστημα ασφαλίσεως ασθενείας.

Συναφώς, αφενός, επιβάλλονται ειδικές αναλύσεις ή εξετάσεις προκειμένου να γίνει σαφής διάγνωση κάποιας από τις ασθένειες του άρθρου 72, παράγραφος 1, του ΚΥΚ και, αφετέρου, μια τέτοια διάγνωση είναι απαραίτητη εξαιτίας της βαρύτητας των θεραπευτικών μέτρων που πρέπει να ληφθούν για τη θεραπεία των εν λόγω παθήσεων, δεδομένου ιδίως ότι τα μέτρα αυτά είναι δυνατόν να συνοδεύονται από σημαντικές παρενέργειες.

(βλ. σκέψη 67)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 12 Μαΐου 2004, T‑191/01, Hecq κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑147 και II‑659, σκέψη 54

9.      Ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να αμφισβητήσει τις ιατρικές εκτιμήσεις στις οποίες στηρίζεται η άρνηση της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής να αναγνωρίσει ότι μια πάθηση αποτελεί σοβαρή ασθένεια κατά την έννοια του άρθρου 72, παράγραφος 1, του ΚΥΚ. Αντιθέτως, απόκειται σε αυτόν να εξετάσει κατά πόσον, εκδίδοντας τέτοια αρνητική απόφαση, η εν λόγω αρχή ορθώς εκτίμησε τα πραγματικά περιστατικά και εφάρμοσε τις κρίσιμες νομοθετικές διατάξεις.

(βλ. σκέψη 73)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 7 Νοεμβρίου 2002, T‑199/01, G κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2002, σ. I‑A‑217 και II‑1085, σκέψη 59· Hecq κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 63

10.    Βλ. το κείμενο της διατάξεως.

(βλ. σκέψεις 84 έως 87)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 29 Οκτωβρίου 1981, 125/80, Tither κατά Επιτροπής, Συλλογή 1981, σ. 2539, σκέψη 13· 26 Νοεμβρίου 1981, 195/80, Michel κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1981, σ. 2861, σκέψη 22· 29 Φεβρουαρίου 1996, C‑56/93, Βέλγιο κατά Επιτροπής, Συλλογή 1996, σ. I‑723, σκέψη 86· 15 Μαΐου 1997, C‑2784/95 P, Siemens κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. I‑2507, σκέψη 17

ΓΔΕΕ: 14 Ιουλίου 1997, T‑123/95, B κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 1997, σ. I‑A‑245 και II‑697, σκέψη 51· 6 Οκτωβρίου 2009, T‑102/08 Ρ, Sundholm κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑B‑1‑109 και II‑B‑1‑675, σκέψη 40 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 9 Δεκεμβρίου 2009, T‑377/08 P, Επιτροπή κατά Birkhoff, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑B‑1‑133 και II‑B‑1‑807, σκέψη 64· 12 Μαΐου 2010, T‑560/08 P, Επιτροπή κατά Meierhofer, Συλλογή 2010, σ. II‑1739, σκέψη 16· 21 Ιουνίου 2010, T‑284/09 P, Meister κατά ΓΕΕΑ, σκέψη 21 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

11.    Βλ. το κείμενο της διατάξεως.

(βλ. σκέψη 93)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 27 Απριλίου 2012, Τ-37/10 Ρ, De Nicola κατά ΕΤΕπ, σκέψη 99 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

12.    Βλ. το κείμενο της διατάξεως.

(βλ. σκέψη 99)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 13 Ιουλίου 2006, T‑165/04, Vounakis κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑155 και II‑A‑2‑735, σκέψη 30 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

13.    Βλ. το κείμενο της διατάξεως.

(βλ. σκέψη 101)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 16 Μαρτίου 1993, T‑33/89 και T‑74/89, Blackman κατά Κοινοβουλίου, Συλλογή 1993, σ. II‑249, σκέψη 55

14.    Βλ. το κείμενο της διατάξεως.

(βλ. σκέψη 103)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 30 Μαΐου 1973, 46/72, De Greef κατά Επιτροπής, Συλλογή τόμος 1973, σ. 547, σκέψεις 18 έως 21

ΓΔΕΕ: 15 Σεπτεμβρίου 1998, T‑23/96 P, De Persio κατά Επιτροπής Συλλογή Υπ.Υπ. 1998, σ. I‑A‑483 και II‑1413, σκέψη 111· Brito Sequeira Carvalho κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 155

15.    Βλ. το κείμενο της διατάξεως.

(βλ. σκέψη 108)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 9 Σεπτεμβρίου 2009, T‑375/08 Ρ, Nijs κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή Υπ.Υπ. 2009, σ. I‑B‑1‑65 και II‑B‑1‑413, σκέψη 71 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία