Language of document : ECLI:EU:T:2021:781

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 10ης ίου 2021 (*)

«Θεσμικό δίκαιο – Ευρωπαϊκή πρωτοβουλία πολιτών – Πολιτική συνοχής – Περιφέρειες με εθνική μειονότητα – Απόφαση περί καταχωρίσεως – Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξη δεκτική προσφυγής – Παραδεκτό – Άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 211/2011 – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στην υπόθεση T‑495/19,

Ρουμανία, εκπροσωπούμενη από τις E. Gane, R. Haţieganu, L. Liţu και L.‑E. Baţagoi,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους H. Stancu, I. Martínez del Peral και H. Krämer,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

Ουγγαρία, εκπροσωπούμενη από τις M. Fehér, M. Tátrai και K. Szíjjártó,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως (ΕΕ) 2019/721 της Επιτροπής, της 30ής Απριλίου 2019, σχετικά με την προτεινόμενη πρωτοβουλία πολιτών με τίτλο «Πολιτική συνοχής για την ισότητα των περιφερειών και τη διατήρηση των ιδιαίτερων πολιτιστικών χαρακτηριστικών τους» (ΕΕ 2019, L 122, σ. 55),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους A. Kornezov, πρόεδρο, E. Buttigieg (εισηγητή) και K. Kowalik-Bańczyk, δικαστές,

γραμματέας: I. Kurme, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Μαΐου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Στις 18 Ιουνίου 2013, υποβλήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 4, ΣΕΕ και τον κανονισμό (ΕΕ) 211/2011 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Φεβρουαρίου 2011, σχετικά με την πρωτοβουλία πολιτών (ΕΕ 2011, L 65, σ. 1), η πρόταση ευρωπαϊκής πρωτοβουλίας πολιτών (στο εξής: ΕΠΠ) με τίτλο «Πολιτική συνοχής για την ισότητα των περιφερειών και τη διατήρηση των ιδιαίτερων πολιτιστικών χαρακτηριστικών τους» (στο εξής: επίμαχη πρόταση ΕΠΠ).

2        Από τα στοιχεία που προσκόμισαν οι διοργανωτές της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ ως απαιτούμενες πληροφορίες για την καταχώριση προτάσεως ΕΠΠ σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 211/2011 προέκυπτε ότι σκοπός της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ ήταν να δώσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, στο πλαίσιο της πολιτικής συνοχής, ιδιαίτερη προσοχή στις περιφέρειες με εθνικά, εθνοτικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά ή γλωσσικά χαρακτηριστικά που διαφέρουν από τα χαρακτηριστικά των γύρω περιοχών. Για τις περιφέρειες αυτές, στις οποίες περιλαμβάνονται γεωγραφικές περιοχές που δεν διαθέτουν δομές με διοικητικές αρμοδιότητες, η πρόληψη της οικονομικής καθυστερήσεως, η υποστήριξη της αναπτύξεως και η διατήρηση των συνθηκών για οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή θα έπρεπε, κατά την επίμαχη πρόταση ΕΠΠ, να γίνονται κατά τρόπον που να διασφαλίζει ότι τα χαρακτηριστικά τους παραμένουν αμετάβλητα. Για αυτόν τον λόγο, οι εν λόγω περιφέρειες, πάντα κατά την επίμαχη πρόταση ΕΠΠ, θα πρέπει να έχουν ίσες ευκαιρίες προσβάσεως σε διάφορα κονδύλια της Ένωσης και θα πρέπει να εξασφαλίζεται η διατήρηση των χαρακτηριστικών τους και η κατάλληλη οικονομική τους ανάπτυξη, ούτως ώστε να υποστηριχθεί η ανάπτυξη της Ένωσης και να διατηρηθεί η πολιτιστική ποικιλομορφία της.

3        Με την απόφαση C(2013) 4975 τελικό, της 25ης Ιουλίου 2013, και κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011, η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση καταχωρίσεως της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ, με την αιτιολογία ότι αυτή ευρισκόταν καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της βάσει των οποίων μπορούσε να υποβάλει πρόταση για την έκδοση νομικής πράξεως της Ένωσης για την εφαρμογή των Συνθηκών.

4        Με απόφαση της 10ης Μαΐου 2016, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (T‑529/13, EU:T:2016:282), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή ακυρώσεως που ασκήθηκε κατά της αποφάσεως C(2013) 4975 τελικό.

5        Το Δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ασκήθηκε αίτηση αναιρέσεως, με απόφαση της 7ης Μαρτίου 2019, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (C‑420/16 P, EU:C:2019:177), αναίρεσε την απόφαση της 10ης Μαΐου 2016, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (T‑529/13, EU:T:2016:282), και, αποφαινόμενο το ίδιο οριστικώς επί της διαφοράς, ακύρωσε την απόφαση C(2013) 4975 τελικό.

6        Στις 30 Απριλίου 2019, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση (ΕΕ) 2019/721, σχετικά με την επίμαχη πρόταση ΕΠΠ (ΕΕ 2019, L 122, σ. 55, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), με την οποία προέβη στην καταχώρισή της κατά το άρθρο 4 του κανονισμού 211/2011.

7        Στις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή προσδιόρισε το αντικείμενο και τους σκοπούς της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ κατά τον τρόπο που εκτέθηκε στη σκέψη 2 ανωτέρω.

8        Στις αιτιολογικές σκέψεις 3 και 4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι, προκειμένου να ενθαρρυνθεί η προσφυγή του πολίτη της Ένωσης στον μηχανισμό της ΕΠΠ και, εν τέλει, η συμμετοχή του στον δημοκρατικό βίο της Ένωσης, οι διαδικασίες και οι προϋποθέσεις που απαιτούνται για την ΕΠΠ πρέπει να είναι σαφείς, απλές, εύχρηστες και αναλογικές προς τη φύση της ΕΠΠ.

9        Στην αιτιολογική σκέψη 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε τα εξής:

«Νομικές πράξεις της Ένωσης με σκοπό την εφαρμογή των Συνθηκών μπορούν να θεσπίζονται κατά τον ορισμό των καθηκόντων, των πρωταρχικών στόχων και της οργάνωσης των διαρθρωτικών ταμείων, γεγονός που μπορεί να επιφέρει συνένωση των ταμείων, σύμφωνα με το άρθρο 177 της Συνθήκης [ΛΕΕ].»

10      Στην αιτιολογική σκέψη 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επισήμανε ότι η επίμαχη πρόταση ΕΠΠ, «στον βαθμό που αποσκοπεί σε προτάσεις της [ίδιας] για νομικές πράξεις που ορίζουν τα καθήκοντα, τους πρωταρχικούς στόχους και την οργάνωση των διαρθρωτικών ταμείων και υπό την προϋπόθεση ότι οι χρηματοδοτούμενες δράσεις θα οδηγήσουν στην ενίσχυση της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής της Ένωσης», δεν ευρισκόταν καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011.

11      Στην αιτιολογική σκέψη 7 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η επίμαχη πρόταση ΕΠΠ πληρούσε τις προϋποθέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ, γʹ και δʹ, του κανονισμού 211/2011 και, στην αιτιολογική σκέψη 8, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω πρόταση έπρεπε να καταχωρισθεί.

12      Το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως προβλέπει τα εξής:

«1. Η προτεινόμενη πρωτοβουλία πολιτών με τίτλο “Πολιτική συνοχής για την ισότητα των περιφερειών και τη διατήρηση των ιδιαίτερων πολιτιστικών χαρακτηριστικών τους” καταχωρίζεται.

2. Δηλώσεις υποστήριξης της εν λόγω προτεινόμενης πρωτοβουλίας πολιτών μπορούν να συγκεντρώνονται, με βάση την παραδοχή ότι η πρωτοβουλία αποσκοπεί στην υποβολή προτάσεων της Επιτροπής για την έκδοση νομικών πράξεων που ορίζουν τα καθήκοντα, τους πρωταρχικούς στόχους και την οργάνωση των διαρθρωτικών ταμείων και υπό την προϋπόθεση ότι οι χρηματοδοτούμενες δράσεις θα οδηγήσουν στην ενίσχυση της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής της Ένωσης.»

13      Το άρθρο 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως διευκρινίζει ότι αποδέκτες της αποφάσεως είναι οι διοργανωτές της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

14      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Ιουλίου 2019, η Ρουμανία άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

15      Η Επιτροπή κατέθεσε υπόμνημα αντικρούσεως στις 27 Σεπτεμβρίου 2019.

16      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 8 Οκτωβρίου 2019, η Ουγγαρία ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία προς υποστήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

17      Το υπόμνημα απαντήσεως κατατέθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 2019.

18      Με απόφαση του προέδρου του δεκάτου τμήματος της 7ης Ιανουαρίου 2020, επετράπη η παρέμβαση της Ουγγαρίας.

19      Το υπόμνημα ανταπαντήσεως κατατέθηκε στις 27 Ιανουαρίου 2020.

20      Η Ουγγαρία υπέβαλε το υπόμνημά της παρεμβάσεως στις 18 Φεβρουαρίου 2020 και η Ρουμανία υπέβαλε εμπροθέσμως τις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος αυτού, ήτοι στις 21 Μαΐου 2020. Η Επιτροπή δεν κατέθεσε παρατηρήσεις επί του υπομνήματος παρεμβάσεως.

21      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 30 Ιουλίου 2020, η Ρουμανία υπέβαλε αίτηση για τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως δυνάμει του άρθρου 106, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

22      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται στο άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, ζήτησε από την Επιτροπή και την Ουγγαρία να υποβάλουν παρατηρήσεις, εφόσον το επιθυμούσαν, επί της επιχειρηματολογίας της Ρουμανίας σχετικά με το παραδεκτό της προσφυγής. Οι δύο διάδικοι υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

23      Οι διάδικοι ανέπτυξαν τους ισχυρισμούς τους και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις που τους έθεσε το Γενικό Δικαστήριο κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 21ης Μαΐου 2021.

24      Η Ρουμανία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

25      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τη Ρουμανία στα δικαστικά έξοδα.

26      Η Ουγγαρία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού της προσφυγής

27      Η Ρουμανία, αναλύοντας το ζήτημα του παραδεκτού της προσφυγής υπό το πρίσμα, αφενός, του κατά πόσον η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεκτική προσφυγής και, αφετέρου, του κατά πόσον υφίσταται έννομο συμφέρον, υποστήριξε ότι η προσφυγή της είναι παραδεκτή.

28      Η Επιτροπή, στις παρατηρήσεις της επί της επιχειρηματολογίας της Ρουμανίας (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω), εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το παραδεκτό της προσφυγής.

29      Ειδικότερα, η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεκτική προσφυγής, καθότι θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αυτή συνιστά προπαρασκευαστική πράξη ως το «πρώτο στάδιο του μηχανισμού της πρωτοβουλίας πολιτών» που καταλήγει στην έκδοση από την Επιτροπή της ανακοινώσεως που προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 211/2011, πράξη η οποία είναι δεκτική προσφυγής. Συναφώς, η Επιτροπή υποστήριξε ότι, κατά πάγια νομολογία, στην περίπτωση πράξεων ή αποφάσεων η έκδοση των οποίων διέρχεται από πλείονα στάδια, ιδίως δε όταν αυτές αποτελούν την κατάληξη εσωτερικής διαδικασίας, συνιστούν καταρχήν πράξεις δεκτικές προσφυγής ακυρώσεως μόνον τα μέτρα τα οποία καθορίζουν οριστικώς τη θέση του οργάνου κατά το πέρας της εν λόγω διαδικασίας και όχι τα ενδιάμεσα μέτρα, σκοπός των οποίων είναι η προετοιμασία της τελικής αποφάσεως.

30      Προς τεκμηρίωση των αμφιβολιών της, η Επιτροπή προέβαλε επίσης ότι από τη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου προκύπτει ότι προσφυγή ακυρώσεως δύναται να ασκηθεί, ακόμη και από κράτος μέλος, κατά πράξεων που αποσκοπούν στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων τα οποία ενδέχεται να είναι βλαπτικά. Ωστόσο, κατά την Επιτροπή, στην περίπτωση αποφάσεως περί καταχωρίσεως προτάσεως ΕΠΠ, είναι δύσκολο να διαπιστωθεί ποια από τα έννομα αποτελέσματα που απορρέουν από το περιεχόμενο της εν λόγω προτάσεως ΕΠΠ θα μπορούσαν να προκαλέσουν ζημία και σε ποιον. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή επικαλέστηκε την απόφαση της 21ης Μαΐου 2010, Γαλλία κατά Επιτροπής (T‑425/04, T‑444/04, T‑450/04 και T‑456/04, EU:T:2010:216, σκέψη 119).

31      Κατόπιν των ανωτέρω, η Επιτροπή κατέλιπε στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου το ζήτημα κατά πόσον η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεκτική προσφυγής.

32      Αντιθέτως, η Επιτροπή συντάχθηκε με την ανάλυση της Ρουμανίας, κατά την οποία η άσκηση από τα κράτη μέλη του δικαιώματός τους να ζητήσουν την ακύρωση πράξεως της Ένωσης δεν εξαρτάται από την απόδειξη εννόμου συμφέροντος.

33      Η Ουγγαρία, στις γραπτές παρατηρήσεις της επί της επιχειρηματολογίας της Ρουμανίας (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω), τάχθηκε υπέρ του παραδεκτού της προσφυγής υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστούσε πράξη δεκτική προσφυγής. Επίσης, η Ουγγαρία έκρινε εύλογο το να αποφανθεί το Γενικό Δικαστήριο επί του νομικού αυτού ζητήματος, προκειμένου να αρθεί κάθε αβεβαιότητα.

34      Από την επιχειρηματολογία των τριών διαδίκων προκύπτει ότι αυτοί δεν αμφισβητούν ότι η άσκηση από τα κράτη μέλη του δικαιώματος ασκήσεως προσφυγής ακυρώσεως κατά πράξεως της Ένωσης δεν εξαρτάται από την απόδειξη εννόμου συμφέροντος. Πράγματι, από τη νομολογία προκύπτει ότι ένα κράτος μέλος, όπως η Ρουμανία εν προκειμένω, δύναται να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως κατά πράξεως που παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα χωρίς να χρειάζεται να αποδείξει έννομο συμφέρον (βλ. απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑463/10 P και C‑475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Κατά συνέπεια, τα κράτη μέλη δεν χρειάζεται να αποδείξουν ότι η πράξη της Ένωσης την οποία προσβάλλουν παράγει έννομα αποτελέσματα έναντι αυτών για να είναι παραδεκτή η προσφυγή τους (βλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2012, Γαλλία κατά Επιτροπής, T‑154/10, EU:T:2012:452, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Η απόφαση της 21ης Μαΐου 2010, Γαλλία κατά Επιτροπής (T‑425/04, T‑444/04, T‑450/04 και T‑456/04, EU:T:2010:216), την οποία επικαλέστηκε η Επιτροπή (βλ. σκέψη 30 ανωτέρω) και η οποία, κατά τα λοιπά, αναιρέθηκε με την απόφαση της 19ης Μαρτίου 2013, Bouygues και Bouygues Télécom κατά Επιτροπής κ.λπ. και Επιτροπή κατά Γαλλίας κ.λπ. (C‑399/10 P και C‑401/10 P, EU:C:2013:175), ουδόλως ανατρέπει την προμνημονευθείσα νομολογία.

35      Καθόσον η Επιτροπή εξέφρασε αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεκτική προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ και λαμβανομένου υπόψη του αιτήματος της Ουγγαρίας να αποφανθεί ρητώς το Γενικό Δικαστήριο επί του ζητήματος αυτού, πρέπει να διατυπωθούν οι ακόλουθες σκέψεις.

36      Από την πάγια νομολογία που διαμορφώθηκε στο πλαίσιο προσφυγών ακυρώσεως των κρατών μελών ή των θεσμικών οργάνων προκύπτει ότι αποτελούν πράξεις δεκτικές προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ όλες οι διατάξεις που θεσπίζονται από τα θεσμικά όργανα ανεξάρτητα από τον τύπο τους και οι οποίες αποσκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων (βλ. απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, Deutsche Post και Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑463/10 P και C‑475/10 P, EU:C:2011:656, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Για να κριθεί εάν μια πράξη παράγει έννομα αποτελέσματα πρέπει να εξεταστεί ιδίως το αντικείμενο, το περιεχόμενο και η ουσία της, καθώς και το πραγματικό και νομικό πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εκδόθηκε (βλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 2018, One of Us κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑561/14, EU:T:2018:210, σκέψη 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

38      Εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί αν η προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία εκδόθηκε από την Επιτροπή βάσει του άρθρου 4 του κανονισμού 211/2011 και δυνάμει της οποίας η Επιτροπή προέβη στην καταχώριση της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ, αποσκοπεί στην παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων και, επομένως, συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

39      Συναφώς, όπως έχει κριθεί από τον δικαστή της Ένωσης (απόφαση της 23ης Απριλίου 2018, One of Us κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑561/14, EU:T:2018:210, σκέψη 73), ο κανονισμός 211/2011, ο οποίος είχε εφαρμογή κατά τον χρόνο εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθορίζει τις διαδικασίες και τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την υποβολή ΕΠΠ. Στην αιτιολογική σκέψη 8 του εν λόγω κανονισμού διευκρινίζεται ότι απαιτείται κάποιο ελάχιστο ποσοστό οργανωμένης δομής και, προς τον σκοπό αυτό, προβλέπεται η δημιουργία επιτροπής πολιτών, την οποία απαρτίζουν φυσικά πρόσωπα (διοργανωτές) προερχόμενα από τουλάχιστον επτά διαφορετικά κράτη μέλη, η οποία είναι επιφορτισμένη με την κατάρτιση και την υποβολή της ΕΠΠ στην Επιτροπή. Στο άρθρο 4 του κανονισμού 211/2011 προβλέπεται ότι η Επιτροπή καταχωρίζει την πρόταση ΕΠΠ και ότι η καταχώριση αυτή πραγματοποιείται υπό τον όρο ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο διαπιστώνει ότι πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις οι οποίες απαριθμούνται στην προαναφερθείσα διάταξη. Μεταξύ των προϋποθέσεων αυτών περιλαμβάνεται και εκείνη κατά την οποία η πρόταση ΕΠΠ δεν ευρίσκεται καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής να υποβάλλει πρόταση για την έκδοση νομικής πράξεως της Ένωσης για την εφαρμογή των Συνθηκών (άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011). Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 4, του κανονισμού 211/2011, μια καταχωρισμένη πρόταση ΕΠΠ δημοσιεύεται στο μητρώο που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του ίδιου κανονισμού.

40      Μόνον έπειτα από την καταχώριση αυτή είναι δυνατόν να ξεκινήσει η συγκέντρωση των δηλώσεων υποστηρίξεως μιας προτάσεως ΕΠΠ από τουλάχιστον ένα εκατομμύριο υπογραφόντων, προερχόμενων από το ένα τέταρτο τουλάχιστον των κρατών μελών. Η συγκέντρωση των δηλώσεων υποστηρίξεως πρέπει να πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο των διαδικασιών και προϋποθέσεων που ορίζονται λεπτομερώς στα άρθρα 5 έως 8 του κανονισμού 211/2011. Ειδικότερα, δυνάμει του άρθρου 8 του κανονισμού 211/2011, οι διοργανωτές υποβάλλουν τις δηλώσεις υποστηρίξεως που έχουν συγκεντρωθεί στα οικεία κράτη μέλη προς επαλήθευση και πιστοποίηση.

41      Το άρθρο 9, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 211/2011 προβλέπει τη δυνατότητα των διοργανωτών, υπό τον όρο της τηρήσεως του συνόλου των διαδικασιών και προϋποθέσεων που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός, να υποβάλουν την ΕΠΠ στην Επιτροπή μαζί με πληροφορίες σχετικά με τυχόν στήριξη και χρηματοδότηση της οποίας έτυχε η πρωτοβουλία αυτή. Οι πληροφορίες αυτές δημοσιεύονται στο μητρώο.

42      Το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 211/2011 προβλέπει ότι, σε περίπτωση που η Επιτροπή λάβει ΕΠΠ σύμφωνα με το άρθρο 9:

α)      δημοσιεύει χωρίς καθυστέρηση την πρωτοβουλία πολιτών στο μητρώο·

β)      συναντά τους διοργανωτές σε κατάλληλο επίπεδο για να τους δώσει την ευκαιρία να εξηγήσουν λεπτομερώς τα θέματα που θίγονται στην ΕΠΠ·

γ)      εντός τριών μηνών, εκθέτει σε ανακοίνωση τα νομικά και πολιτικά συμπεράσματά της σχετικά με την ΕΠΠ, τις ενδεχόμενες ενέργειες στις οποίες προτίθεται να προβεί και τους λόγους για τους οποίους θα προβεί ή δεν θα προβεί στις εν λόγω ενέργειες.

43      Το άρθρο 10, παράγραφος 2, του κανονισμού 211/2011 προβλέπει ότι η ως άνω ανακοίνωση κοινοποιείται στους διοργανωτές, καθώς και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και δημοσιεύεται.

44      Το άρθρο 11 του κανονισμού 211/2011 προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι, εντός της τρίμηνης προθεσμίας του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του εν λόγω κανονισμού, δίδεται στους διοργανωτές η ευκαιρία να παρουσιάσουν την ΕΠΠ σε δημόσια ακρόαση η οποία διοργανώνεται στο Κοινοβούλιο.

45      Από τις διατάξεις που εκτέθηκαν στις σκέψεις 39 έως 44 ανωτέρω προκύπτει ότι η απόφαση περί καταχωρίσεως προτάσεως ΕΠΠ, όπως η προσβαλλόμενη εν προκειμένω απόφαση, αποσκοπεί στην παραγωγή δεσμευτικών εννόμων αποτελεσμάτων έναντι των ενδιαφερόμενων διοργανωτών, των θεσμικών οργάνων και των οικείων κρατών μελών.

46      Ειδικότερα, όσον αφορά τους διοργανωτές, η προαναφερθείσα απόφαση περί καταχωρίσεως αποτελεί το σημείο ενεργοποιήσεως του μηχανισμού συγκεντρώσεως των δηλώσεων υποστηρίξεως και, μεταξύ άλλων, παρέχει σε αυτούς, πρώτον, το δικαίωμα να υποβάλουν την ΕΠΠ στην Επιτροπή και να την εκθέσουν λεπτομερώς (βλ. σκέψεις 41 και 42, στοιχείο βʹ, ανωτέρω), δεύτερον, το δικαίωμα να απαιτήσουν από την Επιτροπή να εκδώσει την ανακοίνωση που προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 211/2011 (βλ. σκέψη 42, στοιχείο γʹ, ανωτέρω) και, τρίτον, το δικαίωμα να παρουσιάσουν την ΕΠΠ σε δημόσια ακρόαση στο Κοινοβούλιο (βλ. σκέψη 44 ανωτέρω). Τα προαναφερθέντα δικαιώματα, τα οποία έχουν κατοχυρωθεί για τους διοργανωτές, συνιστούν συγχρόνως υποχρεώσεις για τα οικεία θεσμικά όργανα, ήτοι για την Επιτροπή και το Κοινοβούλιο, καθόσον η Επιτροπή υποχρεούται να δέχεται τους διοργανωτές και να εκδώσει την προαναφερθείσα ανακοίνωση, το δε Κοινοβούλιο υποχρεούται να οργανώσει την προαναφερθείσα δημόσια ακρόαση.

47      Όσον αφορά τα οικεία κράτη μέλη, η απόφαση περί καταχωρίσεως προτάσεως ΕΠΠ τα επιφορτίζει με την υποχρέωση να επιτρέψουν τη συγκέντρωση των δηλώσεων υποστηρίξεως και, εν συνεχεία, με την υποχρέωση επαληθεύσεως και πιστοποιήσεως των σχετικών δηλώσεων (βλ. σκέψη 40 ανωτέρω).

48      Οι αμφιβολίες της Επιτροπής ως προς το κατά πόσον η προσβαλλόμενη απόφαση είναι δεκτική προσφυγής είναι αβάσιμες.

49      Συναφώς, πρέπει να απορριφθεί η ανάλυση κατά την οποία η απόφαση περί καταχωρίσεως προτάσεως ΕΠΠ συνιστά προπαρασκευαστική ή ενδιάμεση πράξη, σκοπός της οποίας είναι η προετοιμασία της εκδόσεως της ανακοινώσεως που προβλέπεται στο άρθρο 10, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 211/2011 (βλ. σκέψη 29 ανωτέρω).

50      Πράγματι, όπως έχει διαπιστώσει ο δικαστής της Ένωσης, αφενός, σκοπός της διαδικασίας καταχωρίσεως είναι να αποτραπεί το ενδεχόμενο να καταβάλουν οι διοργανωτές άσκοπες προσπάθειες για μια ΕΠΠ η οποία, εκ προοιμίου, δεν μπορεί να καταλήξει στο επιθυμητό αποτέλεσμα και, αφετέρου, η απόφαση περί καταχωρίσεως προτάσεως ΕΠΠ προϋποθέτει μια πρώτη εκτίμηση της προτάσεως αυτής από νομικής απόψεως και δεν προδικάζει την εκτίμηση στην οποία προβαίνει η Επιτροπή στο πλαίσιο της ανακοινώσεως που εκδίδεται βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 211/2011, στην οποία περιλαμβάνονται τα «νομικά και πολιτικά συμπεράσματά» της σχετικά με την ΕΠΠ, οι ενδεχόμενες ενέργειες στις οποίες προτίθεται να προβεί και οι λόγοι για τους οποίους θα προβεί ή δεν θα προβεί στις εν λόγω ενέργειες (πρβλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 2018, One of Us κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑561/14, EU:T:2018:210, σκέψη 117 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

51      Εξάλλου, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο στην απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Puppinck κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑418/18 P, EU:C:2019:1113, σκέψη 70), η ιδιαίτερη προστιθέμενη αξία του μηχανισμού της ΕΕΠ έγκειται όχι στη βεβαιότητα του αποτελέσματος, αλλά στους διαύλους και στις ευκαιρίες που δημιουργεί για τους πολίτες της Ένωσης να ενεργοποιήσουν τον πολιτικό διάλογο εντός των θεσμικών οργάνων της χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να αναμείνουν την κίνηση νομοθετικής διαδικασίας. Όπως όμως ορθώς σημειώνει η Επιτροπή, η πολιτική συζήτηση τόσο με τους πολίτες όσο και με τα θεσμικά όργανα διεξάγεται ιδίως κατά τη διάρκεια της εκστρατείας για τη συγκέντρωση των δηλώσεων υποστηρίξεως, κατά τη συνάντηση με την Επιτροπή και κατά τη δημόσια ακρόαση στο Κοινοβούλιο. Επομένως, προκύπτει ότι η πολιτική αυτή συζήτηση αποτελεί προϊόν της αποφάσεως περί καταχωρίσεως και της διαδικασίας που ακολουθεί και διεξάγεται πριν η Επιτροπή εκδώσει την ανακοίνωση του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 211/2011.

52      Ως εκ τούτου, η απόφαση περί καταχωρίσεως προτάσεως ΕΠΠ αποτελεί την κατάληξη συγκεκριμένου σταδίου στη διαδικασία ΕΠΠ, το οποίο παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα διαφορετικά από εκείνα που παράγει η ανακοίνωση του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 211/2011, η οποία εξάλλου συνιστά επίσης πράξη δεκτική προσφυγής, σύμφωνα με την απόφαση της 23ης Απριλίου 2018, One of Us κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑561/14, EU:T:2018:210).

53      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, κρίνεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά πράξη δεκτική προσφυγής κατά την έννοια του άρθρου 263 ΣΛΕΕ και ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι παραδεκτή.

 Επί της ουσίας

54      Προς στήριξη της προσφυγής της, η Ρουμανία προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως. Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως προβάλλεται παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011 και με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως. Πρέπει πρώτα να εξεταστεί ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως.

 Επί του λόγου ακυρώσεως με τον οποίον προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως

55      Καταρχάς, η Ρουμανία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως κατά την εξέταση της τηρήσεως της προϋποθέσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011 και ότι, κατά συνέπεια, η υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει είναι θεμελιώδους σημασίας.

56      Στο πλαίσιο αυτό, πρώτον, η Ρουμανία προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν εξέθεσε στην προσβαλλόμενη απόφαση τους λόγους για τους οποίους έκρινε ότι ήταν αρμόδια να προωθήσει πράξεις σχετικές με το αντικείμενο και τους σκοπούς της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ, όπως προσδιορίζονται στην απόφαση αυτή.

57      Δεύτερον, η Ρουμανία προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν αιτιολόγησε επαρκώς την εκτιθέμενη στο άρθρο 1, παράγραφος 2, του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως εκτίμησή της ότι επιτρέπεται η συγκέντρωση δηλώσεων υποστηρίξεως υπέρ της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ «με βάση την παραδοχή ότι η πρωτοβουλία αποσκοπεί στην υποβολή προτάσεων της Επιτροπής για την έκδοση νομικών πράξεων που ορίζουν τα καθήκοντα, τους πρωταρχικούς στόχους και την οργάνωση των διαρθρωτικών ταμείων και υπό την προϋπόθεση ότι οι χρηματοδοτούμενες δράσεις θα οδηγήσουν στην ενίσχυση της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής της Ένωσης».

58      Κατά τη Ρουμανία, η αιτιολόγηση της προαναφερθείσας εκτιμήσεως της Επιτροπής είναι επιβεβλημένη λαμβανομένων υπόψη, αφενός, του πλαισίου εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο χαρακτηρίζεται, μεταξύ άλλων, από το γεγονός ότι η Επιτροπή είχε αρχικώς απορρίψει, με την απόφαση C(2013) 4975 τελικό, την καταχώριση της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ και ότι το Δικαστήριο, στην απόφαση της 7ης Μαρτίου 2019, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (C‑420/16 P, EU:C:2019:177), δεν είχε διαπιστώσει την ύπαρξη νομικού σφάλματος της Επιτροπής στην εν λόγω απόφαση, και, αφετέρου, ότι, σύμφωνα με τις διατάξεις του κανονισμού 211/2011, η απόφαση περί καταχωρίσεως προτάσεως ΕΠΠ πρέπει να βασίζεται σε σαφή ανάλυση του αντικειμένου και των σκοπών της, έστω και αν η ανάλυση αυτή γίνεται κατά τρόπο γενικό και όχι συγκεκριμένο. Η Ρουμανία επισημαίνει ότι, εν προκειμένω, η Επιτροπή φαίνεται να καταχώρισε την επίμαχη πρόταση ΕΠΠ χωρίς να γνωρίζει πραγματικά σε τι ακριβώς αποσκοπούσε.

59      Η Ρουμανία καταλήγει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξηγεί για ποιον λόγο ήταν δυνατή η καταχώριση της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ και ότι η Επιτροπή παρέβη εν προκειμένω την υποχρέωση αιτιολογήσεως που προβλέπει το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ.

60      Η Επιτροπή και η Ουγγαρία αμφισβητούν την ορθότητα των επιχειρημάτων της Ρουμανίας.

61      Υπενθυμίζεται ότι η υποχρέωση αιτιολογήσεως των νομικών πράξεων που προβλέπεται στο άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ ισχύει για κάθε πράξη δυνάμενη να αποτελέσει αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως (απόφαση της 1ης Οκτωβρίου 2009, Επιτροπή κατά Συμβουλίου, C‑370/07, EU:C:2009:590, σκέψη 42). Επομένως, παρά το γεγονός ότι το άρθρο 4, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 211/2011 δεν προβλέπει υποχρέωση της Επιτροπής να γνωστοποιεί στους διοργανωτές την αιτιολογία της αποφάσεώς της όταν αρνείται να καταχωρίσει την πρόταση ΕΠΠ, η προσβαλλόμενη απόφαση υπόκειται στην υποχρέωση αιτιολογήσεως, έστω και κατά το μέρος που εμπεριέχει την απόφαση της Επιτροπής να καταχωρίσει την επίμαχη πρόταση ΕΠΠ (πρβλ. απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, Ρουμανία κατά Επιτροπής, T‑391/17, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αναίρεση, EU:T:2019:672, σκέψη 79).

62      Κατά πάγια νομολογία σχετική με το άρθρο 296 ΣΛΕΕ, η αιτιολογία των νομικών πράξεων πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της επίμαχης πράξεως και εξ αυτής πρέπει να συνάγεται κατά τρόπο σαφή και αναμφίλεκτο η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εξέδωσε την πράξη, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να λάβουν γνώση των λόγων για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, στο δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να ασκήσει τον εκ μέρους του έλεγχο (βλ. απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2017, Αναγνωστάκης κατά Επιτροπής, C‑589/15 P, EU:C:2017:663, σκέψη 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

63      Επίσης κατά πάγια νομολογία, η απαίτηση περί αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις της εκάστοτε εξεταζόμενης υποθέσεως. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του περιεχομένου της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2017, Αναγνωστάκης κατά Επιτροπής, C‑589/15 P, EU:C:2017:663, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

64      Επιπροσθέτως, είναι αναγκαίο να γίνει διάκριση μεταξύ της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως ως ουσιώδους τύπου και του ελέγχου του βασίμου της αιτιολογίας, ο οποίος εμπίπτει στον έλεγχο ουσιαστικής νομιμότητας της πράξεως και προϋποθέτει ότι ο δικαστής εξετάζει αν οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η πράξη ενέχουν ή όχι σφάλματα (πρβλ. απόφαση της 2ας Απριλίου 1998, Επιτροπή κατά Sytraval και Brink’s France, C‑367/95 P, EU:C:1998:154, σκέψεις 66 έως 68).

65      Επίσης, υπενθυμίζεται ότι, όπως έχει διευκρινίσει ο δικαστής της Ένωσης, η Επιτροπή δεν διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά την καταχώριση προτάσεως ΕΠΠ, δεδομένου ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, του κανονισμού 211/2011 προβλέπει ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο «καταχωρίζει» τέτοια πρόταση εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχεία αʹ έως δʹ, του κανονισμού αυτού, δηλαδή ιδίως οσάκις η πρόταση ΕΠΠ δεν ευρίσκεται καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής βάσει των οποίων αυτή δύναται να υποβάλει πρόταση για την έκδοση νομικής πράξεως της Ένωσης για την εφαρμογή των Συνθηκών. Αντιθέτως, αν μετά το πέρας μιας πρώτης αναλύσεως είναι πρόδηλο ότι η τελευταία ως άνω προϋπόθεση δεν πληρούται, η Επιτροπή «απορρίπτει» την καταχώριση της προτάσεως ΕΠΠ, όπως προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κανονισμού 211/2011 (απόφαση της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, Ρουμανία κατά Επιτροπής, Τ‑391/17, κατά της οποίας έχει ασκηθεί αναίρεση, EU:T:2019:672, σκέψη 84). Επομένως, η επιχειρηματολογία της Ρουμανίας η οποία εκτέθηκε στη σκέψη 55 ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί.

66      Το κατά πόσον η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη κατά νόμον πρέπει εν προκειμένω να κριθεί υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων που διατυπώθηκαν στις σκέψεις 61 έως 65 ανωτέρω.

67      Όσον αφορά το πλαίσιο εντός του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, υπενθυμίζεται ότι, με την απόφαση C(2013) 4975 τελικό, η Επιτροπή απέρριψε αρχικώς την αίτηση καταχωρίσεως της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ, με την αιτιολογία ότι αυτή ευρισκόταν καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011.

68      Η Επιτροπή επισήμανε ότι ο κύριος σκοπός της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ ήταν να διασφαλίσει την «ισότητα των περιφερειών και τη διατήρηση των ιδιαίτερων πολιτιστικών χαρακτηριστικών τους», δίδοντας «ιδιαίτερη προσοχή στις περιφέρειες με εθνικά, εθνοτικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά ή γλωσσικά χαρακτηριστικά που διαφέρουν από τα χαρακτηριστικά των γύρω περιοχών». Η Επιτροπή έκρινε ότι τα άρθρα 174 έως 178 ΣΛΕΕ, τα οποία μνημονεύονται στην προαναφερθείσα πρόταση ως διατάξεις των Συνθηκών που είναι κρίσιμες για την προτεινόμενη δράση, δεν μπορούσαν να αποτελέσουν νομικές βάσεις για την έκδοση της προτεινόμενης νομικής πράξεως, δεδομένου ότι όλα τα μέτρα που θεσπίζονται στο πλαίσιο της πολιτικής συνοχής πρέπει να έχουν ως σκοπό την ενίσχυση της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής, όπως ορίζεται στο άρθρο 174 ΣΛΕΕ. Κατά την Επιτροπή, η βελτίωση της καταστάσεως των εθνικών μειονοτήτων δεν μπορούσε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι συμβάλλει στη «μείωση των διαφορών μεταξύ των επιπέδων ανάπτυξης των διαφόρων περιοχών» και στη μείωση της καθυστέρησης ορισμένων περιοχών, όπως προβλέπει το άρθρο 174, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Συναφώς, η Επιτροπή εκτίμησε ότι είναι εξαντλητικός ο κατάλογος των «μειονεκτημάτων» που απαριθμούνται στο άρθρο 174, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, τα οποία συνεπάγονται υποχρέωση να δοθεί «ιδιαίτερη προσοχή» σε συγκεκριμένη περιοχή.

69      Η ως άνω απόφαση της Επιτροπής επικυρώθηκε από το Γενικό Δικαστήριο, το οποίο απέρριψε την προσφυγή ακυρώσεως που ασκήθηκε κατ’ αυτής (απόφαση της 10ης Μαΐου 2016, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής, T‑529/13, EU:T:2016:282).

70      Το Δικαστήριο, με την απόφαση της 7ης Μαρτίου 2019, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (C‑420/16 P, EU:C:2019:177), αναίρεσε την απόφαση που μνημονεύθηκε στη σκέψη 69 ανωτέρω.

71      Πρώτον, αφενός, στο πλαίσιο διευκρινίσεων όσον αφορά τις υποχρεώσεις που υπέχει η Επιτροπή κατά την εξέταση της προϋποθέσεως καταχωρίσεως που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011, το Δικαστήριο υπενθύμισε ότι η εν λόγω προϋπόθεση καταχωρίσεως πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται από την Επιτροπή κατά τρόπον ώστε να διασφαλίζεται η ευχερής πρόσβαση στην ΕΠΠ. Επομένως, η Επιτροπή δύναται να απορρίψει την αίτηση καταχωρίσεως προτάσεως ΕΠΠ βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011 μόνο σε περίπτωση κατά την οποία πρόταση ΕΠΠ, λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου και των σκοπών της όπως προκύπτουν από τις υποχρεωτικές και, ενδεχομένως, συμπληρωματικές πληροφορίες που έχουν προσκομίσει οι διοργανωτές κατ’ εφαρμογήν του παραρτήματος II του εν λόγω κανονισμού, ευρίσκεται καταφανώς εκτός του πλαισίου αρμοδιοτήτων βάσει των οποίων η Επιτροπή μπορεί να υποβάλει πρόταση νομικής πράξεως της Ένωσης για την εφαρμογή των Συνθηκών (απόφαση της 7ης Μαρτίου 2019, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής, C‑420/16 P, EU:C:2019:177, σκέψεις 53 και 54).

72      Αφετέρου, διαπιστώνεται ότι το ζήτημα αν το προτεινόμενο στο πλαίσιο μιας ΕΠΠ μέτρο εμπίπτει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής δεν αποτελεί, εκ πρώτης όψεως, ζήτημα αναγόμενο στα πραγματικά περιστατικά ή στην εκτίμηση των αποδείξεων το οποίο υπόκειται, αυτό καθεαυτό, στους κανόνες σχετικά με το βάρος αποδείξεως, αλλά αποτελεί, κατ’ ουσίαν, ζήτημα ερμηνείας και εφαρμογής των επίμαχων διατάξεων των Συνθηκών. Επομένως, σε περίπτωση κατά την οποία έχει υποβληθεί στην Επιτροπή αίτηση καταχωρίσεως προτάσεως ΕΠΠ, το εν λόγω θεσμικό όργανο δεν οφείλει, στο στάδιο αυτό, να ελέγξει κατά πόσον έχουν αποδειχθεί όλα τα προβαλλόμενα πραγματικά στοιχεία ούτε κατά πόσον η αιτιολογία στην οποία στηρίζονται η πρόταση και τα προτεινόμενα μέτρα είναι επαρκής. Προκειμένου να εκτιμήσει κατά πόσον πληρούται η προϋπόθεση καταχωρίσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011, η Επιτροπή οφείλει να περιοριστεί στο να εξετάσει αν, από αντικειμενικής απόψεως, τέτοια μέτρα, εν γένει θεωρούμενα, θα μπορούσαν να ληφθούν βάσει των Συνθηκών (απόφαση της 7ης Μαρτίου 2019, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής, C‑420/16 P, EU:C:2019:177, σκέψεις 61 και 62).

73      Δεύτερον, το Δικαστήριο απεφάνθη ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε νομικό σφάλμα καθόσον έκρινε ότι για την καταχώριση της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ οι διοργανωτές όφειλαν να αποδείξουν ότι επληρούτο η προϋπόθεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011. Κατά το Δικαστήριο, το Γενικό Δικαστήριο προέβη σε εσφαλμένη εκτίμηση της προαναφερθείσας προϋποθέσεως καταχωρίσεως και της κατανομής των καθηκόντων μεταξύ των διοργανωτών ΕΠΠ και της Επιτροπής στο πλαίσιο της διαδικασίας καταχωρίσεως που απορρέει από την προϋπόθεση αυτή (απόφαση της 7ης Μαρτίου 2019, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής, C‑420/16 P, EU:C:2019:177, σκέψεις 63 και 72).

74      Τρίτον, το Δικαστήριο έλεγξε την ερμηνεία του άρθρου 174 ΣΛΕΕ, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ, στην οποία προέβη το Γενικό Δικαστήριο στην απόφαση που μνημονεύθηκε στη σκέψη 69 ανωτέρω. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο έκρινε ως εξής:

«68. […] είναι αληθές ότι το άρθρο 174 ΣΛΕΕ περιγράφει τους σκοπούς της πολιτικής συνοχής της Ένωσης κατά γενικό τρόπο και παρέχει στην Ένωση ένα ευρύ περιθώριο χειρισμών όσον αφορά τις δράσεις που μπορεί να αναλαμβάνει στον τομέα της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής, λαμβανομένης υπόψη μιας ευρείας αντιλήψεως σχετικά με τις περιοχές τις οποίες ενδέχεται να αφορούν οι εν λόγω δράσεις.

69. Ειδικότερα, ο περιλαμβανόμενος στο άρθρο 174, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ κατάλογος των περιοχών “που πλήττονται από σοβαρά και μόνιμα φυσικά ή δημογραφικά προβλήματα” έχει, όπως καθίσταται προφανές από τη χρήση των όρων “μεταξύ των εν λόγω περιοχών” και “όπως” στην εν λόγω διάταξη, ενδεικτικό και όχι εξαντλητικό χαρακτήρα.

70. Ωστόσο, όπως επισήμανε το Γενικό Δικαστήριο με τις σκέψεις 87 και 89 της αποφάσεώς του, τα ιδιαίτερα εθνοτικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά ή γλωσσικά χαρακτηριστικά των περιφερειών με εθνικές μειονότητες δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν συστηματικώς, όσον αφορά την οικονομική ανάπτυξη, μειονέκτημα σε σύγκριση με τις γειτνιάζουσες περιφέρειες.

71. Επομένως, το Γενικό Δικαστήριο, έχοντας αποκλείσει, με τις σκέψεις 85 έως 89 της αναιρεσιβαλλόμενης αποφάσεως, το ενδεχόμενο να εμπίπτει συστηματικώς μια περιφέρεια με εθνικές μειονότητες, υπό το πρίσμα των ιδιαίτερων εθνοτικών, πολιτιστικών, θρησκευτικών ή γλωσσικών χαρακτηριστικών της, στις “περιοχές που πλήττονται από σοβαρά και μόνιμα φυσικά ή δημογραφικά προβλήματα”, κατά την έννοια του άρθρου 174, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ερμήνευσε ορθώς την έννοια της “εν λόγω περιοχής” περί της οποίας γίνεται λόγος στην εν λόγω διάταξη και, ως εκ τούτου, δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ως προς το σημείο αυτό.»

75      Τέταρτον, το Δικαστήριο έκανε δεκτή την αίτηση αναιρέσεως και αναίρεσε την απόφαση που μνημονεύθηκε στη σκέψη 69 ανωτέρω, βάσει του συμπεράσματος που εκτέθηκε στη σκέψη 73 ανωτέρω (απόφαση της 7ης Μαρτίου 2019, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής, C‑420/16 P, EU:C:2019:177, σκέψη 73).

76      Πέμπτον, το Δικαστήριο, κρίνοντας ότι η υπόθεση ήταν ώριμη προς εκδίκαση, ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής με την οποία είχε απορριφθεί η αίτηση καταχωρίσεως της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ. Ειδικότερα, το Δικαστήριο, ερειδόμενο στη διαπίστωση ότι το Γενικό Δικαστήριο είχε υποπέσει σε νομικό σφάλμα (καθόσον έκρινε ότι για την καταχώριση της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ οι διοργανωτές όφειλαν να αποδείξουν ότι επληρούτο η προϋπόθεση του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011), απεφάνθη ότι ο λόγος ακυρώσεως που είχαν προβάλει οι διοργανωτές και ο οποίος αφορούσε παράβαση της εν λόγω διατάξεως ήταν βάσιμος. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έκρινε ότι η απόφαση της Επιτροπής περί απορρίψεως της καταχωρίσεως της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ έπρεπε να ακυρωθεί (απόφαση της 7ης Μαρτίου 2019, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής, C‑420/16 P, EU:C:2019:177, σκέψεις 74 έως 77).

77      Η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση περί καταχωρίσεως της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ κατόπιν της αποφάσεως της 7ης Μαρτίου 2019, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (C‑420/16 P, EU:C:2019:177).

78      Από το κείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψεις 7 έως 13 ανωτέρω) προκύπτει ότι, πρώτον, η Επιτροπή προσδιόρισε το αντικείμενο και τους σκοπούς της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ. Δεύτερον, η Επιτροπή προέβη στην απαιτούμενη προκαταρκτική νομική ανάλυση, αφενός, προσδιορίζοντας στην αιτιολογική σκέψη 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως τη νομική βάση που θα της παρείχε τη δυνατότητα να υποβάλει πρόταση εκδόσεως νομικής πράξεως της Ένωσης προκειμένου να δώσει συνέχεια στην επίμαχη ΕΠΠ, ήτοι το άρθρο 177 ΣΛΕΕ, και, αφετέρου, διευκρινίζοντας στην αιτιολογική σκέψη 6 καθώς και στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι οι δράσεις που επρόκειτο να χρηματοδοτηθούν κατόπιν της επίμαχης ΕΠΠ έπρεπε να αποσκοπούν στην ενίσχυση της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής της Ένωσης. Με άλλα λόγια, η Επιτροπή, στο πλαίσιο της αναλύσεως αυτής, προσδιόρισε τα όρια της αρμοδιότητας της Ένωσης όσον αφορά την επίμαχη πρόταση ΕΠΠ.

79      Λαμβανομένου υπόψη του κειμένου της προσβαλλομένης αποφάσεως, του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε και των κρίσιμων εν προκειμένω νομικών κανόνων, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι επαρκώς αιτιολογημένη κατά νόμον. Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από τις αιτιάσεις τις οποίες διατυπώνει η Ρουμανία.

80      Καταρχάς, όσον αφορά την πρώτη αιτίαση της Ρουμανίας, με την οποία προβάλλεται ότι η Επιτροπή δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους θεώρησε ότι ήταν αρμόδια να προτείνει την έκδοση νομικής πράξεως της Ένωσης σε συνέχεια της επίμαχης ΕΠΠ (σκέψη 56 ανωτέρω), από το κείμενο της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε ότι η επίμαχη πρόταση ΕΠΠ αφορούσε την πολιτική οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής της Ένωσης, την οποία μνημονεύει ο τίτλος XVIII του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, και ότι το άρθρο 177 ΣΛΕΕ μπορούσε να αποτελέσει τη νομική βάση πράξεως της Ένωσης σε συνέχεια της επίμαχης ΕΠΠ. Επίσης, η Επιτροπή εξέθεσε στην αιτιολογική σκέψη 6 και στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως τα όρια της αρμοδιότητας της Ένωσης στον οικείο τομέα. Υπό τις συνθήκες αυτές, η πρώτη αιτίαση της Ρουμανίας είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί.

81      Στο πλαίσιο της δεύτερης αιτιάσεώς της (σκέψεις 57 και 58 ανωτέρω), η Ρουμανία προβάλλει, κατ’ ουσίαν, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν εξηγεί επαρκώς τη μεταστροφή της Επιτροπής όσον αφορά την επίμαχη πρόταση ΕΠΠ, μεταστροφή η οποία επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η Επιτροπή είχε αρχικώς απορρίψει την καταχώρισή της με την απόφαση C(2013) 4975 τελικό.

82      Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι ούτε η δεύτερη αυτή αιτίαση είναι βάσιμη. Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι η μεταστροφή της Επιτροπής εξηγείται λόγω της αποφάσεως της 7ης Μαρτίου 2019, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (C‑420/16 P, EU:C:2019:177), η οποία αποτελεί μέρος του πλαισίου εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως.

83      Πρώτον, στην απόφαση της 7ης Μαρτίου 2019, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (C‑420/16 P, EU:C:2019:177), το Δικαστήριο απέρριψε την ανάλυση στην οποία προέβη η Επιτροπή στην απόφαση C(2013) 4975 τελικό, κατά την οποία ο κατάλογος του άρθρου 174, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ των περιοχών «που πλήττονται από σοβαρά και μόνιμα φυσικά ή δημογραφικά προβλήματα» έχει εξαντλητικό χαρακτήρα. Κατά το Δικαστήριο, ο κατάλογος αυτός έχει ενδεικτικό χαρακτήρα.

84      Δεύτερον, στην απόφαση της 7ης Μαρτίου 2019, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (C‑420/16 P, EU:C:2019:177, σκέψη 62), το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι, όταν η Επιτροπή επιλαμβάνεται αιτήσεως καταχωρίσεως προτάσεως ΕΠΠ, οφείλει να περιοριστεί στο να εξετάσει αν, από αντικειμενικής απόψεως, και χωρίς επαλήθευση των πραγματικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση και του κατά πόσον είναι επαρκής η αιτιολογία στην οποία στηρίζονται η επίμαχη πρόταση και τα προτεινόμενα μέτρα, τέτοια μέτρα, εν γένει θεωρούμενα, θα μπορούσαν να ληφθούν βάσει των Συνθηκών.

85      Τρίτον, με την απόφαση της 7ης Μαρτίου 2019, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (C‑420/16 P, EU:C:2019:177, σκέψη 62), το Δικαστήριο όχι μόνον αναίρεσε την απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου που μνημονεύθηκε στη σκέψη 4 ανωτέρω, αλλά ακύρωσε και την απόφαση C(2013) 4975 τελικό της Επιτροπής. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή όφειλε να εκδώσει νέα απόφαση επί της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ κατ’ εφαρμογήν της προαναφερθείσας αποφάσεως του Δικαστηρίου.

86      Τα στοιχεία που παρατέθηκαν στις σκέψεις 83 έως 85 ανωτέρω, τα οποία είναι σε γνώση της Ρουμανίας, εξηγούν για ποιον λόγο η Επιτροπή, παρά τη θέση που είχε αρχικώς διατυπώσει στην απόφαση C(2013) 4975 τελικό, προέβη εν τέλει, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στην καταχώριση της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ. Τα στοιχεία αυτά εξηγούν επίσης την προσέγγισή της στην αιτιολογική σκέψη 6 και στο άρθρο 1, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι την παράθεση του τομέα στον οποίον μπορούν να θεσπιστούν νομικές πράξεις της Ένωσης («υπό την προϋπόθεση ότι οι χρηματοδοτούμενες δράσεις θα οδηγήσουν στην ενίσχυση της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής της Ένωσης»), ο οποίος αντιστοιχεί στον τομέα στον οποίο οι διοργανωτές της επίμαχης ΕΠΠ ζητούν την υποβολή νομικών πράξεων («[η] επίμαχη πρόταση [ΕΠΠ], με βάση την παραδοχή ότι η πρωτοβουλία αποσκοπεί στην υποβολή προτάσεων της Επιτροπής για την έκδοση νομικών πράξεων που ορίζουν τα καθήκοντα, τους πρωταρχικούς στόχους και την οργάνωση των διαρθρωτικών ταμείων»), και η οποία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη πρόταση ΕΠΠ δεν ευρίσκεται καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011.

87      Όσον αφορά το επιχείρημα της Ρουμανίας κατά το οποίο η Επιτροπή φαίνεται να καταχώρισε την επίμαχη πρόταση ΕΠΠ χωρίς να γνωρίζει πραγματικά σε τι ακριβώς αποσκοπούσε (βλ. σκέψη 58 ανωτέρω), επισημαίνεται ότι το εν λόγω επιχείρημα σχετίζεται κατεξοχήν με την ουσία της διαφοράς και, ως εκ τούτου, θα εξετασθεί στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου λόγου ακυρώσεως.

88      Βάσει του συνόλου των προεκτεθέντων, ο υπό εξέταση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του λόγου ακυρώσεως με τον οποίον προβάλλεται παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011

89      Η Ρουμανία προβάλλει ότι η επίμαχη πρόταση ΕΠΠ ευρίσκεται καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής βάσει των οποίων αυτή δύναται να υποβάλει πρόταση νομικής πράξεως της Ένωσης για την εφαρμογή των Συνθηκών, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011, και ότι, κατά συνέπεια, η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την εν λόγω διάταξη.

90      Πρώτον, η Ρουμανία υποστηρίζει ότι τα άρθρα 174 έως 178 ΣΛΕΕ, σχετικά με την οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή της Ένωσης, δεν συνιστούν θεμιτές νόμιμες βάσεις για δράση της Ένωσης όπως αυτή που ζητείται με την επίμαχη πρόταση ΕΠΠ.

91      Συναφώς, η Ρουμανία υποστηρίζει ότι, στον τομέα της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής (στον οποίο εντάσσεται, κατ’ αυτήν, η επίμαχη πρόταση ΕΠΠ), η Ένωση μπορεί να επιτύχει τον σκοπό της προστασίας των δικαιωμάτων των προσώπων που ανήκουν στις εθνικές μειονότητες μόνον καθόσον η πολιτική συνοχής που κατοχυρώνεται στη Συνθήκη επιδιώκει την επίτευξη του εν λόγω σκοπού. Κάθε άλλος τρόπος δράσης παραβιάζει, κατά τη Ρουμανία, την αρχή της δοτής αρμοδιότητας, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, και στο άρθρο 5, παράγραφοι 1 και 2, ΣΕΕ.

92      Κατά τη Ρουμανία, η πολιτική οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής αποσκοπεί στην αρμονική ανάπτυξη του συνόλου της Ένωσης, ιδίως μέσω της μειώσεως των διαφορών μεταξύ των επιπέδων αναπτύξεως των διαφόρων περιοχών και της καθυστερήσεως των πλέον μειονεκτικών περιοχών. Κατά το εν λόγω κράτος μέλος, αυτό που έχει σημασία για μια δράση εντασσόμενη στο πλαίσιο της πολιτικής αυτής είναι το κριτήριο του επιπέδου αναπτύξεως των διαφόρων περιφερειών και όχι εκείνο των εθνικών, εθνοτικών, πολιτιστικών, θρησκευτικών και γλωσσικών χαρακτηριστικών των περιφερειών. Εξάλλου, δεν μπορεί κατά τη Ρουμανία να γίνει δεκτή η ύπαρξη ισχυρού και συστηματικού συνδέσμου μεταξύ της εθνοτικής συνθέσεως ορισμένων περιοχών και του επιπέδου αναπτύξεώς τους σε σχέση με τις όμορες περιοχές.

93      Η Ρουμανία καταλήγει ότι το κριτήριο σχετικά με τις ιδιαιτερότητες των περιοχών στις οποίες κατοικούν εθνικές μειονότητες δεν είναι λυσιτελές για την εκτίμηση του επιπέδου αναπτύξεως μιας περιοχής, με αποτέλεσμα το εν λόγω κριτήριο να μην μπορεί να διαδραματίσει τον παραμικρό ρόλο στην εφαρμογή της πολιτικής συνοχής. Επομένως, μια πράξη που στηρίζεται σε τέτοιου είδους κριτήριο δεν καθιστά δυνατή την επίτευξη των σκοπών της πολιτικής συνοχής, με την οποία επιδιώκεται η μείωση των αποκλίσεων μεταξύ των επιπέδων αναπτύξεως των διαφόρων περιοχών της Ένωσης και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να βρει έρεισμα στα άρθρα 174 έως 178 ΣΛΕΕ.

94      Στο πλαίσιο αυτό, η Ρουμανία επισημαίνει ότι το Δικαστήριο, στην απόφαση της 7ης Μαρτίου 2019, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (C‑420/16 P, EU:C:2019:177), δεν εξέτασε το ζήτημα αν τα μέτρα τα οποία αφορούσε η επίμαχη πρόταση ΕΠΠ «εν γένει θεωρούμενα θα μπορούσαν να ληφθούν βάσει των Συνθηκών». Αντιθέτως, το Δικαστήριο επικύρωσε την ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την οποία μια περιφέρεια με εθνική μειονότητα δεν μπορεί, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαίτερων εθνοτικών, πολιτιστικών, θρησκευτικών ή γλωσσικών χαρακτηριστικών της, να περιλαμβάνεται συστηματικά στις «περιφέρειες με σοβαρά και μόνιμα φυσικά ή δημογραφικά προβλήματα», κατά την έννοια του άρθρου 174, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Ως εκ τούτου, η Ρουμανία συνάγει ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι κανονιστική ρύθμιση όπως αυτή που ζητούν οι διοργανωτές δεν μπορεί να βρει έρεισμα στις διατάξεις της Συνθήκης που αφορούν την πολιτική συνοχής.

95      Δεύτερον, η Ρουμανία υποστηρίζει ότι από τη διατύπωση της αιτιολογικής σκέψεως 6 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει η ύπαρξη επιφυλάξεως στην εκτίμηση της Επιτροπής. Κατά τη Ρουμανία, η επιφύλαξη αυτή υποδηλώνει ότι, κατά την Επιτροπή, το αντικείμενο και οι σκοποί της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ δεν είναι σαφείς και ότι δεν προκύπτει σαφώς ούτε με ποιον τρόπο οι σκοποί αυτοί θα μπορούσαν να επιτευχθούν μέσω της εκδόσεως νομικών πράξεων ερειδόμενων στα άρθρα 174 έως 178 ΣΛΕΕ. Πλην όμως, όπως προβάλλει η Ρουμανία, η στάση αυτή της Επιτροπής δεν συνάδει προς τον κανονισμό 211/2011. Κατά το εν λόγω κράτος μέλος, η απόφαση περί καταχωρίσεως προτάσεως ΕΠΠ πρέπει να στηρίζεται στην ακριβή ανάλυση του αντικειμένου και των σκοπών της, έστω και αν η εν λόγω ανάλυση γίνεται κατά τρόπο γενικό και όχι συγκεκριμένο. Κατά τη Ρουμανία, η ανάλυση αυτή δεν μπορεί να μετατεθεί σε μεταγενέστερο στάδιο της πορείας της ΕΠΠ, όπως το στάδιο που προβλέπεται στο άρθρο 10 του κανονισμού 211/2011.

96      Στο υπόμνημα απαντήσεως, η Ρουμανία, αναπτύσσοντας περαιτέρω την επιχειρηματολογία που εκτέθηκε στη σκέψη 95 ανωτέρω, προσάπτει στην Επιτροπή ότι αναφέρεται μόνο σε μικρό μέρος των πληροφοριών που υπέβαλαν οι διοργανωτές σχετικά με την επίμαχη ΕΠΠ, ήτοι στον δηλωθέντα γενικό και αόριστο σκοπό, ερμηνεύοντας επομένως εσφαλμένα την έννοια της «in abstracto αναλύσεως» για την οποία έκανε λόγο το Δικαστήριο στην απόφαση της 7ης Μαρτίου 2019, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (C‑420/16 P, EU:C:2019:177). Η Ρουμανία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη τόσο τις υποχρεωτικές όσο και τις συμπληρωματικές πληροφορίες που υπέβαλαν οι διοργανωτές κατ’ εφαρμογήν του παραρτήματος II του κανονισμού 211/2011 και ότι, στο πλαίσιο αυτό, ο ορθός προσδιορισμός του αντικειμένου και των πραγματικών σκοπών της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ συνιστά condition sine qua non για τον προσδιορισμό του τομέα αρμοδιότητας της Ένωσης ή της νομικής βάσεως τυχόν εκδοθησόμενης πράξεως της Ένωσης.

97      Ειδικότερα, η Ρουμανία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε να είχε λάβει υπόψη το γεγονός ότι η επίμαχη πρόταση ΕΠΠ επισήμαινε την ανάγκη παροχής ορισμού της έννοιας της «περιφέρειας με εθνική μειονότητα» καθώς και καταρτίσεως ενός καταλόγου των περιφερειών αυτών. Η Επιτροπή όφειλε επίσης να είχε λάβει υπόψη το γεγονός ότι η μεταφορά της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ στην ευρωπαϊκή νομοθεσία προϋπέθετε την εκ νέου διαμόρφωση του συνόλου του στατιστικού συστήματος που προβλέπεται στον κανονισμό (ΕΚ) 1059/2003 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Μαΐου 2003, Κοινή ονοματολογία των εδαφικών στατιστικών μονάδων (NUTS) (ΕΕ 2003, L 154, σ. 1), και την τροποποίηση του τρόπου διοικητικής οργανώσεως σε επίπεδο κρατών μελών ώστε να προκύψει μια νέα εδαφική σύνθεση που θα λάμβανε υπόψη το εθνοτικό, θρησκευτικό, γλωσσικό ή πολιτιστικό κριτήριο. Πλην όμως, όπως υποστηρίζει η Ρουμανία, η διοικητική και εδαφική οργάνωση των κρατών μελών εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητά τους και, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, η Ένωση έχει την υποχρέωση να σέβεται τη συνταγματική τάξη των κρατών μελών.

98      Βάσει της ανωτέρω εκτεθείσας επιχειρηματολογίας, η Ρουμανία καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η προσβαλλόμενη απόφαση αντιβαίνει στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011.

99      Η Επιτροπή και η Ουγγαρία αμφισβητούν την ορθότητα των επιχειρημάτων της Ρουμανίας.

100    Πριν εξεταστούν ειδικώς οι αιτιάσεις που διατυπώνει η Ρουμανία κατά της Επιτροπής στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, πρέπει να υπομνησθούν τα χαρακτηριστικά της εξετάσεως στην οποία οφείλει να προβεί η Επιτροπή βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011.

101    Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η προϋπόθεση περί καταχωρίσεως προτάσεως ΕΠΠ πρέπει να ερμηνεύεται και να εφαρμόζεται από την Επιτροπή κατά τρόπον που να διασφαλίζει ευχερή πρόσβαση στην ΕΠΠ. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δύναται να απορρίψει την αίτηση καταχωρίσεως προτάσεως ΕΠΠ βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011 μόνο σε περίπτωση κατά την οποία πρόταση ΕΠΠ, λαμβανομένων υπόψη του αντικειμένου και των σκοπών της, όπως προκύπτουν από τις υποχρεωτικές και, ενδεχομένως, συμπληρωματικές πληροφορίες που υπέβαλαν οι διοργανωτές, ευρίσκεται καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων βάσει των οποίων η Επιτροπή δύναται να υποβάλει πρόταση νομικής πράξεως της Ένωσης για την εφαρμογή των Συνθηκών και το εν λόγω θεσμικό όργανο νομιμοποιείται να μην καταχωρίσει την επίμαχη πρόταση ΕΠΠ (βλ. σκέψη 71 ανωτέρω).

102    Εξάλλου, υπάρχει διαφορά μεταξύ της εξετάσεως στην οποία υποχρεούται να προβεί η Επιτροπή βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011 και εκείνης στην οποία υποχρεούται να προβεί βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του ίδιου κανονισμού.

103    Βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011, η Επιτροπή οφείλει να περιοριστεί στο να εξετάσει αν, από αντικειμενικής απόψεως, τα προτεινόμενα στο πλαίσιο της επίμαχης ΕΠΠ μέτρα, εν γένει θεωρούμενα, θα μπορούσαν να ληφθούν βάσει των Συνθηκών. Δεν εναπόκειται στην Επιτροπή να εξακριβώσει στο στάδιο αυτό αν έχει προσκομισθεί η απόδειξη όλων των προβαλλόμενων πραγματικών στοιχείων ούτε αν η αιτιολογία επί της οποίας στηρίζεται η πρόταση και τα προτεινόμενα μέτρα είναι επαρκή (απόφαση της 7ης Μαρτίου 2019, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής, C‑420/16 P, EU:C:2019:177, σκέψη 62).

104    Η απόφαση περί καταχωρίσεως προτάσεως ΕΠΠ προϋποθέτει μια πρώτη εκτίμηση της εν λόγω προτάσεως από νομικής απόψεως και δεν προδικάζει την εκτίμηση στην οποία προβαίνει η Επιτροπή στο πλαίσιο της ανακοινώσεως η οποία εκδίδεται βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 211/2011 και η οποία αποκρυσταλλώνει την οριστική θέση του θεσμικού αυτού οργάνου περί υποβολής ή μη προτάσεως για την έκδοση νομικής πράξεως της Ένωσης, προς απάντηση στην επίμαχη ΕΠΠ (πρβλ. απόφαση της 23ης Απριλίου 2018, One of Us κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑561/14, EU:T:2018:210, σκέψεις 77, 79 και 117).

105    Από τις εκτιμήσεις που εκτέθηκαν στις σκέψεις 100 έως 104 ανωτέρω προκύπτει ότι η Επιτροπή δύναται να μην προβεί στην καταχώριση προτάσεως ΕΠΠ μόνον εάν, κατά την εξέταση που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011, καταλήξει στο συμπέρασμα ότι είναι δυνατόν να αποκλειστεί εξ ολοκλήρου το ενδεχόμενο να υποβάλει πρόταση εκδόσεως νομικής πράξεως της Ένωσης για την εφαρμογή των Συνθηκών. Αντιθέτως, αν η Επιτροπή δεν μπορεί να καταλήξει σε τέτοιο συμπέρασμα, υποχρεούται να καταχωρίσει την επίμαχη πρόταση ΕΠΠ.

106    Το συμπέρασμα που εκτέθηκε στη σκέψη 105 ανωτέρω ενισχύεται από τη διευκρίνιση του Δικαστηρίου ότι η ιδιαίτερη προστιθέμενη αξία του μηχανισμού της ΕΠΠ έγκειται όχι στη βεβαιότητα του αποτελέσματος, αλλά στους διαύλους και στις ευκαιρίες που δημιουργεί για τους πολίτες της Ένωσης να ενεργοποιήσουν τον πολιτικό διάλογο εντός των θεσμικών οργάνων της Ένωσης χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να αναμείνουν την κίνηση νομοθετικής διαδικασίας (βλ. σκέψη 51 ανωτέρω). Από τη διευκρίνιση αυτή προκύπτει ότι η Επιτροπή, ακόμη και όταν υπάρχουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η επίμαχη πρόταση ΕΠΠ εμπίπτει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011, οφείλει να καταχωρίσει την εν λόγω πρόταση προκειμένου να καταστεί δυνατή εντός των θεσμικών οργάνων η πολιτική συζήτηση η οποία εκκινεί κατόπιν της καταχωρίσεως αυτής.

107    Οι αιτιάσεις της Ρουμανίας πρέπει να εξεταστούν υπό το πρίσμα των εκτιμήσεων που διατυπώθηκαν στις σκέψεις 101 έως 106 ανωτέρω.

108    Όσον αφορά την αιτίαση της Ρουμανίας που εκτέθηκε στις σκέψεις 95 έως 97 ανωτέρω και κατά την οποία η Επιτροπή δεν είχε λάβει υπόψη το σύνολο των πληροφοριών που υπέβαλαν οι διοργανωτές με την επίμαχη πρόταση ΕΠΠ ούτε είχε, κατ’ ουσίαν, προσδιορίσει ορθώς το περιεχόμενο της προτάσεως αυτής, επισημαίνεται καταρχάς ότι, κατά τη νομολογία, οι πληροφορίες σχετικά με το αντικείμενο και τους σκοπούς της προτάσεως ΕΠΠ που υποβάλλονται από τους διοργανωτές της ΕΠΠ είτε υποχρεωτικώς είτε προαιρετικώς, σύμφωνα με το παράρτημα ΙΙ του κανονισμού 211/2011, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη από την Επιτροπή κατά τον έλεγχο που διενεργείται ιδίως βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του οικείου κανονισμού (απόφαση της 7ης Μαρτίου 2019, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής, C‑420/16 P, EU:C:2019:177, σκέψεις 51 και 54). Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι σε περίπτωση κατά την οποία, σύμφωνα με το εν λόγω παράρτημα II, οι διοργανωτές της ΕΠΠ επισυνάπτουν σε παράρτημα της προτάσεώς τους, όπως εν προκειμένω, λεπτομερέστερα στοιχεία ως προς το αντικείμενο, τους σκοπούς και το πλαίσιο της πρωτοβουλίας αυτής, η Επιτροπή οφείλει να εξετάσει τα στοιχεία αυτά με επιμέλεια και αμεροληψία (απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2017, Αναγνωστάκης κατά Επιτροπής, C‑589/15 P, EU:C:2017:663, σκέψη 35).

109    Εν προκειμένω, πρώτον, πρέπει να σημειωθεί ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή προσδιόρισε το αντικείμενο και τους σκοπούς της επίμαχης προτάσεως επαναλαμβάνοντας τις υποχρεωτικές πληροφορίες που είχαν υποβάλει οι διοργανωτές δυνάμει του παραρτήματος II του κανονισμού 211/2011 (βλ. σκέψη 2 ανωτέρω).

110    Δεύτερον, επισημαίνεται ότι το άρθρο 177 ΣΛΕΕ, το οποίο η Επιτροπή προσδιόρισε στην αιτιολογική σκέψη 5 της προσβαλλομένης αποφάσεως ως δυνητική νομική βάση των νομικών πράξεων της Ένωσης που θα μπορούσαν να εκδοθούν σε συνέχεια της επίμαχης ΕΠΠ, περιλαμβανόταν μεταξύ των διατάξεων που μνημονεύουν οι διοργανωτές στην επίμαχη πρόταση ΕΠΠ, δυνάμει του παραρτήματος II του κανονισμού 211/2011, ως διατάξεις κρίσιμες για την προτεινόμενη δράση.

111    Τρίτον, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή καταχώρισε την επίμαχη πρόταση ΕΠΠ «με βάση την παραδοχή ότι η πρωτοβουλία αποσκοπεί στην υποβολή προτάσεων της [ίδιας] για την έκδοση νομικών πράξεων που ορίζουν τα καθήκοντα, τους πρωταρχικούς στόχους και την οργάνωση των διαρθρωτικών ταμείων» και «υπό την προϋπόθεση ότι οι χρηματοδοτούμενες δράσεις θα οδηγήσουν στην ενίσχυση της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής της Ένωσης» (άρθρο 1, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως).

112    Από τα στοιχεία που παρατέθηκαν στις σκέψεις 108 έως 111 ανωτέρω, εξεταζόμενα υπό το πρίσμα του συνόλου των πληροφοριών που προσκόμισαν οι διοργανωτές της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ, προκύπτει ότι η Επιτροπή, σύμφωνα με την απόφαση της 7ης Μαρτίου 2019, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (C‑420/16 P, EU:C:2019:177, σκέψη 62), εξέτασε από αντικειμενικής απόψεως τα προτεινόμενα μέτρα, εν γένει θεωρούμενα, περιοριζόμενη, κατ’ ουσίαν, στην παρουσίαση του αντικειμένου και των σκοπών της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ και στη διαπίστωση ότι η πρόταση αυτή ενέπιπτε στην πολιτική συνοχής της Ένωσης. Υπό αυτήν την έννοια, η επίμαχη πρόταση ΕΠΠ παρουσιάζεται ορθώς στην προσβαλλόμενη απόφαση και ουδεμία παραμόρφωση του περιεχομένου της διαπιστώνεται.

113    Είναι αληθές ότι, όπως σημειώνει η Ρουμανία, οι διοργανωτές της επίμαχης ΕΠΠ επισήμαναν, στο πλαίσιο των συμπληρωματικών και προαιρετικών πληροφοριών που κοινοποιήθηκαν σύμφωνα με το παράρτημα II του κανονισμού 211/2011, την ανάγκη η νομική πράξη της Ένωσης η οποία θα εκδιδόταν σε συνέχεια της επίμαχης ΕΠΠ να περιέχει ορισμό της έννοιας των «περιφερειών με εθνοτική ή εθνική μειονότητα» καθώς και κατάλογο των περιφερειών αυτών. Οι διοργανωτές επισήμαναν επίσης την ανάγκη, κατά τον προσδιορισμό των περιοχών στις οποίες αναφέρεται ο κανονισμός 1059/2003, να ληφθούν υπόψη τα εθνοτικά, θρησκευτικά, γλωσσικά ή πολιτιστικά τους σύνορα.

114    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, διαπιστώνεται ότι από το σύνολο των πληροφοριών που γνωστοποίησαν οι διοργανωτές προέκυπτε ότι τα στοιχεία που παρατέθηκαν στη σκέψη 113 ανωτέρω συνιστούσαν, κατ’ αυτούς, μέσα για την επίτευξη του σκοπού της επίμαχης ΕΠΠ, όπως αυτός περιγράφεται στην αιτιολογική σκέψη 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Επομένως, καθόσον η Επιτροπή, κατά την εκτίμηση στην οποία προέβη βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011, υπείχε νομική υποχρέωση να εξετάσει από αντικειμενικής απόψεως τα προτεινόμενα μέτρα, εν γένει θεωρούμενα, χωρίς να είναι σε θέση να ελέγξει αν προσκομίστηκε η απόδειξη όλων των πραγματικών στοιχείων των οποίων έγινε επίκληση ούτε αν η αιτιολογία στην οποία στηριζόταν η επίμαχη πρόταση ΕΠΠ και τα εν λόγω μέτρα ήταν επαρκή (απόφαση της 7ης Μαρτίου 2019, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής, C‑420/16 P, EU:C:2019:177, σκέψη 62), κρίνεται ότι δεν αποδεικνύεται ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη το σύνολο των πληροφοριών που υπέβαλαν οι διοργανωτές αναφορικά με την επίμαχη πρόταση ΕΠΠ, συμπεριλαμβανομένων των συμπληρωματικών και προαιρετικών πληροφοριών, ούτε ότι το εν λόγω θεσμικό όργανο παραμόρφωσε το περιεχόμενο της επίμαχης προτάσεως.

115    Επιπροσθέτως, το επιχείρημα της Ρουμανίας ότι η εκτίμηση της Επιτροπής συνοδευόταν από μια «επιφύλαξη» η οποία, κατ’ ουσίαν, αντέβαινε προς τον κανονισμό 211/2011 (βλ. σκέψη 95 ανωτέρω) πρέπει να απορριφθεί.

116    Συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ότι η απόφαση της Επιτροπής να καταχωρίσει την επίμαχη πρόταση ΕΠΠ «με βάση την παραδοχή ότι η πρωτοβουλία αποσκοπεί στην υποβολή προτάσεων [της ίδιας] για την έκδοση νομικών πράξεων που ορίζουν τα καθήκοντα, τους πρωταρχικούς στόχους και την οργάνωση των διαρθρωτικών ταμείων και υπό την προϋπόθεση ότι οι χρηματοδοτούμενες δράσεις θα οδηγήσουν στην ενίσχυση της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής της Ένωσης» συνάδει με τον κανονισμό 211/2011, όπως αυτός έχει ερμηνευθεί από το Δικαστήριο, μεταξύ άλλων με την απόφαση της 7ης Μαρτίου 2019, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (C‑420/16 P, EU:C:2019:177), καθόσον, όπως ήδη επισημάνθηκε, η Επιτροπή οφείλει να ερμηνεύσει και να εφαρμόσει την προϋπόθεση περί καταχωρίσεως του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του προαναφερθέντος κανονισμού κατά τρόπον που να διασφαλίζει ευχερή πρόσβαση στην ΕΠΠ. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δύναται να προβεί, αναλόγως της περιπτώσεως, σε «οριοθέτηση», σε «εξειδίκευση» ή ακόμη και σε μερική καταχώριση της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ προκειμένου να διασφαλίσει την ευχερή πρόσβαση σε αυτήν, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι τηρεί την υποχρέωση αιτιολογήσεως που υπέχει και ότι δεν αλλοιώνεται το περιεχόμενο της επίμαχης προτάσεως. Πράγματι, αυτός ο τρόπος ενέργειας παρέχει στην Επιτροπή τη δυνατότητα, αντί να απορρίψει την καταχώριση προτάσεως ΕΠΠ, να καταχωρίσει την πρόταση, προβαίνοντας στην εξειδίκευσή της, προκειμένου να διαφυλαχθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα του σκοπού που επιδιώκει ο κανονισμός 211/2011. Το συμπέρασμα αυτό είναι κατά μείζονα λόγο επιβεβλημένο καθόσον οι διοργανωτές μιας τέτοιας προτάσεως δεν είναι κατ’ ανάγκην νομικοί, με την ικανότητα να εκφράζονται με ακρίβεια στον γραπτό τους λόγο και να γνωρίζουν τις αρμοδιότητες της Ένωσης και της Επιτροπής. Επιπροσθέτως, επισημαίνεται ότι ο ισχυρισμός της Ρουμανίας ότι η ύπαρξη «επιφυλάξεως» στην εκτίμηση της Επιτροπής υποδηλώνει την ύπαρξη αμφιβολιών και ερωτηματικών (βλ. σκέψη 95 ανωτέρω) όχι μόνο δεν αποδεικνύεται αλλά είναι και αλυσιτελής, καθόσον, όπως ήδη σημειώθηκε, η ύπαρξη τέτοιων αμφιβολιών και ερωτηματικών δεν θα έπρεπε να αποτελέσει τροχοπέδη στην απόφαση της Επιτροπής να καταχωρίσει την επίμαχη πρόταση ΕΠΠ.

117    Επιπλέον, η σχετική ενέργεια της Επιτροπής εξηγείται από την υποχρέωσή της να εκδώσει νέα απόφαση επί της επίμαχης προτάσεως ΕΠΠ κατόπιν της αποφάσεως του Δικαστηρίου της 7ης Μαρτίου 2019, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (C‑420/16 P, EU:C:2019:177), και κατ’ εφαρμογήν αυτής, όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 85 ανωτέρω.

118    Κατόπιν των εκτιμήσεων που διατυπώθηκαν στις σκέψεις 108 έως 117 ανωτέρω, η αιτίαση της Ρουμανίας που εκτέθηκε στις σκέψεις 95 έως 97 ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί.

119    Όσον αφορά την αιτίαση της Ρουμανίας που εκτέθηκε στις σκέψεις 90 έως 94 ανωτέρω, κατά την οποία τα άρθρα 174 έως 178 ΣΛΕΕ δεν συνιστούν θεμιτές νόμιμες βάσεις για δράση της Ένωσης όπως αυτή που ζητείται με την επίμαχη πρόταση ΕΠΠ, υπενθυμίζεται ότι η Επιτροπή, χωρίς να υποπέσει σε σφάλμα (βλ. συμπεράσματα στις σκέψεις 114 και 118 ανωτέρω), καταχώρισε την εν λόγω πρόταση «με βάση την παραδοχή ότι η πρωτοβουλία αποσκοπεί στην υποβολή προτάσεων [της ίδιας] για την έκδοση νομικών πράξεων που ορίζουν τα καθήκοντα, τους πρωταρχικούς στόχους και την οργάνωση των διαρθρωτικών ταμείων», δεδομένου ότι η υποβολή σχετικής προτάσεως μπορούσε να γίνει βάσει του άρθρου 177 ΣΛΕΕ (άρθρο 1, παράγραφος 2, της προσβαλλομένης αποφάσεως, εξεταζόμενο σε συνδυασμό με την αιτιολογική σκέψη 5 της ίδιας αποφάσεως).

120    Συγκεκριμένα, το άρθρο 177, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι «το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, αποφασίζοντας μέσω κανονισμών σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία […] ορίζουν τα καθήκοντα, τους πρωταρχικούς στόχους και την οργάνωση των Διαρθρωτικών Ταμείων». Το άρθρο 177 ΣΛΕΕ υπάγεται στον τίτλο XVIII, ο οποίος επιγράφεται «Οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή», του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, ο οποίος επιγράφεται «Οι εσωτερικές πολιτικές και δράσεις της Ένωσης».

121    Από το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η οικονομική, κοινωνική και εδαφική συνοχή περιλαμβάνεται στους τομείς των συντρεχουσών αρμοδιοτήτων μεταξύ της Ένωσης και των κρατών μελών. Σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 6, ΣΛΕΕ, η έκταση και οι όροι ασκήσεως των αρμοδιοτήτων της Ένωσης καθορίζονται από τις διατάξεις του τίτλου XVIII του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ.

122    Το άρθρο 174, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, το οποίο υπάγεται στον προαναφερθέντα τίτλο XVIII, προβλέπει ότι η Ένωση, προκειμένου να προαχθεί η αρμονική ανάπτυξη του συνόλου της, αναπτύσσει και εξακολουθεί τη δράση της με σκοπό την ενίσχυση της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής της συνοχής.

123    Το άρθρο 174, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ προβλέπει τα εξής:

«Μεταξύ των εν λόγω περιοχών, δίδεται ιδιαίτερη προσοχή στις αγροτικές περιοχές, τις περιοχές που συντελείται βιομηχανική μετάβαση και τις περιοχές που πλήττονται από σοβαρά και μόνιμα φυσικά ή δημογραφικά προβλήματα, όπως οι υπερβόρειες περιοχές που είναι ιδιαίτερα αραιοκατοικημένες και οι νησιωτικές, διασυνοριακές και ορεινές περιοχές.»

124    Το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι το άρθρο 174 ΣΛΕΕ περιγράφει τους σκοπούς της πολιτικής συνοχής της Ένωσης κατά γενικό τρόπο και παρέχει στην Ένωση ένα ευρύ περιθώριο χειρισμών όσον αφορά τις δράσεις που μπορεί να αναλαμβάνει στον τομέα της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής, λαμβανομένης υπόψη μιας ευρείας αντιλήψεως σχετικά με τις περιοχές τις οποίες ενδέχεται να αφορούν οι εν λόγω δράσεις (απόφαση της 7ης Μαρτίου 2019, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής, C‑420/16 P, EU:C:2019:177, σκέψη 68).

125    Επιπροσθέτως, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι ο κατάλογος στο άρθρο 174, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ των περιοχών «που πλήττονται από σοβαρά και μόνιμα φυσικά ή δημογραφικά προβλήματα» έχει ενδεικτικό και όχι εξαντλητικό χαρακτήρα (απόφαση της 7ης Μαρτίου 2019, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής, C‑420/16 P, EU:C:2019:177, σκέψη 69).

126    Από τα προεκτεθέντα στις σκέψεις 120 έως 125 ανωτέρω προκύπτει ότι η Ένωση έχει αρμοδιότητα στον τομέα της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής. Εξάλλου, υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 177 ΣΛΕΕ προβλέπει την έκδοση κανονισμών μέσω της συνήθους νομοθετικής διαδικασίας, η οποία, όπως διευκρινίζεται στο άρθρο 289, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ενεργοποιείται με την υποβολή προτάσεως από την Επιτροπή στο Κοινοβούλιο και στο Συμβούλιο.

127    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορούσε, χωρίς να υποπέσει σε σφάλμα, να καταλήξει με την προσβαλλόμενη απόφαση στο συμπέρασμα ότι η επίμαχη πρόταση ΕΠΠ, καθόσον αφορούσε την εκ μέρους της υποβολή προτάσεων νομικών πράξεων με τις οποίες καθορίζονται τα καθήκοντα, οι πρωταρχικοί στόχοι και η οργάνωση των διαρθρωτικών ταμείων και καθόσον οι προς χρηματοδότηση δράσεις αποσκοπούσαν στην ενίσχυση της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής της Ένωσης, δεν ευρισκόταν καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 211/2011. Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται λαμβανομένης υπόψη της διευκρινίσεως του Δικαστηρίου ότι το ζήτημα αν το προτεινόμενο στο πλαίσιο ΕΠΠ μέτρο εμπίπτει στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως συνιστά, εκ πρώτης όψεως και κατ’ ουσίαν, ζήτημα ερμηνείας και εφαρμογής των διατάξεων των επίμαχων Συνθηκών (απόφαση της 7ης Μαρτίου 2019, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής, C‑420/16 P, EU:C:2019:177, σκέψη 61).

128    Είναι αληθές, όπως εξάλλου σημειώνει η Ρουμανία, ότι, με την απόφαση της 7ης Μαρτίου 2019, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (C‑420/16 P, EU:C:2019:177), το Δικαστήριο επικύρωσε την ανάλυση του Γενικού Δικαστηρίου στην απόφαση της 10ης Μαΐου 2016, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής (T‑529/13, EU:T:2016:282), κατά την οποία τα ιδιαίτερα εθνοτικά, πολιτιστικά, θρησκευτικά ή γλωσσικά χαρακτηριστικά των περιφερειών με εθνικές μειονότητες δεν μπορούν να θεωρηθούν συστηματικώς ως αποτελούντα μειονέκτημα για την οικονομική ανάπτυξη σε σχέση με τις όμορες περιφέρειες. Επομένως, το Δικαστήριο έκρινε ότι το Γενικό Δικαστήριο, καθόσον απέκλεισε το ενδεχόμενο να εμπίπτει συστηματικώς μια περιφέρεια με εθνικές μειονότητες, υπό το πρίσμα των ιδιαίτερων εθνοτικών, πολιτιστικών, θρησκευτικών ή γλωσσικών χαρακτηριστικών της, στις «περιοχές που πλήττονται από σοβαρά και μόνιμα φυσικά ή δημογραφικά προβλήματα», κατά την έννοια του άρθρου 174, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, ερμήνευσε ορθώς την έννοια της «εν λόγω περιοχής» για την οποία γίνεται λόγος στην οικεία διάταξη (απόφαση της 7ης Μαρτίου 2019, Izsák και Dabis κατά Επιτροπής, C‑420/16 P, EU:C:2019:177, σκέψεις 70 και 71).

129    Οι ως άνω διευκρινίσεις του Δικαστηρίου δεν αναιρούν το συμπέρασμα που διατυπώθηκε στη σκέψη 127 ανωτέρω, κατά το οποίο η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε σφάλμα καθόσον εκτίμησε ότι η επίμαχη πρόταση ΕΠΠ δεν ευρισκόταν καταφανώς εκτός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων της. Συγκεκριμένα, αφενός, η απόφαση περί καταχωρίσεως προτάσεως ΕΠΠ δεν προδικάζει την εκτίμηση στην οποία προβαίνει η Επιτροπή στο πλαίσιο της ανακοινώσεως που εκδίδεται βάσει του άρθρου 10, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 211/2011, η οποία περιλαμβάνει τα «νομικά και πολιτικά συμπεράσματά» της επί της ΕΠΠ, τις ενδεχόμενες ενέργειες στις οποίες προτίθεται να προβεί, καθώς και τους λόγους για τους οποίους θα προβεί ή δεν θα προβεί στις ενέργειες αυτές, όπως υπομνήσθηκε στις σκέψεις 50 και 104 ανωτέρω. Αφετέρου, όπως διευκρίνισε η Επιτροπή στο υπόμνημα αντικρούσεως, η ίδια δύναται, κατά την προετοιμασία της εν λόγω ανακοινώσεως και εφόσον το κρίνει αναγκαίο, να εξετάσει, στηριζόμενη ιδίως σε πραγματικά στοιχεία, αν και σε ποιο βαθμό τα χαρακτηριστικά μιας περιφέρειας με εθνικές μειονότητες ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στην οικονομική ή κοινωνική της ανάπτυξη σε σχέση με τις όμορες περιφέρειες και αν και σε ποιο βαθμό οι διαπιστωθείσες διαφορές μεταξύ των επιπέδων οικονομικής ή κοινωνικής αναπτύξεως απαιτούν δράση με σκοπό την ενίσχυση της οικονομικής, κοινωνικής και εδαφικής συνοχής.

130    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση της Ρουμανίας που εκτέθηκε στις σκέψεις 90 έως 94 ανωτέρω και, ως εκ τούτου, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως. Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί και η προσφυγή.

 Επί των δικαστικών εξόδων

131    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η Ρουμανία ηττήθηκε, φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα έξοδα της Επιτροπής, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

132    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρενέβησαν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Ως εκ τούτου, η Ουγγαρία φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Η Ρουμανία φέρει τα δικαστικά της έξοδα, καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

3)      Η Ουγγαρία φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Kornezov

Buttigieg

Kowalik-Bańczyk

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 10 Νοεμβρίου 2021.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική.