Language of document :

Αίτηση προδικαστικής αποφάσεως την οποία υπέβαλε το Sąd Okręgowy w Warszawie (Πολωνία) στις 18 Νοεμβρίου 2020 – Ποινική διαδικασία κατά YP κ.λπ.

(Υπόθεση C-615/20)

Γλώσσα διαδικασίας: η πολωνική

Αιτούν δικαστήριο

Sąd Okręgowy w Warszawie

Ποινική διαδικασία ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου κατά

YP κ.λπ.

Προδικαστικά ερωτήματα

Έχει το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (στο εξής: Χάρτης) και το εκεί κατοχυρωμένο δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, καθώς και το δικαίωμα κάθε προσώπου να δικαστεί η υπόθεσή του δίκαια, δημόσια και εντός εύλογης προθεσμίας από ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως, την έννοια ότι αντιτίθεται στις διατάξεις του εθνικού δικαίου που παρατίθενται λεπτομερώς στα ερωτήματα 2 και 3 της παρούσας αίτησης προδικαστικής απόφασης, ήτοι στα άρθρα 80 και 129 του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων της 27ης Ιουλίου 2001 (στο εξής: p.u.s.p.) καθώς και στο άρθρο 110, παράγραφος 2a, του p.u.s.p. και στο άρθρο 27, παράγραφος 1, σημείο 1a, του νόμου της 8ης Δεκεμβρίου 2017 περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι οποίες επιτρέπουν στο πειθαρχικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου να άρει την ασυλία δικαστή και να διατάξει την αναστολή των υπηρεσιακών του καθηκόντων και, επομένως, να αφαιρέσει στην πράξη από τον δικαστή τις δικογραφίες των υποθέσεων που του έχουν ανατεθεί, δεδομένου ειδικότερα ότι:

α) το πειθαρχικό τμήμα του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν συνιστά «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη, του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 45, παράγραφος 1, του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Πολωνίας (απόφαση C-585/18, C-624/18 και C-625/18, EU:C:2019:982)·

β) τα μέλη του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχουν ιδιαιτέρως ισχυρούς δεσμούς με τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία (διάταξη της 8ης Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C-791/19 R, EU:C:2020:277)·

γ) η Δημοκρατία της Πολωνίας υποχρεώθηκε να αναστείλει την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του νόμου της 8ης Δεκεμβρίου 2017 περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου σχετικά με το αποκαλούμενο πειθαρχικό τμήμα και να μην παραπέμψει τις εκκρεμείς ενώπιον του εν λόγω τμήματος υποθέσεις σε δικαστικό σχηματισμό ο οποίος δεν πληροί τις προϋποθέσεις ανεξαρτησίας (διάταξη της 8ης Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Πολωνίας, C-791/19 R, EU:C:2020:277);

Έχει το δίκαιο της Ένωσης, και ιδίως το άρθρο 2 ΣΕΕ και η εκεί προβλεπόμενη αξία του κράτους δικαίου καθώς και οι απαιτήσεις της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας που απορρέουν από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο ΣΕΕ, την έννοια ότι «οι διατάξεις που διέπουν το πειθαρχικό καθεστώς των προσώπων στα οποία έχει ανατεθεί το δικαιοδοτικό έργο» περιλαμβάνουν και αυτές που αφορούν την ποινική δίωξη ή τη στέρηση της ελευθερίας (σύλληψη) δικαστή εθνικού δικαστηρίου, όπως το άρθρο 181 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Πολωνίας, σε συνδυασμό με τα άρθρα 80 και 129 του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων της 27ης Ιουλίου 2001 (p.u.s.p.), σύμφωνα με τα οποία:

α) για την ποινική δίωξη ή για τη στέρηση της ελευθερίας (σύλληψη) δικαστή εθνικού δικαστηρίου, κατ’ αρχήν κατόπιν αιτήσεως του εισαγγελέα, απαιτείται η άδεια του αρμόδιου πειθαρχικού δικαστηρίου·

β) το πειθαρχικό δικαστήριο, επιτρέποντας την ποινική δίωξη ή τη στέρηση της ελευθερίας (σύλληψη) δικαστή εθνικού δικαστηρίου, δύναται (και, σε ορισμένες περιπτώσεις, υποχρεούται) να διατάξει την αναστολή της άσκησης των υπηρεσιακών καθηκόντων του δικαστή αυτού·

γ) με την αναστολή άσκησης των καθηκόντων δικαστή εθνικού δικαστηρίου, το πειθαρχικό δικαστήριο έχει επίσης την υποχρέωση να μειώσει τις αποδοχές του δικαστή αυτού για όσο χρόνο διαρκεί η αναστολή, εντός των ορίων που καθορίζουν οι διατάξεις αυτές;

Έχει το δίκαιο της Ένωσης, και ειδικότερα οι διατάξεις που παρατίθενται στο δεύτερο ερώτημα, την έννοια ότι αντιτίθεται σε ρύθμιση κράτους μέλους, όπως αυτή του άρθρου 110, παράγραφος 2a, του p.u.s.p., και του άρθρου 27, παράγραφος 1, σημείο 1a, του νόμου περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατά τα οποία οι υποθέσεις σχετικά με τη χορήγηση άδειας για την ποινική δίωξη ή τη στέρηση της ελευθερίας (σύλληψη) δικαστή εθνικού δικαστηρίου εμπίπτουν, τόσο σε πρώτο όσο και σε δεύτερο βαθμό, στην αποκλειστική αρμοδιότητα οργάνου όπως το πειθαρχικό τμήμα, λαμβανομένου ιδίως υπόψη (μεμονωμένα ή σε συνδυασμό) ότι:

α) η σύσταση του πειθαρχικού τμήματος συνέπεσε χρονικά με την τροποποίηση των κανόνων διορισμού των μελών οργάνου, όπως το Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο (Krajowa Rada Sądownictwa, KRS), το οποίο μετέχει στη διαδικασία διορισμού των δικαστών και κατόπιν πρότασης του οποίου διορίστηκαν όλα τα μέλη του πειθαρχικού τμήματος·

β) ο εθνικός νομοθέτης απέκλεισε τη δυνατότητα μετάθεσης στο πειθαρχικό τμήμα των εν ενεργεία δικαστών εθνικού δικαστηρίου τελευταίου βαθμού, όπως το Ανώτατο Δικαστήριο, στη διάρθρωση του οποίου λειτουργεί το τμήμα αυτό, με αποτέλεσμα να μπορούν να μετέχουν στο πειθαρχικό τμήμα μόνο νέα μέλη διορισθέντα κατόπιν πρότασης της KRS, υπό την τροποποιημένη σύνθεσή της·

γ) το πειθαρχικό τμήμα χαρακτηρίζεται από ιδιαιτέρως υψηλό βαθμό αυτονομίας στο εσωτερικό του Ανωτάτου Δικαστηρίου·

δ) το Ανώτατο Δικαστήριο, με τις αποφάσεις που εκδόθηκαν σε εκτέλεση της απόφασης της 19ης Νοεμβρίου 2019, A. K. κ.λπ. (Ανεξαρτησία του πειθαρχικού τμήματος του Ανωτάτου Δικαστηρίου) (C-585/18, C-624/18 και C-625/18, EU:C:2019:982), επιβεβαίωσε ότι η KRS, υπό την τροποποιημένη σύνθεσή της, δεν είναι όργανο ανεξάρτητο από τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία και ότι το πειθαρχικό τμήμα δεν αποτελεί «δικαστήριο» κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη, του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ και του άρθρου 45, παράγραφος 1, του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Πολωνίας·

ε) η αίτηση χορήγησης άδειας για την ποινική δίωξη ή τη στέρηση της ελευθερίας (σύλληψη) δικαστή εθνικού δικαστηρίου προέρχεται, κατ’ αρχήν, από εισαγγελέα του οποίου ο προϊστάμενος είναι όργανο της εκτελεστικής εξουσίας, όπως ο Υπουργός Δικαιοσύνης, ο οποίος δύναται να απευθύνει στους εισαγγελείς δεσμευτικές εντολές σχετικά με το περιεχόμενο των διαδικαστικών πράξεων, ενώ ταυτοχρόνως τα μέλη του πειθαρχικού τμήματος και της KRS υπό την τροποποιημένη σύνθεσή της παρουσιάζουν, όπως διαπίστωσε το Ανώτατο Δικαστήριο με τις αποφάσεις που μνημονεύονται υπό 2δ, ιδιαιτέρως στενούς δεσμούς με τη νομοθετική και την εκτελεστική εξουσία, με αποτέλεσμα το πειθαρχικό τμήμα να μην μπορεί να θεωρηθεί ως τρίτος έναντι των διαδίκων·

στ) η Δημοκρατία της Πολωνίας υποχρεώθηκε να αναστείλει την εφαρμογή ορισμένων διατάξεων του νόμου της 8ης Δεκεμβρίου 2017 περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου σχετικά με το πειθαρχικό τμήμα και να μην παραπέμψει τις εκκρεμείς ενώπιόν του υποθέσεις σε δικαστικό σχηματισμό ο οποίος δεν πληροί τις προϋποθέσεις ανεξαρτησίας, σύμφωνα με τη διάταξη της 8ης Απριλίου 2020, Επιτροπή κατά Πολωνίας (C-791/19 R, EU:C:2020:277);

Σε περίπτωση χορήγησης άδειας για την ποινική δίωξη δικαστή εθνικού δικαστηρίου και την αναστολή της άσκησης των υπηρεσιακών καθηκόντων του, με ταυτόχρονη μείωση των αποδοχών του για όσο χρόνο διαρκεί η αναστολή αυτή, έχει το δίκαιο της Ένωσης –και ειδικότερα οι διατάξεις που παρατίθενται στο δεύτερο ερώτημα καθώς και οι αρχές της υπεροχής, της καλόπιστης συνεργασίας περί της οποίας γίνεται λόγος στο άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ και της ασφάλειας δικαίου– την έννοια ότι αντιτίθεται στην αναγνώριση δεσμευτικής ισχύος στην άδεια αυτή, ιδίως όσον αφορά την αναστολή άσκησης των υπηρεσιακών καθηκόντων του δικαστή, εφόσον αυτή έχει χορηγηθεί από όργανο όπως το πειθαρχικό τμήμα, με αποτέλεσμα:

α) όλες οι κρατικές αρχές (συμπεριλαμβανομένου του αιτούντος δικαστηρίου, στη σύνθεση του οποίου μετέχει ο δικαστής τον οποίο αφορά η σχετική άδεια, καθώς και τα όργανα που είναι αρμόδια για τον καθορισμό και την τροποποίηση της σύνθεσης εθνικού δικαστηρίου) να υποχρεούνται να μη λάβουν υπόψη την εν λόγω άδεια και να επιτρέψουν στον δικαστή του εθνικού δικαστηρίου ως προς τον οποίο έχει χορηγηθεί η άδεια αυτή να μετέχει στον δικαστικό σχηματισμό του οικείου δικαστηρίου,

β) το δικαστήριο στη σύνθεση του οποίου μετέχει ο δικαστής τον οποίο αφορά η σχετική άδεια να αποτελεί δικαστήριο που έχει προηγουμένως συσταθεί νομίμως ή ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο το οποίο μπορεί, ως εκ τούτου, να αποφανθεί, ως «δικαστήριο», επί ζητημάτων σχετικών με την εφαρμογή ή την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης;

____________