Language of document : ECLI:EU:T:2011:105

Υπόθεση T-233/09

Access Info Europe

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

«Πρόσβαση στα έγγραφα – Κανονισμός (ΕΚ) 1049/2001 – Έγγραφο σχετικό με τρέχουσα νομοθετική διαδικασία – Μερική άρνηση προσβάσεως – Προσφυγή ακυρώσεως – Προθεσμία ασκήσεως προσφυγής – Παραδεκτό – Γνωστοποίηση του περιεχομένου από τρίτο – Μη απώλεια του εννόμου συμφέροντος – Προσδιορισμός των υποβαλουσών τις προτάσεις αντιπροσωπειών των κρατών μελών – Εξαίρεση σχετική με την προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Προθεσμίες – Έναρξη

(Άρθρα 230, εδ. 5, ΕΚ και 254 § 3 ΕΚ)

2.      Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Προσφυγή κατά αποφάσεως του Συμβουλίου περί χορηγήσεως μερικής μόνον προσβάσεως σε έγγραφο – Δημοσιοποίηση του πλήρους περιεχομένου του εν λόγω εγγράφου από τρίτο – Διατήρηση του εννόμου συμφέροντος – Παραδεκτό

(Άρθρο 266, εδ. 1, ΣΛΕΕ· κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου)

3.      Ευρωπαϊκή Ένωση – Θεσμικά όργανα – Δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα – Κανονισμός 1049/2001 – Εξαιρέσεις από το δικαίωμα προσβάσεως στα έγγραφα – Προστασία της διαδικασίας λήψεως αποφάσεων

(Κανονισμός 1049/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 1 και 4)

1.      Από το γράμμα αυτό καθαυτό του άρθρου 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ προκύπτει ότι το κριτήριο της ημερομηνίας γνωστοποιήσεως της προσβαλλομένης πράξεως ως αφετηρίας ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής έχει επικουρικό χαρακτήρα σε σχέση με τα κριτήρια της δημοσιεύσεως ή της κοινοποιήσεως.

Συνεπώς, η γνωστοποίηση της προσβαλλομένης αποφάσεως στον προσφεύγοντα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αφετηρία ενάρξεως της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής, στην περίπτωση που η απόφαση αυτή του κοινοποιήθηκε κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 254, παράγραφος 3, ΕΚ.

Ως εκ τούτου, οσάκις η προσβαλλόμενη πράξη έχει κοινοποιηθεί στον αποδέκτη, κρίσιμη ημερομηνία για τον υπολογισμό της προθεσμίας ασκήσεως προσφυγής κατά το άρθρο 230, πέμπτο εδάφιο, ΕΚ είναι η ημερομηνία κοινοποιήσεως της οικείας πράξεως και όχι η ημερομηνία γνωστοποιήσεως του περιεχομένου της, η οποία λαμβάνεται επικουρικώς μόνον υπόψη ελλείψει κοινοποιήσεως.

(βλ. σκέψη 28)

2.      Το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της προσφυγής, να υφίσταται κατά τον χρόνο ασκήσεώς της, άλλως η προσφυγή κρίνεται απαράδεκτη. Το εν λόγω αντικείμενο της διαφοράς πρέπει να διατηρείται, όπως και το έννομο συμφέρον, μέχρι την έκδοση της δικαστικής αποφάσεως, άλλως παρέλκει η έκδοση αποφάσεως, πράγμα που προϋποθέτει ότι η προσφυγή μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε. Αν το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος εκλείψει κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου επί της ουσίας δεν μπορεί να του αποφέρει κανένα όφελος.

Η γνωστοποίηση του πλήρους κειμένου εγγράφου στο οποίο ζήτησε πρόσβαση ο προσφεύγων στον διαδικτυακό ιστότοπο τρίτου δεν καθιστά δυνατή τη διαπίστωση ότι ο προσφεύγων δεν έχει ή δεν έχει πλέον έννομο συμφέρον για την ακύρωση της αποφάσεως περί αρνήσεως πλήρους προσβάσεως στο εν λόγω έγγραφο.

Ο προσφεύγων διατηρεί επίσης το έννομο συμφέρον του για την ακύρωση πράξεως θεσμικού οργάνου, προς αποτροπή του ενδεχομένου επαναλήψεως της προβαλλομένης πλημμέλειας στο μέλλον. Αυτό το έννομο συμφέρον απορρέει από το άρθρο 266, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, βάσει του οποίου το όργανο που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη οφείλει να λάβει τα μέτρα που προϋποθέτει η εκτέλεση της αποφάσεως του Δικαστηρίου. Πάντως, το έννομο αυτό συμφέρον υφίσταται μόνον αν η προβαλλόμενη πλημμέλεια είναι δυνατό να επαναληφθεί στο μέλλον, ανεξαρτήτως των περιστάσεων της υποθέσεως στο πλαίσιο της οποίας ασκήθηκε η προσφυγή του προσφεύγοντος. Τούτο συμβαίνει στην περίπτωση προσφυγής ακυρώσεως κατά αποφάσεως του Συμβουλίου περί αρνήσεως της πλήρους προσβάσεως σε έγγραφο, στο μέτρο που, αφενός, η προβληθείσα από τον προσφεύγοντα έλλειψη νομιμότητας στηρίζεται σε ερμηνεία μιας από τις εξαιρέσεις που προβλέπει ο κανονισμός 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, την οποία ενδέχεται όντως να επαναλάβει το Συμβούλιο στο πλαίσιο της εξετάσεως νέας αιτήσεως και, αφετέρου, ο προσφεύγων, ως ένωση σκοπούσα στην προώθηση της διαφάνειας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι δυνατό να υποβάλει στο μέλλον ανάλογες αιτήσεις προσβάσεως αφορώσες το ίδιο είδος εγγράφων.

Εξάλλου, δεδομένου ότι οι επίδικες πληροφορίες δεν γνωστοποιήθηκαν από το Συμβούλιο, το οποίο θα αναγνώριζε με τον τρόπο αυτό το συμφέρον του κοινού για τη γνωστοποίηση των εν λόγω πληροφοριών, αλλά από τρίτο ο οποίος δεν τήρησε την εφαρμοστέα στον τομέα της προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα του Συμβουλίου, η συμπεριφορά του εν λόγω τρίτου δεν ασκεί επιρροή στην εκτίμηση του εννόμου συμφέροντος του προσφεύγοντος για την ακύρωση της εν λόγω αποφάσεως.

Συνεπώς, μολονότι γνώριζε το περιεχόμενο των πληροφοριών στις οποίες το Συμβούλιο αρνήθηκε να του παράσχει πρόσβαση, ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 33-37)

3.      Λαμβανομένων υπόψη των σκοπών του κανονισμού 1049/2001, για την πρόσβαση του κοινού στα έγγραφα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, του Συμβουλίου και της Επιτροπής, και ιδίως του στοιχείου που μνημονεύεται στη δεύτερη αιτιολογική σκέψη του, ότι δηλαδή το δικαίωμα προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα των θεσμικών οργάνων συναρτάται με τον δημοκρατικό χαρακτήρα τους, και του γεγονότος ότι ο κανονισμός σκοπεί, όπως επισημαίνει η τέταρτη αιτιολογική σκέψη και το άρθρο 1 του κανονισμού αυτού, στο να παράσχει στο κοινό ένα κατά το δυνατόν ευρύτατο δικαίωμα προσβάσεως, οι απαριθμούμενες στο άρθρο 4 του κανονισμού εξαιρέσεις από το ως άνω δικαίωμα πρέπει να τυγχάνουν αυστηρής ερμηνείας και εφαρμογής.

Η εξασφάλιση της μέγιστης δυνατής προσβάσεως του κοινού στα έγγραφα εμπεριέχει, συνεπώς, το δικαίωμα του κοινού να λάβει γνώση του περιεχομένου του συνόλου των οικείων εγγράφων, το δε δικαίωμα αυτό μπορεί να περιοριστεί μόνον από την αυστηρή εφαρμογή των προβλεπόμενων στον κανονισμό 1049/2001 εξαιρέσεων. Αν η οικεία εξαίρεση αφορά μέρος μόνον του επίμαχου εγγράφου, γνωστοποιείται το περιεχόμενο του λοιπού εγγράφου. Υπό τις συνθήκες αυτές, η διαφάνεια εξασφαλίζει μεγαλύτερη συμμετοχή των πολιτών στη διαδικασία λήψεως αποφάσεων και, παράλληλα, εγγυάται μεγαλύτερη νομιμότητα, αποτελεσματικότητα και υπευθυνότητα της διοικήσεως έναντι του πολίτη σε ένα δημοκρατικό σύστημα.

Οι εκτιμήσεις αυτές αποκτούν προφανώς ιδιαίτερη σημασία οσάκις το Συμβούλιο ασκεί τη νομοθετική αρμοδιότητά του, όπως προκύπτει από την έκτη αιτιολογική σκέψη του κανονισμού 1049/2001, σύμφωνα με την οποία πρέπει να εξασφαλίζεται ευρύτερη πρόσβαση στα έγγραφα ακριβώς στις περιπτώσεις αυτές. Η διαφάνεια, εν προκειμένω, συμβάλλει στην ενίσχυση της δημοκρατίας παρέχοντας στον πολίτη τη δυνατότητα να ελέγχει το σύνολο των πληροφοριών που αποτέλεσαν τη βάση νομοθετικής πράξεως. Συγκεκριμένα, η δυνατότητα του πολίτη να γνωρίζει τις βάσεις της νομοθετικής δράσεως συνιστά προϋπόθεση για την αποτελεσματική άσκηση των δημοκρατικών του δικαιωμάτων.

Το γεγονός και μόνον ότι ένα έγγραφο άπτεται συμφέροντος προστατευόμενου από εξαίρεση δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την εφαρμογή της εξαιρέσεως αυτής. Η εφαρμογή αυτή μπορεί καταρχήν να δικαιολογηθεί μόνο στην περίπτωση που το θεσμικό όργανο έχει προηγουμένως εκτιμήσει ότι η πρόσβαση στο έγγραφο θα έθιγε κατά τρόπο συγκεκριμένο και πραγματικό το προστατευόμενο συμφέρον. Επιπλέον, ο κίνδυνος να θιγεί το προστατευόμενο συμφέρον μπορεί να προβληθεί μόνον αν είναι ευλόγως προβλέψιμος και όχι αμιγώς υποθετικός.

(βλ. σκέψεις 55-57, 59)