Language of document : ECLI:EU:T:2024:125

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πέμπτο πενταμελές τμήμα)

της 28ης Φεβρουαρίου 2024 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Δημόσια χρηματοδότηση της σταθερής σιδηροδρομικής και οδικής ζεύξης του πορθμού Fehmarn – Ενίσχυση χορηγηθείσα από τη Δανία στη Femern – Απόφαση με την οποία η ενίσχυση κρίθηκε συμβατή με την εσωτερική αγορά – Προσφυγή ακυρώσεως – Δυνατότητα διαχωρισμού – Παραδεκτό – Έννοια του όρου “επιχείρηση” – Έννοια του όρου “οικονομική δραστηριότητα” – Δραστηριότητες κατασκευής και εκμετάλλευσης σταθερής σιδηροδρομικής και οδικής ζεύξης – Επηρεασμός του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών και νόθευση του ανταγωνισμού»

Στην υπόθεση T‑364/20,

Βασίλειο της Δανίας, εκπροσωπούμενο από τις C. Maertens και M. Søndahl Wolff, επικουρούμενες από τους R. Holdgaard και J. Pinborg, δικηγόρους,

προσφεύγον,

υποστηριζόμενο από το

Βασίλειο του Βελγίου, εκπροσωπούμενο από την L. Van den Broeck, επικουρούμενη από τον J. Vanden Eynde, δικηγόρο,

από την

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller και R. Kanitz,

και από το

Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, εκπροσωπούμενο από τους A. Germeaux και T. Schell,

παρεμβαίνοντα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον S. Noë,

καθής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους D. Spielmann, πρόεδρο, U. Öberg, R. Mastroianni, M. Brkan (εισηγήτρια) και I. Gâlea, δικαστές,

γραμματέας: H. Eriksson, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 8ης Νοεμβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή που άσκησε βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, το Βασίλειο της Δανίας ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως C(2020) 1683 final της Επιτροπής, της 20ής Μαρτίου 2020, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.39078-2019/C (πρώην 2014/N) την οποία έθεσε σε εφαρμογή η Δανία υπέρ της Femern A/S (ΕΕ 2020, L 339, σ. 1), κατά το μέρος που, στην πρώτη πρόταση του άρθρου 2 της αποφάσεως αυτής, χαρακτηρίστηκαν ως «κρατική ενίσχυση» κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ τα μέτρα που συνίσταντο σε εισφορές κεφαλαίου και σε συνδυασμό κρατικών δανείων και κρατικών εγγυήσεων υπέρ της Femern A/S (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

I.      Ιστορικό της διαφοράς

Α.      Το έργο της σταθερής ζεύξης του πορθμού Fehmarn

2        Το έργο της σταθερής ζεύξης Fehmarn μεταξύ Δανίας και Γερμανίας (στο εξής: έργο) εγκρίθηκε με τη συνθήκη μεταξύ του Βασιλείου της Δανίας και της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας για τη σταθερή ζεύξη του πορθμού Fehmarn, η οποία υπογράφηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 2008 και κυρώθηκε το 2009 (στο εξής: συνθήκη για τον πορθμό Fehmarn).

3        Το έργο συνίσταται, αφενός, σε σιδηροδρομική και οδική σήραγγα (στο εξής: μόνιμη ζεύξη) και, αφετέρου, σε οδικές συνδέσεις με τη δανική ενδοχώρα (στο εξής: οδικές συνδέσεις) και σε σιδηροδρομικές συνδέσεις με τη δανική ενδοχώρα (στο εξής: σιδηροδρομικές συνδέσεις) (καλούμενες στο εξής από κοινού: οδικές και σιδηροδρομικές συνδέσεις με την ενδοχώρα).

4        Η σταθερή ζεύξη συνίσταται σε υποθαλάσσια σήραγγα μήκους περίπου 19 χιλιομέτρων, η οποία θα συνδέει το Rødby στη νήσο Lolland της Δανίας με το Puttgarden στη Γερμανία περνώντας κάτω από τη Βαλτική Θάλασσα και θα περιέχει ηλεκτροκίνητη σιδηροδρομική γραμμή και αυτοκινητόδρομο. Οι σιδηροδρομικές συνδέσεις θα περιλαμβάνουν τη διεύρυνση και τη βελτίωση της υφιστάμενης σιδηροδρομικής σύνδεσης μεταξύ Ringsted (Δανία) και Rødby, η οποία έχει μήκος περίπου 120 χιλιομέτρων και ανήκει στον Banedanmark, δημόσιο φορέα διαχείρισης της σιδηροδρομικής υποδομής του δανικού κράτους.

5        Πριν από την εκπόνηση του έργου προηγήθηκε στάδιο σχεδιασμού. Η χρηματοδότηση του σταδίου αυτού, όσον αφορά τη σταθερή ζεύξη και τις οδικές και σιδηροδρομικές συνδέσεις με την ενδοχώρα, κοινοποιήθηκε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Με την απόφαση της 13ης Ιουλίου 2009 στην υπόθεση Ν 157/2009 – Χρηματοδότηση του σταδίου σχεδιασμού της σταθερής ζεύξης του πορθμού Fehmarn, για την οποία δημοσιεύθηκε αναφορά στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 27ης Αυγούστου 2009 (ΕΕ 2009, C 202, σ. 2), η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα, αφενός, ότι τα μέτρα που συνδέονταν με τη χρηματοδότηση του σχεδιασμού του έργου θα μπορούσαν να μη θεωρηθούν ως κρατική ενίσχυση στον βαθμό που η Femern είχε ενεργήσει ως δημόσια αρχή και, αφετέρου, ότι, ακόμη και αν τα μέτρα αυτά θα ωφελούσαν πιθανώς τον μελλοντικό φορέα εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης, ήταν εν πάση περιπτώσει συμβατά με την εσωτερική αγορά. Αποφάσισε συνεπώς να μη διατυπώσει αντιρρήσεις, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφοι 2 και 3, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1).

6        Μετά από επικαιροποίηση στην οποία προέβησαν οι δανικές αρχές βάσει σταθερών τιμών του 2015, το συνολικό κόστος σχεδιασμού και κατασκευής της σταθερής ζεύξης υπολογίστηκε σε 52,6 δισεκατομμύρια δανικές κορώνες (DKK) (περίπου 7,1 δισεκατομμύρια ευρώ) και το κόστος σχεδιασμού και κατασκευής της βελτίωσης των οδικών και σιδηροδρομικών συνδέσεων με την ενδοχώρα υπολογίστηκε σε 9,5 δισεκατομμύρια DKK (περίπου 1,3 δισεκατομμύρια ευρώ), οπότε το συνολικό κόστος του έργου ανήλθε, κατ’ εκτίμηση, σε 62,1 δισεκατομμύρια DKK (περίπου 8,4 δισεκατομμύρια ευρώ).

7        Βάσει του άρθρου 6 της συνθήκης για τον πορθμό Fehmarn και του Lov nr. 575 om anlæg og drift af en fast forbindelse over Femern Bælt med tilhørende landanlæg i Danmark (νόμου 575 για την κατασκευή και τη λειτουργία της σταθερής ζεύξης του πορθμού Fehmarn και των συνδέσεων με τη δανική ενδοχώρα), της 4ης Μαΐου 2015 (στο εξής: νόμος για την κατασκευή του έργου), η εκτέλεση του έργου ανατέθηκε σε δύο δημόσιες επιχειρήσεις.

8        Η πρώτη εξ αυτών, η Femern, η οποία συστάθηκε το 2005, είναι υπεύθυνη για τη χρηματοδότηση, την κατασκευή και τη λειτουργία της σταθερής ζεύξης. Η δεύτερη εξ αυτών, η Femern Landanlæg A/S, η οποία συστάθηκε το 2009, ορίστηκε διαχειρίστρια της κατασκευής και της λειτουργίας των συνδέσεων με τη δανική ενδοχώρα. Η Femern Landanlæg είναι θυγατρική της Sund & Bælt Holding A/S, η οποία ανήκει στο δανικό Δημόσιο. Μετά τη σύσταση της Femern Landanlæg, η Femern κατέστη θυγατρική της.

9        Οι εργασίες που συνδέονται με την κατασκευή της σταθερής ζεύξης πραγματοποιούνται, με μέριμνα της Femern, στο πλαίσιο κατασκευαστικών συμβάσεων που υπόκεινται στις διαδικασίες οι οποίες διέπουν τις δημόσιες συμβάσεις.

10      Η κατασκευή των αναγκαίων βελτιώσεων των οδικών συνδέσεων πραγματοποιείται από τη δανική Διεύθυνση οδικών υποδομών για λογαριασμό του δανικού Δημοσίου και χρηματοδοτείται από τη Femern Landanlæg. Οι οδικές συνδέσεις με την ενδοχώρα θα αποτελούν μέρος του γενικού δικτύου οδικών υποδομών της Δανίας, του οποίου η χρηματοδότηση, η λειτουργία και η συντήρηση εμπίπτουν στην αρμοδιότητα της δανικής Διεύθυνσης οδικών υποδομών. Ο Banedanmark έχει αναλάβει, για λογαριασμό του δανικού Δημοσίου, την κατασκευή και τη λειτουργία των σιδηροδρομικών συνδέσεων, οι οποίες χρηματοδοτούνται από τη Femern Landanlæg.

11      Σύμφωνα με την κοινοποίηση στην οποία προέβη στις 22 Δεκεμβρίου 2014 το Βασίλειο της Δανίας προς την Επιτροπή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, το έργο χρηματοδοτείται από τη Femern και τη Femern Landanlæg, μέσω εισφορών κεφαλαίου, δανείων με εγγύηση του Δημοσίου [στο εξής: κρατικές εγγυήσεις] ή δανείων που χορηγούνται από τις δανικές αρχές [στο εξής: κρατικά δάνεια]. Άπαξ και η σταθερή ζεύξη τεθεί σε λειτουργία, η Femern θα εισπράττει τέλη από τους χρήστες προκειμένου να αποπληρώσει το χρέος της και θα καταβάλλει στη Femern Landanlæg μερίσματα τα οποία αυτή θα χρησιμοποιεί για την αποπληρωμή του δικού της χρέους. Η Femern Landanlæg θα εισπράττει επίσης το 80 % των τελών χρήσης που θα καταβάλλουν στον Banedanmark οι σιδηροδρομικές επιχειρήσεις για τη χρήση των σιδηροδρομικών συνδέσεων, καθότι οι σιδηροδρομικές αυτές συνδέσεις θα τελούν υπό συνιδιοκτησία της Femern Landanlæg και του Banedanmark.

Β.      Τα γεγονότα που προηγήθηκαν της ένδικης διαφοράς

12      Κατά τα έτη 2014 και 2015, η Επιτροπή έλαβε πέντε καταγγελίες ότι το Βασίλειο της Δανίας χορήγησε στη Femern και στη Femern Landanlæg παράνομες και ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά κρατικές ενισχύσεις, η δε πρώτη εξ αυτών των καταγγελιών υποβλήθηκε στις 5 Ιουνίου 2014.

13      Στη διάρκεια της ίδιας περιόδου, οι υπηρεσίες της Επιτροπής απηύθυναν πολλές αιτήσεις παροχής πληροφοριών στις δανικές αρχές, οι οποίες απάντησαν και έδωσαν επανειλημμένως συμπληρωματικές πληροφορίες.

14      Με έγγραφο της 22ας Δεκεμβρίου 2014, οι δανικές αρχές κοινοποίησαν στην Επιτροπή, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, το μοντέλο χρηματοδότησης του έργου.

15      Στις 23 Ιουλίου 2015 η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση C(2015) 5023 final, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.39078 (2014/N) (Δανία) για τη χρηματοδότηση του έργου σταθερής ζεύξης του πορθμού Fehmarn, για την οποία δημοσιεύθηκε αναφορά στην Επίσημη Εφημερίδα της 2ας Οκτωβρίου 2015 (ΕΕ 2015, C 325, σ. 5, στο εξής: απόφαση για την κατασκευή του έργου). Το διατακτικό της αποφάσεως αυτής ήταν διαρθρωμένο σε δύο σκέλη.

16      Στο πρώτο σκέλος, η Επιτροπή είχε κρίνει ότι τα μέτρα που ελήφθησαν υπέρ της A/S Femern Landanlæg για τον σχεδιασμό, την κατασκευή και τη λειτουργία των οδικών και σιδηροδρομικών συνδέσεων με την ενδοχώρα δεν συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

17      Στο δεύτερο σκέλος, η Επιτροπή είχε κρίνει ότι τα μέτρα που ελήφθησαν υπέρ της Femern A/S για τον σχεδιασμό, την κατασκευή και τη λειτουργία της σταθερής ζεύξης, ακόμη και αν συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ήταν συμβατά με την εσωτερική αγορά δυνάμει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.

18      Συνεπώς, κατά το πέρας του προκαταρκτικού σταδίου έρευνας, η Επιτροπή αποφάσισε να μη διατυπώσει αντιρρήσεις όσον αφορά τα μέτρα που κοινοποίησαν οι δανικές αρχές.

19      Με τις αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Scandlines Danmark και Scandlines Deutschland κατά Επιτροπής (T‑630/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:942), και της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Stena Line Scandinavia κατά Επιτροπής (T‑631/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:944), το Γενικό Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση για την κατασκευή του έργου κατά το μέρος που η Επιτροπή είχε αποφασίσει να μη διατυπώσει αντιρρήσεις όσον αφορά τα μέτρα τα οποία ελήφθησαν από το Βασίλειο της Δανίας υπέρ της Femern για τον σχεδιασμό, την κατασκευή και τη λειτουργία της σταθερής ζεύξης και απέρριψε την προσφυγή κατά τα λοιπά.

20      Κατ’ αρχάς, όσον αφορά τις δημόσιες χρηματοδοτήσεις που χορηγήθηκαν στη Femern Landanlæg για τον σχεδιασμό, την κατασκευή και τη λειτουργία των σιδηροδρομικών συνδέσεων, το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε ως αβάσιμους τους λόγους ακυρώσεως με τους οποίους υποστηριζόταν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πραγματικά και νομικά σφάλματα κρίνοντας ότι οι χρηματοδοτήσεις αυτές δεν συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις δεδομένου ότι δεν ήταν ικανές να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό ή να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

21      Εν συνεχεία, όσον αφορά τις δημόσιες χρηματοδοτήσεις που χορηγήθηκαν στη Femern για την κατασκευή και τη λειτουργία της σταθερής ζεύξης, το Γενικό Δικαστήριο δέχθηκε τις προσφυγές με το σκεπτικό ότι η Επιτροπή είχε παραβεί την υποχρέωση, την οποία υπέχει από το άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ, να κινήσει την επίσημη διαδικασία έρευνας λόγω ύπαρξης σοβαρών δυσχερειών.

Γ.      Η διοικητική διαδικασία

22      Κατόπιν της έκδοσης των αποφάσεων της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Scandlines Danmark και Scandlines Deutschland κατά Επιτροπής (T‑630/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:942), και της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Stena Line Scandinavia κατά Επιτροπής (T‑631/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:944), οι οποίες επικυρώθηκαν από το Δικαστήριο με την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2021, Scandlines Danmark και Scandlines Deutschland κατά Επιτροπής (C‑174/19 P και C‑175/19 P, EU:C:2021:801), η Επιτροπή ενημέρωσε τις δανικές αρχές, με έγγραφο της 14ης Ιουνίου 2019, για την απόφασή της να κινήσει, όσον αφορά τα μέτρα που είχαν ληφθεί υπέρ της Femern για τη χρηματοδότηση της σταθερής ζεύξης, την επίσημη διαδικασία έρευνας η οποία προβλέπεται στο άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ (στο εξής: απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας).

23      Η απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της 5ης Ιουλίου 2019 (ΕΕ 2019, C 226, σ. 5). Στην εν λόγω απόφαση, η Επιτροπή, στηριζόμενη στις πληροφορίες που υπήρχαν διαθέσιμες κατά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, εξέφρασε, μεταξύ άλλων, τις αμφιβολίες της ως προς τη δυνατότητα να θεωρηθεί ότι η Femern ασκεί οικονομική δραστηριότητα.

Δ.      Η προσβαλλόμενη απόφαση

24      Στις 20 Μαρτίου 2020 η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

25      Η προσβαλλόμενη απόφαση καλύπτει τα μέτρα που ελήφθησαν υπέρ της Femern για τον σχεδιασμό, την κατασκευή και τη λειτουργία της σταθερής ζεύξης. Εν αντιθέσει όμως προς την απόφαση για την κατασκευή του έργου, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αφορά τα μέτρα που ελήφθησαν υπέρ της Femern Landanlæg για τη χρηματοδότηση των οδικών και σιδηροδρομικών συνδέσεων με την ενδοχώρα.

26      Κατά το άρθρο 1 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα μέτρα τα οποία περιλαμβάνουν την απόσβεση στοιχείων ενεργητικού, τη μεταφορά φορολογικών ζημιών εις νέον, το κοινό φορολογικό καθεστώς, τα σιδηροδρομικά τέλη, τη δωρεάν χρήση κρατικής περιουσίας και τις κρατικές εγγυήσεις για τα παράγωγα δεν συνιστούν κρατική ενίσχυση υπέρ της Femern κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

27      Αντιθέτως, κατά το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τα μέτρα τα οποία περιλαμβάνουν εισφορές κεφαλαίου και συνδυασμό κρατικών δανείων και κρατικών εγγυήσεων υπέρ της Femern, όπως τέθηκαν, τουλάχιστον εν μέρει, παρανόμως σε εφαρμογή από τη Δανία, συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Κατόπιν όμως της τροποποίησής τους, όπως περιγράφεται στην αναθεωρημένη κοινοποίηση η οποία ακολούθησε την απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας, τα μέτρα αυτά κρίθηκαν συμβατά με την εσωτερική αγορά βάσει του άρθρου 107, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, ΣΛΕΕ.

Ε.      Τα αιτήματα των διαδίκων

28      Το Βασίλειο της Δανίας, υποστηριζόμενο από το Βασίλειο του Βελγίου, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά το μέρος που κρίθηκε ότι τα μέτρα τα οποία συνίστανται σε εισφορές κεφαλαίου και συνδυασμό κρατικών δανείων και κρατικών εγγυήσεων υπέρ της Femern, όπως τέθηκαν εν μέρει παρανόμως σε εφαρμογή, συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

29      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή απαράδεκτη ή, επικουρικώς, αβάσιμη·

–        να καταδικάσει το Βασίλειο της Δανίας στα δικαστικά έξοδα.

II.    Σκεπτικό

Α.      Επί του παραδεκτού

30      Χωρίς να έχει προβάλει ένσταση απαραδέκτου με χωριστό δικόγραφο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 130 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι η προσφυγή είναι απαράδεκτη. Κατά την Επιτροπή, το αίτημα μερικής ακυρώσεως το οποίο αφορά την πρώτη πρόταση του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου κρίθηκε ότι τα μέτρα που συνίστανται σε εισφορές κεφαλαίου και σε συνδυασμό κρατικών δανείων και κρατικών εγγυήσεων υπέρ της Femern συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, είναι απαράδεκτο διότι η δεύτερη πρόταση του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι η διαπίστωση ότι τα εν λόγω μέτρα είναι συμβατά με την εσωτερική αγορά, δεν μπορεί να διαχωριστεί από την πρώτη πρότασή του.

31      Το Βασίλειο της Δανίας, υποστηριζόμενο από το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, αμφισβητεί ότι συντρέχει απαράδεκτο.

32      Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 263 ΣΛΕΕ διακρίνει σαφώς μεταξύ του δικαιώματος άσκησης προσφυγής ακυρώσεως, αφενός, των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και των κρατών μελών και, αφετέρου, των φυσικών και νομικών προσώπων, δεδομένου ότι το δεύτερο εδάφιο του ως άνω άρθρου παρέχει, μεταξύ άλλων, σε κάθε κράτος μέλος το δικαίωμα να αμφισβητήσει, με προσφυγή ακυρώσεως, τη νομιμότητα αποφάσεως της Επιτροπής, χωρίς η άσκηση του δικαιώματος αυτού να εξαρτάται από τη δικαιολόγηση εννόμου συμφέροντος. Επομένως, εν αντιθέσει προς τα φυσικά και νομικά πρόσωπα, ένα κράτος μέλος δεν χρειάζεται να αποδείξει, προκειμένου να είναι παραδεκτή η προσφυγή του, ότι η πράξη της Επιτροπής την οποία προσβάλλει παράγει έννομα αποτελέσματα έναντί του (πρβλ. διάταξη της 27ης Νοεμβρίου 2001, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C‑208/99, EU:C:2001:638, σκέψεις 22 και 23· απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Γερμανία κατά ECHA, T‑755/17, EU:T:2019:647, σκέψη 334).

33      Εντούτοις, για να υπόκειται μια πράξη της Επιτροπής σε προσφυγή ακυρώσεως πρέπει να αποσκοπεί στην παραγωγή εννόμων αποτελεσμάτων, έστω και αν, στην περίπτωση που η προσφυγή ασκείται από κράτος μέλος, τα αποτελέσματα αυτά δεν χρειάζεται να αφορούν το ίδιο το προσφεύγον κράτος (πρβλ. διάταξη της 27ης Νοεμβρίου 2001, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, C‑208/99, EU:C:2001:638, σκέψη 24).

34      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι το Βασίλειο της Δανίας ζητεί την ακύρωση του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως αποκλειστικώς κατά το μέρος που κρίθηκε ότι τα μέτρα τα οποία συνίστανται σε εισφορές κεφαλαίου και συνδυασμό κρατικών δανείων και κρατικών εγγυήσεων υπέρ της Femern, όπως τέθηκαν εν μέρει παρανόμως σε εφαρμογή, συνιστούν κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Συνεπώς, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, η υπό κρίση προσφυγή δεν αφορά τη δεύτερη πρόταση του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήτοι τη διαπίστωση ότι τα επίμαχα μέτρα είναι συμβατά με την εσωτερική αγορά.

35      Πρέπει δε να γίνει δεκτό ότι, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως κατά αποφάσεως με την οποία μέτρα ενίσχυσης κρίνονται συμβατά με την εσωτερική αγορά, παρότι ο χαρακτηρισμός του μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ είναι σημαντικός, η κρίση περί της συμβατότητας μπορεί να διαχωριστεί προσωρινά, όπερ σημαίνει ότι η μερική ακύρωση είναι δυνατή και δικαιολογείται από το γεγονός ότι η συγκεκριμένη κρίση είναι ευνοϊκή για το κράτος μέλος (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 23ης Οκτωβρίου 1974, Transocean Marine Paint Association κατά Επιτροπής, 17/74, EU:C:1974:106, σκέψη 21).

36      Πράγματι, αν στο ακυρωτικό αίτημα περιληφθεί και η κρίση περί της συμβατότητας των επίμαχων μέτρων με την εσωτερική αγορά, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η Επιτροπή να καταλήξει, με νέα απόφαση, στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για ασύμβατη κρατική ενίσχυση. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατόν, σε περίπτωση που ασκείται προσφυγή ακυρώσεως κατά αποφάσεως με την οποία μια ενίσχυση κρίθηκε συμβατή με την εσωτερική αγορά, να απαιτείται από το προσφεύγον κράτος μέλος να βάλλει με το ακυρωτικό αίτημά του και κατά του μέρους του διατακτικού της αποφάσεως με το οποίο τα μέτρα κρίνονται συμβατά με την εσωτερική αγορά. Επιπλέον, σφάλματα κατά τον χαρακτηρισμό μέτρων ως κρατικών ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν συνεπάγονται κατ’ ανάγκην ότι η κρίση περί της συμβατότητας ενέχει σφάλμα εκτιμήσεως και στερείται εννόμων αποτελεσμάτων. Τούτο μπορεί να συμβαίνει ιδίως όταν ένα μέρος μόνον των μέτρων χαρακτηρίστηκε εσφαλμένως ως κρατική ενίσχυση, αλλά διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή ορθώς χαρακτήρισε ως κρατικές ενισχύσεις τα λοιπά μέτρα. Σε μια τέτοια περίπτωση, εν αναμονή νέας αποφάσεως της Επιτροπής, η μερική ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως θα επέτρεπε στο κράτος μέλος να συνεχίσει την καταβολή των χρηματοδοτήσεων που χορηγούνται δυνάμει των μέτρων των οποίων ο χαρακτηρισμός ως κρατικής ενίσχυσης δεν ενέχει σφάλμα και ως προς τα οποία η κρίση περί της συμβατότητας θα μπορούσε, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να εξακολουθήσει να παράγει τα αποτελέσματά της.

37      Ως εκ τούτου, ο χαρακτηρισμός εθνικών μέτρων ως κρατικών ενισχύσεων κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και η εξέταση της συμβατότητας μέτρων ενίσχυσης με την εσωτερική αγορά συνιστούν εκτιμήσεις διαφορετικής φύσης οι οποίες, όσον αφορά το παραδεκτό της υπό κρίση προσφυγής του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους, πρέπει να θεωρηθούν ως αυτοτελείς νομικές εκτιμήσεις. Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, είναι απορριπτέα η επιχειρηματολογία της Επιτροπής περί αδυναμίας διαχωρισμού των δύο προτάσεων του άρθρου 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, διότι ο χαρακτηρισμός ενός μέτρου ως κρατικής ενίσχυσης αποτελεί αναγκαία και λογική προϋπόθεση της συμβατότητάς του.

38      Εξάλλου, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της Επιτροπής ότι η προσφυγή ακυρώσεως στερείται κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας αν το Γενικό Δικαστήριο δεν ακυρώσει το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως στο σύνολό του, όπερ όμως βαίνει πέραν των αιτημάτων του Βασιλείου της Δανίας. Πράγματι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 266 ΣΛΕΕ, το θεσμικό όργανο που εξέδωσε την ακυρωθείσα πράξη οφείλει να λάβει τα μέτρα τα οποία συνεπάγεται η εκτέλεση της ακυρωτικής δικαστικής αποφάσεως. Συνακόλουθα, αν η υπό κρίση προσφυγή γίνει δεκτή επιφέροντας τη μερική ακύρωση της προσβαλλομένης πράξεως, η Επιτροπή θα είναι υποχρεωμένη να διασφαλίσει την εκτέλεση της παρούσας δικαστικής αποφάσεως.

39      Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η υπό κρίση προσφυγή είναι παραδεκτή.

Β.      Επί της ουσίας

40      Προς στήριξη της προσφυγής του, το Βασίλειο της Δανίας προβάλλει δύο λόγους ακυρώσεως με τους οποίους υποστηρίζεται, αφενός, ότι κακώς η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η χρηματοδότηση της Femern συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ και, αφετέρου, ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως διαπιστώνοντας ότι η Femern ασκεί οικονομική δραστηριότητα σε ανταγωνισμό με τρίτους πριν η σταθερή ζεύξη τεθεί σε λειτουργία.

41      Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως χωρίζεται σε τέσσερα σκέλη, με τα οποία το Βασίλειο της Δανίας προσάπτει στην Επιτροπή ότι κακώς διαπίστωσε με την προσβαλλόμενη απόφαση, πρώτον, ότι οι δραστηριότητες της Femern δεν συνδέονται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας, δεύτερον, ότι η Femern παρέχει υπηρεσίες μεταφορών σε αγορά όπου ανταγωνίζεται άλλους οικονομικούς φορείς, τρίτον, ότι η Femern είναι οικονομικός φορέας που ακολουθεί εμπορική λογική και, τέταρτον, ότι η χρηματοδότηση της Femern νοθεύει τον ανταγωνισμό και επηρεάζει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών. Στο πλαίσιο του δεύτερου λόγου ακυρώσεως αναπτύσσεται επιχειρηματολογία με την οποία το Βασίλειο της Δανίας αμφισβητεί κατ’ ουσίαν ότι οι δραστηριότητες της Femern μπορούν, πριν τεθεί σε λειτουργία η σταθερή ζεύξη, να θεωρηθούν οικονομικής φύσης.

42      Εφόσον τα τρία πρώτα σκέλη του πρώτου λόγου ακυρώσεως και ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αφορούν τον χαρακτηρισμό των δραστηριοτήτων της Femern ως δραστηριοτήτων οικονομικής φύσης, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει σκόπιμο να τα εξετάσει προτού υπεισέλθει στο τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά τις προβλεπόμενες στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ προϋποθέσεις της νόθευσης του ανταγωνισμού και του επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών.

1.      Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά τη διαπίστωση ότι οι δραστηριότητες της Femern δεν συνδέονται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας 

43      Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το Βασίλειο της Δανίας προβάλλει τρεις αιτιάσεις. Πρώτον, προσάπτεται στην Επιτροπή ότι ερμήνευσε συσταλτικά την έννοια της «δραστηριότητας που εμπίπτει στις αρμοδιότητες δημόσιας αρχής ή συνδέεται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας». Δεύτερον, προσάπτεται στην Επιτροπή ότι κακώς απέδωσε σημασία στο γεγονός ότι ιδιωτικός φορέας παρέχει υπηρεσίες ικανές να θεωρηθούν ως εναλλακτική σε σχέση με τις δραστηριότητες της Femern. Τρίτον, προσάπτεται στην Επιτροπή ότι παρέλειψε να λάβει υπόψη διαθέσιμες πληροφορίες από τις οποίες προκύπτει ότι ορισμένες δραστηριότητες της Femern συναρτώνται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας.

α)      Επί της πρώτης αιτιάσεως, περί υπερβολικά στενής ερμηνείας της έννοιας της «δραστηριότητας που εμπίπτει στις αρμοδιότητες δημόσιας αρχής ή συνδέεται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας»

44      Το Βασίλειο της Δανίας, υποστηριζόμενο από το Βασίλειο του Βελγίου και το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, ισχυρίζεται κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή δέχθηκε μια υπερβολικά στενή ερμηνεία της έννοιας «προνόμια δημόσιας εξουσίας», περιορίζοντάς τα μόνο σε εκείνα που συναρτώνται με τις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους. Ειδικότερα, το Βασίλειο της Δανίας, υποστηριζόμενο από το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, θεωρεί ότι από τη νομολογία προκύπτει ότι η άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας δεν περιορίζεται μόνο στις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους, καθώς αυτές αποτελούν απλώς ένα παράδειγμα μεταξύ άλλων δραστηριοτήτων που εμπίπτουν κατεξοχήν στα προνόμια δημόσιας εξουσίας.

45      Επιπλέον, το Βασίλειο της Δανίας εκτιμά ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το σημείο 13 της ανακοίνωσής της σχετικά με την έννοια της κρατικής ενίσχυσης όπως αναφέρεται στο άρθρο 107, παράγραφος 1, [ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2016, C 262, σ. 1, στο εξής: ανακοίνωση σχετικά με την έννοια του όρου «κρατική ενίσχυση»). Κατά το Βασίλειο της Δανίας, από το προαναφερθέν σημείο συνάγεται ότι ένα κράτος είναι ελεύθερο να ορίζει ποιες δραστηριότητες εμπίπτουν στα προνόμια δημόσιας εξουσίας και ποιες όχι. Ως εκ τούτου, το Βασίλειο της Δανίας υποστηρίζει ότι καθοριστικό στοιχείο για τη διαπίστωση της ύπαρξης τέτοιων προνομίων είναι το να εμπίπτουν στις αρμοδιότητες των δημοσίων αρχών όπως οργανώνονται συγκεκριμένα στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος. Εν προκειμένω, το Βασίλειο της Δανίας θεωρεί ότι οι δραστηριότητες κατασκευής και εκμετάλλευσης των οδικών και σιδηροδρομικών υποδομών, λόγω του τρόπου με τον οποίο οργανώνονται στη Δανία, συνιστούν δραστηριότητες που συνδέονται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας, περιλαμβανομένης της περίπτωσης κατά την οποία ασκούνται επί σταθερής ζεύξης που ανήκει σε δημόσια επιχείρηση όπως η Femern.

46      Ομοίως, το Βασίλειο της Δανίας ισχυρίζεται κατ’ ουσίαν ότι, για να κριθεί αν οι δραστηριότητες της Femern ενέχουν προνόμια δημόσιας εξουσίας, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι της ανατίθεται αποστολή δημόσιας υπηρεσίας η οποία δεν μπορεί να εκπληρωθεί από ιδιωτικούς φορείς. Συναφώς, κατά το Βασίλειο του Βελγίου, προκειμένου να κριθεί αν η άσκηση κάποιας δραστηριότητας προϋποθέτει τη χρήση προνομίων δημόσιας εξουσίας, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά πόσον επιδιώκεται σκοπός γενικού συμφέροντος ο οποίος δεν εστιάζει μόνο στην αποδοτικότητα της δραστηριότητας.

47      Εξάλλου, το Βασίλειο του Βελγίου υποστηρίζει ότι η έννοια των «ουσιωδών λειτουργιών του κράτους», στην οποία αναφέρεται η Επιτροπή με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν ορίζεται σαφώς στο δίκαιο της Ένωσης, ότι ο κατάλογος των λειτουργιών που απαριθμούνται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ δεν είναι εξαντλητικός και ότι η νομολογία δεν προκρίνει συσταλτική ερμηνεία της έννοιας των «προνομίων δημόσιας εξουσίας».

48      Η Επιτροπή αμφισβητεί την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

49      Πρέπει να διευκρινιστεί εκ προοιμίου ότι, στην παρούσα απόφαση, οι έννοιες «δραστηριότητα που εμπίπτει στην άσκηση αρμοδιοτήτων δημόσιας αρχής» και «δραστηριότητα που συνδέεται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας» αλληλεπικαλύπτονται. Η προσέγγιση αυτή ταυτίζεται με εκείνη την οποία υιοθέτησε η Επιτροπή τόσο στην προσβαλλόμενη απόφαση όσο και στα σημεία 17 και 18 της ανακοίνωσης σχετικά με την έννοια του όρου «κρατική ενίσχυση». Πιο συγκεκριμένα, με τη γραπτή απάντησή της σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή επιβεβαίωσε ότι δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ των εκφράσεων αυτών, οι οποίες αποτελούν απλώς λεκτικές παραλλαγές της ίδιας νομικής έννοιας.

50      Κατά πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι κακώς η Επιτροπή έκρινε ότι οι δραστηριότητες οι οποίες εμπίπτουν στις αρμοδιότητες δημόσιας αρχής ή συνδέονται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας είναι εκείνες που συναρτώνται με τις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους, υπενθυμίζεται ότι δεν έχουν οικονομικό χαρακτήρα που να δικαιολογεί την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της Συνθήκης ΛΕΕ οι δραστηριότητες οι οποίες εμπίπτουν στις αρμοδιότητες δημόσιας αρχής (απόφαση της 4ης Μαΐου 1988, Bodson, 30/87, EU:C:1988:225, σκέψη 18) ή συνδέονται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας (αποφάσεις της 19ης Ιανουαρίου 1994, SAT Fluggesellschaft, C‑364/92, EU:C:1994:7, σκέψη 30, και της 24ης Μαρτίου 2022, GVN κατά Επιτροπής, C‑666/20 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2022:225, σκέψη 70).

51      Εν προκειμένω, ακολουθώντας την προσέγγιση που προκρίνεται στο σημείο 17 της ανακοίνωσης σχετικά με την έννοια του όρου «κρατική ενίσχυση», η Επιτροπή έκρινε, με τις αιτιολογικές σκέψεις 190 και 191 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι ένας φορέας μπορεί να θεωρηθεί ότι ενεργεί ως δημόσια αρχή ή ότι ασκεί δημόσια εξουσία όταν η δραστηριότητά του συνδέεται με τις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους ή συναρτάται με τις λειτουργίες αυτές λόγω της φύσης της, του αντικειμένου της και των κανόνων στους οποίους υπόκειται.

52      Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι μεταξύ των δραστηριοτήτων που προϋποθέτουν την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας περιλαμβάνονται, ειδικότερα, ο έλεγχος και η αστυνόμευση του εναέριου χώρου (απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1994, SAT Fluggesellschaft, C‑364/92, EU:C:1994:7, σκέψη 30), η διατήρηση, η βελτίωση και η ενίσχυση της ασφάλειας της αεροπορίας (απόφαση της 26ης Μαρτίου 2009, SELEX Sistemi Integrati κατά Επιτροπής, C‑113/07 P, EU:C:2009:191, σκέψη 76), η επιτήρηση με σκοπό την πρόληψη της ρύπανσης σε λιμένα πετρελαίου (απόφαση της 18ης Μαρτίου 1997, Diego Calì & Figli, C‑343/95, EU:C:1997:160, σκέψη 22), καθώς και ο έλεγχος και η ασφάλεια των θαλάσσιων μεταφορών (απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Port autonome du Centre et de l’Ouest κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑673/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:643, σκέψη 91). Επιπλέον, έχει κριθεί ότι εμπίπτει στην άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας η δραστηριότητα της συλλογής στοιχείων σχετικών με τις επιχειρήσεις, βάσει τόσο της εκ του νόμου υποχρέωσής τους να δηλώνουν ορισμένα στοιχεία όσο και της εξουσίας επιβολής κυρώσεων σε περίπτωση παράβασης της εν λόγω υποχρέωσης (απόφαση της 12ης Ιουλίου 2012, Compass-Datenbank, C‑138/11, EU:C:2012:449, σκέψη 40). Στο ίδιο πνεύμα, κρίθηκε ότι συνδέεται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας η δωρεάν παροχή λειτουργιών που τέθηκαν σε εφαρμογή από υπουργείο προς εξασφάλιση της ηλεκτρονικής σύναψης δημοσίων συμβάσεων σε ολόκληρο το έδαφος ενός κράτους μέλους σύμφωνα με τα όσα ορίζουν οι οδηγίες και ο εθνικός νόμος ο οποίος διέπει τη σύναψη των δημοσίων συμβάσεων (απόφαση της 28ης Σεπτεμβρίου 2017, Aanbestedingskalender κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑138/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:675, σκέψη 71). Ομοίως, οι δημοτικές αρχές, στο πλαίσιο του ρόλου τους ως αρμόδιας αρχής κατά την έννοια του κανονισμού (ΕΚ) 1370/2007 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2007, για τις δημόσιες επιβατικές σιδηροδρομικές και οδικές μεταφορές και την κατάργηση των κανονισμών του Συμβουλίου (ΕΟΚ) αριθ. 1191/69 και (ΕΟΚ) αριθ. 1107/70 (ΕΕ 2007, L 315, σ. 1), ενεργούν ως δημόσια αρχή όταν καθορίζουν τους τρόπους καταβολής της χρηματικής αποζημιώσεως στις επιχειρήσεις μεταφορών δυνάμει υποχρέωσης εκ του νόμου, εντός του πλαισίου που θεσπίζει ο κανονισμός αυτός (απόφαση της 24ης Μαρτίου 2022, GVN κατά Επιτροπής, C‑666/20 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2022:225, σκέψη 73).

53      Επομένως, από τη νομολογία καθίσταται σαφές ότι η έννοια της «δραστηριότητας που συνδέεται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας» καλύπτει, μεταξύ άλλων, τις δραστηριότητες οι οποίες προϋποθέτουν τη χρήση είτε προνομίων που δεν υπόκεινται στους γενικούς κανόνες δικαίου, όπως οι κανονιστικές εξουσίες ή οι εξουσίες καταναγκασμού, είτε προνομίων δημόσιας εξουσίας που είναι δεσμευτικά έναντι των πολιτών και των επιχειρήσεων, όπως επίσης και τις δραστηριότητες οι οποίες αποσκοπούν στη διασφάλιση της τήρησης της ισχύουσας νομοθεσίας.

54      Εν συνεχεία, επισημαίνεται ότι οι ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους δεν ορίζονται από τις Συνθήκες. Επ’ αυτού, από το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ προκύπτει ότι μεταξύ των ουσιωδών λειτουργιών του κράτους καταλέγονται εκείνες οι οποίες έχουν ως αντικείμενο τη διαφύλαξη της εδαφικής ακεραιότητας, τη διατήρηση της δημόσιας τάξης και την προστασία της εθνικής ασφάλειας. Δεδομένου ότι, στην προαναφερθείσα διάταξη, η απαρίθμηση είναι ενδεικτική, οι ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους δεν είναι δυνατόν να περιορίζονται ούτε στη διαφύλαξη της εδαφικής ακεραιότητας και στη διατήρηση της δημόσιας τάξης ούτε στην προστασία της εθνικής ασφάλειας.

55      Παραδείγματος χάριν, σε υπόθεση κρατικών ενισχύσεων, έχει κριθεί ότι η επιτήρηση με σκοπό την πρόληψη της ρύπανσης σε λιμένα πετρελαίου συνιστά αποστολή γενικού συμφέροντος η οποία εμπίπτει στις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους στον τομέα της προστασίας του θαλάσσιου περιβάλλοντος και ότι μια τέτοια δραστηριότητα επιτήρησης συναρτάται, ως εκ της φύσης της, του αντικειμένου της και των κανόνων στους οποίους υπόκειται, με την άσκηση προνομίων που άπτονται της προστασίας του περιβάλλοντος και αποτελούν κατεξοχήν προνόμια δημόσιας εξουσίας (απόφαση της 18ης Μαρτίου 1997, Diego Calì & Figli, C‑343/95, EU:C:1997:160, σκέψεις 22 και 23). Επομένως, υπό ορισμένες περιστάσεις, μπορεί να γίνει δεκτό ότι οι δραστηριότητες ενός φορέα συναρτώνται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας εφόσον εμπίπτουν στις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους.

56      Επιπλέον, όσον αφορά το επιχείρημα του Βασιλείου της Δανίας ότι από τη σκέψη 36 της αποφάσεως της 12ας Ιουλίου 2012, Compass-Datenbank (C‑138/11, EU:C:2012:449), συνάγεται ότι ο όρος «προνόμια» καλύπτει γενικότερα κάθε αποστολή δημόσιας υπηρεσίας ή δημόσιας αρχής, διαπιστώνεται ότι το Δικαστήριο, κρίνοντας ότι οι δραστηριότητες οι οποίες συνδέονται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας δεν έχουν οικονομικό χαρακτήρα που να δικαιολογεί την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού της Συνθήκης ΛΕΕ, υπενθύμισε απλώς μια πάγια νομολογία (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1985, Επιτροπή κατά Γερμανίας, 107/84, EU:C:1985:332, σκέψεις 14 και 15, της 19ης Ιανουαρίου 1994, SAT Fluggesellschaft, C‑364/92, EU:C:1994:7, σκέψη 30, και της 1ης Ιουλίου, MOTOE, C‑49/07, EU:C:2008:376, σκέψη 24) χωρίς να τροποποιεί το περιεχόμενό της. Ως εκ τούτου, το Βασίλειο της Δανίας δεν μπορεί να στηριχθεί στη συγκεκριμένη απόφαση για να υποστηρίξει ότι ο όρος «προνόμια» πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι περιλαμβάνει γενικότερα κάθε αποστολή δημόσιας υπηρεσίας. Εξάλλου, διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει από τη σκέψη 40 της αποφάσεως της 12ης Ιουλίου 2012, Compass-Datenbank (C‑138/11, EU:C:2012:449), το Δικαστήριο έκρινε ότι η επίμαχη στην υπόθεση εκείνη δραστηριότητα συνδεόταν με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας επειδή η συλλογή δεδομένων στηριζόταν σε υποχρέωση εκ του νόμου, της οποίας η τήρηση μπορούσε να διασφαλιστεί μέσω της άσκησης εξουσίας επιβολής κυρώσεων.

57      Συνεπώς, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα κρίνοντας ότι ένας φορέας ενεργεί ως δημόσια αρχή ή ασκεί δημόσια εξουσία όταν η δραστηριότητά του συνδέεται με τις ουσιώδεις λειτουργίες του κράτους ως εκ της φύσης της, του σκοπού της και των κανόνων στους οποίους υπόκειται.

58      Κατά δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το σημείο 13 της ανακοίνωσης σχετικά με την έννοια του όρου «κρατική ενίσχυση», από το οποίο προκύπτει, κατά το προσφεύγον, ότι τα κράτη μέλη είναι ελεύθερα να ορίζουν ποιες δραστηριότητες εμπίπτουν στα προνόμια δημόσιας εξουσίας και ποιες όχι, διαπιστώνεται ότι, όπως ορθώς ισχυρίζεται η Επιτροπή, το σημείο 13 της προαναφερθείσας ανακοίνωσης δεν αφορά τα κριτήρια βάσει των οποίων μπορεί να προσδιοριστεί αν μια δραστηριότητα συναρτάται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας, καθώς αυτά περιλαμβάνονται στα σημεία 17 και 18 της ίδιας ανακοίνωσης.

59      Πράγματι, στο σημείο 13 της ανακοίνωσης σχετικά με την έννοια του όρου «κρατική ενίσχυση», επισημαίνεται ότι το ζήτημα αν υφίσταται αγορά για συγκεκριμένες υπηρεσίες μπορεί να εξαρτάται από τον τρόπο με τον οποίο οργανώνονται οι υπηρεσίες αυτές στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος και, συνακόλουθα, η απάντηση ενδέχεται να διαφέρει από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Συναφώς, στην υποσημείωση 10 η οποία αναφέρεται στο σημείο 13 της εν λόγω ανακοίνωσης, γίνεται παραπομπή στη νομολογία που αφορά τις δραστηριότητες στον τομέα της κοινωνικής ασφάλισης, οι οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν είτε ως οικονομικές είτε ως μη οικονομικές δραστηριότητες αναλόγως του τρόπου οργάνωσής τους. Ειδικότερα, προκειμένου να κριθεί αν θα χαρακτηριστούν ως οικονομικές δραστηριότητες ασκούμενες σε αγορά ή ως μη οικονομικές δραστηριότητες, πρέπει να εξεταστεί αν οι σχετικές με την κοινωνική ασφάλιση δραστηριότητες συνιστούν εφαρμογή της αρχής της αλληλεγγύης όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία, αν στερούνται κερδοσκοπικού χαρακτήρα και αν υπόκεινται σε έλεγχο από το κράτος (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Φεβρουαρίου 1993, Poucet και Pistre, C‑159/91 και C‑160/91, EU:C:1993:63, σκέψεις 7 έως 12, 15 και 18, και της 11ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή και Σλοβακική Δημοκρατία κατά Dôvera zdravotná poist’ovňa, C‑262/18 P και C‑271/18 P, EU:C:2020:450, σκέψεις 29 έως 35).

60      Πέραν τούτου, επισημαίνεται ότι, όσον αφορά τις εκπαιδευτικές δραστηριότητες, η χρηματοδότηση τέτοιων δραστηριοτήτων από δημόσιους πόρους συνιστά, στο πλαίσιο της συνεκτίμησης του τρόπου οργάνωσης μιας δραστηριότητας στο εκάστοτε κράτος μέλος, κρίσιμο στοιχείο για τη διάκριση των οικονομικής φύσης δραστηριοτήτων από τις μη οικονομικές δραστηριότητες (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, Schwarz και Gootjes-Schwarz, C‑76/05, EU:C:2007:492, σκέψη 39, και της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 50). Σε μια τέτοια περίπτωση, η μη οικονομική φύση των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων τις οποίες παρέχουν ορισμένα δημόσια εκπαιδευτικά ιδρύματα που εντάσσονται σε δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα απορρέει από τον τρόπο οργάνωσής τους στο κράτος μέλος, δηλαδή την επιδίωξη σκοπού γενικού συμφέροντος χρηματοδοτούμενου εξ ολοκλήρου ή κυρίως από τον δημόσιο προϋπολογισμό, χωρίς να είναι αναγκαίο να ελεγχθεί αν οι δραστηριότητες αυτές συνδέονται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας.

61      Συνεπώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι είναι απορριπτέα η ερμηνεία του Βασιλείου της Δανίας για το σημείο 13 της ανακοίνωσης σχετικά με την έννοια του όρου «κρατική ενίσχυση», καθότι συγχέει, αφενός, τις δραστηριότητες που δεν θεωρούνται ως οικονομικής φύσης λόγω του ότι συναρτώνται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας (απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1994, C‑364/92, SAT Fluggesellschaft, EU:C:1994:7, σκέψη 30, και της 24ης Μαρτίου 2022, GVN κατά Επιτροπής, C‑666/20 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2022:225, σκέψη 70) και, αφετέρου, τις δραστηριότητες οι οποίες δεν είναι οικονομικής φύσης λόγω του ότι δεν συνίστανται στην παροχή αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά υπό συνθήκες ανταγωνισμού με τις δραστηριότητες άλλων φορέων που επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό (πρβλ. αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, MOTOE, C‑49/07, EU:C:2008:376, σκέψη 27, και της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 46).

62      Επιπλέον, όσον αφορά το επιχείρημα του Βασιλείου της Δανίας ότι ένα κράτος μέλος είναι ελεύθερο να καθορίζει τις δραστηριότητες που εμπίπτουν στα προνόμια δημόσιας εξουσίας, υπενθυμίζεται ότι οι όροι «επιχείρηση» και «οικονομική δραστηριότητα» είναι αντικειμενικές έννοιες οι οποίες απορρέουν άμεσα από τη Συνθήκη και εξαρτώνται από πραγματικά στοιχεία και όχι από υποκειμενικές επιλογές ή εκτιμήσεις των εθνικών αρχών [πρβλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 2019, Chambre de commerce et d’industrie métropolitaine Bretagne-Ouest (port de Brest) κατά Επιτροπής, T‑754/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:270, σκέψη 75]

63      Ως εκ τούτου, το επιχείρημα του Βασιλείου της Δανίας το οποίο στηρίζεται στο σημείο 13 της ανακοίνωσης σχετικά με την έννοια του όρου «κρατική ενίσχυση» εκκινεί από εσφαλμένη ερμηνεία της συγκεκριμένης διατάξεως και πρέπει, εξ αυτού του λόγου, να απορριφθεί.

64      Κατά τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα του Βασιλείου της Δανίας και του Βασιλείου του Βελγίου ότι, κατ’ ουσίαν, για να κριθεί αν υφίσταται προνόμιο δημόσιας εξουσίας, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η επιδίωξη σκοπού γενικού συμφέροντος, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το γεγονός ότι ανατίθενται σε έναν φορέα ορισμένες αποστολές γενικού συμφέροντος δεν μπορεί να εμποδίσει τον χαρακτηρισμό των επίμαχων δραστηριοτήτων ως οικονομικών δραστηριοτήτων (αποφάσεις της 23ης Μαρτίου 2006, Enirisorse, C‑237/04, EU:C:2006:197, σκέψη 34, και της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Κάτω Χώρες και NOS κατά Επιτροπής, T‑231/06 και T‑237/06, EU:T:2010:525, σκέψη 94).

65      Από τις ανωτέρω σκέψεις συνάγεται το συμπέρασμα ότι είναι απορριπτέα η αιτίαση περί υπερβολικά στενής ερμηνείας της έννοιας της «δραστηριότητας που εμπίπτει στις αρμοδιότητες δημόσιας αρχής ή συνδέεται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας».

β)      Επί της τρίτης αιτιάσεως, περί παράλειψης της Επιτροπής να λάβει υπόψη διαθέσιμες πληροφορίες βάσει των οποίων ορισμένες δραστηριότητες της Femern μπορούν να συνδεθούν με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας

66      Το Βασίλειο της Δανίας ισχυρίζεται ότι κακώς η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη ορισμένα διαθέσιμα πληροφοριακά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι οι δραστηριότητες της Femern, θεωρούμενες από κοινού ή χωριστά, συναρτώνται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας.

67      Το Βασίλειο της Δανίας, υποστηριζόμενο από το Βασίλειο του Βελγίου και την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, εκτιμά ότι, προκειμένου να κριθεί αν κάποιες δραστηριότητες συνδέονται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας ή συνιστούν οικονομικές δραστηριότητες, χρειάζεται μια συγκεκριμένη συνολική αξιολόγηση της φύσης και του αντικειμένου των δραστηριοτήτων, καθώς και των κανόνων στους οποίους υπόκεινται. Κατά το Βασίλειο της Δανίας, για να προσδιοριστεί αν οι δραστηριότητες συναρτώνται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας, η Επιτροπή οφείλει να προχωρήσει σε ειδική και λεπτομερή ανάλυση καθεμιάς εξ αυτών.

68      Πρώτον, το Βασίλειο της Δανίας υποστηρίζει ότι η κατασκευή και η λειτουργία των δημόσιων οδών και του δημόσιου σιδηροδρομικού δικτύου αποτελούν δραστηριότητες που εμπίπτουν στις αρμοδιότητες δημόσιας αρχής και δεν είναι δυνατόν να ασκηθούν από ιδιωτικό φορέα. Επί τούτου, αφενός, το Βασίλειο της Δανίας, υποστηριζόμενο από το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, επισημαίνει ότι στη Femern έχουν ανατεθεί τα καθήκοντα οδικής αρχής και διαχειρίστριας των σιδηροδρομικών υποδομών, τα οποία συνήθως αναλαμβάνουν οι δημόσιες διοικητικές αρχές. Σε σχέση με τον ρόλο οδικής αρχής που έχει ανατεθεί στη Femern όσον αφορά τη σταθερή ζεύξη, το Βασίλειο της Δανίας τονίζει ότι αυτός συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, εξουσία λήψης αποφάσεων κατ’ εφαρμογήν του lov n° 1520 af 27. december 2014 om offentlige veje (νόμου 1520, της 27ης Δεκεμβρίου 2014, για τις δημόσιες οδούς, στο εξής: νόμος για τις δημόσιες οδούς). Αφετέρου, το Βασίλειο της Δανίας υποστηρίζει ότι, στο πλαίσιο της κατασκευής και της λειτουργίας της σταθερής ζεύξης, ανατέθηκε στη Femern η κατάρτιση των σχεδίων ασφαλείας της σταθερής ζεύξης.

69      Δεύτερον, το Βασίλειο της Δανίας, υποστηριζόμενο από το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι δραστηριότητες της Femern υπόκεινται σε στενό διοικητικό και πολιτικό έλεγχο τόσο από τον Δανό Υπουργό Μεταφορών όσο και από το Κοινοβούλιο ούτε το γεγονός ότι η Femern υπέχει υποχρεώσεις δημοσίου δικαίου σε πολλούς τομείς, ιδίως αναφορικά με την πρόσβαση στα έγγραφα ή τον δημόσιο έλεγχο των λογαριασμών, με συνέπεια να προσομοιάζει με φορέα της Δημόσιας Διοίκησης.

70      Τρίτον, το Βασίλειο της Δανίας, υποστηριζόμενο από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, υπογραμμίζει ότι η Femern είναι φορέας επιφορτισμένος από τον νόμο με την εκπλήρωση διεθνών υποχρεώσεων.

71      Τέταρτον, το Βασίλειο της Δανίας προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέλειψε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι, σε αντίθεση προς τον αερολιμενικό τομέα, οι δανικές σιδηροδρομικές και οδικές υποδομές δεν είναι ελευθερωμένοι κλάδοι, όπερ σημαίνει ότι οι δραστηριότητες της Femern διαφέρουν θεμελιωδώς από εκείνες των εμπορικών επιχειρήσεων.

72      Εξάλλου, το Βασίλειο της Δανίας θεωρεί ότι η Επιτροπή αντέστρεψε αδικαιολόγητα το βάρος αποδείξεως απαιτώντας από αυτό να εξηγήσει για ποιους λόγους έπρεπε να γίνει δεκτό ότι οι δραστηριότητες της Femern προϋπέθεταν την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας. Το Βασίλειο του Βελγίου ισχυρίζεται συναφώς ότι η Επιτροπή, εφόσον είναι μεν εκείνη που οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη κρατικών ενισχύσεων, πλην όμως δεν έλαβε εν προκειμένω υπόψη όλα τα κρίσιμα στοιχεία της επίδικης πράξεως, δεν στήριξε την απόφασή της σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ικανά να τεκμηριώσουν ότι οι δραστηριότητες της Femern δεν συνδέονται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας.

73      Η Επιτροπή αμφισβητεί την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

74      Απαντώντας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση σε ερώτηση σχετική με την έννοια και το περιεχόμενο της αιτιάσεως ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη τα προνόμια δημόσιας εξουσίας που έχουν ανατεθεί στη Femern, το Βασίλειο της Δανίας διευκρίνισε ότι η αιτίαση αυτή χωρίζεται σε δύο επιμέρους αιτιάσεις. Κυρίως, προσάπτεται στην Επιτροπή ότι κακώς έκρινε ότι οι δραστηριότητες της Femern, στο σύνολό τους, δεν συναρτώνται με προνόμια δημόσιας εξουσίας. Επικουρικώς, για την περίπτωση που το Γενικό Δικαστήριο απορρίψει την πρώτη επιμέρους αιτίαση, το Βασίλειο της Δανίας προσάπτει στην Επιτροπή ότι υπέπεσε σε σφάλμα καθότι δεν δέχθηκε ότι συνδέονται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας τα καθήκοντα που ανατίθενται στη Femern υπό την ιδιότητά της ως οδικής αρχής και υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας της σιδηροδρομικής υποδομής καθώς και η υποχρέωσή της να καταρτίσει σχέδια ασφαλείας για τη σταθερή ζεύξη.

1)      Επί της πρώτης επιμέρους αιτιάσεως, με την οποία προσάπτεται στην Επιτροπή ότι κακώς έκρινε ότι, αυτές καθ’ εααυτές, οι δραστηριότητες κατασκευής και εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης δεν εμπίπτουν στην άσκηση δημόσιας εξουσίας

75      Με την πρώτη επιμέρους αιτίαση, το Βασίλειο της Δανίας υποστηρίζει, κυρίως, ότι κακώς η Επιτροπή κατέληξε στη διαπίστωση ότι αυτές καθ’ εαυτές οι δραστηριότητες κατασκευής και εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης δεν εμπίπτουν στην άσκηση δημόσιας εξουσίας.

76      Εν προκειμένω, στην αιτιολογική σκέψη 191 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε, στο πλαίσιο συνολικής αξιολόγησης των δραστηριοτήτων της Femern, ότι τα επιχειρήματα των δανικών αρχών σχετικά με τον σκοπό, τη φύση και τους κανόνες που διέπουν τις εν λόγω δραστηριότητες, όπως αυτά είχαν εκτεθεί στην αιτιολογική σκέψη 190 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν αρκούσαν για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η Femern ενεργούσε στο πλαίσιο της άσκησης δημόσιας εξουσίας.

77      Προς αμφισβήτηση της ως άνω διαπίστωσης, το Βασίλειο της Δανίας ισχυρίζεται, πρώτον, ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η Femern προσομοιάζει με φορέα της Δημόσιας Διοίκησης λόγω του στενού ελέγχου της από τις δημόσιες αρχές καθώς και λόγω της υποχρέωσής της να τηρεί τους κανόνες αναφορικά με την πρόσβαση στα έγγραφα ή με τον έλεγχο των λογαριασμών.

78      Υπενθυμίζεται συναφώς ότι το γεγονός ότι ένας φορέας αποτελεί δημόσιο οργανισμό που τελεί υπό την εποπτεία υπουργείου δεν αρκεί για να αποκλειστεί ο χαρακτηρισμός του ως επιχείρησης κατά την έννοια των διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ (πρβλ. απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2000, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, T‑128/98, EU:T:2000:290, σκέψη 109). Επιπλέον, εφόσον το ίδιο το κράτος ή ένας κρατικός φορέας μπορεί να ενεργεί ως επιχείρηση (αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2012, Compass-Datenbank, C‑138/11, EU:C:2012:449, σκέψη 35, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Port autonome du Centre et de l’Ouest κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑673/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:643, σκέψη 71), το ότι ένας φορέας μπορεί, από ορισμένες απόψεις, να εξομοιωθεί με τη Δημόσια Διοίκηση λόγω του στενού ελέγχου του από τις δημόσιες αρχές και λόγω της υποχρέωσής του να τηρεί ορισμένους κανόνες δημοσίου δικαίου οι οποίοι ισχύουν για τη Δημόσια Διοίκηση, όπως οι κανόνες που διέπουν την πρόσβαση στα έγγραφα ή τον έλεγχο των λογαριασμών, δεν εμποδίζει την άσκηση οικονομικής δραστηριότητας.

79      Πέραν τούτου, το γεγονός και μόνον ότι ένας φορέας τελεί υπό τον αυστηρό έλεγχο των δημοσίων αρχών και οφείλει να τηρεί ορισμένες υποχρεώσεις δημοσίου δικαίου τις οποίες υπέχει η Δημόσια Διοίκηση δεν σημαίνει ότι οι δραστηριότητες του φορέα αυτού συνδέονται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας.

80      Επομένως, το γεγονός ότι η Femern υπόκειται σε στενό έλεγχο από τις δημόσιες αρχές και οφείλει να τηρεί τους κανόνες που διέπουν την πρόσβαση στα έγγραφα και τον έλεγχο των λογαριασμών δεν αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι δραστηριότητές της συνδέονται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας. Εξάλλου, το ότι η Femern υπόκειται σε αυστηρό έλεγχο εκ μέρους των δημοσίων αρχών και οφείλει να τηρεί τους κανόνες σχετικά με την πρόσβαση στα έγγραφα ή τον έλεγχο των λογαριασμών δεν αρκεί, από μόνο του, για να θεωρηθεί η Femern ως φορέας Δημόσιας Διοίκησης.

81      Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Femern είναι φορέας επιφορτισμένος από τον νόμο με την εκπλήρωση διεθνών υποχρεώσεων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το επιχείρημα αυτό και μόνον δεν αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι δραστηριότητές της συνδέονται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας.

82      Πράγματι, εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας, το Βασίλειο της Δανίας δεν επικαλέστηκε καμία συγκεκριμένη διάταξη της συνθήκης για τον πορθμό Fehmarn βάσει της οποίας η Επιτροπή θα μπορούσε να διαπιστώσει ότι η συνθήκη αυτή αναθέτει στη Femern δραστηριότητες που συνδέονται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας. Ειδικότερα, στο τμήμα 3.1.1.2 των από 26 Αυγούστου 2019 παρατηρήσεων τις οποίες υπέβαλαν στην Επιτροπή μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, οι δανικές αρχές ανέφεραν απλώς ότι η σύσταση της Femern και οι δραστηριότητές της αποσκοπούν στη διασφάλιση της εφαρμογής, από το Βασίλειο της Δανίας, μιας διεθνούς συμφωνίας καθώς και σημαντικών αποφάσεων σχεδιασμού που εκδόθηκαν από το δανικό Δημόσιο. Στην υποσημείωση 9 των εν λόγω παρατηρήσεων, γίνεται παραπομπή στο άρθρο 6 της συνθήκης για τον πορθμό Fehmarn και διευκρινίζεται ότι, με την απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1994, SAT Fluggesellschaft (C‑364/92, EU:C:1994:7), είχε κριθεί ότι ο Eurocontrol ασκούσε δραστηριότητα δημόσιας εξουσίας βάσει συμφωνίας συναφθείσας μεταξύ κρατών μελών.

83      Αφενός όμως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι δραστηριότητες κατασκευής και εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης δεν είναι συγκρίσιμες με εκείνες που είχαν ανατεθεί στον Eurocontrol. Πιο συγκεκριμένα, υπενθυμίζεται ότι οι δραστηριότητες του Eurocontrol είχαν εξαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής των προβλεπόμενων στη Συνθήκη κανόνων ανταγωνισμού διότι οι σχετικές με τον έλεγχο και την αστυνόμευση του εναέριου χώρου δραστηριότητες, οι οποίες προϋποθέτουν, μεταξύ άλλων, την άσκηση, έναντι των χρηστών του εναέριου χώρου, προνομίων και εξουσιών καταναγκασμού που παρεκκλίνουν από τους γενικούς κανόνες δικαίου, αποτελούν κατεξοχήν προνόμια δημόσιας εξουσίας (πρβλ. απόφαση της 19ης Ιανουαρίου 1994, SAT Fluggesellschaft, C‑364/92, EU:C:1994:7, σκέψεις 24 και 30).

84      Αφετέρου, όσον αφορά το άρθρο 6 της συνθήκης για τον πορθμό Fehmarn, διαπιστώνεται ότι η παράγραφος 1 της διατάξεως αυτής προβλέπει ότι το Βασίλειο της Δανίας οφείλει να συστήσει εταιρία η οποία θα είναι υπεύθυνη για τις προπαρασκευαστικές εργασίες, τον σχεδιασμό, τον προγραμματισμό, τη λήψη αδειών, τη σύναψη συμβάσεων, τη χρηματοδότηση, τη λειτουργία και τη συντήρηση της σταθερής ζεύξης, ενώ διευκρινίζεται ότι η ίδια εταιρία θα έχει δικαίωμα κυριότητας επί της σταθερής ζεύξης. Η δεύτερη παράγραφος της προαναφερθείσας διατάξεως ορίζει ότι η εταιρία θα συσταθεί σύμφωνα με το δανικό δίκαιο και ότι οι δραστηριότητές της θα ασκούνται σύμφωνα με τις γενικές εμπορικές αρχές και με τις διεθνείς υποχρεώσεις, ιδίως δε τις απορρέουσας από το δίκαιο της Ένωσης. Η τρίτη παράγραφος του άρθρου 6 της συνθήκης για τον πορθμό Fehmarn προβλέπει ότι το Βασίλειο της Δανίας θα εισπράττει όλα τα κέρδη της εταιρίας και θα φέρει τις ζημίες από τις δραστηριότητές της. Η τέταρτη παράγραφος, με τη σειρά της, διευκρινίζει ότι το Βασίλειο της Δανίας έχει το δικαίωμα να τροποποιήσει την οργάνωση της εταιρίας υπό την επιφύλαξη των υποχρεώσεων που έχουν αναληφθεί στο πλαίσιο της συνθήκης για τον πορθμό Fehmarn και ότι απαιτείται προηγούμενη έγκριση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας σε περίπτωση πώλησης άνω του 50 % των μετοχών σε οντότητες που δεν ελέγχονται από τις δανικές αρχές. Η πέμπτη παράγραφος του άρθρου 6 της συνθήκης για τον πορθμό Fehmarn προβλέπει ότι το Βασίλειο της Δανίας μεριμνά ώστε η εταιρία να εκπληρώνει τα καθήκοντα που της έχουν ανατεθεί από τη συνθήκη.

85      Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 6 της συνθήκης για τον πορθμό Fehmarn, το οποίο επικαλέστηκαν οι δανικές αρχές κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας, δεν περιέχει καμία διάταξη βάσει της οποίας η Επιτροπή θα μπορούσε να διαπιστώσει ότι οι δραστηριότητες κατασκευής και εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης συνδέονται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας.

86      Τρίτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη ότι, στη Δανία, η κατασκευή και η εκμετάλλευση των σιδηροδρομικών και οδικών υποδομών είναι κλάδοι που δεν έχουν ελευθερωθεί, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το γεγονός ότι ένας τομέας δραστηριότητας δεν έχει ελευθερωθεί δεν συνιστά ένδειξη από την οποία να μπορεί να συναχθεί ότι, κατ’ αρχήν, η οικεία δραστηριότητα συνδέεται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας. Στο πνεύμα αυτό, επισημαίνεται ότι ο λόγος για τον οποίο κρίθηκε, κατά το παρελθόν, ότι ορισμένες δραστηριότητες δεν ήταν οικονομικής φύσης αφορούσε ακριβώς τον τρόπο οργάνωσής τους στα κράτη μέλη και όχι το ότι συνδέονταν με προνόμια δημόσιας εξουσίας. Τούτο ισχύει, μεταξύ άλλων, στην περίπτωση των δημόσιων εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων που χρηματοδοτούνται εξ ολοκλήρου ή κυρίως από δημόσιους πόρους (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2007, Schwarz και Gootjes-Schwarz, C‑76/05, EU:C:2007:492, σκέψη 39, και της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 50), των δραστηριοτήτων συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης που συνιστούν εφαρμογή της αρχής της αλληλεγγύης (πρβλ. αποφάσεις της 17ης Φεβρουαρίου 1993, Poucet και Pistre, C‑159/91 και C‑160/91, EU:C:1993:63, σκέψεις 7 έως 12, 15 και 18, και της 11ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή και Σλοβακική Δημοκρατία κατά Dôvera zdravotná poist’ovňa, C‑262/18 P και C‑271/18 P, EU:C:2020:450, σκέψεις 30 έως 34) ή ακόμη των δραστηριοτήτων φορέων υπεύθυνων για τη διαχείριση εθνικού συστήματος υγείας το οποίο παρέχει υπηρεσίες δωρεάν υγειονομικής περίθαλψης (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 2006, FENIN κατά Επιτροπής, C‑205/03 P, EU:C:2006:453, σκέψη 27, και της 4ης Μαρτίου 2003, FENIN κατά Επιτροπής, T‑319/99, EU:T:2003:50, σκέψεις 39 και 49). Επομένως, το ότι οι δραστηριότητες κατασκευής και εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης ασκούνται σε μη ελευθερωμένες αγορές δεν συνεπάγεται ότι συνδέονται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας.

87      Τέταρτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη ούτε τα καθήκοντα που ανατίθενται στη Femern ως οδική αρχή και ως διαχειρίστρια της σιδηροδρομικής υποδομής ούτε την αρμοδιότητα της Femern να καταρτίζει τα σχέδια ασφαλείας της σταθερής ζεύξης, υπενθυμίζεται ότι το γεγονός και μόνον ότι ένας φορέας διαθέτει, για την άσκηση μέρους των δραστηριοτήτων του, προνόμια δημόσιας εξουσίας δεν αποκλείει τον χαρακτηρισμό του ως επιχείρησης, κατά την έννοια των σχετικών με τους κανόνες ανταγωνισμού διατάξεων της Συνθήκης ΛΕΕ, για τις λοιπές οικονομικές δραστηριότητές του (αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, MOTOE, C‑49/07, EU:C:2008:376, σκέψη 25, της 24ης Μαρτίου 2011, Freistaat Sachsen και Land Sachsen-Anhalt κατά Επιτροπής, T‑443/08 και T‑455/08, EU:T:2011:117, σκέψεις 98 και 99, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Havenbedrijf Antwerpen και Maatschappij van de Brugse Zeehaven κατά Επιτροπής, T‑696/17, EU:T:2019:652, σκέψη 85).

88      Κατά τη νομολογία, εφόσον δημόσιος φορέας ασκεί οικονομική δραστηριότητα η οποία μπορεί να διαχωριστεί από την άσκηση των προνομίων του δημόσιας εξουσίας, ο φορέας αυτός, ως προς τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, ενεργεί ως επιχείρηση, ενώ αν η εν λόγω οικονομική δραστηριότητα είναι αδιαχώριστη από την άσκηση των προνομίων του δημόσιας εξουσίας, τότε το σύνολο των δραστηριοτήτων που ασκεί ο φορέας θεωρείται ότι συνδέεται με την άσκηση των προνομίων του (αποφάσεις της 12ης Ιουλίου 2012, Compass-Datenbank, C‑138/11, EU:C:2012:449, σκέψη 38, και της 30ής Απριλίου 2019, UPF κατά Επιτροπής, T‑747/17, EU:T:2019:271, σκέψη 82). Συνεπώς, δεν υπάρχει κανένα όριο κάτω του οποίου πρέπει να γίνεται δεκτό ότι το σύνολο των δραστηριοτήτων ενός φορέα είναι μη οικονομικές δραστηριότητες, ακόμη και σε περίπτωση που οι οικονομικές δραστηριότητες αποτελούν το μικρότερο μέρος των συνολικών του δραστηριοτήτων (πρβλ. αποφάσεις της 30ής Απριλίου 2019, UPF κατά Επιτροπής, T‑747/17, EU:T:2019:271, σκέψη 83, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Le Port de Bruxelles και Région de Bruxelles-Capitale κατά Επιτροπής, T‑674/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:651, σκέψη 104).

89      Εν προκειμένω, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Βασίλειο της Δανίας δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο προκειμένου να αποδείξει ότι τα καθήκοντα που αναλαμβάνει η Femern ως οδική αρχή και ως διαχειρίστρια της σιδηροδρομικής υποδομής ή η υποχρέωσή της να καταρτίζει τα σχέδια ασφαλείας είναι αδιαχώριστα από τις οικονομικές δραστηριότητες τις οποίες προσδιόρισε η Επιτροπή, ήτοι την κατασκευή και την εκμετάλλευση της σταθερής ζεύξης. Εν πάση περιπτώσει, όπως προκύπτει από την εξέταση της δεύτερης επιμέρους αιτιάσεως, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, η Επιτροπή μπορούσε βασίμως να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι, κατά την άσκηση των ως άνω καθηκόντων και για την κατάρτιση των σχεδίων ασφαλείας της σταθερής ζεύξης, δεν είχε ανατεθεί στη Femern κανένα ιδιαίτερο προνόμιο δημόσιας εξουσίας (βλ. σκέψεις 101 έως 103 κατωτέρω).

90      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι οι πληροφορίες που υπέβαλαν στην Επιτροπή οι δανικές αρχές κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας δεν συνιστούσαν στοιχεία τα οποία, εξεταζόμενα μεμονωμένα ή στο σύνολό τους, θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη διαπίστωση ότι το σύνολο των επίμαχων δραστηριοτήτων της Femern, ήτοι η κατασκευή και η εκμετάλλευση της σταθερής ζεύξης, συνδέονται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας.

91      Ως εκ τούτου, είναι βάσιμο το συμπέρασμα της Επιτροπής στην αιτιολογική σκέψη 191 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι δραστηριότητες της Femern, λαμβανομένων υπόψη της φύσης τους, του αντικειμένου τους και των κανόνων στους οποίους υπόκεινται, δεν συνιστούν, αυτές καθ’ εαυτές, δραστηριότητες που εμπίπτουν στην άσκηση δημόσιας εξουσίας.

2)      Επί της δεύτερης επιμέρους αιτιάσεως, με την οποία προσάπτεται στην Επιτροπή ότι κακώς διαπίστωσε ότι δεν παρασχέθηκε στη Femern κανένα ιδιαίτερο προνόμιο δημόσιας εξουσίας

92      Με τη δεύτερη επιμέρους αιτίασή του, η οποία προβάλλεται επικουρικώς, το Βασίλειο της Δανίας προσάπτει στην Επιτροπή ότι εσφαλμένως έκρινε ότι τα καθήκοντα που ανατίθενται στη Femern υπό την ιδιότητά της ως οδικής αρχής και ως διαχειρίστριας της σιδηροδρομικής υποδομής καθώς και η κατάρτιση των σχεδίων ασφαλείας της σταθερής ζεύξης δεν συνιστούν δραστηριότητες οι οποίες συνδέονται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας.

93      Με τη γραπτή απάντησή της στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, η Επιτροπή επισήμανε επ’ αυτού ότι δεν εξέτασε επισταμένα τις συγκεκριμένες δραστηριότητες της Femern για τις οποίες κάνει λόγο το Βασίλειο της Δανίας στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, διότι κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας οι δανικές αρχές επικαλέστηκαν αποκλειστικώς και μόνον ότι το έργο της σταθερής ζεύξης έπρεπε, στο σύνολό του, να θεωρηθεί ότι συναρτάται με προνόμια δημόσιας εξουσίας, χωρίς ούτε να αναφερθούν ρητώς στις δραστηριότητες αυτές ούτε να προβάλουν αρκούντως ακριβή επιχειρήματα συναφώς.

94      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Βασίλειο της Δανίας υποστήριξε ότι, κατά τη διοικητική διαδικασία, προσκομίστηκαν στοιχεία σχετικά με τα καθήκοντα που ανατίθενται στη Femern υπό την ιδιότητά της ως οδικής αρχής και υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας της σιδηροδρομικής υποδομής, καθώς και με την κατάρτιση των σχεδίων ασφαλείας της σταθερής ζεύξης, και ότι η Επιτροπή, η οποία φέρει το βάρος αποδείξεως της ύπαρξης κρατικής ενίσχυσης κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, όφειλε να ζητήσει συμπληρωματικές πληροφορίες.

95      Ως προς το ζήτημα αυτό, υπογραμμίζεται ότι ναι μεν η Επιτροπή είναι εκείνη που υποχρεούται να αποδείξει ότι ένα μέτρο πληροί τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση, πλην όμως, εν συνεχεία, εναπόκειται στο κράτος μέλος το οποίο χορήγησε ή προτίθεται να χορηγήσει την ενίσχυση να αποδείξει ότι ο ως άνω χαρακτηρισμός δεν προσήκει στην περίπτωση του επίμαχου μέτρου.

96      Επομένως, όταν η Επιτροπή εκτιμά ότι ένας φορέας ασκεί οικονομικές δραστηριότητες, προκειμένου να της δοθεί η δυνατότητα να ελέγξει αν ορισμένες δραστηριότητες του φορέα πρέπει να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ για τον λόγο ότι συνδέονται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας, το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος οφείλει, στο πλαίσιο του καθήκοντος καλόπιστης συνεργασίας μεταξύ κρατών μελών και θεσμικών οργάνων, όπως αυτό απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΕΕ, να επικαλεστεί ρητώς την ύπαρξη τέτοιων δραστηριοτήτων και να παράσχει εμπεριστατωμένες εξηγήσεις ως προς τη νομοθεσία που διέπει τις δραστηριότητες αυτές, καθώς και όλα τα στοιχεία βάσει των οποίων η Επιτροπή θα μπορέσει να εξακριβώσει αν πρόκειται πράγματι για δραστηριότητες που συναρτώνται με προνόμια δημόσιας εξουσίας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή και Ισπανία κατά Κυβέρνησης του Γιβραλτάρ και Ηνωμένου Βασιλείου, C‑106/09 P και C‑107/09 P, EU:C:2011:732, σκέψεις 146 και 147).

97      Συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι παρέλειψε να λάβει υπόψη πληροφοριακά στοιχεία που θα μπορούσαν να της έχουν προσκομιστεί κατά τη διοικητική διαδικασία, αλλά δεν προσκομίστηκαν, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν υποχρεούται να εξετάζει αυτεπαγγέλτως και βάσει εικασιών στοιχεία τα οποία θα μπορούσαν να της είχαν υποβληθεί [βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 9ης Σεπτεμβρίου 2009, Holland Malt κατά Επιτροπής, T‑369/06, EU:T:2009:319, σκέψη 152, και της 6ης Απριλίου 2022, Mead Johnson Nutrition (Asia Pacific) κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑508/19, EU:T:2022:217, σκέψη 106].

98      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι στο από 14 Ιουνίου 2019 έγγραφό της προς τις δανικές αρχές, το οποίο περιελήφθη αυτούσιο και στην απόφαση κίνησης της επίσημης διαδικασίας, η Επιτροπή εξέθεσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 84 έως 89, για ποιους λόγους, κατόπιν μιας prima facie ανάλυσης, έπρεπε να γίνει δεκτό ότι η Femern ασκεί οικονομική δραστηριότητα. Ειδικότερα, στην αιτιολογική σκέψη 85, η Επιτροπή εξήγησε ότι το γεγονός ότι το σχέδιο σταθερής ζεύξης επιδιώκει σκοπούς γενικού συμφέροντος δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι πρόκειται για δραστηριότητα που εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας. Επιπλέον, στην αιτιολογική σκέψη 86, η Επιτροπή έκρινε επίσης ότι το γεγονός ότι η χορήγηση, από δύο κυρίαρχα κράτη, αδειών για την κατασκευή υποδομής διασυνοριακών μεταφορών εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι οι ίδιες οι υπηρεσίες μεταφορών ή η κατασκευή της υποδομής εμπίπτουν επίσης στην άσκηση δημόσιας εξουσίας.

99      Είναι αληθές ότι, όπως ανέφερε το Βασίλειο της Δανίας κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 84 έως 89 του εγγράφου της 14ης Ιουνίου 2019, εξέφρασε ορισμένες αμφιβολίες ως προς τη δυνατότητα χαρακτηρισμού της δραστηριότητας της Femern ως οικονομικής δραστηριότητας. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή κάλεσε τις δανικές αρχές να της παράσχουν, ενημερωμένα και πλήρη, όλα τα σχετικά έγγραφα και στοιχεία ώστε να μπορέσει να συνεχίσει, μεταξύ άλλων, την αξιολόγηση του οικονομικού, ή μη, χαρακτήρα της δραστηριότητας της Femern.

100    Απαντώντας στην πρόσκληση αυτή, οι δανικές αρχές ανέπτυξαν, με τις από 26 Αυγούστου 2019 παρατηρήσεις τους επί της αποφάσεως κίνησης της επίσημης διαδικασίας, μια επιχειρηματολογία προβάλλοντας, ως κύριο ισχυρισμό, ότι οι δραστηριότητες της Femern έπρεπε, στο σύνολό τους, να θεωρηθούν ότι συναρτώνται με προνόμια δημόσιας εξουσίας και, ως επικουρικό ισχυρισμό, ότι μόνον η δραστηριότητα εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης έπρεπε να θεωρηθεί ως δραστηριότητα οικονομικής φύσης.

101    Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, με τις προαναφερθείσες παρατηρήσεις, οι δανικές αρχές δεν επικαλέστηκαν ρητώς ότι τα καθήκοντα που ανατίθενται στη Femern υπό την ιδιότητά της ως οδικής αρχής και υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας της σιδηροδρομικής υποδομής καθώς και όσον αφορά την κατάρτιση των σχεδίων ασφαλείας της σταθερής ζεύξης πρέπει να θεωρηθούν ότι συνδέονται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας, με συνέπεια να πρέπει το σχετικό κόστος να εξαιρεθεί από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

102    Αφενός, όσον αφορά τα καθήκοντα που ανατίθενται στη Femern υπό την ιδιότητά της ως διαχειρίστριας της σιδηροδρομικής υποδομής καθώς και όσον αφορά την κατάρτιση των σχεδίων ασφαλείας, διαπιστώνεται ότι οι δανικές αρχές δεν έκαναν σχετική μνεία ούτε στις από 26 Αυγούστου παρατηρήσεις τους επί της αποφάσεως κίνησης της επίσημης διαδικασίας ούτε στις παρατηρήσεις επί των σχολίων που υπέβαλαν τα ενδιαφερόμενα μέρη κατά την επίσημη διαδικασία έρευνας στις 4 Οκτωβρίου 2019. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν είναι δυνατόν να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι παρέλειψε να εξετάσει, κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας, αν τα καθήκοντα διαχειριστή της σιδηροδρομικής υποδομής και η κατάρτιση των σχεδίων ασφαλείας της σταθερής ζεύξης έπρεπε να εξαιρεθούν από το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, για τον λόγο ότι οι σχετικές δραστηριότητες έπρεπε να θεωρηθούν ως συνυφασμένες με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας.

103    Αφετέρου, όσον αφορά τα καθήκοντα που ανατίθενται στη Femern υπό την ιδιότητά της ως οδικής αρχής, επισημαίνεται ότι οι δανικές αρχές δεν αναφέρθηκαν ειδικώς σε αυτά με τις από 26 Αυγούστου 2019 παρατηρήσεις τους. Πιο συγκεκριμένα, έγινε αναφορά στα καθήκοντα αυτά ως παράδειγμα «δημόσιας ευθύνης» της Femern, παράδειγμα το οποίο παρατέθηκε προς στήριξη γενικότερης επιχειρηματολογίας προκειμένου να καταδειχθεί ότι οι δραστηριότητες της Femern θα έπρεπε, λόγω της φύσης τους, να θεωρηθούν στο σύνολό τους ως συνυφασμένες με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας. Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι από τα στοιχεία τα οποία απέστειλαν στην Επιτροπή οι δανικές αρχές κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας δεν ήταν δυνατόν να συναχθεί ότι η δραστηριότητα αυτή συνδέεται με τέτοια προνόμια. Πράγματι, το σημείο 25 του νόμου για την κατασκευή του έργου, στο οποίο παραπέμπει η υποσημείωση 12 των από 26 Αυγούστου 2019 παρατηρήσεων επί της αποφάσεως κίνησης της επίσημης διαδικασίας, ορίζει απλώς, στην πρώτη παράγραφό του, ότι η διαχείριση της οδικής σύνδεσης της μίας ακτής με την άλλη διέπεται τον νόμο για τις δημόσιες οδούς και ότι η Femern είναι η οδική αρχή. Βεβαίως, στις προπαρασκευαστικές εργασίες του νόμου για την κατασκευή του έργου, τις οποίες η Επιτροπή είχε στη διάθεσή της κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας, αναφέρεται ότι «προτείνεται η Femern να αναλάβει τη διαχείριση των οδικών συνδέσεων που σχετίζονται με τη ζεύξη των ακτών και μνημονεύονται στο άρθρο 1, σε συνδυασμό με το άρθρο 38, του νόμου για τις δημόσιες οδούς» και ότι, «[κ] ατά συνέπεια, η Femern θα είναι η οδική αρχή κατά την έννοια της νομοθεσίας για τις δημόσιες οδούς και θα έχει εξουσία λήψης αποφάσεων κατ’ εφαρμογήν του νόμου για τις δημόσιες οδούς και των ρυθμίσεων που εκδίδονται βάσει αυτού». Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα στοιχεία που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή κατά την επίσημη διαδικασία έρευνας δεν περιείχαν καμία διευκρίνιση ως προς τυχόν προνόμια των οποίων απολαύουν οι οδικές αρχές έναντι τρίτων, ιδίως όσον αφορά τη φύση και το περιεχόμενο της «εξουσίας λήψης αποφάσεων» την οποία έχουν οι εν λόγω αρχές. Άλλωστε, το Βασίλειο της Δανίας παραδέχθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι δεν κοινοποίησε στην Επιτροπή κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας έρευνας τον νόμο για τις δημόσιες οδούς. Εξάλλου, επισημαίνεται ότι, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αυτής, οι δανικές αρχές δεν επικαλέστηκαν ρητώς ότι τα καθήκοντα που ανατίθενται στη Femern υπό την ιδιότητά της ως οδικής αρχής έπρεπε να συνδεθούν με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας. Συνεπώς, δεν είναι δυνατόν να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι παρέλειψε να εξετάσει λεπτομερώς τα ως άνω καθήκοντα.

104    Από τις ανωτέρω σκέψεις συνάγεται ότι, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, δεν ήταν εσφαλμένο το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 194 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δηλαδή ότι δεν έχουν παρασχεθεί στη Femern ιδιαίτερα προνόμια δημόσιας εξουσίας.

105    Κατά συνέπεια, είναι απορριπτέα η δεύτερη επιμέρους αιτίαση που προβάλλεται επικουρικώς από το Βασίλειο της Δανίας.

106    Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η αιτίαση περί παράλειψης της Επιτροπής να λάβει υπόψη διαθέσιμες πληροφορίες βάσει των οποίων ορισμένες δραστηριότητες της Femern μπορούσαν να συνδεθούν με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας.

γ)      Επί της δεύτερης αιτιάσεως, με την οποία προσάπτεται στην Επιτροπή ότι κακώς έλαβε υπόψη την ύπαρξη εναλλακτικών υπηρεσιών, υποκατάστατων της σταθερής ζεύξης 

107    Το Βασίλειο της Δανίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, στο πλαίσιο της εξέτασης στην οποία προέβη προκειμένου να διαπιστώσει αν οι δραστηριότητες της Femern συνδέονται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας, υπέπεσε σε σφάλμα αποδίδοντας σημασία στο γεγονός ότι ιδιωτικός φορέας παρέχει υπηρεσίες πορθμείων οι οποίες θεωρούνται ως εναλλακτική προς τις υπηρεσίες της Femern. Κατά το Βασίλειο της Δανίας, το ότι ιδιωτικός φορέας παρέχει εναλλακτικές υπηρεσίες δεν θα πρέπει να επηρεάζει τη διαπίστωση ότι οι δραστηριότητες της Femern συνδέονται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας.

108    Το Βασίλειο της Δανίας ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι οι δραστηριότητες κατασκευής και εκμετάλλευσης οδικών και σιδηροδρομικών υποδομών εμπίπτουν στην άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας και ότι η ύπαρξη σχέσης υποκατάστασης μεταξύ των υποδομών αυτών και των εναλλακτικών τρόπων μεταφοράς δεν θα έπρεπε να θέτει εν αμφιβόλω την ως άνω διαπίστωση. Δεδομένου ότι η διάθεση των δανικών οδικών και σιδηροδρομικών δικτύων δεν εμπίπτει στο άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το Βασίλειο της Δανίας θεωρεί επίσης ότι η Επιτροπή δεν παρέσχε επαρκή στοιχεία για να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους οι δραστηριότητες της Femern διαφέρουν από τη διάθεση των προαναφερθέντων δικτύων.

109    Κατά το Βασίλειο της Δανίας, η καθιέρωση συστήματος πληρωμής για τη χρήση οδικής υποδομής από τους χρήστες δεν μπορεί να αποτελεί καθοριστικό στοιχείο για τον χαρακτηρισμό της διάθεσης της υποδομής αυτής ως άσκησης οικονομικής δραστηριότητας σε ανταγωνισμό με τους ιδιωτικούς φορείς που προτείνουν εναλλακτικές λύσεις σε σχέση με το οδικό δίκτυο.

110    Το Βασίλειο της Δανίας ισχυρίζεται ότι, στην απόφαση για την κατασκευή του έργου, η Επιτροπή έκρινε ότι, δεδομένου ότι η διαχείριση και η εκμετάλλευση του εθνικού σιδηροδρομικού δικτύου γινόταν σε κλειστή αγορά χωρίς ανταγωνισμό, οι δημόσιες χρηματοδοτήσεις που χορηγήθηκαν στη Femern Landanlaeg δεν ήταν ικανές να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, παρότι κάποιες αεροπορικές συνδέσεις ή κάποια δρομολόγια πορθμείων μπορούσαν να αποτελέσουν εναλλακτικές λύσεις σε σχέση με ορισμένες σιδηροδρομικές συνδέσεις. Ως εκ τούτου, το Βασίλειο της Δανίας είναι της άποψης ότι το κριτήριο της δυνατότητας υποκατάστασης το οποίο εφάρμοσε η Επιτροπή κατά την εξέταση των υπηρεσιών σιδηροδρομικών μεταφορών της Femern είναι διαφορετικό και αυστηρότερο από εκείνο που έλαβε υπόψη όταν εξέτασε συνολικά το δανικό δημόσιο σιδηροδρομικό δίκτυο.

111    Η Επιτροπή αμφισβητεί την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

112    Από την εξέταση της τρίτης αιτιάσεως στις σκέψεις 74 έως 106 της παρούσας αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή μπορούσε βασίμως να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν συναγόταν ότι οι δραστηριότητες της Femern, αυτές καθ’ εαυτές, ενέπιπταν στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και ότι είχαν ανατεθεί στη Femern προνόμια δημόσιας εξουσίας. Επομένως, η επιχειρηματολογία του Βασιλείου της Δανίας στο πλαίσιο της υπό κρίση αιτιάσεως στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι οι δραστηριότητες κατασκευής και εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης συνδέονται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας.

113    Εξάλλου, αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει το Βασίλειο της Δανίας, δεν είναι δυνατόν να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι κακώς εξέτασε αν, στο πλαίσιο της εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης, οι υπηρεσίες που θα προσφέρει η Femern μπορούν να υποκαταστήσουν εκείνες τις οποίες παρέχουν φορείς κερδοσκοπικού χαρακτήρα σε δεδομένη αγορά. Πράγματι, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, η Επιτροπή εφαρμόζει ένα κριτήριο βάσει του οποίου μπορεί να προσδιορίσει αν η συγκεκριμένη δραστηριότητα εκμετάλλευσης συνιστά οικονομική δραστηριότητα (πρβλ. αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, MOTOE, C‑49/07, EU:C:2008:376, σκέψη 27, και της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 46).

114    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή όφειλε να προβεί σε εμπεριστατωμένη εξέταση των χαρακτηριστικών του δανικού οδικού και σιδηροδρομικού δικτύου προκειμένου να διαπιστώσει αν οι δραστηριότητες κατασκευής και εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης συνδέονταν με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας, διαπιστώνεται ότι το Βασίλειο της Δανίας δεν εισέφερε στη δικογραφία στοιχεία από τα οποία να μπορεί να συναχθεί ότι, στο σύνολό τους, οι δραστηριότητες κατασκευής ή εκμετάλλευσης των οδικών και σιδηροδρομικών δικτύων συνδέονται πράγματι με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας. Επιπλέον, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η προσβαλλόμενη απόφαση αφορά αποκλειστικώς τη χρηματοδότηση της σταθερής ζεύξης και όχι τη χρηματοδότηση του συνόλου των δανικών οδικών και σιδηροδρομικών δικτύων, οπότε τα χαρακτηριστικά των δικτύων αυτών δεν ασκούν επιρροή κατά την εκτίμηση του ζητήματος αν οι επίμαχες εν προκειμένω δραστηριότητες της Femern είναι οικονομικής φύσης. Συνεπώς, το επιχείρημα του Βασιλείου της Δανίας δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

115    Όσον αφορά το επιχείρημα με το οποίο προσάπτεται στην Επιτροπή ότι χρησιμοποίησε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, κριτήριο υποκατάστασης αυστηρότερο από εκείνο που είχε ληφθεί υπόψη στην απόφαση για την κατασκευή του έργου, με συνέπεια η επακόλουθη εκτίμηση στην προκειμένη περίπτωση να είναι ανεπαρκής και αντιφατική, αρκεί η επισήμανση ότι η ύπαρξη υποκατάστατων υπηρεσιών μεταφοράς δεν αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για την κατάφαση της ύπαρξης δραστηριοτήτων συνυφασμένων με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας. Εν πάση περιπτώσει, αντιθέτως προς τα όσα ισχυρίζεται το Βασίλειο της Δανίας, διαπιστώνεται ότι ούτε στην απόφαση για την κατασκευή του έργου ούτε στις αποφάσεις της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Scandlines Danmark και Scandlines Deutschland κατά Επιτροπής (T‑630/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:942), και της 13ης Δεκεμβρίου 2018, Stena Line Scandinavia κατά Επιτροπής (T‑631/15, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:944), τέθηκε ζήτημα ενδεχόμενου ανταγωνισμού μεταξύ των σιδηροδρομικών συνδέσεων και των φορέων εκμετάλλευσης πορθμείων ή αεροπορικών συνδέσεων, οπότε η σχετική επιχειρηματολογία του Βασιλείου της Δανίας δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

116    Είναι δε απορριπτέο και το επιχείρημα ότι η καθιέρωση συστήματος πληρωμής για τη χρήση οδικής υποδομής από τους χρήστες δεν αποτελεί καθοριστικό κριτήριο για τον χαρακτηρισμό της διάθεσης της υποδομής ως οικονομικής δραστηριότητας λόγω της ύπαρξης σχέσης υποκατάστασης σε αγορά στην οποία δραστηριοποιούνται φορείς κερδοσκοπικού χαρακτήρα που προτείνουν εναλλακτικές λύσεις σε σχέση με το οδικό δίκτυο. Τούτο διότι, όπως θα διευκρινιστεί με τις σκέψεις 148 έως 153 κατωτέρω στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως, η καταβολή τελών συνιστά στοιχείο το οποίο, καίτοι όχι καθοριστικό, ασκεί πάντως επιρροή για τον χαρακτηρισμό της διάθεσης της υποδομής ως οικονομικής δραστηριότητας, οπότε μπορούσε βασίμως να ληφθεί υπόψη από την Επιτροπή.

117    Πέραν τούτου, δεδομένου ότι ήταν βάσιμη η διαπίστωση της Επιτροπής ότι δεν είχε παρασχεθεί στη Femern κανένα ιδιαίτερο προνόμιο δημόσιας εξουσίας, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει η επιχειρηματολογία με την οποία επιδιώκεται να γίνει σύγκριση ανάμεσα στη σχέση υποκατάστασης μεταξύ των υποδομών μεταφοράς και των εναλλακτικών τρόπων μεταφοράς και στη σχέση υποκατάστασης που υφίσταται μεταξύ, αφενός, των δραστηριοτήτων της αστυνομίας και της δικαιοσύνης και, αφετέρου, των δραστηριοτήτων των εταιριών ιδιωτικής ασφαλείας και της διαιτησίας. Επισημαίνεται συναφώς ότι οι δραστηριότητες της αστυνομίας και της δικαιοσύνης εμπίπτουν, ως εκ της φύσης τους, στη σφαίρα της δημόσιας εξουσίας, εφόσον προϋποθέτουν τη χρήση προνομίων που δεν υπόκεινται στους γενικούς κανόνες δικαίου και προνομίων δημόσιας εξουσίας τα οποία είναι δεσμευτικά έναντι των πολιτών και των επιχειρήσεων. Τούτο δεν συμβαίνει στην περίπτωση των δραστηριοτήτων των επιχειρήσεων ιδιωτικής ασφάλειας ούτε και της δραστηριότητας της διαιτησίας. Η ίδια διαπίστωση ισχύει και όσον αφορά τις δραστηριότητες κατασκευής και εκμετάλλευσης υποδομής μεταφορών όπως η σταθερή ζεύξη.

118    Κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση περί σφάλματος της Επιτροπής διότι έλαβε υπόψη την ύπαρξη υπηρεσιών δυνάμενων να υποκαταστήσουν τη σταθερή ζεύξη.

119    Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι είναι απορριπτέο στο σύνολό του το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προσάπτεται στην Επιτροπή ότι κακώς έκρινε ότι οι δραστηριότητες της Femern δεν προϋποθέτουν την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας.

2.      Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά τη φερόμενη ως εσφαλμένη διαπίστωση ότι η Femern ανταγωνίζεται άλλες επιχειρήσεις στην αγορά όπου παρέχει υπηρεσίες μεταφοράς

120    Το Βασίλειο της Δανίας, υποστηριζόμενο από το Βασίλειο του Βελγίου, ισχυρίζεται ότι η σταθερή ζεύξη δεν βρίσκεται σε σχέση ανταγωνισμού με τους φορείς εκμετάλλευσης πορθμείων, όπως ακριβώς η σιδηροδρομική υποδομή δεν βρίσκεται σε σχέση άμεσου ανταγωνισμού με τις οδικές μεταφορές, τα λεωφορεία ή τους αερολιμένες.

121    Κατά το Βασίλειο της Δανίας, όποια τυχόν αποτελέσματα υπάρχουν επί του ανταγωνισμού απορρέουν από την απόφαση για την υλοποίηση του έργου της σταθερής ζεύξης η οποία εμπίπτει στην άσκηση δημόσιας εξουσίας. Επομένως, η συνύπαρξη εμπορικών δραστηριοτήτων με δραστηριότητες που προϋποθέτουν την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας δεν σημαίνει αυτομάτως ότι οι δεύτερες συνιστούν οικονομικές δραστηριότητες.

122    Επιπλέον, το Βασίλειο της Δανίας θεωρεί ότι, ακόμη και αν οι δραστηριότητες της Femern δεν θεωρούνταν συνυφασμένες με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας, η Femern ούτως ή άλλως δεν ανταγωνίζεται τους φορείς εκμετάλλευσης πορθμείων. Υπό την έννοια αυτή, το Βασίλειο της Δανίας υπογραμμίζει ότι η αποστολή της Femern συνίσταται στην κατασκευή και τη λειτουργία της σταθερής ζεύξης με τρόπο που να καθιστά δυνατή τη βελτιστοποίηση των μακροοικονομικών οφελών. Συνεπώς, το ότι οι δραστηριότητές της ενδέχεται να έχουν αντίκτυπο στην εθνική οικονομία και στις όμορες αγορές, και δη στην αγορά των υπηρεσιών που παρέχουν οι φορείς εκμετάλλευσης πορθμείων, δεν σημαίνει ότι μπορεί να γίνει δεκτό ότι, στο πλαίσιο της κατασκευής και της λειτουργίας της σταθερής ζεύξης, η Femern ανταγωνίζεται ιδιωτικές επιχειρήσεις σε αγορά παροχής υπηρεσιών μεταφορών.

123    Το Βασίλειο της Δανίας υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, κατά το στάδιο του σχεδιασμού και της κατασκευής της σταθερής ζεύξης δεν μπορεί να γίνει λόγος για ανταγωνισμό μεταξύ της Femern και άλλων φορέων στο πλαίσιο αγοράς υπηρεσιών μεταφορών.

124    Το Βασίλειο του Βελγίου θεωρεί ότι δεν υφίσταται ανταγωνισμός με τα ιδιωτικά πορθμεία, στο μέτρο που η δημόσια παρέμβαση περιορίζεται στην κάλυψη των κενών της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.

125    Η Επιτροπή αμφισβητεί την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

126    Υπενθυμίζεται επ’ αυτού ότι, κατά πάγια νομολογία, ως επιχείρηση για τους σκοπούς της εφαρμογής των περί ανταγωνισμού διατάξεων του δικαίου της Ένωσης νοείται κάθε φορέας που ασκεί οικονομική δραστηριότητα και ως οικονομική δραστηριότητα νοείται κάθε δραστηριότητα προσφοράς αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά (αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Mitteldeutsche Flughafen και Flughafen Leipzig-Halle κατά Επιτροπής, C‑288/11 P, EU:C:2012:821, σκέψη 50, και της 24ης Μαρτίου 2022, GVN κατά Επιτροπής, C‑666/20 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2022:225, σκέψη 69).

127    Εν προκειμένω, στην αιτιολογική σκέψη 193 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι υφίσταται αγορά υπηρεσιών μεταφορών για τη διέλευση του πορθμού Fehmarn, όπου δραστηριοποιείται ήδη φορέας εκμετάλλευσης πορθμείων, ο οποίος είναι επιχείρηση που λειτουργεί υπό συνθήκες αγοράς. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή έκρινε ότι οι υπηρεσίες μεταφορών τις οποίες παρέχει η Femern ανταγωνίζονται τις υπηρεσίες μεταφορών που προσφέρει ο φορέας εκμετάλλευσης πορθμείων.

128    Αφενός, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το Βασίλειο της Δανίας δεν αμφισβητεί την ύπαρξη αγοράς υπηρεσιών για τη διέλευση του πορθμού Fehmarn μεταξύ Rødby και Puttgarden, οι οποίες παρέχονται από φορέα εκμετάλλευσης πορθμείων, και αναγνωρίζει ότι η θέση σε λειτουργία της σταθερής ζεύξης θα έχει επίσης αντίκτυπο σε διάφορα είδη επιχειρήσεων, όπως οι φορείς εκμετάλλευσης πορθμείων, οι επιχειρήσεις μεταφορών με λεωφορεία ή ακόμη οι επιχειρήσεις οδικών εμπορευματικών μεταφορών.

129    Αφετέρου, ενώ το Βασίλειο της Δανίας αμφισβητεί την ύπαρξη ανταγωνιστικής σχέσης μεταξύ των υπηρεσιών της Femern και των υπηρεσιών που παρέχει ο φορέας εκμετάλλευσης πορθμείων, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από την οικονομική ανάλυση της Femern για το έτος 2016, το επίπεδο των τιμών αποτελεί στοιχείο το οποίο λαμβάνεται υπόψη από τον καταναλωτή κατά την επιλογή του να χρησιμοποιήσει, για τη διέλευση του πορθμού Fehmarn, τη σταθερή ζεύξη ή τα πορθμεία.

130    Επομένως, διαπιστώνεται ότι υπάρχει σχέση υποκατάστασης μεταξύ των υπηρεσιών που θα προσφέρει η Femern και των υπηρεσιών τις οποίες παρέχει ο φορέας εκμετάλλευσης των πορθμείων. Ως εκ τούτου, όπως ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, ακόμη και αν η Femern και ο φορέας εκμετάλλευσης πορθμείων προσφέρουν υπηρεσίες των οποίων τα χαρακτηριστικά διαφέρουν από ορισμένες απόψεις, πρέπει να γίνει δεκτό ότι δραστηριοποιούνται στην ίδια αγορά, ήτοι στην αγορά των υπηρεσιών μεταφοράς για τη διέλευση του πορθμού Fehmarn, όπου οι καταναλωτές θα έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν, στην πιθανή περίπτωση που δεν εκλείψουν οι υπηρεσίες τις οποίες προσφέρει ο φορέας εκμετάλλευσης πορθμείων αφού τεθεί σε λειτουργία η σταθερή ζεύξη, μεταξύ των υπηρεσιών του εν λόγω φορέα εκμετάλλευσης και εκείνων που παρέχει η Femern στο πλαίσιο της εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης.

131    Επιπλέον, επισημαίνεται ότι το Βασίλειο της Δανίας δεν αμφισβητεί ότι συντρέχει και το άλλο ενδεχόμενο, για το οποίο γίνεται λόγος στις αιτιολογικές σκέψεις 237 και 360 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δηλαδή η θέση σε λειτουργία της σταθερής ζεύξης να έχει ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση των υπηρεσιών πορθμείων για το δρομολόγιο μεταξύ Rødby και Puttgarden. Η ως άνω παραδοχή επιβεβαιώνει όμως την ύπαρξη σχέσης υποκατάστασης μεταξύ, αφενός, των υπηρεσιών του φορέα εκμετάλλευσης πορθμείων ο οποίος εκτελεί το συγκεκριμένο δρομολόγιο και, αφετέρου, των υπηρεσιών που θα προσφέρει η Femern.

132    Συνεπώς, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, αντιθέτως προς τα όσα ισχυρίζεται το Βασίλειο της Δανίας, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι υπηρεσίες τις οποίες θα παρέχει η Femern στο πλαίσιο της εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης θα ανταγωνίζονται άμεσα τις υπηρεσίες που προσφέρει, για τη διέλευση του πορθμού Fehmarn, άλλος πάροχος υπηρεσιών μεταφοράς, ήτοι ο φορέας εκμετάλλευσης πορθμείων ο οποίος εκτελεί το δρομολόγιο μεταξύ Rødby και Puttgarden και αποτελεί επιχείρηση κερδοσκοπικού χαρακτήρα, όπερ δεν αμφισβητείται από το Βασίλειο της Δανίας.

133    Εξάλλου, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή προσδιόρισε και μια ευρύτερη αγορά υπηρεσιών μεταφορών, ήτοι την αγορά των μεταφορικών συνδέσεων που συνιστούν εναλλακτική λύση για τη διέλευση του πορθμού Fehmarn. Υπό την έννοια αυτή, από τον συνδυασμό των αιτιολογικών σκέψεων 193 και 237 της προσβαλλομένης αποφάσεως συνάγεται ότι η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη την αγορά των υπηρεσιών μεταφορών για τη διέλευση της Δυτικής Βαλτικής Θάλασσας, ήτοι τις συνδέσεις μεταξύ Δανίας, Γερμανίας και Σουηδίας, όπου δραστηριοποιούνται επίσης φορείς εκμεταλλεύσεως πορθμείων, μέρος της οποίας, όπως προκύπτει από την οικονομική ανάλυση της Femern για το έτος 2016, θα μπορούσε να απορροφηθεί από τη σταθερή ζεύξη.

134    Είναι δε απορριπτέα η επιχειρηματολογία σύμφωνα με την οποία η Femern δεν θα μπορούσε να ανταγωνίζεται άλλους παρόχους μεταφορών λόγω εκτιμήσεων σχετικών με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας.

135    Αφενός, η σχετική επιχειρηματολογία δεν μπορεί να ευδοκιμήσει στον βαθμό που το Βασίλειο της Δανίας υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται ανταγωνισμός μεταξύ της σταθερής ζεύξης και των φορέων εκμετάλλευσης πορθμείων για τον λόγο ότι τα αποτελέσματα της έναρξης λειτουργίας της ζεύξης επί του ανταγωνισμού απορρέουν από απόφαση των δημοσίων αρχών η οποία έχει ληφθεί στο πλαίσιο της άσκησης των προνομίων τους δημόσιας εξουσίας. Πράγματι, επισημαίνεται ότι το γεγονός ότι κράτος μέλος κάνει χρήση τέτοιων προνομίων για να συστήσει φορέα υπεύθυνο για την κατασκευή και τη λειτουργία υποδομής δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην ότι οι δραστηριότητες του φορέα αυτού συνδέονται επίσης με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας.

136    Αφετέρου, στον βαθμό που το Βασίλειο της Δανίας υποστηρίζει ότι τα όποια τυχόν αποτελέσματα των δραστηριοτήτων της Femern επί του ανταγωνισμού δεν ασκούν επιρροή λόγω του ότι πρόκειται για δραστηριότητες που συνδέονται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας, η επιχειρηματολογία αυτή πρέπει να απορριφθεί. Ειδικότερα, όπως διαπιστώθηκε προηγουμένως (βλ. σκέψεις 74 έως 106 ανωτέρω), η Επιτροπή μπορούσε βασίμως, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, να διαπιστώσει ότι οι δραστηριότητες της Femern, αυτές καθ’ εαυτές, δεν ενέπιπταν στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και ότι, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων της δικογραφίας, δεν είχαν παρασχεθεί στη Femern προνόμια δημόσιας εξουσίας.

137    Ως προς το επιχείρημα ότι τα αποτελέσματα των δραστηριοτήτων της Femern στην εθνική οικονομία και στις όμορες αγορές δεν ασκούν επιρροή για τη διαπίστωση σχέσης ανταγωνισμού μεταξύ της Femern και των φορέων εκμετάλλευσης πορθμείων για τον λόγο ότι οι δραστηριότητες αυτές αποσκοπούν στη βελτιστοποίηση των μακροοικονομικών οφελών της Δανίας, επισημαίνεται ότι το Βασίλειο της Δανίας, προβάλλοντας το συγκεκριμένο επιχείρημα, είναι κατ’ ουσίαν ως εάν να ισχυρίζεται ότι η διαπίστωση ότι ένας φορέας ασκεί δραστηριότητες επιδιώκοντας σκοπό γενικού συμφέροντος αποκλείει το ενδεχόμενο να θεωρηθεί ότι ο φορέας αυτός ανταγωνίζεται επιχειρήσεις κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Όπως όμως προεκτέθηκε στη σκέψη 64 ανωτέρω, το ότι ανατίθενται σε έναν φορέα ορισμένα καθήκοντα γενικού συμφέροντος δεν σημαίνει ότι είναι αδύνατον οι επίμαχες δραστηριότητες να χαρακτηριστούν οικονομικές. Πράγματι, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το άρθρο 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ δεν διακρίνει τις κρατικές παρεμβάσεις ανάλογα με τις αιτίες ή τους σκοπούς τους, αλλά τις ορίζει σε συνάρτηση με τα αποτελέσματά τους [αποφάσεις της 2ας Ιουλίου 1974, Ιταλία κατά Επιτροπής, 173/73, EU:C:1974:71, σκέψη 27, και της 6ης Απριλίου 2022, Mead Johnson Nutrition (Asia Pacific) κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑508/19, EU:T:2022:217, σκέψη 80].

138    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι δεν υφίσταται ανταγωνισμός μεταξύ της Femern και των φορέων εκμετάλλευσης πορθμείων για τον λόγο ότι η δημόσια παρέμβαση περιορίζεται στην κάλυψη των κενών της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τη σκέψη 126 ανωτέρω, για να κριθεί αν ένας φορέας ασκεί οικονομική δραστηριότητα, η Επιτροπή οφείλει να αποδείξει ότι ο φορέας προσφέρει αγαθά ή υπηρεσίες σε δεδομένη αγορά ανταγωνιζόμενος επιχειρήσεις που επιδιώκουν κερδοσκοπικό σκοπό. Εν προκειμένω, όπως καθίσταται σαφές από την αιτιολογική σκέψη 193 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υφίσταται ήδη ιδιωτικός φορέας ο οποίος παρέχει υπηρεσίες για τη διέλευση του πορθμού Fehmarn. Ομοίως, υπάρχουν και ιδιωτικές επιχειρήσεις οι οποίες παρέχουν υπηρεσίες μεταφοράς σε άλλες συνδέσεις που αποτελούν εναλλακτική λύση για τη διέλευση του πορθμού.

139    Το επιχείρημα ότι δεν είναι δυνατόν η Femern δεν βρίσκεται σε σχέση ανταγωνισμού στην αγορά των υπηρεσιών μεταφορών κατά το στάδιο της κατασκευής της σταθερής ζεύξης πρέπει επίσης να απορριφθεί. Τούτο διότι, όπως θα διευκρινιστεί στο πλαίσιο της εξέτασης του δεύτερου λόγου ακυρώσεως στις σκέψεις 185 έως 207 κατωτέρω, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι οι δραστηριότητες κατασκευής και εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης ήταν αδιαχώριστες.

140    Από τις ανωτέρω σκέψεις συνάγεται ότι είναι απορριπτέο στο σύνολό του το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με το οποίο προσάπτεται στην Επιτροπή ότι κακώς διαπίστωσε ότι η Femern ανταγωνίζεται άλλους φορείς στην αγορά όπου παρέχει υπηρεσίες μεταφοράς.

3.      Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά τη φερόμενη ως εσφαλμένη διαπίστωση ότι η Femern είναι εμπορικός φορέας

141    Το Βασίλειο της Δανίας θεωρεί ότι η Femern δεν έχει τη δυνατότητα να εκμεταλλεύεται τη σταθερή ζεύξη ως φορέας που ενεργεί υπό συνθήκες οικονομίας της αγοράς και, ως εκ τούτου, η εκμετάλλευση της σταθερής ζεύξης δεν μπορεί να είναι εμπορικού χαρακτήρα. Υπό την έννοια αυτή, το Βασίλειο της Δανίας επισημαίνει ότι η Femern ενεργεί, ως προς τα ουσιώδη στοιχεία της δραστηριότητάς της, υπό τις εντολές του Δανού Υπουργού Μεταφορών, το οποίο θα είναι επίσης υπεύθυνο να καθορίσει το ύψος των διοδίων λαμβάνοντας υπόψη μακροοικονομικές και πολιτικές εκτιμήσεις, ενώ διευκρινίζει ακόμη ότι τα κέρδη της Femern θα διατίθενται για τη χρηματοδότηση υποδομών στη δανική επικράτεια. Το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου υποστηρίζει συναφώς ότι δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι η Femern ασκεί οικονομική δραστηριότητα, εφόσον, πρώτον, δεν υπόκειται στον κανόνα της μεγιστοποίησης των κερδών, δεύτερον, τα κέρδη της συμβάλλουν στη χρηματοδότηση της δημόσιας χερσαίας υποδομής και, τρίτον, δεν διαθέτει καμία αυτονομία στη λήψη αποφάσεων.

142    Επιπλέον, το Βασίλειο της Δανίας, υποστηριζόμενο από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, ισχυρίζεται ότι το γεγονός ότι οι δραστηριότητες της Femern χρηματοδοτούνται από τέλη που θα εισπράττονται από τους χρήστες δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι η Femern λειτουργεί σύμφωνα με τη λογική της αγοράς. Ειδικότερα, το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου υποστηρίζει ότι ο τρόπος χρηματοδότησης της σταθερής ζεύξης, ήτοι το αν χρηματοδοτείται από τη φορολογία ή από τους χρήστες, δεν αποτελεί κρίσιμο στοιχείο για τη διάκριση των μη οικονομικών από τις οικονομικές δραστηριότητες. Επιπλέον, το Βασίλειο της Δανίας είναι της άποψης ότι η Επιτροπή δεν έλαβε επαρκώς υπόψη την έλλειψη ελευθερίας ως προς τον καθορισμό των τιμών, η οποία αποτελεί κρίσιμη ένδειξη προκειμένου να διαπιστωθεί ότι η Femern δεν συνιστά επιχείρηση.

143    Εξάλλου, κατά το Βασίλειο της Δανίας, το ότι η Femern θα εισπράττει τέλη όταν θα τεθεί σε λειτουργία η σταθερή ζεύξη δεν θα πρέπει να έχει ως συνέπεια τη μετατροπή των δραστηριοτήτων της που είναι συνυφασμένες με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας σε δραστηριότητες οικονομικής φύσης.

144    Η Επιτροπή αμφισβητεί την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

145    Πρώτον, όσον αφορά τα επιχειρήματα με τα οποία υποστηρίζεται ότι η σταθερή ζεύξη δεν θα αποτελέσει αντικείμενο εμπορικής εκμετάλλευσης, υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με τη νομολογία σε υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων, δύνανται να χαρακτηριστούν ως οικονομικές δραστηριότητες οι υπηρεσίες εκείνες που παρέχονται συνήθως έναντι αμοιβής, διευκρινιζομένου ότι το ουσιώδες χαρακτηριστικό της αμοιβής έγκειται στο γεγονός ότι συνιστά το οικονομικό αντιστάθμισμα της επίμαχης παροχής (πρβλ. αποφάσεις της 27ης Ιουνίου 2017, Congregación de Escuelas Pías Provincia Betania, C‑74/16, EU:C:2017:496, σκέψη 47, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Havenbedrijf Antwerpen και Maatschappij van de Brugse Zeehaven κατά Επιτροπής, T‑696/17, EU:T:2019:652, σκέψη 75).

146    Επιπλέον πάντοτε στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων, το γεγονός ότι μια δραστηριότητα δεν ασκείται από ιδιωτικούς φορείς ή το γεγονός ότι δεν είναι αποδοτική δεν αποτελούν κατάλληλα κριτήρια για τις ανάγκες του χαρακτηρισμού της ως οικονομικής δραστηριότητας. Τούτο διότι, κατά πάγια νομολογία, αφενός, η έννοια της «επιχείρησης», στο πλαίσιο του δικαίου του ανταγωνισμού, καλύπτει κάθε φορέα που ασκεί οικονομική δραστηριότητα, ανεξάρτητα από το νομικό καθεστώς που τον διέπει και τον τρόπο της χρηματοδοτήσεώς του, και, αφετέρου, συνιστά οικονομική δραστηριότητα κάθε δραστηριότητα η οποία συνίσταται στην προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά (αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2001, Ambulanz Glöckner, C‑475/99, EU:C:2001:577, σκέψη 19, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Havenbedrijf Antwerpen et Maatschappij van de Brugse Zeehaven κατά Επιτροπής, T‑696/17, EU:T:2019:652, σκέψη 46). Επομένως, ο οικονομικός ή μη χαρακτήρας μιας δραστηριότητας δεν εξαρτάται ούτε από το αν ο φορέας που την ασκεί είναι ιδιωτικός ή δημόσιος ούτε από την αποδοτικότητα της δραστηριότητας (αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Mitteldeutsche Flughafen και Flughafen Leipzig-Halle κατά Επιτροπής, C‑288/11 P, EU:C:2012:821, σκέψη 50, και της 15ης Δεκεμβρίου 2016, Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑808/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:734, σκέψη 55).

147    Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των αρχών πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα που προβάλλονται από το Βασίλειο της Δανίας, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου.

148    Αντιθέτως προς τα όσα ισχυρίζονται κατ’ ουσίαν το Βασίλειο της Δανίας και το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, το γεγονός ότι η πρόσβαση στη σταθερή ζεύξη εξαρτάται από την καταβολή τελών συνιστά κρίσιμο στοιχείο για τον χαρακτηρισμό της εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης ως οικονομικής δραστηριότητας.

149    Διευκρινίζεται επ’ αυτού ότι οι σχετικές με τον ανταγωνισμό διατάξεις της Συνθήκης ΛΕΕ και, πιο συγκεκριμένα, οι κανόνες οι οποίοι διέπουν τις κρατικές ενισχύσεις δεν απαιτούν να επιβάλλεται από τα κράτη μέλη χρέωση για την πρόσβαση σε υποδομές μεταφοράς, αλλά αντιθέτως παρέχουν σε αυτά τη διακριτική ευχέρεια να επιλέξουν αν η πρόσβαση θα παρέχεται δωρεάν ή έναντι πληρωμής.

150    Συνεπώς, όταν το κράτος μέλος αποφασίζει, στο πλαίσιο της εφαρμογής της πολιτικής του στον τομέα των μεταφορών, ότι η διάθεση μιας υποδομής γίνεται δωρεάν προς το κοινό συμφέρον, τούτο μπορεί να αποτελεί ένδειξη προκειμένου να διαπιστωθεί ότι η υποδομή δεν αποτελεί αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης. Αντιθέτως, όταν το κράτος μέλος αποφασίζει, όπως εν προκειμένω, να εξαρτήσει την πρόσβαση στην υποδομή από την καταβολή τέλους προκειμένου να πραγματοποιηθούν έσοδα προοριζόμενα για ειδικό σκοπό, και δη για την αποπληρωμή της οφειλής που συνομολογήθηκε για τη χρηματοδότηση του σχεδιασμού και της κατασκευής της σταθερής ζεύξης, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 192 της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η υποδομή αποτελεί αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης (πρβλ. απόφαση της 24ης Μαρτίου 2011, Freistaat Sachsen και Land Sachsen-Anhalt κατά Επιτροπής, T‑443/08 και T‑455/08, EU:T:2011:117, σκέψεις 93 και 94).

151    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 192 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι η Femern παρέχει στους πολίτες και στις επιχειρήσεις υπηρεσία μεταφοράς έναντι καταβολής τέλους για τη χρήση του οδικού τμήματος και της σιδηροδρομικής υποδομής.

152    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως κρίνοντας, με την αιτιολογική σκέψη 194 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η λειτουργία της σταθερής ζεύξης διέπεται από οικονομική λογική δεδομένου ότι χρηματοδοτείται από τα τέλη χρήσης.

153    Επομένως, έχοντας διαπιστώσει, αφενός, στην αιτιολογική σκέψη 193 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η Femern θα προσφέρει, μεταξύ άλλων, υπηρεσίες στην αγορά των υπηρεσιών μεταφορών για τη διέλευση του πορθμού Fehmarn, όπου δραστηριοποιείται ήδη φορέας κερδοσκοπικού χαρακτήρα, και, αφετέρου, στις αιτιολογικές σκέψεις 192 και 194 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η πρόσβαση στη σταθερή ζεύξη θα εξαρτάται από την καταβολή στη Femern τελών που συνιστούν το αντιστάθμισμα για την παροχή υπηρεσιών, η Επιτροπή ορθώς κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δραστηριότητα εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης συνιστούσε οικονομική δραστηριότητα.

154    Το ως άνω συμπέρασμα δεν αναιρείται από το επιχείρημα του Βασιλείου της Δανίας, της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας και του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου ότι οι κανόνες στους οποίους υπόκειται η Femern δεν της επιτρέπουν να προβεί σε εμπορική εκμετάλλευση της σταθερής ζεύξης.

155    Υπενθυμίζεται επ’ αυτού ότι, για να αποκλειστεί ο οικονομικός χαρακτήρας μιας δραστηριότητας που συνίσταται στην προσφορά αγαθών ή υπηρεσιών σε δεδομένη αγορά, δεν αρκεί ο ισχυρισμός ότι ο φορέας εκμετάλλευσης της υποδομής δεν ενεργεί σε αμιγώς εμπορική βάση με σκοπό τη μεγιστοποίηση των κερδών, ότι θέτει το γενικό συμφέρον προ της απόδοσης της επένδυσης, ότι δεν έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα και ότι επανεπενδύει συστηματικά τα κέρδη του [πρβλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 2019, Chambre de commerce et d’industrie métropolitaine Bretagne-Ouest (port de Brest) κατά Επιτροπής,T‑754/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:270, σκέψη 80].

156    Επιπλέον, εφόσον ο οικονομικός ή μη χαρακτήρας μιας δραστηριότητας δεν εξαρτάται ούτε από το αν ο φορέας που την ασκεί είναι ιδιωτικός ή δημόσιος ούτε από την αποδοτικότητα της δραστηριότητας αυτής, συνάγεται ότι, ακόμη και αν τα έσοδα μιας δραστηριότητας πρέπει υποχρεωτικώς να επανεπενδύονται σε μη οικονομικές δραστηριότητες, οι αμειβόμενες δραστηριότητες συνιστούν συμμετοχή στην αγορά, ικανή να διακυβεύσει τους σκοπούς του δικαίου του ανταγωνισμού, οπότε η υποχρέωση επανεπένδυσης των εσόδων δεν εμποδίζει τον χαρακτηρισμό μιας δραστηριότητας ως οικονομικής (πρβλ. απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2013, Γερμανία κατά Επιτροπής, T‑347/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:418, σκέψη 50).

157    Συνεπώς, δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν τα επιχειρήματα ότι η Femern δεν επιδιώκει τον σκοπό της μεγιστοποίησης των κερδών της και ότι είναι υποχρεωμένη να επανεπενδύει τα κέρδη της για τη χρηματοδότηση των υποδομών. Επιπλέον, το γεγονός που επικαλείται το Βασίλειο της Δανίας, ότι το ύψος των τελών για τη χρήση της σταθερής ζεύξης δεν καθορίζεται βάσει λογικής της αγοράς, υπό την έννοια ότι η διάρθρωση των τιμών απέχει από τις πρακτικές που εφαρμόζουν στην αγορά οι ιδιωτικοί φορείς, δεν εμποδίζει τη διαπίστωση ότι η εκμετάλλευση της σταθερής ζεύξης συνιστά οικονομική δραστηριότητα.

158    Περαιτέρω, είναι επίσης απορριπτέο το επιχείρημα ότι η Femern ενεργεί, ως προς τα ουσιώδη στοιχεία, όπως η ημερομηνία έναρξης των εργασιών, υπό τις εντολές του Δανού Υπουργού Μεταφορών. Ο λόγος είναι ότι το ζήτημα αν οι επίμαχες δραστηριότητες τις οποίες ασκεί ένας φορέας έχουν οικονομικό χαρακτήρα είναι ανεξάρτητο από το ότι ένας ιδιώτης επενδυτής δεν θα ήταν σε θέση να τις ασκήσει υπό τους ίδιους όρους (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 16ης Ιουλίου 2014, Zweckverband Tierkörperbeseitigung κατά Επιτροπής, T‑309/12, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:676, σκέψη 76).

159    Επιπλέον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι η Επιτροπή δεν έλαβε επαρκώς υπόψη την έλλειψη ελευθερίας της Femern κατά τον καθορισμό του ύψους των τελών για τη χρήση της ζεύξης, είναι αληθές ότι, όπως προκύπτει από το σημείο 42, παράγραφος 2, του νόμου για την κατασκευή του έργου, οι αρχές βάσει των οποίων διαμορφώνεται το ύψος των τελών καθορίζονται από τον Δανό Υπουργό Μεταφορών. Εντούτοις, με το δικόγραφο της προσφυγής του, το Βασίλειο της Δανίας αναγνωρίζει ότι, βάσει του άρθρου 42, παράγραφος 3, του ίδιου νόμου, η Femern έχει τη δυνατότητα να τροποποιήσει τα γενικώς ισχύοντα καθεστώτα για τις εκπτώσεις και να καθιερώσει νέα, υπό την προϋπόθεση ότι δεν επηρεάζεται αισθητά το συνολικό επίπεδο των εσόδων. Επομένως, στην αιτιολογική σκέψη 197 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως διαπιστώνοντας ότι η Femern διαθέτει ορισμένο περιθώριο για τον καθορισμό των δικών της τιμών.

160    Το γεγονός δε και μόνον ότι ο Δανός Υπουργός Μεταφορών οριοθετεί το ύψος των τελών βάσει μακροοικονομικών εκτιμήσεων που συνδέονται με την πολιτική μεταφορών δεν αρκεί για να συναχθεί το συμπέρασμα ότι η δραστηριότητα εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης δεν συνιστά οικονομική δραστηριότητα.

161    Εξάλλου, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη, ως μεταγενέστερο της προσβαλλομένης αποφάσεως, το γεγονός ότι η Femern δεν έχει πλέον τη δυνατότητα να διαφοροποιεί το ύψος των τελών κατόπιν της θέσπισης ενός νέου νόμου που εκδόθηκε ενώ εκκρεμούσε η παρούσα ένδικη διαδικασία, όπερ σημαίνει ότι ο Δανός Υπουργός Μεταφορών είναι αποκλειστικώς αρμόδιος να καθορίζει το ύψος των τελών. Πράγματι, η νομιμότητα μιας ενωσιακής πράξεως κρίνεται σε συνάρτηση με τα πραγματικά και νομικά στοιχεία που υφίστανται κατά τον χρόνο έκδοσής της (αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 1979, Γαλλία κατά Επιτροπής, 15/76 και 16/76, EU:C:1979:29, σκέψεις 7 και 8, και της 12ης Δεκεμβρίου 1996, Altmann κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑177/94 και T‑377/94, Συλλογή, EU:T:1996:193, σκέψη 119). Κατά συνέπεια, δεν επιτρέπεται να λαμβάνονται υπόψη, κατά την εκτίμηση της νομιμότητας μιας ενωσιακής πράξεως, στοιχεία μεταγενέστερα της ημερομηνίας έκδοσής της (αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 2006, Roquette Frères κατά Επιτροπής, T‑322/01, EU:T:2006:267, σκέψη 325, και της 11ης Φεβρουαρίου 2015, Ισπανία κατά Επιτροπής, T‑204/11, EU:T:2015:91, σκέψη 123). Άρα, κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή μπορούσε βασίμως να λάβει υπόψη ότι, σε ορισμένο βαθμό, η Femern είχε τη δυνατότητα να επηρεάσει το ύψος ορισμένων τελών για την πρόσβαση στην υποδομή.

162    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι τα επιχειρήματα που προβάλλουν το Βασίλειο της Δανίας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου προκειμένου να στηρίξουν την άποψη ότι οι κανόνες στους οποίους υπόκειται η Femern δεν της επιτρέπουν να προβεί σε εμπορική εκμετάλλευση της σταθερής ζεύξης δεν μπορούν, ούτε μεμονωμένα ούτε στο σύνολό τους, να αναιρέσουν τη διαπίστωση ότι η εκμετάλλευση της σταθερής ζεύξης συνιστά οικονομική δραστηριότητα.

163    Δεύτερον, όσον αφορά την επιχειρηματολογία που προβάλλεται, κατ’ ουσίαν, προς στήριξη της άποψης ότι οι δραστηριότητες της Femern οι οποίες συνδέονται με προνόμια δημόσιας εξουσίας δεν καθίστανται οικονομικές δραστηριότητες εκ του λόγου και μόνον ότι εισπράττονται τέλη για τη χρήση της σταθερής ζεύξης, αρκεί η επισήμανση ότι η επιχειρηματολογία αυτή στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι η Επιτροπή όφειλε να κρίνει ότι ορισμένες δραστηριότητες της Femern συνδέονταν με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας (βλ. σκέψεις 75 έως 106 ανωτέρω). Συνεπώς, η σχετική επιχειρηματολογία δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

164    Ως εκ τούτου, το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

4.      Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προσάπτεται στην Επιτροπή ότι κακώς διαπίστωσε ότι οι δραστηριότητες κατασκευής και εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης είναι αδιαχώριστες

165    Με τον δεύτερο λόγο ακυρώσεως, το Βασίλειο της Δανίας αμφισβητεί όχι μόνον το βάσιμο της διαπίστωσης ότι οι δραστηριότητες κατασκευής και εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης είναι αδιαχώριστες, αλλά και την αιτιολογία την οποία περιέχει η προσβαλλόμενη απόφαση επί του ζητήματος αυτού.

α)      Επί της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τον αδιαχώριστο χαρακτήρα των δραστηριοτήτων κατασκευής και εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης

166    Κατά το Βασίλειο της Δανίας, η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ανεπαρκώς αιτιολογημένη ως προς τη διαπίστωση ότι η Femern ασκεί οικονομική δραστηριότητα ήδη από το στάδιο της κατασκευής.

167    Επιπλέον, το Βασίλειο της Δανίας θεωρεί επίσης ότι, στην αιτιολογική σκέψη 201 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι δραστηριότητες της Femern αναφορικά με την προώθηση, το μάρκετινγκ και την ενημέρωση συνιστούν οικονομικές δραστηριότητες.

168    Η Επιτροπή αμφισβητεί την ανωτέρω επιχειρηματολογία.

169    Κατά πάγια νομολογία, η απαιτούμενη κατά το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της επίμαχης πράξεως και να εκθέτει με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία τη συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που την εξέδωσε, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, στο δε αρμόδιο δικαστήριο να ασκήσει τον έλεγχό του. Η απαίτηση αιτιολόγησης πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, ιδίως δε το περιεχόμενο της πράξεως, τη φύση των παρατιθέμενων στοιχείων της αιτιολογίας και το συμφέρον που έχουν ενδεχομένως για παροχή διευκρινίσεων οι αποδέκτες ή άλλα πρόσωπα τα οποία αφορά η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά. Δεν απαιτείται η αιτιολογία να παραθέτει εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθώς το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξεως πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (βλ. απόφαση της 10ης Ιουλίου 2008, Bertelsmann και Sony Corporation of America κατά Impala, C‑413/06 P, EU:C:2008:392, σκέψη 166 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2021, KPN κατά Επιτροπής, T‑691/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:43, σκέψη 161). Ειδικότερα, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λάβει θέση επί όλων των επιχειρημάτων που προβάλλουν ενώπιόν της οι ενδιαφερόμενοι. Αρκεί να εκθέτει τα πραγματικά περιστατικά και τις νομικές εκτιμήσεις που έχουν ουσιώδη σημασία για την όλη οικονομία της αποφάσεως (αποφάσεις της 11ης Ιανουαρίου 2007, Technische Glaswerke Ilmenau κατά Επιτροπής, C‑404/04 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2007:6, σκέψη 30, και της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, Fortischem κατά Επιτροπής, T‑121/15, EU:T:2019:684, σκέψη 41).

170    Εν προκειμένω, όσον αφορά την αιτιολόγηση του αδιαχώριστου χαρακτήρα των δραστηριοτήτων κατασκευής και εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης, επισημαίνεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 189 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή υπενθύμισε, κατ’ αρχάς, τη νομολογία κατά την οποία η εκμετάλλευση αερολιμένα κρίθηκε ότι αποτελούσε οικονομική δραστηριότητα, όπερ ίσχυε και για την κατασκευή διαδρόμου προσγείωσης/απογείωσης σε εμπορικό αερολιμένα. Μολονότι η Επιτροπή διευκρίνισε ότι η νομολογία αυτή αφορούσε ειδικώς τους αερολιμένες, σημείωσε όμως ότι οι αρχές τις οποίες έχουν αναπτύξει το Δικαστήριο και το Γενικό Δικαστήριο ισχύουν και ως προς την κατασκευή άλλων υποδομών. Η δε υποσημείωση 89 στην αιτιολογική σκέψη 189 της προσβαλλομένης αποφάσεως παραπέμπει στο σημείο 202 της ανακοίνωσης σχετικά με την έννοια του όρου «κρατική ενίσχυση», το οποίο αναφέρει ότι αυτές οι αρχές που έχουν καθιερωθεί από τον ενωσιακό δικαστή ισχύουν και για την κατασκευή άλλων υποδομών που συνδέονται άρρηκτα με μια οικονομική δραστηριότητα. Επιπλέον, στην αιτιολογική σκέψη 189 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή επικαλείται επίσης την πρόσφατη νομολογία του Γενικού Δικαστηρίου σχετικά με τις λιμενικές υποδομές, μνημονεύοντας στην υποσημείωση 90 την απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Havenbedrijf Antwerpen και Maatschappij van de Brugse Zeehaven κατά Επιτροπής (T‑696/17, EU:T:2019:652).

171    Εν συνεχεία, στην αιτιολογική σκέψη 192 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι τα έσοδα της Femern από την εκμετάλλευση των οδικών και σιδηροδρομικών δραστηριοτήτων προορίζονται, μεταξύ άλλων, για τη χρηματοδότηση του συνολικού κόστους του σχεδιασμού, της κατασκευής και της λειτουργίας της σταθερής ζεύξης.

172    Τέλος, στην αιτιολογική σκέψη 198 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφού κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εκμετάλλευση της σταθερής ζεύξης συνιστά οικονομική δραστηριότητα, η Επιτροπή έκρινε ότι η κατασκευή της υποδομής την οποία εκμεταλλεύεται η Femern αποτελεί επίσης οικονομική δραστηριότητα βάσει των αποφάσεων της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Mitteldeutsche Flughafen και Flughafen Leipzig-Halle κατά Επιτροπής (C‑288/11 P, EU:C:2012:821), και της 24ης Μαρτίου 2011, Freistaat Sachsen και Land Sachsen-Anhalt κατά Επιτροπής (T‑443/08 και T‑455/08, EU:T:2011:117).

173    Διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή παρέπεμψε στις αποφάσεις του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου για τις αερολιμενικές υποδομές, στις πρόσφατες υποθέσεις του Γενικού Δικαστηρίου αναφορικά με τις λιμενικές υποδομές καθώς και στην ανακοίνωση σχετικά με την έννοια του όρου «κρατική ενίσχυση». Ως εκ τούτου, πρέπει να γίνει δεκτό ότι πρόθεση της Επιτροπής ήταν να εφαρμόσει την αρχή ότι, όταν πρόκειται για υποδομή η οποία αποτελεί αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης, η κατασκευαστική δραστηριότητα είναι επίσης οικονομικής φύσης σε περίπτωση που οι δύο δραστηριότητες συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους. Εν προκειμένω, η Επιτροπή διαπίστωσε την ύπαρξη οικονομικής σχέσης μεταξύ των δύο δραστηριοτήτων μέσω της χρήσης των εσόδων από την εκμετάλλευση προς αποπληρωμή, μεταξύ άλλων, της οφειλής που συνομολογήθηκε για τον σχεδιασμό και την κατασκευή της σταθερής ζεύξης.

174    Επομένως, η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμον τον αδιαχώριστο χαρακτήρα των δραστηριοτήτων κατασκευής και εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης.

175    Όσον αφορά το επιχείρημα ότι, κατ’ ουσίαν, η Επιτροπή αιτιολόγησε ανεπαρκώς το συμπέρασμα ότι οι δραστηριότητες προώθησης, μάρκετινγκ και ενημέρωσης της Femern συνιστούν οικονομικές δραστηριότητες, επισημαίνεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 201 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε, εν συνόψει, ότι οι δραστηριότητες αυτές συνέβαλαν στον σχεδιασμό, την κατασκευή και τη λειτουργία της σταθερής ζεύξης και ότι, ακόμη και στην περίπτωση που έπρεπε να θεωρηθούν ως ενημερωτικές δραστηριότητες, γεγονός παραμένει ότι συμβάλλουν στην οικονομική δραστηριότητα της Femern. Η Επιτροπή παρατήρησε επ’ αυτού ότι δεν είναι σπάνιο οι επιχειρήσεις να υποχρεούνται να ενημερώνουν το κοινό για τις δραστηριότητές τους. Επιπλέον, έκρινε ότι, κατ’ αρχήν, οι υποχρεώσεις ενημέρωσης δεν προϋποθέτουν την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας. Συνακόλουθα, από την αιτιολογική σκέψη 201 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει σαφώς ότι η Επιτροπή έκρινε ότι οι δραστηριότητες προώθησης, μάρκετινγκ και ενημέρωσης αποτελούν οικονομικές δραστηριότητες διότι συναρτώνται με τις κύριες δραστηριότητες της Femern, ήτοι την κατασκευή και την εκμετάλλευση της σταθερής ζεύξης. Συνεπώς, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς την προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τον οικονομικό χαρακτήρα των δραστηριοτήτων προώθησης, μάρκετινγκ και ενημέρωσης.

β)      Επί του βασίμου της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τον αδιαχώριστο χαρακτήρα των δραστηριοτήτων κατασκευής και εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης

176    Το Βασίλειο της Δανίας θεωρεί ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως διαπιστώνοντας ότι η κατασκευαστική δραστηριότητα δεν μπορεί να διαχωριστεί από τη δραστηριότητα εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης.

177    Ειδικότερα, πρώτον, το Βασίλειο της Δανίας, υποστηριζόμενο από την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, ισχυρίζεται ότι κακώς η Επιτροπή εκτιμά ότι από τις αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Mitteldeutsche Flughafen και Flughafen Leipzig-Halle κατά Επιτροπής (C‑288/11 P, EU:C:2012:821), και της 24ης Μαρτίου 2011, Freistaat Sachsen και Land Sachsen-Anhalt κατά Επιτροπής (T‑443/08 και T‑455/08, EU:T:2011:117), προκύπτει ότι η κατασκευαστική δραστηριότητα, ήτοι δραστηριότητα προηγούμενου σταδίου, αποτελεί κατ’ ανάγκην οικονομική δραστηριότητα άπαξ και η δραστηριότητα εκμετάλλευσης, δηλαδή δραστηριότητα επόμενου σταδίου, είναι οικονομική δραστηριότητα. Κατά την άποψή τους, μόνον υπό ορισμένες περιστάσεις μπορεί να γίνει δεκτό ότι η μελλοντική εμπορική εκμετάλλευση μιας υποδομής προσδίδει οικονομικό χαρακτήρα και στην κατασκευή της, όπως όταν ένας διάδρομος προσγείωσης/απογείωσης εντάσσεται στην υφιστάμενη οικονομική δραστηριότητα ενός αερολιμένα. Κατά το Βασίλειο της Δανίας, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, η υπό κρίση υπόθεση διαφέρει από προγενέστερες υποθέσεις, στον βαθμό που πρόκειται για την αρχική κατασκευή υποδομής της οποίας η εκμετάλλευση θα πραγματοποιηθεί στο μέλλον.

178    Δεύτερον, το Βασίλειο της Δανίας υποστηρίζει ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη το ότι η Femern δεν θα ασκήσει οικονομική δραστηριότητα πριν από την έναρξη της λειτουργίας της σταθερής ζεύξης, οπότε, κατά το στάδιο της κατασκευής, η Femern δεν δραστηριοποιείται σε οποιαδήποτε αγορά στην οποία υπάρχει ανταγωνισμός με άλλες επιχειρήσεις. Συναφώς, το Βασίλειο της Δανίας ισχυρίζεται ότι μόνο σε περίπτωση που η Femern ήταν σε θέση να διεισδύσει γρήγορα στη σχετική αγορά θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ανταγωνίστρια των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται ήδη εκεί.

179    Τρίτον, το Βασίλειο της Δανίας υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι, εφόσον η Femern δεν δραστηριοποιείται σε ελευθερωμένη αγορά, δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι ασκεί οικονομική δραστηριότητα.

180    Τέταρτον, κατά το Βασίλειο της Δανίας, από τη σκέψη 84 της αποφάσεως της 30ής Απριλίου 2019, UPF κατά Επιτροπής (T‑747/17, EU:T:2019:271), προκύπτει ότι η ύπαρξη οικονομικής σχέσης μεταξύ δύο δραστηριοτήτων δεν αρκεί για να διαπιστωθεί ότι οι δραστηριότητες αυτές είναι αδιαχώριστες, οπότε η χρηματοδότηση του σχεδιασμού και της κατασκευής της σταθερής ζεύξης μέσω της είσπραξης διοδίων στο πλαίσιο της εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι πρόκειται για αδιαχώριστες δραστηριότητες.

181    Πέμπτον, το Βασίλειο της Δανίας εκτιμά ότι το συμπέρασμα της Επιτροπής σχετικά με τον αδιαχώριστο χαρακτήρα των δραστηριοτήτων κατασκευής και εκμετάλλευσης δεν λαμβάνει υπόψη ότι οι περιστάσεις θα μπορούσαν να μεταβληθούν μέχρι την έναρξη λειτουργίας της σταθερής ζεύξης, ιδίως υπό την έννοια ότι δεν αποκλείεται οι δανικές αρχές να αποφασίσουν να τροποποιήσουν τους όρους εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης.

182    Έκτον, το Βασίλειο της Δανίας ισχυρίζεται ότι για τον χαρακτηρισμό ενός φορέα ως επιχείρησης πρέπει να εφαρμόζεται συσταλτική ερμηνεία διότι ο χαρακτηρισμός της Femern ως επιχείρησης πριν από τη θέση σε λειτουργία της σταθερής ζεύξης έχει ζημιογόνες συνέπειες στον βαθμό που αυτή θα υποχρεωθεί να καταβάλει τους οφειλόμενους τόκους για το χρονικό διάστημα της παρανομίας. Επιπλέον, κατά το Βασίλειο της Δανίας, η συσταλτική ερμηνεία της έννοιας της «επιχείρησης» θα ευθυγραμμιζόταν καλύτερα με γειτονικούς τομείς, όπως η εθνική νομοθεσία περί εμπορικών πρακτικών.

183    Η Επιτροπή αμφισβητεί τη βασιμότητα των ως άνω επιχειρημάτων.

184    Διαπιστώνεται ευθύς εξαρχής ότι το Βασίλειο της Δανίας δεν προέβαλε κανένα τεκμηριωμένο επιχείρημα προκειμένου να αμφισβητήσει το βάσιμο του χαρακτηρισμού των δραστηριοτήτων προώθησης, μάρκετινγκ και ενημέρωσης ως δραστηριοτήτων οικονομικής φύσης.

185    Όσον αφορά τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη της άποψης ότι η Επιτροπή εσφαλμένως έκρινε ότι οι δραστηριότητες κατασκευής και εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης είναι αδιαχώριστες, υπενθυμίζεται ότι η νομολογία έχει αναγνωρίσει ότι η εμπορική εκμετάλλευση και η κατασκευή υποδομών μεταφοράς με σκοπό ακριβώς την εμπορική αυτή εκμετάλλευση είναι πιθανόν να συνιστούν οικονομικές δραστηριότητες (πρβλ. αποφάσεις της 30ής Απριλίου 2019, UPF κατά Επιτροπής, T‑747/17, EU:T:2019:271, σκέψη 65, και της 20ής Σεπτεμβρίου 2019, Havenbedrijf Antwerpen και Maatschappij van de Brugse Zeehaven κατά Επιτροπής, T‑696/17, EU:T:2019:652, σκέψη 47). Η ως άνω νομολογία ανάγεται στην απόφαση της 24ης Μαρτίου 2011, Freistaat Sachsen και Land Sachsen-Anhalt κατά Επιτροπής (T‑443/08 και T‑455/08, EU:T:2011:117), στην οποία παραπέμπει η Επιτροπή με την αιτιολογική σκέψη 198 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου το Γενικό Δικαστήριο είχε κρίνει ότι η Επιτροπή μπορούσε βασίμως να συναγάγει το συμπέρασμα ότι η δραστηριότητα εκμετάλλευσης ενός αερολιμένα και η δραστηριότητα κατασκευής νέου διαδρόμου προσγείωσης/απογείωσης είναι αδιαχώριστες δεδομένου ότι τα αερολιμενικά τέλη αποτελούν την κύρια πηγή εσόδων για τη χρηματοδότηση του νέου αυτού διαδρόμου και ότι η εκμετάλλευσή του εντάσσεται στην οικονομική δραστηριότητα του αερολιμένα (απόφαση της 24ης Μαρτίου 2011, Freistaat Sachsen και Land Sachsen-Anhalt κατά Επιτροπής, T‑443/08 και T‑455/08, EU:T:2011:117, σκέψη 94). Επιπλέον, με την ίδια απόφαση, το Γενικό Δικαστήριο είχε επίσης κρίνει ότι η δραστηριότητα κατασκευής του νέου διαδρόμου προσγείωσης/απογείωσης δεν έπρεπε να διαχωριστεί από την επακόλουθη χρήση της καθότι, λόγω της φύσης και του αντικειμένου της, η κατασκευή του διαδρόμου δεν ενέπιπτε, αυτή καθ’ εαυτήν, στη σφαίρα των προνομίων δημόσιας εξουσίας (απόφαση της 24ης Μαρτίου 2011, Freistaat Sachsen και Land Sachsen-Anhalt κατά Επιτροπής, T‑443/08 και T‑455/08, EU:T:2011:117, σκέψη 99). Στην υπόθεση εκείνη, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο κρίνοντας ότι ορθώς η Επιτροπή εκτίμησε ότι η κατασκευή του νέου διαδρόμου προσγείωσης/απογείωσης στον αερολιμένα αποτελούσε οικονομική δραστηριότητα και ότι, συνεπώς, η επίδικη εισφορά κεφαλαίου συνιστούσε κρατική ενίσχυση, υπό την επιφύλαξη ορισμένων δαπανών που συνδέονταν με την εκπλήρωση δημόσιας αποστολής και έπρεπε να αφαιρεθούν από το ποσό της (απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Mitteldeutsche Flughafen και Flughafen Leipzig-Halle κατά Επιτροπής, C‑288/11 P, EU:C:2012:821, σκέψη 43).

186    Έτσι, όταν η λειτουργία μιας υποδομής αποτελεί αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης και τα τέλη χρήσης είναι η κύρια πηγή χρηματοδότησης της κατασκευής της, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι δραστηριότητες κατασκευής και εκμετάλλευσης της υποδομής αυτής συνιστούν οικονομικές δραστηριότητες, εκτός αν πρέπει να εξαιρεθούν, εφόσον τις επικαλεστεί ρητώς το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, τυχόν πτυχές που αφορούν αποστολή η οποία προϋποθέτει τη χρήση προνομίων δημόσιας εξουσίας.

187    Υπό το πρίσμα αυτών ακριβώς των εκτιμήσεων πρέπει να εξεταστούν τα επιχειρήματα που προβάλλονται από το Βασίλειο της Δανίας, την Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου.

188    Πρώτον, αντιθέτως προς τα όσα ισχυρίζονται κατ’ ουσίαν το Βασίλειο της Δανίας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, οι αρχές και τα κριτήρια που διέπουν τον χαρακτηρισμό των δραστηριοτήτων κατασκευής και εκμετάλλευσης υποδομών μεταφοράς ως αδιαχώριστων, όπως τέθηκαν με τις αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Mitteldeutsche Flughafen και Flughafen Leipzig-Halle κατά Επιτροπής (C‑288/11 P, EU:C:2012:821), και της 24ης Μαρτίου 2011, Freistaat Sachsen και Land Sachsen-Anhalt κατά Επιτροπής (T‑443/08 και T‑455/08, EU:T:2011:117), και υπενθυμίστηκαν στη σκέψη 185 ανωτέρω, δεν αφορούν αποκλειστικώς και μόνο την περίπτωση επέκτασης υφιστάμενης υποδομής.

189    Είναι αληθές ότι το αντικείμενο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Mitteldeutsche Flughafen και Flughafen Leipzig-Halle κατά Επιτροπής (C‑288/11 P, EU:C:2012:821), και της 24ης Μαρτίου 2011, Freistaat Sachsen και Land Sachsen-Anhalt κατά Επιτροπής (T‑443/08 και T‑455/08, EU:T:2011:117), ήταν η επέκταση διαδρόμου προσγείωσης/απογείωσης σε προϋπάρχοντα αερολιμένα.

190    Εντούτοις, όταν υφίσταται αγορά υπηρεσιών μεταφοράς στην οποία ήδη δραστηριοποιούνται φορείς κερδοσκοπικού χαρακτήρα, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, η κατασκευή νέας υποδομής μεταφορών προοριζόμενης να αποτελέσει αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης μπορεί να διαταράξει τον ανταγωνισμό στη συγκεκριμένη αγορά με τον ίδιο τρόπο όπως και η επέκταση προϋπάρχουσας υποδομής. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, προκειμένου να κριθεί αν οι δραστηριότητες κατασκευής και εκμετάλλευσης μιας υποδομής είναι αδιαχώριστες, η περίπτωση κατασκευής νέας υποδομής που προορίζεται να αποτελέσει αντικείμενο μελλοντικής οικονομικής εκμετάλλευσης είναι συγκρίσιμη με εκείνη της κατασκευής επέκτασης μιας προϋπάρχουσας υποδομής μεταφοράς η οποία αποτελεί αντικείμενο οικονομικής εκμετάλλευσης.

191    Συνεπώς, είναι απορριπτέο το επιχείρημα ότι δεν μπορούν να εφαρμοστούν κατ’ αναλογίαν εν προκειμένω οι αρχές και τα κριτήρια που διέπουν τον χαρακτηρισμό των δραστηριοτήτων κατασκευής και εκμετάλλευσης υποδομών μεταφοράς ως αδιαχώριστων, όπως τέθηκαν με τις αποφάσεις της 19ης Δεκεμβρίου 2012, Mitteldeutsche Flughafen και Flughafen Leipzig-Halle κατά Επιτροπής (C‑288/11 P, EU:C:2012:821), και της 24ης Μαρτίου 2011, Freistaat Sachsen και Land Sachsen-Anhalt κατά Επιτροπής (T‑443/08 και T‑455/08, EU:T:2011:117).

192    Δεύτερον, ως προς το επιχείρημα ότι, κατ’ ουσίαν, η Femern δεν δραστηριοποιείται σε καμία αγορά κατά το στάδιο της κατασκευής, επισημαίνεται ότι οι διάδικοι συμφωνούν ότι η Femern είναι φορέας υπεύθυνος ταυτόχρονα και για την κατασκευή και για την εκμετάλλευση της σταθερής ζεύξης.

193    Συναφώς, όπως προκύπτει από την εξέταση του δεύτερου και του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, δεδομένου ότι η εκμετάλλευση της σταθερής ζεύξης από τη Femern θα συνίσταται στην παροχή, έναντι αμοιβής, υπηρεσιών σε αγορά στην οποία δραστηριοποιείται φορέας κερδοσκοπικού χαρακτήρα, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε νομικό σφάλμα διαπιστώνοντας ότι η εκμετάλλευση της σταθερής ζεύξης συνιστά οικονομική δραστηριότητα.

194    Σημειωτέον ότι, στην αιτιολογική σκέψη 192 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε, χωρίς να αμφισβητηθεί επ’ αυτού από το Βασίλειο της Δανίας, ότι τα έσοδα από την εκμετάλλευση της υποδομής θα χρησιμοποιηθούν, μεταξύ άλλων, για την εξόφληση των δανείων που συνομολογήθηκαν για τον σχεδιασμό και την κατασκευή της σταθερής ζεύξης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζουν το Βασίλειο της Δανίας, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου, το συμπέρασμα της Επιτροπής ότι η κατασκευή της σταθερής ζεύξης είναι αδιαχώριστη από τη μελλοντική οικονομική εκμετάλλευσή της δεν στηρίχθηκε σε τεκμήριο, αλλά συνήχθη από τις συγκεκριμένες περιστάσεις της προκειμένης περίπτωσης. Ομοίως, όπως αναγνωρίζει το Βασίλειο της Δανίας, η οικονομική εκμετάλλευση της σταθερής ζεύξης αποσκοπεί επίσης στη χρηματοδότηση της κατασκευής της προκειμένου να επιτευχθεί μια οικονομική ισορροπία για το σύνολο του έργου. Συναφώς, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Επιτροπή ερωτήθηκε από το Γενικό Δικαστήριο ποια είναι η σχέση ανάμεσα, αφενός, στη διαπίστωση στην οποία κατέληξε με την αιτιολογική σκέψη 192 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όπου επισημαινόταν ότι τα έσοδα της Femern από τις οδικές και σιδηροδρομικές δραστηριότητες προορίζονται, μεταξύ άλλων, για τη χρηματοδότηση του συνολικού κόστους του σχεδιασμού, της κατασκευής και της λειτουργίας της σταθερής ζεύξης, και, αφετέρου, στο συμπέρασμα που διατυπωνόταν στην αιτιολογική σκέψη 323 της ίδιας αποφάσεως, ήτοι ότι, αν ήταν δυνατόν να καθοριστούν οι τιμές σε επίπεδο το οποίο θα αντιστάθμιζε το σύνολο των δαπανών κατασκευής και λειτουργίας, δεν θα υφίστατο έλλειμμα χρηματοδότησης και δεν θα χρειαζόταν κρατική ενίσχυση. Η Επιτροπή απάντησε ότι, σε αντίθεση προς την αιτιολογική σκέψη 323 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η αιτιολογική σκέψη 192 αφορά τις δαπάνες σχεδιασμού και κατασκευής που αφαιρούνται από το ποσό της ενίσχυσης, οπότε δεν υπάρχει αντίφαση μεταξύ των δύο αυτών αιτιολογικών σκέψεων.

195    Επομένως, δεδομένου ότι η οικονομική εκμετάλλευση της σταθερής ζεύξης αποσκοπεί στην αποπληρωμή της οφειλής που έχει συνομολογηθεί για την κατασκευή της και εφόσον ο ίδιος φορέας είναι επιφορτισμένος τόσο με τις δραστηριότητες κατασκευής όσο και με τις δραστηριότητες εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης, προκειμένου να διαφυλαχθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων, δεν είναι δυνατόν να γίνει δεκτό ότι οι δραστηριότητες κατασκευής και εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης μπορούν να διαχωριστούν για τον λόγο και μόνον ότι η σταθερή ζεύξη θα τεθεί σε λειτουργία αφού ολοκληρωθεί η κατασκευή της.

196    Σε αντίθετη περίπτωση, στον βαθμό που η Femern είναι υπεύθυνη τόσο για την κατασκευή όσο και για την εκμετάλλευση της σταθερής ζεύξης, εάν, όπως υποστηρίζει το Βασίλειο της Δανίας, η κατασκευαστική δραστηριότητα θεωρούνταν ανεξάρτητη από την εκμετάλλευση και, ως εκ τούτου, μη οικονομική, τότε η προτιμησιακή χρηματοδότηση που χορηγήθηκε για την κατασκευή της σταθερής ζεύξης δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως κρατική ενίσχυση. Το αποτέλεσμα θα ήταν, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, ότι, κατά το στάδιο της λειτουργίας της σταθερής ζεύξης, η Femern θα είχε τη δυνατότητα να εκμεταλλεύεται επιδοτούμενη υποδομή, όπερ θα της εξασφάλιζε οικονομικό πλεονέκτημα το οποίο δεν θα είχε αποκομίσει υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1996, SFEI κ.λπ., C‑39/94, EU:C:1996:285, σκέψη 62, και της 15ης Μαρτίου 2018, Naviera Armas κατά Επιτροπής, T‑108/16, EU:T:2018:145, σκέψεις 119 και 120). Πράγματι, όπως προκύπτει από το σημείο 223 της ανακοίνωσης σχετικά με την έννοια του όρου «κρατική ενίσχυση», ένας φορέας εκμετάλλευσης υποδομής θεωρείται ότι επωφελείται οικονομικού πλεονεκτήματος όταν το ποσό το οποίο καταβάλλει για να διαθέτει το δικαίωμα εκμετάλλευσης της υποδομής είναι μικρότερο από το ποσό που θα έπρεπε να καταβάλει για να εκμεταλλεύεται παρόμοια υποδομή υπό τις συνήθεις συνθήκες της αγοράς.

197    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή βασίμως κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η κατασκευή της σταθερής ζεύξης ήταν αδιαχώριστη από τη μελλοντική οικονομική εκμετάλλευσή της. Συνακόλουθα, ορθώς έκρινε ότι η Femern αποτελεί επιχείρηση, τόσο ως προς τη δραστηριότητα της εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης όσο και ως προς τη δραστηριότητα της κατασκευής της.

198    Κατά συνέπεια, είναι απορριπτέα η επιχειρηματολογία του Βασιλείου της Δανίας, στο μέτρο που υποστηρίζεται ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η Femern ανταγωνίζεται επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην αγορά των υπηρεσιών μεταφοράς για τη διέλευση του πορθμού Fehmarn κατά το στάδιο της κατασκευής της σταθερής ζεύξης ή επειδή είναι αδύνατο για τη Femern να διεισδύσει γρήγορα στην επίμαχη αγορά.

199    Τρίτον, είναι αληθές ότι, όπως υποστηρίζει το Βασίλειο της Δανίας, οι ίδιες οι δραστηριότητες κατασκευής και εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης δεν υπόκεινται σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς, υπό την έννοια ότι ο νόμος για την κατασκευή του έργου αναθέτει την άσκηση των δραστηριοτήτων αυτών αποκλειστικώς στη Femern.

200    Εντούτοις, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η δραστηριότητα εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης θα συνίσταται στην παροχή υπηρεσιών για τη διέλευση του πορθμού Fehmarn, η οποία είναι ελευθερωμένη αγορά όπου δραστηριοποιείται ήδη ιδιωτικός φορέας, όπερ δεν αμφισβητείται από το Βασίλειο της Δανίας. Εξάλλου, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 133 ανωτέρω, η Επιτροπή προσδιόρισε και μια ευρύτερη αγορά, ήτοι των μεταφορικών συνδέσεων που συνιστούν εναλλακτική λύση για τη διέλευση του πορθμού Fehmarn, όπου δραστηριοποιούνται επίσης οι φορείς εκμετάλλευσης πορθμείων.

201    Υπό τις περιστάσεις αυτές, αντιθέτως προς τα όσα ισχυρίζεται κατ’ ουσίαν το Βασίλειο της Δανίας, το γεγονός ότι οι δραστηριότητες κατασκευής και εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης δεν ασκούνται υπό συνθήκες ελεύθερης αγοράς επ’ ουδενί σημαίνει ότι αποκλείεται ο χαρακτηρισμός τους ως οικονομικών δραστηριοτήτων. Σε αντίθετη περίπτωση, για να καταστρατηγηθεί η εφαρμογή των κανόνων της Συνθήκης ΛΕΕ που διέπουν τον ανταγωνισμό σε μια ελευθερωμένη και ανοικτή αγορά, θα αρκούσε ένα κράτος μέλος να χορηγήσει αποκλειστικά δικαιώματα σε έναν φορέα ο οποίος θα καλούνταν να παράσχει υπηρεσίες στη συγκεκριμένη αγορά.

202    Επομένως, το επιχείρημα ότι η Επιτροπή παρέλειψε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι οι δραστηριότητες της Femern ασκούνται σε μη ελευθερωμένη αγορά πρέπει να απορριφθεί.

203    Τέταρτον, όσον αφορά την επίκληση της σκέψης 84 της αποφάσεως της 30ής Απριλίου 2019, UPF κατά Επιτροπής (T‑747/17, EU:T:2019:271), στο οποίο παραπέμπει το Βασίλειο της Δανίας προς στήριξη του επιχειρήματος ότι οι δραστηριότητες κατασκευής και εκμετάλλευσης μπορούν να διαχωριστούν, επισημαίνεται ότι η συγκεκριμένη σκέψη αφορούσε διαφορετική προβληματική, σχετική με τον διαχωρισμό των οικονομικών δραστηριοτήτων από τις δραστηριότητες που συνδέονται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας. Ειδικότερα, στην υπόθεση εκείνη, το Γενικό Δικαστήριο, προκειμένου να απορρίψει το επιχείρημα ότι η Επιτροπή δεν είχε προσδιορίσει τις κύριες και παρεπόμενες δραστηριότητες των λιμένων, έκρινε, με τη σκέψη 83 της προαναφερθείσας αποφάσεως, ότι έπρεπε να γίνει διάκριση μεταξύ των οικονομικών δραστηριοτήτων των λιμένων και των δραστηριοτήτων που συνδέονταν με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας, διευκρινίζοντας ότι δεν υφίσταται κανένα ελάχιστο όριο κάτω από το οποίο το σύνολο των δραστηριοτήτων θεωρούνται μη οικονομικές, σε περίπτωση που οι οικονομικές δραστηριότητες αποτελούν το μικρότερο μέρος των συνολικών δραστηριοτήτων. Εν συνεχεία, στη σκέψη 84 της προαναφερθείσας αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο υπενθύμισε ότι το σύνολο των δραστηριοτήτων των λιμένων θα μπορούσε να θεωρηθεί μη οικονομικής φύσης μόνο σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι οι οικονομικές δραστηριότητές τους είναι αδιαχώριστες από τις δραστηριότητες οι οποίες συνδέονται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας, λαμβανομένου όμως υπόψη του ότι η χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων που συνδέονται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας από τις οικονομικές δραστηριότητες δεν αρκεί για να αποδειχθεί η ύπαρξη άρρηκτου συνδέσμου μεταξύ των δραστηριοτήτων αυτών.

204    Όπως όμως προκύπτει από την εξέταση που προηγήθηκε στις σκέψεις 74 έως 106 ανωτέρω, η Επιτροπή μπορούσε βασίμως, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, να καταλήξει στη διαπίστωση ότι οι δραστηριότητες της Femern, αυτές καθ’ εαυτές, δεν ενέπιπταν στην άσκηση δημόσιας εξουσίας και ότι δεν είχαν παρασχεθεί στον εν λόγω φορέα ιδιαίτερα προνόμια δημόσιας εξουσίας. Εν πάση περιπτώσει, όπως διαπιστώθηκε στη σκέψη 89 ανωτέρω, το Βασίλειο της Δανίας δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι ο ρόλος της Femern ως οδικής αρχής και διαχειρίστριας της σιδηροδρομικής υποδομής ή η εκ μέρους της κατάρτιση των σχεδίων ασφαλείας της σταθερής ζεύξης, στοιχεία τα οποία, κατά το Βασίλειο της Δανίας, εμπίπτουν στην άσκηση δημόσιας εξουσίας, είναι αδιαχώριστα από την κατασκευή και την εκμετάλλευση της σταθερής ζεύξης. Συνεπώς, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, η σκέψη 84 της αποφάσεως της 30ής Απριλίου 2019, UPF κατά Επιτροπής (T‑747/17, EU:T:2019:271), στερείται σημασίας, αφού δεν συνηγορεί υπέρ της διαπίστωσης ότι οι δραστηριότητες κατασκευής και εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης μπορούν να διαχωριστούν.

205    Πέμπτον, όσον αφορά το επιχείρημα ότι, κατ’ ουσίαν, το Βασίλειο της Δανίας διατηρεί τη δυνατότητα, μέχρις ότου τεθεί σε λειτουργία η σταθερή ζεύξη, να επιφέρει στους όρους εκμετάλλευσής της τροποποιήσεις οι οποίες θα μπορούσαν να έχουν ως αποτέλεσμα να μην είναι πλέον η δραστηριότητα αυτή οικονομικής φύσης, καθιστώντας για παράδειγμα δωρεάν την πρόσβαση στην υποδομή για όλους τους χρήστες, αρκεί να υπομνησθεί ότι, όπως προεκτέθηκε στη σκέψη 161 ανωτέρω, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η νομιμότητα αποφάσεως στον τομέα των κρατικών ενισχύσεων πρέπει να κρίνεται βάσει των πληροφοριακών στοιχείων που είχε στη διάθεσή της η Επιτροπή όταν την εξέδωσε. Κατά συνέπεια, τα υποθετικά σενάρια που επικαλείται το Βασίλειο της Δανίας είναι άνευ σημασίας για την εκτίμηση της νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως.

206    Έκτον, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει το επιχείρημα ότι η έννοια της «επιχείρησης» θα έπρεπε να ερμηνευθεί συσταλτικά επειδή τυχόν διαπίστωση ότι οι δραστηριότητες της Femern είναι οικονομικής φύσης είναι επιζήμια για τη Femern διότι οφείλει τόκους για το χρονικό διάστημα της παρανομίας κατά την έννοια της σκέψης 52 της αποφάσεως της 12ης Φεβρουαρίου 2008, CELF και ministre de la Culture et de la Communication (C‑199/06, EU:C:2008:79). Πράγματι, κατά πάγια νομολογία, η έννοια του όρου «κρατική ενίσχυση», όπως ορίζεται στη Συνθήκη ΛΕΕ, έχει νομικό χαρακτήρα και πρέπει να ερμηνεύεται βάσει αντικειμενικών στοιχείων (αποφάσεις της 16ης Μαΐου 2000, Γαλλία κατά Ladbroke Racing και Επιτροπής, C‑83/98 P, EU:C:2000:248, σκέψη 25, και της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, Fortischem κατά Επιτροπής, T‑121/15, EU:T:2019:684, σκέψη 62). Επομένως, η έννοια της «οικονομικής δραστηριότητας» δεν πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά για τον λόγο ότι μια επιχείρηση υποχρεούται να καταβάλει τόκους για το χρονικό διάστημα της παρανομίας εξαιτίας της παράλειψης του ενδιαφερόμενου κράτους μέλους να τηρήσει την προβλεπόμενη στο άρθρο 108, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ υποχρέωσή του να μην εφαρμόσει μέτρο το οποίο μπορεί να συνιστά ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, ενόσω η Επιτροπή δεν έχει εκδώσει τελική απόφαση επί του μέτρου αυτού.

207    Περαιτέρω, είναι επίσης απορριπτέο το επιχείρημα ότι η έννοια της «επιχείρησης» πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά διότι έτσι προβλέπεται και στη δανική νομοθεσία περί εμπορικών πρακτικών. Πράγματι, υπενθυμίζεται ότι οι χαρακτηρισμοί σε εθνικό επίπεδο δεν μπορούν να είναι καθοριστικοί για την εκτίμηση της οικονομικής φύσης μιας δραστηριότητας υπό το πρίσμα διατάξεως του ενωσιακού δικαίου (βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2000, Aéroports de Paris κατά Επιτροπής, T‑128/98, EU:T:2000:290, σκέψη 128, και της 3ης Απριλίου 2003, BaByliss κατά Επιτροπής, T‑114/02, EU:T:2003:100, σκέψη 114).

208    Εκ των ανωτέρω σκέψεων συνάγεται ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

5.      Επί του τέταρτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά τη φερόμενη ως εσφαλμένη διαπίστωση ότι οι χρηματοδοτήσεις που χορηγήθηκαν στη Femern νοθεύουν τον ανταγωνισμό και επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

209    Το Βασίλειο της Δανίας θεωρεί ότι το γεγονός ότι η σταθερή ζεύξη θα διαταράξει τους άξονες μετακίνησης μειώνοντας τον χρόνο και τις αποστάσεις των διαδρόμων όλων των οδικών και σιδηροδρομικών δικτύων της Δανίας, της σκανδιναβικής χερσονήσου και της Βόρειας Γερμανίας δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι οι χρηματοδοτήσεις που χορηγήθηκαν στη Femern νοθεύουν τον ανταγωνισμό και επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

210    Κατά το Βασίλειο της Δανίας, η Επιτροπή όφειλε να πραγματοποιήσει μια συγκεκριμένη αξιολόγηση προκειμένου να διαπιστώσει αν υφίσταται πραγματική ανταγωνιστική σχέση μεταξύ της δημόσιας υποδομής μεταφορών και των εναλλακτικών συνδέσεων. Ειδικότερα, το Βασίλειο της Δανίας προσάπτει στην Επιτροπή ότι παρέλειψε να λάβει υπόψη το γεγονός ότι η Femern δεν ανταγωνίζεται τους φορείς εκμετάλλευσης πορθμείων.

211    Επιπλέον, κατά την άποψη του Βασιλείου της Δανίας, είναι άνευ σημασίας για την εκτίμηση του ζητήματος αν οι χρηματοδοτήσεις που χορηγήθηκαν στη Femern νοθεύουν τον ανταγωνισμό το γεγονός ότι η σταθερή ζεύξη θα καλύψει τμήμα της κίνησης από άλλη δημόσια σύνδεση, ήτοι τη γέφυρα του Grand Belt η οποία εντάσσεται στην ίδια νομική δομή με τη Femern.

212    Η Επιτροπή αμφισβητεί τη βασιμότητα των ως άνω επιχειρημάτων.

213    Υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, όσον αφορά τις προϋποθέσεις στρέβλωσης του ανταγωνισμού και επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών προκειμένου να χαρακτηριστεί ένα εθνικό μέτρο ως κρατική ενίσχυση, δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι η επίμαχη ενίσχυση είχε πράγματι επιπτώσεις στο εμπόριο μεταξύ κρατών μελών και ότι υπήρξε όντως στρέβλωση του ανταγωνισμού, αλλά απλώς να εξεταστεί αν η ενίσχυση είναι πιθανόν να έχει τέτοιο αντίκτυπο στις συναλλαγές αυτές και να νοθεύσει τον ανταγωνισμό (αποφάσεις της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech, C‑518/13, EU:C:2015:9, σκέψη 65, και της 30ής Απριλίου 2019, UPF κατά Επιτροπής, T‑747/17, EU:T:2019:271, σκέψη 91).

214    Ως προς την προϋπόθεση της νόθευσης του ανταγωνισμού κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, υπενθυμίζεται ότι νοθεύουν κατ’ αρχήν τις συνθήκες του ανταγωνισμού οι ενισχύσεις που αποσκοπούν στο να απαλλάξουν μια επιχείρηση από έξοδα τα οποία θα έπρεπε κανονικά να επωμιστεί η ίδια στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχείρισής της ή των συνήθων δραστηριοτήτων της (αποφάσεις της 30ής Απριλίου 2009, Επιτροπή κατά Ιταλίας και Wam, C‑494/06 P, EU:C:2009:272, σκέψη 54, και της 30ής Απριλίου 2019, UPF κατά Επιτροπής, T‑747/17, EU:T:2019:271, σκέψη 96).

215    Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, στην αιτιολογική σκέψη 234 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Femern είναι επιχείρηση δραστηριοποιούμενη στην αγορά των υπηρεσιών μεταφορών για τη διέλευση του πορθμού Fehmarn και, ως εκ τούτου, το επιλεκτικό πλεονέκτημα του οποίου απολαύει είναι ικανό να ενισχύσει τη θέση της σε σχέση με άλλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην αγορά αυτή, ιδίως δε τον φορέα εκμετάλλευσης πορθμείων και τους λιμενικούς φορείς.

216    Ως εκ τούτου, οι χρηματοδοτήσεις που χορηγήθηκαν στη Femern με προτιμησιακούς όρους έχουν ως αποτέλεσμα τη μείωση του κόστους χρηματοδότησης για την κατασκευή της σταθερής ζεύξης και καθιστούν δυνατή την άνευ αντιπαροχής εκμετάλλευση επιδοτούμενης υποδομής. Επομένως, η Femern απαλλάσσεται από έξοδα τα οποία θα έπρεπε κανονικά να επωμιστεί στο πλαίσιο της τρέχουσας διαχείρισής της ή των συνήθων δραστηριοτήτων της. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή μπορούσε βασίμως να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι επίμαχες χρηματοδοτήσεις που χορηγήθηκαν στη Femern είναι ικανές να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό.

217    Όσον αφορά τον επηρεασμό του εμπορίου μεταξύ κρατών μελών, υπενθυμίζεται ότι οι σχετικές επιπτώσεις δεν μπορεί να είναι αμιγώς υποθετικές ή τεκμαιρόμενες. Πρέπει άρα να προσδιοριστεί ο λόγος για τον οποίο το εξεταζόμενο μέτρο είναι πιθανόν να επηρεάσει, με τις προβλέψιμες συνέπειές του, το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών (απόφαση της 18ης Μαΐου 2017, Fondul Proprietatea, C‑150/16, EU:C:2017:388, σκέψη 30 και της 15ης Μαΐου 2019, Achema κ.λπ., C‑706/17, EU:C:2019:407, σκέψη 90). Πιο συγκεκριμένα, όταν ενίσχυση που χορηγήθηκε από κράτος μέλος ενισχύει τη θέση ορισμένων επιχειρήσεων έναντι άλλων ανταγωνιστριών τους στο εμπόριο μεταξύ των κρατών μελών, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το εμπόριο αυτό επηρεάζεται από την ενίσχυση (αποφάσεις της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech, C‑518/13, EU:C:2015:9, σκέψη 66, και της 30ής Απριλίου 2019, UPF κατά Επιτροπής, T‑747/17, EU:T:2019:271, σκέψη 92).

218    Επισημαίνεται συναφώς ότι η Επιτροπή διαπίστωσε ότι το επιλεκτικό πλεονέκτημα το οποίο χορηγήθηκε στη Femern ενισχύει τη θέση της στην αγορά υπηρεσιών μεταφορών για τη διέλευση του πορθμού Fehmarn μεταξύ Rødby και Puttgarden σε σχέση με τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται ήδη στην εν λόγω αγορά για τη σύνδεση αυτή μεταξύ Δανίας και Γερμανίας, και δη έναντι του φορέα εκμετάλλευσης πορθμείων ο οποίος προσφέρει υπηρεσίες μεταφορών στη συγκεκριμένη αγορά. Συνεπώς, η Επιτροπή μπορούσε βασίμως να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι χρηματοδοτήσεις που χορηγήθηκαν στη Femern επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, τούτο δε κατά μείζονα λόγο διότι η πλήρωση της προϋπόθεσης αυτής δεν μπορεί να εξαρτάται από τον τοπικό ή περιφερειακό χαρακτήρα των παρεχόμενων υπηρεσιών μεταφοράς (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Ιανουαρίου 2015, Eventech, C‑518/13, EU:C:2015:9, σκέψη 69, και της 29ης Ιουλίου 2019, Azienda Napoletana Mobilità, C‑659/17, EU:C:2019:633, σκέψη 31).

219    Επομένως, αντιθέτως προς τα όσα ισχυρίζεται το Βασίλειο της Δανίας, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως συνάγοντας το συμπέρασμα ότι οι χρηματοδοτήσεις που χορηγήθηκαν στη Femern νοθεύουν τον ανταγωνισμό και επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

220    Το δε επιχείρημα ότι η Femern δεν ανταγωνίζεται τους φορείς εκμετάλλευσης πορθμείων έχει ήδη απορριφθεί στο πλαίσιο της εξέτασης του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψεις 129 έως 132 ανωτέρω).

221    Τέλος, το Βασίλειο της Δανίας υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα εκτιμήσεως κρίνοντας ότι η σταθερή ζεύξη ανταγωνίζεται άλλες υποδομές που καθιστούν δυνατή τη διέλευση από τη Δυτική Βαλτική Θάλασσα, επειδή τις διαχειρίζονται δημόσιες επιχειρήσεις. Το επιχείρημα αυτό, στον βαθμό που μπορεί να θεωρηθεί αυτοτελές, είναι απορριπτέο ως αλυσιτελές. Συγκεκριμένα, αρκούσε η Επιτροπή να διαπιστώσει ότι, στην επίμαχη εν προκειμένω αγορά των υπηρεσιών μεταφοράς για τη διέλευση του πορθμού Fehmarn, οι χρηματοδοτήσεις που χορηγήθηκαν στη Femern υπό προτιμησιακούς όρους ήταν ικανές να νοθεύσουν τον ανταγωνισμό και να επηρεάσουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, όπως έπραξε στην αιτιολογική σκέψη 234 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στην οποία διαπίστωσε ότι οι χρηματοδοτήσεις αυτές προσέφεραν στη Femern επιλεκτικό πλεονέκτημα που ενίσχυε τη θέση της σε σχέση με τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν στην επίμαχη αγορά, ήτοι την αγορά των υπηρεσιών μεταφοράς για τη διέλευση του πορθμού Fehmarn.

222    Ως εκ τούτου, το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

223    Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω σκέψεων, η προσφυγή είναι απορριπτέα.

III. Επί των δικαστικών εξόδων

224    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι το Βασίλειο της Δανίας ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής, σύμφωνα με το σχετικό της αίτημα.

225    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Ως εκ τούτου, το Βασίλειο του Βελγίου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πέμπτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Το Βασίλειο της Δανίας θα φέρει, πέραν των δικαστικών του εξόδων, και εκείνα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

3)      Το Βασίλειο του Βελγίου, η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας και το Μεγάλο Δουκάτο του Λουξεμβούργου θα φέρουν τα δικά τους δικαστικά έξοδα.

Spielmann

Öberg

Mastroianni

Brkan

 

      Gâlea

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Φεβρουαρίου 2024.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα


I. Ιστορικό της διαφοράς

Α. Το έργο της σταθερής ζεύξης του πορθμού Fehmarn

Β. Τα γεγονότα που προηγήθηκαν της ένδικης διαφοράς

Γ. Η διοικητική διαδικασία

Δ. Η προσβαλλόμενη απόφαση

Ε. Τα αιτήματα των διαδίκων

II. Σκεπτικό

Α. Επί του παραδεκτού

Β. Επί της ουσίας

1. Επί του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά τη διαπίστωση ότι οι δραστηριότητες της Femern δεν συνδέονται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας

α) Επί της πρώτης αιτιάσεως, περί υπερβολικά στενής ερμηνείας της έννοιας της «δραστηριότητας που εμπίπτει στις αρμοδιότητες δημόσιας αρχής ή συνδέεται με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας»

β) Επί της τρίτης αιτιάσεως, περί παράλειψης της Επιτροπής να λάβει υπόψη διαθέσιμες πληροφορίες βάσει των οποίων ορισμένες δραστηριότητες της Femern μπορούν να συνδεθούν με την άσκηση προνομίων δημόσιας εξουσίας

1) Επί της πρώτης επιμέρους αιτιάσεως, με την οποία προσάπτεται στην Επιτροπή ότι κακώς έκρινε ότι, αυτές καθ’ εααυτές, οι δραστηριότητες κατασκευής και εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης δεν εμπίπτουν στην άσκηση δημόσιας εξουσίας

2) Επί της δεύτερης επιμέρους αιτιάσεως, με την οποία προσάπτεται στην Επιτροπή ότι κακώς διαπίστωσε ότι δεν παρασχέθηκε στη Femern κανένα ιδιαίτερο προνόμιο δημόσιας εξουσίας

γ) Επί της δεύτερης αιτιάσεως, με την οποία προσάπτεται στην Επιτροπή ότι κακώς έλαβε υπόψη την ύπαρξη εναλλακτικών υπηρεσιών, υποκατάστατων της σταθερής ζεύξης

2. Επί του δεύτερου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά τη φερόμενη ως εσφαλμένη διαπίστωση ότι η Femern ανταγωνίζεται άλλες επιχειρήσεις στην αγορά όπου παρέχει υπηρεσίες μεταφοράς

3. Επί του τρίτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά τη φερόμενη ως εσφαλμένη διαπίστωση ότι η Femern είναι εμπορικός φορέας

4. Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προσάπτεται στην Επιτροπή ότι κακώς διαπίστωσε ότι οι δραστηριότητες κατασκευής και εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης είναι αδιαχώριστες

α) Επί της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τον αδιαχώριστο χαρακτήρα των δραστηριοτήτων κατασκευής και εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης

β) Επί του βασίμου της αιτιολογίας της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τον αδιαχώριστο χαρακτήρα των δραστηριοτήτων κατασκευής και εκμετάλλευσης της σταθερής ζεύξης

5. Επί του τέταρτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά τη φερόμενη ως εσφαλμένη διαπίστωση ότι οι χρηματοδοτήσεις που χορηγήθηκαν στη Femern νοθεύουν τον ανταγωνισμό και επηρεάζουν το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

III. Επί των δικαστικών εξόδων


*      Γλώσσα διαδικασίας: η δανική.