Language of document : ECLI:EU:T:2024:127

Προσωρινό κείμενο

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο τμήμα)

της 28ης Φεβρουαρίου 2024 (*)

«Οικονομική και νομισματική πολιτική – Προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων – Άρθρο 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 – Επιβολή από την ΕΚΤ αντισταθμιστικών τόκων κατ’ εφαρμογήν του αυστριακού δικαίου σε περίπτωση παραβάσεως του άρθρου 395 του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 και κατόπιν αποφάσεως επιβολής διοικητικού χρηματικού προστίμου βάσει του άρθρου 18 του κανονισμού 1024/2013 – Αναλογικότητα»

Στις υποθέσεις T‑647/21 και T‑99/22,

Sber Vermögensverwaltungs AG, πρώην Sberbank Europe AG, με έδρα τη Βιέννη (Αυστρία), εκπροσωπούμενη από τον M. Fellner, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (EKT), εκπροσωπούμενης από τον K. Lackhoff, την J. Poscia και τον Μ. Ιωαννίδη,

καθής,

υποστηριζόμενης από τη

Δημοκρατία της Αυστρίας, εκπροσωπούμενη από την J. Schmoll και τους F. Koppensteiner και A. Posch,

παρεμβαίνουσα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα),

συγκείμενο από τους F. Schalin, πρόεδρο, I. Nõmm (εισηγητή) και G. Steinfatt, δικαστές,

γραμματέας: V. Di Bucci

–        έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

–        έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν, εντός της προθεσμίας των τριών εβδομάδων από την επίδοση του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιήθηκε η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, αίτημα για τον καθορισμό ημερομηνίας για διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, και αποφασίζοντας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να κρίνει επί της προσφυγής χωρίς να διεξαχθεί προφορική διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με τις προσφυγές που άσκησε βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα, Sber Vermögensverwaltungs AG, ζητεί την ακύρωση, αντιστοίχως, των αποφάσεων ECB-SSM‑2021-ATSBE‑7, της 2ας Αυγούστου 2021, και ECB-SSM‑2021-ATSBE‑12, της 21ης Δεκεμβρίου 2021, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). Οι ως άνω δύο αποφάσεις εκδόθηκαν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και παράγραφος 3, και του άρθρου 9, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2013, L 287, σ. 63), σε συνδυασμό με το άρθρο 395, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2013, L 176, σ. 1, και διορθωτικά ΕΕ 2013, L 208, σ. 68, και ΕΕ 2013, L 321, σ. 6), και το άρθρο 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του Bundesgesetz über das Bankwesen (Bankwesengesetz) (νόμου περί του τραπεζικού τομέα), της 30ής Ιουλίου 1993 (BGBl. 532/1993), όπως τροποποιήθηκε με τον Bundesgesetz, mit dem das Bankwesengesetz, das Börsegesetz 2018, das Finalitätsgesetz, das Finanzmarkt-Geldwäsche-Gesetz, das Sanierungs- und Abwicklungsgesetz, das Wertpapieraufsichtsgesetz 2018 und das Zentrale Gegenparteien-Vollzugsgesetz geändert werden (ομοσπονδιακό νόμο για την τροποποίηση του νόμου περί τραπεζικών δραστηριοτήτων, του νόμου του 2018 περί χρηματιστηρίου, του νόμου περί αμετακλήτου του διακανονισμού, του νόμου σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες στις χρηματοπιστωτικές αγορές, του νόμου περί εξυγίανσης και εκκαθάρισης, του νόμου του 2018 περί εποπτείας των κινητών αξιών και του νόμου περί εκτέλεσης των ρυθμίσεων για τους κεντρικούς αντισυμβαλλομένους), της 28ης Μαΐου 2021 (BGBl. I, 98/2021) (στο εξής: BWG).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Η προσφεύγουσα είναι αυστριακό πιστωτικό ίδρυμα το οποίο υπόκειται στην άμεση προληπτική εποπτεία της ΕΚΤ.

3        Την 1η Οκτωβρίου 2015 η προσφεύγουσα ενημέρωσε την ΕΚΤ και τη Finanzmarktaufsichtsbehörde (Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, Αυστρία, στο εξής: FMA) ότι τα ανοίγματά της έναντι ενός πιστωτικού ιδρύματος είχαν υπερβεί, κατά τη διάρκεια του 2015, το όριο για μεγάλα ανοίγματα που προβλέπεται στο άρθρο 395, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013. Η προσφεύγουσα επισήμανε ότι είχε θέσει τέρμα στις εν λόγω υπερβάσεις.

4        Στις 15 Φεβρουαρίου 2019 η ΕΚΤ αποφάσισε να επιβάλει στην προσφεύγουσα διοικητικό χρηματικό πρόστιμο δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013, ύψους 630 000 ευρώ, για παράβαση του άρθρου 395, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013, λόγω υπερβάσεων των θεσπιζομένων από την τελευταία διάταξη ορίων για μεγάλα ανοίγματα, σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση. Για τον προσδιορισμό του ύψους του εν λόγω προστίμου, η ΕΚΤ προέβη σε διάκριση μεταξύ της παραβάσεως που διαπράχθηκε σε ενοποιημένη βάση (η οποία, σύμφωνα με τον υπολογισμό που πραγματοποιήθηκε, μπορούσε να οδηγήσει σε επιβολή προστίμου ύψους 520 000 ευρώ) και της παραβάσεως που διαπράχθηκε σε ατομική βάση (η οποία, σύμφωνα με τον υπολογισμό που πραγματοποιήθηκε, μπορούσε να οδηγήσει σε επιβολή προστίμου ύψους 330 000 ευρώ). Στο μέτρο που οι δύο παραβάσεις απέρρεαν από τα ίδια πραγματικά περιστατικά, η ΕΚΤ έκρινε ότι η σωρευτική επιβολή των ως άνω δύο ποσών δεν ήταν σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας και καθόρισε, ως εκ τούτου, το ποσό του εν λόγω προστίμου σε 630 000 ευρώ.

5        Στις 17 Φεβρουαρίου 2021 η ΕΚΤ ενημέρωσε την προσφεύγουσα για την πρόθεσή της να της επιβάλει, βάσει του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG, αντισταθμιστικούς τόκους επί των ποσών που αφορούσαν οι εν λόγω υπερβάσεις και της κοινοποίησε σχετικό σχέδιο αποφάσεως.

6        Στις 3 Μαρτίου 2021 η προσφεύγουσα υπέβαλε γραπτές παρατηρήσεις επί του ως άνω σχεδίου αποφάσεως.

7        Στις 29 Ιουνίου 2021 η ΕΚΤ παρέσχε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί ενός αναθεωρημένου κειμένου του σχεδίου αποφάσεως, κατόπιν της τροποποιήσεως, στις 28 Μαΐου 2021, του άρθρου 97, παράγραφος 1, του BWG.

8        Στις 6 Ιουλίου 2021 η προσφεύγουσα υπέβαλε γραπτές παρατηρήσεις επί του αναθεωρημένου κειμένου του σχεδίου αποφάσεως.

9        Στις 2 Αυγούστου 2021 η ΕΚΤ εξέδωσε την απόφαση ECB-SSM‑2021-ATSBE‑7 (στο εξής: απόφαση της 2ας Αυγούστου 2021), με την οποία επέβαλε στην προσφεύγουσα αντισταθμιστικούς τόκους, ύψους 2 120 926,08 ευρώ, για τις υπερβάσεις που σημειώθηκαν μεταξύ Φεβρουαρίου και Ιουνίου 2015.

10      Πρώτον, η ΕΚΤ υπενθύμισε ότι η προσφεύγουσα την είχε ενημερώσει, όπως και την FMA, ότι ένα από τα ανοίγματά της είχε υπερβεί το όριο του 25 % του αποδεκτού κεφαλαίου της που προβλέπεται από το άρθρο 395, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013.

11      Δεύτερον, η ΕΚΤ υπογράμμισε ότι η προσφεύγουσα είχε υπερβεί το εν λόγω όριο, αφενός, σε ατομική βάση, για 59 εργάσιμες ημέρες κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 5ης Φεβρουαρίου και της 29ης Ιουνίου 2015 και, αφετέρου, σε ενοποιημένη βάση, για 53 εργάσιμες ημέρες κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 10ης Φεβρουαρίου και της 29ης Ιουνίου 2015. Η ΕΚΤ επισήμανε ότι οι υπερβάσεις αυτές είχαν λάβει χώρα κατά τη διάρκεια τεσσάρων ημερολογιακών μηνών.

12      Τρίτον, η ΕΚΤ συνήγαγε εντεύθεν ότι, βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο δʹ, και παράγραφος 3, καθώς και του άρθρου 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1024/2013, έπρεπε να επιβληθούν στην προσφεύγουσα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG, αντισταθμιστικοί τόκοι για παράβαση του άρθρου 395, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013 τόσο σε ατομική βάση, ύψους 1 105 359,95 ευρώ, όσο και σε ενοποιημένη βάση, ύψους 2 120 926,08 ευρώ.

13      Στις 30 Αυγούστου 2021 η προσφεύγουσα ζήτησε την επανεξέταση της ως άνω αποφάσεως βάσει του άρθρου 24, παράγραφοι 1, 5 και 6, του κανονισμού 1024/2013, σε συνδυασμό με το άρθρο 7 της αποφάσεως της ΕΚΤ, της 14ης Απριλίου 2014, σχετικά με την ίδρυση διοικητικού συμβουλίου επανεξέτασης και τον κανονισμό λειτουργίας του (ΕΕ 2014, L 175, σ. 47).

14      Στις 12 Οκτωβρίου 2021 η προσφεύγουσα άσκησε την προσφυγή στην υπόθεση T‑647/21, με αίτημα την ακύρωση της αποφάσεως της 2ας Αυγούστου 2021.

15      Στις 25 Οκτωβρίου 2021 το διοικητικό συμβούλιο επανεξέτασης (στο εξής: ΔΣΕ) εξέδωσε γνωμοδότηση με την οποία έκρινε ότι η απόφαση της 2ας Αυγούστου 2021, πρώτον, ήταν ανεπαρκώς αιτιολογημένη όσον αφορά την εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας, την εφαρμογή του άρθρου 70 της οδηγίας 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26 Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 176, σ. 338), και την εφαρμογή του άρθρου 99e, του BWG, δεύτερον, εκδόθηκε κατά παράβαση της αρχής της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας και, τρίτον, ήταν ανεπαρκώς αιτιολογημένη όσον αφορά την επιλογή της ΕΚΤ να επιβάλει αντισταθμιστικούς τόκους σε σχέση με τις υπερβάσεις των ορίων για μεγάλα ανοίγματα οι οποίες είχαν σημειωθεί τόσο σε ατομικό όσο και σε ενοποιημένο επίπεδο.

16      Στις 21 Δεκεμβρίου 2021 η ΕΚΤ εξέδωσε νέα απόφαση, την απόφαση ECB-SSM‑2021-ATSBE‑12 (στο εξής: απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021), η οποία, σύμφωνα με το σημείο της 3.1, «αντικαθιστά και τροποποιεί την απόφαση της [2ας Αυγούστου 2021]» και, σύμφωνα με το σημείο της 3.3, «αρχίζει να ισχύει από την ημέρα της κοινοποιήσεως της αποφάσεως [της 2ας Αυγούστου 2021]».

17      Η ΕΚΤ διατήρησε το ίδιο ποσό αντισταθμιστικών τόκων με εκείνο το οποίο είχε επιβάλει με την απόφαση της 2ας Αυγούστου 2021.

18      Υπό το πρίσμα της γνωμοδοτήσεως του ΔΣΕ, πρώτον, η ΕΚΤ προσέθεσε ότι, σε περίπτωση παραβάσεως των υποχρεώσεων που υπέχει ένα ίδρυμα από το άρθρο 395 του κανονισμού 575/2013, η επιβολή αντισταθμιστικών τόκων δυνάμει του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG εμπίπτει στην άσκηση δέσμιας αρμοδιότητας εκ μέρους της αρμόδιας αρχής, η οποία δεν καταλείπει σε αυτή καμία διακριτική ευχέρεια. Επομένως, τα στοιχεία που μνημονεύονται στο άρθρο 99e του BWG όσον αφορά τις «κυρώσεις με χαρακτήρα ποινής» δεν ασκούν επιρροή. Δεύτερον, η ΕΚΤ επισήμανε ότι από τη νομολογία των αυστριακών δικαστηρίων προκύπτει ότι, σε περίπτωση υπερβάσεως τόσο σε ατομική όσο και σε ενοποιημένη βάση, πρέπει να επιβάλλονται αντισταθμιστικοί τόκοι σε αμφότερες τις ως άνω περιπτώσεις. Τρίτον, η ΕΚΤ έκρινε ότι, αντιθέτως προς όσα διαπίστωσε το ΔΣΕ, δεν υπήρξε, υπό το πρίσμα των περιστάσεων της υπόθεσης, παράβαση της υποχρεώσεως τηρήσεως εύλογης προθεσμίας όσον αφορά τη διεκπεραίωση των διοικητικών διαδικασιών και παρατήρησε ότι το ίδιο το ΔΣΕ είχε δεχθεί ότι η διάρκεια της διαδικασίας δεν είχε επηρεάσει την άσκηση των δικαιωμάτων άμυνας της προσφεύγουσας.

 Αιτήματα των διαδίκων

19      Στην υπόθεση T‑647/21, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση της 2ας Αυγούστου 2021,

–        να καταδικάσει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα.

20      Η ΕΚΤ και η Δημοκρατία της Αυστρίας ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

21      Επιπλέον, η ΕΚΤ υπέβαλε στις 28 Ιανουαρίου 2022 αίτημα για κατάργηση της δίκης στην εν λόγω υπόθεση, το οποίο αποφασίσθηκε να εξετασθεί μαζί με την ουσία της υποθέσεως στις 31 Μαΐου 2022.

22      Στην υπόθεση T‑99/22, η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021,

–        να καταδικάσει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα.

23      Η ΕΚΤ και η Δημοκρατία της Αυστρίας ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

24      Αφού άκουσε τους διαδίκους επί του ζητήματος αυτού, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υπό κρίση υποθέσεων προς έκδοση κοινής αποφάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 68 του Κανονισμού Διαδικασίας του.

 Επί της προσφυγής στην υπόθεση T99/22

25      Τα επιχειρήματα που προβάλλει η προσφεύγουσα προς στήριξη του αιτήματος ακυρώσεως της αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2021 μπορούν, κατ’ ουσίαν, να διαιρεθούν σε επτά λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν, πρώτον, παραβίαση της αρχής ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και στο άρθρο 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 7 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ), δεύτερον, αμφισβήτηση του απρόσβλητου χαρακτήρα της αποφάσεως της ΕΚΤ της 15ης Φεβρουαρίου 2019 κατά παράβαση των κανόνων του αυστριακού δικαίου, τρίτον, παράβαση του άρθρου 49 του Χάρτη και του άρθρου 7 της ΕΣΔΑ καθώς και του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013, τέταρτον, παράβαση του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG, πέμπτον, παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και παράβαση του άρθρου 70 της οδηγίας 2013/36, έκτον, παράβαση της υποχρεώσεως της ΕΚΤ να αποφανθεί εντός εύλογης προθεσμίας και, έβδομον, κατάχρηση εξουσίας.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής non bis in idem

26      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η επιβολή αντισταθμιστικών τόκων βάσει του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG συνιστά παραβίαση της αρχής ne bis in idem που κατοχυρώνεται στο άρθρο 50 του Χάρτη και στο άρθρο 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 7 της ΕΣΔΑ, δεδομένου ότι η ΕΚΤ της έχει ήδη επιβάλει διοικητικό χρηματικό πρόστιμο ύψους 630 000 ευρώ για τα ίδια πραγματικά περιστατικά. Υποστηρίζει ότι η εν λόγω αρχή ισχύει και για τις διοικητικές κυρώσεις οι οποίες είναι δυνατόν να έχουν ποινικό χαρακτήρα και εκτιμά ότι ο χαρακτηρισμός αυτός έχει εφαρμογή και στους αντισταθμιστικούς τόκους, κατά το μέτρο που υπερβαίνουν τη στέρηση του οικονομικού οφέλους που προέκυψε από την παράβαση του άρθρου 395 του κανονισμού 575/2013. Επιπλέον, με την απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, VTB Bank (Austria) (C‑52/17, EU:C:2018:648), το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε επί του ζητήματος αν οι αντισταθμιστικοί τόκοι έχουν ποινικό χαρακτήρα.

27      Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από τη Δημοκρατία της Αυστρίας, φρονεί ότι ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

28      Η αρχή ne bis in idem συνιστά θεμελιώδη αρχή του δικαίου της Ένωσης (απόφαση της 15ης Οκτωβρίου 2002, Limburgse Vinyl Maatschappij κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑238/99 P, C‑244/99 P, C‑245/99 P, C‑247/99 P, C‑250/99 P έως C‑252/99 P και C‑254/99 P, EU:C:2002:582, σκέψη 59), η οποία κατοχυρώνεται πλέον στο άρθρο 50 του Χάρτη.

29      Το άρθρο 50 του Χάρτη περιλαμβάνει δικαίωμα το οποίο αντιστοιχεί σε εκείνο που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 7 της ΕΣΔΑ. Συναφώς, υπογραμμίζεται ότι στον βαθμό που ο Χάρτης περιλαμβάνει δικαιώματα που αντιστοιχούν σε δικαιώματα τα οποία διασφαλίζονται στην ΕΣΔΑ, το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη προβλέπει ότι η έννοια και η εμβέλειά τους είναι ίδιες με εκείνες που τους αποδίδει η ΕΣΔΑ. Πρέπει, επομένως, να λαμβάνεται υπόψη το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου αριθ. 7 της ΕΣΔΑ για την ερμηνεία του άρθρου 50 του Χάρτη, χωρίς αυτό να θίγει την αυτονομία του δικαίου της Ένωσης και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 20ής Μαρτίου 2018, Menci, C‑524/15, EU:C:2018:197, σκέψεις 23 και 60).

30      Το άρθρο 50 του Χάρτη ορίζει ότι «[κ]ανείς δεν διώκεται ούτε τιμωρείται ποινικά για αδίκημα για το οποίο έχει ήδη αθωωθεί ή καταδικαστεί εντός της Ένωσης με αμετάκλητη απόφαση ποινικού δικαστηρίου σύμφωνα με τον νόμο». Ως εκ τούτου, η αρχή ne bis in idem απαγορεύει τη σώρευση τόσο διώξεων όσο και κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου για τα ίδια πραγματικά περιστατικά και κατά του ιδίου προσώπου (βλ. απόφαση της 20ής Μαρτίου 2018, Menci, C‑524/15, EU:C:2018:197, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι τρία κριτήρια είναι κρίσιμα. Το πρώτο κριτήριο είναι ο νομικός χαρακτηρισμός της παραβάσεως κατά το εθνικό δίκαιο, το δεύτερο είναι η ίδια η φύση της παραβάσεως και το τρίτο είναι ο βαθμός αυστηρότητας της κυρώσεως η οποία ενδέχεται να επιβληθεί στον ενδιαφερόμενο (πρβλ. αποφάσεις της 5ης Ιουνίου 2012, Bonda, C‑489/10, EU:C:2012:319, σκέψη 37, και της 20ής Μαρτίου 2018, Menci, C‑524/15, EU:C:2018:197, σκέψη 26). Συναφώς, επισημαίνεται ότι η εφαρμογή του άρθρου 50 του Χάρτη δεν περιορίζεται μόνο στις διώξεις και τις κυρώσεις που χαρακτηρίζονται ως «ποινικές» από το εθνικό δίκαιο, αλλά εκτείνεται –ανεξαρτήτως ενός τέτοιου χαρακτηρισμού στο εσωτερικό δίκαιο– σε διώξεις και σε κυρώσεις οι οποίες πρέπει να θεωρηθούν ως έχουσες ποινικό χαρακτήρα βάσει των λοιπών δύο κριτηρίων (πρβλ. απόφαση της 20ής Μαρτίου 2018, Menci, C‑524/15, EU:C:2018:197, σκέψη 30).

32      Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 395, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013, όπως ίσχυε κατά την επίμαχη περίοδο, «[έ]να ίδρυμα δεν αναλαμβάνει άνοιγμα, αφού λάβει υπόψη την επίδραση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 399 έως 403 [του εν λόγω κανονισμού], έναντι πελάτη ή ομάδας συνδεδεμένων πελατών με αξία που υπερβαίνει το 25 % του αποδεκτού κεφαλαίου του» και «[ε]φόσον ο πελάτης είναι ίδρυμα ή η ομάδα συνδεδεμένων πελατών περιλαμβάνει ένα ή περισσότερα ιδρύματα, η αξία αυτή δεν υπερβαίνει το 25 % του αποδεκτού κεφαλαίου του ιδρύματος ή το ποσό των 150 εκατ. ευρώ, οποιοδήποτε είναι μεγαλύτερο, υπό τον όρο ότι το άθροισμα της αξίας των ανοιγμάτων, αφού ληφθεί υπόψη η επίδραση των τεχνικών μείωσης πιστωτικού κινδύνου σύμφωνα με τα άρθρα 399 έως 403 [του κανονισμού αυτού], σε όλους τους συνδεδεμένους πελάτες που δεν είναι ιδρύματα δεν υπερβαίνει το 25 % του αποδεκτού κεφαλαίου του ιδρύματος».

33      Επιπλέον, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG, «η FMA επιβάλλει τόκους στα πιστωτικά ιδρύματα, τις υπεύθυνες επιχειρήσεις κατά την έννοια του άρθρου 30, παράγραφος 6, [του παρόντος νόμου] και τον κεντρικό οργανισμό στην περίπτωση συνδεδεμένων στο πλαίσιο δικτύου πιστωτικών ιδρυμάτων σύμφωνα με το άρθρο 30a του εν λόγω νόμου, για τα ακόλουθα ποσά: […] το ποσό υπερβάσεως του ορίου για μεγάλα ανοίγματα που προβλέπεται στο άρθρο 395, παράγραφος 1, του [κανονισμού 575/2013], τοκίζεται με ετήσιο επιτόκιο 2 %, για 30 ημέρες, εκτός από την περίπτωση επιτρεπόμενης υπέρβασης του ορίου σύμφωνα με το άρθρο 395, παράγραφος 5, [του εν λόγω κανονισμού], εποπτικών μέτρων σύμφωνα με το άρθρο 70, παράγραφος 2, [του παρόντος νόμου] ή υπερχρέωσης του πιστωτικού ιδρύματος.»

34      Πρώτον, υπενθυμίζεται ότι στις 15 Φεβρουαρίου 2019 επιβλήθηκε στην προσφεύγουσα, με απόφαση που κατέστη απρόσβλητη, διοικητικό χρηματικό πρόστιμο ύψους 630 000 ευρώ δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013, για την καταστολή παραβάσεως συνιστάμενης σε υπερβάσεις των ορίων για μεγάλα ανοίγματα που θεσπίζονται από το άρθρο 395, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013. Η ΕΚΤ δεν αμφισβητεί ότι οι αντισταθμιστικοί τόκοι που επέβαλε με την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021 συνδέονται με τα ίδια πραγματικά περιστατικά.

35      Δεύτερον, υπογραμμίζεται ότι τα διοικητικά χρηματικά πρόστιμα που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013 εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 50 του Χάρτη.

36      Συναφώς, παρατηρείται ότι τα διοικητικά χρηματικά πρόστιμα που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 1024/2013 έχουν σαφώς ως πρότυπο τα πρόστιμα τα οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δύναται να επιβάλει δυνάμει του άρθρου 23, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα [101 και 102 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 2003, L 1, σ. 1), και είναι αντίστοιχης φύσεως και βαρύτητας. Πράγματι, τα διοικητικά αυτά πρόστιμα έχουν τον ίδιο αποτρεπτικό σκοπό, όπως ρητώς διευκρινίζεται στο άρθρο 18, παράγραφος 3, του κανονισμού 1024/2013, το οποίο ορίζει ότι οι «επιβαλλόμενες κυρώσεις είναι αποτελεσματικές, αναλογικές και αποτρεπτικές», και την ίδια βαρύτητα όσον αφορά το ποσό, το οποίο μπορεί να ανέλθει στο 10 % του συνολικού ετήσιου κύκλου εργασιών του οικείου πιστωτικού ιδρύματος. Κατά πάγια νομολογία, η αρχή ne bis in idem πρέπει να τηρείται στις διαδικασίες επιβολής προστίμων, στον τομέα του δικαίου του ανταγωνισμού (βλ. απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2012, Toshiba Corporation κ.λπ., C‑17/10, EU:C:2012:72, σκέψη 94 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, ο χαρακτηρισμός αυτός πρέπει να εφαρμοστεί κατ’ αναλογίαν στα εν λόγω διοικητικά πρόστιμα.

37      Τρίτον, και κατά συνέπεια, πρέπει να εξακριβωθεί αν οι αντισταθμιστικοί τόκοι που επιβάλλονται δυνάμει του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG εμπίπτουν επίσης στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 50 του Χάρτη.

38      Συναφώς, από τη νομολογία του Verfassungsgerichtshof (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Αυστρία) και του Verwaltungsgerichtshof (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Αυστρία), την οποία παρέθεσε η Δημοκρατία της Αυστρίας με το υπόμνημα παρεμβάσεως, προκύπτει ότι οι αντισταθμιστικοί τόκοι χαρακτηρίζονται ως μέτρα προληπτικής εποπτείας χωρίς τιμωρητικό χαρακτήρα.

39      Ειδικότερα, το Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο), με απόφαση της 22ας Φεβρουαρίου 1999, έκρινε ότι, όσον αφορά το πρώτο σχετικό κριτήριο, ήτοι τον νομικό χαρακτηρισμό της παραβάσεως κατά το εσωτερικό δίκαιο, από την οικονομία του BWG προκύπτει ότι ο Αυστριακός νομοθέτης δεν είχε χαρακτηρίσει το άρθρο 97 του εν λόγω νόμου ως ποινική διάταξη. Όσον αφορά το δεύτερο και το τρίτο κριτήριο, ήτοι την ίδια τη φύση της παραβάσεως και τον βαθμό αυστηρότητας της κυρώσεως, το ως άνω δικαστήριο έκρινε ότι «ούτε ο σκοπός και η φύση της κυρώσεως ούτε η φύση ή η έκταση της σοβαρότητάς της […] εμπίπτουν στον τομέα του ποινικού δικαίου». Συναφώς, το ως άνω δικαστήριο επισήμανε ότι οι αντισταθμιστικοί τόκοι επιβάλλονταν «χωρίς εξέταση της υπαιτιότητας» και ότι αποσκοπούσαν στη «διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας ενός τραπεζικού συστήματος παρέχοντος επαρκή προστασία στους πιστωτές, μέσω της εξασφάλισης της ρευστότητας των πιστωτικών ιδρυμάτων και του περιορισμού των κινδύνων που συνδέονται με τη χορήγηση πιστώσεων», προβλέποντας, στην περίπτωση της υπέρβασης των ορίων για μεγάλες επενδύσεις, μια εισφορά «ανάλογη προς την υπέρβαση των ορίων και ικανή να αντισταθμίσει το αδικαιολόγητο οικονομικό όφελος που προέκυψε από την εν λόγω υπέρβαση».

40      Επομένως, από τη νομολογία των αυστριακών δικαστηρίων πρέπει να συναχθεί ότι η επιβολή αντισταθμιστικών τόκων βάσει του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 50 του Χάρτη.

41      Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από την απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, VTB Bank (Austria) (C‑52/17, EU:C:2018:648, σκέψεις 40 έως 42). Πράγματι, μολονότι το Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι αντισταθμιστικοί τόκοι που είχαν επιβληθεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 97 του BWG όπως ίσχυε προηγουμένως ενέπιπταν στο άρθρο 65 της οδηγίας 2013/36, το οποίο αφορά τις «διοικητικές κυρώσεις και άλλα διοικητικά μέτρα», προέκρινε τον χαρακτηρισμό του «διοικητικού μέτρου» αντί του χαρακτηρισμού της «διοικητικής κυρώσεως», παραπέμποντας στη νομολογία του στο πλαίσιο της ανάλυσης των μέτρων δημοσιονομικής διόρθωσης που εφαρμόζουν τα κράτη μέλη για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, χαρακτηρίζοντας ως «διοικητικό μέτρο» την υποχρέωση επιστροφής οφέλους που αποκτήθηκε αδικαιολογήτως μέσω μη σύννομης πρακτικής.

42      Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η επιβολή από την ΕΚΤ αντισταθμιστικών τόκων δυνάμει του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG για συμπεριφορά για την οποία είχε ήδη επιβληθεί διοικητικό χρηματικό πρόστιμο κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 18 του κανονισμού 1024/2013 δεν αντιβαίνει στην αρχή ne bis in idem.

43      Επομένως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και παράβαση του άρθρου 70 της οδηγίας 2013/36

44      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η επιβολή αντισταθμιστικών τόκων σε βάρος της συνιστά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας και παράβαση του άρθρου 70 της οδηγίας 2013/36. Πρώτον, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι η ΕΚΤ υποχρεούται σε τήρηση της αρχής της αναλογικότητας τόσο κατά την επιβολή διοικητικής κυρώσεως όσο και διοικητικού μέτρου. Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ΕΚΤ υποχρεούται να εφαρμόζει το άρθρο 99e του BWG υπό το πρίσμα του άρθρου 70 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο μεταφέρει στην εσωτερική έννομη τάξη. Επομένως, το άρθρο 99e του BWG εφαρμόζεται όχι μόνο στις διοικητικές κυρώσεις, αλλά και στα λοιπά διοικητικά μέτρα. Τρίτον, η προσφεύγουσα εκτιμά ότι, υπό το πρίσμα των κριτηρίων που θέτει η τελευταία διάταξη, σε περίπτωση ήσσονος σημασίας και ελάχιστης διάρκειας παραβάσεως, η οποία δεν είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία πλεονεκτήματος υπέρ της προσφεύγουσας και υπό το πρίσμα συνεργασίας της, η ΕΚΤ όφειλε να της επιβάλει πολύ χαμηλότερους αντισταθμιστικούς τόκους ή να μην της επιβάλει κανέναν αντισταθμιστικό τόκο.

45      Επιπλέον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην ΕΚΤ ότι δεν εξέτασε κατά πόσον η επιβολή αντισταθμιστικών τόκων τόσο σε ενοποιημένη βάση όσο και σε ατομική βάση ήταν σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας. Συναφώς, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι το διοικητικό χρηματικό πρόστιμο είχε καθοριστεί σε ποσό 630 000 ευρώ αντί 840 000 ευρώ, προκειμένου να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι οι υπερβάσεις σε ατομική και σε ενοποιημένη βάση οφείλονταν στην ίδια συμπεριφορά. Η προσφεύγουσα προσάπτει στην ΕΚΤ ότι δεν ακολούθησε αντίστοιχη προσέγγιση στην απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021 και ότι δεν παρέθεσε επαρκή αιτιολογία ως προς το σημείο αυτό.

46      Η ΕΚΤ αντιτείνει, κατά πρώτον, ότι το άρθρο 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG δεν της παρέχει καμία διακριτική ευχέρεια που να της επιτρέπει να εξετάσει την αναλογικότητα του μέτρου βάσει των κριτηρίων του άρθρου 99e του BWG.

47      Κατά δεύτερον, η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι το άρθρο 97, παράγραφος 1, του BWG αποτελεί ειδικό μέσο, το οποίο λειτουργεί ανεξάρτητα από υποκειμενικά κριτήρια, όπως η ευθύνη για την παράβαση των ορίων για μεγάλα ανοίγματα, με σκοπό τη διασφάλιση της τηρήσεως των εν λόγω ορίων με υψηλό βαθμό αποτελεσματικότητας, και για το οποίο τα αυστριακά δικαστήρια δεν έχουν διατυπώσει καμία συνταγματικής φύσεως επιφύλαξη όσον αφορά την αναλογικότητά του.

48      Κατά τρίτον, η ΕΚΤ υπενθυμίζει ότι η εκ μέρους της ερμηνεία του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG είναι σύμφωνη με τη νομολογία των αυστριακών δικαστηρίων. Από αυτή προκύπτει, πρώτον, ότι η εν λόγω διάταξη εφαρμόζεται άνευ ετέρου, δεύτερον, ότι έχει χαρακτηρισθεί ως «γενικευμένη ανάκτηση αδικαιολογήτως αποκτηθέντων ή δυνάμενων να αποκτηθούν πλεονεκτημάτων» και, τρίτον, ότι, ως εκ τούτου, κατά την εφαρμογή του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG, η ΕΚΤ δεν είχε ούτε την υποχρέωση ούτε την εξουσία να εφαρμόσει το άρθρο 99e του BWG με το οποίο μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη το άρθρο 70 της οδηγίας 2016/36.

49      Κατά τέταρτον, η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι, κατά την εφαρμογή του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG, έπρεπε να ληφθούν υπόψη εκτιμήσεις αναλογικότητας, εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι τα κριτήρια που ορίζονται στο άρθρο 99e, του BWG και στο άρθρο 70 της οδηγίας 2013/36 δεν είναι κρίσιμα.

50      Πρώτον, το άρθρο 99e του BWG ρυθμίζει αποκλειστικώς το ποσό των προστίμων και δεν μπορεί να αφορά το ποσό των αντισταθμιστικών τόκων.

51      Δεύτερον, οι παράμετροι που προβλέπονται στο άρθρο 99e του BWG και το άρθρο 70 της οδηγίας 2013/36 εφαρμόζονται για τον προσδιορισμό του είδους της απόφασης μόνο στον βαθμό που ενδείκνυται, ήτοι στον βαθμό που είναι κατάλληλες για την επίτευξη των επιδιωκόμενων θεμιτών σκοπών. Ωστόσο, αφενός, οι εν λόγω παράμετροι που αφορούν τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης, το ύψος των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν, τις ζημίες που προκλήθηκαν σε τρίτους ή το επίπεδο συνεργασίας με την αρμόδια αρχή δεν είναι κατάλληλες για την επίτευξη των θεμιτών σκοπών του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG. Αφετέρου, το κριτήριο της προθέσεως για την τέλεση της παραβάσεως, το οποίο προβλέπεται μόνο στο άρθρο 70 της εν λόγω οδηγίας, δεν είναι ομοίως κατάλληλο.

52      Η Δημοκρατία της Αυστρίας υποστηρίζει ότι τα κριτήρια του άρθρου 99e του BWG δεν εφαρμόζονται in concreto για τη θέσπιση του διοικητικού εποπτικού μέτρου, δεδομένου ότι αφορούν μάλλον κυρώσεις. Μόνον το κριτήριο που αφορά την οικονομική δυνατότητα θα μπορούσε να ληφθεί υπόψη, δεδομένου ότι περιλαμβάνεται και στο άρθρο 97, παράγραφος 1, σημείο 2, το οποίο αποκλείει την επιβολή αντισταθμιστικών τόκων όταν το πιστωτικό ίδρυμα είναι υπερχρεωμένο. Η Δημοκρατία της Αυστρίας προσθέτει ότι η επιβολή αντισταθμιστικών τόκων για υπέρβαση τόσο σε ατομικό όσο και σε ενοποιημένο επίπεδο είναι σύμφωνη με τη νομολογία και έχει αναλογικό χαρακτήρα.

53      Σύμφωνα με το άρθρο 65, παράγραφος 1, τελευταία περίοδος, της οδηγίας 2013/36, οι «διοικητικές κυρώσεις και τα άλλα διοικητικά μέτρα έχουν αποτελεσματικό, αναλογικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα».

54      Το άρθρο 70 της οδηγίας 2013/36, το οποίο φέρει τον τίτλο «Αποτελεσματική εφαρμογή κυρώσεων και άσκηση των εξουσιών επιβολής κυρώσεων από τις αρμόδιες αρχές» ορίζει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών κυρώσεων ή άλλων διοικητικών μέτρων και του ύψους των διοικητικών χρηματικών προστίμων, οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες, στις οποίες περιλαμβάνονται αναλόγως:

α)      η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης,

β)      ο βαθμός ευθύνης του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση,

γ)      η οικονομική ισχύς του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, όπως προκύπτει, παραδείγματος χάριν, από τον συνολικό κύκλο εργασιών νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα φυσικού προσώπου,

δ)      η σπουδαιότητα των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιορισθούν,

ε)      οι ζημίες τρίτων που προκλήθηκαν από την παράβαση, στον βαθμό που μπορούν να προσδιορισθούν,

στ)      ο βαθμός συνεργασίας του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση με την αρμόδια αρχή,

ζ)      προηγούμενες παραβάσεις του φυσικού ή νομικού προσώπου που είναι υπεύθυνο για την παράβαση,

η)      τυχόν πιθανές συστημικές συνέπειες της παράβασης.»

55      Με την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, η ΕΚΤ υπογράμμισε ρητώς ότι «το άρθρο 97, παράγραφος 1, του BWG δεν παρέχει στην αρμόδια αρχή καμία διακριτική ευχέρεια όσον αφορά την επιβολή ή μη αντισταθμιστικών τόκων», ενώ «δεν της παρέχει ούτε διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τη συνεκτίμηση ειδικών περιστάσεων κατά τον καθορισμό του ύψους των τόκων που πρέπει να επιβληθούν». Η ΕΚΤ στήριξε το συμπέρασμα αυτό στη θέση του Verwaltungsgerichtshof (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου), από την οποία προκύπτει ότι η νομοθεσία λαμβάνει υπόψη μόνον «τη μη τήρηση ή την υπέρβαση των ορίων» [Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο), απόφαση 95/17/0139, της 15ης Μαΐου 2000], ότι «οι λόγοι για τους οποίους ακολουθήθηκε μορφή δράσης διαφορετική από εκείνη την οποία προέβλεψε ο νομοθέτης δεν ασκούν επιρροή» [Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο), απόφαση 95/17/0139, της 26ης Απριλίου 1999] και ότι η αρμόδια αρχή «δεν μπορεί να λάβει υπόψη τον βαθμό παρανόμου της παραβάσεως» [Verwaltungsgerichtshof (Ανώτατο Διοικητικό Δικαστήριο), απόφαση 95/17/0139, της 15ης Μαΐου 2000].

56      Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ δεν εξέτασε αν η επιβολή αντισταθμιστικών τόκων ήταν σύμφωνη με την αρχή της αναλογικότητας υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υποθέσεως, δεδομένου ότι θεώρησε ότι δεν μπορούσε να πράξει τούτο, λόγω της ερμηνείας του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG από τα αυστριακά δικαστήρια.

57      Επομένως, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως επιβάλλει να εξακριβωθεί κατά πόσον η ΕΚΤ ερμήνευσε ορθώς το άρθρο 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG, δεχόμενη ότι δεν είχε διακριτική ευχέρεια ως προς την εφαρμογή του εφόσον πληρούνταν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του.

58      Κατά πρώτον, στο μέτρο που τίθεται ζήτημα ερμηνείας διατάξεως του εθνικού δικαίου, υπενθυμίζεται ότι, κατ’ αρχήν, το περιεχόμενο των εθνικών νομοθετικών, κανονιστικών ή διοικητικών διατάξεων πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένης υπόψη της ερμηνείας τους από τα εθνικά δικαστήρια (πρβλ απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2015, Επιτροπή κατά Σλοβακίας, C‑433/13, EU:C:2015:602, σκέψη 81 μνημονευόμενη νομολογία).

59      Ως εκ τούτου, όταν το Γενικό Δικαστήριο καλείται να ελέγξει το βάσιμο της εφαρμογής από την ΕΚΤ του εθνικού δικαίου που μεταφέρει μια οδηγία στην εσωτερική έννομη τάξη, η ερμηνεία των εθνικών δικαστηρίων αρκεί για να καθορίσει το περιεχόμενο του εν λόγω εθνικού δικαίου, όταν από αυτή προκύπτει διαπίστωση συμβατότητας με την οδηγία της οποίας τη μεταφορά διασφαλίζει το εθνικό δίκαιο. Σε μια τέτοια περίπτωση, οι επικρίσεις που διατυπώνονται προς αμφισβήτηση της ορθότητας της ερμηνείας των εν λόγω δικαστηρίων είναι εξ ορισμού απορριπτέες (πρβλ. απόφαση της 24ης Απριλίου 2018, Caisse régionale de crédit agricole mutuel Alpes Provence κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T‑133/16 έως T‑136/16, EU:T:2018:219, σκέψεις 84 έως 92).

60      Εντούτοις, δεν ισχύει το ίδιο όταν η ερμηνεία των εθνικών δικαστηρίων δεν καθιστά δυνατή τη διασφάλιση της συμβατότητας του εθνικού δικαίου με μια οδηγία.

61      Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, η τήρηση της αρχής της υπεροχής του δικαίου της Ένωσης συνεπάγεται ότι, όπως ένα εθνικό δικαστήριο, το Γενικό Δικαστήριο ερμηνεύει, εφόσον είναι αναγκαίο, το εθνικό δίκαιο κατά το μέτρο του δυνατού με γνώμονα το γράμμα και τον σκοπό της οδηγίας που έχει μεταφερθεί στο εσωτερικό δίκαιο, προκειμένου να επιτυγχάνεται το αποτέλεσμα που επιδιώκεται με την οδηγία αυτή (πρβλ. απόφαση της 24ης Ιανουαρίου 2012, Dominguez, C‑282/10, EU:C:2012:33, σκέψη 24).

62      Μολονότι η υποχρέωση αναφοράς στο δίκαιο της Ένωσης κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των κρίσιμων κανόνων του εσωτερικού δικαίου οριοθετείται από τις γενικές αρχές του δικαίου και δεν είναι δυνατό να αποτελέσει έρεισμα για μια contra legem ερμηνεία του εθνικού δικαίου, εντούτοις, η απαίτηση σύμφωνης ερμηνείας περιλαμβάνει και την υποχρέωση τροποποιήσεως, αν παρίσταται ανάγκη, της πάγιας νομολογίας σε περίπτωση που αυτή στηρίζεται σε ερμηνεία του εσωτερικού δικαίου η οποία δεν συμβιβάζεται με τους σκοπούς της οδηγίας (πρβλ. απόφαση της 19ης Απριλίου 2016, DI, C‑441/14, EU:C:2016:278, σκέψεις 32 και 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

63      Σε περίπτωση που είναι αδύνατη η σύμφωνη προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης ερμηνεία της εθνικής νομοθεσίας, το Γενικό Δικαστήριο, όπως και το εθνικό δικαστήριο στο οποίο έχει ανατεθεί η εφαρμογή των κανόνων του δικαίου της Ένωσης έχει την υποχρέωση να διασφαλίζει την πλήρη αποτελεσματικότητά τους, αφήνοντας εν ανάγκη αυτεπαγγέλτως ανεφάρμοστη κάθε διάταξη της εθνικής νομοθεσίας, έστω και μεταγενέστερη, η οποία αντιβαίνει προς διάταξη του δικαίου της Ένωσης η οποία έχει άμεσο αποτέλεσμα (πρβλ απόφαση της 24ης Ιουνίου 2019, Popławski, C‑573/17, EU:C:2019:530, σκέψεις 58 και 61)

64      Κατά δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το άρθρο 70 της οδηγίας 2013/36, σε συνδυασμό με το άρθρο 4, παράγραφος 1, το άρθρο 65, παράγραφος 1, και την αιτιολογική σκέψη 37 αυτής, έχει την έννοια ότι απόκειται στην FMA και, συνακόλουθα, στην ΕΚΤ να καθορίσουν το είδος του διοικητικού μέτρου λαμβάνοντας υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες, γεγονός το οποίο, κατ’ ανάγκην, σημαίνει ότι έχουν διακριτική ευχέρεια και αποκλείει την ύπαρξη δέσμιας αρμοδιότητας

65      Πρώτον, τούτο προκύπτει από τη γραμματική και συστηματική ερμηνεία του άρθρου 70, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36.

66      Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι, μολονότι ο τίτλος του άρθρου 70 της οδηγίας 2013/36 αναφέρεται μόνο στις «κυρώσεις», από το γράμμα του προκύπτει ότι η εν λόγω διάταξη αφορά επίσης τον καθορισμό του είδους των «άλλων διοικητικών μέτρων». Κατά συνέπεια, η έμφαση που δίδεται στην υποχρέωση των κρατών μελών να διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες –των οποίων παρατίθεται ένας μη εξαντλητικός κατάλογος– ισχύει και σε σχέση με τα εν λόγω μέτρα.

67      Εν συνεχεία, από το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36 προκύπτει ότι οι «αρμόδιες αρχές» που μνημονεύονται στο άρθρο 70 της οδηγίας 2013/36 είναι εκείνες που «είναι αρμόδιες για την άσκηση των αρμοδιοτήτων και των καθηκόντων που προβλέπονται στην παρούσα οδηγία», ήτοι, όσον αφορά την Αυστρία, η FMA και, όσον αφορά την εφαρμογή του άρθρου 9, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού 1024/2013, η ΕΚΤ.

68      Τέλος, επισημαίνεται ότι το άρθρο 65, παράγραφος 1, και το άρθρο 70 περιλαμβάνονται στο ίδιο τμήμα της οδηγίας 2013/36, το οποίο αφορά τις «εποπτικές εξουσίες, εξουσίες επιβολής κυρώσεων και δικαίωμα προσφυγής», οπότε η έννοια των «διοικητικών μέτρων» στις δύο αυτές διατάξεις πρέπει να θεωρηθεί ότι είναι η ίδια. Επομένως, δεδομένου ότι από την απόφαση της 7ης Αυγούστου 2018, VTB Bank (Austria) (C 52/17, EU:C:2018:648), προκύπτει ότι οι αντισταθμιστικοί τόκοι συνιστούν διοικητικό μέτρο κατά την έννοια του άρθρου 65, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36, η επιβολή τους διέπεται από το άρθρο 70 της ίδιας αυτής οδηγίας.

69      Δεύτερον, το ως άνω συμπέρασμα επιβεβαιώνεται από την τελολογική ερμηνεία του άρθρου 70 της οδηγίας 2013/36, δεδομένου ότι από την αιτιολογική σκέψη 37 προκύπτει η πρόθεση του νομοθέτη να διασφαλίσει ότι τα κράτη μέλη μεριμνούν «ότι οι αρμόδιες αρχές λαμβάνουν υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες».

70      Τρίτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η υποχρέωση της ΕΚΤ να λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες σημαίνει ότι, κατά τη θέσπιση διοικητικού μέτρου, πρέπει να εξετάζει τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης.

71      Τέταρτον, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι μια ερμηνεία του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG υπό την έννοια ότι η ΕΚΤ έχει δέσμια αρμοδιότητα θα εμπόδιζε την ΕΚΤ να λάβει υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες και θα καθιστούσε την ως άνω διάταξη μη συμβατή με το άρθρο 70 της οδηγίας 2013/36.

72      Ασφαλώς, από το γράμμα του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG προκύπτει ότι ο αυτόματος χαρακτήρας της επιβολής των αντισταθμιστικών τόκων αμβλύνεται από το γεγονός ότι η ίδια αυτή διάταξη λαμβάνει υπόψη δύο περιπτώσεις στις οποίες η παράβαση του άρθρου 395, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013 δεν έχει ως συνέπεια την επιβολή αντισταθμιστικών τόκων. Τούτο συμβαίνει όταν το πιστωτικό ίδρυμα, αφενός, αποτελεί αντικείμενο διοικητικής αποφάσεως της αρμόδιας αρχής, με την οποία υποχρεώνεται να λάβει ορισμένα μέτρα λόγω του κινδύνου να μην είναι σε θέση να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών του ή για τους σκοπούς της διασφάλισης της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 70, παράγραφος 2, του BWG ή, αφετέρου, είναι υπερχρεωμένο.

73      Εντούτοις, επισημαίνεται ότι η έμφαση που δίνεται από τον αυστριακό νομοθέτη σε δύο περιπτώσεις στις οποίες η παράβαση του άρθρου 395, παράγραφος 1, του κανονισμού 575/2013 δεν έχει ως συνέπεια την επιβολή αντισταθμιστικών τόκων δεν μπορεί να είναι ισοδύναμη με τη συνεκτίμηση από την αρμόδια αρχή «όλων των σχετικών συνθηκών», όπως προβλέπει το άρθρο 70 της οδηγίας 2013/36.

74      Ομοίως, το γεγονός ότι οι αντισταθμιστικοί τόκοι που επιβάλλονται βάσει του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG χαρακτηρίζονται μάλλον ως «διοικητικό μέτρο» παρά ως «διοικητική κύρωση» κατά την έννοια του άρθρου 65, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36 δεν καθιστά την άνευ ετέρου επιβολή τους συμβατή με το άρθρο 70 της εν λόγω οδηγίας.

75      Μολονότι είναι αληθές ότι, λόγω της διαφορετικής αυτής φύσεως, η υποχρέωση της αρμόδιας αρχής να λαμβάνει υπόψη όλες τις σχετικές συνθήκες δεν μπορεί κατ’ ανάγκην να έχει την ίδια βαρύτητα όταν πρόκειται για διοικητικό μέτρο, όπως η επιβολή αντισταθμιστικών τόκων, ή διοικητικής κυρώσεως ή, κατά μείζονα λόγο, διοικητικού χρηματικού προστίμου, εντούτοις, γεγονός παραμένει ότι το πεδίο εφαρμογής του άρθρου 70 της οδηγίας 213/36 δεν περιορίζεται στις διοικητικές κυρώσεις, αλλά περιλαμβάνει και τα διοικητικά μέτρα.

76      Κατά τρίτον, επισημαίνεται ότι το άρθρο 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG μπορεί να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα του άρθρου 70 της οδηγίας 2013/36, υπό την έννοια ότι συνεπάγεται διακριτική ευχέρεια της ΕΚΤ η οποία της επιτρέπει, κατά περίπτωση, να μην επιβάλει αντισταθμιστικούς τόκους, εφόσον κρίνει ότι οι σχετικές συνθήκες απαιτούν τη λήψη αποφάσεως προς αυτή την κατεύθυνση.

77      Πρώτον, το γράμμα του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG δεν αποκλείει ρητώς το ενδεχόμενο η FMA να έχει, κατά περίπτωση, διακριτική ευχέρεια όσον αφορά τη σκοπιμότητα της εφαρμογής του

78      Δεύτερον, στο τμήμα XXII του BWG περιλαμβάνεται επίσης το άρθρο 99e, το οποίο επαναλαμβάνει το περιεχόμενο του άρθρου 70 της οδηγίας 2013/36, από το οποίο προκύπτει ότι, κατά τον καθορισμό του είδους της κυρώσεως ή του μέτρου που πρέπει να ληφθεί για την αντιμετώπιση των παραβάσεων του κανονισμού 575/2013, η FMA οφείλει, στον βαθμό που τούτο ενδείκνυται, να λαμβάνει υπόψη τις ίδιες συνθήκες με τις προβλεπόμενες στο άρθρο 70 της οδηγίας 2013/36, των οποίων ο κατάλογος παρουσιάζεται ομοίως ως μη εξαντλητικός. Ως εκ τούτου, η αναφορά σε «μέτρα» στο εν λόγω άρθρο μπορεί να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει την επιβολή αντισταθμιστικών τόκων κατά το άρθρο 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG.

79      Τρίτον, η αναγνώριση υπέρ της ΕΚΤ διακριτικής ευχέρειας κατά την εφαρμογή του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG δεν θίγει την προσφεύγουσα, με συνέπεια η αναγνώριση διακριτικής ευχέρειας να μην μπορεί να περιοριστεί από την τήρηση των γενικών αρχών του δικαίου κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 62 ανωτέρω.

80      Κατά τέταρτον, και κατά συνέπεια, στο μέτρο που η ΕΚΤ εξέδωσε την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021 θεωρώντας ότι η επιβολή αντισταθμιστικών τόκων είχε αυτόματο χαρακτήρα, στηρίχθηκε σε εσφαλμένη νομική παραδοχή, η οποία κατέστησε πλημμελή την εκ μέρους της εξέταση της αναλογικότητας της εφαρμογής του άρθρου 97, παράγραφος 1, σημείο 2, του BWG, καθόσον είχε ως συνέπεια να μην εξετάσει τις σχετικές συνθήκες της συγκεκριμένης περίπτωσης.

81      Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτός ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, να ακυρωθεί η απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, χωρίς να απαιτείται η εξέταση των λοιπών λόγων ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα.

 Επί της προσφυγής στην υπόθεση T647/21

82      Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι η προσφυγή κατά της αποφάσεως της 2ας Αυγούστου 2021 κατέστη άνευ αντικειμένου, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή αντικαταστάθηκε από την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021, η οποία άρχισε να ισχύει από την ημερομηνία κοινοποιήσεως της αποφάσεως της 2ας Αυγούστου 2021. Επομένως, το αντικείμενο της προσφυγής έχει εκλείψει και μια απόφαση επί της ουσίας δεν θα απέφερε κανένα όφελος στην προσφεύγουσα.

83      Κατά πάγια νομολογία, η ανάκληση ή η κατάργηση, σε ορισμένες περιπτώσεις, της προσβαλλομένης πράξεως από το καθού όργανο καθιστά άνευ αντικειμένου την προσφυγή ακυρώσεως, καθόσον επάγεται, για τον προσφεύγοντα, το επιθυμητό αποτέλεσμα και του παρέχει πλήρη ικανοποίηση. Εντούτοις, ο προσφεύγων μπορεί να διατηρεί το έννομο συμφέρον του για την ακύρωση πράξεως, η οποία καταργήθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης, αν η ακύρωση της πράξεως αυτής είναι ικανή, αφ’ εαυτής, να παραγάγει έννομες συνέπειες (βλ. διάταξη της 6ης Ιουλίου 2011, SIR κατά Συμβουλίου, T‑142/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:333, σκέψεις 18 και 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

84      Επομένως, όσον αφορά πράξη η οποία καταργήθηκε κατά τη διάρκεια της δίκης, περίπτωση διατήρησης του εννόμου συμφέροντος μπορεί να υφίσταται όταν η πράξη που την κατήργησε αποτελεί η ίδια αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως, με συνέπεια η πρώτη πράξη να μπορεί να καταστεί εκ νέου εφαρμοστέα μετά από τυχόν ακύρωση της δεύτερης πράξεως (βλ. διάταξη της 20ής Οκτωβρίου 2011, United Phosphorus κατά Επιτροπής, T‑95/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2011:610, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2017, Crédit mutuel Arkéa κατά ΕΚΤ, T‑712/15, EU:T:2017:900, σκέψη 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επισημαίνεται ότι, για παρόμοιους λόγους, θα πρέπει να θεωρηθεί ότι ο προσφεύγων έχει συμφέρον να επιτύχει την ακύρωση πράξεως που ανακλήθηκε, όταν η πράξη η οποία την ανακάλεσε αποτελεί αντικείμενο προσφυγής ακυρώσεως.

85      Εντούτοις, έχει κριθεί ότι η υποβολή από το καθού θεσμικό όργανο αιτήματος κατάργησης της δίκης με το επιχείρημα ότι η προσβαλλόμενη πράξη ανακλήθηκε δύναται να εξομοιωθεί με σιωπηρή, πλην βέβαιη, αναγνώριση ότι εξαφανίστηκε από την έννομη τάξη της Ένωσης, με αποτέλεσμα το καθού όργανο να μην μπορεί πλέον να την επικαλεστεί ακόμη και σε περίπτωση ακυρώσεως της πράξεως με την οποία αυτή ανακλήθηκε (πρβλ. διάταξη της 17ης Σεπτεμβρίου 1997, Antillean Rice Mills κατά Επιτροπής, T‑26/97, EU:T:1997:131, σκέψη 14).

86      Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η υπό κρίση υπόθεση χαρακτηρίζεται από την πολύ μεγάλη ομοιότητα τόσο του περιεχομένου των αποφάσεων της 2ας Αυγούστου 2021 και της 21ης Δεκεμβρίου 2021 όσο και των λόγων ακυρώσεως που προέβαλε η προσφεύγουσα με τις δύο προσφυγές της. Πράγματι, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 17 και 18 ανωτέρω, η ΕΚΤ ακολούθησε στην απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2021 την ίδια συλλογιστική με εκείνη την οποία είχε αναπτύξει στην απόφαση της 2ας Αυγούστου 2021, συμπληρώνοντάς την παράλληλα με τη γνωμοδότηση του ΔΣΕ. Τούτο αντανακλάται στο γεγονός ότι η προσφεύγουσα προέβαλε παρόμοια επιχειρήματα και στις δύο προσφυγές. Τέτοιες ιδιαίτερες συνθήκες σημαίνουν ότι η απόφαση της 2ας Αυγούστου 2021 ενέχει την ίδια παρανομία με εκείνη η οποία διαπιστώθηκε στις σκέψεις 44 έως 81 ανωτέρω, γεγονός το οποίο ενισχύει το συμπέρασμα ότι η ΕΚΤ δεν θα μπορούσε να την επικαλεστεί μετά την ακύρωση της αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2021 (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 7ης Σεπτεμβρίου 2023, Versobank κατά ΕΚΤ, C‑803/21 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2023:630, σκέψεις 167 έως 169).

87      Επομένως, υπό το πρίσμα των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η ακύρωση της αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2021 δεν δύναται να έχει ως αποτέλεσμα να καταστεί εκ νέου εφαρμοστέα η απόφαση της 2ας Αυγούστου 2021, οπότε παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής στην υπόθεση T‑647/21.

 Επί των δικαστικών εξόδων

88      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η ΕΚΤ ηττήθηκε στην υπόθεση T‑99/22, πρέπει να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα στην εν λόγω υπόθεση, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

89      Το άρθρο 137, του Κανονισμού Διαδικασίας ορίζει ότι, σε περίπτωση καταργήσεως της δίκης, το Γενικό Δικαστήριο κανονίζει τα δικαστικά έξοδα κατά την κρίση του. Όσον αφορά την υπόθεση T‑647/21, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της υποθέσεως, η ΕΚΤ πρέπει να φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η προσφεύγουσα στην εν λόγω υπόθεση, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

90      Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Επομένως, η Δημοκρατία της Αυστρίας φέρει τα δικαστικά έξοδά της όσον αφορά τόσο την υπόθεση T‑99/22 όσο και την υπόθεση T‑647/21.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Συνεκδικάζει τις υποθέσεις T647/21 και T99/22 προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

2)      Καταργεί τη δίκη επί της υποθέσεως T647/21.

3)      Ακυρώνει, στην υπόθεση T99/22, την απόφαση ECB-SSM2021-ATSBE12, της 21ης Δεκεμβρίου 2021, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ).

4)      Η ΕΚΤ φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Sber Vermögensverwaltungs AG.

5)      Η Δημοκρατία της Αυστρίας φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Schalin

Nõmm

Steinfatt

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 28 Φεβρουαρίου 2024.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.