Language of document : ECLI:EU:T:2021:528

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (όγδοο τμήμα)

της 1ης Σεπτεμβρίου 2021 (*)

«Θεσμικό δίκαιο – Μέλος της ΕΟΚΕ – Έρευνα της OLAF σχετικά με ισχυρισμούς περί ηθικής παρενόχλησης – Απόφαση περί απαλλαγής μέλους από τα καθήκοντά του διεύθυνσης και διαχείρισης του προσωπικού – Προσφυγή ακυρώσεως – Πράξη δεκτική προσφυγής – Παραδεκτό – Μέτρο ληφθέν προς το συμφέρον της υπηρεσίας – Νομική βάση – Δικαιώματα άμυνας – Άρνηση παροχής πρόσβασης στα παραρτήματα της έκθεσης της OLAF – Δημοσιοποίηση του ουσιαστικού περιεχομένου των μαρτυριών, υπό τη μορφή περιλήψεως – Ευθύνη»

Στην υπόθεση T‑377/20,

KN, εκπροσωπούμενος από την M. Casado García-Hirschfeld και τον M. Aboudi, δικηγόρους,

προσφεύγων‑ενάγων,

κατά

Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΕΟKE), εκπροσωπούμενης από τις M. Pascua Mateo, K. Gambino και Ξ. Χαμόδρακα, και τους A. Carvajal García‑Valdecasas και L. Camarena Januzec, επικουρούμενους από την A. Duron, δικηγόρο,

καθής‑εναγομένης,

με αντικείμενο, αφενός, προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ με αίτημα την ακύρωση της απόφασης της ΕΟΚΕ της 9ης Ιουνίου 2020 και, αφετέρου, αγωγή βάσει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ με αίτημα την αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται ότι υπέστη ο προσφεύγων‑ενάγων,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Svenningsen (εισηγητή), πρόεδρο, C. Mac Eochaidh και T. Pynnä, δικαστές,

γραμματέας: M. Marescaux, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 21ης Απριλίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Ο προσφεύγων‑ενάγων, KN, είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής (ΕΟΚΕ) από την 1η Μαΐου 2004. Από τον Απρίλιο του 2013 έως τις 27 Οκτωβρίου 2020 διετέλεσε πρόεδρος της ομάδας των εργοδοτών που συγκροτείται εντός της ΕΟΚΕ (στο εξής: Ομάδα I).

2        Στις 6 Δεκεμβρίου 2018, η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), έχοντας ενημερωθεί για ισχυρισμούς σχετικά με τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος‑ενάγοντος έναντι άλλων μελών της ΕΟΚΕ καθώς και μελών του προσωπικού της ΕΟΚΕ, κίνησε έρευνα σε βάρος του. Ο προσφεύγων‑ενάγων ενημερώθηκε σχετικά με την κίνηση της έρευνας αυτής με επιστολή της 18ης Οκτωβρίου 2019.

3        Στις 25 Νοεμβρίου 2019, ο προσφεύγων‑ενάγων εξέθεσε τις απόψεις του ενώπιον της OLAF στο πλαίσιο διαδικασίας ακροάσεως. Με ηλεκτρονικά μηνύματα της 26ης και 29ης Νοεμβρίου 2019, ο προσφεύγων‑ενάγων υπέβαλε γραπτή κατάθεση προς συμπλήρωση της ακροάσεώς του.

4        Με επιστολή της 4ης Δεκεμβρίου 2019, η OLAF κάλεσε τον προσφεύγοντα‑ενάγοντα, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΕ, Ευρατόμ) 883/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Σεπτεμβρίου 2013, σχετικά με τις έρευνες που πραγματοποιούνται από την Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) και την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και του κανονισμού (Ευρατόμ) αριθ. 1074/1999 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 248, σ. 1), να υποβάλει εγγράφως και εντός προθεσμίας δέκα εργάσιμων ημερών τις παρατηρήσεις του επί των περιστατικών που τον αφορούν, όπως αυτά εκτέθηκαν σε σύνοψη που επισυνάφθηκε στην εν λόγω επιστολή. Τα περιστατικά αυτά αφορούν τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος‑ενάγοντος έναντι των Α, Β και C αλλά και γενικότερα έναντι των μελών του προσωπικού της γραμματείας της Ομάδας Ι.

5        Στις 17 Δεκεμβρίου 2019, ο προσφεύγων‑ενάγων υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί της σύνοψης των περιστατικών που τον αφορούν.

6        Με επιστολή της 16ης Ιανουαρίου 2020, η OLAF ενημέρωσε τον προσφεύγοντα‑ενάγοντα ότι η ερεύνα περατώθηκε και ότι η τελική έκθεση (στο εξής: έρευνα της OLAF) διαβιβάστηκε στην ομοσπονδιακή εισαγγελία του Βελγίου καθώς και στον Πρόεδρο της ΕΟΚΕ. Ο Πρόεδρος της ΕΟΚΕ κλήθηκε, μεταξύ άλλων, να χειριστεί τις απομαγνητοφωνήσεις των πρακτικών των ακροάσεων των μαρτύρων και των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος «με τη μεγαλύτερη δυνατή εμπιστευτικότητα», δεδομένου ότι περιείχαν πληροφορίες «άκρως ευαίσθητες, δυνάμενες να εκθέσουν περαιτέρω τα εμπλεκόμενα πρόσωπα». Επιπλέον, ο Πρόεδρος της ΕΟΚΕ κλήθηκε ρητώς να συμβουλευτεί την OLAF σε περίπτωση που υπάρξει αίτημα πρόσβασης στα εν λόγω απομαγνητοφωνημένα πρακτικά.

7        Σύμφωνα με το άρθρο 11 του κανονισμού 883/2013, η έκθεση της OLAF συνοδευόταν από συστάσεις σχετικά με τη συνέχεια που έπρεπε να δοθεί στην έρευνα. Ειδικότερα, η OLAF συνέστησε, αφενός, στην ομοσπονδιακή εισαγγελία του Βελγίου να κινήσει δικαστικές διαδικασίες κατά του προσφεύγοντος‑ενάγοντος για πράξεις που φέρεται να στοιχειοθετούν ηθική παρενόχληση εις βάρος των Α και Β, δεδομένου ότι οι πράξεις αυτές δύνανται να συνιστούν αξιόποινη πράξη κατά την έννοια του άρθρου 442bis του βελγικού Code pénal (ποινικού κώδικα). Αφετέρου, όσον αφορά και πάλι τις ίδιες πράξεις καθώς και τη φερόμενη ως καταχρηστική συμπεριφορά εις βάρος των C, D αλλά και άλλων μελών του προσωπικού που είχαν ασκήσει ή εξακολουθούσαν να ασκούν καθήκοντα εντός της γραμματείας της Ομάδας Ι, η OLAF συνέστησε στην ΕΟΚΕ να εξετάσει το ενδεχόμενο να κινήσει τη διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 8 του κώδικα δεοντολογίας των μελών της ΕΟΚΕ, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 20 Φεβρουαρίου 2019 (στο εξής: κώδικας δεοντολογίας του 2019), και στο τέταρτο μέρος του Εσωτερικού Κανονισμού της ΕΟΚΕ, της συνέστησε δε επίσης να λάβει «όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε να αποτραπεί οποιοδήποτε νέο περιστατικό παρενόχλησης εκ μέρους του [προσφεύγοντος‑ενάγοντος] στον χώρο εργασίας».

8        Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 21ης Ιανουαρίου 2020, ο προσφεύγων‑ενάγων ζήτησε από τον Πρόεδρο της ΕΟΚΕ να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 8 του κώδικα δεοντολογίας του 2019, όσον αφορά ενδεχόμενες παραβάσεις του εν λόγω κώδικα, συγκαλώντας συνεδρίαση της συμβουλευτικής επιτροπής δεοντολογίας των μελών που προβλέπεται στο άρθρο 7 του ίδιου κώδικα (στο εξής: συμβουλευτική επιτροπή), και τούτο πριν από την ψηφοφορία που είχε προγραμματιστεί να διεξαχθεί, εντός της Ομάδας Ι, την επόμενη ημέρα για την ανάδειξη του υποψηφίου της ομάδας αυτής για την εκλογή του Προέδρου της ΕΟΚΕ.

9        Κατά τη διάρκεια σύσκεψης που διεξήχθη στις 21 Ιανουαρίου 2020, στην οποία ο προσφεύγων‑ενάγων ήταν παρών, ο Πρόεδρος της ΕΟΚΕ ενημέρωσε τα μέλη του Προεδρείου της ΕΟΚΕ για την παραλαβή, στις 16 Ιανουαρίου 2020, της έκθεσης της OLAF και των συστάσεων που συνόδευαν την έκθεση.

10      Με σημείωμα της 22ας Ιανουαρίου 2020, ο Πρόεδρος της ΕΟΚΕ διαβίβασε την έκθεση της OLAF στη συμβουλευτική επιτροπή και της ζήτησε, σύμφωνα με το άρθρο 7, παράγραφος 4, του κώδικα δεοντολογίας του 2019, να συντάξει εντός τριάντα ημερολογιακών ημερών γνωμοδότηση σχετικά με τις προβαλλόμενες παραβάσεις του εν λόγω κώδικα. Ο Πρόεδρος της ΕΟΚΕ επισήμανε εντούτοις ότι, για λόγους προστασίας των μαρτύρων και των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος, τα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά των ακροάσεων των εν λόγω προσώπων από την OLAF δεν διαβιβάστηκαν στη συμβουλευτική επιτροπή.

11      Την ίδια ημέρα, τα μέλη της Ομάδας Ι αποφάσισαν να προτείνουν τον προσφεύγοντα‑ενάγοντα ως υποψήφιο στις εκλογές για την ανάδειξη του Προέδρου της ΕΟΚΕ οι οποίες ήταν προγραμματισμένες για τον Οκτώβριο του 2020.

12      Με σημείωμα της 10ης Φεβρουαρίου 2020, ο πρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής κάλεσε τον προσφεύγοντα‑ενάγοντα σε ακρόαση για τις 6 Μαρτίου 2020.

13      Με επιστολή της 17ης Φεβρουαρίου 2020 προς τον πρόεδρο της συμβουλευτικής επιτροπής, ο προσφεύγων‑ενάγων ζήτησε να λάβει «αντίγραφο όλων των εγγράφων που έχουν άμεση σχέση με τους ισχυρισμούς [που έχουν διατυπωθεί εις βάρος του], τηρουμένης, βεβαίως, της αρχής της εμπιστευτικότητας».

14      Προς απάντηση σε ερώτημα που της απηύθυνε η ΕΟΚΕ, η OLAF, με ηλεκτρονικό μήνυμα της 20ής Φεβρουαρίου 2020, επισήμανε ότι, κατά κανόνα, δεν πρέπει να γνωστοποιούνται στον ενδιαφερόμενο ορισμένες πληροφορίες, όπως τα προσωπικά δεδομένα τρίτων προσώπων, ιδίως των μαρτύρων και των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος, καθώς και η νομική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη η OLAF. Η ΕΟΚΕ κλήθηκε επίσης να διαβιβάσει στην OLAF το μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης που σκόπευε να κοινοποιήσει στον προσφεύγοντα‑ενάγοντα πριν του το αποστείλει. Η OLAF είχε ακόμη επισυνάψει στο ηλεκτρονικό μήνυμά της, προς ενημέρωση, και τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τη χρήση των τελικών εκθέσεών της από τις υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο πλαίσιο διαδικασιών είσπραξης και άλλων μέτρων στον τομέα των άμεσων δαπανών και της εξωτερικής βοήθειας.

15      Στις 4 Μαρτίου 2020 κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα‑ενάγοντα ένα κείμενο της έκθεσης της OLAF από το οποίο είχαν απαλειφθεί ορισμένα στοιχεία με σκοπό, μεταξύ άλλων, να διαφυλαχθεί η ανωνυμία των μαρτύρων και των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος, και το οποίο δεν συνοδευόταν από παράρτημα (στο εξής: μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF).

16      Με ηλεκτρονικό μήνυμα της 4ης Μαρτίου 2020 προς τον πρόεδρο της συμβουλευτικής επιτροπής, ο προσφεύγων‑ενάγων ζήτησε μεταξύ άλλων να μετατεθεί σε μεταγενέστερη ημερομηνία η προγραμματισμένη για τις 6 Μαρτίου 2020 ακρόασή του, ώστε να του δοθεί περισσότερος χρόνος για να λάβει γνώση του μη εμπιστευτικού κειμένου της έκθεσης της OLAF.

17      Στις 6 Μαρτίου 2020, η συμβουλευτική επιτροπή, η οποία συγκροτήθηκε με τη συμμετοχή δύο μελών από κάθε μία από τις τρεις ομάδες της ΕΟΚΕ, προέβη σε ακρόαση του προσφεύγοντος‑ενάγοντος, έχοντας προηγουμένως προβεί σε ξεχωριστή ακρόαση των υπεύθυνων έρευνας της ΕΟΚΕ καθώς και ενός πρώην μέλους της ΕΟΚΕ, της D, υπό την ιδιότητά της ως μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος.

18      Κατά την ακρόασή του, ο προσφεύγων-ενάγων διαμαρτυρήθηκε ιδίως για το γεγονός ότι του είχε δοθεί περιορισμένη πρόσβαση στην έκθεση της OLAF.

19      Κατά την ακρόασή της, η D αντιτάχθηκε στη συμμετοχή στη συμβουλευτική επιτροπή ενός εκ των μελών της Ομάδας Ι, του Ε, υποστηρίζοντας ότι στο πρόσωπό του συντρέχει σύγκρουση συμφερόντων. Η σύγκρουση αυτή προκύπτει, κατά την D, από το γεγονός ότι ο Ε είχε διενεργήσει, κατόπιν αιτήματος του προσφεύγοντος-ενάγοντος, έρευνα εντός της γραμματείας της Ομάδας Ι, μετά το πέρας της οποίας συνέταξε έκθεση η οποία περιείχε ισχυρισμούς σχετικά με τη συμπεριφορά της Α και την οποία ο προσφεύγων-ενάγων χρησιμοποίησε στη συνέχεια για να αποσπάσει ψήφο εμπιστοσύνης στο πλαίσιο συνεδρίασης του προεδρείου της Ομάδας Ι που διεξήχθη στις 25 Οκτωβρίου 2018.

20      Η δεύτερη ακρόαση του προσφεύγοντος-ενάγοντος από τη συμβουλευτική επιτροπή, που είχε προγραμματιστεί για τις 17 Μαρτίου 2020, δεν μπόρεσε να λάβει χώρα λόγω των περιορισμών που τέθηκαν σε ισχύ για την αντιμετώπιση της οφειλόμενης στην COVID‑19 υγειονομικής κρίσης. Εν συνεχεία, ούτε η συμβουλευτική επιτροπή ούτε ο προσφεύγων-ενάγων ζήτησαν να διεξαχθεί δεύτερη ακρόαση.

21      Με επιστολή της 2ας Απριλίου 2020, η συμβουλευτική επιτροπή ενημέρωσε τον Πρόεδρο της ΕΟΚΕ ότι ο Ε δεν μπορούσε να συμμετάσχει στις συζητήσεις της συμβουλευτικής επιτροπής που αφορούσαν την περίπτωση του προσφεύγοντος‑ενάγοντος δεδομένου ότι στο πρόσωπο του Ε συντρέχει σύγκρουση συμφερόντων. Στην επιστολή αυτή διευκρινιζόταν επίσης ότι, υπό τις περιστάσεις αυτές, το δεύτερο μέλος της Ομάδας Ι που συμμετείχε στη συμβουλευτική επιτροπή, η F, είχε διαφωνήσει με την απόφαση περί αποκλεισμού του E από τις συζητήσεις της επιτροπής και ότι, συνακόλουθα, ούτε αυτή θα συμμετείχε στις συζητήσεις της συμβουλευτικής επιτροπής που αφορούσαν την περίπτωση του προσφεύγοντος-ενάγοντος.

22      Με επιστολή της 7ης Απριλίου 2020 προς τον Πρόεδρο της ΕΟΚΕ, ο προσφεύγων-ενάγων ανέφερε ότι αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας και ότι, για τον λόγο αυτό, του ήταν εφεξής και για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα αδύνατο να ασκήσει τα καθήκοντα του προέδρου της Ομάδας Ι. Η προσωρινή άσκηση των καθηκόντων αυτών για τη διάρκεια της αναρρωτικής άδειας του προσφεύγοντος-ενάγοντος ανατέθηκε στον αντιπρόεδρο της Ομάδας Ι.

23      Με επιστολή της 28ης Απριλίου 2020, η συμβουλευτική επιτροπή διαβίβασε στον Πρόεδρο της ΕΟΚΕ, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 2, του κώδικα δεοντολογίας του 2019, τις συστάσεις της σχετικά με τις προβαλλόμενες παραβάσεις του κώδικα δεοντολογίας εκ μέρους του προσφεύγοντος-ενάγοντος. Η συμβουλευτική επιτροπή κάλεσε μεταξύ άλλων τον Πρόεδρο της ΕΟΚΕ να λάβει τα εξής μέτρα:

«1.) Υπό το πρίσμα όσων ελέχθησαν κατά την ακρόαση της OLAF και [του προσφεύγοντος-ενάγοντος] ενώπιον της συμβουλευτικής επιτροπής στις 6 Μαρτίου 2020, και κατόπιν ενδελεχούς εξέτασης των πρακτικών της ακροάσεως [του προσφεύγοντος-ενάγοντος] ενώπιον της OLAF καθώς και της έκθεσης της OLAF, η συμβουλευτική επιτροπή συμμερίζεται τις διαπιστώσεις της OLAF ως προς τα πραγματικά περιστατικά και τις συνακόλουθες νομικές συνέπειες. Ως εκ τούτου, η συμβουλευτική επιτροπή διαπιστώνει ότι, με τη συμπεριφορά του έναντι των μελών του προσωπικού και των πρώην μελών της ΕΟΚΕ, ο [προσφεύγων-ενάγων] παρέβη το άρθρο 1, παράγραφος 4, του Εσωτερικού Κανονισμού της ΕΟΚΕ, το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κώδικα δεοντολογίας των μελών της ΕΟΚΕ της 17ης Ιανουαρίου 2013, το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κώδικα [δεοντολογίας του 2019], καθώς και το άρθρο 31, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η συμβουλευτική επιτροπή διαπιστώνει επιπλέον ότι τα διαδικαστικά δικαιώματα του υπό εξέταση προσώπου έγιναν πλήρως σεβαστά στο πλαίσιο των ερευνών που διεξήγαγε η OLAF·

2.) Λόγω των επανειλημμένων και σοβαρών παραβάσεων βασικών διατάξεων της ευρωπαϊκής έννομης τάξης, αφαιρείται από [τον προσφεύγοντα-ενάγοντα] το διευθυντικό δικαίωμα και, κατά συνέπεια, οι εξουσίες του έναντι των μελών της γραμματείας της Ομάδας Ι·

3.) Λόγω της αφαίρεσης του δικαιώματος να διευθύνει τα μέλη του προσωπικού, και δεδομένου ότι η θέση του προέδρου συνδέεται στενά με το δικαίωμα αυτό, αναστέλλεται η άσκηση των καθηκόντων [του προσφεύγοντος-ενάγοντος] ως προέδρου της Ομάδας Ι· η αναστολή ισχύει ανεξάρτητα από την παραχώρηση για λόγους υγείας της προεδρίας της Ομάδας [από τον προσφεύγοντα-ενάγοντα] μέχρι αποκαταστάσεως της υγείας του [στον] αντιπρόεδρο της Ομάδας Ι·

4.) Ο Πρόεδρος της ΕΟΚΕ […] παρακαλείται να απαιτήσει [από τον προσφεύγοντα-ενάγοντα] να αποσύρει την υποψηφιότητά του για την προεδρία της ΕΟΚΕ, την οποία τα μέλη της Ομάδας Ι ενέκριναν κατά την εκλογική διαδικασία της 23ης Ιανουαρίου 2020, προς αποτροπή ζημίας της ΕΟΚΕ και των μελών της·

5.) Σε περίπτωση που διαταχθεί έρευνα από τις εισαγγελικές αρχές του Βελγίου, η ΕΟΚΕ θα προβεί στις δικαστικές ενέργειες που απαιτούνται ώστε να παρασταθεί ως πολιτική αγωγή στις ποινικές διώξεις κατά [του προσφεύγοντος-ενάγοντος] […]».

24      Με επιστολή της 12ης Μαΐου 2020, ο Πρόεδρος της ΕΟΚΕ κάλεσε τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κώδικα δεοντολογίας του 2019, να του υποβάλει εγγράφως τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις του επί των συστάσεων της συμβουλευτικής επιτροπής.

25      Στις 13 Μαΐου 2020 το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέδωσε την απόφαση (ΕΕ) 2020/1984, σχετικά με την απαλλαγή όσον αφορά την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2018, τμήμα VI – Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΕ 2020, L 417, σ. 469), με την οποία αναβλήθηκε η απόφαση για τη χορήγηση απαλλαγής στον Γενικό Γραμματέα της ΕΟΚΕ όσον αφορά την εκτέλεση του προϋπολογισμού της ΕΟΚΕ για το οικονομικό έτος 2018. Την επόμενη ημέρα, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο εξέδωσε το ψήφισμα (ΕΕ) 2020/1985, με τις παρατηρήσεις που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της απόφασης σχετικά με την απαλλαγή όσον αφορά την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για το οικονομικό έτος 2018, τμήμα VI – Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΕ 2020, L 417, σ. 470), με το οποίο καλούσε την ΕΟΚΕ να το ενημερώσει, πριν από τα τέλη Σεπτεμβρίου του 2020, σχετικά με τα μέτρα που έχουν ληφθεί για να δοθεί συνέχεια στις συστάσεις που περιείχε η έκθεση της OLAF.

26      Στις 27 Μαΐου 2020, ο Πρόεδρος της ΕΟΚΕ συμβουλεύτηκε τη Διευρυμένη Προεδρία της ΕΟΚΕ, σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 3, του κώδικα δεοντολογίας του 2019.

27      Με επιστολή της 2ας Ιουνίου 2020 προς τον Πρόεδρο της ΕΟΚΕ, ο προσφεύγων‑ενάγων υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί των συστάσεων της συμβουλευτικής επιτροπής. Ο προσφεύγων-ενάγων προσήπτε μεταξύ άλλων στη συμβουλευτική επιτροπή ότι προσέβαλε τα δικαιώματά του άμυνας καθόσον, μη έχοντας πρόσβαση στα παραρτήματα της έκθεσης της OLAF, δεν μπόρεσε να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του επ’ αυτών.

28      Με σημείωμα της 3ης Ιουνίου 2020, ο Πρόεδρος της ΕΟΚΕ διαβίβασε στα μέλη του Προεδρείου της ΕΟΚΕ, προκειμένου αυτά να λάβουν απόφαση σχετικά με τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, τις συστάσεις της συμβουλευτικής επιτροπής και τις γραπτές παρατηρήσεις του προσφεύγοντος-ενάγοντος επ’ αυτών, καθώς και το μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF και την απόφαση του Κοινοβουλίου σχετικά με την αναβολή της χορήγησης απαλλαγής για την εκτέλεση του προϋπολογισμού. Στο εν λόγω σημείωμα επισυναπτόταν επίσης προσχέδιο απόφασης.

29      Κατά την κεκλεισμένων των θυρών συνεδρίασή του της 9ης Ιουνίου 2020, το Προεδρείο της ΕΟΚΕ έλαβε την απόφαση που αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής‑αγωγής (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), με 21 ψήφους υπέρ, 4 κατά και μία αποχή, ενώ μία ψήφος ακυρώθηκε. Το μοναδικό άρθρο της απόφασης αυτής έχει ως εξής:

«Το Προεδρείο

1. λαμβάνει υπόψη τα συμπεράσματα της OLAF και της συμβουλευτικής επιτροπής σχετικά με την ευθύνη [του προσφεύγοντος-ενάγοντος] […] για τις πράξεις παρενόχλησης και την ανάρμοστη συμπεριφορά που του προσάπτονται,

2. επισημαίνει ότι οι προβλεπόμενες [στον κώδικα δεοντολογίας του 2019] κυρώσεις δεν έχουν εν προκειμένω εφαρμογή, δεδομένης της αρχής της νομιμότητας των ποινών (nulla poena sine lege),

3. καλεί [τον προσφεύγοντα-ενάγοντα]:

–        να παραιτηθεί από τα καθήκοντα του προέδρου της Ομάδας Ι,

–        να αποσύρει την υποψηφιότητά του για την προεδρία της ΕΟΚΕ,

4. απαλλάσσει [τον προσφεύγοντα-ενάγοντα] από κάθε δραστηριότητα διεύθυνσης και διαχείρισης του προσωπικού,

5. αναθέτει στον Γενικό Γραμματέα να λάβει τα μέτρα που είναι αναγκαία για να διασφαλισθεί ότι η ΕΟΚΕ θα παρασταθεί ως πολιτική αγωγή σε περίπτωση που ασκηθεί δίωξη από τις εισαγγελικές αρχές κατά [του προσφεύγοντος‑ενάγοντος],

6. αναθέτει στον Γενικό Γραμματέα να διαβιβάσει την παρούσα απόφαση στην OLAF και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο· η απόφαση μπορεί επίσης να κοινοποιηθεί, εφόσον χρειαστεί, και σε άλλα θεσμικά όργανα ή/και στις αρχές των κρατών μελών.

Η παρούσα απόφαση αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα των πρακτικών της συνεδρίασης του Προεδρείου της 9ης Ιουνίου 2020 και η δημοσιοποίησή της είναι περιορισμένη.»

30      Η προσβαλλόμενη απόφαση κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα στις 17 Ιουνίου 2020.

31      Με απόφαση της 15ης Ιουλίου 2020, η Ολομέλεια της ΕΟΚΕ, κατόπιν αιτήματος της αρχής επιθεώρησης εργασίας Βρυξελλών (Βέλγιο) και αφού έλαβε τις παρατηρήσεις του προσφεύγοντος-ενάγοντος, ήρε την ασυλία του τελευταίου. Εν συνεχεία, με απόφαση της 28ης Ιουλίου 2020, η Ολομέλεια της ΕΟΚΕ αποφάσισε η ΕΟΚΕ να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής στη δίωξη που ασκήθηκε κατά του προσφεύγοντος-ενάγοντος ενώπιον του tribunal correctionnel de Bruxelles (πλημμελειοδικείου Βρυξελλών, Βέλγιο).

32      Η αναρρωτική άδεια του προσφεύγοντος-ενάγοντος έληξε στις 28 Αυγούστου 2020.

33      Με επιστολή της 1ης Σεπτεμβρίου 2020, ο διευθυντής της διεύθυνσης «Ανθρώπινοι πόροι και οικονομικά» της ΕΟΚΕ ενημέρωσε τον προσφεύγοντα‑ενάγοντα ότι, προς εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης, τον απάλλασσε από τα καθήκοντά του διεύθυνσης και διαχείρισης του προσωπικού της γραμματείας της Ομάδας Ι. Ο προσφεύγων-ενάγων καλούνταν επιπλέον να ορίσει ένα άλλο μέλος της Ομάδας Ι για να αναλάβει την καθημερινή διαχείριση της γραμματείας της εν λόγω Ομάδας.

34      Στις 8 Σεπτεμβρίου 2020, η Ομάδα Ι έχρισε ένα άλλο μέλος της υποψήφιο για την προεδρία της ΕΟΚΕ και ο προσφεύγων-ενάγων απέσυρε τη δική του υποψηφιότητα για την εν λόγω εκλογή.

35      Στις 27 Οκτωβρίου 2020 έληξε η θητεία του προσφεύγοντος-ενάγοντος και η Ομάδα Ι εξέλεξε νέο πρόεδρο. Την ίδια ημέρα, η υποψήφια που είχε προταθεί από την Ομάδα Ι εξελέγη Πρόεδρος της ΕΟΚΕ.

36      Με την απόφαση (ΕΕ) 2020/1636 του Συμβουλίου, της 30ής Οκτωβρίου 2020, για τον διορισμό ενός μέλους της Ευρωπαϊκής Οικονομικής και Κοινωνικής Επιτροπής για την περίοδο από 21 Σεπτεμβρίου 2020 έως 20 Σεπτεμβρίου 2025 (ΕΕ 2020, L 369, σ. 1), ο προσφεύγων-ενάγων, κατόπιν προτάσεως της Δημοκρατίας της Πολωνίας, διορίστηκε μέλος της ΕΟΚΕ για την περίοδο από 21 Σεπτεμβρίου 2020 έως 20 Σεπτεμβρίου 2025.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

37      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Ιουνίου 2020, ο προσφεύγων-ενάγων άσκησε την υπό κρίση προσφυγή-αγωγή.

38      Με χωριστό δικόγραφο που κατατέθηκε την ίδια ημέρα στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου, ο προσφεύγων-ενάγων υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ζητώντας την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με τη διάταξη της 22ας Ιουλίου 2020, KN κατά ΕΟΚΕ (T‑377/20 R, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:353), λόγω έλλειψης επείγοντος και με επιφύλαξη ως προς τα δικαστικά έξοδα.

39      Με έτερο χωριστό δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την ίδια ημέρα, ο προσφεύγων-ενάγων ζήτησε από το Γενικό Δικαστήριο να εκδικάσει την υπόθεση με την ταχεία διαδικασία του άρθρου 152 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου. Με απόφαση της 24ης Ιουλίου 2020 που κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα στις 27 Ιουλίου 2020, το Γενικό Δικαστήριο (όγδοο τμήμα) απέρριψε το αίτημα αυτό.

40      Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Ιουνίου 2020, ο προσφεύγων-ενάγων ζήτησε να υπαχθεί στο καθεστώς ανωνυμίας σύμφωνα με το άρθρο 66 του Κανονισμού Διαδικασίας, αίτημα που έγινε δεκτό.

41      Με δικόγραφο που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 31 Αυγούστου 2020, ο προσφεύγων-ενάγων υπέβαλε νέα αίτηση ασφαλιστικών μέτρων στηριζόμενη σε νέα περιστατικά κατά την έννοια του άρθρου 160 του Κανονισμού Διαδικασίας, με αίτημα την αναστολή εκτέλεσης της προσβαλλόμενης απόφασης. Η αίτηση αυτή απορρίφθηκε με τη διάταξη της 19ης Οκτωβρίου 2020, ΚΝ κατά ΕΟΚΕ (T‑377/20 R II, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:505), λόγω έλλειψης επείγοντος και με επιφύλαξη ως προς τα δικαστικά έξοδα.

42      Μετά από δεύτερη ανταλλαγή υπομνημάτων, η έγγραφη διαδικασία περατώθηκε στις 25 Νοεμβρίου 2020.

43      Με επιστολή της 18ης Δεκεμβρίου 2020, ο προσφεύγων-ενάγων ζήτησε, σύμφωνα με το άρθρο 106, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

44      Με έγγραφο της Γραμματείας της 9ης Φεβρουαρίου 2021, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από την ΕΟΚΕ, στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας, να προσκομίσει, στη μη εμπιστευτική εκδοχή τους αν αυτό είναι απαραίτητο, τα παραρτήματα της έκθεσης της OLAF, περιλαμβανομένων των απομαγνητοφωνημένων πρακτικών των ακροάσεων των μαρτύρων και των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος, υπό την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 92, παράγραφος 3, και του άρθρου 103 του Κανονισμού Διαδικασίας.

45      Με επιστολή της 23ης Φεβρουαρίου 2021, η ΕΟΚΕ επισήμανε ότι τα παραρτήματα της έκθεσης της OLAF είναι εμπιστευτικά και δεν μπορούν συνεπώς να διαβιβασθούν στον προσφεύγοντα-ενάγοντα. Υπό τις περιστάσεις αυτές, η ΕΟΚΕ εκτίμησε ότι η προσκόμιση των εν λόγω εγγράφων μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο μέσω διατάξεως περί διεξαγωγής αποδείξεων δυνάμει του άρθρου 91, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, δεδομένου ότι η εξέταση των εγγράφων αυτών πρέπει να διεξαχθεί σύμφωνα με το άρθρο 103 του Κανονισμού Διαδικασίας.

46      Με έγγραφο της Γραμματείας της 5ης Μαρτίου 2021, το Γενικό Δικαστήριο, στο πλαίσιο των μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας, υπέβαλε ερωτήσεις για γραπτή απάντηση στους διαδίκους οι οποίοι ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

47      Με διάταξη της 9ης Μαρτίου 2021, το Γενικό Δικαστήριο διέταξε την ΕΟΚΕ, βάσει του άρθρου 92, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, να προσκομίσει τα παραρτήματα της έκθεσης της OLAF, περιλαμβανομένων των απομαγνητοφωνημένων πρακτικών των ακροάσεων των μαρτύρων και των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος, που της είχε διαβιβάσει η OLAF με σημείωμα της 16ης Ιανουαρίου 2020. Η διάταξη αυτή διευκρίνιζε επιπλέον ότι, στο παρόν στάδιο της διαδικασίας, τα εν λόγω έγγραφα δεν θα κοινοποιηθούν στον προσφεύγοντα-ενάγοντα, εκτός αν η ΕΟΚΕ μπορέσει να προσκομίσει, εκτός από το πλήρες κείμενο των εν λόγω εγγράφων, και ένα μη εμπιστευτικό κείμενο αυτών.

48      Στις 17 Μαρτίου 2021, η ΕΟΚΕ προσκόμισε το εμπιστευτικό κείμενο των παραρτημάτων της έκθεσης της OLAF.

49      Στις 30 Μαρτίου 2021, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι τα έγγραφα που προσκόμισε η καθής κατ’ εφαρμογήν της διάταξης περί διεξαγωγής αποδείξεων της 9ης Μαρτίου 2021 ήταν κρίσιμα για την επίλυση της διαφοράς και είχαν εμπιστευτικό χαρακτήρα. Το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε επίσης να λάβει μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας σχετικά με τους όρους υπό τους οποίους ο προσφεύγων-ενάγων θα μπορούσε να λάβει γνώση των εν λόγω εγγράφων.

50      Με έγγραφο της Γραμματείας της 30ής Μαρτίου 2021, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους δικηγόρους του προσφεύγοντος-ενάγοντος να αναλάβουν δέσμευση περί τηρήσεως εμπιστευτικότητας προτού λάβουν αντίγραφο του εμπιστευτικού κειμένου των παραρτημάτων της έκθεσης της OLAF. Στις 7 Απριλίου 2021, οι δικηγόροι του προσφεύγοντος-ενάγοντος απέστειλαν στο Γενικό Δικαστήριο τις δηλώσεις περί τηρήσεως εμπιστευτικότητας υπογεγραμμένες.

51      Με έγγραφο της Γραμματείας της 7ης Απριλίου 2021, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε τους δικηγόρους του προσφεύγοντος-ενάγοντος να εντοπίσουν στο εμπιστευτικό κείμενο των παραρτημάτων της έκθεσης της OLAF τυχόν στοιχεία των οποίων το ουσιαστικό περιεχόμενο δεν περιλαμβάνεται στο μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF στο οποίο ο προσφεύγων-ενάγων είχε πρόσβαση και, κατά περίπτωση, να υποβάλουν συμπληρωματικές παρατηρήσεις, δυνάμενες να επηρεάσουν το αποτέλεσμα της διοικητικής διαδικασίας, τις οποίες ο προσφεύγων-ενάγων θα μπορούσε να είχε υποβάλει κατά το στάδιο της διαδικασίας αυτής αν είχε λάβει γνώση των εν λόγω στοιχείων. Οι δικηγόροι του προσφεύγοντος-ενάγοντος ανταποκρίθηκαν στο αίτημα αυτό εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

52      Οι διάδικοι αγόρευσαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 21ης Απριλίου 2021. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η ΕΟΚΕ ζήτησε να της δοθεί η δυνατότητα να απαντήσει εγγράφως στις παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι δικηγόροι του προσφεύγοντος-ενάγοντος επί του εμπιστευτικού κειμένου των παραρτημάτων της έκθεσης της OLAF. Κατόπιν της υποβολής, στις 5 Μαΐου 2021, των γραπτών παρατηρήσεων της ΕΟΚΕ, το Γενικό Δικαστήριο κήρυξε την προφορική διαδικασία περατωθείσα.

53      Ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή-αγωγή παραδεκτή·

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να υποχρεώσει την ΕΟΚΕ να του καταβάλει ποσό ύψους 200 000 ευρώ προς ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη καθώς και ποσό ύψους 50 000 ευρώ προς αποκατάσταση της υλικής ζημίας που υπέστη·

–        να καταδικάσει την ΕΟΚΕ στο σύνολο των δικαστικών εξόδων.

54      Η ΕΟΚΕ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τον προσφεύγοντα-ενάγοντα στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων και της αίτησης εφαρμογής της ταχείας διαδικασίας.

 Σκεπτικό

 Επί του παραδεκτού του ακυρωτικού αιτήματος

55      Η ΕΟΚΕ, μολονότι δεν προέβαλε τυπικώς ένσταση απαραδέκτου με χωριστό δικόγραφο, υποστηρίζει ότι η προσφυγή ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη.

56      Πρώτον, η ΕΟΚΕ ισχυρίζεται ότι οι πράξεις με τις οποίες καλούσε τον προσφεύγοντα-ενάγοντα να παραιτηθεί από τα καθήκοντά του ως πρόεδρος της Ομάδας Ι και να αποσύρει την υποψηφιότητά του για την προεδρία της ΕΟΚΕ δεν παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα δεδομένου ότι η επιλογή να παραιτηθεί ή να αποσύρει την υποψηφιότητά του ανήκε αποκλειστικά στον προσφεύγοντα-ενάγοντα.

57      Δεύτερον, η ΕΟΚΕ υποστηρίζει ότι η απόφαση περί απαλλαγής του προσφεύγοντος-ενάγοντος από τα καθήκοντά του διεύθυνσης και διαχείρισης του προσωπικού της γραμματείας της Ομάδας Ι αποτελεί απλώς μέτρο εσωτερικής αναδιοργάνωσης της ΕΟΚΕ, το οποίο η διοίκηση έλαβε δυνάμει της εξουσίας που διαθέτει να ρυθμίζει ελεύθερα την οργάνωση των υπηρεσιών της. Όπως όμως προκύπτει από την απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1988, Les Verts κατά Κοινοβουλίου (190/84, EU:C:1988:94), πράξεις οι οποίες παράγουν έννομα αποτελέσματα μόνον εντός της εσωτερικής σφαίρας της διοικήσεως δεν δημιουργούν δικαιώματα ή υποχρεώσεις για τρίτους και δεν συνιστούν πράξεις δεκτικές προσφυγής δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

58      Τρίτον, όσον αφορά τα λοιπά στοιχεία της προσβαλλόμενης απόφασης, τα οποία αφορούν, αφενός, την παράσταση της ΕΟΚΕ ως πολιτικής αγωγής στο πλαίσιο της διαδικασίας ενώπιον του tribunal correctionnel de Bruxelles (πλημμελειοδικείου Βρυξελλών) και, αφετέρου, την κοινοποίηση της προσβαλλόμενης απόφασης σε διάφορα θεσμικά και λοιπά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή των κρατών μελών, η ΕΟΚΕ υποστηρίζει ότι πρόκειται για «αμιγώς εκτελεστικές πράξεις των συστάσεων της OLAF» οι οποίες επίσης δεν είναι δεκτικές προσφυγής ακυρώσεως.

59      Ο προσφεύγων-ενάγων αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

60      Εν προκειμένω, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Προεδρείο της ΕΟΚΕ έλαβε τρία μέτρα κατά του προσφεύγοντος-ενάγοντος και πρέπει συνεπώς να εξεταστεί αν τα μέτρα αυτά υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.

 Επί της πρόσκλησης που απευθύνθηκε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα να παραιτηθεί από την προεδρία της Ομάδας Ι και να αποσύρει την υποψηφιότητά του για την προεδρία της ΕΟΚΕ

61      Στην παράγραφο 3 του άρθρου μόνου της προσβαλλόμενης απόφασης, το Προεδρείο της ΕΟΚΕ κάλεσε τον προσφεύγοντα-ενάγοντα να παραιτηθεί από τα καθήκοντά του ως πρόεδρος της Ομάδας Ι και να αποσύρει την υποψηφιότητά του για την προεδρία της ΕΟΚΕ.

62      Κατά τη νομολογία, συνιστούν πράξεις δεκτικές προσφυγής ακυρώσεως όλες οι πράξεις των θεσμικών οργάνων, των λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης, ανεξάρτητα από τη φύση ή τη μορφή τους, οι οποίες αποσκοπούν στην παραγωγή δεσμευτικών έννομων αποτελεσμάτων, ικανών να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση (βλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, EUSC κατά KF, C‑14/19 P, EU:C:2020:492, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

63      Ωστόσο, εν προκειμένω, όπως ορθώς υποστηρίζει η ΕΟΚΕ, η πρόσκληση που απευθύνθηκε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα να παραιτηθεί από την προεδρία της Ομάδας Ι όπως και η πρόσκληση να αποσύρει την υποψηφιότητά του για την προεδρία της ΕΟΚΕ δεν παράγουν, εκ της φύσεώς τους, κανένα δεσμευτικό έννομο αποτέλεσμα κατά την έννοια της εν λόγω νομολογίας.

64      Ειδικότερα, το Προεδρείο της ΕΟΚΕ δεν έχει την εξουσία να απαιτήσει από ένα μέλος του να παραιτηθεί από την προεδρία μιας ομάδας ή να αποσύρει την υποψηφιότητά του για να εκλεγεί Πρόεδρος της ΕΟΚΕ, οπότε ο προσφεύγων‑ενάγων μπορούσε να αποφασίσει ελεύθερα να μην ανταποκριθεί στις σχετικές προσκλήσεις που του απευθύνθηκαν.

65      Εν προκειμένω, παρά τις εν λόγω προσκλήσεις, ο προσφεύγων-ενάγων παρέμεινε πρόεδρος της Ομάδας Ι μέχρι τη λήξη της θητείας του, στις 27 Οκτωβρίου 2020.

66      Είναι βέβαια αληθές ότι στις 8 Σεπτεμβρίου 2020, όταν η Ομάδα Ι πρότεινε ένα άλλο μέλος της ως υποψήφιο για την προεδρία της ΕΟΚΕ και ενώ είχαν παρέλθει τρεις περίπου μήνες από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, ο προσφεύγων-ενάγων δέχθηκε να αποσύρει την υποψηφιότητά του.

67      Ωστόσο, η υπό κρίση προσφυγή-αγωγή, η οποία ασκήθηκε στις 18 Ιουνίου 2020, δεν στρέφεται κατά της απόφασης που έλαβε ο προσφεύγων-ενάγων, στις 8 Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους, να αποσύρει την υποψηφιότητά του για την προεδρία της ΕΟΚΕ, αλλά κατά της πρόσκλησης με την οποία το Προεδρείο καλούσε τον προσφεύγοντα-ενάγοντα να αποσύρει την υποψηφιότητά του και η οποία δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί ως βλαπτική πράξη (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Μαΐου 2015, Dalli κατά Επιτροπής, T‑562/12, EU:T:2015:270, σκέψη 155).

68      Συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα καθόσον καλεί τον προσφεύγοντα-ενάγοντα να παραιτηθεί από τα καθήκοντά του ως πρόεδρος της Ομάδας Ι και να αποσύρει την υποψηφιότητά του για την προεδρία της ΕΟΚΕ. Ως εκ τούτου, το ακυρωτικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο κατά το μέρος που στρέφεται κατά των εν λόγω προσκλήσεων που απευθύνθηκαν στον προσφεύγοντα-ενάγοντα.

 Επί της απόφασης περί απαλλαγής του προσφεύγοντος-ενάγοντος από τα καθήκοντά του διεύθυνσης και διαχείρισης του προσωπικού

69      Με την παράγραφο 4 του άρθρου μόνου της προσβαλλόμενης απόφασης, το Προεδρείο της ΕΟΚΕ απάλλαξε τον προσφεύγοντα-ενάγοντα από τα καθήκοντά του διεύθυνσης και διαχείρισης του προσωπικού.

70      Το άρθρο 80, παράγραφος 1, του Εσωτερικού Κανονισμού ορίζει ότι «[κ]άθε Ομάδα διαθέτει γραμματεία, η οποία υπάγεται άμεσα στον πρόεδρο της Ομάδας». Δυνάμει του άρθρου 80, παράγραφοι 2 και 3, του ίδιου Εσωτερικού Κανονισμού, οι εξουσίες της αρμόδιας για τους διορισμούς και της αρμόδιας για τη σύναψη συμβάσεων πρόσληψης αρχής (στο εξής: ΑΣΣΠΑ) ασκούνται, για τα μέλη του προσωπικού της γραμματείας μιας ομάδας, «κατόπιν πρότασης του προέδρου της […] ομάδας».

71      Εν προκειμένω, από τη διατύπωση της επιστολής της 1ης Σεπτεμβρίου 2020 του διευθυντή της διεύθυνσης «Ανθρώπινοι πόροι και οικονομικά» της ΕΟΚΕ, η οποία μνημονεύεται ανωτέρω στη σκέψη 33, προκύπτει ότι η απόφαση περί απαλλαγής του προσφεύγοντος-ενάγοντος από τα καθήκοντά του διεύθυνσης και διαχείρισης του προσωπικού είχε ως συνέπεια ότι αυτός δεν μπορούσε πλέον να έχει συμμετοχή στην πρόσληψη, βαθμολόγηση, νέα κατάταξη, εκπαίδευση, ανάθεση αποστολών ή και διαχείριση του χρόνου εργασίας των μελών του προσωπικού της γραμματείας της Ομάδας Ι.

72      Τα εν λόγω καθήκοντα και αναθέσεις αφορούν συνεπώς αρμοδιότητες συνδεόμενες με την άσκηση ιεραρχικής εξουσίας που ο προσφεύγων-ενάγων διέθετε ως πρόεδρος της Ομάδας Ι, όπως προκύπτει εξάλλου και από τις συστάσεις της συμβουλευτικής επιτροπής, οι οποίες μνημονεύονται ανωτέρω στη σκέψη 23.

73      Συναφώς, κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, η ΕΟΚΕ επιβεβαίωσε ότι ένα τέτοιο μέτρο έχει οριστικό χαρακτήρα, επισημαίνοντας ότι ο προσφεύγων-ενάγων δεν θα μπορούσε πλέον να ασκήσει τέτοιου είδους καθήκοντα διεύθυνσης και διαχείρισης του προσωπικού, ακόμη και αν είχε επανεκλεγεί πρόεδρος της Ομάδας Ι μετά τη λήξη της θητείας του. Το γεγονός ότι η ΕΟΚΕ θα μπορούσε, όπως επίσης επισήμανε η ίδια κατά την επ’ ακροατηρίου διαδικασία, να χρειαστεί να προβεί στο μέλλον σε αναθεώρηση της προσβαλλόμενης απόφασης σε περίπτωση μεταβολής των περιστάσεων που δικαιολόγησαν την έκδοσή της, λαμβάνοντας για παράδειγμα υπόψη την έκβαση της ποινικής διαδικασίας που έχει κινηθεί κατά του προσφεύγοντος-ενάγοντος, δεν δύναται να ληφθεί υπόψη κατά την εξέταση του παραδεκτού της προσφυγής-αγωγής, δεδομένου ότι η εκτίμηση αυτή γίνεται σε σχέση με την υφιστάμενη κατά τον χρόνο κατάθεσης του δικογράφου της προσφυγής-αγωγής κατάσταση (πρβλ. απόφαση της 24ης Οκτωβρίου 2013, Deutsche Post κατά Επιτροπής, C‑77/12 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2013:695, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

74      Ως εκ τούτου, λαμβανομένης υπόψη της φύσης και της έκτασης των εν λόγω καθηκόντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η απόφαση περί απαλλαγής του προσφεύγοντος-ενάγοντος από τα καθήκοντά του διεύθυνσης και διαχείρισης του προσωπικού παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος-ενάγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2002, Pflugradt κατά ΕΚΤ, T‑178/00 και T‑341/00, EU:T:2002:253, σκέψη 81).

75      Τέλος, το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το επιχείρημα της ΕΟΚΕ ότι το άρθρο 263, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ περιορίζει την αρμοδιότητα του δικαστή της Ένωσης στις πράξεις που προορίζονται να παράγουν έννομα αποτελέσματα έναντι τρίτων.

76      Ειδικότερα, κατά πάγια νομολογία, η εν λόγω φράση της διάταξης σκοπεί στον αποκλεισμό των πράξεων που δεν συνιστούν βλαπτικές πράξεις, καθόσον αφορούν αποκλειστικά την εσωτερική οργάνωση της διοίκησης και παράγουν αποτελέσματα μόνον εντός αυτής της εσωτερικής σφαίρας, χωρίς να γεννούν δικαιώματα ή υποχρεώσεις έναντι τρίτων (βλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, EUSC κατά KF, C‑14/19 P, EU:C:2020:492, σκέψη 73 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

77      Μολονότι, όμως, η απόφαση περί απαλλαγής του προσφεύγοντος-ενάγοντος από τα καθήκοντά του διεύθυνσης και διαχείρισης προσωπικού αφορά πράγματι την εσωτερική οργάνωση της ΕΟΚΕ, γεγονός παραμένει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η ΕΟΚΕ, η απόφαση αυτή αποτελεί πράξη της οποίας ο προσφεύγων-ενάγων είναι αποδέκτης, κατά την έννοια του άρθρου 263, τέταρτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, και η οποία είναι βλαπτική για αυτόν καθόσον του αφαιρεί την ιεραρχική εξουσία που διαθέτει, δυνάμει του άρθρου 80 του Εσωτερικού Κανονισμού, έναντι των μελών του προσωπικού της γραμματείας της Ομάδας Ι (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, EUSC κατά KF, C‑14/19 P, EU:C:2020:492, σκέψη 74).

78      Επιπλέον, εφόσον ο προσφεύγων-ενάγων αποτελεί, στο συγκεκριμένο τουλάχιστον πλαίσιο, διακριτό πρόσωπο σε σχέση με την ΕΟΚΕ, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι αντικείμενο της υπό κρίσης υπόθεσης δεν είναι διαφορά μεταξύ της ΕΟΚΕ και τρίτου, κατά την έννοια του άρθρου 263, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, EUSC κατά KF, C‑14/19 P, EU:C:2020:492, σκέψη 75, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση EUSC κατά KF, C‑14/19 P, EU:C:2020:220, σημείο 111).

79      Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το ακυρωτικό αίτημα προβάλλεται παραδεκτώς κατά το μέρος που στρέφεται κατά της απόφασης περί απαλλαγής του προσφεύγοντος-ενάγοντος από τα καθήκοντά του διεύθυνσης και διαχείρισης προσωπικού.

 Επί των οδηγιών που δόθηκαν στον Γενικό Γραμματέα της ΕΟΚΕ

80      Στις παραγράφους 5 και 6 του άρθρου μόνου της προσβαλλόμενης απόφασης, το Προεδρείο της ΕΟΚΕ ανέθεσε στον Γενικό Γραμματέα της ΕΟΚΕ να «πράξει τα δέοντα» προκειμένου, αφενός, η ΕΟΚΕ να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής σε περίπτωση που κινηθεί ένδικη διαδικασία κατά του προσφεύγοντος‑ενάγοντος και, αφετέρου, να διαβιβαστεί αντίγραφο της προσβαλλόμενης απόφασης, μεταξύ άλλων, στην OLAF και στο Κοινοβούλιο.

81      Εντούτοις, προς απάντηση στην ένσταση απαραδέκτου που προβάλλει η ΕΟΚΕ, ο προσφεύγων-ενάγων δεν διατύπωσε, στα δικόγραφά του ή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, κανένα συγκεκριμένο επιχείρημα που να εξηγεί γιατί το εν λόγω στοιχείο της προσβαλλόμενης απόφασης μεταβάλλει ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται ανωτέρω στη σκέψη 62.

82      Ωστόσο, όσον αφορά την πρόθεση της ΕΟΚΕ να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής ενώπιον εθνικού δικαστηρίου, υπενθυμίζεται ότι η δυνατότητα ενός προσώπου να διεκδικεί τα δικαιώματά του δικαστικώς και ο δικαστικός έλεγχος που συνεπάγεται αποτελούν την έκφραση γενικής αρχής του δικαίου στην οποία στηρίζονται οι κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών και η οποία καθιερώνεται και με τα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών που υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (αποφάσεις της 15ης Μαΐου 1986, Johnston, 222/84, EU:C:1986:206, σκέψεις 17 και 18, και της 17ης Ιουλίου 1998, ITT Promedia κατά Επιτροπής, T‑111/96, EU:T:1998:183, σκέψη 60), καθώς και με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

83      Δηλώνοντας παράσταση πολιτικής αγωγής ενώπιον εθνικού δικαστηρίου στο πλαίσιο διαδικασίας που έχει κινηθεί κατά του προσφεύγοντος-ενάγοντος, η ΕΟΚΕ δεν επιδιώκει να μεταβάλει η ίδια τη νομική κατάσταση του προσφεύγοντος-ενάγοντος, καθώς περιορίζεται απλώς στο να συμμετάσχει σε διαδικασία το αποτέλεσμα της οποίας ενδέχεται να είναι η μεταβολή με δικαστική απόφαση της νομικής αυτής κατάστασης. Ειδικότερα, η μεταβολή της νομικής κατάστασης του προσφεύγοντος-ενάγοντος θα επέλθει, ενδεχομένως, από την απόφαση του εθνικού δικαστή που έχει επιληφθεί της υπόθεσης. Συνεπώς, η πρόθεση της ΕΟΚΕ να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής στο πλαίσιο της διαδικασίας που έχει κινηθεί κατά του προσφεύγοντος-ενάγοντος δεν μπορεί να θεωρηθεί ως απόφαση δεκτική προσφυγής δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 15ης Ιανουαρίου 2003, Philip Morris International κατά Επιτροπής, T‑377/00, T‑379/00, T‑380/00, T‑260/01 και T‑272/01, EU:T:2003:6, σκέψη 79).

84      Εξάλλου, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η πράξη με την οποία θεσμικό όργανο της Ένωσης προσφεύγει σε εθνικό δικαστήριο είναι δεκτική προσφυγής ακυρώσεως δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η υπό κρίση προσφυγή-αγωγή δεν στρέφεται κατά της απόφασης της Ολομέλειας της ΕΟΚΕ, της 28ης Ιουλίου 2020, να δηλώσει παράσταση πολιτικής αγωγής στο πλαίσιο της διαδικασίας που έχει κινηθεί κατά του προσφεύγοντος-ενάγοντος, αλλά κατά της προσβαλλόμενης απόφασης η οποία θα μπορούσε να αποτελεί το πολύ προπαρασκευαστική πράξη της απόφασης της Ολομέλειας.

85      Τέλος, όσον αφορά την απόφαση με την οποία ανατέθηκε στον Γενικό Γραμματέα της ΕΟΚΕ να κοινοποιήσει την προσβαλλόμενη απόφαση σε ορισμένα θεσμικά όργανα ή σε ορισμένες αρχές των κρατών μελών, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως επισημαίνει και η ΕΟΚΕ, το μέτρο αυτό δεν παράγει δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα έναντι του προσφεύγοντος-ενάγοντος. Ειδικότερα, οι αποδέκτες της κοινοποίησης αυτής διατηρούν την ελευθερία εκτίμησης που διαθέτουν, στο πλαίσιο των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους, όσον αφορά το περιεχόμενο και την έκταση των πληροφοριών που περιέχονται στην εν λόγω απόφαση και, κατά συνέπεια, τις ενέργειες στις οποίες πρέπει, κατά περίπτωση, να προβούν.

86      Ως εκ τούτου, το ακυρωτικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτο καθόσον στρέφεται κατά των οδηγιών που δόθηκαν από το Προεδρείο της ΕΟΚΕ στον Γενικό Γραμματέα της ΕΟΚΕ.

87      Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η προσφυγή ακυρώσεως κρίνεται παραδεκτή μόνον κατά το μέρος που στρέφεται κατά της απόφασης περί απαλλαγής του προσφεύγοντος-ενάγοντος από τα καθήκοντά του διεύθυνσης και διαχείρισης προσωπικού (στο εξής: επίμαχο μέτρο) και απαράδεκτη κατά τα λοιπά.

 Επί της ουσίας

88      Προς στήριξη της προσφυγής-αγωγής του, ο προσφεύγων-ενάγων προβάλλει τέσσερις λόγους ακυρώσεως, οι οποίοι στηρίζονται:

–        ο πρώτος, σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, του δικαιώματος ακροάσεως καθώς και σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας·

–        ο δεύτερος, σε παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας και της αρχής της αμεροληψίας·

–        ο τρίτος, σε παραβίαση των αρχών της μη αναδρομικότητας, της ασφάλειας δικαίου και της νομιμότητας των ποινών·

–        ο τέταρτος, σε παραβίαση της «αρχής του απορρήτου των πειθαρχικών διαδικασιών και των δικαστικών πληροφοριών», σε παράβαση του άρθρου 10, παράγραφος 2, του κανονισμού 883/2013, καθώς και του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΕ) 2018/1725 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Οκτωβρίου 2018, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης και την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών, και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 45/2001 και της απόφασης αριθ. 1247/2002/ΕΚ (ΕΕ 2018, L 295, σ. 39).

89      Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει ο προσφεύγων-ενάγων πρέπει να εξεταστεί πρώτος καθώς συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι το Γενικό Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσον το επίμαχο μέτρο στηρίζεται σε νομική βάση που εξουσιοδοτεί το Προεδρείο της ΕΟΚΕ να το λάβει, και τούτο αποτελεί ζήτημα δημόσιας τάξης (βλ. απόφαση της 13ης Μαΐου 2014, McBride κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑458/10 έως T‑467/10 και T‑471/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:249, σκέψεις 25 έως 28 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παραβίαση των αρχών της μη αναδρομικότητας, της ασφάλειας δικαίου και της νομιμότητας των ποινών

90      Προς στήριξη του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο προσφεύγων-ενάγων υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το επίμαχο μέτρο στερείται νομικής βάσης και ότι το Προεδρείο της ΕΟΚΕ δεν ήταν αρμόδιο να του επιβάλει τέτοια κύρωση.

91      Συναφώς, ο προσφεύγων-ενάγων υποστηρίζει ότι οι προβλεπόμενες στο άρθρο 8 του κώδικα δεοντολογίας του 2019 κυρώσεις δεν μπορούν να επιβληθούν για πράξεις που συντελέστηκαν πριν από την έναρξη ισχύος του εν λόγω κώδικα. Ο δε κώδικας δεοντολογίας των μελών της ΕΟΚΕ της 17ης Ιανουαρίου 2013 (στο εξής: κώδικας δεοντολογίας του 2013) δεν προβλέπει δυνατότητα επιβολής οιασδήποτε κύρωσης στα μέλη της ΕΟΚΕ σε περίπτωση παραβίασης των διατάξεών του.

92      Η ΕΟΚΕ αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

93      Υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι, μολονότι οι αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης επιβάλλουν την εφαρμογή των ουσιαστικών κανόνων που ισχύουν κατά τον χρόνο των επίμαχων πραγματικών περιστατικών, ακόμη και αν οι κανόνες αυτοί έχουν παύσει να ισχύουν κατά τον χρόνο έκδοσης μιας πράξης από όργανο της Ένωσης, εντούτοις η διαδικασία έκδοσης μιας πράξης από θεσμικό όργανο της Ένωσης πρέπει να διεξάγεται σύμφωνα με τους κανόνες που ισχύουν κατά τον χρόνο της εν λόγω έκδοσης (πρβλ. απόφαση της 14ης Ιουνίου 2016, Επιτροπή κατά McBride κ.λπ., C‑361/14 P, EU:C:2016:434, σκέψη 40).

94      Ως εκ τούτου, ο προσφεύγων-ενάγων δεν δύναται να προσάψει στην ΕΟΚΕ ότι παραβίασε τις εν λόγω αρχές καθόσον εξέδωσε το επίμαχο μέτρο ακολουθώντας τη διαδικασία που προβλέπει ο κώδικας δεοντολογίας του 2019, κατά μείζονα λόγο καθόσον, όπως προκύπτει από τη σκέψη 8 ανωτέρω, ο ίδιος ο προσφεύγων‑ενάγων ζήτησε από τον Πρόεδρο της ΕΟΚΕ να κινήσει την εν λόγω διαδικασία.

95      Συναφώς, το άρθρο 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του Κώδικα Δεοντολογίας του 2019 προβλέπει ότι ο Πρόεδρος της ΕΟΚΕ, αφού καλέσει το ενδιαφερόμενο μέλος να υποβάλει εγγράφως τις παρατηρήσεις του επί των συστάσεων της συμβουλευτικής επιτροπής, συμβουλεύεται τη Διευρυμένη Προεδρία και, στη συνέχεια, ζητεί από το Προεδρείο της ΕΟΚΕ να λάβει απόφαση για τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν σύμφωνα με το καθεστώς των μελών και με τον Εσωτερικό Κανονισμό της ΕΟΚΕ.

96      Εν προκειμένω, με την ολοκλήρωση της εν λόγω διαδικασίας, το Προεδρείο της ΕΟΚΕ κατέληξε κατ’ αρχάς στο συμπέρασμα, στην παράγραφο 2 του άρθρου μόνου της προσβαλλόμενης απόφασης, ότι ουδεμία κύρωση μπορεί να επιβληθεί στον προσφεύγοντα-ενάγοντα, ειδάλλως παραβιάζεται η αρχή της νομιμότητας των ποινών. Εν συνεχεία, με την παράγραφο 4 του άρθρου μόνου της προσβαλλόμενης απόφασης, το Προεδρείο της ΕΟΚΕ έλαβε το επίμαχο μέτρο.

97      Στο μέτρο που οι διάδικοι διαφωνούν ως προς τη φύση του επίμαχου μέτρου και η εξέταση του τρίτου λόγου ακυρώσεως εξαρτάται από το αν το εν λόγω μέτρο συνιστά ή όχι κύρωση, το Γενικό Δικαστήριο πρέπει να προβεί στον χαρακτηρισμό του μέτρου αυτού, εξυπακουομένου ότι δεν δεσμεύεται από τον χαρακτηρισμό του μέτρου στον οποίο προέβησαν οι διάδικοι (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2017, Bernaldo de Quirós κατά Επιτροπής, T‑649/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:736, σκέψη 19).

98      Η άποψη της ΕΟΚΕ ότι το επίμαχο μέτρο δεν συνιστά κύρωση επειδή δεν είναι βλαπτικό για τον προσφεύγοντα-ενάγοντα πρέπει να απορριφθεί εκ προοιμίου, και τούτο για τους λόγους που μνημονεύονται ανωτέρω στις σκέψεις 69 έως 79.

99      Εντούτοις, το γεγονός και μόνον ότι το επίμαχο μέτρο είναι βλαπτικό για τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, το οποίο και δικαιολογεί το παραδεκτό της προσφυγής ακυρώσεως ως προς το σημείο αυτό, δεν συνεπάγεται ότι το μέτρο αυτό πρέπει να χαρακτηριστεί ως πειθαρχική κύρωση κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κώδικα δεοντολογίας του 2019 (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 19ης Οκτωβρίου 2017, Bernaldo de Quirós κατά Επιτροπής, T‑649/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:736, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

100    Συναφώς, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το Προεδρείο της ΕΟΚΕ αιτιολόγησε τη λήψη του επίμαχου μέτρου βάσει των συστάσεων της OLAF, η οποία πρότεινε να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα ώστε να αποτραπεί οποιαδήποτε νέα παρενόχληση εκ μέρους του προσφεύγοντος-ενάγοντος στον χώρο εργασίας. Η ΕΟΚΕ διευκρίνισε επιπλέον ότι σκοπός του επίμαχου μέτρου ήταν να της παράσχει τη δυνατότητα να συμμορφωθεί προς την υποχρέωσή της να προστατεύει το προσωπικό της έναντι των κινδύνων παρενόχλησης.

101    Επιπλέον, όσον αφορά τα αποτελέσματα του επίμαχου μέτρου, επισημαίνεται επίσης ότι το μέτρο αυτό δεν αντιστοιχεί σε καμία από τις κυρώσεις που προβλέπει το άρθρο 8, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κώδικα δεοντολογίας του 2019, δηλαδή τη γραπτή προειδοποίηση, τη συμπερίληψη της γραπτής προειδοποίησης στα πρακτικά του Προεδρείου και, κατά περίπτωση, στα πρακτικά της συνόδου ολομέλειας, καθώς και την προσωρινή αναστολή άσκησης των καθηκόντων εισηγητή και προέδρου και συμμετοχής σε ομάδες μελέτης, αποστολές και έκτακτες συνεδριάσεις.

102    Ως εκ τούτου, το επίμαχο μέτρο δεν μπορεί να θεωρηθεί, από την άποψη του περιεχομένου και των αποτελεσμάτων του, ότι έχει τιμωρητικό χαρακτήρα και ότι συνιστά κύρωση. Ειδικότερα, σκοπός του εν λόγω μέτρου δεν είναι να επιβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα μια κύρωση, τιμωρία ή επίπληξη για ενδεχόμενη παράβαση των υποχρεώσεων που πηγάζουν από τον κώδικα δεοντολογίας, αλλά να λειτουργήσει αποτρεπτικά, δηλαδή να διασφαλίσει την καλύτερη προστασία των υπαλλήλων και του λοιπού προσωπικού της ΕΟΚΕ, και τούτο προς το συμφέρον της εύρυθμης λειτουργίας της γραμματείας της Ομάδας Ι.

103    Συναφώς, επισημαίνεται επιπλέον ότι ο προσφεύγων-ενάγων δεν προσκόμισε στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι το επίμαχο μέτρο δεν επιδίωκε στην πραγματικότητα τον σκοπό που επικαλείται η ΕΟΚΕ ή ότι δεν ανταποκρινόταν σε πραγματική ανάγκη της υπηρεσίας.

104    Ως εκ τούτου, ενεργώντας σε πλαίσιο εντάσεων επιβλαβών για την εύρυθμη λειτουργία της υπηρεσίας, η ΕΟΚΕ μπορούσε, υπό τις περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, να κρίνει ότι ήταν προς το συμφέρον της υπηρεσίας να απαλλαγεί ο προσφεύγων-ενάγων από ορισμένα διοικητικά καθήκοντα που συνδέονται με την άσκηση ιεραρχικής εξουσίας (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 7ης Μαρτίου 1990, Hecq κατά Επιτροπής, C‑116/88 και C‑149/88, EU:C:1990:98, σκέψη 22, της 28ης Οκτωβρίου 2004, Meister κατά ΓΕΕΑ, T‑76/03, EU:T:2004:319, σκέψεις 79 έως 81, και της 19ης Οκτωβρίου 2017, Bernaldo de Quirós κατά Επιτροπής, T‑649/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:736, σκέψη 40), χωρίς το μέτρο αυτό να συνιστά συγχρόνως, από την άποψη του περιεχομένου και των συνεπειών του, απόφαση πειθαρχικής φύσης.

105    Συναφώς, το άρθρο 9, παράγραφος 8, του Εσωτερικού Κανονισμού της ΕΟΚΕ προβλέπει ότι το προεδρείο είναι μεταξύ άλλων αρμόδιο για τη δέουσα χρήση των ανθρώπινων και δημοσιονομικών πόρων κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που ανατίθενται στην ΕΟΚΕ από τη Συνθήκη. Δεδομένου ότι το επίμαχο μέτρο αφορά τη δέουσα χρήση των ανθρώπινων πόρων της ΕΟΚΕ, εν προκειμένω της γραμματείας της Ομάδας Ι, το Προεδρείο της ΕΟΚΕ ήταν πράγματι το αρμόδιο όργανο για να λάβει ένα τέτοιο μέτρο, μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κώδικα δεοντολογίας του 2019.

106    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, το επιχείρημα του προσφεύγοντος‑ενάγοντος ότι το Προεδρείο της ΕΟΚΕ του επέβαλε κύρωση κατά παραβίαση των αρχών της μη αναδρομικότητας, της ασφάλειας δικαίου και της νομιμότητας των ποινών πρέπει να απορριφθεί και, κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως, του δικαιώματος ακροάσεως καθώς και σε παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

107    Προς στήριξη αυτού του λόγου ακυρώσεως, ο προσφεύγων-ενάγων ισχυρίζεται κατ’ ουσίαν ότι η ΕΟΚΕ προσέβαλε τα δικαιώματά του άμυνας.

108    Συναφώς, κατ’ αρχάς, ο προσφεύγων-ενάγων υποστηρίζει ότι δεν είχε στη διάθεσή του εύλογο χρονικό διάστημα για να λάβει γνώση της έκθεσης της OLAF και να ετοιμάσει την άμυνά του. Αν όμως του είχε δοθεί ένα τέτοιο εύλογο διάστημα, τότε δεν αποκλείεται, όπως υποστηρίζει ο ίδιος, το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης να ήταν διαφορετικό.

109    Εν συνεχεία, ο προσφεύγων-ενάγων υποστηρίζει ότι υπήρξε προσβολή των δικαιωμάτων του άμυνας καθώς δεν μπόρεσε να διατυπώσει λυσιτελώς τις παρατηρήσεις του πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, και τούτο διότι δεν του δόθηκε πλήρης πρόσβαση στον φάκελό του, ιδίως δε στη νομική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που περιέχει η έκθεση της OLAF, αλλά ούτε και στα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά των ακροάσεων των μαρτύρων και των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος τα οποία επισυνάπτονται ως παράρτημα στην εν λόγω έκθεση. Στις παρατηρήσεις τους επί του εμπιστευτικού κειμένου των παραρτημάτων της έκθεσης της OLAF το οποίο προσκόμισε η ΕΟΚΕ προς απάντηση στο μέτρο οργάνωσης της διαδικασίας, οι δικηγόροι του προσφεύγοντος-ενάγοντος υποστήριξαν, κατ’ ουσίαν, ότι το περιεχόμενο ορισμένων μαρτυριών που είχε συλλέξει η OLAF στο πλαίσιο της έρευνας δεν περιλαμβάνεται στο μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF στο οποίο ο προσφεύγων-ενάγων είχε πρόσβαση, με συνέπεια την προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως του τελευταίου.

110    Τέλος, η ΕΟΚΕ παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας καθόσον δεν φρόντισε να διαθέτει τα απαραίτητα μέσα για να θέσει σε εφαρμογή, με τον δέοντα τρόπο, την πολιτική της περί «μηδενικής ανοχής» όσον αφορά την απαγόρευση και την πρόληψη της παρενόχλησης στον χώρο εργασίας, την οποία μνημονεύει η προσβαλλόμενη απόφαση. Αντιθέτως, η ΕΟΚΕ φρόντισε να αποφύγει κάθε κατ’ αντιπαράθεση διαδικασία πριν επιβάλει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα την πρόωρη παύση από τα καθήκοντά του.

111    Η ΕΟΚΕ αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

112    Υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι η αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας επιτάσσει να παρέχεται στους αποδέκτες αποφάσεων οι οποίες επηρεάζουν ουσιωδώς τα συμφέροντά τους η δυνατότητα να γνωστοποιήσουν λυσιτελώς την άποψή τους σχετικά με τα στοιχεία στα οποία η Διοίκηση σκοπεύει να στηρίξει την απόφασή της (βλ. απόφαση της 5ης Οκτωβρίου 2016, ECDC κατά CJ, T‑395/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:598, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

113    Συναφώς, από τη νομολογία προκύπτει μεταξύ άλλων ότι ο προσφεύγων-ενάγων είχε το δικαίωμα, προκειμένου να μπορέσει να διατυπώσει λυσιτελώς τις παρατηρήσεις του προς το Προεδρείο της ΕΟΚΕ προτού αυτό λάβει απόφαση, να του γνωστοποιηθεί τουλάχιστον μια σύνοψη των δηλώσεων των ερωτηθέντων κατά τη διάρκεια της διαδικασίας έρευνας προσώπων, στο μέτρο που η OLAF είχε χρησιμοποιήσει τις δηλώσεις αυτές στην έκθεσή της, προκειμένου να διατυπώσει συστάσεις προς τον Πρόεδρο της ΕΟΚΕ, με βάση τις οποίες το Προεδρείο εξέδωσε το επίμαχο μέτρο, η δε γνωστοποίηση της σύνοψης αυτής έπρεπε να πραγματοποιηθεί τηρουμένης, εφόσον συνέτρεχε περίπτωση, της αρχής της εμπιστευτικότητας (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Απριλίου 2019, OZ κατά ΕΤΕπ, C‑558/17 P, EU:C:2019:289, σκέψη 57, της 25ης Ιουνίου 2020, HF κατά Κοινοβουλίου, C‑570/18 P, EU:C:2020:490, σκέψη 60, και της 25ης Ιουνίου 2020, EUSC κατά KF, C‑14/19 P, EU:C:2020:492, σκέψη 121).

114    Στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου να διασφαλιστούν η εμπιστευτικότητα των μαρτυριών και οι σκοποί τους οποίους αυτή προασπίζει, εξασφαλιζομένης παράλληλα της λυσιτελούς ακρόασης του προσφεύγοντος πριν από την έκδοση βλαπτικής για αυτόν απόφασης, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μπορούν να χρησιμοποιηθούν ορισμένες τεχνικές όπως η ανωνυμοποίηση ή ενδεχομένως η γνωστοποίηση του ουσιαστικού περιεχομένου των μαρτυριών υπό μορφή σύνοψης ή ακόμη η απόκρυψη ορισμένων τμημάτων του περιεχομένου των μαρτυριών (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Απριλίου 2019, OZ κατά ΕΤΕπ, C‑558/17 P, EU:C:2019:289, σκέψη 59, και της 25ης Ιουνίου 2020, HF κατά Κοινοβουλίου, C‑570/18 P, EU:C:2020:490, σκέψη 66).

115    Τέλος, προκειμένου να έχει τη δυνατότητα να γνωστοποιήσει λυσιτελώς την άποψή του σχετικά με τα στοιχεία επί των οποίων το Προεδρείο της ΕΟΚΕ σκόπευε να στηρίξει την απόφασή του, ο προσφεύγων-ενάγων έπρεπε να έχει επαρκή προθεσμία (βλ. απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2008, Sopropé, C‑349/07, EU:C:2008:746, σκέψη 37 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

116    Εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι ο προσφεύγων-ενάγων είχε πρόσβαση μόνο στο μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF, το οποίο δεν συνοδευόταν από παράρτημα, γεγονός το οποίο η ΕΟΚΕ αιτιολόγησε επικαλούμενη την ανάγκη προστασίας της ταυτότητας των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος και της εμπιστευτικότητας των μαρτυριών που συνελέγησαν.

117    Πρέπει να απορριφθεί εκ προοιμίου το επιχείρημα της ΕΟΚΕ σύμφωνα με το οποίο ο πρώτος λόγος ακυρώσεως θα έπρεπε να απορριφθεί επειδή το Προεδρείο της ΕΟΚΕ είχε και αυτό πρόσβαση μόνο στο μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF, όπερ σημαίνει ότι, πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, δεν είχε μπορέσει να λάβει γνώση, μεταξύ άλλων, των απομαγνητοφωνημένων πρακτικών των ακροάσεων των μαρτύρων και των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος.

118    Το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο. Ειδικότερα, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, στοιχείο αʹ, του Εσωτερικού Κανονισμού, ο Πρόεδρος της ΕΟΚΕ είναι μέλος του Προεδρείου και παρέλαβε, με σημείωμα της 16ης Ιανουαρίου 2020, το εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF, περιλαμβανομένων των παραρτημάτων της έκθεσης αυτής, όπως παραδέχθηκε η ΕΟΚΕ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

119    Ωστόσο, το γεγονός ότι ένα μέλος του Προεδρείου της ΕΟΚΕ είχε πρόσβαση στο εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF δεν στοιχειοθετεί προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας του προσφεύγοντος-ενάγοντος. Ειδικότερα, η τήρηση της αρχής αυτής, η οποία περιλαμβάνει το δικαίωμα ακροάσεως, συνεπάγεται ότι, τηρουμένων των ενδεχόμενων απαιτήσεων εμπιστευτικότητας, θα πρέπει να παρέχεται στο πρόσωπο που καταγγέλλεται για παρενόχληση η δυνατότητα να καθιστά γνωστή, λυσιτελώς και ουσιαστικώς, την άποψή του πριν από την έκδοση της βλαπτικής για αυτό αποφάσεως (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιουνίου 2020, EUSC κατά KF, C‑14/19 P, EU:C:2020:492, σκέψεις 116 και 117).

120    Συναφώς, η ΕΟΚΕ υποστηρίζει ότι ο προσφεύγων-ενάγων είχε επαρκή πρόσβαση στην έκθεση της OLAF δεδομένου ότι, σε αντίθεση με τα πραγματικά περιστατικά στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 4ης Απριλίου 2019, OZ κατά ΕΤΕπ (C‑558/17 P, EU:C:2019:289), της 25ης Ιουνίου 2020, HF κατά Κοινοβουλίου (C‑570/18 P, EU:C:2020:490), και της 25ης Ιουνίου 2020, EUSC κατά KF (C‑14/19 P, EU:C:2020:492), το μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF περιείχε μια σύνοψη που καθιστούσε γνωστό το ουσιαστικό περιεχόμενο των μαρτυριών που είχε συλλέξει η OLAF στο πλαίσιο της έρευνας, με αποτέλεσμα τα δικαιώματα άμυνας του προσφεύγοντος‑ενάγοντος να έχουν τύχει της δέουσας προστασίας.

121    Όσον αφορά το επιχείρημα αυτό, πρέπει να εξεταστεί, κατ’ αρχάς, αν το μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF περιέχει σύνοψη των μαρτυριών που συνελέγησαν στο πλαίσιο της έρευνας, στη συνέχεια, εφόσον συντρέχει τέτοια περίπτωση, αν η σύνοψη αυτή αποδίδει το ουσιαστικό περιεχόμενο των μαρτυριών που συνέλεξε η OLAF και, τέλος, αν ο προσφεύγων-ενάγων είχε στη διάθεσή του επαρκή προθεσμία για να προετοιμάσει την άμυνά του και να υποβάλει τις παρατηρήσεις του.

–       Επί της ύπαρξης στο μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF σύνοψης των δηλώσεων των μαρτύρων και των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος που εξετάστηκαν

122    Συναφώς, επιβάλλεται κατ’ αρχάς η διαπίστωση ότι το μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF αποτελείται από 30 σελίδες. Στο σημείο 2.2 της έκθεσής της, το οποίο τιτλοφορείται «Συλλεγέντα αποδεικτικά στοιχεία», η OLAF αναφέρει ότι «ομαδοποίησε τις μαρτυρικές καταθέσεις που παρουσίαζαν μεταξύ τους ομοιότητες, προσπαθώντας συγχρόνως να επαναλάβει στο μέγιστο δυνατό βαθμό τις ακριβείς λέξεις που χρησιμοποίησαν τα μέλη του προσωπικού της γραμματείας», με σκοπό την προστασία της εμπιστευτικότητας των μαρτυριών που είχαν συλλεγεί. Επιπλέον, όσον αφορά τα μέλη του προσωπικού που δεν είχαν εκφράσει την επιθυμία να μη γίνει γνωστή η ταυτότητά τους ή τα μέλη εκείνα για τα οποία η OLAF έκρινε ότι δεν υπάγονταν στην άμεση ιεραρχική εξουσία του προσφεύγοντος-ενάγοντος, η ταυτότητά τους αναφέρεται στην έκθεση χωρίς να έχει απαλειφθεί από το μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF που διαβιβάσθηκε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα.

123    Το μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF περιέχει συνεπώς μια αναλυτική περίληψη, με αναφορές σε συγκεκριμένα περιστατικά, κάθε συμπεριφοράς που προσάπτεται στον προσφεύγοντα-ενάγοντα, ιδίως όσον αφορά τη συμπεριφορά του έναντι των Α, Β και C, που κατονομάζονται στο μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF, καθώς και έναντι των μελών του προσωπικού της γραμματείας της Ομάδας Ι. Η OLAF περιέγραψε επίσης τις επιπτώσεις που είχαν, κατά τους εξετασθέντες μάρτυρες, οι εν λόγω συμπεριφορές στην υγεία των προσώπων αυτών.

124    Επιπλέον, για κάθε μία από τις συμπεριφορές που προσάπτονται στον προσφεύγοντα-ενάγοντα, η έκθεση παραπέμπει στις δηλώσεις των εξετασθέντων προσώπων άλλοτε άμεσα, με την παράθεση των δηλώσεων αυτών εντός εισαγωγικών, και άλλοτε έμμεσα, με την ανωνυμοποιημένη αναδιατύπωση των δηλώσεων. Η OLAF φρόντισε επίσης να επισημάνει αν οι ισχυρισμοί που διατυπώθηκαν εις βάρος του προσφεύγοντος-ενάγοντος επιβεβαιώνονταν από μαρτυρίες, διευκρινίζοντας, κατά περίπτωση, τον αριθμό των μαρτύρων και την ιδιότητά τους. Όταν ένας ισχυρισμός δεν επιβεβαιωνόταν από καμία μαρτυρία, η OLAF προέβαινε και πάλι στην αντίστοιχη επισήμανση.

125    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF περιέχει σύνοψη των δηλώσεων των μαρτύρων και των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος που εξετάστηκαν. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ύπαρξη μιας τέτοιας σύνοψης, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται ανωτέρω στη σκέψη 114, συνεπάγεται ότι δεν μπορεί να συναχθεί αυτομάτως το συμπέρασμα ότι η μη κοινοποίηση των παραρτημάτων της έκθεσης της OLAF συνιστά παρατυπία η οποία επηρέασε αναπόφευκτα τη νομιμότητα του επίμαχου μέτρου. Ειδικότερα, πρέπει πρώτα να εξεταστεί αν η σύνοψη αυτή αποδίδει το ουσιαστικό περιεχόμενο των μαρτυριών που είχε συλλέξει η OLAF.

–       Επί του ζητήματος κατά πόσον η εν λόγω σύνοψη αποδίδει το ουσιαστικό περιεχόμενο των δηλώσεων των μαρτύρων και των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος

126    Με τις παρατηρήσεις του επί του εμπιστευτικού κειμένου της έκθεσης της OLAF, ο προσφεύγων-ενάγων επισήμανε διάφορα στοιχεία τα οποία, κατά τον ίδιο, δεν περιέχονται στο μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF που του είχε κοινοποιηθεί ώστε να μπορέσει να ασκήσει τα δικαιώματά του άμυνας πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ως εκ τούτου, κατά τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, η ΕΟΚΕ προσέβαλε τα δικαιώματά του άμυνας καθόσον πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης του κοινοποίησε μόνον το μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF, το οποίο δεν συνοδευόταν από παράρτημα.

127    Πρώτον, ο προσφεύγων-ενάγων υποστηρίζει ότι θα ήταν σε θέση να κατανοήσει πλήρως ορισμένες ερωτήσεις που του τέθηκαν κατά την ακρόασή του από την OLAF μόνον αν είχε λάβει προηγουμένως γνώση του περιεχομένου των μαρτυριών που είχαν συλλεγεί. Αν ο προσφεύγων-ενάγων είχε μπορέσει να λάβει γνώση των εν λόγω μαρτυριών, οι οποίες ενίοτε επικαλούνται παλαιά περιστατικά, θα μπορούσε να έχει οργανώσει αποτελεσματικότερα την άμυνά του. Ο προσφεύγων-ενάγων αναφέρει για παράδειγμα μια ερώτηση, η οποία αφορά ένα περιστατικό που έλαβε χώρα στο γραφείο του παρουσία δύο μαρτύρων, στην οποία δεν μπόρεσε να απαντήσει καθώς δεν του αποκαλύφθηκε η ταυτότητα των εν λόγω μαρτύρων.

128    Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι η επιχειρηματολογία αυτή δεν αφορά το αν η ΕΟΚΕ προσέβαλε τα δικαιώματα άμυνας του προσφεύγοντος-ενάγοντος ούτε, ιδίως, το αν η σύνοψη που περιέχει το μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF, το οποίο κατήρτισε η ΕΟΚΕ σε συνεργασία με την OLAF, αποδίδει το ουσιαστικό περιεχόμενο των μαρτυριών που είχαν συλλεγεί στο πλαίσιο της έρευνας.

129    Εν πάση περιπτώσει, αρκεί η υπόμνηση ότι το εφαρμοστέο στην OLAF νομοθετικό πλαίσιο αποκλείει, κατ’ αρχήν, το δικαίωμα πρόσβασης του ενδιαφερόμενου προσώπου στον φάκελο της OLAF για όσο διαρκεί η έρευνα. Μόνον αν η αρχή που είναι αποδέκτης της τελικής έκθεσης σκοπεύει να εκδώσει πράξη βλαπτική για το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, η εν λόγω αρχή οφείλει, σύμφωνα με τους διαδικαστικούς κανόνες που εφαρμόζονται επ’ αυτής, να επιτρέψει στο οικείο πρόσωπο την πρόσβαση στην τελική έκθεση της OLAF, προκειμένου αυτό να μπορέσει να ασκήσει τα δικαιώματά του άμυνας (απόφαση της 28ης Νοεμβρίου 2018, Le Pen κατά Κοινοβουλίου, T‑161/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:848, σκέψη 67).

130    Ως εκ τούτου, όταν ο προσφεύγων-ενάγων υποβλήθηκε σε ακρόαση ενώπιον της OLAF, δεν ήταν υποχρεωτικό να του έχουν κοινοποιηθεί οι δηλώσεις των μαρτύρων και των μαρτύρων δημοσίου συμφέροντος ώστε να απαντήσει στις ερωτήσεις των υπεύθυνων της έρευνας.

131    Το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει εξάλλου ότι οι ερωτήσεις που τέθηκαν στον προσφεύγοντα-ενάγοντα κατά την ακρόασή του ήταν επαρκώς σαφείς και ότι αυτός μπόρεσε να απαντήσει δίχως δυσκολίες. Το γεγονός ότι ο προσφεύγων‑ενάγων δήλωσε, προς απάντηση σε ορισμένες ερωτήσεις, ότι δεν θυμάται ή ότι δεν μπορεί να απαντήσει χωρίς να διαθέτει περαιτέρω πληροφορίες δεν αναιρεί τη διαπίστωση αυτήν.

132    Ειδικότερα, όσον αφορά ένα από τα υποερωτήματα της υπ’ αριθμό 12 ερώτησης, επισημαίνεται ότι ο προσφεύγων‑ενάγων, μολονότι απάντησε ότι δεν είναι σε θέση να αναγνωρίσει το περιστατικό για το οποίο γίνεται λόγος χωρίς να γνωρίζει την ταυτότητα των προσώπων που ήταν παρόντα, προσέθεσε εντούτοις ότι, κατ’ αυτόν, ένα τέτοιο περιστατικό ουδέποτε έλαβε χώρα.

133    Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία περί φερόμενης ασάφειας των ερωτήσεων που έθεσαν στον προσφεύγοντα-ενάγοντα οι υπεύθυνοι ερευνών της OLAF, λαμβανομένου υπόψη του αναλυτικού περιεχομένου των μαρτυριών που είχαν συλλεγεί.

134    Δεύτερον, ο προσφεύγων-ενάγων επισημαίνει ότι πολλοί μάρτυρες ανέφεραν την ύπαρξη μιας έκθεσης με συντάκτη τον Ε, μέλος της Ομάδας Ι, η οποία αφορούσε τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε και τις ανησυχίες που είχε το προσωπικό της γραμματείας της Ομάδας Ι όσον αφορά την Α, ενώ δεν υπήρχε σχετική μνεία στο μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF. Πρόκειται για μια έκθεση που θα μπορούσε να προσφέρει μια διαφορετική οπτική σε σχέση με την εκδοχή των πραγματικών περιστατικών που παρουσιάζει η Α.

135    Από τη δικογραφία όμως, και ιδίως από τα πρακτικά της ακρόασης του προσφεύγοντος-ενάγοντος, προκύπτει ότι αυτός γνώριζε την ύπαρξη της εν λόγω έκθεσης και ότι τίποτα δεν τον εμπόδιζε, εφόσον το έκρινε σκόπιμο, να την επικαλεστεί όσο διαρκούσε η διαδικασία για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης ώστε να παράσχει εξηγήσεις σχετικά με το γενικότερο πλαίσιο ή να αμβλύνει το περιεχόμενο της συμπεριφοράς έναντι της Α που του καταλογίζεται. Η ύπαρξη της έκθεσης αυτής μνημονεύθηκε εξάλλου ρητώς ενώπιον της συμβουλευτικής επιτροπής, γεγονός που οδήγησε στην εξαίρεση του μετέχοντος στην επιτροπή μέλους της Ομάδας Ι που είχε συντάξει την εν λόγω έκθεση.

136    Ως εκ τούτου, η επιχειρηματολογία που στηρίζεται στο ότι η εν λόγω έκθεση δεν μνημονεύεται στο μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF δεν μπορεί να αποδείξει την ύπαρξη προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας του προσφεύγοντος‑ενάγοντος.

137    Τρίτον, ο προσφεύγων-ενάγων υποστηρίζει ότι σε έναν από τους μάρτυρες είχε επιβληθεί κύρωση για τη διατύπωση κατά το παρελθόν ψευδών κατηγοριών εις βάρος του, γεγονός που μνημονεύθηκε από άλλον μάρτυρα. Το δε στοιχείο αυτό δεν μνημονεύεται, κατά τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, στο μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF.

138    Ωστόσο, όπως ορθώς επισημαίνει η ΕΟΚΕ, το στοιχείο αυτό μνημονεύεται ρητώς στο μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF, στο σημείο 1.4, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ομοιότητες με υπόθεση που αφορούσε πρώην προϊσταμένη της γραμματείας». Ως εκ τούτου, τίποτα δεν εμπόδιζε τον προσφεύγοντα-ενάγοντα να διατυπώσει τις παρατηρήσεις του συναφώς πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

139    Τέταρτον, ο προσφεύγων-ενάγων σημειώνει ότι ορισμένοι μάρτυρες δήλωσαν ότι είχαν αντιμετωπίσει δυσκολίες στις σχέσεις τους με την Α. Ειδικότερα, πολλοί μάρτυρες δήλωσαν ότι είχαν συγκρουσιακή σχέση με την Α, γεγονός το οποίο επηρέαζε την εύρυθμη λειτουργία της μονάδας. Επιπλέον, δύο μάρτυρες υποστήριξαν ότι η συμπεριφορά της Α προς αυτούς ήταν επιθετική, ενώ ένας μάρτυρας προσέθεσε ότι ο προσφεύγων-ενάγων δεν έπρεπε να θεωρείται ως ο μόνος υπεύθυνος για την όλη κατάσταση. Παρ’ όλα αυτά, κατά τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, το μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF στο οποίο του δόθηκε πρόσβαση δεν αναφέρει τα ονόματα των μαρτύρων ούτε περιέχει κάποια αναφορά στις δηλώσεις τους, μολονότι τα στοιχεία αυτά μπορούσαν να παράσχουν διευκρινίσεις σχετικά με το γενικότερο πλαίσιο ή να αμβλύνουν το περιεχόμενο των συμπερασμάτων της OLAF.

140    Από τα στοιχεία ωστόσο της δικογραφίας προκύπτει ότι οι δυσκολίες που ορισμένα μέλη του προσωπικού της γραμματείας της Ομάδας Ι αντιμετώπιζαν στις σχέσεις τους με την Α όχι μόνον ήταν γνωστές στον προσφεύγοντα-ενάγοντα αλλά, επιπροσθέτως, μνημονεύονται ρητώς στη σύνοψη που περιλαμβάνει το μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF.

141    Ειδικότερα, κατά την ακρόασή του από την OLAF και στις γραπτές παρατηρήσεις του επί του σχετικού με τα γεγονότα που τον αφορούν σημειώματος, ο προσφεύγων-ενάγων είχε ήδη υποστηρίξει ότι ορισμένα μέλη του προσωπικού είχαν εκφράσει διαμαρτυρίες σχετικά με την Α καθώς και ότι το γεγονός αυτό είχε επηρεάσει, κατά την εκτίμησή του, την εύρυθμη λειτουργία της γραμματείας.

142    Επιπλέον, στο μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF αναφέρονται μεταξύ άλλων τα εξής:

«Κατά την ακρόασή τους από την OLAF, έξι τουλάχιστον μέλη του προσωπικού της γραμματείας εξέφρασαν την άποψη ότι η Α δυσκολευόταν να επιδείξει τις ικανότητες και τις δεξιότητες που η θέση της απαιτεί. Τουλάχιστον τρία μέλη του προσωπικού της γραμματείας επισήμαναν ότι έχουν δυσκολευτεί να εντοπίσουν ποιος είναι ο κατάλληλος συνομιλητής (η προϊσταμένη της γραμματείας ή ο αναπληρωτής προϊστάμενος) εξαιτίας της σχετικής ασάφειας που επικρατεί. Ορισμένα μέλη του προσωπικού δήλωσαν ακόμη ότι, εν συνεχεία, η Α επιδείκνυε επίσης επιθετική συμπεριφορά απέναντί τους. Τα μέλη αυτά, όπως δήλωσε ένα από τα μέλη του προσωπικού, ανέμεναν από μια προϊσταμένη μονάδας να διαχειριστεί την πίεση που δημιουργούσε [ο προσφεύγων-ενάγων] και να τους υπερασπιστεί. Υπό αυτή την έννοια, το προσωπικό είχε απογοητευτεί από την Α.»

143    Πρέπει συνεπώς να γίνει δεκτό ότι το ουσιαστικό περιεχόμενο των μαρτυριών που είχαν συλλεγεί περιλαμβάνεται στο μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF. Δεν μπορεί ως εκ τούτου να προσαφθεί βασίμως στην ΕΟΚΕ ότι προσέβαλε συναφώς τα δικαιώματα άμυνας του προσφεύγοντος-ενάγοντος.

144    Πέμπτον, ο προσφεύγων-ενάγων υποστηρίζει ότι από το μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF προκύπτει ότι η έρευνα αφορούσε δύο ακόμη πρόσωπα. Αν το Προεδρείο της ΕΟΚΕ το γνώριζε, θα μπορούσε να αξιολογήσει τη συμμετοχή των προσώπων αυτών στα καταγγελλόμενα γεγονότα, ιδίως όσον αφορά τον Β. Αντίστοιχα, ο προσφεύγων-ενάγων θα μπορούσε να επικαλεστεί τη συμμετοχή των προσώπων αυτών προκειμένου να παράσχει διευκρινίσεις ως προς το γενικότερο πλαίσιο στο οποίο εντάσσονται οι εις βάρος του ισχυρισμοί.

145    Ωστόσο, από την επιστολή της 3ης Ιουνίου 2020, με την οποία το Προεδρείο της ΕΟΚΕ κλήθηκε να λάβει απόφαση όσον αφορά την περίπτωση του προσφεύγοντος-ενάγοντος, προκύπτει ότι ο Πρόεδρος της ΕΟΚΕ διαβίβασε στο Προεδρείο και το σημείωμα του Γενικού Διευθυντή της OLAF, της 16ης Ιανουαρίου 2020, στο οποίο μνημονεύεται η ταυτότητα των δύο άλλων προσώπων τα οποία αφορούσε η έρευνα της OLAF.

146    Επιπλέον, διαπιστώνεται ότι το μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF αποδίδει, επανειλημμένα, το ουσιαστικό περιεχόμενο των δηλώσεων πολλών μαρτύρων σχετικά με τον ρόλο των δύο άλλων προσώπων που αφορούσε η έρευνα της OLAF. Ο προσφεύγων-ενάγων είχε συνεπώς τη δυνατότητα να διατυπώσει τις ενδεχόμενες παρατηρήσεις του επί των στοιχείων αυτών όσο διαρκούσε η διαδικασία για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

147    Έκτον, ο προσφεύγων-ενάγων υποστηρίζει ότι μια μάρτυρας δήλωσε ότι δεν κατέστη ποτέ μάρτυρας ανάρμοστης συμπεριφοράς εκ μέρους του προσφεύγοντος-ενάγοντος. Το στοιχείο αυτό δεν μνημονεύεται, κατ’ αυτόν, στο μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF.

148    Επιβάλλεται ωστόσο η διαπίστωση ότι η δήλωση της εν λόγω μάρτυρα είναι λιγότερο κατηγορηματική.

149    Είναι πράγματι αλήθεια ότι, ερωτηθείσα αν είχε υπάρξει ποτέ μάρτυρας καταστάσεων στις οποίες ο προσφεύγων-ενάγων επέδειξε άσχημη συμπεριφορά απέναντι σε μέλη του προσωπικού της γραμματείας της Ομάδας Ι ή αν ο προσφεύγων-ενάγων συνήθιζε να ασκεί κριτική στα μέλη του προσωπικού, η εν λόγω μάρτυρας απάντησε πως δεν είχε κάποια σχετική πληροφόρηση.

150    Ωστόσο, η ίδια μάρτυρας δήλωσε επίσης ότι, κατά την άποψή της, ένα από τα χαρακτηριστικά της «προσωπικότητας του προσφεύγοντος-ενάγοντος είναι ο αυταρχισμός και η μεγάλη ιδέα που έχει για τον εαυτό του» καθώς και ότι η ίδια «δεν είχε έρθει σε ιδιαίτερη επαφή με τη δυσάρεστη πλευρά του χαρακτήρα [του προσφεύγοντος-ενάγοντος] καθώς ανάμεσά [τους] παρεμβαλλόταν ο G». Επιπλέον, η εν λόγω μάρτυρας προσέθεσε ότι «είχε ακούσει να λέγεται ότι [ο προσφεύγων-ενάγων] έβαζε τις φωνές σε μέλη του προσωπικού του στο γραφείο του, αλλά [η ίδια] δεν είχε ποτέ τέτοια [προσωπική] εμπειρία». Τέλος, ερωτηθείσα αν θα χαρακτήριζε τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος-ενάγοντος έναντι των μελών του προσωπικού ως παρενόχληση, η εν λόγω μάρτυρας δήλωσε ότι δεν είχε «ποτέ βιώσει μια τέτοια συμπεριφορά εκ μέρους [του προσφεύγοντος‑ενάγοντος]» αλλά μπορούσε «να φανταστεί ότι ορισμένα πρόσωπα θα μπορ[ούσαν] να έχουν προκαλέσει τα ίδια μια τέτοια συμπεριφορά» και ότι, «[γ]νωρίζοντας τον χαρακτήρα [του], ο οποίος ήταν ευέξαπτος, ο [προσφεύγων‑ενάγων] μπορ[ούσε] να “εκραγεί” πολύ εύκολα».

151    Επιπλέον, η εν λόγω μάρτυρας αναφέρθηκε στην κατάσταση τριών συναδέλφων της που είχαν αντιμετωπίσει δυσκολίες στις σχέσεις τους με τον προσφεύγοντα‑ενάγοντα. Τέλος, η ίδια μάρτυρας ανέφερε συμπερασματικά ότι «[ο προσφεύγων-ενάγων] [ήταν] ένας δύσκολος χαρακτήρας», ότι «ίσως δεν ήθελε να συμπεριφερθεί άσχημα, αλλά οι αντιδράσεις του [θα] μπορούσαν εύκολα να εκληφθούν ως παρενόχληση», ότι «[α]υτό εξαρτ[ιόταν] επίσης από την ευαισθησία του έτερου προσώπου», ότι «[ό]λοι οι συνάδελφοι της γραμματείας [είχαν] εκφράσει δυσαρέσκεια σχετικά με αυτόν», καθώς και ότι, «αν δεν υπήρχε αίσθημα αλληλεγγύης μεταξύ τους, θα είχαν λυγίσει».

152    Συνεπώς, ο ισχυρισμός ότι η εν λόγω μάρτυρας δήλωσε ότι δεν είχε ποτέ υπάρξει μάρτυρας ανάρμοστης συμπεριφοράς εκ μέρους του προσφεύγοντος-ενάγοντος είναι ελλιπής και δεν απηχεί το ουσιαστικό περιεχόμενο της εν λόγω μαρτυρίας.

153    Έβδομον, ο προσφεύγων-ενάγων υποστηρίζει ότι πολλές μαρτυρίες επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι ο Γενικός Γραμματέας της ΕΟΚΕ δεν έλαβε κανένα μέτρο ώστε να αντιμετωπίσει εγκαίρως τις δυσκολίες που αντιμετώπιζαν ορισμένα μέλη του προσωπικού της γραμματείας της Ομάδας Ι. Ειδικότερα, ο προσφεύγων-ενάγων επικαλείται την απόφαση του Γενικού Γραμματέα της ΕΟΚΕ να μονιμοποιήσει την Α μετά τη λήξη της περιόδου δοκιμαστικής υπηρεσίας, παρά την αντίθετη πρόταση του προσφεύγοντος-ενάγοντος, γεγονός που συνέβαλε στην επιδείνωση των υφιστάμενων εντάσεων εντός της γραμματείας της Ομάδας Ι. Το μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF παρουσιάζει τον προσφεύγοντα-ενάγοντα ως τον μόνο υπεύθυνο της κατάστασης αυτής, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την ευθύνη της ΑΣΣΠΑ.

154    Όπως προβάλλει και η ΕΟΚΕ, το Γενικό Δικαστήριο επισημαίνει ότι ο ισχυρισμός αυτός έρχεται σε αντίφαση με τη δήλωση του προσφεύγοντος‑ενάγοντος κατά την ακρόασή του από την OLAF, κατά την οποία «δεν επιθυμούσε να απολύσει την Α» και, «σε συνεργασία με τον H, αποφασίστηκε η διατύπωση θετικής γνώμης για την περίοδο δοκιμαστικής υπηρεσίας».

155    Εν πάση περιπτώσει, όπως προκύπτει ιδίως από τις παρατηρήσεις του επί του σημειώματος που αφορά τα γεγονότα της 4ης Δεκεμβρίου 2019, ο προσφεύγων‑ενάγων έχει ήδη προβάλει τον ισχυρισμό ότι η απόφαση του Γενικού Γραμματέα της ΕΟΚΕ να μονιμοποιήσει την Α συνέβαλε, κατά την άποψή του, στην επιδείνωση των υφιστάμενων εντάσεων εντός της μονάδας. Επιπλέον, το γεγονός ότι ο Γενικός Γραμματέας της ΕΟΚΕ ασκεί τα καθήκοντα της ΑΣΣΠΑ για τα μέλη του προσωπικού της γραμματείας της Ομάδας Ι δεν αποτελεί νέο στοιχείο του οποίου ο προσφεύγων-ενάγων θα μπορούσε να λάβει γνώση μόνο μέσω του εμπιστευτικού κειμένου της έκθεσης της OLAF.

156    Συνεπώς, δεν μπορεί να προσαφθεί στην ΕΟΚΕ ότι προσέβαλε, συναφώς, τα δικαιώματα άμυνας του προσφεύγοντος-ενάγοντος.

157    Όγδοον, ο προσφεύγων-ενάγων ισχυρίζεται ότι η απαλοιφή των στοιχείων που αφορούν το νομικό πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται η έκθεση της OLAF τον εμπόδισε να διατυπώσει παρατηρήσεις επί της νομικής βάσης που χρησιμοποιήθηκε για τον χαρακτηρισμό της συμπεριφοράς του ως ηθικής παρενόχλησης. Το επιχείρημα αυτό συνδέεται με την επιχειρηματολογία που αναπτύσσεται με το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής και το υπόμνημα απαντήσεως σχετικά με την απαλοιφή της νομικής εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη η OLAF και η οποία, κατά τον προσφεύγοντα‑ενάγοντα, δεν είναι δικαιολογημένη και τον εμπόδισε να ασκήσει τα δικαιώματά του άμυνας.

158    Όσον αφορά το νομικό πλαίσιο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, όπως επισημαίνει και η ΕΟΚΕ, αυτό παρατίθεται, μεταξύ άλλων, στο σημείωμα σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά που κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα στις 4 Δεκεμβρίου 2019.

159    Όσον αφορά την απαλοιφή, στο μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF, της νομικής εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών από την OLAF, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το γεγονός αυτό δεν ασκεί επιρροή στη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

160    Πρέπει ειδικότερα να σημειωθεί ότι αντικείμενο της διαδικασίας που κίνησε η ΕΟΚΕ κατά του προσφεύγοντος-ενάγοντος ήταν να προσδιοριστεί αν οι πράξεις και η συμπεριφορά που προσάπτονταν σε αυτόν, όπως προέκυπταν από την έρευνα της OLAF, δικαιολογούσαν τη λήψη μέτρων δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του κώδικα δεοντολογίας του 2019. Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 4, του κανονισμού 883/2013, ο προσδιορισμός αυτός ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΟΚΕ και, ως εκ τούτου, δεν εξαρτάται από την νομική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από την OLAF. Συνεπώς, η ΕΟΚΕ έπρεπε να προβεί η ίδια σε νομική εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών που διαπιστώθηκαν κατά την έρευνα ώστε να εκτιμήσει τη σκοπιμότητα λήψης μέτρων κατά του προσφεύγοντος-ενάγοντος.

161    Ως εκ τούτου, η μη κοινοποίηση της νομικής εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών στην οποία προέβη η OLAF δεν δύναται να στοιχειοθετήσει προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας του προσφεύγοντος-ενάγοντος.

162    Τέλος, και ένατον, ο προσφεύγων-ενάγων υποστηρίζει, μολονότι δεν προβάλλει ένσταση ελλείψεως νομιμότητας του άρθρου 103 του Κανονισμού Διαδικασίας, ότι στο μέτρο που, σύμφωνα με τη δέσμευση περί τηρήσεως εμπιστευτικότητας που ανέλαβαν οι δικηγόροι του, δεν του κοινοποιήθηκε το εμπιστευτικό κείμενο των παραρτημάτων της έκθεσης της OLAF οι παρατηρήσεις που διατύπωσαν οι δικηγόροι του ήταν ελάχιστες και δεν μπορούσαν, εν πάση περιπτώσει, να υποκαταστήσουν τις παρατηρήσεις που θα μπορούσε να διατυπώσει αν είχε αποκτήσει ο ίδιος πρόσβαση στα εν λόγω παραρτήματα.

163    Συναφώς, επισημαίνεται ότι, για λόγους τήρησης της αρχής της κατ’ αντιμωλίαν συζητήσεως, το άρθρο 103, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας προβλέπει ρητώς ότι το Γενικό Δικαστήριο έχει τη δυνατότητα, της οποίας και έκανε χρήση εν προκειμένω, να γνωστοποιήσει σε κύριο διάδικο ορισμένες πληροφορίες ή στοιχεία που είναι κρίσιμα για την επίλυση της διαφοράς και έχουν εμπιστευτικό χαρακτήρα, εξαρτώντας τη δημοσιοποίησή τους από την ανάληψη ειδικών δεσμεύσεων. Από το σημείο 191 των διατάξεων για τη ρύθμιση πρακτικών ζητημάτων σχετικών με την εκτέλεση του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει επιπλέον ότι μια τέτοια δέσμευση μπορεί να συνίσταται στη δέσμευση των εκπροσώπων ενός διαδίκου να μη γνωστοποιήσουν τις εν λόγω πληροφορίες ή τα εν λόγω στοιχεία στον εντολέα τους ή σε τρίτους.

164    Συνακόλουθα, το Γενικό Δικαστήριο, με μέτρο οργανώσεως της διαδικασίας, της 7ης Απριλίου 2021, ζήτησε κατ’ αρχάς από τους δικηγόρους του προσφεύγοντος‑ενάγοντος να προσδιορίσουν επακριβώς τυχόν στοιχεία που περιλαμβάνονται στο εμπιστευτικό κείμενο των παραρτημάτων της έκθεσης της OLAF και των οποίων το ουσιαστικό περιεχόμενο δεν αποδίδεται, κατά την εκτίμησή τους, από τη σύνοψη των πραγματικών περιστατικών και των συλλεγέντων αποδεικτικών στοιχείων που περιλαμβάνεται στο το μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF.

165    Από τα προεκτεθέντα ωστόσο προκύπτει ότι οι δικηγόροι του προσφεύγοντος‑ενάγοντος δεν εντόπισαν στο εμπιστευτικό κείμενο των παραρτημάτων της έκθεσης της OLAF κανένα στοιχείο του οποίου το ουσιαστικό περιεχόμενο δεν περιλαμβανόταν ήδη στο μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF. Ένα τέτοιο εγχείρημα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς να κοινοποιηθεί στον προσφεύγοντα-ενάγοντα το εμπιστευτικό κείμενο των παραρτημάτων της έκθεσης της OLAF. Επομένως, εφόσον δεν εντοπίστηκαν τέτοιου είδους στοιχεία, δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, απαραίτητο να εξεταστούν οι συμπληρωματικές παρατηρήσεις που θα μπορούσαν να ασκήσουν επιρροή στην έκβαση της διοικητικής διαδικασίας και τις οποίες ο προσφεύγων-ενάγων θα μπορούσε να διατυπώσει ο ίδιος στο στάδιο της διαδικασίας αυτής, αν είχε λάβει γνώση των εν λόγω εγγράφων.

166    Κατόπιν όλων των ανωτέρω, συνάγεται συνεπώς το συμπέρασμα ότι, παρά τη μη κοινοποίηση των παραρτημάτων της έκθεσης της OLAF, η ΕΟΚΕ γνωστοποίησε στον προσφεύγοντα-ενάγοντα το ουσιαστικό περιεχόμενο των μαρτυριών που είχαν συλλεγεί, και τούτο υπό τη μορφή σύνοψης, κατά την έννοια της σκέψης 66 της απόφασης της 25ης Ιουνίου 2020, HF κατά Κοινοβουλίου (C‑570/18 P, EU:C:2020:490).

–       Επί του ζητήματος κατά πόσον ο προσφεύγων-ενάγων είχε στη διάθεσή του επαρκή προθεσμία για να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί του μη εμπιστευτικού κειμένου της έκθεσης της OLAF

167    Συναφώς, μολονότι είναι αληθές ότι ο προσφεύγων-ενάγων έλαβε το μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF το πρώτον στις 4 Μαρτίου 2020 και ώρα 12:40, δηλαδή δύο μόλις ημέρες πριν από την ακρόασή του ενώπιον της συμβουλευτικής επιτροπής, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 6 Μαρτίου 2020 και ώρα 15:00, πρέπει εντούτοις να επισημανθεί, πρώτον, ότι, κατά την ημερομηνία αυτή, ο προσφεύγων-ενάγων είχε ήδη λάβει σχετικά ακριβή γνώση των πράξεων που του προσάπτονταν.

168    Ειδικότερα, αφού απάντησε στις ερωτήσεις της OLAF στο πλαίσιο ακρόασης κατά την οποία αποκαλύφθηκε η ταυτότητα ορισμένων προσώπων που υποστήριζαν ότι είχαν υπάρξει θύματα της συμπεριφοράς του, ο προσφεύγων‑ενάγων έλαβε, στις 4 Δεκεμβρίου 2019, ένα σημείωμα σχετικό με τα πραγματικά περιστατικά το οποίο παρέθετε, υπό τη μορφή σύνοψης, τις ενέργειες που του προσάπτονταν όσον αφορά τη συμπεριφορά που είχε επιδείξει, στην περίπτωση συγκεκριμένων περιστατικών, έναντι των Α, Β και C και γενικότερα έναντι των μελών του προσωπικού της γραμματείας της Ομάδας Ι. Δόθηκε επίσης στον προσφεύγοντα-ενάγοντα η δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του επί του σημειώματος αυτού εντός προθεσμίας δέκα εργάσιμων ημερών.

169    Το γεγονός, το οποίο επικαλέστηκε ο προσφεύγων-ενάγων κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι το εν λόγω σημείωμα δεν περιείχε κανέναν ισχυρισμό σχετικά με τη συμπεριφορά του έναντι της D, πρώην μέλους της ΕΟΚΕ, στερείται εν προκειμένω σημασίας. Ειδικότερα, με επιστολή της 18ης Οκτωβρίου 2019, ο προσφεύγων-ενάγων ενημερώθηκε ότι η εις βάρος του έρευνα αφορούσε ισχυρισμούς σχετικά με τη συμπεριφορά του, μεταξύ άλλων, έναντι μελών της ΕΟΚΕ, στο δε πλαίσιο της ακρόασής του ενώπιον της OLAF του ζητήθηκε να εκφράσει την άποψή του για τους ισχυρισμούς σχετικά με τη συμπεριφορά του έναντι της D. Επιπλέον, από τα ανωτέρω προκύπτει ότι σκοπός του επίμαχου μέτρου είναι η προστασία των μελών του προσωπικού της γραμματείας της Ομάδας Ι και η διασφάλιση της εύρυθμης λειτουργίας της υπηρεσίας αυτής. Συνεπώς, το γεγονός ότι ο προσφεύγων-ενάγων δεν μπόρεσε να προβάλει, πριν από τη σύνταξη της έκθεσης της OLAF, τις παρατηρήσεις του επί της συμπεριφοράς που του προσάπτεται ότι επέδειξε έναντι προσώπου το οποίο αποτελεί πρώην μέλος της ΕΟΚΕ και συνεπώς δεν ανήκει πλέον στο προσωπικό της γραμματείας της Ομάδας Ι, ακόμη και αν γινόταν δεκτό ότι έχει αποδειχθεί, δεν δύναται να καταδείξει ότι το επίμαχο μέτρο ελήφθη κατά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας του προσφεύγοντος-ενάγοντος. Τέλος, και εν πάση περιπτώσει, πρέπει να γίνει δεκτό, για τους λόγους που εκτίθενται κατωτέρω, ότι ο προσφεύγων-ενάγων είχε στη διάθεσή του, πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, επαρκή προθεσμία για να προβάλει τυχόν παρατηρήσεις επί του συνόλου των προσαπτόμενων σε αυτόν με την έκθεση της OLAF συμπεριφορών.

170    Ειδικότερα, πρέπει να επισημανθεί, δεύτερον, ότι η συμβουλευτική επιτροπή διαβίβασε τις συστάσεις της στον Πρόεδρο της ΕΟΚΕ το πρώτον στις 28 Απριλίου 2020, ενώ η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε το πρώτον στις 9 Ιουνίου 2020, ήτοι τρεις και πλέον μήνες μετά τη διαβίβαση στον προσφεύγοντα-ενάγοντα του μη εμπιστευτικού κειμένου της έκθεσης της OLAF.

171    Συναφώς, μολονότι από τα στοιχεία της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι η συμβουλευτική επιτροπή κάλεσε ρητώς τον προσφεύγοντα-ενάγοντα να υποβάλει εγγράφως παρατηρήσεις προς συμπλήρωση όσων είχε δηλώσει κατά την πρώτη ακρόαση της 6ης Μαρτίου 2020, κατόπιν της ακύρωσης της δεύτερης ακρόασης που είχε προγραμματιστεί για τις 17 Μαρτίου 2020, εντούτοις τίποτα δεν εμπόδιζε τον προσφεύγοντα-ενάγοντα να διαβιβάσει στην εν λόγω επιτροπή, εγγράφως, οποιοδήποτε στοιχείο έκρινε ότι εξυπηρετούσε την υπεράσπισή του.

172    Τρίτον, στις 12 Μαΐου 2020, ο Πρόεδρος της ΕΟΚΕ κάλεσε τον προσφεύγοντα‑ενάγοντα να διατυπώσει τυχόν παρατηρήσεις επί των συστάσεων της συμβουλευτικής επιτροπής. Ο προσφεύγων-ενάγων υπέβαλε τις γραπτές παρατηρήσεις του επί των συστάσεων αυτών στις 2 Ιουνίου 2020.

173    Στις γραπτές του παρατηρήσεις της 2ας Ιουνίου 2020 επί των εν λόγω συστάσεων, και μολονότι είχε παρέλθει διάστημα τριών σχεδόν μηνών από την κοινοποίηση, στις 4 Μαρτίου 2020, του μη εμπιστευτικού κειμένου της έκθεσης της OLAF, ο προσφεύγων-ενάγων δεν προέβαλε κανένα επιχείρημα σχετικά με το περιεχόμενο της έκθεσης αυτής ούτε, ειδικότερα, σχετικά με τις προβαλλόμενες πράξεις που του προσάπτονταν.

174    Συνεπώς, στο διάστημα μεταξύ 4ης Μαρτίου 2020, ημερομηνίας κατά την οποία ο προσφεύγων-ενάγων έλαβε το μη εμπιστευτικό κείμενο της έκθεσης της OLAF, και 9ης Ιουνίου 2020, ημερομηνίας έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ο προσφεύγων-ενάγων εξέθεσε δύο φορές τις απόψεις του σχετικά με το περιεχόμενο της εν λόγω έκθεσης, είχε δε στη διάθεσή του, κατά το ίδιο διάστημα, επαρκή προθεσμία για να λάβει λυσιτελώς γνώση της ανωτέρω έκθεσης, να προβάλει τις παρατηρήσεις του επ’ αυτής και να προετοιμάσει την άμυνά του.

175    Τέλος, η αιτίαση περί φερόμενης παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας δεν στηρίζεται σε κανένα επιχείρημα καθώς ο προσφεύγων-ενάγων απλώς αμφισβητεί, γενικά και αόριστα, τον «κατάλληλο και αναγκαίο» χαρακτήρα «του περιεχομένου της προσβαλλόμενης απόφασης», χωρίς να αναπτύσσει επιχειρήματα που θα παρείχαν στο Γενικό Δικαστήριο τη δυνατότητα να εκτιμήσει το βάσιμο του ισχυρισμού αυτού. Η αιτίαση αυτή πρέπει, συνεπώς, να απορριφθεί.

176    Κατόπιν όλων των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το επίμαχο μέτρο δεν ελήφθη κατά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας του προσφεύγοντος-ενάγοντος.

177    Συνεπώς, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας και της αρχής της αμεροληψίας

178    Ο προσφεύγων-ενάγων προσάπτει στην ΕΟΚΕ ότι με την προσβαλλόμενη απόφαση διαπίστωσε παράβαση εκ μέρους του των διατάξεων του Χάρτη, του Εσωτερικού Κανονισμού της ΕΟΚΕ και του κώδικα δεοντολογίας του 2019.

179    Κατά τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, την οποία κατοχυρώνει μεταξύ άλλων το άρθρο 48 του Χάρτη, απαιτεί τα μέλη του Προεδρείου της ΕΟΚΕ να μην είναι προκατειλημμένα ότι ο προσφεύγων-ενάγων έχει διαπράξει τις πράξεις που του προσάπτει η OLAF. Η ΕΟΚΕ, ωστόσο, καθόσον δεν διενήργησε δική της έρευνα μετά την ολοκλήρωση της έρευνας της OLAF, δεν εξέτασε τις περιστάσεις των προβαλλόμενων παραβάσεων ούτε συνήγαγε ίδια συμπεράσματα όσον αφορά τη συμπεριφορά του προσφεύγοντος‑ενάγοντος.

180    Και η συμβουλευτική επιτροπή επίσης παραβίασε την εν λόγω αρχή. Ειδικότερα, το γνωμοδοτικό αυτό όργανο υπερέβη τα όρια της γνωμοδοτικής του αρμοδιότητας δηλώνοντας, στο κείμενο των συστάσεων που απηύθυνε στον Πρόεδρο της ΕΟΚΕ, ότι ο προσφεύγων-ενάγων διέπραξε πράξεις παρενόχλησης, χωρίς να ακούσει τις απόψεις του τελευταίου.

181    Επιπλέον, υπήρξε παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας καθόσον τα δύο μέλη που εκπροσωπούσαν την Ομάδα Ι στη συμβουλευτική επιτροπή δεν είχαν συμμετάσχει στις συζητήσεις που αφορούσαν τον προσφεύγοντα-ενάγοντα. Καθόσον τα μέλη αυτά δεν αντικαταστάθηκαν, η συμβουλευτική επιτροπή στερούνταν αμεροληψίας, γεγονός που επηρέασε το περιεχόμενο των συστάσεων που διατυπώθηκαν όπως και της προσβαλλόμενης απόφασης, στο μέτρο που το Προεδρείο της ΕΟΚΕ απλώς επικύρωσε τις συστάσεις αυτές.

182    Τέλος, ο Πρόεδρος της ΕΟΚΕ παρέβη αντικειμενικά το καθήκον του αμεροληψίας καθόσον έδωσε εντολή στις υπηρεσίες της ΕΟΚΕ να μη διενεργήσουν έρευνα για τα ίδια πραγματικά περιστατικά, γεγονός που ισοδυναμεί με επιβεβαίωση της ενοχής του προσφεύγοντος-ενάγοντος.

183    Η ΕΟΚΕ αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

–       Επί της πρώτης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας

184    Υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας, την οποία κατοχυρώνει το άρθρο 6, παράγραφος 2, της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950, καθώς και το άρθρο 48, παράγραφος 1, του Χάρτη, αποτελεί θεμελιώδες δικαίωμα το οποίο απονέμει στους ιδιώτες δικαιώματα την τήρηση των οποίων πρέπει να διασφαλίζει ο δικαστής της Ένωσης (απόφαση της 4ης Οκτωβρίου 2006, Tillack κατά Επιτροπής, T‑193/04, EU:T:2006:292, σκέψη 121). Κατά τις διατάξεις αυτές, ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας επιτάσσει ότι όποιος κατηγορείται για τέλεση αδικήματος τεκμαίρεται αθώος μέχρι αποδείξεως της ενοχής του σύμφωνα με τον νόμο [απόφαση της 3ης Ιουλίου 2019, PT κατά ΕΤΕπ, T‑573/16, EU:T:2019:481, σκέψη 360 (μη δημοσιευθείσα)].

185    Ωστόσο, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι το επίμαχο μέτρο δεν έχει ως σκοπό να καταλογίσει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα παραβίαση των διατάξεων του κώδικα δεοντολογίας και δεν συνιστά κύρωση. Επιπλέον, η λήψη του μέτρου αυτού δεν επηρεάζει τυχόν ενοχή του προσφεύγοντος-ενάγοντος υπό το πρίσμα των εθνικών διατάξεων. Συνεπώς, η πρώτη αιτίαση του δεύτερου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής (πρβλ. απόφαση της 14ης Απριλίου 2021, RQ κατά Επιτροπής, T‑29/17 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:188, σκέψη 114 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

186    Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι το επίμαχο μέτρο ελήφθη κατόπιν της ολοκλήρωσης δύο διακριτών διαδικασιών, δηλαδή της έρευνας της OLAF η οποία αφορούσε τη διαπίστωση των πραγματικών περιστατικών και της εκτίμησης εν συνεχεία από την ΕΟΚΕ των μέτρων που έπρεπε ενδεχομένως να ληφθούν δεδομένων των πραγματικών περιστατικών που είχαν διαπιστωθεί στο πλαίσιο της έρευνας. Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της τελευταίας διαδικασίας αυτής που διεξήχθη εντός της ΕΟΚΕ, ο προσφεύγων-ενάγων έλαβε γνώση των αποτελεσμάτων της έρευνας προτού εκδοθεί από το Προεδρείο η προσβαλλόμενη απόφαση ενώ τα δικαιώματα άμυνάς του έγιναν σεβαστά.

187    Αντιθέτως προς όσα ισχυρίζεται ο προσφεύγων-ενάγων, το δικαίωμά του στο τεκμήριο αθωότητας ουδόλως συνεπάγεται ότι η ΕΟΚΕ όφειλε να διενεργήσει νέα έρευνα μετά την παραλαβή της τελικής έκθεσης. Αντιθέτως, η ΕΟΚΕ, μολονότι όφειλε, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 4, του κανονισμού 883/2013, να δώσει στην τελική έκθεση τη συνέχεια που απαιτούσαν τα αποτελέσματα αυτής, μπορούσε εντούτοις να καθορίσει ελεύθερα το περιεχόμενο των μέτρων που έπρεπε να ληφθούν σε συνέχεια των συστάσεων της OLAF (πρβλ. διάταξη της 25ης Οκτωβρίου 2018, UI κατά Επιτροπής, T‑370/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:770, σκέψη 13· πρβλ. επίσης, κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 6ης Απριλίου 2006, Camós Grau κατά Επιτροπής, T‑309/03, EU:T:2006:110, σκέψη 51).

188    Επιπλέον, ο προσφεύγων-ενάγων δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο που να αποδεικνύει ότι η ΕΟΚΕ είχε αποφασίσει, από την έναρξη ήδη της διαδικασίας, να εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση ανεξάρτητα από τις εξηγήσεις που αυτός παρέσχε (πρβλ. απόφαση της 9ης Ιουλίου 2002, Ζαββός κατά Επιτροπής, T‑21/01, EU:T:2002:177, σκέψη 341). Εξάλλου, το Προεδρείο της ΕΟΚΕ, μετά την ενώπιόν του ακρόαση του προσφεύγοντος‑ενάγοντος, διαφοροποιήθηκε από τη γνωμοδότηση της συμβουλευτικής επιτροπής, η οποία περιείχε σύσταση επιβολής βαρύτερων κυρώσεων από τις απαριθμούμενες στο άρθρο 8, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του κώδικα δεοντολογίας του 2019, καθώς δεν επέβαλε καμία κύρωση στον προσφεύγοντα-ενάγοντα.

189    Συνεπώς, η αιτίαση με την οποία προβάλλεται παραβίαση της αρχής του τεκμηρίου αθωότητας πρέπει εν πάση περιπτώσει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

–       Επί της δεύτερης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται παραβίαση της αρχής της αμεροληψίας

190    Μολονότι η αρχή του τεκμηρίου αθωότητας δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω, η ΕΟΚΕ όφειλε εντούτοις να σεβαστεί κατά τη διοικητική διαδικασία τα θεμελιώδη δικαιώματα της Ένωσης, στα οποία περιλαμβάνεται και το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Ziegler κατά Επιτροπής, C‑439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψη 154).

191    Ειδικότερα, κατά το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη, κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα, μεταξύ άλλων, στην αμερόληπτη εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά όργανα της Ένωσης. Η επιταγή αυτή της αμεροληψίας καλύπτει, αφενός, την υποκειμενική αμεροληψία, κατά την οποία κανένας υπάλληλος της οικείας αρχής ο οποίος επιλαμβάνεται της υποθέσεως δεν πρέπει να εκδηλώνει μεροληψία ή προσωπικές προκαταλήψεις, και, αφετέρου, την αντικειμενική αμεροληψία, κατά την οποία το θεσμικό όργανο πρέπει να παρέχει επαρκή εχέγγυα για τον αποκλεισμό κάθε εύλογης αμφιβολίας συναφώς (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Ziegler κατά Επιτροπής, C‑439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψη 155 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

192    Εν προκειμένω, όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη αντικειμενικής αμεροληψίας, ο προσφεύγων-ενάγων αρκείται στον ισχυρισμό ότι ο Πρόεδρος της ΕΟΚΕ έπρεπε να έχει ζητήσει τη διενέργεια νέας έρευνας προτού βεβαιώσει την ενοχή του.

193    Ωστόσο, μια τέτοια επιχειρηματολογία δεν μπορεί παρά να απορριφθεί, δεδομένου ότι η ΕΟΚΕ ουδόλως όφειλε να διενεργήσει νέα έρευνα πριν εκδώσει την προσβαλλόμενη απόφαση.

194    Ειδικότερα, από το δικαίωμα χρηστής διοικήσεως δεν προκύπτει υποχρέωση για την ΕΟΚΕ να διενεργήσει μια τέτοια έρευνα η οποία θα είχε το ίδιο αντικείμενο με την έρευνα που είχε διενεργήσει προηγουμένως η OLAF. Η ΕΟΚΕ όφειλε απλώς να εξετάσει με επιμέλεια τα αποτελέσματα της έρευνας της OLAF, τα οποία εκτίθενται στην έκθεση που συνέταξε η υπηρεσία αυτή, και να παράσχει στον προσφεύγοντα-ενάγοντα τη δυνατότητα να αμυνθεί έναντι του περιεχομένου της εν λόγω έκθεσης και των ενδεχόμενων συνεπειών που το περιεχόμενο αυτό μπορούσε να έχει για τον ίδιο, κάτι το οποίο η ΕΟΚΕ πράγματι έπραξε.

195    Επιπλέον, οι δηλώσεις του Προέδρου της ΕΟΚΕ που επικαλείται ο προσφεύγων‑ενάγων δεν υποδηλώνουν κανένα έλλειμμα αμεροληψίας, υποκειμενικής ή αντικειμενικής, στο μέτρο που ο Πρόεδρος της ΕΟΚΕ απλώς ανέφερε ότι, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 4, του κανονισμού 883/2013, η ΕΟΚΕ ήταν υποχρεωμένη να δώσει συνέχεια στις συστάσεις της OLAF και να ενημερώσει σχετικά την υπηρεσία αυτή.

196    Όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη υποκειμενικής αμεροληψίας, ο προσφεύγων-ενάγων αρκείται στον ισχυρισμό ότι η συμβουλευτική επιτροπή δεν επέδειξε αμεροληψία καθόσον διατύπωσε συστάσεις εν τη απουσία των δύο μελών της Ομάδας Ι, δηλαδή των Ε και F. Ο προσφεύγων-ενάγων δεν εξηγεί ωστόσο γιατί το γεγονός αυτό είναι ενδεικτικό μεροληψίας ή προσωπικής προκατάληψης κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται ανωτέρω στη σκέψη 191.

197    Σε κάθε περίπτωση, αρκεί να διαπιστωθεί ότι σκοπός της εξαίρεσης του Ε ήταν ακριβώς η διαφύλαξη της αμεροληψίας της συμβουλευτικής επιτροπής, δεδομένου ότι η εξαίρεση αυτή αποφασίστηκε λόγω της ύπαρξης, στο εν λόγω πρόσωπο, σύγκρουσης συμφερόντων. Επιπλέον, όσον αφορά την F, για την απουσία της δεν ευθύνεται η συμβουλευτική επιτροπή, δεδομένου ότι αποφάσισε με δική της πρωτοβουλία να μη συμμετέχει στις συζητήσεις της συμβουλευτικής επιτροπής που αφορούσαν την περίπτωση του προσφεύγοντος-ενάγοντος. Εν πάση περιπτώσει, ο προσφεύγων-ενάγων δεν εξηγεί για ποιον λόγο η απουσία των δύο αυτών μελών μπορούσε να δημιουργήσει εύλογη αμφιβολία ως προς την αμεροληψία της συμβουλευτικής επιτροπής, δεδομένου μάλιστα ότι, κατά τις διατάξεις του κώδικα δεοντολογίας του 2019, η δυνατότητα της συμβουλευτικής επιτροπής να διατυπώνει συστάσεις δεν εξαρτάται από καμία προϋπόθεση απαρτίας.

198    Η δεύτερη αιτίαση που προβάλλει ο προσφεύγων-ενάγων, περί παραβίασης της αρχής της αμεροληψίας, πρέπει συνεπώς να απορριφθεί ως αβάσιμη και, ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 10, παράγραφος 2, του κανονισμού 883/2013, παραβίαση του απορρήτου των πειθαρχικών διαδικασιών και των δικαστικών πληροφοριών καθώς και παράβαση του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 2018/1725

199    Ο προσφεύγων-ενάγων υποστηρίζει ότι τα μέλη του προσωπικού της OLAF παρέβησαν το άρθρο 10, παράγραφος 2, του κανονισμού 883/2013 καθόσον δήλωσαν, ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού του Κοινοβουλίου, ότι ο προσφεύγων-ενάγων ήταν ένοχος για πράξεις παρενόχλησης, με αποτέλεσμα τα μέλη της επιτροπής αυτής να θεωρήσουν την ενοχή του αποδεδειγμένη πριν ακόμη τοποθετηθούν επί του ζητήματος αυτού η συμβουλευτική επιτροπή και το Προεδρείο της ΕΟΚΕ.

200    Επιπλέον, το Κοινοβούλιο παραβίασε επίσης την «αρχή της εμπιστευτικότητας» καθόσον δημοσιοποίησε πληροφορίες που άφηναν να εννοηθεί ότι ο προσφεύγων-ενάγων ήταν ένοχος για τις προβαλλόμενες πράξεις. Ως εκ τούτου συντρέχει παραβίαση του απορρήτου της πειθαρχικής διαδικασίας και των δικαστικών πληροφοριών, η οποία μάλιστα καθίσταται ακόμη πιο σοβαρή από το γεγονός ότι, κατά το ίδιο διάστημα, η OLAF είχε αναγνωρίσει ότι η συμπεριφορά του προσφεύγοντος-ενάγοντος δεν είχε καμία δημοσιονομική επίπτωση στον προϋπολογισμό της Ένωσης.

201    Τέλος, ο Πρόεδρος της ΕΟΚΕ παραβίασε επίσης την «αρχή της εμπιστευτικότητας» καθόσον γνωστοποίησε το περιεχόμενο της τελικής έκθεσης κατά τη συνεδρίαση του Προεδρείου της ΕΟΚΕ που πραγματοποιήθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2020. Επιπλέον, κατά τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, η ΕΟΚΕ όφειλε να ζητήσει από το Κοινοβούλιο να απαλείψει τα προσωπικά δεδομένα του προσφεύγοντος-ενάγοντος από τις διάφορες ανακοινώσεις σχετικά με τον προϋπολογισμό του ή σχετικά με τις πράξεις που προσάπτονταν στον προσφεύγοντα-ενάγοντα.

202    Η ΕΟΚΕ αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

203    Υπενθυμίζεται ότι ο δικαστής της Ένωσης μπορεί να απορρίψει ένα λόγο ακυρώσεως ή μια αιτίαση ως αλυσιτελή όταν διαπιστώνει ότι δεν μπορεί, σε περίπτωση που είναι βάσιμος ή βάσιμη, να επιφέρει την επιδιωκόμενη ακύρωση (βλ. απόφαση της 19ης Νοεμβρίου 2009, Μιχαήλ κατά Επιτροπής, T‑50/08 P, EU:T:2009:457, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

204    Συναφώς, αρκεί να διαπιστωθεί, όπως επισημαίνει και η ΕΟΚΕ, ότι τα επιχειρήματα που αφορούν τις ενέργειες του Κοινοβουλίου και τις δηλώσεις της OLAF ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού του Κοινοβουλίου, δηλαδή τις ενέργειες και τις δηλώσεις μη διαδίκων στην παρούσα δίκη, δεν είναι κρίσιμα όσον αφορά τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης, δεδομένου ότι αφορούν ενέργειες και δηλώσεις που δεν καταλογίζονται στην ΕΟΚΕ, δηλαδή στο όργανο που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

205    Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελή τα επιχειρήματα με τα οποία προβάλλεται παράβαση, εκ μέρους της OLAF και του Κοινοβουλίου, του άρθρου 10, παράγραφος 2, του κανονισμού 883/2013 και του άρθρου 4, παράγραφος 1, του κανονισμού 2018/1725.

206    Το δε επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο ο Πρόεδρος της ΕΟΚΕ αποκάλυψε στα μέλη του Προεδρείου, κατά τη συνεδρίαση της 21ης Ιανουαρίου 2020, το περιεχόμενο της έκθεσης της OLAF και το οποίο προβλήθηκε για πρώτη φορά με το υπόμνημα απαντήσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο, ανεξάρτητα από το αν προβάλλεται παραδεκτώς υπό το πρίσμα του άρθρου 84, παράγραφος 1, του Κώδικα Διαδικασίας.

207    Ειδικότερα, ο προσφεύγων-ενάγων, μολονότι ήταν παρών στην εν λόγω συνεδρίαση, δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο ικανό να διαψεύσει τις εξηγήσεις που έδωσε η ΕΟΚΕ, η οποία επισήμανε ότι ο Πρόεδρος απλώς ενημέρωσε τα μέλη του Προεδρείου για την ύπαρξη της έκθεσης της OLAF και των συστάσεων που τη συνόδευαν, με μοναδικό σκοπό να προετοιμάσει την παραπομπή του θέματος στη συμβουλευτική επιτροπή.

208    Από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει επιπλέον ότι τα υπόλοιπα μέλη του Προεδρείου έλαβαν εν τέλει γνώση του περιεχομένου του μη εμπιστευτικού κειμένου της έκθεσης της OLAF το πρώτον στις 3 Ιουνίου 2020, όταν η συμβουλευτική επιτροπή διαβίβασε τις συστάσεις της στον Πρόεδρο της ΕΟΚΕ, και αφού ο προσφεύγων-ενάγων είχε διατυπώσει τις παρατηρήσεις του επί του περιεχομένου της έκθεσης αυτής και επί των εν λόγω συστάσεων.

209    Κατόπιν των ανωτέρω, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως εν μέρει αλυσιτελής και εν μέρει αβάσιμος.

 Επί του αιτήματος αποζημιώσεως

210    Ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί, δυνάμει του άρθρου 340, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ, να υποχρεωθεί η ΕΟΚΕ να του καταβάλει το ποσό των 250 000 ευρώ για την αποκατάσταση της υλικής ζημίας και την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που ισχυρίζεται ότι υπέστη.

211    Η ηθική βλάβη του προσφεύγοντος-ενάγοντος συνίσταται στον αποκλεισμό από το επαγγελματικό του περιβάλλον, εξαιτίας του οποίου υπέφερε. Συναφώς, η παρέμβαση του Διευθυντή της OLAF ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού του Κοινοβουλίου, στις 3 Φεβρουαρίου 2020, προσέβαλε ανεπανόρθωτα την τιμή και την υπόληψη του προσφεύγοντος-ενάγοντος, καθόσον ο Διευθυντής της OLAF ενημέρωσε τα μέλη της εν λόγω επιτροπής για το περιεχόμενο της τελικής έκθεσης χωρίς να ακούσει τις απόψεις του προσφεύγοντος-ενάγοντος και χωρίς να έχει αποδειχθεί ότι οι αιτιάσεις που διατυπώνονταν εναντίον του τελευταίου θα είχαν χρηματοοικονομικό αντίκτυπο για την Ένωση.

212    Εν συνεχεία, την υπόληψη και την τιμή του προσφεύγοντος-ενάγοντος προσέβαλε και η ΕΟΚΕ, καθόσον κίνησε εναντίον του πειθαρχική διαδικασία που δεν διεπόταν από προκαθορισμένο κανονιστικό πλαίσιο και καθόσον μνημόνευσε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, την απόφαση του Κοινοβουλίου της 13ης Μαΐου 2020, σχετικά με την απαλλαγή όσον αφορά την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης για το οικονομικό έτος 2018, καθώς και το ψήφισμα του Κοινοβουλίου της 14ης Μαΐου 2020.

213    Συνακόλουθα, το γεγονός ότι ο προσφεύγων-ενάγων δεν μπόρεσε να εκφράσει την άποψή του επί των πραγματικών περιστατικών που τον αφορούσαν του προκάλεσε αίσθημα αδυναμίας, αγωνίας και αδικίας, το οποίο είχε σοβαρές επιπτώσεις στην κατάσταση της υγείας του και στην ιδιωτική του ζωή, και το οποίο αποτελούσε άμεση απόρροια της συμπεριφοράς της OLAF.

214    Για τους λόγους αυτούς, ο προσφεύγων-ενάγων ζητεί την ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης, την οποία αποτιμά ex æquo et bono, προσωρινώς στο ποσό των 200 000 ευρώ, το οποίο είναι ανάλογο των παραπτωμάτων στα οποία υπέπεσαν η ΕΟΚΕ, το Κοινοβούλιο και η OLAF. Στο υπόμνημα απαντήσεώς του, ο προσφεύγων-ενάγων επισήμανε εντούτοις ότι επαφίεται στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου όσον αφορά την εκτίμηση του οφειλόμενου προς ικανοποίηση της ηθικής του βλάβης ποσού.

215    Η υλική ζημία που υπέστη ο προσφεύγων-ενάγων συνίσταται στα έξοδα στα οποία έχει υποβληθεί από τον Ιανουάριο του 2020 για τις ανάγκες της άμυνάς του και τα οποία αποτιμά στο ποσό των 50 000 ευρώ. Επιπλέον, θα ήταν ανεπίτρεπτο, σε περίπτωση που απορριφθεί η προσφυγή-αγωγή, να καταδικαστεί ο προσφεύγων-ενάγων στα δικηγορικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η ΕΟΚΕ για τις υπηρεσίες ενός εξωτερικού δικηγόρου.

216    Η ΕΟΚΕ αντικρούει την επιχειρηματολογία αυτή.

217    Συναφώς, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η θεμελίωση της εξωσυμβατικής ευθύνης της Ένωσης εξαρτάται από τη συνδρομή ενός συνόλου προϋποθέσεων, συγκεκριμένα δε την ύπαρξη κατάφωρης παράβασης κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες, το υποστατό της ζημίας και την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράβασης της υποχρέωσης που υπέχει το όργανο που εξέδωσε την πράξη και της ζημίας που υπέστησαν οι ζημιωθέντες (βλ. απόφαση της 10ης Σεπτεμβρίου 2019, HTTS κατά Συμβουλίου, C‑123/18 P, EU:C:2019:694, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· πρβλ., επίσης, απόφαση της 19ης Απριλίου 2012, Artegodan κατά Επιτροπής, C‑221/10 P, EU:C:2012:216, σκέψη 80).

218    Επιπλέον, όταν μία από τις τρεις αυτές προϋποθέσεις δεν πληρούται, η αγωγή πρέπει να απορρίπτεται στο σύνολό της, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιπές προϋποθέσεις της εν λόγω ευθύνης (βλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2020, Tilly-Sabco κατά Συμβουλίου και Επιτροπής, T‑707/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:160, σκέψη 114 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

219    Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, κατά τον προσφεύγοντα-ενάγοντα, η ηθική βλάβη και η υλική ζημία που φέρεται ότι υπέστη προκύπτουν ιδίως από την παράνομη συμπεριφορά της OLAF ενώπιον της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού του Κοινοβουλίου.

220    Ωστόσο, με το δικόγραφό του, ο προσφεύγων-ενάγων στρέφεται κατά της ΕΟΚΕ ως μόνης καθής-εναγομένης.

221    Συνεπώς, στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής-αγωγής, το αίτημα του προσφεύγοντος-ενάγοντος να υποχρεωθεί η ΕΟΚΕ σε αποκατάσταση των ζημιών που ισχυρίζεται ότι υπέστη μπορεί να προβληθεί παραδεκτώς μόνον όσον αφορά ζημίες οφειλόμενες σε παράνομη συμπεριφορά του συγκεκριμένου οργάνου. Προκειμένου να επιτύχει την αποκατάσταση ζημίας προκληθείσας από άλλο όργανο, εναπόκειται στον προσφεύγοντα-ενάγοντα να στρέψει το αποζημιωτικό αίτημά του κατά του οργάνου στο οποίο προσάπτεται ο γενεσιουργός λόγος ευθύνης προς αποζημίωση (πρβλ. διάταξη της 2ας Φεβρουαρίου 2015, Gascogne Sack Deutschland και Gascogne κατά Ευρωπαϊκής Ένωσης, T‑577/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2015:80, σκέψη 23 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

222    Όσον αφορά τις ενέργειες της ΕΟΚΕ, υπενθυμίζεται η νομολογία κατά την οποία το αίτημα για αποκατάσταση υλικής ζημίας ή ικανοποίηση ηθικής βλάβης πρέπει να απορρίπτεται όταν συνδέεται στενά με το ακυρωτικό αίτημα το οποίο και αυτό απορρίφθηκε ως απαράδεκτο ή ως αβάσιμο (βλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, ZQ κατά Επιτροπής, T‑647/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:884, σκέψη 202 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

223    Από τα προεκτεθέντα ωστόσο προκύπτει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν ενέχει καμία παρανομία και ότι κατά τη διαδικασία για την έκδοσή της έγιναν σεβαστά τα δικαιώματα άμυνας του προσφεύγοντος-ενάγοντος. Εν πάση περιπτώσει, ο προσφεύγων-ενάγων δεν εξηγεί γιατί το γεγονός και μόνον ότι μνημονεύεται, στην προσβαλλόμενη απόφαση, η απόφαση του Κοινοβουλίου της 13ης Μαΐου 2020, σχετικά με την απαλλαγή όσον αφορά την εκτέλεση του γενικού προϋπολογισμού της Ένωσης για το οικονομικό έτος 2018, καθώς και το ψήφισμα του Κοινοβουλίου της 14ης Μαΐου 2020 συνιστά εκ μέρους της ΕΟΚΕ κατάφωρη παράβαση κανόνα δικαίου ο οποίος αποσκοπεί στην απονομή δικαιωμάτων στους ιδιώτες.

224    Συνεπώς, εφόσον δεν πληρούται εν προκειμένω η πρώτη από τις προϋποθέσεις στοιχειοθέτησης ευθύνης της Ένωσης, το αίτημα αποζημιώσεως πρέπει να απορριφθεί, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν οι λοιπές προϋποθέσεις της εν λόγω ευθύνης.

225    Υπό τις περιστάσεις αυτές, η προσφυγή-αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

226    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι ο προσφεύγων-ενάγων ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων των διαδικασιών ασφαλιστικών μέτρων, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της ΕΟΚΕ.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (όγδοο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή.

2)      Καταδικάζει τον ΚΝ στα δικαστικά έξοδα, περιλαμβανομένων των εξόδων των διαδικασιών ασφαλιστικών μέτρων.

Svenningsen

Mac Eochaidh

Pynnä

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο την 1η Σεπτεμβρίου 2021.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.