Language of document :

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 22ας Ιανουαρίου 2020 (1)

Υπόθεση C-307/18

Generics (UK) Ltd κ.λπ.

κατά

Competition and Markets Authority

[αίτηση του Competition Appeal Tribunal (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ανταγωνισμού, Ηνωμένο Βασίλειο) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Ανταγωνισμός – Συμπράξεις – Δεσπόζουσα θέση – Κατάχρηση – Φαρμακευτικά σκευάσματα – Συμφωνίες για τον φιλικό διακανονισμό ενδίκων διαφορών σχετικών με διπλώματα ευρεσιτεχνίας συναφθείσες μεταξύ εργαστηρίου παραγωγής πρωτότυπων φαρμάκων, κατόχου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, και παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων»






Περιεχόμενα



I.      Εισαγωγή

1.        Μπορεί συμφωνία για τον φιλικό διακανονισμό ένδικης διαφοράς σχετικής με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας στον φαρμακευτικό τομέα να συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου ή ως εκ των αποτελεσμάτων της, η δε σύναψή της, ενδεχομένως σε συνδυασμό με άλλες συμφωνίες, να συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως;

2.        Ωσαύτως δύναται να συνοψισθεί η ουσία των δέκα προδικαστικών ερωτημάτων τα οποία υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο από το Competition Appeal Tribunal (πρωτοβάθμιο δικαστήριο ανταγωνισμού, Ηνωμένο Βασίλειο, στο εξής: CAT) στο πλαίσιο της παρούσας προδικαστικής διαδικασίας. Τα εν λόγω προδικαστικά ερωτήματα ανέκυψαν κατά την εκδίκαση διαφοράς ενώπιον του CAT, μεταξύ, αφενός, της Generics (UK) Ltd (στο εξής: GUK) και άλλων παρασκευαστών φαρμακευτικών σκευασμάτων (2) και, αφετέρου, της Competition and Markets Authority (Αρχής ανταγωνισμού και αγορών, Ηνωμένο Βασίλειο, στο εξής: CMA), σχετικά με τρεις συμφωνίες που συνήψε η GlaxoSmithKline Plc (στο εξής: GSK) με τους παρασκευαστές γενόσημων IVAX Pharmaceuticals UK (στο εξής: IVAX), GUK και Alpharma.

3.        Οι επίμαχες συμφωνίες συνήφθησαν ως συμφωνίες για τον φιλικό διακανονισμό διαφορών σχετικών με διπλώματα ευρεσιτεχνίας οι οποίες είχαν ήδη καταλήξει, όσον αφορά την GUK και την Alpharma, στην κίνηση δικαστικών διαδικασιών. Κατά τις συμφωνίες GUK και Alpharma, οι οικείοι παρασκευαστές γενόσημων φαρμακευτικών σκευασμάτων αναλάμβαναν, μεταξύ άλλων, τη δέσμευση να μην εισέλθουν στην αγορά με τα προϊόντα τους καθ’ όλη τη διάρκεια της συμφωνηθείσας χρονικής περιόδου, ενώ η GSK δεσμευόταν να προβεί σε σημαντικές μεταβιβάσεις υπέρ αυτών.

4.        Κατά την CMA, οι συμφωνίες αυτές είχαν ως σκοπό να παρακινήσουν τους εν λόγω παρασκευαστές γενόσημων ώστε να εγκαταλείψουν τις προσπάθειές τους να εισέλθουν κατά τρόπο ανεξάρτητο στην αγορά καθ’ όλη τη διάρκεια της συμφωνηθείσας χρονικής περιόδου και, επομένως, προσομοιάζουν σε συμφωνίες αποκλεισμού από την αγορά, οι οποίες απαγορεύονται βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, ενώ η εκ μέρους της GSK σύναψή τους συνιστούσε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Αντιθέτως, η GSK και οι παρασκευαστές γενόσημων υποστηρίζουν ότι οι επίμαχες συμφωνίες δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι στοιχειοθετούν παραβάσεις του δικαίου ανταγωνισμού της Ένωσης.

5.        Η υπό κρίση υπόθεση εντάσσεται, επομένως, στο πλαίσιο των υποθέσεων Lundbeck (3) και Servier (4), οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου, στις οποίες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι συμφωνίες φιλικού διακανονισμού ένδικων διαφορών σχετικών με διπλώματα ευρεσιτεχνίας συνιστούσαν παραβάσεις του άρθρου 101 και, όσον αφορά την Servier, του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Επομένως, οι διαπιστώσεις του Δικαστηρίου στην παρούσα διαδικασία θα αποτελέσουν επίσης κατευθυντήριες γραμμές για τις ανωτέρω υποθέσεις.

II.    Το νομικό πλαίσιο

6.        Το άρθρο 2 του κεφαλαίου 1 του UK Competition Act 1998 (νόμου του 1998 περί ανταγωνισμού του Ηνωμένου Βασιλείου) προβλέπει τα εξής:

«Συμφωνίες […] [οι οποίες έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα] την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού

(1)      […], όλες οι συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, όλες οι αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και κάθε εναρμονισμένη πρακτική οι οποίες:

(a)      μπορούν να επηρεάσουν το εμπόριο στο Ηνωμένο Βασίλειο και

(b)      έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού στο Ηνωμένο Βασίλειο

απαγορεύονται εκτός εάν προβλέπεται άλλως από τις διατάξεις του παρόντος μέρους.

(2)      Το υποτμήμα 1 εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, σε κάθε συμφωνία, απόφαση και πρακτική η οποία συνίσταται:

[…]

(b)      στον περιορισμό ή στον έλεγχο της παραγωγής, της διαθέσεως, της τεχνολογικής αναπτύξεως ή των επενδύσεων·

(c)      στην κατανομή των αγορών ή των πηγών εφοδιασμού·

[…]».

7.        Το άρθρο 18 του κεφαλαίου 2 του νόμου του 1998 περί ανταγωνισμού του Ηνωμένου Βασιλείου ορίζει τα εξής:

«Καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως

(1)      […], απαγορεύεται, κατά το μέτρο που δύναται να επηρεάσει το εμπόριο στο Ηνωμένο Βασίλειο, η καταχρηστική εκμετάλλευση από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις δεσπόζουσας θέσεως στην αγορά.

(2)      Οι πρακτικές αυτές μπορούν ιδίως να συνιστούν κατάχρηση εάν συνίστανται:

[…]

(b)      στον περιορισμό της παραγωγής, της διαθέσεως ή της τεχνολογικής αναπτύξεως επί ζημία των καταναλωτών·

[…]».

8.        Το άρθρο 60 του νόμου του 1998 περί ανταγωνισμού του Ηνωμένου Βασιλείου ορίζει τα εξής:

«Εφαρμοστέες αρχές κατά την εξέταση των υποθέσεων

(1)      Σκοπός του άρθρου αυτού είναι να διασφαλίσει, στο μέτρο του δυνατού, (λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων διαφορών μεταξύ των οικείων διατάξεων), ότι τα ζητήματα που εμπίπτουν στο παρόν μέρος και αφορούν τον ανταγωνισμό στο Ηνωμένο Βασίλειο αντιμετωπίζονται κατά τρόπο σύμφωνο με τα αντίστοιχα ζητήματα που άπτονται του δικαίου της Ένωσης και αφορούν τον ανταγωνισμό εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(2)      Οσάκις δικαστήριο εξετάζει ζήτημα σχετικό με το παρόν μέρος, πρέπει να ενεργεί (στο μέτρο που αυτό συμβιβάζεται με τις διατάξεις του παρόντος μέρους και ανεξάρτητα από το αν το δικαστήριο οφείλει εξ άλλου λόγου να ενεργήσει κατ’ αυτόν τον τρόπο), κατά τρόπο που να διασφαλίζει ότι δεν υφίσταται ασυμφωνία μεταξύ:

(a)      των αρχών που εφαρμόζει και της αποφάσεως που εκδίδει το δικαστήριο αποφαινόμενο επί του ζητήματος αυτού· και

(b)      των αρχών που κατοχυρώνονται στη Συνθήκη και διατυπώνονται από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και κάθε σχετικής αποφάσεως του Δικαστηρίου, οι οποίες έχουν εφαρμογή κατά τον κρίσιμο χρόνο όταν λαμβάνεται απόφαση επί οποιουδήποτε σχετικού ζητήματος που εμπίπτει στο δίκαιο της Ένωσης.

(3)      Το δικαστήριο πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τις σχετικές αποφάσεις ή δηλώσεις της Επιτροπής.»

III. Ιστορικό της διαφοράς

9.        Η παροξετίνη είναι αντικαταθλιπτικό φάρμακο, χορηγούμενο μόνο με ιατρική συνταγή, το οποίο συγκαταλέγεται στην ομάδα των εκλεκτικών αναστολέων επαναπρόσληψης σεροτονίνης (στο εξής: SSRI). Η παροξετίνη διετίθετο στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου από το εργαστήριο παρασκευής πρωτότυπων φαρμάκων GSK υπό την εμπορική ονομασία «Seroxat». Κατά την κρίσιμη περίοδο, η GSK παρήγε το Seroxat σε δοσολογικά σχήματα των 20 mg και των 30 mg, αλλά το δοσολογικό σχήμα των 20 mg ήταν το πλέον σημαντικό και εκείνο που συνταγογραφούνταν συχνότερα.

10.      Η προστασία του διπλώματος ευρεσιτεχνίας για το μόριο της υδροχλωρικής παροξετίνης, της δραστικής φαρμακευτικής ουσίας (στο εξής: ΔΦΟ) του εν λόγω πρωτότυπου φαρμακευτικού σκευάσματος, έληξε τον Ιανουάριο του 1999. Επιπλέον, τον Δεκέμβριο του 2000 έληξε το δικαίωμα της GSK στην αποκλειστικότητα των δεδομένων σχετικά με τη συγκεκριμένη ΔΦΟ, οπότε οι παρασκευαστές γενόσημων είχαν τη δυνατότητα να ζητήσουν άδεια κυκλοφορίας στην αγορά (στο εξής: ΑΚΑ) κατ’ εφαρμογήν συντομευμένης διαδικασίας (5).

11.      Κατά τον χρόνο εκείνο, η GSK είχε αποκτήσει μια σειρά «δευτερογενών» διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, μεταξύ των οποίων το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας GB 2 297 550, το οποίο κάλυπτε τέσσερα πολύμορφα άνυδρης υδροχλωρικής παροξετίνης και τη μέθοδο παρασκευής τους (στο εξής: δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την άνυδρη). Στη συνέχεια, το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, το οποίο είχε χορηγηθεί το 1997, κηρύχθηκε εν μέρει άκυρο από το High Court of Justice (England & Wales), Chancery Division (patents court) [Ανώτερο Δικαστήριο (Αγγλία και Ουαλία), τμήμα εμπορικών και λοιπών ιδιωτικών διαφορών (ευρεσιτεχνία και συναφή δικαιώματα), Ηνωμένο Βασίλειο, στο εξής: δικαστήριο διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας], κατά το μέρος δε που διατήρησε το κύρος του έληξε το 2013.

12.      Από τα μέσα του 2000 η GSK είχε πληροφορηθεί ότι πολλοί παρασκευαστές γενόσημων σκόπευαν να εισέλθουν στη βρετανική αγορά με γενόσημη παροξετίνη. Ειδικότερα, η IVAX είχε υποβάλει αίτηση για χορήγηση ΑΚΑ στην Ιρλανδία προμηθευόμενη από την BASF AG τη ΔΦΟ της παροξετίνης βάσει της οποίας υποβλήθηκε η εν λόγω αίτηση, η GUK είχε λάβει ΑΚΑ για παροξετίνη στη Δανία τον Απρίλιο του 2001 και η Alpharma είχε υποβάλει αίτηση χορηγήσεως ΑΚΑ στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 30 Μαΐου 2001.

13.      Στο πλαίσιο αυτό, η GSK συνήψε τρεις συμφωνίες με τα ανωτέρω εργαστήρια.

1.      Οι συμφωνίες που συνήψε η GSK

1.      Η συμφωνία IVAX

14.      Η πρώτη συμφωνία, η οποία συνήφθη μεταξύ GSK και IVAX στις 3 Οκτωβρίου 2001 και έληξε στις 29 Ιουνίου 2004 (στο εξής: συμφωνία IVAX), όριζε την IVAX ως «αποκλειστικό διανομέα» στο Ηνωμένο Βασίλειο της υδροχλωρικής παροξετίνης των 20 mg σε συσκευασίες 30 δισκίων, κατ’ ανώτατο όριο προμήθειας τις 770 000 συσκευασίες κατ’ έτος, με σκοπό την πώλησή της ως εγκεκριμένου γενόσημου σκευάσματος, έναντι ετήσιας αποζημιώσεως για την εμπορική του προώθηση ύψους 3,2 εκατομμυρίων λιρών στερλινών (GBP). Η τιμή προμήθειας στην οποία έπρεπε να προμηθεύει η GSK το προϊόν στην IVAX, η οποία τροποποιήθηκε μεταγενέστερα, ήταν αρχικώς 8,45 GBP ανά συσκευασία και προβλεπόταν, μεταξύ άλλων, ότι η IVAX είχε το δικαίωμα να καταγγείλει τη συμφωνία χωρίς προειδοποίηση σε περίπτωση που γενόσημο σκεύασμα το οποίο περιείχε υδροχλωρική παροξετίνη ως δραστική ουσία ετίθετο προς πώληση επί τρεις συνεχείς ημέρες σε τιμή κατώτερη ή ίση με 8,45 GBP.

2.      Η συμφωνία GUK

15.      Η δεύτερη συμφωνία συνήφθη μεταξύ GSK και GUK στις 13 Μαρτίου 2002 (στο εξής: συμφωνία GUK). Αν και αρχικώς είχε προβλεφθεί συμβατική διάρκεια τριών ετών, έληξε την 1η Ιουλίου 2004. Της συνάψεώς της είχαν προηγηθεί διάφορα γεγονότα: κατ’ αρχάς, η κίνηση από την BASF, στις 27 Ιουλίου 2001, διαδικασίας κατά της GSK για την κήρυξη εκπτώσεως από τα δικαιώματά της επί του διπλώματος ευρεσιτεχνίας για την άνυδρη· ακολούθως, στις 18 Σεπτεμβρίου 2001, η εκ μέρους της GSK κίνηση διαδικασίας κατά της GUK λόγω προσβολής των δικαιωμάτων της από το ίδιο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, στο πλαίσιο της οποίας η GUK αμφισβήτησε το κύρος του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας· και, τέλος, η έκδοση στις 23 Οκτωβρίου 2001 από το δικαστήριο διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας προσωρινής διαταγής περί απαγορεύσεως εισόδου της GUK στην αγορά, στο πλαίσιο της οποίας η GSK παρέσχε ενώπιον του δικαστή «cross-undertaking in damages»(6).

16.      Στις 4 Δεκεμβρίου 2001 το δικαστήριο διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων BASF και GUK, οι οποίες αφορούσαν αμφότερες το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την άνυδρη, τον Μάρτιο του επόμενου έτους. Στις 13 Μαρτίου 2002, την προηγούμενη της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, οι GSK και GUK συνήψαν την επίμαχη συμφωνία, η οποία προέβλεπε την παύση ισχύος της προσωρινής διαταγής και της δεσμεύσεως περί «cross-undertaking in damages», την παραίτηση από κάθε αξίωση αποζημιώσεως και την αναστολή της δίκης. Επιπλέον, δυνάμει της εν λόγω συμφωνίας, η GSK ανέλαβε να αγοράσει το σύνολο των αποθεμάτων γενόσημης παροξετίνης της GUK που προορίζονταν για πώληση στο Ηνωμένο Βασίλειο έναντι ποσού 12,5 εκατομμυρίων δολαρίων ΗΠΑ (USD), να καταβάλει το 50 % των εξόδων της δίκης της GUK μέχρι του ανωτάτου ποσού των 0,5 εκατομμυρίου GBP, να καταρτίσει συμφωνία υποδιανομής με την IVAX υπέρ της GUK (στο εξής: σύμβαση προμήθειας IVAX-GUK) και να καταβάλει στην GUK ετήσια αποζημίωση για μάρκετινγκ ύψους 1,65 εκατομμυρίων GBP· σε αντάλλαγμα, η GUK και όλες οι εταιρίες του ομίλου Merck δεσμεύονταν ότι θα απέχουν πλέον από την παρασκευή, εισαγωγή και προμήθεια υδροχλωρικής παροξετίνης στο Ηνωμένο Βασίλειο για όσο χρόνο η σύμβαση προμήθειας IVAX-GUK θα εξακολουθούσε να ισχύει.

17.      Η εν λόγω σύμβαση προμήθειας IVAX-GUK, η οποία τέθηκε σε ισχύ στις 14 Μαρτίου 2002 και συνήφθη με τριετή διάρκεια, προέβλεπε ότι η IVAX θα προμήθευε την GUK με 750 000 συσκευασίες παροξετίνης των 20 mg κατ’ έτος στην τιμή των 8,45 GBP και περιλάμβανε ρήτρα εγγυημένου κέρδους, υπό την έννοια ότι, σε περίπτωση που η καθαρή μέση τιμή πωλήσεως από την GUK της εν λόγω παροξετίνης ήταν χαμηλότερη των 12,25 GBP ανά συσκευασία, η IVAX θα της κατέβαλλε το αναγκαίο ποσό ώστε το κέρδος της να μη μειωθεί κάτω του περιθωρίου των 3,80 GBP ανά συσκευασία. Επιπλέον, συμφωνήθηκε ότι η συμφωνία μπορούσε να λήξει πριν από την αρχικώς προβλεφθείσα ημερομηνία σε περίπτωση που η τιμή αγοράς μιας συσκευασίας παροξετίνης ήταν χαμηλότερη των 8,45 GBP επί τρεις τουλάχιστον συνεχείς μήνες κατά τη διάρκεια του τρίτου συμβατικού έτους ή μεταγενέστερα. Παράλληλα με τη σύναψη της συμβάσεως προμήθειας IVAX-GUK, η GSK και η IVAX τροποποίησαν τη συμφωνία IVAX ώστε να προσαρμοστεί αναλόγως.

3.      Η συμφωνία Alpharma

18.      Της τρίτης συμφωνίας, η οποία συνήφθη μεταξύ GSK και Alpharma στις 12 Νοεμβρίου 2002 και έληξε στις 13 Φεβρουαρίου 2004 (στο εξής: συμφωνία Alpharma), με αρχική συμβατική διάρκεια ενός έτους που παρατάθηκε για ένα επιπλέον έτος, είχαν προηγηθεί η χορήγηση στην Alpharma ΑΚΑ για την παροξετίνη στο Ηνωμένο Βασίλειο, η άσκηση αγωγής από την GSK κατά της Alpharma λόγω προσβολής των δικαιωμάτων της, η ενώπιον του δικαστή δέσμευση που ανέλαβε η Alpharma να μην προβεί σε πωλήσεις παροξετίνης στο Ηνωμένο Βασίλειο πριν από την έκδοση αποφάσεως στην εν λόγω δίκη, δικάσιμος για την οποία είχε οριστεί τον Δεκέμβριο του 2002, καθώς και η δέσμευση «cross-undertaking in damages» που ανέλαβε η GSK.

19.      Στο πλαίσιο της συμφωνίας Alpharma, η Alpharma θα απαλλάσσονταν από την δέσμευση που είχε αναλάβει και η GSK από τη δέσμευση «cross-undertaking in damages», ενώ η GSK θα παραιτούνταν και από τις αξιώσεις της. Η συμφωνία προέβλεπε επίσης τη σύναψη συμβάσεως υποδιανομής μεταξύ της IVAX και της Alpharma με αντικείμενο την προμήθεια προς την τελευταία 500 000 (που στη συνέχεια αυξήθηκαν σε 620 000) συσκευασιών παροξετίνης των 20 mg (στο εξής: σύμβαση προμήθειας IVAX-Alpharma), καθώς και διάφορες μεταβιβάσεις αξίας από την GSK προς την Alpharma, ήτοι: καταβολή 0,5 εκατομμυρίου GBP για την κάλυψη της δικαστικής δαπάνης της για τη δίκη, εφάπαξ καταβολή 3 εκατομμυρίων GBP για το κόστος παραγωγής και προετοιμασίας για τη διάθεση της παροξετίνης στη βρετανική αγορά, «αποζημίωση για μάρκετινγκ» ποσού 100 000 GBP μηνιαίως, καθώς και δικαίωμα προαιρέσεως για την αγορά ορισμένων προϊόντων από την GSK ώστε να διασφαλιστεί η μεταβίβαση στην Alpharma ποσού τουλάχιστον 500 000 GBP. Σε αντάλλαγμα, η Alpharma αναλάμβανε την υποχρέωση να μην προβεί στην παρασκευή, την εισαγωγή και την προμήθεια υδροχλωρικής παροξετίνης στο Ηνωμένο Βασίλειο, πέραν εκείνης που θα αγόραζε από την IVAX ή εκείνης που θα παρασκευαζόταν από την GSK.

20.      Στις 20 Νοεμβρίου 2002 η IVAX και η Alpharma συνήψαν τη σύμβαση προμήθειας IVAX-Alpharma κατά τα προβλεπόμενα στη συμφωνία Alpharma. Η σύμβαση αυτή μπορούσε να καταγγελθεί με προειδοποίηση ενός μηνός σε περίπτωση που σχηματιζόταν «γενόσημη αγορά» ή σε περίπτωση παύσεως «λόγω εκπτώσεως, παραιτήσεως, εγκαταλείψεως ή άλλης αιτίας» της αξιώσεως στο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την άνυδρη. Στο πλαίσιο αυτό, ο σχηματισμός γενόσημης αγοράς θα θεωρούνταν ότι έχει συντελεστεί σε περίπτωση που η μέση μηνιαία τιμή της παροξετίνης, χωρίς να συνυπολογίζεται η τιμή στην οποία πωλούσαν η GSK και η Alpharma, μειωνόταν κάτω από τις 9,50 GBP ανά συσκευασία ή σε περίπτωση πωλήσεως προϊόντων παροξετίνης των 20 mg εκτός του πλαισίου της άδειας κυκλοφορίας στην αγορά της GSK. Περαιτέρω, υπήρχε πρόβλεψη ότι αν η μέση τιμή της παροξετίνης ήταν χαμηλότερη από 8,45 GBP κατά τη διάρκεια των δύο μηνών μετά την επίδοση τέτοιας καταγγελίας, η IVAX θα κατέβαλλε στην Alpharma τη διαφορά μεταξύ των 8,45 GBP και της μέσης αυτής τιμής, με όριο τις 200 000 GBP. Παράλληλα με τη σύναψη της συμβάσεως προμήθειας IVAX-GUK, η GSK και η IVAX τροποποίησαν τη συμφωνία IVAX προκειμένου να προσαρμοστεί αναλόγως.

2.      Άλλες μεταγενέστερες εξελίξεις σχετικά με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την άνυδρη και τον σχηματισμό γενόσημης αγοράς

21.      Πριν από την εφαρμογή των συμφωνιών IVAX, GUK και Alpharma, κύριο χαρακτηριστικό της αγοράς παροξετίνης στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν οι παράλληλες εισαγωγές παροξετίνης από άλλα κράτη μέλη της Ένωσης. Αυτές οι παράλληλες εισαγωγές οφείλονται στο γεγονός ότι υπάρχουν διαφορές μεταξύ των τιμών των φαρμάκων στα κράτη μέλη, ιδίως λόγω των διαφορετικών επιπέδων εισοδημάτων και των διαφορετικών κανονιστικών πλαισίων. Επομένως, καθ’ όσον χρόνο δεν διατίθενται σε ένα κράτος μέλος γενόσημες εκδοχές ορισμένου φαρμάκου, η εισαγωγή επώνυμων φαρμάκων από άλλα κράτη μέλη και η πώλησή τους σε τιμή χαμηλότερη από την ισχύουσα στο κράτος μέλος εισαγωγής μπορεί να αποτελέσει κερδοφόρο πρακτική. Από τον Σεπτέμβριο του 2001 λοιπόν, οι παράλληλες εισαγωγές αντιπροσώπευαν κατά προσέγγιση το 30 έως 40 % της διατιθέμενης στο Ηνωμένο Βασίλειο παροξετίνης και πωλούνταν σε ελαφρώς χαμηλότερη τιμή σε σχέση με το Séroxat της GSK. Οι εν λόγω παράλληλες εισαγωγές αφορούσαν ωστόσο μόνο το δοσολογικό σχήμα παροξετίνης των 20 mg και όχι εκείνο των 30 mg.

22.      Βάσει των συμφωνιών IVAX, GUK και Alpharma, οι εν λόγω εταιρίες γενόσημων προμηθεύτηκαν σε σημαντικές πλην όμως περιορισμένες ποσότητες γενόσημης παροξετίνης παρασκευασθείσας από την GSK, τις οποίες μπορούσαν να πωλούν υπό τα δικά τους σήματα και τις οποίες τιμολογούσαν περίπου στην τιμή που ίσχυε για τις παράλληλες εισαγωγές. Ως εκ τούτου, μεταξύ Νοεμβρίου 2001 και Νοεμβρίου 2003, η IVAX, η GUK και η Alpharma κέρδισαν περίπου 60 ποσοστιαίες μονάδες στην αγορά της παροξετίνης των 20 mg, υποκαθιστώντας σχεδόν το σύνολο των παράλληλων εισαγωγών (περίπου 30 ποσοστιαίες μονάδες) καθώς και μερίδιο του Seroxat της GSK (επίσης περί τις 30 ποσοστιαίες μονάδες). Αυτή η μεταβολή στη διάρθρωση της αγοράς οδήγησε σε μείωση της συνολικής σταθμισμένης μέσης τιμής της παροξετίνης των 20 mg έως 4 % κατ’ ανώτατο όριο. Αντιθέτως, οι συμφωνίες δεν είχαν καμία επίπτωση στις πωλήσεις παροξετίνης των 30 mg που πραγματοποιούσε η GSK.

23.      Η παροξετίνη ήταν φάρμακο η δαπάνη για το οποίο καλύπτεται από την UK National Health Service (εθνική υπηρεσία υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου, στο εξής: NHS). Το σύστημα επιστροφής δαπανών της NHS περιλάμβανε διάφορες κατηγορίες, μεταξύ των οποίων τις κατηγορίες C και A, οι οποίες αφορούσαν αντιστοίχως φάρμακα τα οποία δεν είναι ευρέως διαθέσιμα σε γενόσημη μορφή και φάρμακα που είναι ευρέως διαθέσιμα σε γενόσημη μορφή. Κατόπιν της προμήθειας γενόσημης παροξετίνης βάσει της συμφωνίας IVAX, η παροξετίνη των 20 mg, η οποία αρχικώς είχε καταταγεί στην κατηγορία C, υπήχθη από 1ης Ιουνίου 2002 στην κατηγορία Α. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την άμεση πτώση κατά 12 % της τιμής που επιστρέφεται βάσει των πινάκων της NHS, μια επακόλουθη πτώση κατά 3 % της τιμής αυτής μεταξύ Ιουνίου και Νοεμβρίου 2002 καθώς και αντίστοιχη μείωση των δαπανών για την NHS.

24.      Στις 12 Ιουλίου 2002 εκδόθηκε η δικαστική απόφαση επί της διαδικασίας εκπτώσεως από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την άνυδρη, την οποία είχε κινήσει η BASF (7). Κρίθηκε ότι οι περισσότερες από τις αξιώσεις προϊόντος στο συγκεκριμένο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ήταν αβάσιμες, δύο όμως από τις αξιώσεις για μέθοδο κρίθηκαν βάσιμες.

25.      Στις 30 Ιουλίου 2002, ένας άλλος παρασκευαστής γενόσημων, η Apotex, έλαβε ΑΚΑ για την παροξετίνη στο Ηνωμένο Βασίλειο και κίνησε, από κοινού με τους διανομείς της στο Ηνωμένο Βασίλειο Neolab και Waymade, άλλη διαδικασία για την κήρυξη εκπτώσεως από τα δικαιώματα επί του διπλώματος ευρεσιτεχνίας για την άνυδρη, η δε GSK άσκησε κατά των τριών αυτών εταιριών αγωγή λόγω προσβολής διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Στις 5 Δεκεμβρίου 2003, το δικαστήριο διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας έκρινε ότι οι αξιώσεις εκ του διπλώματος ευρεσιτεχνίας που δεν είχαν κριθεί αβάσιμες με την απόφαση επί της υποθέσεως BASF δεν προσβάλλονταν από τη μέθοδο που χρησιμοποίησε η Apotex, απόφαση η οποία επικυρώθηκε σε δεύτερο βαθμό (8). Ως εκ τούτου, η Neolab και η Waymade εισήλθαν στα τέλη Δεκεμβρίου 2003 στην αγορά ως διανομείς της Apotex με παροξετίνη των 20 mg, γεγονός το οποίο σηματοδότησε το άνοιγμα την αγοράς γενόσημης παροξετίνης.

26.      Κατόπιν τούτου, η Alpharma κατήγγειλε τη σύμβαση προμήθειας IVAX-Alpharma, λύοντας με τον τρόπο αυτό τη συμφωνία Alpharma με ισχύ από τις 13 Φεβρουαρίου 2004, και εισήλθε στην αγορά με τη δική της παροξετίνη των 20 και 30 mg από τον Φεβρουάριο του 2004. Ακολούθως η GUK κατήγγειλε στις 25 Ιουνίου 2004 τη σύμβαση προμήθειας IVAX-GUK, γεγονός το οποίο ήρε επίσης την σε βάρος της επιβαλλόμενη στο πλαίσιο της συμφωνίας GUK απαγόρευση πωλήσεως παροξετίνης. Τέλος, στις 29 Ιουνίου 2004, η IVAX και η GSK κατήγγειλαν τη συμφωνία IVAX.

27.      Η είσοδος της ανεξάρτητης γενόσημης παροξετίνης στην αγορά από τα τέλη του 2003 είχε σημαντική επίδραση επί των τιμών. Τουτέστιν, οι τιμές της παροξετίνης των 20 mg μειώθηκαν κατά 34 % εντός των τριών πρώτων μηνών μετά την εν λόγω είσοδο, και κατά 69 % το επόμενο έτος, ενώ η τιμή της παροξετίνης των 30 mg είχε μειωθεί τον Δεκέμβριο του 2005 κατά περίπου 66 %. Οι μέσες τιμές παροξετίνης των 20 και 30 mg είχαν μειωθεί κατά περίπου 74 % τον Δεκέμβριο του 2005.

3.      Η απόφαση της CMA και η ενώπιον του CAT διαδικασία

28.      Στις 12 Φεβρουαρίου 2016, η CMA εξέδωσε την επίδικη στην κύρια δίκη απόφαση (στο εξής: απόφαση της CMA)(9), με την οποία κρίθηκε

1)      ότι η GSK κατείχε δεσπόζουσα θέση στην αγορά της παροξετίνης και ότι, συνάπτοντας τις συμφωνίες IVAX, GUK και Alpharma, είχε ενεργήσει κατά κατάχρηση της θέσεως αυτής παραβαίνοντας την απαγόρευση του κεφαλαίου 2 του νόμου του 1998 περί ανταγωνισμού του Ηνωμένου Βασιλείου·

2)      ότι, συνάπτοντας τη συμφωνία GUK, η GSK και η GUK καθώς και η μητρική εταιρία της τελευταίας, η εταιρία Merck, είχαν παραβεί την απαγόρευση του κεφαλαίου 1 του νόμου του 1998 περί ανταγωνισμού του Ηνωμένου Βασιλείου, καθώς και, για τον μετά την 1η Μαΐου 2004 χρόνο, το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, και

3)      ότι με τη σύναψη της συμφωνίας Alpharma, η GSK και οι εταιρίες του ομίλου Alpharma, ήτοι οι Actavis, Xellia και Alpharma LLC, είχαν παραβεί την απαγόρευση του κεφαλαίου 1 του νόμου του 1998 περί ανταγωνισμού του Ηνωμένου Βασιλείου·

4)      επιπλέον, συνεπεία των διαπιστωθεισών παραβάσεων, η CMA επέβαλε στις εταιρίες αυτές χρηματικές κυρώσεις συνολικού ύψους 44,99 εκατομμυρίων GBP.

29.      Περαιτέρω, η CMA έκρινε ότι δεν υπήρχε λόγος επιβολής κυρώσεων για τη συμφωνία IVAX επί τη βάση της απαγορεύσεως των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνιών, ιδίως διότι η συμφωνία αυτή εξαιρούνταν από το πεδίο εφαρμογής του κεφαλαίου 1 του νόμου του 1998 περί ανταγωνισμού του Ηνωμένου Βασιλείου δυνάμει εθνικής ρυθμίσεως περί των κάθετων περιορισμών η οποία ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο αλλά εν συνεχεία καταργήθηκε (10).

30.      Οι εταιρίες στις οποίες επιβλήθηκαν κυρώσεις άσκησαν προσφυγές κατά της αποφάσεως της CMA ενώπιον του CAT. Το CAT επισημαίνει ότι, στο πλαίσιο των προσφυγών αυτών, οφείλει να αποφανθεί, μεταξύ άλλων, βάσει του δικαίου της Ένωσης, επί του ζητήματος εάν η GSK, αφενός, και η GUK, η Alpharma και η IVAX, αφετέρου, υπήρξαν κατά τον κρίσιμο χρόνο δυνητικοί ανταγωνιστές ως προς την προμήθεια παροξετίνης στο Ηνωμένο Βασίλειο· εάν οι συμφωνίες που συνήφθησαν μεταξύ της GSK και των GUK και Alpharma αντιστοίχως συνιστούσαν περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου και ως εκ των αποτελεσμάτων τους· ποια ήταν η σχετική αγορά προϊόντων στην οποία η GSK διέθεσε την παροξετίνη, προκειμένου να κριθεί αν κατείχε δεσπόζουσα θέση· και αν η πρακτική της GSK συνιστούσε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως.

31.      Όσον αφορά τα ζητήματα που συνδέονται με το άρθρο 101 ΣΛΕΕ, ιδίως όσον αφορά την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού και τον ως εκ του αντικειμένου περιορισμό του ανταγωνισμού, το CAT διαπιστώνει ότι τα ζητήματα αυτά έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο πολλών αποφάσεων του Γενικού Δικαστηρίου στις υποθέσεις Lundbeck κ.λπ. (11), κατά των οποίων εκκρεμεί αίτηση αναιρέσεως, τη συνάφεια των οποίων με την υπό κρίση υπόθεση αμφισβητεί το σύνολο των προσφευγουσών. Επιπλέον, το CAT θεωρεί ότι οι λεπτομερείς κανόνες για τη διαπίστωση ενός περιορισμού ως εκ του αποτελέσματος, που αποτελεί το αντικείμενο του έκτου προδικαστικού ερωτήματος και της αποφάσεως της Επιτροπής στην υπόθεση Servier (12), παραμένουν αβέβαιοι. Ως προς τα ζητήματα σχετικά με το άρθρο 18 του νόμου του 1998 περί ανταγωνισμού του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο αντιστοιχεί στο άρθρο 102 ΣΛΕΕ, τα οποία επίσης αποτελούν το αντικείμενο της αποφάσεως της Επιτροπής στην υπόθεση Servier, το CAT επισημαίνει ότι άγονται ενώπιόν του πρωτοφανή νομικά ζητήματα όσον αφορά τόσο τον ορισμό της σχετικής αγοράς όσο και τη διαπίστωση ενδεχόμενης καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως και των τυχόν δικαιολογητικών αυτής λόγων.

IV.    Η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία και τα προδικαστικά ερωτήματα

32.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το CAT, με απόφαση της 8ης Μαρτίου 2018 (στο εξής: απόφαση του CAT) (13), η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 7 Μαΐου 2018, από κοινού με τα προδικαστικά ερωτήματα και έκθεση των προσφυγών της κύριας δίκης και των κυριότερων πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως, αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«Δυνητικός ανταγωνισμός

1.      Για τους σκοπούς του άρθρου 101, παράγραφος 1, [ΣΛΕΕ], πρέπει ο κάτοχος διπλώματος ευρεσιτεχνίας επί φαρμακευτικού σκευάσματος και μια εταιρία γενόσημων που επιθυμεί να εισέλθει στην αγορά με γενόσημη εκδοχή του εν λόγω φαρμάκου να θεωρηθούν δυνητικοί ανταγωνιστές όταν τα μέρη βρίσκονται καλόπιστα σε αντιδικία ως προς το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή ως προς το αν το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας προσβάλλεται από το γενόσημο προϊόν;

2.      Διαφέρει η απάντηση στο ερώτημα 1 αν:

(α)      εκκρεμεί ένδικη διαδικασία μεταξύ των μερών σχετική με την παρούσα διαφορά· και/ή

(β)      ο κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας πέτυχε την έκδοση αποφάσεως ασφαλιστικών μέτρων η οποία απαγορεύει στην εταιρία γενόσημων τη διάθεση του γενόσημου προϊόντος της στην αγορά μέχρι το πέρας της εν λόγω ένδικης διαδικασίας· και/ή

(γ)      ο κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας θεωρεί την εταιρία γενόσημων δυνητικό ανταγωνιστή;

Περιορισμός ως εκ του αντικειμένου

3.      Όταν εκκρεμεί ένδικη διαδικασία ως προς το κύρος διπλώματος ευρεσιτεχνίας επί φαρμακευτικού σκευάσματος και ως προς το αν το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας προσβάλλεται από γενόσημο προϊόν και όταν δεν είναι δυνατόν να πιθανολογηθεί ποιος διάδικος θα νικήσει στη διαδικασία αυτή, υπάρχει περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, [ΣΛΕΕ], όταν τα μέρη έχουν συνάψει συμφωνία φιλικού διακανονισμού της εν λόγω ένδικης διαφοράς, κατά τους όρους της οποίας:

(α)      η εταιρία γενόσημων δέχεται να μην εισέλθει στην αγορά με το γενόσημο προϊόν της και να μην συνεχίσει να αμφισβητεί το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας καθ’ όλη τη διάρκεια της συμφωνίας (η οποία δεν υπερβαίνει την εναπομένουσα διάρκεια ισχύος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας), και

(β)      ο κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας δέχεται να καταβάλει στην εταιρία γενόσημων ποσά σαφώς υψηλότερα από τα δικαστικά έξοδα που αποφεύχθηκαν (συμπεριλαμβανομένου του κόστους του χρόνου διαχειρίσεως και της συνακόλουθης διαταράξεως της ομαλής λειτουργίας), τα οποία δεν αποτελούν πληρωμή για αγαθά ή υπηρεσίες που παρασχέθηκαν στον κάτοχο του διπλώματος ευρεσιτεχνίας;

4.      Διαφέρει η απάντηση στο τρίτο ερώτημα αν:

(α)      η εμβέλεια του περιορισμού του ανταγωνισμού που επιβλήθηκε στην εταιρία γενόσημων δεν υπερβαίνει την εμβέλεια του επίδικου διπλώματος ευρεσιτεχνίας· ή

(β)      το καταβαλλόμενο στην εταιρία γενόσημων ποσό είναι χαμηλότερο από το κέρδος που αυτή θα αποκόμιζε αν είχε κερδίσει τη δίκη σχετικά με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και αν είχε εισέλθει στην αγορά με ανεξάρτητο γενόσημο προϊόν;

5.      Είναι διαφορετική η απάντηση στα ερωτήματα 3 και 4 αν η συμφωνία προβλέπει την παράδοση στην εταιρία γενόσημων, από τον κάτοχο του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, σημαντικής πλην όμως περιορισμένης ποσότητας εξουσιοδοτημένου γενόσημου προϊόντος και η εν λόγω συμφωνία:

(α)      δεν επιφέρει σημαντικό ανταγωνιστικό περιορισμό στις τιμές που εφαρμόζει ο κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας· αλλά

(β)      παρέχει πλεονεκτήματα στους καταναλωτές τα οποία δεν θα υπήρχαν αν ο κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας είχε κερδίσει τη δίκη, αλλά τα οποία είναι σαφώς μικρότερα από τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα που θα απέρρεαν από τη διάθεση του ανεξάρτητου γενοσήμου στην αγορά αν η εταιρία γενόσημων είχε κερδίσει τη δίκη, ή μήπως τούτο έχει σημασία μόνο στο πλαίσιο αξιολογήσεως βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 3, [ΣΛΕΕ];

Περιορισμός ως εκ του αποτελέσματος

6.      Υπό τις συνθήκες που εκτίθενται στα ερωτήματα 3 έως 5, υφίσταται περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, [ΣΛΕΕ], ή μήπως τούτο εξαρτάται από την κρίση του δικαστηρίου ότι, ελλείψει τέτοιου φιλικού διακανονισμού:

(α)      η εταιρία γενόσημων πιθανόν θα κέρδιζε τη δίκη για το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας (ήτοι η πιθανότητα να κριθεί ότι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας είναι έγκυρο και έχει υποστεί προσβολή ήταν μικρότερη του 50 %)· ή

(β)      τα μέρη πιθανόν θα κατέληγαν σε λιγότερο περιοριστικό φιλικό διακανονισμό (ήτοι η πιθανότητα λιγότερου περιοριστικού φιλικού διακανονισμού ήταν μεγαλύτερη του 50 %);

Ορισμός της αγοράς

7.      Όταν φαρμακευτικό σκεύασμα προστατευόμενο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας μπορεί να υποκατασταθεί σε θεραπευτικό επίπεδο από σειρά άλλων φαρμάκων μιας κατηγορίας και η φερόμενη κατάχρηση κατά την έννοια του άρθρου 102 [ΣΛΕΕ] συνίσταται στο ότι ο κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας αποκλείει γενόσημες εκδοχές του φαρμάκου αυτού από την αγορά, πρέπει τα εν λόγω γενόσημα προϊόντα να ληφθούν υπόψη προκειμένου να καθοριστεί η σχετική αγορά προϊόντων, μολονότι δεν θα μπορούσαν να διατεθούν νομίμως στην αγορά πριν από τη λήξη της ισχύος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας αν (πράγμα αβέβαιο) το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας είναι έγκυρο και τα εν λόγω γενόσημα προϊόντα συνιστούν προσβολή του δικαιώματος αυτού;

Κατάχρηση

8.      Υπό τις συνθήκες που εκτίθενται στα ανωτέρω ερωτήματα 3 έως 5, αν ο κάτοχος διπλώματος ευρεσιτεχνίας κατέχει δεσπόζουσα θέση, συνιστά κατάχρηση κατά την έννοια του άρθρου 102 [ΣΛΕΕ] το γεγονός ότι αυτός συνήψε μια τέτοια συμφωνία;

9.      Είναι διαφορετική η απάντηση στο ερώτημα 8 αν ο κάτοχος διπλώματος ευρεσιτεχνίας συνάπτει τέτοια συμφωνία όχι ως φιλικό διακανονισμό υφιστάμενης ένδικης διαφοράς, αλλά για την αποφυγή της κινήσεως ένδικης διαδικασίας;

10.      Είναι διαφορετική η απάντηση στα ερωτήματα 8 και 9 αν:

(α)      ο κάτοχος διπλώματος ευρεσιτεχνίας ακολουθεί στρατηγική συνάψεως περισσότερων τέτοιων συμφωνιών για να αποκλείσει τον κίνδυνο της χωρίς περιορισμούς εισόδου γενόσημων στην αγορά· και

(β)      η πρώτη συμφωνία αυτού του είδους συνεπάγεται μείωση του επιπέδου επιστροφής της δαπάνης για το συγκεκριμένο φάρμακο λόγω της δομής του εθνικού συστήματος αποδόσεως της δαπάνης στα φαρμακεία από τις αρχές δημόσιας υγείας, με αποτέλεσμα να εξοικονομήσουν οι αρχές αυτές σημαντικά ποσά (αν και εξοικονόμηση σαφώς μικρότερη από αυτή που θα επιτυγχανόταν με την είσοδο ανεξαρτήτων γενόσημων στην αγορά, κατόπιν ευνοϊκής για την εταιρία γενόσημων εκβάσεως της δίκης για το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας)· και

(γ)      η ως άνω εξοικονόμηση δεν περιλαμβανόταν στις προθέσεις των μερών κατά τη σύναψη των εν λόγω συμφωνιών;»

33.      Στις 20 Νοεμβρίου 2018, το Δικαστήριο απέστειλε στο CAT αίτηση παροχής πληροφοριών, στην οποία το CAT απάντησε στις 17 Δεκεμβρίου 2018.

34.      Στο πλαίσιο της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας, η GUK, η GSK, η Xellia, η Actavis, η Merck, η CMA και η Επιτροπή υπέβαλαν παρατηρήσεις. Οι ίδιοι διάδικοι έλαβαν μέρος στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 19ης Σεπτεμβρίου 2019.

V.      Εκτίμηση

35.      Προτού εξεταστούν τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το CAT (υπό Β), πρέπει να διευκρινιστεί το ζήτημα σε σχέση με την αρμοδιότητα του Δικαστηρίου να απαντήσει στα ερωτήματα αυτά (υπό Α).

1.      Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του CAT

36.      Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω (14), μόνο για τη συμφωνία GUK επιβλήθηκαν από τη CMA κυρώσεις βάσει του άρθρου 101 ΣΛΕΕ για τον μετά την 1η Μαΐου 2004 χρόνο (15), ενώ για τη συμφωνία Alpharma, η οποία είχε λυθεί πριν από την ημερομηνία αυτή (16), επιβλήθηκαν κυρώσεις αποκλειστικά βάσει του κεφαλαίου 1 του νόμου του 1998 περί ανταγωνισμού του Ηνωμένου Βασιλείου. Ομοίως, κυρώσεις λόγω καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως δεσπόζουσας θέσεως επιβλήθηκαν εις βάρος της GSK αποκλειστικά βάσει του κεφαλαίου 2 του προμνησθέντος νόμου, καθόσον η CMA έκρινε ότι η GSK κατείχε δεσπόζουσα θέση μόνο μέχρι τα τέλη Νοεμβρίου 2003 (17).

37.      Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει αρμοδιότητα να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του CAT σχετικά με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ και το άρθρο 101 ΣΛΕΕ όσον αφορά άλλες πτυχές της διαφοράς, πλην της συμφωνίας GUK, από την 1η Μαΐου έως την ημερομηνία λύσεώς της την 1η Ιουλίου 2004 (18). Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, τα άρθρα 2 και 18 του νόμου του 1998 περί ανταγωνισμού του Ηνωμένου Βασιλείου αντιστοιχούν στα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ και πρέπει, δυνάμει του άρθρου 60 του προμνησθέντος νόμου, να ερμηνεύονται κατά τρόπο συνάδοντα προς τα άρθρα αυτά. Κατά πάγια δε νομολογία, προδικαστικά ερωτήματα που αφορούν πραγματικά περιστατικά τα οποία δεν εμπίπτουν ευθέως στο πεδίο εφαρμογής του δικαίου της Ένωσης είναι παραδεκτά όταν οι διατάξεις του δικαίου της Ένωσης έχουν καταστεί εφαρμοστέες δυνάμει της εθνικής νομοθεσίας, η οποία προβλέπει, για καταστάσεις των οποίων όλα τα στοιχεία περιορίζονται στο εσωτερικό ενός μόνον κράτους μέλους, λύσεις αντίστοιχες με αυτές που προβλέπει το δίκαιο της Ένωσης (19).

2.      Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

38.      Υπόβαθρο των προδικαστικών ερωτημάτων που υπέβαλε το CAT στο Δικαστήριο στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας αποτελούν οι τρεις ως άνω περιγραφείσες συμφωνίες μεταξύ του εργαστηρίου παραγωγής πρωτοτύπων φαρμάκων GSK και των παρασκευαστών γενόσημων IVAX, GUK και Alpharma, σε σχέση με το αντικαταθλιπτικό φαρμακευτικό σκεύασμα παροξετίνη.

39.      Οι συμφωνίες αυτές προέβλεπαν, κατ’ ουσίαν, πέραν των εκ μέρους της GSK πληρωμών υπέρ των παρασκευαστών γενόσημων, την είσοδο των παρασκευαστών αυτών στην αγορά με περιορισμένη ποσότητα γενόσημης παροξετίνης παρασκευασθείσας από την GSK αντί της εισόδου των εν λόγω εταιριών στην αγορά με δική τους ανεξάρτητη γενόσημη παροξετίνη (20). Ως εκ τούτου, οι συμφωνίες είχαν ως αποτέλεσμα ορισμένη μείωση της τιμής της παροξετίνης και του κόστους με το οποίο επιβαρύνονταν οι καταναλωτές, η οποία όμως δεν είχε καμία σχέση με την πτώση των τιμών και τις σημαντικές οικονομίες που προέκυψαν από την είσοδο ανεξάρτητων γενόσημων στην αγορά, η οποία έλαβε πράγματι χώρα από τον Δεκέμβριο του 2003 (21).

40.      Οι επίμαχες συμφωνίες συνήφθησαν υπό συνθήκες κατά τις οποίες, κατόπιν της λήξεως της ισχύος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας για τη ΔΦΟ της παροξετίνης το 1999 και του δικαιώματος αποκλειστικότητας επί των σχετικών με αυτήν δεδομένων το 2000, η GSK εξακολουθούσε να διαθέτει δευτερογενή διπλώματα ευρεσιτεχνίας σχετικά με το εν λόγω φάρμακο, μεταξύ των οποίων, ειδικότερα, διπλώματα ευρεσιτεχνίας που προστάτευαν ορισμένες μεθόδους παρασκευής της δικής της ΔΦΟ, όπως το επίμαχο στην υπόθεση της κύριας δίκης δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την άνυδρη (22).

41.      Υπό τέτοιες συνθήκες, οι παρασκευαστές γενόσημων μπορούν, από πλευράς δικαίου των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, να εισέλθουν νομίμως στην αγορά με τη χρήση γενόσημων αντιγράφων του πρωτότυπου φαρμακευτικού σκευάσματος με δύο τρόπους: είτε με γενόσημα αντίγραφα παρασκευασθέντα σύμφωνα με τις μεθόδους παρασκευής οι οποίες εξακολουθούν να προστατεύονται με διπλώματα ευρεσιτεχνίας εφόσον τα διπλώματα αυτά κηρυχθούν άκυρα, είτε με γενόσημα αντίγραφα παρασκευασθέντα σύμφωνα με διαφορετικές μεθόδους, οπότε τα αντίγραφα αυτά δεν συνιστούν προσβολή των μεθόδων παρασκευής του πρωτότυπου φαρμάκου οι οποίες εξακολουθούν να προστατεύονται με διπλώματα ευρεσιτεχνίας.

42.      Με άλλα λόγια και αντιστρόφως, οσάκις το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για τη ΔΦΟ ενός φαρμακευτικού σκευάσματος έχει λήξει και το εργαστήριο παραγωγής πρωτότυπων φαρμάκων κατέχει μόνο διπλώματα ευρεσιτεχνίας μεθόδου, η είσοδος γενόσημων του εν λόγω φαρμάκου συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων που απορρέουν από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας του εν λόγω εργαστηρίου μόνον εφόσον αποδεικνύεται ότι τα επίμαχα διπλώματα ευρεσιτεχνίας μεθόδου διατηρούν το κύρος τους και συγχρόνως προσβάλλονται από καθέναν από τους δυνητικώς νεοεισερχόμενους στην αγορά.

43.      Εν προκειμένω, ωστόσο, το αιτούν δικαστήριο εκκινεί από την υπόθεση ότι είναι αδύνατον να διαπιστωθεί αν η είσοδος στην αγορά των IVAX, GUK και Alpharma με γενόσημη παροξετίνη συνιστούσε προσβολή τυχόν δικαιωμάτων της GSK που απέρρεαν από το επίδικο στην κύρια δίκη δίπλωμα ευρεσιτεχνίας της για την άνυδρη, καθόσον δεν είναι σαφές αν το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ήταν έγκυρο και αν τα συγκεκριμένα γενόσημα σκευάσματα συνιστούσαν προσβολή του. Τούτο οφείλεται, μεταξύ άλλων, στο γεγονός ότι η GSK συνήψε τη συμφωνία με την IVAX πριν ακόμη κινηθεί η ένδικη διαδικασία και ότι συνήψε τις συμφωνίες με την GUK και την Alpharma προκειμένου να διευθετήσει συμβιβαστικά τις εκκρεμείς με τις εν λόγω εταιρίες ένδικες διαδικασίες. Ως εκ τούτου, είναι αβέβαιο αν το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την άνυδρη θα κηρυσσόταν άκυρο στο πλαίσιο των διαδικασιών αυτών και ουδόλως έχει διευκρινιστεί αν τα γενόσημα προϊόντα της IVAX, της GUK και της Alpharma συνιστούσαν προσβολή των μεθόδων τις οποίες το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας προστάτευε (23).

44.      Η αβεβαιότητα αυτή ως προς τον ενδεχόμενο παράνομο, από πλευράς δικαίου των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, χαρακτήρα της εισόδου στην αγορά των IVAX, GUK και Alpharma με γενόσημη παροξετίνη, αποτελεί τον βασικό άξονα τόσο της επιχειρηματολογίας των προσφευγουσών της κύριας δίκης όσο και των προδικαστικών ερωτημάτων του αιτούντος δικαστηρίου σχετικά με την αξιολόγηση, υπό το πρίσμα του δικαίου του ανταγωνισμού, των συμφωνιών που συνήφθησαν μεταξύ της GSK και των εν λόγω παρασκευαστών γενόσημων.

45.      Η GSK και οι παρασκευαστές γενόσημων υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, ότι, στο μέτρο που είναι αδύνατον να εξακριβωθεί αν οι εν λόγω παρασκευαστές θα μπορούσαν να εισέλθουν στην αγορά χωρίς να προσβάλουν τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας της GSK, είναι εξίσου αδύνατον να καθοριστεί αν υφίστατο δυνητικός ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρηματιών αυτών, ο οποίος θα μπορούσε να περιοριστεί από τις επίμαχες συμφωνίες. Υπό τις συνθήκες αυτές, ισχυρίζονται ότι δεν είναι δυνατόν να κριθεί ότι οι συμφωνίες αυτές συνιστούσαν περιορισμούς του ανταγωνισμού «ως εκ του αντικειμένου» και «ως εκ του αποτελέσματος» και ότι η σύναψή τους συνιστούσε κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως.

46.      Κατά την GSK και τους παρασκευαστές γενόσημων, τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθότι οι συμφωνίες αυτές ενείχαν ορισμένα οφέλη για τους καταναλωτές, ενώ είναι εντελώς αβέβαιο αν θα μπορούσαν να υλοποιηθούν τα πλέον σημαντικά οφέλη που απορρέουν από ενδεχόμενη είσοδο παρασκευαστών γενόσημων στην αγορά με ανεξάρτητα προϊόντα, δεδομένου ότι θα ήταν ακριβώς αδύνατον να διαπιστωθεί αν η είσοδος αυτή μπορούσε να πραγματοποιηθεί νομίμως. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι επίδικες συμφωνίες είναι εξίσου πιθανόν να έχουν αυξήσει τον ανταγωνισμό όπως και να τον έχουν περιορίσει, καθιστώντας έτσι αδύνατη την επιβολή κυρώσεων βάσει της απαγορεύσεως των περιορισμών του ανταγωνισμού.

47.      Το CAT θεωρεί, ωστόσο, ότι, παρά το γεγονός ότι οι διάδικοι δεν ήταν βέβαιοι ως προς την έκβαση των εκκρεμών ενδίκων διαφορών, οι συναφθείσες συμφωνίες δεν αντικατοπτρίζουν την αντίστοιχη εκτίμηση εκάστου διαδίκου επί των πιθανοτήτων δικαστικής νίκης του, αλλά μόνον την άποψη ότι οι όροι των συμφωνιών ήταν εμπορικώς ευνοϊκότεροι σε σχέση με τους κινδύνους που απορρέουν από τη συνέχιση των ενδίκων διαφορών. Κατά το CAT, τούτο οφείλεται στο γεγονός ότι οι εν λόγω συμφωνίες κατέληγαν στην κατανομή μεταξύ της GSK και των παρασκευαστών γενόσημων των μονοπωλιακών κερδών της GSK, τα οποία διατηρήθηκαν χάρη στη μη είσοδο παρασκευαστών γενόσημων στην αγορά με ανεξάρτητα προϊόντα, όπως οι ίδιοι οι όροι των συμφωνιών διασφάλιζαν. Στο πλαίσιο αυτό, το CAT ερμηνεύει την σε προνομιακή τιμή προμήθεια παροξετίνης από την GSK προς τους παρασκευαστές γενόσημων με σκοπό τη διανομή της από τους τελευταίους ως μη χρηματική μεταβίβαση αξίας.

48.      Το CAT καταλήγει, επομένως, στο συμπέρασμα ότι, με τις επίμαχες συμφωνίες, η GSK διασφάλισε, για τη συμφωνηθείσα χρονική περίοδο, την προστασία της θέσεώς της όσον αφορά τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας έναντι του κινδύνου εισόδου ανταγωνιστών με γενόσημα προϊόντα, με αντάλλαγμα μεταβιβάσεις σημαντικής αξίας το ύψος των οποίων υπερέβαινε κατά πολύ τη δικαστική δαπάνη που αποφεύχθηκε. Καίτοι μια τέτοια διαδικασία είναι απολύτως ορθολογική από οικονομικής και εμπορικής απόψεως για όλα τα μέρη, εντούτοις, το CAT διατηρεί αμφιβολίες ως προς το εάν είναι επιτρεπτή από απόψεως δικαίου του ανταγωνισμού. Για τους σκοπούς της εξετάσεως του ζητήματος αυτού, το CAT διερωτάται ωστόσο ως προς τη σημασία που πρέπει να δοθεί στην βάσει του δικαίου των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας κατάσταση και ως προς το αν, στο πλαίσιο αυτό, οι επίδικες συμφωνίες μπορούν να εξομοιωθούν με απλές συμφωνίες αποκλεισμού από την αγορά των δυνητικών ανταγωνιστών ή με συμφωνίες κατανομής της αγοράς (24).

1.      Επί του άρθρου 101 ΣΛΕΕ

49.      Όπως προαναφέρθηκε, λόγω ιδίως της ισχύουσας κατά τον κρίσιμο χρόνο εθνικής νομοθεσίας περί κάθετων περιορισμών, οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν από την CMA βάσει της απαγορεύσεως των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνιών αφορούσαν μόνον τις συμφωνίες GUK και Alpharma, και όχι τη συμφωνία IVAX. Αντιθέτως, η συμφωνία IVAX ελήφθη υπόψη από την CMA κατά την εκτίμηση της συμπεριφοράς της GSK σε σχέση με την απαγόρευση της καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως (25).

50.      Επομένως, το CAT μολονότι στα προδικαστικά ερωτήματά του σχετικά με τους περιορισμούς του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου ή ως εκ του αποτελέσματος αναφέρεται μόνο στις συμφωνίες GUK και Alpharma, επισημαίνει, εντούτοις, ότι, για τους σκοπούς της εξετάσεως των ζητημάτων που συνδέονται με την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως, οφείλει επίσης να κρίνει αν η IVAX ήταν δυνητική ανταγωνίστρια της GSK κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα.

51.      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, ο ρόλος του Δικαστηρίου περιορίζεται στην ερμηνεία των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης ως προς τις οποίες ερωτάται, ενώ απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εφαρμόσει την ερμηνεία αυτή στην υπόθεση που εκκρεμεί ενώπιόν του(26). Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, τελικώς απόκειται στο CAT να αποφανθεί ειδικότερα επί του αν η IVAX, η GUK και η Alpharma ήταν δυνητικοί ανταγωνιστές της GSK κατά τον κρίσιμο χρόνο και αν οι συμφωνίες GUK και Alpharma αποτελούσαν περιορισμούς του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου ή ως εκ του αποτελέσματος.

52.      Η αποστολή του Δικαστηρίου, αντιθέτως, περιορίζεται στο να εκτιμήσει αν, υπό τις περιστάσεις που περιγράφονται κατά τρόπο αφηρημένο από το CAT στα προδικαστικά του ερωτήματα, ο κάτοχος διπλώματος ευρεσιτεχνίας και οι παρασκευαστές γενόσημων μπορούν να θεωρηθούν δυνητικοί ανταγωνιστές και οι συμφωνίες που έχουν συναφθεί μεταξύ των ως άνω επιχειρήσεων μπορούν να θεωρηθούν περιορισμοί του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου ή ως εκ του αποτελέσματος. Πάντως, το CAT, κατά την περιγραφή των περιστάσεων που εκτίθενται στα προδικαστικά του ερωτήματα, έχει ήδη λάβει υπόψη τα κρίσιμα χαρακτηριστικά των αντίστοιχων συμφωνιών (δηλαδή των συμφωνιών IVAX, GUK και Alpharma για τα προδικαστικά ερωτήματα υπ’ αριθ. 1 και 2, και των συμφωνιών GUK και Alpharma για τα προδικαστικά ερωτήματα υπ’ αριθ. 3 έως 6).

53.      Ως εκ τούτου, απλώς και μόνον προς διευκρίνιση πρέπει να σημειωθεί ότι, στις σκέψεις που ακολουθούν σχετικά με τον δυνητικό ανταγωνισμό, τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης που λαμβάνονται υπόψη περιλαμβάνουν, στον βαθμό που έχουν σημασία, και τις τρεις συμφωνίες IVAX, GUK και Alpharma, ενώ οι επίμαχες στην κύρια δίκη συμφωνίες στις οποίες γίνεται αναφορά στις σκέψεις που έπονται σχετικά με τους περιορισμούς του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου ή ως εκ του αποτελέσματος περιλαμβάνουν μόνον τις συμφωνίες GUK και Alpharma.

54.      Τούτου λεχθέντος, πρέπει να εξετάσω πρώτα τα προδικαστικά ερωτήματα υπ’ αριθ. 1 και 2, τα οποία αφορούν την έννοια του δυνητικού ανταγωνισμού (α), προτού εστιάσω στα προδικαστικά ερωτήματα υπ’ αριθ. 3 έως 5 (β), αφενός, και 6 (γ), αφετέρου, τα οποία αφορούν, αντιστοίχως, τις έννοιες του ως εκ του αντικειμένου και ως εκ του αποτελέσματος περιορισμού του ανταγωνισμού.

1)      Επί της έννοιας του δυνητικού ανταγωνισμού (προδικαστικά ερωτήματα υπ’ αριθ. 1 και 2)

55.      Με το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό ερώτημα, τα οποία πρέπει να εξεταστούν από κοινού, το CAT ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν πρέπει να θεωρούνται δυνητικοί ανταγωνιστές ο κάτοχος διπλώματος ευρεσιτεχνίας για φαρμακευτικό σκεύασμα και ο παρασκευαστής γενόσημων ο οποίος επιθυμεί να εισέλθει στην αγορά με γενόσημη εκδοχή του εν λόγω σκευάσματος, όταν τα μέρη βρίσκονται καλόπιστα σε ένδικη διαφορά ως προς το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή ως προς το εάν το γενόσημο σκεύασμα συνιστά προσβολή του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας.

56.      Επιπλέον, το CAT επιθυμεί να διευκρινιστεί αν η ύπαρξη εκκρεμούς μεταξύ των διαδίκων ένδικης διαδικασίας αφορώσας την εν λόγω διαφορά, η έκδοση υπέρ του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας προσωρινής διαταγής απαγορεύουσας στον παρασκευαστή γενόσημων την εμπορική διάθεση του προϊόντος του έως την έκδοση αποφάσεως επί της εν λόγω ένδικης διαδικασίας ή ακόμη το γεγονός ότι ο κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας θεωρεί τον παρασκευαστή γενόσημων ως δυνητικό ανταγωνιστή, μπορούν να επηρεάσουν την απάντηση στο ως άνω ερώτημα.

57.      Προκειμένου να δοθεί απάντηση στα ως άνω προδικαστικά ερωτήματα, πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι, όπως ορθώς έχει επανειλημμένως διαπιστώσει το Γενικό Δικαστήριο, από τους όρους του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ σχετικά με τις επιπτώσεις μιας συμφωνίας επί του ανταγωνισμού προκύπτει ότι η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή μόνο σε τομείς που είναι ανοικτοί στον ανταγωνισμό (27). Ο χαρακτηρισμός μιας συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων ως έχουσας ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα τον περιορισμό του ανταγωνισμού προϋποθέτει, επομένως, την ύπαρξη ανταγωνισμού δυνάμενου να περιοριστεί.

58.      Επομένως, σε περίπτωση που από την εξέταση του οικονομικού και νομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται μια συμφωνία προκύπτει ότι οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, μια τέτοια συμφωνία δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ούτε ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου ή των αποτελεσμάτων της. Πλην όμως, η εξέταση των όρων του ανταγωνισμού σε μια αγορά δεν βασίζεται μόνο στον υφιστάμενο ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων που είναι ήδη παρούσες στην επίμαχη αγορά αλλά και στον δυνητικό ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων αυτών και των επιχειρήσεων που δεν είναι ακόμη παρούσες στην επίμαχη αγορά (28).

59.      Προκειμένου να εξεταστεί αν μια επιχείρηση που μετέχει σε συμφωνία αποτελεί δυνητικό ανταγωνιστή σε ορισμένη αγορά, πρέπει να εξακριβωθεί αν υφίστανται ανυπέρβλητοι φραγμοί εισόδου στη συγκεκριμένη αγορά (29) και αν, σε περίπτωση που η επίμαχη συμφωνία δεν είχε συναφθεί, η επιχείρηση αυτή θα είχε πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες να εισέλθει στην εν λόγω αγορά και να ανταγωνισθεί τις ήδη παρούσες στη συγκεκριμένη αγορά επιχειρήσεις (30). Στο πλαίσιο αυτό, βασικό παράγοντα προκειμένου να θεωρηθεί μια επιχείρηση ως δυνητικός ανταγωνιστής αποτελεί το κατά πόσον η επιχείρηση αυτή έχει την ικανότητα να εισέλθει σε ορισμένη αγορά, κρίσιμη όμως μπορεί επίσης να είναι και η πρόθεσή της να εισέλθει στην εν λόγω αγορά(31).

60.      Εξάλλου, το Δικαστήριο έχει ήδη αναγνωρίσει ότι η σύναψη συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων με σκοπό τη διατήρηση μιας εξ αυτών εκτός αγοράς αποτελεί ισχυρή ένδειξη υπέρ της υπάρξεως σχέσεως ανταγωνισμού μεταξύ τους (32). Στο ίδιο πνεύμα, η αντίληψη του ήδη παρόντος στη συγκεκριμένη αγορά επιχειρηματία αποτελεί συναφώς κρίσιμο στοιχείο, δεδομένου ότι έχει αναγνωριστεί ότι, ανεξαρτήτως της προθέσεως μιας εκτός αγοράς επιχειρήσεως να εισέλθει στην εν λόγω αγορά στο εγγύς μέλλον, το γεγονός και μόνον ότι υφίσταται η επιχείρηση αυτή δύναται να δημιουργεί ανταγωνιστική πίεση στις ήδη δραστηριοποιούμενες στη συγκεκριμένη αγορά επιχειρήσεις, πίεση η οποία συνίσταται στον κίνδυνο εισόδου ενός νέου ανταγωνιστή σε περίπτωση που η αγορά καταστεί πλέον ελκυστική (33).

61.      Όπως εξηγεί το CAT, εν προκειμένω, το πρώτο και το δεύτερο προδικαστικό του ερώτημα στηρίζονται στη συλλογιστική ότι, αν οι αγωγικές αξιώσεις της GSK στις ένδικες διαφορές μεταξύ των GUK και Alpharma αποδεικνύονταν ορθές, δηλαδή αν αναγνωριζόταν ότι οι λοιπές αξιώσεις εκ του διπλώματος ευρεσιτεχνίας για την άνυδρη ήταν βάσιμες και ότι τα σκευάσματα της GUK και της Alpharma συνιστούσαν προσβολή των εξ αυτού δικαιωμάτων, η είσοδος στην αγορά των εν λόγω παρασκευαστών γενόσημων θα συνιστούσε προσβολή των δικαιωμάτων της GSK από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Πλην όμως, εφόσον ουδέποτε εκδόθηκαν αποφάσεις επί των εν λόγω διαφορών, δεδομένου ότι οι συμφωνίες μεταξύ των μερών αποσκοπούσαν ακριβώς στην παύση των εκκρεμών συναφώς δικαστικών διαδικασιών (34), είναι αδύνατον να διαπιστωθεί κατά πόσον η είσοδος των γενόσημων στην αγορά θα είχε αποτελέσει προσβολή ή όχι των δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας της GSK.

62.      Υπό τις συνθήκες αυτές, οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης και, ιδίως, η GSK υποστηρίζουν ότι δεν είναι δυνατόν να συναχθεί η ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ της τελευταίας και των παρασκευαστών γενόσημων στην αγορά της παροξετίνης. Συγκεκριμένα, ισχυρίζονται ότι η ύπαρξη εγκύρων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας τα οποία έχουν υποστεί προσβολή συνιστά ανυπέρβλητο εμπόδιο για την είσοδο στην αγορά ενός πρωτότυπου φαρμακευτικού σκευάσματος που προστατεύεται από τα εν λόγω διπλώματα ευρεσιτεχνίας και, ως εκ τούτου, όταν υφίστανται τέτοια διπλώματα ευρεσιτεχνίας, οι παρασκευαστές γενόσημων δεν διαθέτουν πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες να εισέλθουν στην αγορά αυτή.

63.      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, σε μια περίπτωση όπως αυτή της κύριας δίκης, όπου το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για τη ΔΦΟ ενός φαρμακευτικού σκευάσματος έχει λήξει, αλλά το τελευταίο εξακολουθεί να προστατεύεται με διπλώματα ευρεσιτεχνίας για τη μέθοδο παρασκευής του (35), το ζήτημα αν ένας παρασκευαστής γενόσημων είναι δυνητικός ανταγωνιστής του κατόχου του διπλώματος αυτού συνδέεται με την πιθανότητα να μπορεί ο εν λόγω παρασκευαστής γενόσημων είτε να επιδιώξει την ακύρωση των εν λόγω διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας επί της μεθόδου παρασκευής είτε να εξεύρει μέθοδο παρασκευής της ΔΦΟ του οικείου φαρμακευτικού σκευάσματος η οποία να μην συνιστά προσβολή τους.

64.      Εν προκειμένω, όμως, το CAT διαπίστωσε ακριβώς ότι δεν ήταν δυνατόν να εκτιμηθεί η πιθανότητα αυτή και να διαπιστωθεί κατά πόσον η είσοδος των γενόσημων στην αγορά συνιστούσε ή όχι προσβολή των δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας της GSK. Κατά συνέπεια, δεν είναι επίσης δυνατόν να χαρακτηρισθούν η GSK και οι παρασκευαστές γενόσημων ως δυνητικοί ανταγωνιστές, δεδομένου ότι είναι απλώς αδύνατον να προσδιοριστεί αν οι τελευταίοι είχαν πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες να εισέλθουν στην αγορά της παροξετίνης κατά τον χρόνο συνάψεως των επιδίκων συμφωνιών.

65.      Η υπόθεση, ωστόσο, επί της οποίας ερείδεται η επιχειρηματολογία αυτή, ότι δηλαδή δυνητικός ανταγωνισμός μεταξύ του κατόχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας επί φαρμακευτικού σκευάσματος και του παρασκευαστή γενόσημου του ίδιου σκευάσματος μπορεί να υπάρξει μόνον όταν είναι βέβαιο ή τουλάχιστον πολύ πιθανό ότι ο δεύτερος μπορεί να εισέλθει στην αγορά χωρίς να υπάρξει προσβολή των δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας του πρώτου, είναι εσφαλμένη για διάφορους λόγους οι οποίοι εξηγούνται κατωτέρω.

1)      Επί της αβεβαιότητας σε σχέση με το κύρος διπλώματος ευρεσιτεχνίας φαρμάκου και με το εάν οι γενόσημες εκδοχές του φαρμάκου αυτού συνιστούν προσβολή του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας ως συστατικού στοιχείου σχέσεων ανταγωνισμού στον φαρμακευτικό τομέα

66.      Κατ’ αρχάς, όπως έκρινε το Γενικό Δικαστήριο στην υπόθεση Lundbeck κατά Επιτροπής, δεν μπορεί, προκειμένου να θεμελιωθεί η ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού, να απαιτείται να αποδειχθεί ότι ένας παρασκευαστής γενόσημων θα είχε με βεβαιότητα εισέλθει στην αγορά και ότι η είσοδος αυτή θα είχε οπωσδήποτε στεφθεί με επιτυχία –άλλως κάθε διάκριση μεταξύ πραγματικού και δυνητικού ανταγωνισμού θα καταργούνταν· αντιθέτως, πρέπει να αρκεί να αποδειχθεί ότι ο εν λόγω παρασκευαστής είχε πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες επί τούτω (36).

67.      Ωστόσο, τυχόν ύπαρξη αβεβαιότητας ως προς το κύρος των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που προστατεύουν ένα πρωτότυπο φαρμακευτικό σκεύασμα και ως προς το εάν η γενόσημη εκδοχή του εν λόγω σκευάσματος μπορεί να συνιστά προσβολή δεν είναι ικανή να αποδείξει ότι υφίστανται ανυπέρβλητα εμπόδια στην αγορά του πρωτότυπου φαρμάκου ή ότι ένας παρασκευαστής γενόσημων δεν έχει πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες να εισέλθει στη συγκεκριμένη αγορά. Η αβεβαιότητα αυτή αποτελεί, αντιθέτως, ουσιώδες χαρακτηριστικό των σχέσεων ανταγωνισμού στον φαρμακευτικό τομέα, όπως και σε όλους τους τομείς στους οποίους υφίστανται αποκλειστικά δικαιώματα επί των τεχνολογιών (37). Τούτο ισχύει τόσο πριν όσο και, σε ορισμένες περιπτώσεις, μετά την είσοδο στην αγορά γενόσημων ενός πρωτότυπου φαρμακευτικού σκευάσματος προστατευόμενου με διπλώματα ευρεσιτεχνίας, δεδομένου ότι, όπως υπογραμμίζει η Επιτροπή, προκειμένου να λάβει ΑΚΑ για γενόσημο σκεύασμα, ο παρασκευαστής του εν λόγω σκευάσματος δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι δεν προσβάλλει τυχόν δικαιώματα ευρεσιτεχνίας τα οποία εξακολουθεί να διατηρεί το εργαστήριο παρασκευής πρωτότυπων φαρμάκων.

68.      Πράγματι, είναι βεβαίως αληθές ότι δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας το οποίο έχει απονεμηθεί από δημόσια αρχή απολαύει τεκμηρίου εγκυρότητας και η εκ μέρους επιχειρήσεως κατοχή του θεωρείται θεμιτή (38), οπότε τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας τεκμαίρονται έγκυρα έως ότου ρητώς ανακληθούν ή ακυρωθούν από την αρμόδια επί τούτω αρχή ή από το αρμόδιο δικαστήριο. Πλην όμως, όπως ορθώς διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στις υποθέσεις Lundbeck κατά Επιτροπής και Servier κ.λπ. κατά Επιτροπής, το εν λόγω τεκμήριο εγκυρότητας δεν είναι δυνατόν να ισοδυναμεί με τεκμήριο περί παρανόμου χαρακτήρα των γενόσημων προϊόντων τα οποία έχουν νομίμως τεθεί σε κυκλοφορία στην αγορά και ως προς τα οποία ο κάτοχος διπλώματος ευρεσιτεχνίας φρονεί ότι συνιστούν προσβολή του διπλώματος ευρεσιτεχνίας (39).

69.      Πράματι, όπως έχει διευκρινιστεί από το Δικαστήριο, το ειδικότερο αντικείμενο της χορήγησης διπλώματος ευρεσιτεχνίας συνίσταται βεβαίως στη διασφάλιση υπέρ του κατόχου του, προκειμένου να ανταμειφθεί η δημιουργική προσπάθεια του εφευρέτη, του αποκλειστικού δικαιώματος χρήσης μιας εφεύρεσης για την παρασκευή και την πρώτη θέση σε κυκλοφορία προϊόντων, είτε απ’ ευθείας είτε μέσω της χορήγησης αδειών εκμετάλλευσης σε τρίτους, καθώς και του δικαιώματος εναντίωσης σε οποιαδήποτε προσβολή (40). Αντιθέτως, το ειδικότερο αντικείμενο του διπλώματος ευρεσιτεχνίας δεν μπορεί να έχει την έννοια ότι εξασφαλίζει επίσης προστασία κατά αγωγών που σκοπούν στην αμφισβήτηση του κύρους ενός διπλώματος ευρεσιτεχνίας, δεδομένου ότι είναι προς το δημόσιο συμφέρον η άρση κάθε εμποδίου για την οικονομική δραστηριότητα που θα μπορούσε να προκύψει από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που χορηγήθηκε κακώς (41). Κατά συνέπεια, η ύπαρξη διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που προστατεύουν ορισμένο φαρμακευτικό σκεύασμα δεν συνιστά φραγμό από νομικής απόψεως που αποκλείει κάθε ανταγωνισμό, όπως είναι τα αποκλειστικά δικαιώματα τα οποία έχουν αναγνωριστεί ως συνιστώντα τέτοια εμπόδια σε προγενέστερες υποθέσεις (42).

70.      Αντιθέτως, αποτελεί εγγενές στοιχείο του δικαίου των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας το γεγονός ότι, παρά την ύπαρξη του τεκμηρίου περί της εγκυρότητας των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, μόνον κατόπιν εξετάσεως των ζητημάτων αυτών από τις αρμόδιες στον οικείο τομέα αρχές και από τα εθνικά δικαστήρια μπορεί να υφίσταται βεβαιότητα ως προς το κύρος τους και ως προς το εάν τα εν λόγω διπλώματα ευρεσιτεχνίας υφίστανται προσβολή από ανταγωνιστικά προϊόντα.

2)      Επί των ένδικων διαφορών σχετικά με το κύρος ενός διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή ως προς το αν αυτό υφίσταται προσβολή από γενόσημο προϊόν ως παραγόντων δυνάμενων να υποδηλώσουν την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού

71.      Συνεπώς, είναι σύνηθες ενέργειες που σκοπούν στην αμφισβήτηση του κύρους διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή στην κίνηση έρευνας περί του κύρους του να περιλαμβάνονται μεταξύ των προπαρασκευαστικών κινήσεων για την είσοδο στην αγορά της γενόσημου εκδοχής ενός πρωτότυπου φαρμακευτικού σκευάσματος το οποίο εξακολουθεί να καλύπτεται από δικαιώματα εκ του διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Οι ενέργειες αυτές μπορούν να συνίστανται όχι μόνο στην άμεση αμφισβήτηση των δικαιωμάτων αυτών μέσω ασκήσεως αγωγής για την κήρυξη της ακυρότητας του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή αγωγής για την αναγνώριση της μη προσβολής του από το γενόσημο προϊόν, αλλά και στην αποκαλούμενη θέση σε κυκλοφορία «με κίνδυνο» ή προπαρασκευή της «με κίνδυνο» θέσης σε κυκλοφορία στην αγορά γενόσημου προϊόντος (43), στο πλαίσιο της οποίας είναι πιθανή η άσκηση από τον δικαιούχο των δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας αγωγής λόγω προσβολής. Αυτό προκύπτει, εξάλλου, σαφέστατα από τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης (44).

72.      Εξάλλου, η είσοδος στην αγορά ενός παρασκευαστή γενόσημων εν μέσω αβεβαιότητας ως προς το κύρος των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας τα οποία εξακολουθούν να προστατεύουν το πρωτότυπο φάρμακο ή ως προς το εάν τα εν λόγω διπλώματα ευρεσιτεχνίας υφίστανται προσβολή από το γενόσημο προϊόν είναι κατά μείζονα λόγο δυνατή σε ένα πλαίσιο όπως αυτό της υποθέσεως της κύριας δίκης, όπου τα επίδικα διπλώματα ευρεσιτεχνίας δεν είναι διπλώματα ευρεσιτεχνίας για μόριο, το οποίο προστατεύει την ίδια τη ΔΦΟ του πρωτότυπου φαρμακευτικού σκευάσματος, εν προκειμένω την παροξετίνη, αλλά διπλώματα ευρεσιτεχνίας μεθόδου, τα οποία προστατεύουν ορισμένους τρόπους παρασκευής της εν λόγω ΔΦΟ. Κατά συνέπεια, αντίθετα προς τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας για μόριο, τα συγκεκριμένα διπλώματα ευρεσιτεχνίας μεθόδου, ανεξαρτήτως του ζητήματος της εγκυρότητάς τους, δεν εμποδίζουν την είσοδο παρασκευαστών γενόσημων στην αγορά με παροξετίνη παρασκευαζόμενη με άλλες μεθόδους (45).

73.      Κατά συνέπεια, ορθώς υποστηρίζει η Επιτροπή, στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, ότι η ύπαρξη ένδικης διαφοράς μεταξύ του κατόχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας και ενός παρασκευαστή γενόσημων η οποία αφορά το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή το αν το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας υφίσταται προσβολή από το επίμαχο γενόσημο προϊόν όχι μόνο δεν εμποδίζει την αναγνώριση υπάρξεως δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ των δύο αυτών επιχειρήσεων, αλλά, αντιθέτως, αποτελεί στοιχείο ικανό να αποδείξει την ύπαρξη τέτοιου δυνητικού ανταγωνισμού. Τούτο ισχύει, όπως ορθώς υπογραμμίζει η Επιτροπή, τόσο για περιπτώσεις στις οποίες δεν έχει ακόμη κινηθεί ένδικη διαδικασία για τη διαφορά αυτή όσο και για περιπτώσεις στις οποίες η ένδικη διαδικασία σχετικά με την επίμαχη διαφορά εκκρεμεί ήδη μεταξύ των μερών.

74.      Ειδικότερα, η ύπαρξη ένδικης διαδικασίας σχετικά με το κύρος διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή ως προς το αν το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας υφίσταται προσβολή από το γενόσημο προϊόν μπορεί μάλιστα να υποδηλώνει ότι ένας παρασκευαστής γενόσημων ετοιμάζεται να εισέλθει στην αγορά, δεδομένου ότι αυτό είναι που οδηγεί αυτόν ή τον κάτοχο του διπλώματος ευρεσιτεχνίας να κινηθούν δικαστικά. Επιπλέον, όπως ορθώς επισημαίνει το CAT όσον αφορά τις προσωρινές διαταγές (46), θα ήταν εσφαλμένο να θεωρηθεί ότι η ύπαρξη ενδίκων διαδικασιών είναι ικανή να αποκλείσει την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού. Πράγματι, αν μια εκκρεμής ένδικη διαδικασία επί διαφοράς σχετικής με διπλώματα ευρεσιτεχνίας αρκούσε προκειμένου να αποκλειστεί η ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρηματιών που εμπλέκονται στη συγκεκριμένη διαφορά, οι εν λόγω επιχειρηματίες θα ήταν σε θέση, μέσω των στρατηγικών τους επίλυσης διαφορών, να επηρεάζουν τη διαπίστωση της υπάρξεως δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ τους.

75.      Στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί να γίνει δεκτή η άποψη των προσφευγουσών της κύριας δίκης και, ιδίως, της GSK, σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να συναχθεί η ύπαρξη σχέσεως δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ του κατόχου ενός διπλώματος ευρεσιτεχνίας για φαρμακευτικό σκεύασμα και ενός παρασκευαστή ο οποίος επιθυμεί να εισέλθει στην αγορά με τη γενόσημη εκδοχή του σκευάσματος αυτού ενόσω εξακολουθεί να υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το κύρος του οικείου διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή ως προς το εάν αυτό υφίσταται προσβολή από το γενόσημο προϊόν. Συγκεκριμένα, η άποψη αυτή όχι μόνον αντιβαίνει στην προπαρατεθείσα νομολογία του Δικαστηρίου σχετικά με την έκταση των δικαιωμάτων αποκλειστικότητας που απονέμουν τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας (47), αλλά, περαιτέρω, τυχόν υιοθέτησή της θα κατέληγε στο να αποκλείεται κάθε ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, στο να μην εφαρμόζεται παντελώς το δίκαιο του ανταγωνισμού κατά το προπαρασκευαστικό στάδιο της εισόδου γενόσημων φαρμάκων στην αγορά.

76.      Όπως όμως ορθώς υπογράμμισε η Επιτροπή στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, ο δυνητικός ανταγωνισμός απαιτεί ακριβώς προστασία, καθόσον, αν ήταν δυνατή η μέσω συμφωνιών αποκλεισμού παύση ή η επιβράδυνση των προπαρασκευαστικών κινήσεων των μελλοντικών εισερχομένων στην αγορά, ο εν λόγω δυνητικός ανταγωνισμός δεν θα μπορούσε ποτέ να πραγματοποιείται μέσω της εισόδου τέτοιων επιχειρήσεων στην αγορά. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο στον φαρμακευτικό τομέα όπου η είσοδος στην αγορά απαιτεί μακροχρόνιες και δαπανηρές προπαρασκευαστικές ενέργειες (48). Ως εκ τούτου, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, δυνητικός ανταγωνισμός μεταξύ επιχειρήσεων που κατέχουν διπλώματα ευρεσιτεχνίας για πρωτότυπα φαρμακευτικά σκευάσματα και παρασκευαστών γενόσημων εκδοχών των ίδιων αυτών σκευασμάτων μπορεί να υφίσταται πολύ πριν από τη λήξη της ισχύος διπλώματος ευρεσιτεχνίας που προστατεύει το μόριο του πρωτότυπου φαρμακευτικού σκευάσματος (49).

77.      Επομένως, η πιθανότητα να δικαιωθεί δικαστικά ο παρασκευαστής γενόσημων στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς με τον κάτοχο διπλώματος ευρεσιτεχνίας για πρωτότυπο φάρμακο δεν μπορεί να αποτελέσει αποφασιστικό κριτήριο για την εξέταση της σχέσεως ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρηματιών αυτών. Τούτο επιβεβαιώνεται από το γεγονός, το οποίο ορθώς επισήμανε το CAT, ότι δεν εμπίπτει στην αρμοδιότητα της αρχής ανταγωνισμού ή του δικαστηρίου που κρίνει τη σχέση αυτή η διεξαγωγή μιας «συνοπτικής δίκης» διανοητικής ιδιοκτησίας προκειμένου να εκτιμηθεί η ισχύς του κρίσιμου διπλώματος ευρεσιτεχνίας.

3)      Επί του εύρους της εκτιμήσεως των επίμαχων δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας από την αρχή ανταγωνισμού

78.      Συναφώς, πρέπει να υπομνησθεί η συλλογιστική του Δικαστηρίου στην πρόσφατη απόφασή του επί της υποθέσεως Hoffmann-La Roche κ.λπ. (50), η οποία αφορούσε τη σημασία, για την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, της νομιμότητας της διαθέσεως στην αγορά ορισμένου φαρμάκου υπό το πρίσμα της φαρμακευτικής νομοθεσίας της Ένωσης.

79.      Στην απόφαση αυτή το Δικαστήριο έκρινε ότι δεν απόκειται στις αρχές του ανταγωνισμού ο έλεγχος της συμμορφώσεως προς την εν λόγω φαρμακευτική νομοθεσία των όρων υπό τους οποίους συνταγογραφείται και τίθεται σε κυκλοφορία ένα φάρμακο, αλλά η πλήρης εξακρίβωση είναι δυνατή μόνον από τις αρχές που είναι αρμόδιες για τον έλεγχο της τηρήσεως της συγκεκριμένης νομοθεσίας ή από τα εθνικά δικαστήρια (51). Σε περίπτωση όμως που οι αρχές αυτές ή τα δικαστήρια δεν έχουν ακόμη αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού, η αβεβαιότητα περί της νομιμότητας των όρων εμπορίας και συνταγογραφήσεως του οικείου φαρμακευτικού σκευάσματος δεν εμποδίζει μια αρχή ανταγωνισμού, για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, να κρίνει ότι το σκεύασμα αυτό εμπίπτει σε ορισμένη αγορά και, κατά συνέπεια, βρίσκεται σε σχέση ανταγωνισμού προς τα λοιπά φαρμακευτικά σκευάσματα που κυκλοφορούν στην αγορά αυτή (52).

80.      Ομοίως, στην απόφασή του στην υπόθεση Slovenská sporiteľňa (53), την οποία επικαλέστηκε ο γενικός εισαγγελέας H. Saugmandsgaard Øe στις προτάσεις του επί της προπαρατεθείσας υποθέσεως Hoffmann-La Roche (54), το Δικαστήριο έκρινε, κατ’ ουσίαν, ότι η φερόμενη παράνομη παρουσία ορισμένων προϊόντων ή υπηρεσιών σε συγκεκριμένη αγορά δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ανταγωνισμός δυνάμενος να περιοριστεί μεταξύ των προϊόντων αυτών και των λοιπών προϊόντων που υπάρχουν στην αγορά αυτή.

81.      Η ως άνω συλλογιστική μπορεί να μεταφερθεί, mutatis mutandis, στο υπό κρίση ζήτημα ως προς το αν ασκεί επιρροή, για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, η νομιμότητα της διαθέσεως στην αγορά γενόσημου φαρμακευτικού σκευάσματος υπό το πρίσμα του δικαίου των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας.

82.      Ειδικότερα, εν προκειμένω επίσης, ο έλεγχος της συμμορφώσεως προς το δίκαιο των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της διαθέσεως στην αγορά ενός τέτοιου γενόσημου φαρμακευτικού σκευάσματος δεν απόκειται στις αρχές ανταγωνισμού, αλλά η πλήρης εξακρίβωση είναι δυνατή μόνον από τις εθνικές αρχές ή τα εθνικά δικαστήρια που είναι αρμόδια επί θεμάτων δικαίου των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (55). Ως εκ τούτου, σε περίπτωση που οι εν λόγω αρχές ή τα εν λόγω δικαστήρια δεν έχουν ακόμη αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού, η αβεβαιότητα σχετικά με τη νομιμότητα της διαθέσεως στην αγορά γενόσημου φαρμάκου υπό το πρίσμα του δικαίου των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας δεν μπορεί να εμποδίσει μια αρχή ανταγωνισμού, για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, να κρίνει ότι το εν λόγω φάρμακο βρίσκεται σε σχέση ανταγωνισμού προς το πρωτότυπο φάρμακο το οποίο προστατεύεται από το φερόμενο ως υποστάν προσβολή δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.

83.      Βεβαίως, τούτο δεν σημαίνει ότι η οικεία αρχή ανταγωνισμού δεν πρέπει να λαμβάνει υπόψη κάθε ζήτημα σχετικό με το δίκαιο διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας το οποίο θα μπορούσε να επηρεάσει τη διαπίστωση περί υπάρξεως τέτοιου είδους σχέσεως ανταγωνισμού (56). Συγκεκριμένα, τα δικαιώματα που απορρέουν από ένα δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και τα οποία προστατεύουν ένα πρωτότυπο φαρμακευτικό σκεύασμα αποτελούν αναμφισβήτητα μέρος του οικονομικού και νομικού πλαισίου των σχέσεων ανταγωνισμού μεταξύ των δικαιούχων των δικαιωμάτων αυτών και των παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων. Ωστόσο, η εκτίμηση των εν λόγω δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας από την αρχή ανταγωνισμού δεν πρέπει να συνίσταται στην εξέταση της ισχύος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή στην πιθανότητα να επιλυθεί η διαφορά μεταξύ του κατόχου του και ενός παρασκευαστή γενόσημων φαρμάκων με τη διαπίστωση ότι το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας διατηρεί το κύρος του και έχει υποστεί προσβολή. Αντιθέτως, η εκτίμηση αυτή πρέπει να αφορά το ζήτημα αν, παρά την ύπαρξη των επίμαχων δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας, ο παρασκευαστής γενόσημων έχει πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες να εισέλθει στην αγορά κατά τον κρίσιμο χρόνο.

84.      Συναφώς, πρέπει να ληφθούν υπόψη, μεταξύ άλλων, οι γενικές παράμετροι που αφορούν ειδικά το δίκαιο των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και τον φαρμακευτικό τομέα, οι οποίες μόλις αναφέρθηκαν, δηλαδή ότι η αβεβαιότητα ως προς το κύρος των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας που προστατεύουν τα φαρμακευτικά σκευάσματα αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό του φαρμακευτικού τομέα· ότι το τεκμήριο εγκυρότητας του διπλώματος ευρεσιτεχνίας φαρμακευτικού σκευάσματος δεν ισοδυναμεί με τεκμήριο ελλείψεως νομιμότητας της γενόσημου εκδοχής του σκευάσματος αυτού το οποίο έχει νομίμως διατεθεί στην αγορά· ότι τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας δεν διασφαλίζουν προστασία από ενέργειες που αποσκοπούν στην αμφισβήτηση του κύρους τους· ότι οι ενέργειες αυτές και, ιδίως, η καλούμενη «με κίνδυνο» διάθεση γενόσημου στην αγορά, καθώς και οι σχετικές ένδικες διαδικασίες, συχνά λαμβάνουν, ως εκ τούτου, χώρα κατά το στάδιο πριν ή αμέσως μετά την είσοδο στην αγορά ενός τέτοιου γενόσημου φαρμάκου· ότι, για να χορηγηθεί άδεια κυκλοφορίας στην αγορά γενόσημου φαρμακευτικού σκευάσματος δεν απαιτείται να αποδειχθεί ότι η συγκεκριμένη διάθεση στην αγορά δεν προσβάλλει τυχόν δικαιώματα ευρεσιτεχνίας σχετικά με το πρωτότυπο φάρμακο· και ότι, στον φαρμακευτικό τομέα, δυνητικός ανταγωνισμός μπορεί να αναπτυχθεί πολύ πριν από τη λήξη της ισχύος διπλώματος ευρεσιτεχνίας που προστατεύει το μόριο ενός πρωτότυπου φαρμακευτικού σκευάσματος, δεδομένου ότι οι παρασκευαστές γενόσημων επιθυμούν κατά τον χρόνο της λήξεως αυτής να είναι έτοιμοι να εισέλθουν στην αγορά.

85.      Πέραν του γενικού αυτού πλαισίου, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα ειδικά στοιχεία κάθε υποθέσεως, όπως, στην υπό κρίση υπόθεση, το γεγονός, το οποίο έχει ήδη προαναφερθεί (57), ότι τα επίδικα διπλώματα ευρεσιτεχνίας δεν είναι διπλώματα ευρεσιτεχνίας για μόριο, αλλά διπλώματα ευρεσιτεχνίας μεθόδου τα οποία προστατεύουν ορισμένους τρόπους παρασκευής της ΔΦΟ της παροξετίνης. Ως εκ τούτου, τα εν λόγω διπλώματα ευρεσιτεχνίας μεθόδου, ανεξαρτήτως του ζητήματος της εγκυρότητάς τους, δεν εμποδίζουν τους παρασκευαστές γενόσημων να εισέλθουν στην αγορά με παρασκευαζόμενη με άλλες μεθόδους παροξετίνη (58).

86.      Περαιτέρω, όπως έχει αναγνωρίσει η νομολογία (59), η αντίληψη του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας σχετικά με την ανταγωνιστική πίεση που ασκούν οι παρασκευαστές γενόσημων, όπως ακριβώς και η αντίληψη των τελευταίων ως προς τις δυνατότητές τους να εισέλθουν επιτυχώς στην αγορά και οι σχετικές προθέσεις τους, αποτελούν επίσης κρίσιμα στοιχεία για τη διαπίστωση του αν υφίσταται δυνητικός ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρηματιών αυτών.

87.      Επομένως, μπορεί να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι ο κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας θεωρεί έναν παρασκευαστή γενόσημων ως δυνητικό ανταγωνιστή, πράγμα το οποίο καταδεικνύεται ενδεχομένως, μεταξύ άλλων, από την πρόθεση του πρώτου να προβεί σε μεταβίβαση αξίας υπέρ του δευτέρου εφόσον αποδεικνύεται, άλλωστε, ότι το (μοναδικό) αντάλλαγμα για την εν λόγω μεταβίβαση αξίας συνίσταται στο ότι ο παρασκευαστής γενόσημων δέχεται να μην εισέλθει στην αγορά (60).

88.      Ομοίως, μπορεί να ληφθεί υπόψη, όπως το έπραξε το CAT στην απόφασή του (61) και στην αίτησή του για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το στάδιο προόδου των παρασκευαστών γενόσημων σε σχέση με την προετοιμασία της εισόδου τους στην αγορά όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τυχόν επενδύσεις, συσσώρευση αποθεμάτων του εν λόγω φαρμάκου ή ακόμη και εμπορικές στρατηγικές. Όπως, εξάλλου, ορθώς διευκρίνισε η CMA κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, οι συγκεκριμένες παράμετροι και όχι μια «συνοπτική δίκη» διανοητικής ιδιοκτησίας είναι αυτές που μπορούν να διαφωτίσουν την αρχή ανταγωνισμού σχετικά με την αντίληψη των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων ως προς την ισχύ του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή ως προς το αν αυτό υφίσταται προσβολή από τα οικεία γενόσημα προϊόντα.

4)      Επί της υπάρξεως προσωρινών διαταγών ή προσωρινών δεσμεύσεων ενώπιον δικαστηρίου

89.      Τέλος, η ύπαρξη προσωρινών διαταγών ή προσωρινών δεσμεύσεων ενώπιον δικαστηρίου, όπως αυτές στην υπό κρίση υπόθεση, οι οποίες απαγορεύουν προσωρινώς στους παρασκευαστές γενόσημων να εισέλθουν στην αγορά εν αναμονή της εκβάσεως των ενδίκων διαδικασιών σχετικά με το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή ως προς το αν το συγκεκριμένο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας υφίσταται προσβολή από το γενόσημο προϊόν (62), δεν μπορεί να αναιρέσει την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ του κατόχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας για ένα φάρμακο και ενός παρασκευαστή γενόσημων ο οποίος επιθυμεί να εισέλθει στην αγορά με γενόσημη εκδοχή του εν λόγω φαρμάκου.

90.      Επομένως, είναι βεβαίως αληθές ότι, όπως έχει αναγνωρίσει η νομολογία, για να συναχθεί η ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού, είναι σημαντικό να μπορεί η δυνητική είσοδος στην αγορά από επιχειρηματία ευρισκόμενο εκτός της συγκεκριμένης αγοράς να γίνει αρκετά γρήγορα ώστε να δημιουργεί πίεση στους παράγοντες που δραστηριοποιούνται ήδη στην αγορά (63). Ωστόσο, τούτο δεν σημαίνει ότι η είσοδος αυτή πρέπει να είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί αμέσως· αρκεί να είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί εντός ευλόγου χρόνου (64).

91.      Ωστόσο, στην υπόθεση της κύριας δίκης, τόσο η προσωρινή διαταγή όσο και η προσωρινή δέσμευση ενώπιον δικαστηρίου περί μη εισόδου στην αγορά θα είχαν διάρκεια λίγων μόνο μηνών μέχρι την τελική έκβαση των αντίστοιχων ενδίκων διαφορών. Ως εκ τούτου, ακόμη και αν η GUK και η Alpharma παρακωλύονταν προσωρινώς να εισέλθουν με τη γενόσημη παροξετίνη στην αγορά κατά τη διάρκεια ισχύος των προσωρινών αυτών μέτρων, το γεγονός αυτό δεν αποδεικνύει ότι δεν υπήρχε πλέον δυνητικός ανταγωνισμός μεταξύ των συγκεκριμένων παρασκευαστών γενόσημων και της GSK.

92.      Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον η ύπαρξη τέτοιων προσωρινών μέτρων, ακόμη και αν αποτυπώνουν μια πρώτη εκτίμηση του αρμόδιου δικαστή σχετικά με το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή σχετικά με το αν το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας υφίσταται προσβολή από το γενόσημο προϊόν, δεν προδικάζει ακόμη την οριστική έκβαση της εκκρεμούς ένδικης διαφοράς επί του ζητήματος αυτού. Πάντως, όπως έχει ήδη επισημανθεί(65), η ίδια η ύπαρξη εκκρεμών ενδίκων διαδικασιών σχετικά με το κύρος ενός διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή με το αν το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας υφίσταται προσβολή από το γενόσημο προϊόν αποτελεί, στον φαρμακευτικό τομέα, μέρος των προετοιμασιών για την είσοδο στην αγορά ενός τέτοιου προϊόντος και καταδεικνύει επομένως την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ των εμπλεκομένων επιχειρηματιών. Ομοίως, οι δεσμεύσεις «cross-undertakings in damages», όπως αυτές που παρέσχε η GSK στην GUK και την Alpharma, δηλαδή η δέσμευση της GSK να αποζημιώσει τις επιχειρήσεις αυτές σε περίπτωση που αποδειχθεί εκ των υστέρων ότι οι προσωρινές διαταγές εμπόδισαν αδικαιολόγητα την είσοδό τους στην αγορά, προϋποθέτουν κατ’ αρχήν την ύπαρξη δυνητικής σχέσεως ανταγωνισμού. Τέλος, όπως επίσης ήδη σημειώθηκε (66), η τυχόν ύπαρξη ενδίκων διαδικασιών και προσωρινών διαταγών εξαρτάται από τις επιλογές των εμπλεκομένων επιχειρηματιών και, επομένως, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με την ύπαρξη αντικειμενικών φραγμών, πραγματικών ή νομικών, που αποκλείουν την είσοδο σε ορισμένη αγορά ανεξαρτήτως της βουλήσεως των οικείων επιχειρηματιών (67).

93.      Τέλος, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν το CAT στην απόφασή του (68), εφόσον αποδειχθεί ότι οι συμφωνίες που συνήφθησαν μεταξύ της GSK και των παρασκευαστών γενόσημων περιορίζουν τον ανταγωνισμό και, επομένως, υπό την επιφύλαξη της διαπιστώσεως του περιοριστικού αυτού χαρακτήρα, η σύναψη των συμφωνιών αυτών κατά τον χρόνο ισχύος των επίμαχων προσωρινών μέτρων (69) αποτελεί ισχυρή ένδειξη ότι τα μέτρα αυτά δεν εξάλειψαν τον δυνητικό ανταγωνισμό μεταξύ των εν λόγω επιχειρηματιών (70).

5)      Συμπέρασμα

94.      Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι τυχόν αβεβαιότητα ως προς το κύρος διπλώματος ευρεσιτεχνίας για φαρμακευτικό σκεύασμα ή ως προς το αν το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας υφίσταται προσβολή από γενόσημο προϊόν δεν εμποδίζει να θεωρηθούν ο κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας και ο παρασκευαστής του γενόσημου προϊόντος δυνητικοί ανταγωνιστές. Το γεγονός ότι τα μέρη βρίσκονται καλόπιστα σε ένδικη διαφορά σχετική με το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή με το αν το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας υφίσταται προσβολή από το γενόσημο προϊόν, ανεξαρτήτως του αν έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για την εν λόγω διαφορά και αν έχει εκδοθεί επ’ αυτής προσωρινή διαταγή ή έχουν δοθεί προσωρινές δεσμεύσεις ενώπιον δικαστηρίου, αποτελεί, αντιθέτως, στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι υφίσταται δυνητικός ανταγωνισμός μεταξύ του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας και του παρασκευαστή των γενόσημων. Ομοίως, η αντίληψη του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας και το γεγονός ότι θεωρεί τον παρασκευαστή γενόσημων δυνητικό ανταγωνιστή αποτελούν στοιχεία ικανά να αποδείξουν την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ των δύο αυτών επιχειρηματιών.

2)      Επί της έννοιας του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου (προδικαστικά ερωτήματα υπ’ αριθ. 3 έως 5)

95.      Το CAT υπέβαλε στο Δικαστήριο τρία προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με την έννοια του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Ενδείκνυται να εξεταστούν πρώτα τα προδικαστικά ερωτήματα υπ’ αριθ. 3 και 4, τα οποία αφορούν τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες συμφωνίες όπως οι επίμαχες στην υπό κρίση υπόθεση μπορούν να συνιστούν περιορισμούς του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Ακολούθως, πρέπει να εξεταστεί το προδικαστικό ερώτημα υπ’ αριθ. 5, το οποίο αφορά το ζήτημα αν μια τέτοιου είδους συμφωνία μπορεί να συνιστά ως εκ του αντικειμένου περιορισμό παρά το γεγονός ότι παρέχει στους καταναλωτές κάποια περιορισμένα οφέλη.

1)      Επί των προδικαστικών ερωτημάτων υπ’ αριθ. 3 και 4

96.      Με τα προδικαστικά ερωτήματα υπ’ αριθ. 3 και 4, τα οποία μπορούν να εξεταστούν από κοινού, το CAT ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει τους όρους υπό τους οποίους μια συμφωνία φιλικού διακανονισμού ένδικης διαφοράς, η οποία συνήφθη προκειμένου να παύσει εκκρεμής ένδικη διαδικασία σχετική με το κύρος διπλώματος ευρεσιτεχνίας επί φαρμακευτικού σκευάσματος και με το αν το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας υφίσταται προσβολή από τη γενόσημη εκδοχή του σκευάσματος αυτού, μπορεί να αποτελέσει περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, στην περίπτωση κατά την οποία δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί ο διάδικος που θα μπορούσε να νικήσει στη διαδικασία αυτή.

97.      Το CAT ερωτά ιδίως αν μια τέτοιου είδους συμφωνία συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου όταν ο παρασκευαστής των γενόσημων δέχεται να μην εισέλθει στην αγορά με το προϊόν του και να μη συνεχίσει την εκ μέρους του αμφισβήτηση του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος της συμφωνίας, η οποία δεν υπερβαίνει τη εναπομένουσα διάρκεια ισχύος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, και όταν ο κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας αναλαμβάνει την υποχρέωση να καταβάλει στον παρασκευαστή γενόσημων ποσά τα οποία υπερβαίνουν κατά πολύ τη δικαστική δαπάνη που αποφεύχθηκε και τα οποία δεν αποτελούν πληρωμή για αγαθά ή υπηρεσίες που παρασχέθηκαν.

98.      Επιπλέον, το CAT ζητεί να διευκρινιστεί αν η απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να είναι διαφορετική όταν η εμβέλεια του περιορισμού που επιβάλλεται στον παρασκευαστή γενόσημων δεν υπερβαίνει εκείνη του επίμαχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή όταν το ποσό που καταβάλλεται στον εν λόγω παρασκευαστή είναι μικρότερο από το κέρδος που αυτός θα εξασφάλιζε αν είχε κερδίσει τη δίκη σχετικά με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και αν είχε εισέλθει στην αγορά με ανεξάρτητο προϊόν.

99.      Για να δοθεί απάντηση στα ερωτήματα αυτά, πρέπει κατ’ αρχάς να υπομνησθεί ότι το άρθρο 101 ΣΛΕΕ απαγορεύει όλες τις συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων που έχουν ως αντικείμενο ή ως αποτέλεσμα την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς και ότι ο αντίθετος προς τον ανταγωνισμό σκοπός και τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα μιας συμφωνίας αποτελούν όχι σωρευτικές, αλλά διαζευκτικές προϋποθέσεις για να εκτιμηθεί αν μια τέτοια συμφωνία εμπίπτει στην απαγόρευση που προβλέπει η διάταξη αυτή (71).

100. Με άλλα λόγια, ανεξάρτητα από τα αποτελέσματά τους, οι συμφωνίες απαγορεύονται όταν με αυτές επιδιώκεται ένας αντίθετος προς τον ανταγωνισμό σκοπός (72). Ο λόγος είναι ότι ορισμένες μορφές συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων, όπως επί παραδείγματι ο οριζόντιος καθορισμός των τιμών από συμπράξεις, μπορούν να θεωρηθούν, εκ της φύσεώς τους, ως παραβλάπτουσες την ορθή λειτουργία του ανταγωνισμού και, επομένως, ως ίς για τον ανταγωνισμό ώστε να μην απαιτείται εξέταση των αποτελεσμάτων τους (73).

101. Για να εκτιμηθεί ο επιζήμιος για τον ανταγωνισμό χαρακτήρας μιας συμφωνίας πρέπει να λαμβάνονται ιδίως υπόψη το περιεχόμενο των διατάξεών της, οι σκοποί τους οποίους επιδιώκει, καθώς και το οικονομικό και νομικό πλαίσιο στο οποίο αυτή εντάσσεται. Κατά την εκτίμηση των ανωτέρω παραμέτρων, πρέπει επίσης να λαμβάνεται υπόψη το είδος των επηρεαζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, καθώς και οι πραγματικές συνθήκες της λειτουργίας και της διαρθρώσεως της οικείας αγοράς ή των οικείων αγορών. Επιπλέον, μολονότι η πρόθεση των μερών δεν συνιστά στοιχείο αναγκαίο για τον προσδιορισμό του περιοριστικού χαρακτήρα μιας συμφωνίας μεταξύ επιχειρήσεων, ουδόλως απαγορεύεται στις αρμόδιες για τον ανταγωνισμό αρχές ή στα εθνικά δικαιοδοτικά όργανα και τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης να τη λαμβάνουν υπόψη (74).

102. Στο μέτρο που η έννοια του «ως εκ του αντικειμένου» περιορισμού του ανταγωνισμού πρέπει, ωστόσο, να ερμηνεύεται συσταλτικά, μια συμφωνία πρέπει, για να μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά τέτοιο περιορισμό, να είναι κατά τρόπο πρόδηλο αρκούντως επιβλαβής για τον ανταγωνισμό (75).

103. Αν από την ανάλυση του περιεχομένου ενός είδους συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων δεν προκύψει ότι αυτός είναι αρκούντως επιβλαβής για τον ανταγωνισμό, πρέπει να εξεταστούν τα αποτελέσματά του, προκειμένου δε να απαγορευθεί αυτός πρέπει να συντρέχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι πράγματι ο ανταγωνισμός είτε παρεμποδίστηκε είτε περιορίστηκε είτε νοθεύτηκε αισθητά (76).

104. Εν προκειμένω, η Επιτροπή και η CMA υποστηρίζουν ότι οι συμφωνίες GUK και Alpharma, όπως ακριβώς και οι κρίσιμες συμφωνίες στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση Beef Industry Development Society και Barry Brothers(77), συνιστούν συμφωνίες περί αποκλεισμού από την αγορά. Βάσει των συμφωνιών αυτών, η GSK είχε προβεί σε σημαντικές καταβολές υπέρ των παρασκευαστών γενόσημων, για τις οποίες μοναδικό αντάλλαγμα εκ μέρους των παρασκευαστών γενόσημων ήταν η δέσμευσή τους να μην εισέλθουν στην αγορά με τη δική τους ανεξάρτητη γενόσημη παροξετίνη καθ’ όλη τη διάρκεια της συμφωνηθείσας χρονικής περιόδου. Επομένως, οι συγκεκριμένες συμφωνίες είχαν αντικείμενο σαφώς αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού και, κατά συνέπεια, συνιστούν περιορισμούς του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

105. Αντιθέτως, η GSK και οι παρασκευαστές γενόσημων υποστήριξαν ενώπιον του CAT, όπως και ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι οι συμφωνίες GUK και Alpharma δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να θεωρηθούν ότι είναι, όπως απαιτεί η νομολογία (78), αρκούντως επιβλαβείς για τον ανταγωνισμό ώστε να συνιστούν περιορισμούς του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου τους κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ. Οι συμφωνίες αυτές αποτελούσαν μάλλον περίπλοκους μηχανισμούς οι οποίοι αντικατόπτριζαν έναν συμβιβασμό στο συγκεκριμένο πλαίσιο συμφωνίας φιλικού διακανονισμού επί θεμάτων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, και ουδόλως προσομοιάζουν σε απλές συμφωνίες αποκλεισμού από την αγορά.

106. Όπως προαναφέρθηκε (79), σύμφωνα με το CAT, στο οποίο εναπόκειται, όπως ήδη έχει επισημανθεί, η εξέταση των πραγματικών περιστατικών της υποθέσεως στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως (80), οι συμφωνίες GUK και Alpharma (81) αποσκοπούσαν στην προστασία της GSK, κατά τη διάρκεια των συμφωνηθεισών χρονικών περιόδων, έναντι του κινδύνου εισόδου στην αγορά των εν λόγω γενόσημων ανταγωνιστών, σε αντάλλαγμα σημαντικών μεταβιβάσεων αξίας οι οποίες υπερέβαιναν κατά πολύ τα δικαστικά έξοδα που αποφεύχθηκαν. Εντούτοις, το CAT διερωτάται εάν, εν προκειμένω, εντός του σχετικού πλαισίου των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας της υπό κρίση υποθέσεως, τα στοιχεία αυτά καθιστούν δυνατό τον χαρακτηρισμό των εν λόγω συμφωνιών ως περιοριστικών του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου τους.

107. Κατά συνέπεια, πρέπει, ακολούθως, να εξεταστούν τα προβαλλόμενα από την GSK και τους παρασκευαστές γενόσημων επιχειρήματα τα οποία είχαν ως αποτέλεσμα την υποβολή του εν λόγω προδικαστικού ερωτήματος εκ μέρους του αιτούντος δικαστηρίου, προκειμένου να κριθεί αν τα επιχειρήματα αυτά είναι ικανά να αποδείξουν ότι οι επίμαχες στην κύρια δίκη συμφωνίες δεν είναι αρκούντως επιβλαβείς για τον ανταγωνισμό ώστε να χαρακτηριστούν ως περιορισμοί του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

i)      Επί του «εν δυνάμει περιοριστικού του ανταγωνισμού χαρακτήρα» συμφωνίας επιβάλλουσας περιορισμό που δεν υπερβαίνει την εμβέλεια και την εναπομένουσα διάρκεια ισχύος διπλώματος ευρεσιτεχνίας

108. Με μια πρώτη σειρά επιχειρημάτων, η GSK και οι παρασκευαστές γενόσημων υποστηρίζουν ότι, στο μέτρο που η εμβέλεια και η διάρκεια ισχύος των περιορισμών που επέβαλαν οι συμφωνίες δεν υπερέβαιναν την εμβέλεια και την εναπομένουσα διάρκεια ισχύος του επίμαχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας, οι συμφωνίες αυτές δεν ήταν σε μεγαλύτερο βαθμό περιοριστικές του ανταγωνισμού σε σχέση με τη νόμιμη εμβέλεια ισχύος του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Επομένως, οι επιβαλλόμενοι από τις συμφωνίες περιορισμοί εντάσσονται απλώς στο πλαίσιο ασκήσεως του δικαιώματος του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, ήτοι της GSK, να αντιτάσσεται σε προσβολές των –τεκμαιρομένων εγκύρων– δικαιωμάτων του που απορρέουν από το δίπλωμα αυτό, αποτρέποντας την είσοδο στην αγορά των προϊόντων που τα προσβάλλουν. Ομοίως, η GUK και η Alpharma, δυνάμει των συμφωνιών αυτών, ουδεμία άλλη υποχρέωση ανέλαβαν πλην του σεβασμού των εκ του διπλώματος ευρεσιτεχνίας και τεκμαιρόμενων εγκύρων δικαιωμάτων της GSK.

109. Εντούτοις, είναι εσφαλμένο να γίνει δεκτό ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι οι επιβληθέντες περιορισμοί δεν υπερβαίνουν την εμβέλεια και την εναπομένουσα διάρκεια ισχύος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας (82), τυχόν σύναψη συμφωνίας βάσει της οποίας ο κάτοχος ενός τέτοιου διπλώματος αμείβει έναν ανταγωνιστή προκειμένου αυτός να μην εισέλθει στην αγορά ισοδυναμεί με άσκηση του δικαιώματος του κατόχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας να αντιτάσσεται σε οποιαδήποτε προσβολή, καθώς και στη δέσμευση των ανταγωνιστών του να σέβονται τα δικαιώματά του επί του διπλώματος ευρεσιτεχνίας το οποίο τεκμαίρεται έγκυρο (83).

110. Κατ’ αρχάς, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει ειδικότερα η Alpharma, από τη νομολογία την οποία επικαλείται ουδόλως προκύπτει ότι το Δικαστήριο έχει απορρίψει εν γένει το ενδεχόμενο συμφωνίες στον τομέα της πνευματικής ιδιοκτησίας να μπορούν να περιορίζουν τον ανταγωνισμό (84).

111. Αντιθέτως, από τη νομολογία προκύπτει ότι, ακόμη και αν ένα δικαίωμα βιομηχανικής ή εμπορικής ιδιοκτησίας, εφόσον ρυθμίζεται νομοθετικώς, δεν συγκεντρώνει τα κατά το άρθρο 101 ΣΛΕΕ στοιχεία συμβάσεως ή εναρμονισμένης πρακτικής, η άσκησή του δύναται να υπαχθεί στις απαγορεύσεις του άρθρου αυτού, αν προκύπτει ότι αποτελεί το αντικείμενο, το μέσο ή το αποτέλεσμα συμπράξεως (85). Με άλλα λόγια, το Γενικό Δικαστήριο, όπως συνόψισε στην υπόθεση Servier κ.λπ. κατά Επιτροπής, επιβάλλει κυρώσεις όχι για τη νόμιμη άσκηση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας αλλά για την καταχρηστική χρήση τους (86).

112. Τούτο, εξάλλου, συνάδει προς τους σκοπούς του διεθνούς δικαίου και του δικαίου της Ένωσης στον τομέα της διανοητικής ιδιοκτησίας, επιδίωξη των οποίων είναι η αναζήτηση ισορροπίας μεταξύ, αφενός, της προστασίας των συμφερόντων των δικαιούχων δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας και, αφετέρου, της προστασίας του νόμιμου εμπορίου έναντι κάθε αδικαιολόγητου εμποδίου (87). Η δε οδηγία 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (88), διευκρινίζει, μεταξύ άλλων, ότι η εν λόγω οδηγία δεν πρέπει να θίγει την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού και ότι τα μέτρα που προβλέπει δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται για τον αδικαιολόγητο περιορισμό του ανταγωνισμού κατά τρόπο αντίθετο προς τη Συνθήκη (89).

113. Συναφώς, μολονότι, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα νομολογία (90), σκοπός του διπλώματος ευρεσιτεχνίας είναι να παρέχει στον κάτοχο το δικαίωμα να αντιτάσσεται σε οιαδήποτε προσβολή, ο σκοπός αυτός δεν μπορεί εντούτοις να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι διασφαλίζει επίσης προστασία έναντι αγωγών που αποσκοπούν στην αμφισβήτηση του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Το αντίθετο θα αντέβαινε προς το δημόσιο συμφέρον το οποίο επιβάλλει την εξάλειψη κάθε εμποδίου στην οικονομική δραστηριότητα δυνάμενου να ανακύψει λόγω της εσφαλμένης χορηγήσεως ενός διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Ομοίως, όπως ορθώς έχει αναγνωρίσει το Γενικό Δικαστήριο, το τεκμήριο εγκυρότητας του διπλώματος ευρεσιτεχνίας δεν μπορεί να ισοδυναμεί με τεκμήριο ελλείψεως νομιμότητας γενόσημων σκευασμάτων νομίμως διατιθέμενων στην αγορά, τα οποία ο κάτοχος διπλώματος ευρεσιτεχνίας θεωρεί ότι συνιστούν προσβολή του εν λόγω διπλώματος (91).

114. Ωστόσο, η σύναψη συμφωνίας, βάσει της οποίας ανταγωνιστής του κατόχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας δεσμεύεται να μην εισέλθει στην αγορά και να μη συνεχίσει να αμφισβητεί το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας έναντι καταβολής σημαντικού ποσού προσφέροντας ως μοναδικό αντάλλαγμα τη δέσμευση αυτή, αποβλέπει ακριβώς στη  διασφάλιση της προστασίας του κατόχου του διπλώματος αυτού έναντι αγωγών που αποσκοπούν στην αμφισβήτηση του κύρους του εν λόγω διπλώματός του και στην καθιέρωση τεκμηρίου ελλείψεως νομιμότητας για τα προϊόντα τα οποία ενδέχεται να διατεθούν στην αγορά από τον ανταγωνιστή του. Επομένως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι η σύναψη τέτοιας συμφωνίας εντάσσεται στο πλαίσιο της άσκησης, από τον κάτοχο του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, των δικαιωμάτων που απορρέουν από το αντικείμενο του διπλώματος αυτού. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον, όπως έχει διευκρινισθεί στη νομολογία, εναπόκειται στις δημόσιες αρχές και όχι στις επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα να διασφαλίζουν την τήρηση των νομικών διατάξεων (92).

115. Ομοίως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι, από πλευράς των παρασκευαστών γενόσημων, η σύναψη τέτοιας συμφωνίας ισοδυναμεί αποκλειστικά με την εκ μέρους τους αναγνώριση των δικαιωμάτων του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας και της τεκμαιρόμενης εγκυρότητας του διπλώματος αυτού. Πράγματι, εάν ο κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας προβεί, υπέρ των παρασκευαστών γενόσημων, σε σημαντική μεταβίβαση αξίας, μοναδικό αντάλλαγμα για την οποία είναι η δέσμευσή των τελευταίων να μην εισέλθουν στην αγορά και να παύσουν πλέον οιαδήποτε αμφισβήτηση του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, τούτο υποδηλώνει, ελλείψει άλλης εύλογης εξηγήσεως, ότι αυτό που τους ώθησε να αποστούν από την είσοδό τους στην αγορά και από την εκ μέρους τους αμφισβήτηση του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας δεν ήταν η αντίληψή τους περί της ισχύος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας αλλά η προοπτική αυτής της μεταβιβάσεως αξίας. Τούτο επιβεβαιώνεται και από τα πραγματικά περιστατικά της κύριας δίκης, τα οποία μνημονεύει το CAT, από τα οποία προκύπτει ότι οι επίμαχες συμφωνίες ήταν αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων κατά τη διάρκεια των οποίων η GSK αύξανε σταδιακά το ποσό των προσφορών της μέχρις ότου να είναι αρκούντως υψηλές ώστε να πεισθούν οι παρασκευαστές γενόσημων να υπογράψουν (93).

116. Κατά συνέπεια, είναι εσφαλμένος o ισχυρισμός ότι οι συμφωνίες GUK και Alpharma δεν ήταν σε μεγαλύτερο βαθμό περιοριστικές του ανταγωνισμού από τη νόμιμη εμβέλεια ισχύος του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Πράγματι, η δυνατότητα περιορισμού του ανταγωνισμού που απορρέει από τη νόμιμη εμβέλεια του εν λόγω διπλώματος περιορίζεται στη δυνατότητα αντικρούσεως κάθε αμφισβητήσεως του κύρους του καθώς και σε κάθε εικαζόμενη προσβολή με κάθε νόμιμο μέσο του δικαίου των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, πράγμα που συνιστά τη συνήθη διαδικασία ανταγωνισμού σε τομείς στους οποίους ισχύουν δικαιώματα αποκλειστικότητας επί των τεχνολογιών (94). Αντιθέτως, ο εν δυνάμει περιοριστικός του ανταγωνισμού χαρακτήρας μιας συμφωνίας, βάσει της οποίας ο κάτοχος διπλώματος ευρεσιτεχνίας «αγοράζει» τη δέσμευση ανταγωνιστή να μην εισέλθει στην αγορά και να μη συνεχίσει την αμφισβήτηση του κύρους διπλώματος ευρεσιτεχνίας, συνίσταται στην εξάλειψη κάθε κινδύνου αμφισβητήσεως και, ως εκ τούτου, στην εξάλειψη του ανταγωνισμού σχετικά με το κατοχυρωμένο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας προϊόν του.

117. Στο πεδίο εφαρμογής λοιπόν των φαρμακευτικών διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, όπως και αλλού, η αντίληψη η οποία είναι συνυφασμένη με τις σχετικές προς τον ανταγωνισμό διατάξεις της ΣΛΕΕ επιβάλλει κάθε επιχειρηματίας να καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο την πολιτική που προτίθεται να ακολουθήσει στην αγορά (95) και απαγορεύει στους εν λόγω επιχειρηματίες να αντικαθιστούν συνειδητά τους εκ του ανταγωνισμού κινδύνους με μεταξύ τους συνεργασία στην πράξη (96). Η σύναψη δε συμφωνίας, βάσει της οποίας ο κάτοχος διπλώματος ευρεσιτεχνίας αμείβει έναν παρασκευαστή γενόσημων προκειμένου αυτός να μην εισέλθει στην αγορά και να μη συνεχίσει την αμφισβήτηση του κύρους διπλώματος ευρεσιτεχνίας σημαίνει ακριβώς ότι οι επιχειρηματίες αυτοί δεν καθορίζουν πλέον κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά τους σε σχέση με τις συνέπειες του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας, αλλά συμφωνούν αντιθέτως για μια εναρμονισμένη θέση ως προς το ζήτημα αυτό.

118. Ομοίως, η σύναψη μιας τέτοιας συμφωνίας συνεπάγεται για τα εμπλεκόμενα μέρη τη συνειδητή υποκατάσταση των εκ του ανταγωνισμού κινδύνων με μεταξύ τους συνεργασία στην πράξη. Ειδικότερα, εν προκειμένω, η GSK, συνεχίζοντας την ένδικη διαφορά σχετικά με το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή σχετικά με το αν τα γενόσημα προϊόντα συνιστούσαν προσβολή του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας, εξακολουθούσε να έχει ταυτοχρόνως τη δυνατότητα διατηρήσεως του συνόλου των κερδών λόγω της απουσίας γενόσημων της παροξετίνης και τον κίνδυνο απώλειας των κερδών αυτών κατόπιν εισόδου στην αγορά τέτοιων γενόσημων. Ομοίως, οι παρασκευαστές γενόσημων εξακολουθούσαν να έχουν ταυτοχρόνως τη δυνατότητα να πραγματοποιήσουν σημαντικά κέρδη εισερχόμενοι στην αγορά κατά τρόπο ανεξάρτητο και τον κίνδυνο να μην αποκομίσουν κανένα κέρδος σε περίπτωση δικαστικής αναγνωρίσεως της εγκυρότητας του επίδικου διπλώματος ευρεσιτεχνίας και της προσβολής που τα προϊόντα τους συνιστούσαν για το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας.

119. Εφόσον, σε μια τέτοια περίπτωση, ανταγωνιστές συνάπτουν συμφωνίες όπως οι επίμαχες στην κύρια δίκη, τούτο σημαίνει ότι θεωρούν ότι είναι πιο συμφέρον για αυτούς, αντί των ως άνω πιθανοτήτων κέρδους και κινδύνων ζημιών, να προκρίνουν τη βεβαιότητα των διασφαλισμένων εσόδων τα οποία συνίστανται σε μερίδιο επί των κερδών που πραγματοποιεί ο κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας χάρη στην εναρμονισμένη απόφαση των παρασκευαστών γενόσημων να μην εισέλθουν στην αγορά (97). Το γεγονός ότι μια τέτοια κατανομή των κερδών του κατόχου μπορεί να εξακολουθήσει να είναι επωφελής για όλα τα μέρη εξηγείται, μεταξύ άλλων, από το ύψος της διαφοράς στις τιμές των φαρμάκων πριν και μετά την είσοδο γενόσημων στην αγορά (98). Τούτο εξηγεί επίσης τον λόγο για τον οποίο μπορεί να είναι επωφελές για τον κάτοχο διπλώματος ευρεσιτεχνίας πρωτότυπου φαρμακευτικού σκευάσματος να αναστείλει έστω και για λίγους μήνες την είσοδο γενόσημων εκδοχών του σκευάσματος αυτού στην αγορά.

120. Υπό τις συνθήκες αυτές, το γεγονός ότι το ύψος του μεταβιβασθέντος από τον δικαιούχο του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ποσού προς τον παρασκευαστή γενόσημων είναι κατώτερο του κέρδους το οποίο ο τελευταίος ήταν πιθανόν να αποκομίσει σε περίπτωση αυτόνομης εισόδου στην αγορά δεν σημαίνει ότι τυχόν συμφωνία βάσει της οποίας μοναδικό αντάλλαγμα για την καταβολή του ποσού αυτού είναι η δέσμευση περί μη εισόδου στην αγορά δεν συνιστά ως εκ του αντικειμένου περιορισμό του ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, εάν το ποσό παραμένει παρά ταύτα αρκετά σημαντικό ώστε να εξακολουθεί να αποτελεί κίνητρο (99), η σύναψη μιας τέτοιας συμφωνίας μπορεί να εξακολουθεί να είναι επωφελής για τον παρασκευαστή γενόσημων, ακόμη και αν το καταβαλλόμενο σε αυτόν ποσό υπολείπεται των προσδοκώμενων κερδών του σε περίπτωση αυτόνομης εισόδου στην αγορά. Ο λόγος είναι ότι, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, υποκαθιστά τους κινδύνους και τα απρόβλεπτα γεγονότα που αναπόφευκτα συνδέονται με μια τέτοιου είδους είσοδο στην αγορά, καθώς και την ανάγκη να καταβληθούν προς τούτο οι απαραίτητες οικονομικές και εμπορικές προσπάθειες, με τη βεβαιότητα αποκτήσεως, χωρίς περαιτέρω προσπάθεια, σημαντικού μέρους των μονοπωλιακών εσόδων του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας.

ii)    Επί του σχετικού «αντίστροφου σεναρίου»

121. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι ούτε από τη δεύτερη σειρά επιχειρημάτων που προέβαλαν η GSK και οι παρασκευαστές γενόσημων αποδεικνύεται ότι συμφωνίες όπως οι επίμαχες στην υπό κρίση υπόθεση δεν είναι αρκούντως επιβλαβείς για τον ανταγωνισμό ώστε να συνιστούν περιορισμούς του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου τους.

122. Με τη δεύτερη αυτή σειρά επιχειρημάτων, η GSK και οι παρασκευαστές γενόσημων υποστηρίζουν ότι, στο μέτρο που, εν προκειμένω, όπως το ίδιο το CAT αναγνωρίζει, το νομικό καθεστώς του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ήταν εντελώς αβέβαιο και η έκβαση της σχετικής ένδικης διαφοράς αδύνατον να προβλεφθεί, είναι επίσης αδύνατον να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι συμφωνίες μπορούσαν να περιορίσουν τον ανταγωνισμό. Πράγματι, δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί αν το αντίστροφο ως προς τα πραγματικά περιστατικά σενάριο, το οποίο θα συνέβαινε ελλείψει των συμφωνιών, θα ήταν περισσότερο «ανταγωνιστικό» σε σχέση με την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί βάσει των συμφωνιών αυτών, εφόσον δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί αν το σενάριο αυτό θα οδηγούσε σε ευνοϊκή έκβαση της δίκης υπέρ των παρασκευαστών γενόσημων και στην ανεξάρτητη είσοδο των παρασκευαστών αυτών στην αγορά. Ομοίως, θα ήταν εσφαλμένο να θεωρηθεί το σενάριο της εισόδου των παρασκευαστών γενόσημων, κατά προσβολή των δικαιωμάτων της GSK που απορρέουν από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας της, ως περισσότερο ευνοϊκό εξ απόψεως ανταγωνισμού σε σχέση με το σενάριο που περιλαμβάνει τις συμφωνίες, δεδομένου ότι σκοπός του συστήματος των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας είναι ακριβώς η προστασία του υγιούς ανταγωνισμού και η προστασία της καινοτομίας.

123. Στο πλαίσιο αυτό, η Merck, μεταξύ άλλων, υποστηρίζει ότι, στο μέτρο που η εξέταση των συμφωνιών εγείρει αμφιβολίες ως προς το αν είχαν οιαδήποτε επίπτωση επί του ανταγωνισμού, οι αμφιβολίες αυτές πρέπει να αρθούν μέσω συνολικής εξετάσεως των αποτελεσμάτων των συμφωνιών αυτών.

124. Πλην όμως, είναι εσφαλμένος ο ισχυρισμός ότι, εφόσον το νομικό καθεστώς του διπλώματος ευρεσιτεχνίας και το ζήτημα του αν τα γενόσημα προϊόντα συνιστούν προσβολή του είναι στην υπόθεση της κύριας δίκης αβέβαια, δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί αν οι επίμαχες συμφωνίες μπορούσαν να περιορίσουν τον ανταγωνισμό.

125. Πράγματι, για να καθοριστεί κατά πόσον αυτό ισχύει, δεν είναι αναγκαίο να εξεταστεί αν, ελλείψει των συμφωνιών, οι παρασκευαστές γενόσημων θα είχαν με βεβαιότητα, ή με πολύ μεγάλη πιθανότητα, εισέλθει στην αγορά μετά από μια δικαστική νίκη στις ένδικες διαφορές επί των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας. Όπως συνόψισε, κατ’ ουσίαν, το Γενικό Δικαστήριο στην υπόθεση Lundbeck κατά Επιτροπής (100), η εφαρμογή ενός τέτοιου κριτηρίου θα καταργούσε κάθε διάκριση μεταξύ πραγματικού και δυνητικού ανταγωνισμού και θα παράβλεπε το γεγονός ότι το άρθρο 101 ΣΛΕΕ προστατεύει ακριβώς και τον τελευταίο.

126. Για να εξακριβωθεί αν οι επίμαχες συμφωνίες ήταν ικανές να περιορίσουν τον ανταγωνισμό, πρέπει επομένως να εξεταστεί μάλλον αν, διά των συμφωνιών αυτών, τα μέρη υποκατέστησαν την στην πράξη μεταξύ τους συνεργασία με τους κινδύνους της κανονικής λειτουργίας του ανταγωνισμού, στο πλαίσιο της οποίας κάθε συμβαλλόμενο μέρος καθορίζει κατά τρόπο αυτόνομο τη συμπεριφορά του στην αγορά. Αν ισχύει αυτό, η βάσει των συμφωνιών διαμορφωθείσα κατάσταση χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι δεν είναι αποτέλεσμα της κανονικής λειτουργίας του ανταγωνισμού, αλλά αποτέλεσμα συνεννοήσεως διά της οποίας τα μέρη εξάλειψαν τους κινδύνους του ανταγωνισμού.

127. Ως εκ τούτου, υπό την επιφύλαξη του ζητήματος αν μια αρχή ανταγωνισμού οφείλει να αποδείξει ένα «αντίστροφο σενάριο» προκειμένου να κρίνει αν μια συμφωνία έχει αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο, η κατάσταση με την οποία πρέπει να συγκριθεί η κατάσταση που διαμορφώνεται βάσει των συμφωνιών δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, το σενάριο της δικαστικής νίκης του ενός ή του άλλου μέρους στη σχετική με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας ένδικη διαφορά τους και της εισόδου ή μη γενόσημων στην αγορά. Αντιθέτως, το σενάριο με το οποίο πρέπει να συγκριθεί η βάσει των συμφωνιών διαμορφωθείσα κατάσταση είναι απλώς μια κατάσταση κατά την οποία τα μέρη εξακολούθησαν να διαχειρίζονται αυτοτελώς τις διαφορές τους όσον αφορά το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και με βάση τη δική τους αξιολόγηση των κινδύνων και των ευκαιριών από την είσοδο ή μη στην αγορά. Συγκεκριμένα, αυτό που έχει σημασία δεν είναι η παρουσίαση της καταστάσεως σχετικά με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας που θα είχε διαμορφωθεί αν δεν είχαν συναφθεί οι συμφωνίες, αλλά η κατάσταση όσον αφορά τον ανταγωνισμό.

128. Τούτο συνάδει εξάλλου με το γεγονός ότι, όπως ορθώς επισημαίνουν οι διάδικοι, τυχόν κατάσταση στην οποία η έκβαση της ένδικης διαφοράς θα ήταν ευνοϊκή για την GSK και, ως εκ τούτου, θα εμπόδιζε τους παρασκευαστές γενόσημων να εισέλθουν ανεξάρτητα στην αγορά δεν θα ήταν λιγότερο ευνοϊκή από απόψεως ανταγωνισμού σε σχέση με μια κατάσταση εισόδου ανεξαρτήτων γενόσημων κατόπιν δικαστικής νίκης των παρασκευαστών τους. Αυτό που έχει πράγματι καθοριστική σημασία δεν είναι αν θα εισέλθουν ή όχι οι παρασκευαστές γενόσημων κατά τρόπο ανεξάρτητο στην αγορά, αλλά το ζήτημα αν η μη είσοδος είναι αποτέλεσμα της ομαλής λειτουργίας του ανταγωνισμού ή μιας αντιβαίνουσας προς τον ανταγωνισμό μεταξύ τους συνεννόησης.

129. Το ως άνω συμπέρασμα συνάδει, εξάλλου, με τις ήδη ανωτέρω υπομνησθείσες αρχές που απορρέουν από το δίκαιο των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και από την αλληλεπίδρασή του με το δίκαιο του ανταγωνισμού: αφενός, το δίκαιο των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας δεν διασφαλίζει προστασία έναντι τυχόν αμφισβητήσεων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας· η αβεβαιότητα ως προς το νομικό καθεστώς των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και των αγωγών με τις οποίες επιδιώκεται η αμφισβήτησή τους αποτελούν, ως εκ τούτου, μέρος της κανονικής λειτουργίας του ανταγωνισμού στους οικείους τομείς (101). Αφετέρου, δεν εναπόκειται στις αρχές ανταγωνισμού να αξιολογούν την ισχύ των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και να προβαίνουν σε προβλέψεις επί της εκβάσεως ένδικων διαφορών στον τομέα αυτόν, αλλά ούτε τούτο είναι αναγκαίο για την αξιολόγηση των σχετικών με διπλώματα ευρεσιτεχνίας συμφωνιών υπό το πρίσμα του δικαίου του ανταγωνισμού (102).

iii) Επί της φύσεως των συμφωνιών ως φιλικού διακανονισμού πραγματικής ένδικης διαφοράς

130. Τέλος, ούτε με την τρίτη σειρά επιχειρημάτων που προβλήθηκαν από τις προσφεύγουσες της κύριας δίκης είναι δυνατόν να αποδειχθεί ότι οι συμφωνίες βάσει των οποίων παρασκευαστής γενόσημων δέχεται να μην εισέλθει στην αγορά και να παραιτηθεί από τη δικαστική αμφισβήτηση διπλώματος ευρεσιτεχνίας έναντι σημαντικών καταβολών εκ μέρους του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, με μοναδικό αντάλλαγμα την ως άνω δέσμευση του παρασκευαστή γενόσημων, δεν μπορούν να συνιστούν περιορισμούς του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

131. Με την τρίτη σειρά επιχειρημάτων προβάλλεται ότι οι συμφωνίες GUK και Alpharma, ως συμφωνίες για τον φιλικό διακανονισμό εκκρεμών ενδίκων διαδικασιών, επεδίωκαν θεμιτό σκοπό ο οποίος εκ προοιμίου δεν συνάδει με τον χαρακτηρισμό μιας συμφωνίας ως περιορίζουσας τον ανταγωνισμό ως εκ του αντικειμένου της, δεδομένου ότι τέτοιες συμφωνίες φιλικού διακανονισμού εξυπηρετούν το κοινωνικό συμφέρον και ενθαρρύνονται από τις δημόσιες αρχές. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την επιχειρηματολογία αυτή, μια τέτοιου είδους συμφωνία φιλικού διακανονισμού θα μπορούσε να συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, μόνο σε περιπτώσεις στις οποίες το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας είναι προδήλως άκυρο ή έχει αποκτηθεί δολίως και στις οποίες αποδεικνύεται ότι τα μέρη επιδιώκουν να τερματιστεί, κατά τρόπο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό, μια αμιγώς πλασματική διαφορά επί ενός τέτοιου διπλώματος ευρεσιτεχνίας.

132. Αντιθέτως, κατά τις προσφεύγουσες της κύριας δίκης, στο πλαίσιο πραγματικής ένδικης διαφοράς για νόμιμο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, της οποίας η έκβαση είναι αδύνατον να προβλεφθεί, οι προβλεπόμενες βάσει των συμφωνιών καταβολές αντικατοπτρίζουν απλώς την επίτευξη ενός συμβιβασμού μεταξύ των μερών ενόψει του κινδύνου να υποστούν ενδεχόμενη ζημία, αφενός η GSK σε περίπτωση παράνομης εισόδου των παρασκευαστών γενόσημων στην αγορά και αφετέρου οι εν λόγω παρασκευαστές σε περίπτωση μη εισόδου τους στην αγορά άνευ βασίμου λόγου. Ο χαρακτηρισμός μιας τέτοιας συμφωνίας ως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου θα στερούσε τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις από κάθε δυνατότητα φιλικού διακανονισμού μιας ένδικης διαφοράς περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, η μόνη δε επιλογή που θα είχαν, εν μέσω μιας τέτοιας διαφοράς, θα ήταν είτε να υποχωρήσουν είτε να επιδιώξουν τη συνέχιση των εκκρεμών ενδίκων διαδικασιών μέχρι τέλους.

133. Κατ’ αρχάς, όπως έχει διευκρινίσει το Δικαστήριο, το άρθρο 101 ΣΛΕΕ δεν διακρίνει καθόλου μεταξύ συμφωνιών που έχουν ως αντικείμενο τον τερματισμό της διαφοράς και αυτών που επιδιώκουν άλλους σκοπούς και, ως εκ τούτου, είναι δυνατή η ακύρωση ενός δικαστικού συμβιβασμού λόγω παραβάσεως του δικαίου του ανταγωνισμού της Ένωσης (103). Ο στόχος περί ενθαρρύνσεως των συμφωνιών φιλικού διακανονισμού δεν θα μπορούσε πράγματι να προφυλάσσει τέτοιου είδους συμφωνίες από την εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού, οι κανόνες του οποίου αποτελούν μέρος της δημοσίας τάξεως (104).

134. Περαιτέρω, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, ακόμη και σε περίπτωση πραγματικής ένδικης διαφοράς σχετικά με νόμιμο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας με αβέβαιη έκβαση, πρέπει, προκειμένου να εκτιμηθεί αν η συμφωνία φιλικού διακανονισμού μιας τέτοιας διαφοράς έχει αντικείμενο αντίθετο προς τον ανταγωνισμό, να εξετάζεται εάν η εν λόγω συμφωνία διευθέτησε πράγματι τη συγκεκριμένη διαφορά και αν οι όροι αυτοί αντικατοπτρίζουν έναν σχετικό συμβιβασμό μεταξύ των μερών. Με άλλα λόγια, τίθεται το ζήτημα αν η συμφωνία αποτελεί πραγματικό συμβιβασμό, ο οποίος επιτεύχθηκε βάσει αυτοτελούς εκτιμήσεως από τα μέρη της καταστάσεώς τους σε σχέση με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ή αν η συμφωνία αποσκοπεί μάλλον στον τερματισμό της διαφοράς μέσω καταβολής ποσών από το ένα μέρος υπέρ του άλλου, προκειμένου το τελευταίο να παύσει πλέον κάθε αμφισβήτηση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας και να μην μετέχει πλέον στον ανταγωνισμό.

135. Πλην όμως, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζονται εν προκειμένω οι διάδικοι, από τις διαπιστώσεις του CAT επί των πραγματικών περιστατικών συνάγεται ότι οι επίμαχες στην κύρια δίκη συμφωνίες δεν φαίνεται να διευθετούσαν τις ένδικες διαφορές των μερών σχετικά με διπλώματα ευρεσιτεχνίας, αλλά απλώς μετέθεταν χρονικά την επίλυση της διαφωνίας ως προς το ζήτημα αυτό για την μετά τη λήξη των συμφωνιών χρονική περίοδο. Αντί της επιλύσεως τους, οι διαφωνίες μεταξύ των μερών φαίνονται να είχαν απλώς τεθεί εντός παρενθέσεως καθ’ όλη τη διάρκεια ισχύος των συμφωνιών.

136. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του CAT (105), οι συμφωνίες GUK και Alpharma προέβλεπαν μόνον τη δέσμευση των εν λόγω παρασκευαστών γενόσημων να αποστούν από την εκ μέρους τους δικαστική αμφισβήτηση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας της GSK και να μην εισέλθουν στην αγορά με τα προϊόντα τους κατά τη συμφωνηθείσα χρονική περίοδο. Αντιθέτως, ουδόλως προέβλεπαν ότι, μετά την περίοδο αυτή, οι εν λόγω παρασκευαστές θα μπορούσαν να εισέλθουν στην αγορά χωρίς να έρθουν εκ νέου αντιμέτωποι με αμφισβητήσεις από πλευράς GSK.

137. Ομοίως, δεν προκύπτει ότι συνδέονταν καθ’ οιονδήποτε τρόπο, αφενός, η δέσμευση των παρασκευαστών γενόσημων να αποστούν από κάθε αμφισβήτηση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας της GSK και να μην εισέλθουν στην αγορά και, αφετέρου, το ύψος των καταβολών, με τον κίνδυνο της ζημίας που θα μπορούσαν να υποστούν, είτε η GSK στην περίπτωση παράνομης εισόδου των γενόσημων στην αγορά, είτε οι παρασκευαστές γενόσημων σε περίπτωση μη εισόδου τους στην αγορά η οποία θα αποδεικνυόταν στη συνέχεια ότι συνέβη άνευ βάσιμου λόγου, εξαιτίας του ανίσχυρου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή του γεγονότος ότι το εν λόγω δίπλωμα δεν υφίστατο προσβολή από τα γενόσημα σκευάσματα.

138. Πλην όμως, δεν μπορεί να υποστηριχθεί ότι μια συμφωνία είναι δυνατόν, με το πρόσχημα ότι συνήφθη ως φιλικός διακανονισμός διαφοράς σχετικής με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, να μη χαρακτηρίζεται ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, αν δεν έχει στην πραγματικότητα ως αντικείμενο τη συμβιβαστική διευθέτηση της εκκρεμούς διαφοράς περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας αλλά μόνον τη χρονική μετάθεση της εν λόγω διαφοράς στο μέλλον με την, διά της καταβολής ποσών, παροχή κινήτρων στον ανταγωνιστή του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας προκειμένου να μην μετέχει πλέον στον ανταγωνισμό κατά τη διάρκεια του χρόνου ισχύος της συμφωνίας.

139. Επομένως, οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης δεν μπορούν εξάλλου να ισχυρίζονται ότι τυχόν απαγόρευση αυτού του είδους των συμφωνιών θα στερούσε από τους διαδίκους ενδίκων διαδικασιών σχετικών με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας κάθε δυνατότητα φιλικού διακανονισμού της διαφοράς τους. Ειδικότερα, τέτοιου είδους διακανονισμοί εξακολουθούν να είναι δυνατοί εφόσον πράγματι αποσκοπούν στη διευθέτηση των επίμαχων διαφορών και αντικατοπτρίζουν έναν συμβιβασμό μεταξύ των διαδίκων, ο οποίος έχει επιτευχθεί κατόπιν αυτοτελούς εκ μέρους τους εκτιμήσεως της σχετικής με τον ανταγωνισμό καταστάσεως. Τούτο επιρρωννύεται, εξάλλου, από μια αμερικανική εμπειρική μελέτη, την οποία παρέθεσε το CAT (106), από την οποία συνάγεται ότι, μετά την κίνηση από τις αρχές ανταγωνισμού διαδικασιών κατά συμφωνιών όπως οι επίδικες εν προκειμένω, ο αριθμός των συμφωνιών αυτού του είδους μειώθηκε δραματικά, ενώ ο συνολικός αριθμός των συμφωνιών φιλικού διακανονισμού σε σχέση με διπλώματα ευρεσιτεχνίας δεν παρουσίασε μείωση.

140. Τέλος, από το σύνολο των ανωτέρω προκύπτει ότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό ούτε το επιχείρημα της Alpharma ότι οι περιορισμοί που επιβάλλουν οι επίμαχες συμφωνίες πρέπει να θεωρηθούν περιορισμοί παρεπόμενοι του φιλικού διακανονισμού διαφορών από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας. Ειδικότερα, από τη νομολογία προκύπτει μεν ότι δεν εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ ο περιορισμός του ανταγωνισμού που είναι αναγκαίος για την υλοποίηση μιας πράξεως που δεν καλύπτεται από την εν λόγω απαγόρευση (107). Ωστόσο, εν προκειμένω, δεν προκύπτει ότι υπάρχει θεμιτή πράξη για την εφαρμογή της οποίας ήταν αναγκαίοι οι συμφωνηθέντες περιορισμοί, δεδομένου ότι οι περιορισμοί αυτοί αποτελούσαν ακριβώς το αντικείμενο των επιδίκων συμφωνιών.

iv)    Συμπέρασμα

141. Από τις ανωτέρω σκέψεις συνάγεται ότι συμφωνία για τον φιλικό διακανονισμό εκκρεμούσας και με αβέβαιη έκβαση ένδικης διαδικασίας, αφορώσας πραγματική διαφορά σχετική με το κύρος διπλώματος ευρεσιτεχνίας και με το αν το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας υφίσταται προσβολή από γενόσημο προϊόν, βάσει της οποίας ο κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας αναλαμβάνει, υπέρ ενός παρασκευαστή γενόσημων, την υποχρέωση να προβεί σε αρκούντως σημαντική μεταβίβαση αξίας προκειμένου να τον παρακινήσει να εγκαταλείψει τις προσπάθειές του να εισέλθει κατά τρόπο ανεξάρτητο στην αγορά, συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, εφόσον αποδεικνύεται ότι η εν λόγω μεταβίβαση αξίας έχει ως μόνη αντιπαροχή αποκλειστικά την εκ μέρους του παρασκευαστή γενόσημων μη είσοδο στην αγορά με το σκεύασμά του και την εκ μέρους του μη συνέχιση της αμφισβητήσεως του διπλώματος ευρεσιτεχνίας καθ’ όλη τη διάρκεια της συμφωνίας, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. Τούτο ισχύει επίσης και όταν οι περιορισμοί που επιβάλλονται από μια τέτοια συμφωνία δεν υπερβαίνουν την εμβέλεια και τη διάρκεια ισχύος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας και όταν το μεταβιβαζόμενο στον παρασκευαστή γενόσημων ποσό είναι χαμηλότερο των προσδοκώμενων από αυτόν κερδών σε περίπτωση ανεξάρτητης εισόδου στην αγορά.

2)      Επί του προδικαστικού ερωτήματος υπ’ αριθ. 5

142. Το πέμπτο προδικαστικό ερώτημα του CAT αφορά την εκτίμηση, υπό το πρίσμα του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, των οφελών που αποκόμισαν οι καταναλωτές από τις συμφωνίες GUK και Alpharma.

143. Εν προκειμένω, κατά το CAT, οι συμφωνίες αυτές προσέφεραν ορισμένα οφέλη στους καταναλωτές λόγω του ότι προέβλεπαν την εκ μέρους της GSK παροχή σημαντικών πλην όμως περιορισμένων ποσοτήτων εγκεκριμένης γενόσημης παροξετίνης στους παρασκευαστές γενόσημων, την οποία οι τελευταίοι διένειμαν σε τιμή χαμηλότερη από εκείνη που εφάρμοζε η GSK για το Seroxat, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα ελαφρά μείωση της μέσης τιμής της παροξετίνης (108).

144. Επιπλέον, κατά το CAT, η υποκατάσταση των παράλληλων εισαγωγών από την εγκεκριμένη γενόσημη παροξετίνη των IVAX, GUK και Alpharma (109) απέφερε περιορισμένα οφέλη στους καταναλωτές όσον αφορά την ποιότητα, καθόσον στις παράλληλες εισαγωγές εφαρμόστηκε επικόλληση ετικετών σε ξένη γλώσσα, πρακτική η οποία είναι ελάχιστα ελκυστική για τους ασθενείς (110). Αντιθέτως, όπως διευκρίνισε το CAT, η αναταξινόμηση της παροξετίνης στην κλίμακα επιστροφής του NHS και η αντίστοιχη εξοικονόμηση για το NHS οφειλόταν αποκλειστικά στη συμφωνία IVAX (111).

145. Στο πλαίσιο αυτό, το CAT ζητεί από το Δικαστήριο, με το πέμπτο προδικαστικό του ερώτημα, να κρίνει αν υφίσταται περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου

–        όταν μια συμφωνία, η οποία παρουσιάζει τα χαρακτηριστικά που περιγράφησαν στα προδικαστικά ερωτήματα υπ’ αριθ. 3 και 4, προβλέπει, επιπλέον, τη χορήγηση στον παρασκευαστή γενόσημων, από τον κάτοχο του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, σημαντικής πλην όμως περιορισμένης ποσότητας εγκεκριμένου γενόσημου προϊόντος προς διάθεση στο εμπόριο·

–        και όταν τούτο δεν επιφέρει σημαντικό περιορισμό του ανταγωνισμού ως προς τις τιμές που εφαρμόζει ο κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας αλλά παρέχει ορισμένα οφέλη στους καταναλωτές τα οποία δεν θα είχαν αν οι παρασκευαστές γενόσημων δεν είχαν εισέλθει καθόλου στην αγορά·

–        και όταν τα οφέλη αυτά ήταν, ωστόσο, σαφώς μικρότερα από εκείνα που θα μπορούσαν να προκύψουν από την ανεξάρτητη είσοδο των εν λόγω παρασκευαστών στην αγορά.

146. Επιπλέον, το CAT ζητεί να διευκρινιστεί κατά πόσον το ζήτημα αυτό έχει σημασία για την απάντηση στο ερώτημα αν μια συμφωνία συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ ή αν, αντιθέτως, τούτο έχει σημασία μόνο στο πλαίσιο αξιολογήσεως βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ.

147. Επί του τελευταίου αυτού σημείου, πρέπει να σημειωθεί ότι είναι βεβαίως αληθές ότι, εφόσον αποδειχθεί ότι μια συμφωνία εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, διότι συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, τυχόν οφέλη που απορρέουν από τη συμφωνία αυτή μπορούν να εκτιμηθούν πλέον μόνο βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ (112).

148. Όπως έχει αναγνωρίσει η νομολογία, σε αντίθετη περίπτωση, το άρθρο 101, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ θα έχανε σε μεγάλο βαθμό την πρακτική του αποτελεσματικότητα. Ως εκ τούτου, το δίκαιο της Ένωσης δεν αναγνωρίζει έναν «rule of reason» ο οποίος να συνεπάγεται στάθμιση των υπέρ και κατά του ανταγωνισμού πτυχών μιας συμφωνίας για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (113).

149. Ωστόσο, κατά την εξέταση του ζητήματος αν μια συμφωνία συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού απαγορευόμενο από το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, η αξιολόγηση των οφελών που δήθεν απορρέουν από τη συμφωνία αυτή μπορεί να έχει σημασία, μεταξύ άλλων, από δύο απόψεις: αφενός, η ύπαρξη τέτοιου είδους οφελών μπορεί, υπό εξαιρετικές περιστάσεις, να θέσει υπό αμφισβήτηση την ίδια τη διαπίστωση περί υπάρξεως περιορισμού του ανταγωνισμού απαγορευόμενου από το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Αφετέρου, η ύπαρξη τέτοιου είδους οφελών μπορεί, υπό ορισμένες περιστάσεις, να θέσει υπό αμφισβήτηση τη διαπίστωση ότι υφίσταται περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, οπότε καθίσταται αναγκαία η εξέταση των αποτελεσμάτων της εν λόγω συμφωνίας.

i)      Επί της σημασίας των οφελών που απορρέουν από μια συμφωνία για τη διαπίστωση της υπάρξεως περιορισμού του ανταγωνισμού βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

150. Κατ’ αρχάς, από τη νομολογία προκύπτει ότι οι θετικές για τον ανταγωνισμό πτυχές ενός συντονισμού μεταξύ επιχειρήσεων μπορούν να λαμβάνονται υπόψη ήδη κατά το στάδιο της εξετάσεως της δυνατότητας εφαρμογής του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εφόσον οι πτυχές αυτές μπορούν να θέσουν υπό αμφισβήτηση την ίδια τη διαπίστωση της υπάρξεως περιορισμού του ανταγωνισμού, ο οποίος απαγορεύεται από την τελευταία αυτή διάταξη.

151. Ειδικότερα, το Δικαστήριο έχει επί παραδείγματι κρίνει ότι τα συστήματα επιλεκτικής διανομής, μολονότι αναγκαστικά επηρεάζουν τον ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς, μπορούν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να μη συνιστούν παράβαση του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εφόσον επιδιώκουν θεμιτό σκοπό (114).

152. Ομοίως, το Δικαστήριο έχει κάνει δεκτό ότι τυχόν συντονισμός δυνάμενος να περιορίσει τον ανταγωνισμό εντός της εσωτερικής αγοράς διότι περιορίζει την ελευθερία δράσεως των μερών δεν εμπίπτει κατ’ ανάγκη στο πεδίο εφαρμογής της απαγορεύσεως του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, εφόσον, δεδομένου του γενικού πλαισίου και των σκοπών που επιδιώκει, τα εξ αυτού περιοριστικά του ανταγωνισμού αποτελέσματα είναι συνυφασμένα με την επιδίωξη των εν λόγω σκοπών. Για να γίνει δεκτό αυτό, πρέπει ωστόσο οι επιβαλλόμενοι με τον επίμαχο συντονισμό περιορισμοί να περιορίζονται στο αναγκαίο για την επίτευξη θεμιτών σκοπών μέτρο (115).

153. Το Δικαστήριο έχει, επί παραδείγματι, αναγνωρίσει ότι οι προϋποθέσεις αυτές μπορεί να πληρούνται στην περίπτωση απαγορεύσεως επιβαλλόμενης στα μέλη μιας συνεταιριστικής ενώσεως διανομής προϊόντων για τη γεωργία να αποτελούν μέλη ανταγωνιστικών συνεταιρισμών (116), στην περίπτωση της απαγορεύσεως επαγγελματικών συνεταιρισμών μεταξύ δικηγόρων και ορκωτών λογιστών (117) ή ακόμη στην περίπτωση κανόνων για τον έλεγχο της φαρμακοδιεγέρσεως στον τομέα του αθλητισμού (118). Επομένως, τούτο ισχύει σε περιπτώσεις στις οποίες η συνεργασία μεταξύ επιχειρήσεων αποτελεί αδιαίρετο σύνολο (119) που επιδιώκει έναν ή περισσότερους θεμιτούς σκοπούς, οι οποίοι μπορούν να επιτευχθούν μόνο με την επιβολή ορισμένων περιορισμών του ανταγωνισμού οι οποίοι είναι απαραίτητοι για την υλοποίησή τους.

154. Βάσει των διαπιστώσεων του αιτούντος δικαστηρίου επί των πραγματικών περιστατικών, είναι εντούτοις μάλλον αμφίβολο αν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της νομολογίας αυτής πληρούνται υπό τις περιστάσεις της υποθέσεως της κύριας δίκης.

155. Ειδικότερα, στην υπόθεση της κύριας δίκης δεν προβλήθηκε καν ότι τα οφέλη που απορρέουν από τις συμφωνίες GUK και Alpharma για τους καταναλωτές, δηλαδή η μείωση της μέσης τιμής της παροξετίνης και η βελτίωση της επισημάνσεως στις συσκευασίες των φαρμάκων (120), συνιστούσαν τον κύριο σκοπό των αντίστοιχων συμφωνιών. Ομοίως, ουδείς ισχυρίστηκε ότι οι περιορισμοί που επιβλήθηκαν στην GUK και την Alpharma βάσει των εν λόγω συμφωνιών, ήτοι η απαγόρευση παρασκευής, εισαγωγής ή προμήθειας παροξετίνης πλην εκείνης που παρέσχε η GSK μέσω της IVAX (121), ήταν απαραίτητοι για την υλοποίηση των οφελών αυτών.

156. Αντιθέτως, οι προσφεύγουσες της κύριας δίκης ισχυρίζονται απλώς ότι, λόγω των οφελών αυτών, οι συμφωνίες GUK και Alpharma ήταν ασαφείς όσον αφορά τον ανταγωνισμό, οπότε είναι αδύνατον να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι συμφωνίες αυτές ήταν κατά τρόπο πρόδηλο αρκούντως επιβλαβείς για τον ανταγωνισμό ώστε να θεωρηθούν περιορισμοί του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

ii)    Επί της σημασίας των οφελών που απορρέουν από μια συμφωνία για τη διαπίστωση της υπάρξεως περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου βάσει του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ

157. Επί του τελευταίου αυτού ζητήματος, το έτερο σκέλος του πέμπτου προδικαστικού ερωτήματος του CAT αφορά ακριβώς το αν μια συμφωνία η οποία, όπως και οι συμφωνίες GUK και Alpharma, αποφέρει ορισμένα οφέλη για τους καταναλωτές μπορεί να συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

158. Όπως προκύπτει από την προπαρατεθείσα νομολογία σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο καθορίζεται αν μια συμφωνία έχει αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αντικείμενο, η εξέταση που πρέπει να διενεργηθεί προς τον σκοπό αυτό συνεπάγεται κατ’ ανάγκην τη διερεύνηση στοιχείων του ευρύτερου πλαισίου της επίμαχης συμφωνίας (122). Πράγματι, όπως έχει επανειλημμένως κριθεί, το αντικείμενο μιας συμφωνίας πρέπει να εκτιμάται όχι αφηρημένα, αλλά συγκεκριμένα, λαμβανομένου υπόψη κάθε κρίσιμου στοιχείου (123). Ωστόσο, οποιαδήποτε υποτιθέμενα οφέλη ή θετικά αποτελέσματα μιας συμφωνίας αποτελούν αναντίρρητα στοιχεία του ευρύτερου πλαισίου τα οποία πρέπει να εκτιμώνται κατά την εξέταση του αν η εν λόγω συμφωνία έχει ως αντικείμενο τον περιορισμό του ανταγωνισμού.

159. Ο χαρακτηρισμός συμφωνίας ως περιορίζουσας τον ανταγωνισμό ως εκ του αντικειμένου της έχει ως συνέπεια, από διαδικαστικής απόψεως, την απαλλαγή της οικείας αρχής ανταγωνισμού από την υποχρέωση πλήρους εξετάσεως των αποτελεσμάτων της, η οποία απαιτεί περισσότερους πόρους (124). Ο λόγος της απαλλαγής αυτής έγκειται στο γεγονός ότι η εμπειρία έχει δείξει ότι μια συμφωνία η οποία αποβλέπει ως εκ του αντικειμένου της στον περιορισμό του ανταγωνισμού, επί παραδείγματι μέσω καθορισμού των τιμών ή κατανομής των αγορών μεταξύ ανταγωνιστών, είναι ικανή να παραγάγει αρνητικά αποτελέσματα για τον ανταγωνισμό, οπότε παρέλκει η εξέταση του αν και σε ποιο βαθμό επέρχεται πράγματι το αποτέλεσμα αυτό (125).

160. Επομένως, όπως επισήμανε προσφάτως ο γενικός εισαγγελέας M. Bobek, η εξέταση του πλαισίου μιας συμφωνίας χρησιμεύει επίσης προς επιβεβαίωση του ότι ο επιβλαβής για τον ανταγωνισμό χαρακτήρας μιας συμφωνίας η οποία ενδέχεται, λαμβανομένου υπόψη του περιεχομένου της και των σκοπών της, να συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, δεν τίθεται εν αμφιβόλω από το πραγματικό πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εντάσσεται. Πρέπει, με άλλα λόγια, «υπό το πρίσμα των στοιχείων του φακέλου της υποθέσεως, να ελέγχεται αν υπάρχουν ειδικές περιστάσεις οι οποίες μπορούν να προκαλέσουν αμφιβολίες ως προς τον προβαλλόμενο βλαπτικό χαρακτήρα της επίμαχης συμφωνίας» (126).

161. Πότε όμως συντρέχει περίπτωση στην οποία προκύπτουν αμφιβολίες ως προς την τεκμαιρόμενη βλαπτικότητα και, κατά συνέπεια, ως προς τον αντίθετο προς τον ανταγωνισμό σκοπό συγκεκριμένης συμφωνίας;

162. Όπως έχει επισημάνει συναφώς το Δικαστήριο, για να έχει αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αντικείμενο, ο συντονισμός μεταξύ επιχειρήσεων πρέπει να είναι ικανός να έχει αρνητικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα, πράγμα που σημαίνει ότι πρέπει να είναι πράγματι ικανός, λαμβανομένου υπόψη του νομικού και οικονομικού πλαισίου εντός του οποίου εντάσσεται, να εμποδίσει, να περιορίσει ή να νοθεύσει τον ανταγωνισμό εντός της κοινής αγοράς (127). Αντίθετα, το ζήτημα του κατά πόσον και σε ποιο βαθμό παράγονται όντως αποτελέσματα δεν είναι καθοριστικό. Τούτο σημαίνει ότι η απαγόρευση «παραβάσεων ως εκ του αντικειμένου» ουδόλως πρέπει να θεωρηθεί ότι έχει την έννοια ότι ο αντίθετος προς τον ανταγωνισμό σκοπός δημιουργεί απλώς ένα είδος τεκμηρίου παρανομίας, που μπορεί όμως να ανατραπεί, όταν στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη αρνητικών αποτελεσμάτων στη λειτουργία της αγοράς (128).

163. Επομένως, όπως έχει περαιτέρω διευκρινίσει η νομολογία, για να θεωρηθεί ότι μια συμφωνία είναι αφ’ εαυτής αρκούντως επιβλαβής για τον ανταγωνισμό ώστε να μην είναι αναγκαία η εξέταση των αποτελεσμάτων της προκειμένου να διαπιστωθεί αν είναι ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό, η ικανότητα προκλήσεως βλάβης στον ανταγωνισμό πρέπει να προκύπτει κατά τρόπο επαρκώς πρόδηλο από τη συμφωνία και το πλαίσιό της (129).

164. Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι, για να μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι μια συμφωνία έχει αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αντικείμενο, πρέπει να είναι δυνατόν να καθορισθεί ότι είναι ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν τα αποτελέσματά της. Ως εκ τούτου, η εξέταση του αντίθετου προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αντικειμένου συμφωνίας πρέπει να μετατρέπεται σε εξέταση των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αποτελεσμάτων της, όταν αποδεικνύεται ότι είναι αδύνατον να καθοριστεί, παρά την διερεύνηση του συνόλου των σχετικών συμφυών στοιχείων του ευρύτερου πλαισίου, ότι η συμφωνία αυτή είναι ικανή να περιορίσει τον ανταγωνισμό (130).

165. Ως εκ τούτου, συμφωνία η οποία έχει ως αποτέλεσμα ορισμένα οφέλη για τους καταναλωτές δεν μπορεί πλέον να χαρακτηρίζεται ως περιοριστική του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου της, αν η ύπαρξη των οφελών αυτών σημαίνει ότι δεν είναι πλέον δυνατόν, χωρίς να εξετασθούν τα αποτελέσματά της, να γνωρίζουμε αν είναι ικανή, στο σύνολό της, να περιορίσει τον ανταγωνισμό. Με άλλα λόγια, το ζήτημα που τίθεται είναι αν, λαμβάνοντας υπόψη τα οφέλη που απορρέουν από τη συμφωνία, εξακολουθεί να είναι δυνατόν να συναχθεί ότι έχει εντούτοις αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού. Αν δεν συντρέχει κάτι τέτοιο διότι τα οφέλη αυτά δημιουργούν αμφιβολίες ως προς το αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο της συμφωνίας ή διότι δεν είναι σαφές αν μια συμφωνία που συνεπάγεται τέτοια οφέλη μπορεί να έχει αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο, τότε δεν μπορεί πλέον να συναχθεί η ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου και πρέπει να διενεργηθεί εξέταση των αποτελεσμάτων.

166. Από την άλλη πλευρά, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει, μεταξύ άλλων, η Merck στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, δεν γίνεται αυτομάτως στροφή προς την υποχρέωση εξετάσεως των αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας εφόσον αποδεικνύεται ότι αυτή συνεπάγεται ορισμένα οφέλη ή θετικά αποτελέσματα τα οποία πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εξέταση του ζητήματος αν η συμφωνία συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου της. Πράγματι, δεν είναι η εκτίμηση ορισμένων θετικών δευτερευόντων αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας η οποία συνεπάγεται στροφή από την εξέταση του αντικειμένου μιας συμφωνίας στην εξέταση των αποτελεσμάτων της, αλλά μόνον το γεγονός ότι, ενδεχομένως, τα αποτελέσματα αυτά εγείρουν αμφιβολίες ως προς το αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αντικείμενο της συμφωνίας.

167. Εν προκειμένω, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, υπό την επιφύλαξη της εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο ότι μοναδικό αντάλλαγμα για τη μεταβίβαση αξίας που πραγματοποίησε η GSK προς την GUK και την Alpharma ήταν η δέσμευσή τους να μην εισέλθουν στην αγορά με τα προϊόντα τους και να αποστούν από κάθε αμφισβήτηση του διπλώματος ευρεσιτεχνίας καθ’ όλη τη διάρκεια της συμφωνηθείσας χρονικής περιόδου, αντικείμενο των συμφωνιών GUK και Alpharma ήταν να εξαλειφθεί ο κίνδυνος εισόδου ανεξάρτητων γενόσημων στην αγορά (131).

168. Πλην όμως, εάν συντρέχει τέτοια περίπτωση αυτή, τα οφέλη που παρέχουν οι επίδικες συμφωνίες στους καταναλωτές, ήτοι η μείωση κατά 4 % της μέσης τιμής της παροξετίνης και η βελτίωση της επισημάνσεως στις συσκευασίες των φαρμακευτικών σκευασμάτων (132), δεν είναι ικανά να θέσουν υπό αμφισβήτηση το γεγονός ότι οι συμφωνίες αυτές συνιστούσαν περιορισμούς του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου τους. Πράγματι, τα εν λόγω θετικά αποτελέσματα, εξεταζόμενα εντός του νομικού και οικονομικού υποβάθρου των συγκεκριμένων συμφωνιών, δεν είναι ικανά να εγείρουν αμφιβολίες ως προς το αν οι συμφωνίες αυτές είναι αρκούντως επιβλαβείς για τον ανταγωνισμό ώστε να θεωρηθούν περιορισμοί του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου.

169. Το CAT επισημαίνει, βεβαίως, ότι η μικρή μείωση που επήλθε στην τιμή της παροξετίνης ως αποτέλεσμα των συμφωνιών αυτών δεν στερείται παντελώς σημασίας. Ωστόσο, σύμφωνα με τις διαπιστώσεις του CAT, η εκ μέρους της GSK προμήθεια παροτεξίνης στους παρασκευαστές γενόσημων κατά τα προβλεπόμενα στις συμφωνίες δεν προκάλεσε σημαντική ανταγωνιστική πίεση στην GSK, καθόσον, λόγω των περιορισμένων ποσοτήτων που παρασχέθηκαν, των οποίων το ανώτατο όριο δεν οφειλόταν σε κανέναν τεχνικό περιορισμό, οι παρασκευαστές γενόσημων δεν είχαν συμφέρον να ανταγωνίζονται μέσω των τιμών.

170. Υπό τις συνθήκες αυτές, ορθώς το CAT κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μεταβολή της διαρθρώσεως της αγοράς η οποία προκλήθηκε από τις συμφωνίες δεν οφειλόταν στην καθιέρωση συνθηκών ανταγωνισμού, αλλά σε μια ελεγχόμενη αναδιοργάνωση της αγοράς της παροξετίνης στην οποία προέβη η GSK, και ότι η παροχή παροξετίνης και η μεταβίβαση μεριδίου αγοράς από την GSK στους παρασκευαστές γενόσημων πρέπει να νοούνται ως μεταβίβαση αξίας μη χρηματικού χαρακτήρα (133).

171. Από την ανάλυση των όρων των επίμαχων συμφωνιών, όπως αυτή στην οποία προέβη το CAT, δεν προκύπτει επομένως μια περίπλοκη ρύθμιση με στοιχεία επωφελή και επιβλαβή για τον ανταγωνισμό, από την οποία θα ήταν αδύνατον να καθοριστεί αν έχει, συνολικώς, αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού (134). Προκύπτει μάλλον ότι αντικείμενο των συμφωνιών ήταν σαφώς η εξάλειψη, μέσω μεταβιβάσεων αξίας, του κινδύνου ανεξάρτητης εισόδου στην αγορά των παρασκευαστών γενόσημων και ότι η πρόβλεψη της ελεγχόμενης εισόδου των εν λόγω παρασκευαστών με την παρασχεθείσα από την GSK εγκεκριμένη παροξετίνη αποτελούσε μέρος των κινήτρων που τους προσφέρθηκαν προς τούτο.

172. Συναφώς, η πρόβλεψη της εν λόγω ελεγχόμενης εισόδου μέσω της προμήθειας παροξετίνης σε προνομιακές τιμές και με τη δυνατότητα πραγματοποιήσεως κέρδους, το οποίο διασφαλίζεται μάλιστα από τους όρους των συμφωνιών (135), αποτελεί όχι μόνο μέσο για την απόκρυψη της πραγματοποιηθείσας μεταβιβάσεως, αλλά και παροχή προστιθέμενης αξίας στους παρασκευαστές γενόσημων σε σύγκριση με μια απλή μεταβίβαση σε χρήμα. Αυτή η προστιθέμενη αξία συνίστατο ειδικότερα στη δυνατότητα διανομής της παρεχομένης από την GSK εγκεκριμένης παροξετίνης υπό το δικό τους εμπορικό σήμα και, συνεπώς, στη δημιουργία πελατείας και δικτύων διανομής. Δύναται επίσης να αντιστοιχεί σε παραχώρηση την οποία η GSK ήταν υποχρεωμένη να κάνει, η οποία όμως της παρείχε και οφέλη στον βαθμό που διατηρούσε τη δική της παραγωγή (136).

173. Αλλά ακόμη και αν υποτεθεί ότι τα μέρη, εφαρμόζοντας την ελεγχόμενη είσοδο της GUK και της Alpharma στην αγορά, απέβλεπαν σκοπίμως στην παροχή ορισμένων οφελών στους καταναλωτές, δεν θα μπορούσε εξ αυτού να δημιουργηθούν αμφιβολίες ως προς το επιβλαβές των επίμαχων συμφωνιών για τον ανταγωνισμό.

174. Συγκεκριμένα, όπως έχει διευκρινίσει η νομολογία, το άρθρο 101 ΣΛΕΕ σκοπεί, όπως και οι λοιποί κανόνες ανταγωνισμού που περιλαμβάνει η Συνθήκη, στην προστασία όχι μόνον των άμεσων συμφερόντων των ανταγωνιστών ή των καταναλωτών αλλά και της διαρθρώσεως της αγοράς και, κατ’ επέκταση, του ίδιου του ανταγωνισμού. Επομένως, η διαπίστωση ότι ένας συντονισμός μεταξύ επιχειρήσεων έχει αντικείμενο αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού δεν μπορεί να εξαρτάται από τη διαπίστωση της υπάρξεως άμεσου δεσμού μεταξύ αυτής και των τιμών καταναλωτή (137).

175. Τούτο σημαίνει, αντιθέτως, ότι η παροχή κάποιων ελαχίστων οφελών στους καταναλωτές χάριν μιας μικρής μειώσεως των τιμών δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση το αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αντικείμενο μιας συμφωνίας η οποία έχει εξάλλου ως σκοπό την εξάλειψη του ανταγωνισμού σε σχέση με ορισμένο προϊόν ή ορισμένη αγορά. Εν προκειμένω δε διαπιστώθηκε ότι αυτός ακριβώς ήταν ο σκοπός των επίμαχων συμφωνιών, καθόσον απέβλεπαν στην παροχή κινήτρων στους παρασκευαστές γενόσημων προκειμένου να εγκαταλείψουν τις προσπάθειές τους για αυτόνομη είσοδο στην αγορά (138).

176. Στο πλαίσιο αυτό, διαπιστώθηκε, εξάλλου, ότι το «ανταγωνιστικό» σενάριο, προς το οποίο πρέπει να συγκριθούν οι συνθήκες συντονισμού που διαμορφώθηκαν βάσει των συμφωνιών, δεν είναι εκείνο της αυτόνομης εισόδου των παρασκευαστών γενόσημων στην αγορά, αλλά αυτό της συνεχίσεως των προσπαθειών τους προς τούτο με βάση την ανεξάρτητη αξιολόγηση των αντίστοιχων κινδύνων και ευκαιριών (139).

177. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί η επιχειρηματολογία της GSK και των παρασκευαστών γενόσημων ότι οι συμφωνίες ήταν επωφελείς καθότι κατέστησαν δυνατή την ελεγχόμενη είσοδο των παρασκευαστών γενόσημων στην αγορά, ενώ ήταν αβέβαιο, λόγω της αδυναμίας πρόβλεψης της τελικής εκβάσεως των σχετικών με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας εκκρεμών ένδικων διαφορών, ότι οι παρασκευαστές αυτοί θα μπορούσαν να εισέλθουν κατά τρόπο ανεξάρτητο στην αγορά αν δεν υπήρχαν οι συγκεκριμένες συμφωνίες. Το ίδιο ισχύει και για το επιχείρημα ότι, τουλάχιστον όσον αφορά την περίοδο κατά την οποία ίσχυε η προσωρινή διαταγή και η ενώπιον δικαστηρίου δέσμευση που απαγόρευε την είσοδο των GUK και Alpharma στην αγορά (140), οι συμφωνίες κατέστησαν δυνατή την είσοδο των παρασκευαστών αυτών στην αγορά, είσοδος η οποία είναι βέβαιον ότι θα ήταν αδύνατη αν δεν υπήρχαν οι συμφωνίες αυτές.

178. Συγκεκριμένα, όπως προεκτέθηκε (141), αυτό που έχει σημασία δεν είναι η με κάθε τίμημα είσοδος γενόσημων στην αγορά, αλλά το γεγονός ότι η εν λόγω είσοδος πραγματοποιείται ή δεν πραγματοποιείται λόγω των συνθηκών ελεύθερης λειτουργίας του ανταγωνισμού και όχι λόγω συνεννοήσεως μεταξύ των μερών, η οποία υποκαθιστά τις εν λόγω συνθήκες.

179. Επιπλέον, όπως επισημαίνει το CAT, μολονότι τα απορρέοντα από τις συμφωνίες οφέλη για τους καταναλωτές ήταν βέβαια και όχι δυνητικά, εντούτοις δεν μπορούσαν να συγκριθούν με τα οφέλη τα οποία αντλήθηκαν από την επακόλουθη είσοδο των ανεξάρτητων γενόσημων στην αγορά της παροξετίνης (142). Πλην όμως, οι συμφωνίες εξάλειψαν ακριβώς τη πιθανότητα να πραγματοποιηθεί η εν λόγω είσοδος κατά τη διάρκεια της συμφωνηθείσας χρονικής περιόδου.

iii) Συμπέρασμα

180. Από τις ανωτέρω σκέψεις συνάγεται ότι η αξιολόγηση των οφελών που απορρέουν για τους καταναλωτές από τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ ανταγωνιστών είναι κρίσιμη για τους σκοπούς του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, προκειμένου να εξεταστεί αν η ύπαρξη των οφελών αυτών είναι ικανή να εγείρει αμφιβολίες όσον αφορά την ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού εν γένει και, ειδικότερα, περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Το γεγονός ότι συμφωνία για τον φιλικό διακανονισμό ένδικης διαφοράς μεταξύ κατόχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας και παρασκευαστή γενόσημων προβλέπει ελεγχόμενη είσοδο του εν λόγω παρασκευαστή στην αγορά, από την οποία δεν προκαλείται σημαντική ανταγωνιστική πίεση επί του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, αλλά παρέχονται στους καταναλωτές περιορισμένα οφέλη τα οποία δεν θα είχαν αν ο κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας είχε δικαιωθεί δικαστικά στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς, δεν μπορεί ωστόσο να εγείρει τέτοιου είδους αμφιβολίες, αν η επίμαχη συμφωνία έχει, εξάλλου, ως αντικείμενο να παρακινήσει τον παρασκευαστή γενόσημων να εγκαταλείψει τις προσπάθειές του να εισέλθει κατά τρόπο ανεξάρτητο στην αγορά μέσω μεταβιβάσεως αξίας, μοναδικό αντάλλαγμα για την οποία αποτελεί η εν λόγω εγκατάλειψη των προσπαθειών εισόδου, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

3)      Επί της έννοιας του περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος (προδικαστικό ερώτημα υπ’ αριθ. 6)

181. Το έκτο προδικαστικό ερώτημα του CAT αφορά τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα των συμφωνιών GUK και Alpharma.

182. Πριν δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό, πρέπει εκ προοιμίου να υπομνησθεί ότι, όπως προαναφέρθηκε, το αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αντικείμενο και το αντίθετο προς τους κανόνες του ανταγωνισμού αποτέλεσμα δεν αποτελούν σωρευτικές, αλλά διαζευκτικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή της απαγορεύσεως του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Με άλλα λόγια, μια συμφωνία απαγορεύεται, ανεξαρτήτως των αποτελεσμάτων της, εφόσον ο σκοπός της είναι αντίθετος προς τον ανταγωνισμό. Επομένως, η λήψη υπόψη των αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας παρέλκει αν αποδειχθεί ότι έχει ως αντικείμενο την παρεμπόδιση, τον περιορισμό ή τη νόθευση του ανταγωνισμού εντός της κοινής αγοράς (143).

183. Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, το CAT θα μπορούσε, τουλάχιστον από απόψεως δικαίου της Ένωσης, να μην εξετάσει το ζήτημα των αντίθετων προς τον ανταγωνισμό αποτελεσμάτων των συμφωνιών GUK και Alpharma, εάν διαπίστωνε, βάσει των απαντήσεων που θα του παράσχει το Δικαστήριο στα προδικαστικά ερωτήματα υπ’ αριθ. 3 έως 5, ότι οι συμφωνίες αυτές συνιστούσαν περιορισμούς του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Στο μέτρο όμως που το CAT θα πρέπει ακόμη να προβεί στην εξέταση αυτή, κατόπιν της αποφάσεως του Δικαστηρίου στην παρούσα διαδικασία, το ερώτημά του σχετικά με τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα των συμφωνιών GUK και Alpharma διατηρεί τη σημασία του.

184. Επιπλέον και εν πάση περιπτώσει, όπως διευκρίνισε προσφάτως ο γενικός εισαγγελέας M. Bobek στις προτάσεις του στην υπόθεση Budapest Bank κ.λπ., το γεγονός ότι μια αρχή ανταγωνισμού ή ένα αρμόδιο δικαστήριο δεν υποχρεούται να εξετάζει τα αποτελέσματα μιας συμφωνίας αν έχει διαπιστώσει ότι η συμφωνία αυτή έχει αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο δεν σημαίνει ότι η εν λόγω αρχή ή δικαστήριο δεν μπορεί να εξετάζει συγχρόνως αν μια συμφωνία έχει αντικείμενο και αποτελέσματα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό. Ομοίως, μπορεί επίσης να εξετάζει αν μια συμφωνία έχει αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα μόνον εφόσον κρίνει ότι αυτό είναι αναγκαίο και πρόσφορο λόγω των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως. Όπως επισήμανε περαιτέρω ο γενικός εισαγγελέας M. Bobek, εναπόκειται ωστόσο στην εν λόγω αρχή ή δικαστήριο να συγκεντρώσει τα αναγκαία αποδεικτικά στοιχεία και να προβεί στον νομικό χαρακτηρισμό των στοιχείων αυτών για κάθε είδος παραβάσεως (144).

185. Τούτου δοθέντος, με το έκτο προδικαστικό ερώτημα, το CAT ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν, υπό περιστάσεις όπως αυτές που εκτίθενται στα προδικαστικά ερωτήματα υπ’ αριθ. 3 έως 5, υφίσταται περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος κατά την έννοια του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, ζητεί να διευκρινιστεί αν, για να αποδειχθεί η ύπαρξη τέτοιου περιορισμού, οφείλει να διαπιστώσει ότι, ελλείψει της επίμαχης συμφωνίας, ο παρασκευαστής γενόσημων θα είχε πιθανώς (δηλαδή με πιθανότητα άνω του 50 %) δικαιωθεί δικαστικά στη σχετική με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ένδικη διαδικασία ή τα μέρη θα είχαν πιθανώς (δηλαδή με πιθανότητα άνω του 50 %) συνάψει μια λιγότερο περιοριστική συμφωνία διακανονισμού.

186. Προκειμένου να δοθεί απάντηση στο ερώτημα αυτό πρέπει, κατ’ αρχάς, να εξεταστεί αν τα κατ’ αυτόν τον τρόπο οριζόμενα από το αιτούν δικαστήριο κριτήρια είναι κρίσιμα για την εκτίμηση των περιοριστικών αποτελεσμάτων των οικείων συμφωνιών στην υπό κρίση υπόθεση. Εν συνεχεία, πρέπει να εξετασθεί πώς νοείται εν προκειμένω η απαίτηση κατά την οποία, για να μπορεί μια συμφωνία να εμπίπτει στην απαγόρευση λόγω των αποτελεσμάτων της, πρέπει τα αποτελέσματα αυτά επί της λειτουργίας του ανταγωνισμού να είναι αισθητά.

1)      Επί των κριτηρίων για την εκτίμηση των αποτελεσμάτων επί του ανταγωνισμού συμφωνιών για τον φιλικό διακανονισμό διαφορών σχετικών με διπλώματα ευρεσιτεχνίας στον φαρμακευτικό τομέα

187. Κατά τη νομολογία, σε περίπτωση που από την εξέταση του περιεχομένου μιας συμφωνίας δεν προκύψει ότι αυτή είναι αρκούντως επιβλαβής για τον ανταγωνισμό ώστε να συναχθεί η ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, πρέπει να εξετάζονται τα αποτελέσματά της και, προκειμένου να απαγορευθεί η εφαρμογή της, πρέπει να συντρέχουν στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι πράγματι ο ανταγωνισμός είτε παρεμποδίστηκε είτε περιορίστηκε είτε νοθεύθηκε αισθητά (145).

188. Προκειμένου να κριθεί αν μια συμφωνία πρέπει να θεωρηθεί απαγορευμένη λόγω του ότι έχει ως αποτέλεσμα τη νόθευση του ανταγωνισμού πρέπει να εξετασθεί η λειτουργία του ανταγωνισμού εντός του πραγματικού πλαισίου όπου θα διεξαγόταν αν δεν υπήρχε η επίμαχη συμφωνία (146). Επιπλέον, η εκτίμηση των αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας απαιτεί να συνεκτιμάται το συγκεκριμένο πλαίσιο εντός του οποίου αυτή εντάσσεται, ιδίως το οικονομικό και νομικό πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύσσουν τις δραστηριότητές τους οι οικείες επιχειρήσεις, η φύση των επηρεαζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών, καθώς και οι πραγματικές συνθήκες της λειτουργίας και της διαρθρώσεως της εν λόγω αγοράς ή των εν λόγω αγορών (147).

189. Σύμφωνα με τη νομολογία αυτή, στην υπό κρίση υπόθεση, προκειμένου να εξεταστεί αν οι συμφωνίες GUK και Alpharma συνιστούν περιορισμούς του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος, πρέπει βεβαίως να ληφθεί υπόψη το πλαίσιο των εν λόγω συμφωνιών σε σχέση με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, δεδομένου ότι αυτό αποτελεί μέρος του πραγματικού πλαισίου στο οποίο εντάχθησαν.

190. Ωστόσο, τούτο δεν σημαίνει ότι, για την εξέταση της λειτουργίας του ανταγωνισμού εντός του πραγματικού πλαισίου στο οποίο θα λειτουργούσε αν δεν υπήρχαν οι συμφωνίες αυτές, είναι απαραίτητο να αξιολογηθούν οι αντίστοιχες πιθανότητες των μερών είτε να δικαιωθούν στις εκκρεμείς μεταξύ τους ένδικες διαδικασίες σχετικά με διαφορές από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας είτε να συνάψουν συμφωνία φιλικού διακανονισμού η οποία θα ήταν λιγότερο περιοριστική από απόψεως ανταγωνισμού.

191. Επομένως, είναι βεβαίως αληθές ότι, κατά το Δικαστήριο, το σενάριο που εξετάζεται με βάση την υπόθεση της μη υπάρξεως της επίμαχης συμφωνίας πρέπει να είναι ρεαλιστικό και, υπό το πρίσμα αυτό, επιτρέπεται να ληφθούν υπόψη πιθανές εξελίξεις που θα προκαλούνταν στην αγορά σε περίπτωση που δεν είχε συναφθεί η συμφωνία αυτή (148).

192. Ωστόσο, αυτό το στοιχείο πιθανότητας δεν μπορεί να σημαίνει, σε ένα πλαίσιο όπως το επίμαχο στην κύρια δίκη, ότι η οικεία αρχή ανταγωνισμού, προκειμένου να εξετάσει τα αντίθετα προς τον ανταγωνισμό αποτελέσματα των επίμαχων συμφωνιών, οφείλει να εκτιμήσει τις πιθανότητες να κριθεί άκυρο το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ή να υφίσταται το δίπλωμα αυτό προσβολή από τα οικεία γενόσημα προϊόντα.

193. Πράγματι, όπως αποδείχθηκε ανωτέρω, δεν εναπόκειται στις αρχές ανταγωνισμού να εξακριβώσουν αν η διάθεση στην αγορά γενόσημου φαρμάκου είναι σύμφωνη με το δίκαιο των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας (149). Ως εκ τούτου, δεν μπορεί ούτε να απαιτηθεί από μια τέτοια αρχή να προβαίνει σε προβλέψεις σχετικά με την πιθανή έκβαση των διαφορών επί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας.

194. Εντούτοις, όπως επίσης επισημάνθηκε ανωτέρω, ούτε οι προβλέψεις αυτές σχετικά με την ενδεχόμενη έκβαση των εκκρεμών διαδικασιών επί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας είναι απαραίτητες προκειμένου να είναι σε θέση οι αρχές ανταγωνισμού να εκτιμήσουν τον αντίκτυπο συμφωνιών όπως των επίμαχων στην κύρια δίκη από πλευράς ανταγωνισμού (150).

195. Πράγματι, όπως επισημάνθηκε, η πιθανότητα να δικαιωθεί δικαστικά ο παρασκευαστής γενόσημων στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς με τον κάτοχο διπλώματος ευρεσιτεχνίας για φάρμακο δεν αποτελεί αποφασιστικό κριτήριο για την εξέταση της ανταγωνιστικής σχέσεως μεταξύ των επιχειρηματιών αυτών (151). Τουναντίον, όπως αποδείχθηκε, στο πλαίσιο του δικαίου περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας στον φαρμακευτικό τομέα, η αβεβαιότητα ως προς το κύρος των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας πρωτότυπων φαρμάκων και ως προς το εάν τα διπλώματα αυτά υφίστανται προσβολή από γενόσημες εκδοχές των φαρμάκων αυτών αποτελεί ακριβώς εγγενές στοιχείο στις σχέσεις ανταγωνισμού, τουλάχιστον πριν και, ενδεχομένως, αμέσως μετά την είσοδο των γενόσημων στην αγορά (152). Οι σχετικές διαφορές υποδηλώνουν επομένως την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ κατόχων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και παρασκευαστών γενόσημων (153).

196. Κατά συνέπεια, προκειμένου να εξεταστεί αν τελούν σε σχέση δυνητικού ανταγωνισμού ο κάτοχος διπλώματος ευρεσιτεχνίας φαρμακευτικού σκευάσματος και ο παρασκευαστής της γενόσημου εκδοχής του ίδιου αυτού σκευάσματος, μεταξύ των οποίων εκκρεμεί ένδικη διαφορά, η αρχή ανταγωνισμού δεν πρέπει να αποδείξει ότι ο παρασκευαστής γενόσημων θα είχε μετά βεβαιότητας ή πολύ πιθανώς δικαιωθεί στην ένδικη διαφορά και θα είχε εισέλθει στην αγορά με το σκεύασμά του (154). Αντιθέτως, αρκεί η εν λόγω αρχή να αποδείξει ότι, παρά τα επίμαχα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας, ο παρασκευαστής γενόσημων είχε πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες να εισέλθει στην αγορά κατά τον κρίσιμο χρόνο, βάσει των ανωτέρω εκτεθέντων στοιχείων (155).

197. Εάν συντρέχει τέτοια περίπτωση, η οικεία αρχή οφείλει στη συνέχεια να εξετάσει, προκειμένου να αποδείξει ότι συμφωνία όπως η επίμαχη είχε περιοριστικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα, αν η συμφωνία αυτή είχε ως αποτέλεσμα την εξάλειψη του ανταγωνισμού μεταξύ των δύο αυτών επιχειρηματιών και, επομένως, τις πραγματικές και συγκεκριμένες δυνατότητες του παρασκευαστή γενόσημων να εισέλθει στην αγορά. Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως, η αρχή μπορεί τότε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η συμφωνία έχει περιοριστικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα, καθόσον θα έχει εξαλείψει έναν δυνητικό ανταγωνιστή και, κατ’ αυτόν τον τρόπο, τη δυνατότητα του τελευταίου να καταστεί πραγματικός ανταγωνιστής με την είσοδό του στην αγορά.

198. Πράγματι, όπως διευκρίνισε το Δικαστήριο, η εκτίμηση των αποτελεσμάτων μιας συμφωνίας δεν περιορίζεται μόνο στα πραγματικά αποτελέσματα, αλλά πρέπει επίσης να λαμβάνει υπόψη τα δυνητικά αποτελέσματα (156). Εξάλλου, τούτο είναι λογικό, στο μέτρο που, όπως ήδη επισημάνθηκε, το άρθρο 101 ΣΛΕΕ δεν προστατεύει μόνον τον πραγματικό ανταγωνισμό, αλλά και τον δυνητικό ανταγωνισμό, χωρίς τον οποίο η είσοδος νέων επιχειρήσεων στην αγορά δεν θα μπορούσε ποτέ να πραγματοποιηθεί (157).

199. Εν προκειμένω, από την προεκτεθείσα ανάλυση προκύπτει ότι, υπό την επιφύλαξη της εξακριβώσεως από το αιτούν δικαστήριο ότι μοναδικό αντάλλαγμα για τη μεταβίβαση αξίας που πραγματοποίησε η GSK προς την GUK και την Alpharma υπήρξε η δέσμευση των επιχειρηματιών αυτών να αποστούν από την είσοδό τους στην αγορά με τα προϊόντα τους και από τη συνέχιση της αμφισβητήσεως του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, οι συμφωνίες GUK και Alpharma παρείχαν κίνητρα στους εν λόγω παρασκευαστές γενόσημων προκειμένου να παύσουν τις προσπάθειές τους να εισέλθουν στην αγορά με τα προϊόντα τους και να παραιτηθούν από την εκ μέρους τους δικαστική αμφισβήτηση του κύρους του διπλώματος ευρεσιτεχνίας κατά τη συμφωνηθείσα χρονική περίοδο (158). Επομένως, οι συμφωνίες αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την εξάλειψη, για τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, του ανταγωνισμού μεταξύ της GSK και των επιχειρήσεων αυτών.

200. Πλην όμως, όπως ήδη εκτέθηκε, υπό τις συνθήκες αυτές, το αντίστροφο σενάριο που πρέπει να εξεταστεί στη βάση της υποθετικής μη ύπαρξης της συμφωνίας δεν αποτελεί κατάσταση στην οποία η GUK και η Alpharma θα είχαν μετά βεβαιότητας ή πολύ πιθανώς εισέλθει στην αγορά με τα προϊόντα τους, αλλά κατάσταση στην οποία, βάσει αυτοτελούς εκτιμήσεως των πιθανοτήτων επιτυχίας τους, θα συνέχιζαν να καταβάλλουν προσπάθειες προς αυτή την κατεύθυνση. Ομοίως, δεν είναι αναγκαίο να εξετασθεί τυχόν κατάσταση στην οποία θα είχε μετά βεβαιότητας ή πολύ πιθανώς συναφθεί μια λιγότερο περιοριστική συμφωνία, αλλά αρκεί να εξεταστεί μια κατάσταση στην οποία θα είχε συναφθεί συμφωνία όχι βάσει συνεννοήσεως μεταξύ των μερών που θα είχε υποκαταστήσει τη λειτουργία του ανταγωνισμού, αλλά βάσει των αυτοτελών εκτιμήσεων των μερών σε σχέση με τις πιθανότητες τους να δικαιωθούν στη μεταξύ τους ένδικη διαφορά. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρθηκε, η κατάσταση που θα προέκυπτε αν δεν υπήρχαν οι επίμαχες συμφωνίες δεν πρέπει να εξεταστεί από απόψεως δικαίου των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, αλλά από την άποψη του δικαίου του ανταγωνισμού (159).

201. Επιπλέον, το να απαιτείται από αρχή ανταγωνισμού να προβλέπει τις πιθανότητες νίκης του ενός ή του άλλου συμβαλλόμενου στη συμφωνία μέρους επί διαφοράς σχετικής με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας θα είχε ακριβώς ως συνέπεια να μη λαμβάνεται υπόψη το πραγματικό πλαίσιο εντός του οποίου εντάσσεται η συμφωνία αυτή. Συγκεκριμένα, δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα του δικαίου περί διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας στον φαρμακευτικό τομέα το ότι μια αρχή ανταγωνισμού θα μπορούσε να προβλέψει με βεβαιότητα ή με υψηλό βαθμό πιθανότητας την έκβαση διαφορών σχετικά με το κύρος διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και με το κατά πόσον επήλθε προσβολή από τα γενόσημα σκευάσματα (160).

202. Ως εκ τούτου, υπό την επιφύλαξη της επιβεβαιώσεως των πραγματικών περιστατικών από το αιτούν δικαστήριο, οι συμφωνίες που συνήφθησαν μεταξύ της GSK και των GUK και Alpharma αντιστοίχως, έχοντας εξαλείψει τον ανταγωνισμό μεταξύ της GSK και των εν λόγω επιχειρήσεων, είχαν περιοριστικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα.

2)      Επί της απαιτήσεως περί αισθητών αποτελεσμάτων επί της λειτουργίας του ανταγωνισμού

203. Σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία, για να θεωρηθεί ότι μια συμφωνία εμπίπτει στην απαγόρευση λόγω των αποτελεσμάτων της, πρέπει να εξεταστεί αν, λόγω της συμφωνίας αυτής, ο ανταγωνισμός πράγματι είτε παρεμποδίστηκε είτε περιορίστηκε είτε νοθεύθηκε αισθητά (161). Η απαίτηση αυτή εξηγείται από το γεγονός ότι οι συμφωνίες δεν εμπίπτουν στην απαγόρευση που προβλέπεται στο άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ όταν επηρεάζουν την αγορά σε ασήμαντο μόνο βαθμό (162).

204. Προκειμένου να διαπιστωθεί αν μια συμφωνία επηρεάζει αισθητά τον ανταγωνισμό λόγω των αποτελεσμάτων της, πρέπει, στο πλαίσιο της συμφωνίας αυτής, να λαμβάνονται υπόψη, μεταξύ άλλων, η φύση των προϊόντων που αποτελούν το αντικείμενό της και η θέση και η σπουδαιότητα των συμβαλλόμενων μερών στην αγορά των οικείων προϊόντων, καθώς και οι πραγματικές συνθήκες της λειτουργίας και της διαρθρώσεως της εν λόγω αγοράς ή των εν λόγω αγορών (163). Επιπλέον, μπορεί να λαμβάνεται υπόψη ο τυχόν μεμονωμένος χαρακτήρας της κρίσιμης συμφωνίας ή, αντιθέτως, τυχόν θέση της σε μια σειρά συμφωνιών. Συναφώς, η ύπαρξη παρεμφερών συμβάσεων, καίτοι δεν είναι οπωσδήποτε καθοριστική, αποτελεί εντούτοις περίσταση η οποία δύναται, από κοινού με άλλες, να αποτελέσει το οικονομικό και νομικό πλαίσιο εντός του οποίου πρέπει να αξιολογείται η συμφωνία (164).

205. Η ανάγκη να ληφθούν υπόψη τα ανωτέρω στοιχεία προκειμένου να καθοριστεί αν τα αποτελέσματα συμφωνίας επί του ανταγωνισμού είναι αισθητά, καθίσταται ιδιαιτέρως επιτακτική στις περιπτώσεις συμφωνιών, όπως αυτές που αποτελούν αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως, μεταξύ ενός επιχειρηματία ο οποίος είναι παρών σε ορισμένη αγορά και ενός δυνητικώς νεοεισερχόμενου σε αυτή, ο οποίος παρέχει στον τελευταίο κίνητρα προκειμένου να παύσει τις προσπάθειές του να εισέλθει στην αγορά, και των οποίων τα αποτελέσματα συνίστανται, ως εκ τούτου, στην εξάλειψη του μεταξύ τους ανταγωνισμού.

206. Αν δηλαδή ένας υφιστάμενος επιχειρηματίας προβεί, μέσω μιας τέτοιας συμφωνίας, στην εξάλειψη ενός μόνον ασήμαντου δυνητικού ανταγωνιστή ανάμεσα σε άλλους, τα αποτελέσματα επί της λειτουργίας του ανταγωνισμού ενδέχεται να μην είναι αισθητά, καθόσον ο ανταγωνισμός θα εξακολουθεί να λειτουργεί μεταξύ του υφιστάμενου επιχειρηματία και των λοιπών δυνητικών ανταγωνιστών. Αντιθέτως, αν ο υφιστάμενος επιχειρηματίας προβεί, μέσω μίας ή περισσοτέρων συμφωνιών αυτού του είδους, στην εξάλειψη του μοναδικού ή των ολιγάριθμων σημαντικών δυνητικών ανταγωνιστών του, τα αποτελέσματα των συμφωνιών αυτών θα επηρέαζαν πολύ αισθητά, ή ακόμη και θα εξάλειφαν τον ανταγωνισμό στη σχετική αγορά, τουλάχιστον για ορισμένο χρονικό διάστημα μέχρις ότου εμφανιστούν νέοι δυνητικοί ανταγωνιστές.

207. Η διάρθρωση της αγοράς στην οποία εντάσσονται οι συμφωνίες αυτές, η θέση των συμβαλλομένων στην αγορά αυτή καθώς και, ενδεχομένως, η ύπαρξη πλειόνων συμφωνιών του ίδιου τύπου συνιστούν επομένως ουσιώδη στοιχεία για να εκτιμηθεί σε ποιο βαθμό τα αποτελέσματα των συμφωνιών αυτών είναι αισθητά.

208. Όσον αφορά τον φαρμακευτικό τομέα, αυτός κατά κανόνα χαρακτηρίζεται, εξ απόψεως διαρθρώσεως, από το γεγονός ότι, πριν από τη λήξη της ισχύος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας για μόριο και της αποκλειστικότητας δεδομένων για τη ΔΦΟ ενός φαρμακευτικού σκευάσματος, το προϊόν του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας είναι κατ’ αρχήν το μοναδικό στην αγορά. Αντιθέτως, όταν τα εν λόγω δικαιώματα αποκλειστικότητας λήξουν ή πρόκειται να λήξουν, οι παρασκευαστές γενόσημων επιδιώκουν να εισέλθουν στην αγορά με γενόσημες εκδοχές του πρωτότυπου φαρμακευτικού σκευάσματος, γεγονός που επιφέρει σημαντική πτώση στην τιμή του τελευταίου (165).

209. Σε τέτοια περίπτωση, οι συμφωνίες που συνάπτει ο κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας για τη ΔΦΟ του πρωτότυπου φαρμακευτικού σκευάσματος με έναν ή περισσότερους δυνητικούς νεοεισερχομένους στην αγορά είναι δυνατόν να έχουν πολύ αισθητά αποτελέσματα επί του ανταγωνισμού. Συγκεκριμένα, ανάλογα με τη θέση και τον αριθμό των εν λόγω ανταγωνιστών που παρασκευάζουν γενόσημα, οι συμφωνίες αυτές ενδέχεται να έχουν ως αποτέλεσμα την σε μεγάλο βαθμό ή ακόμη και πλήρη εξάλειψη του δυνητικού ανταγωνισμού σχετικά με το οικείο προϊόν. Ωστόσο, τούτο δεν είναι μόνον ικανό να καθυστερήσει το άνοιγμα της αγοράς στα γενόσημα προϊόντα και, επομένως, την αντίστοιχη πτώση των τιμών, αλλά είναι επίσης ικανό να μειώσει από πλευράς καινοτομίας τα κίνητρα του υφιστάμενου επιχειρηματία, ο οποίος διατηρεί τη μονοπωλιακή του θέση, για ανάπτυξη νέων προϊόντων.

210. Εν προκειμένω, η παροξετίνη που παρήγε η GSK ήταν προφανώς η μοναδική παροξετίνη στην αγορά του Ηνωμένου Βασιλείου μέχρι τη λήξη του διπλώματος ευρεσιτεχνίας για μόριο και της αποκλειστικότητας των δεδομένων για τη ΔΦΟ του εν λόγω φαρμακευτικού σκευάσματος, ενώ, κατά τον χρόνο εκείνο, διάφοροι παρασκευαστές γενόσημων φαρμάκων εξέταζαν το ενδεχόμενο να εισέλθουν στην αγορά με γενόσημη παροξετίνη. Σύμφωνα με το CAT, οι παρασκευαστές αυτοί ήταν ακριβώς, τουλάχιστον σε μια πρώτη φάση, αποκλειστικώς και μόνον η IVAX, η GUK και η Alpharma, εκ των οποίων οι δύο πρώτοι ήταν οι κύριοι προμηθευτές γενόσημων προϊόντων στο Ηνωμένο Βασίλειο (166).

211. Στο αιτούν δικαστήριο απόκειται να διαπιστώσει, βάσει των κριτηρίων που έχει καθιερώσει η νομολογία, αν, υπό τις συνθήκες αυτές, οι συμφωνίες GUK και Alpharma δεν είχαν απλώς αποτελέσματα αλλά αισθητά αποτελέσματα επί του ανταγωνισμού. Προς τούτο, το CAT θα λάβει υπόψη όχι μόνον κάθε μεμονωμένη συμφωνία, αλλά και τα σωρευτικά αποτελέσματά τους επί του συνόλου της αγοράς. Ομοίως, το CAT θα μπορεί να λάβει υπόψη τη συμφωνία IVAX, η οποία, μολονότι δεν αποτέλεσε αντικείμενο κυρώσεων ως περιορισμός του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου ή ως εκ του αποτελέσματος (167), αποτελεί αναντίρρητα ένα κρίσιμο στοιχείο του οικονομικού και νομικού πλαισίου στο οποίο εντάσσονταν οι συμφωνίες GUK και Alpharma.

3)      Συμπέρασμα

212. Από τις ανωτέρω σκέψεις συνάγεται ότι συμφωνία για τον φιλικό διακανονισμό ένδικης διαφοράς μεταξύ κατόχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας για φαρμακευτικό σκεύασμα και παρασκευαστή γενόσημου εκδοχής του σκευάσματος αυτού συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος ο οποίος απαγορεύεται από το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, αν η συμφωνία αυτή έχει ως αποτέλεσμα την εξάλειψη του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρηματιών αυτών και αν το αποτέλεσμα αυτό είναι αισθητό λόγω του πλαισίου της συμφωνίας, στο οποίο περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η διάρθρωση της αγοράς, η θέση των συμβαλλόμενων εντός αυτής καθώς και, ενδεχομένως, η ύπαρξη άλλων συμφωνιών του ίδιου τύπου. Αντιθέτως, τυχόν συμπέρασμα ότι η συμφωνία αυτή έχει τέτοιου είδους περιοριστικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα δεν προϋποθέτει να διαπιστωθεί ότι, ελλείψει της συμφωνίας αυτής, ο παρασκευαστής γενόσημων θα είχε πιθανώς δικαιωθεί δικαστικά στην ένδικη διαφορά σχετικά με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ή ότι τα μέρη θα είχαν πιθανώς συνάψει μια λιγότερο περιοριστική συμφωνία φιλικού διακανονισμού.

2.      Επί του άρθρου 102 ΣΛΕΕ

213. Τα σχετικά με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ προδικαστικά ερωτήματα του CAT αφορούν, αφενός, το ζήτημα αν οι γενόσημες εκδοχές της παροξετίνης μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον καθορισμό της σχετικής αγοράς εντός της οποίας ανέπτυσσε η GSK τη δραστηριότητά της, και, αφετέρου, το ζήτημα αν η σύναψη των συμφωνιών IVAX, GUK και Alpharma από την GSK μπορεί να χαρακτηριστεί ως κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

1)      Επί του ορισμού της σχετικής αγοράς (προδικαστικό ερώτημα υπ’ αριθ. 7)

214. Πριν δοθεί απάντηση στο ερώτημα του CAT σε σχέση με τον ορισμό της σχετικής αγοράς για την εφαρμογή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, επιβάλλεται να καθοριστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια το περιεχόμενο του ερωτήματος αυτού.

1)      Επί του περιεχομένου του έβδομου προδικαστικού ερωτήματος

215. Με το έβδομο προδικαστικό ερώτημα, το CAT ζητεί να διευκρινιστεί αν, οσάκις φαρμακευτικό σκεύασμα προστατευόμενο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας μπορεί να υποκατασταθεί σε θεραπευτικό επίπεδο από σειρά άλλων φαρμάκων μιας κατηγορίας και η φερόμενη κατάχρηση κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ συνίσταται στο ότι ο κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας αποκλείει τις γενόσημες εκδοχές του φαρμάκου αυτού από την αγορά, πρέπει να ληφθούν υπόψη τα εν λόγω γενόσημα προϊόντα για τον ορισμό της σχετικής αγοράς προϊόντων, μολονότι δεν είναι βέβαιο αν αυτά ήταν δυνατόν να διατεθούν στην αγορά πριν από τη λήξη της ισχύος του επίμαχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας χωρίς να συνιστούν προσβολή του.

216. Στην υπόθεση της κύριας δίκης, οι διάδικοι συμφωνούν ως προς το ότι η σχετική γεωγραφική αγορά για την εφαρμογή του άρθρου 102 ΣΛΕΕ ήταν το Ηνωμένο Βασίλειο. Αντιθέτως, διαφωνούν ως προς το αν η σχετική αγορά προϊόντων αποτελούνταν αποκλειστικά από την παροξετίνη, όπως υποστηρίζει η CMA (168), ή αν, αντιθέτως, περιλάμβανε το σύνολο των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων της ομάδας των ISRS στην οποία η τελευταία ανήκει (169), όπως υποστηρίζει η GSK. Το ερώτημα αυτό είναι κρίσιμο, στο μέτρο που η GSK παραδέχεται ότι, αν η σχετική αγορά οριζόταν ως περιλαμβάνουσα αποκλειστικά την παροξετίνη, τότε η ίδια κατείχε δεσπόζουσα θέση κατά τον χρόνο των συμφωνιών, ενώ η CMA παραδέχεται ότι, αν η σχετική αγορά οριζόταν ως περιλαμβάνουσα το σύνολο των ISRS, τότε η GSK δεν κατείχε τέτοια θέση τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

217. Στην απόφασή του (170), όπως και στην αίτηση για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως, το CAT ανέφερε ότι προέκρινε την προσέγγιση της CMA, σύμφωνα με την οποία η σχετική αγορά προϊόντων ήταν αποκλειστικώς η αγορά της παροξετίνης και όχι του συνόλου των ISRS. Ωστόσο, επισημαίνει ότι χρήζει απαντήσεως το αμφιλεγόμενο μεταξύ των διαδίκων ζήτημα του αν πρέπει να συμπεριληφθούν οι γενόσημες εκδοχές της παροξετίνης για τους σκοπούς του ορισμού της αγοράς των προϊόντων κατά τον χρόνο των συμφωνιών, παρότι, κατά τον χρόνο εκείνο, τα εν λόγω γενόσημα σκευάσματα δεν είχαν διατεθεί ακόμη στην αγορά και δεν ήταν γνωστό, λόγω της αβεβαιότητας ως προς την έκβαση των ένδικων διαφορών μεταξύ της GSK και των παρασκευαστών γενόσημων, αν μπορούσαν να διατεθούν σε αυτήν χωρίς να προσβάλουν τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας της GSK.

218. Από τις σκέψεις που εκτίθενται στην απόφαση του CAT (171) προκύπτει ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι αποφασιστικής σημασίας, διότι, κατά την άποψή του, η σχετική αγορά προϊόντων στην οποία αναπτύχθηκε η παροξετίνη μεταβλήθηκε με την εμφάνιση της απειλής εισόδου στην αγορά των γενόσημων εκδοχών του συγκεκριμένου φαρμακευτικού σκευάσματος. Τουτέστιν, ενώ πριν από την εμφάνιση της απειλής αυτής, η παροξετίνη θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι περιλαμβανόταν στην ευρύτερη αγορά όλων των ISRS, με την εμφάνιση της απειλής εισόδου των γενόσημων παροξετίνης στην αγορά διαμορφώθηκε μια αγορά προϊόντων που αφορούσε αποκλειστικά το συγκεκριμένο μόριο. Κατά το CAT, η προσέγγιση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, μεταξύ άλλων, διότι ο ορισμός της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του άρθρου 102 ΣΛΕΕ έχει δυναμικό χαρακτήρα και πρέπει να γίνεται λαμβανομένης υπόψη της υπό εξέταση καταχρηστικής συμπεριφοράς. Για να επιβεβαιωθεί όμως η ως άνω προσέγγιση, το CAT είναι αναγκαίο να γνωρίζει αν μπορεί να συμπεριλάβει τα γενόσημα παροξετίνης, μολονότι δεν είχαν διατεθεί ακόμη στην αγορά κατά τον χρόνο των συμφωνιών, στο πλαίσιο της εκ μέρους του αναλύσεως της σχετικής αγοράς εντός της οποίας αναπτύχθηκε η πρακτική της GSK.

219. Υπενθυμίζεται ότι η δεσπόζουσα θέση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ αφορά την κατάσταση οικονομικής ισχύος μιας επιχειρήσεως που της δίνει την εξουσία να εμποδίζει τη διατήρηση αποτελεσματικού ανταγωνισμού στη σχετική αγορά, παρέχοντάς της τη δυνατότητα να συμπεριφέρεται σε σημαντικό βαθμό ανεξάρτητα έναντι των ανταγωνιστών, των πελατών της και, τελικά, των καταναλωτών (172).

220. Επομένως, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, o ορισμός της σχετικής αγοράς γίνεται προκειμένου να προσδιοριστούν τα όρια εντός των οποίων πρέπει να αξιολογείται το ζήτημα αν μια επιχείρηση δύναται να ενεργεί, σε σημαντικό βαθμό, ανεξάρτητα έναντι των ανταγωνιστών της, των πελατών της και των καταναλωτών. Η έννοια της σχετικής αγοράς υποδηλώνει δηλαδή ότι είναι δυνατόν να υπάρξει πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ των προϊόντων ή των υπηρεσιών που αποτελούν μέρος αυτής, πράγμα που προϋποθέτει επαρκή βαθμό εναλλαξιμότητας προκειμένου όλα τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες, που αποτελούν μέρος της ίδιας αγοράς, να τυγχάνουν της ίδιας χρήσεως (173). Κατά συνέπεια, οι δυνατότητες ανταγωνισμού πρέπει να αξιολογούνται στο πλαίσιο της αγοράς που περιλαμβάνει όλα τα προϊόντα τα οποία, λόγω των χαρακτηριστικών τους, μπορούν κάλλιστα να ικανοποιούν διαρκείς ανάγκες και είναι σε μικρό βαθμό εναλλάξιμα με άλλα προϊόντα. Στο πλαίσιο αυτό, δεν πρέπει επομένως να εξετάζονται μόνον τα αντικειμενικά χαρακτηριστικά των οικείων προϊόντων, αλλά πρέπει να λαμβάνονται επίσης υπόψη και οι συνθήκες ανταγωνισμού και η διάρθρωση της ζητήσεως και της προσφοράς στην αγορά (174).

221. Όπως συνόψισε η Επιτροπή στο σημείο 2 της ανακοινώσεώς της όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου του ανταγωνισμού (175), ο ορισμός αυτός χρησιμεύει επομένως για τον προσδιορισμό των ορίων εντός των οποίων ασκείται ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων. Ως εκ τούτου, ο βασικός στόχος του είναι να εντοπίζει συστηματικά τους περιορισμούς στον ανταγωνισμό που αντιμετωπίζουν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις και να διαπιστώνει αν υπάρχουν πραγματικοί ανταγωνιστές, οι οποίοι είναι σε θέση να επηρεάσουν τη συμπεριφορά των επιχειρήσεων αυτών ή να τις εμποδίσουν να ενεργούν ανεξάρτητα από τις πιέσεις που επιβάλλει ο πραγματικός ανταγωνισμός. Με άλλα λόγια, κατά το Δικαστήριο, είναι απαραίτητο να εξετάζεται αν υφίστανται ανταγωνιστικά προϊόντα τα οποία ασκούν σημαντική ανταγωνιστική πίεση στις οικείες επιχειρήσεις (176).

222. Μια τέτοιου είδους εξέταση των ανταγωνιστικών πιέσεων που υφίσταται συγκεκριμένη επιχείρηση, η οποία στηρίζεται στους όρους του ανταγωνισμού και στη διάρθρωση της ζητήσεως και της προσφοράς σε ορισμένη αγορά, έχει εκ φύσεως δυναμικό χαρακτήρα. Επομένως, φαίνεται απολύτως λογικό η εμφάνιση μιας νέας προσφοράς προϊόντων να μεταβάλλει τη διάρθρωση της σχετικής αγοράς κατά τρόπον που να αποκλείει από αυτή άλλα προϊόντα τα οποία προηγουμένως αποτελούσαν μέρος της.  Επομένως, εν προκειμένω, δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι η σχετική αγορά εντός της οποίας αναπτύχθηκε η παροξετίνη αποτελούνταν, όπως φαίνεται να θεωρεί το CAT, από το σύνολο των ISRS κατά την έναρξη του κύκλου ζωής της εν λόγω δραστικής ουσίας, ενώ η αγορά αυτή μεταβλήθηκε έτσι ώστε να περιλαμβάνει πλέον μόνον την παροξετίνη όταν εμφανίστηκε η απειλή της εισόδου στην αγορά των γενόσημων του συγκεκριμένου μορίου.

223. Εντούτοις, πρέπει να σημειωθεί ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας προδικαστικής παραπομπής του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, κάθε εκτίμηση των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών εμπίπτει στη δικαιοδοσία του αιτούντος δικαστηρίου (177). Ως εκ τούτου, εν προκειμένω, εναπόκειται στο CAT να εκτιμήσει τις ανταγωνιστικές πιέσεις που αντιμετώπισε το Seroxat και να ορίσει συνακόλουθα τη σχετική αγορά εντός της οποίας αυτό αναπτύχθηκε. Εναπόκειται, επομένως, αποκλειστικά στο CAT να εξετάσει την ανταγωνιστική πίεση που ασκήθηκε επί του Seroxat τόσο από τις άλλες ISRS όσο και, ενδεχομένως, από τα γενόσημα της παροξετίνης, και να καθορίσει, κατά συνέπεια, εάν και, ενδεχομένως, σε ποιο χρονικό σημείο, τα εν λόγω φαρμακευτικά σκευάσματα αποτελούσαν μέρος της ίδιας σχετικής αγοράς ή χωριστών σχετικών αγορών.

224. Κατά συνέπεια, στο πλαίσιο του υπό κρίση προδικαστικού ερωτήματος, ο ρόλος του Δικαστηρίου περιορίζεται στο να παράσχει διευκρινίσεις στο CAT ως προς το ζήτημα αν, κατά την εκτίμηση των ανταγωνιστικών πιέσεων που είχε υποστεί το Seroxat κατά τον χρόνο των επιδίκων συμφωνιών, δύναται να λάβει υπόψη τα γενόσημα της παροξετίνης, μολονότι αυτά δεν είχαν διατεθεί ακόμη στην αγορά τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή και ήταν αβέβαιο αν μπορούσαν να διατεθούν στην αγορά χωρίς να προσβάλουν τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας της GSK.

2)      Επί της συμπεριλήψεως των γενόσημων της παροξετίνης για τον ορισμό της σχετικής αγοράς

225. Από τη διατύπωση του εβδόμου προδικαστικού ερωτήματος του CAT προκύπτει ότι το ερώτημά του σε σχέση με το αν μπορεί να λάβει υπόψη τα γενόσημα της παροξετίνης για τον ορισμό της αγοράς των σχετικών προϊόντων κατά τον χρόνο των συμφωνιών οφείλεται, κατ’ αρχάς, στην αβεβαιότητα ως προς το αν τα εν λόγω γενόσημα θα μπορούσαν να διατεθούν στην αγορά πριν από τη λήξη των δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας της GSK χωρίς να τα προσβάλουν.

226. Συναφώς, όπως ήδη προκύπτει πάντως από την προηγηθείσα ανάλυση, τυχόν αβεβαιότητα ως προς το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ενός φαρμακευτικού σκευάσματος και ως προς το αν ένα γενόσημο σκεύασμα συνιστά προσβολή του ουδόλως αποκλείει την ύπαρξη ανταγωνιστικής σχέσεως μεταξύ των οικείων επιχειρηματιών. Συγκεκριμένα, όπως καταδείχθηκε, η αβεβαιότητα αυτή είναι, αντιθέτως, εγγενής στις σχέσεις δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ κατόχων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και παρασκευαστών γενόσημων φαρμάκων στον φαρμακευτικό τομέα (178).

227. Ομοίως, δεν απόκειται στις αρχές ανταγωνισμού να εξετάζουν και να προβαίνουν σε προβλέψεις σχετικά με τη νομιμότητα, από πλευράς δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας, της εισόδου στην αγορά γενόσημου εκδοχής φαρμάκου το οποίο είναι κατοχυρωμένο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας (179). Ως εκ τούτου, η κατάσταση αβεβαιότητας όσον αφορά τη νομιμότητα της διαθέσεως στην αγορά ενός γενόσημου φαρμακευτικού σκευάσματος υπό το πρίσμα του δικαίου των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας δεν μπορεί να εμποδίσει μια αρχή ανταγωνισμού, στο πλαίσιο της εφαρμογής του δικαίου του ανταγωνισμού, να συναγάγει ότι το εν λόγω σκεύασμα βρίσκεται σε ανταγωνιστική σχέση με το πρωτότυπο φάρμακο το οποίο προστατεύεται από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας το οποίο φέρεται να υφίσταται προσβολή και, κατά συνέπεια, ότι εμπίπτει στην ίδια αγορά προϊόντος με αυτό (180).

228. Επομένως, δεν είναι η αβεβαιότητα ως προς το αν οι παρασκευαστές γενόσημων μπορούσαν να εισέλθουν στην αγορά πριν από τη λήξη των δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας της GSK χωρίς να προσβάλλουν τα δικαιώματα αυτά η οποία θα εμποδίσει ενδεχομένως το CAT από το να λάβει υπόψη τα γενόσημα της παροξετίνης για τους σκοπούς ορισμού της σχετικής αγοράς προϊόντων στο πλαίσιο της υπό κρίση υποθέσεως.

229. Ωστόσο, από τις διευκρινίσεις που παρέσχε το CAT προκύπτει ότι οι σχετικές του αμφιβολίες δεν απορρέουν αποκλειστικά από το γεγονός ότι είναι αβέβαιο αν η γενόσημη παροξετίνη μπορούσε να διατεθεί στην αγορά χωρίς να προσβάλει τα δικαιώματα ευρεσιτεχνίας της GSK κατά το κρίσιμο χρονικό σημείο, αλλά και από το γεγονός ότι, κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο, τα εν λόγω γενόσημα δεν είχαν διατεθεί ακόμη στην αγορά και, επομένως, δεν συνιστούσαν ακόμη πραγματικούς ανταγωνιστές της GSK.

230. Συναφώς, η GSK υποστηρίζει ότι τυχόν ανταγωνιστική πίεση που ασκείται σε ένα προϊόν από προϊόντα τα οποία παρέχονται από δυνητικούς ανταγωνιστές δεν ασκεί επιρροή για τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία αυτή, η εξέταση της δυνατότητας υποκαταστάσεως μεταξύ των προϊόντων πρέπει να πραγματοποιείται μόνο με αναφορά σε προϊόντα τα οποία πράγματι διατίθενται στην αγορά κατά τον κρίσιμο χρόνο. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται από το σημείο 24 της ανακοινώσεως της Επιτροπής όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού (181), όπου αναφέρεται ότι ο δυνητικός ανταγωνισμός δεν λαμβάνεται υπόψη στον ορισμό των αγορών.

231. Όπως απορρέει ωστόσο από τη νομολογία, το κριτήριο για την εκτίμηση του κατά πόσον ένα προϊόν μπορεί να ληφθεί υπόψη για τον ορισμό της σχετικής αγοράς προϊόντων στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ δεν είναι απαραιτήτως το αν ο παραγωγός του προϊόντος αυτού είναι δυνητικός ανταγωνιστής, αλλά μάλλον το αν ο παραγωγός του συγκεκριμένου προϊόντος είναι σε θέση να εισέλθει στην αγορά με ικανή ταχύτητα και ισχύ ώστε να ασκήσει σημαντική ανταγωνιστική πίεση στην επιχείρηση που είναι ήδη παρούσα στην οικεία αγορά.

232. Συγκεκριμένα, όπως ήδη σημειώθηκε, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, ο ορισμός της σχετικής αγοράς γίνεται προκειμένου να προσδιοριστούν τα όρια εντός των οποίων πρέπει να αξιολογείται το ζήτημα αν μια επιχείρηση δύναται να ενεργεί, σε σημαντικό βαθμό, ανεξάρτητα έναντι των ανταγωνιστών της, των πελατών της και των καταναλωτών, και να παρεμποδίζει τη διατήρηση συνθηκών αποτελεσματικού ανταγωνισμού. Επομένως, ο ορισμός της σχετικής αγοράς χρησιμεύει για τον προσδιορισμό των σημαντικών ανταγωνιστικών πιέσεων που ασκεί ο ανταγωνισμός στις οικείες επιχειρήσεις (182).

233. Πλην όμως, κατά τον προσδιορισμό τέτοιων ανταγωνιστικών πιέσεων σε ορισμένη αγορά, μπορεί να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον η δυνατότητα υποκαταστάσεως από την πλευρά της ζητήσεως, αλλά και η δυνατότητα υποκαταστάσεως από την πλευρά της προσφοράς, όταν αυτή έχει ισοδύναμα αποτελέσματα με εκείνα της δυνατότητας υποκαταστάσεως από την πλευρά της ζητήσεως σε επίπεδο αμεσότητας και αποτελεσματικότητας. Στο πλαίσιο αυτό, το κριτήριο της δυνατότητας υποκαταστάσεως από την πλευρά της προσφοράς συνεπάγεται ότι οι παραγωγοί δύνανται, μέσω απλής προσαρμογής, να εμφανιστούν στη συγκεκριμένη αγορά με ικανή ισχύ ώστε να αποτελέσουν σοβαρό αντίβαρο στους ήδη παρόντες στην αγορά παραγωγούς (183).

234. Μολονότι, όπως έχει κρίνει το Γενικό Δικαστήριο, τα ζητήματα του δυνητικού ανταγωνισμού και η δυνατότητα υποκαταστάσεως από την πλευρά της προσφοράς ασφαλώς αλληλοεπικαλύπτονται εν μέρει, εντούτοις η διάκριση μεταξύ τους έγκειται κυρίως στο αν η ενδεχόμενη είσοδος του εν λόγω ανταγωνιστή στην αγορά είναι άμεση ή όχι(184). Επομένως, η δυνατότητα υποκαταστάσεως που είναι αναγκαία για τον ορισμό της σχετικής αγοράς πρέπει να υλοποιείται βραχυπρόθεσμα (185).

235. Εν προκειμένω, το ζήτημα αν οι γενόσημες εκδοχές της παροξετίνης μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον ορισμό της αγοράς προϊόντων εντός της οποίας δραστηριοποιούνταν η GSK κατά τον χρόνο των συμφωνιών συνδέεται με τη δυνατότητα υποκαταστάσεως από την πλευρά της προσφοράς, καθόσον το ζήτημα είναι αν οι παρασκευαστές των εν λόγω γενόσημων εκδοχών μπορούσαν να εισέλθουν στην αγορά με ικανή ταχύτητα και ισχύ ώστε να ασκήσουν σημαντική ανταγωνιστική πίεση επί της GSK πριν ακόμη από την είσοδό τους στην αγορά.

236. Προκειμένου να διερευνηθεί το ζήτημα αυτό, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει συνεπώς να εξετάσει αν, παρά την αβεβαιότητα ως προς την έκβαση των σχετικών με διπλώματα ευρεσιτεχνίας ενδίκων διαφορών που εκκρεμούσαν μεταξύ, αφενός, της GSK και, αφετέρου, της IVAX (186), της GUK και της Alpharma, οι τελευταίες ασκούσαν σημαντική ανταγωνιστική πίεση επί της GSK κατά τον χρόνο των συμφωνιών, διότι ήταν σε θέση να εισέλθουν στην αγορά με ικανή ταχύτητα και ισχύ ώστε να αποτελέσουν σοβαρό αντίβαρο στην GSK.

237. Όπως επισημάνθηκε, είναι σημαντικό, κατά την εξέταση αυτή, να ληφθούν υπόψη οι συνθήκες ανταγωνισμού και η διάρθρωση της προσφοράς και της ζητήσεως στη σχετική αγορά (187). Επομένως, εν προκειμένω, το CAT μπορεί, μεταξύ άλλων, να λάβει υπόψη το γεγονός ότι, στον φαρμακευτικό τομέα, είναι σύνηθες μετά τη λήξη των δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας για τη ΔΦΟ ενός πρωτότυπου φαρμακευτικού σκευάσματος, να ασκούνται από τους παρασκευαστές γενόσημων ισχυρές ανταγωνιστικές πιέσεις επί του εργαστηρίου παραγωγής πρωτότυπων φαρμάκων παρά την ύπαρξη τυχόν διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για μέθοδο, τα οποία, ανεξαρτήτως του ζητήματος της εγκυρότητάς τους, δεν εμποδίζουν τους παρασκευαστές γενόσημων να εισέλθουν στην αγορά με την επίμαχη αλλά παρασκευασθείσα βάσει διαφορετικών μεθόδων ΔΦΟ (188).

238. Ομοίως, το CAT πρέπει να λάβει υπόψη την πρόοδο που έχει σημειώσει ο κάθε ένας από τους συγκεκριμένους παρασκευαστές γενόσημων στο πλαίσιο των προετοιμασιών τους για είσοδο στην αγορά, μεταξύ άλλων τυχόν επενδύσεις, συσσώρευση αποθεμάτων του εν λόγω φαρμάκου ή ακόμη και στρατηγικές εμπορικής προώθησης και ενδεχόμενη υποβολή αιτήσεως για ΑΚΑ ή απόκτηση ΑΚΑ για τα προϊόντα τους.

239. Τέλος, μπορούν επίσης να ληφθούν υπόψη στοιχεία που μαρτυρούν την αντίληψη που είχε η GSK σχετικά με τον άμεσο χαρακτήρα της απειλής εισόδου στην αγορά της IVAX, της GUK και της Alpharma προκειμένου να εκτιμηθεί αν οι ανταγωνιστικές πιέσεις που οι εν λόγω παρασκευαστές άσκησαν στην GSK κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ήταν σημαντικές. Συναφώς, έχει ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι η GSK ήταν διατεθειμένη να προβεί σε σημαντικές μεταβιβάσεις αξίας υπέρ των εν λόγω παρασκευαστών προκειμένου να τους παράσχει κίνητρα για να εγκαταλείψουν τις προσπάθειές τους να εισέλθουν κατά τρόπο ανεξάρτητο στην αγορά, μεταβιβάσεις αξίας που θα στερούνταν νοήματος αν δεν υπήρχε ανταγωνιστική πίεση στην GSK από τους παρασκευαστές γενόσημων.

3)      Συμπέρασμα

240. Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι οι γενόσημες εκδοχές φαρμακευτικού σκευάσματος κατοχυρωμένου με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, οι οποίες δεν έχουν διατεθεί ακόμη στην αγορά κατά τον κρίσιμο χρόνο, μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον ορισμό της σχετικής αγοράς προϊόντων κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, εφόσον οι παρασκευαστές τους είναι σε θέση να εισέλθουν στην αγορά με ικανή ταχύτητα και ισχύ ώστε να αποτελέσουν σοβαρό αντίβαρο στο κατοχυρωμένο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας φαρμακευτικό σκεύασμα και, επομένως, να ασκήσουν σημαντική ανταγωνιστική πίεση στον κάτοχο του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι υφίσταται, κατά τον κρίσιμο χρόνο, αβεβαιότητα ως προς το αν οι εν λόγω γενόσημες εκδοχές μπορούν να διατεθούν στην αγορά πριν από τη λήξη ισχύος των δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας του κατόχου χωρίς να τα προσβάλλουν δεν σημαίνει ότι δεν υφίσταται ανταγωνιστική σχέση μεταξύ του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας και των εν λόγω παρασκευαστών γενόσημων και συνεπώς δεν αποκλείει τη συνεκτίμηση των σχετικών γενόσημων σκευασμάτων για τον ορισμό της σχετικής αγοράς προϊόντων.

2)      Επί της καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως (προδικαστικά ερωτήματα υπ’ αριθ. 8 έως 10)

241. Τα προδικαστικά ερωτήματα του CAT σχετικά με την κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως επικεντρώνονται σε δύο βασικά σημεία. Η πρώτη ομάδα ερωτημάτων αφορά το κατά πόσον η σύναψη συμφωνιών, όπως των συμφωνιών IVAX, GUK και Alpharma, εξεταζόμενων μεμονωμένα ή στο σύνολό τους, από κάτοχο διπλώματος ευρεσιτεχνίας ο οποίος κατέχει δεσπόζουσα θέση συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Η δεύτερη ομάδα ερωτημάτων επικεντρώνεται στην εκτίμηση, συναφώς, των οφελών που απορρέουν από τις εν λόγω συμφωνίες.

242. Ειδικότερα, αφενός, με το όγδοο προδικαστικό ερώτημα, το CAT ζητεί να διευκρινιστεί, κατ’ αρχάς, αν το γεγονός ότι κάτοχος διπλώματος ευρεσιτεχνίας ο οποίος έχει δεσπόζουσα θέση συνάπτει συμφωνία υπό τις περιστάσεις που περιγράφονται στα προδικαστικά ερωτήματα υπ’ αριθ. 3 έως 5 συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Ακολούθως, με το προδικαστικό ερώτημα υπ’ αριθ. 9, το CAT ερωτά αν η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι διαφορετική αν η επίμαχη συμφωνία δεν είχε συναφθεί ως φιλικός διακανονισμός μιας ήδη εκκρεμούς ένδικης διαδικασίας αλλά προκειμένου να αποφευχθεί η κίνηση μιας τέτοιου είδους διαδικασίας, όπως στην περίπτωση της συμφωνίας IVAX. Τέλος, με το στοιχείο αʹ του δέκατου προδικαστικού ερωτήματος, το CAT ζητεί να διευκρινιστεί αν η απάντηση στα ερωτήματα αυτά είναι διαφορετική αν ο κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ακολουθεί στρατηγική συνάψεως περισσότερων συμφωνιών αυτού του είδους προκειμένου να αποκλείσει τον κίνδυνο εισόδου ανεξάρτητων γενόσημων προϊόντων στην αγορά.

243. Αφετέρου, με τα στοιχεία βʹ και γʹ του δέκατου προδικαστικού ερωτήματος, το CAT ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει πώς πρέπει να αξιολογηθούν, υπό το πρίσμα του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, τα οφέλη που απορρέουν από τη συμφωνία IVAX. Κατά την εξέταση του ερωτήματος αυτού, είναι σκόπιμο να εξεταστούν και τα οφέλη που απορρέουν από τις συμφωνίες GUK και Alpharma. Συγκεκριμένα, το CAT αναφέρεται στα οφέλη αυτά στο προδικαστικό ερώτημα υπ’ αριθ. 8, παραπέμποντας στις περιγραφόμενες στα προδικαστικά ερωτήματα υπ’ αριθ. 3 έως 5 περιστάσεις. Όπως προκύπτει από τα προεκτεθέντα, οι περιστάσεις που μνημονεύονται στα προδικαστικά ερωτήματα υπ’ αριθ. 3 και 4 αφορούν την κατάσταση από πλευράς διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και τις αντίστοιχες δεσμεύσεις των μερών βάσει των συμφωνιών GUK και Alpharma, ενώ οι περιστάσεις που εκτίθενται στο πέμπτο προδικαστικό ερώτημα αφορούν τα οφέλη που απορρέουν από τις συμφωνίες αυτές (189). Επομένως, είναι σκόπιμο οι τελευταίες αυτές περιστάσεις να εξεταστούν από κοινού με τα οφέλη που απορρέουν από τη συμφωνία IVAX, στο πλαίσιο του δέκατου προδικαστικού ερωτήματος, στοιχεία βʹ και γʹ.

1)      Επί του χαρακτηρισμού της συνάψεως μιας ή περισσοτέρων συμφωνιών για τον φιλικό διακανονισμό ένδικων διαφορών σχετικών με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ως κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως (προδικαστικά ερωτήματα υπ’ αριθ. 8, 9 και 10, στοιχείο αʹ)

244. Όπως μόλις σημειώθηκε, με τα προδικαστικά ερωτήματα υπ’ αριθ. 8, 9 και 10, στοιχείο αʹ, το CAT ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν η σύναψη συμφωνιών όπως των συμφωνιών IVAX, GUK και Alpharma, εξεταζόμενων μεμονωμένα ή στο σύνολό τους, από κάτοχο διπλώματος ευρεσιτεχνίας ο οποίος κατέχει δεσπόζουσα θέση, συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Επομένως, τα εν λόγω προδικαστικά ερωτήματα αφορούν, κυρίως, τη σχέση μεταξύ της εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και της εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ.

i)      Επί της σχέσεως μεταξύ της εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και της εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ

245. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι από το ίδιο το γράμμα των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η ίδια πρακτική μπορεί να συνιστά παράβαση και των δύο διατάξεων, οι οποίες μπορούν, επομένως, να εφαρμόζονται συγχρόνως (190). Πράγματι, δεδομένου ότι το άρθρο 102 ΣΛΕΕ αναφέρεται ρητώς σε καταστάσεις που δημιουργούνται προφανώς από συμβατικούς δεσμούς, οι αρχές ανταγωνισμού αυτές δικαιούνται στις περιπτώσεις, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη τη φύση των αμοιβαίως αναληφθεισών υποχρεώσεων και την ανταγωνιστική θέση των διαφόρων συμβαλλομένων στην αγορά ή στις αγορές στις οποίες ανήκουν, να συνεχίσουν τη διαδικασία βάσει του άρθρου 101 ή βάσει του άρθρου 102 ΣΛΕΕ (191).

246. Μολονότι τα άρθρα 101 και 102 ΣΛΕΕ έχουν το ίδιο αντικείμενο, δηλαδή τη διατήρηση συνθηκών πραγματικού ανταγωνισμού εντός της εσωτερικής αγοράς, εντούτοις διαφοροποιούνται, στο μέτρο που το άρθρο 101 ΣΛΕΕ αφορά συμφωνίες μεταξύ επιχειρήσεων, αποφάσεις ενώσεων επιχειρήσεων και εναρμονισμένες πρακτικές, ενώ το άρθρο 102 ΣΛΕΕ αφορά τη μονομερή δράση μιας ή περισσοτέρων επιχειρήσεων (192).

247. Επιπλέον, το άρθρο 101 ΣΛΕΕ εφαρμόζεται επί συμφωνιών, αποφάσεων και εναρμονισμένων πρακτικών που δύνανται να επηρεάσουν αισθητά το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η θέση των οικείων επιχειρήσεων στην αγορά. Αντιθέτως, το άρθρο 102 ΣΛΕΕ αφορά τη συμπεριφορά ενός ή περισσοτέρων επιχειρηματιών, η οποία συνίσταται στην καταχρηστική εκμετάλλευση μιας καταστάσεως οικονομικής ισχύος που επιτρέπει στον οικείο επιχειρηματία να παρεμποδίζει τη διατήρηση πραγματικού ανταγωνισμού στη σχετική αγορά, παρέχοντάς του τη δυνατότητα να επιδεικνύει σε σημαντικό βαθμό ανεξάρτητη συμπεριφορά έναντι των ανταγωνιστών του, των πελατών του και, τελικώς, των καταναλωτών (193).

248. Βεβαίως, η διαπίστωση της υπάρξεως δεσπόζουσας θέσεως δεν συνεπάγεται καθεαυτή καμία μομφή έναντι της οικείας επιχειρήσεως (194), καθόσον το άρθρο 102 ΣΛΕΕ ουδόλως αποσκοπεί στο να εμποδίσει μια επιχείρηση να κατακτά, με τις δικές της ικανότητες, δεσπόζουσα θέση σε μια αγορά (195).

249. Ωστόσο, η διαπίστωση ότι μια επιχείρηση κατέχει δεσπόζουσα θέση σε ορισμένη αγορά σημαίνει ότι η επιχείρηση αυτή, ανεξαρτήτως των λόγων για τους οποίους περιήλθε σε αυτή τη θέση, υπέχει ειδική υποχρέωση να μη θίγει, με τη συμπεριφορά της, τον αποτελεσματικό και ανόθευτο ανταγωνισμό στην εσωτερική αγορά (196). Το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της ειδικής ευθύνης που βαρύνει μια επιχείρηση η οποία κατέχει δεσπόζουσα θέση πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα τις ειδικές συνθήκες κάθε περιπτώσεως, που αποδεικνύουν την εξασθένιση του ανταγωνισμού (197).

250. Όσον αφορά την έννοια της καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως, πρόκειται για έννοια αντικειμενική και αφορά εκείνες τις ενέργειες επιχειρήσεως που κατέχει δεσπόζουσα θέση οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν τη δομή της αγοράς στην οποία, ακριβώς λόγω της παρουσίας της εν λόγω επιχειρήσεως, ο βαθμός ανταγωνισμού έχει ήδη περιοριστεί, και που μπορούν να έχουν ως συνέπεια να παρεμποδίσουν, με τη χρησιμοποίηση μέσων διαφορετικών από εκείνα που διέπουν μια φυσιολογική αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών που διαμορφώνεται με βάση τις παροχές των επιχειρηματιών, τη διατήρηση του υφιστάμενου βαθμού ανταγωνισμού στην αγορά ή την περαιτέρω ανάπτυξη του ανταγωνισμού (198). Συνεπώς, το άρθρο 102 ΣΛΕΕ δεν επιτρέπει σε επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση να εκτοπίζει από την αγορά ανταγωνιστική της επιχείρηση και να ενισχύει κατ’ αυτόν τον τρόπο τη θέση της χρησιμοποιώντας μέσα διαφορετικά από εκείνα που εντάσσονται στο πλαίσιο ενός υγιούς ανταγωνισμού (199).

251. Εάν η σύναψη συμφωνίας απαγορευόμενης από το άρθρο 101 ΣΛΕΕ μπορεί a priori να συνιστά πάντοτε μέσο το οποίο δεν εμπίπτει σε εκείνα που εντάσσονται στο πλαίσιο του υγιούς ανταγωνισμού, η σύναψη μιας τέτοιας συμφωνίας από επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση μπορεί επομένως, ιδίως, να εμπίπτει κατά μείζονα λόγο στην απαγόρευση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ αν είναι ικανή να επηρεάσει τη διάρθρωση της οικείας αγοράς κατά τρόπον ώστε να παρεμποδίσει ή ακόμη και να εξαλείψει τον εναπομένοντα ανταγωνισμό στη συγκεκριμένη αγορά (200).

ii)    Επί της συνάψεως των επίμαχων στην κύρια δίκη συμφωνιών ως χρήση εκ μέρους της GSK μέσου μη εντασσόμενου στο πλαίσιο του υγιούς ανταγωνισμού

252. Εν προκειμένω, από τις διευκρινίσεις του CAT προκύπτει ότι, κατά την κρίση του, η απάντηση στα σχετικά με το άρθρο 102 ΣΛΕΕ προδικαστικά ερωτήματα εξαρτάται, σε μεγάλο βαθμό, από την απάντηση στα υποβληθέντα προδικαστικά ερωτήματα σχετικά με το αν οι συναφθείσες από την GSK συμφωνίες μπορούσαν να αποτελούν περιορισμούς του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, οπότε η σύναψή τους μπορούσε επίσης να αποτελεί μέσο μη εντασσόμενο στο πλαίσιο του υγιούς ανταγωνισμού, χρησιμοποιούμενο από την GSK προς ενίσχυση της θέσεώς της στην αγορά κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Από την ήδη πραγματοποιηθείσα ανάλυση ανωτέρω, προκύπτει, όμως, ότι, υπό την επιφύλαξη των διαπιστώσεων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του αιτούντος δικαστηρίου, τούτο ισχύει όσον αφορά τις συμφωνίες GUK και Alpharma (201).

253. Υπό την επιφύλαξη επίσης της επαληθεύσεως των πραγματικών περιστατικών, η οποία εμπίπτει στην αρμοδιότητα του CAT, το συμπέρασμα δεν μπορεί να είναι διαφορετικό όσον αφορά τη συμφωνία IVAX, η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο κυρώσεων από την CMA βάσει της απαγορεύσεως των αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνιών και η οποία δεν εξετάστηκε ειδικώς ανωτέρω στο πλαίσιο των προδικαστικών ερωτημάτων επί του άρθρου 101 ΣΛΕΕ (202). Επομένως, κατά το CAT, η μόνη αξιοσημείωτη διαφορά μεταξύ της συμφωνίας IVAX και των συμφωνιών GUK και Alpharma συνίστατο στο γεγονός ότι δεν υφίστατο εκκρεμής ένδικη διαδικασία μεταξύ των μερών κατά τον χρόνο συνάψεως της συμφωνίας IVAX. Ωστόσο, κατά το CAT, αν δεν είχε συναφθεί η συγκεκριμένη συμφωνία, η IVAX θα είχε την επιθυμία να εισέλθει στην αγορά κατά τρόπο ανεξάρτητο και η GSK θα είχε κινήσει κατά της IVAX διαδικασία λόγω προσβολής του διπλώματος ευρεσιτεχνίας. Επιπλέον, ακόμη και αν, αντίθετα προς τις συμφωνίες GUK και Alpharma, δεν είχε περιληφθεί στη συμφωνία IVAX ρητός συμβατικός περιορισμός για ανεξάρτητη είσοδο στην αγορά (203), αυτή ήταν εντούτοις, σύμφωνα με το CAT, η πρόθεση των μερών και υπ’ αυτή την έννοια αντιλαμβάνονταν τη συμφωνία.

254. Επομένως, υπό την επιφύλαξη του ζητήματος αν η συμφωνία IVAX συνιστά επίσης περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου κατά την έννοια του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του αν συνάδει προς το δίκαιο της Ένωσης η βάσει του βρετανικού δικαίου απαλλαγή της από την προβλεπόμενη στην τελευταία αυτή διάταξη απαγόρευση, επί των οποίων δεν απόκειται στο Δικαστήριο να αποφανθεί στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προεκτεθείσες σκέψεις σχετικά με τις συμφωνίες GUK και Alpharma ισχύουν επίσης πλήρως και για τη συμφωνία IVAX. Επομένως, αν μοναδικό αντικείμενο της συγκεκριμένης συμφωνίας, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει, ήταν αποκλειστικά να παρακινηθεί η IVAX να μην εισέλθει κατά τρόπο ανεξάρτητο στην αγορά μέσω μεταβιβάσεως αξίας εκ μέρους της GSK, μοναδικό αντάλλαγμα για την οποία ήταν η συγκεκριμένη δέσμευση περί μη εισόδου, η σύναψή της προσομοιάζει με τη χρήση εκ μέρους της GSK μέσου μη εντασσόμενου στο πλαίσιο του υγιούς ανταγωνισμού και, επομένως, δύναται να στοιχειοθετήσει κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Το γεγονός ότι η συμφωνία IVAX δεν συνήφθη ως φιλικός διακανονισμός εκκρεμούς ένδικης διαδικασίας, αλλά προκειμένου να αποφευχθεί η κίνηση τέτοιας διαδικασίας, ουδόλως μπορεί να διαφοροποιήσει τη διαπίστωση αυτή.

iii) Επί της συνάψεως των επίμαχων στην κύρια δίκη συμφωνιών από την GSK ως μέσο δυνάμενο να επηρεάσει τη διάρθρωση της οικείας αγοράς κατά τρόπον ώστε να εμποδίσει ή ακόμη και να εξαλείψει τον εναπομένοντα ανταγωνισμό στη συγκεκριμένη αγορά

255. Όσον αφορά την ανάλυση των επίμαχων στην κύρια δίκη συμφωνιών υπό το πρίσμα του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, πρέπει, κατ’ αρχάς, να επισημανθεί ότι, όπως έχει διευκρινίσει η νομολογία, μολονότι είναι αληθές ότι η ύπαρξη δεσπόζουσας θέσεως δεν είναι δυνατόν να στερήσει μια επιχείρηση που κατέχει τέτοια θέση από το δικαίωμα να προστατεύει τα εμπορικά της συμφέροντα, όταν τα τελευταία προσβάλλονται, η υπεράσπιση αυτή δεν μπορεί εντούτοις να γίνει δεκτή αν εκδηλώνεται με συμπεριφορά η οποία συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως (204). Ομοίως, μολονότι η άσκηση ενός δικαιώματος από τον δικαιούχο δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας, ακόμη και όταν πρόκειται για επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση, δεν συνιστά αυτή καθεαυτή καταχρηστική εκμετάλλευση της θέσεως αυτής, η άσκηση του αποκλειστικού δικαιώματος του δικαιούχου μπορεί, υπό εξαιρετικές περιστάσεις, να συνιστά καταχρηστική πρακτική (205).

256. Περαιτέρω, όπως επισημάνθηκε ανωτέρω, η σύναψη από επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση μιας απαγορευόμενης από το άρθρο 101 ΣΛΕΕ συμφωνίας, η οποία συνιστά χρήση μέσου που δεν εντάσσεται στο πλαίσιο του υγιούς ανταγωνισμού, μπορεί, μεταξύ άλλων, να εμπίπτει επίσης στην απαγόρευση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ εάν είναι ικανή να επηρεάσει τη διάρθρωση της οικείας αγοράς κατά τρόπον που να παρεμποδίζει ή ακόμη και να εξαλείφει τον εναπομένοντα ανταγωνισμό στην εν λόγω αγορά (206). Επομένως, η διαπίστωση ότι η σύναψη συμφωνίας συνιστά επίσης πρακτική απαγορευόμενη από το άρθρο 102 ΣΛΕΕ εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τη δομή του ανταγωνισμού στην οικεία αγορά και από τη θέση των συμβαλλομένων στη συμφωνία μερών σε αυτήν (207).

257. Εν προκειμένω, αν αποδειχθεί ότι συμφωνία μεταξύ κατόχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας φαρμάκου, ο οποίος έχει δεσπόζουσα θέση στη σχετική αγορά, και παρασκευαστή γενόσημου εκδοχής του φαρμάκου αυτού, αποσκοπεί στο να παροτρύνει τον δεύτερο να εγκαταλείψει τις προσπάθειές του να εισέλθει στην αγορά κατά τρόπο ανεξάρτητο μέσω μεταβιβάσεως αξίας, μοναδικό αντάλλαγμα για την οποία είναι η εν λόγω εγκατάλειψη των προσπαθειών εισόδου, η σύναψη τέτοιου είδους συμφωνίας από τον κάτοχο του διπλώματος ευρεσιτεχνίας μπορεί να εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ εφόσον καταλήγει να επηρεάζει τη δομή του ανταγωνισμού στην οικεία αγορά κατά τρόπον που να παρεμποδίζει ή ακόμη και να εξαλείφει την ανάπτυξη του ανταγωνισμού στην αγορά αυτή.

258. Το αποτέλεσμα δε αυτό είναι πολύ πιο πιθανό στο μέτρο που, όπως ήδη επισημάνθηκε, λόγω των εγγενών χαρακτηριστικών του φαρμακευτικού τομέα, μια τέτοιου είδους συμφωνία η οποία συνάπτεται μεταξύ κατόχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας και παρασκευαστή γενόσημων μπορεί, ανάλογα με τη χρονική στιγμή της συνάψεως της και τη θέση και τον αριθμό των εν δυνάμει γενόσημων ανταγωνιστών, να έχει ως αποτέλεσμα την εξάλειψη κατά μεγάλο μέρος ή ακόμη και ολοσχερώς του δυνητικού ανταγωνισμού σχετικά με το οικείο προϊόν (208), ενισχύοντας με τον τρόπο αυτό τη θέση του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας διά της χρήσεως μέσου το οποίο δεν εντάσσεται στο πλαίσιο του υγιούς ανταγωνισμού.

259. Εντούτοις, από τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς στην υπόθεση της κύριας δίκης προκύπτει ότι δεν επιβλήθηκε κύρωση στην GSK βάσει της ισοδύναμης προς το άρθρο 102 ΣΛΕΕ εθνικής διατάξεως λόγω της συνάψεως μιας μόνον αντίθετης προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνίας, αλλά λόγω της συνάψεως των συμφωνιών IVAX, GUK και Alpharma στο σύνολό τους (209).

260. Ως εκ τούτου, το ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω δεν είναι αν η σύναψη μίας μόνον από τις συμφωνίες αυτές μπορεί να συνιστά κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ εκ μέρους της GSK, αλλά αν η σύναψη του συνόλου των συμφωνιών αυτών δύναται να εμπίπτει σε έναν τέτοιο χαρακτηρισμό.

261. Υπό τις συνθήκες αυτές, εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξετάσει αν η σύναψη από την GSK των συμφωνιών IVAX, GUK και Alpharma ήταν ικανή να παρεμποδίσει ή ακόμη και να εξαλείψει τον ανταγωνισμό στην οικεία αγορά και να ενισχύσει έτσι τη δεσπόζουσα θέση της GSK με χρήση μέσων τα οποία δεν εντάσσονται στο πλαίσιο του υγιούς ανταγωνισμού. Στο πλαίσιο της εξετάσεως αυτής, το CAT θα μπορεί να λάβει υπόψη, μεταξύ άλλων, τη θέση και τη σημασία που είχαν αντιστοίχως οι οικείοι παρασκευαστές γενόσημων όσον αφορά την ανταγωνιστική πίεση που ασκήθηκε στην GSK, καθώς και την ύπαρξη ή την απουσία άλλων πηγών ανταγωνιστικής πιέσεως κατά τον κρίσιμο χρόνο (210). Ομοίως, το CAT θα μπορεί να λάβει υπόψη την ύπαρξη τυχόν αντίθετης προς τον ανταγωνισμό προθέσεως, καθώς και τυχόν συνολικής στρατηγικής της GSK με σκοπό την εξάλειψη των ανταγωνιστών της, τα οποία αποτελούν πραγματικά στοιχεία που μπορούν να ληφθούν υπόψη προκειμένου να καθοριστεί αν υφίσταται κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως (211).

iv)    Συμπέρασμα

262. Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η σύναψη πλειόνων συμφωνιών για τον φιλικό διακανονισμό διαφορών σχετικών με διπλώματα ευρεσιτεχνίας, ανεξαρτήτως του αν συνεπεία των διαφορών αυτών κινήθηκαν ή όχι ένδικες διαδικασίες, από τον κάτοχο διπλώματος ευρεσιτεχνίας ο οποίος έχει δεσπόζουσα θέση στη σχετική αγορά, με διάφορους παραγωγούς γενόσημων, συνιστά καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως, εάν οι συμφωνίες αυτές έχουν ως σκοπό να παρακινήσουν τους εν λόγω παρασκευαστές να εγκαταλείψουν τις προσπάθειές τους να εισέλθουν κατά τρόπο ανεξάρτητο στην αγορά μέσω μεταβιβάσεως αξίας, μοναδικό αντάλλαγμα για την οποία είναι η εν λόγω δέσμευση για εγκατάλειψη των προσπαθειών εισόδου, και εάν η σύναψή τους είναι ικανή να επηρεάσει τη διάρθρωση της οικείας αγοράς κατά τρόπο που να παρεμποδίζει ή ακόμη και να εξαλείφει τον εναπομένοντα ανταγωνισμό στη συγκεκριμένη αγορά και να ενισχύει με τον τρόπο αυτό τη δεσπόζουσα θέση του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας με τη χρήση μέσων τα οποία δεν εντάσσονται στο πλαίσιο του υγιούς ανταγωνισμού, πράγμα το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

2)      Επί των οφελών που απορρέουν από τις επίμαχες στην κύρια δίκη συμφωνίες (προδικαστικό ερώτημα υπ’ αριθ. 10, στοιχεία βʹ και γʹ)

263. Με το δέκατο προδικαστικό ερώτημα, στοιχεία βʹ και γʹ, σε συνδυασμό με το όγδοο προδικαστικό ερώτημα, το CAT ερωτά αν η απάντηση στα προηγούμενα ερωτήματά του σχετικά με την καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως θα ήταν διαφορετική, εάν οι επίμαχες συμφωνίες είχαν προσπορίσει ορισμένα οφέλη για το εθνικό σύστημα υγείας και τους καταναλωτές, τα οποία ωστόσο ήταν σαφώς μικρότερης σημασίας από τα οφέλη που θα επιτυγχάνονταν με την είσοδο των ανεξάρτητων γενόσημων στην αγορά (212). Επιπλέον, το CAT ζητεί να διευκρινιστεί πώς επιδρά συναφώς το γεγονός ότι τα συμβαλλόμενα μέρη δεν απέβλεπαν στα συγκεκριμένα οφέλη όταν συνήψαν τις επίμαχες συμφωνίες.

264. Από απόψεως πραγματικών περιστατικών, το CAT αναφέρεται εν προκειμένω, αφενός, όσον αφορά τις συμφωνίες GUK και Alpharma, στα περιορισμένα οφέλη, μνεία των οποίων έχει ήδη γίνει ανωτέρω, τα οποία είχαν εξασφαλίσει οι εν λόγω συμφωνίες για τους καταναλωτές σε επίπεδο κόστους και ποιότητας (213). Αφετέρου, όσον αφορά τη συμφωνία IVAX, το CAT αναφέρεται στο γεγονός ότι η συμφωνία αυτή είχε επιφέρει μείωση του επιπέδου επιστροφής δαπανών για παροξετίνη λόγω της διαρθρώσεως του εθνικού συστήματος επιστροφής από τις αρχές δημόσιας υγείας των δαπανών στα φαρμακεία, με αποτέλεσμα σημαντική εξοικονόμηση πόρων για τις αρχές αυτές (214).

i)      Επί της υποχρεώσεως συνεκτιμήσεως των προβαλλόμενων οφελών

265. Κατ’ αρχάς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι το ζήτημα αν τα μέρη απέβλεπαν ή όχι, κατά τον χρόνο συνάψεως των συμφωνιών, στα οφέλη που προέκυψαν για τους καταναλωτές και το εθνικό ταμείο υγείας δεν είναι αποφασιστικής σημασίας για την συνεκτίμηση από το CAT των εν λόγω οφελών κατά την εκ μέρους του εξέταση του κατά πόσον υφίσταται κατάχρηση δεσπόζουσας θέσεως εκ μέρους της GSK.

266. Συγκεκριμένα, όπως προαναφέρθηκε, η έννοια της καταχρηστικής εκμεταλλεύσεως δεσπόζουσας θέσεως είναι αντικειμενική (215). Επιπλέον, ενώ τυχόν αντίθετες προς τον ανταγωνισμό προθέσεις ή στρατηγικές της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως μπορούν να ληφθούν υπόψη προκειμένου να διαπιστωθεί καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως, η ύπαρξη τέτοιων προθέσεων ή στρατηγικών ουδόλως είναι απαραίτητη για τη διαπίστωση αυτή (216). Ωστόσο, τούτο πρέπει να σημαίνει, αντιστρόφως, ότι τυχόν οφέλη που απορρέουν από πρακτική δυνάμενη να εμπίπτει στην απαγόρευση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ θα πρέπει επίσης να εκτιμώνται αντικειμενικά και χωρίς να απαιτείται να απέβλεψαν τα μέρη στα συγκεκριμένα οφέλη.

267. Επιπροσθέτως, όπως διαπίστωσε το Δικαστήριο στην απόφαση στην υπόθεση Intel κατά Επιτροπής, οι αρχές και τα δικαστήρια που είναι επιφορτισμένα με την εφαρμογή του δικαίου του ανταγωνισμού οφείλουν να εξετάζουν το σύνολο των επιχειρημάτων και των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίζει η ενδιαφερόμενη επιχείρηση προκειμένου να αμφισβητήσει το βάσιμο των διαπιστώσεων σχετικά με την ύπαρξη καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως εκ μέρους της. Στο πλαίσιο αυτό, οι εν λόγω αρχές και τα εν λόγω δικαστήρια οφείλουν, μεταξύ άλλων, να εξετάζουν τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζει η επιχείρηση και τα οποία είναι ικανά να αποδείξουν ότι η ύπαρξη οφελών ως προς την αποτελεσματικότητα, τα οποία να είναι επίσης ωφέλιμα για τον καταναλωτή, δύνανται να αντισταθμίζουν ή και να υπερβαίνουν τα δυσμενή για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα μιας ορισμένης πρακτικής (217).

ii)    Επί της δυνατότητας δικαιολογήσεως ενεργειών δυναμένων να εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ

268. Περαιτέρω, όσον αφορά τον αντίκτυπο της συνεκτιμήσεως των στοιχείων αυτών κατά τη διαπίστωση καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως, πρέπει να σημειωθεί ότι, κατά τη νομολογία, επιχείρηση κατέχουσα δεσπόζουσα θέση δύναται να δικαιολογήσει ενέργειες που ενδέχεται να εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, η επιχείρηση αυτή μπορεί να αποδείξει, προς τούτο, είτε ότι η συμπεριφορά της είναι αντικειμενικά αναγκαία είτε ότι το αποτέλεσμα εκτοπίσεως που προκύπτει μπορεί να αντισταθμιστεί, ή ακόμη και να υπερκεραστεί με πλεονεκτήματα ως προς την αποτελεσματικότητα τα οποία ωφελούν επίσης τον καταναλωτή (218).

269. Ως προς το τελευταίο σημείο, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι εναπόκειται στην επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση να αποδείξει ότι τα οφέλη τα οποία ενδέχεται να προκύψουν, σε επίπεδο αποδοτικότητας, από την υπό εξέταση συμπεριφορά υπερτερούν των πιθανών επιπτώσεων εις βάρος του ανταγωνισμού και των συμφερόντων των καταναλωτών στις θιγόμενες αγορές, ότι αυτά τα οφέλη σε επίπεδο αποδοτικότητας ήταν ή είναι πιθανόν να επιτευχθούν μέσω της εν λόγω συμπεριφοράς, ότι η εν λόγω συμπεριφορά είναι απαραίτητη για την επίτευξή τους και ότι δεν εξαλείφει τον αποτελεσματικό ανταγωνισμό καταργώντας όλες ή τις περισσότερες υφιστάμενες πηγές πραγματικού ή δυνητικού ανταγωνισμού (219).

270. Εν προκειμένω, υπό την επιφύλαξη των διαπιστώσεων επί των πραγματικών περιστατικών που εναπόκειται στο CAT να πραγματοποιήσει, δεν προκύπτει, βάσει των στοιχείων που έχουν προσκομιστεί από το τελευταίο, ότι τα οφέλη που απορρέουν από τις συμφωνίες IVAX, GUK και Alpharma πληρούν τις προϋποθέσεις τις οποίες έχει ορίσει το Δικαστήριο ώστε να δικαιολογείται μια πρακτική δυνάμενη να εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 102 ΣΛΕΕ και ώστε, με τον τρόπο αυτό, να μην εφαρμοσθεί η προβλεπόμενη από τη διάταξη αυτή απαγόρευση.

271. Επομένως, όσον αφορά τα οφέλη που προσκομίζουν στους καταναλωτές οι συμφωνίες GUK και Alpharma, διαπιστώθηκε ήδη ανωτέρω ότι η παροχή περιορισμένων ποσοτήτων παροξετίνης στους εν λόγω παρασκευαστές γενόσημων από την GSK δεν επέφερε καμία σημαντική ανταγωνιστική πίεση επί της GSK, αλλά απλώς οδήγησε σε μια ελεγχόμενη αναδιοργάνωση της αγοράς της παροξετίνης από την GSK, καθώς και στην πραγματοποίηση μεταβιβάσεων αξίας μη οικονομικού χαρακτήρα (220). Δεν υπάρχει δε καμία ένδειξη ότι η κατάσταση θα ήταν διαφορετική όσον αφορά την εκ μέρους της GSK προμήθεια περιορισμένων ποσοτήτων παροξετίνης προς την IVAX. Το γεγονός ότι η συμφωνία αυτή είχε, επιπλέον, ως αποτέλεσμα τη μείωση των τιμών επιστροφής του εθνικού συστήματος υγείας και την εξοικονόμηση για το τελευταίο δεν μπορεί να αλλάξει τίποτε επί της ουσίας.

272. Πράγματι, το άρθρο 102 ΣΛΕΕ δεν αφορά μόνον πρακτικές που προκαλούν άμεση ζημία στους καταναλωτές, αλλά και εκείνες επίσης που τους προκαλούν ζημία πλήττοντας τη λειτουργία του ανταγωνισμού (221). Ως εκ τούτου, τυχόν περιορισμένα οφέλη που απορρέουν για τους καταναλωτές δεν μπορούν να αντισταθμίσουν τη ζημία που προκαλείται από την εξάλειψη κάθε ανταγωνισμού στη σχετική αγορά.

273. Όπως, όμως, προκύπτει και από τις αναλύσεις που ήδη προηγήθηκαν, οι συμφωνίες IVAX, GUK και Alpharma είχαν ακριβώς ως αποτέλεσμα την εξάλειψη των συνθηκών πραγματικού ανταγωνισμού όσον αφορά την παροξετίνη, καταργώντας το σύνολο των υφισταμένων πηγών δυνητικού ανταγωνισμού κατά τον χρόνο συνάψεώς τους, δεδομένου ότι παρακίνησαν τους παρασκευαστές γενόσημων να εγκαταλείψουν τις προσπάθειές τους να προβούν σε ανεξάρτητη είσοδο στην αγορά για το συμφωνηθέν χρονικό διάστημα έναντι μεταβιβάσεως αξίας. Ως εκ τούτου, τα περιορισμένα οφέλη που προέκυψαν από τις συμφωνίες αυτές ουδόλως μπορούσαν να εξουδετερώσουν ή ακόμη απλώς να αντισταθμίσουν τα αρνητικά αποτελέσματα των τελευταίων επί της λειτουργίας του ανταγωνισμού.

274. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο καθόσον, όπως επισημάνθηκε, ακόμη και αν είναι αβέβαιο το αν οι παρασκευαστές γενόσημων θα μπορούσαν να εισέλθουν κατά τρόπο ανεξάρτητο στην αγορά χωρίς τις συμφωνίες, δεδομένου ότι η έκβαση των διαφορών από το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας μεταξύ της GSK και των παρασκευαστών γενόσημων ήταν αβέβαιη, αυτό που έχει σημασία δεν είναι η πάση θυσία είσοδος των παρασκευαστών γενόσημων στην αγορά, αλλά το γεγονός ότι η είσοδος αυτή πραγματοποιείται ή δεν πραγματοποιείται λόγω του ελεύθερου ανταγωνισμού και δεν οφείλεται σε καταχρηστική συμπεριφοράς εκ μέρους της GSK με την οποία επιδιώκεται η εξάλειψη κάθε ανταγωνισμού στη σχετική αγορά (222). Πράγματι, ο ρόλος της κατέχουσας δεσπόζουσα θέση επιχειρήσεως δεν είναι να καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο επιτρέπεται στους ανταγωνιστές της να εισέρχονται στην αγορά και να αντικαθιστά με τον τρόπο αυτό τον ελεύθερο ανταγωνισμό με μια αναδιοργάνωση της αγοράς που πραγματοποιείται υπό τον έλεγχό της (223).

iii) Συμπέρασμα

275. Από τις ως άνω σκέψεις προκύπτει ότι, κατά την εξέταση του αν υφίσταται καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως, η αρχή ανταγωνισμού ή το αρμόδιο δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη τυχόν οφέλη που απορρέουν από την οικεία πρακτική, ανεξαρτήτως του αν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις απέβλεπαν στην υλοποίησή τους ή όχι. Ωστόσο, τέτοιου είδους οφέλη μπορούν να δικαιολογήσουν ενέργειες δυνάμενες να εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ μόνον εφόσον η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση αποδεικνύει ότι εξουδετερώνουν τα επιβλαβή αποτελέσματα της πρακτικής επί της λειτουργίας του ανταγωνισμού στις θιγόμενες αγορές. Το γεγονός ότι πλείονες συμφωνίες για τον φιλικό διακανονισμό διαφορών που συνάπτει ο κάτοχος διπλώματος ευρεσιτεχνίας με τους παρασκευαστές γενόσημων προβλέπουν την ελεγχόμενη είσοδο των τελευταίων στην αγορά, η οποία συνεπάγεται περιορισμένα οφέλη για τους καταναλωτές, δεν αρκεί ωστόσο για την πλήρωση των προϋποθέσεων αυτών, εάν οι εν λόγω συμφωνίες έχουν εξάλλου ως αποτέλεσμα την εξάλειψη του ουσιαστικού ανταγωνισμού καταργώντας το σύνολο ή τις περισσότερες από τις υφιστάμενες πηγές δυνητικού ανταγωνισμού, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

VI.    Πρόταση

276. Υπό το φως των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα του Competition Appeal Tribunal (πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ανταγωνισμού, Ηνωμένο Βασίλειο) ως εξής:

1.      Τυχόν αβεβαιότητα ως προς το κύρος διπλώματος ευρεσιτεχνίας για φαρμακευτικό σκεύασμα ή ως προς το αν το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας υφίσταται προσβολή από γενόσημο προϊόν δεν εμποδίζει να θεωρηθούν ο κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας και ο παρασκευαστής του γενόσημου προϊόντος δυνητικοί ανταγωνιστές. Το γεγονός ότι τα μέρη βρίσκονται καλόπιστα σε ένδικη διαφορά σχετική με το κύρος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ή με το αν το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας υφίσταται προσβολή από το γενόσημο προϊόν, ανεξαρτήτως του αν έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία για την εν λόγω διαφορά και αν έχει εκδοθεί επ’ αυτής προσωρινή διαταγή ή έχουν δοθεί προσωρινές δεσμεύσεις ενώπιον δικαστηρίου, αποτελεί, αντιθέτως, στοιχείο ικανό να αποδείξει ότι υφίσταται δυνητικός ανταγωνισμός μεταξύ του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας και του παρασκευαστή των γενόσημων. Ομοίως, η αντίληψη του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας και το γεγονός ότι θεωρεί τον παρασκευαστή γενόσημων δυνητικό ανταγωνιστή αποτελούν στοιχεία ικανά να αποδείξουν την ύπαρξη δυνητικού ανταγωνισμού μεταξύ των δύο αυτών επιχειρηματιών.

2.      Συμφωνία για τον φιλικό διακανονισμό εκκρεμούσας και με αβέβαιη έκβαση ένδικης διαδικασίας, αφορώσας πραγματική διαφορά σχετική με το κύρος διπλώματος ευρεσιτεχνίας και με το αν το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας υφίσταται προσβολή από γενόσημο προϊόν, βάσει της οποίας ο κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας αναλαμβάνει, υπέρ ενός παρασκευαστή γενόσημων, την υποχρέωση να προβεί σε αρκούντως σημαντική μεταβίβαση αξίας προκειμένου να τον παρακινήσει να εγκαταλείψει τις προσπάθειές του να εισέλθει κατά τρόπο ανεξάρτητο στην αγορά, συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου, εφόσον αποδεικνύεται ότι η εν λόγω μεταβίβαση αξίας έχει ως μόνη αντιπαροχή αποκλειστικά την εκ μέρους του παρασκευαστή γενόσημων μη είσοδο στην αγορά με το σκεύασμά του και την εκ μέρους του μη συνέχιση της αμφισβητήσεως του διπλώματος ευρεσιτεχνίας καθ’ όλη τη διάρκεια της συμφωνίας, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. Τούτο ισχύει επίσης και όταν οι περιορισμοί που επιβάλλονται από μια τέτοια συμφωνία δεν υπερβαίνουν την εμβέλεια και τη διάρκεια ισχύος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας και όταν το μεταβιβαζόμενο στον παρασκευαστή γενόσημων ποσό είναι χαμηλότερο των προσδοκώμενων από αυτόν κερδών σε περίπτωση ανεξάρτητης εισόδου στην αγορά.

3.      Η αξιολόγηση των οφελών που απορρέουν για τους καταναλωτές από τη σύναψη συμφωνίας μεταξύ ανταγωνιστών είναι κρίσιμη για τους σκοπούς του άρθρου 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, προκειμένου να εξεταστεί αν η ύπαρξη των οφελών αυτών είναι ικανή να εγείρει αμφιβολίες όσον αφορά την ύπαρξη περιορισμού του ανταγωνισμού εν γένει και, ειδικότερα, περιορισμού του ανταγωνισμού ως εκ του αντικειμένου. Το γεγονός, ωστόσο, ότι συμφωνία για τον φιλικό διακανονισμό ένδικης διαφοράς μεταξύ κατόχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας και παρασκευαστή γενόσημων προβλέπει την ελεγχόμενη είσοδο του εν λόγω παρασκευαστή στην αγορά, από την οποία δεν προκαλείται σημαντική ανταγωνιστική πίεση επί του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, αλλά παρέχονται στους καταναλωτές περιορισμένα οφέλη τα οποία δεν θα είχαν αν ο κάτοχος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας είχε δικαιωθεί δικαστικά στο πλαίσιο της ένδικης διαφοράς, δεν μπορεί ωστόσο να εγείρει τέτοιου είδους αμφιβολίες, αν η επίμαχη συμφωνία έχει, εξάλλου, ως αντικείμενο να παρακινήσει τον παρασκευαστή γενόσημων να εγκαταλείψει τις προσπάθειές του να εισέλθει κατά τρόπο ανεξάρτητο στην αγορά μέσω μεταβιβάσεως αξίας, μοναδικό αντάλλαγμα για την οποία αποτελεί η εν λόγω εγκατάλειψη των προσπαθειών εισόδου, πράγμα που εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

4.      Συμφωνία για τον φιλικό διακανονισμό ένδικης διαφοράς μεταξύ κατόχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας για φαρμακευτικό σκεύασμα και παρασκευαστή γενόσημου εκδοχής του σκευάσματος αυτού συνιστά περιορισμό του ανταγωνισμού ως εκ του αποτελέσματος ο οποίος απαγορεύεται από το άρθρο 101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ αν η συμφωνία αυτή έχει ως αποτέλεσμα την εξάλειψη του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρηματιών αυτών και αν το αποτέλεσμα αυτό είναι αισθητό λόγω του πλαισίου της συμφωνίας στο οποίο περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, η διάρθρωση της αγοράς, η θέση των συμβαλλόμενων εντός αυτής καθώς και, ενδεχομένως, η ύπαρξη άλλων συμφωνιών του ίδιου τύπου. Αντιθέτως, τυχόν συμπέρασμα ότι η συμφωνία αυτή έχει τέτοιου είδους περιοριστικά για τον ανταγωνισμό αποτελέσματα δεν προϋποθέτει να διαπιστωθεί ότι, ελλείψει της συμφωνίας αυτής, ο παρασκευαστής γενόσημων θα είχε πιθανώς δικαιωθεί δικαστικά στην ένδικη διαφορά σχετικά με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας ή ότι τα μέρη θα είχαν πιθανώς συνάψει μια λιγότερο περιοριστική συμφωνία φιλικού διακανονισμού.

5.      Οι γενόσημες εκδοχές φαρμακευτικού σκευάσματος κατοχυρωμένου με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, οι οποίες δεν έχουν διατεθεί ακόμη στην αγορά κατά τον κρίσιμο χρόνο, μπορούν να ληφθούν υπόψη για τον ορισμό της σχετικής αγοράς προϊόντων κατά την έννοια του άρθρου 102 ΣΛΕΕ, εφόσον οι παρασκευαστές τους είναι σε θέση να εισέλθουν στην αγορά με ικανή ταχύτητα και ισχύ ώστε να αποτελέσουν σοβαρό αντίβαρο στο κατοχυρωμένο με δίπλωμα ευρεσιτεχνίας φαρμακευτικό σκεύασμα και, επομένως, να ασκήσουν σημαντική ανταγωνιστική πίεση στον κάτοχο του διπλώματος ευρεσιτεχνίας, πράγμα το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει. Στο πλαίσιο αυτό, το γεγονός ότι υφίσταται, κατά τον κρίσιμο χρόνο, αβεβαιότητα ως προς το αν οι εν λόγω γενόσημες εκδοχές μπορούν να διατεθούν στην αγορά πριν από τη λήξη ισχύος των δικαιωμάτων ευρεσιτεχνίας του κατόχου χωρίς να τα προσβάλλουν δεν σημαίνει ότι δεν υφίσταται ανταγωνιστική σχέση μεταξύ του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας και των εν λόγω παρασκευαστών γενόσημων και συνεπώς δεν αποκλείει τη συνεκτίμηση των σχετικών γενόσημων σκευασμάτων για τον ορισμό της σχετικής αγοράς προϊόντων.

6.      Η σύναψη πλειόνων συμφωνιών για τον φιλικό διακανονισμό διαφορών σχετικών με διπλώματα ευρεσιτεχνίας, ανεξαρτήτως του αν στο πλαίσιο των διαφορών αυτών κινήθηκαν ή όχι ένδικες διαδικασίες, από τον κάτοχο διπλώματος ευρεσιτεχνίας ο οποίος έχει δεσπόζουσα θέση στη σχετική αγορά, με διάφορους παραγωγούς γενόσημων, συνιστά καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως, εάν οι συμφωνίες αυτές έχουν ως σκοπό να παρακινήσουν τους εν λόγω παρασκευαστές να εγκαταλείψουν τις προσπάθειές τους να εισέλθουν κατά τρόπο ανεξάρτητο στην αγορά μέσω μεταβιβάσεως αξίας, μοναδικό αντάλλαγμα για την οποία είναι η εν λόγω δέσμευση για εγκατάλειψη των προσπαθειών εισόδου, και εάν η σύναψή τους είναι ικανή να επηρεάσει τη διάρθρωση της οικείας αγοράς κατά τρόπο που να παρεμποδίζει ή ακόμη και να εξαλείφει τον εναπομένοντα ανταγωνισμό στη συγκεκριμένη αγορά και να ενισχύει με τον τρόπο αυτό τη δεσπόζουσα θέση του κατόχου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας με τη χρήση μέσων τα οποία δεν εντάσσονται στο πλαίσιο του υγιούς ανταγωνισμού, πράγμα το οποίο απόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

7.      Κατά την εξέταση του αν υφίσταται καταχρηστική εκμετάλλευση δεσπόζουσας θέσεως, η αρχή ανταγωνισμού ή το αρμόδιο δικαστήριο πρέπει να λαμβάνει υπόψη τυχόν οφέλη που απορρέουν από την οικεία πρακτική, ανεξαρτήτως του αν οι εμπλεκόμενες επιχειρήσεις απέβλεπαν στην υλοποίησή τους ή όχι. Ωστόσο, τέτοιου είδους οφέλη μπορούν να δικαιολογήσουν ενέργειες δυνάμενες να εμπίπτουν στην απαγόρευση του άρθρου 102 ΣΛΕΕ μόνον εφόσον η κατέχουσα δεσπόζουσα θέση επιχείρηση αποδεικνύει ότι εξουδετερώνουν τα επιβλαβή αποτελέσματα της πρακτικής επί της λειτουργίας του ανταγωνισμού στις θιγόμενες αγορές. Το γεγονός ότι πλείονες συμφωνίες για τον φιλικό διακανονισμό διαφορών που συνάπτει ο κάτοχος διπλώματος ευρεσιτεχνίας με τους παρασκευαστές γενόσημων προβλέπουν την ελεγχόμενη είσοδο των τελευταίων στην αγορά, η οποία συνεπάγεται περιορισμένα οφέλη για τους καταναλωτές, δεν αρκεί ωστόσο για την πλήρωση των προϋποθέσεων αυτών, εάν οι εν λόγω συμφωνίες έχουν εξάλλου ως αποτέλεσμα την εξάλειψη του ουσιαστικού ανταγωνισμού καταργώντας το σύνολο ή τις περισσότερες από τις υφιστάμενες πηγές δυνητικού ανταγωνισμού, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Ήτοι των GlaxoSmithKline plc, Xellia Pharmaceuticals ApS, Alpharma LLC, Actavis UK Ltd και Merck KGaA.


3      Βλ. απόφαση της Επιτροπής C(2013) 3803 τελικό, της 19ης Ιουνίου 2013, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ και του άρθρου 53 της Συμφωνίας ΕΟΧ (υπόθεση AT.39226 – Lundbeck)· σε σχέση με την απόφαση αυτή το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε αποφάσεις την 8η Σεπτεμβρίου 2016, κατά των οποίων έχουν ασκηθεί αιτήσεις αναιρέσεως οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου, στις υποθέσεις Sun Pharmaceutical Industries και Ranbaxy (UK) κατά Επιτροπής (T-460/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:453· υπόθεση C‑586/16 P, εκκρεμής), Arrow Group και Arrow Generics κατά Επιτροπής (T‑467/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:450· υπόθεση C-601/16 P, εκκρεμής), Generics (UK) κατά Επιτροπής (T-469/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:454· υπόθεση C‑588/16 P, εκκρεμής), Merck κατά Επιτροπής (T-470/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:452· υπόθεση C-614/16 P, εκκρεμής), Xellia Pharmaceuticals και Alpharma κατά Επιτροπής (T-471/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:460· υπόθεση C-611/16 P, εκκρεμής), και Lundbeck κατά Επιτροπής (T-472/13, EU:T:2016:449· υπόθεση C-591/16 P, εκκρεμής).


4      Βλ. απόφαση της Επιτροπής C(2014) 4955 τελικό, της 9ης Ιουλίου 2014, σχετικά με διαδικασία εφαρμογής των άρθρων 101 και 102 ΣΛΕΕ [υπόθεση AT.39612 – περινδοπρίλη (Servier)]· σε σχέση με την απόφαση αυτή το Γενικό Δικαστήριο εξέδωσε αποφάσεις τη 12η Δεκεμβρίου 2018, κατά των οποίων έχουν ασκηθεί αιτήσεις αναιρέσεως οι οποίες εκκρεμούν ενώπιον του Δικαστηρίου, στις υποθέσεις Biogaran κατά Επιτροπής (T-677/14, EU:T:2018:910· υπόθεση C‑207/19 P, εκκρεμής), Teva UK κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-679/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:919· υπόθεση C-198/19 P, εκκρεμής), Lupin κατά Επιτροπής (T-680/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:908· υπόθεση C-144/19 P, εκκρεμής), Mylan Laboratories και Mylan κατά Επιτροπής (T-682/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:907· υπόθεση C-197/19 P, εκκρεμής), Krka κατά Επιτροπής (T-684/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:918· υπόθεση C‑151/19 P, εκκρεμής), Servier κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-691/14, EU:T:2018:922· υποθέσεις C‑176/19 P και C-201/19 P, εκκρεμείς), Niche Generics κατά Επιτροπής (T‑701/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:921· υπόθεση C-164/19 P, εκκρεμής), και Unichem Laboratories κατά Επιτροπής (T-705/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:915· υπόθεση C-166/19 P, εκκρεμής).


5      Βλ., όσον αφορά το σχετικό νομικό πλαίσιο, απόφαση της 28ης Ιουνίου 2017, Novartis Europharm κατά Επιτροπής (C-629/15 P και C-630/15 P, EU:C:2017:498, σκέψεις 2 επ.).


6      Ανέλαβε, δηλαδή, τη δέσμευση να συμμορφωθεί με κάθε διάταξη του δικαστηρίου διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας σε περίπτωση που αυτό διαπίστωνε εκ των υστέρων ότι λόγω της προσωρινής διαταγής προκλήθηκε ζημία στην GUK για την οποία θα έπρεπε να αποζημιωθεί.


7      Βλ., ανωτέρω, σημεία 15 και 16 των παρουσών προτάσεων.


8      Επιπλέον, το βάσιμο των αξιώσεων επί της μεθόδου του διπλώματος ευρεσιτεχνίας για την άνυδρη, οι οποίες είχαν κριθεί βάσιμες στο πλαίσιο της διαδικασίας BASF (σημείο 24 των παρουσών προτάσεων), επιβεβαιώθηκε εκ νέου σε δεύτερο βαθμό (αλλά όχι σε πρώτο βαθμό) και στην διαδικασία Apotex (βλ. σκέψεις 47 έως 49 και υποσημείωση 14 της αποφάσεως του CAT και σκέψεις 3.135 και 3.136 της αποφάσεως της CMA).


9      Με στοιχεία αναφοράς: CE-9531/11.


10      The Competition Act 1998 (Land and Vertical Agreements Exclusion) Order 2000, SI 2000/310.


11      Βλ., ανωτέρω, υποσημείωση 3 των παρουσών προτάσεων.


12      Βλ., ανωτέρω, υποσημείωση 4 των παρουσών προτάσεων.


13      Με στοιχεία αναφοράς: [2018] CAT 4, υποθέσεις αριθ. 1251-1255/1/12/16.


14      Βλ., ανωτέρω, σημείο 28 των παρουσών προτάσεων.


15      Όπως το αιτούν δικαστήριο αναφέρει, από την 1η Μαΐου 2004 και βάσει του άρθρου 3 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 του Συμβουλίου, της 16ης Δεκεμβρίου 2002, για την εφαρμογή των κανόνων ανταγωνισμού που προβλέπονται στα άρθρα 81 και 82 της συνθήκης (ΕΕ 2003, L 001, σ. 1), η CMA όφειλε επί συμφωνίας δυνάμενης να επηρεάσει το εμπόριο μεταξύ κρατών μελών να εφαρμόζει τους κανόνες περί ανταγωνισμού της Ένωσης ταυτοχρόνως με τους εθνικούς περί ανταγωνισμού κανόνες. Η CMA, στις σκέψεις 10.19 έως 10.27 της αποφάσεως CMA, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η συμφωνία GUK αποτελεί μια τέτοιου είδους συμφωνία.


16      Βλ., ανωτέρω, σημείο 18 των παρουσών προτάσεων.


17      Σημεία 1.17 και 4.127 της αποφάσεως της CMA, σκέψη 377 της αποφάσεως του CAT.


18      Βλ. σχετικά με την ημερομηνία αυτή, ανωτέρω, σημείο 15 των παρουσών προτάσεων.


19      Αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 1990, Dzodzi (C-297/88 και C-197/89, EU:C:1990:360, σκέψεις 36, 37 και 41), της 14ης Μαρτίου 2013, Allianz Hungária Biztosító κ.λπ. (C-32/11, EU:C:2013:160, σκέψη 20), και της 15ης Νοεμβρίου 2016, Ullens de Schooten (C-268/15, EU:C:2016:874, σκέψη 53).


20      Βλ., ανωτέρω, σημεία 14, 16 και 19 των παρουσών προτάσεων. Ειδικά για τη συμφωνία IVAX, βλ., ακόμη, κατωτέρω, σημείο 253 των παρουσών προτάσεων.


21      Βλ., ανωτέρω, σημεία 22 και 27 των παρουσών προτάσεων.


22      Βλ., ανωτέρω, σημεία 10 και 11 των παρουσών προτάσεων.


23      Βλ., ιδίως, σκέψεις 205, 321 και 333 της αποφάσεως του CAT. Με την επιφύλαξη του ζητήματος του χρονικού σημείου κατά το οποίο πρέπει να γίνεται εκτίμηση του ζητήματος αυτού, πρέπει να επισημανθεί, αμιγώς πληροφοριακώς ως προς τα πραγματικά περιστατικά, ότι οι επί της μεθόδου αξιώσεις σχετικά με το δίπλωμα ευρεσιτεχνίας για την άνυδρη κρίθηκαν (μετά τη σύναψη των συμφωνιών IVAX και GUK) το πρώτον βάσιμες στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας BASF, και (μετά τη σύναψη των συμφωνιών IVAX, GUK και Alpharma) για δεύτερη φορά στο πλαίσιο της ένδικης διαδικασίας Apotex (βλ., ανωτέρω, σημεία 24 και 25 και υποσημείωση 8 των παρουσών προτάσεων)· εντούτοις, δεν είναι δυνατόν να καθοριστεί αν με τον τρόπο αυτό επιλύθηκε οριστικώς το ζήτημα του βασίμου των συγκεκριμένων αξιώσεων. Εν πάση περιπτώσει, το αιτούν δικαστήριο, το οποίο είναι αρμόδιο για την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών, εκκινεί από την υπόθεση ότι κατά τον χρόνο συνάψεως των επίμαχων συμφωνιών δεν ήταν σαφές αν οι επίδικες αξιώσεις εκ του διπλώματος ευρεσιτεχνίας ήταν βάσιμες και, εν πάση περιπτώσει, δεν είναι σαφές κατά πόσον τα σκευάσματα της IVAX, της GUK και της Alpharma θα διαπιστώνονταν ότι συνιστούν προσβολή του.


24      Βλ., ιδίως, σκέψεις 162, 242 έως 244 και 320 έως 326 της αποφάσεως του CAT.


25      Βλ., ανωτέρω, σημεία 28 και 29 των παρουσών προτάσεων.


26      Βλ. αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, MOTOE (C-49/07, EU:C:2008:376, σκέψη 30), και της 14ης Μαρτίου 2013, Allianz Hungária Biztosító κ.λπ. (C-32/11, EU:C:2013:160, σκέψη 29).


27      Βλ. αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 2012, E.ON Ruhrgas και E.ON κατά Επιτροπής (T-360/09, EU:T:2012:332, σκέψη 84), και της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, Lundbeck κατά Επιτροπής (T-472/13, EU:T:2016:449, σκέψη 98).


28      Αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, European Night Services κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-374/94, T-375/94, T-384/94 και T-388/94, EU:T:1998:198, σκέψη 137), της 14ης Απριλίου 2011, Visa Europe και Visa International Service κατά Επιτροπής (T‑461/07, EU:T:2011:181, σκέψη 68), της 29ης Ιουνίου 2012, E.ON Ruhrgas και E.ON κατά Επιτροπής (T-360/09, EU:T:2012:332, σκέψη 85), και της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, Lundbeck κατά Επιτροπής (T-472/13, EU:T:2016:449, σκέψη 99).


29      Απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2016, Toshiba Corporation κατά Επιτροπής (C‑373/14 P, EU:C:2016:26, σκέψεις 31, 32 και 34), βλ. επίσης αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2016, Portugal Telecom κατά Επιτροπής (T-208/13, EU:T:2016:368, σκέψη 181), και Telefónica κατά Επιτροπής (T-216/13, EU:T:2016:369, σκέψη 221).


30      Πρβλ. απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 1991, Δηλιμίτης (C-234/89, EU:C:1991:91, σκέψη 21)· όσον αφορά τις προϋποθέσεις για τον χαρακτηρισμό μιας επιχειρήσεως ως δυνητικό ανταγωνιστή από την Επιτροπή, βλ. αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 15ης Σεπτεμβρίου 1998, European Night Services κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-374/94, T-375/94, T-384/94 και T‑388/94, EU:T:1998:198, σκέψη 137), της 14ης Απριλίου 2011, Visa Europe και Visa International Service κατά Επιτροπής (T-461/07, EU:T:2011:181, σκέψεις 68, 166 και 167), της 29ης Ιουνίου 2012, E.ON Ruhrgas και E.ON κατά Επιτροπής (T-360/09, EU:T:2012:332, σκέψεις 85 και 86), και της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, Lundbeck κατά Επιτροπής (T‑472/13, EU:T:2016:449, σκέψεις 99 και 100), βλ. επίσης σημείο 10 των κατευθυντηρίων γραμμών της Επιτροπής σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ στις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας (ΕΕ 2011, C 11, σ. 1).


31      Πρβλ. αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Απριλίου 2011, Visa Europe και Visa International Service κατά Επιτροπής (T-461/07, EU:T:2011:181, σκέψη 168), της 29ης Ιουνίου 2012, E.ON Ruhrgas και E.ON κατά Επιτροπής (T‑360/09, EU:T:2012:332, σκέψη 87), και της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, Lundbeck κατά Επιτροπής (T-472/13, EU:T:2016:449, σκέψη 101).


32      Απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2016, Toshiba Corporation κατά Επιτροπής (C‑373/14 P, EU:C:2016:26, σκέψεις 33 και 34), βλ. επίσης αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 28ης Ιουνίου 2016, Portugal Telecom κατά Επιτροπής (T-208/13, EU:T:2016:368, σκέψη 180), και Telefónica κατά Επιτροπής (T-216/13, EU:T:2016:369, σκέψεις 218 και 227), και της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, Lundbeck κατά Επιτροπής (T-472/13, EU:T:2016:449, σκέψη 144).


33      Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Απριλίου 2011, Visa Europe και Visa International Service κατά Επιτροπής (T-461/07, EU:T:2011:181, σκέψη 169), βλ. επίσης αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, Lundbeck κατά Επιτροπής (T‑472/13, EU:T:2016:449, σκέψη 144), και της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Servier κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-691/14, EU:T:2018:922, σκέψεις 342 επ.).


34      Βλ., ανωτέρω, σημεία 15, 16, 18 και 19 των παρουσών προτάσεων.


35      Βλ. συναφώς, ανωτέρω, σημεία 40 και 41 των παρουσών προτάσεων.


36      Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, Lundbeck κατά Επιτροπής (T‑472/13, EU:T:2016:449, σκέψη 159).


37      Βλ., συναφώς, σημείο 29 των κατευθυντηρίων γραμμών της Επιτροπής για την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ σε κατηγορίες συμφωνιών μεταφοράς τεχνολογίας (ΕΕ 2014, C 89, σ. 3).


38      Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2010, AstraZeneca κατά Επιτροπής (T‑321/05, EU:Τ:2010:266, σκέψη 362).


39      Αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, Lundbeck κατά Επιτροπής (T‑472/13, EU:T:2016:449, σκέψη 121), και της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Servier κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-691/14, EU:T:2018:922, σκέψη 359).


40      Αποφάσεις της 31ης Οκτωβρίου 1974, Centrafarm και de Peijper (15/74, EU:C:1974:114, σκέψη 9), της 18ης Φεβρουαρίου 1992, Επιτροπή κατά Ιταλίας (C-235/89, EU:C:1992:73, σκέψη 17), της 27ης Οκτωβρίου 1992, Generics και Harris Pharmaceuticals (C-191/90, EU:C:1992:407, σκέψη 23), και της 5ης Δεκεμβρίου 1996, Merck και Beecham (C-267/95 και C-268/95, EU:C:1996:468, σκέψεις 30 και 31), βλ. επίσης απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, Lundbeck κατά Επιτροπής (T-472/13, EU:T:2016:449, σκέψη 117).


41      Απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 1986, Windsurfing International κατά Επιτροπής (193/83, EU:C:1986:75, σκέψεις 89 και 92), και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, Lundbeck κατά Επιτροπής (T-472/13, EU:T:2016:449, σκέψη 119).


42      Βλ., ιδίως, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 2012, E.ON Ruhrgas και E.ON κατά Επιτροπής (T-360/09, EU:T:2012:332, σκέψη 89).


43      Η θέση σε κυκλοφορία «με κίνδυνο» ενός γενόσημου φαρμακευτικού σκευάσματος έγκειται στην είσοδο στην αγορά ενός τέτοιου σκευάσματος παρά το γεγονός ότι ο παρασκευαστής του πρωτότυπου σκευάσματος υποστηρίζει ότι τα δικαιώματα εκ του διπλώματος ευρεσιτεχνίας τα οποία εξακολουθούν να το καλύπτουν δεν το επιτρέπουν.


44      Βλ., ανωτέρω, σημεία 15, 18, 24 και 25 των παρουσών προτάσεων. Βλ. επίσης, ενδεικτικά, απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2019, Bayer Pharma (C-688/17, EU:C:2019:722), και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Pitruzzella στην υπόθεση Bayer Pharma (C-688/17, EU:C:2019:324).


45      Βλ., ανωτέρω, σημεία 10, 11, 24, 40, 41 και 42 των παρουσών προτάσεων.


46      Βλ. σημείο 140 της αποφάσεως του CAT.


47      Βλ., ανωτέρω, σημείο 69 των παρουσών προτάσεων.


48      Βλ. επίσης, επί του σημείου αυτού, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, Lundbeck κατά Επιτροπής (T-472/13, EU:T:2016:449, σκέψη 171).


49      Πρβλ. απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, AstraZeneca κατά Επιτροπής (C‑457/10 P, EU:C:2012:770, σκέψη 108), βλ. επίσης απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, Lundbeck κατά Επιτροπής (T-472/13, EU:T:2016:449, σκέψη 163).


50      Απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2018, F. Hoffmann-La Roche κ.λπ. (C-179/16, EU:C:2018:25, σκέψη 48 επ.), βλ. επίσης προτάσεις του γενικού εισαγγελέα H. Saugmandsgaard Øe στην υπόθεση F. Hoffmann-La Roche κ.λπ. (C-179/16, EU:C:2017:714, σημείο 82 επ.).


51      Απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2018, F. Hoffmann-La Roche κ.λπ. (C-179/16, EU:C:2018:25, σκέψη 60), βλ. επίσης προτάσεις του γενικού εισαγγελέα H. Saugmandsgaard Øe στην υπόθεση F. Hoffmann-La Roche κ.λπ. (C-179/16, EU:C:2017:714, σημείο 88).


52      Πρβλ. απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2018, F. Hoffmann-La Roche κ.λπ. (C‑179/16, EU:C:2018:25, σκέψη 64), βλ. επίσης προτάσεις του γενικού εισαγγελέα H. Saugmandsgaard Øe στην υπόθεση F. Hoffmann-La Roche κ.λπ. (C‑179/16, EU:C:2017:714, σημεία 85 έως 87 και 90).


53      Απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2013, Slovenská sporiteľňa (C-68/12, EU:C:2013:71, σκέψεις 14 και 19 έως 21).


54      Προτάσεις του γενικού εισαγγελέα H. Saugmandsgaard Øe στην υπόθεση F. Hoffmann-La Roche κ.λπ. (C-179/16, EU:C:2017:714, σημείο 89 και υποσημείωση 47).


55      Πρβλ. και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Servier κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-691/14, EU:T:2018:922, σκέψη 244).


56      Πρβλ. και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Servier κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-691/14, EU:T:2018:922, σκέψη 244).


57      Βλ., ανωτέρω, σημείο 72 των παρουσών προτάσεων.


58      Βλ., ανωτέρω, σημεία 10, 11, 24, 40, 41 και 42 των παρουσών προτάσεων.


59      Βλ., ανωτέρω, σημεία 59 και 60 των παρουσών προτάσεων.


60      Πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2016, Toshiba Corporation κατά Επιτροπής (C-373/14 P, EU:C:2016:26, σκέψεις 33 και 34).


61      Βλ. σκέψεις 96 επ. της αποφάσεως του CAT.


62      Βλ., ανωτέρω, σημεία 15 και 18 των παρουσών προτάσεων.


63      Βλ. αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 14ης Απριλίου 2011, Visa Europe και Visa International Service κατά Επιτροπής (T-461/07, EU:T:2011:181, σκέψεις 171 και 189), και της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Servier κ.λπ. κατά Επιτροπής (T‑691/14, EU:T:2018:922, σκέψη 386), βλ. επίσης υποσημείωση 9 των κατευθυντηρίων γραμμών της Επιτροπής σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 81 της Συνθήκης ΕΚ στις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας (ΕΕ 2001, C 3, σ. 2), το σημείο 10 και την υποσημείωση 6 των κατευθυντηρίων γραμμών της Επιτροπής σχετικά με τη δυνατότητα εφαρμογής του άρθρου 101 ΣΛΕΕ στις συμφωνίες οριζόντιας συνεργασίας (ΕΕ 2011, C 11, σ. 1), και το σημείο 34 των κατευθυντηρίων γραμμών της Επιτροπής σχετικά με την εφαρμογή του άρθρου 101 ΣΛΕΕ σε κατηγορίες συμφωνιών μεταφοράς τεχνολογίας (ΕΕ 2014, C 89, σ. 3).


64      Βλ. απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 8ης Σεπτεμβρίου 2016, Lundbeck κατά Επιτροπής (T-472/13, EU:T:2016:449, σκέψη 163).


65      Βλ., ανωτέρω, σημεία 71 έως 74 των παρουσών προτάσεων.


66      Βλ., ανωτέρω, σημείο 74 των παρουσών προτάσεων.


67      Σχετικά με την αναγνώριση τέτοιων φραγμών, βλ., επί παραδείγματι, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Ιουνίου 2012, E.ON Ruhrgas και E.ON κατά Επιτροπής (T-360/09, EU:T:2012:332, σκέψεις 89 και 94 έως 103).


68      Βλ. σκέψη 143 της αποφάσεως του CAT.


69      Βλ., ανωτέρω, σημεία 15, 16, 18 και 19 των παρουσών προτάσεων.


70      Πρβλ. απόφαση της 20ής Ιανουαρίου 2016, Toshiba Corporation κατά Επιτροπής (C-373/14 P, EU:C:2016:26, σκέψεις 33 και 34).


71      Αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 1966, LTM (56/65, EU:C:1966:38, σ. 313), της 4ης Ιουνίου 2009, T-Mobile Netherlands κ.λπ. (C-8/08, EU:C:2009:343, σκέψη 28), και της 16ης Ιουλίου 2015, ING Pensii (C-172/14, EU:C:2015:484, σκέψεις 29 και 30), βλ επίσης προτάσεις μου στην υπόθεση T‑Mobile Netherlands κ.λπ. (C-8/08, EU:C:2009:110, σημείο 42).


72      Βλ. επί του σημείου αυτού προτάσεις μου στην υπόθεση T-Mobile Netherlands κ.λπ. (C-8/08, EU:C:2009:110, σημείο 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


73      Βλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής (C-67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψεις 49 έως 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


74      Βλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής (C-67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψεις 53 και 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), βλ. επίσης προτάσεις μου στην υπόθεση T-Mobile Netherlands κ.λπ. (C-8/08, EU:C:2009:110, σημεία 38 επ. και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Wahl στην υπόθεση CB κατά Επιτροπής (C‑67/13 P, EU:C:2014:1958, σημεία 40 επ. και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


75      Βλ. απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2015, Maxima Latvija (C-345/14, EU:C:2015:784, σκέψεις 18 έως 23)· πρβλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Budapest Bank κ.λπ. (C-228/18, EU:C:2019:678, σημεία 40 επ.).


76      Βλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής (C-67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


77      Απόφαση της 20ής Νοεμβρίου 2008, Beef Industry Development Society και Barry Brothers (C-209/07, EU:C:2008:643).


78      Βλ., ανωτέρω, σημείο 102 των παρουσών προτάσεων.


79      Βλ., ανωτέρω, σημεία 47 και 48 των παρουσών προτάσεων.


80      Βλ., ανωτέρω,σημεία 51 και 52 των παρουσών προτάσεων.


81      Βλ., σχετικά με τις ανωτέρω συμφωνίες, αντιστοίχως, σημεία 15 επ. και 18 επ. των παρουσών προτάσεων.


82      Μολονότι, εν προκειμένω, προκύπτει σαφώς από τη δικογραφία ότι η προβλεπόμενη διάρκεια των συμφωνιών (σημεία 15 και 18 ανωτέρω) δεν υπερέβαινε στην πραγματικότητα την εναπομένουσα διάρκεια ισχύος του εν λόγω διπλώματος ευρεσιτεχνίας (σημείο 11 ανωτέρω), δεν προκύπτει με την ίδια σαφήνεια εάν η εμβέλεια των επιβαλλόμενων με τις συμφωνίες περιορισμών δεν υπερέβαινε πράγματι την εμβέλεια ισχύος του επίμαχου διπλώματος ευρεσιτεχνίας: επομένως, όπως επισημαίνει κατ’ ουσίαν το CAT στη σκέψη 245 της αποφάσεώς του, η εμβέλεια ισχύος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας προστατεύει μόνον έναντι των προϊόντων που συνιστούν προσβολή του, ενώ, εν προκειμένω, δεν καθορίστηκε ακριβώς αν τα προϊόντα των παρασκευαστών γενόσημων συνιστούσαν προσβολή του διπλώματος ευρεσιτεχνίας της GSK για την άνυδρη. Εξάλλου, από το γράμμα των όρων των συμφωνιών δεν προκύπτει με σαφήνεια ότι απαγόρευαν μόνον την εμπορία της παροξετίνης που παρασκευάζονταν σύμφωνα με μεθόδους που εξακολουθούσαν να προστατεύονται από το εν λόγω δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, καθόσον φαίνεται μάλλον ότι οι συμφωνίες αυτές απαγόρευαν κάθε διάθεση παροξετίνης στο εμπόριο (πλην εκείνης που παρασκευάζει η GSK) (βλ. σημεία 16 και 19 των παρουσών προτάσεων). Είναι, ωστόσο, δυνατόν (υπό την επιφύλαξη των συναφών διαπιστώσεων του αιτούντος δικαστηρίου), ότι από το πλαίσιο και τη διάρκεια των συμφωνιών προκύπτει ότι οι συμφωνίες αυτές αφορούσαν μόνον την παρασκευαζόμενη σύμφωνα με τις επίμαχες μεθόδους παροξετίνη, με την οποία η GUK και η Alpharma επρόκειτο να εισέλθουν στην αγορά (ιδίως διότι η διάρκεια των συμφωνιών δεν θα καθιστούσε δυνατόν για τους εν λόγω παρασκευαστές να εξεύρουν άλλη μέθοδο παρασκευής της οικείας ΔΦΟ ή άλλον προμηθευτή ο οποίος να παρασκευάζει τη συγκεκριμένη ΔΦΟ με μέθοδο διαφορετική από τη μέθοδο που χρησιμοποιούνταν από αυτούς).


83      Πρβλ. αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 1966, Consten και Grundig κατά Επιτροπής (56/64 και 58/64, EU:C:1966:41, σ. 363), και της 25ης Φεβρουαρίου 1986, Windsurfing International κατά Επιτροπής (193/83, EU:C:1986:75, σκέψη 46).


84      Ειδικότερα, στις αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 1982, Coditel κ.λπ. (262/81, EU:C:1982:334, σκέψη 15), και της 4ης Οκτωβρίου 2011, Football Association Premier League κ.λπ. (C-403/08 και C-429/08, EU:C:2011:631, σκέψη 137), το Δικαστήριο περιορίστηκε να επισημάνει ότι, όσον αφορά τις συμβάσεις για την παραχώρηση αδείας εκμεταλλεύσεως δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας, το γεγονός και μόνον ότι ο δικαιούχος έχει παραχωρήσει σε έναν και μόνον κάτοχο αδείας εκμεταλλεύσεως το αποκλειστικό δικαίωμα να μεταδίδει ραδιοτηλεοπτικώς, από συγκεκριμένο κράτος μέλος, προστατευόμενο πρόγραμμα και, ως εκ τούτου, να απαγορεύει τη μετάδοσή του από άλλους για ορισμένη χρονική περίοδο, δεν αρκεί για να διαπιστωθεί ότι η σχετική συμφωνία έχει αντίθετο προς τον ανταγωνισμό αντικείμενο. Ομοίως, στην απόφαση της 19ης Απριλίου 1988, Erauw-Jacquery (27/87, EU:C:1988:183, σκέψη 10), το Δικαστήριο περιορίστηκε να αναφέρει ότι, όσον αφορά τα δικαιώματα του δημιουργού επί νέου φυτικού είδους, επιχειρηματίας ο οποίες έχει παραγάγει ποικιλίες βασικών σπόρων προς σπορά, δυνάμενων να αποτελέσουν αντικείμενο τέτοιων δικαιωμάτων (του δημιουργού νέου φυτικού είδους), πρέπει να διαθέτει και μέσα προστασίας του από κάθε κακή χρήση των ποικιλιών αυτών απαγορεύοντας, μεταξύ άλλων, σε κάτοχο αδείας πωλήσεως και εξαγωγής βασικών σπόρων προς σπορά, ώστε μια ρήτρα με αυτό το περιεχόμενο να μην εμπίπτει στην απαγόρευση συνάψεως αντίθετων προς τους κανόνες του ανταγωνισμού συμφωνιών. Τέλος, στην απόφαση της 30ής Ιανουαρίου 1985, BAT Cigaretten-Fabriken κατά Επιτροπής (35/83, EU:C:1985:32, σκέψη 33), το Δικαστήριο έκρινε απλώς ότι, καίτοι αναγνωρίζει τη νομιμότητα και τη σκοπιμότητα συμφωνιών με τις οποίες καθορίζεται η αντίστοιχη έκταση χρήσεως διαφόρων σημάτων, ωστόσο ως προς τις εν λόγω συμφωνίες δεν μπορεί να αποκλεισθεί η εφαρμογή του άρθρου [101 ΣΛΕΕ] όταν αυτές αποσκοπούν επίσης στην κατανομή των αγορών ή σε άλλους περιορισμούς του ανταγωνισμού.


85      Αποφάσεις της 18ης Φεβρουαρίου 1971, Sirena (40/70, EU:C:1971:18, σκέψη 9), και της 8ης Ιουνίου 1982, Nungesser και Eisele κατά Επιτροπής (258/78, EU:C:1982:211, σκέψη 28).


86      Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Servier κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-691/14, EU:T:2018:922, σκέψη 241).


87      Βλ., σχετικά με τους σκοπούς αυτούς, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα G. Pitruzzella στην υπόθεση Bayer Pharma (C-688/17, EU:C:2019:324, σημεία 31 και 55).


88      ΕΕ 2004, L 157, σ. 45.


89      Βλ. αιτιολογική σκέψη 12 της οδηγίας 2004/48, βλ. επίσης απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Servier κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-691/14, EU:T:2018:922, σκέψη 240).


90      Βλ., ανωτέρω, σημείο 69 των παρουσών προτάσεων.


91      Βλ., ανωτέρω, σημείο 68 των παρουσών προτάσεων.


92      Απόφαση της 7ης Φεβρουαρίου 2013, Slovenská sporiteľňa (C-68/12, EU:C:2013:71, σκέψη 20).


93      Βλ. σκέψεις 229 έως 242 της αποφάσεως του CAT.


94      Βλ. συναφώς, ανωτέρω, σημείο 67 των παρουσών προτάσεων.


95      Αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1975, Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής (40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 και 114/73, EU:C:1975:174, σκέψεις 173 και 174), της 8ης Ιουλίου 1999, Επιτροπή κατά Anic Partecipazioni (C-49/92 P, EU:C:1999:356, σκέψεις 116 και 117) και Hüls κατά Επιτροπής (C‑199/92 P, EU:C:1999:358, σκέψη 159), και της 4ης Ιουνίου 2009, T-Mobile Netherlands κ.λπ. (C-8/08, EU:C:2009:343, σκέψη 32).


96      Πρβλ. αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 1975, Suiker Unie κ.λπ. κατά Επιτροπής (40/73 έως 48/73, 50/73, 54/73 έως 56/73, 111/73, 113/73 και 114/73, EU:C:1975:174, σκέψη 26), της 31ης Μαρτίου 1993, Ahlström Osakeyhtiö κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-89/85, C-104/85, C-114/85, C-116/85, C-117/85 και C-125/85 έως C-129/85, EU:C:1993:120, σκέψη 63), και της 4ης Ιουνίου 2009, T-Mobile Netherlands κ.λπ. (C-8/08, EU:C:2009:343, σκέψη 26).


97      Πρβλ., επίσης, σκέψη 242 της αποφάσεως του CAT.


98      Βλ. σχετικά, ανωτέρω, σημείο 27 των παρουσών προτάσεων.


99      Προκειμένου να υπολογισθεί το μεταβιβασθέν ποσό, το αιτούν δικαστήριο πρέπει να λάβει υπόψη το σύνολο των μεταβιβάσεων αξίας που πραγματοποιήθηκαν μεταξύ των μερών, ανεξαρτήτως του αν ήταν σε χρήμα ή μη, και, ως εκ τούτου, ιδίως τις υπεραξίες που επρόκειτο να πραγματοποιήσουν η GSK και η Alpharma κατά την πώληση της παροξετίνης που παρέσχε η GSK ή ακόμη την εκ μέρους των εν λόγω παρασκευαστών παραίτηση από τις «cross-undertakings in damages» τις οποίες είχε προηγουμένως παράσχει η GSK.


100      Βλ., ανωτέρω, σημείο 66 των παρουσών προτάσεων.


101      Βλ., ανωτέρω, σημεία 66 επ. και 110 επ. των παρουσών προτάσεων.


102      Βλ., ανωτέρω, σημεία 77 επ. των παρουσών προτάσεων.


103      Απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 1988, Bayer και Maschinenfabrik Hennecke (65/86, EU:C:1988:448, σκέψεις 14 έως 16).


104      Πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 1999, Eco Swiss (C-126/97, EU:C:1999:269, σκέψεις 37 έως 39).


105      Βλ., ανωτέρω, σημεία 47 και 48 των παρουσών προτάσεων.


106      Βλ. σκέψη 324 της αποφάσεως του CAT.


107      Αποφάσεις της 11ης Ιουλίου 1985, Remia κ.λπ. κατά Επιτροπής (42/84, EU:C:1985:327, σκέψεις 19 και 20), της 12ης Δεκεμβρίου 1995, Oude Luttikhuis κ.λπ. (C-399/93, EU:C:1995:434, σκέψεις 12 έως 15), και της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-382/12 P, EU:C:2014:2201, σκέψη 89).


108      Βλ., ανωτέρω, σημείο 22 των παρουσών προτάσεων.


109      Βλ., ανωτέρω, σημεία 21 και 22 των παρουσών προτάσεων.


110      Βλ. σκέψεις 283, 292 και 325 της αποφάσεως του CAT.


111      Βλ., ανωτέρω, σημείο 23 των παρουσών προτάσεων.


112      Πρβλ. αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 1966, Consten και Grundig κατά Επιτροπής (56/64 και 58/64, EU:C:1966:41, σ. 497 και 498), της 28ης Ιανουαρίου 1986, Pronuptia de Paris (161/84, EU:C:1986:41, σκέψη 24), της 20ής Νοεμβρίου 2008, Beef Industry Development Society και Barry Brothers (C-209/07, EU:C:2008:643, σκέψη 21), και της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑382/12 P, EU:C:2014:2201, σκέψεις 93 και 180)· βλ., επίσης, απόφαση της 13ης Ιουλίου 1966, Ιταλία κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (32/65, EU:C:1966:42, σ. 429) («η χορήγηση της εξαιρέσεως του άρθρου [101, παράγραφος 3] σε μια συγκεκριμένη συμφωνία προϋποθέτει την προηγούμενη αναγνώριση ότι η συμφωνία αυτή εμπίπτει στην απαγόρευση που θεσπίζει το άρθρο [101, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ]»).


113      Πρβλ. απόφαση της 8ης Ιουλίου 1999, Montecatini κατά Επιτροπής (C-235/92 P, EU:C:1999:362, σκέψη 133), και αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 18ης Σεπτεμβρίου 2001, M6 κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-112/99, EU:T:2001:215, σκέψεις 72 έως 74), της 23ης Οκτωβρίου 2003, Van den Bergh Foods κατά Επιτροπής (T-65/98, EU:T:2003:281, σκέψη 107), της 30ής Ιουνίου 2016, CB κατά Επιτροπής (T-491/07 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:379, σκέψεις 67 επ.), και της 24ης Σεπτεμβρίου 2019, HSBC Holdings κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-105/17, EU:T:2019:675, σκέψη 154).


114      Βλ. απόφαση της 13ης Οκτωβρίου 2011, Pierre Fabre Dermo-Cosmétique (C‑439/09, EU:C:2011:649, σκέψεις 39 επ. και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).


115      Βλ. αποφάσεις της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Wouters κ.λπ. (C-309/99, EU:C:2002:98, σκέψεις 97 επ.), της 18ης Ιουλίου 2006, Meca-Medina και Majcen κατά Επιτροπής (C‑519/04 P, EU:C:2006:492, σκέψεις 42 επ.), της 18ης Ιουλίου 2013, Consiglio Nazionale dei Geologi (C‑136/12, EU:C:2013:489, σκέψεις 53 επ.), και της 4ης Σεπτεμβρίου 2014, API κ.λπ. (C-184/13 έως C-187/13, C-194/13, C-195/13 και C-208/13, EU:C:2014:2147, σκέψεις 46 επ.)· βλ. επίσης, ήδη, αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1994, DLG (C-250/92, EU:C:1994:413, σκέψεις 33 επ.), και της 21ης Σεπτεμβρίου 1999, Albany (C-67/96, EU:C:1999:430, σκέψεις 59 επ.).


116      Απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 1994, DLG (C-250/92, EU:C:1994:413, σκέψεις 33 επ.).


117      Απόφαση της 19ης Φεβρουαρίου 2002, Wouters κ.λπ. (C-309/99, EU:C:2002:98, σκέψεις 97 επ.).


118      Απόφαση της 18ης Ιουλίου 2006, Meca-Medina και Majcen κατά Επιτροπής (C‑519/04 P, EU:C:2006:492, σκέψεις 42 επ.).


119      Επί αυτού του σημείου η κατάσταση στην οποία αναφέρεται η εν λόγω νομολογία διαφοροποιείται από εκείνη που μπορεί να οδηγήσει στην αναγνώριση ότι ο περιορισμός του ανταγωνισμού είναι παρεπόμενος μιας πράξεως που δεν συνιστά αφ’ εαυτής περιορισμό του ανταγωνισμού· πρβλ. σημείο 140 των παρουσών προτάσεων.


120      Βλ., ανωτέρω, σημεία 143 και 144 των παρουσών προτάσεων.


121      Βλ., ανωτέρω, σημεία 16 και 19 των παρουσών προτάσεων.


122      Βλ., ανωτέρω, σημείο 101 των παρουσών προτάσεων.


123      Βλ., μεταξύ άλλων, προτάσεις μου στην υπόθεση T-Mobile Netherlands κ.λπ. (C‑8/08, EU:C:2009:110, σημείο 48), προτάσεις του γενικού εισαγγελέα N. Wahl στην υπόθεση CB κατά Επιτροπής (C-67/13 P, EU:C:2014:1958, σημείο 41), ή ακόμη προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Budapest Bank κ.λπ. (C-228/18, EU:C:2019:678, σημείο 46).


124      Βλ. προτάσεις μου στην υπόθεση T-Mobile Netherlands κ.λπ. (C-8/08, EU:C:2009:110, σημείο 43), και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Budapest Bank κ.λπ. (C‑228/18, EU:C:2019:678, σημείο 27).


125      Απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής (C-67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψεις 49 έως 51).


126      Βλ. προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Budapest Bank κ.λπ. (C‑228/18, EU:C:2019:678, σημεία 41 έως 49, ειδικότερα σημείο 48) (οι υπογραμμίσεις του πρωτοτύπου).


127      Πρβλ. αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2009, T-Mobile Netherlands κ.λπ. (C-8/08, EU:C:2009:343, σκέψη 31), και της 14ης Μαρτίου 2013, Allianz Hungária Biztosító κ.λπ. (C-32/11, EU:C:2013:160, σκέψη 38).


128      Βλ. προτάσεις μου επί της υποθέσεως T-Mobile Netherlands κ.λπ. (C-8/08, EU:C:2009:110, σημείο 45).


129      Πρβλ. τη νομολογία της οποίας έγινε μνεία στο σημείο 102 των παρουσών προτάσεων.


130      Πρβλ. αποφάσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, CB κατά Επιτροπής (C-67/13 P, EU:C:2014:2204, σκέψεις 74 επ.), και της 26ης Νοεμβρίου 2015, Maxima Latvija (C-345/14, EU:C:2015:784, σκέψεις 22 έως 24)· πρβλ., επίσης, προτάσεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στην υπόθεση Budapest Bank κ.λπ. (C-228/18, EU:C:2019:678, σημεία 50 και 78 επ.).


131      Βλ., ανωτέρω, σημεία 47, 48, 106 και 141 των παρουσών προτάσεων.


132      Βλ., ανωτέρω, σημεία 143 και 144 των παρουσών προτάσεων. Οι διαπιστώσεις που έγιναν στο σημείο αυτό ισχύουν ανεξαρτήτως του χρόνου κατά τον οποίο πρέπει να αξιολογούνται τα αποτελέσματα αυτά και του κατά πόσον είναι δυνατόν να ληφθούν υπόψη τα πραγματικά αποτελέσματα που διαπιστώθηκαν μετά τη σύναψη των συμφωνιών ή μόνον τα προβλέψιμα αποτελέσματα κατά τον χρόνο συνάψεώς τους. Εν πάση περιπτώσει, εν προκειμένω, τα εν λόγω θετικά αποτελέσματα ήταν πάντοτε προβλέψιμα κατά τον χρόνο συνάψεως των συμφωνιών, λόγω των όρων τους.


133      Βλ., ανωτέρω, σημεία 47 και 48 των παρουσών προτάσεων και τις εκεί μνημονευόμενες σκέψεις της αποφάσεως του CAT.


134      Για παραδείγματα συνεργασίας μεταξύ επιχειρήσεων που εμφανίζουν τέτοια χαρακτηριστικά, βλ. τη μνημονευόμενη στο σημείο 164 των παρουσών προτάσεων νομολογία.


135      Βλ., ανωτέρω, σημεία 17 και 20 των παρουσών προτάσεων.


136      Πρβλ. σκέψη 213 της αποφάσεως του CAT.


137      Αποφάσεις της 4ης Ιουνίου 2009, T-Mobile Netherlands κ.λπ. (C-8/08, EU:C:2009:343, σκέψεις 38 και 39), της 6ης Οκτωβρίου 2009, GlaxoSmithKline Services κ.λπ. κατά Επιτροπής κ.λπ. (C-501/06 P, C-513/06 P, C-515/06 P και C‑519/06 P, EU:C:2009:610, σκέψη 63), και της 19ης Μαρτίου 2015, Dole Food και Dole Fresh Fruit Europe κατά Επιτροπής (C-286/13 P, EU:C:2015:184, σκέψη 125)· βλ. επίσης προτάσεις μου στην υπόθεση T-Mobile Netherlands κ.λπ. (C‑8/08, EU:C:2009:110, σημεία 58 έως 60).


138      Βλ., ανωτέρω, σημεία 116 έως 118 των παρουσών προτάσεων.


139      Βλ., ανωτέρω, σημεία 124 έως 128 των παρουσών προτάσεων.


140      Βλ., ανωτέρω, σημεία 15, 16, 18 και 19 των παρουσών προτάσεων.


141      Βλ., ανωτέρω, σημείο 128 των παρουσών προτάσεων.


142      Βλ., ανωτέρω, σημεία 22 και 27 των παρουσών προτάσεων.


143      Βλ., ανωτέρω, σημεία 99 και 100 των παρουσών προτάσεων και την εκεί μνημονευόμενη νομολογία.


144      Βλ. αναπτύξεις του γενικού εισαγγελέα M. Bobek στις προτάσεις του στην υπόθεση Budapest Bank κ.λπ. (C-228/18, EU:C:2019:678, σημεία 18 επ., ιδίως σημείο 29).


145      Αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 1966, LTM (56/65, EU:C:1966:38, σ. 313), της 20ής Νοεμβρίου 2008, Beef Industry Development Society και Barry Brothers (C‑209/07, EU:C:2008:643, σκέψη 15), και της 14ης Μαρτίου 2013, Allianz Hungária Biztosító κ.λπ. (C-32/11, EU:C:2013:160, σκέψη 34).


146      Αποφάσεις της 30ής Ιουνίου 1966, LTM (56/65, EU:C:1966:38, σ. 313), της 6ης Απριλίου 2006, General Motors κατά Επιτροπής (C‑551/03 P, EU:C:2006:229, σκέψη 72), και της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-382/12 P, EU:C:2014:2201, σκέψη 161).


147      Αποφάσεις της 11ης Δεκεμβρίου 1980, L’Oréal (31/80, EU:C:1980:289, σκέψη 19), της 23ης Νοεμβρίου 2006, Asnef-Equifax και Administración del Estado (C‑238/05, EU:C:2006:734, σκέψη 49), και της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-382/12 P, EU:C:2014:2201, σκέψη 165)· πρβλ., επίσης, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 1991, Δηλιμίτης (C-234/89, EU:C:1991:91, σκέψεις 19 έως 22).


148      Απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑382/12 P, EU:C:2014:2201, σκέψη 166) (η υπογράμμιση δική μου).


149      Βλ., ανωτέρω, σημεία 77 έως 82 των παρουσών προτάσεων.


150      Βλ., ανωτέρω, σημεία 83 έως 88 των παρουσών προτάσεων.


151      Βλ., ανωτέρω, σημείο 77 των παρουσών προτάσεων.


152      Βλ., ανωτέρω, σημεία 67 έως 71 των παρουσών προτάσεων.


153      Βλ., ανωτέρω, σημεία 73 έως 75 των παρουσών προτάσεων.


154      Βλ., ανωτέρω, σημεία 75 έως 77 των παρουσών προτάσεων.


155      Βλ., ανωτέρω, σημεία 83 έως 88 των παρουσών προτάσεων.


156      Βλ. αποφάσεις της 17ης Νοεμβρίου 1987, British American Tobacco και Reynolds Industries κατά Επιτροπής (142/84 και 156/84, EU:C:1987:490, σκέψη 54), της 28ης Μαΐου 1998, Deere κατά Επιτροπής (C-7/95 P, EU:C:1998:256, σκέψη 77), και της 23ης Νοεμβρίου 2006, Asnef‑Equifax και Administración del Estado (C‑238/05, EU:C:2006:734, σκέψη 50).


157      Βλ. σημείο 76 των παρουσών προτάσεων.


158      Βλ., ανωτέρω, σημεία 47, 48, 106 και 141 των παρουσών προτάσεων.


159      Βλ., ανωτέρω, σημεία 122 έως 127 των παρουσών προτάσεων.


160      Βλ., ανωτέρω, σημεία 67 έως 70 και 77 έως 82 των παρουσών προτάσεων.


161      Βλ., ανωτέρω, σημείο 187 των παρουσών προτάσεων.


162      Αποφάσεις της 9ης Ιουλίου 1969, Völk (5/69, EU:C:1969:35, σκέψη 7), της 21ης Ιανουαρίου 1999, Bagnasco κ.λπ. (C-215/96 και C-216/96, EU:C:1999:12, σκέψη 34), και της 13ης Δεκεμβρίου 2012, Expedia (C-226/11, EU:C:2012:795, σκέψη 16).


163      Βλ., ανωτέρω, σημείο 188 των παρουσών προτάσεων.


164      Βλ. αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 1967, Brasserie de Haecht (23/67, EU:C:1967:54, σ. 537), της 11ης Δεκεμβρίου 1980, L’Oréal (31/80, EU:C:1980:289, σκέψη 19), και της 28ης Φεβρουαρίου 1991, Δηλιμίτης (C‑234/89, EU:C:1991:91, σκέψη 14), και διάταξη της 28ης Σεπτεμβρίου 2006, Unilever Bestfoods κατά Επιτροπής (C-552/03 P, EU:C:2006:607, σκέψη 53).


165      Βλ. συναφώς σημεία 27, 40, 41, 72, 76 και 85 των παρουσών προτάσεων.


166      Βλ., ανωτέρω, σημεία 10 έως 12 των παρουσών προτάσεων.


167      Βλ., ανωτέρω, σημεία 28 και 29 των παρουσών προτάσεων.


168      Σκέψη 4.97 της αποφάσεως της CMA.


169      Βλ. σημείο 9 των παρουσών προτάσεων.


170      Βλ. σκέψεις 395, 402, 407 και 409 της αποφάσεως του CAT.


171      Βλ. σκέψεις 395 έως 409 της αποφάσεως του CAT.


172      Αποφάσεις της 14ης Φεβρουαρίου 1978, United Brands και United Brands Continentaal κατά Επιτροπής (27/76, EU:C:1978:22, σκέψη 65), και της 13ης Φεβρουαρίου 1979, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής (85/76, EU:C:1979:36, σκέψη 38).


173      Αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 1979, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής (85/76, EU:C:1979:36, σκέψη 28), και της 23ης Ιανουαρίου 2018, F. Hoffmann-La Roche κ.λπ. (C‑179/16, EU:C:2018:25, σκέψη 51).


174      Βλ. αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 1983, Nederlandsche Banden-Industrie-Michelin κατά Επιτροπής (322/81, EU:C:1983:313, σκέψη 37), της 1ης Ιουλίου 2008, MOTOE (C-49/07, EU:C:2008:376, σκέψη 32), και της 23ης Ιανουαρίου 2018, F. Hoffmann-La Roche κ.λπ. (C‑179/16, EU:C:2018:25, σκέψη 51), και αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 1ης Ιουλίου 2010, AstraZeneca κατά Επιτροπής (T-321/05, EU:T:2010:266, σκέψη 30), και της 29ης Μαρτίου 2012, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής (T-336/07, EU:T:2012:172, σκέψη 111). Πρβλ., επίσης, αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 1973, Europemballage και Continental Can κατά Επιτροπής (6/72, EU:C:1973:22, σκέψη 32), και της 14ης Νοεμβρίου 1996, Tetra Pak κατά Επιτροπής (C-333/94 P, EU:C:1996:436, σκέψη 13).


175      ΕΕ 1997, C 372, σ. 5.


176      Πρβλ. απόφαση της 6ης Δεκεμβρίου 2012, AstraZeneca κατά Επιτροπής (C‑457/10 P, EU:C:2012:770, σκέψεις 38 επ.).


177      Βλ. αποφάσεις της 1ης Ιουλίου 2008, MOTOE (C-49/07, EU:C:2008:376, σκέψη 30), και της 14ης Μαρτίου 2013, Allianz Hungária Biztosító κ.λπ. (C-32/11, EU:C:2013:160, σκέψη 29).


178      Βλ., ανωτέρω, σημεία 67 έως 70, 77 και 94 των παρουσών προτάσεων.


179      Βλ., ανωτέρω, σημεία 77 έως 82 των παρουσών προτάσεων.


180      Πρβλ. αποφάσεις της 7ης Φεβρουαρίου 2013, Slovenská sporiteľňa (C-68/12, EU:C:2013:71, σκέψεις 14 και 19 έως 21), και της 23ης Ιανουαρίου 2018, F. Hoffmann-La Roche κ.λπ. (C‑179/16, EU:C:2018:25, σκέψεις 48 επ.), βλ. επίσης προτάσεις του γενικού εισαγγελέα H. Saugmandsgaard Øe στην υπόθεση F. Hoffmann-La Roche κ.λπ. (C-179/16, EU:C:2017:714, σημεία 85 επ.).


181      ΕΕ 1997, C 372, σ. 5.


182      Βλ. σημεία 219 έως 221 των παρουσών προτάσεων.


183      Βλ. απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1973, Europemballage και Continental Can κατά Επιτροπής (6/72, EU:C:1973:22, σκέψη 33), και αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 7ης Ιουλίου 1999, British Steel κατά Επιτροπής (T‑89/96, EU:T:1999:136, σκέψη 84), της 28ης Απριλίου 2010, Amann, Söhne και Cousin Filterie κατά Επιτροπής (T-446/05, EU:T:2010:165, σκέψη 57), και της 29ης Μαρτίου 2012, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής (T‑336/07, EU:T:2012:172, σκέψη 113)· βλ., επίσης, σημεία 20 επ. της ανακοινώσεως της Επιτροπής όσον αφορά τον ορισμό της σχετικής αγοράς για τους σκοπούς του κοινοτικού δικαίου ανταγωνισμού (ΕΕ 1997, C 372, σ. 5).


184      Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 30ής Σεπτεμβρίου 2003, Atlantic Container Line κ.λπ. κατά Επιτροπής (T-191/98 και T-212/98 έως T-214/98, EU:T:2003:245, σκέψη 834).


185      Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 29ης Μαρτίου 2012, Telefónica και Telefónica de España κατά Επιτροπής (T-336/07, EU:T:2012:172, σκέψη 123).


186      Όσον αφορά τη συμπερίληψη της IVAX για την εφαρμογή της απαγορεύσεως καταχρήσεως δεσπόζουσας θέσεως, βλ., ανωτέρω, σημεία 28, 29 και 49 των παρουσών προτάσεων.


187      Βλ., ανωτέρω, σημείο 220 των παρουσών προτάσεων.


188      Βλ., ανωτέρω, σημεία 10, 11, 27, 40, 41, 42, 72, 85 και 119 των παρουσών προτάσεων.


189      Βλ., ανωτέρω, σημεία 95, 96 και 142 των παρουσών προτάσεων.


190      Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2000, Compagnie maritime belge transports κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-395/96 P και C-396/96 P, EU:C:2000:132, σκέψη 33), βλ., επίσης, αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 1979, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής (85/76, EU:C:1979:36, σκέψη 116), και της 11ης Απριλίου 1989, Saeed Flugreisen και Silver Line Reisebüro (66/86, EU:C:1989:140, σκέψη 37), και απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1990, Tetra Pak κατά Επιτροπής (T-51/89, EU:T:1990:41, σκέψεις 21, 25 και 30).


191      Απόφαση της 13ης Φεβρουαρίου 1979, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής (85/76, EU:C:1979:36, σκέψη 116).


192      Απόφαση της 21ης Φεβρουαρίου 1973, Europemballage και Continental Can κατά Επιτροπής (6/72, EU:C:1973:22, σκέψη 25).


193      Απόφαση της 16ης Μαρτίου 2000, Compagnie maritime belge transports κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-395/96 P και C-396/96 P, EU:C:2000:132, σκέψη 34).


194      Αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 1983, Nederlandsche Banden-Industrie-Michelin κατά Επιτροπής (322/81, EU:C:1983:313, σκέψη 57), της 16ης Μαρτίου 2000, Compagnie maritime belge transports κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-395/96 P και C‑396/96 P, EU:C:2000:132, σκέψη 37), και της 27ης Μαρτίου 2012, Post Danmark (C-209/10, EU:C:2012:172, σκέψη 21).


195      Αποφάσεις της 17ης Φεβρουαρίου 2011, TeliaSonera Sverige (C-52/09, EU:C:2011:83, σκέψη 24), και της 27ης Μαρτίου 2012, Post Danmark (C-209/10, EU:C:2012:172, σκέψη 21).


196      Αποφάσεις της 9ης Νοεμβρίου 1983, Nederlandsche Banden-Industrie-Michelin κατά Επιτροπής (322/81, EU:C:1983:313, σκέψη 57), της 16ης Μαρτίου 2000, Compagnie maritime belge transports κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-395/96 P και C‑396/96 P, EU:C:2000:132, σκέψη 37), και της 27ης Μαρτίου 2012, Post Danmark (C-209/10, EU:C:2012:172, σκέψη 23).


197      Απόφαση της 14ης Νοεμβρίου 1996, Tetra Pak κατά Επιτροπής (C-333/94 P, EU:C:1996:436, σκέψη 24).


198      Αποφάσεις της 13ης Φεβρουαρίου 1979, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής (85/76, EU:C:1979:36, σκέψη 91), της 3ης Ιουλίου 1991, AKZO κατά Επιτροπής (C‑62/86, EU:C:1991:286, σκέψη 69), και της 6ης Δεκεμβρίου 2012, AstraZeneca κατά Επιτροπής (C‑457/10 P, EU:C:2012:770, σκέψη 74).


199      Αποφάσεις της 3ης Ιουλίου 1991, AKZO κατά Επιτροπής (C-62/86, EU:C:1991:286, σκέψη 70), της 6ης Δεκεμβρίου 2012, AstraZeneca κατά Επιτροπής (C-457/10 P, EU:C:2012:770, σκέψη 75), και της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Intel κατά Επιτροπής (C-413/14 P, EU:C:2017:632, σκέψη 136).


200      Πρβλ. αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 1973, Europemballage και Continental Can κατά Επιτροπής (6/72, EU:C:1973:22, σκέψεις 24 έως 26 και 29), και της 13ης Φεβρουαρίου 1979, Hoffmann-La Roche κατά Επιτροπής (85/76, EU:C:1979:36, σκέψεις 120 και 125), και αποφάσεις του Γενικού Δικαστηρίου της 10ης Ιουλίου 1990, Tetra Pak κατά Επιτροπής (T‑51/89, EU:T:1990:41, σκέψη 24), και της 23ης Οκτωβρίου 2003, Van den Bergh Foods κατά Επιτροπής (T-65/98, EU:T:2003:281, σκέψεις 159 και 160).


201      Βλ., ανωτέρω, σημείο 141 των παρουσών προτάσεων.


202      Βλ., ανωτέρω, σημεία 28, 29 και 49 των παρουσών προτάσεων.


203      Βλ., ανωτέρω, σημείο 14 των παρουσών προτάσεων.


204      Βλ. απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1978, United Brands και United Brands Continentaal κατά Επιτροπής (27/76, EU:C:1978:22, σκέψη 189).


205      Αποφάσεις της 5ης Οκτωβρίου 1988, Volvo (238/87, EU:C:1988:477, σκέψεις 8 και 9), της 29ης Απριλίου 2004, IMS Health (C-418/01, EU:C:2004:257, σκέψεις 34 και 35), και της 16ης Ιουλίου 2015, Huawei Technologies (C-170/13, EU:C:2015:477, σκέψεις 46 και 47).


206      Βλ., ανωτέρω, σημείο 251 των παρουσών προτάσεων.


207      Πρβλ. τη μνημονευόμενη στα σημεία 245 και 249 των παρουσών προτάσεων νομολογία.


208      Βλ., ανωτέρω, σημεία 208 και 209 των παρουσών προτάσεων.


209      Βλ., ανωτέρω, σημεία 28 και 49 των παρουσών προτάσεων.


210      Βλ. ως προς αυτά τα στοιχεία, ήδη ανωτέρω, σημεία 207 έως 210 των παρουσών προτάσεων.


211      Πρβλ. αποφάσεις της 19ης Απριλίου 2012, Tomra Systems κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-549/10 P, EU:C:2012:221, σκέψεις 19 και 20), και της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Intel κατά Επιτροπής (C‑413/14 P, EU:C:2017:632, σκέψεις 50 έως 57).


212      Βλ., ανωτέρω, σημείο 243 των παρουσών προτάσεων.


213      Βλ., ανωτέρω, σημεία 143 και 144 των παρουσών προτάσεων.


214      Βλ., ανωτέρω, σημείο 23 των παρουσών προτάσεων.


215      Βλ., ανωτέρω, σημείο 250 των παρουσών προτάσεων.


216      Πρβλ. απόφαση της 19ης Απριλίου 2012, Tomra Systems κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-549/10 P, EU:C:2012:221, σκέψεις 19 έως 21).


217      Βλ. απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Intel κατά Επιτροπής (C-413/14 P, EU:C:2017:632, σκέψεις 138 έως 141).


218      Απόφαση της 27ης Μαρτίου 2012, Post Danmark (C-209/10, EU:C:2012:172, σκέψεις 40 και 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία), βλ., επίσης, απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Intel κατά Επιτροπής (C-413/14 P, EU:C:2017:632, σκέψη 140).


219      Απόφαση της 27ης Μαρτίου 2012, Post Danmark (C-209/10, EU:C:2012:172, σκέψη 42), βλ., επίσης, σημεία 28 επ. της ανακοινώσεως της Επιτροπής – Κατευθύνσεις σχετικά με τις προτεραιότητες της Επιτροπής κατά τον έλεγχο της εφαρμογής του άρθρου 82 της Συνθήκης ΕΚ σε καταχρηστικές συμπεριφορές αποκλεισμού που υιοθετούν δεσπόζουσες επιχειρήσεις (ΕΕ 2009, C 45, σ. 7).


220      Βλ., ανωτέρω, σημεία 169 και 170 των παρουσών προτάσεων.


221      Αποφάσεις της 21ης Φεβρουαρίου 1973, Europemballage και Continental Can κατά Επιτροπής (6/72, EU:C:1973:22, σκέψη 26), της 17ης Φεβρουαρίου 2011, TeliaSonera Sverige (C-52/09, EU:C:2011:83, σκέψη 24), και της 27ης Μαρτίου 2012, Post Danmark (C-209/10, EU:C:2012:172, σκέψη 20).


222      Βλ., ανωτέρω, σημεία 177 και 178 των παρουσών προτάσεων.


223      Πρβλ. απόφαση της 19ης Απριλίου 2012, Tomra Systems κ.λπ. κατά Επιτροπής (C-549/10 P, EU:C:2012:221, σκέψη 42).