Language of document : ECLI:EU:C:2021:893

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δέκατο τμήμα)

της 28ης Οκτωβρίου 2021 (*)

«Προδικαστική παραπομπή – Προστασία της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων – Οδηγία 2003/88/ΕΚ – Οργάνωση του χρόνου εργασίας – Άρθρο 2, σημεία 1 και 2 – Έννοιες των όρων “χρόνος εργασίας” και “περίοδος ανάπαυσης” – Υποχρεωτική επαγγελματική κατάρτιση που παρακολουθεί ο εργαζόμενος με πρωτοβουλία του εργοδότη»

Στην υπόθεση C‑909/19,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Curtea de Apel Iaşi (εφετείο Ιασίου, Ρουμανία) με απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 11 Δεκεμβρίου 2019, στο πλαίσιο της δίκης

BX

κατά

Unitatea Administrativ Teritorială D.,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δέκατο τμήμα),

συγκείμενο από τους Κ. Λυκούργο (εισηγητή), πρόεδρο του τετάρτου τμήματος, προεδρεύοντα του δεκάτου τμήματος, I. Jarukaitis και M. Ilešič, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: G. Pitruzzella

γραμματέας: A. Calot Escobar

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Ρουμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις E. Gane, A. Wellman και A. Rotăreanu,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την L Nicolae και τον M. van Beek,

κατόπιν της αποφάσεως που έλαβε, αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να εκδικάσει την υπόθεση χωρίς ανάπτυξη προτάσεων,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        H αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 2, σημεία 1 και 2, καθώς και των άρθρων 3, 5 και 6 της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας (ΕΕ 2003, L 299, σ. 9), καθώς και του άρθρου 31, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του BX και του Unitatea Administrativ Teritorială D. (οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης D., Ρουμανία) (στο εξής: διοίκηση του Δήμου D.) σχετικά με τις αποδοχές του BX για περιόδους επαγγελματικής κατάρτισης στην οποία μαθήτευσε στο πλαίσιο της σύμβασης εργασίας του.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Το άρθρο 1 της οδηγίας 2003/88, το οποίο τιτλοφορείται «Αντικείμενο και πεδίο εφαρμογής», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία καθορίζει τις στοιχειώδεις προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας όσον αφορά την οργάνωση του χρόνου εργασίας.»

4        Το άρθρο 2 της οδηγίας αυτής ορίζει τα ακόλουθα:

«Κατά την έννοια της παρούσας οδηγίας, νοούνται ως:

1.      “χρόνος εργασίας”: κάθε περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη, και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του, σύμφωνα με τις εθνικές νομοθεσίες ή/και πρακτικές·

2.      “περίοδος ανάπαυσης”: κάθε περίοδος που δεν είναι χρόνος εργασίας·

[…]».

5        Το άρθρο 13 της οδηγίας (ΕΕ) 2019/1152 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Ιουνίου 2019, για διαφανείς και προβλέψιμους όρους εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ 2019, L 186, σ. 105), προβλέπει τα εξής:

«Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, όταν ο εργοδότης υποχρεούται από την ενωσιακή ή την εθνική νομοθεσία ή τις συλλογικές συμβάσεις να παρέχει κατάρτιση στον εργαζόμενο για την εκτέλεση της εργασίας για την οποία εργάζεται, η κατάρτιση αυτή παρέχεται δωρεάν στον εργαζόμενο, υπολογίζεται ως χρόνος εργασίας και, ει δυνατόν, πραγματοποιείται κατά τη διάρκεια των ωρών εργασίας.»

 Το ρουμανικό δίκαιο

6        Το άρθρο 111 του Codul muncii (εργατικού κώδικα) ορίζει τα εξής:

«Ως χρόνος εργασίας νοείται κάθε περίοδος κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία, στη διάθεση του εργοδότη, και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του, σύμφωνα με τους όρους της ατομικής συμβάσεως εργασίας, της ισχύουσας συλλογικής συμβάσεως εργασίας ή/και των διατάξεων της ισχύουσας νομοθεσίας.»

7        Κατά το άρθρο 112, παράγραφος 1, του κώδικα αυτού, ο κανονικός χρόνος εργασίας για τους εργαζομένους πλήρους απασχόλησης ανέρχεται σε 40 ώρες την εβδομάδα, 8 ώρες την ημέρα.

8        Το άρθρο 120 του εν λόγω κώδικα, σχετικά με τον νομικό ορισμό και τους όρους της υπερωριακής εργασίας, προβλέπει τα εξής:

«1)      Η εργασία που παρέχεται εκτός του κανονικού εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας, ο οποίος προβλέπεται στο άρθρο 112, θεωρείται ως υπερωριακή εργασία.

2)      Η υπερωριακή εργασία δεν μπορεί να παρασχεθεί χωρίς τη συναίνεση του εργαζομένου, εκτός από περιπτώσεις ανωτέρας βίας ή επείγουσας εργασίας για την πρόληψη ατυχημάτων ή την εξάλειψη των συνεπειών ενός ατυχήματος.»

9        Το άρθρο 196 του εργατικού κώδικα, σχετικά με τη ρύθμιση της δραστηριότητας επαγγελματικής κατάρτισης, ορίζει τα εξής:

«1)      Η συμμετοχή στην επαγγελματική κατάρτιση μπορεί να πραγματοποιηθεί με πρωτοβουλία του εργοδότη ή του εργαζομένου.

2)      Οι συγκεκριμένοι τρόποι επαγγελματικής κατάρτισης, τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των μερών, η διάρκεια της επαγγελματικής κατάρτισης, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα, συμπεριλαμβανομένων των συμβατικών υποχρεώσεων του εργαζομένου έναντι του εργοδότη που ανέλαβε το κόστος της επαγγελματικής κατάρτισης, καθορίζονται με κοινή συμφωνία των μερών και αποτελούν αντικείμενο τροποποιήσεων των συμβάσεων εργασίας.»

10      Το άρθρο 197 του ως άνω κώδικα, σχετικά με το κόστος της επαγγελματικής κατάρτισης και τα δικαιώματα του εργαζομένου, έχει ως εξής:

«1)      Όταν η συμμετοχή στα μαθήματα επαγγελματικής κατάρτισης ή στα προγράμματα πρακτικής άσκησης γίνεται με πρωτοβουλία του εργοδότη, αυτός φέρει το κόστος της συμμετοχής.

2)      Εφόσον ο εργαζόμενος συμμετέχει σε μαθήματα επαγγελματικής κατάρτισης ή σε προγράμματα πρακτικής άσκησης υπό τους όρους της παραγράφου 1, δικαιούται, καθ’ όλη τη διάρκεια της επαγγελματικής κατάρτισης, το σύνολο των αποδοχών του.

3)      Η περίοδος κατά την οποία ο εργαζόμενος συμμετέχει στα μαθήματα επαγγελματικής κατάρτισης ή στα προγράμματα πρακτικής άσκησης υπό τους όρους της παραγράφου 1 προσμετράται στον υπολογισμό της αρχαιότητας της θέσης του, δεδομένου ότι η περίοδος αυτή θεωρείται ως περίοδος καταβολής εισφορών στο δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης.»

11      Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 1, της ordin nr. 96 pentru aprobarea Criteriilor de performanță privind constituirea, încadrarea și dotarea serviciilor voluntare și a serviciilor private pentru situații de urgență (υπουργικής απόφασης 96 περί εγκρίσεως των κριτηρίων απόδοσης σχετικά με τη σύσταση, την οργάνωση και τη χρηματοδότηση των εθελοντικών υπηρεσιών και των ιδιωτικών υπηρεσιών αντιμετώπισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης), της 14ης Ιουνίου 2016 (Monitorul Oficial al României, αριθ. 469 της 23ης Ιουνίου 2016), ως ίσχυε κατά τον χρόνο των κρίσιμων πραγματικών περιστατικών (στο εξής: υπουργική απόφαση 96/2016), η τοπική αυτοδιοίκηση, οι επικεφαλής των οικονομικών φορέων/οργανισμών που υποχρεούνται να δημιουργήσουν εθελοντικές ή ιδιωτικές, ανάλογα με την περίπτωση, υπηρεσίες για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, καθώς και οι επικεφαλής των ιδιωτικών υπηρεσιών για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης που έχουν συσταθεί ως εταιρίες παροχής υπηρεσιών, πρέπει να διασφαλίζουν την εφαρμογή της εν λόγω υπουργικής απόφασης.

12      Κατά το άρθρο 9, παράγραφος 1, στοιχείο j, των κριτηρίων απόδοσης όσον αφορά τη δημιουργία, ταξινόμηση και στελέχωση των εθελοντικών και των ιδιωτικών υπηρεσιών για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης, όπως εγκρίθηκαν με την υπουργική απόφαση 96/2016 (στο εξής: κριτήρια απόδοσης):

«Για την έκδοση επίσημης βεβαίωσης για την παροχή της εθελοντικής ή της ιδιωτικής υπηρεσίας, κατατίθενται, κατά περίπτωση, τα ακόλουθα έγγραφα:

[…]

j)      έγγραφα που πιστοποιούν τα ειδικά επαγγελματικά προσόντα ή τις ειδικές επαγγελματικές ικανότητες·

[…]».

13      Σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 1, στοιχείο a, των κριτηρίων απόδοσης, η θέση του προϊσταμένου της υπηρεσίας περιλαμβάνεται στις ειδικές θέσεις των εθελοντικών και των ιδιωτικών υπηρεσιών.

14      Κατά το άρθρο 17 των κριτηρίων απόδοσης:

«Το προσωπικό που προσλαμβάνεται για τις ειδικές θέσεις που διαλαμβάνονται στο άρθρο 14, παράγραφος 1, και το προσωπικό που συνδυάζει τις θέσεις προϊσταμένου υπηρεσίας και προϊσταμένου εξειδικευμένου προσωπικού πρέπει να διαθέτουν τα ειδικά επαγγελματικά προσόντα ή τις ειδικές επαγγελματικές ικανότητες που έχουν πιστοποιηθεί σύμφωνα με τις ισχύουσες κανονιστικές ρυθμίσεις.»

15      Όπως προκύπτει από το άρθρο 28, στοιχείο a, των κριτηρίων απόδοσης, ο προϊστάμενος της εθελοντικής υπηρεσίας πρέπει να έχει λάβει την επίσημη βεβαίωση της Inspectorat (επιθεώρησης) του αρμόδιου τμήματος, σύμφωνα με το υπόδειγμα που προβλέπεται στο παράρτημα 4 της υπουργικής απόφασης 96/2016.

16      Το άρθρο 50, παράγραφος 1, του Ordonanța Guvernului României nr. 129/2000 privind formarea profesională a adulților (διατάγματος 129/2000 της Ρουμανικής Κυβέρνησης περί επαγγελματικής κατάρτισης ενηλίκων), της 31ης Αυγούστου 2000, όπως δημοσιεύθηκε εκ νέου (Monitorul Oficial al României, αριθ. 110 της 13ης Φεβρουαρίου 2014), ορίζει τα εξής:

«Κατά την περίοδο κατά την οποία ο εργαζόμενος συμμετέχει σε πρόγραμμα επαγγελματικής καταρτίσεως χρηματοδοτούμενο από τον εργοδότη λαμβάνει τις καθοριζόμενες στη σύμβαση εργασίας αποδοχές του κανονικού ωραρίου εργασίας του.»

 Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

17      Ο BX απασχολείται από τη διοίκηση του Δήμου D. στην εθελοντική υπηρεσία αντιμετώπισης καταστάσεων έκτακτης ανάγκης. Η θέση του, όπως αναφέρεται στη σύμβαση εργασίας του, είναι η θέση του «προϊσταμένου του τμήματος πρόληψης (πυροσβέστη) 541101, σύμφωνα με την κατάταξη των επαγγελμάτων στη Ρουμανία». Ο BX εργάζεται με πλήρες ωράριο, επί 8 ώρες ημερησίως και 40 ώρες εβδομαδιαίως.

18      Προκειμένου να λάβει την επίσημη βεβαίωση του άρθρου 28, στοιχείο a, των κριτηρίων απόδοσης, η οποία αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση για την οργάνωση και την άσκηση της επίμαχης στην κύρια δίκη δημόσιας υπηρεσίας, ο BX έλαβε εντολή από τον εργοδότη του να παρακολουθήσει 160 ώρες επαγγελματικής κατάρτισης. Η κατάρτιση έλαβε χώρα κατά τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο 2017, δυνάμει συμβάσεως επαγγελματικής κατάρτισης που υπέγραψε η διοίκηση του Δήμου D. με επιχείρηση επαγγελματικής κατάρτισης, σύμβαση στην οποία ο BX εμφανιζόταν ως ο τελικός δικαιούχος. Η εν λόγω κατάρτιση πραγματοποιήθηκε στις εγκαταστάσεις της ως άνω επιχείρησης, από τις 15:00 έως τις 20:00 για το διάστημα από Δευτέρα έως Παρασκευή, από τη 13:00 έως τις 18:00 το Σάββατο και από τη 13:00 έως τις 19:00 την Κυριακή. Τέλος, από τις ώρες κατάρτισης που παρακολούθησε ο BX, οι 124 πραγματοποιήθηκαν εκτός του κανονικού ωραρίου εργασίας του.

19      Ο BX άσκησε αγωγή κατά της διοίκησης του Δήμου D. ενώπιον του Tribunalul Vaslui (πρωτοδικείου Vaslui, Ρουμανία) ζητώντας, μεταξύ άλλων, να υποχρεωθεί η διοίκηση του Δήμου να του καταβάλει αποδοχές για τις 124 αυτές ώρες ως ώρες υπερωριακής απασχόλησης.

20      Κατόπιν της απορρίψεως της αγωγής του, ο BX άσκησε έφεση ενώπιον του Curtea de Apel Iaşi (εφετείου Ιασίου, Ρουμανία), ήτοι του αιτούντος δικαστηρίου.

21      Το δικαστήριο αυτό υπογραμμίζει, εισαγωγικά, ότι, μολονότι η αμοιβή του εργαζομένου αποτελεί ζήτημα εθνικού δικαίου, εντούτοις η επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης εξαρτάται από το αν ο χρόνος τον οποίο αφιέρωσε ο ενάγων της κύριας δίκης στην επαγγελματική κατάρτιση, η οποία πραγματοποιήθηκε κατόπιν αιτήματος του εργοδότη, στην έδρα του παρέχοντος τις επαγγελματικές υπηρεσίες και εκτός του κανονικού χρόνου εργασίας, πρέπει να χαρακτηριστεί ως χρόνος εργασίας ή ως περίοδος ανάπαυσης, κατά την έννοια του άρθρου 2 της οδηγίας 2003/88.

22      Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει, συναφώς, ότι από τη ρουμανική νομοθεσία, όπως ερμηνεύεται από τα εθνικά δικαστήρια, προκύπτει ότι ο χρόνος που αφιερώνεται στην επαγγελματική κατάρτιση δεν λαμβάνεται υπόψη κατά τον υπολογισμό του χρόνου εργασίας του εργαζομένου, οπότε ο εργαζόμενος δικαιούται μόνον την αμοιβή που αντιστοιχεί στο κανονικό ωράριο εργασίας, ανεξαρτήτως της διάρκειας και της περιόδου που αφιερώνεται στην επαγγελματική κατάρτιση.

23      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο χαρακτηρισμός μιας περιόδου παρουσίας του εργαζομένου ως «χρόνου εργασίας», κατά την έννοια της οδηγίας 2003/88, εξαρτάται από την υποχρέωση του εργαζομένου να βρίσκεται στη διάθεση του εργοδότη του. Ο καθοριστικός παράγοντας συναφώς είναι το γεγονός ότι ο εργαζόμενος υποχρεούται να είναι παρών στον χώρο που έχει καθορίσει ο εργοδότης και να βρίσκεται στη διάθεσή του για να μπορεί να παράσχει αμέσως τις κατάλληλες υπηρεσίες όταν χρειαστεί.

24      Στον βαθμό που από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η δυνατότητα των εργαζομένων να διαχειρίζονται τον χρόνο τους χωρίς σημαντικούς περιορισμούς και να ασχολούνται με τα ενδιαφέροντά τους συνιστά στοιχείο ικανό για να στοιχειοθετηθεί ότι η συγκεκριμένη χρονική περίοδος δεν συνιστά χρόνο εργασίας, κατά την έννοια της οδηγίας 2003/88, συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο χρόνος που αφιερώνεται στην επαγγελματική κατάρτιση, κατόπιν αιτήματος του εργοδότη, συνιστά χρόνο εργασίας.

25      Κατόπιν της ανωτέρω διευκρίνισης, ένα τέτοιο συμπέρασμα δεν προκύπτει σαφώς από τη νομολογία που απορρέει, ειδικότερα, από την απόφαση της 9ης Ιουλίου 2015, Επιτροπή κατά Ιρλανδίας (C-87/14, EU:C:2015:449), στην οποία το Δικαστήριο έκρινε ότι ο χρόνος εκπαίδευσης των νοσοκομειακών ιατρών που δεν κατέχουν θέση επιμελητή, τον οποίο αφορούσε η υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εκείνη, δεν πληρούσε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις για να χαρακτηριστεί ως χρόνος εργασίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88.

26      Ωστόσο, εν προκειμένω, κατά το αιτούν δικαστήριο, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η συμμετοχή στην επαγγελματική κατάρτιση, την οποία παρακολούθησε ο ενάγων της κύριας δίκης με πρωτοβουλία του εργοδότη εκτός ωραρίου εργασίας, σε άλλον δήμο εκτός από εκείνον της κατοικίας του, προκειμένου να λάβει επίσημη βεβαίωση αναγκαία για την οργάνωση και την άσκηση της επίμαχης στην κύρια δίκη δημόσιας υπηρεσίας, συνιστά παρέμβαση στην πλήρη και ελεύθερη άσκηση του δικαιώματος ανάπαυσης, καθόσον η υποχρέωση που υπέχει το συγκεκριμένο πρόσωπο απορρέει, από γεωγραφικής και χρονικής απόψεως, από την ανάγκη παρακολούθησης της επαγγελματικής κατάρτισης. Επομένως, ο χρόνος που αφιερώνεται στην επαγγελματική κατάρτιση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι πληροί τις απαιτήσεις του ορισμού της «περιόδου ανάπαυσης», κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 2, της οδηγίας 2003/88, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

27      Τέλος, το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει το άρθρο 13 της οδηγίας 2019/1152, από το οποίο προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης χαρακτηρίζει ως χρόνο εργασίας τον χρόνο που αφιερώνει ο εργαζόμενος σε κατάρτιση για την εκτέλεση της εργασίας για την οποία εργάζεται. Εντούτοις, η οδηγία αυτή δεν έχει εφαρμογή ratione temporis στη διαφορά της κύριας δίκης.

28      Το αιτούν δικαστήριο προσθέτει ότι, αν ο χρόνος που αφιερώνεται στην κατάρτιση εργαζομένου δεν εμπίπτει στην έννοια του χρόνου εργασίας, κατά το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88, τότε πρέπει να γίνει δεκτό ότι το άρθρο 2, σημείο 2, και τα άρθρα 3, 5 και 6 της οδηγίας αυτής, τα οποία αφορούν, αντιστοίχως, την ημερήσια ανάπαυση, την εβδομαδιαία ανάπαυση και τη μέγιστη εβδομαδιαία διάρκεια εργασίας, καθώς και το άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη, κατά το οποίο, ειδικότερα, κάθε εργαζόμενος έχει δικαίωμα σε ένα όριο μέγιστης διάρκειας εργασίας και σε ημερήσιες και εβδομαδιαίες περιόδους ανάπαυσης, αντιτίθενται σε κάθε παρέμβαση στην ελεύθερη άσκηση των καθημερινών και εβδομαδιαίων περιόδων ανάπαυσης του εργαζομένου, συμπεριλαμβανομένων των περιφερειακών, βοηθητικών ή παρεπόμενων καθηκόντων της εργασιακής σχέσης, όπως, στην προκειμένη περίπτωση, εκείνων που συνεπάγονται τη συμμετοχή σε επαγγελματική κατάρτιση.

29      Κατά το ίδιο δικαστήριο, μολονότι η συμμετοχή σε επαγγελματική κατάρτιση κατά τη διάρκεια του κανονικού ωραρίου εργασίας θεωρείται, από τη ρουμανική νομοθεσία, ως περίοδος καταβολής εισφορών στο δημόσιο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης, προσμετράται στην αρχαιότητα της θέσης εργασίας και παρέχει στον μισθωτό τη δυνατότητα να εισπράξει τις σχετικές αποδοχές, αντιθέτως, η νομοθεσία αυτή δεν ρυθμίζει την περίπτωση κατά την οποία η επαγγελματική κατάρτιση πραγματοποιείται εκτός του κανονικού χρόνου εργασίας και δεν επιβάλλει καμία υποχρέωση στον εργοδότη όσον αφορά τα ωράρια κατάρτισης ούτε κανέναν περιορισμό ως προς την τήρηση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας. Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, επομένως, αν οι ίδιες αυτές διατάξεις αντιτίθενται σε εθνική ρύθμιση η οποία, μολονότι επιβάλλει υποχρέωση επαγγελματικής κατάρτισης του εργαζομένου, δεν επιβάλλει στον εργοδότη του την υποχρέωση να τηρεί τον χρόνο ανάπαυσης του εργαζομένου όσον αφορά το ωράριο συμμετοχής στην κατάρτιση αυτή.

30      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Curtea de Apel Iaşi (εφετείο Ιασίου) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Έχουν οι διατάξεις του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας [2003/88] την έννοια ότι συνιστά “χρόνο εργασίας” το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ο εργαζόμενος παρακολουθεί τα υποχρεωτικά μαθήματα επαγγελματικής κατάρτισης, μετά το πέρας του κανονικού χρόνου εργασίας, στην έδρα του παρόχου υπηρεσιών κατάρτισης, εκτός του χώρου εργασίας του και χωρίς να ασκεί υπηρεσιακά καθήκοντα;

2)      Σε περίπτωση αρνητικής απάντησης στο πρώτο ερώτημα, έχουν οι διατάξεις του άρθρου 31, παράγραφος 2, του [Χάρτη] και οι διατάξεις του άρθρου 2, σημείο 2, και των άρθρων 3, 5 και 6 της οδηγίας [2003/88] την έννοια ότι αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία, καίτοι προβλέπει την αναγκαιότητα της επαγγελματικής κατάρτισης του μισθωτού, δεν υποχρεώνει τον εργοδότη να τηρεί την περίοδο ανάπαυσης του εργαζομένου όσον αφορά το χρονικό διάστημα εντός του οποίου παρέχονται τα μαθήματα κατάρτισης;»

 Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

31      Εισαγωγικά, διαπιστώνεται ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά τις αποδοχές τις οποίες υποστηρίζει ότι δικαιούται ένας εργαζόμενος για τις περιόδους επαγγελματικής κατάρτισης τις οποίες παρακολούθησε κατόπιν εντολής του εργοδότη του.

32      Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, εξαιρουμένης της ιδιαίτερης περίπτωσης της ετήσιας άδειας μετ’ αποδοχών, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 7, παράγραφος 1, της οδηγίας 2003/88, η εν λόγω οδηγία περιορίζεται στη ρύθμιση ορισμένων πτυχών της οργάνωσης του χρόνου εργασίας προς εξασφάλιση της προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, με αποτέλεσμα, κατ’ αρχήν, να μην εφαρμόζεται στις αμοιβές των εργαζομένων [απόφαση της 9ης Μαρτίου 2021, Radiotelevizija Slovenija (Περίοδος εργασιακής ετοιμότητας σε απομακρυσμένη τοποθεσία), C-344/19, EU:C:2021:182, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

33      Κατόπιν της διευκρίνισης αυτής, δεδομένου ότι, όπως επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, στο πλαίσιο της διαφοράς της κύριας δίκης, το ζήτημα των αποδοχών των περιόδων επαγγελματικής κατάρτισης που παρακολούθησε ο ενάγων της κύριας δίκης εξαρτάται από τον χαρακτηρισμό των περιόδων αυτών ως «χρόνου εργασίας» ή ως «περιόδου ανάπαυσης», κατά την έννοια της οδηγίας 2003/88, πρέπει να δοθεί απάντηση στα υποβληθέντα ερωτήματα, τα οποία αφορούν τον χαρακτηρισμό αυτόν.

 Επί του πρώτου προδικαστικού ερωτήματος

34      Με το πρώτο ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88 έχει την έννοια ότι η περίοδος κατά την οποία ο εργαζόμενος παρακολουθεί επαγγελματική κατάρτιση που του επέβαλε ο εργοδότης του, η οποία πραγματοποιείται εκτός του συνήθους τόπου εργασίας του, στις εγκαταστάσεις του παρέχοντος τις υπηρεσίες κατάρτισης, και κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος δεν ασκεί τα συνήθη καθήκοντά του, συνιστά χρόνο εργασίας, κατά την έννοια της διάταξης αυτής.

35      Συναφώς, υπενθυμίζεται, πρώτον, ότι η οδηγία 2003/88 έχει ως σκοπό να ορίσει τις στοιχειώδεις προδιαγραφές για τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας των εργαζομένων με μια προσέγγιση των εθνικών νομοθεσιών όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τον χρόνο εργασίας. Η εν λόγω εναρμόνιση σε επίπεδο Ένωσης στον τομέα της οργάνωσης του χρόνου εργασίας αποσκοπεί στην εξασφάλιση μεγαλύτερης προστασίας της ασφάλειας και της υγείας των εργαζομένων, προβλέποντας υπέρ αυτών ελάχιστες περιόδους ανάπαυσης –ιδίως ημερήσιας και εβδομαδιαίας– καθώς και κατάλληλα διαλείμματα εργασίας, και προβλέποντας ένα ανώτατο όριο διάρκειας της εβδομαδιαίας εργασίας [απόφαση της 9ης Μαρτίου 2021, Radiotelevizija Slovenija (Περίοδος εργασιακής ετοιμότητας σε απομακρυσμένη τοποθεσία), C-344/19, EU:C:2021:182, σκέψη 25 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

36      Οι διάφορες επιταγές της οδηγίας 2003/88 περί μεγίστου χρόνου εβδομαδιαίας εργασίας και κατώτατου χρόνου αναπαύσεως αποτελούν ιδιαίτερης σημασίας κανόνες του κοινωνικού δικαίου της Ένωσης, οι οποίοι πρέπει να ισχύουν για κάθε εργαζόμενο, η δε τήρησή τους δεν μπορεί να εξαρτάται από καθαρά οικονομικές εκτιμήσεις. Η εν λόγω οδηγία, προβλέποντας το δικαίωμα κάθε εργαζομένου για περιορισμό της μέγιστης διάρκειας της εργασίας και για περιόδους ημερήσιας και εβδομαδιαίας ανάπαυσης, διευκρινίζει το θεμελιώδες δικαίωμα που κατοχυρώνεται ρητώς στο άρθρο 31, παράγραφος 2, του Χάρτη και πρέπει να ερμηνεύεται, κατά συνέπεια, με γνώμονα το εν λόγω άρθρο 31, παράγραφος 2. Εξ αυτού συνάγεται, ιδίως, ότι οι διατάξεις της οδηγίας 2003/88 δεν μπορούν να ερμηνεύονται στενά σε βάρος των δικαιωμάτων τα οποία ο εργαζόμενος αντλεί από αυτήν [απόφαση της 9ης Μαρτίου 2021, Radiotelevizija Slovenija (Περίοδος εργασιακής ετοιμότητας σε απομακρυσμένη τοποθεσία), C‑344/19, EU:C:2021:182, σκέψεις 26 και 27 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

37      Δεύτερον, επισημαίνεται ότι το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88 ορίζει τον «χρόνο εργασίας» ως «[κ]άθε περίοδο κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος ευρίσκεται στην εργασία του, στη διάθεση του εργοδότη και ασκεί τη δραστηριότητα ή τα καθήκοντά του». Κατά το άρθρο 2, σημείο 2, της οδηγίας αυτής, η έννοια της «περιόδου ανάπαυσης» ορίζεται αρνητικά ως κάθε περίοδος που δεν είναι χρόνος εργασίας.

38      Συνεπώς, οι έννοιες του «χρόνου εργασίας» και της «περιόδου ανάπαυσης» είναι αλληλοαποκλειόμενες. Ως εκ τούτου, η περίοδος επαγγελματικής κατάρτισης ενός εργαζομένου πρέπει να χαρακτηρίζεται είτε ως «χρόνος εργασίας» είτε ως «περίοδος ανάπαυσης» για τους σκοπούς της εφαρμογής της οδηγίας 2003/88, καθόσον η οδηγία αυτή δεν προβλέπει ενδιάμεση κατηγορία [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 9ης Μαρτίου 2021, Radiotelevizija Slovenija (Περίοδος εργασιακής ετοιμότητας σε απομακρυσμένη τοποθεσία), C-344/19, EU:C:2021:182, σκέψη 29 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

39      Περαιτέρω, οι έννοιες του «χρόνου εργασίας» και της «περιόδου ανάπαυσης» είναι έννοιες του δικαίου της Ένωσης οι οποίες επιβάλλεται να ορίζονται βάσει αντικειμενικών κριτηρίων, με αναφορά στο σύστημα και στον σκοπό της οδηγίας 2003/88. Μόνο μια τέτοια αυτοτελής ερμηνεία μπορεί να διασφαλίσει την πλήρη αποτελεσματικότητα της οδηγίας αυτής καθώς και την ομοιόμορφη εφαρμογή των εν λόγω εννοιών στο σύνολο των κρατών μελών [απόφαση της 9ης Μαρτίου 2021, Radiotelevizija Slovenija (Περίοδος εργασιακής ετοιμότητας σε απομακρυσμένη τοποθεσία), C-344/19, EU:C:2021:182, σκέψη 30 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

40      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι καθοριστικός παράγων για να θεωρηθεί ότι συντρέχουν τα χαρακτηριστικά στοιχεία του «χρόνου εργασίας», κατά την έννοια της οδηγίας 2003/88, είναι το γεγονός ότι ο εργαζόμενος υποχρεούται να είναι παρών σε χώρο που έχει καθορίσει ο εργοδότης και να βρίσκεται εκεί στη διάθεση του τελευταίου για να παράσχει αμέσως τις υπηρεσίες του όταν χρειαστεί [πρβλ. απόφαση της 9ης Μαρτίου 2021, Radiotelevizija Slovenija (Περίοδος εργασιακής ετοιμότητας σε απομακρυσμένη τοποθεσία), C-344/19, EU:C:2021:182, σκέψη 33].

41      Στο πλαίσιο αυτό, ως τόπος εργασίας νοείται ο τόπος στον οποίο ο εργαζόμενος καλείται να ασκήσει δραστηριότητα κατ’ εντολήν του εργοδότη του, περιλαμβανομένης της περιπτώσεως στην οποία ο τόπος αυτός δεν είναι το μέρος όπου ασκεί συνήθως την επαγγελματική του δραστηριότητα [απόφαση της 9ης Μαρτίου 2021, Radiotelevizija Slovenija (Περίοδος εργασιακής ετοιμότητας σε απομακρυσμένη τοποθεσία), C-344/19, EU:C:2021:182, σκέψη 34].

42      Όταν όμως ο εργαζόμενος λαμβάνει εντολή από τον εργοδότη του να παρακολουθήσει επαγγελματική κατάρτιση προκειμένου να είναι σε θέση να εκτελεί τα καθήκοντα που ασκεί και όταν, επιπλέον, ο εργοδότης αυτός υπέγραψε ο ίδιος τη σύμβαση επαγγελματικής κατάρτισης με την επιχείρηση που καλείται να παράσχει την κατάρτιση, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, κατά τις περιόδους επαγγελματικής κατάρτισης, ο εργαζόμενος αυτός βρίσκεται στη διάθεση του εργοδότη του, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88.

43      Υπογραμμίζεται ότι δεν ασκεί συναφώς επιρροή το γεγονός ότι, εν προκειμένω, η υποχρέωση του BX να παρακολουθήσει επαγγελματική κατάρτιση απορρέει από την εθνική ρύθμιση, δεδομένου ότι, όπως προκύπτει από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως, αφενός, ο BX απασχολούνταν ήδη στη διοίκηση του Δήμου D. στη θέση για την οποία απαιτούνταν η επαγγελματική κατάρτιση και, αφετέρου, η εν λόγω διοίκηση ήταν υποχρεωμένη να επιβάλει στον BX την παρακολούθηση της κατάρτισης αυτής προκειμένου να μπορέσει να τον διατηρήσει στη θέση του.

44      Δεν ασκεί επίσης επιρροή το γεγονός, το οποίο υπογραμμίζει το αιτούν δικαστήριο, ότι οι περίοδοι επαγγελματικής κατάρτισης πραγματοποιούνται, εν όλω ή εν μέρει, εκτός του κανονικού ωραρίου εργασίας, δεδομένου ότι, για τους σκοπούς της έννοιας του «χρόνου εργασίας», η οδηγία 2003/88 δεν κάνει διάκριση ανάλογα με το αν η εργασία αυτή παρέχεται στο πλαίσιο του κανονικού χρόνου εργασίας ή όχι (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2000, Simap, C-303/98, EU:C:2000:528, σκέψη 51).

45      Εξάλλου, το γεγονός ότι η επίμαχη επαγγελματική κατάρτιση δεν πραγματοποιείται στον συνήθη τόπο εργασίας του εργαζομένου, αλλά στους χώρους της επιχείρησης που παρέχει τις υπηρεσίες κατάρτισης, ουδόλως αναιρεί, όπως προκύπτει από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 41 της παρούσας αποφάσεως, το γεγονός ότι ο εργαζόμενος υποχρεούται να είναι παρών στον χώρο που έχει καθορίσει ο εργοδότης και, κατά συνέπεια, δεν εμποδίζει, σύμφωνα με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 40 της παρούσας αποφάσεως, τον χαρακτηρισμό των επίμαχων περιόδων επαγγελματικής κατάρτισης ως «χρόνου εργασίας», κατά την έννοια της οδηγίας 2003/88.

46      Τέλος, ούτε το γεγονός ότι ο εργαζόμενος ασκεί, κατά τη διάρκεια των περιόδων επαγγελματικής κατάρτισης, διαφορετική δραστηριότητα από εκείνη που ασκεί στο πλαίσιο των συνήθων καθηκόντων του εμποδίζει τον χαρακτηρισμό των περιόδων αυτών ως χρόνου εργασίας όταν ο εργαζόμενος παρακολουθεί την επαγγελματική κατάρτιση με πρωτοβουλία του εργοδότη και όταν, κατά συνέπεια, υπακούει, στο πλαίσιο της εν λόγω κατάρτισης, στις εντολές του.

47      Πρέπει να προστεθεί ότι η ως άνω ερμηνεία επιβεβαιώνεται από τον σκοπό της οδηγίας 2003/88, ο οποίος υπενθυμίζεται στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως, καθώς και από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 36 της παρούσας αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία οι διατάξεις της οδηγίας 2003/88 δεν μπορούν να ερμηνεύονται στενά σε βάρος των δικαιωμάτων τα οποία ο εργαζόμενος αντλεί από αυτήν. Πράγματι, ερμηνεία του «χρόνου εργασίας», κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, η οποία δεν επιτρέπει να περιληφθούν στον χρόνο αυτόν οι περίοδοι επαγγελματικής κατάρτισης που πραγματοποιούνται από τον εργαζόμενο με πρωτοβουλία του εργοδότη του, ενδέχεται να παράσχει στον εργοδότη τη δυνατότητα να επιβάλει στον εργαζόμενο, ο οποίος είναι το ασθενέστερο μέρος στη σχέση εργασίας (πρβλ. αποφάσεις της 14ης Μαΐου 2019, CCOO, C-55/18, EU:C:2019:402, σκέψη 44, και της 17ης Μαρτίου 2021, Academia de Studii Economice din Bucureşti, C-585/19, EU:C:2021:210, σκέψη 51), υποχρεώσεις κατάρτισης εκτός του κανονικού ωραρίου εργασίας, εις βάρος του δικαιώματος του εργαζομένου σε επαρκή ανάπαυση.

48      Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων αυτών, προκύπτει ότι οι περίοδοι επαγγελματικής κατάρτισης του BX πρέπει να θεωρηθούν ως χρόνος εργασίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88, πράγμα το οποίο εναπόκειται ωστόσο στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει.

49      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88 έχει την έννοια ότι η περίοδος κατά την οποία ο εργαζόμενος παρακολουθεί επαγγελματική κατάρτιση που του επέβαλε ο εργοδότης του, η οποία πραγματοποιείται εκτός του συνήθους τόπου εργασίας του, στις εγκαταστάσεις του παρέχοντος τις υπηρεσίες κατάρτισης, και κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος δεν ασκεί τα συνήθη καθήκοντά του, συνιστά «χρόνο εργασίας», κατά την έννοια της διάταξης αυτής.

 Επί του δευτέρου προδικαστικού ερωτήματος

50      Κατόπιν της απάντησης που δόθηκε στο πρώτο προδικαστικό ερώτημα, παρέλκει η απάντηση στο δεύτερο προδικαστικό ερώτημα.

 Επί των δικαστικών εξόδων

51      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (δέκατο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 2, σημείο 1, της οδηγίας 2003/88/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 4ης Νοεμβρίου 2003, σχετικά με ορισμένα στοιχεία της οργάνωσης του χρόνου εργασίας, έχει την έννοια ότι η περίοδος κατά την οποία ο εργαζόμενος παρακολουθεί επαγγελματική κατάρτιση που του επέβαλε ο εργοδότης του, η οποία πραγματοποιείται εκτός του συνήθους τόπου εργασίας του, στις εγκαταστάσεις του παρέχοντος τις υπηρεσίες κατάρτισης, και κατά τη διάρκεια της οποίας ο εργαζόμενος δεν ασκεί τα συνήθη καθήκοντά του, συνιστά «χρόνο εργασίας», κατά την έννοια της διάταξης αυτής.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ρουμανική.