Language of document : ECLI:EU:T:2018:525

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 11ης Σεπτεμβρίου 2018 (*)

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές κεραμικών πλακιδίων καταγωγής Κίνας – Άρθρο 11, παράγραφοι 3 και 5, και άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 [νυν άρθρο 11, παράγραφοι 3 και 5, και άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΕ) 2016/1036] – Απόρριψη αίτησης για μερική ενδιάμεση επανεξέταση, αποκλειστικά ως προς το ντάμπινγκ, του επιβληθέντος με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 917/2011 οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ – Διαρκής χαρακτήρας της μεταβολής των συνθηκών – Δειγματοληψία – Ατομική εξέταση – Μη συνεργασία κατά την έρευνα που οδήγησε στη θέσπιση των οριστικών μέτρων»

Στην υπόθεση T‑654/16,

Foshan Lihua Ceramic Co. Ltd, με έδρα το Foshan City (Κίνα), εκπροσωπούμενη από τους B. Spinoit και D. Philippe, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους M. França, T. Maxian Rusche, N. Kuplewatzky και την A. Demeneix,

καθής,

με αντικείμενο αίτημα, βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, για ακύρωση της εκτελεστικής απόφασης C(2016) 4259 της Επιτροπής, της 11ης Ιουλίου 2016, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης, αποκλειστικά ως προς το ντάμπινγκ, των οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ που επιβλήθηκαν με τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 917/2011 του Συμβουλίου, της 12ης Σεπτεμβρίου 2011, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές κεραμικών πλακιδίων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους H. Kanninen, πρόεδρο, J. Schwarcz (εισηγητή) και Κ. Ηλιόπουλο, δικαστές,

γραμματέας: C. Heeren, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 28ης Νοεμβρίου 2017,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα Foshan Lihua Ceramic Co. Ltd, που εδρεύει στο Foshan (Κίνα), παράγει κεραμικά πλακίδια.

2        Στις 12 Σεπτεμβρίου 2011 το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε τον εκτελεστικό κανονισμό (ΕΕ) 917/2011, για την επιβολή οριστικού δασμού αντιντάμπινγκ και την οριστική είσπραξη του προσωρινού δασμού που επιβλήθηκε στις εισαγωγές κεραμικών πλακιδίων καταγωγής Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (ΕΕ 2011, L 238, σ. 1, στο εξής: οριστικός κανονισμός). Οι συντελεστές των δασμών αντιντάμπινγκ καθορίστηκαν βάσει των περιθωρίων ντάμπινγκ που προσδιορίστηκαν κατά την έρευνα, δεδομένου ότι αυτά ήταν χαμηλότερα από τα περιθώρια της ζημίας.

3        Κατά την έρευνα η οποία οδήγησε στην επιβολή των οριστικών μέτρων, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χρησιμοποίησε τη μέθοδο της δειγματοληψίας, σύμφωνα με το άρθρο 17 του κανονισμού (ΕΚ) 1225/2009 του Συμβουλίου, της 30ής Νοεμβρίου 2009, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 2009, L 343, σ. 51), όπως ισχύει μετά την τελευταία τροποποίησή του με τον κανονισμό (ΕΕ) 37/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιανουαρίου 2014 (ΕΕ 2014, L 18, σ. 1) (στο εξής: βασικός κανονισμός) [αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/1036 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 8ης Ιουνίου 2016, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2016, L 176, σ. 21)]. Στους παραγωγούς-εξαγωγείς που είχαν περιληφθεί στο δείγμα και έτυχαν ατομικής μεταχείρισης, σύμφωνα με άρθρο 9, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 9, παράγραφος 5, του κανονισμού 2016/1036), επιβλήθηκαν ατομικοί δασμοί αντιντάμπινγκ. Στους παραγωγούς-εξαγωγείς που συνεργάστηκαν κατά την έρευνα, αλλά δεν περιελήφθησαν στο δείγμα, καθώς και σε έναν παραγωγό-εξαγωγέα ο οποίος περιελήφθη στο δείγμα, αλλά δεν έτυχε ατομικής μεταχείρισης, επιβλήθηκε δασμός αντιντάμπινγκ με συντελεστή ο οποίος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 9, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 9, παράγραφος 6, του κανονισμού 2016/1036), ήταν ο σταθμισμένος μέσος όρος των περιθωρίων ντάμπινγκ των παραγωγών-εξαγωγέων που περιελήφθησαν στο δείγμα, ήτοι 30,6 %. Αιτήσεις ατομικής εξέτασης, βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρου 17, παράγραφος 3, του κανονισμού 2016/1036), υποβλήθηκαν από οκτώ παραγωγούς-εξαγωγείς που συνεργάστηκαν. Αποφασίστηκε να διενεργηθεί ατομική εξέταση για έναν μόνον από τους εν λόγω παραγωγούς-εξαγωγείς, καθώς θεωρήθηκε ότι η διαδικασία δεν θα καθίστατο υπερβολικά επαχθής. Ο συγκεκριμένος παραγωγός-εξαγωγέας ήταν μακράν ο μεγαλύτερος από τους οκτώ παραγωγούς-εξαγωγείς που είχαν ζητήσει τη διενέργεια ατομικής εξέτασης. Ωστόσο, μετά την κοινοποίηση των τελικών πορισμάτων, διαπιστώθηκε ότι ο εν λόγω παραγωγός-εξαγωγέας δεν είχε προσκομίσει ορισμένες απαραίτητες πληροφορίες, οπότε τα σχετικά με αυτόν πορίσματα στηρίχθηκαν στα διαθέσιμα πραγματικά στοιχεία, όπως ορίζει το άρθρο 18 του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 18 του κανονισμού 2016/1036). Σε αυτόν τον παραγωγό-εξαγωγέα, καθώς και στους παραγωγούς-εξαγωγείς που δεν συνεργάστηκαν κατά την έρευνα επιβλήθηκε δασμός αντιντάμπινγκ ο οποίος καθορίστηκε βάσει των υψηλότερων περιθωρίων ντάμπινγκ που διαπιστώθηκαν για ένα αντιπροσωπευτικό προϊόν παραγωγού-εξαγωγέα που συνεργάστηκε, ήτοι 69,7 %.

4        Η προσφεύγουσα δεν μετέσχε στη διοικητική διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση του οριστικού κανονισμού, οπότε η επωνυμία της δεν περιλαμβάνεται στο παράρτημα I του οριστικού κανονισμού. Κατά συνέπεια, οι πραγματοποιούμενες από αυτήν εισαγωγές του οικείου προϊόντος υπόκεινται σε δασμό με συντελεστή 69,7 %.

5        Με έγγραφο της 7ης Σεπτεμβρίου 2013, η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπή τη διενέργεια μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης αποκλειστικά ως προς το ντάμπινγκ, βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρου 11, παράγραφος 3, του κανονισμού 2016/1036). Προς αιτιολόγηση της αιτήσεώς της, η προσφεύγουσα επισήμανε, αφενός, την εφαρμογή νέου συστήματος διανομής μέσω συνδεδεμένης επιχείρησης και, αφετέρου, τη διάθεση στην αγορά νέου τύπου προϊόντος, ο οποίος δεν υφίστατο κατά το διάστημα μεταξύ 1ης Απριλίου 2009 και 31ης Μαρτίου 2010 (στο εξής: ερευνώμενη περίοδος). Στην αίτηση επανεξέτασης, η προσφεύγουσα αναφέρει ότι δεν είχε μετάσχει στην αρχική έρευνα διότι δεν γνώριζε τον τελικό προορισμό των προϊόντων της, τα οποία, κατά την ερευνώμενη περίοδο, πωλούσε μόνο σε μια κινέζικη εμπορική εταιρία. Καθόσον προέβαλε ότι κατά την ερευνώμενη περίοδο δεν εξήγαγε το οικείο προϊόν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, οι υπηρεσίες της Επιτροπής υπέδειξαν στην προσφεύγουσα ότι, εφόσον ο ισχυρισμός της αυτός ήταν ορθός, η δέουσα νομική οδός, προκειμένου να υπαχθεί στον δασμολογικό συντελεστή 30,6 %, ήταν να ζητήσει να αναγνωριστεί ως νέος παραγωγός-εξαγωγέας, σύμφωνα με το άρθρο 3 του οριστικού κανονισμού. Η διάταξη αυτή προβλέπει τα εξής:

«Στην περίπτωση που οποιοσδήποτε [Κινέζος παραγωγός] προσκομίσει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία στην Επιτροπή που να καταδεικνύουν ότι δεν εξήγαγε τα προϊόντα που περιγράφονται στο άρθρο 1 παράγραφος 1, καταγωγής [Κίνας], κατά την περίοδο της έρευνας (1η Απριλίου 2009 έως 31 Μαρτίου 2010), ότι δεν είναι συνδεδεμένος με εξαγωγέα ή παραγωγό που υπόκειται στα μέτρα τα οποία επιβάλλονται με τον παρόντα κανονισμό και ότι δεν έχει εξαγάγει πραγματικά τα υπό εξέταση προϊόντα ούτε έχει αναλάβει αμετάκλητη συμβατική υποχρέωση για την εξαγωγή σημαντικής ποσότητας στην Ένωση μετά το τέλος της περιόδου της έρευνας, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με απλή πλειοψηφία βάσει προτάσεως της Επιτροπής και ύστερα από διαβουλεύσεις με τη συμβουλευτική επιτροπή, δύναται να τροποποιήσει το άρθρο 1, παράγραφος 2, προκειμένου να καθορίσει γι’ αυτόν τον παραγωγό τον δασμό που εφαρμόζεται για τους συνεργαζόμενους παραγωγούς που δεν περιλαμβάνονται στο δείγμα, δηλαδή 30,6 %.»

6        Μετά από ανταλλαγή εγγράφων με την Επιτροπή, η προσφεύγουσα ζήτησε, με έγγραφο της 10ης Φεβρουαρίου 2015, να ανασταλεί η εξέταση της αίτησης ενδιάμεσης επανεξέτασης βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, προκειμένου να μην καθυστερήσει η εξέταση της αίτησης που είχε υποβάλει να αναγνωριστεί ως νέος παραγωγός-εξαγωγέας, την οποία είχε υποβάλει κατά την προαναφερθείσα ανταλλαγή εγγράφων.

7        Στις 28 Ιανουαρίου 2016 η προσφεύγουσα ζήτησε από την Επιτροπή να συνεχιστεί η διαδικασία επί της αιτήσεώς της για τη διενέργεια ενδιάμεσης επανεξέτασης. Στις 13 Απριλίου 2016 η Επιτροπή διαβίβασε στην προσφεύγουσα έγγραφο γενικής πληροφόρησης, το οποίο περιείχε τα περιστατικά και τις κύριες εκτιμήσεις βάσει των οποίων η Επιτροπή επρόκειτο να απορρίψει την αίτηση αυτή. Με απόφαση της 15ης Απριλίου 2016, η Επιτροπή απέρριψε την αίτηση αναγνώρισης της ιδιότητας του νέου παραγωγού-εξαγωγέα. Εκτίμησε, μεταξύ άλλων, ότι από την έρευνα δεν διαπιστώθηκε ότι κατά την ερευνώμενη περίοδο η προσφεύγουσα δεν εξήγαγε το οικείο προϊόν καταγωγής Κίνας προς την Ένωση ούτε ότι δεν συνδεόταν με εξαγωγέα ή παραγωγό υποκείμενο στον οριστικό κανονισμό. Η προσφεύγουσα προσέβαλε την απόφαση αυτή στην υπόθεση Foshan Lihua Ceramic κατά Επιτροπής (T‑310/16). Στις 22 Απριλίου 2016 η προσφεύγουσα απάντησε στο έγγραφο γενικής πληροφόρησης. Υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι η εκτίμηση της Επιτροπής ήταν νομικώς εσφαλμένη, κατά το μέρος που αρνείται τη διενέργεια έρευνας στο πλαίσιο ενδιάμεσης επανεξέτασης, με το αιτιολογικό ότι η προσφεύγουσα δεν είχε συμπεριληφθεί στο δείγμα.

8        Με απόφαση της 11ης Ιουλίου 2016, η Επιτροπή απέρριψε την υποβληθείσα από την προσφεύγουσα αίτηση ενδιάμεσης επανεξέτασης (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Στην αιτιολογική σκέψη 8 της απόφασης αυτής η Επιτροπή εκθέτει τα ακόλουθα:

«Όπως διευκρινίστηκε στο σημείο 8 του εγγράφου γενικής πληροφόρησης, η Επιτροπή χρησιμοποίησε τη μέθοδο της δειγματοληψίας κατά την αρχική έρευνα. Για τον λόγο αυτόν, εξέτασε την κατάσταση ενός περιορισμένου αριθμού των παραγωγών-εξαγωγέων οι οποίοι επελέγησαν για το δείγμα, χωρίς η προσφεύγουσα να περιλαμβάνεται σε αυτούς. Δεδομένου ότι τα ισχύοντα μέτρα επιβλήθηκαν κατόπιν εξέτασης των εταιριών που περιλαμβάνονται στο δείγμα, ο ισχυρισμός περί μεταβολής των συνθηκών, κατά την έννοια του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, πρέπει να αφορά τις εταιρίες που περιελήφθησαν στο δείγμα ή να αφορά μεταβολές που επηρεάζουν όλους τους παραγωγούς-εξαγωγείς στη χώρα αυτή. Δεδομένου ότι η μεταβολή των συνθηκών την οποία επικαλείται η προσφεύγουσα αφορά αποκλειστικά τη δική της κατάσταση και όχι την κατάσταση των εταιριών που περιελήφθησαν στο δείγμα ή το σύνολο των παραγωγών-εξαγωγέων της [Κίνας], η μεταβολή αυτή δεν ασκεί επιρροή στο πλαίσιο αίτησης δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της αρχικής έρευνας, δεν καθορίστηκε ατομικό περιθώριο ντάμπινγκ ως προς την προσφεύγουσα, διότι η προσφεύγουσα δεν ζήτησε ατομική μεταχείριση. Η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, προκειμένου να οριστεί τώρα ως προς αυτήν ατομικό περιθώριο ντάμπινγκ. Αν γίνει δεκτό το αντίθετο, η δυνατότητα χρησιμοποίησης της μεθόδου της δειγματοληψίας θα καθίστατο άνευ πρακτικής αποτελεσματικότητας. Εφόσον το ατομικό περιθώριο ντάμπινγκ της προσφεύγουσας είναι χαμηλότερο από τον δασμό που επιβλήθηκε στις εξαγωγές της βάσει του δείγματος, οι εισαγωγείς της μπορούν να ζητήσουν επιστροφές βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 8[,] του βασικού κανονισμού (νυν άρθρου 11, παράγραφος 8, του κανονισμού 2016/1036). Για τους λόγους αυτούς, η αίτηση της προσφεύγουσας […] απορρίπτεται.»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

9        Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Σεπτεμβρίου 2016, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

10      Στις 7 Δεκεμβρίου 2016 με το υπόμνημα απαντήσεως στην υπόθεση Foshan Lihua Ceramic κατά Επιτροπής (T‑310/16), η προσφεύγουσα ζήτησε τη συνεκδίκαση της υπόθεσης εκείνης με την εν προκειμένω κρινόμενη. Στις 16 Δεκεμβρίου 2016 η Επιτροπή αντιτάχθηκε στη συνεκδίκαση των υποθέσεων. Με απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2017, ο πρόεδρος του τέταρτου τμήματος αποφάσισε να μην συνεκδικαστούν οι εν λόγω υποθέσεις.

11      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση,

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

12      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή,

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

13      Η προσφεύγουσα προβάλλει έναν μόνο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 11, παράγραφοι 3 και 5, και του άρθρου 17, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού (το άρθρο 11, παράγραφος 5, αντιστοιχεί πλέον στο άρθρο 11, παράγραφος 5, του κανονισμού 2016/1036), καθώς και του άρθρου 6.10.2 της Συμφωνίας για την εφαρμογή του άρθρου VI της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου του 1994 (GATT) (ΕΕ 1994, L 336, σ. 103, στο εξής: συμφωνία αντιντάμπινγκ), που περιλαμβάνεται στο παράρτημα 1Α της Συμφωνίας για την ίδρυση του Παγκοσμίου Οργανισμού Εμπορίου (ΠΟΕ) (ΕΕ 1994, L 336, σ. 3). Προς στήριξη του λόγου αυτού, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, επτά επιχειρήματα.

14      Πρώτον, η προσφεύγουσα φρονεί, κατ’ ουσίαν, ότι από το άρθρο 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού δεν προκύπτει ότι η αίτηση παραγωγού-εξαγωγέα που δεν έχει περιληφθεί στο δείγμα για τη διενέργεια ενδιάμεσης επανεξέτασης πρέπει να στηρίζεται σε απόδειξη της μεταβολής των συνθηκών ως προς όλους τους παραγωγούς-εξαγωγείς. Θα ήταν, άλλωστε, σχεδόν πάντα αδύνατον να αποδειχθεί τέτοια μεταβολή των συνθηκών.

15      Δεύτερον, η προσφεύγουσα φρονεί ότι υπέστη δυσμενή διάκριση, κατά το μέτρο που οι παραγωγοί-εξαγωγείς του δείγματος δεν υποχρεούνται να προσκομίσουν τέτοια απόδειξη. Συναφώς, η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι οι παραγωγοί-εξαγωγείς που περιλαμβάνονται στο δείγμα και εκείνοι που δεν περιλαμβάνονται βρίσκονται σε διαφορετική κατάσταση. Ο διαχωρισμός των δύο αυτών ομάδων παραγωγών-εξαγωγέων δεν οφείλεται σε κάποια μεταξύ τους διαφορά ως προς «τα ειδικά χαρακτηριστικά τους, τις ιδιαιτερότητές τους ή τη φύση τους», αλλά είναι απόρροια αποκλειστικά της ευρείας διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει η Επιτροπή όσον αφορά τον καθορισμό των κριτηρίων δειγματοληψίας.

16      Τρίτον, από τη σκέψη 189 της απόφασης της 9ης Ιουνίου 2016, Growth Energy και Renewable Fuels Association κατά Συμβουλίου (T‑276/13, EU:T:2016:340), προκύπτει ότι η ατομική εξέταση παραγωγού-εξαγωγέα είναι υποχρεωτική, εκτός εάν ο αριθμός των εξαγωγέων ή των παραγωγών είναι τόσο μεγάλος ώστε να δυσχεραίνεται υπέρμετρα το έργο των αρχών και να παρεμποδίζεται η έγκαιρη ολοκλήρωση της έρευνας. Η Επιτροπή, όμως, αρνήθηκε να προβεί σε ατομική εξέταση της προσφεύγουσας, χωρίς να προβάλει ότι η αίτηση επανεξέτασης που είχε υποβάλει η προσφεύγουσα τον Σεπτέμβριο του 2013 θα παρεμπόδιζε την έγκαιρη ολοκλήρωση της έρευνας. Συνεπώς, η Επιτροπή παρέβη το άρθρο 17, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, καθώς και το άρθρο 6.10.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ. Εξάλλου, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Επιτροπή, ο βασικός κανονισμός δεν προβλέπει κανέναν χρονικό περιορισμό όσον αφορά την υποβολή αίτησης ατομικής εξέτασης.

17      Τέταρτον, από το άρθρο 11, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι το άρθρο 17, παράγραφος 3, του κανονισμού ισχύει και για τις διαδικασίες ενδιάμεσης επανεξέτασης. Είναι, συνεπώς, εσφαλμένη η συλλογιστική σύμφωνα με την οποία δεν μπορεί να κινηθεί η διαδικασία επανεξέτασης για λόγους σχετικούς με την πρακτική αποτελεσματικότητα της δειγματοληψίας.

18      Πέμπτον, η ειδική ομάδα που συγκροτήθηκε στο πλαίσιο του ΠΟΕ αποφάσισε, με την έκθεσή της με τίτλο «Ηνωμένες Πολιτείες – Μέτρα αντιντάμπινγκ για ορισμένα είδη γαρίδας καταγωγής Βιετνάμ», η οποία εκδόθηκε στις 11 Ιουλίου 2011 (WT/DS404/R, παράγραφος 7.181), όσον αφορά το ζήτημα της ενδιάμεσης επανεξέτασης, ότι το πρώτο εδάφιο του άρθρου 6.10.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ εφαρμόζεται μόνον εφόσον οι εξαγωγείς ή οι παραγωγοί που δεν επελέγησαν προβούν σε ενέργειες από ιδία πρωτοβουλία. Η αίτηση ενδιάμεσης επανεξέτασης την οποία υπέβαλε η προσφεύγουσα έπρεπε να θεωρηθεί ενέργεια από ιδία πρωτοβουλία, κατά την έννοια της διάταξης αυτής.

19      Έκτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει με το υπόμνημα απαντήσεως ότι, μετά την υποβολή της αίτησης και την απόδειξη της μεταβολής των συνθηκών ατομικά και ειδικά ως προς αυτήν, η Επιτροπή όφειλε τουλάχιστον να τη θεωρήσει ως εξαγωγέα που πλέον συνεργάζεται, και να εφαρμόσει ως προς αυτήν, σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού, τον συντελεστή του δασμού αντιντάμπινγκ που υπολογίστηκε ως ο σταθμισμένος μέσος όρος των περιθωρίων ντάμπινγκ των παραγωγών-εξαγωγέων του δείγματος.

20      Έβδομον, η προσφεύγουσα είχε ήδη παραθέσει τα επιχειρήματα που αντλεί από το άρθρο 17, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού στην απάντησή της στο έγγραφο γενικής πληροφόρησης, πλην όμως η Επιτροπή δεν απάντησε επ’ αυτών στην προσβαλλόμενη απόφαση, προσβάλλοντας έτσι το δικαίωμα της προσφεύγουσας σε δίκαιη διαδικασία και τα δικαιώματά της άμυνας. Επιπλέον, η άρνηση της Επιτροπής να χαρακτηρίσει την προσφεύγουσα ως νέο εξαγωγέα και να προβεί στην ενδιάμεση επανεξέταση είχε ως συνέπεια να μην είναι δυνατόν να εφαρμοστούν οι ισχύοντες κανόνες ορθώς ως προς αυτήν.

21      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

22      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 11, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, η ανάγκη διατήρησης μέτρων σε ισχύ μπορεί να εξεταστεί, μεταξύ άλλων, μετά από αίτηση εξαγωγέα, εισαγωγέα ή παραγωγών της Ένωσης, περιέχουσα επαρκή αποδεικτικά στοιχεία που τεκμηριώνουν την ανάγκη διενέργειας τέτοιας ενδιάμεσης επανεξέτασης. Εν προκειμένω, η αίτηση υποβλήθηκε από την προσφεύγουσα υπό την ιδιότητα του εξαγωγέα. Επιπλέον, δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους ότι η εν λόγω αίτηση αφορούσε αποκλειστικώς το ντάμπινγκ.

23      Ακολούθως, από τις διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 3, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού προκύπτει, κατ’ ουσίαν, ότι, όταν η αίτηση υποβάλλεται από εξαγωγέα και αφορά αποκλειστικώς το ντάμπινγκ, η ανάγκη ενδιάμεσης επανεξέτασης προϋποθέτει ότι η εν λόγω αίτηση περιέχει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία από τα οποία προκύπτει ότι η διατήρηση σε ισχύ του μέτρου δεν είναι πλέον απαραίτητη για την εξουδετέρωση του ντάμπινγκ.

24      Τέλος, από τη νομολογία απορρέει ότι, όσον αφορά την εξέταση αίτησης επανεξέτασης αποκλειστικά για το ντάμπινγκ, το Συμβούλιο μπορεί, δυνάμει των εν λόγω διατάξεων, να διαπιστώσει την ύπαρξη αισθητών μεταβολών των συνθηκών που αφορούν το ντάμπινγκ και, κατόπιν, να αποφασίσει κατά νόμον ότι ο επίμαχος δασμός αντιντάμπινγκ πρέπει να τροποποιηθεί (βλ. απόφαση της 28ης Απριλίου 2015, CHEMK και KF κατά Συμβουλίου, T‑169/12, EU:T:2015:231, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

25      Ειδικότερα, από το άρθρο 11, παράγραφος 3, δεύτερο και τρίτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι σκοπός της ενδιάμεσης επανεξέτασης είναι να διακριβωθεί η ανάγκη διατήρησης σε ισχύ των μέτρων αντιντάμπινγκ και ότι πρέπει, προς τούτο, όταν η αίτηση επανεξέτασης του εξαγωγέα αφορά μόνον το ντάμπινγκ, τα θεσμικά όργανα να αξιολογούν κατ’ αρχάς την ανάγκη διατήρησης σε ισχύ του υφιστάμενου μέτρου και να διαπιστώνουν συναφώς την ύπαρξη μεταβολής των συνθηκών όχι μόνο αισθητής αλλά και διαρκούς χαρακτήρα, όσον αφορά το ντάμπινγκ (απόφαση της 28ης Απριλίου 2015, CHEMK και KF κατά Συμβουλίου, T‑169/12, EU:T:2015:231, σκέψη 43).

26      Στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 14, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΟΚ) 2176/84 του Συμβουλίου, της 23ης Ιουλίου 1984, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ ή επιδοτήσεων εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (ΕΕ 1984, L 201, σ. 1), κατά το οποίο η επανεξέταση διενεργείται κατόπιν αιτήσεως του ενδιαφερομένου, εφόσον αυτός προσκομίσει, μεταξύ άλλων, στοιχεία αποδεικτικά της μεταβολής των συνθηκών, επαρκή για να δικαιολογήσουν την ανάγκη της επανεξέτασης, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι η διαδικασία της επανεξέτασης εφαρμόζεται εφόσον μεταβληθούν τα στοιχεία βάσει των οποίων καθορίστηκαν οι αξίες που περιέχονται στον κανονισμό με τον οποίον επιβλήθηκαν τα μέτρα αντιντάμπινγκ (απόφαση της 24ης Φεβρουαρίου 1987, Continentale Produkten Gesellschaft Erhardt-Renken κατά Επιτροπής, 312/84, EU:C:1987:94, σκέψη 11). Επικαλούμενο τη νομολογία αυτή, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 384/96 του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 1995, για την άμυνα κατά των εισαγωγών που αποτελούν αντικείμενο ντάμπινγκ εκ μέρους χωρών μη μελών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας (ΕΕ 1996, L 56, σ. 1) (νυν άρθρο 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού), ότι η διαδικασία επανεξέτασης αποσκοπεί στην προσαρμογή των επιβληθέντων δασμών κατόπιν μεταβολής των στοιχείων βάσει των οποίων επιβλήθηκαν και, ως εκ τούτου, προϋποθέτει τροποποίηση των στοιχείων αυτών (απόφαση της 29ης Ιουνίου 2000, Medici Grimm κατά Συμβουλίου, T‑7/99, EU:T:2000:175, σκέψη 82).

27      Επομένως, η προβλεπόμενη από το άρθρο 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού αίτηση ενδιάμεσης επανεξέτασης που έχει υποβληθεί από παραγωγό-εξαγωγέα και αφορά αποκλειστικά το ντάμπινγκ πρέπει να περιέχει αποδείξεις όσον αφορά το ότι τα στοιχεία καθορισμού του περιθωρίου ντάμπινγκ, που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό του δασμού αντιντάμπινγκ ο οποίος ισχύει για τον παραγωγό-εξαγωγέα που υπέβαλε την εν λόγω αίτηση, έχουν μεταβληθεί κατά τρόπο αισθητό και διαρκή.

28      Εν προκειμένω, τόσο δυνάμει του άρθρου 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/1036) όσο και βάσει του σημείου 6 της ανακοίνωσης για την έναρξη της αρχικής διαδικασίας (ΕΕ 2010, C 160, σ. 20), θεωρείται ότι η προσφεύγουσα δεν συνεργάστηκε κατά την έρευνα, καθόσον δεν μετέσχε στην έρευνα που οδήγησε στην έκδοση του οριστικού κανονισμού. Οι διαπιστώσεις σχετικά με τους παραγωγούς-εξαγωγείς που δεν συνεργάστηκαν στηρίχθηκαν, σύμφωνα με τις ίδιες διατάξεις, στα διαθέσιμα στοιχεία, τα οποία ήταν ενδεχομένως λιγότερο ευνοϊκά απ’ ό,τι θα ήταν εάν οι εν λόγω παραγωγοί-εξαγωγείς είχαν συνεργαστεί.

29      Συγκεκριμένα, από τις αιτιολογικές σκέψεις 66 και 77 του κανονισμού (ΕΕ) 258/2011 της Επιτροπής, της 16ης Μαρτίου 2011, για την επιβολή προσωρινού δασμού αντιντάμπινγκ στις εισαγωγές κεραμικών πλακιδίων καταγωγής [Κίνας] (ΕΕ 2011, L 70, σ. 5), και από τις αιτιολογικές σκέψεις 92 και 93 του οριστικού κανονισμού προκύπτει ότι στους παραγωγούς-εξαγωγείς που δεν συνεργάστηκαν κατά την έρευνα, όπως η προσφεύγουσα, επιβλήθηκε δασμός αντιντάμπινγκ με συντελεστή ο οποίος καθορίστηκε βάσει του υψηλότερου από τα περιθώρια ντάμπινγκ που διαπιστώθηκαν για ένα αντιπροσωπευτικό προϊόν συνεργασθέντος παραγωγού-εξαγωγέα, ήτοι 69,7 %.

30      Επομένως, οι παραγωγοί-εξαγωγείς που εμπίπτουν στην κατηγορία αυτή οφείλουν να αποδείξουν ότι οι συνθήκες βάσει των οποίων έγινε ο καθορισμός αυτός έχουν μεταβληθεί κατά τρόπο αισθητό και διαρκή. Δεδομένου ότι ο καθορισμός αυτός στηρίχθηκε σε δεδομένα σχετικά με το δείγμα, η προσφεύγουσα μπορεί, όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, να απαλλαγεί από το βάρος αποδείξεως που υπέχει, αποδεικνύοντας επίσης είτε ότι τα στοιχεία βάσει των οποίων υπολογίστηκε το περιθώριο ντάμπινγκ που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό των συντελεστών του επιβληθέντος στις εταιρίες του δείγματος δασμού αντιντάμπινγκ έχουν μεταβληθεί κατά τρόπο αισθητό και διαρκή, είτε ότι οι μεταβολές αυτές έχουν επηρεάσει το σύνολο των παραγωγών-εξαγωγέων της χώρας εξαγωγής.

31      Καθόσον η προσφεύγουσα επικαλέστηκε, με την αίτηση ενδιάμεσης επανεξέτασης, η οποία αφορούσε αποκλειστικά το ντάμπινγκ, μόνον την εφαρμογή νέου συστήματος διανομής μέσω συνδεδεμένης επιχείρησης και τη διάθεση στην αγορά νέου τύπου προϊόντος ο οποίος δεν υφίστατο κατά την ερευνώμενη περίοδο, πρέπει να γίνει δεκτό ότι παρέθεσε μόνο πληροφορίες σχετικά με την κατάστασή της, όπως άλλωστε παραδέχεται ρητώς.

32      Συνεπώς, η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε τα αναγκαία στοιχεία που δικαιολογούν τη διενέργεια μερικής ενδιάμεσης επανεξέτασης αποκλειστικά ως προς το ντάμπινγκ και, ως εκ τούτου, ορθώς απέρριψε τη σχετική αίτηση της προσφεύγουσας.

33      Το συμπέρασμα αυτό δεν ανατρέπεται από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας.

34      Πρώτον, όσον αφορά το επιχείρημα περί δυσμενούς διακρίσεως σε βάρος της προσφεύγουσας σε σχέση με τις επιχειρήσεις που περιελήφθησαν στο δείγμα, υπενθυμίζεται, αφενός, ότι, κατά πάγια νομολογία, η τήρηση των αρχών της ισότητας και της απαγόρευσης των δυσμενών διακρίσεων επιτάσσει να μην επιφυλάσσεται σε όμοιες καταστάσεις διαφορετική μεταχείριση ούτε σε διαφορετικές καταστάσεις όμοια μεταχείριση, εκτός αν η διαφοροποίηση δικαιολογείται αντικειμενικώς (βλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2007, Asda Stores, C‑372/06, EU:C:2007:787, σκέψη 62 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Δεδομένου, όμως, ότι η προσφεύγουσα δεν συνεργάστηκε κατά την αρχική έρευνα, δεν βρίσκεται στην ίδια κατάσταση, όσον αφορά τον καθορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ, με τους παραγωγούς-εξαγωγείς που μετείχαν σε αυτήν. Ο νομοθέτης έχει προβλέψει, στο άρθρο 18, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού, ότι ο συντελεστής του δασμού αντιντάμπινγκ για τους παραγωγούς-εξαγωγείς που δεν συνεργάζονται καθορίζεται βάσει των διαθέσιμων στοιχείων, πράγμα που συνεπάγεται ότι τα στοιχεία αυτά μπορούν να είναι λιγότερο ευνοϊκά απ’ ό,τι θα ήταν εάν οι εν λόγω παραγωγοί-εξαγωγείς είχαν συνεργαστεί. Ο τρόπος καθορισμού του συντελεστή αυτού κατά την αρχική διαδικασία έχει κατά λογική συνέπεια αντίκτυπο όσον αφορά τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες ένας μη συνεργασθείς παραγωγός-εξαγωγέας μπορεί να ζητήσει μερική ενδιάμεση επανεξέταση αποκλειστικά για το ντάμπινγκ, όπως διευκρινίστηκε με τις σκέψεις 22 έως 32 ανωτέρω.

35      Αφετέρου, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αποδείξει ότι υπήρξε δυσμενής διάκριση σε βάρος της, επικαλούμενη δυσμενή διάκριση σε βάρος των συνεργασθέντων παραγωγών-εξαγωγέων που περιελήφθησαν στο δείγμα σε σχέση με εκείνους που δεν περιελήφθησαν. Μη έχοντας μετάσχει στην αρχική έρευνα, η προσφεύγουσα ζήτησε να περιληφθεί στο δείγμα. Δεδομένου ότι το επιχείρημά της αφορά αποκλειστικά την κατάστασή της, η ενδεχόμενη βασιμότητά του δεν μπορεί να επιφέρει ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά την προσφεύγουσα. Δεν έχει συνεπώς έννομο συμφέρον να το προβάλει (βλ., συναφώς, απόφαση της 28ης Φεβρουαρίου 2017, JingAo Solar κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑157/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:127, σκέψεις 64 έως 72).

36      Δεύτερον, όσον αφορά τα επιχειρήματα περί παραβάσεως του άρθρου 11, παράγραφος 5, και του άρθρου 17, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού (βλ. σκέψεις 16 και 17 ανωτέρω), υπενθυμίζεται, κατ’ αρχάς, ότι, για την ερμηνεία διάταξης του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη, όχι μόνο το γράμμα της διάταξης, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (βλ. απόφαση της 18ης Σεπτεμβρίου 2014, Valimar, C‑374/12, EU:C:2014:2231, σκέψη 42 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

37      Επιπλέον, από το άρθρο 11, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού προκύπτει ότι «[ο]ι συναφείς διατάξεις του παρόντος κανονισμού οι σχετικές με τις διαδικασίες και τη διεξαγωγή των ερευνών, με εξαίρεση εκείνες που αναφέρονται στις σχετικές προθεσμίες, εφαρμόζονται σε κάθε επανεξέταση η οποία διενεργείται δυνάμει των παραγράφων 2, 3 και 4». Επομένως, το άρθρο 11, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού δεν επεκτείνει την εφαρμογή των διατάξεων που αφορούν τις διαδικασίες και τις έρευνες στο πλαίσιο της αρχικής έρευνας στις διαδικασίες επανεξέτασης. Κατά το άρθρο 11, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού, προϋπόθεση της εφαρμογής των διατάξεων αυτών στις διαδικασίες επανεξέτασης είναι η συνάφειά τους.

38      Τρίτον, αποτελεί πάγια νομολογία ότι η διαδικασία επανεξέτασης διαφέρει, κατ’ αρχήν, από την αρχική διαδικασία έρευνας, η οποία διέπεται από άλλες διατάξεις του βασικού κανονισμού. Η αντικειμενική διαφορά μεταξύ των δύο αυτών τύπων διαδικασίας έγκειται στο γεγονός ότι οι εισαγωγές που αποτελούν το αντικείμενο διαδικασίας επανεξέτασης είναι εκείνες οι οποίες έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο οριστικών μέτρων αντιντάμπινγκ και για τις οποίες έχουν κατ’ αρχήν προσκομισθεί επαρκή στοιχεία ώστε να αποδειχθεί ότι η κατάργηση των μέτρων αυτών είναι πιθανόν να ευνοήσει τη συνέχιση ή την επανεμφάνιση του ντάμπινγκ και της ζημίας. Αντιθέτως, όταν για ορισμένες εισαγωγές διενεργείται αρχική έρευνα, αντικείμενο της έρευνας αυτής είναι ακριβώς η εξακρίβωση της ύπαρξης, του βαθμού και των αποτελεσμάτων κάθε προβαλλόμενου ντάμπινγκ [απόφαση της 27ης Ιανουαρίου 2005, Europe Chemi-Con (Deutschland) κατά Συμβουλίου, C‑422/02 P, EU:C:2005:56, σκέψεις 48 à 50· βλ., επίσης, απόφαση της 28ης Απριλίου 2015, CHEMK και KF κατά Συμβουλίου, T‑169/12, EU:T:2015:231, σκέψεις 59 και 60 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

39      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ορισμένες από τις διατάξεις αυτές δεν εφαρμόζονται στη διαδικασία επανεξέτασης, λαμβανομένης υπόψη της όλης οικονομίας και των σκοπών του συστήματος που θεσπίζεται με τον βασικό κανονισμό (βλ. απόφαση της 28ης Απριλίου 2015, CHEMK και KF κατά Συμβουλίου, T‑169/12, EU:T:2015:231, σκέψη 59 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

40      Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι η εφαρμογή του άρθρου 17, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, το οποίο προβλέπει ατομική εξέταση επίσης στο πλαίσιο της εξέτασης αίτησης ενδιάμεσης επανεξέτασης υποβληθείσας από παραγωγό-εξαγωγέα που δεν συνεργάστηκε κατά την αρχική έρευνα, προσκρούει στον σκοπό της διαδικασίας ενδιάμεσης επανεξέτασης, όπως αυτή περιγράφεται με τις σκέψεις 22 έως 27 ανωτέρω. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο μιας τέτοιας προσέγγισης, δεν θα μπορούσε να εκτιμηθεί εάν τα στοιχεία βάσει των οποίων προσδιορίστηκε το περιθώριο ντάμπινγκ που χρησιμοποιήθηκε για τον καθορισμό του εφαρμοζόμενου ως προς τον συγκεκριμένο παραγωγό-εξαγωγέα δασμού αντιντάμπινγκ έχουν μεταβληθεί κατά τρόπο αισθητό και διαρκή. Τα δεδομένα από την ανάλυση των σχετικών με τους παραγωγούς-εξαγωγείς του δείγματος πληροφοριών θα συγκρίνονταν με τα σχετικά με τον εν λόγω παραγωγό-εξαγωγέα δεδομένα.

41      Επομένως, η διενέργεια ατομικής εξέτασης δεν κρίνεται σκόπιμη στο πλαίσιο της εκτίμησης όσον αφορά την αναγκαιότητα διενέργειας ενδιάμεσης επανεξέτασης βάσει των δύο προβαλλόμενων από την προσφεύγουσα μεταβολών των συνθηκών. Εάν γινόταν δεκτό το αντίθετο, η προσφεύγουσα θα μπορούσε να παρακάμψει τις σχετικές με το βάρος απόδειξης υποχρεώσεις της, τις οποίες υπέχει ως επιχείρηση που δεν συνεργάστηκε κατά την αρχική έρευνα, στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού.

42      Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της όλης οικονομίας και των σκοπών του συστήματος που θεσπίζεται με τον βασικό κανονισμό, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 11, παράγραφος 5, και το άρθρο 17, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, προκειμένου να ζητήσει ατομικό δασμολογικό συντελεστή αντιντάμπινγκ κατά το πέρας της διαδικασίας την οποία κίνησε δυνάμει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του κανονισμού αυτού. Η επίκληση, από την προσφεύγουσα, του άρθρου 6.10.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ προς στήριξη των επιχειρημάτων της είναι επίσης αλυσιτελής, διότι η διάταξη αυτή, πλην του δευτέρου εδαφίου της, κατά το οποίο «[οι] ενέργειες που αναλαμβάνονται με ιδίαν πρωτοβουλία δεν αποθαρρύνονται», έχει ενσωματωθεί στο άρθρο 17, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, η δε προσφεύγουσα δεν υποστηρίζει ότι η ενσωμάτωση αυτή είναι εσφαλμένη.

43      Τα συμπεράσματα αυτά επιβεβαιώνονται, κατ’ αρχάς, από το γράμμα και την οικονομία του άρθρου 17 του βασικού κανονισμού, ιδίως δε από την παράγραφο 3 αυτού, κατά την οποία η προβλεπόμενη από την εν λόγω διάταξη ατομική εξέταση εφαρμόζεται μόνο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η Επιτροπή καταφεύγει στη μέθοδο της δειγματοληψίας. Συγκεκριμένα, ορίζει ότι, «[ακόμη] και σε περιπτώσεις περιστολής του αντικειμένου της εξέτασης κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου, είναι υποχρεωτικό να υπολογίζεται ξεχωριστό περιθώριο ντάμπινγκ». Πάντως, η εξέταση μιας αίτησης ενδιάμεσης επανεξέτασης αποτελεί χωριστή διαδικασία σε σχέση με την εξέταση βάσει της οποίας θεσπίζονται τα οριστικά μέτρα (βλ. σκέψη 38 ανωτέρω) και δεν αποτελεί τη συνέχειά της, σε αντίθεση με ό,τι υποστήριξε η προσφεύγουσα κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση. Το ότι πρόκειται για χωριστές διαδικασίες επιβεβαιώνεται περαιτέρω από τη διάρθρωσή τους, όπως αυτή προκύπτει από τον βασικό κανονισμό. Συγκεκριμένα, πρώτον, σύμφωνα με το άρθρο 11, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού, ένας παραγωγός-εξαγωγέας μπορεί να υποβάλει αίτηση ενδιάμεσης επανεξέτασης μόνο μετά την παρέλευση έτους από τη θέσπιση των οριστικών μέτρων, δεύτερον, η ερευνώμενη περίοδος κατά την ενδιάμεση επανεξέταση είναι μεταγενέστερη εκείνης που ερευνήθηκε κατά την αρχική έρευνα (αποφάσεις της 28ης Ιανουαρίου 2016, CM Eurologistik και GLS, C‑283/14 και C‑284/14, EU:C:2016:57, σκέψη 72, της 13ης Σεπτεμβρίου 2013, Cixi Jiangnan Chemical Fiber κ.λπ. κατά Συμβουλίου, T‑537/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:428, σκέψη 71, και προτάσεις του γενικού εισαγγελέα Jääskinen στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις CM Eurologistik και GLS, C‑283/14 και C‑284/14, EU:C:2015:628, σημείο 29), και, τρίτον, η έρευνα κατά την ενδιάμεση επανεξέταση μπορεί να περιοριστεί αποκλειστικά στο ντάμπινγκ ή τη ζημία, ενώ η αρχική έρευνα πρέπει να είναι πλήρης.

44      Εν προκειμένω, στο πλαίσιο της εξέτασης της υποβληθείσας από την προσφεύγουσα αίτησης ενδιάμεσης επανεξέτασης, η Επιτροπή δεν χρησιμοποίησε τη μέθοδο της δειγματοληψίας, σύμφωνα με το άρθρο 17, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 17, παράγραφος 1, του κανονισμού 2016/1036). Εξέτασε την αίτηση απευθείας, βάσει των πληροφοριών που αυτή περιείχε. Επομένως, το άρθρο 17, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού δεν είχε εφαρμογή στη διαδικασία αυτή.

45      Περαιτέρω, η προσφεύγουσα, αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει, δεν μπορεί να ζητήσει οποτεδήποτε, βάσει του άρθρου 17, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, ατομική εξέταση, ούτως ώστε η Επιτροπή να επανεξετάσει τον συντελεστή του δασμού αντιντάμπινγκ που εφαρμόζεται στις εισαγωγές της. Οι συντελεστές των δασμών αντιντάμπινγκ μπορούν να τροποποιηθούν μόνον κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 11 και 12 του βασικού κανονισμού (το άρθρο 12 αντιστοιχεί πλέον στο άρθρο 12 του κανονισμού 2016/1036). Η αίτηση της προσφεύγουσας υποβλήθηκε βάσει του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού και, όπως κρίθηκε με τις σκέψεις 41 και 42 ανωτέρω, το άρθρο 17, παράγραφος 3, του κανονισμού δεν έχει εν προκειμένω εφαρμογή στο πλαίσιο αυτό.

46      Τέλος, εφόσον, κατά την αρχική έρευνα, έχει χρησιμοποιηθεί η μέθοδος της δειγματοληψίας, από το άρθρο 11, παράγραφος 4, τέταρτο εδάφιο, του βασικού κανονισμού (νυν άρθρο 11, παράγραφος 4, τέταρτο εδάφιο, του κανονισμού 2016/1036) προκύπτει ότι ένας νέος παραγωγός-εξαγωγέας δεν μπορεί να ζητήσει επανεξέταση σύμφωνα με τα προηγούμενα εδάφια της παραγράφου αυτής. Τούτο ισχύει προκειμένου οι νέοι παραγωγοί-εξαγωγείς να μην ευνοηθούν σε σχέση με τους παραγωγούς-εξαγωγείς που συνεργάστηκαν κατά την αρχική έρευνα, αλλά δεν περιελήφθησαν στο δείγμα, με συνέπεια να εφαρμοστεί ως προς αυτούς συντελεστής δασμού αντιντάμπινγκ ο οποίος έχει υπολογιστεί σύμφωνα με το άρθρο 9, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού. Δεν υπάρχει, ωστόσο, κανένας λόγος να γίνει δεκτό ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να προβλέψει για τον παραγωγό-εξαγωγέα που δεν συνεργάστηκε κατά την αρχική έρευνα τη δυνατότητα να εφαρμοστεί ως προς αυτόν, κατόπιν διαδικασίας επανεξέτασης, ατομικός συντελεστής δασμού αντιντάμπινγκ, ενώ έχει αποκλείσει τη δυνατότητα αυτή για τους νέους παραγωγούς-εξαγωγείς.

47      Τρίτον, το επιχείρημα της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή μπορούσε τουλάχιστον να τη θεωρεί στο εξής ως παραγωγό-εξαγωγέα που συνεργάζεται και, ως εκ τούτου, να εφαρμόσει ως προς αυτήν, βάσει του άρθρου 9, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού, τον συντελεστή δασμού αντιντάμπινγκ που ισχύει για τους συνεργασθέντες παραγωγούς-εξαγωγείς, προβλήθηκε με το υπόμνημα απαντήσεως. Ερωτηθείσα συναφώς κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα παραδέχθηκε ότι επρόκειτο για νέο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αφορά παράβαση της διάταξης αυτής, χωρίς να προβάλει κάποιο επιχείρημα προκειμένου να υποστηρίξει ότι ο λόγος αυτός στηρίζεται σε νομικά και πραγματικά στοιχεία που ανέκυψαν κατά τη δίκη ή ότι πρόκειται για ανάπτυξη επιχειρήματος προβληθέντος με το δικόγραφο της προσφυγής. Κρίνεται, συνεπώς, απαράδεκτος, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 84 του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου.

48      Τέταρτον, όσον αφορά τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα βάσει της ερμηνείας του άρθρου 6.10.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ που περιλαμβάνεται στην έκθεση της ειδικής ομάδας που συγκροτήθηκε στο πλαίσιο του ΠΟΕ με τίτλο «Ηνωμένες Πολιτείες – Μέτρα αντιντάμπινγκ για ορισμένα είδη γαρίδας καταγωγής Βιετνάμ», η οποία εκδόθηκε στις 11 Ιουλίου 2011 (WT/DS 404/R, παράγραφος 7.181), αρκεί η διαπίστωση ότι ούτε από το χωρίο που παραθέτει η προσφεύγουσα ούτε από άλλο χωρίο της έκθεσης αυτής, σχετικά με την ερμηνεία του εν λόγω άρθρου, προκύπτει ότι οι αρμόδιες για τις έρευνες αντιντάμπινγκ αρχές, όπως η Επιτροπή, υποχρεούνται να κινήσουν διαδικασία ενδιάμεσης επανεξέτασης, όπως αυτή που προβλέπεται στο δίκαιο της Ένωσης από το άρθρο 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, βάσει πληροφοριών αποκλειστικά σχετιζόμενων με μεταβολή των συνθηκών που επηρεάζουν παραγωγό-εξαγωγέα ο οποίος δεν συνεργάστηκε κατά την αρχική έρευνα, κατά την οποία χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος της δειγματοληψίας. Επίσης, δεν προκύπτει ότι, σε περίπτωση όπως η εξεταζόμενη εν προκειμένω, ο εν λόγω παραγωγός-εξαγωγέας μπορεί να επικαλεστεί το άρθρο 6.10.2 της συμφωνίας αντιντάμπινγκ στην αίτησή του για τη διενέργεια ενδιάμεσης επανεξέτασης, η οποία βασίζεται σε πληροφορίες που αφορούν αποκλειστικά τον ίδιο.

49      Πέμπτον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν απάντησε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, στα επιχειρήματα που αντλεί από το άρθρο 17, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού. Ωστόσο, όπως κρίθηκε προηγουμένως, η διάταξη αυτή δεν ασκεί, εν προκειμένω, επιρροή για την ερμηνεία του άρθρου 11, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού, σύμφωνα με τις διευκρινίσεις που παρατίθενται στις σκέψεις 22 έως 32 ανωτέρω. Το γεγονός ότι δεν απάντησε ρητώς σε επιχειρήματα αντλούμενα από μη εφαρμοστέα εν προκειμένω διάταξη δεν σημαίνει ότι η Επιτροπή προσέβαλε το δικαίωμα σε δίκαιη διαδικασία και τα δικαιώματα άμυνας.

50      Επομένως, ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως κρίνεται απορριπτέος.

 Επί των δικαστικών εξόδων

51      Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα.

52      Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει, πέραν των δικών της δικαστικών εξόδων, να φέρει και τα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής.


Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει τη Foshan Lihua Ceramic Co. Ltd στα δικαστικά έξοδα.

Kanninen

Schwarcz

Ηλιόπουλος

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Σεπτεμβρίου 2018.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.