Language of document : ECLI:EU:F:2007:9

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ (πρώτο τμήμα)

της 16ης Ιανουαρίου 2007

Υπόθεση F-92/05

Emmanuel Genette

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Υπάλληλοι – Συντάξεις – Συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν πριν από την ανάληψη υπηρεσίας στις Κοινότητες – Μεταφορά στο κοινοτικό σύστημα – Αποσύρεται η αίτηση μεταφοράς, με σκοπό την επίκληση νέων, ευνοϊκότερων διατάξεων»

Αντικείμενο: Προσφυγή, που ασκήθηκε βάσει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία ο E. Genette ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της Επιτροπής της 25ης Ιανουαρίου 2005, με την οποία αυτή αρνείται, αφενός, να του επιτρέψει να αποσύρει την αίτηση μεταφοράς των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων, η οποία είχε υποβληθεί το 2001, και, αφετέρου, να του επιτρέψει να ζητήσει νέα μεταφορά των εν λόγω δικαιωμάτων.

Απόφαση: Η απόφαση της Επιτροπής της 25ης Ιανουαρίου 2005, ακυρώνεται. Η Επιτροπή καταδικάζεται στα δικά της δικαστικά έξοδα καθώς και στα δικαστικά έξοδα του προσφεύγοντος. Το Βασίλειο του Βελγίου, παρεμβαίνον, φέρει τα δικά του δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Συντάξεις – Συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν πριν από την ανάληψη υπηρεσίας στις Κοινότητες – Μεταφορά στο κοινοτικό σύστημα

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VIII, άρθρο 11 § 2)

2.      Υπάλληλοι – Συντάξεις – Συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν πριν από την ανάληψη υπηρεσίας στις Κοινότητες – Μεταφορά στο κοινοτικό σύστημα

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91· παράρτημα VIII, άρθρο 11 § 2)

3.      Υπάλληλοι – Συντάξεις – Συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν πριν από την ανάληψη υπηρεσίας στις Κοινότητες – Μεταφορά στο κοινοτικό σύστημα

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91· παραρτήματα VIII, άρθρο 11 § 2, και XIII, άρθρο 26 § 3· κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου)

4.      Υπάλληλοι – Συντάξεις – Συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν πριν από την ανάληψη υπηρεσίας στις Κοινότητες – Μεταφορά στο κοινοτικό σύστημα

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91· παράρτημα XIII, άρθρο 26 § 3· κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου)

5.      Υπάλληλοι – Συντάξεις – Συνταξιοδοτικά δικαιώματα που αποκτήθηκαν πριν από την ανάληψη υπηρεσίας στις Κοινότητες – Μεταφορά στο κοινοτικό σύστημα

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VIII, άρθρο 11 § 2· κανονισμός 723/2004 του Συμβουλίου)

1.      Αιτήματα ακυρώσεως, τα οποία βάλλουν κατά αποφάσεως με την οποία δεν επιτρέπεται στον προσφεύγοντα να αποσύρει την αίτησή του για τη μεταφορά στο κοινοτικό σύστημα των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απέκτησε στο πλαίσιο εθνικού συνταξιοδοτικού συστήματος, πρέπει να ερμηνεύονται υπό την έννοια ότι ζητείται η ακύρωση της άρνησης ανακλήσεως της αποφάσεως περί καθορισμού του αριθμού των ετών που λαμβάνονται υπόψη στο πλαίσιο του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος για τα εν λόγω δικαιώματα. Πράγματι, η μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων αναλύεται ως πράξη περιλαμβάνουσα διαδοχικώς δύο μονομερείς αποφάσεις λαμβανόμενες, μετά από αίτηση του ενδιαφερομένου και στο πλαίσιο δέσμιας αρμοδιότητας, αφενός, από τον οργανισμό που διαχειρίζεται το εθνικό συνταξιοδοτικό σύστημα και, αφετέρου, από το κοινοτικό όργανο που πρέπει να καθορίσει, βάσει των δικαιωμάτων αυτών, τον αριθμό των συνταξίμων ετών που λαμβάνει υπόψη στο πλαίσιο του κοινοτικού συνταξιοδοτικού συστήματος ως προγενέστερο χρόνο υπηρεσίας. Συνεπώς, οι προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να ακυρωθεί η μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο εθνικού συστήματος συμπίπτουν με τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορεί να επιτευχθεί η ανάκληση των προμνησθεισών αποφάσεων που συναποτελούν την πράξη μεταφοράς.

(βλ. σκέψεις 42, 45 έως 47 και 50)

2.      Η εκ μέρους της Διοικήσεως κοινοποίηση σημειώματος προς τον υπάλληλο που υπέβαλε αίτηση μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απέκτησε πριν από την ανάληψη υπηρεσίας στις Κοινότητες, στο οποίο αναφέρεται ο αριθμός συνταξίμων ετών που θα ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο του κοινοτικού συστήματος, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως αποτελούσα πρόταση συμφωνίας ή συμβάσεως απευθυνομένης στον ενδιαφερόμενο. Αποτελεί σχέδιο μονομερούς αποφάσεως, το οποίο κατάρτισε η Επιτροπή υπό καθεστώς δέσμιας αρμοδιότητας, μετά από αίτηση του υπαλλήλου, και το οποίο δεν καθίσταται ουσιαστικά απόφαση του θεσμικού οργάνου και δεν τίθεται σε ισχύ παρά μόνο μετά την επιβεβαίωση, εκ μέρους του ενδιαφερομένου, της αιτήσεώς του μεταφοράς. Ο άτυπος τρόπος κατάρτισης και θέσης σε ισχύ της πράξεως αυτής, που εξαρτώνται από τη συναίνεση του ενδιαφερομένου, δεν επηρεάζουν τον μονομερή χαρακτήρα της. Εφόσον πρόκειται για μονομερή απόφαση, ο οριστικός της χαρακτήρας δεν μπορεί να προκύπτει από τη ρητή συναίνεση του ενδιαφερομένου, η οποία, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να του αντιταχθεί. Οι μονομερείς αποφάσεις των οργάνων, όσον αφορά τους υπαλλήλους, καθίστανται οριστικές με τη λήξη των προθεσμιών υποβολής διοικητικής ενστάσεως και ασκήσεως προσφυγής, τις οποίες προβλέπουν τα άρθρα 90 και 91 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων (στο εξής: ΚΥΚ) και δεν μπορούν πλέον να αμφισβητηθούν δικαστικώς.

(βλ. σκέψεις 55, 56, 104 και 109)

3.      Η θέσπιση νέας ρύθμισης συνιστά νέο ουσιώδες πραγματικό περιστατικό, ακόμα και για τους υπαλλήλους που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της, αν η ρύθμιση αυτή δημιουργεί καταστάσεις αδικαιολόγητης άνισης μεταχείρισης μεταξύ αυτών των υπαλλήλων και εκείνων που ωφελούνται από τη ρύθμιση. Ένα τέτοιο νέο πραγματικό περιστατικό προέκυψε σε υπάλληλο που πέτυχε τη μεταφορά των αποκτηθέντων στο Βέλγιο συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων υπό το κράτος του βελγικού νόμου της 21ης Μαΐου 1991, που ρυθμίζει ορισμένες σχέσεις μεταξύ των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων και των συνταξιοδοτικών συστημάτων θεσμικών οργάνων δημοσίου διεθνούς δικαίου, από τη διαδοχική έναρξη ισχύος του βελγικού νόμου της 10ης Φεβρουαρίου 2003, που ρυθμίζει τη μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων μεταξύ των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων και των συνταξιοδοτικών συστημάτων θεσμικών οργάνων δημοσίου διεθνούς δικαίου, και του άρθρου 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, που εισήχθη με τον κανονισμό 723/2004, που τροποποιεί τον Κανονισμό Υπηρεσιακής Καταστάσεως των Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καθώς και το καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού.

Πράγματι, αφενός, οι διατάξεις του άρθρου 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ επιτρέπουν σε υπαλλήλους οι οποίοι δεν έχουν ακόμη ζητήσει ή πετύχει τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών τους δικαιωμάτων, τα οποία είχαν αποκτήσει πριν από την ανάληψη υπηρεσίας στις Κοινότητες, να ζητήσουν τη μεταφορά των εν λόγω δικαιωμάτων στο κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπει ο ΚΥΚ. Οι διατάξεις αυτές επιτρέπουν ειδικότερα στους υπαλλήλους που είχαν αποκτήσει προηγουμένως συνταξιοδοτικά δικαιώματα στο Βέλγιο και οι οποίοι δεν ζήτησαν ή δεν πέτυχαν, κατά τον χρόνο της μονιμοποιήσεώς τους, τη μεταφορά των εν λόγω δικαιωμάτων στο κοινοτικό σύστημα υπό τις προϋποθέσεις του βελγικού νόμου του 1991 να μεταφέρουν τα εν λόγω συνταξιοδοτικά δικαιώματα υπό τους ευνοϊκότερους όρους του νόμου του 2003. Πάντως, υπάλληλος ο οποίος πέτυχε μεταφορά των αποκτηθέντων στο Βέλγιο συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων, κατ’ εφαρμογήν του βελγικού νόμου του 1991, αλλ’ ο οποίος δεν έτυχε μεταφοράς των εν λόγω συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων υπό την έννοια του ΚΥΚ και υπό τις προβλεπόμενες από τον ΚΥΚ προϋποθέσεις, βρίσκεται, ως προς στις διατάξεις του ΚΥΚ, σε κατάσταση παρόμοια με εκείνη των υπαλλήλων τους οποίους αφορά το άρθρο 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ.

Αφετέρου, υπό το πρίσμα των αρχών της ασφάλειας δικαίου και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, υφίσταται αμφιβολία ως προς τη νομιμότητα της διαφορετικής μεταχειρίσεως μεταξύ του εν λόγω υπαλλήλου και των κατηγοριών υπαλλήλων τις οποίες αφορά το άρθρο 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ. Πράγματι, η επίμαχη διαφορετική μεταχείριση δεν ήταν προβλέψιμη όταν, κατά τον χρόνο της μονιμοποιήσεώς τους, οι ενδιαφερόμενοι υπάλληλοι επέλεξαν να υποβάλουν ή να μην υποβάλουν αίτηση μεταφοράς. Οι αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου δεν επιτρέπουν να μην παρέχεται στον υπάλληλο η δυνατότητα να υπαχθεί σε ευνοϊκότερη νομοθεσία λόγω μιας επιλογής της οποίας οι συνέπειες, όταν αυτή έγινε, δεν ήταν προβλέψιμες.

(βλ. σκέψεις 69, 70, 72, 73, 79, 83 και 84)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 6 Οκτωβρίου 1982, 9/81, Williams κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, Συλλογή 1982, σ. 3301, σκέψη 14· 15 Φεβρουαρίου 1996, C‑63/93, Duff κ.λπ., Συλλογή 1996, σ. I‑569, σκέψη 20· 18 Μαΐου 2000, C‑107/97, Rombi και Arkopharma, Συλλογή 2000, σ. I‑3367, σκέψη 66· 11 Ιανουαρίου 2001, C‑389/98 P, Gevaert κατά Επιτροπής, Συλλογή 2001, σ. I‑65, σκέψη 49

ΠΕΚ: 16 Σεπτεμβρίου 1999, T‑182/96, Partex κατά Επιτροπής, Συλλογή 1999, σ. II‑2673, σκέψη 191

4.      Εφόσον το νέο ουσιώδες πραγματικό περιστατικό που δικαιολογεί αίτηση επανεξετάσεως των αποφάσεων του 2002 της αρμόδιας για τους διορισμούς αρχής, σχετικά με τη μεταφορά στο κοινοτικό σύστημα των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που απέκτησε υπάλληλος υπό το κράτος της βελγικής νομοθεσίας, προέκυψε από τη διαδοχική έναρξη ισχύος του βελγικού νόμου της 10ης Φεβρουαρίου 2003 και του άρθρου 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, η εύλογη προθεσμία εντός της οποίας ο ενδιαφερόμενος μπορούσε βασίμως να επικαλεστεί αυτό το νέο πραγματικό περιστατικό άρχισε να τρέχει μόνον από την έναρξη της ισχύος του ΚΥΚ, ήτοι την 1η Μαΐου 2004.

Η επιμέλεια του προσφεύγοντος πρέπει να εκτιμηθεί λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η πολυπλοκότητα των κανόνων υπολογισμού των μεταφερομένων συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων δύσκολα επιτρέπει σε έναν υπάλληλο να καθορίσει μόνος του κατά πόσον η νομική του κατάσταση επηρεάζεται ευνοϊκά ή όχι από τη νέα βελγική νομοθεσία. Επί πλέον, πρέπει να παρατηρηθεί ότι ο προσφεύγων υπέβαλε την αίτησή του για επανεξέταση των προμνησθεισών αποφάσεων εντός της εξάμηνης προθεσμίας την οποία, δυνάμει του άρθρου 26, παράγραφος 3, του παραρτήματος XIII του ΚΥΚ, έταξε ο κοινοτικός νομοθέτης στους υπαλλήλους που δεν έχουν μεταφέρει τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα για να υποβάλουν σχετική αίτηση.

(βλ. σκέψεις 88, 90 και 91)

5.      Ούτε οι διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως είχε πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 723/2004, για την τροποποίηση του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των Υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καθώς και του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, αλλά και όπως είχε μετά τον κανονισμό αυτόν, ούτε οιαδήποτε άλλη διάταξη του ΚΥΚ μπορούν να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αποκλείουν την ανάκληση αποφάσεως μεταφοράς των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν πριν από την ανάληψη υπηρεσίας στις Κοινότητες, ληφθείσας πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 723/2004.

Πράγματι, πρώτον, οι διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως είχαν πριν από την έναρξη της ισχύος του κανονισμού 723/2004, περιόριζαν μεν χρονικώς τη δυνατότητα του υπαλλήλου να ζητήσει τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων έως τη μονιμοποίησή του, δεν προέβλεπαν όμως, αντιθέτως, κανένα περιορισμό ως προς τη δυνατότητα του υπαλλήλου να ζητήσει την ανάκληση της μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων.

Δεύτερον, σε περίπτωση ανακλήσεως αυτής της αποφάσεως, θα ακολουθούσε, ενδεχομένως, νέα αίτηση εντός της προθεσμίας που έχει πλέον γίνει δεκαετής και υπό τους όρους των διατάξεων του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως αυτό διαμορφώθηκε με τον κανονισμό 723/2004.

Τρίτον, από το γεγονός ότι οι διατάξεις του άρθρου 11, παράγραφος 2, του παραρτήματος VIII του ΚΥΚ, όπως διαμορφώθηκε με τον κανονισμό 723/2004, επιτρέπουν στον υπάλληλο να ζητήσει μία μόνο φορά τη μεταφορά των προηγουμένως αποκτηθέντων συνταξιοδοτικών του δικαιωμάτων, δεν μπορεί να συναχθεί το συμπέρασμα ότι οι εν λόγω διατάξεις απαγορεύουν η αίτηση μεταφοράς να αποσύρεται. Πράγματι, αφενός, η δυνατότητα υποβολής δεύτερης αίτησης μεταφοράς δεν συγχέεται με τη δυνατότητα να αποσυρθεί η πρώτη. Αφετέρου, οι προμνησθείσες διατάξεις, που τέθηκαν σε ισχύ την 1η Μαΐου 2004, δεν εφαρμόζονται σε αιτήσεις μεταφοράς που είχαν υποβληθεί πριν από την ημερομηνία αυτή και, κατά συνέπεια, δεν μπορούν, σε περίπτωση που αποσυρθεί η εν λόγω αίτηση μεταφοράς, να εμποδίσουν τον αιτούντα να υποβάλει νέα αίτηση υπό τους νυν ισχύοντες όρους.

Ελλείψει ειδικής διατάξεως στο κοινοτικό δίκαιο, οι προϋποθέσεις ανακλήσεως αποφάσεως μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, ληφθείσας πριν από την έναρξη ισχύος του κανονισμού 723/2004, είναι οι γενικές προϋποθέσεις για τις ατομικές αποφάσεις που γεννούν δικαιώματα. Αυτές οι αποφάσεις δεν μπορούν να ανακληθούν μονομερώς από το θεσμικό όργανο που τις εξέδωσε, εφόσον είναι νόμιμες. Η ανάγκη διαφυλάξεως της εμπιστοσύνης στη σταθερότητα της δημιουργηθείσας κατά τον τρόπο αυτόν καταστάσεως απαγορεύει στη Διοίκηση, στην περίπτωση αυτή, να αναθεωρήσει την απόφασή της.

Ωστόσο, μια τέτοια απαγόρευση, η οποία αποσκοπεί να προστατεύσει τα δικαιώματα του υπέρ ου η απόφαση, δεν μπορεί, ως εκ του ίδιου του σκοπού της, να του αντιταχθεί. Με αίτηση του υπέρ ου η απόφαση, η διοικητική αρχή η οποία εξέδωσε την απόφαση που γεννά δικαιώματα μπορεί να την ανακαλέσει, για να την αντικαταστήσει με απόφαση ευνοϊκότερη για τον αιτούντα, υπό την προϋπόθεση ότι η ανάκληση δεν θίγει δικαιώματα τρίτων. Πράγματι, η ανάκληση διοικητικής πράξεως επιτρέπεται μεν καταρχήν, εφόσον όμως τηρούνται οι επιταγές της αρχής της ασφάλειας δικαίου.

Ως προς το σημείο αυτό, η ανάκληση αποφάσεως μεταφοράς συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων που αποκτήθηκαν στο Βέλγιο υπό το κράτος του βελγικού νόμου της 21ης Μαΐου 1991, που ρυθμίζει ορισμένες σχέσεις μεταξύ των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων και των συνταξιοδοτικών συστημάτων θεσμικών οργάνων δημοσίου διεθνούς δικαίου, δεν μπορεί να θίξει τα δικαιώματα των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων.

Πράγματι, αφενός, ο μηχανισμός υποκατάστασης του κοινοτικού οργάνου στο οποίο υπηρετεί ο υπάλληλος, που προβλέπεται από τον νόμο αυτόν, δεν μεταβάλλει ούτε τα δικαιώματα ούτε τις υποχρεώσεις των συστημάτων αυτών κατά τον χρόνο της μεταφοράς, εφόσον δεν συνοδεύεται από την καταβολή κανενός ποσού εκ μέρους των εν λόγω συστημάτων προς το κοινοτικό συνταξιοδοτικό σύστημα, τα συστήματα δε αυτά παραμένουν οφειλέτες των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του υπαλλήλου και η υποχρέωσή τους συνίσταται, όπως και προηγουμένως, στην εκκαθάριση της αντίστοιχης σύνταξης με μηνιαίες καταβολές από την ημερομηνία συνταξιοδοτήσεως του υπαλλήλου από το κοινοτικό σύστημα. Η μόνη μεταβολή αφορά τις σχέσεις του υπαλλήλου και του οργάνου, το οποίο χορηγεί στον υπάλληλο, στο πλαίσιο του κοινοτικού συστήματος, το ασφαλιστικό στατιστικό ισοδύναμο των βελγικών συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων του και, σε αντάλλαγμα, υποκαθίσταται στα συνταξιοδοτικά δικαιώματα τα οποία ο υπάλληλος έχει αποκτήσει στο πλαίσιο των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων. Εφόσον τα δικαιώματα των βελγικών συνταξιοδοτικών συστημάτων δεν θίγονται από τη μεταφορά των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων σύμφωνα με τον μηχανισμό υποκατάστασης, δεν μπορούν να θιγούν ούτε από την ανάκληση των αποφάσεων που λαμβάνονται προς εξασφάλιση αυτής της μεταφοράς.

Αφετέρου, το άρθρο 9 του βελγικού νόμου του 1991 επέτρεπε ακόμα στον κοινοτικό υπάλληλο, χωρίς άλλη προϋπόθεση πέραν της σύμφωνης γνώμης του οργάνου, να αποσύρει την αίτησή του μεταφοράς επί όσο χρονικό διάστημα δεν είχε ακόμα ενεργοποιηθεί η υποκατάσταση.

(βλ. σκέψεις 120 έως 122, 124 έως 126 και 128 έως 130)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 12 Ιουλίου 1957, 7/56, 3/57 έως 7/57, Algera κ.λπ. κατά Κοινής Συνελεύσεως της ΕΚΑΧ, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 157.