Language of document : ECLI:EU:T:2009:190

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

της 11ης Ιουνίου 2009 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις – Σύστημα ενισχύσεων τις οποίες χορήγησαν οι ιταλικές αρχές σε ορισμένες επιχειρήσεις παροχής δημοσίων υπηρεσιών, υπό τη μορφή φορολογικών απαλλαγών και δανείων με προνομιακό επιτόκιο – Απόφαση κηρύσσουσα τις ενισχύσεις ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά – Προσφυγή ακυρώσεως – Η απόφαση δεν αφορά την προσφεύγουσα ατομικά – Απαράδεκτο»

Στην υπόθεση T-300/02,

Azienda Mediterranea Gas e Acqua SpA (AMGA), με έδρα τη Γένοβα (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους L. Radicati di Brozolo και M. Merola, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από

την ASM Brescia SpA, με έδρα την Brescia (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους G. Caia, V. Salvadori, N. Pisani και F. Capelli, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενης από τον V. Di Bucci,

καθής,

με αντικείμενο προσφυγή περί ακυρώσεως των άρθρων 2 και 3 της αποφάσεως 2003/193/ΕΚ της Επιτροπής, της 5ης Ιουνίου 2002, [αφορώσας] κρατική ενίσχυση σχετικά με φορολογικές απαλλαγές και προνομιακά [έντοκα] δάνεια υπέρ επιχειρήσεων κοινής ωφελείας με πλειοψηφική συμμετοχή του Δημοσίου (ΕΕ 2003, L 77, σ. 21),

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (όγδοο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους E. Martins Ribeiro, πρόεδρο, D. Šváby, Σ. Παπασάββα, N. Wahl (εισηγητή) και A. Dittrich, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 16ης Απριλίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η προσφεύγουσα, Azienda Mediterranea Gas e Acqua SpA (AMGA), αποτελεί κεφαλαιουχική εταιρία, το 51,01 % του κεφαλαίου της οποίας κατέχει ο Δήμος Γένοβας (Ιταλία). Συσταθείσα το 1995, κατόπιν μετατροπής της ομώνυμης δημοτικής επιχειρήσεως, αναπτύσσει δραστηριότητα τόσο στον τομέα της ενέργειας ως παρέχουσα υπηρεσίες διανομής αερίου, εγκαταστάσεως θερμάνσεως, διανομής θερμότητας παραγόμενης από εργοστάσια συμπαραγωγής ενέργειας, όσο και στον τομέα του νερού, ιδίως κατά το μέτρο που παρέχει υπηρεσίες διανομής ύδατος καθώς και συλλογής και επεξεργασίας λυμάτων. Ασκεί τις δραστηριότητες αυτές εντός του Δήμου Γένοβας.

 Επί του εθνικού νομικού πλαισίου

2        Ο legge n° 142 ordinamento delle autonomie locali (νόμος αριθ. 142 για την οργάνωση των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, της 8ης Ιουνίου 1990, GURI αριθ. 135, της 12ης Ιουνίου 1990, στο εξής: νόμος 142/90) εισήγαγε στην Ιταλία μεταρρύθμιση των οργανωτικών μέσων που παρέχει ο νόμος στους δήμους για τη διαχείριση των δημοσίων υπηρεσιών, ιδίως στους τομείς της διανομής ύδατος, αερίου, ηλεκτρισμού και των μεταφορών. Το άρθρο 22 του εν λόγω νόμου, όπως έχει τροποποιηθεί, προέβλεψε τη δυνατότητα των δήμων να συνιστούν εταιρίες υπό διάφορες νομικές μορφές, προκειμένου να παρέχουν δημόσιες υπηρεσίες. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται η σύσταση εμπορικών εταιριών ή εταιριών περιορισμένης ευθύνης στις οποίες το Δημόσιο κατέχει την πλειοψηφία του μετοχικού κεφαλαίου (στο εξής: εταιρίες του νόμου 142/90).

3        Στο πλαίσιο αυτό, δυνάμει του άρθρου 9 bis του legge n° 488 di conversione in legge, con modificazioni, del decreto-legge 1° luglio 1986, n° 318, recante provvedimenti urgenti per la finanza locale (νόμου αριθ. 488, περί της μετατροπής σε νόμο, με τροποποιήσεις, του νομοθετικού διατάγματος 318, της 1ης Ιουλίου 1986, περί θεσπίσεως επειγόντων μέτρων υπέρ των οικονομικών των οργανισμών τοπικής αυτοδιοικήσεως, της 9ης Αυγούστου 1986, GURI αριθ. 190, της 18ης Αυγούστου 1986), χορηγήθηκαν δάνεια με ειδικό επιτόκιο από το Cassa Depositi e Prestiti (στο εξής: CDDPP) μεταξύ του 1994 και του 1998 προς τις εταιρίες του νόμου 142/90 που παρείχαν δημόσιες υπηρεσίες (στο εξής: δάνεια του CDDPP).

4        Επιπλέον, δυνάμει των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 3, παράγραφοι 69 και 70, του legge nº 549 (su) misure di razionalizzazione della finanza pubblica (νόμου αριθ. 549 περί των μέτρων εξορθολογισμού των δημοσίων οικονομικών, της 28ης Δεκεμβρίου 1995, τακτικό συμπλήρωμα στην GURI αριθ. 302, της 29ης Δεκεμβρίου 1995, στο εξής: νόμος 549/95) και του decreto-legge n° 331 (su) armonizzazione delle disposizioni in materia di imposte sugli oli minerali, sull’alcole, sulle bevande alcoliche, sui tabacchi lavorati e in materia di IVA con quelle recate da direttive CEE e modificazioni conseguenti a detta armonizzazione, nonché disposizioni concernenti la disciplina dei centri autorizzati di assistenza fiscale, le procedure dei rimborsi di imposta, l’esclusione dall’ILOR dei redditi di impresa fino all’ammontare corrispondente al contributo diretto lavorativo, l’istituzione per il 1993 di un’imposta erariale straordinaria su taluni beni ed altre disposizioni tributarie (νομοθετικού διατάγματος αριθ. 331, περί εναρμονίσεως των φορολογικών διατάξεων σε διαφόρους τομείς, της 30ής Αυγούστου 1993, GURI αριθ. 203, της 30ής Αυγούστου 1993, στο εξής: νομοθετικό διάταγμα 331/9), θεσπίσθηκαν τα ακόλουθα μέτρα υπέρ των εταιριών του νόμου 142/90:

–        η απαλλαγή από όλους τους φόρους μεταβιβάσεως στοιχείων του ενεργητικού κατά τη μετατροπή ειδικών και δημοτικών επιχειρήσεων σε επιχειρήσεις του νόμου 142/90 (στο εξής: απαλλαγή από τους φόρους μεταβιβάσεως),

–        η πλήρης απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών, δηλαδή από τον φόρο επί του κέρδους των νομικών προσώπων και από τον τοπικό φόρο εισοδήματος, επί τρία έτη και το αργότερο μέχρι το οικονομικό έτος 1999 (στο εξής: τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών).

 Η διοικητική διαδικασία

5        Κατόπιν υποβολής καταγγελίας αφορώσας τα εν λόγω μέτρα, η Επιτροπή ζήτησε, με έγγραφα της 12ης Μαΐου, της 16ης Ιουνίου και της 21ης Νοεμβρίου 1997, από τις ιταλικές αρχές να της παράσχουν σχετικά πληροφοριακά στοιχεία.

6        Με έγγραφο της 17ης Δεκεμβρίου 1997, οι ιταλικές αρχές παρέσχαν μέρος των στοιχείων που ζητήθηκαν. Εξάλλου, στις 19 Ιανουαρίου 1998, διεξήχθη συνεδρίαση κατόπιν αιτήματος των ιταλικών αρχών.

7        Με έγγραφο της 17ης Μαΐου 1999, η Επιτροπή κοινοποίησε στις ιταλικές αρχές την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ. Η απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ C 220, σ. 14).

8        Αφού παρέλαβε παρατηρήσεις εκ μέρους των ενδιαφερομένων τρίτων και των ιταλικών αρχών, η Επιτροπή ζήτησε επανειλημμένως συμπληρωματικά στοιχεία από τις αρχές αυτές. Πραγματοποιήθηκαν επίσης συναντήσεις μεταξύ, αφενός, της Επιτροπής και, αφετέρου, των ιταλικών αρχών καθώς και των ενδιαφερομένων τρίτων που παρενέβησαν στη διαδικασία.

9        Ορισμένες εταιρίες του νόμου 142/90, όπως η προσφεύγουσα και οι ACEA SpA και AEM SpA, οι οποίες εξάλλου άσκησαν προσφυγή ακυρώσεως κατά της αποφάσεως που αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση υποθέσεως (υποθέσεις T-297/02 και T-301/02), προέβαλαν, μεταξύ άλλων, ότι τα εν λόγω τρία είδη μέτρων δεν αποτελούσαν κρατικές ενισχύσεις.

10      Οι ιταλικές αρχές και η Confederazione Nazionale dei Servizi (Confservizi), συνομοσπονδία στην οποία μετέχουν, μεταξύ άλλων, οι εταιρίες του νόμου 142/90 και οι ειδικές κοινοτικές επιχειρήσεις στην Ιταλία, συντάχθηκαν, κατ’ ουσίαν, προς την άποψη αυτή.

11      Αντιθέτως, η Bundesverband der deutschen Industrie eV (BDI), γερμανική ένωση της βιομηχανίας και των επιχειρήσεων παροχής των σχετικών υπηρεσιών, θεώρησε ότι τα εν λόγω μέτρα μπορούσαν να προκαλέσουν στρεβλώσεις του ανταγωνισμού όχι μόνο στην Ιταλία, αλλά και στη Γερμανία.

12      Ομοίως, η Gas-it, ιταλική ένωση ιδιωτών επιχειρηματιών του τομέα της διανομής γκαζιού, δήλωσε ότι τα εν λόγω μέτρα, ιδίως η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών, συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις.

13      Στις 5 Ιουνίου 2002, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2003/193/ΕΚ, [αφορώσα] κρατική ενίσχυση σχετικά με φορολογικές απαλλαγές και προνομιακά [έντοκα] δάνεια υπέρ επιχειρήσεων κοινής ωφελείας με πλειοψηφική συμμετοχή του Δημοσίου (ΕΕ 2003, L 77, σ. 21, στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση).

 Η προσβαλλομένη απόφαση

14      Η Επιτροπή υπογραμμίζει κατ’ αρχάς ότι η εξέτασή της αφορά μόνον τα συστήματα ενισχύσεων γενικής ισχύος τα οποία θεσπίστηκαν με τα επίδικα μέτρα και όχι τις ατομικές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν σε διάφορες επιχειρήσεις, οπότε η εξέταση στην οποία προβαίνει με την προσβαλλομένη απόφαση είναι γενική και αφηρημένη. Συναφώς, διαπιστώνει ότι η Ιταλική Δημοκρατία «δεν χορήγησε φορολογικά πλεονεκτήματα μεμονωμένα και δεν [της] κοινοποίησε […] καμία ατομική περίπτωση ενίσχυσης, ενώ της διαβίβασε όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για την εκτίμησή της». Η Επιτροπή επισημαίνει ότι θεωρεί, κατά συνέπεια, ότι υποχρεούται να προβεί σε γενική και αφηρημένη εξέταση των επιμάχων συστημάτων τόσον ως προς τον χαρακτηρισμό τους όσο και ως προς τη συμβατότητά τους προς την κοινή αγορά (αιτιολογικές σκέψεις 42 έως 45 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

15      Κατά την Επιτροπή, τα δάνεια του CDDPP και η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών (στο εξής, από κοινού: επίμαχα μέτρα) συνιστούν κρατικές ενισχύσεις. Συγκεκριμένα, η χορήγηση, με κρατικούς πόρους, τέτοιων πλεονεκτημάτων στις εταιρίες του νόμου 142/90 έχει ως αποτέλεσμα την ενίσχυση της από πλευράς ανταγωνισμού θέσεώς τους σε σχέση με όλες τις λοιπές επιχειρήσεις που επιθυμούν να παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες (αιτιολογικές σκέψεις 48 έως 75 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Τα επίμαχα μέτρα δεν συμβιβάζονται με την κοινή αγορά, δεδομένου ότι δεν πληρούν τις προϋποθέσεις ούτε του άρθρου 87, παράγραφοι 2 και 3, ΕΚ ούτε του άρθρου 86, παράγραφος 2, ΕΚ και ότι, επιπλέον, αντιβαίνουν στο άρθρο 43 ΕΚ (αιτιολογικές σκέψεις 94 έως 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

16      Αντιθέτως, κατά την Επιτροπή, η απαλλαγή από τους φόρους μεταβιβάσεως δεν συνιστά κρατική ενίσχυση, υπό την έννοια του άρθρου 87, παράγραφος 1, ΕΚ, δεδομένου ότι οι φόροι αυτοί οφείλονται κατά τη σύσταση νέας οικονομικής οντότητας ή κατά τη μεταβίβαση στοιχείων του ενεργητικού μεταξύ διαφόρων οικονομικών οντοτήτων. Από ουσιαστικής απόψεως, οι δημοτικές επιχειρήσεις, αφενός, και οι εταιρίες του νόμου 142/90, αφετέρου, αποτελούν την ίδια οικονομική οντότητα. Επομένως, η απαλλαγή τους από τους εν λόγω φόρους δικαιολογείται από τη φύση ή την οικονομία του συστήματος (αιτιολογικές σκέψεις 76 έως 81 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

17      Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

Η απαλλαγή από τους φόρους μεταβίβασης […] δεν συνιστά ενίσχυση δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 1, [ΕΚ].

Άρθρο 2

Η τριετής απαλλαγή από τους φόρους εισοδήματος […] καθώς και τα πλεονεκτήματα που απορρέουν από τα δάνεια [του CDDPP] συνιστούν κρατικές ενισχύσεις δυνάμει του άρθρου 87, παράγραφος 1, [ΕΚ].

Οι ενισχύσεις αυτές είναι ασυμβίβαστες προς την κοινή αγορά.

Άρθρο 3

Η Ιταλία λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να απαιτήσει από τους δικαιούχους την επιστροφή της ενίσχυσης που περιγράφεται στο άρθρο 2 και η οποία χορηγήθηκε παράνομα.

Η ανάκτηση της ενίσχυσης γίνεται αμελλητί, σύμφωνα με τις εθνικές διαδικασίες, υπό τον όρο ότι επιτρέπουν την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της [προσβαλλομένης] απόφασης.

Η προς ανάκτηση ενίσχυση περιλαμβάνει τους τόκους που υπολογίζονται από την ημερομηνία που τέθηκε η ενίσχυση στη διάθεση των δικαιούχων μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής ανάκτησης, βάσει του επιτοκίου αναφοράς που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ισοδύναμου επιχορήγησης στο πλαίσιο των ενισχύσεων περιφερειακού χαρακτήρα.

[…]»

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

18      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 30 Σεπτεμβρίου 2002, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

19      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 2 Ιανουαρίου 2003, η ASM Brescia SpA ζήτησε να παρέμβει στην παρούσα διαδικασία υπέρ της προσφεύγουσας. Με διάταξη της 12ης Μαΐου 2003, ο πρόεδρος του πέμπτου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου (παλαιά σύνθεση) επέτρεψε την παρέμβαση αυτή. Η παρεμβαίνουσα κατέθεσε το υπόμνημά της και οι λοιποί διάδικοι κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επ’ αυτού εντός των ταχθεισών προθεσμιών.

20      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 6 Ιανουαρίου 2003, η Επιτροπή προέβαλε ένσταση απαραδέκτου δυνάμει του άρθρου 114, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου.

21      Στις 14 Μαρτίου 2003, η προσφεύγουσα υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επί της ενστάσεως απαραδέκτου.

22      Στις 8 Αυγούστου 2002, η Ιταλική Δημοκρατία άσκησε επίσης προσφυγή ακυρώσεως ενώπιον του Δικαστηρίου κατά της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία πρωτοκολλήθηκε με τον αριθμό C-290/02. Το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η προσφυγή αυτή και οι προσφυγές στις υποθέσεις T-292/02, T-297/02, T-300/02, T-301/02 και T-309/02 είχαν το ίδιο αντικείμενο, δηλαδή την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως, και ήσαν συναφείς, δεδομένου ότι οι λόγοι ακυρώσεως που προβλήθηκαν σε καθεμία από τις υποθέσεις αυτές αλληλοκαλύπτονταν σε μεγάλο βαθμό. Με διάταξη της 10ης Ιουνίου 2003, το Δικαστήριο ανέστειλε τη διαδικασία στην υπόθεση C-290/02, σύμφωνα με το άρθρο 54, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας του, μέχρι την έκδοση της αποφάσεως του Πρωτοδικείου που περατώνει τη δίκη στις υποθέσεις T-292/02, T-297/02, T-300/02, T-301/02, T-309/02 και T-189/03.

23      Με διάταξη της 8ης Ιουνίου 2004, το Δικαστήριο αποφάσισε να παραπέμψει την υπόθεση C-290/02 ενώπιον του Πρωτοδικείου, το οποίο έχει καταστεί αρμόδιο για την εκδίκαση των προσφυγών των κρατών μελών κατά της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 2 της αποφάσεως 2004/407/ΕΚ, Ευρατόμ του Συμβουλίου, της 26ης Απριλίου 2004, που τροποποιεί τα άρθρα 51 και 54 του πρωτοκόλλου περί του Οργανισμού του Δικαστηρίου (ΕΕ L 132, σ. 5). Κατ’ αυτόν τον τρόπο η υπόθεση πρωτοκολλήθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου με τον αριθμό T-222/04.

24      Με διάταξη της 5ης Αυγούστου 2004, το Πρωτοδικείο αποφάσισε να εξετάσει την προβληθείσα από την Επιτροπή ένσταση απαραδέκτου μαζί με την ουσία της υποθέσεως.

25      Κατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (όγδοο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας του άρθρου 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, απηύθυνε, εγγράφως, ερωτήσεις προς τους διαδίκους, στις οποίες αυτοί απάντησαν εντός της ταχθείσας προθεσμίας.

26      Με διάταξη του προέδρου του ογδόου πενταμελούς τμήματος του Πρωτοδικείου της 13ης Μαρτίου 2008, οι υποθέσεις T-292/02, T-297/02, T-300/02, T-301/02, T-309/02, T-189/03 και T-222/04 ενώθηκαν προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας, σύμφωνα με το άρθρο 50 του Κανονισμού Διαδικασίας.

27      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 16ης Απριλίου 2008.

28      Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από την παρεμβαίνουσα, ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να κρίνει την προσφυγή παραδεκτή·

–        να ακυρώσει τα άρθρα 2 και 3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, όσον αφορά την τριετή απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

29      Η Επιτροπή ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα και την παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Επί του παραδεκτού

 Επιχειρήματα των διαδίκων

30      Η Επιτροπή αμφισβητεί την ενεργητική νομιμοποίηση της προσφεύγουσας, κατά το μέτρο που η προσβαλλομένη απόφαση δεν την αφορά ατομικά, υπό την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

31      Η Επιτροπή ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι η προσβαλλομένη απόφαση πρέπει να πρέπει να χαρακτηρισθεί ως πράξη γενικής ισχύος, κατά το μέτρο που αφορά σύστημα ενισχύσεων και, συνεπώς, έναν αόριστο και μη προσδιορίσιμο αριθμό επιχειρήσεων, καθοριζομένων με βάση ένα γενικό κριτήριο, όπως είναι η υπαγωγή τους σε μια κατηγορία επιχειρήσεων. Κατ’ αυτήν, η γενική ισχύς και, συνεπώς, η κανονιστική φύση μιας πράξεως δεν αναιρείται από τη δυνατότητα προσδιορισμού, με περισσότερη ή λιγότερη ακρίβεια, του αριθμού ή ακόμη και της ταυτότητας των υποκειμένων δικαίου στα οποία η πράξη αυτή έχει εφαρμογή σε δεδομένο χρονικό σημείο, εφόσον δεν αμφισβητείται ότι η εφαρμογή αυτή πραγματοποιείται βάσει μιας αντικειμενικής νομικής ή πραγματικής καταστάσεως την οποία προσδιορίζει η πράξη, σε σχέση με τον σκοπό της πράξεως αυτής.

32      Κατά την Επιτροπή, προκειμένου μια πράξη γενικής ισχύος να αφορά έναν ιδιώτη ατομικά, η πράξη αυτή πρέπει να θίγει τα ειδικά δικαιώματά του ή το κοινοτικό όργανο που την κατάρτισε πρέπει να υποχρεούται να λάβει υπόψη του τις συνέπειες της πράξεως αυτής επί της καταστάσεως του εν λόγω ιδιώτη. Η Επιτροπή θεωρεί ωστόσο ότι τούτο δεν συμβαίνει εν προκειμένω. Συγκεκριμένα, η προσβαλλομένη απόφαση είχε επιπτώσεις στην κατάσταση όλων των επιχειρήσεων τις οποίες αφορούσαν τα επίμαχα μέτρα. Κατά συνέπεια, δεν υπήρξε προσβολή των ειδικών δικαιωμάτων ορισμένων επιχειρήσεων οι οποίες θα μπορούσαν να διαφοροποιηθούν σε σχέση με κάθε άλλη επιχείρηση την οποία αφορούσαν τα επίμαχα μέτρα. Εξάλλου, κατά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή δεν έλαβε ούτε όφειλε να λάβει υπόψη τις συνέπειες της αποφάσεώς της επί της καταστάσεως μιας συγκεκριμένης επιχειρήσεως. Ούτε η κήρυξη του ασυμβιβάστου ούτε η διαταγή περί ανακτήσεως που περιέχει η προσβαλλομένη απόφαση αναφέρεται στην κατάσταση των κατ’ ιδίαν ληπτών.

33      Κατά την Επιτροπή, η ανάλυσή της επιβεβαιώνεται από τη νομολογία περί κρατικών ενισχύσεων, σύμφωνα με την οποία η υπαγωγή σε σύστημα ενισχύσεων το οποίο κρίθηκε ασυμβίβαστο προς την κοινή αγορά δεν αρκεί για να αποδειχθεί ότι ένα πρόσωπο θίγεται ατομικά, υπό την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ.

34      Οι πιο πρόσφατες αποφάσεις δεν θέτουν υπό αμφισβήτηση την εν λόγω παγία νομολογία. Κατά την Επιτροπή, η λύση που δόθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της 19ης Οκτωβρίου 2000, C-15/98 και C-105/99, Ιταλία και Sardegna Lines κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-8855, στο εξής: απόφαση Sardegna Lines), δεν μπορεί να έχει εφαρμογή σε όλες τις προσφυγές τις οποίες ασκεί ο υπαγόμενος σε σύστημα ενισχύσεων το οποίο έχει κριθεί παράνομο και ασυμβίβαστο προς την κοινή αγορά και των οποίων η αναζήτηση έχει διαταχθεί. Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται ιδίως εφόσον, όπως εν προκειμένω, το επίμαχο σύστημα ενισχύσεων έχει εξετασθεί κατά τρόπο αφηρημένο. Επιπλέον, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Sardegna Lines, η προσφεύγουσα έτυχε στην πραγματικότητα ατομικής ενισχύσεως, διότι επρόκειτο περί πλεονεκτήματος χορηγηθέντος βάσει πράξεως στηριζόμενης σε περιφερειακό νόμο χαρακτηριζόμενο από ευρεία διακριτική ευχέρεια. Επιπλέον, η κατάσταση αυτή αποτέλεσε αντικείμενο προσεκτικής εξετάσεως κατά την επίσημη διαδικασία έρευνας.

35      Τα πραγματικά περιστατικά της υπό κρίση υποθέσεως διαφέρουν και από εκείνα επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Απριλίου 2004, C-298/00 P, Ιταλία κατά Επιτροπής (Συλλογή 2000, σ. I-4087, στο εξής: απόφαση Alzetta), κατά το μέτρο που, εν προκειμένω, η Επιτροπή δεν γνώριζε τον ακριβή αριθμό ούτε την ταυτότητα των δικαιούχων των επιμάχων ενισχύσεων, δεν διέθετε όλα τα σχετικά στοιχεία και δεν γνώριζε το ύψος της χορηγηθείσας σε εκάστη περίπτωση ενισχύσεως. Επιπλέον, στην υπό κρίση υπόθεση, η τριετής απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών εφαρμόζεται αυτομάτως, ενώ οι ενισχύσεις που ήσαν επίμαχες στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η προπαρατεθείσα απόφαση Alzetta είχαν χορηγηθεί με μεταγενέστερη πράξη.

36      Αντιθέτως προς τους ισχυρισμούς της προσφεύγουσας, αυτό που έχει σημασία στο πλαίσιο της εξετάσεως του παραδεκτού δεν είναι η γνώση της ταυτότητας μιας επιχειρήσεως, αλλά το γεγονός ότι τέθηκαν υπόψη της Επιτροπής ορισμένα χαρακτηριστικά της υπό κρίση υποθέσεως ικανά να δικαιολογήσουν την κατ’ ιδίαν εξέταση. Με την προσβαλλομένη απόφαση, η Επιτροπή επισήμανε ότι δεν της είχε παρασχεθεί κανένα στοιχείο αποδεικνύον ότι, ως προς την προσφεύγουσα, τo επίμαχo μέτρo δεν συνιστούσε ενίσχυση ή συνιστούσε υφιστάμενη ή σύμφωνη με την κοινή αγορά ενίσχυση.

37      Εν πάση περιπτώσει, ούτε η συμμετοχή στην επίσημη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ ούτε η διαταγή περί ανακτήσεως την οποία περιέχει η προσβαλλομένη απόφαση αρκούν, κατά την Επιτροπή, για να εξατομικεύσουν την προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι οι προσφυγές τις οποίες ασκούν τα πρόσωπα που μπορούν εν δυνάμει να υπαχθούν σε κοινοποιηθέν σύστημα ενισχύσεων δεν είναι παραδεκτές σύμφωνα με το άρθρο 230 ΕΚ, το ίδιο πρέπει να ισχύει για τις προσφυγές που ασκούν τα πρόσωπα που υπάγονται σε μη κοινοποιηθέν σύστημα ενισχύσεων.

38      Τέλος, η κήρυξη ως απαράδεκτης της προσφυγής που άσκησε εν προκειμένω η προσφεύγουσα δεν συνιστά προσβολή της αρχής της αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, διότι αρκούν τα ένδικα βοηθήματα των άρθρων 241 ΕΚ και 234 ΕΚ (απόφαση του Δικαστηρίου της 25ης Ιουλίου 2002, C-50/00 P, Unión de Pequeños Agricultores κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2002, σ. I-6677).

39      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι η απόφαση την αφορά ατομικά, υπό την έννοια του άρθρου 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, διότι αποτελεί εταιρία του νόμου 142/90 και, συνεπώς, επιχείρηση την οποία αφορά το επίμαχο σύστημα ενισχύσεων που περιέχεται στην προσβαλλομένη απόφαση, ενισχύσεων των οποίων έχει διαταχθεί η ανάκτηση.

40      H προσφεύγουσα αμφισβητεί το ότι η προσβαλλομένη απόφαση συνιστά πράξη γενικής ισχύος. Συναφώς, η προσφεύγουσα θεωρεί ότι ο ισχυρισμός της Επιτροπής ότι η προσβαλλομένη απόφαση αφορά αόριστο και μη προσδιορίσιμο αριθμό επιχειρήσεων είναι εσφαλμένος. Συγκεκριμένα, κατ’ αυτήν, πρόκειται αντιθέτως για κλειστή ομάδα, δηλαδή για την ομάδα των δημοτικών επιχειρήσεων που έχουν μετατραπεί σε εταιρίες του νόμου 142/90 και οι οποίες άρχισαν τις δραστηριότητές τους πριν από τις 31 Δεκεμβρίου 1999. Ο αριθμός τους περιορίζεται ακόμη περισσότερο, αν ληφθεί υπόψη το ότι, εξ ορισμού, το πλεονέκτημα που απορρέει από την τριετή απαλλαγή από τον φόρο εισοδήματος εταιριών δεν μπορεί να ισχύει παρά μόνο για τις επιχειρήσεις οι οποίες, κατά το διάστημα εκείνο, αποκόμιζαν κέρδη.

41      Η προσφεύγουσα προσθέτει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η προσβαλλομένη απόφαση χαρακτηρίζεται ως πράξη γενικής ισχύος, θα πρέπει παρά ταύτα να θεωρηθεί ότι την αφορά ατομικά. Η Επιτροπή όφειλε να λάβει υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση της προσφεύγουσας, δεδομένου ότι το επίμαχο μέτρο επηρέασε κατά διαφορετικό τρόπο καθένα από τα πρόσωπα ως προς τα οποία εφαρμόσθηκε και δεδομένου ότι η κατάσταση εκάστου λήπτη διέφερε σημαντικά.

42      Επιπλέον, από τη νομολογία, ιδίως δε από την απόφαση Sardegna Lines, προκύπτει σαφώς ότι η απόφαση αφορά ατομικά τους λήπτες ενισχύσεων που χορηγήθηκαν βάσει ενός γενικού συστήματος ενισχύσεων το οποίο έχει κριθεί ασυμβίβαστο προς την κοινή αγορά και των οποίων την ανάκτηση διέταξε η Επιτροπή. Επιπλέον, η Επιτροπή γνώριζε την προσφεύγουσα, κατά μείζονα λόγο δεδομένου ότι γίνεται επανειλημμένως μνεία της επωνυμίας της προσφεύγουσας στην προσβαλλομένη απόφαση.

43      Η επιχειρηματολογία της Επιτροπής που αφορά τη διάκριση μεταξύ κοινοποιηθεισών και μη κοινοποιηθεισών ενισχύσεων δεν αποδυναμώνει στο συμπέρασμα αυτό. Συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, μόνον η διάκριση μεταξύ καταβληθεισών και μη καταβληθεισών ενισχύσεων ασκεί επιρροή.

44      Η παρεμβαίνουσα συντάσσεται, κατ’ ουσίαν, με την άποψη και την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας όσον αφορά το ζήτημα του παραδεκτού της προσφυγής.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

45      Σύμφωνα με το άρθρο 230, τέταρτο εδάφιο, ΕΚ, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο μπορεί να ασκήσει προσφυγή κατ’ αποφάσεως που απευθύνεται προς άλλο πρόσωπο μόνον αν η εν λόγω απόφαση το αφορά άμεσα και ατομικά.

46      Όσον αφορά τον ατομικό σύνδεσμο που απαιτεί η προπαρατεθείσα διάταξη, κατά πάγια νομολογία, ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο, πλην του αποδέκτη μιας αποφάσεως, δύναται να ισχυριστεί ότι η πράξη αυτή το αφορά ατομικώς μόνον αν η εν λόγω απόφαση το θίγει λόγω ορισμένων ιδιαιτέρων ιδιοτήτων του ή μιας πραγματικής καταστάσεως που το χαρακτηρίζει σε σχέση με κάθε άλλο πρόσωπο και, ως εκ τούτου, το εξατομικεύει κατά τρόπο ανάλογο προς αυτόν του αποδέκτη (αποφάσεις του Δικαστηρίου της 15ης Ιουλίου 1963, 25/62, Plaumann κατά Επιτροπής, 25/62, Συλλογή τόμος 1954-1964, σ. 937, 942, και της 2ας Απριλίου 1998, C-321/95 P, Greenpeace Council κ.λπ. Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I-1651, σκέψεις 7 και 28).

47      Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι μια επιχείρηση δεν μπορεί, κατ’ αρχήν, να ασκήσει παραδεκτώς προσφυγή ακυρώσεως κατ’ αποφάσεως της Επιτροπής που απαγορεύει ένα τομεακό σύστημα ενισχύσεων, αν η απόφαση αυτή αφορά την εν λόγω επιχείρηση μόνο λόγω του ότι η επιχείρηση δραστηριοποιείται στον οικείο τομέα και μπορεί να επωφεληθεί του εν λόγω συστήματος. Πράγματι, η απόφαση αυτή αποτελεί, όσον αφορά την προσφεύγουσα επιχείρηση, ως μέτρο γενικού περιεχομένου που εφαρμόζεται σε αντικειμενικώς καθοριζόμενες καταστάσεις και συνεπάγεται έννομα αποτελέσματα για μια κατηγορία προσώπων τα οποία αφορά γενικώς και αφηρημένως (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Φεβρουαρίου 1988, 67/85, 68/85 και 70/85, Van der Kooy κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 1988, σ. 219, σκέψη 15, και απόφαση Alzetta, σκέψη 37 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

48      Ωστόσο, με τις σκέψεις 34 και 35 της αποφάσεως Sardegna Lines, το Δικαστήριο έκρινε επίσης ότι, εφόσον η επίμαχη στην υπόθεση αυτή απόφαση δεν αφορούσε τη Sardegna Lines μόνον ως επιχείρηση του ναυτιλιακού κλάδου στη Σαρδηνία και δυνητικώς υπαγόμενη στο σύστημα ενισχύσεων προς τους υπευθύνους για την εκμετάλλευση πλοίων στη Σαρδηνία, αλλά και υπό την ιδιότητά της ως πραγματικής λήπτριας ατομικής ενισχύσεως η οποία χορηγήθηκε βάσει του συστήματος αυτού και της οποίας την ανάκτηση διέταξε η Επιτροπή, η εν λόγω απόφαση την αφορούσε ατομικά, οπότε η προσφυγή της κατά της αποφάσεως αυτής ήταν παραδεκτή (βλ. επίσης, υπό την έννοια αυτή, απόφαση Alzetta, σκέψη 39).

49      Συνεπώς, πρέπει να εξακριβωθεί αν η προσφεύγουσα έχει την ιδιότητα της πραγματικής λήπτριας ατομικής ενισχύσεως η οποία χορηγήθηκε στο πλαίσιο τομεακού συστήματος ενισχύσεων και της οποίας την ανάκτηση διέταξε η Επιτροπή (βλ., υπό την έννοια αυτή, απόφαση του Πρωτοδικείου της 20ής Σεπτεμβρίου 2007, T-136/05, Salvat père & fils κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή 2007, σ. II-4063, σκέψη 70).

50      Από την απάντηση της Ιταλικής Δημοκρατίας και της προσφεύγουσας στις γραπτές ερωτήσεις που της απηύθυνε συναφώς το Πρωτοδικείο προκύπτει ότι αυτή, κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα, πραγματοποίησε αποκλειστικώς και μόνο ζημίες. Επομένως, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα δεν έτυχε της τριετούς απαλλαγής από τον φόρο εισοδήματος εταιριών, η προσβαλλομένη απόφαση δεν την αφορά ατομικά.

51      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, η υπό κρίση προσφυγή πρέπει να κηρυχθεί απαράδεκτη.

 Επί των δικαστικών εξόδων

52      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα έξοδα, εφόσον υπήρχε σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το αίτημα της Επιτροπής.

53      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 87, παράγραφος 4, τρίτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, η παρεμβαίνουσα φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (όγδοο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή ως απαράδεκτη.

2)      Η Azienda Mediterranea Gas e Acqua SpA (AMGA) φέρει τα δικαστικά έξοδά της και τα έξοδα της Επιτροπής.

3)      Η ASM Brescia SpA φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Martins Ribeiro

Šváby

Παπασάββας

Wahl

 

       Dittrich

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 11 Ιουνίου 2009.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.