Language of document : ECLI:EU:C:2017:1022

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΗΣ ΓΕΝΙΚΗΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JULIANE KOKOTT

της 20ής Δεκεμβρίου 2017 (1)

Υπόθεση C‑574/16

Grupo Norte Facility SA

κατά

Angel Manuel Moreira Gómez

[αίτηση του Tribunal Superior de Justicia de Galicia
(ανώτερου δικαστηρίου Γαλικίας, Ισπανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Κοινωνική πολιτική – Απασχόληση ορισμένου χρόνου – Οδηγία 1999/70/ΕΚ – Συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP – Αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων σε βάρος των εργαζομένων ορισμένου χρόνου – Δικαίωμα του εργαζομένου περί αποζημιώσεως λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας – Σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου του τύπου relevo (αναπληρώσεως) – Άνιση μεταχείριση σε σχέση με τους εργαζομένους αορίστου χρόνου»






I.      Εισαγωγή

1.        Η προστασία των εργαζομένων ορισμένου χρόνου από τις καταχρήσεις και τις διακρίσεις καταλέγεται, από μακρού χρόνου, στους επιδιωκόμενους από την Ευρωπαϊκή Ένωση σκοπούς στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής, έχοντας επανειλημμένως απασχολήσει και το Δικαστήριό μας. Σε μια εποχή που αυξανόμενος αριθμός εργαζομένων βρίσκεται αντιμέτωπος με συνθήκες εργασιακής επισφάλειας, το ζήτημα αυτό αποκτά όχι αμελητέα πολιτική και κοινωνική σημασία. Η υπό εξέταση υπόθεση είναι ενδεικτική της λεπτής ισορροπίας την οποία πρέπει να τηρούν οι εθνικοί νομοθέτες όταν θεσπίζουν κανόνες για την προστασία των εργαζομένων ορισμένου χρόνου, επιδιώκοντας όμως ταυτοχρόνως να λαμβάνουν δεόντως υπόψη τις ιδιαιτερότητες των διαφόρων κατηγοριών συμβάσεων εργασίας και να διασφαλίζουν ορισμένο βαθμό ευελιξίας στην εργασιακή αγορά.

2.        Η υπό εξέταση υπόθεση αφορά, συγκεκριμένα, έναν Ισπανό εργαζόμενο, ο οποίος απασχολήθηκε βάσει «συμβάσεως relevo (αναπληρώσεως)» (2) ορισμένου χρόνου, καλούμενος να αντισταθμίσει τη μειωμένη παροχή εργασίας από μια συνάδελφο λόγω υπαγωγής της σε καθεστώς μερικής συνταξιοδοτήσεως. Η διάρκεια της εν λόγω συμβάσεως relevo προβλεπόταν ότι θα λήξει κατά την ημερομηνία συνταξιοδοτήσεως της συναδέλφου. Μετά την ημερομηνία αυτή, ο εργαζόμενος δεν απασχολήθηκε περαιτέρω.

3.        Αντικείμενο αντιδικίας στην υπόθεση της κύριας δίκης αποτελεί, συγκεκριμένα, η νόμιμη αποζημίωση την οποία οι Ισπανοί εργαζόμενοι δύνανται, υπό ορισμένες περιστάσεις, να ζητούν από τους εργοδότες τους, όταν λήγει η σχέση εργασίας τους. «Πέτρα του σκανδάλου» αποτελεί η διαφοροποίηση του ύψους της εν λόγω αποζημιώσεως αναλόγως του τρόπου λύσεως της σχέσεως εργασίας. Συγκεκριμένα, όταν ο εργοδότης απολύει τον εργαζόμενό του για αντικειμενική αιτία, η εν λόγω αποζημίωση είναι, βάσει της ισπανικής νομοθεσίας, πιο γενναιόδωρη από ό,τι όταν ο εργοδότης απλώς αφήνει να λήξει μια σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου –όπως εν προκειμένω– με τη συμπλήρωση του συμφωνηθέντος χρόνου. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, ο εργαζόμενος δεν δικαιούται καθόλου αποζημίωση κατά τη λήξη της συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου.

4.        Με την εκδοθείσα το 2016 απόφαση de Diego Porras (3), κρίθηκε –σε παρεμφερή υπόθεση– ότι η μη καταβολή οποιασδήποτε μορφής αποζημιώσεως λόγω της λήξεως συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου ενέχει απαγορευμένη, βάσει του δικαίου της Ένωσης, διάκριση. Στη νυν υπό εξέταση υπόθεση, το Δικαστήριο καλείται πλέον να επανεξετάσει την τότε νομολογία του ή, εν πάση περιπτώσει, να την αναπτύξει περαιτέρω. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να λάβει επίσης υπόψη του την εσωτερική συνοχή της νομολογίας του σχετικά με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων.

5.        Παρόμοια, κατ’ ουσίαν, νομικά ζητήματα τίθενται στην υπόθεση Montero Mateos (C‑677/16) (4), τις προτάσεις μου για την οποία αναπτύσσω επίσης σήμερα, καθώς και στις εκκρεμείς υποθέσεις Rodríguez Otero (C‑212/17) και de Diego Porras (C‑619/17).

II.    Το νομικό πλαίσιο

1.      Το δίκαιο της Ένωσης

6.        Το νομικό πλαίσιο σε επίπεδο δικαίου της Ένωσης καθορίζεται, στην υπό εξέταση υπόθεση, από την οδηγία 1999/70/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Ιουνίου 1999, σχετικά με τη συμφωνία πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη από τη CES, την UNICE και το CEEP (5) (στο εξής: οδηγία 1999/70). Όπως προκύπτει από το άρθρο 1 αυτής, η εν λόγω οδηγία υλοποιεί τη συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου (στο εξής επίσης: συμφωνία-πλαίσιο), η οποία συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999 μεταξύ τριών διεπαγγελματικών οργανώσεων γενικού χαρακτήρα (CES, UNICE και CEEP) και προσαρτάται στην οδηγία ως παράρτημα.

7.        Σε γενικές γραμμές, η συμφωνία-πλαίσιο για την εργασία ορισμένου χρόνου έχει ως σκοπό να καταγράψει τις «γενικές αρχές και ελάχιστες απαιτήσεις για τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου και τις εργασιακές σχέσεις» και, στο πλαίσιο αυτό, να βελτιώσει, μεταξύ άλλων, «την ποιότητα της εργασίας ορισμένου χρόνου, εξασφαλίζοντας την εφαρμογή της αρχής της μη διάκρισης […] (6). Η συμφωνία αυτή αποτυπώνει «τη βούληση των κοινωνικών εταίρων να θεσπίσουν ένα γενικό πλαίσιο για τη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, προστατεύοντάς τους από τις διακρίσεις» (7).

8.        Συγκεκριμένα, η συμφωνία-πλαίσιο στηρίζεται στην παραδοχή «ότι οι συμβάσεις αορίστου χρόνου είναι και θα συνεχίσουν να είναι, η γενική μορφή εργασιακών σχέσεων μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων» (8). Ταυτοχρόνως, όμως, η συμφωνία-πλαίσιο αναγνωρίζει ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου «αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο της απασχόλησης σε ορισμένους τομείς, επαγγέλματα και δραστηριότητες που μπορεί να εξυπηρετεί και τους εργοδότες και τους εργαζομένους» (9). Προορίζεται να αποτελέσει «συμβολή προς την επίτευξη καλύτερης ισορροπίας μεταξύ ‟ευελιξίας στο χρόνο εργασίας και ασφάλειας για τους εργαζομένους”» (10).

9.        Η ρήτρα 1 της συμφωνίας-πλαισίου ορίζει το αντικείμενο της συμφωνίας ως εξής:

«Στόχος της παρούσας συμφωνίας πλαισίου είναι:

α)      η βελτίωση της ποιότητας της εργασίας ορισμένου χρόνου με τη διασφάλιση της εφαρμογής της αρχής της μη διάκρισης·

β)      η καθιέρωση ενός πλαισίου για να αποτραπεί η κατάχρηση που προκαλείται από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή εργασιακών σχέσεων ορισμένου χρόνου.»

10.      Όσον αφορά το πεδίο εφαρμογής της συμφωνίας-πλαισίου, η ρήτρα 2, σημείο 1, αυτής ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα συμφωνία εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος.»

11.      Η ρήτρα 3 της συμφωνίας-πλαισίου περιλαμβάνει τους ακόλουθους «ορισμούς»:

«1.      Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ως ‟εργαζόμενος ορισμένου χρόνου” νοείται ένα πρόσωπο που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου συναφθείσα απευθείας μεταξύ του εργοδότη και του εργαζομένου, η λήξη της οποίας καθορίζεται από αντικειμενικούς όρους, όπως παρέλευση συγκεκριμένης ημερομηνίας, ολοκλήρωση συγκεκριμένου έργου ή πραγματοποίηση συγκεκριμένου γεγονότος·

2.      Για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας, ως ‟αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου” νοείται ο εργαζόμενος που έχει σύμβαση ή σχέση εργασίας αορίστου χρόνου στην ίδια επιχείρηση, και απασχολείται στην ίδια ή παρόμοια εργασία/απασχόληση, λαμβανομένων υπόψη των προσόντων ή των δεξιοτήτων.

Όπου δεν υπάρχει αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου στην ίδια εκμετάλλευση, η σύγκριση πρέπει να γίνεται με αναφορά στην εκάστοτε εφαρμοζόμενη συλλογική σύμβαση, ή όταν δεν υπάρχει οικεία συλλογική σύμβαση, σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, ή τις εθνικές συλλογικές συμβάσεις ή πρακτικές.»

12.      Η ρήτρα 4 της συμφωνίας-πλαισίου φέρει την επικεφαλίδα «Αρχή της μη διάκρισης» και ορίζει, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«1.      Όσον αφορά τις συνθήκες απασχόλησης, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενώς σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, εκτός αν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους.

2.      Όπου κρίνεται αναγκαίο, εφαρμόζεται η αρχή ‟pro rata temporis”.

[…]»

13.      Συμπληρωματικώς, παρατίθεται η ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου, η οποία ρυθμίζει τα «Μέτρα για την αποφυγή κατάχρησης», ορίζοντας τα εξής:

«1.      Για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, τα κράτη μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους σύμφωνα με την εθνική νομοθεσία, συλλογικές συμβάσεις ή πρακτική, ή/και οι κοινωνικοί εταίροι, όταν δεν υπάρχουν ισοδύναμα νομοθετικά μέτρα, για την πρόληψη των καταχρήσεων λαμβάνουν κατά τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις ανάγκες ειδικών τομέων ή/και κατηγοριών εργαζομένων, ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα μέτρα:

α)      αντικειμενικούς λόγους που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας·

β)      τη μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου·

γ)      τον αριθμό των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας.

2.      Τα κράτη μέλη ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν, όταν χρειάζεται, υπό ποιες συνθήκες οι συμβάσεις ή σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου:

α)      θεωρούνται ‟διαδοχικές”·

β)      χαρακτηρίζονται συμβάσεις ή σχέσεις αορίστου χρόνου.»

2.      Η εθνική νομοθεσία

14.      Από την ισπανική νομοθεσία, κρίσιμες είναι οι διατάξεις του εργατικού κώδικα (11), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο συνάψεως της επίμαχης συμβάσεως εργασίας.

1.      Γενικά

15.      Κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, του εργατικού κώδικα, η σύμβαση εργασίας μπορεί να συνάπτεται για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, με τους δε επιμέρους λόγους που καθιστούν νόμιμη τη σύναψη συμβάσεως ορισμένου χρόνου να απαριθμούνται στη διάταξη αυτή.

16.      Εξάλλου, το άρθρο 15, παράγραφος 6, του εργατικού κώδικα περιλαμβάνει την ακόλουθη διάταξη σχετικά με την ίση μεταχείριση των εργαζομένων με συμβάσεις εποχικού προσωπικού και των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου:

«Οι εργαζόμενοι με συμβάσεις εποχικού προσωπικού ή με συμβάσεις ορισμένου χρόνου έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους εργαζομένους με συμβάσεις αορίστου χρόνου, με την επιφύλαξη των ιδιαιτεροτήτων των εκάστοτε συμβατικών ρυθμίσεων που διέπουν τη λύση της συμβάσεως και των νομοθετικών ρυθμίσεων που διέπουν τις συμβάσεις μαθητείας. Εφόσον τούτο συνάδει με τη φύση τους, τα εν λόγω δικαιώματα αναγνωρίζονται με νόμο, κανονιστική πράξη ή συλλογική σύμβαση εργασίας κατ’ αναλογία προς τον συμπληρωθέντα χρόνο εργασίας.

Σε περίπτωση που ορισμένα δικαιώματα ή ορισμένοι όροι εργασίας απορρέουν από νόμο, κανονιστική πράξη ή συλλογική σύμβαση εργασίας και συναρτώνται με την υπηρεσιακή αρχαιότητα του εργαζομένου, πρέπει να έχουν ισχύ για όλους τους εργαζομένους, ανεξαρτήτως του είδους της συμβατικής σχέσεώς τους, και να στηρίζονται στα ίδια κριτήρια.»

17.      Στο άρθρο 49 του εργατικού κώδικα («Λύση της συμβάσεως») απαριθμούνται συνοπτικώς όλες οι περιστάσεις που μπορούν να αποτελέσουν λόγο λύσεως της σχέσεως εργασίας. Σε αυτές καταλέγεται, αφενός, η λύση λόγω λήξεως της συμφωνηθείσας συμβατικής διάρκειας ή λόγω εκτελέσεως του έργου ή της υπηρεσίας που αποτελεί αντικείμενο της συμβάσεως (άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο c), καθώς και, αφετέρου, η λύση για αντικειμενικές αιτίες (άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο l), οι οποίες απαριθμούνται αναλυτικά στο άρθρο 52 του εργατικού κώδικα.

18.      Όσον αφορά τη λύση της συμβάσεως εργασίας λόγω λήξεως της συμφωνηθείσας συμβατικής διάρκειας ή λόγω εκτελέσεως του έργου ή της υπηρεσίας που αποτελεί αντικείμενο της συμβάσεως, το άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο c, του εργατικού κώδικα προβλέπει ότι, εξαιρουμένων των περιπτώσεων των συμβάσεων interinidad (προσωρινής απασχολήσεως) και των συμβάσεων μαθητείας, ο εργαζόμενος δικαιούται αποζημίωση ίση με ποσό που αντιστοιχεί σε δώδεκα ημερομίσθια ανά έτος απασχολήσεως. Κατά παρέκκλιση, η δέκατη τρίτη μεταβατική διάταξη για τον εργατικό κώδικα (12) προβλέπει ότι, για τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήφθησαν πριν από ορισμένη κρίσιμη ημερομηνία, καταβάλλεται κλιμακωτή μειωμένη αποζημίωση ίση με οκτώ έως δώδεκα ημερομίσθια ανά έτος απασχολήσεως· συγκεκριμένα, η αποζημίωση για τις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου που συνήφθησαν μέχρι και την 31η Δεκεμβρίου 2012 αντιστοιχεί σε εννέα ημερομίσθια ανά έτος απασχολήσεως.

19.      Αντιθέτως, όσον αφορά την καταγγελία της συμβάσεως εργασίας για αντικειμενικές αιτίες, το άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο b, του εργατικού κώδικα προβλέπει ότι «ταυτοχρόνως με την παράδοση της γραπτής γνωστοποιήσεως [της αντικειμενικής αιτίας], καταβάλλεται στον εργαζόμενο αποζημίωση ίση με είκοσι ημερομίσθια ανά έτος απασχολήσεως, οι δε περίοδοι εργασίας που υπολείπονται του ενός έτους υπολογίζονται κατ’ αναλογία των συμπληρωθέντων μηνών εργασίας, με ανώτατο όριο δώδεκα μηνιαίων μισθών».

2.      Η σύμβαση relevo

20.      Οι συμβάσεις relevo αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία συμβάσεων εργασίας, που ρυθμίζεται από το άρθρο 12, παράγραφοι 6 και 7, του εργατικού κώδικα. Μπορεί να είναι ορισμένου ή αορίστου χρόνου και συνάπτονται για τη αναπλήρωση του χρόνου εργασίας άλλου εργαζομένου, ο οποίος έχει υπαχθεί σε καθεστώς μερικής συνταξιοδοτήσεως.

III. Τα πραγματικά περιστατικά και η διαφορά της κύριας δίκης

21.      Ο Angel Manuel Moreira Gómez απασχολήθηκε ως ανειδίκευτος υπάλληλος καθαριότητας, από την 1η Νοεμβρίου 2012 έως τη 18η Σεπτεμβρίου 2015, βάσει συμβάσεως relevo ορισμένου χρόνου, από την εταιρία Grupo Norte Facility S.A. (13) και παρείχε, κατά την εν λόγω περίοδο, την εργασία του στο νοσοκομείο Montecelo της ισπανικής επαρχίας Pontevedra.

22.      Η εν λόγω σύμβαση relevo συνήφθη προκειμένου να αντισταθμιστεί ο κατά 75 % μειωμένος χρόνος εργασίας της María del Carmen Gómez Piñón, μητέρας του A. Μ. Moreira Gómez, η οποία βρισκόταν, κατά την περίοδο αυτή, σε καθεστώς μερικής συνταξιοδοτήσεως.

23.      Όταν η Grupo Norte Facility τον ενημέρωσε για τη λύση της συμβάσεως εργασίας του, στις 18 Σεπτεμβρίου 2015, λόγω λήξεως της συμφωνηθείσας διάρκειας της, ο A. Μ. Moreira Gómez προσέβαλε δικαστικώς τη λύση αυτή, προβάλλοντας το στηριζόμενο σε υποτιθέμενη επιχειρησιακή συνήθεια επιχείρημα ότι πρέπει πλέον να προσληφθεί στη θέση της συνταξιοδοτηθείσας μητέρας του με σύμβαση εργασίας αορίστου χρόνου.

24.      Το Juzgado de lo Social n° 2 de Pontevedra (14) (Ισπανία) δέχθηκε την αγωγή του Α. Μ. Moreira Gómez και υποχρέωσε την Grupo Norte Facility να επαναπροσλάβει τον εργαζόμενο ή, εναλλακτικώς, να καταβάλει σε αυτόν αποζημίωση ύψους 4 818,47 ευρώ.

25.      Κατόπιν ασκήσεως ένδικου μέσου από την Grupo Norte Facility ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Tribunal Superior de Justicia de Galicia (ανώτερου δικαστηρίου Γαλικίας, Ισπανία), το τελευταίο έχει πλέον επιληφθεί της διαφοράς. Το εν λόγω δικαστήριο απορρίπτει τη στηριζόμενη σε υποτιθέμενη επιχειρησιακή συνήθεια επιχειρηματολογία του A. Μ. Moreira Gómez. Κρίνει νόμιμη, με βάση τις διατάξεις της εθνικής εργατικής νομοθεσίας, τη λύση της συμβάσεως εργασίας του A. Μ. Moreira Gómez, αλλά εκφράζει αμφιβολίες σχετικά με την ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης για την προστασία των εργαζομένων ορισμένου χρόνου από τις διακρίσεις.

IV.    Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως και η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

26.      Με διάταξη της 7ης Νοεμβρίου 2016, η οποία πρωτοκολλήθηκε από τη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 14 Νοεμβρίου 2016, το Tribunal Superior de Justicia de Galicia (ανώτερο δικαστήριο Γαλικίας, Ισπανία) υπέβαλε στο Δικαστήριο, δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

1)      Για τους σκοπούς της αρχής της ισοτιμίας μεταξύ των εργαζομένων ορισμένου και αορίστου χρόνου, πρέπει να θεωρηθούν ως «συγκρίσιμες καταστάσεις» η λύση της συμβάσεως εργασίας λόγω «αντικειμενικών περιστάσεων» του άρθρου 49, παράγραφος 1, στοιχείο c, του εργατικού κώδικα και η λύση της συμβάσεως εργασίας για «αντικειμενικές αιτίες» του άρθρου 52 του εργατικού κώδικα, με αποτέλεσμα η διαφορά ως προς την αποζημίωση η οποία υφίσταται μεταξύ της μίας και της άλλης περιπτώσεως να συνιστά άνιση μεταχείριση μεταξύ των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και των εργαζομένων αορίστου χρόνου, η οποία απαγορεύεται από την οδηγία 1999/70/ΕΚ;

2)      Σε περίπτωση καταφατικής απαντήσεως στο πρώτο ερώτημα, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι σκοποί κοινωνικής πολιτικής που δικαιολόγησαν τη θέσπιση του είδους συμβάσεως της relevo δικαιολογούν επίσης, βάσει της ρήτρας 4, παράγραφος 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, τη διαφορετική μεταχείριση που συνίσταται στην καταβολή χαμηλότερης αποζημιώσεως για τη λύση της σχέσεως εργασίας, σε περίπτωση που ο εργοδότης επιλέγει ελεύθερα να είναι η συγκεκριμένη σύμβαση relevo ορισμένου χρόνου;

3)      Προκειμένου να διασφαλισθεί η πρακτική αποτελεσματικότητα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ, αν κριθεί ότι δεν υφίσταται δικαιολόγηση για αντικειμενικούς λόγους σύμφωνα με τη ρήτρα 4, παράγραφος 1, πρέπει να θεωρηθεί ότι η προβλεπόμενη στην προμνησθείσα ισπανική νομοθεσία άνιση μεταχείριση μεταξύ εργαζομένων ορισμένου χρόνου και εργαζομένων αορίστου χρόνου, όσον αφορά την αποζημίωση λόγω λύσεως της συμβάσεως, συνιστά διάκριση η οποία απαγορεύεται βάσει του άρθρου 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διότι αντιβαίνει στις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, οι οποίες συγκαταλέγονται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης;

27.      Στο πλαίσιο της διαδικασίας προδικαστικής αποφάσεως ενώπιον του Δικαστηρίου, κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις η Grupo Norte Facility, η Ισπανική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Στις 8 Νοεμβρίου 2017 διεξήχθη κοινή επ’ ακροατηρίου συζήτηση για τις υποθέσεις C‑574/16 και C‑677/16, στην οποία παρέστησαν η Grupo Norte Facility, η L. Montero Mateos, η Υπηρεσία Κοινωνικής Αρωγής της Αυτόνομης Κοινότητας της Μαδρίτης (15), η Ισπανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή.

28.      Κατόπιν αιτήματος της Ισπανίας, το Δικαστήριο συνέρχεται, στην παρούσα διαδικασία, ως τμήμα μείζονος συνθέσεως, σύμφωνα με το άρθρο 16, παράγραφος 3, του Οργανισμού του.

V.      Εκτίμηση

29.      Με τα τρία ερωτήματά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν συνιστά απαγορευμένη διάκριση, βάσει του δικαίου της Ένωσης, το να προβλέπεται ότι η αποζημίωση που δικαιούται εργαζόμενος ορισμένου χρόνου, του οποίου η σύμβαση εργασίας λύεται λόγω λήξεως, ήτοι με τη συμπλήρωση της συμφωνηθείσας συμβατικής διάρκειας ή με την ολοκλήρωση της ανατεθείσας εργασίας ή με την επέλευση του συμφωνηθέντος λόγου λύσεως, είναι χαμηλότερη από εκείνη που δικαιούται ένας εργαζόμενος του οποίου η –ορισμένου ή αορίστου χρόνου– σύμβαση εργασίας λύεται με καταγγελία του εργοδότη για αντικειμενική αιτία.

30.      Τα ανωτέρω ερωτήματα υποβάλλονται επειδή ο ισπανικός εργατικός κώδικας προβλέπει ότι, σε περίπτωση καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη για αντικειμενική αιτία, ο εργαζόμενος έχει νόμιμο δικαίωμα αποζημιώσεως ίσης με είκοσι ημερομίσθια ανά έτος απασχολήσεως (άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο b, του εργατικού κώδικα), ενώ, στην περίπτωση της απλής λήξεως των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, ο εργαζόμενος δικαιούται, βάσει του ίδιου νόμου, μόνο χαμηλότερη αποζημίωση, ίση με οκτώ έως δώδεκα ημερομίσθια ανά έτος απασχολήσεως, χωρίς μάλιστα να έχει δικαίωμα αποζημιώσεως στις περιπτώσεις που λήγει μια «σύμβαση εργασίας interinidad» (16) ορισμένου χρόνου ή μια σύμβαση μαθητείας (άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο c, του εργατικού κώδικα).

1.      Η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων σε βάρος των εργαζομένων ορισμένου χρόνου (πρώτο ερώτημα)

31.      Στο επίκεντρο της υπό εξέταση υποθέσεως βρίσκεται το πρώτο ερώτημα, με το οποίο το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί της συγκρισιμότητας δύο καταστάσεων, υπό το πρίσμα της προβλεπόμενης στη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων σε βάρος των εργαζομένων ορισμένου χρόνου. Η πρώτη από τις καταστάσεις αυτές αφορά την απλή λήξη μιας συμβάσεως relevo ορισμένου χρόνου του ισπανικού δικαίου, ενώ η δεύτερη αφορά την καταγγελία μιας –ορισμένου ή αορίστου χρόνου– συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη για αντικειμενικές αιτίες. Κατά κύριο λόγο, με το εν λόγω προδικαστικό ερώτημα ζητείται να εξεταστεί το ζήτημα αν η πρόβλεψη διαφορετικής εκτάσεως νόμιμων δικαιωμάτων αποζημιώσεως στις δύο προμνησθείσες περιπτώσεις ενέχει διάκριση σε βάρος των εργαζομένων ορισμένου χρόνου σε σχέση με τους εργαζομένους αορίστου χρόνου.

1.      Επί του παραδεκτού του πρώτου ερωτήματος

32.      Η Grupo Norte Facility αμφισβητεί ότι το πρώτο αυτό ερώτημα υποβάλλεται παραδεκτώς, επειδή, κατά την άποψή της, το Δικαστήριο καλείται εν προκειμένω να ερμηνεύσει, όχι τόσο το δίκαιο της Ένωσης, όσο την εθνική ισπανική εργατική νομοθεσία, ήτοι, ακριβέστερα, να συγκρίνει τις καταστάσεις που ρυθμίζονται, αφενός, από το άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο c, και, αφετέρου, από το άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο b, του εργατικού κώδικα.

33.      Η ως άνω αιτίαση δεν μπορεί όμως να ευδοκιμήσει. Μολονότι το Δικαστήριο, κατά πάγια νομολογία, δεν δύναται να αποφαίνεται, στο πλαίσιο της διαδικασίας προδικαστικής αποφάσεως, επί της ερμηνείας των διατάξεων του εσωτερικού δικαίου (17), ωστόσο το υπό εξέταση πρώτο ερώτημα δεν αφορά τόσο την ερμηνεία διατάξεων της ισπανικής εργατικής νομοθεσίας όσο τα συμπεράσματα ως προς το δίκαιο της Ένωσης τα οποία οφείλει να συναγάγει ο εθνικός δικαστής από το περιγραφέν από τον ίδιο εθνικό νομικό καθεστώς (18). Επ’ αυτού, το Δικαστήριο δύναται και οφείλει να παράσχει στο αιτούν δικαστήριο λυσιτελείς υποδείξεις στο πλαίσιο της διαδικασίας προδικαστικής αποφάσεως (19).

34.      Επομένως, το πρώτο ερώτημα υποβάλλεται παραδεκτώς.

2.      Το πεδίο εφαρμογής της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων

35.      Η συμφωνία-πλαίσιο εφαρμόζεται στις συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου. Τούτο προκύπτει ήδη από τον τίτλο της και επιβεβαιώνεται από τον περιλαμβανόμενο στη ρήτρα 2, σημείο 1, αυτής ορισμό του πεδίου εφαρμογής της: κατά τον ορισμό αυτόν, η συμφωνία-πλαίσιο εφαρμόζεται σε όλους τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου που έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτές καθορίζονται από τη νομοθεσία, τις συλλογικές συμβάσεις ή την πρακτική σε κάθε κράτος μέλος.

36.      Δεν αμφισβητείται ότι η διαφορά της κύριας δίκης αφορά μια σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου του τύπου relevo, όπως αυτή προβλέπεται στην Ισπανία από τις διατάξεις του εργατικού κώδικα.

37.      Ωστόσο, αντικείμενο αντιδικίας αποτελεί, στην υπό εξέταση διαφορά, το ζήτημα αν εφαρμόζεται, σε μια υπόθεση όπως την εν προκειμένω επίμαχη, ειδικώς η προβλεπόμενη στη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων. Τούτο διότι η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου απαγορεύει, συγκεκριμένα, τη δυσμενέστερη μεταχείριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου όσον αφορά τις συνθήκες απασχολήσεώς τους.

38.      Η ισπανική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι με τον όρο αυτόν νοούνται μόνον οι συνθήκες εργασίας (20)εν στενή εννοία, αλλά όχι και οι λοιπές συνθήκες [ή όροι] απασχολήσεως (21), όπως, επί παραδείγματι, οι προϋποθέσεις και οι έννομες συνέπειες της λύσεως των συμβάσεων ή των σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου.

39.      Η άποψη αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Καθοριστικής σημασίας για την ερμηνεία του όρου των συνθηκών απασχολήσεως κατά την έννοια της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου είναι, συγκεκριμένα, κατά τη νομολογία, αποκλειστικώς το κριτήριο της απασχολήσεως, ήτοι το ότι οι ρυθμίσεις που εφαρμόζονται στην περίπτωση ενός εργαζομένου ή οι παροχές που αυτός ζητεί να λάβει συναρτώνται με τη σχέση εργασίας που τον συνδέει με τον εργοδότη του (22).

40.      Στις διάφορες γλωσσικές αποδόσεις της συμφωνίας-πλαισίου χρησιμοποιούνται εν μέρει διατυπώσεις που αντιστοιχούν στον όρο «συνθήκες εργασίας», αλλά και εν μέρει διατυπώσεις ταυτόσημες με τον όρο «συνθήκες απασχολήσεως» (23), χωρίς τούτο να μαρτυρά πρόθεση αποδόσεως δύο διακριτών εννοιών. Εξάλλου, τέτοια διάκριση δεν θα μπορούσε επίσης να θεωρηθεί ότι συνάδει με τους σκοπούς της συμφωνίας-πλαισίου, καθώς και με την εν γένει οικονομία της ευρωπαϊκής εργατικής νομοθεσίας.

41.      Τούτο διότι η συμφωνία-πλαίσιο έχει σκοπό να βελτιώσει την ποιότητα των σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου, διασφαλίζοντας την εφαρμογή της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων (24). Αποτυπώνει τη βούληση των κοινωνικών εταίρων να θεσπίσουν ένα γενικό πλαίσιο για τη διασφάλιση της ίσης μεταχειρίσεως των εργαζομένων με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, προστατεύοντάς τους από τις διακρίσεις (25). Αποτελεί πάγια νομολογία ότι η σύμβαση-πλαίσιο περιλαμβάνει ιδιαίτερης σημασίας κανόνες του κοινωνικού δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από τους οποίους πρέπει να ωφελείται κάθε εργαζόμενος, καθότι πρόκειται για διατάξεις ελάχιστης προστασίας (26). Ως εκ τούτου, η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων σε βάρος των εργαζομένων ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς (27).

42.      Εξάλλου, για λόγους συνεπούς εφαρμογής της ευρωπαϊκής εργατικής νομοθεσίας, η ερμηνεία του όρου συνθήκες εργασίας ή απασχολήσεως δεν πρέπει να αποσυνδέεται από τη σημασία που έχει αυτός σε συγγενείς διατάξεις του δικαίου της Ένωσης (28). Στο πλαίσιο αυτό, επισημαίνονται, ειδικότερα, οι οδηγίες κατά των διακρίσεων 2000/78/ΕΚ (29) και 2006/54/ΕΚ (30), οι οποίες συγκεκριμενοποιούν τη γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως στην απασχόληση και την εργασία σε συνάρτηση με διάφορους λόγους διακρίσεων, όπως το φύλο, την ηλικία ή τον γενετήσιο προσανατολισμό. Κατά πάγια νομολογία, οι ανωτέρω οδηγίες έχουν εφαρμογή και στους όρους που διέπουν την απόλυση. Επομένως, στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων εμπίπτουν, συν τοις άλλοις, οι χρηματικές καταβολές τις οποίες ο εργοδότης οφείλει, σε συνάρτηση με τη σχέση απασχολήσεως –βάσει της συμβάσεως εργασίας ή βάσει νόμου–, σε περίπτωση λύσεως της σχέσεως εργασίας (31). Εν τέλει, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αρμόζει διαφορετική λύση όσον αφορά τον όρο «συνθήκες απασχολήσεως», σε περίπτωση εφαρμογής της προβλεπόμενης στη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων (32).

43.      Βάσει όλων των ανωτέρω επισημάνσεων, θα πρέπει, επομένως, να θεωρηθεί ότι τόσο η συμφωνία-πλαίσιο εν γένει όσο και η περιλαμβανόμενη σε αυτήν αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, ειδικότερα, έχουν εφαρμογή στην περίπτωση της αποζημιώσεως την οποία δύνανται να ζητούν οι εργαζόμενοι, βάσει συμφωνίας ή βάσει νόμου, λόγω λύσεως των συμβάσεων εργασίας τους από τους εργοδότες τους. Ερμηνεία υπό την έννοια αυτή περιλαμβάνεται ήδη και σε αποφάσεις του Δικαστηρίου (33).

44.      Επομένως, περιπτώσεις όπως αυτή της υπό εξέταση υποθέσεως, στις οποίες αντικείμενο αντιδικίας αποτελεί ακριβώς τέτοια αποζημίωση, εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου.

45.      Εντούτοις, η προβλεπόμενη στη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει εφαρμογή, όσον αφορά την προμνησθείσα περίπτωση αποζημιώσεως, μόνο καθόσον αυτή αφορά τη σύγκριση μεταξύ εργαζομένων ορισμένου χρόνου και εργαζομένων αορίστου χρόνου. Αντιθέτως, άνευ σημασίας είναι, υπό το πρίσμα της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, το ότι διαφορετική μεταχείριση υφίστανται ακόμη και οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου μεταξύ τους, όσον αφορά την επίμαχη αποζημίωση, αναλόγως του αν η σχέση εργασίας τους λύεται κατόπιν καταγγελίας του εργοδότη για αντικειμενική αιτία ή λήγει απλώς λόγω συμπληρώσεως της συμφωνηθείσας συμβατικής διάρκειας, λόγω ολοκληρώσεως της ανατεθείσας εργασίας ή λόγω επελεύσεως του συμφωνηθέντος λόγου λύσεως. Τούτο διότι οι τυχόν περιπτώσεις άνισης μεταχειρίσεως μεταξύ των διαφόρων κατηγοριών εργαζομένων ορισμένου χρόνου δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων κατά τη συμφωνία-πλαίσιο (34).

3.      Η εξέταση της συγκρισιμότητας της καταστάσεως των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και των εργαζομένων αορίστου χρόνου όσον αφορά την αποζημίωση λόγω λύσεως της συμβάσεως

46.      Περαιτέρω, χρήζει εξετάσεως το κεντρικής σημασίας ζήτημα, στην υπό εξέταση υπόθεση, αν οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου και οι εργαζόμενοι αορίστου χρόνου βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση (35). Τούτο διότι, όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, το δίκαιο της Ένωσης απαγορεύει τη διάκριση σε βάρος των εργαζομένων ορισμένου χρόνου σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου, αλλά ουδόλως επιτάσσει την ίση μεταχείριση μεταξύ εργαζομένων ορισμένου χρόνου και εργαζομένων αορίστου χρόνου οι οποίοι δεν βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση(36). Επομένως, μόνο σε περίπτωση συγκρισιμότητας των καταστάσεων μπορεί η πρόβλεψη διαφορετικών ποσών νόμιμης αποζημιώσεως, όπως στη διαφορά της κύριας δίκης, να ενέχει διάκριση σε βάρος των εργαζομένων ορισμένου χρόνου.

47.      Βάσει του περιλαμβανόμενου στη ρήτρα 3, σημείο 2, πρώτο εδάφιο, της συμφωνίας-πλαισίου ορισμού του όρου «αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου χρόνου», η εξέταση της συγκρισιμότητας των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και των εργαζομένων αορίστου χρόνου, η οποία απόκειται στο αιτούν δικαστήριο (37), πρέπει να ξεκινά από το ζήτημα αν αμφότερες οι κατηγορίες εργαζομένων απασχολούνται, στην εκάστοτε εκμετάλλευση, στην ίδια ή σε παρόμοια εργασία ή απασχόληση. Τούτο μπορεί να διευκρινιστεί με βάση ένα σύνολο παραγόντων, όπως είναι η φύση της εργασίας, η απαιτούμενη κατάρτιση και οι όροι εργασίας (38).

48.      Στην υπό εξέταση υπόθεση, είναι αναμφίβολο ότι ο εργαζόμενος ορισμένου χρόνου βρίσκεται, με γνώμονα τη συγκεκριμένη προς εκτέλεση εργασία –ιδίως με γνώμονα τη φύση της εργασίας του, την απαιτούμενη κατάρτιση και τους όρους εργασίας–, στην ίδια κατάσταση όπως οι εργαζόμενοι αορίστου χρόνου στην ίδια εκμετάλλευση. Τούτο διότι ο Α. Μ. Moreira Gómez εκτελούσε, ως ανειδίκευτος υπάλληλος καθαριότητας, την ίδια ακριβώς δραστηριότητα όπως η μητέρα του, M. d. C. Gómez Piñón, με την οποία κατείχε από κοινού την ίδια ακριβώς θέση εργασίας, ενόσω αυτή βρισκόταν σε καθεστώς μερικής συνταξιοδοτήσεως, με αναλογία 75 % προς 25 %. Στην παραδοχή αυτή στηρίζεται ορθώς και το εθνικό δικαστήριο, στη διάταξή του περί παραπομπής.

49.      Ωστόσο, θα ήταν βεβιασμένο να συναχθεί, σε μια υπόθεση όπως η εν προκειμένω επίμαχη, μόνο με βάση την εκτελούμενη από αυτούς δραστηριότητα και την ταυτότητα της θέσεως εργασίας που κατέχουν, το συμπέρασμα ότι οι δυο εργαζόμενοι βρίσκονται συνολικώς σε συγκρίσιμη κατάσταση από κάθε άποψη και ότι, επομένως, ο εργαζόμενος ορισμένου χρόνου υφίσταται διάκριση, επειδή στην περίπτωσή του ισχύουν λιγότερο ευνοϊκές νομοθετικές ρυθμίσεις όσον αφορά την αποζημίωση λόγω λύσεως της συμβάσεως. Συγκεκριμένα, αποφασιστικής σημασίας είναι το αν ο εργαζόμενος ορισμένου χρόνου και ο εργαζόμενος αορίστου χρόνου βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση επίσης ειδικώς όσον αφορά την επίμαχη αποζημίωση –ειδικότερα δε όσον αφορά τον λόγο για τον οποίον οφείλεται τέτοια αποζημίωση.

50.      Το εν λόγω ζήτημα πρέπει εν τέλει να κριθεί με βάση τα ίδια κριτήρια τα οποία εφαρμόζονται ούτως ή άλλως σε ζητήματα διακρίσεων (39). Τούτο διότι η αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων, όπως αυτή αποτυπώνεται στη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, αποτελεί απλώς ειδικότερη έκφραση της ισχύουσας στο δίκαιο της Ένωσης γενικής αρχής της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων (40).

51.      Ως εκ τούτου, γίνεται, κατά πάγια νομολογία, ειδικότερα, δεκτό ότι η συγκρισιμότητα των περιπτώσεων πρέπει να εκτιμάται, μεταξύ άλλων, υπό το πρίσμα του αντικειμένου και του σκοπού της πράξεως που εισάγει τη σχετική διάκριση· επιπλέον, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι αρχές και οι σκοποί του ρυθμιστικού πεδίου στο οποίο εμπίπτει η πράξη αυτή (41).

52.      Επομένως, στα κριτήρια για τη σύγκριση των διαφόρων παροχών που οφείλει να εκπληρώνει ο εργοδότης, αφενός, στους εργαζομένους ορισμένου χρόνου και, αφετέρου, στους εργαζομένους αορίστου χρόνου, βάσει της συμβάσεως εργασίας ή βάσει νόμου, καταλέγεται κατ’ ανάγκη επίσης η πραγματική και νομική κατάσταση στο πλαίσιο της οποίας ζητείται από τον εργοδότη η εκπλήρωση των εκάστοτε παροχών (42).

53.      Η υπό εξέταση υπόθεση προσφέρει στο Δικαστήριο την ευκαιρία να εμβαθύνει ειδικώς στην εν λόγω πτυχή, η οποία φρονώ ότι δεν εξετάστηκε επαρκώς στο πλαίσιο της αποφάσεως de Diego Porras (43), και να επανεξετάσει τη νομολογία του ως προς το σημείο αυτό.

54.      Αναμφίβολα, υπάρχει πλειάδα χρηματικών και κοινωνικών παροχών του εργοδότη τις οποίες, με βάση το αντικείμενο και τον σκοπό τους, δικαιούνται εξίσου τόσο οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου όσο και οι εργαζόμενοι αορίστου χρόνου. Σε αυτές καταλέγονται ασφαλώς, πρωτίστως, ο μισθός, αλλά και τα τυχόν επιδόματα επιβραβεύσεως της αφοσιώσεως στην εκμετάλλευση και οι τυχόν κοινωνικές παροχές, όπως, επί παραδείγματι, τα επιδόματα σιτίσεως και μεταφοράς, καθώς και η πρόσβαση σε αθλητικές εγκαταστάσεις της εκμεταλλεύσεως και σε υπηρεσίες φυλάξεως παιδιών. Τούτο διότι, με τις παροχές αυτές, είτε ανταμείβεται η παρασχεθείσα εργασία στην εκμετάλλευση είτε ενισχύεται η ομαλή ενσωμάτωση στον εργασιακό βίο και στην εκμετάλλευση, όντας εν προκειμένω ενδεχομένως δυνατό να τύχει εφαρμογής η αρχή «pro rata temporis» (ρήτρα 4, σημείο 2, της συμφωνίας-πλαισίου) (44).

55.      Ωστόσο, με την επιφύλαξη της εξετάσεως του ζητήματος από το αιτούν δικαστήριο, η επίμαχη αποζημίωση δεν αφορά τέτοια παροχή. Τούτο διότι, εξ όσων προκύπτουν, η –υπό ορισμένες περιστάσεις– οφειλόμενη, βάσει του εργατικού κώδικα, από τους Ισπανούς εργοδότες αποζημίωση λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας δεν αποτελεί, βάσει του αντικειμένου και του σκοπού της, επίδομα επιβραβεύσεως της αφοσιώσεως στην εκμετάλλευση, αλλά αντιστάθμισμα για την απώλεια της θέσεως εργασίας του εργαζομένου.

56.      Με γνώμονα το εν λόγω αντικείμενο και τον σκοπό της αποζημιώσεως, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου και οι εργαζόμενοι αορίστου χρόνου, παρά την εκ πρώτης όψεως εντύπωση, δεν βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση. Τούτο ουδόλως οφείλεται μόνο στην προσωρινή φύση της απασχολήσεως ορισμένου χρόνου, η οποία, ως έχει αυτή καθεαυτή και αφηρημένα, δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι αποτελεί διακριτικό γνώρισμα (45), αλλά οφείλεται, πολύ συγκεκριμένα, στον διαφορετικό βαθμό προβλεψιμότητας της απώλειας της θέσεως εργασίας, πράγμα που μπορεί να συναρτάται με διαφορετικής εκτάσεως δικαιώματα αποζημιώσεως.

57.      Είναι βεβαίως αναμφίβολο ότι η απώλεια της θέσεως εργασίας αποτελεί, σε κάθε περίπτωση –τόσο για τον εργαζόμενο ορισμένου χρόνου όσο και για τον εργαζόμενο αορίστου χρόνου– ένα άκρως δυσάρεστο και οπωσδήποτε βαρυσήμαντο γεγονός, το οποίο συχνά επιφέρει σοβαρό προσωπικό και κοινωνικό πλήγμα.

58.      Ωστόσο, για έναν εργαζόμενο ορισμένου χρόνου, η απώλεια της θέσεως εργασίας του με τη συμπλήρωση της συμφωνηθείσας συμβατικής διάρκειας, με την ολοκλήρωση της ανατεθείσας εργασίας ή με την επέλευση του συμφωνηθέντος λόγου λύσεως της συμβάσεως είναι εξ αρχής αναμενόμενη και ουδόλως επέρχεται αιφνιδίως. Ο ίδιος ο εργαζόμενος έχει συμπράξει στη συμβατική συμφωνία, η οποία, αργά ή γρήγορα, καταλήγει αναπόφευκτα στη λήξη της σχέσεως εργασίας του, ακόμη και αν αυτός, ενδεχομένως, τρέφει την ελπίδα να προσληφθεί μεταγενέστερα από τον εργοδότη του με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου. Στην υπό εξέταση υπόθεση, η λήξη της διάρκειας της συμβάσεως εργασίας είχε μάλιστα συναρτηθεί με μια καθορισμένη ημερομηνία, ήτοι την ημερομηνία συνταξιοδοτήσεως της ευρισκόμενης σε καθεστώς μερικής συνταξιοδοτήσεως εργαζομένης και μπορούσε, επομένως, να προβλεφθεί ευχερώς.

59.      Αντιθέτως, η (πρόωρη) λύση μιας σχέσεως εργασίας –ορισμένου ή αορίστου χρόνου– με καταγγελία του εργοδότη για αντικειμενική αιτία (π.χ. οικονομικές δυσκολίες του εργοδότη που καθιστούν αναπόφευκτη τη μείωση του προσωπικού) δεν αποτελεί, κατά κανόνα, γεγονός το οποίο ο εργαζόμενος μπορεί να προβλέψει επακριβώς.

60.      Περαιτέρω, στην περίπτωση της καταγγελίας για αντικειμενική αιτία, η νόμιμη αποζημίωση λειτουργεί, συν τοις άλλοις, ως αντιστάθμισμα για τις διαψευσθείσες προσδοκίες του εργαζομένου όσον αφορά τη συνέχιση της σχέσεως εργασίας του, η οποία θα έπρεπε κανονικά να συνεχιστεί. Τέτοιες διαψευσθείσες προσδοκίες δεν υφίστανται, αντιθέτως, στην περίπτωση της απλής λήξεως μιας συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου με τη συμπλήρωση της συμφωνηθείσας συμβατικής διάρκειας, με την ολοκλήρωση της ανατεθείσας εργασίας ή με την επέλευση του συμφωνηθέντος λόγου λύσεως.

61.      Ούτως ή άλλως, δεν μπορεί, εκ προοιμίου, να γίνει λόγος για διαψευσθείσθες προσδοκίες, εφόσον η απασχόληση του εργαζομένου στηριζόταν –όπως εν προκειμένω– σε μία και μόνη σύμβαση relevo ορισμένου χρόνου, η οποία μάλιστα είχε διάρκεια μικρότερη των τριών ετών (46). Ούτε μπορούσε ο A. M. Moreira Gómez, βάσει όσων εκτέθηκαν από το αιτούν δικαστήριο, να στηριχθεί σε οποιουδήποτε είδους επιχειρησιακή συνήθεια, η οποία θα είχε ως αποτέλεσμα να δύναται, μετά τη λήξη της συμβάσεως relevo, να προβάλει δικαίωμα προσλήψεώς του με σχέση εργασίας αορίστου χρόνου.

62.      Αν υπήρχε η πρόθεση να απαγορευθεί στα κράτη μέλη η δυνατότητα να διαφοροποιούν την εργατική τους νομοθεσία σε συνάρτηση με τις προμνησθείσες διαφορές και καταστάσεις συμφερόντων, τούτο θα υπονόμευε τη διάκριση μεταξύ συμβάσεων εργασίας ορισμένου και αορίστου χρόνου. Όπως όμως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η διάκριση αυτή ενσαρκώνει τις αξιακές αντιλήψεις του νομοθέτη της Ένωσης και των ευρωπαίων κοινωνικών εταίρων, που θεωρούν ότι η απασχόληση ορισμένου χρόνου δεν είναι αυτή καθεαυτή επιλήψιμη ή, πολλώ δε μάλλον, παράνομη. Αντιθέτως, η συμφωνία-πλαίσιο στηρίζεται στην παραδοχή ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου «αποτελούν χαρακτηριστικό στοιχείο της απασχόλησης σε ορισμένους τομείς, επαγγέλματα και δραστηριότητες που μπορεί να εξυπηρετεί και τους εργοδότες και τους εργαζομένους» (47). Η εν λόγω συμφωνία προορίζεται επίσης να αποτελέσει «συμβολή προς την επίτευξη καλύτερης ισορροπίας μεταξύ ‟ευελιξίας στο χρόνο εργασίας και ασφάλειας για τους εργαζομένους”» (48).

4.      Ενδιάμεσο συμπέρασμα

63.      Βάσει όλων των ανωτέρω επισημάνσεων, συνάγεται, επομένως, το συμπέρασμα, όσον αφορά την ερμηνεία της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, ότι οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου των οποίων οι συμβάσεις εργασίας λήγουν λόγω συμπληρώσεως της συμφωνηθείσας συμβατικής διάρκειας, λόγω ολοκληρώσεως της ανατεθείσας εργασίας ή λόγω επελεύσεως του συμφωνηθέντος λόγου λύσεως δεν υφίστανται διάκριση επειδή δεν δικαιούνται αποζημίωση ή επειδή δικαιούνται χαμηλότερη αποζημίωση από ό,τι οι εργαζόμενοι των οποίων οι συμβάσεις εργασίας –ορισμένου ή αορίστου χρόνου– λύονται με καταγγελία του εργοδότη για αντικειμενική αιτία.

2.      Οι πιθανοί λόγοι δικαιολογήσεως της άνισης μεταχειρίσεως (δεύτερο ερώτημα)

64.      Το δεύτερο ερώτημα αφορά την έννοια των αντικειμενικών λόγων, οι οποίοι, βάσει της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, μπορούν να δικαιολογήσουν τη διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και των αντίστοιχων εργαζομένων αορίστου χρόνου. Το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν οι διαφορές, όσον αφορά τα δικαιώματα αποζημιώσεως, μεταξύ των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και των εργαζομένων αορίστου χρόνου μπορούν να δικαιολογηθούν για αντικειμενικούς λόγους, λαμβανομένου υπόψη ότι ο εκάστοτε εργοδότης δύναται κατά τη διακριτική του ευχέρεια να αποφασίζει αν η σύμβαση relevo που συνάπτει, για την αντιστάθμιση της μειωμένης παροχής εργασίας από εργαζόμενο που βρίσκεται σε καθεστώς μερικής συνταξιοδοτήσεως, θα είναι ορισμένου ή αορίστου χρόνου.

65.      Το ερώτημα αυτό τίθεται μόνο για την περίπτωση που θεωρηθεί ότι οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου και οι εργαζόμενοι αορίστου χρόνου βρίσκονται σε συγκρίσιμη κατάσταση όσον αφορά τη νόμιμη αποζημίωση που δικαιούνται λόγω απώλειας της θέσεως εργασίας τους. Καθότι όμως ήδη πρότεινα στο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου ερωτήματος, να μη δεχθεί την ύπαρξη τέτοιας συγκρισιμότητας και, ως εκ τούτου, να μη δεχθεί την ύπαρξη διακρίσεως, εξετάζω το εν λόγω δεύτερο ερώτημα μόνον επικουρικώς.

66.      Με τη μνεία περί αντικειμενικών λόγων, όπως αυτή περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, στη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, οι Ευρωπαίοι κοινωνικοί εταίροι –και εν τέλει επίσης ο νομοθέτης της Ένωσης– διατυπώνουν τη θεμελιώδη αρχή ότι οι σχέσεις εργασίας ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται από τους εργοδότες για να στερήσουν από τους θιγόμενους εργαζομένους τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται σε αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου (49).

67.      Για να το θέσω απλά, στη νομολογία για τη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου (50), γίνονται δεκτοί ως αντικειμενικοί λόγοι που δικαιολογούν τη διαφορετική μεταχείριση των εργαζομένων ορισμένου χρόνου και των αντίστοιχων εργαζομένων αορίστου χρόνου τόσο τα καθήκοντα που οφείλουν να εκτελούν οι εργαζόμενοι όσο και οι θεμιτοί σκοποί κοινωνικής πολιτικής του εκάστοτε κράτους μέλους. Εξάλλου, ακόμη και στην περίπτωση που συντρέχουν αντικειμενικοί λόγοι, η διαφορετική μεταχείριση μπορεί να δικαιολογηθεί, μόνον εφόσον στηρίζεται σε σαφώς καθορισμένα και συγκεκριμένα στοιχεία και εφόσον τηρείται η αρχή της αναλογικότητας.

68.      Σε μια περίπτωση όπως αυτή της υπό εξέταση υποθέσεως είναι κατάδηλο ότι η πρόβλεψη διαφορετικής εκτάσεως νόμιμων δικαιωμάτων αποζημιώσεως για τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου και τους εργαζομένους αορίστου χρόνου δεν μπορεί να αποδοθεί στην εκτέλεση διαφορετικών καθηκόντων από αυτούς (αυτά ταυτίζονται στις περιπτώσεις των συμβάσεων relevo), αλλά ανάγεται σε λόγους κοινωνικής πολιτικής. Καθοριστικής σημασίας ήταν για τον Ισπανό νομοθέτη, προδήλως, αφενός, η επιδίωξη να διευκολυνθεί η ένταξη των αναζητούντων εργασία στην αγορά εργασίας και να επιτευχθεί, κατ’ αυτόν τον τρόπο, εν τέλει, το υψηλότερο δυνατό ποσοστό απασχολήσεως, και, αφετέρου, η πρόθεση να στηριχθεί η χρηματοδότηση των ισπανικών συστημάτων κοινωνικής ασφαλίσεως σε πιο στέρεα βάση. Πρόκειται, αναμφιβόλως, για θεμιτούς σκοπούς κοινωνικής πολιτικής.

69.      Εξάλλου, το αιτούν δικαστήριο δεν αμφιβάλλει τόσο για τον θεμιτό χαρακτήρα των επιδιωκόμενων από τον Ισπανό νομοθέτη σκοπών κοινωνικής πολιτικής όσο για το κατά πόσον η θέσπιση διαφορετικών κανόνων για τις αποζημιώσεις είναι πρόσφορη και απαραίτητη για την εκπλήρωση των εν λόγω σκοπών. Ο λόγος στον οποίον στηρίζει τις αμφιβολίες του το αιτούν δικαστήριο είναι ότι ο Ισπανός εργοδότης δύναται να αποφασίζει κατά τη διακριτική του ευχέρεια αν η σύμβαση relevo που συνάπτει, στις περιπτώσεις μερικής συνταξιοδοτήσεως, με τον εκάστοτε νεοπροσλαμβανόμενο εργαζόμενο θα είναι ορισμένου ή αορίστου χρόνου.

70.      Εκ πρώτης όψεως, φαίνεται πράγματι ότι, στο σημείο αυτό, ο Ισπανός νομοθέτης δεν υλοποίησε τους επιδιωκόμενους από αυτόν σκοπούς κοινωνικής πολιτικής με συνέπεια και συστηματικότητα (51): εφόσον για την εκπλήρωση των σκοπών εκείνων είναι δυνατή η σύναψη και συμβάσεων relevo αορίστου χρόνου, γιατί θα πρέπει τότε ορισμένοι εργαζόμενοι, στους οποίους προσφέρθηκαν μόνο συμβάσεις relevo ορισμένου χρόνου, να υποστούν δυσμενή μεταχείριση όσον αφορά τα νόμιμα δικαιώματά τους περί αποζημιώσεως;

71.      Πρέπει όμως να ληφθεί υπόψη ότι ο θεσμός της συμβάσεως relevo θα καθίστατο λιγότερο ελκυστικός και, ως εκ τούτου, η δυνατότητα συνεισφοράς του στην υλοποίηση των επιδιωκόμενων σκοπών κοινωνικής πολιτικής θα ήταν σαφώς πιο περιορισμένη, αν ο νομοθέτης δεν πρόσφερε στους εργοδότες και μια εκδοχή της συμβάσεως relevo ως ορισμένου χρόνου, με λιγότερο εκτεταμένες για αυτούς οικονομικές επιπτώσεις.

72.      Μολονότι ορισμένοι εργοδότες μπορεί να καταφεύγουν καταχρηστικώς στη λύση της συμβάσεως relevo ορισμένου χρόνου, προκειμένου να καλύψουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, οπότε θα έπρεπε κανονικά να συνάψουν σύμβαση αορίστου χρόνου (52), ωστόσο δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι τούτο συνέβη στην υπό εξέταση υπόθεση.

73.      Ούτως ή άλλως, η καταπολέμηση των τυχόν καταχρήσεων, η οποία συνιστά αναμφιβόλως σημαντική επιδίωξη του νομοθέτη της Ένωσης και των Ευρωπαίων κοινωνικών εταίρων, αποτελεί αντικείμενο αυτοτελούς ρυθμίσεως, στη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου. Εξάλλου, μόνη η δυνατότητα καταχρήσεως από ορισμένους εργοδότες του δικαιώματος συνάψεως συμβάσεων relevo ορισμένου χρόνου δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι κάθε εργαζόμενος που απασχολείται με σύμβαση relevo ορισμένου χρόνου υφίσταται διάκριση, όσον αφορά τις συνθήκες απασχολήσεώς του, σε σχέση με τους αντίστοιχους εργαζομένους αορίστου χρόνου. Όπως ορθώς επισημαίνει η Επιτροπή, η διαφορά μεταξύ της προστασίας από τις διακρίσεις κατά τη ρήτρα 4, σημείο 1, και της καταπολεμήσεως των καταχρήσεων κατά τη ρήτρα 5 της συμφωνίας-πλαισίου δεν πρέπει να εξαλειφθεί.

74.      Επομένως, στο δεύτερο ερώτημα θα πρέπει –σε περίπτωση που θεωρηθεί ότι χρήζει απαντήσεως– να δοθεί καταφατική απάντηση.

3.      Η γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως (τρίτο ερώτημα)

75.      Με βάση τη συστηματική διάρθρωση της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, το τρίτο και τελευταίο ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου υποβάλλεται μόνο για την περίπτωση που δοθεί καταφατική απάντηση στο πρώτο ερώτημα και αρνητική στο δεύτερο. Όπως προκύπτει από τις προπαρατεθείσες επισημάνσεις μου, τέτοια περίπτωση δεν συντρέχει εν προκειμένω. Ως εκ τούτου, ακολούθως εξετάζω το τρίτο ερώτημα μόνον επικουρικώς, όπως ακριβώς και το δεύτερο.

76.      Με το τρίτο αυτό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί κατ’ ουσίαν να διευκρινιστεί αν αντιβαίνει στο άρθρο 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και στην ισχύουσα στο δίκαιο της Ένωσης γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων, το ότι η καταβλητέα, βάσει της ισπανικής νομοθεσίας, από τον εργοδότη αποζημίωση λόγω λύσεως της συμβάσεως εργασίας διαφέρει, ως προς το ύψος της, αναλόγως του αν η λύση αυτή επήλθε με καταγγελία για αντικειμενική αιτία ή οφείλεται στη λήξη συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου.

1.      Παραδεκτό του τρίτου ερωτήματος

77.      Η Grupo Norte Facility προβάλλει εκ νέου ένσταση απαραδέκτου, όσον αφορά το εν λόγω τρίτο ερώτημα, προσάπτοντας στο αιτούν δικαστήριο ότι επιδιώκει, με το ερώτημά του, να λάβει μια συμβουλευτική γνώμη για γενικά και υποθετικά ζητήματα (53). Κατ’ ουσίαν, η Grupo Norte Facility προβάλλει την αιτίαση ότι ο εθνικός δικαστής, με το ερώτημά του, δεν αποβλέπει στην επίλυση μιας συγκεκριμένης ατομικής περιπτώσεως, αλλά σε μια εντελώς γενική σύγκριση των καταστάσεων που ρυθμίζονται από το άρθρο 49, παράγραφος 1, στοιχείο c, και από το άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο b, του εργατικού κώδικα.

78.      Αντίστοιχα με όσα προεκτέθηκαν στο πλαίσιο του πρώτου ερωτήματος (54), η ένσταση αυτή δεν μπορεί να γίνει δεκτή. Πρέπει να συμπληρωθεί ότι ο συσχετισμός του τρίτου ερωτήματος με συγκεκριμένη ατομική περίπτωση –ήτοι με αυτήν του A. M. Moreira Gómez– προκύπτει αναμφιβόλως από το συνολικό πλαίσιο της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως, καίτοι το ίδιο το ερώτημα, ως έχει διατυπωθεί, αναφέρεται μόνο στις δύο επίμαχες διατάξεις της ισπανικής νομοθεσίας.

79.      Πέραν τούτου, διατυπώνοντας κατά σχετικώς γενικό τρόπο το τρίτο ερώτημα, ο εθνικός δικαστής πρέπει να είχε κατά νου ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας προδικαστικής αποφάσεως, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο για την εφαρμογή της νομοθεσίας στις ατομικές περιπτώσεις, αλλά μπορεί μόνο να παρέχει πληροφορίες σχετικά με την ερμηνεία των κρίσιμων διατάξεων του δικαίου της Ένωσης. Δεν πρέπει, επομένως, να προσαφθεί στον συντάκτη της αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως το ότι έλαβε υπόψη του τον ανωτέρω κανόνα (55).

80.      Επομένως, βάσει του συνόλου των ανωτέρω επισημάνσεων, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το τρίτο ερώτημα υποβάλλεται παραδεκτώς.

2.      Εκτίμηση του τρίτου ερωτήματος επί της ουσίας

81.      Η ισχύουσα στο δίκαιο της Ένωσης αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η οποία εν τω μεταξύ έχει κατοχυρωθεί επίσης με τα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, επιτάσσει, κατά πάγια νομολογία, να μην επιφυλάσσεται διαφορετική μεταχείριση σε συγκρίσιμες καταστάσεις ούτε η ίδια μεταχείριση σε ανόμοιες καταστάσεις, εκτός αν μια τέτοια μεταχείριση δικαιολογείται αντικειμενικά (56).

82.      Παρέλκει, στην υπό κρίση υπόθεση, η εξέταση του αμφιλεγόμενου ζητήματος αν η εν λόγω γενική αρχή του δικαίου και/ή οι προμνησθείσες διατάξεις του Χάρτη παράγουν άμεσο αποτέλεσμα σε διαφορά μεταξύ ενός εργαζομένου και του εργοδότη του από τον ιδιωτικό τομέα, ήτοι στο πλαίσιο οριζόντιας έννομης σχέσεως (57). Τούτο διότι, από απόψεως ουσίας, η εφαρμογή της γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης περί ίσης μεταχειρίσεως δεν μπορεί εν προκειμένω να έχει διαφορετικό αποτέλεσμα από εκείνο που έχει η εφαρμογή της ειδικότερης αρχής της απαγορεύσεως των διακρίσεων κατά τη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου (βλ., επίσης, άρθρο 52, παράγραφος 2, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων).

83.      Όπως όμως προεκτέθηκε στο πλαίσιο της εξετάσεως του πρώτου ερωτήματος όσον αφορά τη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, η λύση της συμβάσεως εργασίας με καταγγελία του εργοδότη για αντικειμενική αιτία, ανεξαρτήτως του αν αυτή ήταν ορισμένου ή αορίστου χρόνου, δεν αποτελεί γεγονός συγκρίσιμο, όσον αφορά την προβλεψιμότητά του, με την απλή λήξη μιας συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου λόγω συμπληρώσεως της συμφωνηθείσας συμβατικής διάρκειας, λόγω ολοκληρώσεως της ανατεθείσας εργασίας ή λόγω επελεύσεως του συμφωνηθέντος λόγου λύσεως (58).

84.      Συνεπώς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ούτε ότι η γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως και/ή τα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων επιτάσσουν ότι τα νόμιμα δικαιώματα των εργαζομένων περί αποζημιώσεως πρέπει, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, να έχουν ίση έκταση. Επομένως, στο τρίτο ερώτημα θα πρέπει –σε περίπτωση που θεωρηθεί ότι χρήζει απαντήσεως– να δοθεί αρνητική απάντηση.

VI.    Πρόταση

85.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως που υπέβαλε το Tribunal Superior de Justicia de Galicia (ανώτερο δικαστήριο Γαλικίας, Ισπανία) ως εξής:

Η ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70/ΕΚ, έχει την έννοια ότι οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου των οποίων οι συμβάσεις εργασίας λήγουν λόγω συμπληρώσεως της συμφωνηθείσας συμβατικής διάρκειας, λόγω ολοκληρώσεως της ανατεθείσας εργασίας ή λόγω επελεύσεως του συμφωνηθέντος λόγου λύσεως δεν υφίστανται διάκριση επειδή δεν δικαιούνται αποζημίωση ή επειδή δικαιούνται χαμηλότερη αποζημίωση από ό,τι οι εργαζόμενοι των οποίων οι συμβάσεις εργασίας –ορισμένου ή αορίστου χρόνου– λύονται με καταγγελία του εργοδότη για αντικειμενική αιτία.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γερμανική.


2      Στην ισπανική γλώσσα: contrato de relevo.


3      Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016 (C‑596/14, EU:C:2016:683).


4      Η υπόθεση Montero Mateos αφορά απλώς μια άλλη κατηγορία συμβάσεων της ισπανικής εργατικής νομοθεσίας, ήτοι τη σύμβαση εργασίας interinidad (προσωρινής απασχολήσεως) («contrato de trabajo de interinidad»).


5      ΕΕ 1999, L 175, σ. 43.


6      Αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 1999/70.


7      Παράγραφος 3 του προοιμίου της συμφωνίας-πλαισίου.


8      Παράγραφος 2 του προοιμίου της συμφωνίας-πλαισίου· βλ., επίσης, σημείο 6 των γενικών της παρατηρήσεων.


9      Σημείο 8 των γενικών παρατηρήσεων της συμφωνίας-πλαισίου· βλ., επίσης, παράγραφο 2 του προοιμίου της.


10      Παράγραφος 1 του προοιμίου της συμφωνίας-πλαισίου· βλ., επίσης, σημεία 3 και 5 των γενικών της παρατηρήσεων.


11      Texto refundido de la Ley del Estatuto de los Trabajadores, aprobado por el Real Decreto Legislativo 1/1995 (αναδιατυπωμένο κείμενο του εργατικού κώδικα, που εγκρίθηκε με το βασιλικό νομοθετικό διάταγμα 1/1995), της 24ης Μαρτίου 1995 (BOE αριθ. 75, της 29ης Μαρτίου 1995, σ. 9654).


12      Η ίδια ρύθμιση περιλαμβάνεται σήμερα στην όγδοη μεταβατική διάταξη.


13      Πρώην Limpiezas Pisuerga Grupo Norte Limpisa S.A.


14      Πρωτοδικείο εργατικών διαφορών αριθ. 2 της Pontevedra.


15      Agencia Madrileña de Atención Social de la Consejería de Políticas Sociales y Familia de la Comunidad Autónoma de Madrid (εναγομένη της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑677/16).


16      Όπως προεκτέθηκε, η σύμβαση εργασίας interinidad ορισμένου χρόνου εξετάζεται στο πλαίσιο της παράλληλης υποθέσεως Montero Mateos (C‑677/16).


17      Βλ., αντί πολλών, αποφάσεις της 11ης Μαρτίου 2010, Attanasio Group (C‑384/08, EU:C:2010:133, σκέψη 16), και της 26ης Νοεμβρίου 2014, Mascolo κ.λπ. (C‑22/13, C‑61/13 έως C‑63/13 και C‑418/13, EU:C:2014:2401, σκέψη 81).


18      Παρεμπιπτόντως μόνο, επισημαίνεται ότι η ερμηνεία των εν προκειμένω κρίσιμων διατάξεων της ισπανικής εργατικής νομοθεσίας δεν προκύπτει ότι αποτελεί αντικείμενο αντιδικίας στην υπό εξέταση υπόθεση.


19      Η επιδίωξη του Δικαστηρίου να παρέχει στα εθνικά δικαστήρια λυσιτελείς υποδείξεις όσον αφορά την ερμηνεία και την εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης συνάδει με πάγια νομολογία· βλ., αντί πολλών, αποφάσεις της 31ης Ιανουαρίου 2008, Centro Europa 7 (C‑380/05, EU:C:2008:59, σκέψεις 49 έως 51), της 11ης Μαρτίου 2010, Attanasio Group (C‑384/08, EU:C:2010:133, σκέψεις 17 και 19), της 13ης Ιουλίου 2017, Kleinsteuber, C‑354/16, EU:C:2017:539, σκέψη 61), και της 26ης Ιουλίου 2017, Europa Way και Persidera (C‑560/15, EU:C:2017:593, σκέψεις 35 και 36).


20      Στην ισπανική γλώσσα: condiciones de trabajo.


21      Στην ισπανική γλώσσα: condiciones de empleo.


22      Αποφάσεις της 10ης Ιουνίου 2010, Bruno και Pettini (C‑395/08 και C‑396/08, EU:C:2010:329, σκέψεις 45 και 46), της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Carratù (C‑361/12, EU:C:2013:830, σκέψη 35), της 13ης Μαρτίου 2014, Nierodzik (C‑38/13, EU:C:2014:152, σκέψη 25), και της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, de Diego Porras (C‑596/14, EU:C:2016:683, σκέψη 28).


23      Επί παραδείγματι, στη γερμανική γλωσσική απόδοση της ρήτρας 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου δεν γίνεται λόγος περί συνθηκών εργασίας (Αrbeitsbedingungen), αλλά περί συνθηκών απασχολήσεως (Beschäftigungsbedingungen). Το ίδιο ισχύει, επί παραδείγματι, όσον αφορά τη γαλλική (conditions d’emploi), την ιταλική (condizioni di impiego), την πορτογαλική (condições de emprego) και την αγγλική γλωσσική απόδοση (employment conditions).


24      Ρήτρα 1, στοιχείο αʹ, της συμφωνίας-πλαισίου και αιτιολογική σκέψη 14 της οδηγίας 1999/70.


25      Παράγραφος 3 του προοιμίου της συμφωνίας-πλαισίου.


26      Απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, Del Cerro Alonso (C‑307/05, EU:C:2007:509, σκέψεις 27 και 38)· ομοίως, αποφάσεις της 15ης Απριλίου 2008, Impact (C‑268/06, EU:C:2008:223, σκέψη 114), και της 13ης Μαρτίου 2014, Nierodzik (C‑38/13, EU:C:2014:152, σκέψη 24).


27      Αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, Del Cerro Alonso (C‑307/05, EU:C:2007:509, σκέψη 38 σε συνδυασμό με σκέψη 37), της 15ης Απριλίου 2008, Impact (C‑268/06, EU:C:2008:223, σκέψη 114), και της 13ης Μαρτίου 2014, Nierodzik (C‑38/13, EU:C:2014:152, σκέψη 24).


28      Υπό την ίδια έννοια, απόφαση της 10ης Ιουνίου 2010, Bruno και Pettini (C‑395/08 και C‑396/08, EU:C:2010:329, σκέψεις 45 και 46).


29      Οδηγία 2000/78/ΕΚ του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2000, για τη διαμόρφωση γενικού πλαισίου για την ίση μεταχείριση στην απασχόληση και την εργασία (ΕΕ 2000, L 303, σ. 16).


30      Oδηγία 2006/54/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Ιουλίου 2006, για την εφαρμογή της αρχής των ίσων ευκαιριών και της ίσης μεταχείρισης ανδρών και γυναικών σε θέματα εργασίας και απασχόλησης (ΕΕ 2006, L 204, σ. 23).


31      Βλ., αντί πολλών, αποφάσεις της 16ης Φεβρουαρίου 1982, Burton (19/81, EU:C:1982:58, σκέψη 9), της 8ης Ιουνίου 2004, Österreichischer Gewerkschaftsbund (C‑220/02, EU:C:2004:334, σκέψη 36), και της 12ης Οκτωβρίου 2010, Ingeniørforeningen i Danmark (C‑499/08, EU:C:2010:600, σκέψη 21).


32      Υπό την ίδια έννοια, απόφαση της 13ης Μαρτίου 2014, Nierodzik (C‑38/13, EU:C:2014:152, σκέψη 28).


33      Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, de Diego Porras (C‑596/14, EU:C:2016:683, σκέψεις 31 και 32)· ομοίως, ήδη, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Carratù (C‑361/12, EU:C:2013:830, σκέψεις 35 έως 37, επίσης όσον αφορά ρύθμιση για την αποζημίωση), και της 13ης Μαρτίου 2014, Nierodzik (C‑38/13, EU:C:2014:152, σκέψεις 27 έως 29, όσον αφορά την προθεσμία καταγγελίας).


34      Διάταξη της 11ης Νοεμβρίου 2010, Vino (C‑20/10, EU:C:2010:677, σκέψη 57).


35      Ομοίως, επίσης, αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Carratù (C‑361/12, EU:C:2013:830, σκέψη 43), της 13ης Μαρτίου 2014, Nierodzik (C‑38/13, EU:C:2014:152, σκέψη 30), και της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, de Diego Porras (C‑596/14, EU:C:2016:683, σκέψεις 39 και 40).


36      Απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Carratù (C‑361/12, EU:C:2013:830, σκέψη 42), και διάταξη της 30ής Απριλίου 2014, D’Aniello κ.λπ. (C‑89/13, EU:C:2014:299, σκέψη 28)· ομοίως, επίσης, απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2012, Valenza (C‑302/11 έως C‑305/11, EU:C:2012:646, σκέψη 48), καθώς και η άποψη που διατυπώνεται στην απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, de Diego Porras (C‑596/14, EU:C:2016:683, σκέψεις 39 και 40).


37      Αποφάσεις της 18ης Οκτωβρίου 2012, Valenza (C‑302/11 έως C‑305/11, EU:C:2012:646, σκέψη 43), της 13ης Μαρτίου 2014, Nierodzik (C‑38/13, EU:C:2014:152, σκέψη 32), και της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, de Diego Porras (C‑596/14, EU:C:2016:683, σκέψη 42).


38      Αποφάσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Rosado Santana (C‑177/10, EU:C:2011:557, σκέψη 66), και της 13ης Μαρτίου 2014, Nierodzik (C‑38/13, EU:C:2014:152, σκέψη 31), καθώς και διατάξεις της 18ης Μαρτίου 2011, Montoya Medina (C‑273/10, EU:C:2011:167, σκέψη 37), και της 9ης Φεβρουαρίου 2017, Rodrigo Sanz (C‑443/16, EU:C:2017:109, σκέψη 38)· υπό την ίδια έννοια, ήδη, απόφαση της 31ης Μαΐου 1995, Royal Copenhagen (C‑400/93, EU:C:1995:155, σκέψη 33).


39      Βλ., επίσης, προτάσεις μου στις υποθέσεις Pillbox 38 (C‑477/14, EU:C:2015:854, σημείο 38), Pilkington Group κ.λπ. κατά Επιτροπής (C‑101/15 P, EU:C:2016:258, σημείο 66) και Vervloet κ.λπ. (C‑76/15, EU:C:2016:386, σημείο 47), με τις οποίες επισημαίνω ότι η ερμηνεία και η εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχειρίσεως δεν είναι δυνατόν να διαφέρει αναλόγως του τομέα του δικαίου.


40      Υπό την έννοια αυτή, επί παραδείγματι, απόφαση της 8ης Σεπτεμβρίου 2011, Rosado Santana (C‑177/10, EU:C:2011:557, σκέψη 65), στο πλαίσιο της οποίας η πάγια νομολογία σχετικά με τη γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης περί απαγορεύσεως της άνισης μεταχειρίσεως εφαρμόζεται επίσης σε σχέση με τη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμβάσεως-πλαισίου.


41      Αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ. (C‑127/07, EU:C:2008:728, σκέψη 26), της 11ης Ιουλίου 2013, Ziegler κατά Επιτροπής (C‑439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψη 167), και της 26ης Ιουλίου 2017, Persidera (C‑112/16, EU:C:2017:597, σκέψη 46).


42      Υπό την έννοια αυτή, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Carratù (C‑361/12, EU:C:2013:830, σκέψεις 44 και 45).


43      Απόφαση της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, de Diego Porras (C‑596/14, EU:C:2016:683, ιδίως σκέψεις 40 έως 44 και 51).


44      Εξάλλου, το δικαίωμα λήψεως ορισμένων παροχών του εργοδότη είναι δυνατόν να εξαρτάται από τη συμπλήρωση ελάχιστου χρόνου υπηρεσίας στην εκμετάλλευση, εφόσον η προϋπόθεση αυτή καθορίζεται με αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια και δεν αποβλέπει στοχευμένα στον αποκλεισμό των εργαζομένων ορισμένου χρόνου.


45      Κατά τη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται δυσμενέστερα απλώς και μόνο επειδή έχουν σύμβαση ή σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου· βλ., επίσης, αποφάσεις της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gavieiro Gavieiro και Iglesias Torres (C‑444/09 και C‑456/09, EU:C:2010:819, σκέψεις 56 και 57), της 18ης Οκτωβρίου 2012, Valenza (C‑302/11 έως C‑305/11, EU:C:2012:646, σκέψη 52), και της 13ης Μαρτίου 2014, Nierodzik (C‑38/13, EU:C:2014:152, σκέψεις 37 και 38).


46      Η παράλληλη υπόθεση Montero Mateos (C‑677/16) αφορά μια σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου με συνολική διάρκεια εννέα ετών και έξι μηνών. Ωστόσο, όπως επισημαίνω στις σημερινές προτάσεις μου στην υπόθεση εκείνη, σε αμφότερες τις υποθέσεις προσήκει η ίδια νομική εκτίμηση.


47      Σημείο 8 των γενικών παρατηρήσεων της συμφωνίας-πλαισίου· βλ., επίσης, παράγραφο 2 του προοιμίου της.


48      Παράγραφος 1 του προοιμίου της συμφωνίας-πλαισίου· βλ., επίσης, σημεία 3 και 5 των γενικών της παρατηρήσεων.


49      Αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, Del Cerro Alonso (C‑307/05, EU:C:2007:509, σκέψη 37), της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Carratù (C‑361/12, EU:C:2013:830, σκέψη 41), και της 13ης Μαρτίου 2014, Nierodzik (C‑38/13, EU:C:2014:152, σκέψη 23).


50      Αποφάσεις της 13ης Σεπτεμβρίου 2007, Del Cerro Alonso (C‑307/05, EU:C:2007:509, σκέψεις 53 και 58), της 22ας Απριλίου 2010, Zentralbetriebsrat der Landeskrankenhäuser Tirols (C‑486/08, EU:C:2010:215, σκέψη 42), της 22ας Δεκεμβρίου 2010, Gavieiro Gavieiro και Iglesias Torres (C‑444/09 και C‑456/09, EU:C:2010:819, σκέψη 55), της 18ης Οκτωβρίου 2012, Valenza (C‑302/11 έως C‑305/11, EU:C:2012:646, σκέψη 51), και της 14ης Σεπτεμβρίου 2016, de Diego Porras (C‑596/14, EU:C:2016:683, σκέψη 45).


51      Κατά πάγια νομολογία, η αρχή της υλοποιήσεως των επιδιωκόμενων σκοπών με συνέπεια και συστηματικότητα λογίζεται από το Δικαστήριο ως απορρέουσα από την αρχή της αναλογικότητας· βλ. αποφάσεις της 10ης Μαρτίου 2009, Hartlauer (C‑169/07, EU:C:2009:141, σκέψη 55), της 17ης Νοεμβρίου 2009, Presidente del Consiglio dei Ministri (C‑169/08, EU:C:2009:709, σκέψη 42), και της 13ης Ιουλίου 2016, Pöpperl (C‑187/15, EU:C:2016:550, σκέψη 33). Όπως έχω ήδη επισημάνει, σε άλλη περίπτωση, η εν λόγω νομολογία, η οποία αναπτύχθηκε σε σχέση με τις θεμελιώδεις ελευθερίες, μπορεί να εφαρμοστεί και όσον αφορά το παράγωγο δίκαιο (βλ., σχετικώς, προτάσεις μου στις υποθέσεις Persidera, C‑112/16, EU:C:2017:250, σημείο 66, με υποσημείωση 46, και Επιτροπή κατά Αυστρίας, C‑187/16, EU:C:2017:578, σημείο 71).


52      Βλ., συναφώς, τη θεμελιώδη απόφαση της 23ης Απριλίου 2009, Αγγελιδάκη κ.λπ. (C‑378/07 έως C‑380/07, EU:C:2009:250, ιδίως σκέψεις 103, 106 και 107).


53      Στο πλαίσιο αυτό, η Grupo Norte Facility επικαλείται την πάγια νομολογία, κατά την οποία το Δικαστήριο δεν έχει την αρμοδιότητα να διατυπώνει, κατά τη διαδικασία προδικαστικής αποφάσεως, συμβουλευτικές γνώμες για γενικά ή υποθετικά ζητήματα (βλ., επί παραδείγματι, αποφάσεις της 15ης Δεκεμβρίου 1995, Bosman, C‑415/93, EU:C:1995:463, σκέψη 60, της 26ης Φεβρουαρίου 2013, Åkerberg Fransson, C‑617/10, EU:C:2013:105, σκέψη 42, και της 13ης Ιουλίου 2017, Kleinsteuber, C‑354/16, EU:C:2017:539, σκέψη 61).


54      Βλ., σχετικώς, σημεία 32 έως 34 των παρουσών προτάσεων.


55      Ομοίως, επίσης, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2013, Carratù (C‑361/12, EU:C:2013:830, σκέψη 24).


56      Αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2008, Arcelor Atlantique et Lorraine κ.λπ. (C‑127/07, EU:C:2008:728, σκέψη 23), της 14ης Σεπτεμβρίου 2010, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής (C‑550/07 P, EU:C:2010:512, σκέψη 55), και της 26ης Ιουλίου 2017, Persidera (C‑112/16, EU:C:2017:597, σκέψη 46).


57      Το εν λόγω ζήτημα συζητήθηκε εντόνως ιδίως στο πλαίσιο των αποφάσεων της 22ας Νοεμβρίου 2005, Mangold (C‑144/04, EU:C:2005:709) και της 19ης Ιανουαρίου 2010, Kücükdeveci (C‑555/07, EU:C:2010:21). Βλ., εξάλλου, προσφάτως, αποφάσεις της 24ης Ιανουαρίου 2012, Dominguez (C‑282/10, EU:C:2012:33), της 15ης Ιανουαρίου 2014, Association de médiation sociale (C‑176/12, EU:C:2014:2) και της 19ης Απριλίου 2016, DI (C‑441/14, EU:C:2016:278).


58      Βλ., σχετικώς, σημεία 47 έως 62 των παρουσών προτάσεων.