Language of document : ECLI:EU:T:2022:517

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 7ης Σεπτεμβρίου 2022 (*)

«Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Τηλεργασία – Αίτηση επιστροφής εξόδων τηλεφώνου και σύνδεσης στο διαδίκτυο – Απόρριψη της αίτησης – Ένσταση έλλειψης νομιμότητας – Εν μέρει παραδεκτό – Άρθρο 71 και παράρτημα VII του ΚΥΚ – Καθήκον μέριμνας - Αρχή της ισότητας και της απαγόρευσης των διακρίσεων – Δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής»

Στην υπόθεση T‑486/21,

OE, εκπροσωπούμενη από τον G. Hervet, δικηγόρο,

προσφεύγουσα-ενάγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από την I. Melo Sampaio και τον L. Vernier,

καθής-εναγομένη,

υποστηριζόμενης από

το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, εκπροσωπούμενο από τις M. Windisch, S. Bukšek Tomac και τον J. Van Pottelberge,

και από

το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εκπροσωπούμενο από τον M. Bauer,

παρεμβαίνοντα,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους S. Gervasoni, πρόεδρο, L. Madise και R. Frendo (εισηγήτρια), δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία, ιδίως:

–        το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 3 Αυγούστου 2021,

–        τις αιτήσεις παρεμβάσεως του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 27ης Σεπτεμβρίου και της 17ης Νοεμβρίου 2021, τις οποίες ο πρόεδρος του τετάρτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου έκανε δεκτές, στις 12 Νοεμβρίου και στις 15 Δεκεμβρίου 2021 αντιστοίχως,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα για τον καθορισμό ημερομηνίας διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζήτησης εντός τριών εβδομάδων από την επίδοση του εγγράφου με το οποίο γνωστοποιήθηκε η περάτωση της έγγραφης διαδικασίας, και αποφασίζοντας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 106, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να κρίνει επί της προσφυγής-αγωγής χωρίς να διεξαχθεί επ’ ακροατηρίου συζήτηση,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή-αγωγή που άσκησε δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, η προσφεύγουσα-ενάγουσα OE ζητεί κατ’ ουσίαν, αφενός να ακυρωθεί η απορριπτική απόφαση του Γραφείου Υποδομών και Διοικητικής Υποστήριξης στις Βρυξέλλες (OIB) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 18ης Δεκεμβρίου 2020, επί της αίτησής της για επιστροφή των επαγγελματικών εξόδων στα οποία υποβλήθηκε λόγω του αναγκαστικού καθεστώτος τηλεργασίας όπου είχε υπαχθεί και για χορήγηση φορητής συσκευής USB 4G, και, αφετέρου, να υποχρεωθεί η Επιτροπή, πρώτον, να της επιστρέψει τα ως άνω έξοδα, δεύτερον, να της εξασφαλίσει την προαναφερθείσα πρόσβαση στο διαδίκτυο και, τέλος, να της καταβάλει αποζημίωση ύψους 10 000 ευρώ, προς αποκατάσταση της ζημίας που φέρεται να υπέστη.

I.      Ιστορικό της διαφοράς

2        Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ήταν, κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών, υπάλληλος της Επιτροπής.

3        Στις 17 Μαρτίου 2020 τέθηκε σε ισχύ στο Βέλγιο μέτρο κατ’ οίκον περιορισμού ολόκληρου του πληθυσμού λόγω της πανδημίας COVID-19. Επομένως, από την ημερομηνία αυτή, η προσφεύγουσα-ενάγουσα, όπως και το σύνολο σχεδόν του προσωπικού της Επιτροπής, αναγκάστηκε να ασκεί τα καθήκοντά της μέσω τηλεργασίας.

4        Για υπηρεσίες τηλεφωνίας και πρόσβασης στο διαδίκτυο, η προσφεύγουσα-ενάγουσα έχει συνάψει σύμβαση με την εταιρία VOO, η οποία καλύπτει, μεταξύ άλλων, μηνιαίο όγκο δεδομένων πρόσβασης στο διαδίκτυο ύψους 100 gigabytes (GB), έναντι μηνιαίας συνδρομής ύψους 37,46 ευρώ. Πέραν του ανώτατου αυτού ορίου, της επιβάλλεται πρόσθετη χρέωση.

5        Η VOO χρέωσε στην προσφεύγουσα-ενάγουσα 1,89 ευρώ για τηλεφωνικές κλήσεις που έγιναν τον Σεπτέμβριο του 2020 προς την υπηρεσία υποστήριξης σε θέματα πληροφορικής και στη Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) Πληροφορικής της Επιτροπής. Επιπλέον, τον Νοέμβριο του 2020, η VOO χρέωσε στην προσφεύγουσα-ενάγουσα πρόσθετο ποσό ύψους 50 ευρώ διότι, τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, είχε καταναλώσει 137,434 GB επιπλέον του καλυπτόμενου από τη σύμβασή της όγκου δεδομένων.

6        Θεωρώντας ότι τα έξοδα για τα οποία έγινε λόγος στη σκέψη 5 οφείλονταν στο καθεστώς τηλεργασίας που αποφάσισε να εφαρμόσει η Επιτροπή, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υπέβαλε, στις 2 Δεκεμβρίου 2020, αίτηση επιστροφής ποσού ύψους 51,89 ευρώ, δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ).

7        Στις 7 Δεκεμβρίου 2020, η προσφεύγουσα-ενάγουσα συμπλήρωσε την αίτησή της ζητώντας από την Επιτροπή να της παράσχει, όπως σε κάθε άλλον υπάλληλο που βρίσκεται σε παρόμοιο καθεστώς τηλεργασίας, φορητή συσκευή USB 4G ώστε να μπορεί να χρησιμοποιεί το διαδίκτυο για επαγγελματικούς σκοπούς εκτός των εγκαταστάσεων της Επιτροπής.

8        Με απόφαση της 18ης Δεκεμβρίου 2020, το OIB της Επιτροπής απέρριψε την αίτηση της προσφεύγουσας-ενάγουσας για επιστροφή των δαπανών της «όσον αφορά τα έξοδα στα οποία είχε υποβληθεί και/ή τον εξοπλισμό που είχε αγοράσει». Εξέθετε, μεταξύ άλλων, στην προσφεύγουσα-ενάγουσα ότι μπορούσε, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να λάβει επιστροφή των εξόδων αγοράς μίας καρέκλας γραφείου και μίας οθόνης υπολογιστή για την οικία της (στο εξής: εξοπλισμός γραφείου). Επιπλέον, της επισήμαινε ότι, εφόσον οι κανόνες επιστροφής των εξόδων εξοπλισμού γραφείου κατ’ οίκον είχαν καθοριστεί και δεν περιελάμβαναν τα έξοδα διαδικτύου και τηλεφωνικών κλήσεων, δεν θα δινόταν καμία συνέχεια στην αίτηση.

9        Στις 8 Ιανουαρίου 2021, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υπέβαλε διοικητική ένσταση με αντικείμενο την επιστροφή των προαναφερθέντων στη σκέψη 6 εξόδων και τη χορήγηση πρόσβασης στο διαδίκτυο για επαγγελματική χρήση.

10      Στις 5 Μαΐου 2021, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής: ΑΔΑ) απέρριψε τη διοικητική ένσταση της προσφεύγουσας-ενάγουσας (στο εξής: απορριπτική απόφαση επί της διοικητικής ένστασης) στηριζόμενη κατ’ ουσίαν στο ότι δεν υπήρχε καμία νομική βάση για να γίνουν δεκτά τα αιτήματά της, ούτε στο άρθρο 71 του ΚΥΚ ούτε στην απόφαση της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 2015, σχετικά με την εφαρμογή της τηλεργασίας στις υπηρεσίες της, ούτε στις κατευθυντήριες γραμμές της Επιτροπής σχετικά με την τηλεργασία κατά τη διάρκεια της πανδημίας της νόσου COVID-19 (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές για την τηλεργασία), όπως ίσχυαν στις 18 Δεκεμβρίου 2020, ημερομηνία έκδοσης της απόφασης για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 8.

11      Η ΑΔΑ υπενθύμισε ότι, βάσει ιδίως του άρθρου 9, παράγραφος 3, της απόφασης της Επιτροπής, της 17ης Δεκεμβρίου 2015, σχετικά με την εφαρμογή της τηλεργασίας στις υπηρεσίες της, ο τηλεργαζόμενος αναλαμβάνει τα έξοδα συνδρομής στο διαδίκτυο και τα έξοδα επικοινωνίας που προκύπτουν από την τηλεργασία, καθώς και ότι το προβλεπόμενο στο άρθρο 71 του ΚΥΚ δικαίωμα επιστροφής των επαγγελματικών εξόδων ασκείται υπό τις προϋποθέσεις του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, το οποίο δεν αναφέρει τα συγκεκριμένα έξοδα. Επισήμανε επίσης, αφενός, ότι ορισμένοι υπάλληλοι των θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης λάμβαναν οικονομική στήριξη για τα επίμαχα έξοδα, μέσω της προβλεπόμενης στο άρθρο 3, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΟΚ, Ευρατόμ, ΕΚΑΧ) 260/68 του Συμβουλίου, της 29ης Φεβρουαρίου 1968, περί καθορισμού των όρων και της διαδικασίας επιβολής του φόρου του θεσπιθέντος υπέρ των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΕΕ ειδ. έκδ. 01/001, σ. 115), έκπτωσης φόρου η οποία είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση κατά 10 % της βάσης επιβολής του φόρου για επαγγελματικά έξοδα και, αφετέρου, ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα ετύγχανε τέτοιας έκπτωσης. Η ΑΔΑ έκρινε ότι η άρνηση επιστροφής του ζητηθέντος ποσού δεν έθιγε σε καμία περίπτωση την ίση μεταχείριση μεταξύ υπαλλήλων, ούτε βάσει της θέσης τους στην ιεραρχία ούτε βάσει των όρων πρόσβασης στο διαδίκτυο, και δεν συνεπαγόταν για την προσφεύγουσα-ενάγουσα καμία προσβολή μιας υποτιθέμενης συμβατικής υποχρέωσής της να χρησιμοποιεί τη συνδρομή της στο διαδίκτυο αποκλειστικώς για ιδιωτικούς σκοπούς.

12      Εν τω μεταξύ, η προσφεύγουσα-ενάγουσα είχε υποβάλει, στις 21 Απριλίου 2021, άλλη αίτηση δυνάμει του άρθρου 90, παράγραφος 1, του ΚΥΚ, σχετικά με τη χορήγηση «όγκου δεδομένων πρόσβασης στο διαδίκτυο για κατ’ οίκον επαγγελματική χρήση». Το Γραφείο Διαχείρισης και Εκκαθάρισης των Ατομικών Δικαιωμάτων (PMO) της Επιτροπής την απέρριψε με απόφαση της 14ης Ιουλίου 2021, με την αιτιολογία ότι είχε το ίδιο αντικείμενο με την προηγούμενη, από 8 Ιανουαρίου, διοικητική ένσταση της προσφεύγουσας-ενάγουσας, η οποία είχε ήδη απορριφθεί στις 5 Μαΐου 2021.

13      Επιπλέον, στις 3 Μαΐου 2021, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ενημέρωσε με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου την προϊσταμένη της μονάδας της ότι, «ελλείψει διαδικτύου», δεν μπορούσε να έχει πρόσβαση στον διακομιστή και στα εργαλεία πληροφορικής, αλλά παρέμενε στην οικία της διαθέσιμη να εκτελέσει κάθε εντολή και να επικοινωνεί μέσω τηλεφώνου. Κατόπιν αυτού του ηλεκτρονικού μηνύματος, η ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων και Ασφάλειας ενημέρωσε την προσφεύγουσα-ενάγουσα, στις 19 Μαΐου 2021, ότι διαπιστώθηκε αδικαιολόγητη απουσία της από την εργασία στις 3 Μαΐου 2021 και ότι αφαιρέθηκε μία ημέρα από την ετήσια άδειά της. Στις 16 Ιουλίου 2021, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υπέβαλε διοικητική ένσταση κατά της εν λόγω απόφασης.

II.    Αιτήματα των διαδίκων

14      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        κυρίως, να κρίνει παράνομο το άρθρο 71 του ΚΥΚ, στο οποίο στηρίζεται η απορριπτική απόφαση επί της διοικητικής ένστασης·

–        επικουρικώς, να ακυρώσει την απορριπτική απόφαση επί της διοικητικής ένστασης·

–        κατά συνέπεια, να υποχρεώσει την Επιτροπή:

–        να της καταβάλει το ποσό των 51,89 ευρώ ως επιστροφή επαγγελματικών εξόδων·

–        να της παρέχει με οποιονδήποτε τρόπο, στο πλαίσιο της τηλεργασίας, πρόσβαση στο διαδίκτυο για επαγγελματική χρήση·

–        να της καταβάλει το ποσό των 10 000 ευρώ προς αποκατάσταση διαφόρων ζημιών·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

15      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα-ενάγουσα στα δικαστικά έξοδα.

16      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή-αγωγή.

III. Σκεπτικό

Α.      Επί του πρώτου αιτήματος

17      Με το πρώτο αίτημά της, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί κυρίως από το Γενικό Δικαστήριο να κρίνει παράνομο το άρθρο 71 του ΚΥΚ. Προς τούτο, προβάλλει ένσταση έλλειψης νομιμότητας του εν λόγω άρθρου, όπου ορίζεται ότι, υπό τις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παράρτημα VII του ΚΥΚ, ο υπάλληλος δικαιούται επιστροφής των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε, μεταξύ άλλων, επ’ ευκαιρία της άσκησης των καθηκόντων του.

18      Το αίτημα όμως αυτό, ως αυτοτελές σε σχέση με τα λοιπά αιτήματα, πρέπει να απορριφθεί λόγω αναρμοδιότητας, δεδομένου ότι το άρθρο 270 ΣΛΕΕ και τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ δεν απονέμουν στον δικαστή της Ένωσης την αρμοδιότητα να προβαίνει σε νομικές κρίσεις γενικής ισχύος (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιανουαρίου 2018, SE κατά Συμβουλίου, T-231/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:3, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

Β.      Επί του δευτέρου αιτήματος

1.      Επί του αντικειμένου και του παραδεκτού του δευτέρου αιτήματος

19      Με το δεύτερο αίτημά της, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να ακυρώσει την απορριπτική απόφαση επί της διοικητικής ένστασης.

20      Ωστόσο, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, κατά πάγια νομολογία, ακυρωτικά αιτήματα στρεφόμενα τυπικώς κατά της απορριπτικής απόφασης επί διοικητικής ένστασης έχουν ως αποτέλεσμα, στην περίπτωση που η απόφαση αυτή στερείται αυτοτελούς περιεχομένου, να υποβάλλεται στην κρίση του Γενικού Δικαστηρίου η πράξη κατά της οποίας υποβλήθηκε η διοικητική ένσταση (βλ. απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2021, ZR κατά EUIPO, T-610/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:5, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

21      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η απορριπτική απόφαση επί της διοικητικής ένστασης στερείται πράγματι αυτοτελούς περιεχομένου και ότι, επομένως, παρέλκει η διατύπωση κρίσης ειδικώς επ’ αυτής. Συγκεκριμένα, με την εν λόγω απόφαση, η ΑΔΑ αποφάνθηκε, βεβαίως, επί του αιτήματος επιστροφής των εξόδων που υπερέβαιναν το ποσό της μηνιαίας συνδρομής της προσφεύγουσας‑ενάγουσας και επί του αιτήματος παροχής στην τελευταία ενός μέσου πρόσβασης στο διαδίκτυο. Εντούτοις, το OIB, με την από 18 Δεκεμβρίου 2020 απόφασή του, είχε ήδη λάβει θέση τόσο επί της επίμαχης επιστροφής όσο και επί της χορήγησης εξοπλισμού αποτελούμενου από φορητή συσκευή USB 4G, στις οποίες η προσφεύγουσα-ενάγουσα είχε ήδη αναφερθεί με το από 7 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους ηλεκτρονικό μήνυμά της (βλ. σκέψη 8 ανωτέρω).

22      Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, με το δεύτερο αίτημά της, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί την ακύρωση της απόφασης του OIB της 18ης Δεκεμβρίου 2020, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της με αντικείμενο, αφενός, την επιστροφή του ποσού των 51,89 ευρώ ως επαγγελματικών εξόδων που προέκυψαν από το καθεστώς τηλεργασίας στο οποίο είχε υπαχθεί και, αφετέρου, τη χορήγηση φορητής συσκευής USB 4G (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

23      Εξάλλου, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι το δεύτερο αίτημα δεν είναι παραδεκτό κατά το μέρος που ζητείται η ακύρωση της απόφασης του PMO της 14ης Ιουλίου 2021 με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση της προσφεύγουσας-ενάγουσας της 21ης Απριλίου του ίδιου έτους για τη χορήγηση όγκου δεδομένων πρόσβασης στο διαδίκτυο για επαγγελματική χρήση, εφόσον δεν προηγήθηκε διοικητική ένσταση.

24      Όπως όμως προκύπτει από τη σκέψη 21 ανωτέρω, η προσφεύγουσα-ενάγουσα είχε ήδη διατυπώσει κατ’ ουσίαν το αίτημα πρόσβασης και το μεν OIB με την προσβαλλόμενη απόφαση, η δε ΑΔΑ με την απορριπτική απόφαση επί της διοικητικής ένστασης αποφάνθηκαν επ’ αυτού. Η από 14 Ιουλίου 2021 απόφαση του PMO (βλ. σκέψη 12 ανωτέρω) αιτιολογείται άλλωστε με αναφορά στον περιττό χαρακτήρα της αίτησης της 21ης Απριλίου του ίδιου έτους.

25      Υπό τις συνθήκες αυτές, το δεύτερο αίτημα πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποσκοπεί στην ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, περιλαμβανομένου και του μέρους της με το οποίο απορρίφθηκε το αίτημα παροχής, στην προσφεύγουσα-ενάγουσα, πρόσβασης στο διαδίκτυο για επαγγελματική χρήση. Ως εκ τούτου, το αίτημα αυτό είναι παραδεκτό.

2.      Επί των λόγων ακυρώσεως που προβάλλονται προς στήριξη του δευτέρου αιτήματος

26      Προς στήριξη του αιτήματός της για την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, η προσφεύγουσα-ενάγουσα προβάλλει πέντε λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά ένσταση έλλειψης νομιμότητας του άρθρου 71 και του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, ο δεύτερος, ο οποίος προβάλλεται επικουρικώς, αφορά παράβαση του εν λόγω άρθρου, ο τρίτος αφορά παράβαση του καθήκοντος μέριμνας και προσβολή του δικαιώματος χρηστής διοίκησης, ο τέταρτος αφορά παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων και, ο πέμπτος, παράβαση του άρθρου 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

α)      Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ένσταση έλλειψης νομιμότητας του άρθρου 71 και του παραρτήματος VII του ΚΥΚ

1)      Επί του παραδεκτού του πρώτου λόγου ακυρώσεως

27      Το Κοινοβούλιο προβάλλει δύο ενστάσεις απαραδέκτου κατά της ένστασης έλλειψης νομιμότητας η οποία στρέφεται κατά του άρθρου 71 και του παραρτήματος VII του ΚΥΚ. Με την πρώτη υποστηρίζει ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι αόριστος και με τη δεύτερη ότι δεν έχει ληφθεί υπόψη ο παρεμπίπτων χαρακτήρας των ενστάσεων έλλειψης νομιμότητας.

28      Υπενθυμίζεται επ’ αυτού ότι, κατά το άρθρο 142, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, η παρέμβαση έχει αποκλειστικώς και μόνον ως αντικείμενο την υποστήριξη, εν όλω ή εν μέρει, των αιτημάτων του ενός των κυρίων διαδίκων. Επιπλέον, βάσει του άρθρου 142, παράγραφος 3, του Κανονισμού αυτού, ο παρεμβαίνων αποδέχεται τη δίκη στο στάδιο που αυτή βρίσκεται κατά τον χρόνο της παρέμβασής του.

29      Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι όποιος παρεμβαίνει σε δίκη υπέρ του καθού δεν νομιμοποιείται να προβάλει ένσταση απαραδέκτου που δεν έχει διατυπωθεί με τα αιτήματα του τελευταίου (βλ. απόφαση της 1ης Ιουλίου 2008, Chronopost και La Poste κατά UFEX κ.λπ., C-341/06 P και C-342/06 P, EU:C:2008:375, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

30      Επομένως, το Κοινοβούλιο δεν νομιμοποιείται να προβάλει τις δύο προαναφερθείσες στη σκέψη 27 ενστάσεις απαραδέκτου, όπερ σημαίνει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι υποχρεωμένο να απαντήσει ρητώς επί της ουσίας σε αυτές.

31      Εντούτοις, δεδομένου ότι, κατά το άρθρο 129 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί οποτεδήποτε, αφού ακούσει τους κύριους διαδίκους, να εξετάσει αυτεπαγγέλτως τους λόγους απαραδέκτου δημοσίας τάξεως, επιβάλλεται, εν προκειμένω, χάριν της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, να εξεταστούν αυτοί οι λόγοι απαραδέκτου δημοσίας τάξεως [πρβλ. αποφάσεις της 24ης Μαρτίου 1993, CIRFS κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-313/90, EU:C:1993:111, σκέψη 23, και της 19ης Σεπτεμβρίου 2018, HH Ferries κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑68/15, EU:T:2018:563, σκέψη 41 (μη δημοσιευθείσα)].

i)      Ως προς την πρώτη ένσταση απαραδέκτου, με την οποία προβάλλεται αοριστία του πρώτου λόγου ακυρώσεως

32      Με το υπόμνημα παρεμβάσεως, το Κοινοβούλιο ισχυρίζεται ότι η ένσταση έλλειψης νομιμότητας την οποία προέβαλε η προσφεύγουσα-ενάγουσα είναι αόριστη, στον βαθμό που υποστηρίζεται απλώς ότι το άρθρο 71, σε συνδυασμό με το παράρτημα VII, του ΚΥΚ είναι «ιδιαίτερα προβληματικό», επειδή δεν ρυθμίζει καθόλου τον τρόπο εκτέλεσης των καθηκόντων στο πλαίσιο της τηλεργασίας, ενόψει ενδεχόμενης επιστροφής εξόδων. Το Κοινοβούλιο δυσκολεύεται να αντιληφθεί σε τι ακριβώς συνίστανται το πρόβλημα και η παρανομία που καταγγέλλονται από την προσφεύγουσα-ενάγουσα.

33      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να προσδιορίζει το αντικείμενο της διαφοράς και να περιέχει συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων λόγων.

34      Προς κατοχύρωση της ασφάλειας δικαίου και της ορθής απονομής της δικαιοσύνης, η συνοπτική αυτή έκθεση των προβαλλόμενων λόγων πρέπει να είναι αρκούντως σαφής και ακριβής, ώστε να μπορεί ο μεν καθού να προετοιμάσει την άμυνά του, το δε αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να αποφανθεί επί της προσφυγής (απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, MasterCard κ.λπ. κατά Επιτροπής, C-382/12 P, EU:C:2014:2201, σκέψη 41).

35      Εν προκειμένω, με την ένσταση έλλειψης νομιμότητας, η προσφεύγουσα-ενάγουσα βάλλει κατά του άρθρου 71 και του παραρτήματος VII του ΚΥΚ καθόσον οι διατάξεις αυτές δεν προβλέπουν την επιστροφή των επαγγελματικών εξόδων τα οποία οι υπάλληλοι αναγκάζονται να προκαταβάλουν στο πλαίσιο της τηλεργασίας. Η προσφεύγουσα-ενάγουσα συνάγει εκ των ανωτέρω, πρώτον, ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν είναι προσαρμοσμένες στην οικονομική και υγειονομική κατάσταση που έχει προκύψει από την πανδημία COVID-19 και, δεύτερον, ότι το κενό αυτό καταλήγει στο να παρέχεται οικονομικό πλεονέκτημα σε ορισμένη κατηγορία υπαλλήλων.

36      Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι η διατύπωση των λόγων ακυρώσεως δεν απαιτείται να ακολουθεί την ορολογία και την απαρίθμηση του Κανονισμού Διαδικασίας, και ιδίως του άρθρου 76, στοιχείο δʹ. Επομένως, η έκθεση των λόγων αυτών μέσω αναφοράς στην ουσία τους, και όχι στον νομικό χαρακτηρισμό τους, μπορεί να κριθεί επαρκής, υπό τον όρο ότι οι λόγοι αυτοί συνάγονται από το δικόγραφο της προσφυγής κατά τρόπο αρκούντως σαφή [βλ. απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2021, Ένωση Μαστιχοπαραγωγών Χίου κατά EUIPO (MASTIHACARE), T-60/20, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:629, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

37      Λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας αυτής, κρίνεται ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη νομιμότητας του άρθρου 71 και του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, είναι αρκούντως σαφής ως προς την ουσία του, υπό την έννοια ότι, με το πρώτο επιχείρημα, επικρίνεται το ότι ως άνω διατάξεις δεν είναι προσαρμοσμένες στις περιστάσεις που συνδέονται με την κρίση της πανδημίας COVID-19. Είναι άλλωστε ενδεικτικό ότι η Επιτροπή και το Συμβούλιο, αλλά ακόμη και το Κοινοβούλιο, μπόρεσαν να απαντήσουν επί της ουσίας στην επίμαχη ένσταση έλλειψης νομιμότητας.

38      Αντιθέτως, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι αόριστος όσον αφορά το δεύτερο επιχείρημα της προσφεύγουσας-ενάγουσας, με το οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της ισότητας μεταξύ υπαλλήλων.

39      Πράγματι, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να διευκρινίζει σε τι συνίσταται ο λόγος ακυρώσεως στον οποίο στηρίζεται η προσφυγή, οπότε μια αφηρημένη επίκλησή του δεν ικανοποιεί τις επιταγές του Κανονισμού Διαδικασίας (βλ. απόφαση της 11ης Σεπτεμβρίου 2014, Gold East Paper και Gold Huasheng Paper κατά Συμβουλίου, T-444/11, EU:T:2014:773, σκέψη 93 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40      Επίσης, αναφορικά με λόγο με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της ισότητας, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η εν λόγω αρχή επιτάσσει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά παρόμοιες καταστάσεις, ούτε να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο διαφορετικές μεταξύ τους καταστάσεις, εκτός αν η διαφορετική αυτή αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς [βλ. απόφαση της 8ης Μαρτίου 2022, Bezirkshauptmannschaft Hartberg-Fürstenfeld (Άμεσο αποτέλεσμα), C‑205/20, EU:C:2022:168, σκέψεις 54 και 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

41      Εξάλλου, όταν πρόκειται για κανόνες του ΚΥΚ όπως οι επίμαχοι εν προκειμένω, και λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτίμησης την οποία διαθέτει ο νομοθέτης της Ένωσης σε τέτοιες περιπτώσεις, η αρχή της ίσης μεταχείρισης παραβιάζεται μόνον όταν ο νομοθέτης προβαίνει σε αυθαίρετη ή προδήλως απρόσφορη διαφοροποίηση σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει η επίμαχη ρύθμιση (βλ. διάταξη της 29ης Νοεμβρίου 2021, Bergallou κατά Συμβουλίου, T‑521/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2021:854, σκέψη 80 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

42      Ως εκ τούτου, στο πλαίσιο λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, εναπόκειται, κατ’ αρχήν, στον προσφεύγοντα, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες που διέπουν το βάρος αποδείξεως και με το τεκμήριο νομιμότητας των πράξεων της Ένωσης, να προσκομίσει στοιχεία τα οποία να αποδεικνύουν ότι έτυχε διαφορετικής μεταχείρισης σε σχέση με άλλα πρόσωπα που βρίσκονται σε παρόμοια κατάσταση (πρβλ. αποφάσεις της 30ής Μαΐου 2013, Morte Navarro κατά Κοινοβουλίου, T-280/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:279, σκέψη 48, και της 10ης Ιουνίου 2020, Spliethoff’s Bevrachtingskantoor κατά Επιτροπής, T-564/15 RENV, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:252, σκέψη 97) και, δεδομένης της ευρείας εξουσίας εκτίμησης την οποία διαθέτει ο νομοθέτης, ότι η διαφοροποίηση αυτή είναι αυθαίρετη ή προδήλως απρόσφορη.

43      Ωστόσο, εν προκειμένω, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν προσδιόρισε, με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως όπως διατυπώνεται στο δικόγραφο της προσφυγής, ούτε τα οικονομικά πλεονεκτήματα στα οποία αναφέρεται, ούτε τις κατηγορίες υπαλλήλων που θα έπρεπε να συγκριθούν ούτε, κατά μείζονα λόγο, από ποια στοιχεία προκύπτει ότι η προβαλλόμενη διαφοροποίηση είναι αυθαίρετη ή προδήλως απρόσφορη, ώστε να πληρούνται, κατά συνέπεια, οι απαιτήσεις του άρθρου76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας σε σχέση με λόγο ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης από το άρθρο 71 και το παράρτημα VII του ΚΥΚ.

44      Ομολογουμένως, η προσφεύγουσα-ενάγουσα επικαλείται το άρθρο 1δ, παράγραφος 5, του ΚΥΚ, το οποίο προβλέπει μετατόπιση του βάρους αποδείξεως, υπό την έννοια ότι εναπόκειται στο θεσμικό όργανο να αποδείξει ότι δεν υπήρξε παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης όταν ο υπάλληλος, ο οποίος θεωρεί ότι βλάπτεται επειδή η αρχή της ίσης μεταχείρισης δεν εφαρμόσθηκε σε αυτόν, αποδεικνύει γεγονότα από τα οποία τεκμαίρεται η ύπαρξη άμεσης ή έμμεσης διάκρισης.

45      Όπως όμως ορθώς παρατηρεί το Συμβούλιο, η συγκεκριμένη διάταξη δεν έχει εφαρμογή όταν προβάλλεται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης από τον ίδιο τον ΚΥΚ, δεδομένου ότι από την παράγραφο 1 του άρθρου 1δ, όπου παραπέμπει η παράγραφος 5, συνάγεται ότι η μη τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης για την οποία γίνεται λόγος είναι εκείνη που απορρέει από την «εφαρμογή» του ΚΥΚ.

46      Είναι αληθές ότι, με το δικόγραφο της προσφυγής της, η προσφεύγουσα-ενάγουσα προβάλλει έναν άλλο λόγο ακυρώσεως, τον τέταρτο, ο οποίος αφορά επίσης παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων και στο πλαίσιο του οποίου επικρίνεται η διαφορετική μεταχείριση που οφείλεται στο ότι όσοι υπάλληλοι δεν είναι σε θέση να προκαταβάλουν τα έξοδα αγοράς εξοπλισμού γραφείου που μπορούν να επιστραφούν δυνάμει των κατευθυντήριων γραμμών για την τηλεργασία τίθενται σε μειονεκτική θέση σε σχέση με τους υπόλοιπους υπαλλήλους, μολονότι υποβάλλονται και αυτοί σε επαγγελματικά έξοδα.

47      Εντούτοις δεν είναι δυνατόν, επειδή ο προσφεύγων δεν έχει εκφραστεί με τη δέουσα ακρίβεια, να αναγκαστεί το Γενικό Δικαστήριο να ανασυστήσει, συγκεντρώνοντας διάφορα διάσπαρτα στοιχεία του δικογράφου της προσφυγής, τη νομική επιχειρηματολογία που φέρεται να στηρίζει έναν λόγο ακυρώσεως, διότι υπάρχει ο κίνδυνος να ανασυνθέσει τον λόγο αυτό προσδίδοντάς του περιεχόμενο το οποίο δεν είχε κατά νου ο διάδικος. Τυχόν διαφορετική εκτίμηση θα αντέβαινε τόσο προς την ορθή απονομή της δικαιοσύνης και την αρχή της ελεύθερης διάθεσης του αντικειμένου της δίκης όσο και προς τα δικαιώματα άμυνας του καθού [απόφαση της 2ας Απριλίου 2019, Fleig κατά ΕΥΕΔ, T‑492/17, EU:T:2019:211, σκέψη 44 (μη δημοσιευθείσα)].

48      Τέλος, η προσφεύγουσα-ενάγουσα αναφέρθηκε, με το υπόμνημα απαντήσεως και με τις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως του Κοινοβουλίου, στα μέτρα που έλαβαν το εν λόγω θεσμικό όργανο και η Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή (ΕΟΚΕ) υπέρ των δικών τους υπαλλήλων, καθώς και στα πλεονεκτήματα των οποίων απολαύουν οι υπάλληλοι της Επιτροπής που διαθέτουν υπηρεσιακό τηλέφωνο.

49      Όταν εξετάζεται ωστόσο αν το δικόγραφο της προσφυγής συμβιβάζεται προς τις επιταγές του άρθρου 76 του Κανονισμού Διαδικασίας, δεν ασκεί επιρροή το περιεχόμενο του υπομνήματος απαντήσεως ή άλλων μεταγενέστερων δικογράφων. Ειδικότερα, δεν χωρεί επίκληση του γεγονότος ότι η νομολογία δέχεται το παραδεκτό των ισχυρισμών και των επιχειρημάτων που προβάλλονται με το υπόμνημα απαντήσεως ως ανάπτυξη των λόγων ακυρώσεως που περιέχονταν στο δικόγραφο της προσφυγής, προκειμένου να θεραπευθεί η παράβαση, κατά την άσκηση της προσφυγής, των επιταγών του προαναφερθέντος άρθρου, διότι άλλως η τελευταία αυτή διάταξη θα καθίστατο εντελώς κενή περιεχομένου (απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2018, Deutsche Umwelthilfe κατά Επιτροπής, T-498/14, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:913, σκέψη 49). Ως εκ τούτου, τα επιχειρήματα και οι ισχυρισμοί που προβάλλονται υπό τις συνθήκες αυτές είναι εκπρόθεσμοι και, εφόσον δεν δικαιολογούνται, όπως εν προκειμένω, απαράδεκτοι.

50      Επομένως, κρίνεται ότι ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβλήθηκε με το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής παρείχε στην Επιτροπή και στα θεσμικά όργανα τα οποία παρενέβησαν προς στήριξη των αιτημάτων της τη δυνατότητα να αμυνθούν και στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επ’ αυτού, αλλά μόνον κατά το μέρος που η προσφεύγουσα-ενάγουσα επικρίνει το γεγονός ότι το άρθρο 71 και το παράρτημα VII του ΚΥΚ δεν είναι προσαρμοσμένα στις περιστάσεις οι οποίες προέκυψαν λόγω της πανδημίας COVID-19.

ii)    Ως προς τη δεύτερη ένσταση απαραδέκτου, με την οποία προβάλλεται ότι δεν ελήφθη υπόψη ο παρεμπίπτων χαρακτήρας των ενστάσεων έλλειψης νομιμότητας

51      Το Κοινοβούλιο υποστηρίζει ότι οι λόγοι ακυρώσεως που δεν στηρίζονται στην ένσταση έλλειψης νομιμότητας η οποία στρέφεται κατά του άρθρου 71 και του παραρτήματος VII του ΚΥΚ προβάλλονται μόνον επικουρικώς και ότι η προσέγγιση αυτή αντιβαίνει στον παρεμπίπτοντα χαρακτήρα των ενστάσεων έλλειψης νομιμότητας.

52      Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι ο παρεμπίπτων χαρακτήρας της ένστασης έλλειψης νομιμότητας σημαίνει ότι η δυνατότητα επίκλησης του ανεφάρμοστου πράξης γενικής ισχύος δυνάμει του άρθρου 277 ΣΛΕΕ δεν συνιστά αυτοτελές μέσο έννομης προστασίας και δεν μπορεί να ασκηθεί ελλείψει δικαιώματος άσκησης κύριας προσφυγής (βλ. διάταξη της 16ης Μαΐου 2019, ITSA κατά Επιτροπής, T-396/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:342, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Αντιθέτως, τίποτε στο άρθρο αυτό δεν εμποδίζει να προβάλλεται η ένσταση έλλειψης νομιμότητας ως κύριος λόγος και οι λοιποί λόγοι ακυρώσεως να προβάλλονται επικουρικώς.

iii) Συμπέρασμα ως προς το παραδεκτό του πρώτου λόγου ακυρώσεως

53      Κατόπιν του συνόλου των προεκτεθέντων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως είναι απαράδεκτος κατά το μέρος που η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 71 και το παράρτημα VII του ΚΥΚ εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις. Αντιθέτως, είναι παραδεκτός στο μέτρο που η προσφεύγουσα-ενάγουσα ισχυρίζεται ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν είναι προσαρμοσμένες στις περιστάσεις οι οποίες προέκυψαν λόγω της πανδημίας COVID-19.

2)      Επί της ουσίας του πρώτου λόγου ακυρώσεως

54      Όπως εκτέθηκε στη σκέψη 35 ανωτέρω, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ισχυρίζεται ότι το άρθρο 71 και το παράρτημα VII του ΚΥΚ δεν είναι προσαρμοσμένα στην παγκόσμια οικονομική και υγειονομική συγκυρία που προέκυψε λόγω της πανδημίας COVID-19, διότι οι διατάξεις αυτές δεν προβλέπουν την επιστροφή των επαγγελματικών εξόδων τα οποία οι υπάλληλοι αναγκάζονται να προκαταβάλουν στο πλαίσιο της τηλεργασίας.

55      Παρατηρείται όμως ότι, κατά την τελευταία τροποποίηση της ουσίας του ΚΥΚ με τον κανονισμό (ΕΕ, Ευρατόμ) 1023/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Οκτωβρίου 2013 (ΕΕ 2013, L 287, σ. 15), ο νομοθέτης ήταν αδύνατον να προβλέψει την πανδημία COVID-19 και την ανάγκη οργάνωσης ενός καθεστώτος τηλεργασίας για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Εξάλλου, στο υπόμνημα απαντήσεως που κατέθεσε, η προσφεύγουσα-ενάγουσα αναγνωρίζει το γεγονός αυτό.

56      Ωστόσο, στη σελίδα 5 της ανακοίνωσής της COM (2010) 543 τελικό, της 8ης Οκτωβρίου 2010, προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, με τίτλο «Έξυπνη νομοθεσία στην Ευρωπαϊκή Ένωση», η Επιτροπή είχε υπογραμμίσει, μεταξύ άλλων, τα οφέλη μιας εκ των υστέρων αξιολόγησης της νομοθεσίας ως αναπόσπαστου στοιχείου μιας τέτοιας «έξυπνης νομοθεσίας». Έκρινε ειδικότερα ότι στο πλαίσιο «ελέγχων καταλληλότητας» πρέπει να εξετάζεται κατά πόσον το κανονιστικό πλαίσιο που διέπει έναν τομέα πολιτικής είναι κατάλληλο για την επίτευξη των εκάστοτε στόχων και, αν δεν ισχύει κάτι τέτοιο, τι θα πρέπει να αλλάξει, δεδομένου ότι στόχος είναι, μεταξύ άλλων, να εντοπιστούν τα υπέρμετρα βάρη, οι ασυνέπειες και τα παρωχημένα ή αναποτελεσματικά μέτρα.

57      Ομοίως, στις σελίδες 9 και 11 της ανακοίνωσής της COM(2019) 178 τελικό, της 15ης Απριλίου 2019, προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών, με τίτλο «Βελτίωση της νομοθεσίας: απολογισμός και διατήρηση της δέσμευσής μας», η Επιτροπή υπενθύμισε ότι η εκ των υστέρων αξιολόγηση αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες της βελτίωσης της νομοθεσίας, διότι χάρη σε αυτήν ελέγχεται το κατά πόσον η νομοθεσία παραμένει επίκαιρη, προσαρμοσμένη στον σκοπό της και ικανή αποφέρει τα αποτελέσματα που επιδιώκει ο νομοθέτης και αναμένουν οι αποδέκτες της.

58      Πρωτίστως δε, κατά τη νομολογία, το καθήκον κάθε νομοθέτη συνίσταται, αφενός, στο να ελέγχει, αν όχι διαρκώς, τουλάχιστον ανά τακτά χρονικά διαστήματα, ότι οι κανόνες που έχει θεσπίσει εξακολουθούν να ανταποκρίνονται στις ανάγκες για τις οποίες θεσπίστηκαν και, αφετέρου, να τροποποιεί ή ακόμη και να καταργεί κανόνες που δεν είναι πλέον δικαιολογημένοι και έχουν καταλήξει να είναι ακατάλληλοι για τη νέα συγκυρία εντός της οποίας πρέπει να παράγουν τα αποτελέσματά τους (βλ. απόφαση της 5ης Δεκεμβρίου 2012, Lebedef κ.λπ. κατά Επιτροπής, F-110/11, EU:F:2012:174, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενες προτάσεις· πρβλ., επίσης, απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2015, Schrems, C-362/14, EU:C:2015:650, σκέψη 76).

59      Ο νομοθέτης διαθέτει πάντως ευρύ περιθώριο εκτίμησης στο πλαίσιο του ελέγχου της καταλληλότητας των κανόνων να εξυπηρετούν τις ανάγκες, όπως και, κατά περίπτωση, όσον αφορά την προσαρμογή του ΚΥΚ και την τροποποίηση των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των υπαλλήλων (πρβλ. απόφαση της 11ης Ιουλίου 2007, Wils κατά Κοινοβουλίου, F-105/05, EU:F:2007:128, σκέψη 126).

60      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν προβάλλει όμως κανένα επιχείρημα, πολλώ δε μάλλον δεν προσκομίζει επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία, λαμβανομένου υπόψη του ευρέος αυτού περιθωρίου εκτίμησης του νομοθέτη, να καταδεικνύουν προδήλως την επικρινόμενη ακαταλληλότητα του άρθρου 71 και του παραρτήματος VII του ΚΥΚ και την υποχρέωση την οποία, ενδεχομένως, θα υπείχε ο νομοθέτης να τροποποιήσει τις εν λόγω διατάξεις.

61      Επιπλέον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι επιβεβλημένη η επιστροφή των επαγγελματικών εξόδων που προκύπτουν από το καθεστώς τηλεργασίας, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι, δυνάμει του άρθρου 336 ΣΛΕΕ, η τροποποίηση του ΚΥΚ προϋποθέτει την έκδοση κανονισμού από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, τα οποία αποφασίζουν σύμφωνα με τη συνήθη νομοθετική διαδικασία που περιγράφεται στο άρθρο 294 της ίδιας Συνθήκης, κατόπιν διαβούλευσης με τα άλλα ενδιαφερόμενα θεσμικά όργανα. Περαιτέρω, το άρθρο 294, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ ορίζει ότι η νομοθετική διαδικασία αρχίζει με την υποβολή πρότασης εκ μέρους της Επιτροπής. Η κατάρτιση δε μιας τέτοιας πρότασης απαιτεί αυτή καθεαυτήν πλείονα στάδια, ακόμη και ανεξαρτήτως των προαναφερθεισών διαβουλεύσεων.

62      Ενόψει της πολυπλοκότητας της διαδικασίας αυτής, των επακόλουθων μακροχρόνιων διαδικασιών βελτίωσης της νομοθεσίας καθώς και της συγκυρίας στο πλαίσιο της οποίας, κατά τον χρόνο έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ήταν αναγκαίοι έκτακτοι περιορισμοί για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19, οι οποίοι πρέπει να ληφθούν υπόψη για την εκτίμηση της νομιμότητας της απόφασης αυτής, δεν είναι δυνατόν να προσαφθεί στα θεσμικά όργανα της Ένωσης ότι κακώς δεν τροποποίησαν τον ΚΥΚ κατά τη διάρκεια της πανδημίας.

63      Κατά μείζονα δε λόγο, δεν μπορεί να προσαφθεί στον νομοθέτη τέτοια αιτίαση αν ληφθούν υπόψη τα έκτακτα μέτρα που έλαβαν τα θεσμικά όργανα και οι λοιποί οργανισμοί της Ένωσης. Συγκεκριμένα, η Επιτροπή εξέδωσε χωρίς καθυστέρηση τις κατευθυντήριες γραμμές για την τηλεργασία, οι οποίες προέβλεπαν, για το προσωπικό της, την επιστροφή των εξόδων αγοράς εξοπλισμού γραφείου.

64      Είναι αληθές ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει, στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, ότι οι κατευθυντήριες αυτές γραμμές εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις. Εντούτοις, ο σχετικός λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 99 έως 108 κατωτέρω.

65      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται ένσταση έλλειψης νομιμότητας του άρθρου 71 και του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, πρέπει να απορριφθεί.

β)      Επί του δευτέρου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται, επικουρικώς, παράβαση του άρθρου 71 του ΚΥΚ

66      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι η ΑΔΑ, παραθέτοντας ως αιτιολογία για την απορριπτική απόφαση επί της διοικητικής ένστασης ότι το άρθρο 71 και το παράρτημα VII του ΚΥΚ δεν προβλέπουν επιστροφή των εξόδων διαδικτύου και τηλεφωνίας, αφενός, παρέβλεψε τον σκοπό των διατάξεων αυτών, ο οποίος συνίσταται στο να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να αναλαμβάνουν οι υπάλληλοι μόνοι τους τα έξοδα στα οποία υποβάλλονται για επαγγελματικούς λόγους, και, αφετέρου, δεν έλαβε υπόψη ότι οι εν λόγω διατάξεις δεν έχουν περιοριστικό χαρακτήρα, όπως αποδεικνύεται, κατά την άποψή της, από την απόφαση του γενικού γραμματέα της ΕΟΚΕ της 9ης Ιουνίου 2021, με την οποία χορηγείται στο προσωπικό της μηνιαία αποζημίωση για την κάλυψη των δαπανών που προκύπτουν από την τηλεργασία (στο εξής: απόφαση της ΕΟΚΕ της 9ης Ιουνίου 2021).

67      Ωστόσο, μολονότι το άρθρο 71 του ΚΥΚ αποσκοπεί πράγματι στο να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να επιβαρύνονται αποκλειστικώς οι υπάλληλοι με τα έξοδα τα οποία συνδέονται με την άσκηση των καθηκόντων τους (απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2015, FH κατά Κοινοβουλίου, F-26/15, EU:F:2015:137, σκέψη 32), η επιστροφή των εξόδων υπόκειται, σύμφωνα με το γράμμα του, στις προϋποθέσεις που καθορίζονται στο παράρτημα VII του ΚΥΚ. Το δε παράρτημα VII του ΚΥΚ απαριθμεί εξαντλητικώς τις χρηματικές δαπάνες που μπορούν να επιστραφούν. Επομένως, η απορριπτική απόφαση επί της διοικητικής ένστασης νομίμως στηρίχθηκε, μεταξύ άλλων, στο ότι το άρθρο 71 του ΚΥΚ δεν επέτρεπε να γίνουν δεκτά τα αιτήματα της προσφεύγουσας-ενάγουσας.

68      Επιπλέον, το άρθρο 71 και το παράρτημα VII του ΚΥΚ, όπως και κάθε διάταξη του δικαίου της Ένωσης που παρέχει δικαίωμα σε χρηματικές παροχές, πρέπει να ερμηνεύονται στενά (βλ. απόφαση της 18ης Ιουλίου 2017, Επιτροπή κατά RN, T‑695/16 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:520, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69      Ειδικότερα, η «τελολογική ερμηνεία» του άρθρου 71 η οποία πρέπει, κατά την προσφεύγουσα-ενάγουσα, να εφαρμοστεί εν προκειμένω, προσκρούει στη βούληση του νομοθέτη. Συγκεκριμένα, με τον κανονισμό (ΕΚ, Ευρατόμ) 723/2004 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 2004, για την τροποποίηση του ΚΥΚ και του καθεστώτος που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2004, L 124, σ. 1), το Συμβούλιο θέλησε να προχωρήσει σε έναν εξορθολογισμό των διαφόρων αποζημιώσεων και επιδομάτων που υφίσταντο τότε, όπως υπογραμμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 26 του ως άνω κανονισμού και όπως παρατηρεί το ίδιο το Συμβούλιο.

70      Επιπλέον, αντιθέτως προς τα όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα-ενάγουσα, ούτε η απόφαση της ΕΟΚΕ της 9ης Ιουνίου 2021 ούτε και οι κατευθυντήριες γραμμές για την τηλεργασία τις οποίες εξέδωσε η Επιτροπή αναιρούν τον περιοριστικό χαρακτήρα του άρθρου 71 και του παραρτήματος VII του ΚΥΚ.

71      Πράγματι, η αρχή της ενότητας της δημόσιας διοίκησης, όπως εξαγγέλλεται στο άρθρο 9, παράγραφος 3, της Συνθήκης του Άμστερνταμ, συνεπάγεται βεβαίως ότι όλοι οι υπάλληλοι όλων των θεσμικών οργάνων της Ένωσης υπόκεινται σε ενιαίο κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης. Εντούτοις, τούτο δεν σημαίνει ότι, λόγω της αρχής αυτής, τα θεσμικά όργανα οφείλουν να χρησιμοποιούν με τον ίδιο τρόπο την εξουσία εκτίμησης την οποία τους αναγνωρίζει ο ΚΥΚ. Αντιθέτως, τα θεσμικά όργανα, ως εργοδότες, απολαύουν κατ’ αρχήν αυτονομίας κατά τη διαχείριση του προσωπικού τους (αποφάσεις της 18ης Σεπτεμβρίου 2013, Scheidemann κατά Επιτροπής, F-76/12, EU:F:2013:132, σκέψη 26, και της 21ης Ιανουαρίου 2014, Van Asbroeck κατά Κοινοβουλίου, F-102/12, EU:F:2014:4, σκέψη 29).

72      Επομένως, μολονότι το άρθρο 71 και το παράρτημα VII του ΚΥΚ πρέπει να εφαρμόζονται με τον ίδιο τρόπο στους υπαλλήλους και το λοιπό προσωπικό της Ένωσης, η αρχή της αυτονομίας μπορεί ευλόγως να δικαιολογήσει τις διαφορές μεταξύ των περιορισμένων μέτρων που έλαβαν τα θεσμικά και λοιπά όργανα και οργανισμοί της Ένωσης, προκειμένου να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να επιβαρυνθούν αποκλειστικώς τα μέλη του προσωπικού τους με τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν κατά την άσκηση των καθηκόντων τους στο πλαίσιο της τηλεργασίας. Το συμπέρασμα αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο επειδή επρόκειτο για μέτρα που έπρεπε να ληφθούν επειγόντως υπό τις εξαιρετικές περιστάσεις οι οποίες συνδέονταν με το γενικευμένο και υποχρεωτικό σύστημα τηλεργασίας που επιβλήθηκε από τα κράτη μέλη για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19.

73      Συνεπώς, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 71 του ΚΥΚ, πρέπει να απορριφθεί.

γ)      Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του καθήκοντος μέριμνας και του δικαιώματος χρηστής διοίκησης

74      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι η ΑΔΑ, με την έκδοση της απορριπτικής απόφασης επί της διοικητικής ένστασης, παρέβη το καθήκον μέριμνας που υπέχει και προσέβαλε το δικαίωμα χρηστής διοίκησης, διότι η αύξηση της κατανάλωσης δεδομένων πρόσβασης στο διαδίκτυο εκ μέρους της προσφεύγουσας-ενάγουσας οφείλεται στην εγκατάσταση διαφόρων επαγγελματικών προγραμμάτων και στην παρακολούθηση προγραμμάτων επιμόρφωσης μέσω διαδικτύου και διότι η Επιτροπή δεν αναγνώρισε τις οικονομικές επιπτώσεις της τηλεργασίας στην προσωπική της κατάσταση, με αποτέλεσμα να διαταράξει κατ’ αυτόν τον τρόπο τις σχέσεις της με την Ένωση.

75      Το καθήκον μέριμνας συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, ότι όταν η αρχή αποφαίνεται σχετικά με την κατάσταση μέλους του προσωπικού της, λαμβάνει υπόψη το σύνολο των στοιχείων που μπορεί να είναι καθοριστικά για την απόφασή της και ότι, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν λαμβάνει υπόψη μόνον το συμφέρον της υπηρεσίας, αλλά και το συμφέρον του ενδιαφερομένου (αποφάσεις της 28 Μαΐου 1980, Kuhner κατά Επιτροπής, 33/79 και 75/79, EU:C:1980:139, σκέψη 22, και της 7ης Νοεμβρίου 2019, WN κατά Κοινοβουλίου, T-431/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:781, σκέψη 105). Επομένως, το καθήκον μέριμνας αποτελεί ειδική έκφραση της αρχής της χρηστής διοίκησης και, ειδικότερα, της υποχρέωσης της αρχής να προβαίνει, ως προς κάθε ζήτημα, σε πλήρη και εμπεριστατωμένη εξέταση της κατάστασης πριν λάβει απόφαση (πρβλ. απόφαση της 25ης Μαΐου 2016, GW κατά Επιτροπής, F-111/15, EU:F:2016:122, σκέψη 40).

76      Συνεπώς, όπως υποστηρίζει η προσφεύγουσα-ενάγουσα, το καθήκον μέριμνας αντικατοπτρίζει την ισορροπία των αμοιβαίων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που δημιούργησε ο ΚΥΚ στις σχέσεις μεταξύ της δημόσιας αρχής και των υπαλλήλων της δημόσιας υπηρεσίας (απόφαση της 17ης Ιανουαρίου 2017, LP κατά Ευρωπόλ, T-719/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:7, σκέψη 60). Εντούτοις, ως έκφραση της ισορροπίας αυτής, το καθήκον μέριμνας δεν είναι σε καμία περίπτωση δυνατόν να εξαναγκάσει τη διοίκηση να ενεργήσει κατά παράβαση των ισχυουσών διατάξεων και, ειδικότερα, να την ωθήσει να προσδώσει σε διάταξη του δικαίου της Ένωσης αποτέλεσμα το οποίο να αντιβαίνει στο σαφές και ακριβές γράμμα της διάταξης αυτής (πρβλ. αποφάσεις της 2ας Μαρτίου 2004, Di Marzio κατά Επιτροπής, T-14/03, EU:T:2004:59, σκέψη 100, και της 29ης Απριλίου 2020, CV κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-496/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:163, σκέψη 50).

77      Ως εκ τούτου, εφόσον η υποχρέωση επιστροφής των εξόδων κατανάλωσης δεδομένων πρόσβασης στο διαδίκτυο λόγω τηλεργασίας προσκρούει στον περιοριστικό χαρακτήρα του άρθρου 71 και του παραρτήματος VII του ΚΥΚ (βλ. σκέψη 67 ανωτέρω), η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί το καθήκον μέριμνας προκειμένου να της καταβληθούν τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε.

78      Εξάλλου, ο νομοθέτης της Ένωσης έχει ήδη λάβει υπόψη την κατάσταση ορισμένων υπαλλήλων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η προσφεύγουσα-ενάγουσα, παρέχοντάς τους την προβλεπόμενη στο άρθρο 3, παράγραφος 4, του κανονισμού 260/68 δυνατότητα έκπτωσης φόρου 10 % για την κάλυψη επαγγελματικών εξόδων.

79      Επιπλέον, η ίδια η Επιτροπή επέδειξε μέριμνα προβλέποντας, με τις κατευθυντήριες γραμμές για την τηλεργασία, την επιστροφή, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, των δαπανών αγοράς εξοπλισμού γραφείου.

80      Με την επιφύλαξη του ζητήματος της τήρησης της αρχής της ισότητας, το οποίο θα εξεταστεί στο πλαίσιο του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, το γεγονός ότι αυτή η μορφή παρέμβασης δεν ικανοποιεί την προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν αρκεί για να συναχθεί παράβαση του καθήκοντος μέριμνας.

81      Πράγματι, λαμβανομένης υπόψη της ευρείας εξουσίας εκτίμησης την οποία διαθέτει η διοίκηση κατά τη διαχείριση του προσωπικού της, ο δικαστής της Ένωσης μπορεί, όσον αφορά το καθήκον μέριμνας, να εξετάζει μόνον αν η διοίκηση κινήθηκε εντός ευλόγων ορίων και δεν έκανε χρήση της εξουσίας εκτίμησης που διαθέτει κατά τρόπο προδήλως εσφαλμένο (πρβλ. απόφαση της 4ης Δεκεμβρίου 2013, ETF κατά Schuerings, T-107/11 P, EU:T:2013:624, σκέψεις 102 και 103).

82      Παρατηρείται δε ότι από τις κατευθυντήριες γραμμές για την τηλεργασία προκύπτει ότι η Επιτροπή επέλεξε την επιστροφή των εξόδων εξοπλισμού γραφείου προκειμένου οι μόνιμοι υπάλληλοι και τα μέλη του λοιπού προσωπικού της να απολαύουν συνθηκών εργασίας σύμφωνων προς τα κατάλληλα πρότυπα υγείας και ασφάλειας και ισοδύναμων με εκείνες ενός γραφείου, γεγονός που προδήλως συνιστά έκφραση μέριμνας.

83      Ως εκ περισσού, πρέπει να υπομνησθεί ότι, όσον αφορά την επιστροφή των εξόδων τα οποία επικαλείται η προφεύγουσα-ενάγουσα, έχει κριθεί ότι, σύμφωνα με τις αρχές που διέπουν το βάρος αποδείξεως, ελλείψει διάταξης από την οποία να προκύπτει ότι τεκμαίρεται ότι πραγματοποιήθηκαν έξοδα, εναπόκειται στον υπάλληλο να αποδείξει ότι πράγματι επιβαρύνθηκε με δαπάνες που συνδέονται άμεσα με τα καθήκοντά του (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Ιουλίου 2000, Skrzypek κατά Επιτροπής, T-134/99, EU:T:2000:184, σκέψη 81).

84      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα όμως υποστηρίζει απλώς ότι η αύξηση της κατανάλωσής της σε δεδομένα πρόσβασης στο διαδίκτυο κατά τη διάρκεια του Οκτωβρίου 2020 και η υπέρβαση του ανωτάτου ορίου των 100 GB κατά 137,434 GB που προκάλεσε επιπλέον χρέωση της προκύπτουν από την εγκατάσταση και τη χρήση για επαγγελματικούς σκοπούς προγραμμάτων όπως τα Skype for business, Webex ή Teams, καθώς και η παρακολούθηση προγραμμάτων επιμόρφωσης μέσω διαδικτύου.

85      Εντούτοις, το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος της κατανάλωσης δεδομένων πρόσβασης στο διαδίκτυο εκ μέρους της προσφεύγουσας-ενάγουσας κατά τη διάρκεια του Οκτωβρίου 2020 ήταν συγκεντρωμένο σε τέσσερις εργάσιμες ημέρες δεν αρκεί, αυτό καθ’ εαυτό, προκειμένου να αποδειχθεί ότι το υπερβάλλον του ποσού της μηνιαίας συνδρομής οφειλόταν σε επαγγελματική χρήση. Κατά μείζονα δε λόγο δεν αποδεικνύεται ο επαγγελματικός χαρακτήρας των επίμαχων εξόδων, δεδομένου ότι από τα έγγραφα τα οποία προσκόμισε η ίδια η προσφεύγουσα-ενάγουσα προκύπτει ότι ουδέποτε, κατά την περίοδο που η τηλεργασία αποτελούσε τον κανόνα, είχε κατανάλωση δεδομένων πρόσβασης στο διαδίκτυο υπερβαίνουσα το ανώτατο όριο των 100 GB που αντιστοιχεί στο ποσό της μηνιαίας συνδρομής της.

86      Ως εκ τούτου, από τις πληροφορίες τις οποίες παρέσχε η προσφεύγουσα-ενάγουσα πληροφορίες δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί αποδεδειγμένο ότι η υπέρβαση της μηνιαίας συνδρομής της για την κατανάλωση δεδομένων πρόσβασης στο διαδίκτυο οφειλόταν στην τηλεργασία, πόσω μάλλον ότι η Επιτροπή, αρνούμενη να τις λάβει υπόψη, παρέβη το καθήκον μέριμνας που υπέχει και παραβίασε την αρχή της χρηστής διοίκησης.

87      Τέλος, μολονότι δεν αμφισβητείται ότι ο πάροχος της προσφεύγουσας-ενάγουσας της χρέωσε ποσό ύψους 1,89 ευρώ για δύο τηλεφωνικές κλήσεις τον Σεπτεμβρίου 2020 στην υπηρεσία υποστήριξης σε θέματα πληροφορικής και στη Γενική Διεύθυνση (ΓΔ) Πληροφορικής της Επιτροπής, ούτε η άρνηση επιστροφής του ποσού αυτού μπορεί να θεωρηθεί ως παράβαση του καθήκοντος μέριμνας, λαμβανομένου υπόψη του πολύ μικρού ύψους του και των μέτρων που περιγράφονται στις σκέψεις 78 και 79 ανωτέρω.

88      Επομένως, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

δ)      Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση της αρχής της απαγόρευσης των διακρίσεων

89      Η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι η ΑΔΑ δικαιολόγησε την απορριπτική απόφαση επί της διοικητικής ένστασης επικαλούμενη τις κατευθυντήριες γραμμές για την τηλεργασία. Κατά τη δική της άποψη, οι τελευταίες δημιουργούν μια πρώτη δυσμενή διάκριση μεταξύ των υπαλλήλων της Επιτροπής που διαθέτουν επαρκή οικονομικά μέσα για την προκαταβολή του κόστους του εξοπλισμού γραφείου και εκείνων που δεν διαθέτουν τα μέσα αυτά και δεν μπορούν να τύχουν επιστροφής άλλων επαγγελματικών εξόδων. Συνεπάγονται μάλιστα και δεύτερη δυσμενή διάκριση, λαμβανομένου υπόψη του οφέλους που αντλούν οι μόνιμοι υπάλληλοι και τα μέλη του λοιπού προσωπικού της ΕΟΚΕ από την απόφαση της ΕΟΚΕ της 9ης Ιουνίου 2021.

1)      Επί του παραδεκτού του τετάρτου λόγου ακυρώσεως

90      Η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως είναι απαράδεκτος διότι δεν είχε προβληθεί με τη διοικητική ένσταση.

91      Επ’ αυτού πρέπει να υπομνησθεί ότι τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ εξαρτούν το παραδεκτό της προσφυγής υπαλλήλου κατά του θεσμικού οργάνου στο οποίο υπηρετεί από την προϋπόθεση της νομότυπης διεξαγωγής της διοικητικής διαδικασίας που προηγείται.

92      Στο πλαίσιο αυτό, ο κανόνας της αντιστοιχίας μεταξύ της διοικητικής ένστασης και της επακόλουθης προσφυγής, στον οποίο αναφέρεται η Επιτροπή, επιτάσσει, επί ποινή απαραδέκτου, ο προβαλλόμενος ενώπιον του δικαστή της Ένωσης λόγος ακυρώσεως να έχει ήδη προβληθεί στο πλαίσιο της προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασίας, ούτως ώστε η ΑΔΑ να ήταν σε θέση να γνωρίζει τις αιτιάσεις τις οποίες διατυπώνει ο ενδιαφερόμενος κατά της προσβαλλόμενης απόφασης (βλ. απόφαση της 25ης Οκτωβρίου 2013, Επιτροπή κατά Μοσχονάκη, T-476/11 P, EU:T:2013:557, σκέψη 71 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

93      Εν προκειμένω, με τη διοικητική ένστασή της, η προσφεύγουσα-ενάγουσα αναφέρθηκε σε παραβίαση της αρχής της ισότητας. Συνέκρινε, αφενός, όσον αφορά τις τηλεφωνικές επικοινωνίες, τα «ανώτερα ιεραρχικώς στελέχη», τα οποία διαθέτουν υπηρεσιακά τηλέφωνα, με τους λοιπούς υπαλλήλους που οφείλουν να πληρώνουν για τις επαγγελματικές επικοινωνίες τους και, αφετέρου, όσον αφορά τα δεδομένα πρόσβασης στο διαδίκτυο, εκείνους οι οποίοι, βάσει των συμβάσεών τους με τους παρόχους πρόσβασης, διαθέτουν σημαντικό όγκο δεδομένων και υψηλή ταχύτητα επεξεργασίας σε σχέση με εκείνους που δεν απολαύουν τέτοιων πλεονεκτημάτων.

94      Επομένως, η παραβίαση της αρχής της ισότητας προβλήθηκε με τη διοικητική ένσταση, αλλά υπό διαφορετική οπτική γωνία από εκείνη στην οποία στηρίζεται ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως του δικογράφου της προσφυγής-αγωγής.

95      Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 91 του ΚΥΚ δεν έχει ως αντικείμενο να δεσμεύσει, κατά τρόπο άκαμπτο και οριστικό, την ενδεχόμενη ένδικη διαδικασία, εφόσον το ένδικο βοήθημα δεν μεταβάλλει ούτε την αιτία ούτε το αντικείμενο της διοικητικής ένστασης. Ως εκ τούτου, οι αιτιάσεις μπορούν να αναπτυχθούν περαιτέρω ενώπιον του δικαστή της Ένωσης με την προβολή λόγων και επιχειρημάτων που δεν περιλαμβάνονται κατ’ ανάγκην στη διοικητική ένσταση, αλλά συνδέονται στενά με αυτή (πρβλ. αποφάσεις της 25ης Οκτωβρίου 2013, Επιτροπή κατά Μοσχονάκη, T-476/11 P, EU:T:2013:557, σκέψεις 73 και 76, και της 2ας Μαρτίου 2017, DI κατά EASO, T-730/15 P, EU:T:2017:138, σκέψεις 65 και 66).

96      Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να γίνει δεκτό ότι το γεγονός ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα αναφέρθηκε για πρώτη φορά ρητώς με το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής της σε διαφορετική μεταχείριση μεταξύ εκείνων που έχουν και εκείνων που δεν έχουν τα οικονομικά μέσα για να προκαταβάλουν το κόστος εξοπλισμού γραφείου δεν μεταβάλλει ούτε την αιτία ούτε το αντικείμενο της διοικητικής ένστασης.

97      Επιπλέον, δεν μπορεί να προσαφθεί στην προσφεύγουσα-ενάγουσα ότι δεν προέβαλε με τη διοικητική ένστασή της τη δυσμενή διάκριση μεταξύ της ίδιας, ως υπαλλήλου της Επιτροπής, και των υπαλλήλων της ΕΟΚΕ, δεδομένου ότι η απόφαση της ΕΟΚΕ της 9ης Ιουνίου 2021 εκδόθηκε μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας που προηγήθηκε της άσκησης της προσφυγής-αγωγής.

98      Επομένως, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως είναι παραδεκτός.

2)      Επί της ουσίας του τετάρτου λόγου ακυρώσεως

99      Όπως εκτέθηκε στη σκέψη 40 ανωτέρω, η αρχή της ισότητας επιτάσσει να μην αντιμετωπίζονται διαφορετικά παρόμοιες καταστάσεις, ούτε να αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο διαφορετικές μεταξύ τους καταστάσεις, εκτός αν η διαφορετική αυτή αντιμετώπιση δικαιολογείται αντικειμενικώς.

100    Εν προκειμένω, πρώτον, η προσφεύγουσα-ενάγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι δεν μεταχειρίστηκε διαφορετικά τους υπαλλήλους που δεν έχουν τα μέσα να αποκτήσουν τον εξοπλισμό γραφείου παρέχοντάς τους τη δυνατότητα να τους επιστραφούν τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν για τηλεφωνικές κλήσεις και κατανάλωση δεδομένων πρόσβασης στο διαδίκτυο.

101    Ωστόσο, η προσφεύγουσα-ενάγουσα, η οποία δεν μπορεί να επιχειρηματολογήσει υπέρ άλλων υπαλλήλων, είναι βαθμού AST 4 και ετύγχανε της φορολογικής έκπτωσης στην οποία αναφέρεται η σκέψη 78 ανωτέρω, δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο το οποίο να αποδεικνύει ότι βρισκόταν σε πραγματική αδυναμία να προκαταβάλει τα έξοδα εξοπλισμού γραφείου και ότι, επομένως, βρισκόταν στη δυσμενή κατάσταση την οποία καταγγέλλει. Συνεπώς, δεν αποδεικνύει ότι αντιμετωπίστηκε όπως οι υπάλληλοι οι οποίοι ήταν σε θέση να προκαταβάλουν τέτοια έξοδα, ενώ βρισκόταν σε διαφορετική οικονομική κατάσταση.

102    Επιπλέον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αποδεικνύεται η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν αποδεικνύει, εν πάση περιπτώσει, ότι η επίμαχη διαφοροποίηση είναι αυθαίρετη ή προδήλως απρόσφορη, κατά την έννοια της προαναφερθείσας στη σκέψη 41 νομολογίας.

103    Αντιθέτως, όπως εκτίθεται στις κατευθυντήριες γραμμές για την τηλεργασία, το μέτρο της παροχής δυνατότητας επιστροφής των εξόδων που συνδέονται με την αγορά εξοπλισμού γραφείου δικαιολογούνταν από την ανάγκη, η οποία αποτελεί προέκταση του άρθρου 1ε, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, παροχής υποστήριξης στους τηλεργαζόμενους στην εκτέλεση των καθηκόντων τους σε συνθήκες εργασίας σύμφωνες με τα κατάλληλα πρότυπα υγείας και ασφάλειας. Επιπλέον, όπως αφήνει να εννοηθεί η Επιτροπή, αιτιολογούνταν επίσης από τη μέριμνα επιστροφής μόνον των εξόδων τα οποία συνδέονταν αντικειμενικώς με την άσκηση των καθηκόντων.

104    Δεύτερον, η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι υπέστη δυσμενή διάκριση λόγω της ευνοϊκότερης μεταχείρισης που επιφυλάσσεται στους μόνιμους υπαλλήλους και τα μέλη του λοιπού προσωπικού της ΕΟΚΕ.

105    Εντούτοις, πρέπει να υπομνησθεί (βλ. σκέψη 71 ανωτέρω) ότι το γεγονός ότι όλοι οι υπάλληλοι υπόκεινται σε ενιαίο κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης δεν σημαίνει ότι τα θεσμικά όργανα οφείλουν να χρησιμοποιούν με τον ίδιο τρόπο την εξουσία εκτίμησης που τους αναγνωρίζεται από τον ΚΥΚ, αντιθέτως δε τα όργανα αυτά απολαύουν, κατ’ αρχήν, αυτονομίας ως εργοδότες (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Σεπτεμβρίου 1997, Gimenez κατά Επιτροπής Περιφερειών, T-220/95, EU:T:1997:130, σκέψη 72, και της 21ης Ιανουαρίου 2014, Van Asbroeck κατά Κοινοβουλίου, F-102/12, EU:F:2014:4, σκέψη 29).

106    Εν προκειμένω, οι κατευθυντήριες γραμμές για την τηλεργασία τις οποίες εξέδωσε η Επιτροπή και η απόφαση της ΕΟΚΕ της 9ης Ιουνίου 2021 συνιστούν έκφραση της αρχής της αυτονομίας όσον αφορά τη μεταχείριση των υπαλλήλων τους στο πλαίσιο της εξαιρετικής κατάστασης που συνδέεται με την πανδημία της νόσου COVID-19 (βλ. σκέψη 72 ανωτέρω).

107    Κατά συνέπεια και εν πάση περιπτώσει, δεν χωρεί, προς στήριξη λόγου ακυρώσεως ο οποίος αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, επίκληση των διαφορών αυτών μεταξύ των μέτρων που έλαβαν τα θεσμικά όργανα, τα λοιπά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 2017, Schönberger κατά Ελεγκτικού Συνεδρίου, T-688/15 P, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:76, σκέψη 187).

108    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

ε)      Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 7 του Χάρτη

109    Η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει ότι αναγκάστηκε να ζητήσει από την Επιτροπή την παροχή πρόσβασης στο διαδίκτυο προκειμένου να καλύψει τα έξοδα που συνεπαγόταν η εφαρμογή του καθεστώτος υποχρεωτικής τηλεργασίας και ότι η απόφαση του PMO της 14ης Ιουλίου 2021, με την οποία απορρίφθηκε η αίτησή της για παροχή πρόσβασης στο διαδίκτυο, συνιστά επέμβαση στο δικαίωμά της στον σεβασμό της ιδιωτικής και της κατοικίας της.

110    Δυνάμει του άρθρου 7 του Χάρτη, κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, της κατοικίας του και των επικοινωνιών του. Εντούτοις, το δικαίωμα που κατοχυρώνεται στο εν λόγω άρθρο δεν αποτελεί απόλυτο προνόμιο. Μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη (πρβλ. απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Facebook Ireland και Schrems, C-311/18, EU:C:2020:559, σκέψεις 172 και 174 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

111    Συναφώς, παρατηρείται ότι, όταν αμφισβητείται ατομικό μέτρο, όπως εν προκειμένω, η ύπαρξη περιορισμού κατά την έννοια του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη πρέπει να εκτιμάται με βάση τον πραγματικό αντίκτυπό του στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο (πρβλ. απόφαση της 25ης Ιανουαρίου 2018, F, C‑473/16, EU:C:2018:36, σκέψεις 52 έως 54). Επιπλέον, δεν νοείται επέμβαση στην άσκηση δικαιώματος όταν η σχέση μεταξύ του δικαιώματος αυτού και του επίμαχου μέτρου είναι υπερβολικά έμμεση ή υπερβολικά αβέβαιη για να ληφθεί υπόψη (πρβλ. αποφάσεις της 4ης Δεκεμβρίου 2018, Janoha κ.λπ. κατά Επιτροπής, T-517/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:874, σκέψεις 72 και 73).

112    Εν προκειμένω όμως η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει απλώς και μόνον ότι, για να ασκήσει τα καθήκοντά της τηλεργαζόμενη μέσω της δικής της σύνδεσης στο διαδίκτυο, αναγκάστηκε να παραβεί τη σύμβαση που είχε συναφθεί ιδιωτικώς με τη VOO και όριζε ότι η πρόσβασή της στο διαδίκτυο περιοριζόταν σε ιδιωτική και προσωπική χρήση.

113    Εντούτοις, η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο από το οποίο θα μπορούσε να συναχθεί ότι η VOO ερμηνεύει τη σύμβασή της υπό την έννοια ότι απαγορεύει στην προσφεύγουσα-ενάγουσα να χρησιμοποιεί προσωπικά τη σύνδεσή της κατά την άσκηση των καθηκόντων της και ότι η απαγόρευση αυτή έχει αναπόφευκτα επιπτώσεις στο δικαίωμά της στον σεβασμό της ιδιωτικής της ζωής και της κατοικίας της. Η Επιτροπή παρατηρεί, ως προς το ζήτημα αυτό, ότι δεν είχε λάβει γνώση καμίας καταγγελίας παρόχων υπηρεσιών πρόσβασης λόγω χρήσης, από τους πελάτες τους, της σύνδεσής τους στο διαδίκτυο στο πλαίσιο της τηλεργασίας και η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν προσκομίζει κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να αντικρούει τον ισχυρισμό αυτόν.

114    Η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποστηρίζει βεβαίως ότι ένας άλλος πάροχος υπηρεσιών πρόσβασης στο διαδίκτυο έθεσε σε εφαρμογή πρόγραμμα το οποίο παρέχει τη δυνατότητα στους εργοδότες να συμμετέχουν στα έξοδα διαδικτύου των μισθωτών τους προκειμένου να καλύψουν τις περιόδους τηλεργασίας των τελευταίων.

115    Ωστόσο, η Επιτροπή ορθώς επισημαίνει ότι το εν λόγω πρόγραμμα παρουσιάζεται απλώς ως «δώρο» που οι εργοδότες προσφέρουν στους υπαλλήλους τους. Επομένως, πρόκειται απλώς για επιλογή και όχι για μηχανισμό ο οποίος, κατά τον πάροχο αυτόν, είναι απαραίτητος για την εκ μέρους των πελατών του τήρηση των συμβατικών τους υποχρεώσεων.

116    Υπό τις συνθήκες αυτές, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά περιορισμό του δικαιώματος της προσφεύγουσας-ενάγουσας στον σεβασμό της ιδιωτικής της ζωής και της κατοικίας της.

117    Επομένως, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί, όπως και, κατά συνέπεια, το δεύτερο αίτημα στο σύνολό του.

Γ.      Επί του τρίτου αιτήματος

118    Με το τρίτο αίτημά της, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την Επιτροπή να της καταβάλει το ποσό των 51,89 ευρώ ως επιστροφή επαγγελματικών εξόδων της, να της παράσχει, στο πλαίσιο της τηλεργασίας, πρόσβαση στο διαδίκτυο για επαγγελματική χρήση και να της καταβάλει το ποσό των 10 000 ευρώ προς αποκατάσταση διαφόρων ζημιών.

119    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα υποβάλλει τα αιτήματα αυτά «κατά συνέπεια» της ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, αρκεί η διαπίστωση ότι, εφόσον το δεύτερο αίτημα απορρίφθηκε, είναι επίσης απορριπτέο και το τρίτο αίτημα.

120    Εξάλλου, δεν μπορεί να ευδοκιμήσει ούτε το αίτημα ικανοποίησης της ηθικής βλάβης την οποία η προσφεύγουσα-ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη λόγω των επανειλημμένων αρνήσεων να της παρασχεθεί πρόσβαση στο διαδίκτυο, του φόβου ότι θα έπρεπε να επιβαρυνθεί εκ νέου μόνη της με τα επαγγελματικά έξοδα και του γεγονότος ότι αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την Επιτροπή προκειμένου να μην υποστεί κυρώσεις κατά τη βαθμολόγηση και την προαγωγή της.

121    Ως προς το σημείο αυτό, υπενθυμίζεται ότι, κατά τη νομολογία, κάθε ζημία πρέπει να είναι πραγματική και βέβαιη και ότι μια αμιγώς υποθετική και αόριστη ζημία δεν παρέχει δικαίωμα προς αποζημίωση (απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2015, CN κατά Κοινοβουλίου, T-343/13, EU:T:2015:926, σκέψη 118). Ο διάδικος ο οποίος επικαλείται την ευθύνη της Ένωσης οφείλει να προσκομίσει αποδείξεις ως προς την ύπαρξη ή την έκταση της ζημίας που επικαλείται. Η υποχρέωση αυτή επιβάλλεται ακόμη και όσον αφορά την ηθική βλάβη. Ένα απλός ισχυρισμός που δεν υποστηρίζεται από κανένα αποδεικτικό στοιχείο είναι ανεπαρκής (πρβλ. απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2015, CN κατά Κοινοβουλίου, T-343/13, EU:T:2015:926, σκέψεις 119 και 121).

122    Εν προκειμένω, για να αποδείξει το υποστατό της ηθικής της βλάβης, η προσφεύγουσα-ενάγουσα προσκομίζει ένα ιατρικό πιστοποιητικό σύμφωνα με το οποίο ήταν ανίκανη προς εργασία από τις 22 Δεκεμβρίου 2020, από τις 14:30, έως τις 24 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους.

123    Εντούτοις, το ιατρικό πιστοποιητικό είναι μεμονωμένο, συνοπτικό και, ειδικότερα, στερείται οποιουδήποτε ιστορικού. Επιπλέον, δεν επιβεβαιώνεται από κανένα άλλο έγγραφο βάσει του οποίου θα μπορούσε να αποδοθεί η σύντομη παύση της εργασίας της προσφεύγουσας-ενάγουσας στον προβαλλόμενο «ψυχολογικό και σωματικό κλονισμό που προκάλεσε η άρνηση της Επιτροπής να παράσχει τον αναγκαίο για την εκτέλεση της εργασίας της όγκο δεδομένων πρόσβασης στο διαδίκτυο».

124    Η προσφεύγουσα-ενάγουσα δεν προσκομίζει περαιτέρω αποδείξεις προς στήριξη του ισχυρισμού της ότι αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την Επιτροπή για να μην υποστεί κυρώσεις κατά τη βαθμολόγηση και την προαγωγή της. Το γεγονός και μόνον δε ότι η Επιτροπή έκρινε ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα απουσίαζε αδικαιολόγητα στις 3 Μαΐου 2021 και ότι, για τον λόγο αυτό, αφαίρεσε μία ημέρα από το υπόλοιπο της ετήσιας άδειάς της (βλ. σκέψη 13 ανωτέρω) δεν αποτελεί καν αρχή αποδείξεως.

125    Τέλος, η προσφεύγουσα-ενάγουσα ματαίως ζητεί την ικανοποίηση της ηθικής βλάβης την οποία ισχυρίζεται ότι υπέστη εξαιτίας της απώλειας της προαναφερθείσας ημέρας άδειας λόγω αδικαιολόγητης απουσίας, επειδή αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει την ιδιωτική της πρόσβαση στο διαδίκτυο για επαγγελματικούς σκοπούς.

126    Όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, το αίτημα αυτό είναι απαράδεκτο. Συγκεκριμένα, διατυπώθηκε για πρώτη φορά με το δικόγραφο της προσφυγής-αγωγής και δεν αποτέλεσε αντικείμενο πλήρους και σύμφωνης με τα άρθρα 90 και 91 του ΚΥΚ προ της ασκήσεως της προσφυγής-αγωγής διαδικασίας, εφόσον η άμεση αιτία της προβαλλόμενης ζημίας δεν απορρέει από την προσβαλλόμενη απόφαση, αλλά από την απόφαση της ΓΔ Ανθρωπίνων Πόρων και Ασφάλειας της 19ης Μαΐου 2021.

127    Ως εκ τούτου, το τρίτο αίτημα είναι απορριπτέο.

128    Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, η προσφυγή-αγωγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

IV.    Επί των δικαστικών εξόδων

129    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

130    Εν προκειμένω, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα-ενάγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδά της καθώς και στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας.

131    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα θεσμικά όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Επομένως, το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο πρέπει να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή-αγωγή.

2)      Η OE φέρει, πέραν των δικαστικών εξόδων της, και τα δικαστικά έξοδα στα οποία υποβλήθηκε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

3)      Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους.

Gervasoni

Madise

Frendo

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Σεπτεμβρίου 2022.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.