Language of document : ECLI:EU:T:2022:508

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 7ης Σεπτεμβρίου 2022 (*)

«ΕΓΤΕ και ΕΓΤΑΑ – Δαπάνες που αποκλείονται από τη χρηματοδότηση – Δαπάνες τις οποίες πραγματοποίησε η Ελλάδα – Αγροτική ανάπτυξη – Βασικοί έλεγχοι – Κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικές διορθώσεις – Υποχρέωση αιτιολόγησης – Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Ασφάλεια δικαίου – Αναλογικότητα – Αρχή της χρηστής διοίκησης»

Στην υπόθεση T‑217/20,

Ελληνική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τις E. Τσαούση, Α.‑Ε. Βασιλοπούλου και E.‑E. Κρόμπα,

προσφεύγουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τον Μ. Κωνσταντινίδη, την J. Aquilina και τον M. Kaduczak,

καθής,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους V. Tomljenović, πρόεδρο, F. Schalin (εισηγητή) και I. Nõmm, δικαστές,

γραμματέας: Σ. Σπυροπούλου, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 4ης Μαΐου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με την προσφυγή της δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί τη μερική ακύρωση της εκτελεστικής απόφασης (ΕΕ) 2020/201 της Επιτροπής, της 12ης Φεβρουαρίου 2020, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ) (ΕΕ 2020, L 42, σ. 17, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Ιστορικό της διαφοράς

 Διοικητική διαδικασία και προσφυγή ενώπιον του δικαστή της Ένωσης

2        Από τις 24 έως τις 28 Σεπτεμβρίου 2012, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διεξήγαγε στην Ελλάδα έρευνα με αριθμό αναφοράς RD 1/2012/810/GR, σχετικά με την αγροτική ανάπτυξη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Αγροτικής Ανάπτυξης (ΕΓΤΑΑ), Άξονες 1 + 3 – Μέτρα με προσανατολισμό τις επενδύσεις (2007-2013) (στο εξής: αρχική έρευνα). Κατόπιν, μεταξύ άλλων, της έρευνας αυτής, η Επιτροπή εξέδωσε την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2016/417, της 17ης Μαρτίου 2016, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Γεωργικού Ταμείου Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο πλαίσιο του ΕΓΤΑΑ (ΕΕ 2016, L 75, σ. 16).

3        Από τις 20 έως τις 24 Απριλίου 2015 και, εν συνεχεία, από τις 9 έως τις 13 Νοεμβρίου 2015, η Επιτροπή διεξήγαγε διαδοχικώς στην Ελλάδα δύο νέες έρευνες, σχετικές με την αγροτική ανάπτυξη στο πλαίσιο του ΕΓΤΑΑ (στο εξής: επακόλουθες έρευνες). Η πρώτη από τις έρευνες αυτές, με αριθμό αναφοράς RD 1/2015/805/GR, αφορούσε το μέτρο 125A, με τίτλο «Βελτίωση και ανάπτυξη της υποδομής που σχετίζεται με την ανάπτυξη και προσαρμογή της γεωργίας και της δασοκομίας», το μέτρο 321, με τίτλο «Βασικές υπηρεσίες για την οικονομία και τον αγροτικό πληθυσμό», και το μέτρο 322, με τίτλο «Ανανέωση και ανάπτυξη της γεωργικής κληρονομιάς». Η δεύτερη από τις έρευνες αυτές, με αριθμό αναφοράς RD 1/2015/809/GR, αφορούσε το μέτρο 123A, με τίτλο «Αύξηση της αξίας των γεωργικών και δασοκομικών προϊόντων».

4        Στις 8 Αυγούστου 2017, με την επιστολή Ares(2017) 3949831, η Επιτροπή απέστειλε στις ελληνικές αρχές την τελική θέση της στο πλαίσιο της πρώτης από τις επακόλουθες έρευνες. Τους επισήμανε ότι, όσον αφορά τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν μέχρι τις 15 Οκτωβρίου 2015 για τα οικονομικά έτη 2010 έως 2015, σκόπευε να εφαρμόσει κατ’ αποκοπήν διόρθωση 10 % επί των δαπανών που ενέπιπταν στο μέτρο 125Α, λαμβανομένων υπόψη των ανεπαρκειών ειδικά του μέτρου αυτού, και κατ’ αποκοπήν διόρθωση 5 % επί των δαπανών που ενέπιπταν στα μέτρα 125A, 321 και 322, λαμβανομένων υπόψη των ανεπαρκειών που ήταν κοινές στα μέτρα αυτά. Το ακαθάριστο ποσό της σχεδιαζόμενης διόρθωσης ανερχόταν στα 15 631 045,52 ευρώ, μειωνόταν δε στο καθαρό ποσό των 12 618 988,75 ευρώ.

5        Στις 2 Αυγούστου 2017, με την επιστολή Ares(2017) 3867854, η Επιτροπή απέστειλε στις ελληνικές αρχές την τελική θέση της στο πλαίσιο της δεύτερης από τις επακόλουθες έρευνες. Τους επισήμανε ότι, όσον αφορά τις δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2015 για τα οικονομικά έτη 2010 έως 2015, σκόπευε να εφαρμόσει κατ’ αποκοπήν διόρθωση 5 % επί των δαπανών που ενέπιπταν στο μέτρο 123A. Το ποσό της σχεδιαζόμενης διόρθωσης ανερχόταν σε 2 238 088,23 ευρώ.

6        Ήδη στις 3 Αυγούστου 2017, στο πλαίσιο έρευνας επί εγγράφων με αριθμό αναφοράς RD 1/2017/853/GR (στο εξής: έρευνα επί εγγράφων), η Επιτροπή απέστειλε στις ελληνικές αρχές επιστολή διαπιστώσεων με αριθμό αναφοράς Ares(2017) 3884660, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 34, παράγραφος 2, του εκτελεστικού κανονισμού (ΕΕ) 908/2014 της Επιτροπής, της 6ης Αυγούστου 2014, για τη θέσπιση κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά τους οργανισμούς πληρωμών και άλλους οργανισμούς, τη δημοσιονομική διαχείριση, την εκκαθάριση λογαριασμών, τους κανόνες σχετικά με τους ελέγχους, τις εγγυήσεις και τη διαφάνεια (ΕΕ 2014, L 255, σ. 59).

7        Η Επιτροπή επισήμανε στις ελληνικές αρχές, πρώτον, ότι οι δημοσιονομικές διορθώσεις που εφαρμόστηκαν κατόπιν των επακόλουθων ερευνών ήταν προσωρινές και αντιστοιχούσαν στις διαπιστώσεις των υπηρεσιών της σε εκείνο το στάδιο της διαδικασίας, δεύτερον, ότι, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 34, παράγραφος 7, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014, οι υπηρεσίες της μπορούσαν να εφαρμόζουν συνεχείς διαδικασίες εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση μέχρις ότου το οικείο κράτος μέλος εφαρμόσει πράγματι τα διορθωτικά μέτρα και, τρίτον, ότι, δεδομένου ότι η Επιτροπή δεν είχε λάβει επιβεβαίωση από τις ελληνικές αρχές σχετικά με την εφαρμογή διορθωτικών μέτρων κατόπιν των επακόλουθων ερευνών, έκρινε ότι οι διαπιστωθείσες παρατυπίες εξακολουθούσαν να υφίστανται και, ως εκ τούτου, ο αποκλεισμός από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης μπορούσε να επεκταθεί στα επίμαχα μέτρα. Συνεπώς, ζητήθηκε από τις ελληνικές αρχές να περιγράψουν εκτενώς τόσο τα διορθωτικά μέτρα που είχαν ήδη ληφθεί, αναφέροντας την πραγματική ημερομηνία εφαρμογής τους, όσο και τα διορθωτικά μέτρα που είχαν προβλεφθεί, με σαφές χρονοδιάγραμμα εφαρμογής τους, τους δείκτες προόδου και τις ρυθμίσεις παρακολούθησης.

8        Στις 3 Νοεμβρίου 2017, ο Οργανισμός Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΟΠΕΚΕΠΕ, Ελλάδα) απέστειλε στην Επιτροπή απάντηση με την οποία εξέθεσε ότι, αντιθέτως προς όσα υποστήριζε η Επιτροπή, είχαν ληφθεί ορισμένα διορθωτικά μέτρα κατόπιν των επακόλουθων ερευνών.

9        Με έγγραφο της 5ης Ιανουαρίου 2018, σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014, η Επιτροπή κάλεσε τις ελληνικές αρχές σε διμερή σύσκεψη στις 18 Ιανουαρίου 2018, η οποία θα είχε ως αντικείμενο τις συνέπειες που έπρεπε να συναχθούν από την έρευνα επί εγγράφων. Με έγγραφο της 11ης Ιανουαρίου 2018, η Ελληνική Δημοκρατία κοινοποίησε στην Επιτροπή τις παρατηρήσεις της και πρόσθετες πληροφορίες πριν από τη σύσκεψη αυτή, πράγμα το οποίο έπραξε και μετά την πραγματοποίηση της σύσκεψης, με έγγραφα της 27ης Φεβρουαρίου και της 30ής Μαρτίου 2018, καθώς και με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου της 24ης Αυγούστου 2018.

10      Στις 27 Φεβρουαρίου 2018, στο πλαίσιο της διαδικασίας που προέκυψε από τις επακόλουθες έρευνες, η Επιτροπή εξέδωσε την εκτελεστική απόφαση (ΕΕ) 2018/304, για τον αποκλεισμό από τη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορισμένων δαπανών που πραγματοποιήθηκαν από τα κράτη μέλη στο πλαίσιο του ΕΓΤΕ και του ΕΓΤΑΑ (ΕΕ 2018, L 59, σ. 3). Με την απόφαση αυτή, η Επιτροπή εφάρμοσε, για τις δαπάνες της Ελληνικής Δημοκρατίας που αφορούσαν το ΕΓΤΑΑ, κατ’ αποκοπήν διόρθωση της οποίας το συνολικό ύψος, που αντιστοιχούσε στο ποσό των σχεδιαζόμενων διορθώσεων στο πλαίσιο των δύο επακόλουθων ερευνών (βλ. σκέψεις 4 και 5 ανωτέρω), ανερχόταν στο ποσό των 17 869 131,75 ευρώ, μειωθέν στο καθαρό ποσό των 14 857 076,98 ευρώ, για τα οικονομικά έτη από το 2010 έως το 2015. Με απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Ελλάδα κατά Επιτροπής (T‑295/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:880), το Γενικό Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή της Ελληνικής Δημοκρατίας με αίτημα την ακύρωση της ως άνω απόφασης της Επιτροπής. Με απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2021, Ελλάδα κατά Επιτροπής (C‑107/20 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:937), το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά της απόφασης του Γενικού Δικαστηρίου.

11      Στις 12 Νοεμβρίου 2018, με το έγγραφο Ares(2018) 5762051/12, η Επιτροπή κοινοποίησε στην Ελληνική Δημοκρατία, σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014, τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε κατόπιν της διμερούς σύσκεψης της 18ης Ιανουαρίου 2018, η οποία διοργανώθηκε μετά το πέρας της έρευνας επί εγγράφων. Από την κοινοποίηση αυτή προκύπτει ότι η Επιτροπή εκτίμησε, εν συνόψει, ότι οι διάφορες αδυναμίες που εντοπίστηκαν κατά τις επακόλουθες έρευνες στα εφαρμοσθέντα από τις ελληνικές αρχές συστήματα διαχείρισης και ελέγχου των δαπανών της Ένωσης εξακολουθούσαν να επηρεάζουν τις ήδη πραγματοποιηθείσες και τρέχουσες, ακόμη, δαπάνες στο πλαίσιο του προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης (ΠΑΑ) για την περίοδο προγραμματισμού 2007-2013 και επηρέαζαν επίσης τις δαπάνες οι οποίες ενέπιπταν στο ΠΑΑ που ίσχυε για την περίοδο προγραμματισμού 2014-2020.

12      Πρώτον, κατά την Επιτροπή, οι αδυναμίες αυτές συνίσταντο στο γεγονός ότι, στο πλαίσιο του μέτρου 125A, το σύστημα επιλογής των έργων που θα χρηματοδοτούνταν βάσει των επίσημων κριτηρίων επιλογής ήταν πλημμελές. Η επιλογή αυτή δεν διενεργήθηκε πράγματι από τις διαχειριστικές αρχές, αλλά στο πλαίσιο ενός αδιαφανούς συστήματος προεπιλογής που εφαρμόστηκε από τη Διεύθυνση Τεχνικών Μελετών και Κατασκευών του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων (στο εξής: ΔΤΜΚ), και, κατά συνέπεια, δεν υπήρξε καμία εγγύηση ότι τα χρηματοδοτούμενα έργα ήταν πράγματι τα καλύτερα από την άποψη των στόχων του ΠΑΑ ούτε ότι δεν είχαν αποκλειστεί ορισμένα από τα έργα που θα μπορούσαν να επιτύχουν τους στόχους αυτούς.

13      Δεύτερον, στο πλαίσιο τόσο του μέτρου 125Α όσο και των μέτρων 321 και 322 διαπιστώθηκαν ανεπάρκειες στην αξιολόγηση των αιτήσεων ενίσχυσης από τη διαχειριστική αρχή, ιδίως έλλειψη σαφούς μεθοδολογίας για την αξιολόγηση και τη βαθμολόγηση των διαφόρων αιτήσεων, καθώς και σφάλματα και ασυνέπειες στην εφαρμογή των κρίσιμων κριτηρίων.

14      Τρίτον, οι εντοπισθείσες ανεπάρκειες αφορούσαν επίσης το μέτρο 123A. Οι υπηρεσίες της Επιτροπής εντόπισαν πλημμέλειες του βασικού ελέγχου «Κατάλληλη αξιολόγηση του ευλόγου των δαπανών με τη χρήση κατάλληλου συστήματος αξιολόγησης, όπως το κόστος αναφοράς, η σύγκριση των διαφόρων προσφορών ή η επιτροπή αξιολόγησης». Συναφώς, οι υπηρεσίες αυτές εκτίμησαν ότι οι διάφορες προσφορές που απαιτούνταν κατά το στάδιο της αίτησης για την αξιολόγηση του εύλογου χαρακτήρα των δαπανών δεν ήταν συγκρίσιμες, ότι το κόστος των εργασιών δεν είχε ελεγχθεί με βάση το καθορισμένο μέγιστο κόστος κατασκευής, ότι δεν υπήρχε διαφάνεια ως προς τα στοιχεία επί των οποίων οι εμπειρογνώμονες στήριξαν τις γνώμες τους σχετικά με την αξιολόγηση του εύλογου χαρακτήρα των δαπανών, καθώς και ότι στις αιτήσεις ενδιάμεσων πληρωμών μπορούσαν να δηλωθούν υπερβάσεις.

15      Στο πλαίσιο της έρευνας επί εγγράφων προέκυψε, καταρχάς, όσον αφορά το μέτρο 125A, ότι οι ελληνικές αρχές δεν προσκόμισαν τα στοιχεία βάσει των οποίων θα μπορούσε να διαπιστωθεί ότι η παρέμβαση της ΔΤΜΚ δεν στρέβλωνε τη διαδικασία επιλογής των έργων, εν συνεχεία, όσον αφορά τα μέτρα 125A, 321 και 322, ότι τα μέτρα αυτά εξακολουθούσαν να επηρεάζονται από την πλημμέλεια βασικού ελέγχου κατά τη διαδικασία επιλογής και αξιολόγησης των έργων και, τέλος, όσον αφορά το μέτρο 123A του ΠΑΑ που ίσχυε για την περίοδο προγραμματισμού 2007‑2013 και το αντίστοιχο μέτρο του ΠΑΑ που ίσχυε για την περίοδο προγραμματισμού 2014-2020, ότι εξακολουθούσε να υφίσταται η διαπιστωθείσα έλλειψη όσον αφορά την αξιολόγηση του εύλογου χαρακτήρα του κόστους.

16      Κατά συνέπεια, η Επιτροπή γνωστοποίησε στις ελληνικές αρχές την πρόθεσή της να εφαρμόσει επέκταση της επιβληθείσας με την εκτελεστική απόφαση 2018/304 διόρθωσης και να αποκλείσει από την ενωσιακή χρηματοδότηση ακαθάριστο ποσό ύψους 9 657 608,85 ευρώ.

17      Στο πλαίσιο του ΠΑΑ που ίσχυε για την περίοδο προγραμματισμού 2007-2013, επίμαχα ήταν τα μέτρα 123A, 125A, 321 και 322.

18      Στο πλαίσιο του ΠΑΑ που ίσχυε για την περίοδο προγραμματισμού 2014-2020, επίμαχα ήταν επίσης τα μέτρα τα οποία διαδέχθηκαν τα μέτρα 123A, 125A, 321 και 322, ήτοι, πρώτον, το μέτρο 4.2 «Επενδύσεις στη μεταποίηση/εμπορία και/ή ανάπτυξη γεωργικών προϊόντων» (το οποίο διαδέχθηκε το μέτρο 123Α και περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, το επιμέρους μέτρο 4.2.1 «Προστιθέμενη αξία στα γεωργικά και δασοκομικά προϊόντα»), δεύτερον, τα επιμέρους μέτρα 4.3.1 «Υποδομές εγγείων βελτιώσεων», 4.3.2 «Έργα αναδασμών» και 4.3.4 «Στήριξη για την οδική σύνδεση δασικών περιοχών και την αξιοποίηση της ξυλείας» (τα οποία διαδέχθηκαν το μέτρο 125Α και περιλαμβάνονταν στο μέτρο 4.3 «Επενδύσεις σε υποδομές σχετικές με την ανάπτυξη, τον εκσυγχρονισμό και την προσαρμογή της γεωργίας και της δασοκομίας») και, τρίτον, το επιμέρους μέτρο 4.3.4 «Στήριξη για την οδική σύνδεση δασικών περιοχών και την αξιοποίηση της ξυλείας», το μέτρο 7.2 «Βασικές υπηρεσίες και ανάπλαση χωριών σε αγροτικές περιοχές: επενδύσεις για τη δημιουργία, βελτίωση ή επέκταση όλων των τύπων υποδομών μικρής κλίμακας, συμπεριλαμβανομένων των επενδύσεων σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και στην εξοικονόμηση ενέργειας» και το μέτρο 7.4 «Βασικές υπηρεσίες και ανάπλαση χωριών σε αγροτικές περιοχές: επενδύσεις για τη δημιουργία, βελτίωση ή επέκταση τοπικών βασικών υπηρεσιών για τον αγροτικό πληθυσμό, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών αναψυχής και των πολιτιστικών υπηρεσιών καθώς και της σχετικής υποδομής» (τα οποία διαδέχθηκαν τα μέτρα 321 και 322).

19      Οι ελληνικές αρχές ζήτησαν την παρέμβαση του οργάνου συμβιβασμού, το οποίο εξέδωσε τη γνωμοδότησή του στις 25 Μαρτίου 2019, στο πλαίσιο της έκθεσής του ARES(2019) 2059734, κατόπιν της οποίας η Επιτροπή τούς επισήμανε, με την επιστολή ARES(2019) 6057961, της 30ής Σεπτεμβρίου 2019, η οποία περιείχε την τελική θέση της, ότι ενέμενε στην αρχική θέση της.

 Περιεχόμενο της συνοπτικής έκθεσης

20      Η συνοπτική έκθεση της 20ής Δεκεμβρίου 2019 περιέχει την οριστική θέση της Επιτροπής. Οι κύριες ελλείψεις που διαπίστωσε η Επιτροπή εις βάρος των ελληνικών αρχών είναι, κατ’ ουσίαν, πανομοιότυπες με εκείνες που μνημονεύονται στο έγγραφο Ares(2018) 5762051/12, της 12ης Νοεμβρίου 2018 (βλ. σκέψεις 11 έως 18 ανωτέρω).

21      Οι δημοσιονομικές διορθώσεις που η Επιτροπή σκοπεύει να επιβάλει στην Ελληνική Δημοκρατία είναι τριών ειδών.

22      Πρώτον, η Επιτροπή επισήμανε ότι εξακολουθούσαν να υπάρχουν παρατυπίες συνιστάμενες σε παρέμβαση της ΔΤΜΚ στο στάδιο της προεπιλογής των αιτήσεων, οι οποίες συνιστούσαν παράλειψη διενέργειας του βασικού ελέγχου «Κατάλληλες διαδικασίες για την επιλογή και εκτίμηση έργων ή αιτήσεων», κατά παράβαση του άρθρου 24, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 65/2011 της Επιτροπής, της 27ης Ιανουαρίου 2011, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1698/2005 του Συμβουλίου όσον αφορά την εφαρμογή διαδικασιών ελέγχου καθώς και την πολλαπλή συμμόρφωση σε σχέση με μέτρα στήριξης της αγροτικής ανάπτυξης (ΕΕ 2011, L 25, σ. 8). Κατά την Επιτροπή, οι αδυναμίες που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο της πρώτης από τις επακόλουθες έρευνες σχετικά με το μέτρο 125A συνεχίστηκαν, με συνέπεια να επηρεαστούν οι δαπάνες που εκτελέστηκαν από τις ελληνικές αρχές μετά τις 15 Οκτωβρίου 2015, ιδίως δε οι δαπάνες που αφορούν έργα τα οποία επιλέχθηκαν κατά την έναρξη της περιόδου προγραμματισμού 2007-2013 και εξακολούθησαν να δημιουργούν δαπάνες και μετά την εν λόγω ημερομηνία.

23      Συναφώς, η Επιτροπή εκτίμησε ότι έπρεπε να επιβληθεί, πρώτον, εκ νέου κατ’ αποκοπήν διόρθωση με προσαυξημένο ποσοστό 10 % επί των δαπανών του μέτρου 125Α σχετικά με τα οικονομικά έτη 2011 και 2012 και, δεύτερον, κατ’ αποκοπήν διόρθωση με προσαυξημένο ποσοστό 10 % επί των δαπανών του επιμέρους μέτρου 4.3.2 σχετικά με τα οικονομικά έτη 2016 έως 2018, για τα οποία δεν είχε εφαρμοστεί ακόμη καμία διόρθωση.

24      Δεύτερον, η Επιτροπή επισήμανε ότι εξακολουθούσαν να υπάρχουν παρατυπίες που συνίσταντο σε ελλείψεις κατά την αξιολόγηση και την επιλογή των προς χρηματοδότηση έργων, οι οποίες συνιστούσαν ανεπάρκεια στη λειτουργία του βασικού ελέγχου «Κατάλληλες διαδικασίες για την επιλογή και εκτίμηση έργων ή αιτήσεων», κατά παράβαση του άρθρου 24, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 65/2011. Κατά την Επιτροπή, οι αδυναμίες που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο της πρώτης από τις επακόλουθες έρευνες σχετικά με τα μέτρα 321 και 322 δεν μεταβλήθηκαν και, ως εκ τούτου, επηρέασαν τις δαπάνες που εκτελέστηκαν από τις ελληνικές αρχές μετά τις 15 Οκτωβρίου 2015.

25      Συναφώς, η Επιτροπή εκτίμησε ότι έπρεπε να επιβληθεί κατ’ αποκοπήν διόρθωση με ποσοστό 5 % επί των δαπανών των μέτρων 321 και 322, καθώς και επί των δαπανών των μέτρων 4.3.1, 4.3.2 και 4.3.4 και των μέτρων 7.2 και 7.4, σχετικά με τα οικονομικά έτη 2016 έως 2018, για τα οποία δεν είχε εφαρμοστεί ακόμη καμία διόρθωση.

26      Τρίτον, η Επιτροπή εκτίμησε ότι, παρά το γεγονός ότι οι ελληνικές αρχές θέσπισαν νέες, βελτιωμένες διαδικασίες για την αξιολόγηση του ευλόγου των δαπανών τον Απρίλιο του 2017, οι παρατυπίες που εντοπίστηκαν (έλλειψη κατάλληλης αξιολόγησης του ευλόγου των δαπανών με τη χρήση κατάλληλου συστήματος αξιολόγησης, όπως είναι το κόστος αναφοράς, η σύγκριση των διαφόρων προσφορών ή η επιτροπή αξιολόγησης) συνιστούσαν ανεπάρκεια λειτουργίας του βασικού ελέγχου «Κατάλληλη αξιολόγηση του ευλόγου των δαπανών με τη χρήση κατάλληλου συστήματος αξιολόγησης, όπως το κόστος αναφοράς, η σύγκριση των διαφόρων προσφορών ή η επιτροπή αξιολόγησης», κατά παράβαση του άρθρου 24, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 65/2011. Κατά την Επιτροπή, οι αδυναμίες που διαπιστώθηκαν στο πλαίσιο της δεύτερης από τις επακόλουθες έρευνες σχετικά με το μέτρο 123Α επηρέασαν τις δαπάνες που εκτελέστηκαν από τις ελληνικές αρχές μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2015.

27      Συναφώς, η Επιτροπή εκτίμησε ότι έπρεπε να επιβληθεί, πρώτον, εκ νέου κατ’ αποκοπήν διόρθωση με αμετάβλητο ποσοστό 5 % επί των δαπανών του μέτρου 123Α σχετικά με τα οικονομικά έτη 2012 έως 2014 και 2016 και, δεύτερον, κατ’ αποκοπήν διόρθωση με ποσοστό 5 % επί των δαπανών του μέτρου 4.2.1 σχετικά με τα οικονομικά έτη 2017 και 2018.

 Η προσβαλλόμενη απόφαση

28      Στις 12 Φεβρουαρίου 2020, η Επιτροπή εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία κοινοποιήθηκε στις ελληνικές αρχές με τον αριθμό C(2020) 541.

29      Δυνάμει του άρθρου 52 του κανονισμού (ΕΕ) 1306/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 17ης Δεκεμβρίου 2013, σχετικά με τη χρηματοδότηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση της κοινής γεωργικής πολιτικής και την κατάργηση των κανονισμών (ΕΟΚ) αριθ. 352/78, (ΕΚ) αριθ. 165/94, (ΕΚ) αριθ. 2799/98, (ΕΚ) αριθ. 814/2000, (ΕΚ) αριθ. 1290/2005 και (ΕΚ) αριθ. 485/2008 του Συμβουλίου (ΕΕ 2013, L 347, σ. 549), η Επιτροπή απέκλεισε από την ενωσιακή χρηματοδότηση, μεταξύ άλλων, δαπάνες που πραγματοποίησε η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο του ΕΓΤΑΑ, συνολικού ακαθάριστου ποσού 9 657 608,85 ευρώ, το οποίο μειώθηκε στο καθαρό ποσό των 9 590 402,53 ευρώ για τα οικονομικά έτη 2011 έως 2014 και 2016 έως 2018.

 Αιτήματα των διαδίκων

30      Η Ελληνική Δημοκρατία ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος με το οποίο επιβάλλεται σε βάρος της δημοσιονομική διόρθωση συνολικού ποσού 9 657 608,85 ευρώ (ήτοι καθαρού ποσού 9 590 402,53 ευρώ) επί των δαπανών που πραγματοποιήθηκαν και δηλώθηκαν στο πλαίσιο του ΕΓΤΑΑ σχετικά με τα μέτρα 123Α, 125Α, 321 και 322 και σχετικά με τα μέτρα 4.2, 4.3, 7.2 και 7.4, κατά τα οικονομικά έτη 2011 έως 2018·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

31      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

32      Η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει επτά λόγους ακυρώσεως προς στήριξη της προσφυγής, οι οποίοι αφορούν, εν συνόψει, παράβαση των νομικών διατάξεων στις οποίες βασίζεται η εφαρμογή δημοσιονομικών διορθώσεων επί δαπανών που εμπίπτουν στο Ευρωπαϊκό Γεωργικό Ταμείο Εγγυήσεων (ΕΓΤΕ) και στο ΕΓΤΑΑ, παραβίαση διαφόρων γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης και πολλαπλή πλάνη περί τα πράγματα.

33      Η Επιτροπή ζητεί να απορριφθούν όλοι οι λόγοι ακυρώσεως που προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία ως αβάσιμοι ή αλυσιτελείς.

34      Προκαταρκτικώς, όσον αφορά τις αιτιάσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, τα ευρωπαϊκά γεωργικά ταμεία χρηματοδοτούν μόνον τις παρεμβάσεις που πραγματοποιούνται σύμφωνα με τις διατάξεις του δικαίου της Ένωσης στο πλαίσιο της κοινής οργάνωσης των γεωργικών αγορών (βλ. απόφαση της 27ης Φεβρουαρίου 2013, Πολωνία κατά Επιτροπής, T‑241/10, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:96, σκέψη 20 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

35      Όταν η Επιτροπή αρνείται να επιβαρύνει το σχετικό ταμείο με ορισμένες δαπάνες λόγω παράβασης των διατάξεων του δικαίου της Ένωσης για τις οποίες ευθύνεται κράτος μέλος, δεν οφείλει να αποδείξει κατά τρόπο εξαντλητικό την ανεπάρκεια των διενεργηθέντων από τις εθνικές διοικητικές αρχές ελέγχων ή το παράτυπο των αριθμητικών στοιχείων που αυτές διαβίβασαν, αλλά να προσκομίσει αποδείξεις για τη σοβαρή και εύλογη αμφιβολία που διατηρεί ως προς τους ελέγχους αυτούς ή τα αριθμητικά αυτά στοιχεία. Η ως άνω ελάφρυνση του βάρους αποδείξεως για την Επιτροπή εξηγείται από το γεγονός ότι το κράτος μέλος ευρίσκεται στην πλέον κατάλληλη θέση προκειμένου να συλλέξει και να επαληθεύσει τα αναγκαία στοιχεία για την εκκαθάριση των λογαριασμών του ταμείου και, κατά συνέπεια, σε αυτό εναπόκειται να προσκομίσει την πλέον εμπεριστατωμένη και πλήρη απόδειξη για το αληθές των ελέγχων ή των αριθμητικών στοιχείων του και, εφόσον συντρέχει περίπτωση, για την ανακρίβεια των όσων προβάλλει η Επιτροπή (βλ. απόφαση της 17ης Μαΐου 2013, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑294/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:261, σκέψη 21 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

36      Το ενδιαφερόμενο κράτος μέλος δεν μπορεί να ανασκευάσει τις διαπιστώσεις της Επιτροπής χωρίς να στηρίζει τα όσα το ίδιο υποστηρίζει σε στοιχεία που αποδεικνύουν την ύπαρξη αξιόπιστου και λειτουργικού συστήματος ελέγχου. Εφόσον δεν επιτυγχάνει να αποδείξει ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής δεν ευσταθούν, αυτές συνιστούν στοιχεία δυνάμενα να προκαλέσουν σοβαρές αμφιβολίες ως προς τη θέσπιση κατάλληλου και αποτελεσματικού συστήματος μέτρων εποπτείας και ελέγχου (βλ. απόφαση της 9ης Ιανουαρίου 2003, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑157/00, EU:C:2003:5, σκέψη 18 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

37      Υπό το πρίσμα των σκέψεων αυτών πρέπει να εξεταστούν οι λόγοι ακυρώσεως τους οποίους προβάλλει η Ελληνική Δημοκρατία προς στήριξη της προσφυγής της στο μέτρο που αφορούν τις κατ’ αποκοπήν διορθώσεις οι οποίες επιβλήθηκαν με την προσβαλλόμενη απόφαση.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση του άρθρου 34, παράγραφος 7, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014, παράνομη επέκταση των διορθώσεων που προέκυψαν από τις επακόλουθες έρευνες, υπέρβαση εκ μέρους της Επιτροπής των άκρων ορίων της διακριτικής ευχέρειάς της και παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης

38      Η Ελληνική Δημοκρατία εκθέτει ότι η Επιτροπή δεν διευκρίνισε, στη συνοπτική έκθεση, τη νομική βάση της δημοσιονομικής διόρθωσης. Ειδικότερα, δεν έκανε ρητή μνεία του άρθρου 34, παράγραφος 7, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014. Επιπλέον, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση, η οποία συνίσταται σε επέκταση των διορθώσεων που επιβλήθηκαν κατόπιν των επακόλουθων ερευνών, παρά το γεγονός ότι το Δικαστήριο, επιληφθέν αιτήσεως αναιρέσεως κατά της απόφασης της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Ελλάδα κατά Επιτροπής (T‑295/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:880), δεν είχε ακόμη αποφανθεί αμετάκλητα επί της νομιμότητας των εν λόγω διορθώσεων, η Επιτροπή έθιξε, αφενός, την οικονομία της διαδικασίας όπως αυτή απορρέει από το άρθρο 34, παράγραφος 7, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014 και, αφετέρου, την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας όπως αυτή απορρέει από το άρθρο 4, παράγραφος 3, ΣΛΕΕ. Ειδικότερα, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, μολονότι η Επιτροπή μπορεί να συνεχίσει να εφαρμόζει δημοσιονομικές διορθώσεις μέχρι τη λήψη διορθωτικών μέτρων από το οικείο κράτος μέλος, οφείλει εντούτοις να προσδιορίσει τα αναγκαία διορθωτικά μέτρα με σκοπό τη μελλοντική τήρηση των ενωσιακών κανόνων.

39      Κατόπιν όμως των δημοσιονομικών διορθώσεων που επιβλήθηκαν μετά το πέρας της έρευνας RD 1/2015/809/GR σχετικά με τα μέτρα 125A, 321 και 322, με την προσβαλλόμενη απόφαση επιβλήθηκε στην Ελληνική Δημοκρατία επέκταση των εν λόγω διορθώσεων για την περίοδο προγραμματισμού 2007-2013, μολονότι ήταν πολύ αργά για να εφαρμοστούν διορθωτικά μέτρα, καθώς η επιλογή των έργων είχε ήδη ολοκληρωθεί κατά την έναρξη της περιόδου προγραμματισμού 2007-2013, με συνέπεια η προαναφερθείσα επέκταση των διορθώσεων να προσκρούει στην αρχή «ad impossibilia nemo tenetur». Επομένως, οι διορθώσεις αυτές έχουν καθαρά τιμωρητικό χαρακτήρα. Επιπλέον, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι είχε εκπονήσει σχέδιο δράσης που περιλάμβανε διορθωτικά μέτρα, εφαρμοζόμενα από το 2018, για την εξάλειψη των ελλείψεων οι οποίες είχαν διαπιστωθεί στο πλαίσιο των επακόλουθων ερευνών και αφορούσαν το στάδιο της επιλογής των έργων που θα χρηματοδοτούνταν από το ΕΓΤΑΑ, γεγονός ικανό να εξαλείψει τον οικονομικό κίνδυνο για το ταμείο αυτό.

40      Συνεπώς, η Επιτροπή όφειλε είτε να μην επιβάλει τις επίμαχες διορθώσεις για τη μετά τις 15 Οκτωβρίου 2015 περίοδο, καθόσον, όσον αφορά το μέτρο 125Α, κατόπιν της πρώτης από τις επακόλουθες έρευνες, εφάρμοσε ήδη αναδρομικά, με την εκτελεστική απόφαση 2018/304, ποσοστό διόρθωσης 10 % επί δαπανών που είχαν αρχικά διορθωθεί με ποσοστό 5 % κατόπιν της αρχικής έρευνας, είτε να εφαρμόσει μειωμένο ποσοστό διόρθωσης. Ενώ η Επιτροπή είχε ενημερωθεί για την κατάσταση αυτή, δεν την έλαβε υπόψη στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης.

41      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας.

42      Όσον αφορά τη χρηματοδότηση, τη διαχείριση και την παρακολούθηση της γεωργικής πολιτικής της Ένωσης, το άρθρο 52, παράγραφος 1, του κανονισμού 1306/2013, το οποίο εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2015, ορίζει κατ’ ουσίαν ότι, όταν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι δαπάνες που εμπίπτουν στον τομέα του ΕΓΤΑΑ δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης και του οικείου κράτους μέλους, εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό των ποσών που πρέπει να αποκλειστούν από την ενωσιακή χρηματοδότηση.

43      Το άρθρο 34, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014 ορίζει ότι, όταν, ως αποτέλεσμα έρευνας, η Επιτροπή κοινοποιεί στο ενδιαφερόμενο κράτος μέλος τα πορίσματά της, αναφέρει «το προσωρινό ύψος της δημοσιονομικής διόρθωσης που θεωρεί ότι αντιστοιχεί στα εν λόγω πορίσματα σε εκείνο το στάδιο της διαδικασίας». Επιπλέον, το άρθρο 34, παράγραφος 7, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014 ορίζει ότι «[η] Επιτροπή, αφού κοινοποιήσει τα συμπεράσματά της στα κράτη μέλη, σύμφωνα με το άρθρο 34 παράγραφος 3 ή 4 του [εν λόγω] κανονισμού, εκδίδει, κατά περίπτωση, μία ή περισσότερες αποφάσεις βάσει του άρθρου 52 του κανονισμού [...] 1306/2013, με σκοπό να αποκλείσει από την ενωσιακή χρηματοδότηση δαπάνες που δεν είναι σύμφωνες με τους ενωσιακούς κανόνες[, η] Επιτροπή μπορεί [δε] να εφαρμόζει συνεχείς διαδικασίες εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση, μέχρις ότου το κράτος μέλος εφαρμόσει πράγματι τα διορθωτικά μέτρα».

44      Καταρχάς, διαπιστώνεται ότι, στο πλαίσιο της έρευνας επί εγγράφων, η Επιτροπή απέστειλε στις ελληνικές αρχές, στις 3 Αυγούστου 2017, την επιστολή Ares(2017) 3884660, η οποία μνημονεύει ρητώς τόσο το άρθρο 52, παράγραφος 1, του κανονισμού 1306/2013 όσο και το άρθρο 34, παράγραφος 7, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014. Ομοίως, η συνοπτική έκθεση αναφέρει ότι η έκδοσή της εντάσσεται στο πλαίσιο της εφαρμογής του άρθρου 52 του κανονισμού 1306/2013. Η επιστολή αυτή καθώς και η συνοπτική έκθεση αποτελούν μέρος της διαδικασίας ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ του οικείου κράτους μέλους και της Επιτροπής, όπως προβλέπεται στο άρθρο 34, παράγραφος 2, του κανονισμού 908/2014, οπότε η Ελληνική Δημοκρατία ήταν πλήρως ενημερωμένη για τη νομική βάση της διόρθωσης που της κοινοποίησε η Επιτροπή.

45      Επομένως, το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η Επιτροπή δεν διευκρίνισε τη νομική βάση της δημοσιονομικής διόρθωσης στη συνοπτική έκθεση στερείται πραγματικού ερείσματος, ιδίως αν ληφθεί υπόψη το σύνολο των πληροφοριών που αντηλλάγησαν μεταξύ των διαδίκων στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης.

46      Περαιτέρω, όσον αφορά το επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας ότι η Επιτροπή, συνάγοντας τις οικονομικές συνέπειες της έρευνας επί εγγράφων χωρίς να αναμείνει την οριστική έκβαση της αιτήσεως αναιρέσεως στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2021, Ελλάδα κατά Επιτροπής (C‑107/20 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:937), παραβίασε την αρχή της καλόπιστης συνεργασίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 3, πρώτο εδάφιο, ΣΕΕ και έθιξε την οικονομία της διαδικασίας εκκαθάρισης των λογαριασμών, υπενθυμίζεται ότι η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας συνεπάγεται την υποχρέωση των κρατών μελών να λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για τη διασφάλιση της εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης και επιβάλλει στα θεσμικά όργανα της Ένωσης αμοιβαία καθήκοντα σεβασμού και αρωγής έναντι των κρατών μελών κατά την εκτέλεση των αποστολών που απορρέουν από τις Συνθήκες [βλ. απόφαση της 1ης Μαρτίου 2018, Πολωνία κατά Επιτροπής, T‑402/15, EU:T:2018:107, σκέψη 53 (μη δημοσιευθείσα) και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

47      Όσον αφορά την τήρηση της οικονομίας της διαδικασίας εκκαθάρισης των λογαριασμών, παρατηρείται ότι, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 34, παράγραφοι 2 και 7, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014, η Επιτροπή έχει τη δυνατότητα να εφαρμόζει συνεχείς διαδικασίες εκκαθάρισης μέχρις ότου το κράτος μέλος εφαρμόσει πράγματι τα διορθωτικά μέτρα και ότι το ύψος της διόρθωσης που κοινοποιήθηκε αρχικά στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης δεν είναι οριστικό και, ως εκ τούτου, έχει προσωρινό χαρακτήρα και μπορεί να αυξηθεί.

48      Η διάταξη αυτή δεν επιβάλλει στην Επιτροπή καμία ρητή υποχρέωση να αναμείνει την έκβαση ενδεχόμενης δικαστικής διαδικασίας προκειμένου να εφαρμόσει συνεχείς διαδικασίες εκκαθάρισης, διευκρινιζομένου ότι στην Επιτροπή έχουν ανατεθεί εκτελεστικές αρμοδιότητες με σκοπό την τήρηση δημοσιονομικής πειθαρχίας κατά τη διαχείριση των ταμείων της Ένωσης και ότι, στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή υποχρεούται να προβεί σε δημοσιονομική διόρθωση αν οι δαπάνες των οποίων ζητείται η χρηματοδότηση δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κανόνες της Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Ιανουαρίου 2001, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑247/98, EU:C:2001:4, σκέψη 14).

49      Επομένως, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι εθίγη εν προκειμένω η οικονομία της διαδικασίας εκκαθάρισης των λογαριασμών. Άλλωστε, δεδομένου ότι η Επιτροπή οφείλει επίσης να διασφαλίζει την εφαρμογή και την αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης, δεν είναι δυνατόν να δεσμεύεται από τον ανασταλτικό χαρακτήρα μιας αναιρετικής διαδικασίας εάν δεν υπάρχουν ρητές σχετικές διατάξεις. Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται επίσης ότι, με την απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2021, Ελλάδα κατά Επιτροπής (C‑107/20 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:937), το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση αναιρέσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας. Εξάλλου, το Δικαστήριο επισήμανε, στη σκέψη 74 της εν λόγω απόφασης, ότι «η προσβολή εκτελεστικής απόφασης [περί επιβολής κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικής διόρθωσης] δυνάμει των άρθρων 263 και 256 ΣΛΕΕ δεν κωλύει την προσαρμογή της απόφασης αυτής εκ μέρους της Επιτροπής ενδεχομένως και όσον αφορά το εφαρμοστέο ποσοστό διόρθωσης κατόπιν της επαναξιολόγησης ήδη διαπιστωθείσας ελλείψεως». Συνεπώς, το επιχείρημα κατά το οποίο εθίγη η οικονομία της διαδικασίας πρέπει να απορριφθεί.

50      Το επιχείρημα ότι εθίγησαν η οικονομία της διαδικασίας και η αρχή της καλόπιστης συνεργασίας πρέπει επίσης να απορριφθεί, καθόσον η Επιτροπή έλαβε μέτρα απλώς και μόνον επειδή η Ελληνική Δημοκρατία δεν τήρησε τις υποχρεώσεις της, όπως καταδεικνύεται από την παράλειψη της τελευταίας να εφαρμόσει κατάλληλα μέτρα για τη διασφάλιση της εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης.

51      Επομένως, η ως άνω παράλειψη της Ελληνικής Δημοκρατίας ως προς τη λήψη όλων των κατάλληλων μέτρων για τη διασφάλιση της εφαρμογής και της αποτελεσματικότητας του δικαίου της Ένωσης δεν μπορούσε να εμποδίσει την Επιτροπή να συναγάγει τις οικονομικές συνέπειες της εν λόγω παράλειψης, ακριβώς προκειμένου να διασφαλιστεί η εφαρμογή και η αποτελεσματικότητα του δικαίου της Ένωσης.

52      Επιπλέον, όσον αφορά την προβαλλόμενη αδυναμία εφαρμογής διορθωτικών μέτρων κατόπιν των δημοσιονομικών διορθώσεων που επιβλήθηκαν μετά την έρευνα RD 1/2015/809/GR, σχετικά με τα μέτρα 125A, 321 και 322, επισημαίνεται, όπως τόνισε και η Επιτροπή, ότι, δυνάμει του άρθρου 34 του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014, η επέκταση δημοσιονομικών διορθώσεων μέσω διαδοχικών αποφάσεων δεν εξαρτάται από τη δυνατότητα του οικείου κράτους μέλους να λάβει διορθωτικά μέτρα. Αντιθέτως, όταν το κράτος μέλος δεν εφαρμόζει διορθωτικά μέτρα προς διόρθωση των διαπιστωθεισών από την Επιτροπή παρατυπιών, η Επιτροπή μπορεί, μέχρι την ημερομηνία ουσιαστικής εφαρμογής των επιβαλλόμενων από αυτή διορθωτικών μέτρων, να αποκλείει την κάλυψη των δαπανών για τις οποίες δεν τηρούνται οι κανόνες της Ένωσης (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 7ης Ιουνίου 2013, Πορτογαλία κατά Επιτροπής, T‑2/11, EU:T:2013:307, σκέψη 80).

53      Εν προκειμένω, μολονότι η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται την εφαρμογή διορθωτικών μέτρων, τα μέτρα αυτά εφαρμόστηκαν σε νέα έργα μόνον από το 2018 και εφεξής, οπότε, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, δεν ήταν ικανά να αποκλείσουν την εφαρμογή δημοσιονομικών διορθώσεων από την Επιτροπή. Κατά τα λοιπά, οι διορθώσεις αυτές δεν έχουν τιμωρητικό χαρακτήρα, δεδομένου ότι αποσκοπούν αποκλειστικά στο να αποφευχθεί η επιβάρυνση του οικείου ταμείου με ποσά μη χρησιμοποιηθέντα για τη χρηματοδότηση σκοπού που επιδιώκεται από τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης και, ως εκ τούτου, δεν συνιστούν κύρωση (πρβλ. απόφαση της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, T‑343/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:468, σκέψη 111 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Εν πάση περιπτώσει, η Ελληνική Δημοκρατία δεν αποδεικνύει ότι δεν ήταν σε θέση να εφαρμόσει διορθωτικά μέτρα μετά τη διαπίστωση της Επιτροπής περί υπάρξεως πλημμελειών.

54      Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν ήταν υποχρεωμένη να μην προχωρήσει στην επιβολή δημοσιονομικών διορθώσεων επί των δαπανών που αφορούσαν τα μέτρα 125A, 321 και 322 για τη μετά τις 15 Οκτωβρίου 2015 περίοδο ή έστω να αμβλύνει τα μέτρα διορθώσεων εφαρμόζοντας μειωμένο ποσοστό διόρθωσης. Αντιθέτως, εφόσον τα διορθωτικά μέτρα που τέθηκαν σε εφαρμογή από το 2018 και εφεξής ήταν ικανά να αποκαταστήσουν τις ελλείψεις που διαπίστωσε η Επιτροπή, η Ελληνική Δημοκρατία θα μπορούσε να αναμένει ότι δεν θα επιβληθούν νέες δημοσιονομικές διορθώσεις επί των επίμαχων δαπανών, όσον αφορά τα οικονομικά έτη μετά την εφαρμογή των εν λόγω μέτρων.

55      Τέλος, επισημαίνεται ότι η επιχειρηματολογία που αναπτύσσει η Ελληνική Δημοκρατία δεν αφορά ειδικώς ενδεχόμενη πλάνη της Επιτροπής κατά την εκτίμηση της σοβαρότητας των επίμαχων παραβάσεων, αλλά την προβαλλόμενη αδυναμία να διορθωθούν, μέσω δημοσιονομικής διόρθωσης δυνάμενης να παραγάγει αναδρομικά αποτελέσματα, οι δαπάνες που επηρεάζονται από τις παραβάσεις αυτές. Η εξέλιξη, όμως, του ποσοστού διόρθωσης, μεταξύ άλλων ως προς δαπάνες που εμπίπτουν σε οικονομικά έτη για τα οποία έχουν ήδη επιβληθεί διορθώσεις, εξαρτάται αποκλειστικά από την εκτίμηση της Επιτροπής περί της σοβαρότητας των διαπιστωθεισών παραβάσεων. Υπό τις συνθήκες αυτές, η επιχειρηματολογία της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν μπορεί να γίνει δεκτή, στο μέτρο που δεν μπορεί να οδηγήσει σε περιορισμό της δυνατότητας της Επιτροπής να συναγάγει τις συνέπειες της εκτίμησής της περί της σοβαρότητας των διαπιστωθεισών παραβάσεων. Κατά τα λοιπά, η ευχέρεια της Επιτροπής να αυξήσει αναδρομικά το ποσοστό διόρθωσης που εφαρμόστηκε σε προηγουμένως διορθωθείσες δαπάνες, η οποία παρέχει, ως εκ τούτου, στην Επιτροπή τη δυνατότητα να αξιολογήσει την επίμαχη έλλειψη στο σύνολό της, επιβεβαιώθηκε από το Δικαστήριο με την απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2021, Ελλάδα κατά Επιτροπής (C‑107/20 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:937, σκέψη 72).

56      Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, με τον οποίο προβάλλεται έλλειψη νομικής βάσης για επιβολή διόρθωσης επί δαπανών που πραγματοποιήθηκαν σε χρόνο προγενέστερο της περιόδου των 24 μηνών πριν από την επιστολή των αρχικών διαπιστώσεων, παράβαση του άρθρου 52 του κανονισμού 1306/2013 και υπέρβαση της κατά χρόνο αρμοδιότητας της Επιτροπής

57      Η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί, με το δικόγραφο της προσφυγής, την εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία του άρθρου 52, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1306/2013, καθόσον, κατά την ερμηνεία αυτή, το εν λόγω άρθρο επιτρέπει να συμπεριληφθεί στη βάση της διόρθωσης το σύνολο των πληρωμών που συνδέονται με τελικές πληρωμές οι οποίες πραγματοποιήθηκαν εντός 24 μηνών πριν από την κοινοποίηση των διαπιστώσεων της Επιτροπής. Υποστηρίζει ότι διόρθωση μπορεί να επιβληθεί μόνο για τις πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου των 24 μηνών, και όχι για άλλες προγενέστερες πληρωμές όπως προκαταβολές ή ενδιάμεσες πληρωμές που συνδέονται με τις τελικές αυτές πληρωμές στο πλαίσιο των προγραμμάτων αγροτικής ανάπτυξης. Η Ελληνική Δημοκρατία προβάλλει, συναφώς, ότι οι όροι «προκαταβολές» και «ενδιάμεσες πληρωμές» δεν περιλαμβάνονται ρητώς στην εν λόγω διάταξη, η οποία τάσσει απόλυτη προθεσμία για όλες τις διορθωτέες πληρωμές, ανεξαρτήτως του ειδικότερου χαρακτήρα τους, οπότε η διόρθωση μπορεί να αφορά μόνον τις πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της περιόδου των 24 μηνών πριν από την κοινοποίηση των διαπιστώσεων της Επιτροπής, και όχι τις πληρωμές που πραγματοποιήθηκαν σε χρόνο προγενέστερο της εν λόγω περιόδου. Η Επιτροπή, στηριζόμενη στην εσφαλμένη αυτή ερμηνεία, υπερέβη τα όρια της κατά χρόνο αρμοδιότητάς της.

58      Με το υπόμνημα απαντήσεως, η Ελληνική Δημοκρατία παραδέχεται εντούτοις ότι, με πρόσφατη νομολογία του, το Δικαστήριο έκρινε κατ’ ουσίαν ότι, όταν πραγματοποιούνται ενδιάμεσες και προσωρινές πληρωμές πριν από την εξόφληση του υπολοίπου, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον η τελευταία αυτή πληρωμή για τον υπολογισμό του εικοσιτετραμήνου, η δε Επιτροπή μπορεί, επομένως, να διορθώσει τις ενδιάμεσες και προσωρινές πληρωμές που προηγούνται της οριστικής εξόφλησης, υπό τον όρο ότι η τελική εξόφληση ή η εξόφληση του υπολοίπου πραγματοποιείται εντός του εικοσιτετραμήνου. Ωστόσο, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν έχει σαφή και ξεκάθαρη θέση ως προς το ποιες δαπάνες μπορούν πράγματι να διορθωθούν και ότι, ως εκ τούτου, η συνοπτική έκθεση και η προσβαλλόμενη απόφαση στερούνται νόμιμου ερείσματος και αιτιολογίας. Ειδικότερα, κακώς η Επιτροπή υποστηρίζει ότι ο αποκλεισμός της χρηματοδότησης είναι δυνατός για δαπάνες προγραμμάτων για τις οποίες η όποια πληρωμή έγινε εντός του εικοσιτετραμήνου που προηγήθηκε της κοινοποίησης των διαπιστώσεών της.

59      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας.

60      Εν προκειμένω, διαπιστώνεται ότι η Ελληνική Δημοκρατία, αμφισβητώντας, με το δικόγραφο της προσφυγής, την εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία του άρθρου 52, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1306/2013, καθόσον, κατά την ερμηνεία αυτή, το εν λόγω άρθρο επιτρέπει να συμπεριληφθεί στη βάση της διόρθωσης το σύνολο των πληρωμών που συνδέονται με τελικές πληρωμές και που πραγματοποιήθηκαν εντός 24 μηνών πριν από την κοινοποίηση των διαπιστώσεων της Επιτροπής, επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, επιχειρηματολογία την οποία είχε προηγουμένως αναπτύξει στο πλαίσιο των υποθέσεων επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις της 4ης Οκτωβρίου 2018, Ελλάδα κατά Επιτροπής (T‑272/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:651), και της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Ελλάδα κατά Επιτροπής (T‑295/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:880).

61      Όπως, όμως, παραδέχεται τελικώς η Ελληνική Δημοκρατία με το υπόμνημα απαντήσεως, το Δικαστήριο, με τις σκέψεις 130 και 131 της απόφασης της 30ής Απριλίου 2020, Ελλάδα κατά Επιτροπής (Μόνιμοι βοσκότοποι) (C‑797/18 P, EU:C:2020:340), επιβεβαίωσε, όσον αφορά τη διάταξη που ίσχυε πριν από την έναρξη ισχύος του άρθρου 52, παράγραφος 4, του κανονισμού 1306/2013, εν προκειμένω το άρθρο 31, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 1290/2005 του Συμβουλίου, της 21ης Ιουνίου 2005, για τη χρηματοδότηση της κοινής γεωργικής πολιτικής (ΕΕ 2005, L 209, σ. 1), ότι από το εν λόγω άρθρο προέκυπτε ρητώς ότι το χρονικό διάστημα των 24 μηνών πριν από την έγγραφη ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των ελέγχων από την Επιτροπή υπολογίζεται από την ημερομηνία εξόφλησης ή εξόφλησης του υπολοίπου, ήτοι την ημερομηνία της οριστικής πληρωμής, και, ως εκ τούτου, όταν πραγματοποιούνται ενδιάμεσες και προσωρινές πληρωμές πριν από την εξόφληση του υπολοίπου, θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη μόνον η τελευταία αυτή πληρωμή για τον υπολογισμό της προθεσμίας των 24 μηνών.

62      Συναφώς, επισημαίνεται ότι, όπως εξηγεί η Επιτροπή, μολονότι οι εν λόγω διατάξεις διαφέρουν ελαφρώς ως προς το γράμμα τους, δεδομένου ότι το άρθρο 31, παράγραφος 4, του κανονισμού 1290/2005 αναφέρει τους όρους «εξόφληση» και «εξόφληση του υπολοίπου», ενώ το άρθρο 52, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1306/2013 αναφέρει τον όρο «τελική πληρωμή», τούτο δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της πρακτικής της Επιτροπής, όπως αυτή επικυρώθηκε από τον δικαστή της Ένωσης.

63      Η ως άνω ερμηνεία του άρθρου 52, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1290/2005 επιβεβαιώθηκε άλλωστε από το Δικαστήριο στη σκέψη 53 της απόφασης της 18ης Νοεμβρίου 2021, Ελλάδα κατά Επιτροπής (C‑107/20 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:937).

64      Όσον αφορά, εξάλλου, τον προσδιορισμό των δαπανών που μπορούν πράγματι να διορθωθούν, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, οι δαπάνες αυτές προσδιορίζονται σαφώς στη συνοπτική έκθεση επί της οποίας στηρίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση, ειδικότερα δε στον πίνακα που περιλαμβάνεται στο σημείο 17.2.5 «Τελική θέση της ΓΔ AGRI».

65      Πρόκειται, αφενός, για δαπάνες σχετικές με τα μέτρα 125A, 321 και 322 του ΠΑΑ που ίσχυε για την περίοδο προγραμματισμού 2007-2013 και με τα μέτρα 4.3.1, 4.3.2, 4.3.4, 7.2 και 7.4 για την περίοδο προγραμματισμού 2014-2020 και, αφετέρου, για δαπάνες σχετικές με το μέτρο 123A του ΠΑΑ που ίσχυε για την περίοδο προγραμματισμού 2007-2013 και με το μέτρο 4.2.1 για την περίοδο προγραμματισμού 2014-2020. Όσον αφορά τις πρώτες, η Επιτροπή διαπίστωσε ότι οι δαπάνες που πραγματοποίησαν οι ελληνικές αρχές μετά τις 15 Οκτωβρίου 2015 εξακολουθούσαν να επηρεάζονται από αδυναμίες και, όσον αφορά τις δεύτερες, η διαπίστωση αυτή αφορούσε τις δαπάνες που πραγματοποίησαν οι εν λόγω αρχές μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2015.

66      Στο μέτρο που, όσον αφορά ειδικότερα τα μέτρα 125A, 321 και 322, οι κατ’ αποκοπήν διορθώσεις έπρεπε να εφαρμοστούν, μεταξύ άλλων, σε μεταβατικές δαπάνες που αφορούν έργα τα οποία επιλέχθηκαν κατά την έναρξη της περιόδου προγραμματισμού 2007-2013 και εξακολούθησαν να δημιουργούν δαπάνες μετά τις 15 Οκτωβρίου 2015, οι δημοσιονομικές διορθώσεις εφαρμόστηκαν σε δαπάνες που είχαν πραγματοποιηθεί ήδη από το οικονομικό έτος 2011.

67      Τέλος, διαπιστώνεται ότι, όπως προκύπτει από την εξέταση του πρώτου λόγου ακυρώσεως, η συνοπτική έκθεση και η προσβαλλόμενη απόφαση αναφέρουν τη νομική βάση της παρέμβασης της Επιτροπής και, επομένως, δεν στερούνται νόμιμης αιτιολογίας ως προς το ζήτημα αυτό.

68      Δεδομένου ότι ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως είναι αβάσιμος, πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τα μέτρα 125A και 123A, με τον οποίο προβάλλεται παραβίαση των αρχών ne bis in idem, της ασφάλειας δικαίου, της χρηστής διοίκησης, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας

69      Η Ελληνική Δημοκρατία εκθέτει ότι, εάν υποτεθεί ότι, κατόπιν της έρευνας επί εγγράφων, η Επιτροπή στηρίχθηκε πράγματι στο άρθρο 52, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1306/2013 προκειμένου να προβεί σε δημοσιονομικές διορθώσεις όσον αφορά τα μέτρα 125A και 123A, ο υπολογισμός που έγινε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, για τη διόρθωση είναι αντίθετος προς την αρχή ne bis in idem. Συγκεκριμένα, εάν γινόταν δεκτή η εκ μέρους της Επιτροπής ερμηνεία, τούτο θα τη νομιμοποιούσε να προβαίνει στο διηνεκές σε επιβολή δημοσιονομικών διορθώσεων επί δαπανών που πραγματοποιήθηκαν στο πλαίσιο του ΕΓΤΑΑ, κατά παραβίαση των αρχών της ασφάλειας δικαίου, της χρηστής διοίκησης, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας. Το Γενικό Δικαστήριο, πάντως, δεν έχει ακόμη αποφανθεί επί του βασίμου τέτοιων αιτιάσεων.

70      Ειδικότερα, η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι, κατόπιν της αρχικής έρευνας και πριν από τις επακόλουθες έρευνες, η Επιτροπή εξέδωσε την εκτελεστική απόφαση 2016/417, με την οποία της επέβαλε ήδη κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 5 % και ποσού 3 107 504,78 ευρώ επί των δαπανών του μέτρου 125A για τα οικονομικά έτη 2010, 2011, 2012 και 2013, λόγω της παράλειψης διενέργειας βασικού ελέγχου σχετικά με την παρέμβαση της ΔΤΜΚ, κατά την επιλογή των έργων που θα χρηματοδοτούνταν. Τον Φεβρουάριο του 2018, όμως, η Επιτροπή αποφάσισε να επιβάλει σε ένα μέρος των οικείων γραμμών προϋπολογισμού, για τον ίδιο λόγο, δεύτερη δημοσιονομική διόρθωση ύψους 10 %, εν συνεχεία δε, με την προσβαλλόμενη απόφαση, και πάντοτε για τον ίδιο λόγο, επέβαλε τρίτη δημοσιονομική διόρθωση σε ορισμένες από τις ίδιες αυτές γραμμές προϋπολογισμού. Στο μέτρο 123A επιβλήθηκαν δύο διαδοχικές διορθώσεις στην ίδια γραμμή προϋπολογισμού, επίσης για τον ίδιο λόγο.

71      Κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η ενέργεια της Επιτροπής, η οποία συνίσταται στην επανεξέταση ήδη ελεγμένων και διορθωμένων γραμμών προϋπολογισμού προκειμένου να διορθωθούν εκ νέου, πέραν του ότι δεν προβλέπεται στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 52 του κανονισμού 1306/2013, όπως αυτή εξειδικεύεται περαιτέρω στο άρθρο 34 του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014, αντιβαίνει επιπλέον προς το άρθρο 41 του κανονισμού 1306/2013, προς τις κατευθυντήριες γραμμές για τον υπολογισμό των δημοσιονομικών διορθώσεων στο πλαίσιο των διαδικασιών εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση και δημοσιονομικής εκκαθάρισης των λογαριασμών, που περιλαμβάνονται στην ανακοίνωση C(2015) 3675 final της Επιτροπής, της 8ης Ιουνίου 2015 (στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές του 2015), καθώς και προς το άρθρο 12 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 907/2014, της 11ης Μαρτίου 2014, για τη συμπλήρωση του κανονισμού 1306/2013 (ΕΕ 2014, L 255, σ. 18), το οποίο υποχρεώνει την Επιτροπή να υπολογίζει οριστικά και χωρίς αμφιβολία την επιβλητέα δημοσιονομική διόρθωση.

72      Με το υπόμνημα απαντήσεως, η Ελληνική Δημοκρατία αντικρούει το επιχείρημα της Επιτροπής ότι, όσον αφορά το μέτρο 125A, αυτό δεν αξιολογήθηκε οριστικά μετά τις επακόλουθες έρευνες. Συγκεκριμένα, τα κράτη μέλη δικαιούνται να γνωρίζουν σαφώς σε κάθε περίοδο ελέγχου τις οικονομικές υποχρεώσεις τους έναντι της Επιτροπής, η δε έλλειψη οριστικής θέσης της Επιτροπής ενδέχεται να τους στερήσει τη δυνατότητα να προσφύγουν ενώπιον του δικαστή της Ένωσης, έστω και αν η Επιτροπή ισχυρίζεται ότι, λόγω αφαίρεσης του ποσού των προηγούμενων διορθώσεων από το οριστικό ποσό, δεν υπήρξε σώρευση διορθώσεων.

73      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας.

74      Εν προκειμένω, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως στηρίζεται ιδίως στην προβαλλόμενη παραβίαση των αρχών ne bis in idem, της ασφάλειας δικαίου, της χρηστής διοίκησης, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας.

75      Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι η αρχή ne bis in idem αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης που κατοχυρώνεται πλέον στο άρθρο 50 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και απαγορεύει τη σώρευση τόσο διώξεων όσο και κυρώσεων ποινικού χαρακτήρα κατά την έννοια του άρθρου αυτού για τις ίδιες πράξεις και κατά του αυτού προσώπου (βλ. απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2021, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑107/20 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:937, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

76      Η εφαρμογή της αρχής ne bis in idem στην υπό κρίση υπόθεση θα προϋπέθετε αρχικά την αναγνώριση των δημοσιονομικών διορθώσεων ως κυρώσεων, πριν ακόμη εξεταστεί το ζήτημα αν αυτές εμπίπτουν στη σφαίρα του ποινικού δικαίου.

77      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, μολονότι η Επιτροπή υποχρεούται να προβεί σε δημοσιονομική διόρθωση όταν οι δαπάνες των οποίων ζητείται η χρηματοδότηση δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τους κανόνες της Ένωσης, η δημοσιονομική αυτή διόρθωση αποσκοπεί στο να αποφευχθεί η επιβάρυνση του οικείου ταμείου με ποσά τα οποία δεν χρησιμοποιήθηκαν για τη χρηματοδότηση σκοπού επιδιωκόμενου από τη σχετική νομοθεσία της Ένωσης και, ως εκ τούτου, δεν συνιστά κύρωση (πρβλ. αποφάσεις της 11ης Ιανουαρίου 2001, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑247/98, EU:C:2001:4, σκέψη 14, και της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, Κάτω Χώρες κατά Επιτροπής, T‑343/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2013:468, σκέψη 111).

78      Υπό τις συνθήκες αυτές, δεδομένου ότι οι δημοσιονομικές διορθώσεις που εφάρμοσε εν προκειμένω η Επιτροπή δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως κύρωση, το επιχείρημα περί παραβίασης της αρχής ne bis in idem πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να απορριφθεί.

79      Όσον αφορά τις λοιπές αρχές που επικαλείται η Ελληνική Δημοκρατία, το περιεχόμενό τους έχει διευκρινιστεί από τη νομολογία.

80      Η αρχή της ασφάλειας δικαίου, η οποία συγκαταλέγεται στις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, επιτάσσει να είναι οι κανόνες δικαίου σαφείς και ακριβείς και αποσκοπεί στο να διασφαλίσει την προβλεψιμότητα των καταστάσεων και των εννόμων σχέσεων που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης (πρβλ. απόφαση της 18ης Οκτωβρίου 2011, Purvis κατά Κοινοβουλίου, T‑439/09, EU:T:2011:600, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

81      Κατά τη νομολογία, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, επιτάσσει οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης να μη βαίνουν πέραν των ορίων αυτού που είναι πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση. Επομένως, όταν υπάρχει δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων πρόσφορων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και τα μειονεκτήματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς (βλ. απόφαση της 6ης Νοεμβρίου 2014, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑632/11, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2014:934, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

82      Όσον αφορά την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, δικαίωμα επίκλησής της έχει κάθε πρόσωπο στο οποίο θεσμικό όργανο της Ένωσης δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες. Αποτελούν διαβεβαιώσεις ικανές να δημιουργήσουν τέτοιες προσδοκίες οι ακριβείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες πληροφορίες που προέρχονται από έγκριτες και αξιόπιστες πηγές, όποια και αν είναι η μορφή υπό την οποία γνωστοποιούνται. Αντιθέτως, ουδείς μπορεί να επικαλεστεί παραβίαση της εν λόγω αρχής αν η Διοίκηση δεν του έχει δώσει συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις (απόφαση της 14ης Μαρτίου 2013, Agrargenossenschaft Neuzelle, C‑545/11, EU:C:2013:169, σκέψεις 23 έως 25).

83      Η δε αρχή της χρηστής διοίκησης κατοχυρώνεται στο άρθρο 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων και συνεπάγεται, ειδικότερα, ότι κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην αμερόληπτη, δίκαιη και εντός ευλόγου προθεσμίας εξέταση των υποθέσεών του από τα θεσμικά και λοιπά όργανα και τους οργανισμούς της Ένωσης.

84      Εν προκειμένω, πρέπει να εξεταστεί αν οι εν λόγω αρχές τηρήθηκαν όταν η Επιτροπή αποφάσισε, βάσει του άρθρου 34, παράγραφος 7, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014, να επιβάλει νέα κατ’ αποκοπήν διόρθωση επί των δαπανών του μέτρου 125A για τα οικονομικά έτη 2011 και 2012 (γραμμή προϋπολογισμού 05040511251001) και επί των δαπανών του μέτρου 123A για τα οικονομικά έτη 2012 και 2014 (γραμμή προϋπολογισμού 05040511232001), ενώ επί των δαπανών αυτών είχε επιβληθεί προηγούμενη κατ’ αποκοπήν διόρθωση για τα ίδια οικονομικά έτη.

85      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει υπενθυμίσει ότι, σύμφωνα με το άρθρο 34, παράγραφος 7, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014, στην Επιτροπή παρέχεται ρητώς η εξουσία να εφαρμόζει συνεχείς διαδικασίες εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση, κατά το πέρας των οποίων μπορεί να εκδίδει εκτελεστικές αποφάσεις δυνάμει του άρθρου 52 του κανονισμού 1306/2013 (πρβλ. απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2021, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑107/20 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:937, σκέψη 74).

86      Η διαδοχική έκδοση τέτοιων αποφάσεων, στο μέτρο που συμβάλλουν στην επίτευξη σκοπού συμμόρφωσης των σχετικών δαπανών του κράτους μέλους, πρέπει οπωσδήποτε να είναι δυνατή μέχρις ότου το οικείο κράτος μέλος εφαρμόσει πράγματι τα διορθωτικά μέτρα. Συναφώς, οι κατευθυντήριες γραμμές του 2015 αναφέρουν στο σημείο 1.3.5 «Περίοδος που καλύπτουν οι δημοσιονομικές διορθώσεις» ότι «[ο]ι δαπάνες που πραγματοποιήθηκαν κατά τους μήνες που έπονται της γραπτής ανακοίνωσης της Επιτροπής βάσει του άρθρου 34 παράγραφος 2 του [εκτελεστικού] κανονισμού [...] 908/2014 θα πρέπει επίσης να διορθωθούν, μέχρις ότου η διαπιστωθείσα ανεπάρκεια παύσει να έχει αρνητικές επιπτώσεις στη νομιμότητα και την κανονικότητα των δαπανών».

87      Από τις ως άνω διατάξεις προκύπτει ότι η Επιτροπή διέθετε, δυνάμει του άρθρου 34, παράγραφος 7, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014, όπως αυτό ερμηνεύθηκε από το Δικαστήριο, σαφή νομική βάση για την εφαρμογή, όσον αφορά τις σχετικές δαπάνες, συνεχών διαδικασιών εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση μέχρις ότου το οικείο κράτος μέλος εφαρμόσει πράγματι τα διορθωτικά μέτρα και ότι, ως εκ τούτου, δεν παραβιάστηκε η αρχή της ασφάλειας δικαίου.

88      Επιπλέον, όσον αφορά την εφαρμογή τέτοιων μέτρων ως προς δαπάνες οι οποίες, όπως αυτές του μέτρου 125A, πραγματοποιούνται τμηματικά, επισημαίνεται ότι, μολονότι η εξόφληση του υπολοίπου καθορίζει οριστικά την περίοδο εντός της οποίας η Επιτροπή δύναται να επιβάλει δημοσιονομική διόρθωση, εντούτοις, πριν από την ημερομηνία της εξόφλησης αυτής, η Επιτροπή μπορεί να εφαρμόσει διορθώσεις επί των ενδιάμεσων πληρωμών που πραγματοποιήθηκαν εντός της περιόδου των 24 μηνών πριν από την κοινοποίηση των παρατηρήσεών της. Εν προκειμένω, όμως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν αμφισβητεί το γεγονός ότι δεν είχαν ακόμη τεθεί σε εφαρμογή διορθωτικά μέτρα, καθώς υποστηρίζει, απεναντίας, ότι ήταν πολύ αργά για να εφαρμοστούν τέτοια μέτρα.

89      Όσον αφορά τη διαδοχική εφαρμογή πλειόνων μέτρων κατ’ αποκοπήν δημοσιονομικών διορθώσεων στην ίδια γραμμή προϋπολογισμού για το ίδιο οικονομικό έτος, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, τούτο είναι συνέπεια του γεγονότος ότι η εφαρμογή του μέτρου 125A από τις ελληνικές αρχές δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο οριστικής εκτίμησης και, ως εκ τούτου, η Επιτροπή διατηρούσε τη δυνατότητα προσαρμογής του ποσοστού της διόρθωσης με βάση την εκ μέρους της οριστική εκτίμηση της διαπιστωθείσας έλλειψης. Αντιθέτως προς ό,τι υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, η ευχέρεια αυτή την οποία είχε η Επιτροπή δεν της παρείχε τη δυνατότητα να επιβάλλει δημοσιονομικές διορθώσεις επ’ αόριστον για τις δαπάνες που ενέπιπταν στο ίδιο μέτρο, αλλά μόνον τη δυνατότητα να προβαίνει σε τέτοιες διορθώσεις μέχρι την οριστική εκτίμηση του επίμαχου μέτρου μετά την τελική πληρωμή. Εξάλλου, δεν αμφισβητείται ότι, κατά τον υπολογισμό του καθαρού ποσού των οριστικών διορθώσεων, αφαιρέθηκαν τα ποσά των προηγούμενων διορθώσεων.

90      Επομένως, η Επιτροπή, εφαρμόζοντας δημοσιονομική διόρθωση με βάση την εκ μέρους της οριστική εκτίμηση της διαπιστωθείσας έλλειψης, σε στάδιο κατά το οποίο δεν είχε ακόμη θεραπευθεί η εν λόγω έλλειψη, δεν υπερέβη τα όρια αυτού που ήταν πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών που επιδιώκει η σχετική ρύθμιση. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Επιτροπή δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας.

91      Όσον αφορά το γεγονός ότι η Ελληνική Δημοκρατία επικαλείται επίσης παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η προβαλλόμενη παραβίαση, πέραν του ότι διαπιστώνεται ότι δεν έχει εξηγηθεί δεόντως, δεν είναι, εν πάση περιπτώσει, τεκμηριωμένη.

92      Συγκεκριμένα, η Ελληνική Δημοκρατία δεν αποδεικνύει, πρώτον, ότι η Επιτροπή ανέλαβε έναντι αυτής συγκεκριμένες δεσμεύσεις τις οποίες δεν τήρησε, και ειδικότερα ότι δεσμεύθηκε να μην προβεί σε επιβολή δημοσιονομικών διορθώσεων αντίθετων προς τις διατάξεις του άρθρου 52, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 1306/2013, και, δεύτερον, ότι η διαδικασία εκκαθάρισης των λογαριασμών ήταν εν προκειμένω μεροληπτική, άδικη και πραγματοποιήθηκε εντός μη εύλογης προθεσμίας.

93      Εξάλλου, η εν λόγω ερμηνεία δεν αντιβαίνει στο άρθρο 41 του κανονισμού 1306/2013, στο άρθρο 12 του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 907/2014 ή στις κατευθυντήριες γραμμές του 2015. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, οι διατάξεις αυτές, εκ των οποίων η πρώτη αφορά τη μείωση και την αναστολή των μηνιαίων και ενδιάμεσων πληρωμών και η δεύτερη τα κριτήρια και τη μεθοδολογία για την επιβολή διορθώσεων στο πλαίσιο της εκκαθάρισης ως προς τη συμμόρφωση, δεν υποχρεώνουν την Επιτροπή, κατόπιν των αρχικών διαπιστώσεών της, να υπολογίζει οριστικά και χωρίς αμφιβολία την τελικώς επιβλητέα δημοσιονομική διόρθωση.

94      Τέλος, διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει σώρευση διαδοχικών δημοσιονομικών διορθώσεων, στο μέτρο που, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 89 ανωτέρω, ο υπολογισμός του καθαρού ποσού των εν λόγω διορθώσεων δεν περιλαμβάνει τα ποσά των προηγούμενων διορθώσεων.

95      Κατόπιν όλων των ανωτέρω σκέψεων, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με το μέτρο 125A, με τον οποίο προβάλλεται, αφενός, παράβαση του άρθρου 24, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 65/2011, του άρθρου 43 του κανονισμού 1974/2006 και των διατάξεων του ΠΑΑ που ίσχυε για την περίοδο προγραμματισμού 2007-2013 και, αφετέρου, έλλειψη νομικής βάσης και αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης όσον αφορά την επιβολή δημοσιονομικής διόρθωσης και το ποσοστό της διόρθωσης αυτής ύψους 10 %

96      Η Ελληνική Δημοκρατία εκθέτει ότι η Επιτροπή κακώς της προσάπτει ότι παρέβη τις διατάξεις του άρθρου 24, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 65/2011, οι οποίες αποτελούν τη μοναδική νομική βάση της προσβαλλόμενης απόφασης και κατά τις οποίες «[ο]ι διοικητικοί έλεγχοι των αιτήσεων ενίσχυσης περιλαμβάνουν ιδίως την εξακρίβωση […] της τήρησης των κριτηρίων επιλογής που καθορίζονται στο πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης». Αμφισβητεί ειδικότερα τη διαπίστωση της Επιτροπής ότι η προεπιλογή των έργων στην οποία προέβαινε η ΔΤΜΚ ήταν αδιαφανής και επηρέαζε την εγκυρότητα της διαδικασίας επιλογής στο πλαίσιο του μέτρου 125A. Συναφώς, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η ΔΤΜΚ ήταν ο δικαιούχος των ενισχύσεων του μέτρου 125A και ότι δεν επέλεγε η ίδια τα έργα που θα χρηματοδοτούνταν, αλλά περιοριζόταν σε προπαρασκευαστικές ενέργειες ενόψει της τελικής επιλογής από τη διαχειριστική αρχή.

97      Πέραν του ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε τη θέση της επί του ζητήματος αυτού ούτε επί του γεγονότος ότι η εκτίμησή της διέφερε από εκείνη του οργάνου συμβιβασμού, η Ελληνική Δημοκρατία εκθέτει ότι η νομοθεσία της Ένωσης, ειδικότερα δε το άρθρο 43 του κανονισμού (EK) 1974/2006 της Επιτροπής, της 15ης Δεκεμβρίου 2006, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1698/2005 του Συμβουλίου για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το ΕΓΤΑΑ (ΕΕ 2006, L 368, σ. 15), δεν εμποδίζει τον δικαιούχο ενός προγράμματος να προτείνει, για λόγους στρατηγικών επιλογών, την υποβολή προς έγκριση της μιας ή της άλλης από τις επιλογές του, βάσει των δικών του ειδικών αναγκών και προτεραιοτήτων.

98      Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας.

99      Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι, όπως ανέφερε και η Επιτροπή, η Ελληνική Δημοκρατία επαναλαμβάνει, κατ’ ουσίαν, την επιχειρηματολογία που είχε αναπτύξει προηγουμένως κατόπιν των επακόλουθων ερευνών όσον αφορά το ζήτημα της νομιμότητας της παρέμβασης της ΔΤΜΚ κατά την επιλογή των έργων που θα χρηματοδοτούνταν στο πλαίσιο του μέτρου 125A.

100    Συναφώς, διαπιστώνεται καταρχάς, όσον αφορά τη νομική βάση δυνάμει της οποίας η παρέμβαση της ΔΤΜΚ χαρακτηρίστηκε ως πλημμέλεια, ότι, στη συνοπτική έκθεση, η Επιτροπή αναφέρθηκε μεν στο άρθρο 24, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 65/2011, το οποίο ορίζει τη φύση και τις λεπτομέρειες των διοικητικών ελέγχων που πρέπει να διενεργηθούν ως προς τις αιτήσεις ενίσχυσης και πληρωμής, πλην όμως, στο μέτρο που η συνοπτική έκθεση αναφέρεται στις επακόλουθες έρευνες, ιδίως δε στην έρευνα RD 1/2015/805/GR, με την οποία είχε διαπιστωθεί παράβαση του άρθρου 71, παράγραφος 2, του κανονισμού (ΕΚ) 1698/2005 του Συμβουλίου, της 20ής Σεπτεμβρίου 2005, για τη στήριξη της αγροτικής ανάπτυξης από το ΕΓΤΑΑ (ΕΕ 2005, L 277, σ. 1), η διάταξη αυτή πρέπει επίσης να θεωρηθεί ότι αποτελεί τη νομική βάση της προσβαλλόμενης απόφασης.

101    Κατά το άρθρο 71, παράγραφος 2, του κανονισμού 1698/2005, οι «δαπάνες είναι επιλέξιμες για συνεισφορά του ΕΓΤΑΑ, μόνον εάν πραγματοποιούνται για πράξεις που έχουν αποφασισθεί από τη διαχειριστική αρχή του σχετικού προγράμματος ή υπ’ ευθύνη της, σύμφωνα με τα κριτήρια επιλογής που καθορίζονται από το αρμόδιο σώμα». Σχετικά με τον τομέα δράσης και την αρμοδιότητα της διαχειριστικής αρχής, το άρθρο 75, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ότι η διαχειριστική αρχή «είναι αρμόδια για τη διαχείριση και εφαρμογή του προγράμματος, με αποδοτικό, αποτελεσματικό και ορθό τρόπο, και ιδίως για […] να εξασφαλίζει ότι οι πράξεις επιλέγονται για χρηματοδότηση σύμφωνα με τα κριτήρια που ισχύουν για το πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης».

102    Συμπληρωματικές διατάξεις περιλαμβάνονται στον κανονισμό 1974/2006, του οποίου το άρθρο 43 προβλέπει ότι, «[ό]σον αφορά τα μέτρα με επενδύσεις, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι η στήριξη στοχεύει σε σαφώς καθορισμένους στόχους οι οποίοι αντικατοπτρίζουν τις διαρθρωτικές και κατά περιοχή ανάγκες καθώς και τα διαρθρωτικά μειονεκτήματα που έχουν προσδιοριστεί». Το άρθρο 48, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού προβλέπει επιπλέον ότι, χάριν αποτελεσματικής προστασίας των οικονομικών συμφερόντων της Ένωσης, «τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι το σύνολο των μέτρων αγροτικής ανάπτυξης που πρόκειται να εφαρμόσουν είναι δυνατόν να επαληθευτεί και να ελεγχθεί» και, «[γ]ια τον σκοπό αυτό, […] καθορίζουν ρυθμίσεις ελέγχου οι οποίες τους παρέχουν εύλογες εγγυήσεις για την τήρηση των κριτηρίων επιλεξιμότητας και των λοιπών δεσμεύσεων».

103    Το δε άρθρο 24, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 65/2011 ορίζει ότι «[ο]ι διοικητικοί έλεγχοι των αιτήσεων ενίσχυσης περιλαμβάνουν ιδίως την εξακρίβωση […] της τήρησης των κριτηρίων επιλογής που καθορίζονται στο πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης».

104    Οι αρχές των κρατών μελών οφείλουν να τηρούν τις κατευθυντήριες γραμμές και τα όρια που θέτει η εξουσιοδότηση την οποία τους παρέχουν ο κανονισμός 1698/2005 και, κατόπιν αυτού, ο κανονισμός 65/2011, κατά τον καθορισμό των κριτηρίων επιλογής για τις οικείες δαπάνες, αφενός, και κατά την εφαρμογή των εν λόγω κριτηρίων, αφετέρου.

105    Εν προκειμένω, με την έρευνα RD 1/2015/805/GR διαπιστώθηκε ότι η διαδικασία επιλογής, όπως αυτή είχε οργανωθεί από την Ελληνική Δημοκρατία, δεν πληρούσε τις απαιτήσεις που θέτουν οι διατάξεις του άρθρου 71, παράγραφος 2, του κανονισμού 1698/2005 και του άρθρου 24, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 65/2011.

106    Στο πλαίσιο της υπόθεσης επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Ελλάδα κατά Επιτροπής (T‑295/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:880), το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Επιτροπή ορθώς έκρινε ότι η επιλογή των έργων δεν προέκυπτε αποκλειστικά από απόφαση ληφθείσα από τη διαχειριστική αρχή, μόνη αρμόδια για τον καθορισμό των κριτηρίων και για την ένταξη των έργων στο μέτρο 125A, αλλά και από την παρέμβαση της ΔΤΜΚ, η οποία είχε επιπλέον οριστεί, βάσει του θεσμικού πλαισίου του ΠΑΑ που ίσχυε για την περίοδο προγραμματισμού 2007-2013, ως δικαιούχος του επίμαχου μέτρου, όπερ δεν συνάδει με τη διάκριση αρμοδιοτήτων μεταξύ διαχειριστικής αρχής και αρμοδίου οργάνου, η οποία προκύπτει από το άρθρο 71, παράγραφος 2, του κανονισμού 1698/2005.

107    Οι διαπιστώσεις αυτές δημιουργούσαν αμφιβολίες ως προς το κατά πόσον η ΔΤΜΚ ενεργούσε με πλήρη ουδετερότητα και διαφάνεια προκειμένου να διασφαλίζει την απόλυτη αμεροληψία της διαδικασίας επιλογής. Επιπλέον, στην απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2021, Ελλάδα κατά Επιτροπής (C‑107/20 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:937, σκέψη 87), το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο χαρακτηρίζοντας παράτυπη την παρέμβαση της ΔΤΜΚ, υπό το πρίσμα των διατάξεων του άρθρου 71 του κανονισμού 1698/2005.

108    Η έρευνα RD 1/2015/805/GR αποκάλυψε και άλλες αδυναμίες της διαδικασίας επιλογής των έργων, όπως είναι η έλλειψη μητρώου καταχώρισης των αιτήσεων, η έλλειψη προκαθορισμένων κριτηρίων τεχνικής ωριμότητας των έργων και η έλλειψη διαδρομής ελέγχου των αιτήσεων.

109    Συναφώς, οι διαπιστώσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή θεμιτώς την οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η ΔΤΜΚ είχε διαχειριστεί το μέτρο 125Α κατά τρόπο αδιαφανή και είχε υποκαταστήσει τις κατά τόπον διαχειριστικές αρχές, οι οποίες, στην πράξη, υποτίθεται ότι διαχειρίζονταν οι ίδιες τα έργα προς όφελος των τοπικών πληθυσμών.

110    Επομένως, η Επιτροπή μπορούσε να επικαλεστεί την ύπαρξη στοιχείων επαρκών για να στοιχειοθετήσουν σοβαρή και εύλογη αμφιβολία ως προς τους ελέγχους τους οποίους όφειλε να διενεργήσει η Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο της επιλογής των έργων του μέτρου 125A, ενώ δεν κατέστη δυνατό από την πλευρά της Ελληνικής Δημοκρατίας να αποδειχθεί ότι οι διαπιστώσεις της Επιτροπής ήταν ανακριβείς.

111    Η Ελληνική Δημοκρατία δεν προσκομίζει κανένα στοιχείο ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση τις διαπιστώσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή ήδη με τη διενέργεια της έρευνας RD 1/2015/805/GR ούτε προβάλλει ότι, όσον αφορά την κρίσιμη περίοδο που ελήφθη υπόψη στο πλαίσιο της έρευνας επί εγγράφων, παρέσχε στην Επιτροπή αποδείξεις σχετικά με την εφαρμογή διορθωτικών μέτρων.

112    Τέλος, όσον αφορά την αιτίαση περί ανεπαρκούς αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης κατά το μέρος που απέκλινε από τη θέση που είχε λάβει το όργανο συμβιβασμού, υπενθυμίζεται ότι η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξης και πρέπει να προκύπτει από αυτή με σαφήνεια και χωρίς αμφισημία η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που την εκδίδει, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα στους μεν ενδιαφερομένους να γνωρίζουν τους λόγους για τους οποίους ελήφθη το μέτρο, στον δε δικαστή της Ένωσης να ασκήσει τον έλεγχό του. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να παραθέτει εξαντλητικά όλα τα κρίσιμα πραγματικά και νομικά στοιχεία καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξης πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της πράξης, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα (βλ. απόφαση της 12ης Σεπτεμβρίου 2012, Ελλάδα κατά Επιτροπής, T‑356/08, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2012:418, σκέψη 113 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

113    Επισημαίνεται ότι, λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που της γνωστοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας και ιδίως κατά τη διαδικασία συμβιβασμού, που αποτελεί μέρος της διοικητικής διαδικασίας και, συνεπώς, μέρος του πλαισίου εντός του οποίου εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, δεν είναι δυνατόν να αγνοούσε η Ελληνική Δημοκρατία τα στοιχεία στα οποία στηρίχθηκε η θέση της Επιτροπής, όπως αυτή εκτίθεται στη συνοπτική έκθεση και στην προσβαλλόμενη απόφαση. Το ότι η Επιτροπή υιοθέτησε τελικά μια θέση που ενδεχομένως διαφοροποιείται από εκείνη του οργάνου συμβιβασμού αποτελεί ζήτημα που ανάγεται εν τέλει στην ουσία της υπόθεσης και όχι στην αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης. Συνεπώς, αβασίμως προβάλλεται έλλειψη αιτιολογίας.

114    Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με το μέτρο 125A, με τον οποίο προβάλλεται, πρώτον, παράβαση του άρθρου 52 του κανονισμού 1306/2013, του άρθρου 34 του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014 και των κατευθυντηρίων γραμμών του 2015, παραβίαση των αρχών του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας –ιδίως δε προσβολή του δικαιώματος ακρόασης–, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της αναλογικότητας και, δεύτερον, ανεπαρκής αιτιολογία και πλάνη περί τα πράγματα

115    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση και η συνοπτική έκθεση στερούνται αιτιολογίας όσον αφορά την αύξηση του ποσοστού διόρθωσης που εφαρμόστηκε στις δαπάνες του μέτρου 125A, ποσοστού το οποίο καθορίστηκε αρχικά στο 5 % κατόπιν της έρευνας που διεξήχθη το 2012 και, εν συνεχεία, καθορίστηκε στο 10 % μετά τις επακόλουθες έρευνες και διατηρήθηκε στο επίπεδο αυτό κατόπιν της έρευνας επί εγγράφων. Εξάλλου, η Επιτροπή αρνήθηκε να αναφερθεί στο ζήτημα αυτό κατά τη διμερή σύσκεψη της 18ης Ιανουαρίου 2018, με την αιτιολογία ότι η αύξηση αυτή είχε γίνει ήδη από το 2015 και οι ελληνικές αρχές είχαν τότε τη δυνατότητα να την αμφισβητήσουν καταρχήν. Η άρνηση αυτή της Επιτροπής συνιστά παραβίαση των διαδικαστικών εγγυήσεων που παρέχονται στα κράτη μέλη και αντιβαίνει στην αρχή του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και της καλόπιστης συνεργασίας. Ομοίως, η Επιτροπή δεν παρέσχε καμία εξήγηση ως προς τους λόγους για τους οποίους η θέση της ήταν αντίθετη προς τη θέση του οργάνου συμβιβασμού.

116    Επιπλέον, κατά την Ελληνική Δημοκρατία, η έλλειψη την οποία εντόπισε η Επιτροπή δεν έπρεπε να θεωρηθεί ως επανεμφανιζόμενο πρόβλημα, στο μέτρο που είχε ήδη παραγάγει τα αποτελέσματά της, τα οποία δεν μπορούσαν πλέον να διορθωθούν, καθώς η έλλειψη αφορούσε το στάδιο της ανάθεσης των έργων, το οποίο, κατά τη διενέργεια της έρευνας επί εγγράφων, είχε ήδη περατωθεί. Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι δικαιολογημένα ανέμενε την εφαρμογή μόνον του ποσοστού διόρθωσης ύψους 5 % και ότι δεν ενημερώθηκε για την ύπαρξη νέων επιβαρυντικών στοιχείων που δικαιολογούσαν αύξηση του ποσοστού αυτού. Άλλωστε, δεν υπήρχαν τέτοια στοιχεία, με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να ενέχει πλάνη περί τα πράγματα. Επομένως, η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας επέβαλλε τουλάχιστον τη διατήρηση του αρχικού ποσοστού διόρθωσης ύψους 5 %.

117    Με το υπόμνημα απαντήσεως, η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί τη θέση της Επιτροπής ότι ο δικαστής της Ένωσης επιβεβαίωσε το βάσιμο της αύξησης του επίμαχου ποσοστού διόρθωσης και επαναλαμβάνει ότι δεν γνώριζε τα νέα και συμπληρωματικά στοιχεία που έλαβε υπόψη η Επιτροπή προς στήριξη της εν λόγω δυσμενέστερης εκτίμησης, τούτο δε ήδη κατά τη διενέργεια των επακόλουθων ερευνών. Υποστηρίζει επίσης ότι η προσέγγιση της Επιτροπής ισοδυναμεί με εφαρμογή μεταγενέστερων διορθώσεων κατά τρόπο τυπικό και μηχανιστικό, με αποτέλεσμα να στερείται από το οικείο κράτος μέλος κάθε διαδικαστική εγγύηση.

118    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας.

119    Εν προκειμένω, στο μέτρο που η Ελληνική Δημοκρατία στηρίζει την επιχειρηματολογία της σε έλλειψη αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης και της συνοπτικής έκθεσης όσον αφορά το ποσοστό κατ’ αποκοπήν διόρθωσης ύψους 10 % που επιβλήθηκε στις δαπάνες του μέτρου 125A, έλλειψη λόγω της οποίας προσβλήθηκαν τα δικαιώματα άμυνάς της και τα διαδικαστικά δικαιώματά της, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από την εξέταση του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξης πληροί τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται με γνώμονα όχι μόνον το γράμμα της πράξης, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται, καθώς και το σύνολο των κανόνων δικαίου που διέπουν τον σχετικό τομέα.

120    Είναι αληθές ότι, κατόπιν της αρχικής έρευνας, εφαρμόστηκε, δυνάμει της εκτελεστικής απόφασης 2016/417, ποσοστό κατ’ αποκοπήν διόρθωσης ύψους 5 % στις δαπάνες του μέτρου 125A, για τα οικονομικά έτη 2010 έως 2013 (γραμμή προϋπολογισμού 05040511252001) και για τα οικονομικά έτη 2012 και 2013 (γραμμή προϋπολογισμού 05040511251001), και ότι το εν λόγω ποσοστό αυξήθηκε στο 10 % κατόπιν των επακόλουθων ερευνών και, στη συνέχεια, διατηρήθηκε στο επίπεδο αυτό κατόπιν της έρευνας επί εγγράφων.

121    Οι λόγοι της ως άνω αύξησης του ποσοστού διόρθωσης που εφαρμόστηκε στις σχετικές δαπάνες γνωστοποιήθηκαν στην Ελληνική Δημοκρατία πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Συγκεκριμένα, όπως διαπίστωσε το Γενικό Δικαστήριο στη σκέψη 65 της απόφασης της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Ελλάδα κατά Επιτροπής (T‑295/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:880), η αύξηση αυτή οφειλόταν στο γεγονός ότι, κατά την εφαρμογή της αρχικής διόρθωσης ύψους 5 %, δεν είχε ακόμη χωρήσει η καταβολή του υπολοίπου, η δε Επιτροπή αποφάσισε εν συνεχεία να εφαρμόσει διόρθωση όσον αφορά τις δαπάνες που εξακολούθησαν να πραγματοποιούνται στο πλαίσιο των εν λόγω γραμμών του προϋπολογισμού, εφαρμόζοντας όμως υψηλότερο ποσοστό διόρθωσης, το οποίο εδικαιολογείτο, κατά την άποψή της, από την εκ μέρους της καλύτερη κατανόηση της επίμαχης έλλειψης. Μολονότι ορισμένες δαπάνες για τις οποίες είχε ήδη επιβληθεί διόρθωση αποτέλεσαν εκ νέου αντικείμενο διόρθωσης, το ποσό της αρχικής διόρθωσης αφαιρέθηκε από το οριστικό ποσό που καθορίστηκε με την απόφαση 2018/304, όπως προέκυπτε από την εκκαθάριση που περιλαμβανόταν στη συνοπτική έκθεση η οποία συντάχθηκε μετά τις επακόλουθες έρευνες.

122    Λαμβανομένων υπόψη της συμμετοχής των ελληνικών αρχών στη διαδικασία εκκαθάρισης ήδη από το στάδιο της αρχικής έρευνας, της αλληλογραφίας και των ανταλλαγών πληροφοριών με την Επιτροπή κατά τα έτη που ακολούθησαν καθώς και του σκεπτικού της απόφασης της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Ελλάδα κατά Επιτροπής (T‑295/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:880), η οποία εκδόθηκε πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και εντασσόταν, ως εκ τούτου, στο νομικό πλαίσιο της έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, το οποίο ήταν γνωστό στις ελληνικές αρχές, οι αρχές αυτές δεν μπορούν βασίμως να ισχυριστούν ότι δεν τους γνωστοποιήθηκαν οι λόγοι στους οποίους στηρίχθηκε η Επιτροπή για να αποφανθεί σχετικά με την αρχή της επιβολής των διορθώσεων και το ποσοστό των διορθώσεων αυτών (πρβλ. απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2021, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑107/20 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:937, σκέψη 102 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

123    Πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι ως άνω λόγοι πληρούν εν προκειμένω τις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ και, κατά συνέπεια, πρέπει να απορριφθεί η αιτίαση που αφορά έλλειψη αιτιολογίας ως προς το ζήτημα αυτό.

124    Ομοίως, από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, η Επιτροπή δεν περιορίστηκε στο να εφαρμόσει κατά τρόπο τυπικό και μηχανιστικό τις επίμαχες διορθώσεις, αλλά ότι αποφάσισε να αυξήσει το αρχικό ποσοστό διόρθωσης, βάσει επακριβούς εκτίμησης των πραγματικών περιστατικών, κατόπιν ανταλλαγής πληροφοριών με τις ελληνικές αρχές, και ότι, ως εκ τούτου, η αιτίαση της Ελληνικής Δημοκρατίας περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας και των διαδικαστικών δικαιωμάτων της πρέπει να απορριφθεί.

125    Επί της ουσίας, όσον αφορά τις επίδικες δαπάνες που εμπίπτουν στο μέτρο 125A, η κατάσταση κατόπιν των επακόλουθων ερευνών και έως τη διενέργεια της έρευνας επί εγγράφων δεν μεταβλήθηκε και, όπως παραδέχεται η Ελληνική Δημοκρατία, δεν εφαρμόστηκε κανένα διορθωτικό μέτρο κατά τη διάρκεια της περιόδου την οποία αφορά η τελευταία αυτή έρευνα. Επομένως, λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας των πλημμελειών που είχαν διαπιστωθεί, δεν υφίστατο κανένας λόγος ικανός να δικαιολογήσει την αλλαγή του κατ’ αποκοπήν ποσοστού διόρθωσης ύψους 10 %. Συνεπώς, ορθώς η Επιτροπή διατήρησε το ποσοστό αυτό αμετάβλητο και, ως εκ τούτου, η αιτίαση που αφορά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας πρέπει να απορριφθεί.

126    Το σημείο 17.2.2 της συνοπτικής έκθεσης αναφέρει, συναφώς, ότι «[ο]ι διαπιστώσεις δεν έχουν μεταβληθεί και εξακολουθούν να σχετίζονται με τις παλαιές διαδικασίες επιλογής που εφαρμόστηκαν από τις ελληνικές αρχές κατά την έναρξη της περιόδου προγραμματισμού 2007-2013».

127    Επομένως, ορθώς η Επιτροπή αποφάσισε να επιβάλει κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 10 % επί των δαπανών του μέτρου 125A για τα οικονομικά έτη 2010 έως 2013 (γραμμή προϋπολογισμού 05040511252001) και για τα οικονομικά έτη 2012 και 2013 (γραμμή προϋπολογισμού 05040511251001).

128    Συνεπώς, η αιτίαση που αφορά παράβαση του άρθρου 52 του κανονισμού 1306/2013, του άρθρου 34 του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014 και των κατευθυντηρίων γραμμών του 2015 (βλ. σκέψη 86 ανωτέρω) είναι αβάσιμη και πρέπει να απορριφθεί.

129    Εξάλλου, όσον αφορά την προβαλλόμενη έλλειψη αιτιολογίας που οφείλεται στο ότι η Επιτροπή δεν εξέθεσε τους λόγους για τους οποίους έλαβε θέση διαφορετική από εκείνη που υποστήριξε με τη γνωμοδότησή του το όργανο συμβιβασμού σχετικά με τον καθορισμό του ποσοστού διόρθωσης, επισημαίνεται ότι, όπως υποστηρίζει η Επιτροπή, στο σημείο 17.2.4 της συνοπτικής έκθεσης διαλαμβάνεται ότι το όργανο συμβιβασμού αναφέρθηκε, το πολύ, σε αμφιβολίες ως προς το αν εξακολουθούσαν να υφίστανται οι ελλείψεις στους ελέγχους του μέτρου 125A, ενώ τα σχετικά έργα είχαν έναν μόνο δικαιούχο, αλλά δεν αναφέρθηκε συγκεκριμένα ούτε στο ζήτημα του ποσοστού διόρθωσης που καθόρισε η Επιτροπή ούτε στο ζήτημα της αύξησης του ποσοστού αυτού.

130    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να προσαφθεί στην Επιτροπή ότι δεν εξέθεσε τους λόγους ενδεχόμενης απόκλισης σε σχέση με το όργανο συμβιβασμού, δεδομένου ότι το συγκεκριμένο επιχείρημα της Ελληνικής Δημοκρατίας στερείται πραγματικού ερείσματος.

131    Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας συμβιβασμού, οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 36, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 40, παράγραφος 4, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014 δεν θεμελιώνουν υποχρέωση λεπτομερέστερης αιτιολόγησης (απόφαση της 18ης Νοεμβρίου 2021, Ελλάδα κατά Επιτροπής, C‑107/20 P, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2021:937, σκέψη 100).

132    Επιπλέον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι υπήρχε απόκλιση μεταξύ του οργάνου συμβιβασμού και της Επιτροπής ως προς το ύψος του ποσοστού διόρθωσης, επρόκειτο για ζήτημα που αφορούσε την ουσία της υπόθεσης και, στο πλαίσιο της ανταλλαγής πληροφοριών με την Ελληνική Δημοκρατία, η Επιτροπή είχε ήδη εκθέσει επαρκώς τους λόγους για τους οποίους εφάρμοσε το συγκεκριμένο ποσοστό. Δεν μπορεί να της προσαφθεί ότι δεν υιοθέτησε απλώς διαφορετική θέση, στο μέτρο που η επί της ουσίας εκτίμησή της σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά δεν ενείχε κανένα σφάλμα.

133    Τέλος, όσον αφορά την προβαλλόμενη παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, υπενθυμίζεται ότι, όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 34, παράγραφοι 2 και 7, του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014, η Επιτροπή είχε τη δυνατότητα να προσαρμόσει το ποσοστό διόρθωσης με βάση στοιχεία όπως η εξακολούθηση των διαπιστωθεισών παρατυπιών ή η καλύτερη εκτίμηση των εν λόγω παρατυπιών. Αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, η δυνατότητα αυτή ουδόλως περιοριζόταν από την επιλογή ενός αρχικού ποσοστού διόρθωσης κατόπιν της αρχικής έρευνας, δεδομένου ότι το εν λόγω ποσοστό μπορούσε κάλλιστα να προσαρμοστεί με τις μεταγενέστερες αποφάσεις. Επομένως, η Ελληνική Δημοκρατία δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι το αρχικό ποσοστό διόρθωσης είχε καθοριστεί οριστικά και ότι η Επιτροπή είχε αναλάβει σχετικές δεσμεύσεις. Συνεπώς, η αιτίαση που αφορά παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη.

134    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του ως αβάσιμος.

 Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με τα μέτρα 321 και 322, με τον οποίο προβάλλεται παράβαση των διατάξεων του άρθρου 24, παράγραφος 2, στοιχείο βʹ, του κανονισμού 65/2011 και των κατευθυντηρίων γραμμών του 2015, πλάνη περί τα πράγματα, έλλειψη αιτιολογίας και παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

135    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει καταρχάς ότι η Επιτροπή δεν αιτιολόγησε επαρκώς, στην προσβαλλόμενη απόφαση, την επιβολή κατ’ αποκοπήν διόρθωσης για τα μέτρα 321 και 322. Προβάλλει, συγκεκριμένα, ότι οι διαπιστώσεις στις οποίες βασίζεται η αιτιολογία που εκτίθεται στο σημείο 17.2.2 της συνοπτικής έκθεσης όσον αφορά τα επίμαχα μέτρα έπρεπε να εξηγηθούν ειδικότερα.

136    Περαιτέρω, η Ελληνική Δημοκρατία αμφισβητεί την περιεχόμενη στο σημείο 17.2.2 της συνοπτικής έκθεσης αναφορά ότι «αποδέχθηκε τις διαπιστώσεις αυτές στο πλαίσιο του ελέγχου RD 1/2015/805/GR». Συναφώς, υποστηρίζει ότι, καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας, αλλά και στο δικόγραφο της προσφυγής, η θέση της ήταν ότι οι διαπιστωθείσες ανεπάρκειες δεν συνιστούσαν ελλείψεις σε βασικό έλεγχο δικαιολογούσες διόρθωση ύψους 5 %, αλλά ενδείξεις αδυναμιών στη διαδρομή ελέγχου που δικαιολογούσαν διόρθωση ύψους 2 %.

137    Τέλος, με το υπόμνημα απαντήσεως, η Ελληνική Δημοκρατία εκθέτει, πρώτον, ότι οι πανομοιότυπες αιτιάσεις τις οποίες διατύπωσε και οι οποίες απορρίφθηκαν από το Γενικό Δικαστήριο στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Ελλάδα κατά Επιτροπής (T‑295/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:880), δεν αμφισβητήθηκαν στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως, καθώς πρόκειται για εκτιμήσεις επί πραγματικών ζητημάτων και όχι επί νομικών σφαλμάτων, οπότε, εάν γίνει δεκτή η αίτηση αναιρέσεως, η υπόθεση θα κριθεί εκ νέου επί της ουσίας. Δεύτερον, εκθέτει ότι η Επιτροπή δεν αντικρούει το επιχείρημα ότι η επιβολή διόρθωσης ύψους 5 % παραβιάζει εν πάση περιπτώσει την αρχή της αναλογικότητας.

138    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας.

139    Εν προκειμένω, το σημείο 17.2.2 της συνοπτικής έκθεσης αναφέρει ότι, «[ό]σον αφορά τα μέτρα 321 και 322[,] οι ελλείψεις που εντοπίστηκαν (απουσία σαφούς μεθοδολογίας για την αξιολόγηση και τη βαθμολόγηση των αιτήσεων στήριξης, έλλειψη τεκμηρίωσης της βαθμολογίας που δόθηκε, καθώς και σφάλματα και ασυνέπειες στην εφαρμογή αντίστοιχων κριτηρίων) δεν ήταν ελλείψεις που αφορούσαν τη διαδρομή ελέγχου [και ότι, ε]πιπλέον, το κράτος μέλος αποδέχθηκε τις διαπιστώσεις αυτές στο πλαίσιο του ελέγχου RD 1/2015/805/GR».

140    Οι διαπιστώσεις αυτές, μολονότι είναι βεβαίως περιληπτικές, εντάσσονται στο πλαίσιο των ανταλλαγών πληροφοριών μεταξύ των ελληνικών αρχών και της Επιτροπής, με τις οποίες δόθηκαν πλήρεις εξηγήσεις σχετικά με τις εν λόγω ελλείψεις.

141    Ειδικότερα, η επιστολή Ares(2017) 3884660, της 3ης Αυγούστου 2017, αναφέρεται ρητώς στην επιστολή Ares(2015) 3097712, της 23ης Ιουλίου 2015, η οποία εστάλη στις ελληνικές αρχές κατόπιν της έρευνας RD 1/2015/805/GR. Στην τελευταία αυτή επιστολή, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 118 της απόφασης της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Ελλάδα κατά Επιτροπής (T‑295/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:880), η Επιτροπή κατέστησε λεπτομερώς γνωστές τις διαπιστώσεις των υπηρεσιών της, οι οποίες την οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι, τόσο κατά το αρχικό στάδιο της παραλαβής και της αξιολόγησης της τεχνικής ωριμότητας των προτάσεων έργων όσο και κατά το δεύτερο στάδιο της αποστολής των έργων στη διαχειριστική αρχή με σκοπό την αξιολόγησή τους με γνώμονα τα κριτήρια επιλογής, είχαν διαπιστωθεί ελλείψεις σχετικά με τα μέτρα 321 και 322. Οι ελλείψεις αυτές συνιστούν παράβαση των υποχρεώσεων που υπέχουν τα κράτη μέλη όσον αφορά την εφαρμογή διοικητικών ελέγχων βάσει του άρθρου 24, παράγραφος 2, του κανονισμού 65/2011.

142    Οι διαπιστώσεις αυτές, στις οποίες στηρίζεται η επίδικη κατ’ αποκοπήν δημοσιονομική διόρθωση, έχουν ήδη αμφισβητηθεί από την Ελληνική Δημοκρατία. Στη σκέψη 119, όμως, της απόφασης της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Ελλάδα κατά Επιτροπής (T‑295/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:880), κρίθηκε ότι, βάσει της αξιολόγησης της σοβαρότητάς τους, οι ελλείψεις τις οποίες διαπίστωσαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής όσον αφορά τα μέτρα 321 και 322 συνιστούν έλλειψη βασικού ελέγχου, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε κατ’ αποκοπήν διόρθωση 5 %.

143    Δεδομένου ότι οι ελλείψεις που επηρεάζουν τα μέτρα 321 και 322 πρέπει να θεωρηθεί ότι συνιστούν έλλειψη βασικού ελέγχου και οι ελλείψεις αυτές συνεχίστηκαν μέχρι τη διενέργεια της έρευνας επί εγγράφων, κανένας λόγος δεν δικαιολογούσε, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, την εφαρμογή κατ’ αποκοπήν διόρθωσης με μειωμένο ποσοστό 2 %. Επομένως, ο ισχυρισμός περί παραβίασης της αρχής της αναλογικότητας και των κατευθυντηρίων γραμμών του 2015 πρέπει να απορριφθεί.

144    Τέλος, μολονότι η περιεχόμενη στη συνοπτική έκθεση αναφορά ότι, κατ’ ουσίαν, η Ελληνική Δημοκρατία αποδέχθηκε τις διαπιστώσεις αυτές, καθώς δεν τις αμφισβήτησε στο πλαίσιο της αιτήσεως αναιρέσεως που άσκησε κατά της απόφασης της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Ελλάδα κατά Επιτροπής (T‑295/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:880), μπορεί βεβαίως να είναι ανακριβής, δεδομένου ότι ένα ζήτημα σχετικό με τα πραγματικά περιστατικά δεν μπορούσε, καταρχήν, να αμφισβητηθεί στο πλαίσιο αιτήσεως αναιρέσεως, τούτο ουδόλως επηρεάζει ωστόσο το γεγονός ότι, στο πλαίσιο της υπό κρίση διαδικασίας εκκαθάρισης των λογαριασμών, η Επιτροπή παρέσχε επαρκή αιτιολογία όσον αφορά τις δημοσιονομικές διορθώσεις που εφαρμόστηκαν στα μέτρα 321 και 322.

145    Επομένως, ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του έβδομου λόγου ακυρώσεως, σχετικά με το μέτρο 123A, με τον οποίο προβάλλεται, πρώτον, παράβαση των διατάξεων του άρθρου 24, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 65/2011, του άρθρου 52 του κανονισμού 1306/2013 και του άρθρου 34 του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014, δεύτερον, πλάνη περί τα πράγματα, τρίτον, έλλειψη αιτιολογίας και, τέταρτον, προσβολή του δικαιώματος ακρόασης και παραβίαση των αρχών του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας και της αναλογικότητας

146    Η Ελληνική Δημοκρατία εκθέτει, όσον αφορά την κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 5 % που επιβλήθηκε για το μέτρο 123A, ότι η προσαπτόμενη έλλειψη, σχετικά με την εξακρίβωση του εύλογου χαρακτήρα των δαπανών, στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του άρθρου 24, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 65/2011 και σε πλάνη περί τα πράγματα, καθόσον οι διοικητικοί έλεγχοι του εύλογου χαρακτήρα των δαπανών πραγματοποιούνταν και αξιολογούνταν με τη χρήση κατάλληλου συστήματος που μπορούσε να στηρίζεται, εναλλακτικά και όχι σωρευτικά, στο κόστος αναφοράς, στη σύγκριση των διαφόρων προσφορών ή στη γνώμη επιτροπής αξιολόγησης. Μέσω του συστήματος αυτού διασφαλιζόταν ότι οι αιτήσεις ενίσχυσης εξετάζονταν με βάση τις μέγιστες τιμές αναφοράς που καθορίζονταν ετησίως από το Υπουργείο Δημοσίων Έργων, ανά κατηγορία δαπάνης, βάσει καταλόγου που είχε διανεμηθεί στους αξιολογητές, καθώς και βάσει των τιμών των δημοσίων έργων στο πλαίσιο των έργων του Άξονα 4 Leader.

147    Η Ελληνική Δημοκρατία υποστηρίζει, εν πάση περιπτώσει, ότι ο κίνδυνος για το οικείο ταμείο ήταν εξαιρετικά χαμηλός και δεν δικαιολογούσε την εφαρμογή ποσοστού διόρθωσης ύψους 5 %, το οποίο ήταν δυσανάλογο, αλλά το πολύ ύψους 2 %. Εξάλλου, η Επιτροπή δεν αντέκρουσε το επιχείρημα αυτό.

148    Επιπλέον, η Ελληνική Δημοκρατία εκθέτει ότι προσβλήθηκαν τα δικαιώματα άμυνάς της καθώς και το δικαίωμα ακρόασής της και παραβιάστηκε η αρχή της κατ’ αντιμωλίαν διαδικασίας, διότι, για μια ακόμη φορά, τα συμπεράσματα της έρευνας RD 1/2015/809/GR δεν υποβλήθηκαν προς συζήτηση στο πλαίσιο της έρευνας επί εγγράφων.

149    Τέλος, με το υπόμνημα απαντήσεως, η Ελληνική Δημοκρατία διευκρινίζει ότι η κατ’ αντιμωλίαν διαδικασία για κανέναν λόγο δεν μπορεί να παρακαμφθεί ούτε να υποκατασταθεί από την παράθεση των επιχειρημάτων στο στάδιο της προσφυγής. Συναφώς, αμφισβητεί τον ισχυρισμό της Επιτροπής ότι, εφόσον, μετά τις επακόλουθες έρευνες, η διαδικασία είχε περατωθεί, οι διαδοχικές αποφάσεις περί διόρθωσης δεν μπορούσαν πλέον να αναθεωρηθούν.

150    Η Επιτροπή αντικρούει τα επιχειρήματα της Ελληνικής Δημοκρατίας.

151    Εν προκειμένω, η Ελληνική Δημοκρατία βάλλει, κατ’ ουσίαν, κατά του ότι η Επιτροπή χρησιμοποίησε τον χαρακτηρισμό «έλλειψη» στο πλαίσιο των διαπιστώσεων στις οποίες προέβη σχετικά με τους ελέγχους που διενεργήθηκαν ως προς τις δαπάνες του μέτρου 123A, καθώς και κατά των οικονομικών συνεπειών, συνιστάμενων σε κατ’ αποκοπήν διόρθωση ύψους 5 %, τις οποίες συνήγαγε η Επιτροπή από τον εσφαλμένο αυτό χαρακτηρισμό.

152    Το άρθρο 24, παράγραφος 1, του κανονισμού 65/2011 προβλέπει τα εξής:

«Οι διοικητικοί έλεγχοι διενεργούνται σε όλες τις αιτήσεις ενίσχυσης, τις αιτήσεις πληρωμής ή άλλες δηλώσεις που απαιτείται να υποβάλλονται από έναν δικαιούχο ή τρίτο μέρος και καλύπτουν όλα τα στοιχεία που είναι δυνατόν και ενδεδειγμένο να ελεγχθούν διοικητικά. Οι διαδικασίες προβλέπουν την καταγραφή των πραγματοποιούμενων ελεγκτικών εργασιών, των αποτελεσμάτων των εξακριβώσεων και των μέτρων που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση των αποκλίσεων.»

153    Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 24, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού 65/2011, οι διοικητικοί έλεγχοι των αιτήσεων ενίσχυσης περιλαμβάνουν την εξακρίβωση «του εύλογου χαρακτήρα του κόστους, που αξιολογείται με τη χρήση κατάλληλου συστήματος αξιολόγησης, όπως το κόστος αναφοράς, η σύγκριση των διαφόρων προσφορών ή η επιτροπή αξιολόγησης».

154    Υπενθυμίζεται επίσης ότι το άρθρο 52, παράγραφος 1, του κανονισμού 1306/2013, το οποίο εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου 2015, ορίζει κατ’ ουσίαν ότι, όταν η Επιτροπή διαπιστώνει ότι οι δαπάνες που εμπίπτουν στον τομέα του ΕΓΤΑΑ δεν πραγματοποιήθηκαν σύμφωνα με τη νομοθεσία της Ένωσης και του οικείου κράτους μέλους, εκδίδει εκτελεστικές πράξεις για τον καθορισμό των ποσών που πρέπει να αποκλειστούν από την ενωσιακή χρηματοδότηση.

155    Με την επιστολή Ares(2017) 3884660, της 3ης Αυγούστου 2017, η οποία αναφέρεται ρητώς στην επιστολή Ares(2015) 3097712, της 23ης Ιουλίου 2015, η Ελληνική Δημοκρατία ενημερώθηκε ότι, σε περίπτωση μη λήψης και μη εφαρμογής διορθωτικών μέτρων κατόπιν της έρευνας RD 1/2015/809/GR, η Επιτροπή θα κατέληγε στο συμπέρασμα ότι το μέτρο 123A εξακολουθούσε να δημιουργεί δαπάνες οι οποίες δεν ήταν σύμφωνες με τους κανόνες της Ένωσης για τη μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2015 περίοδο.

156    Το σημείο 17.2.1.2 της συνοπτικής έκθεσης, όσον αφορά το μέτρο 123A, αναφέρει τα εξής:

«Κατόπιν του ελέγχου RD 1/2015/809/GR, η ΓΔ AGRI επέβαλε δημοσιονομική διόρθωση 5 % επί του μέτρου 123A για αδυναμίες στην εκτέλεση του βασικού ελέγχου “Κατάλληλη αξιολόγηση του ευλόγου των δαπανών”. Η δημοσιονομική διόρθωση υπολογίστηκε για περίοδο που έληξε στις 31/12/2015.

Ωστόσο, η διαπιστωθείσα αδυναμία επηρέασε επίσης δαπάνες που εκτελέστηκαν μετά την εν λόγω ημερομηνία, καθώς μόλις τον Απρίλιο του 2017 οι ελληνικές αρχές θέσπισαν νέες, βελτιωμένες διαδικασίες για την αξιολόγηση του ευλόγου των δαπανών.

Συνεπώς, σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να επεκτείνει τη σχετική δημοσιονομική διόρθωση στις δαπάνες που εκτελέστηκαν από την [1η Ιανουαρίου] 2016 και εξής και εξακολουθούν να επηρεάζονται από την αδυναμία του ελέγχου που διαπιστώθηκε βάσει της έρευνας RD 1/2015/809/GR.»

157    Οι διαπιστώσεις αυτές, στις οποίες στηρίχθηκε η αρχική κατ’ αποκοπήν δημοσιονομική διόρθωση και στις οποίες εξακολουθεί να στηρίζεται η επίδικη διόρθωση για το μέτρο 123A, έχουν ήδη αμφισβητηθεί από την Ελληνική Δημοκρατία. Στις σκέψεις, όμως, 134 και 136 έως 138 της απόφασης της 19ης Δεκεμβρίου 2019, Ελλάδα κατά Επιτροπής (T‑295/18, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2019:880), κρίθηκε ότι, βάσει της αξιολόγησης της σοβαρότητάς τους, οι ελλείψεις τις οποίες διαπίστωσαν οι υπηρεσίες της Επιτροπής όσον αφορά το μέτρο 123A συνιστούν έλλειψη βασικού ελέγχου, η οποία δικαιολογεί την επιβολή κατ’ αποκοπήν διόρθωσης 5 %.

158    Ειδικότερα, κρίθηκε ότι κανένα στοιχείο δεν μπορούσε να θέσει υπό αμφισβήτηση τις διαπιστώσεις των υπηρεσιών της Επιτροπής κατά τις οποίες:

«[Γ]ια τη σύγκριση όσον αφορά τον εύλογο χαρακτήρα μιας προσφοράς, χρησιμοποιούνταν άλλη προσφορά η οποία δεν ήταν συγκρίσιμη και η οποία κατά συνέπεια δεν έπρεπε να είχε χρησιμοποιηθεί ως σημείο αναφοράς. Επιπλέον, το εύλογο κόστος των γεωργικών εξοπλισμών εκτιμάτο εμπειρικώς από μια μονάδα της διαχειριστικής αρχής αλλά χωρίς καμία εγγύηση διαφάνειας. Ομοίως, όταν προτείνονταν μειώσεις κόστους, δεν περιελάμβαναν μνεία των τιμών αναφοράς. Τέλος, πρόσθετες επιβαρύνσεις σχετικά με διάφορα κονδύλια έργων μπορούσαν να γίνονται δεκτές και να καταβάλλονται, χωρίς επαλήθευση του εύλογου χαρακτήρα τους, εφόσον δεν γινόταν υπέρβαση του συνολικού προϋπολογισμού των έργων (χάρη σε μείωση της τιμής που καταβαλλόταν για άλλα κονδύλια).»

159    Οι διαπιστώσεις στις οποίες προέβη η Επιτροπή κατόπιν της έρευνας RD 1/2015/809/GR καθώς και η μη λήψη και μη εφαρμογή διορθωτικών μέτρων πριν από τον Απρίλιο του 2017 οδηγούν, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Ελληνική Δημοκρατία, στο συμπέρασμα ότι η Επιτροπή, επιβάλλοντας κατ’ αποκοπήν δημοσιονομική διόρθωση ύψους 5 % στις δαπάνες του μέτρου 123A για τη μετά τις 31 Δεκεμβρίου 2015 περίοδο, αφενός, εφάρμοσε ορθώς τις διατάξεις του άρθρου 24, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 65/2011, του άρθρου 52 του κανονισμού 1306/2013 και του άρθρου 34 του εκτελεστικού κανονισμού 908/2014 και, αφετέρου, δεν παραβίασε την αρχή της αναλογικότητας.

160    Το σύνολο των στοιχείων στα οποία στηρίχθηκε η Επιτροπή γνωστοποιήθηκε στην Ελληνική Δημοκρατία στο πλαίσιο της διαδικασίας εκκαθάρισης των λογαριασμών και μπορούσε να αμφισβητηθεί από αυτήν, οπότε είναι αβάσιμο το επιχείρημα που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και, ειδικότερα, του δικαιώματος ακρόασης.

161    Εξάλλου, η Ελληνική Δημοκρατία δεν παρέσχε καμία ένδειξη σχετικά με την ύπαρξη στοιχείων βάσει των οποίων η Επιτροπή θα έπρεπε να έχει επανεξετάσει τις εκτιμήσεις στις οποίες προέβη κατόπιν της έρευνας RD 1/2015/809/GR και στις οποίες στηρίζονται επίσης τα συμπεράσματα της έρευνας επί εγγράφων.

162    Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, πρέπει να απορριφθεί ο έβδομος λόγος ακυρώσεως και, ως εκ τούτου, η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

163    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου.

164    Δεδομένου ότι η Ελληνική Δημοκρατία ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της Επιτροπής.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την Ελληνική Δημοκρατία στα δικαστικά έξοδα.

Tomljenović

Schalin

Nõmm

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Σεπτεμβρίου 2022.

Ο Γραμματέας

 

O Πρόεδρος

E. Coulon

 

Σ. Παπασάββας


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ελληνική.