Language of document :

Προσφυγή της 30ής Ιουνίου 2011 - CEEES και Asociación de Gestores de Estaciones de Servicio κατά Επιτροπής

(Υπόθεση T-342/11)

Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική

Διάδικοι

Προσφεύγουσες: Confederación Española de Empresarios de Estaciones de Servicio (CEEES) (Ισπανία) και Asociación de Gestores de Estaciones de Servicio (Μαδρίτη, Ισπανία) (εκπρόσωποι: A. Hernández Pardo και B. Marín Corral, δικηγόροι)

Καθής: Ευρωπαϊκή Επιτροπή

Αιτήματα των προσφευγουσών

Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, και

να ζητήσει από την Επιτροπή να επιβάλει στην REPSOL, λόγω της παραβάσεως του άρθρου 9 του κανονισμού 1/2003, πρόστιμο ή χρηματική ποινή.

Λόγοι προσφυγής και κύρια επιχειρήματα

Η παρούσα προσφυγή βάλλει κατά της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της 28ης Απριλίου 2011, στην υπόθεση COMP/39461/CEEES AOP-REPSOL, αντικείμενο της οποίας είναι η λήψη αποφάσεως επί του παραδεκτού της καταγγελίας στην οποία προέβησαν οι προσφεύγουσες στις 30 Μαΐου 2007. Η καταγγελία αυτή βασιζόταν σε τρεις βασικούς ισχυρισμούς:

α)    Υπήρχαν οριζόντιες συμφωνίες μεταξύ της Asociación de Operadores Petrolíferos (AOP) και των μελών της, οι οποίες περιόριζαν τον μεταξύ τους ανταγωνισμό.

β)    Υπήρχε παράβαση των άρθρων 101 κα 102 ΣΛΕΕ λόγω στηρίξεως των τιμών πωλήσεως στο κοινό.

γ)    Η REPSOL παρέβη την κατά το άρθρο 9 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003 εκδοθείσα απόφαση 2006/446/ΕΚ της Επιτροπής, της 12ης Απριλίου 2006, σχετικά με διαδικασία βάσει του άρθρου 81 [ΕΚ] (Υπόθεση COMP/B-1/38.348 - Repsol CPP)· η εν λόγω παράβαση έχει δε αξιόποινες συνέπειες.

Με την προσβαλλόμενη απόφαση, η Επιτροπή υποστηρίζει ότι δεν υπάρχουν επαρκείς λόγοι για να επιβάλλει σε βάρος της REPSOL οποιοδήποτε από τα μέτρα που προβλέπει ο κανονισμός (ΕΚ) 1/2003 για την περίπτωση που οι εμπλεκόμενοι παρέβησαν τις υποχρεώσεις τους.

Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγουσες προβάλλουν δύο λόγους.

Ο πρώτος λόγος αντλείται από παράβαση του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003, καθώς και από παραβίαση της αρχής του αμέσου αποτελέσματος του κοινοτικού δικαίου.

Ειδικότερα, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται συναφώς ότι η Επιτροπή, έχοντας υπόψη τις διαπιστώσεις της Autoridad Nacional de la Competencia, δεν μπορεί να εμποδίσει την παράβαση των υποχρεώσεων που είχε αναλάβει η REPSOL, κατόπιν της συμπεριφοράς της που συνίστατο στον καθορισμό των τιμών πωλήσεως· πράγματι, τα διαπιστωθέντα από την Autoridad Nacional de la Competencia πραγματικά περιστατικά, σε σχέση με την παράβαση του άρθρου 101 ΣΛΕΕ, θα έπρεπε να αρκούν στην Επιτροπή για να θεωρήσει την παράβαση των υποχρεώσεων της REPSOL πλήρως αποδεδειγμένη· και ότι

η μη παρέμβαση της Επιτροπής προ μιας παραβάσεως της περί των υποχρεώσεων αποφάσεως, επειδή έκρινε ότι είχε συναφώς διακριτική ευχέρεια, θα έθετε σε κίνδυνο την ίδια την ουσία των μηχανισμών στους οποίους υπόκειται η αποδοχή κάποιων υποχρεώσεων ως εναλλακτική λύση για την κίνηση διαδικασίας για την επιβολή ποινών, μετατρέποντας τη διακριτική ευχέρεια της Επιτροπής σε αυθαίρετη εξουσία, ικανή να προκαλέσει κατάφωρη άρνηση παροχής έννομης προστασίας.

Ο δεύτερος λόγος αντλείται από παράβαση των άρθρων 23, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, και 24, παράγραφος 1, στοιχείο γ΄, του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003.

Κατά τις προσφεύγουσες, κατόπιν παραβάσεως του άρθρου 9 του κανονισμού (ΕΚ) 1/2003, όπως είναι αυτή που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας, η Επιτροπή οφείλει να επιβάλλει τα πρόστιμα και τη χρηματική ποινή που προβλέπονται από τις αναφερθείσες διατάξεις.

____________