Language of document : ECLI:EU:T:2015:1003

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 17ης Δεκεμβρίου 2015 (*)

«Κρατικές ενισχύσεις — Ενισχύσεις που εφαρμόστηκαν από τη Γαλλία υπέρ της Sernam SCS — Ενισχύσεις αναδιαρθρώσεως και ανακεφαλαιοποιήσεως, εγγυήσεις και παραίτηση της SNCF από αξιώσεις της έναντι της Sernam — Απόφαση με την οποία οι ενισχύσεις κρίθηκαν ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά — Καταχρηστική εφαρμογή της ενισχύσεως — Ανάκτηση — Οικονομική συνέχεια — Κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή»

Στην υπόθεση T‑242/12,

Sοciété natiοnale des chemins de fer français (SNCF), με έδρα το Παρίσι (Γαλλία), εκπροσωπούμενη από τους P. Beurier, Ο. Billard και V. Landes, δικηγόρους,

προσφεύγουσα,

υποστηριζόμενη από τη

Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους D. Cοlas και J. Gstalter, στη συνέχεια από τους D. Cοlas και J. Rοssi και, τελικώς, από τον D. Cοlas και την J. Bοusin,

παρεμβαίνουσα,

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εκπροσωπούμενης από τους T. Maxian Rusche και B. Strοmsky,

καθής,

υποστηριζόμενης από

τη Mοry SA, σε εκκαθάριση, με έδρα το Pantin (Γαλλία),

και

τη Mοry Team, σε εκκαθάριση, με έδρα το Pantin,

εκπροσωπούμενες από τους B. Vatier και F. Lοubières, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο προσφυγή ακυρώσεως της αποφάσεως 2012/398/ΕΕ της Επιτροπής, της 9ης Μαρτίου 2012, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.12522 (C 37/08) — Γαλλία — Εφαρμογή της απόφασης «Sernam 2» (ΕΕ L 195, σ. 19),

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους M. van der Wοude, πρόεδρο, I. Wiszniewska‑Białecka και I. Ullοa Rubiο (εισηγητή), δικαστές,

γραμματέας: S. Bukšek Tοmac, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 12ης Φεβρουαρίου 2015,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1.     Όσον αφορά την προσφεύγουσα και τη Sernam κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών

1        Η Sοciété natiοnale des chemins de fer (SNCF) (στο εξής: SNCF ή προσφεύγουσα), η οποία ιδρύθηκε το 1938 ως ανώνυμη εταιρία, μετατράπηκε σε δημόσιο εμποροβιομηχανικό οργανισμό (EPIC) από 1ης Ιανουαρίου 1983, κατ’ εφαρμογήν του lοi 82-1153, du 30 décembre 1982, d’οrientatiοn des transpοrts intérieurs [νόμου 82-1153, της 30ης Δεκεμβρίου 1982, για τις κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με τις εσωτερικές μεταφορές]. Το κεφάλαιό της (το οποίο προήλθε από εισφορά του κράτους και όχι από διάθεση μετοχών) ανήκει στο σύνολό του στο Γαλλικό Δημόσιο.

2        Η επιχείρηση Sernam, από το 1970 οπότε ιδρύθηκε από την προσφεύγουσα ως εσωτερική υπηρεσία, ασκεί δραστηριότητες ταχυμεταφορών και κατεπείγουσας μεταφοράς δεμάτων και παλετών.

3        Το 1993, μετά από αναδιοργάνωση, ιδρύθηκαν η Sernam Dοmaine και η θυγατρική Sernam Transpοrt SA. Η Sernam Dοmaine παρέμεινε εσωτερική υπηρεσία της SNCF, ενώ η Sernam Transpοrt συστάθηκε ως κατά 100 % θυγατρική της SNCF και διατηρούσε και η ίδια 24 δικές της θυγατρικές μέσω των οποίων ασκούσε τις δραστηριότητές της οδικών μεταφορών.

4        Την 1η Φεβρουαρίου 2000, η Sernam Dοmaine μετατράπηκε σε νέα ετερόρρυθμη εταιρία, τη SCS Sernam, η οποία διέθετε ανεξάρτητη νομική προσωπικότητα και ήταν κατά 100 % θυγατρική της SNCF. Η Sernam SCS κατείχε, μεταξύ άλλων, τους τίτλους συμμετοχής της Sernam Transpοrt SA, η οποία κατέστη θυγατρική της κατά ποσοστό 100 %.

5        Τον Δεκέμβριο του 2001, η Sernam SCS μετονομάστηκε σε Sernam SA. Η Sernam είχε το 2005 δέκα λειτουργικές θυγατρικές, καθώς και μια εταιρία παροχής υπηρεσιών οδικών μεταφορών, τη Sernam Transpοrt Rοute (πρώην Sernam Transpοrt).

2.     Όσον αφορά την απόφαση Sernam 1

6        Με την απόφασή της NN 122/00 (πρώην N 140/00) της 23ης Μαΐου 2001 (στο εξής: απόφαση Sernam 1), η Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων έκρινε ότι τα μέτρα εμπορικής υποστηρίξεως και αποκαταστάσεως της Sernam SCS τα οποία έλαβε η προσφεύγουσα και τα οποία επρόκειτο να εφαρμοστούν από τις αρχές του 2001 μέχρι το τέλος του 2004 συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις σύμφωνες με τη Συνθήκη ΕΚ. Το συνολικό τους ύψος ανερχόταν σε 503 εκατομμύρια ευρώ. Η Επιτροπή εξέφρασε επίσης την αποδοκιμασία της για το γεγονός ότι «η [Γαλλική Δημοκρατία] χορήγησε παράνομα την εν λόγω ενίσχυση, κατά παράβαση του άρθρου 88, παράγραφος 3, της [Συνθήκης]».

7        Η ενίσχυση των 503 εκατομμυρίων ευρώ εγκρίθηκε, μεταξύ άλλων, με δεδομένη τη δέσμευση της Γαλλικής Δημοκρατίας ότι η επιχείρηση επρόκειτο να πωληθεί. Ειδικότερα, η Sernam SCS επρόκειτο να εξαγοραστεί σε ποσοστό 60 % του κεφαλαίου της από τη Geοdis SA. Η Geοdis θα αναλάμβανε έτσι εξ ολοκλήρου τα χρέη της Sernam SCS χωρίς περιορισμούς και θα κάλυπτε τα πρόσθετα έξοδα αναδιαρθρώσεως ύψους 67 εκατομμυρίων ευρώ. Η Sernam SCS δεσμευόταν από την πλευρά της να μειώσει από 107 σε 72 τον αριθμό των εγκαταστάσεων εκμεταλλεύσεως που διέθετε μέσα στο χρονικό διάστημα από το 1999 έως το 2004, να μειώσει τον κύκλο εργασιών της κατά 18 %, να μειώσει το προσωπικό της και να προβεί στην αναδιάρθρωσή της με τον προϋπολογισμό που προαναφέρθηκε και εντός της προκαθορισμένης προθεσμίας.

3.     Όσον αφορά την απόφαση Sernam 2

8        Με επιστολή της 17ης Ιουνίου 2002, οι γαλλικές αρχές ενημέρωσαν την Επιτροπή ότι οι ενισχύσεις που είχαν εγκριθεί με την απόφαση Sernam 1 χορηγήθηκαν υπό όρους διαφορετικούς από εκείνους βάσει των οποίων είχε λάβει την απόφασή της η Επιτροπή.

9        Με έγγραφο της 30ής Απριλίου 2003, η Επιτροπή ενημέρωσε τη Γαλλική Δημοκρατία για την απόφασή της να κινήσει τη διαδικασία του άρθρου 88, παράγραφος 2, ΕΚ κατά των εν λόγω ενισχύσεων [απόφαση «Κρατική ενίσχυση — Γαλλία — Πρόσκληση υποβολής παρατηρήσεων κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 88 παράγραφος 2 της Συνθήκης ΕΚ σχετικά με την ενίσχυση C 32/03 (ex ΝΝ 122/2000) — “Sernam 2: επανεξέταση των ενισχύσεων αναδιάρθρωσης”», ΕΕ C 182, σ. 2].

10      Η Επιτροπή προέβη σε συνολική επανεξέταση του φακέλου βάσει ενός πλήρους επικαιροποιημένου σχεδίου αναδιαρθρώσεως, το οποίο ανταποκρινόταν στις νέες συνθήκες. Εξέτασε τα νέα πραγματικά περιστατικά προκειμένου να διαπιστώσει σε ποιον βαθμό ήταν σύμφωνα με την απόφαση Sernam 1, καθώς και σε ποιον βαθμό η νέα πραγματική κατάσταση στο σύνολο της, κατά τον χρόνο της αποφάσεως —σε σύγκριση με την απόφαση Sernam 1—, ήταν σύμφωνη με τις κοινοτικές κατευθυντήριες γραμμές όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ 1999, C 288, σ. 2), ιδίως υπό το πρίσμα της αρχής της εφάπαξ ενισχύσεως.

11      Με την απόφασή της 2006/367/ΕΚ, της 20ής Οκτωβρίου 2004, σχετικά με την κρατική ενίσχυση που έθεσε εν μέρει σε εφαρμογή η Γαλλία υπέρ της επιχείρησης «Sernam» (ΕΕ 2006, L 140, σ. 1, στο εξής: απόφαση Sernam 2), η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν είχε τηρηθεί η απόφαση Sernam 1, γεγονός που συνιστούσε κατάχρηση της ενισχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ L 83, σ. 1), και της παραγράφου 43 των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων.

12      Η Επιτροπή διαπίστωσε, ωστόσο, ότι οι γαλλικές αρχές είχαν επιτύχει πολλούς από τους στόχους τους κατά τρόπο σύμφωνο με την απόφαση Sernam 1 και ότι η εξεταζόμενη ενίσχυση ανταποκρινόταν στα κριτήρια τροποποιήσεως των σχεδίων αναδιαρθρώσεως που προβλέπονται από το σημείο 3.2.4 των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων. Η Επιτροπή επιβεβαίωσε, έτσι, ότι η εγκεκριμένη βάσει της αποφάσεως Sernam 1 ενίσχυση ύψους 503 εκατομμυρίων ευρώ ήταν συμβατή με την εσωτερική αγορά υπό νέους όρους.

13      Η Επιτροπή διαπίστωσε επίσης ότι μια συμπληρωματική ενίσχυση ύψους 41 εκατομμυρίων ευρώ, την οποία κατέβαλε η προσφεύγουσα στη Sernam και η οποία αποτελούσε άμεση συνέπεια της καταχρηστικής εφαρμογής της εγκριθείσας με την απόφαση Sernam 1 ενισχύσεως, έπρεπε να κριθεί ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και να ανακτηθεί εντόκως.

14      Το τελικό διατακτικό της αποφάσεως Sernam 2 έχει ως ακολούθως:

«Άρθρο 1

1.      Η κρατική ενίσχυση υπέρ της εταιρίας Sernam, η οποία είχε εγκριθεί το Μάιο του 2001, ύψους 503 εκατομμυρίων ευρώ, είναι συμβιβάσιμη με την εσωτερική αγορά υπό τους όρους των κατωτέρω άρθρων 3 και 4.

2.      Η κρατική ενίσχυση που η [Γαλλική Δημοκρατία] έθεσε σε εφαρμογή υπέρ της εταιρίας Sernam, ύψους 41 εκατομμυρίων ευρώ, είναι ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά.

Άρθρο 2

1.      Η [Γαλλική Δημοκρατία] λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα για να ανακτήσει από τον δικαιούχο της την ενίσχυση που αναφέρεται στο άρθρο 1, παράγραφος 2, την οποία έχει θέσει ήδη παράνομα στη διάθεσή του.

2.      Η ανάκτηση πραγματοποιείται αμελλητί σύμφωνα με τις διαδικασίες του εθνικού δικαίου, εφόσον επιτρέπουν την άμεση και αποτελεσματική εκτέλεση της παρούσας απόφασης. Οι προς ανάκτηση ενισχύσεις περιλαμβάνουν τους τόκους από την ημερομηνία από την οποία οι ενισχύσεις τέθηκαν στη διάθεση του δικαιούχου έως την ημερομηνία ανάκτησής τους. Οι τόκοι υπολογίζονται με βάση το συντελεστή αναφοράς που χρησιμοποιείται για τον υπολογισμό του ισοδυνάμου επιχορήγησης στο πλαίσιο των περιφερειακών ενισχύσεων.

Άρθρο 3

1.      Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, πρέπει να τηρηθούν οι κάτωθι όροι:

α)      Η Sernam θα μπορεί να αναπτύξει μόνον τις δραστηριότητες σιδηροδρομικής διοχέτευσης των ταχυμεταφορών με βάση την ιδέα της Κλειστής Αμαξοστοιχίας express, “TBE”). Εν προκειμένω, η SNCF εγγυάται να παρέχει σε κάθε άλλο μεταφορέα που της το ζητήσει τους ίδιους όρους με εκείνους που παρέχει στη Sernam για την ανάπτυξη της σιδηροδρομικής μεταφοράς φορτίου, την “TBE”.

β)      Αντιθέτως, η Sernam οφείλει, κατά τη διάρκεια των δύο επόμενων ετών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, να προβεί σε πλήρη αντικατάσταση των ιδίων μέσων και της εξυπηρέτησης οδικής μεταφοράς από μέσα και εξυπηρέτηση οδικής μεταφοράς μιας ή περισσοτέρων επιχειρήσεων νομικά και οικονομικά ανεξάρτητων από την SNCF που θα επιλεγούν με ανοικτή, διαφανή και χωρίς διακρίσεις διαδικασία.

Ίδια μέσα και δρομολόγια οδικής μεταφοράς της Sernam είναι όλα τα οδικά μέσα —δηλαδή τα οχήματα οδικής μεταφοράς— της εταιρίας Sernam που έχει στην κυριότητά της ή που διαθέτει με χρηματοδοτική ή απλή μίσθωση. Οι επιχειρήσεις που θα αναλάβουν τις οδικές δραστηριότητες της Sernam οφείλουν να εξασφαλίσουν την παροχή οδικής μεταφοράς με δικούς τους πόρους.

2.      Σε περίπτωση που μέχρι τις [30 Ιουνίου 2005] η Sernam πωλήσει όλα μαζί τα στοιχεία του ενεργητικού της, με την τιμή της αγοράς, σε εταιρία χωρίς νομικό δεσμό με την SNCF, με διαφανή και ανοικτή διαδικασία, δεν εφαρμόζονται οι όροι της παραγράφου 1.

Άρθρο 4

Οποιαδήποτε μερική ή εξ ολοκλήρου πώληση της Sernam πρέπει να πραγματοποιηθεί με την τιμή της αγοράς και με διαδικασία διαφανή και ανοικτή σε όλους τους ανταγωνιστές. Υπό τους όρους αυτούς, [η] επιστροφή της ενίσχυσης ύψους 41 εκατ. ευρώ θα βαρύνει την εταιρία Sernam, εφόσον αυτή εξακολουθεί να υφίσταται.

[…]».

4.     Όσον αφορά τη μεταβίβαση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam στη Financière Sernam και τα γεγονότα που ακολούθησαν

15      Μετά την έκδοση της αποφάσεως Sernam 2, οι γαλλικές αρχές επισκέφθηκαν την Επιτροπή στις 24 Νοεμβρίου 2004 και την ενημέρωσαν εγγράφως επίσημα στις 21 Δεκεμβρίου 2004 για την επιλογή τους να πωλήσουν όλα μαζί τα περιουσιακά στοιχεία της Sernam, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2.

16      Η προσφεύγουσα, με τη συνδρομή μιας τράπεζας (στο εξής: τράπεζα X), οργάνωσε διαδικασία υποβολής προσφορών και ήρθε σε επαφή με τριάντα τέσσερις ομίλους.

17      Κατά τις γαλλικές αρχές, η οικονομική κατάσταση της Sernam δεν επέτρεψε την υποβολή προτάσεων θετικής αποτιμήσεως. Όλες οι προσφορές που υποβλήθηκαν στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας αφορούσαν εξαιρετικά υψηλές αρνητικές τιμές:

–        πρώτος υποψήφιος (προκαταρκτική προσφορά): -120 εκατ. ευρώ,

–        δεύτερος υποψήφιος (προκαταρκτική προσφορά): -90,4 εκατ. ευρώ,

–        τρίτος υποψήφιος (προκαταρκτική προσφορά): -90,4 εκατ. ευρώ,

–        τέταρτος υποψήφιος (προσφορά δεύτερου γύρου): -65,2 εκατ. ευρώ,

–        πέμπτος υποψήφιος (προσφορά δεύτερου γύρου): -56,4 εκατ. ευρώ.

18      Δεν υποβλήθηκε καμία άλλη δεσμευτική προσφορά. Ωστόσο, δύο προσφέροντες, ο τέταρτος και ο πέμπτος υποψήφιος, ο οποίος είχε σχέσεις με τη διοίκηση της Sernam, έδειξαν σοβαρό ενδιαφέρον μετά τον δεύτερο γύρο. Ελήφθη, δε, η απόφαση να συνεχιστούν οι συζητήσεις μόνον με την κοινοπραξία που συνέστησαν ο πέμπτος υποψήφιος σε συνεργασία με τη διοίκηση της Sernam (στο εξής: κοινοπραξία).

19      Τελικώς, ο πέμπτος υποψήφιος ενημέρωσε προφορικώς την προσφεύγουσα στις 15 Ιουνίου 2005 ότι δεν ήταν σε θέση να υποβάλει, έστω και υπό αίρεση, προσφορά εξαγοράς πριν τις 30 Ιουνίου 2005.

20      Η διοίκηση της Sernam αποφάσισε τότε να υποβάλει, μέσω μιας υπό σύσταση εταιρίας που ονομάστηκε αρχικώς Bidcο και στη συνέχεια Financière Sernam, χωριστή προσφορά εξαγοράς, η οποία διαβιβάστηκε στην προσφεύγουσα στις 30 Ιουνίου 2005 και έγινε κατ’ αρχήν αποδεκτή αυθημερόν από τη γενική διοίκηση της προσφεύγουσας.

21      Το πρωτόκολλο συμφωνίας μεταξύ της προσφεύγουσας, της Sernam, της SAS Sernam Xpress (μιας από τις 10 κατά 100 % θυγατρικές της Sernam, που συστάθηκε το 2002) και τη διοίκηση της μελλοντικής εταιρίας Financière Sernam υπογράφηκε στις 21 Ιουλίου 2005 (στο εξής: πρωτόκολλο συμφωνίας της 21ης Ιουλίου 2005).

22      Η διαδικασία μεταβιβάσεως διεξήχθη σε τέσσερα στάδια:

–        η προσφεύγουσα ανακεφαλαιοποίησε την κατά 100 % θυγατρική της Sernam με ποσό 57 εκατομμύρια ευρώ·

–        στη συνέχεια, η Sernam πραγματοποίησε προς όφελος της κατά 100 % θυγατρικής της Sernam Xpress μερική εισφορά για τα στοιχεία του ενεργητικού της (στο εξής: εισφορά), υποκείμενη στο καθεστώς των διασπάσεων στο οποίο αναφέρονται τα άρθρα L 236-16 έως L 236-21 του cοde de cοmmerce français [γαλλικού εμπορικού κώδικα], σε αντάλλαγμα της οποίας η Sernam εισέπραξε μερίδιο της Sernam Xpress ονομαστικής αξίας 100 ευρώ (ως αντίτιμο μιας μερικής εισφοράς στοιχείων του ενεργητικού υπό τη μορφή τίτλων). Η εισφορά αυτή αφορούσε όλα τα στοιχεία του ενεργητικού, συμπεριλαμβανομένων των 57 εκατομμυρίων ευρώ της ανακεφαλαιοποιήσεως, καθώς και του παθητικού της Sernam, με εξαίρεση ορισμένα χρηματοπιστωτικά στοιχεία του παθητικού ύψους 38,5 εκατομμυρίων ευρώ (στο εξής από κοινού, χρηματοπιστωτικά στοιχεία του παθητικού), τα οποία περιελάμβαναν:

–        το χρέος που συνδεόταν με το συμμετοχικό δάνειο που είχε συνάψει η Sernam με τον όμιλο SNCF στις 21 Δεκεμβρίου 2001·

–        τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού που συνδέονταν με την καταγγελία της συμβάσεως «IBM‐GPS»·

–        αμέσως μετά την πραγματοποίηση της εισφοράς, η Sernam Xpress προέβη σε αύξηση κεφαλαίου ύψους 2 εκατομμυρίων ευρώ, την οποία κάλυψε πλήρως η προσφεύγουσα. Με την πράξη αυτή, η προσφεύγουσα απέκτησε την πλειονότητα των μεριδίων της Sernam Xpress·

–        στη συνέχεια, η Sernam και η προσφεύγουσα μεταβίβασαν έναντι τιμήματος 2 εκατομμυρίων ευρώ στη Financière Sernam το σύνολο των μεριδίων τους στη Sernam Xpress, το οποίο αντιπροσωπεύει και το σύνολο του κεφαλαίου της τελευταίας.

23      Επιπλέον, προβλέφθηκαν μηχανισμός συμπληρώσεως της τιμής σε περίπτωση μεταγενέστερης πλήρους ή μερικής μεταβιβάσεως σε τρίτον του κεφαλαίου ή των στοιχείων του ενεργητικού της μεταβιβασθείσας εταιρίας, καθώς και ρήτρα υπαναχωρήσεως σε περίπτωση αρνητικής αποφάσεως της Επιτροπής εντός πέντε ετών από τη σύναψη του πρωτοκόλλου συμφωνίας της 21ης Ιουλίου 2005.

24      Κατά τη μεταβίβαση, η προσφεύγουσα παρέσχε επίσης εγγυήσεις.

25      Η σύμβαση μερικής εισφοράς στοιχείων του ενεργητικού μεταξύ της Sernam και της Sernam Xpress συνήφθη στις 14 Σεπτεμβρίου 2005. Η Financière Sernam καταχωρίστηκε στο μητρώο εμπορικών εταιριών στις 14 Οκτωβρίου 2005.

26      Οι διάφορες πράξεις μεταβιβάσεως που περιγράφονται ανωτέρω, στη σκέψη 22, πραγματοποιήθηκαν την ίδια ημέρα, στις 17 Οκτωβρίου 2005, άλλως ημέρα του «clοsing».

27      Η Sernam τέθηκε υπό δικαστική εκκαθάριση στις 15 Δεκεμβρίου 2005. Το ποσό των 41 εκατομμυρίων ευρώ που έπρεπε να επιστραφεί στην προσφεύγουσα κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως Sernam 2 εγγράφηκε στο παθητικό της εκκαθαρίσεως αυτής, όπως και τα 38,5 εκατομμύρια ευρώ χρηματοπιστωτικών στοιχείων του παθητικού, τα οποία αποκλείστηκαν από την εισφορά (βλ. σκέψη 22 ανωτέρω, δεύτερο εδάφιο).

28      Κατά τη διάρκεια του 2006, μια εταιρία επενδύσεων χαρτοφυλακίου εισήλθε κατά ποσοστό 51,8 % στο μετοχικό κεφάλαιο της Sernam Xpress.

29      Τον Μάιο του 2011, η Sernam Xpress εισέφερε το σήμα Sernam στη λειτουργική θυγατρική της Sernam Services.

30      Στις 30 Ιουνίου 2011, η Sernam Xpress λύθηκε και η Financière Sernam, μοναδική εταίρος, απορρόφησε τα περιουσιακά στοιχεία της (με τη λεγόμενη «καθολική μεταβίβαση περιουσιακών στοιχείων»).

31      Κατά την ημερομηνία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ο όμιλος Sernam αποτελούνταν από τη Financière Sernam και τις θυγατρικές της πρώην Sernam Xpress: τη Sernam Services και την Aster (πρώην Sernam Transpοrt Rοute).

32      Στις 31 Ιανουαρίου 2012 κινήθηκε διαδικασία δικαστικής εξυγίανσης της Financière Sernam και της Sernam Services. Στις 3 Φεβρουαρίου 2012, η θυγατρική Aster τέθηκε υπό εκκαθάριση με προσωρινή συνέχιση της δραστηριότητάς της.

33      Ο διορισθείς σύνδικος έκρινε ότι δεν φαινόταν αξιόπιστο ένα σχέδιο διατηρήσεως του ομίλου Sernam και, για τον λόγο αυτόν, κίνησε τη διαδικασία αναζητήσεως υποψηφίων για την εξαγορά.

5.     Όσον αφορά τη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως

34      Στις 24 Ιουνίου 2005, υποβλήθηκε στην Επιτροπή μια πρώτη καταγγελία από τρίτον (στο εξής: πρώτος καταγγέλλων) για καταχρηστική εφαρμογή της αποφάσεως Sernam 2.

35      Στις 22 Φεβρουαρίου 2006, ο πρώτος καταγγέλλων άσκησε κατά της Επιτροπής προσφυγή κατά παραλείψεως.

36      Με επιστολές της 10ης Απριλίου 2006 και της 23ης Απριλίου 2007, ένας δεύτερος ενδιαφερόμενος (στο εξής: δεύτερος καταγγέλλων) υπέβαλε επίσης καταγγελία στην Επιτροπή.

37      Οι δύο καταγγέλλοντες υποστήριζαν κατ’ ουσίαν ότι η απόφαση Sernam 2 είχε εφαρμοστεί με τρόπο καταχρηστικό.

38      Με την απόφασή της της 16ης Ιουλίου 2008, με τίτλο «Κρατική ενίσχυση — Γαλλία — Κρατική ενίσχυση C 37/08 — Εφαρμογή της απόφασης Sernam 2 — Πρόσκληση υποβολής παρατηρήσεων σύμφωνα με το άρθρο [108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ]» (ΕΕ 2009, C 4, σ. 5, στο εξής: απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας), η Επιτροπή κίνησε την επίσημη διαδικασία εξετάσεως που προβλέπεται από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ.

39      Στις 29 Απριλίου 2009, το νυν Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι παρέλκει η έκδοση αποφάσεως επί της προσφυγής κατά παραλείψεως που είχε ασκήσει ο πρώτος καταγγέλλων κατά της Επιτροπής (διάταξη της 29ης Απριλίου 2009, HALTE κατά Επιτροπής, T‑58/06, EU:T:2009:125).

40      Στις 9 Μαρτίου 2012, η Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2012/398/ΕΕ, σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA.12522 (C 37/08) — Γαλλία — Εφαρμογή της απόφασης «Sernam 2» (ΕΕ L 195, σ. 19, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση). Η απόφαση διαβιβάστηκε στις γαλλικές αρχές στις 10 Μαρτίου 2012. Οι γαλλικές αρχές τη διαβίβασαν στην προσφεύγουσα στις 26 Μαρτίου 2012.

6.     Προσβαλλόμενη απόφαση

41      Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή ανέφερε ότι η διαδικασία είχε κινηθεί κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 16 του κανονισμού 659/1999, διότι διέθετε ενδείξεις ότι η Γαλλική Δημοκρατία είχε εφαρμόσει κατά τρόπο καταχρηστικό την ενίσχυση που είχε εγκριθεί υπό όρους με την απόφαση Sernam 2, τούτο δε μάλιστα μετά την καταχρηστική εφαρμογή της ενισχύσεως που είχε εγκριθεί επίσης υπό όρους με την απόφαση Sernam 1.

 Επί της καταχρηστικής εφαρμογής της εγκριθείσας με την απόφαση Sernam 2 κρατικής ενισχύσεως

42      Η Επιτροπή έκρινε ότι, στο μέτρο που οι γαλλικές αρχές επιβεβαίωσαν ότι δεν είχαν τηρηθεί οι όροι του άρθρου 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως Sernam 2, μπορούσε να περιοριστεί στην εξέταση του αν η Γαλλική Δημοκρατία είχε τηρήσει τους όρους του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2.

43      Η Επιτροπή έκρινε ότι δεν είχαν τηρηθεί πολλές από τις απαιτήσεις του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2.

44      Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή έκρινε, στο σημείο 3.2.1. της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η μεταβίβαση των δραστηριοτήτων δεν είχε πραγματοποιηθεί στις 30 Ιουνίου 2005.

45      Δεύτερον, η Επιτροπή έκρινε, στο σημείο 3.2.2 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η πραγματοποιηθείσα μεταβίβαση των δραστηριοτήτων δεν αποτελούσε πώληση, καθόσον η τιμή ήταν αρνητική, και ότι αυτός ήταν ένας ακόμη λόγος που αποδείκνυε ότι δεν είχε τηρηθεί το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2.

46      Τρίτον, η Επιτροπή έκρινε, στο σημείο 3.2.3 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η μεταβίβαση των δραστηριοτήτων συνιστούσε πώληση όχι των στοιχείων του ενεργητικού, αλλά του συνόλου (ενεργητικού και παθητικού) της Sernam, καθώς, αφενός, η μεταβίβαση ως συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού στο εσωτερικό ενός ομίλου και, στη συνέχεια, η πώληση μετοχών (share deal) της θυγατρικής που τα αγόρασε (αιτιολογικές σκέψεις 108 έως 112 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και, αφετέρου, η μεταβίβαση δεν περιοριζόταν στα στοιχεία του ενεργητικού, αλλά περιελάμβανε το σύνολο (ενεργητικό και παθητικό) της Sernam (αιτιολογικές σκέψεις 113 έως 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως).

47      Τέταρτον, η Επιτροπή έκρινε, στο σημείο 3.2.4 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η μεταβίβαση δεν είχε περιοριστεί στα στοιχεία του ενεργητικού που κατείχε η Sernam κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως Sernam 2, καθόσον η ανακεφαλαιοποίηση καθαρού ύψους 57 εκατομμυρίων ευρώ δημιούργησε ένα πρόσθετο στοιχείο του ενεργητικού, κατά παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2.

48      Πέμπτον, η Επιτροπή έκρινε, στο σημείο 3.2.5 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η μεταβίβαση των δραστηριοτήτων δεν είχε πραγματοποιηθεί με διαφανή και ανοικτή διαδικασία.

49      Έκτον, η Επιτροπή έκρινε, στο σημείο 3.2.6 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν είχε τηρηθεί ο σκοπός της πωλήσεως των στοιχείων ενεργητικού.

50      Εν κατακλείδι, η Επιτροπή έκρινε ότι το άρθρο 3 της αποφάσεως Sernam 2 δεν είχε τηρηθεί και ότι η ενίσχυση των 503 εκατομμυρίων ευρώ είχε εφαρμοστεί με καταχρηστικό τρόπο.

51      Η Επιτροπή θεώρησε ότι η ενίσχυση των 503 εκατομμυρίων ευρώ είχε χρησιμοποιηθεί από τον αποδέκτη της κατά παράβαση της αποφάσεως Sernam 2 και, ως εκ τούτου, δεν ήταν συμβατή με την εσωτερική αγορά βάσει της εν λόγω αποφάσεως. Θεώρησε επίσης ότι, δεδομένου ότι η Γαλλική Δημοκρατία δεν είχε επικαλεστεί κανένα λόγο συμβατού, η ως άνω ενίσχυση ήταν ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και έπρεπε να ανακτηθεί εντόκως από της ημερομηνίας χορηγήσεώς της στη Financière Sernam και στις θυγατρικές της, ιδίως στη Sernam Services και στην Aster, οι οποίες συνέχιζαν, κατά την Επιτροπή, την ωφεληθείσα από την ενίσχυση οικονομική δραστηριότητα, την οποία άλλοτε ασκούσε η Sernam και, στη συνέχεια, η Sernam Xpress (τα περιουσιακά στοιχεία της οποίας απορροφήθηκαν από την Financière Sernam μετά την καθολική μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων της στις 30 Ιουνίου 2011).

 Επί της ανακτήσεως της ενισχύσεως των 41 εκατομμυρίων ευρώ

52      Στις αιτιολογικές σκέψεις 132 έως 151 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή εξέτασε αν η Γαλλική Δημοκρατία είχε ορθώς ανακτήσει την ενίσχυση των 41 εκατομμυρίων ευρώ που είχε κριθεί ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά από την απόφαση Sernam 2, εγγράφοντάς την στο παθητικό της εκκαθαρίσεως της Sernam, και αν έπρεπε, υπό το πρίσμα της νομολογίας της Ένωσης περί ανακτήσεως, να επεκταθεί η εν λόγω ανάκτηση στη Financière Sernam και στις θυγατρικές της Sernam Services και Aster. Η Επιτροπή αναφέρθηκε ειδικότερα στις αποφάσεις της 8ης Μαΐου 2003, Ιταλία και SIM 2 Multimedia κατά Επιτροπής (C‑399/00 και C‑328/99, Συλλογή, στο εξής: απόφαση Selecο, EU:C:2003:252), της 29ης Απριλίου 2004, Γερμανία κατά Επιτροπής (C‑277/00, Συλλογή, στο εξής: απόφαση SMI, EU:C:2004:238), και της 19ης Οκτωβρίου 2005, CDA Datenträger Albrechts κατά Επιτροπής (T‑324/00, Συλλογή, στο εξής: απόφαση CDA, EU:T:2005:364).

53      Κατ’ αρχάς, στις αιτιολογικές σκέψεις 144 έως 148 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή θεώρησε ότι η μεταβίβαση των δραστηριοτήτων της Sernam στη Sernam Xpress είχε ως συνέπεια η Sernam Xpress να διατηρήσει στην πραγματικότητα το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που συνδέεται με τη λήψη των χορηγηθεισών ενισχύσεων, δεδομένου ότι μεταξύ των δύο επιχειρήσεων υπήρχε οικονομική συνέχεια, και ότι η εν λόγω μεταβίβαση των δραστηριοτήτων της Sernam στη Sernam Xpress συνιστούσε καταστρατήγηση της εντολής ανακτήσεως της ενισχύσεως εις βάρος της Sernam.

54      Δεύτερον, η Επιτροπή υπενθύμισε, στην αιτιολογική σκέψη 149 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, κατά τη νομολογία, η πώληση από ένα μέτοχο σε έναν τρίτο μετοχών εταιρίας η οποία έχει λάβει παράνομη ενίσχυση δεν επηρεάζει την υποχρέωση ανακτήσεως της ενισχύσεως από την αποδέκτρια εταιρία. Κατά συνέπεια, στην προκειμένη περίπτωση, η Sernam Xpress δεν απαλλασσόταν από την υποχρέωση να επιστρέψει την ενίσχυση των 41 εκατομμυρίων ευρώ μετά την πώληση των εταιρικών της μεριδίων στη Financière Sernam.

55      Τρίτον, η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 150 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η συγχώνευση της Sernam Xpress με τη Financière Sernam, στις 30 Ιουνίου 2011, είχε ως αποτέλεσμα να μεταβιβαστεί το όφελος από την ενίσχυση των 41 εκατομμυρίων ευρώ —και, συνεπώς, η υποχρέωση ανακτήσεως— από τη Financière Sernam στις θυγατρικές της, ιδίως στη Sernam Services και την Aster, οι οποίες εξακολουθούσαν τη δραστηριότητα της Sernam και της Sernam Xpress.

 Επί των νέων ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στη Sernam Xpress‑Financière Sernam

56      Η Επιτροπή έκρινε ότι τα μέτρα που προβλέπονταν από το πρωτόκολλο συμφωνίας της 21ης Ιουλίου 2005 αποτελούσαν νέες κρατικές ενισχύσεις. Τα μέτρα αυτά είναι η ανακεφαλαιοποίηση της Sernam SA από την προσφεύγουσα με 57 εκατομμύρια ευρώ καθαρά, η παραίτηση της προσφεύγουσας από δύο αξιώσεις συνολικού ύψους 38,5 εκατομμυρίων ευρώ έναντι της Sernam και τέσσερις εγγυήσεις που παρέσχε η προσφεύγουσα στη Sernam Xpress‑Financière Sernam.

57      Η Επιτροπή εξέθεσε κατ’ αρχάς, στις αιτιολογικές σκέψεις 154 έως 158 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τους λόγους για τους οποίους είχε αποφασίσει να μην εφαρμόσει το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία της αγοράς κατά τον χαρακτηρισμό των μέτρων αυτών υπό το πρίσμα του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

58      Κατ’ αρχάς, η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 154 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι στην περίπτωση ανακτήσεως της ενισχύσεως δεν τίθεται θέμα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή.

59      Δεύτερον, η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 155 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι κατά το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2 η πώληση στοιχείων του ενεργητικού αποτελούσε μέτρο ισοδύναμο των αντισταθμιστικών μέτρων που επέβαλλε το άρθρο 3, παράγραφος 1, της ίδιας αποφάσεως. Σύμφωνα, όμως, με την παράγραφο 40 των κοινοτικών κατευθυντήριων γραμμών όσον αφορά τις κρατικές ενισχύσεις για τη διάσωση και αναδιάρθρωση προβληματικών επιχειρήσεων (ΕΕ 2004, C 244, σ. 2, στο εξής: κατευθυντήριες γραμμές για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση), η μεταβίβαση ελλειμματικής δραστηριότητας δεν μπορούσε να θεωρηθεί αντισταθμιστικό μέτρο. Η Επιτροπή ανέφερε ότι η αρνητική τιμή αποδείκνυε ότι επρόκειτο για μεταβίβαση ελλειμματικής δραστηριότητας η οποία δεν μπορούσε να αποτελέσει ισοδύναμο αντισταθμιστικού μέτρου και ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η αρνητική τιμή αντιστοιχούσε σε λειτουργική ενίσχυση προς την επιχείρηση, η οποία ήταν εκ φύσεως ακατάλληλη να περιορίσει τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

60      Όσον αφορά τον χαρακτηρισμό της κρατικής ενισχύσεως, η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 159 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα μέτρα είχαν χρηματοδοτηθεί από πόρους της προσφεύγουσας, μιας δημόσιας, δηλαδή, επιχειρήσεως. Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ήταν δημόσιος οργανισμός (EPIC) που υπόκειται σε στενότατη εποπτεία του κράτους, η παροχή του πλεονεκτήματος καταλογίζεται και στο κράτος. Επειδή η Sernam Xpress και η Financière Sernam δραστηριοποιούνται στις οδικές μεταφορές, τομέα ανοικτό στον ανταγωνισμό στο εσωτερικό της Ένωσης, υπήρχε κίνδυνος το πλεονέκτημα να προκαλέσει στρεβλώσεις του ανταγωνισμού και να επηρεάσει τις μεταξύ των κρατών μελών συναλλαγές. Η Επιτροπή επισήμανε ότι, δεδομένου ότι η Sernam Xpress και η Financière Sernam συγχωνεύθηκαν, δεν ήταν αναγκαίο να γίνει διάκριση ανάμεσα στα πλεονεκτήματα που παρασχέθηκαν στις δύο αυτές επιχειρήσεις.

61      Εφόσον η Γαλλική Δημοκρατία δεν είχε επικαλεστεί κανένα λόγο συμβατού των ενισχύσεων αυτών με την εσωτερική αγορά, η Επιτροπή έκρινε ότι οι ενισχύσεις αυτές ήταν ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά και έπρεπε να ανακτηθούν εντόκως.

62      Το διατακτικό της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Άρθρο 1

1.      Οι κρατικές ενισχύσεις ποσού 503 εκατ. ευρώ που χορήγησε η Γαλλική Δημοκρατία στη Sernam SCS (η οποία μετατράπηκε σε [Sernam]) και εγκρίθηκαν από την Επιτροπή με την απόφαση [Sernam 2] χρησιμοποιήθηκαν με καταχρηστικό τρόπο. Είναι ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά. Οι ενισχύσεις αυτές ωφέλησαν επίσης τη Sernam Xpress καθώς και τη Financière Sernam και τις θυγατρικές τους Sernam Services και Aster.

2.      Η κρατική ενίσχυση ύψους 41 εκατ. ευρώ που χορήγησε η Γαλλική Δημοκρατία στη Sernam SCS και κηρύχθηκε ασυμβίβαστη με την απόφαση Sernam 2 ωφέλησε επίσης την Sernam Xpress, καθώς και τη Financière Sernam και τις θυγατρικές της, ιδίως τη Sernam Services και την Aster.

3.      Η ανακεφαλαιοποίηση της [Sernam] από την SNCF με ποσό 57 εκατ. ευρώ, η παραίτηση της SNCF από τις αξιώσεις της έναντι της [Sernam] για ποσό 38,5 εκατ. ευρώ και οι εγγυήσεις τις οποίες παρείχε η SNCF κατά τη μεταβίβαση των δραστηριοτήτων της [Sernam] στη Financière Sernam, με εξαίρεση την εγγύηση που παρασχέθηκε στους σιδηροδρομικούς υπαλλήλους, συνιστούν κρατικές ενισχύσεις ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά.

Άρθρο 2

1.      Η [Γαλλική Δημοκρατία] οφείλει να ανακτήσει τις αναφερόμενες στο άρθρο 1 ενισχύσεις από τη Financière Sernam και τις θυγατρικές της Sernam Services και Aster.

2.      Τα προς ανάκτηση ποσά περιλαμβάνουν τόκους παραγόμενους από την ημερομηνία κατά την οποία τέθηκαν στη διάθεση του δικαιούχου μέχρι την ημερομηνία της πραγματικής ανάκτησής τους.

3.      Οι τόκοι υπολογίζονται με τη μέθοδο του ανατοκισμού σύμφωνα με τις διατάξεις του κεφαλαίου V του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 794/2004 της Επιτροπής, της 21ης Απριλίου 2004.

Άρθρο 3

1.      Η ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1 είναι άμεση και πραγματική.

2.      Η [Γαλλική Δημοκρατία] μεριμνά για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία κοινοποίησής της.

3.      Στο πλαίσιο της εκτέλεσης της παρούσας απόφασης, η [Γαλλική Δημοκρατία] μπορεί να συνυπολογίσει τυχόν ποσά που ανέκτησε η SNCF μετά την εκκαθάριση της [Sernam] με τους προαναφερθέντες όρους.

Άρθρο 4

1.      Εντός δύο μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης, η [Γαλλική Δημοκρατία] υποβάλλει στην Επιτροπή τις ακόλουθες πληροφορίες:

α)      την ημερομηνία κατά την οποία κάθε μέτρο ενίσχυσης τέθηκε στη διάθεση του δικαιούχου, το συνολικό ποσό (αρχικό ποσό και τόκοι) που πρέπει να ανακτηθεί από το δικαιούχο για καθένα από τα μέτρα ενίσχυσης·

β)      αναλυτική περιγραφή των μέτρων που έχουν ήδη ληφθεί και αυτών που προβλέπονται για τη συμμόρφωση με την παρούσα απόφαση·

γ)      τα έγγραφα που αποδεικνύουν ότι έχει δοθεί εντολή στους δικαιούχους να επιστρέψουν την ενίσχυση.

2.      Η [Γαλλική Δημοκρατία] τηρεί ενήμερη την Επιτροπή σχετικά με την πρόοδο των εθνικών μέτρων που ελήφθησαν για την εκτέλεση της παρούσας απόφασης μέχρι να ολοκληρωθεί η ανάκτηση της ενίσχυσης που αναφέρεται στο άρθρο 1. Υποβάλλει αμέσως, μετά από απλή αίτηση της Επιτροπής, κάθε πληροφορία σχετικά με τα μέτρα που έχει ήδη λάβει ή σχεδιάζει να λάβει για να συμμορφωθεί με την παρούσα απόφαση. Παρέχει επίσης λεπτομερείς πληροφορίες για τα ποσά των ενισχύσεων και των τόκων που έχουν ήδη ανακτηθεί από τον δικαιούχο.

Άρθρο 5

Η παρούσα απόφαση απευθύνεται στη Γαλλική Δημοκρατία.»

7.     Όσον αφορά τα γεγονότα που ακολούθησαν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως

63      Μετά την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, οι γαλλικές αρχές ζήτησαν, στις 23 Μαρτίου 2012, από την Επιτροπή να επιβεβαιώσει ότι η υποχρέωση επιστροφής των κρατικών ενισχύσεων που είχε επιβληθεί στις εταιρίες του ομίλου Sernam με το άρθρο 2 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν θα επεκτεινόταν και στις εταιρίες των ομίλων Geοdis (οι οποίες ανήκαν στον όμιλο της προσφεύγουσας) και BMV, σε περίπτωση που αυτές εξαγόραζαν μέρος των στοιχείων του ενεργητικού των εταιριών Sernam στο πλαίσιο της δικαστικής εξυγιάνσεως των τελευταίων.

64      Με την απόφασή της της 4ης Απριλίου 2012 σχετικά με την κρατική ενίσχυση SA. 34547 (2012/N) — Γαλλία — Ανάληψη των στοιχείων ενεργητικού του ομίλου Sernam στο πλαίσιο της δικαστικής εκκαθάρισής του (στο εξής: απόφαση Sernam 4), η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε οικονομική συνέχεια μεταξύ του ομίλου Sernam και των αγοραστών μέρους των στοιχείων του ενεργητικού της Geοdis και BMV και ότι δεν χρειαζόταν να επεκταθεί στις Geοdis και BMV η υποχρέωση της ανακτήσεως των ενισχύσεων που είχαν κριθεί παράνομες και ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά από την προσβαλλόμενη απόφαση.

65      Στις 13 Απριλίου 2012, η Financière Sernam και η Sernam Services υποβλήθηκαν σε δικαστική εκκαθάριση. Την ίδια ημέρα, η Geοdis υπέβαλε προσφορά και το tribunal de cοmmerce de Nanterre [δικαστήριο εμπορικών υποθέσεων] (Γαλλία) την αναγνώρισε ως αγοράστρια στοιχείων του ενεργητικού του ομίλου Sernam.

 Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

66      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Ιουνίου 2012, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

67      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Οκτωβρίου 2012, η Γαλλική Δημοκρατία ζήτησε να παρέμβει υπέρ της προσφεύγουσας. Με διάταξη της 26ης Νοεμβρίου 2012, ο πρόεδρος του έκτου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε την εν λόγω παρέμβαση. Η Γαλλική Δημοκρατία κατέθεσε υπόμνημα παρεμβάσεως στις 11 Φεβρουαρίου 2013.

68      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 14 Φεβρουαρίου 2013, η προσφεύγουσα ζήτησε να καταχωριστεί στον φάκελο ένα νέο προτεινόμενο αποδεικτικό στοιχείο. Ο πρόεδρος του έκτου τμήματος καταχώρισε το νέο προτεινόμενο αποδεικτικό στοιχείο στον φάκελο στις 26 Φεβρουαρίου 2013. Η Επιτροπή κατέθεσε παρατηρήσεις επί του νέου αποδεικτικού στοιχείου στις 14 Μαρτίου 2013. Η Γαλλική Δημοκρατία δήλωσε ότι δεν είχε παρατηρήσεις συναφώς.

69      Λόγω μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο έβδομο τμήμα, στο οποίο, κατά συνέπεια, ανατέθηκε η υπό κρίση υπόθεση στις 23 Σεπτεμβρίου 2013.

70      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 25 Νοεμβρίου 2013, οι Mοry SA, Mοry Team και Superga Invest ζήτησαν να παρέμβουν στην υπό κρίση υπόθεση προς στήριξη των αιτημάτων της Επιτροπής.

71      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Ιανουαρίου 2014, η προσφεύγουσα ζήτησε να χαρακτηριστούν εμπιστευτικά ορισμένα στοιχεία και χωρία των εγγράφων διαδικασίας, σε περίπτωση που γινόταν κατ’ εξαίρεση δεκτό το αίτημα των παρεμβαινουσών να έχουν πρόσβαση στο σύνολο των εγγράφων της διαδικασίας. Η προσφεύγουσα παρέσχε προς τον σκοπό αυτόν μια μη εμπιστευτική εκδοχή των επίμαχων εγγράφων της διαδικασίας.

72      Με διάταξη της 23ης Μαΐου 2014, ο πρόεδρος του έβδομου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου επέτρεψε την παρέμβαση των Mοry και Mοry Team βάσει του άρθρου 116, παράγραφος 6, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 1991 και απέρριψε το αίτημα παρεμβάσεως της Superga Invest. Επιφυλάχθηκε, δε, να αποφασίσει επί του αιτήματος της προσφεύγουσας περί εμπιστευτικότητας.

73      Με έγγραφο της 23ης Οκτωβρίου 2014, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπονται από το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας της 2ας Μαΐου 1991, το Γενικό Δικαστήριο υπέβαλε γραπτώς ερωτήσεις στην προσφεύγουσα, στην Επιτροπή και στη Γαλλική Δημοκρατία, καλώντας τες να απαντήσουν γραπτώς, και ζήτησε από την προσφεύγουσα και την Επιτροπή να καταθέσουν ορισμένα έγγραφα. Οι εν λόγω διάδικοι συμμορφώθηκαν εμπροθέσμως με το αίτημα αυτό.

74      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 17 Νοεμβρίου 2014, η προσφεύγουσα ζήτησε να περιληφθεί στον φάκελο ένα δεύτερο νέο αποδεικτικό στοιχείο. Ο πρόεδρος του έβδομου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου συμπεριέλαβε στον φάκελο το στοιχείο αυτό στις 21 Νοεμβρίου 2014 και κάλεσε την Επιτροπή και τη Γαλλική Δημοκρατία να υποβάλουν συναφώς τις παρατηρήσεις τους κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

75      Με έγγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Νοεμβρίου 2014, η προσφεύγουσα κατέθεσε τις παρατηρήσεις της επί των απαντήσεων της Επιτροπής στις ερωτήσεις. Με απόφαση της 3ης Δεκεμβρίου 2014, ο πρόεδρος του έβδομου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου αποφάσισε να μην περιλάβει το εν λόγω έγγραφο στον φάκελο.

76      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Φεβρουαρίου 2015.

77      Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει την Επιτροπή στα δικαστικά έξοδα.

78      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κρίνει την προσφυγή απαράδεκτη ή, επικουρικώς, αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

79      Οι Mοry και Mοry Team ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη και, επικουρικώς, ως αβάσιμη.

 Σκεπτικό

80      Η προσφεύγουσα προβάλλει έξι λόγους προς στήριξη του αιτήματός της ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος ακυρώσεως αφορά προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας, καθόσον η Επιτροπή διατύπωσε στην προσβαλλόμενη απόφαση τη θέση ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην επίδικη υπόθεση το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, η οποία δεν περιλαμβανόταν στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας. Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει συναφώς ότι για τους ίδιους λόγους προσεβλήθησαν και τα δικά της δικαιώματα άμυνας. Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως αφορά παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης. Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αφορά παράβαση της υποχρεώσεως τηρήσεως εύλογης προθεσμίας και παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου. Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως αφορά πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή, καθόσον έκρινε ότι η μεταβίβαση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam δεν πληρούσε τους όρους του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2. Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως αφορά πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή, καθόσον έκρινε ότι η υποχρέωση ανακτήσεως της κρατικής ενισχύσεως των 41 εκατομμυρίων ευρώ που είχε κριθεί ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά από την απόφαση Sernam 2 μεταβιβάστηκε στη Financière Sernam και στις θυγατρικές της. Ο έκτος λόγος ακυρώσεως αφορά πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή, καθόσον έκρινε ότι τα μέτρα που προβλέπονταν από το πρωτόκολλο συμφωνίας της 21ης Ιουλίου 2005 συνιστούσαν νέες ενισχύσεις υπέρ της Sernam Xpress-Financière Sernam.

81      Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να εξεταστούν πρώτα οι τρεις τελευταίοι και στη συνέχεια οι τρεις πρώτοι λόγοι ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν παραβίαση γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, στο μέτρο που πολλά από τα ζητήματα που θέτουν οι τρεις πρώτοι λόγοι εξαρτώνται από την κρίση επί του τέταρτου, του πέμπτου και του έκτου λόγου ακυρώσεως.

1.     Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή, καθόσον έκρινε ότι η μεταβίβαση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam δεν πληρούσε τους όρους του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2

82      Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα διαιρείται σε έξι σκέλη. Το πρώτο σκέλος αφορά πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή, καθόσον, στις αιτιολογικές σκέψεις 97 και 98 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι η μεταβίβαση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam δεν πραγματοποιήθηκε στις 30 Ιουνίου 2005. Το δεύτερο σκέλος αφορά πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή, καθόσον έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 99 έως 102 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η μεταβίβαση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam σε αρνητική τιμή δεν συνιστούσε πώληση. Το τρίτο σκέλος αφορά πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή, καθόσον έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 103 έως 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η πράξη αυτή συνιστά μεταβίβαση της «ολότητας» της Sernam. Το τέταρτο σκέλος αφορά πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή, καθόσον έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 117 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η μεταβίβαση δεν περιορίστηκε στα στοιχεία ενεργητικού της Sernam αλλά αφορούσε και τα επιπλέον 59 εκατομμύρια ευρώ (ή 57 εκατομμύρια ευρώ καθαρά). Το πέμπτο σκέλος αφορά πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή, καθόσον έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 118 και 119 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η μεταβίβαση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam δεν είχε πραγματοποιηθεί με διαφανή και ανοικτή διαδικασία. Το έκτο σκέλος αφορά πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή καθόσον έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 121 έως 123 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν τηρήθηκε ο σκοπός της πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού.

83      Όσον αφορά την καταχρηστική εφαρμογή ενισχύσεων, από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ σε συνδυασμό με τα άρθρα 1, στοιχείο ζʹ, και 16 του κανονισμού 659/1999 προκύπτει ότι στην Επιτροπή απόκειται κατ’ αρχήν να αποδείξει ότι οι ενισχύσεις τις οποίες είχε εγκρίνει προηγουμένως με προγενέστερη απόφαση χρησιμοποιήθηκαν, στο σύνολό τους ή εν μέρει, καταχρηστικώς από τον δικαιούχο. Μάλιστα, ελλείψει τέτοιας αποδείξεως, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι εν λόγω ενισχύσεις καλύπτονται από την προγενέστερη απόφασή της περί εγκρίσεώς τους (απόφαση της 11ης Μαΐου 2005, Saxοnia Edelmetalle και ZEMAG κατά Επιτροπής, T‑111/01 και T‑133/01, Συλλογή, EU:T:2005:166, σκέψη 86).

 Επί του πρώτου σκέλους, που αφορά πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή, καθόσον έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 97 και 98 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η μεταβίβαση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam δεν πραγματοποιήθηκε στις 30 Ιουνίου 2005

84      Κατ’ αρχάς, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι, στην αιτιολογική σκέψη 98 της προσβαλλομένης αποφάσεως, παραμόρφωσε το κείμενο της αποφάσεως Sernam 2 υποστηρίζοντας ότι η «[μεταβίβαση] των δραστηριοτήτων της [Sernam] στη Financière Sernam δεν πραγματοποιήθηκε το αργότερο στις 30 Ιουνίου 2005, όπως επέβαλε ο όρος της απόφασης Sernam 2». Υποστηρίζει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2 αναφερόταν μόνο στην «πώληση» και όχι στη «μεταβίβαση» των δραστηριοτήτων καθεαυτήν. Δεύτερον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 97 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι η αποδοχή από τον πρόεδρο της SNCF, στις 30 Ιουνίου 2005, της δεσμευτικής προσφοράς της Financière Sernam δεν αρκούσε, κατά το γαλλικό δίκαιο, για τη σύναψη της πωλήσεως. Υποστηρίζει, δε, ότι, κατά το γαλλικό δίκαιο, η συμφωνία επί του αντικειμένου και της τιμής μεταξύ του αγοραστή και του πωλητή, όποια και αν είναι η νομική μορφή της, συνιστά ανέκκλητη πράξη πωλήσεως, έστω και αν το αντικείμενο δεν έχει ακόμη παραδοθεί και το τίμημα δεν έχει ακόμη καταβληθεί.

85      Στις σκέψεις 97 και 98 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε ότι, στις 30 Ιουνίου 2005, η διοίκηση της προσφεύγουσας είχε μόνον αποδεχθεί κατ’ αρχήν τη δεσμευτική προσφορά της Financière Sernam. Διαπίστωσε, ωστόσο, ότι το πρωτόκολλο συμφωνίας το οποίο δέσμευε όλα τα μέρη υπογράφηκε μόλις στις 21 Ιουλίου 2005 και ότι οι διάφορες πράξεις μεταβιβάσεως εκτελέστηκαν μόλις στις 17 Οκτωβρίου 2005. Η Επιτροπή συνήγαγε εξ αυτού το συμπέρασμα ότι η μεταβίβαση δραστηριοτήτων της Sernam προς τη Financière Sernam δεν είχε πραγματοποιηθεί το αργότερο στις 30 Ιουνίου 2005, όπως απαιτούσε ο σχετικός όρος στην απόφαση Sernam 2, και ότι αυτός και μόνον ο λόγος αρκούσε ήδη για να συναχθεί ότι η Γαλλική Δημοκρατία είχε εφαρμόσει με καταχρηστικό τρόπο την ενίσχυση που είχε εγκριθεί υπό όρους με την απόφαση Sernam 2.

86      Κατά πάγια νομολογία, για την ερμηνεία μιας διατάξεως του δικαίου της Ένωσης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και τα συμφραζόμενά της και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος (αποφάσεις της 17ης Νοεμβρίου 1983, 292/82, Merck, Συλλογή, σ. 3781, σκέψη 12, και της 21ης Φεβρουαρίου 2013, RVS Levensverzekeringen, C‑243/11, Συλλογή, EU:C:2013:85, σκέψη 23).

87      Επίσης από πάγια νομολογία προκύπτει ότι το διατακτικό μιας πράξεως συνδέεται άρρηκτα με την αιτιολογία της, οπότε πρέπει να ερμηνεύεται, εφόσον παρίσταται ανάγκη, με βάση τους λόγους που οδήγησαν στην έκδοσή της (απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Μαΐου 1997, C‑355/95 P, TWD κατά Επιτροπής, Συλλογή 1997, σ. Ι-2549, σκέψη 21).

88      Όσον αφορά το πρώτο επιχείρημα της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το οποίο η Επιτροπή παραμόρφωσε το κείμενο της αποφάσεως Sernam 2, επισημαίνεται ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2 αφορά την περίπτωση στην οποία «μέχρι τις 30 Ιουνίου 2005 η Sernam [θα πωλούσε] όλα μαζί τα στοιχεία του ενεργητικού της».

89      Η αιτιολογική σκέψη 217 της αποφάσεως Sernam 2 διευκρινίζει ότι, «[α]ντίθετα, εάν η Sernam πωλήσει τα στοιχεία του ενεργητικού της “όλα μαζί”, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι οι δύο όροι [του άρθρου 3, παράγραφος 1], οι οποίοι αφορούν την αναδιάρθρωση της εταιρίας, δεν θα ισχύσουν, διότι η Sernam δεν θα λειτουργεί πλέον με τη σημερινή νομική μορφή της και θα έχει ελευθερώσει τα μερίδιά της στην αγορά προς όφελος του ανεξάρτητου αγοραστή (ο οποίος θα [μπορούσε] εκ των πραγμάτων να συνεχίσει τις δραστηριότητές του με τα στοιχεία ενεργητικού της Sernam)».

90      Κατά συνέπεια, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, ο χρόνος που πρέπει να ληφθεί υπόψη για να εκτιμηθεί αν πραγματοποιήθηκε η πώληση ήταν εν προκειμένω κατ’ ανάγκην αυτός της πραγματικής μεταβιβάσεως των στοιχείων του ενεργητικού, δεδομένου ότι ο σκοπός του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2, υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 217, ήταν να υποχρεωθεί η Sernam να πωλήσει όλα τα στοιχεία του ενεργητικού της και να ελευθερώσει τα μερίδιά της στην αγορά. Αντίθετη, τυπολατρική ερμηνεία του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2 θα παρεμπόδιζε τα αποτελέσματά της, με κίνδυνο ο χρόνος της πραγματικής μεταβιβάσεως των στοιχείων του ενεργητικού να μετατεθεί σε χρόνο πολύ μεταγενέστερο της «πωλήσεως» με τη νομική έννοια του όρου.

91      Ως εκ τούτου, αρκεί η διαπίστωση ότι ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι οι διάφορες πράξεις μεταβιβάσεως είχαν εκτελεστεί μόλις την ημέρα του «clοsing», στις 17 Οκτωβρίου 2005, και ότι, κατά συνέπεια, δεν είχε τηρηθεί η καταληκτική ημερομηνία της 30ής Ιουνίου 2005 που όριζε το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2.

92      Επομένως, το δεύτερο επιχείρημα της προσφεύγουσας σχετικά με τον ακριβή χρόνο κατά τον οποίον πραγματοποιήθηκε η «πώληση», υπό το πρίσμα του γαλλικού δικαίου, προβάλλεται αλυσιτελώς.

93      Κατά συνέπεια, το πρώτο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου σκέλους που αφορά πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή, καθόσον έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 99 έως 102 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η μεταβίβαση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam σε αρνητική τιμή δεν συνιστούσε πώληση

94      Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, προβάλλει κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα καθόσον διαπίστωσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 99 έως 102 της προσβαλλομένης αποφάσεως, παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2, επειδή η σύμβαση μεταξύ της προσφεύγουσας και της Financière Sernam δεν συνιστούσε πώληση, δεδομένου ότι η τιμή ήταν αρνητική.

95      Η αιτιολογική σκέψη 124 της προσβαλλομένης αποφάσεως, την οποία επίσης επικρίνει η προσφεύγουσα, αφορά ζήτημα διαφορετικό από εκείνο στο οποίο αναφέρονται οι αιτιολογικές σκέψεις 99 έως 102 της εν λόγω αποφάσεως, αυτό της διαιρέσεως της πράξεως σε δύο στάδια (την εισφορά της Sernam στη Sernam Xpress και, στη συνέχεια, τη μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων της Sernam Xpress στη Financière Sernam) και το γεγονός ότι η Επιτροπή αρνήθηκε, κατ’ ουσίαν, να θεωρήσει ότι οι διαφορετικές αυτές πράξεις ισοδυναμούν από κοινού με πώληση «των στοιχείων του ενεργητικού ως συνόλου». Δεδομένου ότι σχετικά με την αιτιολογική σκέψη 124 προβάλλονται επιχειρήματα ανάλογα με εκείνα που αφορούν τις αιτιολογικές σκέψεις 108 έως 112 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να εξεταστούν από κοινού τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας κατά των διαφόρων αυτών αιτιολογικών σκέψεων, στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψεις 140 έως 149 κατωτέρω).

96      Με τις αιτιολογικές σκέψεις 99 και 100 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι η «πώληση» συνίσταται στη μεταβίβαση της κυριότητας ενός αγαθού έναντι της καταβολής τιμήματος το οποίο πρέπει να έχει θετική τιμή και ότι η πράξη με την οποία το πρόσωπο που επιθυμεί να μεταβιβάσει την κυριότητα ενός ή περισσότερων αγαθών προσφέρει τα χρήματα στο πρόσωπο που τα αγοράζει δεν συνιστά πώληση, αλλά άλλου είδους σύμβαση. Με την αιτιολογική σκέψη 101 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι, στην προκειμένη περίπτωση, η προσφεύγουσα είχε καταβάλει ποσό 59 εκατ. ευρώ, προβαίνοντας στην ανακεφαλαιοποίηση της Sernam με 57 εκατομμύρια ευρώ και της Sernam Xpress με 2 εκατομμύρια ευρώ αντίστοιχα και είχε παράσχει διάφορες εγγυήσεις στη Financière Sernam. Έκρινε, δε, ότι η καταβολή 2 εκατομμυρίων ευρώ από τη Financière Sernam στην προσφεύγουσα και στη Sernam εξουδετέρωνε την ανακεφαλαιοποίηση της Sernam Xpress, όχι, όμως, και τα άλλα στοιχεία της συναλλαγής. Η Επιτροπή κατέληξε, με την αιτιολογική σκέψη 102 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο συμπέρασμα ότι η σύμβαση που είχαν συνάψει η προσφεύγουσα και η Financière Sernam δεν συνιστούσε πώληση και ότι αυτός ήταν ένας ακόμη λόγος για τον οποίον συνέτρεχε παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2.

97      Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, προβάλλει συναφώς τρία επιχειρήματα.

98      Πρώτον, επισημαίνει ότι ο γενικός όρος «πώληση» χρησιμοποιείται στην απόφαση Sernam 2 χωρίς το είδος της συναφθείσας συμβάσεως να έχει σημασία, εφόσον το αποτέλεσμα της πράξεως ήταν το αναμενόμενο, δηλαδή η μεταβίβαση της κυριότητας όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam σε τρίτον ο οποίος είναι ανεξάρτητος από την προσφεύγουσα. Δεύτερον, εξηγεί ότι υποχρεώθηκε να δώσει αυτή τη μορφή στην πράξη και να ανακεφαλαιοποιήσει προηγουμένως τη Sernam ακριβώς λόγω των περιορισμών του γαλλικού δικαίου, όπως η απαγόρευση πωλήσεως σε αρνητική τιμή, και ότι, πάντως, η αρνητική τιμή δεν παύει να αποτελεί τιμή της αγοράς, την οποία θέτει ως μοναδικό όρο το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2. Τρίτον, η προσφεύγουσα και η Γαλλική Δημοκρατία επικαλούνται προηγούμενες περιπτώσεις οι οποίες καταδεικνύουν ότι, στην πρακτική της όσον αφορά τη λήψη αποφάσεων, η Επιτροπή έχει δεχθεί τον χαρακτηρισμό «πώληση» για μεταβίβαση στοιχείων του ενεργητικού ή μετοχών σε αρνητική τιμή.

99      Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα αυτά και θεωρεί, πρώτον, ότι η προσφεύγουσα παραδέχεται σιωπηρώς ότι η πράξη δεν συνιστούσε πώληση κατά την έννοια του άρθρου 1582 του cοde civil français [γαλλικού αστικού κώδικα], στο μέτρο που προέβη σε ενέργειες για την καταστρατήγηση της απαγορεύσεως, κατά το γαλλικό δίκαιο, της αρνητικής τιμής. Δεύτερον, υποστηρίζει ότι η μεταβίβαση δραστηριοτήτων σε αρνητική τιμή δεν έχει τον ίδιο οικονομικό αντίκτυπο με μια πώληση στοιχείων του ενεργητικού σε θετική τιμή, καθώς, στην πρώτη περίπτωση, ο επιχειρηματίας πληρώνεται για να αναβιώσει μια δραστηριότητα και μια επιχείρηση που θα έπρεπε να εκλείψουν ενώ, στην άλλη περίπτωση, ένα αγαθό με πραγματική, θετική αξία μεταβιβάζεται προκειμένου να καταστεί αντικείμενο οικονομικά αποδοτικής εκμεταλλεύσεως. Το σημείο αυτό έχει ουσιώδη σημασία, ιδίως υπό το πρίσμα των επιταγών των κανόνων περί ενισχύσεων και του σκοπού της αποφάσεως Sernam 2. Τρίτον, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι, κατά πάγια νομολογία, η πρακτική της σε θέματα λήψεως αποφάσεων επί άλλων υποθέσεων δεν επηρεάζει το κύρος της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο μπορεί να εκτιμηθεί μόνον υπό το πρίσμα των αντικειμενικών κανόνων της Συνθήκης. Στη συνέχεια, η Επιτροπή επισημαίνει κατ’ ουσίαν ότι οι αποφάσεις τις οποίες επικαλούνται η Γαλλική Δημοκρατία και η προσφεύγουσα δεν έχουν εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση, ιδίως επειδή είναι μεταγενέστερες της υλοποιήσεως της πράξεως και επειδή αφορούσαν πωλήσεις μετοχών, ενώ εν προκειμένω πρόκειται για πώληση στοιχείων του ενεργητικού.

100    Παρατηρείται, κατ’ αρχάς, ότι, σύμφωνα με τη γραμματική ερμηνεία του, το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2 απαιτούσε από τη Sernam να «πωλήσει όλα μαζί τα στοιχεία του ενεργητικού της» και ότι η μόνη απαίτηση σε σχέση με το τίμημα ήταν να πρόκειται για τιμή της αγοράς, η οποία να έχει προκύψει από διαφανή και ανοικτή διαδικασία.

101    Όπως προκύπτει από τη σκέψη 86 ανωτέρω, για την ερμηνεία της αποφάσεως Sernam 2 πρέπει να ληφθεί υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και τα συμφραζόμενά της και οι σκοποί που επιδιώκονται με την οικονομική ρύθμιση της οποίας αυτή αποτελεί μέρος.

102    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπορεί να στηριχθεί αποκλειστικά σε νομικές έννοιες ή τύπους, προκειμένου να συναγάγει από αυτούς ότι δεν τηρήθηκαν όροι του συμβατού μιας ενισχύσεως αναδιαρθρώσεως, οι οποίοι επιβλήθηκαν με μια από τις αποφάσεις της. Επιπλέον, επισημαίνεται ότι η νομική έννοια της πωλήσεως αποτελεί αυτοτελή έννοια του δικαίου κάθε κράτους μέλους.

103    Ορθώς, επομένως, επισημαίνει η προσφεύγουσα ότι το δίκαιο των κρατικών ενισχύσεων δεν ασχολείται με τη νομική μορφή των συναλλαγών, αλλά με το οικονομικό περιεχόμενό τους.

104    Κατά συνέπεια, τα τυπολατρικά επιχειρήματα που αντλεί η Επιτροπή από το γαλλικό δίκαιο πρέπει να απορριφθούν.

105    Κατά δεύτερον, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατά τρόπο πειστικό ότι η ανακεφαλαιοποίηση πριν την πώληση αποτελεί μέσο διά του οποίου επιτυγχάνεται η καταστρατήγηση της απαγορεύσεως κατά το γαλλικό δίκαιο της προβλέψεως αρνητικής τιμής σε σύμβαση πωλήσεως.

106    Το ζήτημα του οικονομικού αντίκτυπού της εν λόγω αρνητικής τιμής στην προκειμένη περίπτωση θα εξεταστεί στο πλαίσιο του τρίτου και του έκτου σκέλους του εξεταζόμενου λόγου ακυρώσεως.

107    Τρίτον, επισημαίνεται ότι οι αποφάσεις που επικαλούνται η προσφεύγουσα και η Γαλλική Δημοκρατία καταδεικνύουν τη δυνατότητα πωλήσεως των μετοχών επιχειρήσεων σε «αρνητική τιμή», δηλαδή με προηγούμενη ανακεφαλαιοποίηση από τον πωλητή [βλ. μεταξύ άλλων τις αποφάσεις της 13ης Ιουλίου 2009, σχετικά με την ενίσχυση για την αναδιάρθρωση της CΟMBUS AS, και της 28ης Αυγούστου 2009, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 6/09 (πρώην N 663/08) για τα μέτρα υπέρ της Austrian Airlines].

108    Ως εκ τούτου, η συλλογιστική που ακολούθησε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 99 έως 102 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία δεν υπήρξε πώληση επειδή η τιμή της μεταβιβάσεως ήταν αρνητική, γεγονός που συνιστά επίσης παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2, είναι εσφαλμένη.

109    Επομένως, το δεύτερο σκέλος του τετάρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να γίνει δεκτό.

 Επί του τρίτου σκέλους, που αφορά πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή καθόσον έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 103 έως 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η πράξη συνιστούσε μεταβίβαση του συνόλου (ενεργητικού και παθητικού) της Sernam

110    Η προσφεύγουσα προβάλλει δύο αιτιάσεις προς στήριξη του τρίτου σκέλους. Κατ’ αρχάς, προσάπτει στην Επιτροπή ότι έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 103 και 113 έως 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η μεταβίβαση την οποία πραγματοποίησε η προσφεύγουσα δεν περιοριζόταν στα στοιχεία του ενεργητικού, αλλά περιλάμβανε το σύνολο (ενεργητικό και παθητικό) της Sernam και ότι, για τον λόγο αυτόν επίσης, δεν τηρήθηκε ο όρος περί πωλήσεως όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam, που προβλέπεται από το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2. Στη συνέχεια, η προσφεύγουσα προσάπτει κατ’ ουσίαν στην Επιτροπή ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 108 έως 112 και 124 της προσβαλλομένης αποφάσεως, τεχνητά διαχώρισε σε δύο πράξεις την πώληση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam —μια πρώτη πράξη συνιστάμενη στη μερική εισφορά στοιχείων του ενεργητικού της Sernam στη Sernam Xpress και μια δεύτερη συνιστάμενη στην πώληση των μετοχών της Sernam Xpress στη Financière Sernam—, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για μια ενιαία και αδιαίρετη πράξη, η οποία πραγματοποιήθηκε σε ένα και μοναδικό χρονικό σημείο, σε ένα «instant de raisοn», με την ίδια ενέργεια και για τον ίδιο σκοπό, δηλαδή την πώληση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam στη Financière Sernam.

 Επί της πρώτης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται ότι η Επιτροπή έκρινε εσφαλμένως, στις αιτιολογικές σκέψεις 103 και 113 έως 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η μεταβίβαση που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα δεν περιοριζόταν στα στοιχεία του ενεργητικού, αλλά αφορούσε το σύνολο (ενεργητικό και παθητικό) της Sernam

111    Η προσφεύγουσα προβάλλει κατ’ ουσίαν τρία επιχειρήματα. Πρώτον, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένα το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2, λαμβάνοντας ως δεδομένο, στην αιτιολογική σκέψη 103 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η πώληση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού έπρεπε να αφορά αποκλειστικά το ενεργητικό της Sernam και όχι το παθητικό. Δεύτερον, επικαλείται περιορισμούς του εθνικού δικαίου για να δικαιολογήσει ότι χρειάστηκε να προσθέσει στο ενεργητικό ορισμένα στοιχεία του παθητικού, μεταξύ άλλων και τα στοιχεία του παθητικού της εκκαθαρίσεως, με αποκλειστικό σκοπό να αποφευχθεί η άσκηση εκ μέρους των πιστωτών του δικαιώματός τους αντιρρήσεως, όπως αυτό προβλέπεται από τη γαλλική νομοθεσία. Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, σε αντίθεση με όσα αναφέρει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η μεταβίβαση δεν αφορούσε το «σύνολο» (ενεργητικό και παθητικό) της Sernam, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τα αντιφατικά χωρία της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τον ακριβή προσδιορισμό του αντικειμένου της μεταβιβάσεως.

–       Επί του πρώτου επιχειρήματος με το οποίο προβάλλεται ότι η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένα το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2, λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι η πώληση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam έπρεπε να αφορά αποκλειστικά το ενεργητικό της Sernam και όχι το παθητικό

112    Κατ’ αρχάς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η έννοια της πωλήσεως όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού προϋπέθετε, εξ ορισμού, ότι η πώληση περιλάμβανε το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam και ότι αυτά θα πωλούνταν «όλα μαζί», δηλαδή στο σύνολό τους σε έναν και μόνον αγοραστή, αλλά δεν σήμαινε κατ’ ανάγκην ότι θα πωλούνταν αυτά και μόνον.

113    Από την αιτιολογική σκέψη 103 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι «[α]κόμη και αν θεωρηθεί ότι η μεταβίβαση των δραστηριοτήτων της [Sernam] στη Financière Sernam συνιστά πώληση, η τήρηση του άρθρου 3 παράγραφος 2 της απόφασης Sernam 2 προϋποθέτει ότι η πώληση αυτή αφορά αποκλειστικά τα στοιχεία ενεργητικού και όχι το σύνολο (ενεργητικό και παθητικό) της [Sernam]» και ότι «[α]υτό συνάγεται από την αιτιολογική σκέψη 217 της απόφασης Sernam 2». Στην αιτιολογική σκέψη 113 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή ανέφερε επίσης ότι «[η] αιτιολογική σκέψη 217 της απόφασης Sernam 2 […] κάνει σαφή διάκριση ανάμεσα, αφενός, σε μια πώληση των στοιχείων ενεργητικού και, αφετέρου, σε μια πώληση του συνόλου (ενεργητικό και παθητικό) της [Sernam]».

114    Σύμφωνα με τη νομολογία που μνημονεύθηκε στη σκέψη 87 ανωτέρω, το διατακτικό μιας αποφάσεως συνδέεται άρρηκτα με την αιτιολογία της, οπότε πρέπει να ερμηνεύεται, εφόσον παρίσταται ανάγκη, με βάση τους λόγους που οδήγησαν στην έκδοσή της.

115    Οι δύο παράγραφοι του άρθρου 3 της αποφάσεως Sernam 2 έχουν ως εξής:

«1.      Με την επιφύλαξη της παραγράφου 2, πρέπει να τηρηθούν οι κάτωθι όροι:

α)      Η Sernam θα μπορεί να αναπτύξει μόνον τις δραστηριότητες σιδηροδρομικής διοχέτευσης των ταχυμεταφορών με βάση την ιδέα της Κλειστής Αμαξοστοιχίας express, “TBE”). […]

β)      Αντιθέτως, η Sernam οφείλει, κατά τη διάρκεια των δύο επόμενων ετών από την ημερομηνία κοινοποίησης της παρούσας απόφασης, να προβεί σε πλήρη αντικατάσταση των ιδίων μέσων και της εξυπηρέτησης οδικής μεταφοράς από μέσα και εξυπηρέτηση οδικής μεταφοράς μιας ή περισσοτέρων επιχειρήσεων νομικά και οικονομικά ανεξάρτητων από την SNCF που θα επιλεγούν με ανοικτή, διαφανή και χωρίς διακρίσεις διαδικασία. […]

2.      Σε περίπτωση που μέχρι τις [30 Ιουνίου 2005] η Sernam πωλήσει όλα μαζί τα στοιχεία του ενεργητικού της, με την τιμή της αγοράς, σε εταιρία χωρίς νομικό δεσμό με την SNCF, με διαφανή και ανοικτή διαδικασία, δεν εφαρμόζονται οι όροι της παραγράφου 1».

116    Η αιτιολογική σκέψη 217 της αποφάσεως Sernam 2 έχει ως εξής:

«Η Επιτροπή υπενθυμίζει επίσης ότι, σε περίπτωση που πωληθεί εξ ολοκλήρου η Sernam (με τα στοιχεία ενεργητικού της και παθητικού της) όπως σκοπεύουν οι γαλλικές αρχές, οι όροι της απόφασης (ανάληψη των δραστηριοτήτων οδικής μεταφοράς της Sernam από άλλες επιχειρήσεις και στροφή των δραστηριοτήτων της Sernam προς τη σιδηροδρομική μεταφορά φορτίου) πρέπει ούτως ή άλλως να τηρηθούν. Αντίθετα, εάν η Sernam πωλήσει τα στοιχεία του ενεργητικού της “όλα μαζί”, η Επιτροπή υπενθυμίζει ότι οι δύο όροι που προαναφέρθηκαν, οι οποίοι αφορούν την αναδιάρθρωση της εταιρίας, δεν θα ισχύσουν, διότι η Sernam δεν θα λειτουργεί πλέον με τη σημερινή νομική μορφή της και θα έχει ελευθερώσει τα μερίδιά της στην αγορά προς όφελος του ανεξάρτητου αγοραστή (ο οποίος θα μπορεί εκ των πραγμάτων να συνεχίσει τις δραστηριότητές του με τα στοιχεία ενεργητικού της Sernam).»

117    Από τη διατύπωση αυτή προκύπτει ότι η απόφαση Sernam 2 αντιδιαστέλλει σαφώς την «εξ ολοκλήρου» πώληση της Sernam (με τα στοιχεία ενεργητικού της και παθητικού της) από την πώληση «όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού» της Sernam.

118    Κατά συνέπεια, ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι η πώληση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2, υπό το πρίσμα της αιτιολογικής σκέψεως 217 της ίδιας αποφάσεως, αφορούσε υποχρεωτικά μόνον τα στοιχεία του ενεργητικού και απέκλειε τα στοιχεία του παθητικού.

119    Αντίθετη ερμηνεία της εν λόγω διατάξεως θα ισοδυναμούσε με άρνηση της διαφοράς μεταξύ των δύο όρων που προβλέπονται εναλλακτικώς στο άρθρο 3, παράγραφοι 1 και 2, της αποφάσεως Sernam 2 (και των δύο επιλογών πωλήσεως που προβλέπονται στην αιτιολογική σκέψη 217 της εν λόγω αποφάσεως). Πράγματι, σε περίπτωση που η πώληση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού ερμηνευόταν υπό την έννοια ότι συμπεριλαμβάνει τα στοιχεία του παθητικού, θα ήταν παράλογη και ασυνεπής η πρόβλεψη διαφορετικών όρων στην παράγραφο 1 και στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 της αποφάσεως Sernam 2.

120    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το αντίθετο της πωλήσεως όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού θα ήταν η πώληση των στοιχείων του ενεργητικού χωριστά και όχι η «εξ ολοκλήρου» πώληση της Sernam (ενεργητικό και παθητικό), όπως η ίδια η Επιτροπή υποστήριξε στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις SMI, σκέψη 52 ανωτέρω (EU:C:2004:238, σκέψεις 68 και 70), και CDA, σκέψη 52 ανωτέρω (EU:T:2005:364, σκέψη 73).

121    Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί, στο μέτρο που η πρακτική της Επιτροπής σε θέματα λήψεως αποφάσεων επί άλλων υποθέσεων δεν είναι σε θέση να θίξει το κύρος της προσβαλλομένης αποφάσεως, η οποία μπορεί να εκτιμηθεί μόνον υπό το πρίσμα των αντικειμενικών κανόνων της Συνθήκης (απόφαση της 20ής Μαΐου 2010, Tοdarο Nunziatina & C., C‑138/09, Συλλογή, EU:C:2010:291, σκέψη 21).

122    Στην προκειμένη περίπτωση, η απόφαση Sernam 2 πρέπει να ερμηνευθεί υπό το πρίσμα της αιτιολογίας της και όχι υπό το πρίσμα της απόψεως που υιοθέτησε η Επιτροπή σε σχέση με άλλες υποθέσεις. Επιβάλλεται, ωστόσο, η διαπίστωση ότι η απόφαση Serman 2 δεν διακρίνει μεταξύ πωλήσεως όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού και πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού χωριστά.

123    Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, αν όντως ήταν αυτή η πρόθεσή της, θα έπρεπε να είχε διευκρινίσει ρητώς με την απόφαση Sernam 2 ότι η πώληση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού απέκλειε τα στοιχεία του παθητικού και αναφέρθηκε συναφώς, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, στις μεταγενέστερες αποφάσεις επί της λεγόμενης υποθέσεως «Πολωνικά ναυπηγεία», οι οποίες παρέθεταν λεπτομερέστερα τους επιβαλλόμενους όρους —αναφέρθηκε ιδίως στις αιτιολογικές σκέψεις 349, 350 και 354 της αποφάσεως της Επιτροπής, της 6ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 19/05 (πρώην N 203/05) που χορήγησε η Πολωνία στη Stοcznia Szczecińska (ΕΕ 2010, L 5, σ. 1), και στις αιτιολογικές σκέψεις 401 έως 410 της αποφάσεως της Επιτροπής, της 6ης Νοεμβρίου 2008, σχετικά με την κρατική ενίσχυση C 17/05 (πρώην N 194/05 και PL 34/04) που χορήγησε η Πολωνία στη Stοcznia Gdynia (ΕΕ 2010, L 33, σ. 1).

124    Ωστόσο, πέραν του ότι η απόφαση Sernam 2 είναι οριστική και δεν μπορεί να αμφισβητηθεί στο πλαίσιο της προσφυγής, από την αιτιολογική της σκέψη 217 προκύπτει ότι η απόφαση Sernam 2 ήταν αρκούντως σαφής, διαχωρίζοντας τους όρους που συνδέονταν με την εξ ολοκλήρου πώληση της Sernam (ενεργητικό και παθητικό) προς τους όρους που συνδέονταν με την πώληση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam, όσον αφορά το ότι η πώληση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού απέκλειε τα στοιχεία του παθητικού. Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή υποχρεούται να προβαίνει σε εξατομικευμένη ανάλυση των περιστάσεων κάθε υποθέσεως και δεν δεσμεύεται από άλλες αποφάσεις, πολλώ δε μάλλον από μεταγενέστερες.

125    Συνεπώς, το πρώτο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του δεύτερου επιχειρήματος με το οποίο προβάλλεται ότι η προσφεύγουσα αναγκάστηκε να προσθέσει ορισμένα στοιχεία του παθητικού στα στοιχεία του ενεργητικού της Sernam (με εξαίρεση τα χρηματοπιστωτικά στοιχεία του παθητικού) εξαιτίας των περιορισμών του εθνικού δικαίου

126    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι υποχρεώθηκε να προσθέσει τα στοιχεία του παθητικού εκμεταλλεύσεως στα στοιχεία του ενεργητικού της Sernam με αποκλειστικό σκοπό να αποτρέψει την άσκηση από τους πιστωτές του δικαιώματος αντιρρήσεως που προβλέπει προς όφελός τους το γαλλικό δίκαιο. Υποστηρίζει ότι το γαλλικό δίκαιο επιτρέπει στους πιστωτές να αντιταχθούν στις πράξεις εισφοράς ή μεταβιβάσεως και να επιτύχουν είτε την άμεση επιστροφή των πιστώσεών τους είτε τη σύσταση εγγυήσεων. Επιπλέον, σε περίπτωση μεταγενέστερης κινήσεως συλλογικής ένδικης διαδικασίας, οι πιστωτές θα μπορούσαν να αμφισβητήσουν τις πράξεις με τις οποίες μειώθηκε η περιουσία του οφειλέτη τους και οι οποίες πραγματοποιήθηκαν εντός των 18 μηνών που προηγήθηκαν της κινήσεως της συλλογικής διαδικασίας. Έτσι, κατά την προσφεύγουσα, αν είχαν πωληθεί μόνον τα στοιχεία του ενεργητικού της Sernam, οι πιστωτές της Sernam θα βρίσκονταν πιστωτές μιας εταιρίας στερούμενης οιουδήποτε ενεργητικού και βαρύτατα χρεωμένης, πράγμα που θα τους στερούσε κάθε προοπτική εξοφλήσεως· κατά συνέπεια, θα ήταν πιθανότατα αντίθετοι στη μεταβίβαση αποκλειστικά όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam ή, αν δέχονταν αυτή τη μεταβίβαση μόνον του ενεργητικού, θα την αμφισβητούσαν οπωσδήποτε στο πλαίσιο της εκκαθαρίσεως που θα ακολουθούσε. Για τον λόγο αυτό, κατά την προσφεύγουσα, προκειμένου να καταστεί δυνατή η υλοποίηση της μεταβιβάσεως του ενεργητικού της Sernam, ήταν αναγκαίο να προστεθούν σε αυτό και στοιχεία του παθητικού εκμεταλλεύσεως.

127    Συναφώς, πέραν του ότι η προσφεύγουσα δεν αποδεικνύει ότι η πώληση μόνον των στοιχείων του ενεργητικού θα είχε στερήσει τους πιστωτές από κάθε πιθανότητα εξοφλήσεως, παρόλο που η εν λόγω πώληση θα έπρεπε κανονικά να αποφέρει έσοδα στη Sernam, επισημαίνεται ότι αυτού του είδους τα επιχειρήματα, τα οποία αντλούνται από ιδιαιτερότητες του εθνικού δικαίου, στηρίζονται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι η Επιτροπή επέβαλε την τήρηση των όρων του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2, ενώ υπήρχε η δυνατότητα επιλογής μεταξύ των δύο παραγράφων του άρθρου 3 της αποφάσεως αυτής.

128    Όπως τονίζει η Επιτροπή στο υπόμνημά της αντικρούσεως, αν η προσφεύγουσα και το κράτος μέλος συναντούσαν δυσκολίες κατά την εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2, λόγω πρακτικών εμποδίων ή εμποδίων του εθνικού δικαίου, είχαν διάφορες επιλογές: να εφαρμόσουν τους όρους του άρθρου 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως Sernam 2, να ενημερώσουν την Επιτροπή για τις εν λόγω δυσκολίες και να συζητήσουν ενδεχόμενη τροποποίηση του όρου αυτού σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση ή ακόμη και να προβούν στην ανάκτηση των παράνομων και ασυμβίβαστων με την εσωτερική αγορά ενισχύσεων, εν ανάγκη προβαίνοντας σε εκκαθάριση της Sernam.

129    Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλείται εν προκειμένω εμπόδια του εθνικού δικαίου προκειμένου να δικαιολογήσει την καταστρατήγηση του όρου τον οποίον αυτή είχε επιλέξει.

130    Επομένως, το δεύτερο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί του τρίτου επιχειρήματος με το οποίο προβάλλεται ότι η μεταβίβαση δεν αφορούσε στην πραγματικότητα το «σύνολο» (ενεργητικό και παθητικό) της Sernam

131    Κατ’ αρχάς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, σε αντίθεση με όσα αναφέρει η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η μεταβίβαση δεν αφορούσε το σύνολο (ενεργητικό και παθητικό) της Sernam, καθόσον τα χρηματοπιστωτικά στοιχεία του παθητικού και η υποχρέωση επιστροφής της ενισχύσεως των 41 εκατομμυρίων ευρώ, η οποία είχε κηρυχθεί ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά από την απόφαση Sernam 2, δεν μεταβιβάστηκαν στη Financière Sernam. Στη συνέχεια, αναφέρεται σε αντιφατικά χωρία της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τον ακριβή προσδιορισμό του αντικειμένου της μεταβιβάσεως, όπως «το σύνολο (ενεργητικό και παθητικό)» στο σημείο 3.2.3.2 και στην αιτιολογική σκέψη 113 της εν λόγω αποφάσεως, το «σύνολο των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της [Sernam] με τις ακόλουθες εξαιρέσεις» στην αιτιολογική σκέψη 114 της ίδιας αποφάσεως, τον «κύριο όγκο των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού» στην αιτιολογική σκέψη 115 της προσβαλλομένης αποφάσεως ή, ακόμη, η «ολότητα (ενεργητικού και παθητικού) της [Sernam], με ορισμένες εξαιρέσεις» στην αιτιολογική σκέψη 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

132    Η Επιτροπή ανέφερε, στις αιτιολογικές σκέψεις 114 και 115 της προσβαλλομένης αποφάσεως τα εξής:

«[… Η] Financière Sernam, αγοράζοντας τη Sernam Xpress, [απέκτησε] το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της [Sernam] […], με τις ακόλουθες εξαιρέσεις: αφενός, τα στοιχεία ενεργητικού αυξήθηκαν με τις εισφορές των 57 εκατ. ευρώ στην [Sernam] και των 2 εκατ. ευρώ στη Sernam Xpress […] και, αφετέρου, τα στοιχεία του παθητικού αφαιρέθηκαν από το ποσό του συμμετοχικού δανείου που συνήψε η εταιρία [Sernam] από τον όμιλο SNCF, παθητικό που αφορά την καταγγελία της σύμβασης “IBM — GPS”, και από το ποσό της υποχρέωσης επιστροφής της μη συμβιβάσιμης ενίσχυσης των 41 εκατ. ευρώ.

Όμως, αυτές οι οριακές προσαρμογές δεν μπορούν να συγκαλύψουν το γεγονός ότι ο κύριος όγκος των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού της [Sernam] μεταβιβάστηκε πρώτα στην Sernam Xpress και στη συνέχεια στη Financière Sernam».

133    Η Επιτροπή συνήγαγε το συμπέρασμα, στην αιτιολογική σκέψη 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «[η] μεταβίβαση των δραστηριοτήτων δεν [συνιστούσε], συνεπώς, πώληση των στοιχείων ενεργητικού, αλλά μεταβίβαση της ολότητας (ενεργητικού και παθητικού) της [Sernam], με ορισμένες εξαιρέσεις» και ότι «[σ]υνεπώς, και γι’ αυτόν επίσης τον λόγο, δεν τηρήθηκαν οι όροι του άρθρου 3 παράγραφος 2 της απόφασης Sernam 2».

134    Κατ’ αρχάς, επισημαίνεται ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί ότι, στο πλαίσιο της εισφοράς, συνένωσε στο σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam όλα σχεδόν τα στοιχεία του παθητικού, με εξαίρεση ορισμένα χρηματοπιστωτικά στοιχεία του παθητικού (τα οποία αντιπροσώπευαν συνολικό ποσό 38,5 εκατομμυρίων ευρώ) και την υποχρέωση επιστροφής της κρατικής ενίσχυσης 41 εκατομμυρίων ευρώ που είχε κριθεί από την απόφαση Sernam 2 παράνομη και ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά.

135    Αυτό προκύπτει και από το σύνολο του φακέλου. Το πρωτόκολλο συμφωνίας της 21ης Ιουλίου 2005 προέβλεπε πράγματι ότι η Sernam έπρεπε να εισφέρει στη Sernam Xpress «το σύνολο των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, με εξαίρεση [τα χρηματοπιστωτικά στοιχεία παθητικού]». Επίσης, από τη σύμβαση μερικής εισφοράς στοιχείων του ενεργητικού της 14ης Σεπτεμβρίου 2005 προκύπτει ότι συνενώθηκαν, μεταξύ άλλων, (όσον αφορά τα σημαντικότερα στοιχεία του παθητικού) μια συνακόλουθη αρνητική υπεραξία (badwill) (αρνητική αξία φήμης και πελατείας), προβλέψεις για ενδιάμεσες απώλειες, χρέη εκμεταλλεύσεως, διάφορα χρέη, καθώς και χρέη συνδεόμενα με συμμετοχές. Η σύμφωνη γνώμη 2005-AC 2, της 22ας Ιουλίου 2005, της επιτροπής συμμετοχών και μεταβιβάσεων σχετικά με τη μεταβίβαση στον ιδιωτικό τομέα των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam από την προσφεύγουσα αναφέρει επίσης ότι η προσφεύγουσα αποφάσισε να προβεί στη «μεταβίβαση του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού της εταιρίας». Επιπλέον, η έκθεση της τράπεζας X αναφέρει σαφώς ότι, «[σ]την πράξη, η μεταβιβασθείσα εταιρία θα συγκεντρώνει το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού εκμεταλλεύσεως της [Sernam] (συμπεριλαμβανομένων όλων των θυγατρικών και του σήματος), με εξαίρεση τα χρηματοπιστωτικά στοιχεία του παθητικού».

136    Δεύτερον, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, ο αποκλεισμός από την εισφορά των χρηματοπιστωτικών στοιχείων του παθητικού και της υποχρεώσεως επιστροφής των 41 εκατομμυρίων ευρώ παράνομης και ασυμβίβαστης με την εσωτερική αγορά ενισχύσεως δεν μπορεί να θέσει υπό αμφισβήτηση το συμπέρασμα ότι δεν τηρήθηκε το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2, καθόσον από την ως άνω σκέψη 118 προκύπτει ότι το γεγονός και μόνον ότι η πώληση δεν περιορίστηκε αποκλειστικά στα στοιχεία του ενεργητικού Sernam και ότι με αυτά συνενώθηκαν και τα περισσότερα στοιχεία του παθητικού, αρκούσε για να αποδειχθεί η παράβαση της διατάξεως αυτής. Επισημαίνεται συναφώς ότι κάποιες παραλλαγές στη διατύπωση της προσβαλλομένης αποφάσεως στις αιτιολογικές σκέψεις 114, 115 ή 116 της εν λόγω αποφάσεως, τις οποίες επισημαίνει η προσφεύγουσα, χαρακτηρίζονται από συνοχή και δεν θίγουν το κύρος της προσβαλλομένης αποφάσεως.

137    Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο ή περί τα πράγματα σε σχέση με το αντικείμενο της συναλλαγής, κρίνοντας, στην αιτιολογική σκέψη 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η μεταβίβαση των δραστηριοτήτων δεν αποτελούσε πώληση των στοιχείων του ενεργητικού, αλλά μεταβίβαση του συνόλου (ενεργητικού και παθητικού) της Sernam, με ορισμένες εξαιρέσεις.

138    Ως εκ τούτου, το τρίτο επιχείρημα πρέπει να απορριφθεί.

139    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι η πρώτη αιτίαση της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως με την οποία προβάλλεται ότι η Επιτροπή εσφαλμένως έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 108 έως 112 και 124 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι πραγματοποιήθηκε μεταβίβαση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού εντός του ομίλου και, στη συνέχεια, πώληση των μετοχών (share deal) της προς ην η μεταβίβαση θυγατρικής

140    Με διάφορα επιχειρήματα, τα οποία προβάλλονται και στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους (βλ. σκέψη 95 ανωτέρω), η προσφεύγουσα επιδιώκει να αποδείξει κατ’ ουσίαν ότι η διαίρεση από την Επιτροπή της πωλήσεως όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam σε δύο στάδια (την εισφορά της Sernam στη Sernam Xpress και, στη συνέχεια, τη μεταβίβαση των τίτλων της Sernam Xpress στη Financière Sernam) είναι τεχνητή και δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα της ενιαίας και αδιαίρετης πράξεως, η οποία πραγματοποιήθηκε σε ένα και μοναδικό χρονικό σημείο, σε ένα «instant de raisοn», και επιδιώκει τον ίδιο σκοπό, τη μεταβίβαση της κυριότητας όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam στη Financière Sernam. Η προσφεύγουσα επισημαίνει συναφώς ότι η μερική εισφορά στοιχείων του ενεργητικού η οποία ακολουθείται από μεταβίβαση των τίτλων της εταιρίας προς την οποία πραγματοποιήθηκε η εισφορά πληροί τις προϋποθέσεις της «πωλήσεως» κατά το γαλλικό δίκαιο.

141    Επισημαίνεται ότι τα επιχειρήματα αυτά προβάλλονται αλυσιτελώς, καθόσον από την εξέταση της πρώτης αιτιάσεως προκύπτει ότι, εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν η υλοποιηθείσα πράξη εξεταστεί ως ενιαία πράξη πωλήσεως, όπως επιθυμεί η προσφεύγουσα, το τελικό «αποτέλεσμα» των δύο αυτών σταδίων δεν αντιστοιχεί σε πώληση μόνον των στοιχείων του ενεργητικού και ότι το αντικείμενο της πωλήσεως δεν ήταν το προβλεπόμενο, όπως ορθώς επισήμανε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 103 και 113 έως 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

142    Εν πάση περιπτώσει, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε σφάλμα κατά την ανάλυσή της με το να θεωρήσει ότι οι δύο αυτές πράξεις δεν πληρούσαν τους όρους του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2, εξεταζόμενες είτε μεμονωμένα, στις αιτιολογικές σκέψεις 108 έως 112 της προσβαλλομένης αποφάσεως, είτε συνολικά, στις αιτιολογικές σκέψεις 113 έως 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

143    Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί αν το αποτέλεσμα των διάφορων πράξεων μεταβιβάσεως ήταν το αναμενόμενο, δηλαδή η πραγματική μεταβίβαση, το αργότερο στις 30 Ιουνίου 2005, όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam με την τιμή της αγοράς, σε εταιρία χωρίς νομικό δεσμό με την προσφεύγουσα, με διαφανή και ανοικτή διαδικασία. Από την ανάγνωση της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή ορθώς εκτίμησε τα στάδια της πωλήσεως από την άποψη τόσο των επιμέρους όσο και των συνολικών αποτελεσμάτων τους.

144    Συγκεκριμένα, από την εξέταση της πρώτης αιτιάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή ορθώς διαπίστωσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 109 και 110 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η λεγόμενη «“μερική εισφορά περιουσιακών στοιχείων” (στην πραγματικότητα στοιχείων ενεργητικού και παθητικού) […] δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως “πώληση περιουσιακών στοιχείων σε τρίτο”», ιδίως επειδή η τελευταία «δεν [αφορούσε] μόνο τα στοιχεία ενεργητικού, αλλά και το σύνολο του παθητικού, με εξαίρεση ορισμένες οφειλές της [Sernam] προς τη μητρική της εταιρία, την [προσφεύγουσα]» και ότι «επρόκειτο, συνεπώς, για μια μεταβίβαση του συνόλου (των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού) της [Sernam], και όχι μια πώληση μόνο των στοιχείων ενεργητικού», καθώς και ότι «η μεταβίβαση αυτή πραγματοποιήθηκε [υπέρ μιας] κατά 100 % [θυγατρικής, της Sernam Xpress], […] [και άρα], αυτή η εισφορά δεν πραγματοποιήθηκε σε μια τρίτη και ανεξάρτητη από την [προσφεύγουσα] επιχείρηση».

145    Ορθώς, επίσης, διαπίστωσε η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 108 και 111 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι μετοχές της Sernam Xpress είχαν πωληθεί στη Financière Sernam, γεγονός που αποτελούσε «share deal» ή πώληση μετοχών.

146    Πράγματι, επρόκειτο για πώληση μετοχών ή, ειδικότερα, εταιρικών μεριδίων της εταιρίας-προπετάσματος Sernam Xpress, στην οποία είχαν εισφερθεί προηγουμένως όλα τα στοιχεία του ενεργητικού της Sernam, καθώς και τα στοιχεία του παθητικού εκμεταλλεύσεως, δηλαδή το σύνολο σχεδόν της Sernam.

147    Επομένως, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε σφάλμα στην αιτιολογική σκέψη 111 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κρίνοντας ότι ούτε η εν λόγω πώληση μετοχών συνιστούσε πώληση περιουσιακών στοιχείων σε τρίτο.

148    Ως εκ τούτου, η Επιτροπή δεν υπέπεσε σε πλάνη περί τα πράγματα ούτε σε πλάνη περί το δίκαιο και ορθώς ανέλυσε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, τα οικονομικά αποτελέσματα του συνόλου και των συστατικών μερών της πράξεως, προκειμένου να διαπιστώσει αν είχαν τηρηθεί οι όροι συμβατού με την εσωτερική αγορά που τέθηκαν από το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2.

149    Κατόπιν των ανωτέρω, η δεύτερη αιτίαση πρέπει επίσης να απορριφθεί.

150    Κατά συνέπεια, το τρίτο σκέλος του τέταρτου λόγου πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τέταρτου σκέλους, που αφορά πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή καθόσον έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 117 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η μεταβίβαση δεν περιοριζόταν στα στοιχεία του ενεργητικού της Sernam, αλλά αφορούσε και 57 εκατομμύρια ευρώ καθαρά επιπλέον

151    Η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 117 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το καθαρό ποσό των 57 εκατομμυρίων ευρώ είχε προστεθεί στα στοιχεία του ενεργητικού της Sernam. Κατ’ αρχάς, υποστηρίζει ότι η Επιτροπή συγχέει στο σημείο αυτό το αντικείμενο της πωλήσεως (του ενεργητικού) και το τίμημα που καταβλήθηκε γι’ αυτό, καθώς και ότι αυτό το αρνητικό τίμημα των 57 εκατομμυρίων ευρώ καθαρών αποτελούσε τιμή της αγοράς, η οποία προέκυψε από ανοικτή, διαφανή, χωρίς αιρέσεις και επί ίσοις όροις διαδικασία υποβολής προσφορών, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται από πολλές ανεξάρτητες εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης. Κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, καθόσον γνώριζε ότι η Sernam παρουσίαζε ελλείμματα, έπρεπε να είχε διευκρινίσει στην απόφασή της Sernam 2 ότι απαγόρευε τη μεταβίβαση με αρνητικό τίμημα.

152    Στην αιτιολογική σκέψη 117 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε κατ’ ουσίαν ότι, μέσω των ανακεφαλαιοποιήσεων της Sernam και της Sernam Xpress, είχε προστεθεί στο ενεργητικό της Sernam καθαρό ποσό 57 εκατομμυρίων ευρώ και ότι μια τέτοια αύξηση του ενεργητικού δεν επιτρεπόταν από το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2.

153    Κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν συγχέει το αντικείμενο με το τίμημα της πωλήσεως. Το καθαρό ποσό των 57 εκατομμυρίων ευρώ, μέσω των διαδοχικών ανακεφαλαιοποιήσεων της Sernam και, στη συνέχεια, της Sernam Xpress, προστέθηκε πράγματι στο ενεργητικό της Sernam και, στη συνέχεια, της Sernam Xpress.

154    Κατά δεύτερον, από την εξέταση του τρίτου σκέλους προκύπτει ότι εσφαλμένως η προσφεύγουσα εκτιμά ότι η Επιτροπή έπρεπε να διευκρινίσει ότι δεν επιθυμούσε αρνητική τιμή, δεδομένων των ελλειμμάτων που παρουσίαζε η Sernam, στο μέτρο που η αρνητική τιμή προκύπτει από το γεγονός ότι δεν τηρήθηκε η υποχρέωση πωλήσεως μόνον του ενεργητικού της Sernam, χωρίς τα στοιχεία του παθητικού.

155    Πράγματι, η προσφεύγουσα, απαντώντας σε ερώτηση του Γενικού Δικαστηρίου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, παραδέχθηκε ότι, όταν ένα στοιχείο του ενεργητικού μεταβιβάζεται χωριστά, η αξία του μπορεί να είναι εξ ορισμού θετική ή μηδενική, όχι, όμως, και αρνητική.

156    Η Επιτροπή επισημαίνει συναφώς ότι, μετά το πέρας του πρώτου γύρου της διαδικασίας υποβολής προσφορών, είχε ζητηθεί από τους υποψηφίους μια αποτίμηση του ενεργητικού της Sernam «cash free, debt free», χωρίς, δηλαδή, να ληφθούν υπόψη τα ταμειακά διαθέσιμα και τα χρέη, η οποία είχε οδηγήσει σε προτάσεις σχετικά με το τίμημα που ήσαν όλες θετικές.

157    Το γεγονός αυτό δεν αμφισβητείται από την προσφεύγουσα, η οποία, ωστόσο, αντιτείνει ότι αυτές οι προκαταρκτικές και μη δεσμευτικές προσφορές δεν ήταν παρά η έκφραση μιας απλής τεχνικής αποτιμήσεως, ότι αυτό δεν σήμαινε επ’ ουδενί ότι η δραστηριότητα επρόκειτο να μεταβιβαστεί χωρίς χρέη και χωρίς ταμειακά διαθέσιμα, και ότι είχε ζητηθεί απλώς από τους υποψηφίους να αποτιμήσουν την αξία της επιχειρήσεως, ανεξαρτήτως του ύψους του χρέους και των ταμειακών διαθεσίμων της προς μεταβίβαση εταιρίας, προκειμένου να καταστεί δυνατή μια αντικειμενική σύγκριση μεταξύ των προσφορών που είχαν υποβληθεί.

158    Κατά συνέπεια, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, οι εν λόγω θετικές αποτιμήσεις «cash free, debt free» (χωρίς να λαμβάνονται υπόψη τα ταμειακά διαθέσιμα και τα χρέη) αποδεικνύουν ότι, αν η προσφεύγουσα είχε περιοριστεί στην πώληση του ενεργητικού χωρίς στοιχεία του παθητικού, η τιμή πωλήσεως θα ήταν είτε θετική είτε μηδενική, αλλά όχι αρνητική.

159    Επομένως, το τέταρτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πέμπτου σκέλους, που αφορά πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή, καθόσον έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 118 και 119 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η πώληση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam δεν είχε πραγματοποιηθεί με διαφανή και ανοικτή διαδικασία

160    Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, ισχυρίζεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλματα στις αιτιολογικές σκέψεις 118 και 119 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία προβάλλει κατ’ ουσίαν τέσσερις αιτιάσεις και η Γαλλική Δημοκρατία μία αιτίαση.

161    Προτού εξεταστούν οι εν λόγω αιτιάσεις, υπενθυμίζεται ότι οι αιτιολογικές σκέψεις 118 και 119 της προσβαλλομένης αποφάσεως έχουν ως εξής:

«Οι γαλλικές αρχές οργάνωσαν σε ένα πρώτο στάδιο μια διαφανή και ανοικτή διαδικασία. Όμως, στο τέλος αυτής της διαδικασίας, η [προσφεύγουσα] δεν έλαβε καμία δεσμευτική προσφορά.

Μετά την αποτυχία της διαφανούς και ανοικτής διαδικασίας, συνάφθηκε με τη Financière Sernam η σύμβαση που αφορά τις διάφορες πράξεις μεταβίβασης των δραστηριοτήτων της [Sernam]. Επειδή η Financière Sernam δεν είχε συμμετάσχει ως εταιρία και αυτόνομα στη διαφανή και ανοικτή διαδικασία, η μεταβίβαση των δραστηριοτήτων δεν πραγματοποιήθηκε τελικά με διαφανή και ανοικτή διαδικασία.»

 Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αφορά την εξ αρχής συμμετοχή της διοικήσεως στη διαδικασία υποβολής προσφορών

162    Η προσφεύγουσα και η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζουν κατ’ ουσίαν ότι η προσφορά της διοικήσεως της Sernam αποτελούσε την κατάληξη μιας ανοικτής και διαφανούς διαδικασίας, καθόσον η διοίκηση συμμετείχε εξ αρχής στη διαδικασία στο πλαίσιο της κοινοπραξίας που είχε συσταθεί με τον πέμπτο υποψήφιο και κατέθεσε χωριστή προσφορά, η οποία αρχικώς ήταν κοινή με εκείνη του πέμπτου υποψηφίου, μετά τη γνωστοποίηση από τον συνεταίρο της, στις 15 Ιουνίου 2005, της αδυναμίας του να υποβάλει εμπροθέσμως δεσμευτική προσφορά.

163    Κατ’ αρχάς, διαπιστώνεται ότι στη διαδικασία υποβολής προσφορών συμμετείχε εξ αρχής και υπέβαλε προκαταρκτική προσφορά η κοινοπραξία την οποία είχαν συστήσει ο πέμπτος υποψήφιος και η διοίκηση όχι όμως τα μέλη της κοινοπραξίας χωριστά.

164    Ειδικότερα, επισημαίνεται ότι αρχικώς είχε επιλεγεί στο σύνολό του το περιεχόμενο του σχεδίου που είχε υποβάλει η κοινοπραξία με επικεφαλής τον πέμπτο υποψήφιο έναντι του σχεδίου του τέταρτου υποψηφίου, μετά το πέρας του δεύτερου γύρου υποβολής προσφορών. Οι γαλλικές αρχές το δήλωσαν σαφώς στην απάντησή τους της 6ης Ιανουαρίου 2012 στις ερωτήσεις της Επιτροπής:

«[Ό]σον αφορά την πρόταση [του πέμπτου υποψηφίου], αυτή στηριζόταν σε πολλές σημαντικές αρχές, ήτοι, μεταξύ άλλων την κάλυψη από την [προσφεύγουσα] των αναγκών της Sernam σε ταμειακά διαθέσιμα, οι οποίες αποτιμώνται από [τον πέμπτο υποψήφιο] σε [ένα σημαντικό ποσό], τη μη ανάληψη των χρηματοπιστωτικών χρεών της Sernam ([…] ευρώ, τα οποία, προστιθέμενα στην κάλυψη [του σημαντικού ποσού] των αναγκών σε ταμειακά διαθέσιμα, κατέληγαν σε αρνητική τιμή -56,4 εκατομμυρίων ευρώ) και συνεργασία, ως προς την κάλυψη του κεφαλαίου, με τη διοίκηση της Sernam.

Οι προοπτικές υποβολής αιτήσεως προηγούμενης ανακεφαλαιοποιήσεως εκ μέρους [του πέμπτου υποψηφίου] ήταν λιγότερες από τις προβλέψιμες σε μια διαπραγμάτευση με [τον τέταρτο υποψήφιο]. Συγκεκριμένα, [ο τέταρτος υποψήφιος] είχε ήδη αναφερθεί εμμέσως στην ανάγκη προηγούμενης ανακεφαλαιοποιήσεως της Sernam από την [προσφεύγουσα] ύψους [μεγαλύτερου από το ποσό που πρότεινε ο πέμπτος υποψήφιος], η οποία, προστιθέμενη στην ανάληψη των χρηματοπιστωτικών χρεών, θα οδηγούσε σε αρνητική τιμή -65,2 εκατομμυρίων ευρώ.

Κατά συνέπεια, η [προσφεύγουσα] έλαβε την απόφαση να συνεχίσει τις συζητήσεις μόνον με [τον πέμπτο υποψήφιο] και τη διοίκηση της Sernam.»

165    Δεύτερον, διαπιστώνεται ότι η δεσμευτική προσφορά της διοικήσεως απείχε πολύ από την προσφορά που υπέβαλε κατά τον δεύτερο γύρο η κοινοπραξία με επικεφαλής τον πέμπτο υποψήφιο και ήταν πολύ δυσμενέστερη για τον πωλητή.

166    Από την απάντηση των γαλλικών αρχών, που παρατίθεται στη σκέψη 164 ανωτέρω, καθώς και από τις επιστολές της κοινοπραξίας της 29ης Μαρτίου και της 7ης Απριλίου 2005 (στην επιστολή της 7ης Απριλίου επαναλαμβάνονται οι βασικοί όροι της προσφοράς της 29ης Μαρτίου και ενσωματώνονται τροποποιήσεις που είχαν συζητηθεί από την υποβολή της και μετά), προκύπτει ότι η προσφορά της κοινοπραξίας κατά τον δεύτερο γύρο αποτιμούσε σε ένα σημαντικό, τη δεδομένη χρονική στιγμή, ποσό τις ανάγκες ανακεφαλαιοποιήσεως από την προσφεύγουσα, ενώ η διοίκηση τις αποτίμησε τελικά σε ένα πολύ μεγαλύτερο ποσό, δηλαδή σε 59 εκατομμύρια ευρώ (ή 57 εκατομμύρια ευρώ καθαρά) με την τελική της προσφορά. Όπως επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, αυτό ακριβώς το μεγάλο ποσό της προσφοράς στον δεύτερο γύρο της κοινοπραξίας με επικεφαλής τον πέμπτο υποψήφιο και το πολύ μεγαλύτερο ποσό των 57 εκατομμυρίων ευρώ που περιεχόταν στη δεσμευτική προσφορά της διοικήσεως είναι που πρέπει να συγκριθούν, καθώς τα δύο αυτά ποσά αντιστοιχούν στις εκτιμώμενες ανάγκες ανακεφαλαιοποιήσεως της προς πώληση εταιρίας από την προσφεύγουσα. Σε αυτές τις ανάγκες σε ταμειακά διαθέσιμα προστέθηκε στη συνέχεια η παραίτηση από τις αξιώσεις οι οποίες υπολογίζονται σε ποσά σχετικώς παρόμοια τόσο στην προσφορά της κοινοπραξίας κατά τον δεύτερο γύρο όσο και στη δεσμευτική προσφορά της διοικήσεως.

167    Κατά συνέπεια, η αρνητική προσφορά της κοινοπραξίας στον δεύτερο γύρο ανερχόταν, τον Απρίλιο του 2005, (χωρίς καν να ληφθεί υπόψη η σημαντική εισφορά κεφαλαίου στην οποία ήταν διατεθειμένος να προβεί ο πέμπτος υποψήφιος μέσω συμμετοχής σε αύξηση κεφαλαίου), κατ’ ανώτατο όριο σε περίπου -56,4 εκατομμύρια ευρώ («συνολική» προσφορά, η οποία περιλάμβανε την ανακεφαλαιοποίηση και την παραίτηση της προσφεύγουσας από τις χρηματοοικονομικές αξιώσεις), ενώ η προσφορά της διοικήσεως ανερχόταν σε περίπου ‑95,5 εκατομμύρια ευρώ και περιλάμβανε τα ίδια ποσά (δηλαδή τα 57 εκατομμύρια ευρώ καθαρά της ανακεφαλαιοποιήσεως συν τα 38,5 εκατομμύρια ευρώ από την παραίτηση της προσφεύγουσας από τις χρηματοοικονομικές αξιώσεις).

168    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ορθώς η Επιτροπή δεν θεώρησε ισοδύναμες από άποψη αξιοπιστίας και ασφάλειας την προσφορά ενός χρηματοοικονομικού επενδυτή, του πέμπτου υποψηφίου, ο οποίος, επιπλέον, ήταν διατεθειμένος να εισφέρει σημαντικό ποσό στο κεφάλαιο της Sernam, και εκείνη των 84 διευθυντικών στελεχών τα οποία χρηματοδοτούσαν ένα μικρό ποσό, ήτοι 2 εκατομμύρια ευρώ του τιμήματος, μέσω ιδίων πόρων.

169    Τρίτον, η προσφεύγουσα και η Γαλλική Δημοκρατία επισημαίνουν ότι ο διαφανής και ανοικτός χαρακτήρας μιας διαδικασίας εξακολουθεί να απαιτείται και μετά την τελική επιλογή του υποψηφίου με την καλύτερη προσφορά και τον εξ ορισμού αποκλεισμό των λοιπών και ότι οι συζητήσεις συνεχίζονται με τον «τελευταίο ενδιαφερόμενο».

170    Αφενός, ο «τελευταίος ενδιαφερόμενος» της διαφανούς και ανοικτής διαδικασίας υποβολής προσφορών ήταν ο τέταρτος υποψήφιος. Πράγματι, από τη σκέψη 164, ανωτέρω, προκύπτει ότι η οριστική προσφορά της διοικήσεως, δηλαδή αυτή των ‑95,5 εκατομμυρίων ευρώ, ήταν επίσης λιγότερο ενδιαφέρουσα για τον πωλητή από την προκαταρκτική προσφορά του τέταρτου υποψηφίου στον δεύτερο γύρο, ήτοι μια αρνητική τιμή ‑65,2 εκατομμυρίων ευρώ με το ίδιο περιεχόμενο (ανακεφαλαιοποίηση και παραίτηση της προσφεύγουσας από αξιώσεις). Όπως, όμως, επισημαίνει η Επιτροπή στα έγγραφά της, μετά την απόσυρση του πέμπτου υποψηφίου, έπρεπε πλέον η προσφεύγουσα να στραφεί στον τέταρτο υποψήφιο, ο οποίος συμμετείχε εξ αρχής στη διαδικασία και είχε επίσης εκδηλώσει το ενδιαφέρον του μετά το πέρας του δεύτερου γύρου.

171    Αφετέρου, η προσφορά της διοικήσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως προσφορά του «τελευταίου ενδιαφερομένου», καθόσον αυτή δεν συμμετείχε αυτοτελώς στη διαφανή και ανοικτή διαδικασία.

172    Τέταρτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν είναι λυσιτελής η σύγκριση της δεσμευτικής προσφοράς της διοικήσεως με τη μη δεσμευτική προσφορά της κοινοπραξίας στην οποία αυτή συμμετείχε, καθώς μόνον η δεσμευτική προσφορά είναι έγκυρη, έστω και αν δεν είναι η καλύτερη.

173    Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί, καθόσον το ζήτημα που τίθεται εν προκειμένω είναι αν η δεσμευτική προσφορά της διοικήσεως προέκυψε από τη διαδικασία υποβολής προσφορών, γεγονός που επιβάλλει κατ’ ανάγκην την εξέταση των μη δεσμευτικών προσφορών που κατατέθηκαν κατά τη διαδικασία υποβολής προσφορών.

174    Ως εκ τούτου, το επιχείρημα με το οποίο επιδιώκεται να αποδειχθεί ότι η διοίκηση συμμετείχε εξ αρχής στη διαδικασία υποβολής προσφορών πρέπει να απορριφθεί, στο μέτρο που αυτή δεν συμμετείχε αυτοτελώς ούτε υπέβαλε χωριστά την προσφορά που είχε υποβάλει αρχικώς από κοινού με τον πέμπτο υποψήφιο. Επομένως, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η προσφορά της προέκυψε από διαφανή και ανοικτή διαδικασία.

175    Κατά συνέπεια, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που στηρίζεται στην εγκυρότητα της προσφοράς της Financière Sernam, μολονότι η τελευταία δεν είχε ακόμη συσταθεί κατά τον χρόνο υποβολής της προσφοράς της διοικήσεως

176    Η προσφεύγουσα διευκρινίζει, αφενός, ότι η σύσταση μιας εταιρίας μετά την αποδοχή της προσφοράς αποτελεί συνήθη πρακτική στους διαγωνισμούς και, αφετέρου, ότι τα φυσικά πρόσωπα που αποτελούν τη διοίκηση είχαν δική τους νομική προσωπικότητα, η οποία αρκούσε για την υποβολή προσφοράς.

177    Τα εν λόγω επιχειρήματα προβάλλονται αλυσιτελώς, καθόσον από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή προσήψε στη Financière Sernam έλλειψη νομικής προσωπικότητας κατά τη διαδικασία υποβολής προσφορών, αλλά ότι η προσφορά της διοικήσεως και, κατά συνέπεια, της Financière Sernam, δεν προέκυψε από διαφανή και ανοικτή διαδικασία υποβολής προσφορών.

178    Επομένως, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της τρίτης αιτιάσεως, που στηρίζεται στο γεγονός ότι όλοι οι υποψήφιοι είχαν την ευκαιρία να υποβάλουν προσφορά, είχαν την ίδια μεταχείριση και τις ίδιες δυνατότητες πληροφορήσεως και υπέκειντο στις ίδιες προθεσμίες

179    Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, ισχυρίζεται ότι από την πρακτική της Επιτροπής κατά τη λήψη των αποφάσεων και τη νομολογία προκύπτει ότι ο ανοικτός και διαφανής χαρακτήρας μιας διαδικασίας υποβολής προσφορών προϋποθέτει ότι όλοι όσοι ενδέχεται να ενδιαφέρονται έχουν την ευκαιρία να υποβάλουν προσφορά και διαθέτουν προς τούτο τις ίδιες δυνατότητες πληροφορήσεως και τις ίδιες προθεσμίες, πράγμα το οποίο ίσχυε στη συγκεκριμένη περίπτωση.

180    Το επιχείρημα αυτό περί ίσης μεταχειρίσεως των συμμετεχόντων πρέπει να απορριφθεί, καθόσον η προσφορά της διοικήσεως δεν αποτελούσε μέρος της εν λόγω διαδικασίας υποβολής προσφορών.

181    Ως εκ τούτου, η τρίτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της τέταρτης αιτιάσεως, που στηρίζεται στο ότι, κατά τη νομολογία, το γεγονός ότι της πωλήσεως στοιχείων του ενεργητικού προηγήθηκαν άκαρπες προσπάθειες με άλλη εταιρία, όπως στην επίδικη υπόθεση, συνιστά «στοιχείο που αποδεικνύει ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν αρκούντως ανοικτή και διαφανής»

182    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι στις αποφάσεις SMI, σκέψη 52 ανωτέρω (EU:C:2004:238), και CDA, σκέψη 52 ανωτέρω (EU:T:2005:364), το γεγονός ότι της πωλήσεως στοιχείων του ενεργητικού προηγήθηκαν άκαρπες προσπάθειες με άλλη εταιρία αποτελούσε «στοιχείο που [αποδείκνυε] ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν αρκούντως ανοικτή και διαφανής» (αποφάσεις SMI, σκέψη 52 ανωτέρω, EU:C:2004:238, σκέψη 95, και CDA, σκέψη 52 ανωτέρω, EU:T:2005:364, σκέψη 110). Κατά την προσφεύγουσα, αυτό ισχύει και στην επίδικη υπόθεση, δεδομένου ότι, πριν την πώληση στη διοίκηση, είχαν καταβληθεί άκαρπες προσπάθειες για την πώληση της εταιρίας στην κοινοπραξία που είχε συσταθεί με τον πέμπτο υποψήφιο.

183    Επισημαίνεται ότι, καίτοι σε ορισμένες περιπτώσεις τέτοιες περιστάσεις μπορούν να αποτελέσουν ένδειξη ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν αρκούντως ανοικτή και διαφανής, δεν αποτελούν, ωστόσο, και επαρκή απόδειξη. Στην επίδικη υπόθεση, η Επιτροπή δεν μπορούσε να αρκεστεί στην ενδεχόμενη ύπαρξη τέτοιας ενδείξεως προκειμένου να διαπιστώσει αν τηρήθηκε ο όρος της διαφανούς και ανοικτής διαδικασίας που επιβάλλεται ρητώς από το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2. Από την εξέταση, δε, της πρώτης αιτιάσεως, στις ως 162 έως 175 ανωτέρω, προκύπτει ότι ο όρος αυτός δεν τηρήθηκε.

184    Ως εκ τούτου, η τέταρτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της αιτιάσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας με την οποία προβάλλεται ότι οι υποβληθείσες εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης επιβεβαίωσαν ότι το αρνητικό τίμημα των 57 εκατομμυρίων ευρώ συνιστούσε τιμή της αγοράς

185    Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το αρνητικό τίμημα των 57 εκατομμυρίων ευρώ επιβεβαιώθηκε από τις υποβληθείσες εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης, την αξία των οποίων αναγνωρίζει η νομολογία για την εκτίμηση του αν μια πώληση πραγματοποιήθηκε υπό τους συνήθεις όρους της αγοράς.

186    Η αιτίαση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελής, καθόσον εν προκειμένω ερευνάται η τήρηση του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2, κατά το μέρος που απαιτεί διαφανή και ανοικτή διαδικασία, και όχι η επιβεβαίωση της τιμής από μια έκθεση πραγματογνωμοσύνης.

187    Κατόπιν των ανωτέρω, το πέμπτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του έκτου σκέλους, το οποίο αφορά πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή καθόσον έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 121 έως 123 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν τηρήθηκε ο σκοπός της πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού

188    Η προσφεύγουσα προβάλλει κατ’ ουσίαν δύο αιτιάσεις. Με την πρώτη αιτίασή της, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι ο σκοπός του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2 τηρήθηκε, δεδομένου ότι η δραστηριότητα της Sernam διακόπηκε. Με τη δεύτερη αιτίασή της, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η έννοια της πωλήσεως όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού επέτρεπε στην πραγματικότητα τη συνέχιση της δραστηριότητας.

 Επί της πρώτης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται ότι ο σκοπός του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2 τηρήθηκε, δεδομένου ότι η οικονομική δραστηριότητα της Sernam διακόπηκε

189    Από τις αιτιολογικές σκέψεις 121 και 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή θεώρησε ότι ο σκοπός της πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού, όπως προβλέπεται από την αιτιολογική σκέψη 217 της αποφάσεως Sernam 2, ήταν να ελευθερωθούν τα μερίδια στην αγορά και τα στοιχεία του ενεργητικού της Sernam, προκειμένου να μπορέσει ένας τρίτος να χρησιμοποιήσει αυτά τα στοιχεία ενεργητικού, και ότι, κατά συνέπεια, η πώληση των στοιχείων του ενεργητικού σκοπούσε στη διακοπή της οικονομικής δραστηριότητας της Sernam. Στην αιτιολογική σκέψη 123 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι, εν προκειμένω, η Sernam είχε αγοραστεί στο σύνολό της από τα στελέχη της, τα οποία συγκεντρώθηκαν στη μετέπειτα Financière Sernam, και ότι υπήρξε απόλυτη οικονομική συνέχεια. Επιπλέον, η Επιτροπή έκρινε ότι η επιχείρηση είχε απαλλαγεί από ένα σημαντικό μέρος του χρέους της και είχε εισπράξει νέα κεφάλαια ύψους 59 εκατομμυρίων ευρώ, εκ των οποίων τα 57 εξακολουθούσαν να βαρύνουν την προσφεύγουσα. Η Επιτροπή συνήγαγε, ως εκ τούτου, το συμπέρασμα ότι, εκτός από το γεγονός ότι η διενεργηθείσα πράξη δεν είχε τηρήσει τους όρους του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2, δεν επέτρεπε ούτε την επίτευξη των στόχων που επιδίωκε η εν λόγω απόφαση, αλλ’ είχε, αντιθέτως, ως αποτέλεσμα μια ενίσχυση της οικονομικής οντότητας η οποία μπορούσε να επιδεινώσει τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού τις οποίες ακριβώς επιδίωκαν να μετριάσουν τα μέτρα που είχαν επιβληθεί με την απόφαση Sernam 2.

190    Προτού εξεταστούν κατωτέρω, στις σκέψεις 196 έως 211, τα διάφορα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, το Γενικό Δικαστήριο θεωρεί ότι πρέπει να προσδιοριστεί ο σκοπός του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2, υπό το πρίσμα των λόγων που το υπαγόρευσαν.

191    Από τις αιτιολογικές σκέψεις 200 και 208 έως 211 της αποφάσεως Sernam 2, οι οποίες εντάσσονται στο τμήμα υπό τον τίτλο «Πρόληψη των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού — ειδικά αντισταθμιστικά μέτρα», προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε κατ’ αρχάς ότι έπρεπε να ληφθούν μέτρα για να μετριασθούν κατά το δυνατόν οι δυσμενείς για τους ανταγωνιστές συνέπειες της ενισχύσεως των 503 εκατομμυρίων ευρώ που είχε χορηγηθεί στη Sernam, ότι ο αναγκαστικός περιορισμός ή μετριασμός της παρουσίας στην ή στις δεδομένες αγορές όπου δραστηριοποιείται η επιχείρηση αποτελούσε αντιστάθμισμα για τους ανταγωνιστές και ότι τα αντισταθμιστικά μέτρα μπορούσαν να λάβουν διάφορες μορφές, ανάλογα με το κατά πόσον η επιχείρηση δραστηριοποιείται σε αγορά με διαρθρωτική υπερεπάρκεια δυναμικού. Επιπλέον, λαμβανομένης υπόψη της διαπιστώσεως, στην ίδια απόφαση, της καταχρηστικής εφαρμογής της ενισχύσεως, καθώς και της παρατάσεως του σχεδίου αναδιαρθρώσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι η Sernam έπρεπε να προσφέρει ειδικό αντισταθμιστικό μέτρο, αποσυρόμενη μόνιμα από τμήματα της αγοράς που ουσιαστικά είχαν διαρθρωτική υπερεπάρκεια δυναμικού, έτσι ώστε να μπορεί να δικαιολογηθεί η έγκριση μέρους της συγκεκριμένης ενισχύσεως. Η Επιτροπή επισήμανε ότι η χορήγηση κρατικών ενισχύσεων σε αγορές με διαρθρωτική υπερεπάρκεια δυναμικού ή ακόμη και σε παρακμή θα είχε ως συνέπεια να επιτραπεί σε μια επιχείρηση, η οποία θα όφειλε να παύσει τις δραστηριότητές της λόγω δεδηλωμένων δυσχερειών, να κατέχει με τεχνητό τρόπο άκρως εριζόμενα μερίδια της αγοράς σε βάρος οικονομικά υγιών ανταγωνιστικών επιχειρήσεων.

192    Οι λόγοι αυτοί δικαιολογούν τους όρους που επιβλήθηκαν με το άρθρο 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως Sernam 2, δηλαδή την ανάληψη των δραστηριοτήτων οδικών μεταφορών της Sernam από άλλες επιχειρήσεις και τη στροφή των δραστηριοτήτων της Sernam προς τις σιδηροδρομικές μεταφορές, σκοπός των οποίων ήταν να εξαλείψουν την παρουσία της Sernam στην αγορά με διαρθρωτική υπερεπάρκεια δυναμικού, προκειμένου να αποτραπεί κάθε στρέβλωση του ανταγωνισμού συνδεόμενη με τη χορήγηση της ενισχύσεως αναδιαρθρώσεως ύψους 503 εκατομμυρίων ευρώ.

193    Από την αιτιολογική σκέψη 217 της αποφάσεως Sernam 2, η οποία εντάσσεται ομοίως στο τμήμα που αφορά την πρόληψη των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού όπως και οι προπαρατεθείσες αιτιολογικές σκέψεις 200, 208 έως 211, προκύπτει ότι, αν η Sernam πωλούσε «όλα μαζί» τα στοιχεία του ενεργητικού της, οι δύο προαναφερθέντες όροι, οι οποίοι αφορούν την αναδιάρθρωση της εταιρίας, «δεν θα [ίσχυαν], διότι η Sernam δεν θα [λειτουργούσε] πλέον με τη σημερινή νομική μορφή της και θα [είχε] ελευθερώσει τα μερίδιά της στην αγορά προς όφελος του ανεξάρτητου αγοραστή (ο οποίος θα [μπορούσε] εκ των πραγμάτων να συνεχίσει τις δραστηριότητές του με τα στοιχεία ενεργητικού της Sernam)».

194    Όπως υπενθύμισε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι δύο παράγραφοι του άρθρου 3 της αποφάσεως Sernam 2, οι οποίες είναι ρητώς εναλλακτικές, έθεταν όρους για την ενίσχυση αναδιαρθρώσεως των 503 εκατομμυρίων ευρώ και επιδίωκαν τον ίδιο σκοπό προλήψεως των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού που θα προκαλούσε η εν λόγω ενίσχυση. Το γεγονός ότι, σε περίπτωση πωλήσεως όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού, δεν θα χρειαζόταν πλέον να επιβληθεί η απόσυρση από τον τομέα οδικών μεταφορών με διαρθρωτική υπερεπάρκεια δυναμικού εξηγείται μόνον από το γεγονός ότι, σε περίπτωση πωλήσεως όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam στην τιμή της αγοράς σε εταιρία που δεν θα είχε νομικό δεσμό με την προσφεύγουσα, με διαφανή και ανοικτή διαδικασία, η Sernam θα εξαφανιζόταν οικονομικά από την αγορά και μαζί της θα εξέλιπε και η στρέβλωση του ανταγωνισμού που συνδέεται με την ενίσχυση στην αναδιάρθρωση της Sernam. Κατά συνέπεια, «η ελευθέρωση των μεριδίων της στην αγορά προς όφελος του ανεξάρτητου αγοραστή», όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 217 της αποφάσεως Sernam 2, πρέπει να εξεταστεί ως ενέργεια που θέτει τέλος στη στρέβλωση του ανταγωνισμού, δηλαδή στην επιδοτούμενη δραστηριότητα της Sernam.

195    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ορθώς η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 122 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι σκοπός της πωλήσεως όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam ήταν η διακοπή της οικονομικής δραστηριότητας της Sernam.

196    Κατά πρώτον, η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, ισχυρίζεται ότι η δραστηριότητα της Sernam διακόπηκε, καθόσον τα στοιχεία του ενεργητικού της μεταβιβάστηκαν όλα μαζί ταυτοχρόνως στον ίδιο αγοραστή και ότι η Sernam δεν αγοράστηκε στο σύνολό της, όπως η ίδια απέδειξε στο πλαίσιο του τρίτου σκέλους.

197    Ωστόσο, από την εξέταση του τρίτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως (βλ. σκέψεις 134 έως 137 ανωτέρω) προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν περιορίστηκε να μεταβιβάσει όλα μαζί τα στοιχεία του ενεργητικού της στον ίδιο αγοραστή, αλλά μεταβίβασε και το σύνολο σχεδόν των στοιχείων του παθητικού της, κατά παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2. Όσον αφορά το επιχείρημα ότι δεν μεταβίβασε, πάντως, ακριβώς το σύνολο της Sernam, αυτό απορρίφθηκε ήδη ανωτέρω, στις σκέψεις 136 έως 137.

198    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Sernam δεν ξαναλειτούργησε με τη νομική μορφή που είχε πριν από τη μεταβίβαση, καθόσον οι δραστηριότητές της συνεχίστηκαν από τη Financière Sernam χάρη στα μεταβιβασθέντα στοιχεία του ενεργητικού.

199    Ωστόσο, από τον σκοπό της επιβληθείσας με την απόφαση Sernam 2 πωλήσεως όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού, ο οποίος συνίστατο στην οικονομική εξαφάνιση από την αγορά μιας εταιρίας που παρουσιάζει ελλείμματα, προκύπτει ότι μόνη η αλλαγή επωνυμίας της Sernam δεν αρκεί για να διαπιστωθεί η πραγματική διακοπή της οικονομικής της δραστηριότητας.

200    Τρίτον, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι δεν είχε κανέναν νομικό δεσμό με τη διοίκηση και, ως εκ τούτου, με τη Financière Sernam και ότι, συνεπώς, η ανάληψη της Sernam από τη διοίκησή της δεν αποτελεί ένδειξη οικονομικής συνέχειας.

201    Στο μέτρο που το στοιχείο αυτό περιελήφθη στην αιτιολογική σκέψη 123 της προσβαλλομένης αποφάσεως ως εκ περισσού και μόνον σε σχέση με την εξ ολοκλήρου αγορά της Sernam, τα επιχειρήματα αυτά προβάλλονται αλυσιτελώς.

202    Εν πάση περιπτώσει, επισημαίνεται ότι, στις 30 Ιουνίου 2005, τα διευθυντικά στελέχη της Sernam που υπέβαλαν την προσφορά δεν είχαν ακόμη παραιτηθεί από τα καθήκοντα του προέδρου-γενικού διευθυντή και του αναπληρωτή γενικού διευθυντή της Sernam (το άρθρο 4 του πρωτοκόλλου συμφωνίας της 21ης Ιουλίου 2005 διευκρίνιζε ότι θα παραιτούνταν κατά την ημερομηνία υλοποιήσεως της μεταβιβάσεως) και εξακολουθούσαν, επομένως, να ανήκουν στον όμιλο της προσφεύγουσας.

203    Τέταρτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι τα μερίδια της Sernam στην αγορά ελευθερώθηκαν προς όφελος της Financière Sernam, η οποία μπορούσε να συνεχίσει τη δραστηριότητα με τα στοιχεία του ενεργητικού της Sernam.

204    Εντούτοις, από τον φάκελο προκύπτει ότι ο σκοπός της συναλλαγής στην οποία προέβη η προσφεύγουσα ήταν να μεταβιβαστεί η Sernam στο σύνολό της, προκειμένου να διατηρηθεί σε λειτουργία και να αναδιαρθρωθεί, σε αντίθεση με τον σκοπό της διακοπής της οικονομικής δραστηριότητάς της και της ελευθερώσεως των μεριδίων της στην αγορά προς όφελος του αγοραστή των στοιχείων του ενεργητικού της.

205    Πρώτον, επισημαίνεται ότι στην πρόσκληση της προσφεύγουσας της 29ης Νοεμβρίου 2004 για την υποβολή προσφορών αναφερόταν ότι η προσφεύγουσα είχε κινήσει τη διαδικασία επιλογής αγοραστή ικανού «να εξασφαλίσει την εξακολούθηση των δραστηριοτήτων της Sernam» και ότι η προσφεύγουσα έδινε ιδιαίτερη σημασία «στην εξακολούθηση των δραστηριοτήτων της Sernam [και] στην προστασία των θέσεων εργασίας». Ομοίως, στην έκθεση της τράπεζας X προς την επιτροπή συμμετοχών και μεταβιβάσεων, της 21ης Ιουλίου 2005, αναφερόταν ότι «[η] σχεδιαζόμενη πράξη [συνίστατο στην] εξαγορά της εταιρίας» και «του ομίλου Sernam».

206    Δεύτερον, η σύμφωνη γνώμη 2005-AC 2, της 22ας Ιουλίου 2005, της ως άνω επιτροπής συμμετοχών και μεταβιβάσεων επισήμαινε ότι «οι πόροι που τέθηκαν στη διάθεση της νέας εταιρίας [προορίζονταν] για τη χρηματοδότηση των αναγκών που συνδέονταν με την αναδιάρθρωσή της, η οποία θα καθιστούσε δυνατή την επιστροφή σε μια ισόρροπη εκμετάλλευση» και ότι «η νέα Sernam [θα διέθετε] ακριβώς τα μέσα που θα επέτρεπαν στην επιχείρηση, η οποία θα ήταν εντελώς ανεξάρτητη από την [προσφεύγουσα], να αντεπεξέλθει στις πρώτες οικονομικές χρήσεις που [παρέμεναν] δύσκολες, προκειμένου να επανέλθει, μόνη ή με τη βοήθεια επενδυτών, σε κατάσταση κανονικής εκμεταλλεύσεως».

207    Τρίτον, από το σύνολο του φακέλου, και ιδίως από την έκθεση της τράπεζας Χ και από την δεσμευτική προσφορά εξαγοράς που υπέβαλε η διοίκηση, προκύπτει ότι δύο βασικά στοιχεία για τον προσδιορισμό του ύψους της προσφοράς εξαγοράς ήταν η ανάγκη της εταιρίας σε ταμειακά διαθέσιμα, προκειμένου να χρηματοδοτήσει το σχέδιό της ανακάμψεως, και η αναγκαία ανακεφαλαιοποίηση, λαμβανομένων υπόψη των αναμενόμενων απωλειών κατά την περίοδο 2005‑2008, καθώς και ότι η αρνητική τιμή των 59 εκατομμυρίων ευρώ κάλυπτε τελικώς ένα ιδιαίτερα σημαντικό μέρος των χρηματοδοτικών αναγκών που συνδέονταν με την αναδιάρθρωση της Sernam και ένα μέτριο μέρος των αναγκών χρηματοδοτήσεως των δαπανών εφαρμογής των μειώσεων προσωπικού που προβλέπονταν από το επιχειρηματικό σχέδιο, που υπερέβαινε τα ποσά που έπρεπε να καταβληθούν για τον λόγο αυτόν κατ’ εφαρμογήν του νόμου και της εφαρμοστέας συλλογικής συμβάσεως. Στην έκθεση της τράπεζας X διευκρινίζεται συναφώς ότι «η πρόταση της διοικήσεως […] συνοδεύεται εν προκειμένω από ανακεφαλαιοποίηση, η οποία κρίνεται απαραίτητη από τη διοίκηση προκειμένου να εφαρμόσει το σχέδιό της ανακάμψεως και να υποβάλει στη βάση της απαραίτητης εμπιστοσύνης τη δεσμευτική προσφορά της εξαγοράς των 59 [εκατομμυρίων ευρώ]».

208    Τέταρτον, από την εξέταση των ανωτέρω τρίτου και τέταρτου σκέλους προκύπτει ότι ορθώς η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 123 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, επιπλέον, η επιχείρηση απαλλάχθηκε από ένα σημαντικό μέρος του χρέους της (στην πραγματικότητα, τα χρηματοπιστωτικά της χρέη δεν περιέχονταν στην εισφορά) και εισέπραξε νέα κεφάλαια ύψους 59 εκατομμυρίων ευρώ, εκ των οποίων τα 57 εξακολουθούσαν να βαρύνουν την προσφεύγουσα.

209    Πέμπτον, πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η απόφαση Sernam 2 προέβλεπε ότι, σε περίπτωση διατηρήσεως της Sernam στην αγορά, είτε εντός του ομίλου της προσφεύγουσας είτε μέσω της πωλήσεως του συνόλου (ενεργητικού και παθητικού) της Sernam, έπρεπε να εφαρμοστούν οι όροι του άρθρου 3, παράγραφος 1, και ότι, στην περίπτωση αυτή, η Sernam έπρεπε να αποσυρθεί από την αγορά με διαρθρωτική υπερεπάρκεια δυναμικού των οδικών μεταφορών. Διαπιστώνεται, ωστόσο, ότι η προσφεύγουσα δεν υποστηρίζει ότι εφαρμόστηκαν οι όροι του άρθρου 3, παράγραφος 1, καίτοι αυτή προέβη στην πώληση του συνόλου σχεδόν της Sernam.

210    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι εσφαλμένως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η οικονομική δραστηριότητα της Sernam διακόπηκε, δεδομένου ότι, στην πραγματικότητα, η Sernam μεταβιβάστηκε σχεδόν στο σύνολο της (ενεργητικό και παθητικό) και συνέχισε τη δραστηριότητά της στην αγορά, έχοντας μεγάλη ανάγκη για ανακεφαλαιοποίηση προκειμένου να χρηματοδοτήσει ένα νέο σχέδιο ανακάμψεως· προκύπτει επίσης ότι η πράξη που επελέγη δεν επέτρεπε την επίτευξη των σκοπών τους οποίους επιδίωκε η απόφαση Sernam 2, δηλαδή την πρόληψη των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού που συνδέονται με την παροχή ενισχύσεως αναδιαρθρώσεως, όπως αυτή εγκρίθηκε από την απόφαση Sernam 2, αλλ’, αντιθέτως, οδηγούσε στην επιδείνωση των στρεβλώσεων αυτών, καθώς ενίσχυσε περαιτέρω την αποδέκτρια της εν λόγω ενισχύσεως εταιρία, ιδίως στις αγορές με διαρθρωτική υπερεπάρκεια δυναμικού.

211    Ως εκ τούτου, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται ότι η έννοια της πωλήσεως όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού επέτρεπε στην πραγματικότητα τη συνέχιση της δραστηριότητας της Sernam

212    Η προσφεύγουσα φρονεί κατ’ ουσίαν ότι, αν η πρόθεση της Επιτροπής με την απόφαση Sernam 2 ήταν η διάλυση της Sernam, η Επιτροπή θα έπρεπε να είχε προβλέψει άλλη πράξη και όχι την πώληση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού η οποία, στην πραγματικότητα, είναι συμφυής, τόσο από νομική όσο και από οικονομική άποψη, με τη συνέχιση της δραστηριότητας της Sernam. Κατά συνέπεια, η Επιτροπή δεν μπορεί να επικρίνει την κατά κάποιο τρόπο συνέχιση της οικονομικής δραστηριότητας μεταξύ της Sernam και της Financière Sernam.

213    Καταρχάς υπενθυμίζεται ότι, αν υποτεθεί ότι η προσφεύγουσα επιδιώκει με την επιχειρηματολογία αυτή να θέσει υπό αμφισβήτηση τη διατύπωση και τη σκοπιμότητα του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2, τα επιχειρήματά της πρέπει να απορριφθούν, στο μέτρο που η απόφαση Sernam 2, καθόσον δεν προσβλήθηκε, έχει καταστεί αμετάκλητη. Η εξέταση της νομιμότητάς της δεν είναι, επομένως, δυνατή στο πλαίσιο της κρινόμενης προσφυγής. Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα περί σφαλμάτων στη διατύπωση της αποφάσεως Sernam 2 είναι απαράδεκτα.

214    Αν τα εν λόγω επιχειρήματα έχουν σκοπό να αποδείξουν ότι η απόφαση Sernam 2 παρείχε στην προσφεύγουσα τη δυνατότητα να διαρθρώσει την πώληση των στοιχείων του ενεργητικού όλων μαζί, όπως το έπραξε, για τον λόγο ότι η μεταβίβαση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού είναι, στην πραγματικότητα, συμφυής με τη συνέχιση της δραστηριότητας, επισημαίνεται ότι αυτά έρχονται σε ευθεία αντίθεση με τα προηγούμενα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, σύμφωνα με τα οποία η οικονομική δραστηριότητα της Sernam διακόπηκε με την εν λόγω πράξη.

215    Κατά πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι από τις σκέψεις 68 έως 70 της αποφάσεως SMI, σκέψη 52 ανωτέρω (EU:C:2004:238), καθώς και από τη σκέψη 73 της αποφάσεως CDA, σκέψη 52 ανωτέρω (EU:T:2005:364), προκύπτει ότι η μεταβίβαση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού είναι, στην πραγματικότητα, τόσο από νομική όσο και από οικονομική άποψη, συμφυής με τη συνέχιση της δραστηριότητας, σε αντίθεση με την έννοια της μεταβιβάσεως των στοιχείων του ενεργητικού χωριστά η οποία θα συνεπαγόταν παύση, εν όλω ή εν μέρει, της δραστηριότητας.

216    Πρώτον, διαπιστώνεται ότι το εν λόγω επιχείρημα προβάλλεται αλυσιτελώς, καθώς από την εξέταση του τρίτου σκέλους προκύπτει ότι, στην πραγματικότητα, μεταβιβάστηκε το σύνολο της Sernam και όχι μόνον τα στοιχεία του ενεργητικού της.

217    Δεύτερον, οι σκέψεις που επικαλείται η προσφεύγουσα αφορούν τα επιχειρήματα που προέβαλε η Επιτροπή ενώπιον των δικαστηρίων της Ένωσης στο πλαίσιο συγκεκριμένων υποθέσεων και όχι μια γενική εκτίμηση των δικαστηρίων της Ένωσης σε σχέση με την έννοια της πωλήσεως όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού. Η προσβαλλόμενη απόφαση, όμως, πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα της Συνθήκης και της αποφάσεως Sernam 2 και όχι υπό το πρίσμα επιχειρημάτων που προέβαλε η Επιτροπή στο πλαίσιο ενδίκων διαδικασιών που αφορούσαν άλλες υποθέσεις.

218    Συναφώς διαπιστώθηκε ήδη στη σκέψη 122 ανωτέρω ότι η απόφαση Sernam 2 δεν διέκρινε μεταξύ της «πωλήσεως όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού» και της «πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού χωριστά», καθώς και ότι η απόφαση αυτή ήταν αρκούντως σαφής ως προς το ότι τα στοιχεία του παθητικού δεν έπρεπε να πωληθούν σε περίπτωση που ακολουθούνταν η επιλογή της πωλήσεως όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού. Εξάλλου, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 217 της αποφάσεως Sernam 2 in fine, ο αγοραστής όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam θα μπορούσε de factο να συνεχίσει τις δικές του δραστηριότητες με τα στοιχεία του ενεργητικού της Sernam. Καίτοι κάτι τέτοιο μπορεί να δημιουργήσει την εντύπωση συνεχίσεως της οικονομικής δραστηριότητας της επιχειρήσεως που έλαβε τις ενισχύσεις αναδιαρθρώσεως οι οποίες κρίθηκαν συμβατές με την εσωτερική αγορά από την απόφαση Sernam 2, εντούτοις, επισημαίνεται ότι θα πρέπει να πρόκειται για τη δραστηριότητα ενός οποιουδήποτε άλλου φορέα ξένου προς τη Sernam, δηλαδή του αγοραστή, ο οποίος ενσωματώνει τα στοιχεία του ενεργητικού της Sernam στη δική του οικονομική στρατηγική, στοιχείο χωρίς το οποίο δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι τα μερίδια του δικαιούχου «ελευθερώθηκαν» στην αγορά.

219    Τρίτον, από τις σκέψεις στις οποίες αναφέρεται η προσφεύγουσα (αποφάσεις SMI, σκέψη 52 ανωτέρω, EU:C:2004:238, σκέψεις 68 έως 70, και CDA, σκέψη 52 ανωτέρω, EU:T:2005:364, σκέψη 73), οι οποίες αφορούν ζητήματα μη τηρήσεως της υποχρεώσεως ανακτήσεως κρατικών ενισχύσεων, προκύπτει ότι η Επιτροπή, καίτοι υπογράμμιζε με αυτές ότι «[α]ντιθέτως, ανακύπτουν σοβαρά προβλήματα στην περίπτωση που τα στοιχεία του ενεργητικού πωλήθηκαν “εν ομάδι”, οπότε ο αγοραστής είχε τη δυνατότητα να συνεχίσει τη δραστηριότητα της δικαιούχου εταιρίας [και ότι σ]την περίπτωση αυτή, το γεγονός ότι συνεχίζεται η επιδοτούμενη δραστηριότητα ενδέχεται να διαιωνίσει τη νόθευση του ανταγωνισμού, οπότε απαιτείται ιδιαίτερη επιμέλεια προκειμένου, κατά την εκχώρηση αγαθών της δικαιούχου εταιρίας, να διασφαλισθεί η τήρηση της υποχρεώσεως επιστροφής των ενισχύσεων και να μην τεθούν “υπό ασυλία” τα εν λόγω στοιχεία του ενεργητικού», υπενθύμιζε επίσης ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, «η μη τήρηση της σχετικής υποχρεώσεως αποκλείεται μόνον εφόσον η “εν ομάδι” εκποίηση αγαθών της δικαιούχου εταιρίας, εκτός του ότι πραγματοποιήθηκε στην τιμή της αγοράς, εντάσσεται στο πλαίσιο διαδικασίας μη υποκειμένης σε συγκεκριμένους όρους και ανοιχτής σε όλους τους ανταγωνιστές της εταιρίας αυτής [και ότι, ε]πομένως, στην περίπτωση αυτή και μόνον απαλλάσσονται οι αγοραστές από την υποχρέωση επιστροφής των ενισχύσεων» (αποφάσεις SMI, σκέψη 52 ανωτέρω, EU:C:2004:238, σκέψη 70, και CDA, σκέψη 52 ανωτέρω, EU:T:2005:364, σκέψη 73).

220    Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2 προέβλεπε ακριβώς τιμή της αγοράς με διαφανή και ανοικτή διαδικασία. Ωστόσο, από την εξέταση του πέμπτου σκέλους προκύπτει ότι ούτε η απαίτηση αυτή τηρήθηκε στην προκειμένη περίπτωση.

221    Κατά δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι αν σκοπός της Επιτροπής ήταν να παύσει η δραστηριότητα της Sernam, έπρεπε να έχει διευκρινίσει ότι επιθυμούσε τη μεταβίβαση μόνον των ενσώματων στοιχείων του ενεργητικού, με εξαίρεση τη φήμη και πελατεία που επιτρέπει τη συνέχιση της οικονομικής δραστηριότητας.

222    Πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αφενός, η αιτιολογική σκέψη 217 της αποφάσεως Sernam 2 δεν κάνει καμιά διάκριση μεταξύ ενσώματων και ασώματων στοιχείων του ενεργητικού και, αφετέρου, η προσβαλλόμενη απόφαση προσάπτει στην προσφεύγουσα ότι συμπεριέλαβε στη μεταβίβαση όχι τα ασώματα στοιχεία του ενεργητικού, μεταξύ των οποίων η φήμη και πελατεία, αλλά τα στοιχεία του παθητικού.

223    Δεύτερον, καίτοι με το επιχείρημα που παρατίθεται στη σκέψη 221 ανωτέρω η προσφεύγουσα αναφέρεται στην αρνητική υπεραξία ή «badwill» που συνδέεται με την αρνητική αξία της φήμης και πελατείας, από τα σημεία 139 και 140 των παρατηρήσεων των γαλλικών αρχών επί της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας προκύπτει ότι το εν λόγω «badwill» ορίζεται ως η διαφορά που μπορεί να υπάρχει μεταξύ της τιμής αγοράς που καταβλήθηκε σε μετρητά ή τίτλους και της αξίας των επιμέρους απαιτητών αγορασθέντων στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού. Οι γαλλικές αρχές επιμένουν ότι το «badwill» δεν προσδιορίστηκε αυτοτελώς, ότι, στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά η λογιστικώς εκπεφρασμένη συνέπεια της αρνητικής τιμής αγοράς των 57 εκατομμυρίων ευρώ καθαρών η οποία προέκυψε από τη διαδικασία υποβολής προσφορών και ότι το ύψος του προσδιορίστηκε εκ των υστέρων, λαμβανομένης υπόψη της αγοραίας τιμής για τα «στοιχεία του ενεργητικού» της Sernam, η οποία τιμή προσδιορίστηκε και η ίδια από τη μοναδική δεσμευτική προσφορά που υποβλήθηκε. Σύμφωνα πάντοτε με τις γαλλικές αρχές, το «badwill» «αποτελεί, επομένως, την έκφραση της επιγνώσεως του αγοραστή σε σχέση με τις επερχόμενες απώλειες και τις δαπάνες αναδιαρθρώσεως, πράγμα το οποίο διευκρινίζει, εξάλλου, η έκθεση της [τράπεζας X], αναφέροντας ότι δύο βασικά στοιχεία για τον προσδιορισμό του ενδεδειγμένου ύψους της προσφοράς εξαγοράς ήταν η ανάγκη της εταιρίας σε ταμειακά διαθέσιμα, προκειμένου να χρηματοδοτήσει το σχέδιό της ανακάμψεως, και η αναγκαία ανακεφαλαιοποίηση, λαμβανομένων υπόψη των αναμενόμενων απωλειών κατά την [περίοδο 2005‑2008] (σ. 47 της εκθέσεως)».

224    Κατά συνέπεια, από τον φάκελο προκύπτει ότι αυτό που η προσφεύγουσα αποκαλεί «φήμη και πελατεία» δεν αφορά ένα άυλο στοιχείο του ενεργητικού, αλλά αντιστοιχεί στην πραγματικότητα σε μια λογιστική έκφραση των αιτήσεων της διοικήσεως για ανακεφαλαιοποίηση, οι οποίες οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι μεταβιβάστηκε το σύνολο μιας επιχειρήσεως που κατέγραφε ζημίες μαζί με τα στοιχεία του παθητικού της.

225    Κατά τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στην πραγματικότητα, σκοπός της Επιτροπής ήταν να περιοριστεί η μεταβίβαση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam σε αγοραστές από τον χώρο της βιομηχανίας, χωρίς, ωστόσο, αυτό να αναφέρεται στην απόφαση Sernam 2.

226    Εντούτοις, από την προσβαλλόμενη απόφαση δεν προκύπτει ότι το γεγονός ότι ο αγοραστής δεν ήταν βιομήχανος του κλάδου ήταν ο λόγος για τον οποίον διαπιστώθηκε η μη τήρηση του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2, καθώς η διαπίστωση αυτή απορρέει πρωτίστως από το γεγονός ότι μεταβιβάστηκε το σύνολο της Sernam, χωρίς, όμως, να τηρηθούν οι όροι του άρθρου 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως 2, μεταξύ των οποίων, ιδίως, η απόσυρση από τον τομέα με διαρθρωτική υπερεπάρκεια δυναμικού.

227    Ως εκ τούτου, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

228    Κατόπιν των ανωτέρω, το έκτο σκέλος του τέταρτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Συμπεράσματα επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως

229    Η προσφεύγουσα εκτιμά ότι έστω και ένα μόνον σφάλμα στη συλλογιστική της Επιτροπής σχετικά με την παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2 συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

230    Από τη νομολογία προκύπτει ότι, στο μέτρο που ορισμένα σημεία του αιτιολογικού μιας αποφάσεως είναι αφ’ εαυτών ικανά να δικαιολογήσουν επαρκώς από νομικής απόψεως την απόφαση, οι πλημμέλειες τις οποίες ενδεχομένως πάσχουν άλλα σημεία του αιτιολογικού της πράξεως δεν ασκούν, εν πάση περιπτώσει, επιρροή στο διατακτικό της. Επιπλέον, εφόσον το διατακτικό αποφάσεως της Επιτροπής στηρίζεται σε περισσότερους άξονες συλλογιστικής, καθένας από τους οποίους θα αρκούσε αφ’ εαυτού για να στηρίξει το διατακτικό αυτό, επιβάλλεται η ακύρωση της πράξεως αυτής, καταρχήν, μόνον εάν καθένας από τους εν λόγω άξονες πάσχει έλλειψη νομιμότητας. Στην περίπτωση αυτή, ένα σφάλμα ή άλλη παρανομία που επηρεάζει έναν μόνον άξονα της συλλογιστικής δεν αρκεί για να δικαιολογήσει την ακύρωση της επίδικης αποφάσεως, εφόσον το σφάλμα αυτό δεν ασκούσε καθοριστική επιρροή στο διατακτικό στο οποίο κατέληξε το όργανο που εξέδωσε την εν λόγω απόφαση (βλ. απόφαση της 20ής Οκτωβρίου 2011, Eridania Sadam κατά Επιτροπής, T‑579/08, EU:T:2011:608, σκέψεις 56 και 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

231    Στην προκειμένη περίπτωση, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, στο μέτρο που η διαπίστωση, με την προσβαλλόμενη απόφαση, της μη τηρήσεως του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2 και, κατά συνέπεια, του μη συμβατού με την εσωτερική αγορά των κρατικών ενισχύσεων ύψους 503 εκατομμυρίων ευρώ στηρίχθηκε σε περισσότερα στοιχεία, καθένα από τα οποία αρκούσε αφ’ εαυτού για να στηρίξει το διατακτικό αυτό, διαπιστώνεται ότι ένα σφάλμα σε σχέση με ένα από τα εν λόγω στοιχεία —εν προκειμένω, αυτό του χαρακτηρισμού της πωλήσεως, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 108 ανωτέρω— δεν αρκεί αφ’ εαυτού για να επιφέρει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά τη διαπίστωση της καταχρηστικής εφαρμογής της κρατικής ενισχύσεως ύψους 503 εκατομμυρίων ευρώ, η οποία είχε εγκριθεί υπό όρους από την Επιτροπή με την απόφαση Sernam 2.

232    Επομένως, ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

2.     Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή, καθόσον έκρινε ότι η υποχρέωση ανακτήσεως της κρατικής ενισχύσεως των 41 εκατομμυρίων ευρώ, η οποία είχε κριθεί ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά με την απόφαση Sernam 2, μεταβιβάστηκε στη Financière Sernam και τις θυγατρικές της

233    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι, κατά πάγια νομολογία, η εγγραφή στο παθητικό εκκαθαρίσεως της Sernam της κρατικής ενισχύσεως των 41 εκατομμυρίων ευρώ, η οποία είχε κριθεί, με την απόφαση Sernam 2, ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά, αρκούσε για να εξαλείψει τη στρέβλωση του ανταγωνισμού που είχε ως συνέπεια η ενίσχυση αυτή και αμφισβητεί, συναφώς, ότι η υποχρέωση ανακτήσεως της εν λόγω ενισχύσεως μεταβιβάστηκε στη Financière Sernam και στις θυγατρικές της. Πρώτον, υποστηρίζει ότι κανένα από τα κριτήρια οικονομικής συνέχειας, κατά την έννοια της αποφάσεως Selecο, σκέψη 52 ανωτέρω (EU:C:2003:252), δεν πληρούται εν προκειμένω, σε αντίθεση με όσα αναφέρει η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 144 έως 148 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Δεύτερον, υποστηρίζει ότι η εγγραφή των 41 εκατομμυρίων ευρώ στο παθητικό εκκαθαρίσεως της Sernam ήταν σύμφωνη με το άρθρο 4 της αποφάσεως Sernam 2.

234    Κατ’ αρχάς, όπως έχει επανειλημμένως κρίνει το Δικαστήριο, η εγγραφή των σχετικών με την επιστροφή των οικείων ενισχύσεων απαιτήσεων στον πίνακα κατατάξεως συνεπάγεται εκπλήρωση της υποχρεώσεως αναζητήσεως των σχετικών ποσών μόνον εάν, σε περίπτωση που οι κρατικές αρχές δεν θα μπορούσαν να ανακτήσουν τις ενισχύσεις στο σύνολό τους, η πτωχευτική διαδικασία καταλήξει στην εκκαθάριση της επιχειρήσεως η οποία υπήρξε αποδέκτης των παράνομων ενισχύσεων, δηλαδή στην οριστική παύση της δραστηριότητάς της. Υπενθυμίζεται συναφώς ότι η ανάκτηση ενισχύσεων που έχουν κριθεί ασυμβίβαστες προς την εσωτερική αγορά αποσκοπεί στην εξάλειψη της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που προκλήθηκε από το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το οποίο διέθετε ο αποδέκτης της ενισχύσεως αυτής σε σχέση με τους ανταγωνιστές του στην οικεία αγορά, ώστε να επιτευχθεί έτσι η επαναφορά στην προ της καταβολής της εν λόγω ενισχύσεως κατάσταση. Επομένως, στην περίπτωση που η επιχείρηση η οποία υπήρξε αποδέκτης παράνομων ενισχύσεων κηρύσσεται σε πτώχευση και έχει συσταθεί μια άλλη εταιρία προκειμένου να συνεχίσει τμήμα των δραστηριοτήτων της πρώτης επιχειρήσεως, η συνέχιση της δραστηριότητας αυτής, χωρίς οι οικείες ενισχύσεις να έχουν ανακτηθεί στο σύνολό τους, μπορεί να έχει ως συνέπεια τη διαιώνιση της στρεβλώσεως του ανταγωνισμού που προκλήθηκε από το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το οποίο διέθετε η ως άνω εταιρία έναντι των ανταγωνιστών της στην αγορά. Έτσι, δεν αποκλείεται η νεοσυσταθείσα εταιρία να υποχρεωθεί να επιστρέψει την επίμαχη ενίσχυση, αν εξακολουθεί να επωφελείται του πλεονεκτήματος αυτού. Αυτό μπορεί να συμβεί ιδίως σε περίπτωση που αποδειχθεί ότι η εν λόγω εταιρία, στην πράξη, απολαύει ακόμη του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος το οποίο συνδέεται με τις ενισχύσεις, ειδικότερα, δε, όταν έχει αγοράσει στοιχεία του ενεργητικού της υπό εκκαθάριση εταιρίας χωρίς να καταβάλει τίμημα σύμφωνο με τους όρους της αγοράς ή εφόσον διαπιστωθεί ότι η σύστασή της είχε ως αποτέλεσμα να καταστρατηγηθεί η υποχρέωση επιστροφής των εν λόγω ενισχύσεων. Τούτο ισχύει ιδίως όταν η καταβολή αντιτίμου σύμφωνου με τους όρους της αγοράς δεν θα αρκούσε για να εξουδετερωθεί το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που συνδέεται με τη χορήγηση των παράνομων ενισχύσεων. Σε μια τέτοια περίπτωση, η εγγραφή της απαιτήσεως που αφορά την επιστροφή των ενισχύσεων οι οποίες είχαν κριθεί παράνομες και ασυμβίβαστες προς την εσωτερική αγορά στον πίνακα κατατάξεως δεν αρκεί, αυτή καθ’ εαυτήν, για να εξαλειφθεί η προκληθείσα από τη χορήγηση των εν λόγω ενισχύσεων στρέβλωση του ανταγωνισμού (βλ. αποφάσεις της 11ης Δεκεμβρίου 2012, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑610/10, Συλλογή, EU:C:2012:781, σκέψεις 104 έως 107 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, της 24ης Ιανουαρίου 2013, Επιτροπή κατά Ισπανίας, C‑529/09, Συλλογή, EU:C:2013:31, σκέψεις 107 και 109 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

235    Σύμφωνα με τη νομολογία περί πωλήσεως στοιχείων του ενεργητικού, προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον η υποχρέωση ανακτήσεως της ενισχύσεως που χορηγήθηκε σε προβληματική εταιρία μπορεί να επεκταθεί και στη νέα εταιρία προς την οποία η παλαιά εταιρία μεταβίβασε ορισμένα στοιχεία του ενεργητικού της, όταν η μεταβίβαση αυτή επιτρέπει τη διαπίστωση της υπάρξεως οικονομικής συνέχειας μεταξύ των δύο εταιριών, μπορούν να ληφθούν υπόψη τα ακόλουθα στοιχεία: το αντικείμενο της μεταβιβάσεως (στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού, χρησιμοποίηση του ίδιου εργατικού δυναμικού, δεσμευμένα περιουσιακά στοιχεία), το τίμημα της μεταβιβάσεως, η ταυτότητα των μετόχων ή των ιδιοκτητών της προς ην η μεταβίβαση και της αρχικής επιχειρήσεως, το χρονικό σημείο κατά το οποίο πραγματοποιείται η μεταβίβαση (μετά την έναρξη της έρευνας, την κίνηση της διαδικασίας ή την έκδοση της τελικής αποφάσεως) ή, ακόμη, η οικονομική λογική της πράξεως (βλ. συναφώς αποφάσεις Selecο, σκέψη 52 ανωτέρω, EU:C:2003:252, σκέψεις 78, της 13ης Σεπτεμβρίου 2010, Ελλάδα κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑415/05, T‑416/05 και T‑423/05, Συλλογή, EU:T:2010:386, σκέψη 135, και της 28ης Μαρτίου 2012, Ryanair κατά Επιτροπής, T‑123/09, Συλλογή, EU:T:2012:164, σκέψη 155). Ωστόσο, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να λάβει υπόψη όλα αυτά τα στοιχεία (βλ. συναφώς προπαρατεθείσα απόφαση Ryanair κατά Επιτροπής, EU:T:2012:164, σκέψη 156).

236    Επισημαίνεται ότι οι διάδικοι δεν αμφισβητούν αυτή τη μέθοδο εξετάσεως της οικονομικής συνέχειας, αλλά την εφαρμογή της από την Επιτροπή στην επίδικη υπόθεση.

 Επί της πρώτης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται ότι κανένα από τα κριτήρια οικονομικής συνέχειας δεν πληρούται εν προκειμένω

237    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, στην επίδικη υπόθεση, δεν πληρούται κανένα από τα κριτήρια οικονομικής συνέχειας κατά την έννοια της αποφάσεως Selecο, σκέψη 52 ανωτέρω (EU:C:2003:252), δηλαδή το αντικείμενο της μεταβιβάσεως, το τίμημα της μεταβιβάσεως, η ταυτότητα των μετόχων ή των ιδιοκτητών της προς ην η μεταβίβαση και της αρχικής επιχειρήσεως, το χρονικό σημείο κατά το οποίο πραγματοποιείται η μεταβίβαση ή, ακόμη, η οικονομική λογική της πράξεως, σε αντίθεση με την ανάλυση στην οποία προέβη η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 144 έως 148 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

238    Η αιτιολογική σκέψη 144 της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Όσον αφορά καταρχήν τη μεταβίβαση του συνόλου των στοιχείων ενεργητικού και παθητικού, με εξαίρεση τα τρία χρηματοπιστωτικά στοιχεία παθητικού […], της Sernam SA στη Sernam Xpress, η Επιτροπή παρατηρεί ότι η μεταβίβαση αυτή κάλυψε το σύνολο της επιχείρησης (βλέπε τμήμα 3.2.3). Υπάρχει, συνεπώς, οικονομική συνέχεια μεταξύ της Sernam SA και της Sernam Xpress. […] Επιπλέον, η μεταβίβαση πραγματοποιήθηκε στο εσωτερικό ενός ομίλου. Πραγματοποιήθηκε μετά από μια οριστική απόφαση της Επιτροπής η οποία διέτασσε την ανάκτηση της ενίσχυσης με αποκλειστικό οικονομικό σκοπό να επιτρέψει τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της [Sernam] χωρίς να πρέπει να τηρηθούν οι όροι που επέβαλε το άρθρο 3 της απόφασης Sernam 2. Πληρούνται, συνεπώς, όλα τα κριτήρια για να αποδειχθεί η οικονομική συνέχεια σύμφωνα με το πνεύμα της απόφασης της Επιτροπής και της απόφασης του Δικαστηρίου στην υπόθεση Selecο.»

 Επί του αντικειμένου της μεταβιβάσεως

239    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι δεν πωλήθηκε στη Financière Sernam το σύνολο της Sernam.

240    Εντούτοις, από την εξέταση του τρίτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, και ιδίως των σκέψεων 134 έως 137, ανωτέρω, προκύπτει ότι ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι μεταβιβάστηκε το σύνολο της επιχειρήσεως, κατά παράβαση του άρθρου 3, παράγραφος 2 της αποφάσεως Sernam 2.

 Επί της ταυτότητας των μετόχων ή των ιδιοκτητών της προς ην η μεταβίβαση και της αρχικής επιχειρήσεως

241    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η μεταβίβαση του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού της Sernam δεν πραγματοποιήθηκε εντός του ομίλου, σε αντίθεση με όσα έκρινε η Επιτροπή στην αιτιολογική σκέψη 144 της προσβαλλομένης αποφάσεως, στο μέτρο που η ταυτότητα των μετόχων της Financière Sernam είναι διαφορετική από εκείνη της μετόχου της Sernam, δεδομένου ότι οι μέτοχοι της Financière Sernam είναι η πρώην διοίκηση της Sernam, ενώ η μέτοχος της Sernam ήταν η ίδια η προσφεύγουσα. Συναφώς, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η κυριότητα και η εκμετάλλευση των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam που είχαν τοποθετηθεί στη Sernam Xpress ανήκε εν τέλει στη Financière Sernam. Υπό τις συνθήκες αυτές, υποστηρίζει ότι δεν πληρούται το κριτήριο που αφορά την ταυτότητα των μετόχων ή ιδιοκτητών της προς ην η μεταβίβαση και της αρχικής επιχειρήσεως, κατά την έννοια της αποφάσεως Selecο, σκέψη 52 ανωτέρω.

242    Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί, καθόσον, σε αυτό το στάδιο της συλλογιστικής της Επιτροπής, πρέπει να εκτιμηθεί η οικονομική συνέχεια μεταξύ της Sernam και της Sernam Xpress. Πράγματι, μόνον μετά την απόδειξη οικονομικής συνέχειας μεταξύ της Sernam και της Sernam Xpress (στις αιτιολογικές σκέψεις 144 έως 148 της προσβαλλομένης αποφάσεως) κατέληξε η Επιτροπή στο συμπέρασμα, στην αιτιολογική σκέψη 150 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το όφελος από την ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά ενίσχυση είχε εν τέλει μεταβιβαστεί στη Financière Sernam λόγω της συγχωνεύσεώς της με τη Sernam Xpress.

243    Κατά συνέπεια, η Επιτροπή ορθώς υπενθύμισε, στην αιτιολογική σκέψη 144 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εισφορά της Sernam στη Sernam Xpress είχε πραγματοποιηθεί εντός του ομίλου της προσφεύγουσας.

 Επί του χρονικού σημείου της μεταβιβάσεως

244    Όσον αφορά το χρονικό σημείο της μεταβιβάσεως όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι στις αποφάσεις Selecο, σκέψη 52 ανωτέρω (EU:C:2003:252), SMI, σκέψη 52 ανωτέρω (EU:C:2004:238), και CDA, σκέψη 52 ανωτέρω (EU:T:2005:364), οι πράξεις «καταστρατηγήσεως» στις οποίες αναφέρεται η Επιτροπή είχαν πραγματοποιηθεί είτε κατά τη διάρκεια της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως είτε σε χρόνο κατά τον οποίον οι αρμόδιες εθνικές αρχές ανέμεναν να κινήσει η Επιτροπή διαδικασία εξετάσεως. Ωστόσο, εν προκειμένω, η μεταβίβαση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam πραγματοποιήθηκε μετά την έκδοση της αποφάσεως Sernam 2, εντός της προθεσμίας που είχε τάξει το άρθρο της 3, παράγραφος 2, και υπό τους όρους που προέβλεπε η διάταξη αυτή, γεγονός που αποκλείει το ενδεχόμενο να πραγματοποιήθηκε με σκοπό να αποφευχθεί η επιστροφή της ενισχύσεως.

245    Από την αιτιολογική σκέψη 144 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή έκρινε ότι η μεταβίβαση του συνόλου των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού πραγματοποιήθηκε μετά την τελική απόφαση Sernam 2, της οποίας το άρθρο 2 υπενθυμίζεται ότι επέβαλλε την ανάκτηση της ενισχύσεως των 41 εκατομμυρίων ευρώ.

246    Διαπιστώνεται ότι το χρονικό σημείο της εφαρμογής μιας αποφάσεως η οποία συνεπάγεται τη δυνατότητα πωλήσεως όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού του αποδέκτη της ενισχύσεως, καθώς και υποχρέωση ανακτήσεως μιας παράνομης και ασυμβίβαστης με την εσωτερική αγορά ενισχύσεως, φαίνεται τουλάχιστον εξίσου πρόσφορο για την καταστρατήγηση της υποχρεώσεως ανακτήσεως με το στάδιο της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως. Μάλιστα, αν η επίσημη διαδικασία εξετάσεως δυνάμει του άρθρου 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ κινήθηκε λόγω αμφιβολιών ως προς την ύπαρξη κρατικής ενισχύσεως και τον συμβατό προς την εσωτερική αγορά χαρακτήρα της, η έκδοση αποφάσεως που διατάσσει την ανάκτηση κρατικής ενισχύσεως αίρει συναφώς κάθε σχετική αμφιβολία.

247    Εξάλλου, από την εξέταση του πρώτου, τρίτου, τέταρτου και πέμπτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι η πράξη δεν πραγματοποιήθηκε ούτε εντός της προθεσμίας (βλ. σκέψεις 84 έως 93 ανωτέρω) ούτε σύμφωνα με τη διαδικασία (βλ. σκέψεις 110 έως 187 ανωτέρω) που προβλέπονταν από το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2.

 Επί της οικονομικής λογικής της πράξεως

248    Όσον αφορά την οικονομική λογική της πράξεως, πρώτον, η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, υποστηρίζει ότι ήταν υποχρεωμένη να αποδεσμευθεί από μια επιχείρηση που παρουσίαζε ελλείμματα, τηρώντας τις επιταγές της αποφάσεως Sernam 2.

249    Δεύτερον, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η επιλογή της «εταιρίας‑προπετάσματος» Sernam Xpress δεν υπαγορεύτηκε από την πρόθεση καταστρατηγήσεως της υποχρεώσεως ανακτήσεως των ενισχύσεων, αλλά είχε αποκλειστικό σκοπό να καταστήσει δυνατή την αγορά όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam από τη Financière Sernam, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να εξασφαλιστεί, σύμφωνα με την απόφαση Sernam 2, ότι ο αγοραστής των στοιχείων του ενεργητικού δεν είχε καμιά σχέση με την προσφεύγουσα. Στηρίζεται συναφώς σε μια γνωμοδότηση καθηγητή του γαλλικού δικαίου σχετικά με το δίκαιο αυτό, προκειμένου να αποδείξει ότι η λεγόμενη «μερική εισφορά ενεργητικού» ήταν η μόνη πράξη που επέτρεπε τη συνένωση των στοιχείων του παθητικού εκμεταλλεύσεως με τα στοιχεία του ενεργητικού χωρίς να πρέπει να ζητηθεί η σύμφωνη γνώμη καθενός από τους πιστωτές (προκειμένου να επιτευχθεί με την πράξη αυτή το ευνοϊκό αποτέλεσμα της συνολικής μεταβιβάσεως της περιουσίας). Ωστόσο, η απαίτηση της ανεξαρτησίας του αγοραστή έναντι της προσφεύγουσας απαγόρευε την εισφορά στοιχείων του ενεργητικού κατευθείαν στη Financière Sernam, καθώς σε αντίθετη περίπτωση η προσφεύγουσα θα αποκτούσε, ως ανταμοιβή για την εισφορά της (αμοιβή με τη μορφή τίτλων), την ιδιότητα του μετόχου της Financière Sernam. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον έπρεπε πρώτα να πραγματοποιηθεί η μερική εισφορά στοιχείων του ενεργητικού στη Sernam Xpress και στη συνέχεια να μεταβιβασθούν τα μερίδια της τελευταίας στη Financière Sernam.

250    Στις αιτιολογικές σκέψεις 144 και 147 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή έκρινε ότι η μόνη οικονομική λογική ήταν να επιτραπεί η εξακολούθηση των δραστηριοτήτων της Sernam χωρίς να πρέπει να τηρηθούν οι όροι του άρθρου 3 της αποφάσεως Sernam 2.

251    Πρώτον, όπως διαπιστώθηκε ήδη στη σκέψη 247 ανωτέρω, από την εξέταση του πρώτου, του τρίτου, του τέταρτου και του πέμπτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι του άρθρου 3 της αποφάσεως Sernam 2. Ομοίως, από την εξέταση του έκτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως (βλ. ιδίως σκέψεις 189 έως 211 ανωτέρω) προκύπτει ότι, καθόσον η οικονομική δραστηριότητα της Sernam δεν διακόπηκε, δεν τηρήθηκε ο σκοπός του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2.

252    Δεύτερον, από τις σκέψεις 127 έως 129 ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να προβάλει περιορισμούς του εθνικού δικαίου προκειμένου να δικαιολογήσει την καταστρατήγηση των όρων του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2. Ειδικότερα, η επιχειρηματολογία της, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 249 ανωτέρω, στηρίζεται στην υποτιθέμενη ανάγκη συνενώσεως των στοιχείων του παθητικού με τα στοιχεία του ενεργητικού της Sernam. Ωστόσο, από τις σκέψεις 113 έως 119 ανωτέρω, προκύπτει ότι τα στοιχεία του παθητικού δεν έπρεπε να συνενωθούν με τα στοιχεία του ενεργητικού τα οποία πωλήθηκαν όλα μαζί, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2.

 Επί του τιμήματος της μεταβιβάσεως

253    Όσον αφορά το τίμημα της μεταβιβάσεως, πρώτον, η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, ισχυρίζεται ότι το αρνητικό τίμημα που κατέβαλε η Financière Sernam για την απόκτηση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam αποτελούσε τιμή της αγοράς, η οποία προέκυψε από διαφανή και ανοικτή διαδικασία υποβολής προσφορών, σε αντίθεση με όσα διαπίστωσε η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 145 και 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Για τους ίδιους λόγους, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η περιεχόμενη στην αιτιολογική σκέψη 145 της προσβαλλομένης αποφάσεως αναφορά στη συμβατική ισορροπία μεταξύ της ίδιας και της Financière Sernam στερείται σημασίας. Η προσφεύγουσα και η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζουν ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να επιβληθεί καμιά υποχρέωση επιστροφής ούτε στον προηγούμενο κάτοχο των επίμαχων στοιχείων του ενεργητικού, δηλαδή τη Sernam Xpress, ούτε στον αγοραστή τους, εν προκειμένω τη Financière Sernam, και υποστηρίζουν ότι η επιστροφή έπρεπε να απαιτηθεί από τον πωλητή, δηλαδή τη Sernam.

254    Η αιτιολογική σκέψη 145 της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Η Επιτροπή παρατηρεί, κατά τα λοιπά, ότι η μεταβίβαση στη Sernam Xpress δεν ανταποκρίνεται στις συνθήκες της αγοράς. Η μεταβίβαση στη Sernam Xpress πραγματοποιήθηκε σε αρνητική τιμή και δεν είναι αποτέλεσμα διαφανούς και ανοικτής διαδικασίας (βλέπε τμήμα 3.2.5 [της προσβαλλομένης αποφάσεως]). Στην αρνητική τιμή των 57 εκατ. ευρώ, η οποία επινοήθηκε ως λειτουργική ενίσχυση που θα επέτρεπε την κάλυψη των ζημιών της Sernam Xpress για τα έτη 2005 έως 2008, (35) προστέθηκε η παραίτηση από την αξίωση της [προσφεύγουσας] έναντι της [Sernam] για ποσό 38,5 εκατ. ευρώ (βλέπε αιτιολογική σκέψη 27 [της προσβαλλομένης αποφάσεως]). […] Με την εισφορά κεφαλαίου 57 εκατ. ευρώ, η [προσφεύγουσα] έδωσε τη δυνατότητα στη Sernam Xpress, για την περίοδο από το 2005 έως το 2008, να εξοφλήσει το σύνολο των οφειλών της. Εάν, αντ’ αυτού, η [προσφεύγουσα] είχε πωλήσει μόνο τα στοιχεία ενεργητικού σε μια θετική τιμή, οι οφειλές της [Sernam] έναντι των τρίτων θα είχαν εξοφληθεί μόνο μέχρι το ποσό των εσόδων από την πώληση. Αυτό είναι μία επιπλέον ένδειξη ότι η συμβατική ισορροπία ανάμεσα στην [προσφεύγουσα] και τη Financière Sernam δεν ανταποκρίνεται στις συνθήκες της αγοράς.»

255    Το επιχείρημα ότι το αρνητικό τίμημα που καταβλήθηκε εν προκειμένω αποτελούσε τιμή της αγοράς η οποία ήταν αποτέλεσμα διαφανούς και ανοικτής διαδικασίας πρέπει να απορριφθεί, καθόσον από την εξέταση του πέμπτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι η προσφορά της διοικήσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί ως αποτέλεσμα διαφανούς και ανοικτής διαδικασίας. Επομένως, η κριτική για τους ίδιους λόγους της αναφοράς στη συμβατική ισορροπία μεταξύ της προσφεύγουσας και της Financière Sernam πρέπει ομοίως να απορριφθεί.

256    Επίσης, από τη σκέψη 207 ανωτέρω προκύπτει ότι το ύψος της προσφοράς εξαγοράς εκ μέρους της διοικήσεως είχε προσδιοριστεί έτσι ώστε να καλύπτει τη χρηματοδότηση ενός νέου σχεδίου ανακάμψεως της Sernam, καθώς και την αναγκαία ανακεφαλαιοποίηση για την αντιμετώπιση των αναμενόμενων ζημιών κατά την περίοδο 2005‑2008. Ως εκ τούτου, ομοίως ορθώς η Επιτροπή επισήμανε, στην αιτιολογική σκέψη 145 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το αρνητικό τίμημα των 57 εκατομμυρίων ευρώ είχε επινοηθεί ως λειτουργική ενίσχυση που θα επέτρεπε την κάλυψη των ζημιών της Sernam Xpress για τα έτη 2005 έως 2008, στην οποία προστίθεται η παραίτηση της προσφεύγουσας από την αξίωση έναντι της Sernam ύψους 38,5 εκατομμυρίων ευρώ.

257    Δεύτερον, η προσφεύγουσα επικαλείται στο πλαίσιο διαφόρων σκελών και λόγων ακυρώσεως που προβάλλει με την προσφυγή της το γεγονός ότι το αρνητικό τίμημα των 57 εκατομμυρίων ευρώ καθαρών έχει επιβεβαιωθεί από πολλές ανεξάρτητες εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης και παραπέμπει, συναφώς, στην έκθεση της 21ης Ιουλίου 2005, η οποία συντάχθηκε από το τμήμα ελέγχου της τράπεζας X ‐την οποία η προσφεύγουσα χρησιμοποιούσε ως σύμβουλο και η οποία οργάνωσε τη διαδικασία υποβολής προσφορών‐, στην έκθεση ενός γραφείου ελεγκτών (στο εξής: γραφείο ελεγκτών Y) της 3ης Ιουνίου 2005 (η οποία ενημερώθηκε το 2008) —και οι δύο αυτές εκθέσεις συντάχθηκαν κατά παραγγελία της προσφεύγουσας—, στην έκθεση της 18ης Ιουλίου 2005 άλλης τράπεζας, της τράπεζας Z, η οποία συντάχθηκε κατά παραγγελία της επιτροπής συμμετοχών και μεταβιβάσεων, καθώς και στη γνωμοδότηση 2005‑AC 2 της επιτροπής συμμετοχών και μεταβιβάσεων της 22ας Ιουλίου 2005, η οποία, λαμβάνοντας υπόψη τη σύμπτωση των εκθέσεων πραγματογνωμοσύνης, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το σχέδιο μεταβιβάσεως εμφανιζόταν ως «η λύση που εξασφάλιζε εύλογες πιθανότητες επιτυχίας στη νέα Sernam με το μικρότερο κόστος για την προσφεύγουσα».

258    Υπενθυμίζεται συναφώς ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2, η πώληση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού έπρεπε να πραγματοποιηθεί σε τιμή της αγοράς «με διαφανή και ανοικτή διαδικασία». Ομοίως, το άρθρο 4 της αποφάσεως Sernam 2 διευκρίνιζε ότι «[ο]ποιαδήποτε μερική ή εξ ολοκλήρου πώληση της Sernam [έπρεπε] να πραγματοποιηθεί με την τιμή της αγοράς και με διαδικασία διαφανή και ανοικτή σε όλους τους ανταγωνιστές». Επομένως, η Επιτροπή, με την απόφαση Sernam 2, είχε απαιτήσει η τιμή της αγοράς να προκύψει από διαδικασία προσφορών διαφανή και ανοικτή, όρος που δεν τηρήθηκε εν προκειμένω (βλ. σκέψεις 160 έως 187 ανωτέρω).

259    Εν πάση περιπτώσει, δύο από τις εν λόγω εκθέσεις, η έκθεση του γραφείου ελεγκτών Y και η έκθεση της τράπεζας Z, αφορούν μόνον το ζήτημα της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, δηλαδή τη σύγκριση μεταξύ του κόστους της σχεδιαζόμενης μεταβιβάσεως και του κόστους ενδεχόμενης εκκαθαρίσεως της Sernam, και, επομένως, δεν είναι λυσιτελείς σε σχέση με το αν το τίμημα που καταβλήθηκε για τα στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού της Sernam αποτελούσε τιμή της αγοράς. Ομοίως, το χωρίο της γνωμοδοτήσεως της επιτροπής συμμετοχών και μεταβιβάσεων του οποίου γίνεται επίκληση αφορά τη σύγκριση μεταξύ κόστους μεταβιβάσεως και κόστους εκκαθαρίσεως της Sernam. Εξάλλου, όσον αφορά τα συμπεράσματα του τμήματος ελέγχου της τράπεζας X της 21ης Ιουλίου 2005, διαπιστώνεται ότι πρόκειται για πραγματογνωμοσύνη που διεξήχθη μετά την κατάθεση της προσφοράς της διοικήσεως και βάσει της προσφοράς αυτής (καθώς και του επιχειρηματικού σχεδίου 2005-2008 που είχε καταρτίσει η διοίκηση).

260    Ως εκ τούτου, εσφαλμένως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης επιβεβαιώνουν την άποψη ότι το τίμημα της μεταβιβάσεως αποτελούσε τιμή της αγοράς.

261    Τρίτον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι, στις δύο τελευταίες περιόδους της αιτιολογικής σκέψεως 145 της προσβαλλομένης αποφάσεως, διαπίστωσε ότι, αν είχε πωλήσει μόνον τα στοιχεία του ενεργητικού σε θετική τιμή, οι οφειλές της Sernam έναντι των τρίτων θα είχαν ικανοποιηθεί μόνον μέχρι το ποσό των εσόδων από την πώληση. Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, επειδή η πώληση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού απαιτούσε, κατά το εθνικό δίκαιο, τη μεταβίβαση όχι μόνον των οφειλών, αλλά και των εργαζομένων, σύμφωνα με το άρθρο L 1224-1 του cοde du travail [εργατικού κώδικα], κανένας αγοραστής δεν θα πρότεινε θετική τιμή για την αγορά όλων μαζί των εν λόγω στοιχείων του ενεργητικού.

262    Το επιχείρημα της προσφεύγουσας που στρέφεται κατά των δύο τελευταίων περιόδων της αιτιολογικής σκέψεως 145 της προσβαλλομένης αποφάσεως πρέπει να απορριφθεί ως αλυσιτελές. Ειδικότερα, η επικρινόμενη από την προσφεύγουσα διαπίστωση διατυπώθηκε από την Επιτροπή ως εκ περισσού σε σχέση με τις άλλες διαπιστώσεις που περιέχονταν στην αρχή της ίδιας αιτιολογικής σκέψεως, ως «επιπλέον ένδειξη» ότι η συμβατική ισορροπία μεταξύ της προσφεύγουσας και της Financière Sernam δεν ανταποκρινόταν στις συνθήκες της αγοράς. Στο μέτρο που διαπιστώθηκε ότι η Επιτροπή ορθώς αποφάνθηκε, στην αρχή της αιτιολογικής σκέψεως 145 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το αρνητικό τίμημα για τη μεταβίβαση στη Sernam Xpress δεν προέκυψε από διαφανή και ανοικτή διαδικασία, τα επιχειρήματα που αφορούν τις δύο τελευταίες περιόδους της εν λόγω αιτιολογικής σκέψεως δεν μπορούν να επιφέρουν την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

263    Τέταρτον, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι, στην αιτιολογική σκέψη 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως, διαπίστωσε ότι η αρνητική τιμή των 57 εκατομμυρίων ευρώ ήταν υψηλότερη από την καλύτερη προσφορά που υποβλήθηκε κατά την άκαρπη διαδικασία υποβολής προσφορών, η οποία ήταν μια αρνητική τιμή 56,4 εκατ. ευρώ (προσφορά του πέμπτου υποψηφίου στον δεύτερο γύρο), και υποστηρίζει συναφώς ότι η εν λόγω προσφορά στον δεύτερο γύρο δεν ήταν δεσμευτική και, επομένως, δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη.

264    Από την αιτιολογική σκέψη 167 ανωτέρω προκύπτει ότι ορθώς η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 146 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η αρνητική τιμή των 57 εκατομμυρίων ευρώ ήταν λιγότερο ενδιαφέρουσα από την αρνητική τιμή στον δεύτερο γύρο των 56,4 εκατομμυρίων ευρώ που προσέφερε η κοινοπραξία της οποίας επικεφαλής ήταν ο πέμπτος υποψήφιος. Συναφώς, τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σύμφωνα με τα οποία η εκδήλωση ενδιαφέροντος εκ μέρους της κοινοπραξίας που συνέστησε ο πέμπτος υποψήφιος δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη ως μέτρο συγκρίσεως, καθόσον αυτή, σε αντίθεση με την προσφορά της διοικήσεως, δεν ήταν δεσμευτική, προβάλλονται αλυσιτελώς, στο μέτρο που από την εξέταση του πέμπτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι η προσφορά της διοικήσεως δεν μπορεί ομοίως να ληφθεί υπόψη, καθόσον δεν προέκυψε από διαφανή και ανοικτή διαδικασία υποβολής προσφορών.

265    Από τα προεκτεθέντα (βλ. σκέψεις 237 έως 264 ανωτέρω) προκύπτει ότι ορθώς η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 148 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μεταβίβαση των δραστηριοτήτων της Sernam στη Sernam Xpress είχε ως συνέπεια να εξακολουθήσει η Sernam Xpress να απολαύει στην πραγματικότητα του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος που συνδέεται με τις χορηγηθείσες ενισχύσεις, καθώς υπήρξε οικονομική συνέχεια μεταξύ των δύο εταιριών.

266    Εξάλλου, η Γαλλική Δημοκρατία επικαλείται τη νομολογία περί πωλήσεως μετοχών, κατά την οποία, όταν εταιρία που έλαβε κρατική ενίσχυση εξαγοράζεται στην τιμή της αγοράς, δηλαδή στην υψηλότερη τιμή που ένας ιδιώτης επενδυτής ο οποίος ενεργεί υπό τις συνήθεις συνθήκες ανταγωνισμού θα ήταν διατεθειμένος να καταβάλει για την εταιρία αυτή στην κατάσταση που βρισκόταν, ιδίως μετά τη λήψη κρατικών ενισχύσεων, τότε το στοιχείο της ενισχύσεως θεωρείται ότι εκτιμήθηκε στην τιμή της αγοράς και περιλήφθηκε στο τίμημα της πωλήσεως. Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο αγοραστής ευνοήθηκε σε σχέση με άλλους επιχειρηματίες της αγοράς. Εντούτοις, κατ’ αρχήν, όταν μια εταιρία που έχει λάβει ενίσχυση πωλείται στην τιμή της αγοράς, η τιμή πωλήσεως αντανακλά τις συνέπειες της προηγούμενης ενισχύσεως και ο πωλητής της εν λόγω εταιρίας διατηρεί το όφελος της ενισχύσεως. Στην περίπτωση αυτή, η αποκατάσταση της προτέρας καταστάσεως πρέπει, πρώτον, να διασφαλιστεί με την επιστροφή της ενισχύσεως εκ μέρους του πωλητή (βλ. συναφώς απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2001, Banks, C‑390/98, Συλλογή, EU:C:2001:456, σκέψεις 77 και 78). Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι η επιβολή στην πωληθείσα επιχείρηση, δηλαδή τη Sernam Xpress, της υποχρεώσεως να επιστρέψει την παράνομη και ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά ενίσχυση κατέληγε εν τέλει να τιμωρεί τον αγοραστή της επιχειρήσεως αυτής, δηλαδή τη Financière Sernam, η οποία, καταβάλλοντας για την επιχείρηση αυτή την τιμή της αγοράς, είχε ήδη πληρώσει την παράνομη και ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά ενίσχυση. Σύμφωνα με τη Γαλλική Δημοκρατία, κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με υποχρέωση του αγοραστή των μετοχών της πωληθείσας επιχειρήσεως να πληρώσει δύο φορές την εν λόγω παράνομη και ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά ενίσχυση.

267    Ωστόσο, αφενός, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 138 και 149 και από την υποσημείωση 32 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η νομολογία διακρίνει μεταξύ του αγοραστή των μετοχών και της εταιρίας η οποία έλαβε παράνομη ενίσχυση και της οποίας πωλούνται οι μετοχές. Πράγματι, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η πώληση από μέτοχο των μετοχών μιας εταιρίας που έχει λάβει παράνομη ενίσχυση σε τρίτον δεν ασκεί καμιά επιρροή στην υποχρέωση ανακτήσεως (βλ. συναφώς απόφαση Selecο, σκέψη 52 ανωτέρω, EU:C:2003:252, σκέψη 83) και ότι, αν η επιχείρηση στην οποία χορηγήθηκαν παράνομες κρατικές ενισχύσεις διατηρεί τη νομική της προσωπικότητα και εξακολουθεί να ασκεί, για δικό της λογαριασμό, τις επιδοτούμενες από τις κρατικές ενισχύσεις δραστηριότητες, κανονικά η επιχείρηση αυτή διατηρεί το συνδεόμενο με τις εν λόγω ενισχύσεις ανταγωνιστικό πλεονέκτημα και, ως εκ τούτου, οφείλει αυτή να επιστρέψει ποσό ίσο προς αυτό των ενισχύσεων. Επομένως, δεν μπορεί να ζητηθεί από τον αγοραστή να επιστρέψει τις ενισχύσεις αυτές (βλ. συναφώς απόφαση SMI, σκέψη 52 ανωτέρω, EU:C:2004:238, σκέψη 81).

268    Κατά συνέπεια, ορθώς η Επιτροπή, στην αιτιολογική σκέψη 149 της προσβαλλομένης αποφάσεως, συνήγαγε από τη νομολογία αυτή το συμπέρασμα ότι η πώληση των εταιρικών μεριδίων της Sernam Xpress στη Financière Sernam δεν είχε ως συνέπεια την απαλλαγή της Sernam Xpress από την υποχρέωση επιστροφής της ενισχύσεως των 41 εκατομμυρίων ευρώ.

269    Οι αιτιάσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας και της προσφεύγουσας σε σχέση με το γεγονός ότι μια τέτοια συλλογιστική θα ισοδυναμούσε με υποχρέωση του αγοραστή των μετοχών να καταβάλει εις διπλούν το ύψος της παράνομης και ασυμβίβαστης με την εσωτερική αγορά ενισχύσεως πρέπει να απορριφθούν. Ειδικότερα, όπως επισημαίνει η Επιτροπή, η διάκριση αυτή μεταξύ του αγοραστή των μετοχών και της πωληθείσας εταιρίας μπορεί να έχει πρακτικές συνέπειες, καθόσον, στην περίπτωση αυτή, ο αγοραστής των μετοχών, πλην ειδικών περιπτώσεων, δεν οφείλει την ενίσχυση που χορηγήθηκε στην αγορασθείσα εταιρία εφόσον έχει την κυριότητά της υπό τη μορφή εταιρίας περιορισμένης ευθύνης.

270    Αφετέρου, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Γαλλική Δημοκρατία, η υποχρέωση ανακτήσεως της παράνομης και ασυμβίβαστης με την εσωτερική αγορά ενισχύσεως των 41 εκατομμυρίων ευρώ δεν μεταβιβάστηκε στη Financière Sernam ως αγοράστρια εταιρικών μεριδίων της Sernam Xpress, αλλά ως νόμιμη διάδοχό της, λόγω της συγχωνεύσεως της 30ής Ιουνίου 2011 με τη Sernam Xpress, εξαιτίας της καθολικής μεταβιβάσεως της περιουσίας που συνδέεται με την πράξη αυτή (βλ. αιτιολογική σκέψη 150 της προσβαλλομένης αποφάσεως). Δεδομένου ότι η οικονομική συνέχεια μεταξύ της Sernam και της Sernam Xpress αποδείχθηκε επαρκώς κατά νόμον από την Επιτροπή (βλ. σκέψεις 237 έως 265 ανωτέρω) και ότι η προσφεύγουσα δεν αμφισβήτησε τη συγχώνευση μεταξύ της Sernam Xpress και της Financière Sernam, η συλλογιστική αυτή πρέπει να επικυρωθεί.

271    Τέλος, η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή πληρούται εν προκειμένω, καθόσον, όπως εξέθεσε στις επιστολές της της 8ης Οκτωβρίου 2008 και της 5ης Μαΐου 2009, το κόστος της πωλήσεως όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam προς τη Financière Sernam ήταν μικρότερο από το κόστος στο οποίο θα είχε υποβληθεί η προσφεύγουσα σε περίπτωση δικαστικής εκκαθαρίσεως της Sernam.

272    Ωστόσο, τα επιχειρήματα αυτά της Γαλλικής Δημοκρατίας σε σχέση με το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή δεν συνδέονται με την υποχρέωση ανακτήσεως των 41 εκατομμυρίων ευρώ, αλλά αφορούν τον χαρακτηρισμό από την προσβαλλόμενη απόφαση των ενισχύσεων ως «νέων», υπό το πρίσμα του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ. Επομένως, τα επιχειρήματα αυτά προβάλλονται αλυσιτελώς στο πλαίσιο του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως.

273    Κατά συνέπεια, σύμφωνα με την παρατιθέμενη στην απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας νομολογία, σκέψη 234 ανωτέρω (EU:C:2012:781), ορθώς η Επιτροπή έκρινε ότι, εν προκειμένω, η απλή εγγραφή στο παθητικό εκκαθαρίσεως της ενισχύσεως που κρίθηκε παράνομη και ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά με την απόφαση Sernam 2 δεν αρκούσε για να εξαλειφθεί η στρέβλωση του ανταγωνισμού που προκλήθηκε με την εν λόγω ενίσχυση.

274    Επομένως, η πρώτη αιτίαση της προσφεύγουσας πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται ότι η εγγραφή του ποσού των 41 εκατομμυρίων ευρώ στο παθητικό εκκαθαρίσεως της Sernam ήταν σύμφωνη με το άρθρο 4 της αποφάσεως Sernam 2

275    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εγγραφή στο παθητικό εκκαθαρίσεως του ποσού της ενισχύσεως που κρίθηκε παράνομη και ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά με την απόφαση Sernam 2 ήταν σύμφωνη με το άρθρο 4 της αποφάσεως Sernam 2, το οποίο προέβλεπε ότι, σε περίπτωση πωλήσεως μέρους ή του συνόλου της Sernam στην τιμή της αγοράς και με διαφανή και ανοικτή σε όλους τους ανταγωνιστές διαδικασία, η επιστροφή της ενισχύσεως των 41 εκατομμυρίων ευρώ θα βάρυνε την «εταιρία Sernam εφόσον αυτή εξακολουθ[ούσε] να υφίσταται». Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 4 της αποφάσεως Sernam 2 δεν περιέχει καμία αναφορά στη διακοπή της οικονομικής δραστηριότητας της Sernam και περιορίζεται να διακρίνει ανάλογα με το αν η εταιρία Sernam εξακολουθεί ή όχι να υφίσταται.

276    Στην αιτιολογική σκέψη 135 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η Επιτροπή αναφέρει ότι «[τ]ο άρθρο 4 [της αποφάσεως Sernam 2] κάνει διάκριση με βάση το αν υπήρξε ή όχι διακοπή της οικονομικής δραστηριότητας της Sernam [και ότι σ]ε περίπτωση εξαφάνισης αυτής της δραστηριότητας, δεν υφίσταται ζήτημα ανάκτησης από αυτούς που αγόρασαν τα στοιχεία στην αγοραία τιμή στο πλαίσιο μιας διαφανούς και ανοικτής διαδικασίας».

277    Σύμφωνα με την παρατιθέμενη στην απόφαση Επιτροπή κατά Ισπανίας νομολογία, σκέψη 234 ανωτέρω, (EU:C:2012:781), η ενίσχυση πρέπει να αναζητηθεί από την εταιρία που εξακολουθεί την οικονομική δραστηριότητα της επιχειρήσεως η οποία είχε ωφεληθεί αρχικώς από το πλεονέκτημα που συνδέεται με τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων και η οποία, ως εκ τούτου, διατηρεί το σχετικό πραγματικό όφελος.

278    Στο πλαίσιο της ανακτήσεως κρατικών ενισχύσεων, η αναφορά του άρθρου 4 της αποφάσεως Sernam 2 στη συνέχιση της υπάρξεως της Sernam δεν μπορεί παρά να σημαίνει την εξακολούθηση της οικονομικής δραστηριότητας της Sernam.

279    Ως εκ τούτου, εσφαλμένως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εγγραφή στο παθητικό εκκαθαρίσεως της Sernam των 41 εκατομμυρίων ευρώ ήταν σύμφωνη με το άρθρο 4 της αποφάσεως Sernam 2, στο μέτρο που από την εξέταση της πρώτης αιτιάσεως προκύπτει ότι η Sernam εξακολουθούσε να υφίσταται οικονομικώς στο πλαίσιο της Sernam Xpress και, στη συνέχεια, της Financière Sernam.

280    Επομένως, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

281    Κατά συνέπεια, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

3.     Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή, καθόσον έκρινε ότι τα μέτρα που προέβλεπε το πρωτόκολλο συμφωνίας της 21ης Ιουλίου 2005 για τη μεταβίβαση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam αποτελούσαν νέες κρατικές ενισχύσεις υπέρ της Sernam Xpress‑Financière Sernam

282    Ο έκτος λόγος ακυρώσεως αποτελείται κατ’ ουσίαν από δύο σκέλη. Στο πλαίσιο του πρώτου σκέλους, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 154 έως 158 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι, σε περίπτωση πωλήσεως σε αρνητική τιμή, το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί για τον χαρακτηρισμό ως κρατικών ενισχύσεων των μέτρων του πρωτοκόλλου συμφωνίας της 21ης Ιουλίου 2005, δηλαδή της ανακεφαλαιοποιήσεως των 57 εκατομμυρίων ευρώ, της παραιτήσεως από τις αξιώσεις ύψους 38,5 εκατομμυρίων ευρώ και των εγγυήσεων (στο εξής: επίδικα μέτρα). Στο πλαίσιο του δεύτερου σκέλους, η προσφεύγουσα προσάπτει στην Επιτροπή ότι, στις αιτιολογικές σκέψεις 159 έως 171 της προσβαλλομένης αποφάσεως, έκρινε ότι τα επίδικα μέτρα παρείχαν πλεονέκτημα στη Sernam Xpress-Financière Sernam.

 Επί του πρώτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο θεωρώντας ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην επίδικη υπόθεση

283    Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, ισχυρίζεται ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή είχε εφαρμογή στα επίδικα μέτρα, καθόσον από τη νομολογία προκύπτει ότι, προκειμένου να προσδιοριστεί αν η ιδιωτικοποίηση μιας επιχειρήσεως έναντι αρνητικής τιμής πωλήσεως φέρει στοιχεία κρατικής ενισχύσεως, πρέπει να εξακριβωθεί αν, υπό παρόμοιες περιστάσεις, ένας ιδιώτης επιχειρηματίας μεγέθους συγκρίσιμου προς το μέγεθος των οργανισμών που διαχειρίζονται τον δημόσιο τομέα θα λάμβανε την απόφαση να προβεί σε εισφορές κεφαλαίου τέτοιας εκτάσεως στο πλαίσιο της πωλήσεως της εν λόγω επιχειρήσεως ή θα προτιμούσε τη θέση της υπό εκκαθάριση (βλ. συναφώς απόφαση της 28ης Ιανουαρίου 2003, Γερμανία κατά Επιτροπής, C‑334/99, Συλλογή, EU:C:2003:55, σκέψη 133 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία) (στο εξής: κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή τύπου Gröditzer).

284    Η προσφεύγουσα και η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζουν ότι, στην προκειμένη περίπτωση, δεν χορηγήθηκε καμιά κρατική ενίσχυση στο πλαίσιο της πραγματοποιηθείσας μεταβιβάσεως, καθόσον το συνολικό κόστος της μεταβιβάσεως ήταν μικρότερο από το προβλεπόμενο σε περίπτωση εκκαθαρίσεως της Sernam κόστος, όπως απέδειξαν με τα στοιχεία που προσκόμισαν στην Επιτροπή κατά τη διοικητική διαδικασία.

285    Τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας, η οποία υποστηρίζεται από τη Γαλλική Δημοκρατία, στρέφονται κατ’ ουσίαν κατά των δύο λόγων που προβάλλει η Επιτροπή στις αιτιολογικές σκέψεις 154 και 155 της προσβαλλομένης αποφάσεως, προκειμένου να αποκλείσει τη δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή τύπου «Gröditzer», όπως περιγράφηκε στη σκέψη 283 ανωτέρω.

286    Ο πρώτος λόγος μη εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 154 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Σε αυτήν, η Επιτροπή έκρινε ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε περιπτώσεις ανακτήσεως της ενισχύσεως, καθώς, στις περιπτώσεις αυτές, το κράτος ενεργεί βάσει των υποχρεώσεων τις οποίες υπέχει κατ’ εφαρμογήν του δικαίου της Ένωσης και όχι ως κράτος‑μέτοχος.

287    Ο δεύτερος λόγος μη εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή εκτίθεται στην αιτιολογική σκέψη 155 της προσβαλλομένης αποφάσεως. Σε αυτήν, η Επιτροπή έκρινε κατ’ ουσίαν ότι, στο άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2, η πώληση στοιχείων του ενεργητικού αποτελούσε ισοδύναμο των αντισταθμιστικών μέτρων που επιβλήθηκαν με το άρθρο 3, παράγραφος 1, και ότι, σύμφωνα με την παράγραφο 40 των κατευθυντηρίων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, η μεταβίβαση μιας ελλειμματικής δραστηριότητας δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως αντισταθμιστικό μέτρο. Η Επιτροπή έκρινε ότι η αρνητική τιμή που συμφωνήθηκε μεταξύ της προσφεύγουσας και της Financière Sernam καταδείκνυε ότι επρόκειτο για τη μεταβίβαση μιας ελλειμματικής δραστηριότητας, η οποία δεν μπορούσε να αποτελέσει ισοδύναμο αντισταθμιστικού μέτρου. Συνήγαγε, δε, εξ αυτού το συμπέρασμα ότι, εν προκειμένω, η αρνητική τιμή αντιστοιχούσε σε λειτουργική ενίσχυση προς την επιχείρηση και, επομένως, ήταν, εκ φύσεως, ακατάλληλη να μειώσει τις στρεβλώσεις του ανταγωνισμού.

288    Από την αιτιολογική σκέψη 155 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή, προκειμένου να μην εφαρμόσει το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή, επικαλείται το ιδιαίτερο πλαίσιο της επίδικης υποθέσεως που αναφέρεται στην εσφαλμένη εφαρμογή από την προσφεύγουσα ενός αντισταθμιστικού μέτρου το οποίο αποτελούσε προϋπόθεση του συμβατού με την εσωτερική αγορά της ενισχύσεως αναδιαρθρώσεως των 503 εκατομμυρίων ευρώ. Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να εξεταστούν πρώτα τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας σε σχέση με τον δεύτερο λόγο μη εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή.

289    Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο μη εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, στην αιτιολογική σκέψη 155 της προσβαλλομένης αποφάσεως, η προσφεύγουσα προβάλλει κατ’ ουσίαν δύο αιτιάσεις. Υποστηρίζει, πρώτον, ότι η πώληση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού δεν αποτελούσε εναλλακτική στα αντισταθμιστικά μέτρα του άρθρου 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως Sernam 2 και, δεύτερον, ότι η εφαρμογή ενός αντισταθμιστικού μέτρου από το οποίο εξαρτάται το συμβατό μιας ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά δεν συνιστά εμπόδιο για την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, στο μέτρο που σε καμία περίπτωση το κράτος, ως φορέας δημόσιας εξουσίας, δεν υποχρεούται να θέσει σε εφαρμογή ένα αντισταθμιστικό μέτρο.

290    Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, η έννοια της κρατικής ενισχύσεως, όπως καθορίζεται στη Συνθήκη ΕΚ, έχει νομικό χαρακτήρα και πρέπει να ερμηνεύεται βάσει αντικειμενικών στοιχείων. Για τον λόγο αυτόν, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει, καταρχήν και λαμβανομένων υπόψη τόσο των συγκεκριμένων στοιχείων της διαφοράς της οποίας επελήφθη όσο και του τεχνικού ή περίπλοκου χαρακτήρα των εκτιμήσεων στις οποίες προέβη η Επιτροπή, να ασκεί πλήρη έλεγχο του κατά πόσον ένα μέτρο εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Δεκεμβρίου 2008, C‑487/06 P, British Aggregates κατά Επιτροπής, Συλλογή, σ. I‑10515, σκέψη 111 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

291    Κατά τη νομολογία, από την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών επιχειρήσεων προκύπτει ότι τα κεφάλαια που τίθενται στη διάθεση επιχειρήσεως, άμεσα ή έμμεσα, από το Δημόσιο υπό συνθήκες που αντιστοιχούν στους συνήθεις όρους της αγοράς δεν μπορούν να χαρακτηρισθούν ως κρατικές ενισχύσεις (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Μαΐου 2002, C‑482/99, Γαλλία κατά Επιτροπής, Συλλογή, σ. I‑4397, σκέψη 69 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η σχετική εκτίμηση πραγματοποιείται κατ’ αρχήν, για τις δημόσιες επιχειρήσεις, με την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή (απόφαση της 5ης Ιουνίου 2012, Επιτροπή κατά EDF, C‑124/10 P, Συλλογή, EU:C:2012:318, σκέψη 78 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

292    Το Δικαστήριο έκρινε ότι η δυνατότητα εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή εξαρτάται, εν τέλει, από το αν το συγκεκριμένο κράτος μέλος χορηγεί οικονομικό πλεονέκτημα σε επιχείρηση που του ανήκει με την ιδιότητά του ως μετόχου και όχι με την ιδιότητά του ως φορέα δημόσιας εξουσίας (αποφάσεις Επιτροπή κατά EDF, σκέψη 291 ανωτέρω, EU:C:2012:318, σκέψη 81, και της 3ης Απριλίου 2014, Επιτροπή κατά Κάτω Χωρών και ING Grοep, C‑224/12 P, Συλλογή, EU:C:2014:213, σκέψη 31). Πράγματι, οι κρατικές παρεμβάσεις που σκοπούν στην τήρηση των υποχρεώσεων του Δημοσίου στο πλαίσιο της δημόσιας εξουσίας δεν μπορούν να συγκριθούν με τις παρεμβάσεις ιδιώτη επενδυτή σε οικονομία αγοράς (απόφαση της 15ης Δεκεμβρίου 2009, EDF κατά Επιτροπής, T‑156/04, Συλλογή, EU:T:2009:505, σκέψη 228). Ειδικότερα, ενδέχεται να είναι κρίσιμα συναφώς η φύση και το αντικείμενο του εν λόγω μέτρου, το πλαίσιο στο οποίο αυτό εντάσσεται, καθώς και ο επιδιωκόμενος με αυτό σκοπός και οι κανόνες οι οποίοι το διέπουν (βλ. συναφώς προπαρατεθείσα απόφαση Επιτροπή κατά EDF, EU:C:2012:318, σκέψη 86).

 Επί της πρώτης αιτιάσεως, η οποία στρέφεται κατά της αιτιολογικής σκέψεως 155 της προσβαλλομένης αποφάσεως και με την οποία προβάλλεται ότι η πώληση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού δεν αποτελούσε εναλλακτική των αντισταθμιστικών μέτρων του άρθρου 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως Sernam 2

293    Η προσφεύγουσα προβάλλει τρία επιχειρήματα προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής.

294    Κατ’ αρχάς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η πώληση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ισοδύναμο των αντισταθμιστικών μέτρων του άρθρου 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως Sernam 2, δηλαδή του προσανατολισμού προς τη δραστηριότητα της «Train blοc express» (στο εξής: TBE) και της απεμπλοκής από τις δραστηριότητες οδικών μεταφορών.

295    Επισημαίνεται συναφώς ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2 αντιστοιχεί στην εφαρμογή ενός από τους δύο εναλλακτικώς προβλεπόμενους όρους για το συμβατό με την εσωτερική αγορά της ενισχύσεως αναδιαρθρώσεως, οι οποίοι επιβλήθηκαν με το άρθρο 3 της αποφάσεως Sernam 2 ως μέτρα για την πρόληψη των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού που προκλήθηκαν από την ενίσχυση αναδιαρθρώσεως και προκειμένου να προσφέρουν συγκεκριμένα ανταλλάγματα στους ανταγωνιστές. Αυτό προκύπτει ιδίως από τον τίτλο του σημείου 6.3.7, το οποίο είναι αφιερωμένο στην αιτιολόγηση των όρων του άρθρου 3 της αποφάσεως Sernam 2 και φέρει τον τίτλο «Πρόληψη των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού — ειδικά αντισταθμιστικά μέτρα», στο οποίο περιέχονται οι αιτιολογικές σκέψεις 200 έως 217 της αποφάσεως Sernam 2, που μνημονεύθηκαν ήδη στις σκέψεις 191 και 193 ανωτέρω.

296    Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2 αποτελεί εναλλακτική ισοδύναμη με τους όρους της παραγράφου 1 του ίδιου άρθρου, καθόσον οι τελευταίοι εφαρμόζονται «[μ]ε την επιφύλαξη της παραγράφου 2». Όπως προκύπτει από την σκέψη 194 ανωτέρω, σύμφωνα με τη διατύπωση της αιτιολογικής σκέψεως 217 της αποφάσεως Sernam 2, η ελευθέρωση των μεριδίων της Sernam στην αγορά προς όφελος του ανεξάρτητου αγοραστή, μέσω της πωλήσεως όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam σε τιμή της αγοράς με διαφανή και ανοικτή διαδικασία, έχει τον ίδιο αντικειμενικό σκοπό αντισταθμίσεως των στρεβλώσεων του ανταγωνισμού με την απόσυρση από τη διαρθρωτικά υπερεπαρκή αγορά των οδικών μεταφορών. Στην περίπτωση αυτή, μάλιστα, θα τερματιζόταν πλήρως η επιδοτούμενη δραστηριότητα της Sernam.

297    Ως εκ τούτου, εσφαλμένως η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, εν προκειμένω, η πώληση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam στον ίδιο αγοραστή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως ισοδύναμο των μέτρων προσανατολισμού προς τη δραστηριότητα της TBE και απεμπλοκής από τις δραστηριότητες της οδικής μεταφοράς.

298    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 217 της αποφάσεως Sernam 2, η εξακολούθηση ακριβώς της Sernam υπό την προηγούμενη της μεταβιβάσεως νομική μορφή της θα δικαιολογούσε την τήρηση των αντισταθμιστικών μέτρων του άρθρου 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως Sernam 2.

299    Ωστόσο, από τις σκέψεις 191 και 192 ανωτέρω προκύπτει ότι το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί, δεδομένου ότι το στοιχείο που δικαιολογεί την τήρηση των όρων του άρθρου 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως Sernam 2 είναι η διατήρηση στην αγορά της οικονομικής δραστηριότητας του αποδέκτη της ενισχύσεως αναδιαρθρώσεως και όχι μόνη η διατήρηση της νομικής του προσωπικότητας.

300    Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, αν η Επιτροπή θεωρούσε την πώληση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam ως ισοδύναμο των αντισταθμιστικών μέτρων του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2, έπρεπε να διευκρινίσει στην εν λόγω απόφαση ότι μια μεταβίβαση σε αρνητική τιμή δεν θα ήταν αποδεκτή, στο μέτρο που είχε πλήρη γνώση της οικονομικής καταστάσεως της Sernam και έπρεπε να θεωρεί πιθανό ένα τέτοιο ενδεχόμενο.

301    Το επιχείρημα αυτό πρέπει επίσης να απορριφθεί. Στο μέτρο που ο όρος περί πωλήσεως όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού απέκλειε τα στοιχεία του παθητικού, το ενδεχόμενο πωλήσεως σε αρνητική τιμή στην προκειμένη περίπτωση αποκλειόταν εξ ορισμού, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 154 έως 158 ανωτέρω.

302    Ως εκ τούτου, η πρώτη αιτίαση που στρέφεται κατά της αιτιολογικής σκέψεως 155 της προσβαλλομένης αποφάσεως (βλ. σκέψη 287 ανωτέρω) πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως, η οποία στρέφεται κατά της αιτιολογικής σκέψεως 155 της προσβαλλομένης αποφάσεως και με την οποία προβάλλεται ότι η εφαρμογή ενός αντισταθμιστικού μέτρου απόκειται στον αποδέκτη της ενισχύσεως ή, έστω, στο κράτος‑μέτοχο, όχι, όμως, στο κράτος ως φορέα δημόσιας εξουσίας

303    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, εν πάση περιπτώσει, στην περίπτωση της εφαρμογής ενός αντισταθμιστικού μέτρου που έχει διαταχθεί με απόφαση της Επιτροπής, το κόστος του αντισταθμιστικού μέτρου βαρύνει την επιχείρηση που έλαβε την ενίσχυση αναδιαρθρώσεως και όχι το κράτος ως φορέα δημόσιας εξουσίας.

304    Η προσφεύγουσα και η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζουν επίσης ότι, όταν μια δημόσια επιχείρηση αποφασίζει να πωλήσει μία από τις θυγατρικές της ή όλα ή μερικά από τα στοιχεία του ενεργητικού της κατ’ εφαρμογήν αποφάσεως της Επιτροπής, η εν λόγω δημόσια επιχείρηση και, ενδεχομένως, μέσω αυτής, το κράτος ενεργεί με την ιδιότητα του μετόχου. Κατά συνέπεια, λαμβανομένης υπόψη της φύσεως, του αντικειμένου και του σκοπού τους, τα επίδικα μέτρα συνιστούν επένδυση ανάλογη με εκείνη ενός ιδιώτη επενδυτή.

305    Στην προκειμένη περίπτωση επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, σε αντίθεση με όσα προβάλλουν η προσφεύγουσα και η Γαλλική Δημοκρατία, η πώληση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2 δεν αποτελούσε απόφαση στην οποία θα κατέληγε ένας επενδυτής υπό «συνήθεις» συνθήκες της αγοράς, με προοπτική μεγιστοποιήσεως του κέρδους ή ελαχιστοποιήσεως των ζημιών σύμφωνη με την οικονομική λογική.

306    Πράγματι, η λογική στην οποία στηρίζονται τα αντισταθμιστικά μέτρα του άρθρου 3 της αποφάσεως Sernam 2 αποσκοπούσε στην πρόληψη κάθε υπέρμετρης στρεβλώσεως του ανταγωνισμού οφειλόμενης στη χορήγηση της ενισχύσεως αναδιαρθρώσεως η οποία κρίθηκε συμβατή υπό όρους με την εσωτερική αγορά από την απόφαση Sernam 2.

307    Τα εν λόγω αντισταθμιστικά μέτρα μπορούσαν, επομένως, να εξαναγκάσουν τόσο την αποδέκτρια της ενισχύσεως επιχείρηση όσο και τον μέτοχό της σε λύση η οποία δεν θα ήταν η βέλτιστη από άποψη καθαρά οικονομικής αποδόσεως, ενδεχόμενο που δεν θα αντιμετώπιζε ένας ιδιώτης επενδυτής σε μια «συνήθη» κατάσταση της αγοράς.

308    Εν προκειμένω, η πώληση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam ως αντισταθμιστικό μέτρο σήμαινε ότι θα πωλούνταν στοιχεία του ενεργητικού που είχαν θετική αξία, τα οποία η αποδέκτρια της ενισχύσεως δεν θα πωλούσε κατ’ ανάγκην με βάση εκτιμήσεις οικονομικής λογικής.

309    Ως εκ τούτου, η αντισταθμιστική λογική της πωλήσεως όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam, της οποίας υπόμνηση γίνεται στην αιτιολογική σκέψη 155 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ήταν διαφορετική από τη λογική ενός ιδιώτη επιχειρηματία ο οποίος επιδιώκει τη μεγιστοποίηση των κερδών του ή, στην προκειμένη περίπτωση, την ελαχιστοποίηση των ζημιών του.

310    Εξάλλου, από την προηγηθείσα εξέταση του τρίτου, τέταρτου και έκτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι, σύμφωνα με τη διατύπωση του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2, δεν επρόκειτο για την πώληση στο σύνολό της μιας εταιρίας που παρουσίαζε ελλείμματα, αλλά μόνον των στοιχείων του ενεργητικού της που είχαν θετική οικονομική αξία. Στην προκειμένη περίπτωση, η προσφορά της διοικήσεως περιλάμβανε απαιτήσεις ανακεφαλαιοποιήσεως, παραιτήσεως από αξιώσεις, καθώς και εγγυήσεων εκ μέρους του πωλητή, διότι είχε πωληθεί το σύνολο της Sernam και υπήρχε ανάγκη χρηματοδοτήσεως. Επομένως, τα επίδικα μέτρα αποτελούν άμεση συνέπεια της παραβάσεως του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2 και, ως εκ τούτου, δεν έχουν καμιά σχέση με την εφαρμογή του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή.

311    Κατά συνέπεια, η δεύτερη αιτίαση, η οποία στρέφεται κατά της αιτιολογικής σκέψεως 155 της προσβαλλομένης αποφάσεως, πρέπει να απορριφθεί.

312    Υπό τις συνθήκες αυτές, παρέλκει πλέον η εξέταση των λοιπών επιχειρημάτων που σχετίζονται με τον πρώτο λόγο τον οποίον προέβαλε η Επιτροπή για να δικαιολογήσει την αδυναμία εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή και ο οποίος αντλείται από το λεγόμενο πλαίσιο «ανακτήσεως» των κρατικών ενισχύσεων.

313    Κατόπιν των ανωτέρω, το πρώτο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του δεύτερου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται ότι κανένα από τα επίδικα μέτρα δεν συνιστούσε πλεονέκτημα υπέρ της Sernam Xpress- Financière Sernam

314    Η προσφεύγουσα αμφισβητεί κατ’ ουσίαν ότι η ανακεφαλαιοποίηση και η παραίτηση από αξιώσεις παρείχαν πλεονέκτημα στη Sernam Xpress‑Financière Sernam. Όσον αφορά τις εγγυήσεις, προβάλλει, κατ’ αρχάς, έλλειψη αιτιολογίας, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμιά αναφορά στο αν οι εγγυήσεις αυτές αποκλίνουν από τις συνήθεις συνθήκες μεταβιβάσεως από έναν ιδιώτη πωλητή. Στη συνέχεια, υποστηρίζει, επικουρικώς, ότι ένας ιδιώτης πωλητής θα είχε χορηγήσει κάθε εγγύηση. Τέλος, υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι οι εγγυήσεις αυτές δεν παρείχαν πλεονεκτήματα στη Sernam Xpress‑Financière Sernam, καθώς αφορούσαν μικρά ποσά και τελικώς δεν εφαρμόστηκαν.

315    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η ανακεφαλαιοποίηση της Sernam με σκοπό τη μεταβίβαση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της δεν παρείχε κανένα πλεονέκτημα στη Financière Sernam, ή σε οποιαδήποτε από τις επιχειρήσεις, καθόσον η μεταβίβαση αυτή πραγματοποιήθηκε σε τιμή της αγοράς.

316    Διαπιστώνεται ότι η Επιτροπή δεν αποφάνθηκε στην προσβαλλόμενη απόφαση σε σχέση με ενδεχόμενο πλεονέκτημα προς τη Financière Sernam ως αγοράστρια των μεριδίων της Sernam Xpress, αλλά ως διάδοχο της Sernam Xpress μετά τη μεταξύ τους συγχώνευση.

317    Συγκεκριμένα, η Επιτροπή διευκρίνισε συναφώς, στην αιτιολογική σκέψη 159 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι εφόσον η Sernam Xpress και η Financière Sernam «συγχωνεύθηκαν στη συνέχεια, δεν [ήταν] αναγκαίο να γίνει διάκριση ανάμεσα στα πλεονεκτήματα που παρασχέθηκαν στη μία ή την άλλη». Εφάρμοσε, δε, τη συλλογιστική αυτή σε όλα τα επίδικα μέτρα, μεταξύ των οποίων και η ανακεφαλαιοποίηση.

318    Επιπλέον, η αιτιολογική σκέψη 172 της προσβαλλομένης αποφάσεως έχει ως εξής:

«Στην αιτιολογική σκέψη 164 της απόφασης για την κίνηση διαδικασίας, η Επιτροπή εξέτασε ακόμη αν η αρνητική τιμή που “κατέβαλε” η Financière Sernam αντιστοιχούσε πράγματι στην αγοραία αξία. Ως προς αυτό, η Επιτροπή επισημαίνει ότι, στο μεταξύ, πραγματοποιήθηκε η συγχώνευση ανάμεσα στη Sernam Xpress και τη Financière Sernam, και ότι μια πιθανή ενίσχυση στη Financière Sernam που συνίσταται σε μια υπερβολικά υψηλή αρνητική τιμή δεν υπερέβαινε τα 57 εκατ. ευρώ της ενίσχυσης την οποία εισέπραξε η Sernam Xpress ως νέα ενίσχυση. Συνεπώς, δεν είναι πλέον αναγκαίο να αποφανθεί για το ζήτημα μιας πιθανής ενίσχυσης στον αγοραστή».

319    Όσον αφορά τη Sernam, η ανακεφαλαιοποίησή της παρέχει σε αυτή αδιαμφισβήτητο οικονομικό πλεονέκτημα σε σχέση με τους ανταγωνιστές της. Εξάλλου, από την εξέταση του πρώτου σκέλους του έκτου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι, στη συγκεκριμένη επίδικη περίπτωση, ορθώς η Επιτροπή δεν συνέκρινε τη συμπεριφορά του κράτους με εκείνη ενός ιδιώτη επενδυτή υπό συνήθεις συνθήκες της αγοράς. Ως εκ τούτου, το οικονομικό πλεονέκτημα που αντιπροσωπεύει η ανακεφαλαιοποίηση αυτή πρέπει να θεωρηθεί ως κρατική ενίσχυση, υπό την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ.

320    Εξάλλου, από τον πέμπτο λόγο ακυρώσεως προκύπτει ότι υφίσταται οικονομική συνέχεια μεταξύ της Sernam και της Sernam Xpress και ότι, κατά συνέπεια, το πλεονέκτημα που συνδέεται με την ανακεφαλαιοποίηση μεταβιβάστηκε στη Sernam Xpress. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η τιμή πωλήσεως συνιστούσε αγοραία τιμή, αυτό δεν θα εμπόδιζε τη Sernam Xpress, ως προς την οποία αποδείχθηκε ανωτέρω ότι εξακολουθούσε να ασκεί τις δραστηριότητες της Sernam τις οποίες αφορούσαν οι χορηγηθείσες κρατικές ενισχύσεις, να διατηρήσει το πλεονέκτημα που προέκυπτε από το σύνολο των επίδικων κρατικών ενισχύσεων, μεταξύ των οποίων και η ανακεφαλαιοποίηση ύψους 57 εκατομμυρίων ευρώ (βλ. συναφώς απόφαση SMI, σκέψη 52 ανωτέρω, EU:C:2004:238, σκέψεις 80 και 81).

321    Διαπιστώνεται, επομένως, ότι ορθώς η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 160 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι «[μ]ε την ανακεφαλαιοποίηση της [Sernam] από την [προσφεύγουσα] με 57 εκατ. ευρώ, η [Sernam] αποκόμισε σημαντικό οικονομικό πλεονέκτημα που δεν διέθεταν οι ανταγωνιστές της» και ότι «[τ]ο πλεονέκτημα αυτό μεταβιβάστηκε στη συνέχεια με τα άλλα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού στη Sernam Xpress».

322    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα, καθόσον έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 162 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η παραίτηση της προσφεύγουσας από αξιώσεις της ύψους 38,5 εκατομμυρίων ευρώ έναντι της Sernam παρείχε πλεονέκτημα στη Sernam Xpress ή στη Financière Sernam, λόγω του ότι ενέγραψε την οφειλή στο παθητικό εκκαθαρίσεως της Sernam και του ότι δεν ήταν πιστώτρια της Sernam Xpress ή της Financière Sernam.

323    Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί, καθόσον η προσφεύγουσα ήταν πιστώτρια της Sernam και από την εξέταση του πέμπτου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι υπήρχε οικονομική συνέχεια μεταξύ της Sernam και της Sernam Xpress και, στη συνέχεια, μετά τη συγχώνευσή τους, μεταξύ της Sernam Xpress και της Financière Sernam. Υπό τις συνθήκες αυτές, η εγγραφή των εν λόγω αξιώσεων στο παθητικό εκκαθαρίσεως της Sernam ισοδυναμεί με παροχή πλεονεκτήματος στη Sernam Xpress και, ακολούθως, στη Financière Sernam.

324    Τρίτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 163 έως 171 της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν αιτιολόγησε το σκεπτικό της όσον αφορά τις εγγυήσεις που χορηγήθηκαν από την προσφεύγουσα κατά τη μεταβίβαση «όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού» της Sernam, καθώς η προσβαλλόμενη απόφαση δεν περιέχει καμιά αναφορά στο αν οι εγγυήσεις αυτές αποκλίνουν από τις συνήθεις συνθήκες μεταβιβάσεως από έναν ιδιώτη. Η προσφεύγουσα διευκρινίζει συναφώς ότι οι μεταβιβάσεις (είτε πρόκειται για στοιχεία του ενεργητικού είτε για επιχειρήσεις) συνοδεύονται κατά κανόνα από εγγυήσεις και ότι το ερώτημα που τίθεται προκειμένου να θεωρηθούν οι εν λόγω εγγυήσεις ως κρατικές ενισχύσεις είναι εντάσσονται στο πλαίσιο της συμπεριφοράς ιδιώτη επιχειρηματία σε οικονομία της αγοράς (εν προκειμένω «ιδιώτη πωλητή» σε οικονομία της αγοράς). Η προσφεύγουσα θεωρεί ότι οι εγγυήσεις του παθητικού μπορούν να αποτελέσουν κρατική ενίσχυση μόνον εάν προσφέρονται υπό όρους που δεν θα γίνονταν δεκτοί από ιδιώτη πωλητή σε οικονομία της αγοράς.

325    Σύμφωνα με την ανακοίνωση της Επιτροπής για την εφαρμογή των άρθρων [107 ΣΛΕΕ] και [108 ΣΛΕΕ] στις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων (ΕΕ 2000, C 71, σ. 14), οι εγγυήσεις που παρέχονται άμεσα από το κράτος, καθώς και οι εγγυήσεις που παρέχονται από επιχειρήσεις στις οποίες οι δημόσιες αρχές ασκούν δεσπόζουσα επιρροή, μπορούν, όπως και άλλες μορφές δυνητικών ενισχύσεων, να συνιστούν κρατική ενίσχυση.

326    Διαπιστώνεται, κατ’ αρχάς, ότι η Επιτροπή, στις αιτιολογικές σκέψεις 152 έως 158 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αιτιολόγησε την απόρριψη της εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή σε όλα γενικώς τα επίδικα μέτρα. Δεν ήταν, επομένως, αναγκαίο η Επιτροπή να προσθέσει ειδική αιτιολογία σε σχέση με τις εγγυήσεις. Ως εκ τούτου, δεν διαπιστώνεται έλλειψη αιτιολογίας ως προς το σημείο αυτό. Επιπλέον, το πλεονέκτημα που αντιπροσωπεύει καθεμιά από τις εγγυήσεις αυτές υπέρ της Sernam Xpress (και, λόγω της συγχωνεύσεως, υπέρ της Financière Sernam) αιτιολογείται δεόντως στις αιτιολογικές σκέψεις 164 έως 171 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

327    Στη συνέχεια, από τις σκέψεις 293 έως 313 ανωτέρω προκύπτει ότι ορθώς η Επιτροπή δεν εφάρμοσε το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή στα επίδικα μέτρα στα οποία περιλαμβάνονται οι εγγυήσεις. Κατά συνέπεια, τα επιχειρήματα που προέβαλε επικουρικώς η προσφεύγουσα προκειμένου να αποδείξει ότι ένας ιδιώτης επενδυτής θα είχε επίσης χορηγήσει κάθε εγγύηση δεν μπορούν να γίνουν δεκτά.

328    Τέλος, τα λοιπά επιχειρήματα της προσφεύγουσας, με τα οποία αμφισβητείται το γεγονός ότι καθεμιά από τις εγγυήσεις θα μπορούσε να έχει παράσχει πλεονέκτημα υπέρ της Sernam Xpress-Financière Sernam, πρέπει να απορριφθούν για τους ακόλουθους λόγους.

 Όσον αφορά την εγγύηση για τη διευθέτηση των εγκαταστάσεων στο Valentοn και την εγγύηση καλύψεως της αυξήσεως των μισθωμάτων των νέων εγκαταστάσεων εκμεταλλεύσεως

329    Η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η εγγύηση που αφορούσε τη διευθέτηση των εγκαταστάσεων στο Valentοn, η οποία ήταν αναγκαία για την εκμετάλλευση της TBE, διότι σε περίπτωση καθυστερήσεως των εργασιών θα έπρεπε να καταβληθεί πρόστιμο 1 εκατομμύριο ευρώ, καθώς και η εγγύηση που αφορούσε την κάλυψη της αυξήσεως των μισθωμάτων των νέων εγκαταστάσεων εκμεταλλεύσεως μέχρι την κατ’ ανώτατο όριο διαφορά των 3 εκατομμυρίων ευρώ και για περιορισμένη διάρκεια τριών ετών, αφορούσαν περιορισμένο ποσό και δεν τέθηκαν σε εφαρμογή.

330    Κατ’ αρχάς, ορθώς η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 164 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι οι εν λόγω εγγυήσεις παρείχαν πλεονέκτημα, καθώς, χωρίς αυτές, οι Sernam Xpress‑Financière Sernam θα έπρεπε να επιβαρυνθούν οι ίδιες με τις σχετικές δαπάνες.

331    Στη συνέχεια, όσον αφορά την επιχειρηματολογία της προσφεύγουσας περί περιορισμένου ύψους των επίδικων ενισχύσεων, υπενθυμίζεται ότι, κατά πάγια νομολογία, το σχετικά χαμηλό ύψος μιας ενισχύσεως ή το σχετικά μέτριο μέγεθος της επιχειρήσεως που λαμβάνει την ενίσχυση δεν αποκλείουν a priοri τη δυνατότητα επηρεασμού του εμπορίου μεταξύ των κρατών μελών (βλ. απόφαση της 24ης Ιουλίου 2003, Altmark Trans και Regierungspräsidium Magdeburg, C‑280/00, Συλλογή, EU:C:2003:415, σκέψη 81 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· βλ. επίσης, συναφώς, απόφαση της 4ης Απριλίου 2001, Regiοne Autοnοma Friuli-Venezia Giulia κατά Ιταλίας, T‑288/97, Συλλογή, EU:T:2001:115, σκέψη 44 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

332    Τέλος, επισημαίνεται ότι, σύμφωνα με το σημείο 2.1.2 της ανακοινώσεως για τις κρατικές ενισχύσεις με τη μορφή εγγυήσεων, η οποία μνημονεύθηκε στη σκέψη 325 ανωτέρω, το γεγονός ότι οι εγγυήσεις αυτές δεν καταβλήθηκαν δεν ασκεί επιρροή στον χαρακτηρισμό τους ως πλεονεκτήματος, δεδομένου ότι η ενίσχυση χορηγείται κατά τον χρόνο κατά τον οποίον παρέχεται η εγγύηση και όχι όταν η εγγύηση καταπίπτει ή όταν πραγματοποιούνται πληρωμές.

333    Επιπλέον, πρέπει να απορριφθεί το επιχείρημα της προσφεύγουσας σύμφωνα με το οποίο η εγγύηση που αφορά τη διευθέτηση των εγκαταστάσεων στο Valentοn απέρρεε από τη βούλησή της να αποκτήσει άλλες εγκαταστάσεις, στο μέτρο που η προσφεύγουσα μπορούσε να απαιτήσει τη μετεγκατάσταση στο Valentοn (Γαλλία), χωρίς, ωστόσο, να παράσχει εγγύηση σχετική με την εκτέλεση των εργασιών διευθετήσεως των εγκαταστάσεων αυτών.

 Όσον αφορά την εγγύηση της βιωσιμότητας της TBE και της προσβάσεως σε αυτήν

334    Όσον αφορά την εγγύηση της βιωσιμότητας της TBE και της προσβάσεως σε αυτήν, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι δεν είχε αποκλειστικό χαρακτήρα και, επομένως, δεν παρείχε κανένα πλεονέκτημα στη Sernam Xpress σε σχέση με τους ανταγωνιστές της.

335    Ωστόσο, επισημαίνεται ότι η Επιτροπή ορθώς έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 165 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η εγγύηση αυτή μείωνε σημαντικά τον κίνδυνο των Sernam Xpress‑Financière Sernam, γεγονός που συνιστά πλεονέκτημα. Επισημαίνεται συναφώς ότι η προσφεύγουσα δεν υποστηρίζει ότι η TBE χρησιμοποιείται στην πράξη και από άλλες επιχειρήσεις. Εξάλλου, από την αιτιολογική σκέψη 163 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η εγγύηση αυτή οδήγησε στην πραγματική καταβολή 3 εκατομμυρίων ευρώ από την προσφεύγουσα στη Sernam Xpress, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται. Ως εκ τούτου, δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς την ύπαρξη πλεονεκτήματος υπέρ της Sernam Xpress σε σχέση με τους ανταγωνιστές της.

 Όσον αφορά την παράταση για τρία έτη της εγγυήσεως επαναπροσλήψεως των εργαζομένων στον όμιλο της προσφεύγουσας

336    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αιτιολογική σκέψη 169 της προσβαλλομένης αποφάσεως, σύμφωνα με την οποία η παράταση για τρία έτη της εγγυήσεως επαναπροσλήψεως των εργαζομένων στον όμιλό της καθιστούσε ελκυστικότερο το να παραμείνει κάποιος εργαζόμενος στη Sernam Xpress, θεωρεί αποδεδειγμένο το αποδεικτέο, χωρίς αιτιολογία.

337    Επιβάλλεται, ωστόσο, η διαπίστωση ότι η Επιτροπή αιτιολόγησε επαρκώς κατά νόμον, στις αιτιολογικές σκέψεις 169 και 171 της προσβαλλομένης αποφάσεως, την ύπαρξη πλεονεκτήματος για τη Sernam Xpress, το οποίο έγκειται στο γεγονός ότι η εν λόγω εγγύηση καθιστούσε ελκυστικότερο το να παραμείνει κάποιος εργαζόμενος στη Sernam Xpress κατά τη διάρκεια της εν λόγω περιόδου και ότι παρείχε στη Sernam Xpress τη δυνατότητα να διατηρήσει εργαζομένους χωρίς να είναι αναγκασμένη να επωμισθεί επιπλέον κόστος. Το πλεονέκτημα, επομένως, δεν συνίστατο στο σύνολο των μισθών που θα κατέβαλε, αλλά στην διαφορά που αντιστοιχεί στην αύξηση των μισθών που θα έπρεπε να καταβάλει η Sernam Xpress για να διατηρήσει τους εργαζομένους αυτούς, αν δεν υπήρχε η εν λόγω εγγύηση.

338    Κατά συνέπεια, το δεύτερο σκέλος του έκτου λόγου ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

339    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό του.

4.     Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα και του ισχυρισμού της Γαλλικής Δημοκρατίας περί προσβολής των αντίστοιχων δικαιωμάτων τους άμυνας

340    Με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, η προσφεύγουσα προσάπτει κατ’ ουσίαν στην Επιτροπή ότι, με την προσβαλλόμενη απόφαση, διατύπωσε μια θέση που δεν περιλαμβανόταν στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας και επί της οποίας δεν δόθηκε στην ίδια η δυνατότητα να υποβάλει λυσιτελώς τις παρατηρήσεις της. Παραπέμπει, δε, στις αιτιολογικές σκέψεις 154 έως 158 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατ με τις οποίες το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην επίδικη υπόθεση.

341    Η Γαλλική Δημοκρατία υποστηρίζει με αυτοτελή ισχυρισμό ότι αυτή η απόκλιση μεταξύ της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας και της προσβαλλομένης αποφάσεως συνιστά προσβολή και των δικών της δικαιωμάτων άμυνας.

342    Η Επιτροπή αμφισβητεί τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας και υποστηρίζει ότι ο ισχυρισμός που προβάλλει η Γαλλική Δημοκρατία είναι προδήλως απαράδεκτος και, εν πάση περιπτώσει, αβάσιμος.

343    Όταν προκύπτει ότι ένας ισχυρισμός της παρεμβαίνουσας του οποίου η σύνδεση προς το αντικείμενο της διαφοράς είναι αμφισβητήσιμη πρέπει εν πάση περιπτώσει να απορριφθεί ως απαράδεκτος εξ άλλου λόγου ή ως αβάσιμος, ο δικαστής έχει την ευχέρεια να απορρίψει τον ισχυρισμό αυτόν χωρίς να αποφανθεί επί του ζητήματος αν η παρεμβαίνουσα υπερέβη τον ρόλο της που έγκειται στην υποστήριξη των αιτημάτων των κυρίων διαδίκων (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 15ης Ιουνίου 2005, Regiοne autοnοma della Sardegna κατά Επιτροπής, T‑171/02, Συλλογή, EU:T:2005:219, σκέψη 155 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

344    Εν προκειμένω, για λόγους οικονομίας της δίκης, το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι είναι σκόπιμο να εξετάσει τον προβαλλόμενο από τη Γαλλική Δημοκρατία ισχυρισμό περί προσβολής των δικαιωμάτων της άμυνας, χωρίς να αποφανθεί προηγουμένως επί της ενστάσεως που προβάλλει η Επιτροπή όσον αφορά το παραδεκτό του λόγου αυτού, καθώς τα εν λόγω επιχειρήματα δεν καθιστούν εν τέλει δυνατό για τους λόγους που εκτίθενται κατωτέρω, να αποδειχθεί ότι η Επιτροπή προσέβαλε με την προσβαλλόμενη απόφαση τα δικαιώματα άμυνας του κράτους μέλους. Στη συνέχεια, θα εξεταστεί ο πρώτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα, με τον οποίον επικρίνεται η ίδια απόκλιση μεταξύ της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας και της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί του ισχυρισμού της Γαλλικής Δημοκρατίας περί προσβολής των δικαιωμάτων της άμυνας

345    Η Γαλλική Δημοκρατία επικρίνει κατ’ ουσίαν το γεγονός ότι, κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, αλλά και καθ’ όλη τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας, μέχρι το τελευταίο της στάδιο, η Επιτροπή ουδέποτε θεώρησε ούτε άφησε να εννοηθεί ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή δεν έχει εφαρμογή στην επίδικη υπόθεση. Οι γαλλικές αρχές δεν ήταν σε θέση να υποβάλουν παρατηρήσεις επί της δυνατότητας εφαρμογής στην επίδικη υπόθεση του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, όπως αυτό διατυπώθηκε στην απόφαση Γερμανία κατά Επιτροπής, σκέψη 283 ανωτέρω (EU:C:2003:55)· αντιθέτως, ερωτήθηκαν κυρίως σχετικά με τις προϋποθέσεις εφαρμογής της συγκρίσεως του κόστους μεταβιβάσεως των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam και του κόστους εκκαθαρίσεώς της. Στην προσβαλλόμενη απόφαση, όμως, η Επιτροπή υποστήριξε αιφνιδίως και απροσδόκητα ότι η σύγκριση αυτή δεν ασκούσε εν προκειμένω επιρροή, διότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή δεν μπορούσε να εφαρμοστεί υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της επίδικης υποθέσεως. Παραλείποντας να ενημερώσει τη Γαλλική Δημοκρατία σχετικά με τη ριζική μεταβολή της εκτιμήσεώς της κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, η Επιτροπή στέρησε από τη Γαλλική Δημοκρατία τη δυνατότητα να αντικρούσει, κατά την επίσημη διαδικασία εξετάσεως, τη θέση του εν λόγω οργάνου σχετικά με τον χαρακτηρισμό ως κρατικών ενισχύσεων, κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, των μέτρων του πρωτοκόλλου συμφωνίας της 21ης Ιουλίου 2005 σχετικά με την πώληση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam.

346    Με τις παρατηρήσεις της επί του υπομνήματος παρεμβάσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας, η προσφεύγουσα ανέφερε ότι υποστήριζε τον ισχυρισμό της πρώτης περί προσβολής των δικαιωμάτων της άμυνας ως κράτους μέλους.

347    Κατά τη νομολογία, ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας σε κάθε διαδικασία που κινείται κατά ενός προσώπου, η οποία είναι δυνατόν να καταλήξει στην έκδοση βλαπτικής πράξεως, συνιστά θεμελιώδη αρχή του κοινοτικού δικαίου και πρέπει να εξασφαλίζεται ακόμη και αν δεν υπάρχει ειδική ρύθμιση (βλ. απόφαση της 21ης Μαρτίου 1990, Βέλγιο κατά Επιτροπής, C‑142/87, Συλλογή, EU:C:1990:125, σκέψη 46 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η αρχή αυτή απαιτεί να παρέχεται στο οικείο κράτος η δυνατότητα να καθιστά λυσιτελώς γνωστή την άποψή του επί των στοιχείων επί των οποίων στήριξε την κρίση της η Επιτροπή (βλ., συναφώς και κατ’ αναλογίαν, προπαρατεθείσα απόφαση Βέλγιο κατά Επιτροπής, EU:C:1990:125, σκέψη 47).

348    Σύμφωνα με το άρθρο 6 του κανονισμού 659/1999, όταν η Επιτροπή αποφασίζει να κινήσει την επίσημη διαδικασία εξετάσεως, η απόφαση περί κινήσεώς της μπορεί να περιορίζεται στην επανάληψη των πρόσφορων πραγματικών και νομικών στοιχείων, στην παράθεση προσωρινής εκτιμήσεως του επίδικου κρατικού μέτρου με σκοπό να προσδιοριστεί αν το μέτρο ενέχει χαρακτήρα ενισχύσεως και στην παράθεση των λόγων που γεννούν αμφιβολίες ως προς το συμβατό του με την εσωτερική αγορά (αποφάσεις της 23ης Οκτωβρίου 2002, Diputación Fοral de Guipúzcοa κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑269/99, T‑271/99 και T‑272/99, Συλλογή, EU:T:2002:258, σκέψη 104, και της 22ας Οκτωβρίου 2008, TV2/Danmark κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑309/04, T‑317/04, T‑329/04 και T‑336/04, Συλλογή, EU:T:2008:457, σκέψη 138).

349    Επισημαίνεται ότι η επίσημη διαδικασία εξετάσεως παρέχει τη δυνατότητα εμβαθύνσεως στα ζητήματα που τίθενται με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, καθώς και διευκρινίσεώς τους (απόφαση της 4ης Μαρτίου 2009, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑424/05, EU:T:2009:49, σκέψη 69).

350    Από το άρθρο 7 του κανονισμού 659/1999 προκύπτει ότι, μετά την περάτωση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, η εκ μέρους της Επιτροπής ανάλυση ενδέχεται να έχει μεταβληθεί, καθόσον αυτή μπορεί να αποφασίσει, εν τέλει, ότι το μέτρο δεν συνιστά ενίσχυση ή ότι διαλύθηκαν οι αμφιβολίες ως προς το συμβατό του εν λόγω μέτρου με την εσωτερική αγορά. Συνεπώς, η τελική απόφαση μπορεί να εμφανίζει ορισμένες αποκλίσεις έναντι της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, χωρίς, ωστόσο, οι αποκλίσεις αυτές να καθιστούν ελαττωματική την τελική απόφαση (αποφάσεις Ιταλία κατά Επιτροπής, σκέψη 349 ανωτέρω, EU:T:2009:49, σκέψη 69, και της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Κάτω Χώρες και NΟS κατά Επιτροπής, T‑231/06 και T‑237/06, Συλλογή, EU:T:2010:525, σκέψη 50).

351    Στην προκειμένη περίπτωση, διαπιστώνεται ότι, στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή ανέφερε, μεταξύ άλλων στα σημεία 131 έως 133 και 166 της εν λόγω αποφάσεως, ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η ανακεφαλαιοποίηση και η παραίτηση από αξιώσεις συνιστούσαν κρατικές ενισχύσεις, προτίθετο να εφαρμόσει το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή τύπου «Gröditzer» και να προβεί στη σύγκριση του κόστους της πράξεως που προβλεπόταν από το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2 με το κόστος που θα είχε για την προσφεύγουσα μια εκκαθάριση της Sernam.

352    Εντούτοις, επισημαίνεται, κατά πρώτον, ότι τα σημεία 141 και 142 της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας καθιστούσαν σαφές ότι η συλλογιστική αυτή όσον αφορά τον χαρακτηρισμό των μέτρων ως νέας ενισχύσεως είχε προκαταρκτικό χαρακτήρα, όπως αποδεικνύεται από τη χρήση της εκφράσεως «στο στάδιο αυτό». Το γεγονός ότι άλλα χωρία της αποφάσεως εκφράζουν μεγαλύτερη βεβαιότητα δεν αναιρεί το συμπέρασμα αυτό, ιδίως υπό το πρίσμα του σκοπού της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας και του προκαταρκτικού χαρακτήρα της εξετάσεως που πραγματοποιήθηκε με αυτήν.

353    Στο πλαίσιο αυτό, μολονότι η Επιτροπή έκρινε αναγκαία τη συλλογή πληροφοριών σχετικά με το κόστος της εκκαθαρίσεως της Sernam, το συμπέρασμα που διατυπώνει στο σημείο 140 της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, σύμφωνα με το οποίο θα έπρεπε να διαπιστωθεί αν το συνολικό κόστος ανακεφαλαιοποιήσεως ήταν μεγαλύτερο ή μικρότερο από το υποθετικό κόστος εκκαθαρίσεως της Sernam, πρέπει να τοποθετηθεί στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως και των σκοπών της, να παρασχεθεί, δηλαδή, στα ενδιαφερόμενα μέρη η δυνατότητα ακροάσεως και στην Επιτροπή η δυνατότητα να διαφωτιστεί πλήρως ως προς όλα τα δεδομένα της υποθέσεως προτού λάβει την απόφασή της. Η επίσημη διαδικασία εξετάσεως δεν μπορεί να έχει άλλο περιεχόμενο πέραν του ανωτέρω περιγραφομένου, ενώ, ιδίως στο πλαίσιο της διαδικασίας αυτής, η Επιτροπή δεν λαμβάνει οριστική απόφαση προ της λήψεως της τελικής αποφάσεως επί ορισμένων στοιχείων του φακέλου (βλ. συναφώς απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010, ThyssenKrupp Acciai Speciali Terni κατά Επιτροπής, T‑62/08, Συλλογή, EU:T:2010:268, σκέψεις 174 και 175 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

354    Δεύτερον, δεδομένου ότι στην απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας έγινε αναφορά στο ζήτημα του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, προκειμένου να διαπιστωθεί αν η ανακεφαλαιοποίηση και η παραίτηση από αξιώσεις συνιστούσαν πλεονέκτημα κατά την έννοια του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, το κράτος μέλος είχε ήδη από τότε τη δυνατότητα να προβάλει όλα τα επιχειρήματα για να εξηγήσει γιατί έπρεπε να εφαρμοστεί το εν λόγω κριτήριο, ιδίως υπό το πρίσμα των ιδιαίτερων περιστάσεων της επίδικης υποθέσεως. Η Επιτροπή υποστηρίζει συναφώς ότι δεν υπήρχε προηγούμενο εφαρμογής του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή στο πλαίσιο της θέσεως σε εφαρμογή αποφάσεως με την οποία κρατική ενίσχυση κρίνεται υπό όρους συμβατή με την εσωτερική αγορά.

355    Επισημαίνεται επίσης ότι, στο σημείο 161 της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή ανέφερε ότι από τις εγγυήσεις που παρείχε η SNCF θα μπορούσαν να προκύψουν και άλλοι, επιπλέον πόροι στη διάθεση της Sernam Xpress, ιδίως με τη μορφή χρηματοπιστωτικού πλεονεκτήματος.

356    Κατά συνέπεια, υπό το πρίσμα της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, η Γαλλική Δημοκρατία ήταν σε θέση να γνωρίζει το σκεπτικό που οδήγησε την Επιτροπή στην προσωρινή εκτίμηση ότι η ανακεφαλαιοποίηση, η παραίτηση από αξιώσεις και οι εγγυήσεις μπορούσαν να συνιστούν νέες ενισχύσεις ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, καθώς και να γνωστοποιήσει λυσιτελώς την άποψή της επί των στοιχείων στα οποία στήριξε την εκτίμησή της η Επιτροπή.

357    Τρίτον, από καμία διάταξη σχετική με τις κρατικές ενισχύσεις, αλλά ούτε και από τη νομολογία προκύπτει ότι η Επιτροπή οφείλει να ζητεί από τον αποδέκτη δημοσίων πόρων να εκφράσει την άποψή του σχετικά με τη νομική της εκτίμηση όσον αφορά το εξεταζόμενο μέτρο ή ότι υποχρεούται να ενημερώνει το οικείο κράτος μέλος —πολλώ δε μάλλον τον αποδέκτη της ενισχύσεως— για την άποψή της πριν την έκδοση της αποφάσεώς της, όταν έχει καλέσει τους ενδιαφερομένους και το κράτος μέλος να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους (απόφαση της 1ης Ιουλίου 2010, Ιταλία κατά Επιτροπής, T‑53/08, Συλλογή, EU:T:2010:267, σκέψη 123).

358    Τέταρτον, λαμβανομένης υπόψη της αιτιολογίας που διατυπώθηκε σχετικά με την αδυναμία εφαρμογής στην επίδικη υπόθεση του κριτηρίου του ιδιώτη επενδυτή, δηλαδή του πλαισίου ανακτήσεως κρατικών ενισχύσεων (αιτιολογική σκέψη 154 της προσβαλλομένης αποφάσεως) και του ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2 αποτελούσε μέτρο ισοδύναμο με τα αντισταθμιστικά μέτρα της παραγράφου 1 το οποίο δεν τηρήθηκε (αιτιολογική σκέψη 155 της προσβαλλομένης αποφάσεως), διαπιστώνεται ότι, στο στάδιο της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή έπρεπε επίσης να εξακριβώσει αν το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2, καθώς και η ανάκτηση της παράνομης και ασυμβίβαστης με την εσωτερική αγορά ενισχύσεως είχαν τύχει ορθής εφαρμογής. Ως εκ τούτου, κατά τον χρόνο της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, η Επιτροπή δεν ήταν ακόμη σε θέση να αποφανθεί ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στην επίδικη υπόθεση.

359    Κατά συνέπεια, ο λόγος ακυρώσεως περί προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας της Γαλλικής Δημοκρατίας πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα περί προσβολής των δικαιωμάτων της άμυνας

360    Η προσφεύγουσα, υποστηριζόμενη από τη Γαλλική Δημοκρατία, προβάλλει κατ’ ουσίαν δύο αιτιάσεις. Με την πρώτη αιτίασή της, υποστηρίζει ότι η απόκλιση μεταξύ της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας και της προσβαλλομένης αποφάσεως, για την οποία έγινε λόγος στη σκέψη 345 ανωτέρω, συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων της άμυνας. Με τη δεύτερη αιτίασή της, υποστηρίζει ότι η εν λόγω απόκλιση συνιστά προσβολή του δικαιώματός της να υποβάλει ως ενδιαφερόμενο μέρος παρατηρήσεις επί ενός ουσιώδους στοιχείου, βάσει του οποίου συνήχθη το συμπέρασμα ότι ο τρόπος με τον οποίον πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση συνιστούσε κρατική ενίσχυση.

361    Όσον αφορά τα δικονομικά δικαιώματα της προσφεύγουσας, υπενθυμίζεται ότι, σε κάθε περίπτωση, είναι πιο περιορισμένα από εκείνα της Γαλλικής Δημοκρατίας ως εμπλεκόμενου κράτους μέλους στην επίσημη διαδικασία εξετάσεως, σύμφωνα με το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει συναφώς ότι, στο πλαίσιο της διαδικασίας ελέγχου κρατικών ενισχύσεων, οι ενδιαφερόμενοι πέραν του εμπλεκόμενου κράτους μέλους, όπως εν προκειμένω η προσφεύγουσα, έχουν απλώς τη δυνατότητα να αποστέλλουν στην Επιτροπή κάθε πληροφοριακό στοιχείο που θα της ήταν χρήσιμο για τις μελλοντικές της ενέργειες και δεν μπορούν να απαιτήσουν να λάβουν μέρος οι ίδιοι σε διαδικασία αντιπαραθέσεως επιχειρημάτων με την Επιτροπή, όπως αυτή που λαμβάνει χώρα με το εν λόγω κράτος μέλος (βλ. συναφώς απόφαση της 15ης Νοεμβρίου 2011, Επιτροπή και Ισπανία κατά Gοvernment οf Gibraltar και Rοyaume-Uni, C‑106/09 P και C‑107/09 P, Συλλογή, EU:C:2011:732, σκέψεις 180 και 181 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Το δικαίωμα πληροφορήσεως των ενδιαφερομένων δεν υπερβαίνει τα όρια του δικαιώματός τους ακροάσεως από την Επιτροπή. Ειδικότερα, δεν μπορεί να αναβαθμιστεί σε γενικό δικαίωμα να διατυπώνουν την άποψή τους επί όλων των δυνητικώς σημαντικών ζητημάτων που ανακύπτουν κατά την επίσημη διαδικασία εξετάσεως (βλ. απόφαση της 30ής Νοεμβρίου 2009, Γαλλία κατά Επιτροπής, T‑427/04 και T‑17/05, Συλλογή, EU:T:2009:474, σκέψη 149 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

362    Επομένως, λαμβανομένων υπόψη των αρχών αυτών, διαπιστώνεται ότι η προσφεύγουσα δεν μπορεί να επικαλεστεί τα δικαιώματα άμυνας που αναγνωρίζονται στα πρόσωπα κατά των οποίων έχει κινηθεί η διαδικασία, αλλά έχει απλώς το δικαίωμα να μετάσχει στη διοικητική διαδικασία στον βαθμό που κρίνεται κατάλληλος, ανάλογα με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως (αποφάσεις της 25ης Ιουνίου 1998, T‑371/94 και T‑394/94, British Airways κ.λπ. κατά Επιτροπής, Συλλογή, EU:T:1998:140, σκέψη 60, και της 6ης Μαρτίου 2003, T‑228/99 και T‑233/99, Westdeutsche Landesbank Girοzentrale και Land Nοrdrhein-Westfalen κατά Επιτροπής, Συλλογή, EU:T:2003:57, σκέψη 125).

363    Ως εκ τούτου, η αιτίαση της προσφεύγουσας περί προσβολής των δικαιωμάτων της άμυνας πρέπει να απορριφθεί.

364    Όσον αφορά την αιτίαση της προσφεύγουσας περί προσβολής των δικαιωμάτων της ως ενδιαφερόμενου μέρους, επισημαίνεται ότι αυτή είχε τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις στην Επιτροπή επί της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας, η οποία χαρακτήριζε ακριβώς τα επίδικα μέτρα ως ενδεχόμενες κρατικές ενισχύσεις ασυμβίβαστες με την εσωτερική αγορά, και ότι έκανε χρήση της δυνατότητας αυτής. Κατά συνέπεια, η προσφεύγουσα ενημερώθηκε επαρκώς για την ύπαρξη της διαδικασίας εξετάσεως και της δόθηκε η δυνατότητα να υποβάλει όλες τις παρατηρήσεις που θεωρούσε χρήσιμες ως ενδιαφερόμενο μέρος.

365    Στο μέτρο που η παρατηρούμενη απόκλιση μεταξύ της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας και της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της Γαλλικής Δημοκρατίας και που η προσφεύγουσα προβάλλει κατ’ ουσίαν τα ίδια επιχειρήματα με τη Γαλλική Δημοκρατία, διαπιστώνεται ότι η εν λόγω απόκλιση μεταξύ της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας και της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν συνιστά προσβολή ούτε των δικών της δικονομικών δικαιωμάτων ως ενδιαφερόμενου μέρους στη διαδικασία.

366    Ως εκ τούτου, η αιτίαση που αφορά προσβολή του δικαιώματος της προσφεύγουσας να υποβάλει λυσιτελώς παρατηρήσεις ως ενδιαφερόμενο μέρος πρέπει να απορριφθεί.

367    Κατόπιν των ανωτέρω, ο πρώτος λόγος ακυρώσεως τον οποίο προβάλλει η προσφεύγουσα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

5.     Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, περί παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

368    Η προσφεύγουσα προβάλλει κατ’ ουσίαν τρεις αιτιάσεις. Με την πρώτη αιτίαση, υποστηρίζει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, και το άρθρο 4 της αποφάσεως Sernam 2 της δημιούργησαν βάσιμες προσδοκίες ότι μπορούσε να ενεργήσει με τον τρόπο που το έπραξε κατά τη μεταβίβαση των στοιχείων του ενεργητικού και κατά την ανάκτηση των 41 εκατομμυρίων ευρώ της ενισχύσεως που κρίθηκε ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά από την απόφαση Sernam 2. Με τη δεύτερη αιτίαση, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η από 14 Μαρτίου 2006 αίτηση της Επιτροπής για παροχή πληροφοριών σχετικά με το ακριβές κόστος εκκαθαρίσεως της Sernam της δημιούργησε την ασφαλή πεποίθηση ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή επρόκειτο να εφαρμοστεί στη μεταβίβαση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam και ότι, συνεπώς, η μεταβίβαση αυτή δεν θα χαρακτηριζόταν ως κρατική ενίσχυση. Με την τρίτη αιτίαση, η προσφεύγουσα αμφισβητεί κατ’ ουσίαν τις αιτιολογικές σκέψεις 126 και 177 έως 182 της προσβαλλομένης αποφάσεως.

 Επί της πρώτης αιτιάσεως με την οποία προβάλλεται ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, και το άρθρο 4 της αποφάσεως Sernam 2 δημιούργησαν στην προσφεύγουσα βάσιμες προσδοκίες ότι μπορούσε να ενεργήσει με τον τρόπο που το έπραξε κατά τη μεταβίβαση των στοιχείων του ενεργητικού και κατά την ανάκτηση των 41 εκατομμυρίων ευρώ

369    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, και το άρθρο 4 της αποφάσεως Sernam 2 αποτελούσαν «σαφέστατες αρχές» και «ειλημμένες θέσεις» στις οποίες στηρίχθηκε η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της ότι μπορούσε να τις εφαρμόσει, με τον τρόπο που το έπραξε.

370    Κατά πάγια νομολογία, κάθε ιδιώτης στον οποίον θεσμικό όργανο της Ενώσεως δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες έχει το δικαίωμα να επικαλεσθεί την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης [απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Μαρτίου 1987, 265/85, Van den Bergh en Jurgens και Van Dijk Fοοd Prοducts (Lοpik) κατά Επιτροπής, Συλλογή, EU:C:1987:121, σκέψη 44]. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει ότι συντρέχουν σωρευτικώς τρεις προϋποθέσεις. Πρώτον, πρέπει να έχουν δοθεί από τη διοίκηση της Ένωσης στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, άνευ όρων και συγκλίνουσες διασφαλίσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Δεύτερον, οι διασφαλίσεις αυτές πρέπει να μπορούν να δημιουργήσουν θεμιτή προσδοκία σ’ αυτόν προς τον οποίο απευθύνονται. Τρίτον, οι δοθείσες διασφαλίσεις πρέπει να είναι σύμφωνες προς τους ισχύοντες κανόνες (βλ. απόφαση της 30ής Ιουνίου 2005, Brancο κατά Επιτροπής, T‑347/03, Συλλογή, EU:T:2005:265, σκέψη 102 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· αποφάσεις της 23ης Φεβρουαρίου 2006, Cementbοuw Handel & Industrie κατά Επιτροπής, T‑282/02, Συλλογή, EU:T:2006:64, σκέψη 77, και της 30ής Ιουνίου 2009, CPEM κατά Επιτροπής, T‑444/07, Συλλογή, EU:T:2009:227, σκέψη 126).

371    Επισημαίνεται ότι το άρθρο 1 της αποφάσεως Sernam 2 (βλ. σκέψη 14 ανωτέρω) ορίζει ρητώς ότι η κρατική ενίσχυση υπέρ της Sernam, ύψους 503 εκατομμυρίων ευρώ, η οποία είχε εγκριθεί το Μάιο του 2001, είναι συμβιβάσιμη με την κοινή αγορά υπό τους όρους των άρθρων 3 και 4 της ίδιας αποφάσεως.

372    Από τις σκέψεις 118, 278 και 279 ανωτέρω προκύπτει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, και το άρθρο 4 της αποφάσεως Sernam 2 ήταν αρκούντως σαφή όσον αφορά το ότι η πώληση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam δεν επέτρεπε τη μεταβίβαση στοιχείων του παθητικού της και ότι, αν η Sernam ή άλλη εταιρία που θα αποτελούσε την οικονομική συνέχεια της Sernam εξακολουθούσε να υφίσταται στην αγορά, θα επιβαρυνόταν με την επιστροφή των 41 εκατομμυρίων ευρώ, ακόμη και στην περίπτωση που είχε πραγματοποιηθεί μεταβίβαση σε τιμή της αγοράς με διαδικασία διαφανή και ανοικτή σε όλους τους ανταγωνιστές της. Εξάλλου, από την εξέταση του τέταρτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι η προσφεύγουσα εφάρμοσε εσφαλμένα τις δύο αυτές διατάξεις της αποφάσεως Sernam 2.

373    Κατά συνέπεια, το άρθρο 3, παράγραφος 2, και το άρθρο 4 της αποφάσεως Sernam 2 δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν στην προσφεύγουσα δικαιολογημένη εμπιστοσύνη σε σχέση με το ότι μπορούσε να συνενώσει τα στοιχεία του παθητικού της Sernam με τα στοιχεία του ενεργητικού και να περιοριστεί να εγγράψει τα 41 εκατομμύρια ευρώ στο παθητικό εκκαθαρίσεως της Sernam, ενώ υπήρχε οικονομική συνέχεια μεταξύ της Sernam και της Sernam Xpress.

374    Επιπλέον, το άρθρο 3, παράγραφος 2, και το άρθρο 4 της αποφάσεως Sernam 2 έθεταν όρους και, ως εκ τούτου, δεν ήταν δυνατό να παρέχουν συγκεκριμένες και ανεπιφύλακτες διαβεβαιώσεις ότι οι όροι αυτοί θα θεωρείτο ότι τηρήθηκαν. Όπως ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή, η αιτίαση αυτή δεν αφορά τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη καθεαυτήν, αλλά μάλλον τη διαπίστωση της τηρήσεως των όρων του συμβατού που τέθηκαν με την απόφαση Sernam 2.

375    Συνεπώς, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που αφορά το περιεχόμενο της αιτήσεως της 14ης Μαρτίου 2006 για την παροχή πληροφοριών σχετικά με το αναλυτικό κόστος εκκαθαρίσεως της Sernam

376    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η αίτηση της Επιτροπής της 14ης Μαρτίου 2006 για την παροχή πληροφοριών σχετικά με το αναλυτικό κόστος εκκαθαρίσεως της Sernam της δημιούργησε την πεποίθηση ότι η Επιτροπή θα εφάρμοζε το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή τύπου «Gröditzer» σχετικά με τις πωλήσεις σε αρνητική τιμή και ότι, συνεπώς, η μεταβίβαση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam δεν θα χαρακτηριζόταν κρατική ενίσχυση.

377    Πρώτον, επισημαίνεται ότι το έγγραφο της 14ης Μαρτίου 2006 εντασσόταν σε μια προσπάθεια να διαπιστωθεί αν τηρήθηκαν οι όροι της αποφάσεως Sernam 2 και ήταν μεταγενέστερη των ενεργειών της προσφεύγουσας για την εφαρμογή του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2. Κατά συνέπεια, το εν λόγω έγγραφο δεν μπορούσε να θεμελιώσει τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της προσφεύγουσας ότι η προγενέστερη της εν λόγω επιστολής πράξη της δεν συνιστούσε νέα κρατική ενίσχυση.

378    Δεύτερον, σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, μια τέτοια αναφορά περιεχόμενη στο έγγραφο της 14ης Μαρτίου 2006 δεν μπορούσε σε καμιά περίπτωση να της παράσχει συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, κατά τις οποίες, αφενός, το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή θα εφαρμοζόταν πράγματι στην τελική απόφαση της Επιτροπής και, αφετέρου, θα θεωρείτο ότι πληρούται στην επίδικη υπόθεση. Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για μια απλή αίτηση της Επιτροπής για παροχή πληροφοριών, εντασσόμενη στο πλαίσιο μιας προσπάθειας επαληθεύσεως, και όχι για μια ολοκληρωμένη και οριστική ανάλυση των επίδικων μέτρων.

379    Ως εκ τούτου, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της τρίτης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα στις αιτιολογικές σκέψεις 126 και 177 έως 182 της προσβαλλομένης αποφάσεως

380    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή αρνούμενη να δεχθεί, στις αιτιολογικές σκέψεις 177 έως 182 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι είχε δημιουργηθεί στη Γαλλική Δημοκρατία ή στους αποδέκτες της ενισχύσεως δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το ότι η μεταβίβαση ήταν σύμφωνη με την απόφαση Sernam 2, τούτο δε λόγω των ενεργειών των γαλλικών αρχών έναντι της Επιτροπής, υπέπεσε σε σφάλμα.

381    Το Γενικό Δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να εξετάσει στο πλαίσιο και της παρούσας αιτιάσεως ορισμένα από τα επιχειρήματα που προβλήθηκαν στο πλαίσιο του έκτου σκέλους του τέταρτου λόγου ακυρώσεως κατά της αιτιολογικής σκέψεως 126 της προσβαλλομένης αποφάσεως και τα οποία συμπίπτουν σε μεγάλο βαθμό με τα προβαλλόμενα στο πλαίσιο της παρούσας αιτιάσεως.

382    Η προσφεύγουσα προβάλλει κατ’ ουσίαν τρία επιχειρήματα προς στήριξη της τρίτης αιτιάσεως.

383    Από τις αιτιολογικές σκέψεις 126 και 177 έως 182 της προσβαλλομένης αποφάσεως προκύπτει ότι η Επιτροπή αρνήθηκε, κατ’ ουσίαν, το ότι οι ενέργειες των γαλλικών αρχών, όπως η επίσκεψή τους στην Επιτροπή, στις 24 Νοεμβρίου 2004, η επιστολή τους της 21ης Δεκεμβρίου 2004, και άλλες επαφές μαζί της, είχαν δημιουργήσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ως προς το ότι η πραγματοποιηθείσα μεταβίβαση ήταν σύμφωνη με την απόφαση Sernam 2 και με το δίκαιο της Ένωσης. Η Επιτροπή έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 178 έως 181, ότι οι πληροφορίες που της κοινοποίησε η Γαλλική Δημοκρατία περιορίζονταν στην ενημέρωσή της σχετικά με την επιλογή της πωλήσεως όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού, χωρίς να περιγράφουν τα ουσιώδη στοιχεία της πράξεως μεταβιβάσεως των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam, και ότι, εν πάση περιπτώσει, οι γαλλικές αρχές δεν μπορούσαν να επικαλούνται δικαιολογημένη εμπιστοσύνη χωρίς να την έχουν ενημερώσει αυθορμήτως, είτε στις 21 Δεκεμβρίου 2004 είτε αργότερα, για αυτά τα ουσιώδη στοιχεία. Η Επιτροπή πρόσθεσε, στις αιτιολογικές σκέψεις 126 και 182 της προσβαλλομένης αποφάσεως ότι, αν οι γαλλικές αρχές αντιμετώπιζαν δυσκολίες στην υλοποίηση της αποφάσεως Sernam 2, όφειλαν να έρθουν εκ νέου σε επαφή με την Επιτροπή για να καταλήξουν, σε συμφωνία με αυτήν, σε μια λύση που θα αφορούσε έναν άλλον τρόπο, βάσει της αρχής της καλόπιστης συνεργασίας που προβλέπεται από το άρθρο 4, παράγραφος 3, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και του τμήματος 3.2.3 των κατευθυντήριων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, σύμφωνα με το οποίο ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να παρεκκλίνει από το σχέδιο αναδιαρθρώσεως χωρίς κοινοποίηση και προηγούμενη έγκριση από την Επιτροπή.

384    Κατ’ αρχάς, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της σχετικά με το ότι η πραγματοποιηθείσα μεταβίβαση ήταν σύμφωνη με την απόφαση Sernam 2 στηρίχθηκε σε επαφές που είχε με την Επιτροπή.

385    Όσον αφορά την τηλεφωνική επικοινωνία της 8ης Νοεμβρίου 2004 μεταξύ του γενικού διευθυντή της Agence des participatiοns de l’État (APE) και του γενικού διευθυντή της Γενικής Διευθύνσεως (ΓΔ) Ενέργειας και Μεταφορών, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ούτε η προσφεύγουσα επικαλείται κανένα πρακτικό της επικοινωνίας αυτής ούτε εξάλλου στον φάκελο υπάρχει κανένα επίσημο σχετικό πρακτικό. Οι ίδιες διαπιστώσεις επιβάλλονται όσον αφορά τη συνάντηση της 24ης Νοεμβρίου 2004 μεταξύ του διευθυντή γενικών υποθέσεων της ΓΔ Ενέργειας και Μεταφορών και της αντιπροσωπείας APE-SNCF, καθώς και την τηλεφωνική επικοινωνία του Ιουλίου 2005 μεταξύ του προέδρου της SNCF και του διευθυντή της ΓΔ Ενέργειας και Μεταφορών. Κάποιες σύντομες αναφορές του φακέλου στις επαφές αυτές δεν επιτρέπουν ούτε σαφή και λεπτομερή εικόνα των συνομιλιών που έλαβαν χώρα ούτε το συμπέρασμα ότι οι γαλλικές αρχές είχαν λάβει έγκριση όσον αφορά τα επίδικα στοιχεία της συναλλαγής.

386    Δεύτερον, η προσφεύγουσα επικαλείται την επιστολή που απηύθυναν οι γαλλικές αρχές προς την Επιτροπή στις 21 Δεκεμβρίου 2004. Από την ανάγνωση του εγγράφου αυτού, όμως, προκύπτει ότι ορθώς η Επιτροπή έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 179 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι αυτό δεν της επέτρεπε να προβλέψει τον ακριβή τρόπο με τον οποίον οι γαλλικές αρχές επρόκειτο να εφαρμόσουν την απόφαση Sernam 2, καθόσον δεν περιείχε τα ουσιώδη και επίδικα στοιχεία της συναλλαγής, δηλαδή το γεγονός ότι η μεταβίβαση συνίστατο σε μεταφορά εντός του ομίλου στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού σε άλλο νομικό πρόσωπο (τη Sernam Xpress), ακολουθούμενη από μεταβίβαση του άλλου αυτού νομικού προσώπου (share deal), ότι τα περισσότερα στοιχεία του παθητικού θα μεταβιβάζονταν μαζί με τα στοιχεία του ενεργητικού και ότι μόνον η εντολή ανακτήσεως της ενισχύσεως των 41 εκατομμυρίων ευρώ και οι αξιώσεις της SNCF ύψους 38,5 εκατομμυρίων ευρώ θα παρέμεναν στο παθητικό εκκαθαρίσεως της Sernam ή, ακόμη, ότι η Γαλλική Δημοκρατία ήταν διατεθειμένη να ανακεφαλαιοποιήσει τη Sernam και τη Sernam Xpress σε περίπτωση προσφοράς εξαγοράς σε αρνητική τιμή.

387    Πράγματι, στην εν λόγω επιστολή δεν γινόταν ρητή αναφορά σε κανένα από αυτά τα στοιχεία. Όπως επισημαίνει η Επιτροπή, «αντιθέτως, το σημείωμα της 21ης Δεκεμβρίου 2004 αφήνει να εννοηθεί ότι η μεταβίβαση επρόκειτο να πραγματοποιηθεί χωρίς διάκριση μεταξύ των στοιχείων του παθητικού και σε θετική τιμή, καθόσον αναφέρει ότι, “όταν πραγματοποιηθεί η μεταβίβαση, το προϊόν που θα προέλθει από αυτήν θα χρησιμοποιηθεί για την κάλυψη του παθητικού του νομικού προσώπου Sernam, στο οποίο περιλαμβάνεται και η μη συμβατή ενίσχυση, στο πλαίσιο των συνήθων εθνικών διαδικασιών”».

388    Τρίτον, η προσφεύγουσα επικρίνει τις αιτιολογικές σκέψεις 126 και 182 της προσβαλλομένης αποφάσεως, υποστηρίζοντας ότι η απόφαση Sernam 2 έτυχε ορθής εφαρμογής και ότι δεν υπήρξε καμία τροποποίηση του σχεδίου αναδιαρθρώσεως. Το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί, καθόσον από την εξέταση του τέταρτου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2 στην πραγματικότητα δεν τηρήθηκε. Ωστόσο, ο εν λόγω όρος συμβατού της ενισχύσεως αποτελούσε συστατικό στοιχείο του σχεδίου αναδιαρθρώσεως που εγκρίθηκε με την απόφαση Sernam 2. Ως εκ τούτου, οι γαλλικές αρχές όφειλαν, σύμφωνα με την παράγραφο 52 των κατευθυντήριων γραμμών για τη διάσωση και την αναδιάρθρωση, να ζητήσουν από την Επιτροπή να εγκρίνει τις τροποποιήσεις του σχεδίου αναδιαρθρώσεως.

389    Επομένως, η τρίτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

390    Κατόπιν των προεκτεθέντων, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

6.     Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως τηρήσεως εύλογης προθεσμίας και παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου

391    Η προσφεύγουσα υποστηρίζει κατ’ ουσίαν ότι η Επιτροπή, εκδίδοντας την προσβαλλόμενη απόφαση επτά και πλέον έτη μετά την υλοποίηση της πράξεως «πωλήσεως όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού», παρέβη την υποχρέωση τηρήσεως εύλογης προθεσμίας και το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με το άρθρο του 52, παράγραφος 3, και παραβίασε την αρχή της ασφάλειας δικαίου. Τα επιχειρήματά της μπορούν κατ’ ουσίαν να διαιρεθούν σε τρεις αιτιάσεις.

392    Κατ’ αρχάς υπενθυμίζεται ότι η τήρηση εύλογης προθεσμίας κατά τη διεξαγωγή των διοικητικών διαδικασιών στον τομέα της πολιτικής του ανταγωνισμού αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, της οποίας τον σεβασμό διασφαλίζει ο δικαστής της Ένωσης και η οποία προβλέπεται ως συστατικό στοιχείο του δικαιώματος χρηστής διοικήσεως από το άρθρο 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων (απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2004, JCB Service κατά Επιτροπής, T‑67/01, Συλλογή, EU:T:2004:3, σκέψη 36).

393    Ωστόσο, η παραβίαση της αρχής της τηρήσεως εύλογης προθεσμίας δεν δικαιολογεί την ακύρωση αποφάσεως που ελήφθη κατά το πέρας διοικητικής διαδικασίας στον τομέα του ανταγωνισμού παρά μόνον εάν η απόφαση αυτή συνιστά επίσης προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας της ενδιαφερομένης επιχειρήσεως. Μάλιστα, ενόσω δεν έχει αποδειχθεί ότι η παρέλευση υπερβολικά μακρού χρονικού διαστήματος έθιξε την ικανότητα των ενδιαφερομένων επιχειρήσεων να αμυνθούν αποτελεσματικά, η μη τήρηση της αρχής της εύλογης προθεσμίας δεν ασκεί επιρροή στο κύρος της διοικητικής διαδικασίας και δεν μπορεί, επομένως, να εξεταστεί ως βλαπτικός λόγος που μπορεί να προβληθεί ενώπιον του δικαστή της Ένωσης. Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται επίσης ότι, κατά το στάδιο της εξετάσεως που προβλέπεται από το άρθρο 108, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ, οι ενδιαφερόμενοι, όπως εν προκειμένω η προσφεύγουσα, δεν μπορούν να επικαλεστούν τα δικαιώματα άμυνας που αναγνωρίζονται στα πρόσωπα κατά των οποίων έχει κινηθεί η διαδικασία, αλλά έχουν απλώς το δικαίωμα να μετάσχουν στη διοικητική διαδικασία στον βαθμό που κρίνεται κατάλληλος ανάλογα με τις περιστάσεις της συγκεκριμένης περιπτώσεως (βλ. συναφώς απόφαση Eridania Sadam κατά Επιτροπής, σκέψη 230 ανωτέρω, EU:T:2011:608, σκέψεις 80 και 81 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

 Επί της πρώτης αιτιάσεως που αφορά την τριετία που παρήλθε από την πώληση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam μέχρι την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως στις 16 Ιουλίου 2008

394    Η προσφεύγουσα προσάπτει κατ’ ουσίαν στην Επιτροπή ότι από την πώληση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam μέχρι την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, στις 16 Ιουλίου 2008, παρήλθε υπερβολικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Η προσφεύγουσα επικαλείται διάφορα στοιχεία προκειμένου να αποδείξει την έγκαιρη ενημέρωση της Επιτροπής σχετικά με τον τρόπο της μεταβιβάσεως των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam τον οποίον εφάρμοσε, όπως την καταγγελία που υπέβαλε ο πρώτος καταγγέλλων ήδη τον Ιούνιο του 2005, τη συνέντευξη που έδωσε ο πρόεδρος της SNCF στην Les Echοs στις 26 Ιουλίου 2005 και την τηλεφωνική ενημέρωση του διευθυντή της ΓΔ Ενέργειας και Μεταφορών σχετικά με τις λεπτομέρειες της μεταβιβάσεως ήδη τον Ιούλιο του 2005. Εξάλλου, υποστηρίζει ότι στις 22 Φεβρουαρίου 2006 ασκήθηκε κατά της Επιτροπής προσφυγή κατά παραλείψεως και ότι ήδη στις 11 Απριλίου 2006 η Επιτροπή είχε στην κατοχή της όλα τα αναγκαία στοιχεία και έγγραφα για να προβεί στην ανάλυσή της.

395    Όπως υπομνήσθηκε ήδη, η εκ μέρους της Επιτροπής τήρηση εύλογης προθεσμίας κατά την έκδοση αποφάσεων μετά το πέρας διοικητικών διαδικασιών σε θέματα πολιτικής ανταγωνισμού συνιστά αρχή χρηστής διοικήσεως (βλ. συναφώς αποφάσεις της 27ης Νοεμβρίου 2003, Regiοne Siciliana κατά Επιτροπής, T‑190/00, Συλλογή, EU:T:2003:316, σκέψη 136 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, και JCB Service κατά Επιτροπής, σκέψη 392 ανωτέρω, EU:T:2004:3, σκέψη 36).

396    Κατά τη νομολογία, το γεγονός ότι το προκαταρκτικό στάδιο της εξετάσεως δεν άρχισε διά κοινοποιήσεως, αλλά διά της υποβολής καταγγελίας δεν σημαίνει ότι επιτρέπεται στην Επιτροπή να παρατείνει κατά βούληση το προκαταρκτικό στάδιο έρευνας. Έχει κριθεί ότι η Επιτροπή, καθόσον διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα προς εκτίμηση του συμβατού μιας κρατικής ενισχύσεως με την εσωτερική αγορά, υποχρεούται να προβαίνει, προς ορθή εφαρμογή των θεμελιωδών κανόνων της Συνθήκης που αφορούν τις κρατικές ενισχύσεις, σε επιμελή και αμερόληπτη εξέταση των καταγγελιών περί υπάρξεως ενισχύσεως ασυμβίβαστης με την εσωτερική αγορά και ότι, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να παρατείνει επ’ αόριστον την προκαταρκτική εξέταση των κρατικών μέτρων που αποτέλεσαν το αντικείμενο καταγγελίας σχετικής με κρατική ενίσχυση. Κατά πάγια νομολογία, ο εύλογος χαρακτήρας της διάρκειας μιας τέτοιας διοικητικής διαδικασίας πρέπει να εκτιμάται σε συνάρτηση με τις ιδιαίτερες περιστάσεις της κάθε υποθέσεως και, ιδίως, με το γενικό πλαίσιό της, τα διάφορα διαδικαστικά στάδια που οφείλει να ακολουθεί η Επιτροπή, την πολυπλοκότητα της υποθέσεως και τα διακυβευόμενα συμφέροντα των διαφόρων ενδιαφερομένων μερών (βλ. συναφώς απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2011, Regiοne autοnοma della Sardegna κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑394/08, T‑408/08, T‑453/08 και T‑454/08, Συλλογή, EU:T:2011:493, σκέψεις 98 και 99 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

397    Στην προκειμένη περίπτωση, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η Επιτροπή εξέτασε αμελλητί τις πληροφορίες που είχε στην κατοχή της σχετικά με τις καταγγελίες περί καταχρηστικής εφαρμογής της ενισχύσεως, σύμφωνα με το άρθρο 10, παράγραφος 1, του κανονισμού 659/1999, το οποίο εφαρμόζεται, mutatis mutandis, στις καταχρηστικές ενισχύσεις, σύμφωνα με το άρθρο 16 του ίδιου κανονισμού, και δεν αδράνησε κατά το χρονικό διάστημα των τριών ετών που προηγήθηκε της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας.

398    Τα κύρια στάδια ήταν τα ακόλουθα:

–        ερωτήσεις της Επιτροπής προς τις γαλλικές αρχές με έγγραφα της 30ής Σεπτεμβρίου 2005 και απάντηση των γαλλικών αρχών στις 2 Νοεμβρίου 2005·

–        ερωτήσεις της Επιτροπής προς τις γαλλικές αρχές με έγγραφο της 14ης Μαρτίου 2006 και απάντηση των γαλλικών αρχών στις 11 Απριλίου 2006·

–        με επιστολές της 10ης Απριλίου 2006 και της 23ης Απριλίου 2007, ένα δεύτερο ενδιαφερόμενο μέρος υπέβαλε επίσης καταγγελία ενώπιον της Επιτροπής·

–        ερωτήσεις της Επιτροπής προς τις γαλλικές αρχές με έγγραφο της 8ης Σεπτεμβρίου 2006 και απαντήσεις των γαλλικών αρχών στις 10 Οκτωβρίου 2006·

–        συνάντηση των γαλλικών αρχών και της Επιτροπής στις 14 Μαΐου 2007· οι γαλλικές αρχές απάντησαν στις ερωτήσεις της Επιτροπής με επιστολή της 25ης Ιουλίου 2007·

–        συνάντηση της Επιτροπής και των γαλλικών αρχών στις 18 Απριλίου 2008 και, σε συνέχεια της συναντήσεως αυτής, μνημόνιο των γαλλικών αρχών της 6ης Μαΐου 2008 με απαντήσεις στις ερωτήσεις που υποβλήθηκαν κατά τη συνάντηση αυτή.

399    Σε αντίθεση με όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η Επιτροπή δεν είχε πλήρη γνώση του φακέλου στις 11 Απριλίου 2006, καθόσον, με τις νέες ερωτήσεις της 8ης Σεπτεμβρίου 2006, εκτίμησε ότι οι δύο απαντήσεις που είχε λάβει από τις γαλλικές αρχές, καθώς και ορισμένα νέα στοιχεία που της είχαν προσκομιστεί, ήγειραν πρόσθετα ερωτήματα.

400    Εξάλλου, το εν λόγω χρονικό διάστημα δεν ήταν παράλογο, λαμβανομένης υπόψη της πολυπλοκότητας της υποθέσεως από νομικής και πραγματικής απόψεως.

401    Ως εκ τούτου, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

 Επί της δεύτερης αιτιάσεως που αφορά το χρονικό διάστημα άνω των τριών ετών που μεσολάβησε από την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, στις 16 Ιουλίου 2008, μέχρι την αίτηση παροχής πληροφοριών της 29ης Νοεμβρίου 2011

402    Η προσφεύγουσα προσάπτει κατ’ ουσίαν στην Επιτροπή ότι από την κίνηση της επίσημης διαδικασίας έρευνας, στις 16 Ιουλίου 2008, μέχρι την αίτηση παροχής πληροφοριών της 29ης Νοεμβρίου 2011 παρήλθε μια τριετία. Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι οι τελευταίες παρατηρήσεις των γαλλικών αρχών επί των παρατηρήσεων του πρώτου καταγγέλλοντος σχετικά με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας είχαν διαβιβαστεί στις 7 Μαΐου 2009, δηλαδή δυόμιση χρόνια πριν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Δεύτερον, όσον αφορά την αίτηση για την παροχή πληροφοριών της 29ης Νοεμβρίου 2011, η προσφεύγουσα εκφράζει την έκπληξή της για το γεγονός ότι οι ερωτήσεις που υποβλήθηκαν αφορούσαν αποκλειστικά το κόστος εκκαθαρίσεως της Sernam, στο πλαίσιο μιας προβληματικής που επρόκειτο να εγκαταλειφθεί τρεις μήνες αργότερα με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, καθώς και για το χρονικό διάστημα των έξι ετών που χρειάστηκε η Επιτροπή για να ζητήσει αντίγραφο των προτάσεων εξαγοράς όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam οι οποίες υποβλήθηκαν κατά τη διαδικασία υποβολής προσφορών.

403    Κατά πρώτον, επισημαίνεται ότι τα κύρια στάδια της διαδικασίας μετά την κίνηση της επίσημης διαδικασίας, στις 16 Ιουλίου 2008, ήταν τα ακόλουθα:

–        στις 8 Οκτωβρίου 2008, 13 Νοεμβρίου 2008 και 6 και 9 Φεβρουαρίου 2009, οι γαλλικές αρχές, ο πρώτος καταγγέλλων, η προσφεύγουσα και η εταιρία επενδύσεων χαρτοφυλακίου που συμμετείχε στο κεφάλαιο της Sernam Xpress υπέβαλαν διαδοχικά τις παρατηρήσεις τους επί της αποφάσεως περί κινήσεως της διαδικασίας· η Επιτροπή διαβίβασε τις παρατηρήσεις που έλαβε από τη Γαλλική Δημοκρατία στις 25 Μαρτίου 2009·

–        στις 5 Μαΐου 2009, οι γαλλικές αρχές υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί των παρατηρήσεων του πρώτου καταγγέλλοντος (οι οποίες ελήφθησαν από την Επιτροπή στις 7 Μαΐου 2009)·

–        στις 25 Νοεμβρίου 2009, η Επιτροπή υπέβαλε νέα αίτηση παροχής πληροφοριών στις γαλλικές αρχές, οι οποίες απάντησαν στις 14 Ιανουαρίου 2010·

–        στις 15 Μαρτίου 2011, ο δεύτερος καταγγέλλων όχλησε την Επιτροπή, προκειμένου να θέσει σε εφαρμογή μέτρα για τη διενέργεια έρευνας ώστε να εξακριβωθούν οι όροι εφαρμογής της αποφάσεως Sernam 2· η Επιτροπή απάντησε στις 18 Μαΐου 2011·

–        στις 29 Νοεμβρίου 2011 και στις 13 Ιανουαρίου 2012, η Επιτροπή υπέβαλε εκ νέου ερωτήσεις στις γαλλικές αρχές, οι οποίες απάντησαν στις 6 και 25 Ιανουαρίου 2012 αντίστοιχα·

–        στις 9 Μαρτίου 2012 εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

404    Πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι η παρέλευση χρονικού διαστήματος άνω των τριών ετών μεταξύ της κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας και της αιτήσεως του Νοεμβρίου του 2011 για παροχή πληροφοριών, την οποία επικρίνει η προσφεύγουσα, διακόπηκε από τις διάφορες παρατηρήσεις που ελήφθησαν σχετικά με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας και με την αίτηση παροχής πληροφοριών της 25ης Νοεμβρίου 2009.

405    Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή χρειάστηκε να αξιοποιήσει και να αναλύσει τις παρατηρήσεις που έλαβε σχετικά με την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας, μεταξύ των οποίων και ορισμένα έγγραφα συνημμένα στις παρατηρήσεις της Γαλλικής Δημοκρατίας της 8ης Οκτωβρίου 2008, όπως η επικαιροποιημένη έκθεση του γραφείου ελεγκτών Y και η έκθεση καθηγητή του γαλλικού δικαίου σχετικά με το εθνικό δίκαιο.

406    Δεδομένης της πολυπλοκότητας της υποθέσεως τόσο από πραγματικής όσο και από νομικής απόψεως, το εν λόγω χρονικό διάστημα εξετάσεως δεν φαίνεται παράλογο. Πράγματι, το πλαίσιο της επίδικης υποθέσεως παρουσίαζε ιδιαιτερότητες, από την άποψη ότι η Επιτροπή είχε ήδη χρειαστεί να εξετάσει δύο φορές ενισχύσεις που χορηγήθηκαν παρανόμως και είχε ήδη διαπιστώσει την καταχρηστική εφαρμογή των ενισχύσεων που είχαν κριθεί σύμφωνες με την εσωτερική αγορά στην απόφαση Sernam 1. Επιπλέον, οι προς εξέταση πράξεις μεταβιβάσεως ήταν πολύπλοκες και η Επιτροπή χρειάστηκε να εξετάσει όχι μόνον την εφαρμογή των όρων του συμβατού που είχε θέσει η απόφαση Sernam 2, το ζήτημα της ανακτήσεως των 41 εκατομμυρίων ευρώ της ενισχύσεως που είχε κριθεί ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά από την απόφαση Sernam 2 και την οικονομική συνέχεια μεταξύ διαφόρων εταιριών, αλλά και το ζήτημα των νέων ενισχύσεων που περιέχονταν στο πρωτόκολλο συμφωνίας της 21ης Ιουλίου 2005.

407    Εξάλλου, ούτε η προσφεύγουσα ούτε η Γαλλική Δημοκρατία προβάλλουν ότι κατά τη διαδικασία διαμαρτυρήθηκαν για τη διάρκεια της διοικητικής διαδικασίας.

408    Κατά δεύτερον, πρέπει να σημειωθεί ότι, πρώτον, η Επιτροπή ορθώς ανέμεινε προτού ζητήσει αντίγραφο των προσφορών που υποβλήθηκαν κατά τον διαγωνισμό. Συγκεκριμένα, αρχικώς, θεώρησε επαρκείς τις εξηγήσεις των γαλλικών αρχών σχετικά με τις προσφορές αυτές, οι οποίες είχαν διαβιβαστεί προηγουμένως, ιδίως με τις επιστολές της 11ης Απριλίου 2006 και της 6ης Μαΐου 2008, καθώς και τις παρατηρήσεις τους σχετικά με την απόφαση κινήσεως της διαδικασίας της 8ης Οκτωβρίου 2008 και τις παρατηρήσεις τους της 5ης Μαΐου 2009. Δεύτερον, το γεγονός ότι τα ερωτήματα που υποβλήθηκαν με την αίτηση παροχής πληροφοριών της 29ης Νοεμβρίου 2011 αφορούσαν ιδίως, όχι, όμως, και αποκλειστικά, το κόστος της εκκαθαρίσεως της Sernam, στο πλαίσιο μιας προβληματικής η οποία εγκαταλείφθηκε τρεις μήνες αργότερα με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, δεν αρκεί για να αποδείξει παραβίαση της αρχής της εύλογης προθεσμίας, στο μέτρο που η Επιτροπή δεν έμεινε αδρανής και ορθώς επιδίωξε να εμβαθύνει την κρίση της επί του ζητήματος.

409    Επομένως, η δεύτερη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί και, ως εκ τούτου, δεν υφίσταται προσβολή του δικαιώματος του διοικουμένου για εξέταση της υποθέσεώς του εντός εύλογης προθεσμίας.

 Επί της τρίτης αιτιάσεως με την οποία προβάλλεται παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, η οποία επιβάλλει την ταχεία εξέταση των υποθέσεων από την Επιτροπή, και παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων

410    Πρώτον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η υπερβολικά μεγάλη διάρκεια της διαδικασίας συνιστά παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Συναφώς, με το υπόμνημά της απαντήσεως, επισημαίνει ότι η διάταξη αυτή, σε συνδυασμό με το άρθρο 52, παράγραφος 3, του εν λόγω Χάρτη, επιβάλλει την εξασφάλιση αποτελεσματικών μέτρων θεραπείας σε περίπτωση προσβολής θεμελιώδους δικαιώματος, όπως αυτό της εξετάσεως της υποθέσεως του διοικουμένου εντός εύλογης προθεσμίας. Η παραίτηση από οποιαδήποτε κύρωση και η παύση των διαδικασιών επιβολής κυρώσεων αποτελούν, κατά την ίδια, έναν από τους πιθανούς τρόπους εξαλείψεως των συνεπειών της παραβιάσεως της αρχής της εύλογης προθεσμίας κατά την έννοια του άρθρου 41 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.

411    Από τη σκέψη 409 ανωτέρω προκύπτει ότι, εν προκειμένω, δεν συντρέχει προσβολή του δικαιώματος του διοικουμένου για εξέταση της υποθέσεώς του εντός εύλογης προθεσμίας. Ως εκ τούτου, η αιτίαση περί παραβάσεως του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, σε συνδυασμό με το άρθρο 52, παράγραφος 3, του ίδιου Χάρτη, πρέπει επίσης να απορριφθεί.

412    Δεύτερον, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η υπερβολική διάρκεια της διαδικασίας συνιστά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου που επιβάλλει την ταχεία εξέταση των υποθέσεων από την Επιτροπή.

413    Κατά τη νομολογία, η αρχή της ασφάλειας δικαίου απαιτεί να είναι οι κανόνες δικαίου της Ένωσης σαφείς και ακριβείς, ώστε να χρησιμεύουν ως σημεία αναφοράς για τους ενδιαφερομένους σε έννομες καταστάσεις και σχέσεις που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης (βλ. απόφαση της 30ής Απριλίου 2014, Tisza Erőmű κατά Επιτροπής, T‑468/08, EU:T:2014:235, σκέψη 221 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

414    Δεδομένου ότι η προσφεύγουσα περιορίστηκε να προβάλει ότι η διάρκεια της διαδικασίας συνιστά παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, χωρίς να επικαλεστεί συγκεκριμένο επιχείρημα, από τη σκέψη 409 ανωτέρω συνάγεται ότι η εν λόγω αιτίαση πρέπει να απορριφθεί, στο μέτρο που από τη δικογραφία δεν προκύπτει ότι η Επιτροπή παρέβη την υποχρέωσή της να τηρήσει μια εύλογη προθεσμία.

415    Επισημαίνεται συναφώς ότι η προσφεύγουσα είχε τη βεβαιότητα, μετά την απόφαση περί κινήσεως της διαδικασίας της 16ης Ιουλίου 2008, ότι επρόκειτο να ληφθεί οριστική απόφαση από την Επιτροπή σχετικά με τα ζητήματα της τηρήσεως των όρων της αποφάσεως Sernam 2, της ανακτήσεως της ενισχύσεως των 41 εκατομμυρίων ευρώ που είχε κριθεί από την απόφαση Sernam 2 ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά και των νέων κρατικών ενισχύσεων. Δεν μπορεί, επομένως, να ισχυριστεί ότι οι σχετικοί κανόνες του δικαίου της Ένωσης δεν ήταν σαφείς και συγκεκριμένοι.

416    Στην υποθετική περίπτωση στην οποία η προσφεύγουσα, εκφράζοντας την έκπληξή της για το γεγονός ότι οι ερωτήσεις που υποβλήθηκαν με την αίτηση παροχή πληροφοριών της 29ης Νοεμβρίου 2011 αφορούσαν μόνον το κόστος εκκαθαρίσεως της Sernam, στο πλαίσιο μιας προβληματικής η οποία επρόκειτο να εγκαταλειφθεί στη συνέχεια, επιθυμούσε εξ αυτού του λόγου να προβάλει παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, αρκεί η διαπίστωση ότι αίτηση παροχής πληροφοριών όπως αυτή της 14ης Μαρτίου 2006 δεν παραβιάζει την αρχή της ασφάλειας δικαίου, ούτε την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 376 έως 379 ανωτέρω, καθόσον εντασσόταν στο πλαίσιο της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως και ότι, μολονότι η προσφεύγουσα είχε τη βεβαιότητα ότι επρόκειτο να ληφθεί απόφαση που θα αφορούσε, μεταξύ άλλων, τον χαρακτηρισμό των μέτρων του πρωτοκόλλου συμφωνίας της 21ης Ιουλίου 2005 υπό το πρίσμα του άρθρου 107, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ, δεν μπορούσε πάντως να ζητήσει να πληροφορηθεί νωρίτερα την τελική νομική εκτίμηση της Επιτροπής επί των εν λόγω μέτρων.

417    Επομένως, η τρίτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

418    Ως εκ τούτου, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

419    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι, για λόγους οικονομίας της δίκης, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της, χωρίς να είναι αναγκαία προηγούμενη κρίση επί του παραδεκτού της (αποφάσεις της 26ης Φεβρουαρίου 2002, Συμβούλιο κατά Bοehringer, C‑23/00 P, Συλλογή 002, EU:C:2002:118, σκέψεις 51 και 52, και Regiοne autοnοma della Sardegna κατά Επιτροπής, σκέψη 343 ανωτέρω, EU:T:2005:219, σκέψη 155).

 Επί των δικαστικών εξόδων

420    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα. Δεδομένου ότι εν προκειμένω η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής, σύμφωνα με σχετικό αίτημα της τελευταίας.

421    Η Γαλλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά της έξοδα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

422    Οι Mοry και Mοry Team φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή της Sοciété natiοnale des chemins de fer français (SNCF).

2)      Η SNCF φέρει, πέραν των δικαστικών της εξόδων, και τα δικαστικά έξοδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

3)      Η Γαλλική Δημοκρατία φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

4)      Οι Mοry και Mοry Team φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

van der Wοude

Wiszniewska-Białecka

Ullοa Rubiο

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 17 Δεκεμβρίου 2015.

(υπογραφές)

Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

1. Όσον αφορά την προσφεύγουσα και τη Sernam κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών

2. Όσον αφορά την απόφαση Sernam 1

3. Όσον αφορά την απόφαση Sernam 2

4. Όσον αφορά τη μεταβίβαση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam στη Financiθre Sernam και τα γεγονότα που ακολούθησαν

5. Όσον αφορά τη διαδικασία που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως

6. Προσβαλλόμενη απόφαση

Επί της καταχρηστικής εφαρμογής της εγκριθείσας με την απόφαση Sernam 2 κρατικής ενισχύσεως

Επί της ανακτήσεως της ενισχύσεως των 41 εκατομμυρίων ευρώ

Επί των νέων ενισχύσεων που χορηγήθηκαν στη Sernam Xpress‑Financiθre Sernam

7. Όσον αφορά τα γεγονότα που ακολούθησαν την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως

Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

1. Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται σε πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή, καθόσον έκρινε ότι η μεταβίβαση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam δεν πληρούσε τους όρους του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2

Επί του πρώτου σκέλους, που αφορά πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή, καθόσον έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 97 και 98 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η μεταβίβαση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam δεν πραγματοποιήθηκε στις 30 Ιουνίου 2005

Επί του δεύτερου σκέλους που αφορά πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή, καθόσον έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 99 έως 102 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η μεταβίβαση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam σε αρνητική τιμή δεν συνιστούσε πώληση

Επί του τρίτου σκέλους, που αφορά πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή καθόσον έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 103 έως 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η πράξη συνιστούσε μεταβίβαση του συνόλου (ενεργητικού και παθητικού) της Sernam

Επί της πρώτης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται ότι η Επιτροπή έκρινε εσφαλμένως, στις αιτιολογικές σκέψεις 103 και 113 έως 116 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η μεταβίβαση που πραγματοποίησε η προσφεύγουσα δεν περιοριζόταν στα στοιχεία του ενεργητικού, αλλά αφορούσε το σύνολο (ενεργητικό και παθητικό) της Sernam

– Επί του πρώτου επιχειρήματος με το οποίο προβάλλεται ότι η Επιτροπή ερμήνευσε εσφαλμένα το άρθρο 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2, λαμβάνοντας ως δεδομένο ότι η πώληση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam έπρεπε να αφορά αποκλειστικά το ενεργητικό της Sernam και όχι το παθητικό

– Επί του δεύτερου επιχειρήματος με το οποίο προβάλλεται ότι η προσφεύγουσα αναγκάστηκε να προσθέσει ορισμένα στοιχεία του παθητικού στα στοιχεία του ενεργητικού της Sernam (με εξαίρεση τα χρηματοπιστωτικά στοιχεία του παθητικού) εξαιτίας των περιορισμών του εθνικού δικαίου

– Επί του τρίτου επιχειρήματος με το οποίο προβάλλεται ότι η μεταβίβαση δεν αφορούσε στην πραγματικότητα το «σύνολο» (ενεργητικό και παθητικό) της Sernam

Επί της δεύτερης αιτιάσεως με την οποία προβάλλεται ότι η Επιτροπή εσφαλμένως έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 108 έως 112 και 124 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι πραγματοποιήθηκε μεταβίβαση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού και του παθητικού εντός του ομίλου και, στη συνέχεια, πώληση των μετοχών (share deal) της προς ην η μεταβίβαση θυγατρικής

Επί του τέταρτου σκέλους, που αφορά πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή καθόσον έκρινε, στην αιτιολογική σκέψη 117 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η μεταβίβαση δεν περιοριζόταν στα στοιχεία του ενεργητικού της Sernam, αλλά αφορούσε και 57 εκατομμύρια ευρώ καθαρά επιπλέον

Επί του πέμπτου σκέλους, που αφορά πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή, καθόσον έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 118 και 119 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι η πώληση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam δεν είχε πραγματοποιηθεί με διαφανή και ανοικτή διαδικασία

Επί της πρώτης αιτιάσεως, που αφορά την εξ αρχής συμμετοχή της διοικήσεως στη διαδικασία υποβολής προσφορών

Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που αφορά την εγκυρότητα της προσφοράς της Financiθre Sernam, μολονότι η τελευταία δεν είχε ακόμη συσταθεί κατά τον χρόνο υποβολής της προσφοράς της διοικήσεως

Επί της τρίτης αιτιάσεως, που στηρίζεται στο γεγονός ότι όλοι οι υποψήφιοι είχαν την ευκαιρία να υποβάλουν προσφορά, είχαν την ίδια μεταχείριση και τις ίδιες δυνατότητες πληροφορήσεως και υπέκειντο στις ίδιες προθεσμίες

Επί της τέταρτης αιτιάσεως, που στηρίζεται στο ότι, κατά τη νομολογία, το γεγονός ότι της πωλήσεως στοιχείων του ενεργητικού προηγήθηκαν άκαρπες προσπάθειες με άλλη εταιρία, όπως στην επίδικη υπόθεση, συνιστά «στοιχείο που αποδεικνύει ότι η διαδικασία που ακολουθήθηκε ήταν αρκούντως ανοικτή και διαφανής»

Επί της αιτιάσεως της Γαλλικής Δημοκρατίας με την οποία προβάλλεται ότι οι υποβληθείσες εκθέσεις πραγματογνωμοσύνης επιβεβαίωσαν ότι το αρνητικό τίμημα των 57 εκατομμυρίων ευρώ συνιστούσε τιμή της αγοράς

Επί του έκτου σκέλους, το οποίο αφορά πλάνη περί το δίκαιο και περί τα πράγματα στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή καθόσον έκρινε, στις αιτιολογικές σκέψεις 121 έως 123 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι δεν τηρήθηκε ο σκοπός της πωλήσεως των στοιχείων του ενεργητικού

Επί της πρώτης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται ότι ο σκοπός του άρθρου 3, παράγραφος 2, της αποφάσεως Sernam 2 τηρήθηκε, δεδομένου ότι η οικονομική δραστηριότητα της Sernam διακόπηκε

Επί της δεύτερης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται ότι η έννοια της πωλήσεως όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού επέτρεπε στην πραγματικότητα τη συνέχιση της δραστηριότητας της Sernam

Συμπεράσματα επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως

2. Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή, καθόσον έκρινε ότι η υποχρέωση ανακτήσεως της κρατικής ενισχύσεως των 41 εκατομμυρίων ευρώ, η οποία είχε κριθεί ασυμβίβαστη με την εσωτερική αγορά με την απόφαση Sernam 2, μεταβιβάστηκε στη Financiθre Sernam και τις θυγατρικές της

Επί της πρώτης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται ότι κανένα από τα κριτήρια οικονομικής συνέχειας δεν πληρούται εν προκειμένω

Επί του αντικειμένου της μεταβιβάσεως

Επί της ταυτότητας των μετόχων ή των ιδιοκτητών της προς ην η μεταβίβαση και της αρχικής επιχειρήσεως

Επί του χρονικού σημείου της μεταβιβάσεως

Επί της οικονομικής λογικής της πράξεως

Επί του τιμήματος της μεταβιβάσεως

Επί της δεύτερης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται ότι η εγγραφή του ποσού των 41 εκατομμυρίων ευρώ στο παθητικό εκκαθαρίσεως της Sernam ήταν σύμφωνη με το άρθρο 4 της αποφάσεως Sernam 2

3. Επί του έκτου λόγου ακυρώσεως, που αφορά πλάνη περί το δίκαιο στην οποία υπέπεσε η Επιτροπή, καθόσον έκρινε ότι τα μέτρα που προέβλεπε το πρωτόκολλο συμφωνίας της 21ης Ιουλίου 2005 για τη μεταβίβαση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam αποτελούσαν νέες κρατικές ενισχύσεις υπέρ της Sernam Xpress‑Financiθre Sernam

Επί του πρώτου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο θεωρώντας ότι το κριτήριο του ιδιώτη επενδυτή δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην επίδικη υπόθεση

Επί της πρώτης αιτιάσεως, η οποία στρέφεται κατά της αιτιολογικής σκέψεως 155 της προσβαλλομένης αποφάσεως και με την οποία προβάλλεται ότι η πώληση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού δεν αποτελούσε εναλλακτική των αντισταθμιστικών μέτρων του άρθρου 3, παράγραφος 1, της αποφάσεως Sernam 2

Επί της δεύτερης αιτιάσεως, η οποία στρέφεται κατά της αιτιολογικής σκέψεως 155 της προσβαλλομένης αποφάσεως και με την οποία προβάλλεται ότι η εφαρμογή ενός αντισταθμιστικού μέτρου απόκειται στον αποδέκτη της ενισχύσεως ή, έστω, στο κράτος‑μέτοχο, όχι, όμως, στο κράτος ως φορέα δημόσιας εξουσίας

Επί του δεύτερου σκέλους, με το οποίο προβάλλεται ότι κανένα από τα επίδικα μέτρα δεν συνιστούσε πλεονέκτημα υπέρ της Sernam Xpress- Financiθre Sernam

Όσον αφορά την εγγύηση για τη διευθέτηση των εγκαταστάσεων στο Valentοn και την εγγύηση καλύψεως της αυξήσεως των μισθωμάτων των νέων εγκαταστάσεων εκμεταλλεύσεως

Όσον αφορά την εγγύηση της βιωσιμότητας της TBE και της προσβάσεως σε αυτήν

Όσον αφορά την παράταση για τρία έτη της εγγυήσεως επαναπροσλήψεως των εργαζομένων στον όμιλο της προσφεύγουσας

4. Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα και του ισχυρισμού της Γαλλικής Δημοκρατίας περί προσβολής των αντίστοιχων δικαιωμάτων τους άμυνας

Επί του ισχυρισμού της Γαλλικής Δημοκρατίας περί προσβολής των δικαιωμάτων της άμυνας

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως που προβάλλει η προσφεύγουσα περί προσβολής των δικαιωμάτων της άμυνας

5. Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, περί παραβιάσεως της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης

Επί της πρώτης αιτιάσεως με την οποία προβάλλεται ότι το άρθρο 3, παράγραφος 2, και το άρθρο 4 της αποφάσεως Sernam 2 δημιούργησαν στην προσφεύγουσα βάσιμες προσδοκίες ότι μπορούσε να ενεργήσει με τον τρόπο που το έπραξε κατά τη μεταβίβαση των στοιχείων του ενεργητικού και κατά την ανάκτηση των 41 εκατομμυρίων ευρώ

Επί της δεύτερης αιτιάσεως, που αφορά το περιεχόμενο της αιτήσεως της 14ης Μαρτίου 2006 για την παροχή πληροφοριών σχετικά με το αναλυτικό κόστος εκκαθαρίσεως της Sernam

Επί της τρίτης αιτιάσεως, με την οποία προβάλλεται ότι η Επιτροπή υπέπεσε σε σφάλμα στις αιτιολογικές σκέψεις 126 και 177 έως 182 της προσβαλλομένης αποφάσεως

6. Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως με τον οποίο προβάλλεται παράβαση της υποχρεώσεως τηρήσεως εύλογης προθεσμίας και παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου

Επί της πρώτης αιτιάσεως που αφορά την τριετία που παρήλθε από την πώληση όλων μαζί των στοιχείων του ενεργητικού της Sernam μέχρι την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως στις 16 Ιουλίου 2008

Επί της δεύτερης αιτιάσεως που αφορά το χρονικό διάστημα άνω των τριών ετών που μεσολάβησε από την κίνηση της επίσημης διαδικασίας εξετάσεως, στις 16 Ιουλίου 2008, μέχρι την αίτηση παροχής πληροφοριών της 29ης Νοεμβρίου 2011

Επί της τρίτης αιτιάσεως με την οποία προβάλλεται παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, η οποία επιβάλλει την ταχεία εξέταση των υποθέσεων από την Επιτροπή, και παράβαση του άρθρου 41, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων

Επί των δικαστικών εξόδων


* Γλώσσα διαδικασίας: η γαλλική.