Language of document : ECLI:EU:T:2008:550

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (έβδομο τμήμα)

της 4ης Δεκεμβρίου 2008 (*)

«Κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας – Περιοριστικά μέτρα κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας – Δέσμευση κεφαλαίων – Προσφυγή ακυρώσεως – Δικαιώματα άμυνας – Δικαστικός έλεγχος»

Στην υπόθεση T‑284/08,

People’s Mojahedin Organization of Iran, με έδρα το Auvers‑sur‑Oise (Γαλλία), εκπροσωπούμενη αρχικώς από τους J.-P. Spitzer, δικηγόρο, και D. Vaughan, QC, στη συνέχεια από τους J.-P. Spitzer, M. Vaughan και τη M.‑E. Δημητρίου, Βarrister,

προσφεύγουσα,

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως, εκπροσωπούμενου αρχικώς από τους G.‑J. Van Hegleson, M. Bishop και E. Finnegan, στη συνέχεια από τους M. Bishop και Ε. Finnegan,

καθού,

υποστηριζόμενου από

τη Γαλλική Δημοκρατία, εκπροσωπούμενη από τους G. de Bergues και A.‑L. During,

και

την Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, εκπροσωπούμενη από τους P. Aalto και S. Boelaert,

παρεμβαίνουσες,

με αντικείμενο αίτηση ακυρώσεως της αποφάσεως 2008/583/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2008, για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση της αποφάσεως 2007/868/ΕΚ (ΕΕ L 188, σ. 21), καθόσον αφορά την προσφεύγουσα,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (έβδομο τμήμα),

συγκείμενο από τους N. J. Forwood (εισηγητή), πρόεδρο, D. Šváby και L. Truchot, δικαστές,

γραμματέας: Κ. Καντζά, υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 3ης Δεκεμβρίου 2008,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Το ιστορικό της υπό κρίση διαφοράς εκτίθεται στις αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2006, T‑228/02, Organisation des Modjahedines du peuple d’Iran κατά Συμβουλίου (Συλλογή 2006, σ. II‑4665, στο εξής: απόφαση OMPI , σκέψεις 1 έως 26), και της 23ης Οκτωβρίου 2008, Τ-256/07, People’s Mojahedin Organization of Iran κατά Συμβουλίου (που δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή, στο εξής: απόφαση PMOI, σκέψεις 1 έως 37).

2        Με την από 7 Μαΐου 2008 απόφαση, το Court of Appeal (England & Wales) [εφετείο (Αγγλία και Ουαλία), στο εξής: Court of Appeal] απέρριψε την αίτηση του Secretary of State for the Home Department (Υπουργού Εσωτερικών, Ηνωμένο Βασίλειο, στο εξής: Υπουργός Εσωτερικών) για την άδεια να ασκήσει ενώπιον του δικαστηρίου αυτού έφεση κατά της αποφάσεως της 30ής Νοεμβρίου 2007 της Proscribed Organisations Appeal Commission (επιτροπής προσφυγών προγεγραμμένων οργανώσεων του Ηνωμένου Βασιλείου, στο εξής: POAC), με την οποία το εν λόγω δικαστήριο δέχθηκε την προσφυγή κατά της αποφάσεως του Υπουργού Εσωτερικών της 1ης Σεπτεμβρίου 2006, περί της μη άρσεως της προγραφής της People’s Mojahedin Organization of Iran (στο εξής: προσφεύγουσα ή ΡΜΟΙ) ως οργάνωσης που εμπλέκεται στην τρομοκρατία και έδωσε εντολή στον Υπουργό Εσωτερικών να υποβάλει στο Κοινοβούλιο του Ηνωμένου Βασιλείου σχέδιο αποφάσεως (Order) περί διαγραφής της προσφεύγουσας από τον κατάλογο των προγεγραμμένων στο Ηνωμένο Βασίλειο οργανώσεων δυνάμει του Terrorism Act 2000 (νόμος του 2000 για την τρομοκρατία).

3        Με την απόφαση αυτή η POAC χαρακτήρισε ως «διεστραμμένο» (perverse) το συμπέρασμα του Υπουργού Εσωτερικών που διατυπώνεται στην απόφαση της 1ης Σεπτεμβρίου 2006, με την οποία αρνήθηκε να άρει την προγραφή της προσφεύγουσας, ότι δηλαδή η προσφεύγουσα ήταν ακόμα τότε οργάνωση «ενεχόμενη στην τρομοκρατία» (concerned in terrorism), κατά την έννοια του Terrorism Act 2000. Αυτό σημαίνει ότι, σύμφωνα με την εκτίμηση της POAC, η μόνη πεποίθηση που θα μπορούσε να διαμορφώσει καλόπιστα ένα λογικό άτομο, είτε τον Σεπτέμβριο του 2006 είτε ακολούθως, είναι ότι η PMOI δεν πληροί πλέον κανένα από τα κριτήρια που είναι αναγκαία για τη διατήρηση της προγραφής της. Με άλλα λόγια και βάσει του υλικού που είχε μπροστά της, η POAC έκρινε ότι η PMOI δεν ενεχόταν στην τρομοκρατία τον Σεπτέμβριο του 2006 και εξακολουθεί να μην ενέχεται κατά τον χρόνο εκδόσεως της αποφάσεως αυτής (απόφαση PMOI, σκέψεις 168 και 169).

4        Από την απόφαση της POAC (σκέψη 10) προκύπτει ότι στο εν λόγω υλικό περιλαμβάνονταν ορισμένα πληροφοριακά στοιχεία σχετικά με γεγονότα που αφορούσαν την PMOI και συνέβησαν στη Γαλλία. Συναφώς, η POAC αναφέρθηκε ειδικότερα στο γεγονός ότι στις 17 Ιουνίου 2003 έγινε έρευνα στα γραφεία του Εθνικού Συμβουλίου της ιρανικής αντίστασης (CNRI) κοντά στο Παρίσι, συνελήφθησαν πολλά μέλη του CNRI και ορισμένοι προφυλακίστηκαν, αλλά, μολονότι βρέθηκε ένα σημαντικό χρηματικό ποσό, δεν ασκήθηκε καμία δίωξη.

5        Με την προπαρατεθείσα απόφαση, το Court of Appeal επιβεβαίωσε τις εκτιμήσεις της POAC. Επιπλέον, επισήμανε ότι τα εμπιστευτικά πληροφοριακά στοιχεία που προσκόμισε ο Υπουργός Εσωτερικών ενισχύουν το συμπέρασμα του Court of Appeal ότι ο Υπουργός Εσωτερικών δεν μπορούσε ευλόγως να κρίνει ότι η ΡΜΟΙ είχε την πρόθεση να ασχοληθεί εκ νέου με την τρομοκρατία στο μέλλον.

6        Με την από 23 Ιουνίου 2008 απόφαση, που τέθηκε σε ισχύ στις 24 Ιουνίου, ο Υπουργός Εσωτερικών διέγραψε, συνεπώς, το όνομα της PMOI από τον κατάλογο των προγεγραμμένων οργανώσεων σύμφωνα με τον Terrorism Act 2000. Τη διαγραφή αυτή ενέκριναν τα δύο τμήματα του Κοινοβουλίου του Ηνωμένου Βασιλείου.

7        Με την απόφαση 2008/583/ΕΚ, της 15ης Ιουλίου 2008, για την εφαρμογήν του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση της αποφάσεως 2007/868/ΕΚ (ΕΕ L 188, σ. 21, στο εξής: προσβαλλομένη απόφαση), το Συμβούλιο διατήρησε, ωστόσο, μαζί με τα ονόματα άλλων οργανώσεων, το όνομα της προσφεύγουσας στον κατάλογο του παραρτήματος του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001, του Συμβουλίου, της 27ης Δεκεμβρίου 2001, για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (ΕΕ L 344, σ. 70) (στο εξής: επίδικος κατάλογος).

8        Το σημείο 5 των αιτιολογικών σκέψεων της προσβαλλομένης αποφάσεως, το οποίο συνομολογείται ότι αφορά την PMOI, προβλέπει:

«Στην περίπτωση μιας ομάδας, το Συμβούλιο έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η απόφαση της αρμόδιας αρχής, βάσει της οποίας περιελήφθη η ομάδα στον κατάλογο, δεν ήταν σε ισχύ στις 24 Ιουνίου 2008. Ωστόσο, το Συμβούλιο πληροφορήθηκε την ύπαρξη νέων στοιχείων για την ομάδα. Το Συμβούλιο θεωρεί ότι τα νέα αυτά στοιχεία δικαιολογούν την προσθήκη της ομάδας στον κατάλογο.»

9        Η προσβαλλομένη απόφαση κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα με το από 15 Ιουλίου 2008 έγγραφο του Συμβουλίου (στο εξής: έγγραφο κοινοποιήσεως). Με το έγγραφο αυτό, το Συμβούλιο επισήμανε, μεταξύ άλλων, τα εξής:

«Το Συμβούλιο αποφάσισε να περιλάβει εκ νέου [την PMOI] στον κατάλογο […] Το Συμβούλιο έλαβε υπόψη του ότι η απόφαση της αρμόδιας αρχής που αποτέλεσε τη δικαιολογητική βάση για να περιληφθεί [η PMOI] στον κατάλογο δεν ισχύει από τις 24 Ιουνίου. Ωστόσο, το Συμβούλιο έλαβε νέες πληροφορίες που είναι λυσιτελείς για την εγγραφή της ΡΜΟΙ στον κατάλογο αυτό. Το Συμβούλιο, αφού εξέτασε τις πληροφορίες αυτές, αποφάσισε ότι [η PMOI] πρέπει να εξακολουθήσει να περιλαμβάνεται στον προαναφερθέντα κατάλογο. Επομένως, το Συμβούλιο τροποποίησε, κατά συνέπεια, την αιτιολογική έκθεση της απόφασης αυτής.»

10      Στην αιτιολογική έκθεση που επισυνάπτεται στο έγγραφο κοινοποιήσεως (στο εξής: αιτιολογική έκθεση), το Συμβούλιο εξέθεσε τα εξής:

«Η [PMOI] είναι ομάδα ιδρυθείσα το 1965 με αρχικό σκοπό την ανατροπή του αυτοκρατορικού καθεστώτος. Έτσι, τα μέλη της έλαβαν μέρος στη δολοφονία πολλών εκατομμυρίων “πρακτόρων” του παλαιού καθεστώτος και είναι από τους υπεύθυνους της σύλληψης ομήρων στην πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών στην Τεχεράνη. Ενώ αρχικώς ανήκε στους πιο ριζοσπαστικούς παράγοντες της ισλαμικής επανάστασης, η PMOI, μετά την απαγόρευσή της, εισήλθε στην παρανομία και διεξήγαγε πολλές επιχειρήσεις κατά του εγκαθιδρυθέντος στην Τεχεράνη καθεστώτος. Έτσι, η οργάνωση διοργάνωσε τρομοκρατικές επιθέσεις, παραδείγματος χάρη την επίθεση κατά της έδρας του κόμματος της Ισλαμικής Δημοκρατίας, στις 28 Ιουνίου 1981, κατά τη διάρκεια της οποίας σκοτώθηκαν περισσότερα από τριάντα πολύ σημαντικά στελέχη του καθεστώτος (υπουργοί, βουλευτές, ανώτατοι αξιωματούχοι), και τη δολοφονία, στις 30 Αυγούστου 1981, του προέδρου Rajai και του πρωθυπουργού Javad Bahonar. Τον Απρίλιο του 1992, η PMOI έκανε τρομοκρατικές επιθέσεις κατά των ιρανικών διπλωματικών αντιπροσωπειών και εγκαταστάσεων σε δεκατρείς χώρες. Κατά τη διάρκεια της προεδρικής εκστρατείας του 1993, η ομάδα ανέλαβε δημοσίως την ευθύνη ορισμένων επιθέσεων κατά πετρελαιικών εγκαταστάσεων, μεταξύ των οποίων κατά του μεγαλύτερου διυλιστηρίου του Ιράν. Τον Απρίλιο του 1999, η ΡMOI ανέλαβε την ευθύνη της δολοφονίας του υπαρχηγού του επιτελείου των ιρανικών στρατιωτικών δυνάμεων, Ali Sayyad Shirazi. Το 2000 και το 2001, η οργάνωση ανέλαβε την ευθύνη συμμετοχής των μελών της σε νέες επιχειρήσεις επιθέσεων κατά του στρατού και των ιρανικών κυβερνητικών κτιρίων, πλησίον των συνόρων Ιράν και Ιράκ, και, στις 5 Φεβρουαρίου 2000, επιτέθηκε με όλμους κατά των κυβερνητικών κτιρίων στην Τεχεράνη. Εξάλλου, μέλη της οργάνωσης αυτής, που είναι εγκατεστημένα σε διάφορα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αποτελούν σήμερα το αντικείμενο διώξεων για παράνομες πράξεις με σκοπό τη χρηματοδότηση των δραστηριοτήτων τους. Οι πράξεις αυτές εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 1, παράγραφος 3, στοιχεία α΄, γ΄, δ΄, ε΄, ζ΄, η΄ και θ΄, της κοινής θέσης 2001/931, και διεπράχθησαν για τους σκοπούς τους οποίους αφορά το άρθρο 1, παράγραφος 3, [στοιχεία] i και iii.

Η [PMOI] εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001.

Τον Απρίλιο του 2001, το αρμόδιο για τη δίωξη της τρομοκρατίας τμήμα της εισαγγελικής αρχής του tribunal de grande instance de Paris αποφάσισε τη διεξαγωγή προκαταρκτικής εξέτασης σχετικά με τις κατηγορίες για “σύσταση ένωσης κακοποιών για την προετοιμασία τρομοκρατικών πράξεων” όπως προβλέπεται στο γαλλικό δίκαιο βάσει του νόμου 96/647, της 22ας Ιουλίου 1996. Οι έρευνες που διεξήχθησαν στο πλαίσιο της προκαταρκτικής αυτής εξέτασης κατέληξαν στο ότι τα εικαζόμενα μέλη της [PMOI] εμπλέκονται σε πολλές παραβάσεις που σχετίζονται, κυρίως ή συνακολούθως, με συλλογική επιχείρηση σκοπούσα να διασαλεύσει σοβαρώς τη δημόσια τάξη με εκφοβισμό ή δημιουργία κλίματος τρόμου. Πλην της προηγουμένης κατηγορίας, η προκαταρκτική εξέταση αφορά επίσης τη “χρηματοδότηση τρομοκρατικής ομάδας” όπως προβλέπεται στο γαλλικό δίκαιο βάσει του νόμου 2001/1062, της 15ης Νοεμβρίου 2001, για την καθημερινή ασφάλεια.

Στις 19 Μαρτίου 2007 και στις 13 Νοεμβρίου 2007, το αρμόδιο για τη δίωξη της τρομοκρατίας τμήμα της εισαγγελικής αρχής του Παρισιού απήγγειλε συμπληρωματικά κατηγορητήρια κατά των εικαζομένων μελών της [PMOI]. Οι διώξεις αυτές δικαιολογούνταν από την ανάγκη να διερευνηθούν νέα στοιχεία που προέκυψαν από τις πραγματοποιηθείσες μεταξύ 2001 και 2007 έρευνες. Αφορούν συγκεκριμένα τις κατηγορίες “νομιμοποίησης του άμεσου ή έμμεσου προϊόντος εγκλημάτων απάτης ιδιαίτερα ευάλωτων ατόμων και απάτη στο πλαίσιο οργανωμένης συμμορίας” σε σχέση με τρομοκρατική επιχείρηση όπως προβλέπεται στο γαλλικό δίκαιο βάσει του νόμου 2003/706, της 2ας Αυγούστου 2003.

Συνεπώς, η αρμόδια αρχή, σύμφωνα με τις προϋποθέσεις του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/93, έλαβε απόφαση κατά της [PMOI].

Το Συμβούλιο σημειώνει ότι οι διώξεις αυτές εκκρεμούν και διευρύνθηκαν το 2007 στο πλαίσιο της καταπολέμησης των χρηματοδοτικών ενεργειών των τρομοκρατικών ομάδων. Το Συμβούλιο θεωρεί ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι λόγοι εγγραφής [της PMOI] στον κατάλογο των προσώπων και οντοτήτων που υπόκεινται στα μέτρα του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2580/2001.

Αφού έλαβε υπόψη του τα στοιχεία αυτά, το Συμβούλιο αποφάσισε ότι τα μέτρα του άρθρου 2, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού 2580/2001 πρέπει να εξακολουθήσουν να ισχύουν για [την PMOI].»

 Διαδικασία

11      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 21 Ιουλίου 2008, η προσφεύγουσα άσκησε την υπό κρίση προσφυγή.

12      Με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου αυθημερόν, η προσφεύγουσα υπέβαλε αίτηση για εκδίκαση με ταχεία διαδικασία σύμφωνα με το άρθρο 76α του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου. Το Συμβούλιο υπέβαλε τις παρατηρήσεις του επί της αιτήσεως αυτής στις 30 Ιουλίου 2008 και κατέθεσε το υπόμνημα αντικρούσεως στις 10 Σεπτεμβρίου 2008. Στις 22 Σεπτεμβρίου 2008, το Πρωτοδικείο (έβδομο τμήμα) αποφάσισε να δεχθεί την αίτηση αυτή και ακολούθως περατώθηκε η έγγραφη διαδικασία.

13      Kατόπιν εκθέσεως του εισηγητή δικαστή, το Πρωτοδικείο (έβδομο τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο διεξαγωγής αποδείξεων του άρθρου 65 του Κανονισμού Διαδικασίας, με διάταξη της 26ης Σεπτεμβρίου 2008, υποχρέωσε το Συμβούλιο να προσκομίσει το σύνολο των σχετικών με την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως εγγράφων, καθόσον αφορούν την προσφεύγουσα, επιφυλάχθηκε πάντως, σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας, για την κοινοποίησή τους στην προσφεύγουσα, αν το Συμβούλιο επικαλεστεί τον εμπιστευτικό χαρακτήρα τους.

14      Το Συμβούλιο απάντησε στο αποδεικτικό αυτό μέτρο, αρχικώς, με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 10 Οκτωβρίου 2008. Στην απάντησή του επισυνάπτονταν οκτώ έγγραφα, από τα οποία επτά, μη χαρακτηρισθέντα ως εμπιστευτικά, κοινοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα. Η προσφεύγουσα κλήθηκε να υποβάλει γραπτές παρατηρήσεις επί των επτά αυτών εγγράφων καθώς και επί της αιτήσεως εμπιστευτικής μεταχειρίσεως του όγδοου εγγράφου. Η προσφεύγουσα απάντησε με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 5 Νοεμβρίου 2008.

15      Στη συνέχεια, το Συμβούλιο απάντησε στο αποδεικτικό αυτό μέτρο με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 6 Νοεμβρίου 2008. Στην απάντησή του επισυνάπτονταν τέσσερα νέα έγγραφα που κοινοποιήθηκαν στην προσφεύγουσα.

16      Με διάταξη της 10ης Νοεμβρίου 2008 και αφού άκουσε τους διαδίκους, ο πρόεδρος του εβδόμου τμήματος του Πρωτοδικείου επέτρεψε στο Ηνωμένο Βασίλειο και στην Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων να παρέμβουν προς στήριξη των αιτημάτων του Συμβουλίου.

17      Στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας κατά το άρθρο 64 του Κανονισμού Διαδικασίας, το Πρωτοδικείο (έβδομο τμήμα), με το από 11 Νοεμβρίου 2008 έγγραφο του Γραμματέα, κάλεσε το Συμβούλιο, αφενός, να υποβάλει γραπτές παρατηρήσεις επί ορισμένων πραγματικών ισχυρισμών και ορισμένων νέων νομικών επιχειρημάτων που περιλαμβάνονταν στις παρατηρήσεις που κατέθεσε η προσφεύγουσα στη Γραμματεία στις 5 Νοεμβρίου 2008, και, αφετέρου, να προσκομίσει όλα τα έγγραφα που είχε στην κατοχή του και περιέγραφαν, ή αφορούσαν, την ψηφοφορία που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, περιλαμβανομένων των πρακτικών συνεδριάσεως και ψηφοφορίας. Το Συμβούλιο απάντησε στην αίτηση αυτή με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 21 Νοεμβρίου 2008.

18      Στο πλαίσιο των ιδίων μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας καθώς και βάσει του άρθρου 24 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, το Πρωτοδικείο (έβδομο τμήμα), με το από 11 Νοεμβρίου 2008 έγγραφο της Γραμματείας, κάλεσε το Ηνωμένο Βασίλειο να υποβάλει γραπτές παρατηρήσεις επί των σχετικών με τη διαδικασία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως πραγματικών ισχυρισμών, που περιλαμβάνονταν στις παρατηρήσεις που κατέθεσε η προσφεύγουσα στη Γραμματεία στις 5 Νοεμβρίου 2008. Το Ηνωμένο Βασίλειο απάντησε στην αίτηση αυτή με χωριστό δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 20 Νοεμβρίου 2008.

19      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 24 Νοεμβρίου 2008, η προσφεύγουσα προέβαλε ορισμένες γραπτές παρατηρήσεις επί της επ’ ακροατηρίου εκθέσεως. Το Συμβούλιο αντέκρουσε τις παρατηρήσεις αυτές με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία στις 28 Νοεμβρίου 2008.

20      Οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις ερωτήσεις του Πρωτοδικείου κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 3ης Δεκεμβρίου 2008.

 Αιτήματα των διαδίκων

21      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλομένη απόφαση, στο μέτρο που την αφορά·

–        να καταδικάσει το Συμβούλιο στα δικαστικά έξοδα.

22      Το Συμβούλιο ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

23      Η Γαλλική Κυβέρνηση και η Επιτροπή υποστηρίζουν το πρώτο αίτημα του Συμβουλίου.

 Σκεπτικό

24      Η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, πέντε λόγους προς στήριξη των αιτημάτων της για ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως. Ο πρώτος αντλείται από πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως, ο δεύτερος από παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και του βάρους αποδείξεως, ο τρίτος από προσβολή του δικαιώματος αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, ο τέταρτος από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και από μη τήρηση της υποχρεώσεως αιτιολογήσεως, και ο πέμπτος από κατάχρηση εξουσίας ή καταστρατήγηση της διαδικασίας.

25      Περαιτέρω, με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 5 Νοεμβρίου 2008, η προσφεύγουσα προβάλλει έναν έκτο λόγο, αντλούμενο από παράβαση ουσιώδους τύπου. Το Πρωτοδικείο κρίνει ότι ο νέος αυτός λόγος είναι παραδεκτός. Συγκεκριμένα, αφενός, ο λόγος αυτός βασίζεται σε νομικά και πραγματικά περιστατικά που ανέκυψαν κατά τη διαδικασία, υπό την έννοια του άρθρου 48, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας. Αφετέρου και εν πάση περιπτώσει, ο λόγος αυτός είναι δημοσίας τάξεως και, επομένως, δύναται να ληφθεί υπόψη αυτεπαγγέλτως, εφόσον αντλείται από παράβαση ουσιώδους τύπου που θίγει τις προϋποθέσεις εκδόσεως της προσβαλλομένης κοινοτικής πράξης.

26      Το Πρωτοδικείο θα εξετάσει πρώτον τον έκτο λόγο, στη συνέχεια τον τέταρτο και τέλος, από κοινού, τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο.

 Επί του έκτου λόγου, που αντλείται από παράβαση ουσιώδους τύπου

27      Η προσφεύγουσα, με τις γραπτές παρατηρήσεις της επί των επτά πρώτων εγγράφων που προσκόμισε το Συμβούλιο σε εκτέλεση της από 26 Σεπτεμβρίου 2008 διατάξεως περί διεξαγωγής αποδείξεων, τις οποίες κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 5 Νοεμβρίου 2008, προβάλλει, μεταξύ άλλων, ένα νέο λόγο, που αντλείται από την παρατυπία της ψηφοφορίας, εντός του Συμβουλίου, σχετικά με όλα τα σχέδια κοινοτικών αποφάσεων περί δεσμεύσεως κεφαλαίων. 

28      Προς στήριξη της αιτιάσεως αυτής, η προσφεύγουσα αναφέρει τη δήλωση που έγινε ενώπιον του House of Lords (Βουλής των Λόρδων, Ηνωμένο Βασίλειο) από τον Λόρδο Malloch-Brown, Minister of State to the Foreign and Commonwealth Office (Υπουργό Εξωτερικών και Κοινοπολιτείας, στο εξής: Υπουργός), στις 22 Ιουλίου 2008. Ερωτηθείς περί των λόγων για τους οποίους η Κυβέρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου απέσχε απλώς από την ψηφοφορία του Συμβουλίου της 15ης Ιουλίου 2008 που οδήγησε στην έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως, αντί να αντιταχθεί στη διατήρηση της PMOI στον επίδικο κατάλογο, τούτο δε παρά την απόφαση της POAC και της αποφάσεως του Court of Appeal, ο Υπουργός δήλωσε τα εξής, σύμφωνα με τα επίσημα πρακτικά της δηλώσεώς του στο Hansard:

«Είμαστε αποφασισμένοι να τηρήσουμε την εν λόγω απόφαση του [Court of Appeal], και για τον λόγο αυτόν δεν μπορέσαμε να υποστηρίξουμε τη [Γαλλική] Κυβέρνηση, η οποία προσκόμισε νέες πληροφορίες, που δεν διαθέταμε πριν, βάσει των οποίων μπόρεσε να πείσει πολλές κυβερνήσεις ευρωπαϊκών κρατών να την υποστηρίξουν. Όσον αφορά τους λόγους για τους οποίους απείχαμε αντί να αντικρούσουμε τη διατήρηση [της PMOI] στον κατάλογο, η δυσχέρεια ήταν ότι είναι γενικός κατάλογος που περιλαμβάνει όλες τις τρομοκρατικές οργανώσεις, και η ψήφος πρέπει να είναι υπέρ ή κατά του καταλόγου αυτού. Κατά συνέπεια, αντιμετωπίσαμε μια πολύ δυσάρεστη κατάσταση όπου είτε θα διατηρούνταν ο παλαιός κατάλογος, γεγονός το οποίο δεν παρουσίαζε κανένα πλεονέκτημα εφόσον η PMOI θα εξακολουθούσε να περιλαμβάνεται στον κατάλογο αυτόν, είτε δεν θα υπήρχε πλέον κατάλογος των τρομοκρατικών οργανώσεων στην Ευρώπη. Σκεφθήκαμε ότι τούτο αποτελεί απαράδεκτη απειλή για τον λαό του Ηνωμένου Βασιλείου καθώς και για την υπόλοιπη ήπειρο.»

29      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι το γεγονός ότι δεν δόθηκε στα κράτη μέλη η δυνατότητα να ψηφίσουν κατά της διατηρήσεως συγκεκριμένης οργανώσεως στον επίδικο κατάλογο, αν θεωρηθεί ότι η διατήρηση αυτή είναι δεδομένη, προσκρούει πλήρως στη συναφή κοινοτική ρύθμιση και στην υποχρέωση του Συμβουλίου και των κρατών μελών να εξετάζουν λεπτομερώς και κατά περίπτωση το ζήτημα αν εξακολουθεί να δικαιολογείται η διατήρηση της ενδιαφερόμενης στον επίδικο κατάλογο. Προσθέτει ότι από τη δήλωση του Υπουργού προκύπτει προφανώς ότι, αν το Ηνωμένο Βασίλειο είχε τη δυνατότητα να ψηφίσει ατομικώς ως προς καθεμία οργάνωση, το εν λόγω κράτος μέλος (όπως πιστεύει ότι και ορισμένα άλλα κράτη μέλη) θα ψήφιζε κατά της διατηρήσεως της προσφεύγουσας στον επίδικο κατάλογο, γεγονός το οποίο, λαμβανομένου υπόψη του περί ομοφωνίας κανόνα του κανονισμού 2580/2001, θα συνεπαγόταν τη διαγραφή της από τον κατάλογο αυτό.

30      Με τον λόγο αυτόν, η προσφεύγουσα προβάλλει κατ’ ουσίαν ότι η ψηφοφορία για το σύνολο γενικού καταλόγου εντός του Συμβουλίου, χωρίς να προβλέπεται η δυνατότητα ατομικής ψήφου ως προς τα οικεία πρόσωπα ή οντότητες, με την ευκαιρία της περιοδικής επανεξετάσεως των κοινοτικών μέτρων για τη δέσμευση κεφαλαίων, θίγει το σύνολο της διαδικασίας λήψεως των μέτρων αυτών τόσο σοβαρώς ώστε πρέπει να χαρακτηρισθεί ως κατάχρηση εξουσίας και καταστρατήγηση της διαδικασίας, παράβαση ουσιώδους τύπου και παράβαση του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931. Ενόψει των ισχυρισμών αυτών, το Πρωτοδικείο έλαβε τα μέτρα οργανώσεως της διαδικασίας, για τα οποία γίνεται λόγος στις σκέψεις 17 και 18 ανωτέρω.

31      Με τις γραπτές παρατηρήσεις που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 21 Νοεμβρίου 2008, το Συμβούλιο προβάλλει πάντως ότι, στο πλαίσιο επανεξετάσεως σε τακτά διαστήματα, τουλάχιστον μία φορά το εξάμηνο, των ονομάτων προσώπων και οντοτήτων που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παραρτήματος του κανονισμού 2580/2001, όπως προβλέπεται στο άρθρο 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931, κάθε μέλος του Συμβουλίου δικαιούται να εκφράζει την άποψή του για καθένα από τα ονόματα αυτά ατομικώς και να αναφέρει ποια είναι η θέση του ως προς αυτό. Το Συμβούλιο προσθέτει ότι κάθε όνομα που περιλαμβάνεται στον κατάλογο πρέπει να εγκρίνεται ομοφώνως, οπότε, αν ένα κράτος μέλος αντικρούσει τη διατήρηση στον κατάλογο συγκεκριμένου προσώπου ή οντότητας, δεν υφίσταται η απαιτούμενη για τη διατήρηση του ονόματος προσώπου ή οντότητας στον κατάλογο ομοφωνία. Προς απόδειξη των λόγων του, το Συμβούλιο επικαλείται τα πρακτικά των συνεδριάσεων της ομάδας εργασίας του Συμβουλίου σχετικά με την κοινή θέση 2001/931 (στο εξής: ομάδα εργασίας PC 2001/931) της 2ας και της 24ης Ιουνίου και της 2ας Ιουλίου 2008, που επισυνάπτονται ως παραρτήματα 1, 3 και 4 στην από 10 Οκτωβρίου 2008 απάντησή του στη διάταξη περί διεξαγωγής αποδείξεων της 26ης Σεπτεμβρίου 2008.

32      Περαιτέρω, το Ηνωμένο Βασίλειο, με τις γραπτές παρατηρήσεις του στους πραγματικούς ισχυρισμούς της προσφεύγουσας σχετικά με τη διαδικασία εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, τις οποίες κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 20 Νοεμβρίου 2008, ανέφερε απλώς ότι, «δεδομένου ότι το αίτημα [του Πρωτοδικείου] αφορά τη συμπεριφορά των μελών του Συμβουλίου με την ιδιότητά τους ως μελών του θεσμικού αυτού οργάνου, το Συμβούλιο [βρίσκεται] σε καλύτερη θέση για να απαντήσει σε κάθε ερώτημα σχετικά με την ψήφιση νομοθεσίας εντός του Συμβουλίου».

33      Υπό τις συνθήκες αυτές, και ανεξαρτήτως της έννοιας και του περιεχομένου που πρέπει να αποδοθεί στις δηλώσεις του Υπουργού ενώπιον του House of Lords στις 22 Ιουλίου 2008, το Πρωτοδικείο μπορεί απλώς να διαπιστώσει, ενόψει των στοιχείων του φακέλου της υποθέσεως, ότι δεν υφίσταται κανένα αντικειμενικό στοιχείο που να στηρίζει την άποψη της προσφεύγουσας ότι τα κράτη μέλη εντός του Συμβουλίου εξαναγκάζονται να ψηφίσουν «υπέρ ή κατά» ενός «γενικού καταλόγου», χωρίς να έχουν τη δυνατότητα να αποφανθούν ατομικώς κατά περίπτωση επί του αν η εγγραφή ή η διατήρηση συγκεκριμένου προσώπου ή οντότητας στον εν λόγω κατάλογο είναι ή εξακολουθεί να είναι δικαιολογημένη.

34      Αντιθέτως, από τα προσκομισθέντα από το Συμβούλιο έγγραφα προκύπτει ότι τέτοια εξέταση ή επανεξέταση κατά περίπτωση συμβαίνει πράγματι εντός της ομάδας εργασίας PC 2001/931. Eιδικότερα, από τα πρακτικά της συνεδριάσεως της εν λόγω ομάδας εργασίας PC 2001/931 της 2ας Ιουλίου 2008 προκύπτει ότι στις αντιπροσωπείες των κρατών μελών χορηγήθηκε πρόσθετη προθεσμία, λήγουσα στις 4 Ιουλίου 2008, για να δηλώσουν αν, «υπό το πρίσμα των πρόσθετων πληροφοριών που προσκόμισε ένα κράτος μέλος και από την αναθεωρηθείσα αιτιολογική έκθεση που τους διανεμήθηκε», είχαν «οποιαδήποτε αντίρρηση για την εγγραφή μιας ομάδας στον προτεινόμενο νέο κατάλογο». Επειδή η μνεία αυτή αφορούσε, προφανέστατα, τη συγκεκριμένη περίπτωση της προσφεύγουσας, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι τα κράτη μέλη είχαν σαφώς τη δυνατότητα να αντικρούσουν τη διατήρησή της στον επίδικο κατάλογο, αλλά τελικώς επέλεξαν να μην κάνουν χρήση της δυνατότητας αυτής.

35      Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο έκτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

 Επί του τετάρτου λόγου ακυρώσεως, που αντλείται από προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

36      Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι το Συμβούλιο έλαβε την προσβαλλομένη απόφαση χωρίς να κοινοποιήσει προηγουμένως στην προσφεύγουσα τις νέες πληροφορίες ή τα νέα στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως τα οποία, κατά την άποψή του, δικαιολογούσαν τη διατήρηση του ονόματος της προσφεύγουσας στον επίδικο κατάλογο, δηλαδή τα στοιχεία σχετικά με την προκαταρκτική εξέταση του αρμόδιου για τη δίωξη της τρομοκρατίας τμήματος της εισαγγελικής αρχής του tribunal de grande instance de Paris τον Απρίλιο του 2001 και των δύο συμπληρωματικών κατηγορητηρίων του Μαρτίου και του Νοεμβρίου 2007. Κατά μείζονα λόγο, δεν της έδωσε τη δυνατότητα να προβάλει επωφελώς την άποψή της επί των στοιχείων αυτών, πριν από την έκδοση της προσβαλλομένης αποφάσεως.

37      Επιβάλλεται, συνεπώς, η διαπίστωση ότι η προσβαλλομένη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση των αρχών που έθεσε το Πρωτοδικείο με την απόφαση OMPI, όσον αφορά τον σεβασμό των δικαιωμάτων άμυνας (βλ., μεταξύ άλλων, σκέψεις 120, 126 και 131).

38      Πάντως, το Συμβούλιο προβάλλει, πρώτον, ότι οι κρίσεις του Πρωτοδικείου, με την απόφαση OMPI, όσον αφορά τις ακολουθήσασες αποφάσεις περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, δεν λαμβάνουν υπόψη την ιδιαίτερη κατάσταση που αντιμετώπισε στην προκειμένη περίπτωση. Συγκεκριμένα, το Πρωτοδικείο υπέθεσε ότι εξακολουθεί να ισχύει η απόφαση της αρμόδιας εθνικής αρχής που χρησίμευσε ως βάση της αρχικής αποφάσεως περί δεσμεύσεως κεφαλαίων, χωρίς να λάβει υπόψη του τη δυνατότητα να μπορεί η απόφαση αυτή να ανακληθεί ή να αποσυρθεί, ακόμη κι αν το Συμβούλιο λάβει νέες πληροφορίες δικαιολογούσες τη διατήρηση του ονόματος του ενδιαφερομένου στον επίδικο κατάλογο. Τούτο συνέβη τον Ιούνιο του 2008 όσον αφορά την προσφεύγουσα. Υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, το Συμβούλιο θεώρησε ότι ο σκοπός του δημοσίου συμφέροντος που επιδιώκει η Κοινότητα, σύμφωνα με το ψήφισμα 1373 (2001) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών, μπορεί να επιτευχθεί μόνο με την άμεση αντικατάσταση της τότε ισχύουσας αποφάσεως με νέα απόφαση του Συμβουλίου, βάσει των νέων πληροφοριών που έλαβε επειγόντως υπόψη του. Το Συμβούλιο φρονεί ότι, με τον τρόπο αυτόν, πέτυχε τη μόνη δυνατή ισορροπία μεταξύ της ανάγκης να ληφθεί προσηκόντως υπόψη το γεγονός ότι η απόφαση της αρμόδιας εθνικής αρχής που χρησίμευσε ως βάση για την αρχική απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων της προσφεύγουσας ανακλήθηκε και της ανάγκης να μεριμνήσει ώστε να εξακολουθήσει η δέσμευση των εν λόγω κεφαλαίων κατόπιν των νέων πληροφοριών που του κοινοποιήθηκαν και δικαιολογούσαν, κατά την άποψή του, τη διατήρηση σε ισχύ των περιοριστικών μέτρων που αφορούν την προσφεύγουσα. Προσθέτει ότι κάθε διακοπή της εφαρμογής των μέτρων αυτών θα επέτρεπε αμέσως στην προσφεύγουσα την πρόσβαση στα κεφάλαιά της, γεγονός που θα καθιστούσε άνευ αποτελέσματος την προσβαλλομένη απόφαση. Σύμφωνα με το Συμβούλιο, κανένα στοιχείο της αποφάσεως OMPI δεν υποδηλώνει ότι δεν δικαιούνταν να ενεργήσει έτσι, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτέρων περιστάσεων της προκειμένης περιπτώσεως.

39      Το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι η επιχειρηματολογία αυτή του Συμβουλίου ουδόλως δικαιολογεί την προβαλλόμενη αδυναμία στην οποία περιήλθε το θεσμικό αυτό όργανο για να λάβει την απόφαση αυτή σύμφωνα με διαδικασία σεβόμενη τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας.

40      Ειδικότερα, ουδόλως στοιχειοθετείται η προβαλλόμενη επείγουσα κατάσταση. Συγκεκριμένα, ακόμη κι αν γίνει δεκτό ότι το Συμβούλιο δεν υποχρεούνταν να αποσύρει αμέσως την προσφεύγουσα από τον επίδικο κατάλογο κατόπιν της αποφάσεως της POAC της 30ής Νοεμβρίου 2007, πάντως, από τις 7 Μαΐου 2008, ημερομηνία εκδόσεως της αποφάσεως του Court of Appeal, είχε απολέσει πλέον οριστικώς τη δυνατότητα να εξακολουθεί να βασίζεται στην απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών, που χρησίμευσε ως βάση της αρχικής αποφάσεως περί δεσμεύσεως των κεφαλαίων της προσφεύγουσας. Ωστόσο, μεταξύ της ημερομηνίας της 7ης Μαΐου 2008 και της ημερομηνίας εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, στις 15 Ιουλίου 2008, παρήλθε διάστημα πλέον των δύο μηνών. Συναφώς, το Συμβούλιο δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους δεν μπόρεσε να προβεί αμέσως μετά τις 7 Μαΐου 2008 σε διαβήματα προκειμένου είτε να αποσύρει την προσφεύγουσα από τον επίδικο κατάλογο είτε να τη διατηρήσει στον κατάλογο αυτόν βάσει νέων στοιχείων.

41      Επιπλέον, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι οι γαλλικές αρχές κοινοποίησαν στο Συμβούλιο μόλις τον Ιούνιο του 2008 τα πρώτα στοιχεία σχετικά με τη δικαστική εξέταση που άρχισε στο Παρίσι τον Απρίλιο του 2001, τούτο δεν εξηγεί τους λόγους για τους οποίους τα νέα αυτά στοιχεία δεν μπορούσαν να κοινοποιηθούν αμέσως στην προσφεύγουσα, αν το Συμβούλιο είχε την πρόθεση να τα δεχθεί σε βάρος της. Κατά μείζονα λόγο, τούτο ισχύει διότι η προφορική διαδικασία επαναλήφθηκε στην υπόθεση που οδήγησε στην απόφαση PMOI, με διάταξη του Πρωτοδικείου της 12ης Ιουνίου 2008, και η προθεσμία για την κατάθεση παρατηρήσεων των διαδίκων επί της αποφάσεως του Court of Appeal και επί των παρατηρήσεων που κατέθεσε η προσφεύγουσα για την απόφαση αυτή ορίσθηκε στις 7 Ιουλίου 2008. Καθ’ όλη την περίοδο αυτή, το Συμβούλιο μπορούσε να κοινοποιήσει τα «νέα στοιχεία» στην προσφεύγουσα και, ενδεχομένως, στο Πρωτοδικείο στο πλαίσιο της εκκρεμούς διαδικασίας στην υπόθεση που οδήγησε στην απόφαση PMOI. Συναφώς, παρατηρείται ότι, με τις παρατηρήσεις που κατέθεσε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου στις 7 Ιουλίου 2008 στην εν λόγω υπόθεση, το Συμβούλιο δήλωσε ρητώς την πρόθεσή του να λάβει επειγόντως θέση επί των «νέων στοιχείων» που περιήλθαν σε γνώση του. Επίσης, επιβάλλεται πάντως η διαπίστωση ότι το Συμβούλιο δεν κοινοποίησε τα νέα στοιχεία στην προσφεύγουσα, χωρίς να αναφέρει καμία σχετική ουσιαστική ή νομική αδυναμία αφού μάλιστα το Πρωτοδικείο ακύρωσε, με την απόφαση OMPI, τη μία από τις προηγούμενες αποφάσεις του Συμβουλίου, ακριβώς για τον λόγο ότι δεν είχε αποτελέσει αντικείμενο προηγουμένης ανακοινώσεως.

42      Προσθετέον ότι η απόφαση του Court of Appeal και η απόφαση του Υπουργού Εσωτερικών της 23ης Ιουνίου 2008 δεν είχαν αυτόματο και άμεσο αποτέλεσμα στην τότε ισχύουσα απόφαση 2007/868 περί δεσμεύσεως κεφαλαίων. Σύμφωνα με την αρχή του τεκμηρίου νομιμότητας των κοινοτικών πράξεων, η απόφαση αυτή εξακολουθεί να έχει ισχύ νόμου, παρά την εξαφάνιση της εθνικής της «βάσης», καθόσον χρόνο δεν έχει ανακληθεί, ακυρωθεί κατόπιν προσφυγής ακυρώσεως ή κριθεί ανίσχυρη κατόπιν προδικαστικής παραπομπής ή κατόπιν ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας (βλ. απόφαση PMOI, σκέψη 55 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

43      Επομένως, από ουσιαστικής και νομικής απόψεως, είναι εσφαλμένος ο ισχυρισμός ότι, κατόπιν της ενάρξεως ισχύος της διατάξεως του Υπουργού Εσωτερικών και της κατά το μάλλον ή ήττον συνακόλουθης κοινοποιήσεως νέων στοιχείων από τις γαλλικές αρχές, έπρεπε να ληφθεί νέα απόφαση περί δεσμεύσεως κεφαλαίων σύμφωνα με επείγουσα διαδικασία εξαιτίας της οποίας δεν μπορούσαν να τηρηθούν τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας.

44      Επιπλέον, το Πρωτοδικείο φρονεί ότι, εν προκειμένω, το γεγονός ότι το Συμβούλιο δεν συμμορφώθηκε, έχοντας πλήρη επίγνωση και χωρίς καμία εύλογη δικαιολογία, με διαδικασία που είχε σαφώς καθορισθεί με την απόφαση OMPI, μπορεί να αποτελέσει κρίσιμο στοιχείο στο πλαίσιο της εξετάσεως του πέμπτου λόγου που αντλείται από υπέρβαση ή κατάχρηση εξουσίας.

45      Δεύτερον, το Συμβούλιο προβάλλει ότι, βάσει της κοινοποιηθείσας στην προσφεύγουσα αιτιολογικής εκθέσεως, η προσφεύγουσα μπορεί να ασκήσει το δικαίωμά της ασκήσεως ένδικης προσφυγής και ο κοινοτικός δικαστής τον έλεγχό του. Η προσφεύγουσα είχε επίσης τη δυνατότητα να προβάλει τις παρατηρήσεις της επί της αιτιολογικής εκθέσεως, στο πλαίσιο του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, εφόσον το εισαγωγικό της δίκης έγγραφο διαβιβάστηκε αμέσως από το Συμβούλιο στις αντιπροσωπείες των κρατών μελών.

46      Η επιχειρηματολογία αυτή, που οφείλεται σε σύγχυση μεταξύ της εγγυήσεως των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο της διοικητικής διαδικασίας και της εγγυήσεως που απορρέει από το δικαίωμα επί αποτελεσματικής ασκήσεως ένδικης προσφυγής κατά της βλαπτικής πράξεως που εκδίδεται μετά το πέρας της διαδικασίας αυτής, απορρίφθηκε ρητώς από το Πρωτοδικείο με την απόφαση OMPI (σκέψη 94 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

47      Τέλος, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι η διατήρηση της δεσμεύσεως των κεφαλαίων της προσφεύγουσας με την προσβαλλομένη απόφαση επήλθε μετά το πέρας της διαδικασίας κατά τη διάρκεια της οποίας δεν τηρήθηκαν τα δικαιώματα άμυνας της προσφεύγουσας. Το στοιχείο αυτό συνεπάγεται, κατ’ ανάγκη, την ακύρωση της αποφάσεως αυτής, καθόσον αφορά την προσφεύγουσα.

48      Μολονότι, υπό τις συνθήκες αυτές, δεν απαιτείται να αποφανθεί επί των λοιπών λόγων της προσφυγής, το Πρωτοδικείο θα εξετάσει ωστόσο τον δεύτερο και τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, λόγω της σημασίας τους από απόψεως του θεμελιώδους δικαιώματος περί αποτελεσματικής ένδικης προστασίας.

 Επί του δευτέρου και τρίτου λόγου, που αντλούνται από παράβαση του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001, του βάρους αποδείξεως καθώς και προσβολής του δικαιώματος περί αποτελεσματικής ένδικης προστασίας, αντιστοίχως

49      Συναφώς, το Πρωτοδικείο υπενθυμίζει εκ προοιμίου ότι, με τις αποφάσεις OMPI και PMOI, διευκρίνισε ποιες είναι: α) οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931 και του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001· β) το βάρος αποδείξεως που εντός του πλαισίου αυτού απόκειται στο Συμβούλιο· γ) το περιεχόμενο του δικαστικού ελέγχου εν προκειμένω.

50      Όπως επισήμανε το Πρωτοδικείο με τις σκέψεις 115 και 116 της αποφάσεως OMPI και με τη σκέψη 130 της αποφάσεως PMOI, τα πραγματικά και νομικά στοιχεία για την εφαρμογή ενός μέτρου δεσμεύσεως κεφαλαίων σε ένα πρόσωπο, μια ομάδα ή οντότητα καθορίζονται με το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001. Σύμφωνα με τη διάταξη αυτή, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ομοφωνία, καταρτίζει, αναθεωρεί και τροποποιεί τον κατάλογο των προσώπων, ομάδων και οντοτήτων στα οποία εφαρμόζεται ο παρών κανονισμός, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφοι 4, 5 και 6, της κοινής θέσης 2001/931. Επομένως, ο εν λόγω κατάλογος καταρτίζεται, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφοι 4 έως 6, της κοινής θέσης 2001/931, βάσει ακριβών πληροφοριών ή στοιχείων του φακέλου που αποδεικνύουν ότι η αρμόδια αρχή έλαβε απόφαση ως προς τα εν λόγω πρόσωπα, ομάδες και οντότητες, ανεξαρτήτως της διεξαγωγής ανακριτικών πράξεων ή διώξεων για τρομοκρατική πράξη, ή απόπειρας διαπράξεώς της, ή συμμετοχής σε τέτοια πράξη ή διευκολύνσεώς της, βάσει σοβαρών και αξιόπιστων αποδείξεων και ενδείξεων, ή ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για καταδίκη για τέτοια πραγματικά περιστατικά. Ως «αρμόδια αρχή» νοείται μια δικαστική αρχή ή, αν οι δικαστικές αρχές δεν έχουν καμία αρμοδιότητα συναφώς, αντίστοιχη στον τομέα αυτόν αρμόδια αρχή. Εξάλλου, τα ονόματα προσώπων και οντοτήτων που απαριθμούνται στον κατάλογο πρέπει να αποτελούν το αντικείμενο επανεξετάσεως σε τακτά διαστήματα, τουλάχιστον μία φορά το εξάμηνο, προκειμένου να διασφαλίζεται ότι εξακολουθεί να δικαιολογείται η διατήρησή τους στον κατάλογο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 6, της κοινής θέσης 2001/931.

51      Με τη σκέψη 117 της αποφάσεως OMPI και με τη σκέψη 131 της αποφάσεως ΡΜΟΙ, το Πρωτοδικείο συνήγαγε από τις διατάξεις αυτές ότι η διαδικασία που μπορεί να καταλήξει στη λήψη μέτρου δεσμεύσεως κεφαλαίων βάσει της σχετικής ρυθμίσεως διεξάγεται συνεπώς σε δύο επίπεδα, ήτοι σε εθνικό και σε κοινοτικό επίπεδο. Κατ’ αρχάς, μια αρμόδια εθνική αρχή, κατά κανόνα δικαστική, πρέπει να λάβει έναντι του ενδιαφερομένου απόφαση εμπίπτουσα στον ορισμό του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931. Αν πρόκειται για απόφαση ενάρξεως ανακριτικών πράξεων ή ποινικής διώξεως, η απόφαση αυτή πρέπει να στηρίζεται σε σοβαρές και αξιόπιστες αποδείξεις ή ενδείξεις. Εν συνεχεία, το Συμβούλιο, αποφασίζοντας με ομοφωνία, πρέπει να αποφασίσει να περιλάβει τον ενδιαφερόμενο στον επίδικο κατάλογο, βάσει επακριβών πληροφοριών ή στοιχείων του σχετικού φακέλου από τα οποία προκύπτει ότι έχει ληφθεί μια τέτοια απόφαση. Κατόπιν, το Συμβούλιο πρέπει να εξετάζει σε τακτά χρονικά διαστήματα, τουλάχιστον μία φορά το εξάμηνο, αν εξακολουθεί να δικαιολογείται η διατήρηση του ενδιαφερομένου στον επίδικο κατάλογο. Συναφώς, ο έλεγχος της υπάρξεως αποφάσεως εθνικής αρχής εμπίπτουσας στον εν λόγω ορισμό αποτελεί ουσιαστικό προαπαιτούμενο της εκδόσεως, εκ μέρους του Συμβουλίου, αρχικής αποφάσεως δεσμεύσεως κεφαλαίων, ενώ ο έλεγχος σχετικά με τη συνέχεια που μπορεί να έχει η απόφαση αυτή σε εθνικό επίπεδο είναι απαραίτητος στο πλαίσιο της εκδόσεως επακόλουθης αποφάσεως δεσμεύσεως κεφαλαίων.

52      Με τη σκέψη 123 της αποφάσεως OMPI και με τη σκέψη 132 της αποφάσεως ΡΜΟΙ, το Πρωτοδικείο υπενθύμισε εξάλλου ότι, δυνάμει του άρθρου 10 ΕΚ, οι σχέσεις μεταξύ των κρατών μελών και των κοινοτικών οργάνων διέπονται από αμοιβαία καθήκοντα αγαστής συνεργασίας (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Οκτωβρίου 2003, C-339/00, Ιρλανδία κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I-11757, σκέψεις 71 και 72 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία). Η αρχή αυτή έχει γενική εφαρμογή και επιβάλλεται, μεταξύ άλλων, στο πλαίσιο της δικαστικής και αστυνομικής συνεργασίας στον ποινικό τομέα [κοινώς καλούμενη «δικαιοσύνη και εσωτερικές υποθέσεις» (ΔΕΥ)] που διέπεται από τον τίτλο VI της Συνθήκης ΕΕ και η οποία στηρίζεται εξάλλου πλήρως στη συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών και των θεσμικών οργάνων (απόφαση του Δικαστηρίου της 16ης Ιουνίου 2005, C-105/03, Pupino, Συλλογή 2005, σ. I-5285, σκέψη 42).

53      Με τη σκέψη 124 της αποφάσεως OMPI και με τη σκέψη 133 της αποφάσεως ΡΜΟΙ, το Πρωτοδικείο έκρινε ότι, σε περίπτωση εφαρμογής του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931 και του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001, ήτοι διατάξεων που εγκαθιδρύουν μια μορφή ειδικής συνεργασίας μεταξύ του Συμβουλίου και των κρατών μελών, στο πλαίσιο της καταπολέμησης της τρομοκρατίας, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι η αρχή αυτή συνεπάγεται, για το Συμβούλιο, την υποχρέωση να στηρίζεται, κατά το μέτρο του δυνατού, στην εκτίμηση της αρμόδιας εθνικής αρχής, τουλάχιστον αν πρόκειται για δικαστική αρχή, όσον αφορά ιδίως την ύπαρξη των «σοβαρών και αξιόπιστων αποδείξεων ή ενδείξεων» στις οποίες βασίζεται η απόφασή της.

54      Όπως κρίθηκε με τη σκέψη 134 της αποφάσεως ΡΜΟΙ, από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι, ναι μεν το Συμβούλιο φέρει πράγματι το βάρος αποδείξεως ότι η δέσμευση των κεφαλαίων ενός προσώπου, μιας ομάδας ή μιας οντότητας είναι ή εξακολουθεί να είναι νομικώς δικαιολογημένη βάσει της σχετικής νομοθεσίας, πλην όμως έχει σχετικά περιορισμένο αντικείμενο στο πλαίσιο της κοινοτικής διαδικασίας δεσμεύσεως κεφαλαίων. Στην περίπτωση της αρχικής αποφάσεως δεσμεύσεως κεφαλαίων, το βάρος αποδείξεως αφορά κυρίως την ύπαρξη ακριβών πληροφοριών ή στοιχείων του φακέλου από τα οποία να προκύπτει ότι έχει ληφθεί έναντι του ενδιαφερομένου απόφαση εθνικής αρχής εμπίπτουσα στον ορισμό του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931. Εξάλλου, στην περίπτωση επακόλουθης αποφάσεως δεσμεύσεως κεφαλαίων, κατόπιν επανεξετάσεως, το βάρος αποδείξεως αφορά βασικά το ζήτημα αν η δέσμευση κεφαλαίων εξακολουθεί να δικαιολογείται, λαμβανομένων υπόψη όλων των σχετικών περιστάσεων της υπόθεσης και ειδικότερα της περαιτέρω τύχης της εν λόγω αποφάσεως της αρμόδιας εθνικής αρχής.

55      Όσον αφορά τον έλεγχό του, το Πρωτοδικείο έκρινε, με τη σκέψη 159 της αποφάσεως OMPI και τη σκέψη 137 της αποφάσεως ΡΜΟΙ, ότι το Συμβούλιο διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως όσον αφορά τα στοιχεία που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την επιβολή οικονομικών και χρηματοοικονομικών κυρώσεων βάσει των άρθρων 60 ΕΚ, 301 ΕΚ και 308 ΕΚ, σύμφωνα με κοινή θέση ληφθείσα στο πλαίσιο της κοινής εξωτερικής πολιτικής και πολιτικής ασφάλειας. Αυτή η εξουσία εκτιμήσεως αφορά ειδικότερα τους λόγους σκοπιμότητας στους οποίους βασίζονται τέτοιες αποφάσεις. Ωστόσο (βλ. σκέψη 138 της αποφάσεως ΡΜΟΙ), ναι μεν το Πρωτοδικείο αναγνωρίζει υπέρ του Συμβουλίου περιθώριο εκτιμήσεως στον τομέα αυτόν, πλην όμως αυτό δεν σημαίνει ότι δεν οφείλει να ελέγχει τον τρόπο με τον οποίο το όργανο αυτό ερμηνεύει τα κρίσιμα στοιχεία. Πράγματι, ο κοινοτικός δικαστής οφείλει όχι μόνο να ελέγχει την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλ’ οφείλει επίσης να ελέγχει αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των ληπτέων υπόψη συναφών στοιχείων για την εκτίμηση μιας σύνθετης καταστάσεως και αν είναι ικανά να θεμελιώσουν τα εξ αυτών αρυόμενα συμπεράσματα. Πάντως, στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, δεν μπορεί να υποκαταστήσει το Συμβούλιο στην εκτίμησή του περί της σκοπιμότητας (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Νοεμβρίου 2007, C‑525/04 P, Ισπανία κατά Lenzing, Συλλογή 2007, σ. I‑9947, σκέψη 57 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

56      Eν προκειμένω, το Πρωτοδικείο διαπιστώνει ότι τα πληροφοριακά στοιχεία της προσβαλλομένης αποφάσεως, η αιτιολογική της έκθεση και το έγγραφο κοινοποιήσεως, και τα στοιχεία των δύο απαντήσεων του Συμβουλίου στη διάταξη περί διεξαγωγής αποδείξεων της 26ης Σεπτεμβρίου 2008 δεν πληρούν τις περί αποδεικτικών στοιχείων απαιτήσεις που υπενθυμίστηκαν ανωτέρω, οπότε δεν αποδείχθηκε αρκούντως από νομικής απόψεως ότι η προσβαλλομένη απόφαση ελήφθη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931 και του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001.

57      Ειδικότερα, το Συμβούλιο δεν κοινοποίησε στο Πρωτοδικείο ακριβείς πληροφορίες και στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως από τα οποία να προκύπτει ότι η προκαταρκτική εξέταση που κίνησε το αρμόδιο για τη δίωξη της τρομοκρατίας τμήμα της εισαγγελικής αρχής του tribunal de grande instance de Paris τον Απρίλιο του 2001 και τα δύο συμπληρωματικά κατηγορητήρια του Μαρτίου και του Νοεμβρίου του 2007 αποτελούν όσον αφορά την προσφεύγουσα, όπως ισχυρίζεται το Συμβούλιο χωρίς να στηρίζει άλλως πως τα λεγόμενά του, απόφαση πληρούσα τον ορισμό του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931.

58      Συναφώς, πρέπει να παρατεθούν πλήρως τα πιο κρίσιμα για την υπόθεση αποσπάσματα της πρώτης απαντήσεως του Συμβουλίου στη διάταξη περί διεξαγωγής αποδείξεων της 26ης Σεπτεμβρίου 2008:

«3.      Η ομάδα [εργασίας PC 2001/931] είχε τέσσερις προπαρασκευαστικές συνεδριάσεις για την έκδοση της εν λόγω αποφάσεως του Συμβουλίου –καθόσον αφορά την προσφεύγουσα–, ήτοι στις 2 Ιουνίου, 13 Ιουνίου, 24 Ιουνίου και 2 Ιουλίου 2008 […]

[…]

6.      Για τις ανάγκες των συνεδριάσεων αυτών, η Γαλλική Δημοκρατία διένειμε επίσης στις αντιπροσωπείες τρία έγγραφα περιγράφοντα τη νέα βάση που προτεινόταν για την εγγραφή της προσφεύγουσας στον κατάλογο και εξηγούσαν τους λόγους της προτάσεώς της. Το τρίτο έγγραφο περιελάμβανε, εν μέρει, το κείμενο που κατέστη η υιοθετηθείσα από το Συμβούλιο αιτιολογική έκθεση και έχει τεθεί στον φάκελο της υποθέσεως. Η Γαλλική Δημοκρατία χαρακτήρισε εμπιστευτικά τα έγγραφα αυτά κατά τον χρόνο της δημοσιεύσεώς τους. Το Συμβούλιο την ειδοποίησε για την οδηγία που εξέδωσε το Πρωτοδικείο και το κράτος αυτό εξετάζει τη δυνατότητα να αποχαρακτηρίσει τα εν λόγω έγγραφα. Πάντως, το Συμβούλιο ενημερώθηκε ότι, επειδή πρέπει να πληρούνται οι απαιτήσεις του εσωτερικού δικαίου, δεν μπορεί να ληφθεί απόφαση συναφώς εντός της ταχθείσας από τη Γραμματεία προθεσμίας. Επομένως, το Συμβούλιο δεν δύναται να δώσει, τη στιγμή αυτή, συνέχεια στη διάταξη του Πρωτοδικείου όσον αφορά τα εν λόγω έγγραφα, εφόσον δεν έχει λάβει εξουσιοδότηση να τα διαβιβάσει στο Πρωτοδικείο, έστω ως εμπιστευτικά. Το Συμβούλιο ζητεί την κατανόηση του Πρωτοδικείου και αναλαμβάνει την υποχρέωση να το ενημερώσει μόλις η Γαλλική Δημοκρατία λάβει απόφαση επί των εγγράφων αυτών.

[…]

11.      Συγκεκριμένα, το Συμβούλιο επιθυμεί να τονίσει ότι δεν έλαβε κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο σχετικό με την προκαταρκτική εξέταση που διεξήχθη στη Γαλλία, εκτός από αυτά που περιλαμβάνονται στην αιτιολογική έκθεση. Αντιλαμβάνεται ότι τέτοια αποδεικτικά στοιχεία πρέπει, σύμφωνα με το γαλλικό δίκαιο, να παραμείνουν εμπιστευτικά κατά τη διεξαγωγή της προκαταρκτικής εξέτασης. Το Συμβούλιο προσκόμισε όλα τα ουσιώδη στοιχεία που διέθετε σχετικά με την έρευνα για να καταρτίσει την αιτιολογική έκθεση. Ένα από τα έγγραφα για τα οποία γίνεται λόγος στο σημείο 6 περιλαμβάνει λεπτομερέστερο κατάλογο των παραβάσεων που αποτέλεσαν αντικείμενο της προκαταρκτικής εξέτασης, αλλά όλες καλύπτονται από τη γενική περιγραφή που προσκομίστηκε με την αιτιολογική έκθεση (ήτοι ότι πρόκειται για πολλές παραβάσεις που σχετίζονται, κυρίως ή συνακολούθως, με συλλογική επιχείρηση σκοπούσα να διασαλεύσει σοβαρώς τη δημόσια τάξη με εκφοβισμό ή δημιουργία κλίματος τρόμου καθώς και τη χρηματοδότηση τρομοκρατικής ομάδας και τη νομιμοποίηση του άμεσου ή έμμεσου προϊόντος εγκλημάτων απάτης ιδιαίτερα ευάλωτων ατόμων και απάτη στο πλαίσιο οργανωμένης συμμορίας σε σχέση με τρομοκρατική επιχείρηση).

12.      Το Συμβούλιο δεν διαθέτει καμία άλλη πληροφορία πλην αυτών που αφορούν τη φύση των παραβάσεων που αποτέλεσαν το αντικείμενο της προκαταρκτικής εξέτασης και των διευκρινίσεων για την ημερομηνία ενάρξεώς της και προσθήκης των συμπληρωματικών κατηγορητηρίων. Δεν πληροφορήθηκε για την επακριβή ταυτότητα των προσώπων που αφορά η εξέταση· γνωρίζει απλώς ότι τα πρόσωπα αυτά φέρονται ως μέλη της προσφεύγουσας, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική έκθεση. Περαιτέρω, δεν έχει πληροφορίες για την πιθανή εξέλιξη της προκαταρκτικής εξέτασης. Συνοπτικώς, όταν ελήφθη η προσβαλλομένη απόφαση, το Συμβούλιο δεν διέθετε κανένα αποδεικτικό στοιχείο «κατά της προσφεύγουσας» στο πλαίσιο της προκαταρκτικής εξέτασης πλην αυτών τα οποία αναφέρει η αιτιολογική έκθεση.»

59      Ωστόσο, κατόπιν των πραγματικών ισχυρισμών και των αιτιάσεων που διατύπωσε η προσφεύγουσα, οι διευκρινίσεις και τα προσκομισθέντα από το Συμβούλιο έγγραφα δεν δικαιολογούν κατά νόμο την προσβαλλομένη απόφαση, ειδικότερα από απόψεως του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001.

60      Τούτο ισχύει ακόμη κι αν ληφθεί υπόψη η δεύτερη απάντηση του Συμβουλίου στη διάταξη περί διεξαγωγής αποδείξεων της 26ης Σεπτεμβρίου 2008, σε παράρτημα της οποίας το θεσμικό αυτό όργανο προσκόμισε το μη εμπιστευτικό κείμενο των τριών εγγράφων που αναφέρθηκαν στη σκέψη 58 ανωτέρω, ήτοι αυτών με τα οποία οι γαλλικές αρχές του είχαν κοινοποιήσει, τον Ιούνιο του 2008, πληροφορίες σχετικές με την προκαταρκτική εξέταση που άρχισε στο Παρίσι τον Απρίλιο του 2001 και διήρκεσε μέχρι το 2007, βάσει των οποίων ελήφθη η προσβαλλομένη απόφαση. 

61      Συναφώς, η προσφεύγουσα προβάλλει μεταξύ άλλων ότι η προκαταρκτική εξέταση που άρχισε στη Γαλλία τον Απρίλιο του 2001 ήταν έρευνα κατ’ αγνώστων, η οποία μπορεί να αφορούσε ενδεχομένως ορισμένα μέλη ή συμπαθώς διακείμενους της ΡΜΟΙ, αλλά όχι καθεαυτή την PMOI.

62      Πράγματι, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο πρώτο από τα τρία αναφερθέντα στη σκέψη 58 ανωτέρω έγγραφα, που φέρει ημερομηνία 9 Ιουνίου 2008, οι γαλλικές αρχές απλώς αναφέρουν «ότι άρχισε στις 9 Απριλίου 2001 προκαταρκτική εξέταση κατά 17 προσώπων που μπορεί να ανήκουν [στην PMOI]», ότι «η προκαταρκτική αυτή εξέταση [βρίσκεται] σε εξέλιξη» και ότι, «[στο] στάδιο αυτό, ανακρίνονται 24 πρόσωπα». Πάντως, δεν δόθηκε καμία εξήγηση ως προς τους λόγους για τους οποίους οι αρχές αυτές κατέληξαν, με το ίδιο έγγραφο, ότι «η διαδικασία [αυτή] αποτελεί απόφαση κατά [της PMOI] από αρμόδια αρχή, σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931».

63      Το Συμβούλιο, απαντώντας στον ισχυρισμό αυτόν της προσφεύγουσας, τον οποίο δεν αμφισβητεί καθεαυτό, υποστηρίζει ότι το γεγονός αυτό δεν είναι μόνον κατανοητό, αλλά είναι εύλογο και προσήκον, στο πλαίσιο δεσμεύσεως κεφαλαίων οργανώσεως όπως η προσφεύγουσα. Συγκεκριμένα, αφενός, παραβάσεις όπως η εγκληματική οργάνωση για προετοιμασία τρομοκρατικών πράξεων, η χρηματοδότηση τρομοκρατικής οργάνωσης και η νομιμοποίηση χρημάτων σε σχέση με τρομοκρατική οργάνωση δεν μπορούν να διαπραχθούν από την ίδια την οργάνωση, αλλά μόνον από τα άτομα που είναι μέλη της. Αφετέρου, η ίδια η προσφεύγουσα δεν μπορεί να αποτελέσει το αντικείμενο διώξεων εφόσον δεν έχει νομική προσωπικότητα.

64      Ωστόσο, οι διευκρινίσεις αυτές προσκρούουν κατ’ αρχάς στη διατύπωση του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931, που προβλέπει ότι έχει ληφθεί απόφαση «έναντι συγκεκριμένων προσώπων, ομάδων και οντοτήτων».

65      Ακόμη κι αν υποτεθεί ότι δεν πρέπει να γίνει δεκτή η κατά γράμμα ερμηνεία της διατάξεως αυτής, για να γίνει δεκτή η επιχειρηματολογία του Συμβουλίου, το θεσμικό αυτό όργανο ή η οικεία αρμόδια εθνική αρχή πρέπει να εξηγήσει τους συγκεκριμένους λόγους για τους οποίους, εν προκειμένω, οι πράξεις που καταλογίζονται σε άτομα φερόμενα ως μέλη ή συμπαθώς διακείμενοι της PMOI πρέπει να καταλογισθούν στην ίδια την PMOI. Ωστόσο, όπως επισημάνθηκε, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν υπάρχει απολύτως καμία τέτοια εξήγηση.

66      Ελλείψει ακριβέστερων πληροφοριών, δεν είναι δυνατό να εξακριβωθούν η αξιοπιστία και η λυσιτέλεια του ισχυρισμού, που περιλαμβάνεται στην αιτιολογική έκθεση, ότι πολλά από τα φερόμενα ως μέλη της προσφεύγουσας αποτελούν το αντικείμενο διώξεων για εγκληματικές δραστηριότητες σε σχέση με τρομοκρατική επιχείρηση. Συναφώς, με την προσφυγή της, η προσφεύγουσα προβάλλει ότι, εκτός από την προκαταρκτική εξέταση που άρχισε στη Γαλλία το 2001, δεν γνωρίζει αν κάποιος από τα μέλη της ή τους συμπαθώς διακειμένους διώκεται σε κράτος μέλος λόγω χρηματοδοτήσεως τρομοκρατικών δραστηριοτήτων ή άλλων εγκληματικών δραστηριοτήτων που την αφορούν, αντιθέτως προς όσα αναφέρονται στην αιτιολογική έκθεση. Εξάλλου, κανένας από τα μέλη της ή τους συμπαθώς διακειμένους ουδέποτε κρίθηκε ένοχος για παράνομες δραστηριότητες σε σχέση με την τρομοκρατία ή τη χρηματοδότησή της. Το Συμβούλιο ουδαμώς αντέκρουσε τους ισχυρισμούς αυτούς με το υπόμνημά του αντικρούσεως.

67      Η προσφεύγουσα προβάλλει επίσης ότι τα συμπληρωματικά κατηγορητήρια της 19ης Μαρτίου και 13ης Νοεμβρίου 2007 ουδόλως την αφορούν ούτε καν αναφέρονται σ’ αυτήν. Με την πρώτη απάντησή του στη διάταξη περί διεξαγωγής αποδείξεων, το Συμβούλιο δέχθηκε ότι δεν είχε ενημερωθεί για την ταυτότητα των ατόμων που σχετίζονται με τις πράξεις αυτές και το μόνο που γνωρίζει είναι ότι τα πρόσωπα αυτά φέρονται ως μέλη της PMOI. Στην περίπτωση αυτή, επίσης, ουδαμώς εξηγείται η σχέση μεταξύ των εν λόγω προσώπων και της προσφεύγουσας ούτε οι λόγοι που μπορούν να δικαιολογήσουν τον καταλογισμό στην προσφεύγουσα των πράξεων των προσώπων αυτών.

68      Επισημαίνεται, επίσης, ότι η προκαταρκτική εξέταση που άρχισε στη Γαλλία τον Απρίλιο του 2001, ακόμη κι αν υποτεθεί ότι προήλθε από «δικαστική αρχή», γεγονός το οποίο επίσης αμφισβητεί η προσφεύγουσα, από κανένα στοιχείο του φακέλου της υποθέσεως δεν μπορεί να στοιχειοθετηθεί ότι είναι βάσιμη, σύμφωνα με την εκτίμηση της αρχής αυτής, βάσει σοβαρών και αξιόπιστων αποδείξεων ή ενδείξεων, όπως επιτάσσει το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931.

69      Συναφώς, είναι αληθές ότι, στο σημείο 3, στοιχείο β΄, δεύτερη περίπτωση, του τελευταίου από τα τρία έγγραφα που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 58 ανωτέρω, με ημερομηνία 26 Ιουνίου 2008, οι γαλλικές αρχές εντός του Συμβουλίου ισχυρίστηκαν ότι η ύπαρξη της προκαταρκτικής αυτής εξέτασης «αποδεικνύει ότι οι δικαστικές αρχές διέθεταν «σοβαρές και αξιόπιστες ενδείξεις» που απαιτούνται σύμφωνα με το άρθρο 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης [2001/931] και συνδέουν [την PMOI] με πρόσφατες τρομοκρατικές δραστηριότητες».

70      Ωστόσο, όχι μόνον η εκτίμηση αυτή δεν προήλθε από αρμόδια δικαστική αρχή, αλλά, με το από 3 Νοεμβρίου 2008 έγγραφο του Συμβουλίου, συνημμένο ως παράρτημα 4 της δεύτερης απάντησης του Συμβουλίου στη διάταξη περί διεξαγωγής αποδείξεων της 26ης Σεπτεμβρίου 2008, ο Γάλλος Υπουργός Εξωτερικών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων (MAEE) δήλωσε, αναφερόμενος συγκεκριμένα στο εν λόγω σημείο 3, στοιχείο β΄, δεύτερη περίπτωση, του τελευταίου από τα τρία έγγραφα που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 58 ανωτέρω, ότι του «φαίνεται σκόπιμο και σύμφωνο κατά νόμο να διευκρινίσει ότι πρόκειται για συμπεράσματα που άντλησε ο ΜΑΑΕ από αντικειμενικά στοιχεία της γαλλικής διαδικασίας, κοινοποιηθέντα από την εισαγγελική αρχή του tribunal de grande instance de Paris, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 11, [τρίτο εδάφιο,] του κώδικα ποινικής δικονομίας, και δεσμεύουν μόνον τον MAEE».

71      Τέλος, το Πρωτοδικείο επισημαίνει ότι, κατόπιν αιτήσεως των γαλλικών αρχών, το Συμβούλιο αρνήθηκε να «αποχαρακτηρίσει» το σημείο 3, στοιχείο α΄, του τελευταίου από τα τρία έγγραφα που μνημονεύθηκαν στη σκέψη 58 ανωτέρω, το οποίο περιλαμβάνει τη «σύνθεση των κυριότερων στοιχείων που δικαιολογούν τη διατήρηση της [OMPI] στον ευρωπαϊκό κατάλογο», που κατάρτισαν οι αρχές αυτές για να τεθούν υπόψη ορισμένων αντιπροσωπειών κρατών μελών. Σύμφωνα με το από 3 Νοεμβρίου 2008 προπαρατεθέν έγγραφο του MAEE προς το Συμβούλιο, οι εν λόγω πληροφορίες «άπτονται θεμάτων ασφάλειας και ενδιαφέρουν την εθνική άμυνα, οπότε αποτελούν το αντικείμενο περιοριστικών για τη δημοσίευσή τους μέτρων προστασίας, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 413-9 του ποινικού κώδικα», οπότε «ο MAEE δεν είναι σε θέση να επιτρέψει την κοινοποίησή τους στο Πρωτοδικείο».

72      Βάσει του ισχυρισμού του Συμβουλίου ότι υποχρεούνταν να τηρήσει την αρχή του απορρήτου που επικαλέστηκαν οι γαλλικές αρχές δεν γίνεται κατανοητό πώς η αρχή αυτή θα παραβιαζόταν με την κοινοποίηση των συγκεκριμένων στοιχείων του φακέλου της υποθέσεως στον κοινοτικό δικαστή, αλλά δεν παραβιαζόταν με την κοινοποίηση των ίδιων στοιχείων στο Συμβούλιο και, στη συνέχεια, στις κυβερνήσεις των 26 λοιπών κρατών μελών.

73      Εν πάση περιπτώσει, το Πρωτοδικείο θεωρεί ότι το Συμβούλιο δεν δικαιούνταν να θεμελιώσει την απόφασή του περί δεσμεύσεως κεφαλαίων σε πληροφορίες ή στοιχεία του φακέλου της υποθέσεως που κοινοποίησε άλλο κράτος μέλος, αν το κράτος μέλος αυτό δεν είχε την πρόθεση να επιτρέψει την κοινοποίησή τους στο κοινοτικό δικαστήριο που ασκεί τον έλεγχο νομιμότητας της αποφάσεως αυτής.

74      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, με την απόφαση OMPI (σκέψη 154), το Πρωτοδικείο έκρινε ότι ο δικαστικός έλεγχος της νομιμότητας της επίμαχης αποφάσεως εκτείνεται στην εκτίμηση των γεγονότων και των περιστάσεων βάσει των οποίων δικαιολογείται η απόφαση, καθώς και στην εξέταση των αποδεικτικών και πληροφοριακών στοιχείων επί των οποίων στηρίζεται η εκτίμηση αυτή, όπως ρητώς αναγνώρισε το Συμβούλιο με τα δικόγραφά του στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση του Πρωτοδικείου της 21ης Σεπτεμβρίου 2005, T-306/01, Yusuf και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (Συλλογή 2005, σ. ΙΙ-3533), που αναιρέθηκε με την απόφαση του Δικαστηρίου της 3ης Σεπτεμβρίου 2008, C-402/05 P και C-415/05 P, Kadi και Al Barakaat International Foundation κατά Συμβουλίου και Επιτροπής (δεν έχει ακόμη δημοσιευθεί στη Συλλογή). Το Πρωτοδικείο πρέπει επίσης να διασφαλίζει την τήρηση των δικαιωμάτων άμυνας και της υποχρεώσεως συναφούς αιτιολογήσεως καθώς και, ενδεχομένως, το βάσιμο των επιτακτικών λόγων που εξαιρετικώς επικαλείται το Συμβούλιο για τη μη τήρηση των υποχρεώσεων αυτών.

75      Eν προκειμένω, ο έλεγχος αυτός είναι απαραίτητος, τοσούτω μάλλον καθόσον συνιστά τη μοναδική διαδικαστική εγγύηση που επιτρέπει να εξασφαλίζεται μια δίκαιη ισορροπία μεταξύ των απαιτήσεων της καταπολέμησης της διεθνούς τρομοκρατίας και της προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων. Δεδομένου ότι οι περιορισμοί τους οποίους επιβάλλει το Συμβούλιο στα δικαιώματα άμυνας των ενδιαφερομένων πρέπει να αντισταθμίζονται από ένα ανεξάρτητο, αμερόληπτο και αυστηρό δικαστικό έλεγχο (βλ., συναφώς, απόφαση του Δικαστηρίου της 2ας Μαΐου 2006, C‑341/04, Eurofood IFSC, Συλλογή 2006, σ. I‑3813, σκέψη 66), ο κοινοτικός δικαστής πρέπει να μπορεί να ελέγχει τη νομιμότητα και το βάσιμο των μέτρων δεσμεύσεως κεφαλαίων, χωρίς να μπορούν να του αντιταχθούν το απόρρητο ή η εμπιστευτικότητα των αποδεικτικών και πληροφοριακών στοιχείων που χρησιμοποίησε το Συμβούλιο (απόφαση OMPI, σκέψη 155).

76      Eν προκειμένω, η άρνηση του Συμβουλίου και των γαλλικών αρχών να κοινοποιήσουν, έστω και μόνο στο Πρωτοδικείο, τις πληροφορίες του σημείου 3, στοιχείο α΄, του τελευταίου από τα τρία έγγραφα που προαναφέρθηκαν στη σκέψη 58 συνεπάγεται, επομένως, ότι το Πρωτοδικείο δεν δύναται να ασκήσει τον έλεγχο νομιμότητας της προσβαλλομένης αποφάσεως.

77      Επομένως, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, όπως περιγράφηκαν ανωτέρω, βάσει μόνον της ανακοινώσεως των πληροφοριακών στοιχείων των απαντήσεων του Συμβουλίου στη διάταξη περί διεξαγωγής αποδείξεων της 26ης Σεπτεμβρίου 2008 και των παραρτημάτων των απαντήσεων αυτών, ούτε η προσφεύγουσα ούτε το Πρωτοδικείο μπορούν να διασφαλίσουν ότι η προσβαλλομένη απόφαση ελήφθη σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και δεν ενέχει πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως.

78      Υπό τις συνθήκες αυτές, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, αφενός, δεν αποδείχθηκε αρκούντως κατά νόμο ότι η προσβαλλομένη απόφαση ελήφθη σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 1, παράγραφος 4, της κοινής θέσης 2001/931 και του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού 2580/2001 και, αφετέρου, ότι οι περιστάσεις υπό τις οποίες ελήφθη θίγουν το θεμελιώδες δικαίωμα της προσφεύγουσας για αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο.

79      Κατά συνέπεια, ο δεύτερος και ο τρίτος λόγος ακυρώσεως είναι βάσιμοι.

 Επί των δικαστικών εξόδων

80      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εφόσον το Συμβούλιο ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της προσφεύγουσας.

81      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 4, πρώτο εδάφιο, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (έβδομο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση 2008/583/ΕΚ του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2008, για την εφαρμογή του άρθρου 2, παράγραφος 3, του κανονισμού (ΕΚ) 2580/2001 για τη λήψη ειδικών περιοριστικών μέτρων κατά ορισμένων προσώπων και οντοτήτων με σκοπό την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και για την κατάργηση της αποφάσεως 2007/868/ΕΚ, καθόσον αφορά την People’s Mojahedin Organization of Iran.

2)      Το Συμβούλιο, πλην των δικαστικών του εξόδων, φέρει και τα δικαστικά έξοδα της People’s Mojahedin Organization of Iran.

3)      Η Γαλλική Δημοκρατία και η Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα.

Forwood

Šváby

Truchot

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 4 Δεκεμβρίου 2008.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.