Language of document : ECLI:EU:F:2012:23

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ
ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚHΣ ΕΝΩΣΗΣ

της 28ης Φεβρουαρίου 2012

Υπόθεση F‑140/11 R

BK

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Υπαλληλική υπόθεση – Ασφαλιστικά μέτρα – Αίτηση αναστολής εκτελέσεως – Έρευνα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) – Κλήση σε ακρόαση – Έκθεση περατώσεως της έρευνας – Βλαπτική πράξη – Απαράδεκτο της κύριας προσφυγής»

Αντικείμενο:      Αίτηση ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 278 ΣΛΕΕ και 157 ΑΕ, καθώς και του άρθρου 279 ΣΛΕΕ το οποίο έχει εφαρμογή στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο BK ζητεί, μεταξύ άλλων, την αναστολή εκτελέσεως της από 28 Οκτωβρίου 2011 αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), με την οποία κλήθηκε σε ακρόαση στο πλαίσιο εσωτερικής έρευνας, καθότι η εν λόγω απόφαση αναγγέλλει την περάτωση των ερευνών και την κατάρτιση τελικής εκθέσεως σχετικά με την έρευνα αυτή.

Απόφαση:      Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων απορρίπτεται. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προϋποθέσεις παραδεκτού – Επίδικη απόφαση έχουσα εν μέρει εξαντλήσει τα αποτελέσματά της κατά την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων – Αίτηση μερικώς απαράδεκτη

(Άρθρο 278 ΣΛΕΕ)

2.      Ασφαλιστικά μέτρα – Αρμοδιότητα του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων – Έκδοση διαταγών προσωρινού χαρακτήρα

(Άρθρο 279 ΣΛΕΕ)

3.      Ασφαλιστικά μέτρα – Προϋποθέσεις παραδεκτού – Παραδεκτό της κύριας προσφυγής – Δεν ασκεί επιρροή – Όρια

(Άρθρα 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ)

4.      Υπάλληλοι – Προσφυγή – Βλαπτική πράξη – Έννοια – Πράξεις παράγουσες δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα – Έκθεση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) περατώνουσα έρευνα – Αναγγελία της περατώσεως της έρευνας και της καταρτίσεως της τελικής εκθέσεως – Απόφαση με την οποία υπάλληλος καλείται σε ακρόαση και ενημερώνεται σχετικά με το αντικείμενο και τις λεπτομέρειες της εν λόγω ακροάσεως – Δεν εμπίπτει

(Κανονισμός 1073/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, άρθρα 4 §§ 1 και 2, και 9)

5.      Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προσωρινά μέτρα – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Fumus bοni juris – Επείγον – Σωρευτικός χαρακτήρας – Στάθμιση όλων των εμπλεκομένων συμφερόντων – Εξουσία εκτιμήσεως του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων

(Άρθρα 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 102 § 2)

6.      Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προσωρινά μέτρα – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Επείγον – Σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία – Βάρος αποδείξεως

(Άρθρα 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 102 § 2)

1.      Οσάκις τμήμα επίδικης αποφάσεως έχει εξαντλήσει τα αποτελέσματά της κατά την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως ασφαλιστικών μέτρων, τα σχετικά αιτήματα είναι απαράδεκτα.

(βλ. σκέψη 29)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 27 Μαΐου 2011, F‑5/11 R και F‑15/11 R, Mariën κατά Επιτροπής και ΕΥΕΔ, σκέψεις 39 και 42

2.      Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαθέτει την εξουσία να εκδίδει διαταγές έχουσες προσωρινό χαρακτήρα και ουδόλως προδικάζουσες την απόφαση που πρόκειται να εκδοθεί στην κύρια δίκη.

(βλ. σκέψη 31)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 5 Αυγούστου 1983, 118/83 R, CMC κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 53

ΓΔΕΕ: 12 Δεκεμβρίου 1995, T‑203/95 R, Connolly κατά Επιτροπής, σκέψη 25

3.      Το ζήτημα του παραδεκτού της κύριας προσφυγής δεν πρέπει, κατ’ αρχήν, να εξετάζεται στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, αλλά μόνον κατά την εξέταση της εν λόγω προσφυγής. Πράγματι, η έκδοση αποφάσεως επί του παραδεκτού κατά το στάδιο των ασφαλιστικών μέτρων, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες, εκ πρώτης όψεως, το παραδεκτό δεν αποκλείεται τελείως, θα προδίκαζε την απόφαση του δικαστή επί της κύριας προσφυγής.

Εντούτοις, μπορεί να καταστεί αναγκαίο, ιδίως όταν προβάλλεται το προδήλως απαράδεκτο της κύριας προσφυγής προς την οποία συναρτάται η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, να εξετάσει ο δικαστής την ύπαρξη ορισμένων στοιχείων από τα οποία να μπορεί να συναχθεί, εκ πρώτης όψεως, το παραδεκτό μιας τέτοιας προσφυγής.

(βλ. σκέψεις 32 και 33)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 27 Ιουνίου 1991, C‑117/91 R, Bosman κατά Επιτροπής, σκέψη 7

ΓΔΕΕ: 4 Φεβρουαρίου 1999, T‑196/98 R, Peña Abizanda κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 10 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία· 30 Οκτωβρίου 2003, T‑125/03 R και T‑253/03 R, Akzo Nobel Chemicals και Akcros Chemicals κατά Επιτροπής, σκέψη 56

ΔΔΔΕΕ: 14 Δεκεμβρίου 2006, F‑120/06 R, Dálnoky κατά Επιτροπής, σκέψη 41

4.      Τόσο στο πλαίσιο των ειδικών ένδικων διαφορών της ευρωπαϊκής δημόσιας διοίκησης όσο και στο πλαίσιο των γενικών ένδικων διαφορών, συνιστούν βλαπτικές πράξεις και, επομένως, πράξεις δυνάμενες να προσβληθούν μόνον τα μέτρα που παράγουν δεσμευτικά έννομα αποτελέσματα, ικανά να θίξουν τα συμφέροντα του προσφεύγοντος, μεταβάλλοντας ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση.

Στο πλαίσιο αυτό, έκθεση περατώνουσα έρευνα της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF) δεν μεταβάλλει τη νομική κατάσταση των προσώπων που κατονομάζονται σε αυτή. Κατά μείζονα λόγο, η αναγγελία περατώσεως της έρευνας και καταρτίσεως της τελικής εκθέσεως δεν μπορεί να θεωρηθεί βλαπτική πράξη.

Εξάλλου, η απόφαση της OLAF να καλέσει υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού σε ακρόαση ενημερώνοντάς τον παρεμπιπτόντως σχετικά με το αντικείμενο και τις λεπτομέρειες της εν λόγω ακροάσεως δεν μεταβάλλει ουσιωδώς τη νομική του κατάσταση ώστε να συνιστά βλαπτική πράξη. Συγκεκριμένα, πρόκειται σαφώς περί προπαρασκευαστικού μέτρου στο πλαίσιο διεξαγωγής έρευνας δυνάμενης να καταλήξει σε τελική απόφαση την οποία θα μπορεί να λάβει το οικείο όργανο ή οι αρμόδιες εθνικές δικαστικές αρχές βάσει της περατώνουσας την έρευνα αυτή εκθέσεως της OLAF.

(βλ. σκέψεις 39, 41 και 42)

Παραπομπή:

ΠΕΚ: 6 Απριλίου 2006, T‑309/03, Camós Grau κατά Επιτροπής, σκέψεις 48 και 49

ΓΔΕΕ: 20 Μαΐου 2010, T‑261/09 P, Επιτροπή κατά Violetti κ.λπ., σκέψη 46

5.      Βάσει του άρθρου 102, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, οι αιτήσεις προσωρινών μέτρων πρέπει να προσδιορίζουν, μεταξύ άλλων, τις περιστάσεις που αποδεικνύουν το επείγον της υποθέσεως, καθώς και τους πραγματικούς και τους νομικούς ισχυρισμούς που δικαιολογούν, εκ πρώτης όψεως (fumus boni juris), τη λήψη των προσωρινών μέτρων τα οποία ζητούνται.

Οι προϋποθέσεις περί του επείγοντος χαρακτήρα και του fumus boni juris πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς, οπότε τυχόν αίτηση προσωρινών μέτρων πρέπει να απορρίπτεται σε περίπτωση κατά την οποία δεν συντρέχει μία εκ των προϋποθέσεων αυτών. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει επίσης, εφόσον παραστεί ανάγκη, στη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων.

Στο πλαίσιο αυτού του συνολικού ελέγχου, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και παραμένει ελεύθερος να καθορίσει, λαμβανομένων υπόψη των ιδιαιτεροτήτων της συγκεκριμένης υποθέσεως, τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να εξακριβωθεί η συνδρομή των διαφόρων αυτών προϋποθέσεων, καθώς και τη σειρά με την οποία θα διεξαχθεί η εξέταση αυτή, δεδομένου ότι κανένας κανόνας δικαίου δεν του επιβάλλει προκαθορισμένο σχέδιο αναλύσεως για να εκτιμήσει την αναγκαιότητα λήψεως προσωρινών μέτρων.

(βλ. σκέψεις 56 έως 58)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 10 Σεπτεμβρίου 1999, T‑173/99 R, Elkaïm και Mazuel κατά Επιτροπής, σκέψη 18· 9 Αυγούστου 2001, T‑120/01 R, De Nicola κατά ΕΤΕπ, σκέψεις 12 και 13

ΔΔΔΕΕ: 31 Μαΐου 2006, F‑38/06 R, Bianchi κατά ETF, σκέψεις 20 και 22

6.      Σκοπός της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων δεν είναι να διασφαλισθεί η επανόρθωση ζημίας, αλλά να κατοχυρωθεί η πλήρης αποτελεσματικότητα της επί της ουσίας αποφάσεως. Για να επιτευχθεί ο δεύτερος αυτός σκοπός, πρέπει τα ζητούμενα μέτρα να έχουν τον χαρακτήρα του επείγοντος, υπό την έννοια ότι είναι αναγκαίο, προκειμένου να αποτραπεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία των συμφερόντων του αιτούντος, να διαταχθούν και να παραγάγουν τα έννομα αποτελέσματά τους πριν την έκδοση της αποφάσεως επί της κύριας προσφυγής. Επιπλέον, στον διάδικο ο οποίος ζητεί τη λήψη του προσωρινού μέτρου απόκειται να αποδείξει ότι δεν μπορεί να αναμείνει την έκβαση της κύριας προσφυγής, χωρίς να υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία.

(βλ. σκέψη 60)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 19 Δεκεμβρίου 2002, T‑320/02 R, Esch-Leonhardt κ.λπ. κατά ΕΚΤ, σκέψη 27