Language of document : ECLI:EU:T:2004:358

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (δεύτερο τμήμα)

της 13ης Δεκεμβρίου 2004 (*)

«Κοινοτικό σήμα – Εικονιστικό σήμα EMILIO PUCCI – Ανακοπή του δικαιούχου των εικονιστικών εθνικών σημάτων EMIDIO TUCCI – Μερική άρνηση καταχωρίσεως»

Στην υπόθεση T-8/03,

El Corte Inglés SA, με έδρα τη Μαδρίτη (Ισπανία), εκπροσωπούμενη από τον J. Rivas Zurdo, δικηγόρο,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τους P. Bullock και O. Montalto,

καθού,

όπου έτερος διάδικος στη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Πρωτοδικείου είναι η

Emilio Pucci Srl, με έδρα τη Φλωρεντία (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τους P. L. Roncaglia, G. Lazzeretti και M. Boletto, δικηγόρους,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ, της 3ης Οκτωβρίου 2002 (συνεκδικασθείσες υποθέσεις R 700/2000-4 και R 746/2000-4), επί της ανακοπής που άσκησε ο δικαιούχος των εικονιστικών εθνικών σημάτων EMIDIO TUCCI κατά της καταχωρίσεως του εικονιστικού κοινοτικού σήματος EMILIO PUCCI,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΤΩΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ (δεύτερο τμήμα),

συγκείμενο από τους J. Pirrung, πρόεδρο, A. W. H. Meij και N. J. Forwood, δικαστές,

γραμματέας: J. Palacio González, κύριος υπάλληλος διοικήσεως,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 9ης Ιουνίου 2004,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Την 1η Απριλίου 1996, η παρεμβαίνουσα υπέβαλε δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 1994, L 11, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί, αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος ενώπιον του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (στο εξής: Γραφείο).

2        Το σήμα του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση είναι το κάτωθι εικονιστικό σημείο EMILIO PUCCI:

Image not foundImage not foundImage not found

3        Τα προϊόντα και οι υπηρεσίες ως προς τα οποία ζητήθηκε η καταχώριση εμπίπτουν στις κλάσεις 3, 18, 24 και 25, κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας σχετικά με τη διεθνή κατάταξη των προϊόντων και των υπηρεσιών για την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, και αντιστοιχούν, για κάθε μία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 3: «Λευκαντικά παρασκευάσματα και άλλες ουσίες για πλύσιμο· παρασκευάσματα για καθαρισμό, στίλβωση, αφαίρεση λίπους και απόξεση· σαπούνια· είδη αρωματοποιίας, αιθέρια έλαια, καλλυντικά, λοσιόν για τα μαλλιά· οδοντοσκευάσματα»·

–        κλάση 18: «Δέρμα και απομιμήσεις δέρματος, είδη από αυτά τα υλικά μη περιλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις· δέρματα ζώων· κιβώτια και βαλίτσες ταξιδίου· ομπρέλες, αλεξήλια και ράβδοι περιπάτου· μαστίγια, ιπποσκευές και είδη σελοποιίας»·

–        κλάση 24: «Υφάσματα και είδη υφαντουργίας, μη περιλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις· κλινοσκεπάσματα και τραπεζομάντηλα»·

–        κλάση 25: «Ενδύματα, υποδήματα, είδη πιλοποιίας».

4        Η αίτηση αυτή δημοσιεύθηκε στο Bulletin des marques communautaires τεύχος 25/98, της 6ης Απριλίου 1998.

5        Στις 3 Ιουλίου 1998, η προσφεύγουσα άσκησε ανακοπή, δυνάμει του άρθρου 42 του κανονισμού 40/94, κατά της καταχωρίσεως του οικείου σήματος για όλα τα προϊόντα τα οποία αφορούσε η αίτηση καταχωρίσεως.

6        Προς στήριξη της ανακοπής της, η προσφεύγουσα προέβαλε, αφενός, τον κίνδυνο συγχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, με διάφορα εθνικά σήματα των οποίων ήταν δικαιούχος, ιδίως δε με δύο σήματα που αποτελούνταν από το κάτωθι εικονιστικό σημείο EMIDIO TUCCI:

Image not found

Τα δύο αυτά σήματα είχαν καταχωρισθεί στην Ισπανία ως εξής:

–        καταχώριση υπ’ αριθ. 1908876, της 5ης Δεκεμβρίου 1994, για προϊόντα της κλάσεως 3 («Λευκαντικά παρασκευάσματα και άλλες ουσίες για πλύσιμο· παρασκευάσματα για καθαρισμό, στίλβωση, αφαίρεση λίπους και απόξεση· σαπούνια· είδη αρωματοποιίας, αιθέρια έλαια, καλλυντικά, λοσιόν για τα μαλλιά· οδοντοσκευάσματα»)·

–        καταχώριση υπ’ αριθ. 855782, της 30ής Μαΐου 1984, για προϊόντα της κλάσεως 25 («Ενδύματα, μπότες, υποδήματα και παντόφλες»).

7        Αφετέρου, η προσφεύγουσα υποστήριξε ότι τα εν λόγω σήματα έχαιραν φήμης στην Ισπανία και ότι η χρησιμοποίηση, χωρίς εύλογη αιτία, του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση θα προσπόριζε αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη των σημάτων αυτών ή θα έβλαπτε τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94.

8        Με απόφαση της 20ής Απριλίου 2000, στηριζόμενο στα δύο ισπανικά σήματα που παρατίθενται στην ανωτέρω σκέψη 6, το τμήμα ανακοπών του Γραφείου:

–        δέχθηκε εν μέρει την ανακοπή και, ως εκ τούτου, αρνήθηκε την καταχώριση του οικείου σήματος για το σύνολο των προϊόντων των κλάσεων 3 και 25, καθώς και για ένα τμήμα των προϊόντων της κλάσεως 18 («Δέρμα και απομιμήσεις δέρματος, είδη από αυτά τα υλικά μη περιλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις· δέρματα ζώων· κιβώτια και βαλίτσες ταξιδίου»)·

–        απέρριψε την ανακοπή και, ως εκ τούτου, δέχθηκε την καταχώριση του οικείου σήματος για τα προϊόντα «ομπρέλες, αλεξήλια και ράβδοι περιπάτου· μαστίγια, ιπποσκευές και είδη σελοποιίας» της κλάσεως 18, καθώς και για το σύνολο των προϊόντων της κλάσεως 24.

9        Τόσο η παρεμβαίνουσα, όσον αφορά τη μερική άρνηση καταχωρίσεως του οικείου σήματος, όσο και η προσφεύγουσα, όσον αφορά τη μερική απόρριψη της ανακοπής, άσκησαν προσφυγή ενώπιον του Γραφείου, δυνάμει των άρθρων 57 έως 62 του κανονισμού 40/94, κατά της αποφάσεως του τμήματος ανακοπών.

10      Κρίνοντας επί των δύο προσφυγών, οι οποίες συνεκδικάσθηκαν δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 1, του κανονισμού (ΕΚ) 216/96 της Επιτροπής, της 5ης Φεβρουαρίου 1996, σχετικά με τον κανονισμό διαδικασίας των τμημάτων προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (ΕΕ L 28, σ. 11), το τέταρτο τμήμα προσφυγών του Γραφείου, με απόφαση της 3ης Οκτωβρίου 2002 (συνεκδικασθείσες υποθέσεις R 700/2000‑4 και R 746/2000‑4, στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), η οποία κοινοποιήθηκε στην προσφεύγουσα στις 7 Νοεμβρίου 2002:

–        ακύρωσε την απόφαση του τμήματος ανακοπών, καθόσον είχε δεχθεί την ανακοπή και, ως εκ τούτου, είχε απορρίψει την αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος για τα προϊόντα «Δέρμα και απομιμήσεις δέρματος, είδη από αυτά τα υλικά μη περιλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις· δέρματα ζώων· κιβώτια και βαλίτσες ταξιδίου» της κλάσεως 18·

–        απέρριψε τις προσφυγές και επικύρωσε την απόφαση του τμήματος ανακοπών ως προς τα προϊόντα των κλάσεων 3, 24 και 25, καθώς και ως προς τα προϊόντα «ομπρέλες, αλεξήλια και ράβδοι περιπάτου· μαστίγια, ιπποσκευές και είδη σελοποιίας» της κλάσεως 18.

 Αιτήματα των διαδίκων

11      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Πρωτοδικείο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση, καθόσον δέχθηκε εν μέρει την προσφυγή της παρεμβαίνουσας, απέρριψε την προσφυγή της προσφεύγουσας και δέχθηκε την αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος για προϊόντα των κλάσεων 18 και 24·

–        να απορρίψει την αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος για το σύνολο των προϊόντων των κλάσεων 18 και 24 που αφορά η αίτηση αυτή·

–        να καταδικάσει το Γραφείο και την παρεμβαίνουσα στα δικαστικά έξοδα.

12      Το Γραφείο και η παρεμβαίνουσα ζητούν από το Πρωτοδικείο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

13      Προς στήριξη των αιτημάτων της, η προσφεύγουσα προβάλλει, κατ’ ουσίαν, έναν κύριο λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, και έναν επικουρικό λόγο ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού αυτού.

 Επί του κυρίου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94

 Επιχειρήματα των διαδίκων

14      Η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι, αντιθέτως προς τη διαπίστωση στην οποία προέβη το τμήμα προσφυγών με την προσβαλλόμενη απόφαση, υφίσταται εν προκειμένω κίνδυνος συγχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94.

15      Πρώτον, τα αντιπαρατιθέμενα σημεία είναι εν πολλοίς όμοια, σχεδόν πανομοιότυπα.

16      Δεύτερον, υφίσταται πρόδηλη και ιδιαιτέρως στενή σχέση μεταξύ των υπαγόμενων στην κλάση 3 και, κυρίως, στην κλάση 25 προϊόντων που προσδιορίζονται με τα προγενέστερα σήματα και των υπαγόμενων στις κλάσεις 18 και 24 προϊόντων που προσδιορίζονται με την αίτηση καταχωρίσεως. Η προσφεύγουσα τονίζει ότι το σύνολο των κλάσεων αυτών αφορά τους τομείς της μόδας και της υφαντουργίας, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται για ενδύματα αυτά καθαυτά, για υφάσματα που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή ενδυμάτων, για εξαρτήματα ενδύσεως ή για καλλυντικά. Οι κλάσεις αυτές συνδέονται άρρηκτα με το κάλλος, τη φροντίδα του σώματος, τη φυσική εμφάνιση και την προσωπική εικόνα. Τα επίμαχα προϊόντα διατίθενται στο εμπόριο μέσω των ίδιων διαύλων, με αποτέλεσμα οι καταναλωτές αναπόφευκτα να τα συνδέουν μεταξύ τους και να τους αποδίδουν κοινή εμπορική προέλευση. Με την απόφαση της 20ής Απριλίου 2000, το τμήμα ανακοπών αναγνώρισε ότι μπορούσε να θεμελιωθεί σύνδεσμος μεταξύ των κλάσεων 18 και 25, εφόσον πληρούνταν ορισμένες προϋποθέσεις, μεταξύ των οποίων ο «έντονος διακριτικός χαρακτήρας» του σήματος EMIDIO TUCCI.

17      Τρίτον, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι, για τους σκοπούς της εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει, εν πάση περιπτώσει, να εκτιμάται συνολικά (απόφαση του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1997, C-251/95, SABEL, Συλλογή 1997, σ. I‑6191, σκέψη 22), λαμβανομένων υπόψη τόσο του έντονου διακριτικού χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων όσο και της αρχής της αλληλεξαρτήσεως.

18      Ως προς το πρώτο από τα στοιχεία αυτά, η προσφεύγουσα υπενθυμίζει ότι, δεδομένου ότι το μέγεθος του κινδύνου συγχύσεως είναι ανάλογο της εντάσεως του διακριτικού χαρακτήρα του προγενεστέρου σήματος, τα σήματα που διαθέτουν έντονο διακριτικό χαρακτήρα, είτε εκ της φύσεώς τους είτε λόγω του ότι είναι γνωστά στην αγορά, απολαύουν ευρύτερης προστασίας από εκείνα των οποίων ο διακριτικός χαρακτήρας είναι ασθενέστερος (απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 1999, C-342/97, Lloyd Schuhfabrik Meyer, Συλλογή 1999, σ. I‑3819, σκέψη 20).

19      Όσον αφορά το δεύτερο από τα ως άνω στοιχεία, η προσφεύγουσα επισημαίνει ότι η συνολική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως συνεπάγεται ορισμένη αλληλεξάρτηση μεταξύ των λαμβανομένων υπόψη παραγόντων και, ιδίως, μεταξύ της ομοιότητας των σημάτων και της ομοιότητας των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών. Ως εκ τούτου, η ελαφρά ομοιότητα μεταξύ των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών μπορεί να αντισταθμίζεται από την έντονη ομοιότητα μεταξύ των σημάτων και αντιστρόφως (απόφαση του Δικαστηρίου της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C-39/97, Canon, Συλλογή 1998, σ. I‑5507, σκέψη 17, και προαναφερθείσα στην ανωτέρω σκέψη 18 απόφαση Lloyd Schuhfabrik Meyer, σκέψη 19).

20      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, λαμβανομένων υπόψη, αφενός, του έντονου διακριτικού χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων και, αφετέρου, του σχεδόν πανομοιότυπου χαρακτήρα των αντιπαρατιθέμενων σημείων που αντισταθμίζει μια πιο περιορισμένη ομοιότητα μεταξύ των προϊόντων, η εφαρμογή των αρχών αυτών πρέπει να οδηγήσει στην άρνηση καταχωρίσεως του οικείου σήματος για τα προϊόντα των κλάσεων 18 και 24.

21      Το Γραφείο και η παρεμβαίνουσα δεν αμφισβητούν την έντονη ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων.

22      Όσον αφορά την ομοιότητα μεταξύ των επίμαχων προϊόντων, το Γραφείο διακρίνει τα προσδιοριζόμενα με την αίτηση καταχωρίσεως προϊόντα σε δύο ομάδες, ήτοι, αφενός, στα προϊόντα της κλάσεως 18 «Δέρμα και απομιμήσεις δέρματος· δέρματα ζώων· κιβώτια και βαλίτσες ταξιδίου· ομπρέλες, αλεξήλια και ράβδοι περιπάτου· μαστίγια, ιπποσκευές και είδη σελοποιίας», καθώς και στα προϊόντα της κλάσεως 24 (στο εξής: πρώτη ομάδα προϊόντων), και, αφετέρου, στα προϊόντα της κλάσεως 18 «Είδη από αυτά τα υλικά [δέρμα και απομιμήσεις δέρματος] μη περιλαμβανόμενα σε άλλες κλάσεις» (στο εξής: δεύτερη ομάδα προϊόντων).

23      Όσον αφορά την πρώτη ομάδα προϊόντων, το Γραφείο συμμερίζεται την άποψη του τμήματος προσφυγών ότι κατ’ αρχήν δεν υφίσταται ομοιότητα μεταξύ των προϊόντων αυτών και των υπαγόμενων στις κλάσεις 3 και 25 προϊόντων που προσδιορίζονται με τα προγενέστερα σήματα της προσφεύγουσας.

24      Ως προς τη δεύτερη ομάδα προϊόντων, το Γραφείο τονίζει ότι το τμήμα προσφυγών, κρίνοντας επί της ομοιότητας μεταξύ των προϊόντων αυτών και των προϊόντων της κλάσεως 25 που προσδιορίζονται με το ένα από τα προγενέστερα σήματα της προσφεύγουσας, έλαβε υπόψη μόνον τη διαφορετική φύση και τους διαφορετικούς σκοπούς τους, χωρίς να αποφανθεί επί της σχέσεως συμπληρωματικότητας που υφίσταται ενδεχομένως μεταξύ τους.

25      Συγκεκριμένα, η δεύτερη αυτή ομάδα προϊόντων περιλαμβάνει εξαρτήματα από δέρμα ή απομιμήσεις δέρματος, όπως τσάντες και τσάντες χειρός διαφόρων τύπων, πορτοφόλια για χαρτονομίσματα, πορτοφόλια για κέρματα κ.λπ., τα οποία το κοινό αντιλαμβάνεται συνήθως, κατά την άποψη του Γραφείου, ως έχοντα στενή σχέση συμπληρωματικότητας με τα ενδύματα και τα υποδήματα της κλάσεως 25. Συναφώς, είναι ευρέως γνωστό ότι ιδίως οι γυναίκες αποδίδουν ιδιαίτερη σημασία στην επιλογή τσάντας ή τσάντας χειρός και μεριμνούν ώστε αυτή να συνδυάζεται με ορισμένο τύπο ενδυμάτων και/ή υποδημάτων.

26      Συναφώς, το Γραφείο επικαλείται την πρακτική του τμήματος ανακοπών ως προς τη λήψη αποφάσεων και, ειδικότερα, δύο αποφάσεις με τις οποίες έκρινε ότι οι «τσάντες χειρός», αφενός, και τα «είδη από δέρμα και απομιμήσεις δέρματος, καθώς και οι τσάντες», αφετέρου, είναι συμπληρωματικά των «ενδυμάτων και υποδημάτων», δεδομένου ότι οι καταναλωτές αντιλαμβάνονται τα προϊόντα αυτά της κλάσεως 18 κυρίως ως εξαρτήματα των ειδών ενδύσεως και υποδήσεως της κλάσεως 25. Η πρακτική αυτή επικυρώθηκε με τις οδηγίες του προέδρου του Γραφείου, της 10ης Μαΐου 2004, περί της διαδικασίας ανακοπής.

27      Κατόπιν των ανωτέρω, το Γραφείο επαφίεται στην κρίση του Πρωτοδικείου ως προς τη σχέση συμπληρωματικότητας μεταξύ των επίμαχων προϊόντων.

28      Κατά την προσφεύγουσα, αντιθέτως, πρέπει να εφαρμοσθεί εν προκειμένω ο γενικός κανόνας, τον οποίο υπενθύμισε το τμήμα προσφυγών, σύμφωνα με τον οποίο τα προϊόντα των κλάσεων 18 και 24, αφενός, και αυτά των κλάσεων 3 και 25, αφετέρου, πρέπει κανονικά να θεωρηθούν ως ανόμοια λόγω των διαφορών ως προς τη φύση, τον προορισμό, τον τρόπο χρήσεως και τον τρόπο διανομής και εμπορίας τους.

29      Εξαιρέσεις από τον κανόνα αυτό θα μπορούσαν να γίνουν δεκτές σε ορισμένες μόνον ειδικές περιπτώσεις, λόγου χάριν όταν μια επιχείρηση υφαντουργίας χαίρει φήμης για τα υφάσματά της και αποφασίζει να κεφαλαιοποιήσει την επιτυχία αυτή επεκτείνοντας τη δραστηριότητά της στην παραγωγή ενδυμάτων. Σε μια τέτοια περίπτωση, ο καταναλωτής συνδέει τα προϊόντα αυτά με ένα μόνον παραγωγό.

30      Εν προκειμένω δεν υφίσταται τέτοιος σύνδεσμος, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ουδέποτε χρησιμοποίησε το σήμα EMIDIO TUCCI εκτός του τομέα της ανδρικής ενδύσεως.

31      Όσον αφορά τη συνολική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως, το Γραφείο και η παρεμβαίνουσα υποστηρίζουν, αφενός, ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ανεπαρκείς τις προσκομισθείσες από την προσφεύγουσα αποδείξεις ως προς τον έντονο διακριτικό χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων.

32      Αφετέρου, όσον αφορά τη συνεκτίμηση της αρχής της αλληλεξαρτήσεως, το Γραφείο υποστηρίζει, υπό τη διαλαμβανόμενη στις ανωτέρω σκέψεις 24 έως 27 επιφύλαξη ως προς τη δεύτερη ομάδα προϊόντων, ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ότι αντικειμενικώς δεν υφίσταται σχέση, έστω και περιορισμένη, μεταξύ των υπαγόμενων στις κλάσεις 18 και 24 προϊόντων που προσδιορίζονται με την αίτηση καταχωρίσεως και των υπαγόμενων στην κλάση 3 και, ιδίως, στην κλάση 25 προϊόντων που προσδιορίζονται με τα προγενέστερα σήματα.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

33      Σύμφωνα με το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το σήμα του οποίου ζητείται η καταχώριση δεν γίνεται δεκτό εάν, λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως του κοινού της εδαφικής περιοχής στην οποία απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα.

34      Για τους σκοπούς της διατάξεως αυτής, το άρθρο 8, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, σημείο ii, του κανονισμού 40/94 διευκρινίζει ότι, στην περίπτωση σημάτων καταχωρισθέντων σ’ ένα κράτος μέλος, ως προγενέστερα σήματα νοούνται εκείνα τα οποία έχουν κατατεθεί πριν από την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος.

35      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα στήριξε την ανακοπή της σε τέσσερα εθνικά σήματα, ήτοι στα δύο ισπανικά σήματα που προαναφέρθηκαν στην ανωτέρω σκέψη 6 και σε δύο ακόμη σήματα που καταχωρίσθηκαν αντιστοίχως στην Ισπανία στις 5 Δεκεμβρίου 1996, με αριθμό 2027132 για προϊόντα της κλάσεως 18, και στις 20 Νοεμβρίου 1997, με αριθμό 2092894 για προϊόντα της κλάσεως 24. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η προσφεύγουσα ζήτησε να ληφθούν υπόψη στο πλαίσιο της υπό κρίση προσφυγής και τα τελευταία δύο σήματα. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι, όπως επισήμανε και το τμήμα ανακοπών, οι αιτήσεις για την καταχώριση των εν λόγω σημάτων υποβλήθηκαν αντιστοίχως στις 6 Μαΐου 1996 και στις 19 Μαΐου 1997, ενώ η αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος υποβλήθηκε την 1η Απριλίου 1996. Επομένως, μόνον τα διαλαμβανόμενα στην ανωτέρω σκέψη 6 σήματα μπορούν να χαρακτηρισθούν ως προγενέστερα, κατά την έννοια της προαναφερθείσας στην προηγούμενη σκέψη διατάξεως, και, ως εκ τούτου, να ληφθούν υπόψη για την εφαρμογή του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94. Τα δύο αυτά προγενέστερα σήματα έχουν καταχωρισθεί στην Ισπανία, η οποία αποτελεί, συνεπώς, την κρίσιμη εδαφική περιοχή για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής. Δεδομένης της φύσεως των προϊόντων που προσδιορίζονται με τα σήματα αυτά, το οικείο κοινό αποτελείται από τους τελικούς καταναλωτές.

36      Κατά πάγια νομολογία, συνιστά κίνδυνο συγχύσεως η δυνατότητα να δημιουργηθεί στο κοινό η πεποίθηση ότι τα επίμαχα προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή, ενδεχομένως, από οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις.

37      Κατά τη νομολογία αυτή, ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται συνολικά, βάσει του τρόπου με τον οποίο το οικείο κοινό προσλαμβάνει τα επίμαχα σημεία και τα επίμαχα προϊόντα ή υπηρεσίες, λαμβανομένων υπόψη όλων των παραγόντων που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση, ιδίως δε της αλληλεξαρτήσεως μεταξύ της ομοιότητας των σημείων και της ομοιότητας των προσδιοριζόμενων προϊόντων ή υπηρεσιών [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, Τ-162/01, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ – Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), Συλλογή 2003, σ. II‑2821, σκέψεις 31 έως 33, και την παρατιθέμενη νομολογία].

38      Εν προκειμένω, ούτε το Γραφείο ούτε η παρεμβαίνουσα αμφισβήτησαν την εκτίμηση του τμήματος προσφυγών ότι τα αντιπαρατιθέμενα σημεία είναι όμοια κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94.

39      Πρέπει, επομένως, να εξετασθεί αν ο βαθμός ομοιότητας των επίμαχων προϊόντων, ήτοι, αφενός, των προϊόντων των κλάσεων 3 και 25 που προσδιορίζονται με τα προγενέστερα σήματα και, αφετέρου, των προϊόντων των κλάσεων 18 και 24 που προσδιορίζονται με την αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, είναι αρκούντως υψηλός, ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ότι υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως των σημάτων.

40      Συναφώς, επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, να τονισθεί ότι, όπως προκύπτει από τον κανόνα 2, παράγραφος 4, του κανονισμού (ΕΚ) 2868/95 της Επιτροπής, της 13ης Δεκεμβρίου 1995, περί της εφαρμογής του κανονισμού 40/94 (ΕΕ L 303, σ. 1), η ταξινόμηση των προϊόντων και των υπηρεσιών με τον Διακανονισμό της Νίκαιας εξυπηρετεί αποκλειστικώς διοικητικούς σκοπούς. Επομένως, τα προϊόντα δεν μπορούν να θεωρούνται ως διαφέροντα μεταξύ τους για τον λόγο και μόνον ότι, όπως εν προκειμένω, υπάγονται σε διαφορετικές κλάσεις στην εν λόγω ταξινόμηση.

41      Επιβάλλεται επίσης να υπομνησθεί ότι, κατά πάγια νομολογία, για την εκτίμηση της ομοιότητας των επίμαχων προϊόντων πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλοι οι ασκούντες επιρροή παράγοντες που χαρακτηρίζουν τη σχέση μεταξύ των προϊόντων αυτών, ειδικότερα δε η φύση, ο προορισμός, η χρήση, καθώς και ο ανταγωνιστικός ή συμπληρωματικός χαρακτήρας τους [προαναφερθείσα στην ανωτέρω σκέψη 19 απόφαση Canon, σκέψη 23, και απόφαση του Πρωτοδικείου της 4ης Νοεμβρίου 2003, Τ-85/02, Συλλογή 2003, σ. ΙΙ-4835, σκέψη 32].

42      Επομένως, εν προκειμένω, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας ότι το σύνολο των επίμαχων προϊόντων συνδέεται με το κάλλος, τη φροντίδα του σώματος, τη φυσική εμφάνιση και την προσωπική εικόνα, ακόμη και αν υποτεθεί ότι είναι βάσιμος, δεν αρκεί προκειμένου τα προϊόντα αυτά να θεωρηθούν όμοια, εφόσον αποδειχθεί ότι διαφέρουν αισθητά ως προς το σύνολο των ασκούντων επιρροή παραγόντων που χαρακτηρίζουν τις σχέσεις τους.

43      Συναφώς, το Γραφείο επισήμανε ορθώς ότι τα προϊόντα της κλάσεως 18 διαφέρουν ως προς τη φύση και τον σκοπό τους από τα προϊόντα των κλάσεων 3 και 25 που προσδιορίζονται με τα προγενέστερα σήματα της προσφεύγουσας. Η προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί κατ’ ουσίαν τις διαφορές αυτές για τα προϊόντα της κλάσεως 3. Τα προϊόντα της κλάσεως 25 καλύπτουν και ντύνουν μέρη του ανθρώπινου σώματος, ενώ τα προϊόντα της κλάσεως 18 χρησιμοποιούνται για τη μεταφορά αντικειμένων, τη διακόσμηση χώρων ή την προμήθεια πρώτης ύλης για τους κατασκευαστές ειδών από δέρμα ή απομιμήσεις δέρματος. Συνήθως κατασκευάζονται από διαφορετικούς κατασκευαστές και διατίθενται στην αγορά μέσω διαφορετικών διαύλων διανομής. Το γεγονός ότι προϊόντα όπως οι βαλίτσες και οι ομπρέλες, αφενός, και τα ενδύματα και τα υποδήματα, αφετέρου, είναι δυνατό να πωλούνται στα ίδια εμπορικά καταστήματα, όπως σε πολυκαταστήματα ή σούπερ-μάρκετ, δεν ασκεί συναφώς ιδιαίτερη επιρροή, δεδομένου ότι στα σημεία αυτά πωλήσεως διατίθενται προϊόντα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, χωρίς οι καταναλωτές να τους αποδίδουν αυτομάτως κοινή προέλευση. Επιπλέον, μεταξύ των προϊόντων αυτών δεν υφίσταται ανταγωνιστική σχέση.

44      Ομοίως, τα υφάσματα και είδη υφαντουργίας της κλάσεως 24, αφενός, και τα ενδύματα και υποδήματα της κλάσεως 25, αφετέρου, διαφέρουν από πλείονες απόψεις, όπως η φύση, ο προορισμός, η προέλευση και οι δίαυλοι διανομής τους. Συνεπώς, το τμήμα προσφυγών έκρινε ορθώς, με τη σκέψη 31 της προσβαλλόμενης αποφάσεως, ότι μόνο σε ειδικές περιπτώσεις, ήτοι όταν ένας παραγωγός υφασμάτων αξιοποιεί τη φήμη του σήματός του και αποφασίζει να επεκτείνει τη δραστηριότητά του στην παραγωγή ενδυμάτων, το ίδιο σήμα χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό τελικών προϊόντων (ενδύματα) και μη τελικών προϊόντων (υφάσματα για ενδύματα). Από τα στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα δεν προκύπτει ότι συνέτρεχε τέτοια περίπτωση.

45      Κατά συνέπεια, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι τα προϊόντα των κλάσεων 18 και 24 όχι μόνο δεν έχουν «πρόδηλη και ιδιαιτέρως στενή σχέση», αλλά, αντιθέτως, δεν παρουσιάζουν, κατ’ αρχήν, επαρκή ομοιότητα με τα προϊόντα των κλάσεων 3 και 25 ώστε να υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως του οικείου κοινού ως προς την εμπορική τους προέλευση, ακόμη και σε περίπτωση ομοιότητας των σημείων.

46      Εντούτοις, πρέπει να εξετασθεί διεξοδικότερα ο ισχυρισμός του Γραφείου ότι τα υπαγόμενα στην κλάση 18 προϊόντα της δεύτερης ομάδας, όπως τσάντες, τσάντες χειρός, πορτοφόλια για χαρτονομίσματα και κέρματα, καθώς και λοιπά εξαρτήματα αυτού του είδους, παρουσιάζουν στενή σχέση συμπληρωματικότητας με τα ενδύματα και υποδήματα της κλάσεως 25, με αποτέλεσμα τα προϊόντα αυτά να μπορούν ενδεχομένως να θεωρηθούν όμοια, κατά την έννοια της προαναφερθείσας στην ανωτέρω σκέψη 19 αποφάσεως Canon.

47      Σύμφωνα με τον ορισμό που δίδει το Γραφείο με το σημείο 2.6.1 των προαναφερθεισών στην ανωτέρω σκέψη 26 οδηγιών περί της διαδικασίας ανακοπής, συμπληρωματικά προϊόντα είναι αυτά μεταξύ των οποίων υφίσταται στενή σχέση, υπό την έννοια ότι το ένα είναι αναγκαίο ή σημαντικό για τη χρήση του άλλου, με αποτέλεσμα οι καταναλωτές να είναι δυνατό να σκεφθούν ότι η ευθύνη κατασκευής των δύο προϊόντων εναπόκειται στην ίδια επιχείρηση.

48      Εν προκειμένω, εντούτοις, το Γραφείο όχι μόνο δεν απέδειξε, αλλά ούτε καν προέβαλε την ύπαρξη σχέσεως συμπληρωματικότητας υπό την ως άνω έννοια μεταξύ των προϊόντων της δεύτερης ομάδας και αυτών της κλάσεως 25. Το Γραφείο δέχεται μάλλον μια σχέση συμπληρωματικότητας από απόψεως αισθητικής, η οποία είναι, ως εκ τούτου, υποκειμενική και καθορίζεται από τις συνήθειες ή προτιμήσεις των καταναλωτών, όπως αυτές διαμορφώθηκαν ενδεχομένως από τις μεθόδους που χρησιμοποιούν οι παραγωγοί για την προώθηση των προϊόντων ή απλώς από τις τάσεις της μόδας. Περαιτέρω, πρέπει να τονισθεί ότι, κατά το Γραφείο, η συμπληρωματικότητα αυτή δεν έχει περάσει στο στάδιο της πραγματικής αισθητικής «ανάγκης», ώστε οι καταναλωτές να θεωρούν ασυνήθιστο ή ανάρμοστο να κρατούν τσάντα που δεν συνδυάζεται με τα ενδύματα ή τα υποδήματά τους.

49      Εν προκειμένω, τα συγκεκριμένα στοιχεία προς εκτίμηση του βασίμου του ισχυρισμού του Γραφείου όχι μόνο δεν αποτέλεσαν αντικείμενο κατ’ αντιμωλία συζητήσεως ενώπιον του τμήματος προσφυγών, αλλά και δεν προσκομίσθηκαν από το Γραφείο στο πλαίσιο της παρούσας διαδικασίας.

50      Επιπλέον, το Γραφείο υποστηρίζει ότι είναι «πιθανό» οι καταναλωτές, και ιδίως οι καταναλώτριες, να θεωρήσουν τα προϊόντα της δεύτερης ομάδας, ειδικότερα δε τις τσάντες χειρός, ως «εξαρτήματα» ενδυμάτων ή ακόμη και υποδημάτων. Συγκεκριμένα, κατά το Γραφείο, είναι «εύλογο» ένα σημαντικό τμήμα του κοινού να αντιλαμβάνεται τα προϊόντα αυτά ως «συμπληρωματικά εξαρτήματα», διότι βρίσκονται σε στενή σχέση με τα ενδύματα και τα υποδήματα και μπορούν κάλλιστα να διανέμονται από τους ίδιους κατασκευαστές ή από κατασκευαστές ανήκοντες στον ίδιο όμιλο.

51      Επιβάλλεται, κατ’ αρχάς, η διαπίστωση ότι οι εξηγήσεις αυτές, όταν δεν εκκινούν από απλά αξιώματα, είναι, μέχρι ενός σημείου, διατυπωμένες κατά τρόπο θεωρητικό ή υποθετικό.

52      Εξάλλου, από τις οδηγίες περί της διαδικασίας ανακοπής και από τις δύο προβληθείσες από το Γραφείο αποφάσεις του τμήματος ανακοπών προκύπτει ότι δεν είναι σύνηθες φαινόμενο οι τσάντες χειρός, αφενός, και τα ενδύματα και υποδήματα, αφετέρου, να διανέμονται από τους ίδιους κατασκευαστές ή από κατασκευαστές ανήκοντες στον ίδιο όμιλο.

53      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Πρωτοδικείο δεν κρίνει σκόπιμο να αμφισβητήσει, βάσει και μόνον των ατεκμηρίωτων ισχυρισμών του Γραφείου, την περί της ομοιότητας των προϊόντων εκτίμηση του τμήματος προσφυγών.

54      Η προσφεύγουσα προέβαλε, περαιτέρω, τον εντονότερο του συνήθους διακριτικό χαρακτήρα του προγενέστερου σήματός της ως ένα από τα στοιχεία που θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη κατά τη συνολική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως (βλ. ανωτέρω σκέψεις 17, 18 και 20).

55      Όπως ορθώς τόνισε το τμήμα ανακοπών (βλ. σημείο III.B.4 της αποφάσεώς του της 20ής Απριλίου 2000), ο εντονότερος του συνήθους διακριτικός χαρακτήρας του προγενέστερου σήματος, είτε οφείλεται στις εγγενείς ιδιότητες αυτού είτε στο ότι είναι γνωστό στην αγορά, συνιστά πράγματι μια από τις ειδικές περιστάσεις όπου η από απόψεως αισθητικής συμπληρωματικότητα, η οποία μπορεί να υφίσταται μεταξύ των προϊόντων της δεύτερης ομάδας και αυτών της κλάσεως 25 λόγω του ενδεχόμενου χαρακτήρα των πρώτων ως εξαρτημάτων των δευτέρων, μπορεί να θεωρηθεί καθοριστική κατά την εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως.

56      Εντούτοις, η προσφεύγουσα, αφενός, δεν προέβαλε κανένα στοιχείο ή επιχείρημα προς στήριξη του ισχυρισμού ότι τα προγενέστερα σήματά της έχουν εκ της φύσεώς τους διακριτικό χαρακτήρα. Υπό τις συνθήκες αυτές, ο ισχυρισμός αυτός πρέπει να απορριφθεί.

57      Αφετέρου, μολονότι το τμήμα ανακοπών δέχθηκε τον έντονο διακριτικό χαρακτήρα των σημάτων αυτών λόγω του ότι είναι γνωστά στην αγορά, εντούτοις, όπως θα εκτεθεί κατωτέρω με τις σκέψεις 67 επ., το τμήμα προσφυγών ορθώς αποφάνθηκε διαφορετικά, λαμβάνοντας υπόψη τα προσκομισθέντα από την προσφεύγουσα αποδεικτικά στοιχεία.

58      Συνεπώς, ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας περί του έντονου διακριτικού χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων της είναι αλυσιτελής.

59      Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο, διαπιστώνοντας ότι ο κίνδυνος συγχύσεως μπορούσε να αποκλεισθεί, εν προκειμένω, λόγω του ότι τα επίμαχα προϊόντα δεν ήταν όμοια. Επομένως, ο κύριος λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94, πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του επικουρικού λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94

 Επιχειρήματα των διαδίκων

60      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ουδεμία σχέση υφίσταται μεταξύ, αφενός, των προϊόντων της κλάσεως 3 και, ιδίως, των προϊόντων της κλάσεως 25 που προσδιορίζονται με τα προγενέστερα σήματα και, αφετέρου, των προϊόντων των κλάσεων 18 και 24 που προσδιορίζονται με την αίτηση καταχωρίσεως κοινοτικού σήματος, το Γραφείο όφειλε να αρνηθεί την καταχώριση βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94.

61      Συγκεκριμένα, εν προκειμένω, δεν αμφισβητείται ότι τα προγενέστερα εθνικά σήματα EMIDIO TUCCI χαίρουν φήμης στο οικείο κράτος μέλος, δεδομένου ότι είναι γνωστά σε σημαντικό τμήμα του οικείου κοινού και διαθέτουν έντονο διακριτικό χαρακτήρα, ιδίως στον τομέα της ανδρικής μόδας, όπως άλλωστε δέχθηκε το τμήμα ανακοπών με την απόφασή του της 20ής Απριλίου 2000.

62      Η προσφεύγουσα επικαλείται, συναφώς, τις προσκομισθείσες κατά τη διαδικασία ενώπιον του Γραφείου αποδείξεις.

63      Επιπλέον, η προσφεύγουσα προσκομίζει νέα αποδεικτικά στοιχεία υπό τη μορφή εγγράφων και μαρτυριών, μεταξύ των οποίων μια αίτηση παροχής πληροφοριών που απευθύνθηκε στο ισπανικό Γραφείο ευρεσιτεχνιών και σημάτων και αφορά καταχωρισθέντα από την ίδια σήματα για διάφορες κλάσεις της διεθνούς κατατάξεως, καθώς και νέες φωτογραφίες, φυλλάδια, γραπτές δηλώσεις, αγγελίες, περιοδικά και διαφημιστικά έντυπα.

64      Κατά την προσφεύγουσα, η καταχώριση του επίμαχου σήματος για τα προϊόντα των κλάσεων 18 και 24 θα συνεπαγόταν καταχρηστική εκμετάλλευση του ιδιαίτερου διακριτικού χαρακτήρα που αναγνωρίζεται στα προγενέστερα σήματά της.

65      Το Γραφείο και η παρεμβαίνουσα υποστηρίζουν ότι το τμήμα προσφυγών ορθώς έκρινε ότι οι προσκομισθείσες από την προσφεύγουσα προς στήριξη της ανακοπής της αποδείξεις ήταν ανεπαρκείς προς απόδειξη τόσο του έντονου διακριτικού χαρακτήρα των σημάτων EMIDIO TUCCI, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως, όσο και της φήμης των σημάτων αυτών, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94.

66      Όσον αφορά τα νέα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισε η προσφεύγουσα προς στήριξη της προσφυγής της, το Γραφείο υποστηρίζει ότι δεν μπορούν να προβληθούν για πρώτη φορά ενώπιον του Πρωτοδικείου.

 Εκτίμηση του Πρωτοδικείου

67      Από τη νομολογία του Δικαστηρίου ως προς την ερμηνεία του άρθρου 5, παράγραφος 2, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (ΕΕ 1989, L 40, σ. 1), το κανονιστικό περιεχόμενο του οποίου ταυτίζεται κατ’ ουσίαν με αυτό του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, προκύπτει ότι, για να πληρούται η σχετική με τη φήμη προϋπόθεση, το προγενέστερο εθνικό σήμα πρέπει να είναι γνωστό σε σημαντικό τμήμα του κοινού που ενδιαφέρουν τα καλυπτόμενα από το σήμα αυτό προϊόντα ή υπηρεσίες. Κατά την εξέταση της προϋποθέσεως αυτής, τα εθνικά δικαστήρια πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όλα τα ασκούντα εν προκειμένω επιρροή στοιχεία, ήτοι, μεταξύ άλλων, το καλυπτόμενο από το σήμα μερίδιο αγοράς, την ένταση, τη γεωγραφική έκταση και τη διάρκεια της χρησιμοποιήσεώς του, καθώς και το μέγεθος των επενδύσεων που έχει πραγματοποιήσει η επιχείρηση για την προώθησή του (απόφαση του Δικαστηρίου της 14ης Σεπτεμβρίου 1999, C‑375/97, General Motors, Συλλογή 1999, σ. Ι-5421, σκέψεις 26 και 27).

68      Εν προκειμένω, το τμήμα ανακοπών διέκρινε μεταξύ της φήμης ενός σήματος και του εντονότερου του συνήθους διακριτικού χαρακτήρα του λόγω του ότι είναι γνωστό στην αγορά. Χωρίς να είναι αναγκαίο να κριθεί αν η διάκριση αυτή πρέπει να γίνει δεκτή, επιβάλλεται να τονισθεί ότι η απόκτηση διακριτικού χαρακτήρα εντονότερου του συνήθους, λόγω του ότι ένα σήμα είναι γνωστό στην αγορά, προϋποθέτει κατ’ ανάγκην ότι το σήμα αυτό είναι γνωστό τουλάχιστον σε σημαντικό τμήμα του οικείου κοινού.

69      Επομένως, στο μέτρο που ένα σήμα μπορεί να χαίρει φήμης μόνον αν είναι, τουλάχιστον, γνωστό στην αγορά, οι ακόλουθες σκέψεις αφορούν τόσο την εκτίμηση της προβαλλόμενης φήμης των προγενέστερων σημάτων της προσφεύγουσας, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, όσο και τη συνεκτίμηση του προβαλλόμενου εντονότερου του συνήθους διακριτικού χαρακτήρα των σημάτων αυτών λόγω του ότι είναι γνωστά στην αγορά, στο πλαίσιο της εκτιμήσεως του κινδύνου συγχύσεως δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού αυτού (βλ. κατωτέρω σκέψεις 54 επ.).

70      Εν προκειμένω, από τη δικογραφία προκύπτει ότι ενώπιον του τμήματος ανακοπών και του τμήματος προσφυγών η προσφεύγουσα προσκόμισε τα ακόλουθα στοιχεία προς απόδειξη τόσο της φήμης των προγενέστερων εθνικών σημάτων της όσο και του εντονότερου του συνήθους διακριτικού χαρακτήρα που απέκτησαν τα σήματα αυτά λόγω του ότι είναι γνωστά στην αγορά:

–        δεκατρείς φωτοτυπίες διαφημίσεων των ενδυμάτων του σήματος EMIDIO TUCCI, οι οποίες δημοσιεύθηκαν το 1998 σε διάφορα ισπανικά περιοδικά και εφημερίδες (Tribuna, Tiempo, Epoca, El País και El Mundo

–        επτά επιστολές διευθυντών διαφόρων μέσων μαζικής ενημέρωσης (Grupo Zeta, El País, Diario ABC, RTVE, El Mundo, Tribuna και PCM), οι οποίες συντάχθηκαν το 1999 και βεβαιώνουν ότι τα φέροντα το σήμα EMIDIO TUCCI ενδύματα διαφημίσθηκαν στα εν λόγω μέσα μαζικής ενημέρωσης «κατά τη διάρκεια των τελευταίων πέντε ετών», ήτοι, στην καλύτερη περίπτωση, μεταξύ 1994 και 1998·

–        μια βιντεοκασέτα με διαφημιστικά μηνύματα, συνοδευόμενη από βεβαίωση ότι τα μηνύματα αυτά προβλήθηκαν στην τηλεόραση (Tele Cinco) «μεταξύ 1994 και 1999».

71      Εξετάζοντας τα αποδεικτικά αυτά στοιχεία, το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι:

–        οι φωτοτυπίες των διαφημίσεων που δημοσιεύθηκαν στον ισπανικό Τύπο το 1998 είναι μεταγενέστερες της αιτήσεως καταχωρίσεως του επίμαχου κοινοτικού σήματος (η οποία υποβλήθηκε την 1η Απριλίου 1996) και, επομένως, δεν ασκούν επιρροή για την εκτίμηση του αν το προγενέστερο εθνικό σήμα είχε αποκτήσει, κατά το χρονικό αυτό σημείο, έντονο διακριτικό χαρακτήρα λόγω του ότι ήταν γνωστό στην αγορά·

–        από την πλειονότητα των βεβαιώσεων των διευθυντών διαφόρων μέσων μαζικής ενημέρωσης δεν προκύπτει αν και κατά πόσον τα προγενέστερα σήματα αποτέλεσαν αντικείμενο διαφημίσεως προ της καθοριστικής ημερομηνίας της 1ης Απριλίου 1996· μόνο δύο εξ αυτών, ήτοι οι βεβαιώσεις των υπευθύνων των περιοδικών Epoca και Tribuna, κάνουν μνεία των ημερομηνιών μεταξύ 1994 και 1995 κατά τις οποίες δημοσιεύθηκαν διαφημιστικές καταχωρίσεις για ένα από τα σήματα αυτά·

–        το αυτό ισχύει ως προς την προσκομισθείσα βιντεοκασέτα·

–        η προσφεύγουσα δεν προσκόμισε κανένα στοιχείο ως προς τον κύκλο εργασιών από τις πωλήσεις των προϊόντων που φέρουν τα σήματά της ή ως προς τις επενδύσεις που πραγματοποίησε για την προώθησή τους κατά τη διάρκεια της κρίσιμης χρονικής περιόδου.

72      Λαμβανομένης υπόψη της δικογραφίας, οι διαπιστώσεις αυτές πρέπει να γίνουν δεκτές.

73      Κατά συνέπεια, το Γραφείο και η παρεμβαίνουσα, όπως και το τμήμα προσφυγών, ορθώς υποστηρίζουν ότι ο προβαλλόμενος έντονος διακριτικός χαρακτήρας των προγενέστερων σημάτων της προσφεύγουσας, λόγω του ότι ήταν γνωστά στην αγορά, και, ως εκ τούτου, η προβαλλόμενη φήμη των σημάτων αυτών δεν θεμελιώνονται επαρκώς βάσει των αποδείξεων που προσκόμισε η προσφεύγουσα κατά τη διοικητική διαδικασία, δεδομένου ότι οι αποδείξεις αυτές δεν περιλαμβάνουν στοιχεία αντικειμενικά, επαρκώς τεκμηριωμένα ή επαληθεύσιμα, που να παρέχουν δυνατότητα αξιολογήσεως του μεριδίου της αγοράς που αναλογεί στα σήματα EMIDIO TUCCI στην Ισπανία, της εντάσεως, της γεωγραφικής εκτάσεως και της διάρκειας της χρήσεως των σημάτων αυτών ή του μεγέθους των επενδύσεων στις οποίες έχει προβεί η επιχείρηση για την προώθησή τους (βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Δικαστηρίου της 4ης Μαΐου 1999, C-108/97 και C-109/97, Windsurfing Chiemsee, Συλλογή 1999, σ. I‑2779, σκέψη 51).

74      Τα νέα αποδεικτικά στοιχεία που η προσφεύγουσα προσκόμισε για πρώτη φορά ενώπιον του Πρωτοδικείου (βλ. ανωτέρω σκέψη 63) πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτα, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Πρωτοδικείου [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 12ης Δεκεμβρίου 2002, T-247/01, eCopy κατά ΓΕΕΑ (ECOPY), Συλλογή 2002, σ. II-5301, σκέψη 49· της 6ης Μαρτίου 2003, T‑128/01, DaimlerChrysler κατά ΓΕΕΑ (Calandre), Συλλογή 2003, σ. II-701, σκέψη 18, και της 3ης Ιουλίου 2003, T-129/01, Alejandro κατά ΓΕΕΑ – Anheuser-Busch (BUDMEN), Συλλογή 2003, σ. II‑2251, σκέψη 67].

75      Πρέπει να προστεθεί ότι, εν πάση περιπτώσει, οι προϋποθέσεις εφαρμογής του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94 δεν πληρούνται, δεδομένου ότι η προσφεύγουσα ουδέν στοιχείο προσκόμισε και ουδέν επιχείρημα προέβαλε προς απόδειξη του ότι η χρησιμοποίηση του σήματος του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση θα προσπόριζε αθέμιτο όφελος από τον διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη των σημάτων αυτών ή θα έβλαπτε τον εν λόγω διακριτικό χαρακτήρα ή τη φήμη.

76      Υπό τις συνθήκες αυτές, ο επικουρικός λόγος ακυρώσεως, ο οποίος αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 5, του κανονισμού 40/94, είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί.

77      Κατά συνέπεια, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

78      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Επειδή η προσφεύγουσα ηττήθηκε, πρέπει να καταδικαστεί στα δικαστικά έξοδα, σύμφωνα με τα σχετικά αιτήματα του Γραφείου και της παρεμβαίνουσας.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ (δεύτερο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει την προσφυγή.

2)      Καταδικάζει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

Pirrung

Meij

Forwood

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 13 Δεκεμβρίου 2004.

Ο Γραμματέας

 

       Ο Πρόεδρος

H. Jung

 

       J. Pirrung


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.