Language of document : ECLI:EU:C:2024:511

Προσωρινό κείμενο

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

JEAN RICHARD DE LA TOUR

της 13ης Ιουνίου 2024 (1)

Υπόθεση C118/23

Rada Nadzorcza Getin Noble Bank,

Getin Holding S.A.,

LC Corp BV,

Fundacja Jolanty i Leszka Czarneckich z siedzibą w Warszawie,

NM,

IJ,

OP,

DL,

US,

AB,

SQ,

KP,

MP,

MZ,

CP,

MD,

GW,

ZD,

IB,

JJ,

KG,

WG,

JS,

KB,

MM,

MT,

MG,

GK,

QP,

KM,

LN,

CK,

MK,

WK,

KA,

AU,

BX,

SJ,

ML,

MT,

LP,

PS,

SP,

DG,

GM,

IJ,

LL,

PJ,

WJ,

JG,

OT,

BK,

HH,

HB,

GK,

RS,

CE,

ET,

IK,

NO,

BI,

TM,

CJ,

SN,

DI,

EO,

GL,

PA,

TN,

EQ,

PB,

LT,

LS,

NA,

PR,

IN,

IT,

TK,

LE,

NB,

SE,

KL,

BD,

RR,

RL,

IO,

BV,

TA,

TS,

AA,

MB,

YN,

IC,

EZ,

UB,

AM,

MP,

DJ,

VE,

XL,

OA,

IW,

DL,

NG,

UH,

CI,

RG,

RL,

SI,

OS,

NS,

BA,

NP,

PQ,

IY,

TG,

BE,

RN,

SL,

WE,

RY,

DL,

EO,

OR,

AW,

VQ,

QR,

SC,

RI

κατά

Bankowy Fundusz Gwarancyjny,

παρισταμένων των:

VELOBANK S.A.,

M.K., εκκαθαριστή της Getin Noble Bank S.A., υπό εκκαθάριση, πρώην Getin Noble Bank S.A.,

TD

[αίτηση του Wojewódzki Sąd Administracyjny w Warszawie
(περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου Βαρσοβίας, Πολωνία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Ανάκαμψη και εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων – Τράπεζα τεθείσα υπό εξυγίανση – Σώρευση των λειτουργιών της αρχής εξυγίανσης – Εγγύηση οργανωτικής ανεξαρτησίας»






I.      Εισαγωγή

1.        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2), καθώς και του άρθρου 3, παράγραφοι 2 και 3, και του άρθρου 85, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου] 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (3).

2.        Η υπό κρίση αίτηση προδικαστικής αποφάσεως υποβλήθηκε στο πλαίσιο ένδικης διαφοράς μεταξύ του εποπτικού συμβουλίου της Getin Noble Bank S.A. (στο εξής: GN Bank) και πλειόνων φυσικών και νομικών προσώπων, αφενός, και του Bankowy Fundusz Gwarancyjny (ταμείου εγγύησης τραπεζικών καταθέσεων, Πολωνία, στο εξής: BFG), αφετέρου, με αντικείμενο την απόφαση του BFG περί κίνησης διαδικασίας εξυγίανσης της GN Bank.

3.        Με τις παρούσες προτάσεις, οι οποίες, κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, επικεντρώνονται στο τρίτο και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα, θα καταδείξω, αφενός, ότι οι λειτουργίες προσωρινού διαχειριστή και εγγυητή των τραπεζικών καταθέσεων, συνιστούν «άλλες λειτουργίες» τις οποίες η αρχή εξυγίανσης μπορεί να ασκεί, εφόσον τηρούνται ορισμένες απαιτήσεις για τη διασφάλιση της οργανωτικής ανεξαρτησίας των εν λόγω λειτουργιών από τη λειτουργία εξυγίανσης, και, αφετέρου, ότι οι αναγκαίοι σχετικοί εσωτερικοί κανόνες για την τήρηση των εν λόγω απαιτήσεων μπορούν να θεσπίζονται και να δημοσιοποιούνται από τα κράτη μέλη ή από τις αρχές εξυγίανσης.

II.    Το νομικό πλαίσιο

Α.      Το δίκαιο της Ένωσης

1.      Ο κανονισμός (ΕΕ) 575/2013

4.        Το άρθρο 2, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (4), όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019 (5), προβλέπει τα εξής:

«1.      Για τον σκοπό της διασφάλισης της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό, οι αρμόδιες αρχές διαθέτουν τις εξουσίες και ακολουθούν τις διαδικασίες που ορίζονται στην οδηγία 2013/36/ΕΕ [(6)] και στον παρόντα κανονισμό.

2.      Για τον σκοπό της διασφάλισης της συμμόρφωσης με τον παρόντα κανονισμό, οι αρχές εξυγίανσης διαθέτουν τις εξουσίες και ακολουθούν τις διαδικασίες που ορίζονται στην οδηγία [2014/59] και στον παρόντα κανονισμό.»

5.        Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, σημείο 40, του εν λόγω κανονισμού:

«Για τους σκοπούς του παρόντος κανονισμού ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

40)      ως “αρμόδια αρχή” νοείται η δημόσια αρχή ή το όργανο που έχουν επίσημα αναγνωριστεί από το εθνικό δίκαιο και έχουν εξουσιοδοτηθεί βάσει του εθνικού δικαίου να εποπτεύουν ιδρύματα ως υπαγόμενα στο σύστημα εποπτείας που εφαρμόζεται στο οικείο κράτος μέλος».

2.      Η οδηγία 2014/59

6.        Το άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 40, της οδηγίας 2014/59 ορίζει τα εξής:

«Για τους σκοπούς της παρούσας οδηγίας, ισχύουν οι ακόλουθοι ορισμοί:

[…]

40.      “δράση εξυγίανσης”: η απόφαση να τεθεί υπό εξυγίανση ένα ίδρυμα ή μία οντότητα που αναφέρεται στο άρθρο 1 παράγραφος 1 στοιχείο β), γ) ή δ), σύμφωνα με το άρθρο 32 ή το άρθρο 33, η εφαρμογή ενός εργαλείου εξυγίανσης ή η άσκηση μιας ή περισσότερων εξουσιών εξυγίανσης».

7.        Το άρθρο 3 της ως άνω οδηγίας, το οποίο επιγράφεται «Ορισμός αρμόδιων αρχών για την εξυγίανση», προβλέπει, στις παραγράφους 3 και 4, τα εξής:

«3.      Οι αρχές εξυγίανσης μπορεί να είναι εθνικές κεντρικές τράπεζες, αρμόδια υπουργεία ή άλλες δημόσιες διοικητικές αρχές ή αρχές στις οποίες έχουν ανατεθεί διοικητικές εξουσίες. Κατ’ εξαίρεση, τα κράτη μέλη μπορούν να προβλέπουν ότι η αρχή εξυγίανσης μπορεί να είναι οι αρμόδιες αρχές εποπτείας για τους σκοπούς του [κανονισμού 575/2013] και της οδηγίας [2013/36]. Εφαρμόζονται κατάλληλες διαρθρωτικές ρυθμίσεις προκειμένου να εξασφαλίζεται η οργανωτική ανεξαρτησία και να αποφεύγονται συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των λειτουργιών εποπτείας σύμφωνα με τον [κανονισμό 575/2013] και την οδηγία [2013/36] ή άλλων λειτουργιών της σχετικής αρχής και των λειτουργιών των αρχών εξυγίανσης σύμφωνα με την παρούσα οδηγία, με την επιφύλαξη της ανταλλαγής πληροφοριών και των υποχρεώσεων συνεργασίας που προβλέπονται στην παράγραφο 4. Ειδικότερα, τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, μεταξύ των αρμοδίων αρχών, εθνικών κεντρικών τραπεζών, αρμοδίων υπουργείων ή άλλων αρχών, υπάρχει οργανωτική ανεξαρτησία μεταξύ της λειτουργίας εξυγίανσης και της εποπτικής ή άλλων λειτουργιών της σχετικής αρχής.

Το προσωπικό που συμμετέχει στην επιτέλεση των λειτουργιών της αρχής εξυγίανσης δυνάμει της παρούσας οδηγίας είναι διαρθρωτικά διαχωρισμένο και υπόκειται σε χωριστούς διαύλους αναφοράς από το προσωπικό που συμμετέχει στην εκτέλεση των καθηκόντων που απορρέουν από τον [κανονισμό 575/2013] και την οδηγία [2013/36] ή σχετίζονται με άλλες λειτουργίες της σχετικής αρχής.

Για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, τα κράτη μέλη ή η αρχή εξυγίανσης θα υιοθετούν και θα δημοσιοποιούν κάθε αναγκαίο σχετικό εσωτερικό κανόνα, συμπεριλαμβανομένων κανόνων που αφορούν το επαγγελματικό απόρρητο και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των διάφορων λειτουργικών τομέων.

4.      Τα κράτη μέλη απαιτούν από τις αρχές που ασκούν την εποπτεία και τις λειτουργίες εξυγίανσης και από τα πρόσωπα που ασκούν αυτά τα καθήκοντα εξ ονόματός τους να συνεργάζονται στενά κατά την προετοιμασία, τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των αποφάσεων εξυγίανσης, τόσο όταν η αρχή εξυγίανσης και η αρμόδια αρχή είναι χωριστές οντότητες όσο και όταν τα καθήκοντα ασκούνται από την ίδια οντότητα.»

8.        Κατά το άρθρο 29, παράγραφοι 1 έως 3, της εν λόγω οδηγίας:

«1.      […] Οι αρμόδιες αρχές μπορούν, κατ’ αναλογία προς τις περιστάσεις, να διορίζουν οποιονδήποτε προσωρινό διαχειριστή προκειμένου είτε για να αντικαταστήσει προσωρινά το διοικητικό όργανα του ιδρύματος είτε για να συνεργαστεί προσωρινά με το διοικητικό όργανο του ιδρύματος, απόφαση που η αρμόδια αρχή καθορίζει κατά τη στιγμή του διορισμού. Εάν η αρμόδια αρχή διορίσει προσωρινό διαχειριστή προκειμένου να συνεργαστεί με το διοικητικό όργανο του ιδρύματος, η αρμόδια αρχή διευκρινίζει περαιτέρω, κατά τη στιγμή του διορισμού, τον ρόλο, τα καθήκοντα και τις εξουσίες του προσωρινού διαχειριστή, καθώς και κάθε απαίτηση έναντι του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος να ζητά τη γνώμη ή να εξασφαλίζει τη συναίνεση του προσωρινού διαχειριστή πριν από τη λήψη ορισμένων αποφάσεων ή την ανάληψη ορισμένων δράσεων. […] Τα κράτη μέλη διασφαλίζουν περαιτέρω ότι κάθε προσωρινός διαχειριστής διαθέτει τα προσόντα, τις ικανότητες και τις γνώσεις που απαιτούνται προκειμένου να ασκήσει τα καθήκοντά του και ότι δεν υφίσταται σύγκρουση συμφερόντων.

2.      Η αρμόδια αρχή προσδιορίζει τις εξουσίες του προσωρινού διαχειριστή κατά τη στιγμή του διορισμού του, κατ’ αναλογία προς τις περιστάσεις. Οι εν λόγω εξουσίες μπορούν να περιλαμβάνουν ορισμένες ή όλες τις εξουσίες του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος βάσει του καταστατικού του ιδρύματος και του εθνικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας του διαχειριστή να ασκεί ορισμένα ή όλα τα διοικητικά καθήκοντα του διοικητικού οργάνου του ιδρύματος. […]

3.      Ο ρόλος και τα καθήκοντα του προσωρινού διαχειριστή διευκρινίζονται από την αρμόδια αρχή κατά τη στιγμή του διορισμού και μπορούν να περιλαμβάνουν την επιβεβαίωση της χρηματοοικονομικής θέσης του ιδρύματος, τη διαχείριση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων ή μέρους των εν λόγω δραστηριοτήτων του ιδρύματος με σκοπό τη διατήρηση ή την αποκατάσταση της χρηματοοικονομικής θέσης του ιδρύματος, και τη λήψη μέτρων για την αποκατάσταση της υγιούς και συνετής διαχείρισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας του ιδρύματος. H αρμόδια αρχή διευκρινίζει τα όρια του ρόλου και των καθηκόντων του προσωρινού διαχειριστή κατά τη στιγμή του διορισμού.»

Β.      Το πολωνικό δίκαιο

1.      Ο νόμος περί τραπεζικού δικαίου

9.        Το άρθρο 144, παράγραφοι 1, 1a, 3 και 4, του ustawa Prawo bankowe (νόμου περί τραπεζικού δικαίου) (7), της 29ης Αυγούστου 1997, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, ορίζει τα εξής:

«1.      Στην περίπτωση του άρθρου 138, παράγραφος 3, εφόσον συντρέχουν οι περιστάσεις του άρθρου 142, παράγραφος 1, προκειμένου να βελτιωθεί η κατάσταση της τράπεζας ή να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητα του εφαρμοζόμενου σχεδίου ανάκαμψης, η Komisja Nadzoru Finansowego (επιτροπή χρηματοπιστωτικής εποπτείας, Πολωνία, στο εξής: KNF), δύναται, με την επιφύλαξη του άρθρου 5, παράγραφος 6, του [ustawa o Bankowym Funduszu Gwarancyjnym, systemie gwarantowania depozytów oraz przymusowej restrukturyzacji (νόμου περί του ταμείου εγγύησης τραπεζικών καταθέσεων, περί του συστήματος εγγύησης καταθέσεων και περί εξυγίανσης) (8), της 10ης Ιουνίου 2016] να εκδώσει απόφαση περί διορισμού επιτρόπου [(9)] στην τράπεζα.

1a.      Στην περίπτωση της παραγράφου 1, η [KNF] καθορίζει με την απόφαση το λεπτομερές πλαίσιο των καθηκόντων του επιτρόπου.

[…]

3.      Ο επίτροπος έχει το δικαίωμα εναντίωσης στις πράξεις και τις αποφάσεις του διοικητικού και του εποπτικού συμβουλίου της τράπεζας. Η διατύπωση πρόθεσης εναντίωσης κατά τη συνεδρίαση του εποπτικού ή του διοικητικού συμβουλίου αναστέλλει την εφαρμογή της πράξεως ή της αποφάσεως.

4.      Ο επίτροπος δύναται να προσβάλει την απόφαση της γενικής συνέλευσης των μετόχων ή την απόφαση της γενικής συνέλευσης συνεταιριστικής τράπεζας που παραβιάζει τα συμφέροντα της τράπεζας […]».

2.      Ο νόμος περί του ταμείου εγγύησης τραπεζικών καταθέσεων, περί του συστήματος εγγύησης καταθέσεων και περί εξυγίανσης

10.      Το άρθρο 5, παράγραφοι 1, 3 και 6, του νόμου περί του ταμείου εγγύησης τραπεζικών καταθέσεων, περί του συστήματος εγγύησης καταθέσεων και περί εξυγίανσης, όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς της κύριας δίκης, προβλέπει τα εξής:

«1.      Τα καθήκοντα του [BFG] περιλαμβάνουν:

1)      την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που απορρέουν από την εγγύηση των καταθέσεων, ιδίως την πραγματοποίηση πληρωμών εγγυημένων κεφαλαίων προς τους καταθέτες·

2)      τον έλεγχο των δεδομένων που περιέχονται στα συστήματα καταγραφής των οντοτήτων οι οποίες υπάγονται στο σύστημα εγγύησης·

3)      την εξυγίανση των μνημονευόμενων στο άρθρο 64, παράγραφος 2, οντοτήτων με απομείωση ή μετατροπή κεφαλαιακών μέσων·

4)      τη διεξαγωγή της εξυγίανσης·

5)      την προετοιμασία, επανεξέταση και επικαιροποίηση των σχεδίων εξυγίανσης και των σχεδίων εξυγίανσης ομίλου·

6)      τη συλλογή και ανάλυση πληροφοριών σχετικά με τις οντότητες που υπάγονται στο σύστημα εγγύησης και τις κτηματικές τράπεζες, ιδίως με σκοπό την κατάρτιση αναλύσεων και προβλέψεων για τον τραπεζικό τομέα και τον τομέα των πιστωτικών συνεταιρισμών, και σχετικά με μεμονωμένες τράπεζες και πιστωτικούς συνεταιρισμούς·

7)      άσκηση άλλων δραστηριοτήτων για την ενίσχυση της σταθερότητας του εθνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος.

[…]

3.      Το [BFG] συνεργάζεται με άλλους φορείς που ενεργούν για την ενίσχυση της σταθερότητας του εθνικού χρηματοπιστωτικού συστήματος, με φορείς που διαχειρίζονται συστήματα εγγύησης των καταθέσεων, καθώς και με τις αρμόδιες αρχές εξυγίανσης, την Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, καθώς και τις αρμόδιες αρχές εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, τις αρμόδιες αρχές εξυγίανσης των σημαντικών υποκαταστημάτων, τις αρμόδιες αρχές εξυγίανσης των θυγατρικών, καθώς και τις αρμόδιες αρχές εξυγίανσης τρίτων χωρών.

[…]

6.      Η [KNF], κατόπιν αιτήματος του [BFG], διορίζει το [BFG] ως επίτροπο, όπως προβλέπεται στο άρθρο 144, παράγραφος 1, του νόμου περί τραπεζικού δικαίου […].»

11.      Το άρθρο 101, παράγραφοι 1, 6 και 7, του νόμου περί του ταμείου εγγύησης τραπεζικών καταθέσεων, περί του συστήματος εγγύησης καταθέσεων και περί εξυγίανσης προβλέπει τα εξής:

«1.      Η [KNF] ενημερώνει αμέσως το [BFG] σχετικά με τα ακόλουθα ζητήματα:

1)      τον κίνδυνο πτώχευσης μιας οντότητας·

2)      την απουσία στοιχείων που να δείχνουν ότι η λήψη εποπτικών μέτρων ή η λήψη μέτρων από την εν λόγω οντότητα θα αποτρέψουν εγκαίρως τον κίνδυνο πτώχευσης.

[…]

6.      Η [KNF] παρέχει επίσης τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο 1:

[…]

6)      στην αρχή που διαχειρίζεται αναγνωρισμένο σύστημα εγγύησης καταθέσεων στο κράτος στην επικράτεια του οποίου είναι εγκατεστημένη η μητρική οντότητα·

7)      στους φορείς που διαχειρίζονται τα ταμεία εξυγίανσης στη χώρα στην επικράτεια της οποίας εδρεύει η μητρική οντότητα, σε περίπτωση που το ταμείο δεν τελεί υπό την διαχείριση της αρμόδιας αρχής εξυγίανση ομίλου·

[…]

7.      Εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

1)      κίνδυνος πτώχευσης εθνικής οντότητας,

2)      απουσία στοιχείων που να δείχνουν ότι η λήψη μέτρων από την εθνική οντότητα ή από το θεσμικό σύστημα προστασίας ή η λήψη εποπτικών μέτρων, συμπεριλαμβανομένων των μέτρων έγκαιρης παρέμβασης, θα αποτρέψουν εγκαίρως τον κίνδυνο πτώχευσης,

3)      επιβεβλημένη λήψη μέτρων έναντι της εθνικής οντότητας για λόγους δημόσιου συμφέροντος

– το [BFG] εκδίδει απόφαση για τη θέση εθνικής οντότητας υπό εξυγίανση ή απόφαση για την απομείωση ή μετατροπή των κεφαλαιακών μέσων ή επιλέξιμων υποχρεώσεων της εν λόγω οντότητας […].»

12.      Κατά το άρθρο 137, παράγραφος 1, του εν λόγω νόμου:

«Πριν από την έκδοση της απόφασης περί εξυγίανσης, το [BFG] μεριμνά για τη διενέργεια εκτίμησης της αξίας του ενεργητικού και του παθητικού της οντότητας.»

III. Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα

13.      Λόγω της μη πλήρωσης από την GN Bank των ελάχιστων απαιτήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 92 του κανονισμού 575/2013, με απόφαση της 22ας Δεκεμβρίου 2021, εκδοθείσα βάσει του άρθρου 144, παράγραφοι 1 και 1a, του νόμου περί τραπεζικού δικαίου, η KNF διόρισε το BFG προσωρινό διαχειριστή («επίτροπο») (10) στην GN Bank, με σκοπό τη βελτίωση της χρηματοπιστωτικής κατάστασής της. Με την εν λόγω απόφαση, η KNF ανέθεσε στο BFG, στο πλαίσιο της λειτουργίας του ως «επιτρόπου» της τράπεζας, μεταξύ άλλων, να καταρτίζει εκθέσεις, να διασφαλίζει την παρακολούθηση των δραστηριοτήτων της GN Bank και να ασκεί κάθε νόμιμη εξουσία του «επιτρόπου».

14.      Λαμβανομένου υπόψη του κινδύνου αφερεγγυότητας της GN Bank, στις 29 Σεπτεμβρίου 2022 το BFG εξέδωσε, ως αρχή εξυγίανσης, απόφαση σχετικά με την κίνηση διαδικασίας εξυγίανσης της GN Bank, την απομείωση των κεφαλαιακών μέσων που είχε εκδώσει και την εφαρμογή του εργαλείου εξυγίανσης του μεταβατικού ιδρύματος (στο εξής: απόφαση της 29ης Σεπτεμβρίου 2022). Ως εκ τούτου, τα περιουσιακά στοιχεία που μνημονεύονταν στην εν λόγω απόφαση μεταβιβάστηκαν, στις 3 Οκτωβρίου 2022, στο μεταβατικό ίδρυμα Bank BFG S.A. Το BFG διόρισε επίτροπο στην οντότητα που αποτέλεσε αντικείμενο της διαδικασίας εξυγίανσης. Αποδέκτες της ως άνω απόφασης ήταν η GN Bank, η Bank BFG και ο εν λόγω επίτροπος.

15.      Το εποπτικό συμβούλιο της GN Bank άσκησε προσφυγή κατά της απόφασης της 29ης Σεπτεμβρίου 2022 ενώπιον του Wojewódzki Sąd Administracyjny w Warszawie (περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου Βαρσοβίας, Πολωνία), αιτούντος δικαστηρίου. Προσφυγές άσκησαν και άλλα πρόσωπα, περιλαμβανομένων των κατόχων των απομειωμένων μετοχών και ομολόγων που είχε εκδώσει η GN Bank, των πιστωτών της GN Bank και των συμβαλλομένων σε πιστωτικές και δανειακές συμβάσεις που είχαν συνομολογηθεί σε ξένο νόμισμα ή με ρήτρα ξένου νομίσματος (11).

16.      Οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης ζητούν από το αιτούν δικαστήριο να αναγνωρίσει ότι η προμνησθείσα απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του νόμου, ώστε να μπορέσουν να ασκήσουν αγωγές αποζημιώσεως ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων. Οι προβαλλόμενοι λόγοι αντλούνται τόσο από παραβίαση του ουσιαστικού δικαίου όσο και από παράβαση διαδικαστικών κανόνων που έχουν ουσιώδη αντίκτυπο στην επίλυση της διαφοράς. Συναφώς, οι προσφεύγοντες της κύριας δίκης υποστηρίζουν, μεταξύ άλλων, ότι το BFG βρισκόταν σε κατάσταση σύγκρουσης συμφερόντων, η οποία το εμπόδιζε να ασκήσει τις λειτουργίες που ανατέθηκαν στην αρχή εξυγίανσης, καθόσον ασκούσε συγχρόνως λειτουργίες εποπτείας, εγγύησης των τραπεζικών καταθέσεων και εξυγίανσης. Κατά τους προσφεύγοντες της κύριας δίκης, η εν λόγω σύγκρουση συμφερόντων επιδεινώθηκε λόγω της έλλειψης κατάλληλων διαδικαστικών εγγυήσεων όπως οι προβλεπόμενες από την οδηγία 2014/59.

17.      Το BFG αντικρούει την ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων. Υποστηρίζει ότι έχει θεσπίσει οργανωτικές και διαρθρωτικές διατάξεις οι οποίες διασφαλίζουν την οργανωτική ανεξαρτησία του και την αποφυγή κάθε σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ της άσκησης των λειτουργιών εξυγίανσης και της άσκησης άλλων λειτουργιών.

18.      Το αιτούν δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά, μεταξύ άλλων, την ύπαρξη της ως άνω σύγκρουσης συμφερόντων.

19.      Κατ’ αρχάς, το αιτούν δικαστήριο ζητεί να διευκρινιστεί αν η λειτουργία νόμιμου εγγυητή τραπεζικών καταθέσεων και η λειτουργία «επιτρόπου» της τράπεζας εμπίπτουν στις «λειτουργίες εποπτείας» ή στις «άλλες λειτουργίες» που μνημονεύονται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/59, οι οποίες δεν πρέπει να σωρεύονται με τη λειτουργία εξυγίανσης.

20.      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, αφενός, ότι, έστω και αν η λειτουργία «επιτρόπου» δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως λειτουργία εποπτείας υπό τη στενή του όρου έννοια, καθότι η εν λόγω λειτουργία ασκείται από την KNF, ο «επίτροπος» διορίζεται, δυνάμει του πολωνικού δικαίου, με απόφαση της εν λόγω εποπτικής αρχής και ασκεί τα καθήκοντα της εποπτικής αρχής που του έχουν ανατεθεί. Το αιτούν δικαστήριο συνάγει ότι δεν μπορεί να αποκλειστεί εκ προοιμίου το ενδεχόμενο η άσκηση της εν λόγω λειτουργίας από το BFG να απαιτούσε τη θέσπιση κατάλληλων διατάξεων για τη διασφάλιση της οργανωτικής ανεξαρτησίας και την αποφυγή κάθε σύγκρουσης συμφερόντων.

21.      Αφετέρου, κατά το αιτούν δικαστήριο, η σώρευση της λειτουργίας εξυγίανσης με τη λειτουργία εγγύησης των καταθέσεων, η οποία συνίσταται στη συγκέντρωση κεφαλαίων για την κάλυψη των εγγυήσεων και στην εκταμίευσή τους, θα μπορούσε να ενέχει τον κίνδυνο, ελλείψει διαρθρωτικού διαχωρισμού και οργανωτικής ανεξαρτησίας των εν λόγω λειτουργιών, τα μέτρα που το BFG λαμβάνει έναντι της τράπεζας που απειλείται με πτώχευση να αποσκοπούν στην ελαχιστοποίηση της χρήσης των πόρων του BFG.

22.      Εν συνεχεία, το αιτούν δικαστήριο διατυπώνει αμφιβολίες σχετικά με τη φύση της απαίτησης των διαρθρωτικών εγγυήσεων που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/59 και ζητεί να διευκρινιστεί αν μπορεί να γίνει δεκτό ότι, υπό τις ιδιαίτερες περιστάσεις της υπό κρίση υπόθεσης, ο σκοπός της οργανωτικής ανεξαρτησίας επιτεύχθηκε και κάθε σύγκρουση συμφερόντων αποφεύχθηκε.

23.      Ειδικότερα, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι ο ανωτέρω σκοπός πρέπει να επιτευχθεί διασφαλίζοντας ότι το προσωπικό που συμμετέχει στην επιτέλεση των λειτουργιών της αρχής εξυγίανσης είναι διαρθρωτικά διαχωρισμένο και υπόκειται σε χωριστούς διαύλους αναφοράς από το προσωπικό που συμμετέχει στην εκτέλεση των εποπτικών καθηκόντων ή το προσωπικό που ασκεί τις άλλες λειτουργίες της σχετικής αρχής. Κατά το αιτούν δικαστήριο, όμως, ο νόμος περί του ταμείου εγγύησης τραπεζικών καταθέσεων, περί του συστήματος εγγύησης καταθέσεων και περί εξυγίανσης δεν θεσπίζει συστηματικές διατάξεις οι οποίες θα διασφάλιζαν διαρθρωτικό διαχωρισμό της λειτουργίας εξυγίανσης και των άλλων λειτουργιών του BFG. Το αιτούν δικαστήριο διευκρινίζει ότι τα καθήκοντα που σχετίζονται με τη λειτουργία εξυγίανσης, τη λειτουργία «επιτρόπου» της τράπεζας και τη λειτουργία εγγυητή των καταθέσεων ανατέθηκαν μεν σε διακριτές υπηρεσίες εντός του BFG, πλην όμως οι αποφάσεις στο πλαίσιο όλων των προμνησθεισών λειτουργιών λαμβάνονται από τα ίδια πρόσωπα τα οποία ασκούν διευθυντικά ή συμβουλευτικά καθήκοντα εντός του BFG.

24.      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Wojewódzki Sąd Administracyjny w Warszawie (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο Βαρσοβίας) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Πρέπει να θεωρηθεί ότι το άρθρο 85, παράγραφοι 2 και 3, της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν την έννοια ότι, όταν το εποπτικό συμβούλιο οντότητας υπό εξυγίανση έχει ασκήσει προσφυγή ενώπιον εθνικού διοικητικού δικαστηρίου κατά αποφάσεως περί θέσεως υπό εξυγίανση, θεωρείται ότι παρέχεται αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα και στα πρόσωπα που προσβάλλοντας την εν λόγω απόφαση επιδιώκουν να προστατεύσουν τα έννομα συμφέροντά τους, όταν το δικαστήριο, κατά τον έλεγχο της προσβαλλόμενης αποφάσεως, δεν δεσμεύεται από τις αιτιάσεις και τα αιτήματα της προσφυγής ούτε από τη νομική βάση της οποίας γίνεται επίκληση, η δε τελεσίδικη απόφαση που εκδίδεται επί της προσφυγής αυτής έχει ισχύ έναντι πάντων και όταν η δυνατότητα των εν λόγω προσώπων να τύχουν προστασίας των έννομων συμφερόντων τους δεν εξαρτάται από την άσκηση χωριστής προσφυγής ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου κατά της ως άνω αποφάσεως;

2)      Πρέπει να θεωρηθεί ότι το άρθρο 85, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/59/ΕΕ, το οποίο εισάγει την απαίτηση αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου, καθώς και το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα οποία κατοχυρώνουν την αποτελεσματική ένδικη προστασία, έχουν την έννοια ότι απαγορεύουν την εφαρμογή δικονομικού κανόνα κράτους μέλους ο οποίος επιβάλλει στο εθνικό διοικητικό δικαστήριο να συνεκδικάζει όλες τις προσφυγές που ασκούνται ενώπιόν του κατά αποφάσεως της αρχής εξυγίανσης, όταν η εφαρμογή της εν λόγω διατάξεως, σε συνδυασμό με άλλες απαιτήσεις του εθνικού διοικητικού δικονομικού δικαίου, ενδέχεται να καταστήσει υπερβολικά δυσχερή ή και αδύνατη την εκδίκαση της υποθέσεως εντός εύλογου χρόνου, λαμβανομένου υπόψη του μεγάλου αριθμού των εν λόγω προσφυγών;

3)      Έχει το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/59/ΕΕ την έννοια ότι επιτρέπει σε κράτος μέλος να μην προβαίνει σε διαρθρωτικό διαχωρισμό –προκειμένου να διασφαλιστεί η οργανωτική ανεξαρτησία και να αποφεύγονται οι συγκρούσεις συμφερόντων– μεταξύ των λειτουργιών της αρχής εξυγίανσης και των άλλων λειτουργιών της ως νόμιμου εγγυητή τραπεζικών καταθέσεων ή ως επιτρόπου τράπεζας (προσωρινού διαχειριστή) που έχει διορισθεί με απόφαση της εθνικής εποπτικής αρχής για τους σκοπούς του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ;

4)      Έχει το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/59/ΕΕ την έννοια ότι, σε περίπτωση που κράτος μέλος δεν έχει θεσπίσει κατάλληλες διαρθρωτικές ρυθμίσεις για την εξασφάλιση της οργανωτικής ανεξαρτησίας και την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων μεταξύ των λειτουργιών εποπτείας για τους σκοπούς του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 και της οδηγίας 2013/36/ΕΕ ή άλλων λειτουργιών της αρμόδιας αρχής και των λειτουργιών της αρχής εξυγίανσης, η απαίτηση περί οργανωτικής ανεξαρτησίας και αποφυγής συγκρούσεων συμφερόντων μπορεί να θεωρηθεί ότι ικανοποιείται, αν το εθνικό διοικητικό δικαστήριο που εξετάζει την απόφαση περί θέσεως υπό εξυγίανση πεισθεί ότι οι λοιπές οργανωτικές ρυθμίσεις που εφαρμόστηκαν και τα πρακτικά μέτρα που έλαβε η αρχή εξυγίανσης αρκούσαν για την επίτευξη του εν λόγω αποτελέσματος;»

25.      Γραπτές παρατηρήσεις υπέβαλαν οι BI και TM, SJ και ML, DG και GM, το FGB, η Rada Nadzorcza Getin Noble Bank κ.λπ., η Πολωνική Κυβέρνηση, καθώς και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Οι ως άνω μετέχοντες στη διαδικασία (πλην των DG και GM), καθώς και οι OS και NS και DL κ.λπ., παρέστησαν στην επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 21ης Μαρτίου 2024, κατά την οποία απάντησαν στις ερωτήσεις προς προφορική απάντηση που έθεσε το Δικαστήριο.

IV.    Ανάλυση

26.      Κατόπιν αιτήματος του Δικαστηρίου, η ανάλυσή μου θα επικεντρωθεί στο τρίτο και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα του αιτούντος δικαστηρίου, τα οποία αφορούν το ζήτημα της σύγκρουσης συμφερόντων εντός του FGB.

Α.      Επί του τρίτου προδικαστικού ερωτήματος

27.      Το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο να διευκρινίσει αν το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/59 έχει την έννοια ότι επιτρέπει σε κράτος μέλος να μην προβαίνει σε διαρθρωτικό διαχωρισμό –προκειμένου να διασφαλίζεται η οργανωτική ανεξαρτησία και να αποφεύγονται οι συγκρούσεις συμφερόντων– μεταξύ των λειτουργιών της αρχής εξυγίανσης και των άλλων λειτουργιών της ως νόμιμου εγγυητή τραπεζικών καταθέσεων ή ως προσωρινού διαχειριστή (επιτρόπου) τράπεζας που έχει διορισθεί με απόφαση της εθνικής εποπτικής αρχής για τους σκοπούς του κανονισμού 575/2013 και της οδηγίας 2013/36.

28.      Το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/59 προβλέπει σαφώς ότι η αρχή εξυγίανσης μπορεί κατ’ εξαίρεση να είναι η αρμόδια αρχή προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων και των επιχειρήσεων επενδύσεων.

29.      Στο άρθρο 3, παράγραφος 3, διευκρινίζεται ότι η ανωτέρω σώρευση επιτρέπεται μόνον εφόσον πληρούνται πλείονες προϋποθέσεις. Πρώτον, κατάλληλες διαρθρωτικές ρυθμίσεις πρέπει να διασφαλίζουν την οργανωτική ανεξαρτησία και να αποτρέπουν κάθε σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ των δύο λειτουργιών (εποπτείας και εξυγίανσης), με την επιφύλαξη της ανταλλαγής πληροφοριών και της συνεργασίας που είναι αναγκαίες για την προετοιμασία, τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των αποφάσεων εξυγίανσης (12). Δεύτερον, η εν λόγω οργανωτική ανεξαρτησία πρέπει να λαμβάνει τη μορφή διαρθρωτικού διαχωρισμού και χωριστών διαύλων αναφοράς για το προσωπικό που επιτελεί καθεμιά από τις δύο λειτουργίες. Τρίτον, τα κράτη μέλη ή η αρχή εξυγίανσης θα θεσπίζουν και θα δημοσιοποιούν κάθε σχετικό εσωτερικό κανόνα, περιλαμβανομένων εκείνων που αφορούν το επαγγελματικό απόρρητο και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των διαφόρων λειτουργικών τομέων.

30.      Οι ανωτέρω προϋποθέσεις οι οποίες εφαρμόζονται όταν η αρχή εξυγίανσης ασκεί τις λειτουργίες αρχής προληπτικής εποπτείας εφαρμόζονται επίσης για «τις άλλες λειτουργίες της αρχής εξυγίανσης».

31.      Τίθεται, επομένως, το ζήτημα του αν οι ανωτέρω απαιτήσεις πρέπει να πληρούνται όταν, όπως εν προκειμένω, η αρχή εξυγίανσης έχει διοριστεί προσωρινός διαχειριστής («επίτροπος») στο στάδιο της έγκαιρης παρέμβασης που προβλέπεται στο άρθρο 29 της οδηγίας 2014/59 και λειτουργεί ως εγγυητής των τραπεζικών καταθέσεων.

32.      Συναφώς, πρέπει να εξεταστεί κατ’ αρχάς το είδος των συγκρούσεων συμφερόντων που πρέπει να αποφευχθούν.

33.      Είναι αληθές ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 15 της οδηγίας 2014/59, προκειμένου να διασφαλίσουν την απαιτούμενη ταχύτητα στην ανάληψη δράσης, να εγγυηθούν ανεξαρτησία από τους οικονομικούς φορείς και να αποτρέψουν συγκρούσεις συμφερόντων, τα κράτη μέλη θα πρέπει να ορίσουν δημόσιες διοικητικές αρχές ή αρχές που διαθέτουν τις δημόσιες διοικητικές εξουσίες να εκτελούν τις λειτουργίες και τα καθήκοντα όσον αφορά την εξυγίανση σύμφωνα με την εν λόγω οδηγία. Εντούτοις, κατά τη γνώμη μου, ο κίνδυνος εξωτερικής σύγκρουσης συμφερόντων, ήτοι σύγκρουσης συμφερόντων με τους οικονομικούς φορείς, δεν είναι ο κίνδυνος τον οποίο επιδιώκει να αντιμετωπίσει το άρθρο 3 της οδηγίας, δεδομένου ότι η συγκεκριμένη ενδεχόμενη σύγκρουση συμφερόντων, η οποία αποτελεί υποκειμενική σύγκρουση συμφερόντων, περιορίζεται μέσω του ορισμού δημόσιας αρχής και όχι ιδιωτικής οντότητας. Αυτή η «υποκειμενική σύγκρουση συμφερόντων» αποτελεί αντικείμενο της ρύθμισης του άρθρου 29 της οδηγίας 2014/59, όπου προβλέπεται η απουσία κάθε σύγκρουσης συμφερόντων κατά τον διορισμό του προσωρινού διαχειριστή ή κατά την εφαρμογή του εργαλείου εξυγίανσης της πώλησης δραστηριοτήτων, δεδομένου ότι, στην περίπτωση αυτή, η θέση σε πώληση δεν πρέπει να επηρεάζεται από συγκρούσεις συμφερόντων (13).

34.      Στην υπό κρίση υπόθεση, πρόκειται περί κινδύνου σύγκρουσης συμφερόντων σε επόμενο στάδιο, ήτοι εντός της ίδιας της αρχής εξυγίανσης. Επομένως, η σύγκρουση συμφερόντων δεν εκλαμβάνεται πλέον ως υποκειμενικός κίνδυνος, ο οποίος συνδέεται με το προσωπικό συμφέρον φυσικού ή νομικού προσώπου, αλλά ως λειτουργικός ή αντικειμενικός κίνδυνος, ο οποίος συνδέεται με την άσκηση πλειόνων λειτουργιών από την ίδια οντότητα και μπορεί να επηρεάσει τη λήψη απόφασης.

35.      Όσον αφορά τη σώρευση της άσκησης των λειτουργιών προληπτικής εποπτείας και εξυγίανσης εντός της ίδιας οντότητας, ο νομοθέτης της Ένωσης θεώρησε ότι είναι δυνατή, υπό την προϋπόθεση της πλήρωσης ορισμένων οργανωτικών απαιτήσεων που μνημονεύθηκαν ανωτέρω. Ομοίως, ο νομοθέτης της Ένωσης προέβλεψε ότι οι εν λόγω οργανωτικές απαιτήσεις έπρεπε να θεσπιστούν για τις άλλες λειτουργίες που ασκεί η αρχή εξυγίανσης.

36.      Από τα ανωτέρω συνάγεται ότι σκοπός του νομοθέτη της Ένωσης είναι να προστατεύσει τις αποφάσεις της αρχής εξυγίανσης από κάθε επιρροή εξωτερική προς το καθήκον της εξυγίανσης που της ανατίθεται, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών και νομικών συνεπειών, μεταξύ άλλων για τους πιστωτές και τους μετόχους, των αποφάσεων εξυγίανσης που μπορούν να ληφθούν.

37.      Ως εκ τούτου, προκειμένου να επιτευχθεί ο ανωτέρω σκοπός, η ερμηνεία της έννοιας «άλλες λειτουργίες» πρέπει να είναι ευρεία.

38.      Επομένως, εν αντιθέσει προς την ανάλυση που προτείνουν το BFG και η Πολωνική Κυβέρνηση, η λειτουργία εγγύησης των τραπεζικών καταθέσεων πρέπει να θεωρηθεί ως «άλλη λειτουργία» η οποία, όταν ασκείται από την αρχή εξυγίανσης, υπόκειται στις απαιτήσεις αποφυγής των συγκρούσεων συμφερόντων.

39.      Μολονότι είναι αληθές ότι η ως άνω λειτουργία εγγύησης των καταθέσεων προορίζεται, όπως και η λειτουργία εξυγίανσης, να διασφαλίζει τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα (14) και ότι τα κεφάλαια του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο μέτρου εξυγίανσης (15), δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο σφάλματος κατά τη χρήση των εν λόγω κεφαλαίων, το οποίο θα πρέπει να επανορθωθεί χωρίς κίνδυνο σύγκρουσης συμφερόντων εντός της αρχής εξυγίανσης.

40.      Συγκεκριμένα, το άρθρο 75 της οδηγίας 2014/59 προβλέπει ότι «[τ]α κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι, εάν με την αποτίμηση που διενεργείται βάσει του άρθρου 74 προσδιοριστεί ότι […] το σύστημα εγγύησης των καταθέσεων σύμφωνα με το άρθρο 109 παράγραφος 1, έχει υποστεί μεγαλύτερες ζημίες από όσες θα υφίστατο κατά την εκκαθάριση υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, δικαιούται την καταβολή της διαφοράς από τις χρηματοδοτικές ρυθμίσεις εξυγίανσης». Στην περίπτωση αυτή, τα συμφέροντα του συστήματος εγγύησης των καταθέσεων και τα συμφέροντα της αρχής εξυγίανσης συγκρούονται. Ως εκ τούτου, το κριτήριο που προτείνουν το BFG και η Πολωνική Κυβέρνηση περί περιορισμού των «άλλων λειτουργιών» που υπόκεινται στις οργανωτικές απαιτήσεις αποκλειστικά και μόνον στις λειτουργίες που μπορεί να τελούν σε σύγκρουση με τη λειτουργία εξυγίανσης δεν πληρούται εν πάση περιπτώσει.

41.      Οι λειτουργίες του προσωρινού διαχειριστή («επιτρόπου») ασκούνται από το όργανο που η αρχή προληπτικής εποπτείας διορίζει κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 29 της οδηγίας 2014/59. Επομένως, τίθεται το ζήτημα του αν οι εν λόγω λειτουργίες είναι οι λειτουργίες εποπτείας σύμφωνα με τον κανονισμό 575/2013 και την οδηγία 2013/36 ή αν εμπίπτουν στην κατηγορία των «άλλων λειτουργιών» που μνημονεύονται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/59.

42.      Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/59, οι λειτουργίες εξυγίανσης μπορούν να ασκούνται από την αρχή προληπτικής εποπτείας, δηλαδή μία και μόνη αρχή μπορεί να ασκεί συγχρόνως τις λειτουργίες εξυγίανσης και τις λειτουργίες προληπτικής εποπτείας. Επομένως, βάσει του γράμματος της διάταξης, «οι λειτουργίες σύμφωνα με τον κανονισμό 575/2013 και την οδηγία 2013/36» θα αντιστοιχούν στο σύνολο των εποπτικών καθηκόντων που η αρχή προληπτικής εποπτείας ασκεί δυνάμει των δύο συγκεκριμένων κειμένων.

43.      Τα εποπτικά μέτρα και οι εποπτικές εξουσίες της αρχής προληπτικής εποπτείας εκτίθενται στα άρθρα 102 έως 107 της οδηγίας 2013/36. Πάντως, στο άρθρο 27, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/59, το οποίο προβλέπει τα μέτρα έγκαιρης παρέμβασης, προ της ενδεχόμενης εξυγίανσης, διευκρινίζεται ότι «τα κράτη μέλη διασφαλίζουν ότι οι αρμόδιες αρχές έχουν στη διάθεσή τους, με την επιφύλαξη των μέτρων που αναφέρονται στο άρθρο 104 της οδηγίας [2013/36] κατά περίπτωση», ορισμένα μέτρα τα οποία απαριθμεί.

44.      Επομένως, τα μέτρα έγκαιρης παρέμβασης προστίθενται σε εκείνα τη λήψη των οποίων η οδηγία 2013/36 αναθέτει στην αρχή προληπτικής εποπτείας.

45.      Ομοίως, οι λειτουργίες που μπορούν να ανατεθούν στον προσωρινό διαχειριστή («επίτροπο») αποτελούν έναν επιπρόσθετο βαθμό παρέμβασης στη διαχείριση του ιδρύματος, δεδομένου ότι ο εν λόγω διαχειριστής διορίζεται είτε για να αντικαταστήσει προσωρινά είτε για να συνεργαστεί προσωρινά με το διοικητικό όργανο του ιδρύματος (16).

46.      Επομένως, οι ως άνω λειτουργίες οι οποίες συνδέονται με την έγκαιρη παρέμβαση και την προσωρινή διαχείριση ανάγονται ειδικώς στην οδηγία 2014/59 και πρέπει να χαρακτηριστούν ως «άλλες λειτουργίες» και όχι ως λειτουργίες εποπτείας υπό τη στενή του όρου έννοια.

47.      Εν πάση περιπτώσει, οι εγγυήσεις ανεξαρτησίας και τα μέτρα πρόληψης σύγκρουσης συμφερόντων είναι ίδια για τις λειτουργίες εποπτείας και για τις λοιπές λειτουργίες.

48.      Ο νομοθέτης της Ένωσης εφάρμοσε την ίδια προσέγγιση, όσον αφορά την οργανωτική ανεξαρτησία και την πρόληψη των συγκρούσεων συμφερόντων, για την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), η οποία ασκεί, παράλληλα με τα καθήκοντά της στον τομέα της νομισματικής πολιτικής, το καθήκον εποπτείας. Συγκεκριμένα, το άρθρο 25, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (17), προβλέπει ότι το προσωπικό που συμβάλλει στην άσκηση της λειτουργίας εποπτείας είναι οργανωτικά διαχωρισμένο από το προσωπικό που συμμετέχει στη διεξαγωγή άλλων καθηκόντων της και υπόκειται σε διαφορετικές απαιτήσεις υποβολής εκθέσεων. Στο άρθρο 25, παράγραφος 3, διευκρινίζεται ότι, προς τούτο, η ΕΚΤ θεσπίζει και δημοσιοποιεί τους αναγκαίους εσωτερικούς κανόνες, συμπεριλαμβανομένων κανόνων για το επαγγελματικό απόρρητο, καθώς και για τις ανταλλαγές πληροφοριών μεταξύ των δύο λειτουργικών πεδίων.

49.      Οι συγκεκριμένες ρυθμίσεις εφαρμογής των προμνησθεισών αρχών εκτίθενται αναλυτικά στο εγχειρίδιο εποπτείας που η ΕΚΤ κατάρτισε τον Ιανουάριο του 2024. Για παράδειγμα, οι συζητήσεις του Διοικητικού Συμβουλίου σχετικά με εποπτικά θέματα διαχωρίζονται από τις συζητήσεις σχετικά με τα νομισματικά ζητήματα, με ξεχωριστή ημερήσια διάταξη και ξεχωριστές συνεδριάσεις (18). Οι λειτουργίες εποπτείας ανατίθεται σε έξι ειδικές γενικές διευθύνσεις, κάθε μία εκ των οποίων υπάγεται στον πρόεδρο ή τον αντιπρόεδρο του εποπτικού συμβουλίου, το οποίο είναι ανεξάρτητο από το Διοικητικό Συμβούλιο, στο οποίο υποβάλλει σχέδια αποφάσεων. Υπάρχουν κοινές υπηρεσίες (ανθρώπινο δυναμικό, πληροφοριακά συστήματα, επικοινωνία, προϋπολογισμός και οργάνωση, κτιριακές εγκαταστάσεις, εσωτερική επιθεώρηση, νομικές υπηρεσίες και στατιστική) προς στήριξη του συνόλου των καθηκόντων που έχουν ανατεθεί στην ΕΚΤ (19).

50.      Κατά τη γνώμη μου, το συγκεκριμένο είδος οργάνωσης είναι σύμφωνο προς τις πανομοιότυπες απαιτήσεις της οδηγίας 2014/59. Συγκεκριμένα, μολονότι η σώρευση λειτουργιών εντός της ίδιας αρχής γίνεται δεκτή, τούτο δεν θα πρέπει να συνεπάγεται υποχρέωση σύστασης δύο διοικητικών συμβουλίων ή αλληλεπικαλυπτόμενων κοινών υπηρεσιών. Αντιθέτως, οι δίαυλοι αναφοράς πρέπει να παραμένουν διαχωρισμένοι εκτός του διοικητικού συμβουλίου, διευκρινίζεται δε ότι η ύπαρξη εποπτικού συμβουλίου παράλληλα με το Διοικητικό Συμβούλιο εντός της ΕΚΤ είναι απαίτηση του κανονισμού 1024/2013 (20).

51.      Τα ανωτέρω ζητήματα θα πρέπει να αποσαφηνιστούν στο μελλοντικό κείμενο σχετικά με την εξυγίανση των ασφαλιστικών ή αντασφαλιστικών επιχειρήσεων. Συγκεκριμένα, στην πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση πλαισίου ανάκαμψης και εξυγίανσης ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ, (ΕΕ) 2017/1132 και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (21), περιλαμβανομένου του τελευταίου κειμένου της (22), υπάρχουν ανάλογες διατάξεις σχετικά με τον ορισμό των αρμόδιων αρχών εξυγίανσης για τις ασφαλιστικές επιχειρήσεις και σχετικά με την ύπαρξη άλλων λειτουργιών τις οποίες ασκούν οι εν λόγω αρχές. Οι έννοιες που χρησιμοποιούνται είναι ίδιες με εκείνες της οδηγίας 2014/59 και του κανονισμού 1024/2013, ήτοι κατάλληλες διαρθρωτικές ρυθμίσεις για την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων μεταξύ των διαφόρων λειτουργιών που ασκούνται, χωριστοί δίαυλοι αναφοράς, επιχειρησιακή ανεξαρτησία. Στην πρόταση οδηγίας διευκρινίζεται επιπλέον η αναγκαιότητα χωριστού προσωπικού και χωριστών διαδικασιών λήψης αποφάσεων. Στο παρόν στάδιο του σχεδίου, το άρθρο 3, παράγραφος 4, προβλέπει ότι οι γραμμές αναφοράς μπορούν να συγκλίνουν στο υψηλότερο επίπεδο ενός οργανισμού που σωρεύει πλείονες λειτουργίες και ότι το προσωπικό μπορεί να είναι κοινό.

52.      Τα προεκτεθέντα στοιχεία μπορούν να διαφωτίσουν το αιτούν δικαστήριο, το οποίο θα πρέπει να εκτιμήσει αν οι οργανωτικές ρυθμίσεις που προκρίθηκαν για τη διασφάλιση της οργανωτικής ανεξαρτησίας και την αποφυγή των συγκρούσεων συμφερόντων μεταξύ των διαφόρων λειτουργιών που έχουν ανατεθεί στο BFG καθιστούν δυνατή την πλήρωση των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/59.

53.      Ως εκ τούτου, προτείνω να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/59 έχει την έννοια ότι οι απαιτήσεις περί εφαρμογής κατάλληλων διαρθρωτικών ρυθμίσεων προκειμένου να εξασφαλίζεται η οργανωτική ανεξαρτησία και να αποφεύγονται συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των λειτουργιών εποπτείας, σύμφωνα με τον κανονισμό 575/2013 και την οδηγία 2013/36, ή άλλων λειτουργιών της σχετικής αρχής και των λειτουργιών που ανατίθενται στις αρχές εξυγίανσης δυνάμει της οδηγίας 2014/59, όπως διαρθρωτικός διαχωρισμός και χωριστοί δίαυλοι αναφοράς, εφαρμόζονται όταν η αρχή εξυγίανσης ασκεί τις άλλες λειτουργίες προσωρινού διαχειριστή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 29 της εν λόγω οδηγίας και τη λειτουργία εγγυητή των τραπεζικών καταθέσεων.

Β.      Επί του τέταρτου προδικαστικού ερωτήματος

54.      Το τέταρτο προδικαστικό ερώτημα αφορά, κατ’ ουσίαν, το αν η μη θέσπιση από το κράτος μέλος κατάλληλων διαρθρωτικών ρυθμίσεων με σκοπό την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων και τη διασφάλιση οργανωτικής ανεξαρτησίας μπορεί να θεραπευθεί από οργανωτικές ρυθμίσεις και πρακτικά μέτρα που έλαβε η αρχή εξυγίανσης.

55.      Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 3, παράγραφος 3, τελευταίο εδάφιο, της οδηγίας 2014/59 προβλέπει ότι «τα κράτη μέλη ή η αρχή εξυγίανσης θα υιοθετούν και θα δημοσιοποιούν κάθε αναγκαίο σχετικό εσωτερικό κανόνα, συμπεριλαμβανομένων κανόνων που αφορούν το επαγγελματικό απόρρητο και την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των διάφορων λειτουργικών τομέων».

56.      Από το ανωτέρω άρθρο προκύπτει σαφώς ότι οι σχετικοί εσωτερικοί κανόνες δεν πρέπει να θεσπίζονται και να δημοσιοποιούνται αποκλειστικά και μόνον από τα κράτη μέλη, αλλά μπορούν επίσης να θεσπίζονται και να δημοσιοποιούνται από την ίδια την αρχή εξυγίανσης.

57.      Το άρθρο 3, παράγραφος 5, της πρότασης οδηγίας που μνημονεύθηκε στο σημείο 51 των παρουσών προτάσεων προβλέπει, μεταξύ άλλων, στο τελευταίο κείμενό της (23), ότι δεν είναι τα κράτη μέλη αλλά οι αρχές εξυγίανσης που είναι επιφορτισμένες να θεσπίζουν και να δημοσιοποιούν τους κανόνες για τη διασφάλιση της οργανωτικής ανεξαρτησίας μεταξύ των διαφόρων λειτουργιών που ασκεί η αρχή εξυγίανσης και της απουσίας σύγκρουσης συμφερόντων.

58.      Συναφώς, το BFG υπέβαλε, ως παράρτημα των παρατηρήσεών του προς το Δικαστήριο, ορισμένους κανονισμούς τους οποίους εξέδωσαν το διοικητικό συμβούλιο (24), ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου (25) ή το συμβούλιο (26) του BFG. Αντικείμενο των εν λόγω πράξεων είναι, μεταξύ άλλων, η διαρθρωτική οργάνωση και το οργανόγραμμα της υπηρεσίας του BFG, ο καταμερισμός των καθηκόντων μεταξύ των μελών του διοικητικού συμβουλίου και οι εξουσίες εποπτείας που διαθέτουν επί των μονάδων του BFG που υπάγονται στην αρμοδιότητά τους, οι δεοντολογικές αρχές που εφαρμόζονται στους υπαλλήλους του BFG και οι οδηγίες για την άσκηση των λειτουργιών «επιτρόπου» από το BFG.

59.      Απόκειται, επομένως, στο αιτούν δικαστήριο να εξακριβώσει τους κανόνες που θέσπισε και δημοσιοποίησε η αρχή εξυγίανσης. Το αιτούν δικαστήριο μπορεί να εξετάσει τα ανωτέρω κείμενα προκειμένου να εκτιμήσει τον τρόπο με τον οποίο οι απαιτήσεις περί οργανωτικής ανεξαρτησίας και απουσίας σύγκρουσης συμφερόντων του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/59 εφαρμόζονται εντός του BFG.

60.      Όσον αφορά τη δημοσιοποίηση των εν λόγω κανόνων, η οποία απαιτείται επίσης από την ανωτέρω διάταξη, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να εξακριβώσει ότι πραγματοποιήθηκε και, ενδεχομένως, να βεβαιωθεί ότι τα στοιχεία που είναι διαθέσιμα στον διαδικτυακό τόπο του BFG –μεταξύ άλλων, το οργανόγραμμα και οι πληροφορίες σχετικά με τις αρμοδιότητες κάθε μέλους του διοικητικού συμβουλίου και τις υπαγόμενες σε αυτό υπηρεσίες– μπορούν να θεραπεύσουν τη μη δημοσιοποίηση των καθαυτό πράξεων. Επισημαίνεται ότι η οδηγία 2014/59 δεν προβλέπει στην περίπτωση αυτή καμία κύρωση για τη μη δημοσιοποίηση.

61.      Εν πάση περιπτώσει, δεδομένου ότι το δίκαιο της Ένωσης δεν παρέχει διευκρινίσεις διαδικαστικής φύσεως σχετικά με την ικανοποίηση δικαιώματος, εναπόκειται, σύμφωνα με πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, στην εσωτερική έννομη τάξη κάθε κράτους μέλους να καθορίζει τους διαδικαστικούς κανόνες για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων τα οποία οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης. Πάντως, οι διαδικαστικοί αυτοί κανόνες δεν πρέπει να είναι λιγότερο ευνοϊκοί από εκείνους που αφορούν παρεμφερή μέσα έννομης προστασίας του εσωτερικού δικαίου (αρχή της ισοδυναμίας) και δεν πρέπει να καθιστούν πρακτικώς αδύνατη ή υπέρμετρα δυσχερή την άσκηση των δικαιωμάτων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης (αρχή της αποτελεσματικότητας) (27).

62.      Επομένως, ελλείψει εθνικής διάταξης περί μεταφοράς της οδηγίας 2014/59 στο εθνικό δίκαιο, με την οποία επιβάλλονται κυρώσεις για τη μη δημοσιοποίηση, το αιτούν δικαστήριο θα πρέπει να εφαρμόσει το εγχώριο δίκαιο για να εκτιμήσει τις συνέπειες της εν λόγω μη δημοσιοποίησης.

63.      Εν κατακλείδι, προτείνω να δοθεί στο αιτούν δικαστήριο η απάντηση ότι το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/59 έχει την έννοια ότι, ελλείψει εσωτερικών κανόνων, που θεσπίζονται και δημοσιοποιούνται από το κράτος μέλος, για τη διασφάλιση της οργανωτικής ανεξαρτησίας και την αποφυγή κάθε σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ των λειτουργιών εποπτείας σύμφωνα με τον κανονισμό 575/2013 και την οδηγία 2013/36, ή άλλων λειτουργιών της σχετικής αρχής, και των λειτουργιών που ανατίθενται στις αρχές εξυγίανσης δυνάμει της οδηγίας 2014/59, απόκειται στην αρχή εξυγίανσης να θεσπίσει και να δημοσιοποιήσει τέτοιους κανόνες και στον εθνικό δικαστή να εξακριβώσει ότι οι κανόνες αυτοί μπορούν να διασφαλίσουν την επίτευξη των σκοπών του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/59 ή να αντλήσει, βάσει του εθνικού δικαίου, τις συνέπειες της μη θέσπισης ή της μη δημοσιοποίησης των εν λόγω κανόνων.

V.      Πρόταση

64.      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο τρίτο και στο τέταρτο προδικαστικό ερώτημα του Wojewódzki Sąd Administracyjny w Warszawie (περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου Βαρσοβίας, Πολωνία) ως εξής:

Το άρθρο 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012,

έχει την έννοια ότι:

–        οι απαιτήσεις περί εφαρμογής κατάλληλων διαρθρωτικών ρυθμίσεων προκειμένου να εξασφαλίζεται η οργανωτική ανεξαρτησία και να αποφεύγονται συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ των λειτουργιών εποπτείας, σύμφωνα με τον κανονισμό (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και για την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, όπως τροποποιήθηκε με τον κανονισμό (ΕΕ) 2019/2033 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Νοεμβρίου 2019, και την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2019/878 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019, ή άλλων λειτουργιών της σχετικής αρχής και των λειτουργιών που ανατίθενται στις αρχές εξυγίανσης δυνάμει της οδηγίας 2014/59, όπως διαρθρωτικός διαχωρισμός και χωριστοί δίαυλοι αναφοράς, εφαρμόζονται όταν η αρχή εξυγίανσης ασκεί τις άλλες λειτουργίες προσωρινού διαχειριστή κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 29 της εν λόγω οδηγίας και τη λειτουργία εγγυητή των τραπεζικών καταθέσεων.

–        Ελλείψει εσωτερικών κανόνων, που θεσπίζονται και δημοσιοποιούνται από το κράτος μέλος, για τη διασφάλιση της οργανωτικής ανεξαρτησίας και την αποφυγή κάθε σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ των λειτουργιών εποπτείας σύμφωνα με τον κανονισμό 575/2013 και την οδηγία 2013/36, όπως τροποποιήθηκαν, ή άλλων λειτουργιών της σχετικής αρχής, και των λειτουργιών που ανατίθενται στις αρχές εξυγίανσης δυνάμει της οδηγίας 2014/59, απόκειται στην αρχή εξυγίανσης να θεσπίσει και να δημοσιοποιήσει τέτοιους κανόνες και στον εθνικό δικαστή να εξακριβώσει ότι οι κανόνες αυτοί μπορούν να διασφαλίσουν την επίτευξη των σκοπών του άρθρου 3, παράγραφος 3, της οδηγίας 2014/59 ή να αντλήσει, βάσει του εθνικού δικαίου, τις συνέπειες της μη θέσπισης ή της μη δημοσιοποίησης των εν λόγω κανόνων.


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η γαλλική.


2      Στο εξής: Χάρτης.


3      ΕΕ 2014, L 173, σ. 190.


4      ΕΕ 2013, L 176, σ. 1.


5      ΕΕ 2019, L 314, σ. 1 (στο εξής: κανονισμός 575/2013).


6      Οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 176, σ. 338), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία (ΕΕ) 2019/878 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2019 (ΕΕ 2019, L 150, σ. 253) (στο εξής: οδηγία 2013/36).


7      Dz. U. του 1997, αριθ. 140, θέση 939.


8      Dz. U. του 2016, θέση 996.


9      Επισημαίνεται ότι ο πολωνικός νόμος χρησιμοποιεί τον όρο «kurator», ο οποίος διαφέρει από τον όρο «administrator» που χρησιμοποιείται στο κείμενο της οδηγίας 2014/59 στην πολωνική γλώσσα.


10      Βλ. υποσημείωση 8 των παρουσών προτάσεων.


11      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι, κατά την ημερομηνία έκδοσης της αποφάσεως περί παραπομπής, είχε παραλάβει άνω των 7 000 προσφυγών κατά της απόφασης της 29ης Σεπτεμβρίου 2022, αριθμός ο οποίος αντιστοιχεί στον μέσο αριθμό προσφυγών που λαμβάνει το αρμόδιο τμήμα του αιτούντος δικαστηρίου σε διάστημα άνω των δύο ετών.


12      Βλ. άρθρο 3, παράγραφος 4, της οδηγίας 2014/59.


13      Βλ. άρθρο 39, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2014/59.


14      Βλ. αιτιολογικές σκέψεις 3 και 4 της οδηγίας 2014/49/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Απριλίου 2014, περί των συστημάτων εγγύησης των καταθέσεων (ΕΕ 2014, L 173, σ. 149), και αιτιολογικές σκέψεις 3 και 11 της οδηγίας 2014/59.


15      Βλ. άρθρο 11 της οδηγίας 2014/49 και άρθρο 109 της οδηγίας 2014/59.


16      Βλ. άρθρο 29, παράγραφος 1, της οδηγίας 2014/59.


17      ΕΕ 2013, L 287, σ. 63.


18      Πρόκειται για επιπρόσθετη απαίτηση του άρθρου 25, παράγραφος 4, του κανονισμού 1024/2013.


19      Βλ. σ. 7 έως 9 του εν λόγω εγχειριδίου.


20      Βλ. άρθρο 26 του κανονισμού 1024/2013.


21      COM(2021) 582 final.


22      Βλ. ενημερωτικό σημείωμα, της 25ης Ιανουαρίου 2024, της Γενικής Γραμματείας του Συμβουλίου προς τις Αντιπροσωπείες σχετικά με την πρόταση οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για τη θέσπιση πλαισίου ανάκαμψης και εξυγίανσης ασφαλιστικών και αντασφαλιστικών επιχειρήσεων και την τροποποίηση των οδηγιών 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2009/138/ΕΚ, (ΕΕ) 2017/1132 και των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1094/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 – Επιστολή προς την πρόεδρο της Επιτροπής Οικονομικής και Νομισματικής Πολιτικής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (έγγραφο 5805/24).


23      Βλ. υποσημείωση 22 των παρουσών προτάσεων.


24      Βλ. κανονισμό 273/BZ/2022 του διοικητικού συμβουλίου του BFG, της 28ης Ιουλίου 2022, σχετικά με τον καθορισμό των οργανωτικών κανόνων της υπηρεσίας του BFG, και απόφαση 124/DAW/2021 του διοικητικού συμβουλίου του BFG, της 1ης Ιουλίου 2021, για τη θέσπιση οδηγιών για την άσκηση της λειτουργίας επιτρόπου από το BFG.


25      Βλ. κανονισμό 13/BZ/2022 του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου του BFG, της 28ης Ιουλίου 2022, σχετικά με τον καταμερισμό των καθηκόντων μεταξύ των μελών του διοικητικού συμβουλίου του BFG και σχετικά με τον καθορισμό της έκτασης της εποπτείας που τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου ασκούν επί των οργανωτικών μονάδων της υπηρεσίας του ΒFG· επίσης, κανονισμό 14/BZ/2022 του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου του BFG, της 28ης Ιουλίου 2022, σχετικά με τον καθορισμό του οργανογράμματος της υπηρεσίας του BFG· και κανονισμό 7/BRZ/2022 του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου του BFG, της 17ης Φεβρουαρίου 2022, για τον καθορισμό των δεοντολογικών αρχών των υπαλλήλων του BFG.


26      Βλ. απόφαση 36/2022 του συμβουλίου του BFG, της 27ης Ιουλίου 2022, σχετικά με τον κανονισμό του διοικητικού συμβουλίου του BFG.


27      Βλ. απόφαση της 20ής Σεπτεμβρίου 2018, Rudigier (C‑518/17, EU:C:2018:757, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Βλ. επίσης απόφαση της 14ης Ιανουαρίου 2010, Kyrian (C‑233/08, EU:C:2010:11, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).