Προσωρινό κείμενο
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
ΑΝΤΗΟΝΥ MICHAEL COLLINS
της 13ης Ιουνίου 2024 (1)
Συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑146/23 και C‑374/23
XL
κατά
Sąd Rejonowy w Białymstoku
[αίτηση του Sąd Rejonowy w Białymstoku
(πρωτοδικείου Białymstok, Πολωνία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
και
SR,
RB
κατά
Lietuvos Respublika
[αίτηση του Vilniaus apygardos administracinis teismas
(περιφερειακού διοικητικού δικαστηρίου Βίλνιους, Λιθουανία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Προδικαστική παραπομπή – Κράτος δικαίου – Άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ – Υποχρέωση των κρατών μελών να προβλέπουν επαρκή μέσα ένδικης προστασίας για την εξασφάλιση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας στους τομείς που καλύπτονται από το δίκαιο της Ένωσης – Αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών – Αποδοχές των δικαστών»
Εισαγωγή
1. Από καταβολής των κρατικών δικαιϊκών συστημάτων που βασίζονται στη διάκριση των εξουσιών, οι αποδοχές των δικαστών δεν έχουν παύσει να αποτελούν αντικείμενο προβληματισμού. Όπως ευστόχως επισήμανε ο Alexander Hamilton στο The Federalist, «ΜΕΤΑ την ισοβιότητα, τίποτα δεν μπορεί να έχει μεγαλύτερη συμβολή στην ανεξαρτησία των δικαστών από μια σταθερή πρόβλεψη σχετικά με τις αποδοχές τους. […] Είναι εγγενές χαρακτηριστικό της ανθρώπινης φύσης ότι Η ΕΞΟΥΣΙΑ ΕΠΙ ΤΩΝ ΠΡΟΣ ΤΟ ΖΕΙΝ ΕΝΟΣ ΑΝΘΡΩΠΟΥ ΙΣΟΔΥΝΑΜΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ ΕΠΙ ΤΗΣ ΒΟΥΛΗΣΕΩΣ ΤΟΥ. Δεν μπορούμε, λοιπόν, να ελπίζουμε ότι θα δούμε να εφαρμόζεται στην πράξη ο πλήρης διαχωρισμός μεταξύ της δικαστικής και της νομοθετικής εξουσίας, σε οποιοδήποτε σύστημα το οποίο επιτρέπει να εξαρτώνται οι χρηματικοί πόροι της πρώτης από τις περιστασιακές παροχές εκ μέρους της δεύτερης» (2).
2. Οι υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως παρέχουν στο Δικαστήριο την ευκαιρία να εξετάσει εκ νέου και να διευρύνει περαιτέρω την υπάρχουσα νομολογία του σχετικά με τις αποδοχές των δικαστών σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ (3) στο πλαίσιο των αρχών της ανεξαρτησίας των δικαστών και της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (4).
3. Με τις αποφάσεις της 27ης Φεβρουαρίου 2018, Associação Sindical dos Juízes Portugueses (5), και της 7ης Φεβρουαρίου 2019, Escribano Vindel (6), το Δικαστήριο έκρινε ότι η καταβολή στους δικαστές αποδοχών των οποίων το επίπεδο τελεί σε αναλογία με τη σπουδαιότητα των καθηκόντων που ασκούν αποτελεί εγγύηση συμφυή με την ανεξαρτησία των δικαστών. Προκειμένου να πληρούται η ως άνω απαίτηση, το δικαστήριο (7) πρέπει να ασκεί τα καθήκοντά του με αυτονομία, χωρίς να υπόκειται σε οποιαδήποτε ιεραρχική σχέση ή σχέση υπαγωγής έναντι οποιουδήποτε άλλου φορέα και χωρίς να λαμβάνει εντολές ή οδηγίες οποιασδήποτε προελεύσεως, με συνέπεια να προστατεύεται από εξωτερικές παρεμβάσεις ή πιέσεις οι οποίες θα μπορούσαν να θίξουν την ανεξάρτητη κρίση των μελών του και να επηρεάσουν τις αποφάσεις τους (8). Το Δικαστήριο έθεσε την εν λόγω απαίτηση σε ισότιμη βάση με την ισοβιότητα, δημιουργώντας έτσι άμεσο σύνδεσμο μεταξύ της ασφάλειας της θητείας των δικαστών και της ασφάλειάς τους από απόψεως αποδοχών (9).
4. Όπως και άλλοι δημόσιοι λειτουργοί και υπάλληλοι, οι δικαστές δεν αποκλείεται να υποστούν μειώσεις στις αποδοχές τους (10). Στις αποφάσεις Πορτογάλοι δικαστές και Escribano Vindel, το Δικαστήριο έκρινε ότι η αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ δεν εμποδίζει τα κράτη μέλη να λαμβάνουν μέτρα για τη μείωση των αποδοχών των δικαστών υπό ορισμένες συνθήκες. Προκειμένου να εξαλειφθούν δημοσιονομικά ελλείμματα τα οποία θεωρήθηκαν υπερβολικά, η Πορτογαλική Δημοκρατία και το Βασίλειο της Ισπανίας (11) προέβησαν σε μειώσεις των αποδοχών όλων των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων του δημόσιου τομέα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που εργάζονται στα νομοθετικά, εκτελεστικά και δικαστικά όργανα του κράτους (12). Τα εν λόγω μέτρα δεν αφορούσαν ειδικώς ούτε διέκριναν τα μέλη του δικαστικού σώματος ώστε να τους επιφυλάσσεται ειδική μεταχείριση. Επίσης ήταν προσωρινού και περιορισμένου χαρακτήρα (13).
5. Οι υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως εντάσσονται στο πλαίσιο της εφαρμογής μέτρων γενικής εφαρμογής που διέπουν τις αποδοχές των δικαστών στην Πολωνία και στη Λιθουανία και δεν αφορούν μείωση των αποδοχών μεμονωμένων δικαστών, επί παραδείγματι κατόπιν πειθαρχικής διαδικασίας. Τα μέτρα έχουν επίσης ευρύτερο περιεχόμενο από αυτό που εξέτασε το Δικαστήριο στις αποφάσεις Πορτογάλοι δικαστές και Escribano Vindel. Τα αιτούντα δικαστήρια καλούν το Δικαστήριο να αξιολογήσει τον ρόλο που διαδραματίζει η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία στη διαδικασία καθορισμού των αποδοχών των δικαστών και οποιασδήποτε ενδεχόμενης μείωσής τους. Ζητούν επίσης να διευκρινιστεί αν από το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ μπορούν να αντληθούν κατάλληλα κριτήρια για την καθοδήγηση της οικείας διαδικασίας.
Νομικό πλαίσιο – Το εθνικό δίκαιο
Το πολωνικό δίκαιο
6. Το άρθρο 178 του Konstytucja Rzeczypospolitej Polskiej (Συντάγματος της Δημοκρατίας της Πολωνίας) ορίζει τα εξής:
«1. Οι δικαστές, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, είναι ανεξάρτητοι και υπόκεινται μόνον στο Σύνταγμα και τους νόμους.
2. Στους δικαστές παρέχονται προσήκουσες συνθήκες εργασίας και αμοιβές ανάλογες με την αξιοπρέπεια του λειτουργήματός τους και τη φύση των καθηκόντων τους.
[...]»
7. Το άρθρο 91 του ustawa – Prawo o ustroju sądów powszechnych (νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων), της 27ης Ιουλίου 2001 (14), ορίζει:
«[…]
Παράγραφος 1c. Ο ετήσιος βασικός μισθός των δικαστών καθορίζεται για κάθε έτος βάσει των μέσων αποδοχών του δευτέρου τριμήνου του προηγουμένου έτους, όπως δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας της Πολωνίας (Monitor Polski) από τον Πρόεδρο της Κεντρικής Στατιστικής Υπηρεσίας [...] με την επιφύλαξη της παραγράφου 1d.
Παράγραφος 1d. Εάν οι μνημονευόμενες στην παράγραφο 1c μέσες αποδοχές είναι κατώτερες εκείνων που έχουν καθορισθεί για το δεύτερο τρίμηνο του προηγουμένου έτους, οι δεύτερες θα αποτελούν τη βάση για τον καθορισμό των βασικών αποδοχών του δικαστή.
Παράγραφος 2. Ο βασικός μισθός των δικαστών καθορίζεται βάσει κλιμακίων, το ύψος των οποίων υπολογίζεται με την εφαρμογή συντελεστών πολλαπλασιασμού της κατά την παράγραφο 1c βάσεως υπολογισμού του βασικού μισθού. Τα βασικά μισθολογικά κλιμάκια των δικαστών, αναλόγως των θέσεων που αυτοί κατέχουν, και οι συντελεστές πολλαπλασιασμού για τον καθορισμό του ύψους του βασικού μισθού για τα διάφορα κλιμάκια παρατίθενται στο παράρτημα του παρόντος νόμου.
[…]
Παράγραφος 7. Οι αποδοχές των δικαστών εξαρτώνται επίσης από το επίδομα αρχαιότητας, το οποίο, από το έκτο έτος υπηρεσίας, ανέρχεται στο 5 % του βασικού μισθού και το οποίο στη συνέχεια αυξάνεται κατά 1 % ανά έτος, χωρίς πάντως να υπερβαίνει το 20 % του βασικού μισθού».
8. Στις 17 Δεκεμβρίου 2021 ο Πολωνός νομοθέτης θέσπισε τον ustawa o szczególnych rozwiązaniach służących realizacji ustawy budżetowej na rok 2022 (νόμο της 17ης Δεκεμβρίου 2021 περί ειδικών ρυθμίσεων για την εφαρμογή του νόμου περί προϋπολογισμού για το έτος 2022) (15). Ο νόμος αυτός τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2022. Κατά το άρθρο 8 του εν λόγω νόμου:
«1. Όσον αφορά το έτος 2022, βάση για τον καθορισμό των αποδοχών των δικαστών, κατά το άρθρο 91, παράγραφος 1c, του νόμου περί των τακτικών δικαστηρίων (Dz. U. 2020, θέση 2072, και 2021, θέσεις 1080 και 1236), αποτελούν οι μέσες αποδοχές του δευτέρου τριμήνου του 2020, όπως δημοσιεύθηκαν από τον Πρόεδρο της Główny Urząd Statystyczny (Κεντρικής Στατιστικής Υπηρεσίας, Πολωνία).
2. Η βάση που μνημονεύεται στην παράγραφο 1 αυξάνεται κατά το ποσό των 26 PLN.
3. Όπου χωριστές διατάξεις αναφέρονται στη βάση για τον καθορισμό του βασικού μισθού των δικαστών που αναφέρεται στο άρθρο 91, παράγραφος 1c, του νόμου της 27ης Ιουλίου 2001 για την οργάνωση των τακτικών δικαστηρίων, αυτός αντιστοιχεί, για το 2022, στις μέσες αποδοχές του δεύτερου τριμήνου του 2020, όπως δημοσιεύθηκαν από τον πρόεδρο της Główny Urząd Statystyczny (Κεντρικής Στατιστικής Υπηρεσίας), προσαυξημένες κατά 26 PLN.
4. Όταν χωριστές διατάξεις αναφέρονται στις αποδοχές των δικαστών, οι αποδοχές αυτές αντιστοιχούν, για το 2022, στις αποδοχές που καθορίζονται σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2».
9. Την 1η Δεκεμβρίου 2022 ο Πολωνός νομοθέτης θέσπισε τον ustawa o szczególnych rozwiązaniach służących realizacji ustawy budżetowej na rok 2023 (νόμο της 1ης Δεκεμβρίου 2022 περί ειδικών ρυθμίσεων για την εφαρμογή του νόμου περί προϋπολογισμού για το έτος 2023) (16). Ο νόμος αυτός τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 2023. Κατά το άρθρο 8 του εν λόγω νόμου:
«1. Όσον αφορά το έτος 2023, βάση για τον καθορισμό των αποδοχών των δικαστών, κατά το άρθρο 91, παράγραφος 1c, του Ustawa z dnia 27 lipca 2001 r. – Prawo o ustroju sądów powszechnych (νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων), της 27ης Ιουλίου 2001 (Dz. U. 2020, θέση 2072, όπως τροποποιήθηκε) αποτελεί το ποσό των 5 444,42 PLN.
2. Όπου χωριστές διατάξεις αναφέρονται στη βάση για τον καθορισμό του βασικού μισθού των δικαστών που αναφέρεται στο άρθρο 91, παράγραφος 1c, του ustawa z dnia 27 lipca 2001 r. – Prawo o ustroju sądów powszechnych (νόμου της 27ης Ιουλίου 2001 περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων), αυτός ανέρχεται, για το 2023, στο ποσό των 5 444,42 PLN».
Το λιθουανικό δίκαιο
10. Το άρθρο 3 του Lietuvos Respublikos teisėjų darbo apmokėjimo įstatymas (νόμου της Δημοκρατίας της Λιθουανίας περί αποδοχών των δικαστών· στο εξής: LRJ), στην έκδοση που ίσχυε από την 1η Ιανουαρίου 2022 έως τις 30 Ιουνίου 2023 (17), ορίζει ότι για τον υπολογισμό των αποδοχών των δικαστών εφαρμόζεται το βασικό ποσό του μισθού (αποδοχών) του πολιτικού προσωπικού, των δικαστών, των αξιωματούχων του Δημοσίου, των δημοσίων υπαλλήλων και των υπαλλήλων των ιδρυμάτων που χρηματοδοτούνται από το κράτος και τους δήμους της Δημοκρατίας της Λιθουανίας για δεδομένο έτος το οποίο έχει εγκριθεί από το Lietuvos Respublikos Seimas (Κοινοβούλιο της Δημοκρατίας της Λιθουανίας). Το βασικό ποσό για το επόμενο οικονομικό έτος καθορίζεται με εθνική συλλογική σύμβαση, λαμβανομένων υπόψη του μέσου ετήσιου ποσοστού πληθωρισμού του προηγούμενου έτους (όπως υπολογίζεται βάσει του εθνικού δείκτη τιμών καταναλωτή), του ύψους του κατώτατου μηνιαίου μισθού και του αντίκτυπου άλλων παραγόντων που επηρεάζουν το ύψος και την εξέλιξη του μέσου μισθού στον δημόσιο τομέα. Το Lietuvos Respublikos Seimas (Κοινοβούλιο της Δημοκρατίας της Λιθουανίας) εγκρίνει το βασικό ποσό που συμφωνήθηκε με την εθνική συλλογική σύμβαση. Εάν η εθνική συλλογική σύμβαση δεν συναφθεί ή δεν τροποποιηθεί έως την 1η Ιουνίου του τρέχοντος έτους, το βασικό ποσοστό του προσεχούς οικονομικού έτους εγκρίνεται από το Seimas (Κοινοβούλιο) κατόπιν προτάσεως της Lietuvos Respublikos Vyriausybė (Κυβερνήσεως της Δημοκρατίας της Λιθουανίας), κατόπιν αξιολογήσεως και συνεκτιμήσεως των περιστάσεων που ορίζονται στο παρόν άρθρο. Το νέο βασικό ποσό που θα εγκριθεί δεν μπορεί να είναι χαμηλότερο από το υφιστάμενο βασικό ποσό, εκτός αν διαπιστωθούν και δηλωθούν εξαιρετικές περιστάσεις σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στον Lietuvos Respublikos fiskalinės sutarties įgyvendinimo konstitucinimo įstatymas Nr XII‑1289 (Συνταγματικό νόμο της Δημοκρατίας της Λιθουανίας για την εφαρμογή της δημοσιονομικής συνθήκης), της 6ης Νοεμβρίου 2014 (TAR, 2014, αριθ. 17028).
11. Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 2 του LRJ, οι αποδοχές των δικαστών (18) αποτελούνταν (19) από: i) μισθό· ii) επίδομα αρχαιότητας του υπηρετούντος στο λιθουανικό δημόσιο· iii) επίδομα εργασίας και επιφυλακής κατά τις ημέρες ανάπαυσης και αργιών, καθώς και αντικατάστασης· και iv) μπόνους για αύξηση του φόρτου εργασίας. Κατά το κεφάλαιο II του παραρτήματος του LRJ, οι αποδοχές των δικαστών (20) υπολογίζονται με τον πολλαπλασιασμό του συντελεστή αποδοχών που ορίζεται στο παράρτημα του LRJ επί το βασικό ποσό. Το βασικό ποσό ανερχόταν σε 181 ευρώ το 2022 και σε 186 ευρώ το 2023. Ο συντελεστής αποδοχών δικαστή περιφερειακού δικαστηρίου ήταν 17,2 (21).
12. Το άρθρο 3 του Lietuvos Respublikos pareiginės algos (atlyginimo) bazinio dydžio nustatymo ir asignavimų darbo užmokesčiui perskaičiavimo įstatymas Nr. XIV‑2011 [νόμου της Δημοκρατίας της Λιθουανίας αριθ. XIV‑2011 για τον καθορισμό του βασικού ποσού μισθού (αποδοχών) και την τροποποίηση των πιστώσεων μισθοδοσίας], της 25ης Μαΐου 2023 (TAR, 2023, αριθ. 11589), ορίζει:
«Βασικό ποσό μισθού (αποδοχών)
1. Για τον υπολογισμό του μισθού (αποδοχών) των εργαζομένων που αναφέρονται στο άρθρο 2 του παρόντος νόμου, το βασικό ποσό του μισθού (αποδοχών) ανέρχεται στον μέσο μηνιαίο μισθό της χώρας (συμπεριλαμβανομένων των επιμέρους εταιριών) για το έτος 2022, όπως δημοσιεύεται από τον Valstybės duomenų agentūra (Κρατικό Οργανισμό Δεδομένων, Λιθουανία), και ορίζεται σε 1 785,4 ευρώ.
2. Για την εφαρμογή του βασικού ποσού μισθού (αποδοχών) που προβλέπεται στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, ο επανυπολογισθείς μισθός δεν μπορεί να υπολείπεται του μισθού (αποδοχών) πριν από τον εν λόγω επανυπολογισμό».
13. Το νέο σύστημα αποδοχών των δικαστών των δικαστηρίων γενικής δικαιοδοσίας και των ειδικών δικαστηρίων της Δημοκρατίας της Λιθουανίας τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2023. Το διάταγμα 1R‑85 του Lietuvos Respublikos teisingumo ministras (Υπουργού Δικαιοσύνης της Δημοκρατίας της Λιθουανίας), της 2ας Απριλίου 2004, και η απόφαση του Lietuvos advokatų taryba (λιθουανικού δικηγορικού συλλόγου) της 26ης Μαρτίου 2004 ενέκριναν τις συστάσεις αναφορικά με τις μέγιστες αμοιβές για νομικές υπηρεσίες που παρέχονται από δικηγόρο σε αστικές υποθέσεις.
Η διαφορά της κύριας δίκης και τα προδικαστικά ερωτήματα
Η υπόθεση C‑146/23
14. Ο XL διορίστηκε ως δικαστής στο Sąd Rejonowy w Suwałkach (πρωτοδικείο Suwałki, Πολωνία) στις 4 Δεκεμβρίου 2003. Στις 3 Απριλίου 2007 μετατέθηκε ως δικαστής στο Sąd Rejonowy w Białymstoku (πρωτοδικείο Białystok, Πολωνία), όπου ασκεί εφεξής τα καθήκοντα δικαστικού λειτουργού. Από τις 5 Αυγούστου 2021 ο XL έχει καταταγεί στο πέμπτο μισθολογικό κλιμάκιο. Οι μηνιαίες αποδοχές του XL υπολογίζονται με πολλαπλασιασμό του βασικού μισθού του ο οποίος ανερχόταν σε 5 050,48 πολωνικών ζλότι (PLN) το 2022 και σε 5 444,42 PLN τον Ιανουάριο του 2023 επί συντελεστή 2,5, στις οποίες προστίθεται επίδομα αρχαιότητας ύψους 20 % (22) επί του βασικού μισθού. Ο XL άσκησε αγωγή κατά του εργοδότη του, ήτοι του Sąd Rejonowy w Białymstoku (πρωτοδικείου Białystok), ζητώντας την καταβολή ποσού 10 000 PLN για τις υπηρεσίες που παρέσχε από την 1η Ιουλίου 2022 έως τις 31 Ιανουαρίου 2023 και νόμιμων τόκων υπερημερίας επί του ποσού αυτού. Τούτο αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ των αποδοχών που έλαβε ο XL από την 1η Ιουλίου 2022 έως τις 31 Ιανουαρίου 2023 και των αποδοχών που του οφειλόταν κατ’ εφαρμογήν του μηχανισμού του άρθρου 91 του νόμου για την οργάνωση των τακτικών δικαστηρίων. Κατά τον XL, η εν λόγω διαφορά ανέρχεται σε 1 362,12 PLN μηνιαίως για τους μήνες από τον Ιούλιο έως τον Νοέμβριο του 2022, σε 1 053,90 PLN για τον Δεκέμβριο του 2022 (23) και σε 2 135,50 PLN για τον Ιανουάριο του 2023.
15. Η αξίωση του XL βασίζεται στο γεγονός ότι οι νόμοι περί ειδικών ρυθμίσεων για την εφαρμογή των νόμων περί προϋπολογισμού για τα έτη 2021, 2022 και 2023 δεν συνάδουν με τον νόμο για την οργάνωση των τακτικών δικαστηρίων, με το Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Πολωνίας και με το δίκαιο της Ένωσης, δεδομένου ότι, μειώνοντας τις αποδοχές του, υπονομεύουν την αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών και δημιουργούν προϋποθέσεις που επιτρέπουν στη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία να επηρεάζουν το περιεχόμενο των δικαστικών αποφάσεων. Ο εργοδότης του XL ισχυρίζεται ότι του κατέβαλε τις αποδοχές του σύμφωνα με τον νόμο και ότι δεν δύναται να καθορίζει με δική του πρωτοβουλία τις αποδοχές των δικαστών.
16. Αμφότεροι οι διάδικοι παραπέμπουν στην αιτιολογική έκθεση της κυβερνήσεως για το σχέδιο νόμου περί ειδικών ρυθμίσεων για την εφαρμογή των νόμων περί προϋπολογισμού για τα έτη 2021, 2022 και 2023, αλλά συνάγουν από αυτήν εκ διαμέτρου αντίθετα συμπεράσματα. Ο XL τονίζει το «πάγωμα» των αποδοχών των δικαστών σε σύγκριση με την αύξηση των αποδοχών των διευθυντών ορισμένων φορέων του Δημοσίου (η οποία κυμαινόταν από 40 % έως 60 %). Ο εργοδότης του XL επισημαίνει την έλλειψη διαθέσιμων πόρων πέραν εκείνων που προβλέπονται στον προϋπολογισμό του.
17. Κατά το αιτούν δικαστήριο, το άρθρο 91 του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων προβλέπει τον μηχανισμό υπολογισμού του βασικού μισθού των δικαστών για κάθε έτος βάσει των μέσων αποδοχών του δεύτερου τριμήνου του προηγούμενου έτους. Ο εν λόγω μηχανισμός, ο οποίος εισήχθη στις 22 Απριλίου 2009, σκοπεί να διασφαλίσει ότι το σύστημα αποδοχών των δικαστών ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που προβλέπει το άρθρο 178, παράγραφος 2, του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Πολωνίας. Η τροποποίηση του 2009 είχε ως στόχο να διασφαλίσει ότι ο υπολογισμός των αποδοχών των δικαστών ήταν περισσότερο αντικειμενικός και περιόριζε την επιρροή των άλλων αρχών στον καθορισμό του ύψους των βασικών αποδοχών των δικαστών. Πριν από την εν λόγω τροποποίηση, το σύστημα υπολογισμού των αποδοχών των δικαστών βασιζόταν, μεταξύ άλλων, σε ένα βασικό ποσό που καθοριζόταν στον ετήσιο κρατικό προϋπολογισμό.
18. Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει ότι «ο μηχανισμός καθορισμού των αποδοχών των δικαστών τροποποιήθηκε τρεις φορές με πρωτοβουλία της εκτελεστικής εξουσίας μέσω των νόμων περί ειδικών ρυθμίσεων για την εφαρμογή των νόμων περί προϋπολογισμού για τα έτη 2021, 2022 και 2023, αντιστοίχως» (24). Το 2021 οι αποδοχές των δικαστών «πάγωσαν», ο δε βασικός μισθός τους υπολογίστηκε βάσει των μέσων αποδοχών του δεύτερου τριμήνου του 2019 και όχι βάσει των μέσων αποδοχών του δεύτερου τριμήνου του 2020. Το 2022 οι βασικές αποδοχές των δικαστών υπολογίστηκαν βάσει των μέσων αποδοχών του δεύτερου τριμήνου του 2020. Τούτο είχε ως αποτέλεσμα να σημειωθεί αύξηση σε σύγκριση με τις μέσες αποδοχές για το δεύτερο τρίμηνο του 2021. Το 2023 οι αποδοχές των δικαστών υπολογίστηκαν βάσει σταθερού βασικού ποσού (25) και όχι βάσει των μέσων αποδοχών του δεύτερου τριμήνου του 2022.
19. Οι τροποποιήσεις που επήλθαν στον κρατικό προϋπολογισμό του 2021 οφείλονταν στην οικονομική κατάσταση που επικρατούσε στην Πολωνία μετά την πανδημία COVID‑19. Οι διατάξεις σχετικά με τον κρατικό προϋπολογισμό του 2022 δεν ανέφεραν καμία ιδιαίτερη περίσταση, ενώ οι διατάξεις σχετικά με τον κρατικό προϋπολογισμό του 2023 αναφέρονται στις σημαντικές δημοσιονομικές επιπτώσεις της πανδημίας COVID‑19 και της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.
20. Τον Δεκέμβριο του 2022 η πρώτη πρόεδρος του Sąd Najwyższy (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Πολωνία) (26), ο πρόεδρος του Naczelny Sąd Administracyjny (Ανωτάτου Διοικητικού Δικαστηρίου, Πολωνία) (27) και το Krajowa Rada Sądownictwa (Εθνικό Δικαστικό Συμβούλιο· στο εξής: KRS) (28) άσκησαν χωριστές προσφυγές ενώπιον του Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικού Δικαστηρίου, Πολωνία), αμφισβητώντας τη συνταγματικότητα των δημοσιονομικών διατάξεων σχετικά με τις αποδοχές των δικαστών το 2023. Το αιτούν δικαστήριο συμμερίζεται τις επιφυλάξεις που διατύπωσαν οι προσφεύγοντες στο πλαίσιο των εν λόγω ένδικων διαδικασιών. Εκτιμά ότι το «πάγωμα» επί τρία έτη του συστήματος υπολογισμού των αποδοχών των δικαστών βάσει μιας αντικειμενικής παραμέτρου, ήτοι των μέσων αποδοχών του δευτέρου τριμήνου του προηγουμένου έτους, θίγει την ανεξαρτησία των δικαστών. Συνιστά απειλή μόνιμης, επαναλαμβανόμενης και σταθερής μειώσεως των αποδοχών των δικαστών η οποία αποσκοπεί στη δημιουργία σχέσεως υπαγωγής της δικαστικής εξουσίας έναντι της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας. Η εν λόγω απειλή καθίσταται ακόμη περισσότερο εμφανής υπό το πρίσμα της πρόσφατης κρίσης σχετικά με το κράτος δικαίου στην Πολωνία. Επιπλέον, είναι εντελώς αδικαιολόγητη λαμβανομένης υπόψη της σταθερής οικονομικής καταστάσεως του πολωνικού Δημοσίου. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά επίσης ότι η δυσμενής για τους δικαστές τροποποίηση των κανόνων καθορισμού των αποδοχών τους –ιδίως σε συνάρτηση με την αύξηση του κόστους διαβίωσης– ενδέχεται να έχει αρνητικό αντίκτυπο στις πρωτοβουλίες που αποσκοπούν στη βελτίωση της λειτουργίας των δικαστηρίων (29). Υφίσταται σημαντικός κίνδυνος να ασκηθεί πληθώρα αγωγών από δικαστές με αντικείμενο την προσβολή του ύψους των αποδοχών που έλαβαν το 2021, το 2022 και το 2023.
21. Για τους παραπάνω λόγους, το Sąd Rejonowy w Białymstoku (πρωτοδικείο Białystok) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:
«Έχουν το άρθρο 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, το οποίο καθορίζει τις αξίες στις οποίες βασίζεται η Ευρωπαϊκή Ένωση μνημονεύοντας τον σεβασμό του κράτους δικαίου, και το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, σε συνδυασμό με το άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βάσει του οποίου τα κράτη μέλη διασφαλίζουν αποτελεσματική δικαστική προστασία στηριζόμενη στο δικαίωμα προσβάσεως σε ανεξάρτητο και αμερόληπτο δικαστήριο, την έννοια ότι η αρχή της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης αντιτίθεται σε εθνική ρύθμιση η οποία, προκειμένου να περιορίσει τις δημοσιονομικές δαπάνες, παρεκκλίνει από τον μηχανισμό καθορισμού των αποδοχών των δικαστών βάσει αντικειμενικών κριτηρίων ανεξάρτητων από αυθαίρετες παρεμβάσεις της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας και έχει ως αποτέλεσμα τη μόνιμη μείωση του ύψους των αποδοχών των δικαστών, κατά παράβαση των συνταγματικών εγγυήσεων βάσει των οποίων οι δικαστές αμείβονται με αποδοχές ανάλογες της αξιοπρέπειας του λειτουργήματός τους και της φύσεως των καθηκόντων τους και διασφαλίζεται η ορθή απονομή της δικαιοσύνης από ανεξάρτητα δικαστήρια και ανεξάρτητους δικαστές;»
Η υπόθεση C‑374/23
22. Οι ενάγοντες, SR και RB, είναι δικαστές στο Vilniaus apygardos administracinis teismas (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο Βίλνιους, Λιθουανία). Άσκησαν αγωγή αποζημιώσεως λόγω παραλείψεως κατά της Lietuvos Respublika (Δημοκρατίας της Λιθουανίας) (30). Ο SR ζητά αποζημίωση ύψους 74 286,09 ευρώ, ενώ ο RB ζητά αποζημίωση ύψους 95 620,17 ευρώ (31). Η διάταξη περί παραπομπής δεν αναφέρει πώς οι ενάγοντες κατέληξαν στα ως άνω ποσά.
23. Οι SR και RB υποστηρίζουν ότι το ύψος των αποδοχών τους εξαρτάται από την πολιτική βούληση της εκτελεστικής και της νομοθετικής εξουσίας. Τούτο είναι ασυμβίβαστο με την αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 109 του Lietuvos Respublikos Konstitucija (Συντάγματος της Δημοκρατίας της Λιθουανίας) καθώς και με τις διεθνείς υποχρεώσεις της Δημοκρατίας της Λιθουανίας.
24. Η Δημοκρατία της Λιθουανίας ζητεί την απόρριψη της αγωγής των SR και RB. Επισημαίνει, μεταξύ άλλων, ότι το βασικό ποσό αποδοχών των εργαζομένων του δημόσιου τομέα καθορίζεται ετησίως σε συνάρτηση με τους οικονομικούς πόρους και τις υποχρεώσεις του Δημοσίου. Από το 2018 έως το 2023 το βασικό ποσό αυξανόταν σταθερά, λαμβανομένων υπόψη των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών, των δεσμεύσεων του κράτους και των οικονομικών πόρων που αναμενόταν να είναι διαθέσιμοι. Το βασικό ποσό έχει «άμεσο οικονομικό αντίκτυπο στον ιδιωτικό τομέα, καθώς και στον μέσο εθνικό μισθό». Η Δημοκρατία της Λιθουανίας υποστηρίζει επίσης ότι το μισθολογικό καθεστώς των δικαστών εμπίπτει στην απονεμόμενη από το Σύνταγμα αποκλειστική διακριτική ευχέρεια του κράτους και των θεσμικών του οργάνων.
25. Κατά το Vilniaus apygardos administracinis teismas (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο Βίλνιους), οι μικτές μηνιαίες αποδοχές των δικαστών των περιφερειακών δικαστηρίων ανέρχονταν σε 2 440,85 ευρώ το 2008 και σε 2 362 ευρώ το 2021 (32). Μολονότι φαίνεται ότι οι αποδοχές των δικαστών αυξήθηκαν κατά περίπου 8 % εντός διαστήματος 13 ετών, από το 2008 έως το 2021, στην πραγματικότητα, η ονομαστική αξία των αποδοχών των δικαστών μειώθηκε κατά 3,2 %, απλώς και μόνον λόγω των φορολογικών αλλαγών. Το αιτούν δικαστήριο επισήμανε ότι, από τα τέλη του 2021, οι αποδοχές των δικαστών προσεγγίζουν το ύψος του μέσου εθνικού μισθού. Το πρώτο τετράμηνο του 2022 ο μέσος εθνικός μηνιαίος μισθός ανερχόταν σε 1 729,90 ευρώ, ενώ οι μέσες μηνιαίες αποδοχές ενός δικαστή ανερχόταν σε 3 113,20 ευρώ (33).
26. Το Vilniaus apygardos administracinis teismas (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο Βίλνιους) επισημαίνει ότι, ενώ η συνιστώμενη ωριαία αμοιβή για τις υπηρεσίες δικηγόρου ανέρχονται σε 179,90 ευρώ (34), η μικτή ωριαία αμοιβή του δικαστή περιφερειακού δικαστηρίου (35) ανέρχεται, κατά προσέγγιση, σε 20 ευρώ. Η Δημοκρατία της Λιθουανίας, επιβεβαιώνοντας, μεταξύ άλλων, το μέγιστο ποσό της δικηγορικής αμοιβής, πραγματοποιεί διάκριση μεταξύ δικηγόρων και δικαστών όσον αφορά τις αντίστοιχες αποδοχές τους, γεγονός που συνιστά παράβαση των άρθρων 29 και 48 του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Λιθουανίας σχετικά με την απαγόρευση των διακρίσεων και την ίση μεταχείριση όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα (36) και του άρθρου 2 ΣΕΕ. Η Λιθουανική Κυβέρνηση αναγνωρίζει εμμέσως ότι ο βασικός μισθός των δικαστών δεν θα πρέπει να εξαρτάται από την πολιτική βούληση της νομοθετικής ή της εκτελεστικής εξουσίας, αλλά από τους εθνικούς οικονομικούς δείκτες (37). Στο πλαίσιο αυτό, η Λιθουανική Κυβέρνηση προέβη σε μεταρρύθμιση των αποδοχών στη δημόσια διοίκηση με σκοπό να διασφαλίσει ότι οι αποδοχές των δημοσίων λειτουργών υπολογίζονται με βάση τέτοιους οικονομικούς δείκτες.
27. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, το Vilniaus apygardos administracinis teismas (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο Βίλνιους) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο τα ακόλουθα προδικαστικά ερωτήματα:
«1) Έχουν οι αξίες της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της δικαιοσύνης, που κατοχυρώνονται στο άρθρο 2 ΣΕΕ, καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ την έννοια ότι παρέχουν στη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία των κρατών μελών απεριόριστη και αποκλειστική διακριτική ευχέρεια να καθορίζουν, μέσω της εθνικής νομοθεσίας, τις αποδοχές των δικαστών σε ύψος που εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση της νομοθετικής και της εκτελεστικής εξουσίας;
2) Έχουν οι διατάξεις του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, καθώς και οι διατάξεις του άρθρου 47 του Χάρτη, οι οποίες αφορούν, μεταξύ άλλων, την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, την έννοια ότι επιτρέπεται στα κράτη μέλη να θεσπίζουν, μέσω της εθνικής νομοθεσίας, κανόνες που καθορίζουν αποδοχές των δικαστών οι οποίες υπολείπονται των αποδοχών ή των αμοιβών που καθορίζει το κράτος για τους ασκούντες άλλα νομικά επαγγέλματα;»
Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
28. Στην υπόθεση C‑146/23, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο XL, η Πολωνική Κυβέρνηση και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
29. Με την απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2023, K 1/23, το Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικό Δικαστήριο) έκρινε, μεταξύ άλλων, ότι τα άρθρα 8 και 9 του ustawa z dnia 1 grudnia 2022 r. o szczególnych rozwiązaniach służących realizacji ustawy budżetowej na rok 2023 (νόμου περί ειδικών ρυθμίσεων για την εφαρμογή του νόμου περί προϋπολογισμού για το έτος 2023), της 1ης Δεκεμβρίου 2022, «δεν συνάδουν» με το άρθρο 178, παράγραφος 2, του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Πολωνίας.
30. Με απόφαση της 16ης Νοεμβρίου 2023, ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ζήτησε από το Sąd Rejonowy w Białymstoku (πρωτοδικείο Białystok), πρώτον, να δηλώσει αν εμμένει στο μέρος της αιτήσεώς του προδικαστικής αποφάσεως που αφορά την περίοδο από την 1η Ιανουαρίου 2023 έως 31 Ιανουαρίου 2023 και, δεύτερον, να υποδείξει τον ενδεχόμενο αντίκτυπο της αποφάσεως του Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικού Δικαστηρίου) στη νομιμότητα του άρθρου 8, παράγραφοι 1 και 2, του ustawa o szczególnych rozwiązaniach służących realizacji ustawy budżetowej na rok 2022 (νόμου περί ειδικών ρυθμίσεων για την εφαρμογή του νόμου περί προϋπολογισμού για το έτος 2022).
31. Στην απάντησή του της 30ής Νοεμβρίου 2023, το Sąd Rejonowy w Białymstoku (πρωτοδικείο Białystok) επιβεβαίωσε ότι το Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικό Δικαστήριο) κήρυξε ότι τα άρθρα 8 και 9 του ustawa z dnia 1 grudnia 2022 r. o szczególnych rozwiązaniach służących realizacji ustawy budżetowej na rok 2023 (38) (νόμου περί ειδικών ρυθμίσεων για την εφαρμογή του νόμου περί προϋπολογισμού για το έτος 2023) «δεν συνάδουν», μεταξύ άλλων, με το άρθρο 178, παράγραφος 2, του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Πολωνίας και ότι, κατά συνέπεια, οι εν λόγω διατάξεις είναι πλέον ανίσχυρες (39).
32. Το Sąd Rejonowy w Białymstoku (πρωτοδικείο Białystok) επισήμανε επίσης ότι επιθυμούσε να εμμείνει στο σύνολο της αιτήσεώς του προδικαστικής αποφάσεως, συμπεριλαμβανομένου του μέρους που αφορούσε το χρονικό διάστημα από την 1η Ιανουαρίου 2023 έως τις 31 Ιανουαρίου 2023. Κατά το Sąd Rejonowy w Białymstoku (πρωτοδικείο Białystok), η απόφαση του Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικού Δικαστηρίου) αποφαίνεται μόνον επί της συνταγματικότητας των άρθρων 8 και 9 του ustawa z dnia 1 grudnia 2022 r. o szczególnych rozwiązaniach służących realizacji ustawy budżetowej na rok 2023 (νόμου περί ειδικών ρυθμίσεων για την εφαρμογή του νόμου περί προϋπολογισμού για το έτος 2023) υπό το πρίσμα του άρθρου 178, παράγραφος 2, του Συντάγματος της Δημοκρατίας της Πολωνίας και της αξιοπρέπειας του λειτουργήματος του δικαστή σε συνδυασμό με τη φύση των καθηκόντων των δικαστών. Η εν λόγω απόφαση δεν εξέτασε την αρχή της ανεξαρτησίας των δικαστών και της ελευθερίας από παρεμβάσεις εκ μέρους της νομοθετικής και/ή της εκτελεστικής εξουσίας. Επιπλέον, το Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικό Δικαστήριο) δεν εξέτασε τον ustawa o szczególnych rozwiązaniach służących realizacji ustawy budżetowej na rok 2022 (νόμο περί ειδικών ρυθμίσεων για την εφαρμογή του νόμου περί προϋπολογισμού για το έτος 2022).
33. Στην υπόθεση C‑374/23, γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν η Λιθουανική και η Πολωνική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή.
34. Με απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2024, το Δικαστήριο αποφάσισε τη συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑146/23 και C‑374/23 προς διευκόλυνση της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.
35. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 12ης Μαρτίου 2024, η Λιθουανική και η Πολωνική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή ανέπτυξαν προφορικώς τις παρατηρήσεις τους και απάντησαν στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου.
Εκτίμηση
Επί της αρμοδιότητας του Δικαστηρίου στην υπόθεση C‑374/23
36. Η Λιθουανική Κυβέρνηση (40) επισημαίνει ότι τα κράτη μέλη έχουν αποκλειστική αρμοδιότητα να ρυθμίζουν τις αποδοχές των δικαστών και των λοιπών δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο. Επομένως, το δίκαιο της Ένωσης δεν μπορεί να διαδραματίσει συναφώς κανένα ρόλο. Κατά την κατάρτιση των δημοσιονομικών νόμων της, η Λιθουανική Κυβέρνηση πρέπει να λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, την κοινωνικοοικονομική κατάσταση στη Λιθουανία, τις ανάγκες και τους πόρους του κράτους, καθώς και τις χρηματοδοτικές δεσμεύσεις του. Με τα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλε το Vilniaus apygardos administracinis teismas (περιφερειακό διοικητικό πρωτοδικείο Βίλνιους), το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί επί των ορίων της διακριτικής ευχέρειας που διαθέτει η λιθουανική νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, όπως αυτή ορίζεται στο Σύνταγμα της Δημοκρατίας της Λιθουανίας και ερμηνεύεται από το Lietuvos Respublikos Konstitucinis Teismas (Συνταγματικό Δικαστήριο της Δημοκρατίας της Λιθουανίας). Το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα για μια τέτοια εκτίμηση.
37. Κατά πάγια νομολογία, μολονότι η οργάνωση της δικαιοσύνης εντός των κρατών μελών εμπίπτει στην αρμοδιότητά τους, εντούτοις, κατά την άσκηση της αρμοδιότητας αυτής οφείλουν να τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ (41). Κατά το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, τα κράτη μέλη οφείλουν να διασφαλίζουν ότι τα δικαστήρια τα οποία δύνανται να αποφαίνονται επί της εφαρμογής ή της ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης (42) πληρούν τις απαιτήσεις περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (43). Η εν λόγω διάταξη αντιτίθεται σε εθνικές διατάξεις σχετικές με την οργάνωση της δικαιοσύνης οι οποίες αποδυναμώνουν την προστασία της αξίας του κράτους δικαίου (44). Επομένως, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να σχεδιάζουν την οργάνωση της δικαιοσύνης κατά τρόπο που να διασφαλίζει τη συμμόρφωσή της προς τις απαιτήσεις του δικαίου της Ένωσης. Σε αυτές, μεταξύ άλλων, συγκαταλέγεται η απαίτηση της ανεξαρτησίας των δικαιοδοτικών οργάνων που καλούνται να αποφανθούν επί ζητημάτων σχετικών με την εφαρμογή ή με την ερμηνεία του δικαίου της Ένωσης, προκειμένου να κατοχυρώνεται η αποτελεσματική δικαστική προστασία των δικαιωμάτων που αντλούν οι πολίτες από το δίκαιο της Ένωσης (45).
38. Από την εν λόγω νομολογία και, ειδικότερα, από τις αποφάσεις Πορτογάλοι δικαστές και Escribano Vindel προκύπτει ότι το Δικαστήριο είναι αρμόδιο να ερμηνεύει το δίκαιο της Ένωσης σε υποθέσεις σχετικές με την οργάνωση του δικαστικού συστήματος κράτους μέλους, συμπεριλαμβανομένων των αποδοχών των δικαστών.
Επί του παραδεκτού των προδικαστικών ερωτημάτων της υποθέσεως C‑374/23
39. Η Λιθουανική Κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C‑374/23 είναι απαράδεκτη, δεδομένου ότι τα ερωτήματα που υπέβαλε το Vilniaus apygardos administracinis teismas (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο Βίλνιους) δεν έχουν καμία σχέση με τα πραγματικά περιστατικά και το αντικείμενο της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί το εν λόγω δικαστήριο. Επομένως, η απάντηση του Δικαστηρίου στα προδικαστικά ερωτήματα δεν είναι αναγκαία για την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης.
40. Το άρθρο 267 ΣΛΕΕ ορίζει ότι το προδικαστικό ερώτημα ή τα προδικαστικά ερωτήματα πρέπει να είναι «αναγκαία» για να καταστεί δυνατό για το αιτούν δικαστήριο να «αποφανθεί» επί της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο έχει επανειλημμένα κρίνει ότι τόσο από το γράμμα όσο και από την οικονομία του άρθρου 267 ΣΛΕΕ προκύπτει ότι η διαδικασία προδικαστικής αποφάσεως προϋποθέτει, μεταξύ άλλων, ότι εκκρεμεί πράγματι διαφορά ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, στο πλαίσιο της οποίας αυτά καλούνται να εκδώσουν απόφαση που θα λαμβάνει υπόψη την προδικαστική απόφαση (46).
41. Η διαφορά της κύριας δίκης στην υπόθεση C‑374/23 αφορά αγωγή αποζημιώσεως ασκηθείσα κατά της Δημοκρατίας της Λιθουανίας από δύο δικαστές, τους SR και RB, στο πλαίσιο της οποίας υποστηρίζουν ότι οι εξουσίες που διαθέτει η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία όσον αφορά τον καθορισμό των αποδοχών τους δεν συμβιβάζονται με την ανεξαρτησία των δικαστών. Τούτο συνιστά τον συνδετικό παράγοντα μεταξύ της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί το Vilniaus apygardos administracinis teismas (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο Βίλνιους) και της ζητούμενης από το δικαστήριο αυτό ερμηνείας του δικαίου της Ένωσης. Κατά συνέπεια, φρονώ ότι η ερμηνεία του Δικαστηρίου είναι «αναγκαία» για να μπορέσει το αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί επί της διαφοράς της οποίας έχει επιληφθεί (47).
Λυσιτέλεια του άρθρου 2 ΣΕΕ και του άρθρου 47 του Χάρτη όσον αφορά τις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑146/23 και C‑374/23
42. Κατά τη Λιθουανική Κυβέρνηση, δεδομένου ότι η ρύθμιση των αποδοχών των δικαστών εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των κρατών μελών, τα κράτη μέλη δεν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης κατά τον καθορισμό των εν λόγω αποδοχών. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, ο Χάρτης δεν τυγχάνει εφαρμογής στην υπόθεση της κύριας δίκης.
43. Κατά το άρθρο 51, παράγραφος 1, του Χάρτη, οι διατάξεις αυτού απευθύνονται στα κράτη μέλη μόνον όταν εφαρμόζουν το δίκαιο της Ένωσης. Ωστόσο, από τις διατάξεις περί παραπομπής στις υποθέσεις C‑146/23 και C‑374/23 δεν προκύπτει ότι ο XL ή οι SR και RB επικαλούνται δικαίωμα το οποίο τους απονέμει διάταξη του δικαίου της Ένωσης ή ότι αποτελούν αντικείμενα διαφοράς που αφορά εφαρμογή του δικαίου της Ένωσης. Επίσης, από τις διατάξεις περί παραπομπής δεν προκύπτει ότι εγείρεται οποιοδήποτε ζήτημα σχετικό με την ερμηνεία ή την εφαρμογή κανόνα του δικαίου της Ένωσης. Από κανένα στοιχείο των αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως δεν προκύπτει ότι κάποιος επικαλείται το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής που κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη. Κατά συνέπεια, δεν είναι δυνατή η επίκληση του άρθρου 47 του Χάρτη στο πλαίσιο της υποθέσεως της κύριας δίκης (48).
44. Το άρθρο 19 ΣΕΕ συγκεκριμενοποιεί την αξία του κράτους δικαίου που διαλαμβάνεται στο άρθρο 2 ΣΕΕ. Σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, τα κράτη μέλη οφείλουν να καθιερώνουν σύστημα μέσων ένδικης προστασίας και διαδικασιών με το οποίο να διασφαλίζεται το δικαίωμα αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των φυσικών προσώπων στους τομείς που διέπονται από το δίκαιο της Ένωσης. Η αποτελεσματική δικαστική προστασία των δικαιωμάτων που οι πολίτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης συνιστά γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, η οποία απορρέει από τις κοινές συνταγματικές παραδόσεις των κρατών μελών (49) και η οποία κατοχυρώνεται πλέον στο άρθρο 47 του Χάρτη (50). Υπό τις συνθήκες αυτές, φρονώ ότι δεν χρειάζεται το Δικαστήριο να ερμηνεύσει το άρθρο 2 ΣΕΕ χωριστά από το άρθρο 19 ΣΕΕ (51).
Επί της ουσίας
45. Με τα ερωτήματά τους, το Sąd Rejonowy w Białymstoku (πρωτοδικείο Białystok) και το Vilniaus apygardos administracinis teismas (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο Βίλνιους) ζητούν την ερμηνεία του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, όσον αφορά δύο ζητήματα. Πρώτον, προβλέπει η εν λόγω διάταξη την εκ μέρους της νομοθετικής και/ή της εκτελεστικής εξουσίας θέσπιση νόμων για τον προσδιορισμό ή τη μείωση των αποδοχών των δικαστών; Δεύτερον, όταν τα κράτη μέλη θεσπίζουν τέτοιους νόμους, ποια είναι τα κριτήρια που πρέπει να τηρούν ώστε να συμμορφώνονται με την εν λόγω διάταξη;
46. Κατά πάγια νομολογία, το δίκαιο της Ένωσης δεν επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να υιοθετούν συγκεκριμένο συνταγματικό πρότυπο που να ρυθμίζει τις σχέσεις και την αλληλεπίδραση μεταξύ των διαφόρων κρατικών εξουσιών, ιδίως όσον αφορά τον καθορισμό και την οριοθέτηση των αντίστοιχων αρμοδιοτήτων τους. Κατά την επιλογή των συνταγματικών τους προτύπων, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να συμμορφώνονται, μεταξύ άλλων, με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, με το να μην υπονομεύουν τη δικαστική ανεξαρτησία και να μην επεμβαίνουν στα δικαιοδοτικά καθήκοντα (52). Δεδομένων των διαφορετικών πολιτικών και συνταγματικών δομών και παραδόσεων των κρατών μελών, οι ρόλοι που διαδραματίζουν οι παράγοντες που εμπλέκονται στον καθορισμό του ύψους και των στοιχείων των αποδοχών των δικαστών ενδέχεται να διαφέρουν σημαντικά (53). Σε μια δημοκρατία, η αρχή της διάκρισης των εξουσιών και η ανάγκη απομόνωσης της δικαστικής εξουσίας από αθέμιτες εξωτερικές επιρροές, μεταξύ άλλων, της νομοθετικής και/ή της εκτελεστικής εξουσίας δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο οι τελευταίες να καθορίζουν πολλές πτυχές της δομής του δικαιοδοτικού συστήματος ενός κράτους, συμπεριλαμβανομένων των αποδοχών των δικαστών.
47. Για τη διασφάλιση της διαφάνειας, της αντικειμενικότητας και της ασφάλειας δικαίου (54), τα κράτη μέλη οφείλουν να θεσπίζουν νομικό πλαίσιο ώστε να διευκολύνεται ο καθορισμός των αποδοχών των δικαστών, συμπεριλαμβανομένου του προσδιορισμού των παραγόντων που εμπλέκονται στην εν λόγω διαδικασία και των ρόλων που τους ανατίθενται (55). Το εν λόγω πλαίσιο πρέπει να σκοπεί την προστασία της ανεξαρτησίας των δικαστών μέσω της διασφαλίσεως του ότι το ύψος των αποδοχών των δικαστών τελεί σε αντιστοιχία με τη σπουδαιότητα των καθηκόντων που ασκούν. Οι εθνικοί νόμοι που διέπουν τις αποδοχές των δικαστών πρέπει να λειτουργούν βάσει κατάλληλων, αντικειμενικών και επαληθεύσιμων κριτηρίων τα οποία είναι σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Επομένως, οι αποδοχές των δικαστών δεν πρέπει να καθορίζονται ή να υφίστανται μειώσεις κατά διακριτική ευχέρεια ή με βάση μεμονωμένες περιστάσεις. Εθνικός νόμος με τον οποίο σκοπείται μείωση του ύψους των αποδοχών των δικαστών πρέπει να παρέχει σαφή αιτιολογία για τη μείωση αυτήν. Οι εν λόγω μειώσεις στις αποδοχές των δικαστών που ενδέχεται να προκύπτουν από τον εν λόγω νόμο πρέπει να είναι προσωρινού χαρακτήρα, ενώ το ύψος και διάρκειά τους πρέπει να προσαρμόζονται και να διαμορφώνονται αναλόγως της σοβαρότητας και της διατήρησης των συνθηκών που δικαιολόγησαν τη θέσπισή τους. Σε καμία περίπτωση οι εν λόγω μειώσεις στις αποδοχές δεν πρέπει να αφορούν ειδικώς τη δικαστική εξουσία επιφυλάσσοντας σε αυτή δυσμενή μεταχείριση (56). Προκειμένου να εκτιμηθεί αν οι εν λόγω μειώσεις αφορούν ειδικώς τη δικαστική εξουσία, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η εξέλιξη των αποδοχών των δικαστών και εκείνων των αντίστοιχων δημοσίων λειτουργών, λαμβανομένων ιδίως υπόψη τυχόν πρόσφατων αυξήσεων σε αυτές (57). Προκειμένου να διασφαλιστεί η συμμόρφωση προς τις ως άνω αρχές και να εξασφαλιστεί η σταθερότητά τους, οι κανόνες σχετικά με τις αποδοχές των δικαστών ή τυχόν μειώσεις σε αυτές πρέπει να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο (58).
48. Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν το ύψος των βασικών αποδοχών των δικαστών στην Πολωνία και τη Λιθουανία (59). Υπό το πρίσμα του ορισμού του όρου «αμοιβή» στο άρθρο 157, παράγραφος 2, πρώτο εδάφιο, ΣΛΕΕ, όλα τα οφέλη, σε χρήμα ή σε είδος, παρόντα ή μέλλοντα, που λαμβάνουν οι δικαστές άμεσα ή έμμεσα όσον αφορά την εν λόγω απασχόληση πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την εκτίμηση του κατά πόσον οι αποδοχές τους τελούν σε αντιστοιχία με τη σπουδαιότητα των καθηκόντων τους (60). Προσαυξήσεις ή επιδόματα που εισπράττονται για την άσκηση ορισμένων καθηκόντων ή επικουρικών καθηκόντων ή ευθυνών (61), η αρχαιότητα, ο χρόνος υπηρεσίας ή η πείρα, οι μη ανταποδοτικές ή επιδοτούμενες επαγγελματικές συντάξεις (62) και υγειονομική περίθαλψη πλέον εκείνων που παρέχονται στους εργαζομένους γενικά στο πλαίσιο εθνικού συστήματος κοινωνικής πρόνοιας, η στέγαση και η χρήση οχήματος ή τηλεφώνου για ιδιωτικούς σκοπούς αποτελούν παραδείγματα αποδοχών σε χρήμα ή σε είδος που μπορούν να λαμβάνονται υπόψη (63). Οι περιορισμοί ή τα εμπόδια στην άσκηση από δικαστές άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων (64) πρέπει επίσης να συνεκτιμώνται κατά την αξιολόγηση της καταλληλότητας των αποδοχών τους (65).
49. Ελλείψει εναρμόνισης, και λόγω των διαφορετικών κοινωνικοοικονομικών συνθηκών που επικρατούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση και των διαφόρων δημοσιονομικών περιορισμών που αντιμετωπίζουν τα κράτη μέλη, τα τελευταία βρίσκονται συνήθως σε καλύτερη θέση για τον καθορισμό των αποδοχών των δικαστών στη δική τους έννομη τάξη. Ως εκ τούτου, με την επιφύλαξη των επιτακτικών υποχρεώσεων που προβλέπονται στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, τα κράτη μέλη διαθέτουν ορισμένο περιθώριο εκτίμησης για τον καθορισμό του ύψους των αποδοχών των δικαστών. Το εν λόγω περιθώριο εκτιμήσεως δεν είναι απεριόριστο. Αντικειμενικά στοιχεία, όπως ο εθνικός μέσος ή κατώτατος μισθός –πολλαπλασιαζόμενος με συντελεστή– ή οι αποδοχές άλλων εθνικών δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων με αντίστοιχες αρμοδιότητες, αποτελούν παραδείγματα αποδεκτών δεικτών αναφοράς που μπορούν να αξιοποιούν τα κράτη μέλη, σε συνδυασμό με άλλες κοινωνικοοικονομικές παραμέτρους, όπως το κόστος διαβίωσης (ο δείκτης τιμών καταναλωτή που ισχύει σε κράτος μέλος), το ποσοστό του πληθωρισμού κ.λπ., για τον υπολογισμό των αποδοχών των δικαστών (66). Δεδομένου ότι τα επίπεδα των μισθών, συμπεριλαμβανομένων των επιπέδων κατώτατου μισθού, δεν έχουν αποτελέσει αντικείμενο εναρμόνισης στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (67) και διαφέρουν σε μεγάλο βαθμό δεδομένων των σημαντικών αποκλίσεων μεταξύ των κοινωνικοοικονομικών συνθηκών που επικρατούν στα διάφορα κράτη μέλη (68), η πραγματοποίηση μιας απλής σύγκρισης των αποδοχών βάσει αποκλειστικώς νομισματικών όρων δεν είναι αρκετή. Επομένως, οι αποδοχές των δικαστών πρέπει να αξιολογούνται στο συγκεκριμένο εθνικό κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο εκάστου κράτους μέλους (69).
50. Επομένως, στο πλαίσιο της εκτίμησης της καταλληλότητας των αποδοχών των δικαστών πρέπει να ελέγχεται αν, σε ένα συγκεκριμένο εθνικό κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο, το ύψος τους αρκεί για την προσέλκυση στο εν λόγω λειτούργημα, την παραμονή σε αυτό και την παροχή κινήτρων για την άσκησή του σε πρόσωπα υψηλού ήθους προερχόμενα από διαφορετικά υπόβαθρα που διαθέτουν τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα και/ή πείρα (70). Οι μη κατάλληλες αποδοχές ενδέχεται να υπονομεύσουν την ηθική ακεραιότητα, να προκαλέσουν μείωση της παραγωγικότητας και, σε τελική ανάλυση, να παραβλάψουν την στελέχωση αποτρέποντας κατάλληλους υποψηφίους να εισέλθουν στο επάγγελμα. Η παραμονή των δικαστών μπορεί επίσης να επηρεαστεί στον βαθμό που οι χαμηλές αποδοχές μπορούν να ενθαρρύνουν τα πρόσωπα να εγκαταλείψουν το επάγγελμα ή να συνταξιοδοτηθούν πριν από τη λήξη της θητείας τους ή την υποχρεωτική ηλικία συνταξιοδότησης, πράγμα το οποίο προκαλεί υποβάθμιση του γενικού επιπέδου της δικαστικής εμπειρίας (71).
51. Ελλείψει ενδείξεων ότι οι αποδοχές των δικαστών φορολογούνται παρανόμως ή δυσανάλογα (72), η αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας δεν αποκλείει φόρους ή άλλες επιβαρύνσεις –όπως παροχές κοινωνικής ασφαλίσεως– τις οποίες ένα κράτος μέλος επιβάλλει νομίμως στις αποδοχές των δικαστών βάσει αντικειμενικών κριτηρίων τα οποία δεν εισάγουν διακρίσεις. Επομένως, το βάρος από τις εν λόγω γενικές επιβαρύνσεις δεν εντάσσεται στο πλαίσιο ελέγχου της συμβατότητας ενός συστήματος αποδοχών των δικαστών με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.
52. Η σύγκριση των αποδοχών των δικαστών με το ύψος των αμοιβών που χρεώνουν οι δικηγόροι ή προβλέπονται από τον νόμο για αυτούς όταν παρέχουν συμβουλές ή στο πλαίσιο έμμισθης εντολής από το Δημόσιο επίσης αποκλείεται, ακόμη και όταν προβλέπεται στον νόμο κλίμακα για τις εν λόγω αμοιβές. Μολονότι το ύψος των αποδοχών των δικαστών δεν πρέπει να διαχωρίζεται από τις αποδοχές που ισχύουν στον ιδιωτικό τομέα (73) σε παρόμοιους τομείς, εντούτοις τα δικαιοδοτικά καθήκοντα έχουν τον χαρακτήρα δημόσιας υπηρεσίας και όχι εμπορικής επιχείρησης (74). Προϋποθέτουν ενσυνείδητη επιλογή σταδιοδρομίας που αφορά εργασία στον δημόσιο τομέα για την άσκηση της οποίας, μεταξύ άλλων, παρέχεται ως αντάλλαγμα μονιμότητα και σταθερή χρηματική αποζημίωση (75). Μολονότι τούτο μπορεί να συνεπάγεται χαμηλότερες αποδοχές από τις αμοιβές που ενδέχεται να χρεώνουν οι δικηγόροι που ασκούν ελεύθερο επάγγελμα σε ορισμένες περιπτώσεις, εντούτοις, οι δικαστές δεν εκτίθενται σε επαγγελματικό κίνδυνο (76), δεν επιβαρύνονται με τα γενικά έξοδα (77), δεν υπόκεινται σε ΦΠΑ και, κατ’ αρχήν, πληρώνονται ανεξάρτητα από την έκβαση της δίκης, την απόδοση ή την παραγωγικότητά τους (78). Τέλος, προσθέτω ότι, αν οι δικαστές αμείβονται ανά τακτά και προβλεπόμενα χρονικά διαστήματα, το χρονικό πλαίσιο εντός του οποίου οι εντολείς καταβάλλουν τις αμοιβές των δικηγόρων τους μπορεί να είναι τόσο μεγάλο όσο και εξαιρετικά απρόβλεπτο (79).
53. Επομένως, η αξιολόγηση της καταλληλότητας των αποδοχών των δικαστών διαθέτει τόσο μια ολιστική οπτική, στο πλαίσιο της οποίας λαμβάνονται υπόψη όλοι οι σχετικοί κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες, όσο και μια δυναμική ή χρονική πτυχή, η οποία αφορά την εξέλιξη των εν λόγω αποδοχών συν τω χρόνω. Μολονότι τα κράτη μέλη ενδέχεται να μην είναι υποχρεωμένα να πραγματοποιούν αυτόματη αναπροσαρμογή των αποδοχών των δικαστών λαμβάνοντας υπόψη τον πληθωρισμό και/ή τις αυξήσεις του κόστους διαβίωσης ή να αναθεωρούν το ύψος των αποδοχών σε συγκεκριμένα χρονικά διαστήματα, εντούτοις, η συνεχιζόμενη παράλειψη των εν λόγω ενεργειών ενδέχεται να οδηγήσει σε υποτίμηση της αξίας τους. Μια σημαντική μείωση του ύψους των αποδοχών των δικαστών συν τω χρόνω υπονομεύει την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και την αξιοπρέπεια του δικαστικού λειτουργήματος. Αν δεν συντρέχει περίπτωση αιφνίδιας κατακόρυφης πτώσης της αξίας τους, η εξέταση της εξέλιξης των αποδοχών των δικαστών θα έπρεπε να διεξάγεται με αναφορά σε αντιπροσωπευτική περίοδο τουλάχιστον δέκα ετών.
54. Όσον αφορά τις υπό κρίση συνεκδικαζόμενες υποθέσεις, το πολωνικό και το λιθουανικό δίκαιο θεσπίζουν πλαίσιο για τον καθορισμό των αποδοχών των δικαστών (80). Πράγματι, από κανένα στοιχείο της ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασίας δεν θα μπορούσε να προκύψει ότι, ενεργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο, η πολωνική ή η λιθουανική νομοθετική και/ή εκτελεστική εξουσία σφετερίστηκαν τον ρόλο ή τις εξουσίες οποιουδήποτε άλλου θεσμικού παράγοντα (81). Από τις υπό κρίση αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει επίσης ότι, στα εν λόγω κράτη μέλη, οι κανόνες που διέπουν τις αποδοχές των δικαστών, καθώς και κάθε μείωση των εν λόγω αποδοχών, υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο.
55. Η υπόθεση C‑146/23 αφορά τους νόμους περί ειδικών ρυθμίσεων για την εφαρμογή των νόμων περί προϋπολογισμού για τα έτη 2021, 2022 και 2023 (82), οι οποίοι τροποποίησαν το άρθρο 91 του νόμου για την οργάνωση των τακτικών δικαστηρίων και προέβησαν σε μειώσεις των αποδοχών των δικαστών. Δεν προβάλλεται ότι η πολωνική νομοθετική και/ή εκτελεστική εξουσία δεν είχε, δυνάμει του πολωνικού δικαίου, την εξουσία να τροποποιήσει το άρθρο 91 του νόμου για την οργάνωση των τακτικών δικαστηρίων με τους νόμους περί ειδικών ρυθμίσεων για την εφαρμογή των νόμων περί προϋπολογισμού για τα έτη 2021, 2022 και 2023. Η πλήρης έκταση του αντίκτυπου που είχε η απόφαση της 8ης Νοεμβρίου 2023, K 1/23, του Trybunał Konstytucyjny (Συνταγματικού Δικαστηρίου) (83) στους εν λόγω δημοσιονομικούς νόμους παραμένει κατά κάποιον τρόπο ασαφής. Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Πολωνική Κυβέρνηση επιβεβαίωσε, απαντώντας στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου, ότι οι αποδοχές που οφείλονταν στους δικαστές κατόπιν της εν λόγω αποφάσεως είχαν καταβληθεί. Στην υπόθεση C‑374/23, οι SR και RB άσκησαν αγωγή αποζημιώσεως κατά της Δημοκρατίας της Λιθουανίας λόγω παραλείψεως οφειλόμενης νόμιμης ενέργειας, δεδομένου ότι δεν προβλέπεται άλλη ένδικη διαδικασία μέσω της οποίας να υποχρεωθεί η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία να καταβάλουν στους δικαστές αποδοχές που τελούν σε αντιστοιχία με την αξιοπρέπεια του λειτουργήματός τους. Από την απόφαση Savickas (84) προκύπτει σαφώς ότι η μείωση των αποδοχών των δικαστών μπορούσε να προσβληθεί ενώπιον των λιθουανικών δικαστηρίων και ότι υφίστανται οικονομικά μέσα για την είσπραξη των αποδοχών των οποίων η καταβολή παραλείφθηκε παρανόμως.
56. Το αιτούν δικαστήριο στην υπόθεση C‑146/23 εκτιμά ότι οι τροποποιήσεις που επήλθαν στο άρθρο 91 του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων τα έτη 2022 και 2023 αντιβαίνουν στο άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ. Σε αντίθεση με τα επίμαχα μέτρα στην απόφαση Πορτογάλοι δικαστές (85), οι πολωνικές τροποποιήσεις δεν είναι γενικού χαρακτήρα, αλλά αφορούν ειδικά τους δικαστές, εισάγοντας διαρκή παρέκκλιση από τον μηχανισμό που προβλέπεται στο άρθρο 91, παράγραφος 1, του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων.
57. Αναμφισβήτητα, οι αποδοχές των δικαστών (86) στην Πολωνία κατά τα έτη 2022 και 2023 ήταν χαμηλότερες από εκείνες που θα είχαν υπολογιστεί σύμφωνα με το άρθρο 91 του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων. Η μείωση αυτή συνέπεσε επίσης με σημαντική αύξηση του κόστους διαβίωσης στο εν λόγω κράτος μέλος. Ωστόσο, επισημαίνεται ότι, κατά την ίδια περίοδο, οι αποδοχές των δικαστών δεν ήταν χαμηλότερες από τις αποδοχές των προηγούμενων ετών, αλλά φαίνεται ότι αυξήθηκαν κατά 4,37 % το 2022 σε σύγκριση με το 2021 και κατά 7,8 % το 2023 έναντι 2022. Η Πολωνική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι επίμαχες τροποποιήσεις δεν «πάγωσαν» τις αποδοχές των δικαστών, αλλά απλώς επιβράδυναν το ποσοστό αυξήσεώς τους. Μολονότι ο XL αναφέρεται σε μακρύ κατάλογο δημοσίων υπαλλήλων που έλαβαν υψηλότερες μισθολογικές αυξήσεις σε σύγκριση με τους δικαστές κατά το έτος 2022, εντούτοις, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Πολωνική Κυβέρνηση υπογράμμισε ότι οι αποδοχές των τακτικών δημοσίων υπαλλήλων του εν λόγω κράτους μέλους υπολείπονται κατά πολύ των αποδοχών των δικαστών και ότι, σε αντίθεση με τους δικαστές, δεν έλαβαν προσφάτως αύξηση στις αποδοχές τους.
58. Όσον αφορά τον υποτιθέμενο μόνιμο χαρακτήρα των τροποποιήσεων στην Πολωνία, μολονότι προκύπτει ότι το άρθρο 91 του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων έχει υποστεί τροποποιήσεις επί τρία συναπτά έτη (87), εντούτοις φαίνεται ότι εξακολουθεί να ισχύει. Η Πολωνική Κυβέρνηση επιβεβαίωσε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ότι καθεμία από τις τροποποιήσεις που επέφεραν στη διάταξη αυτήν οι νόμοι περί ειδικών ρυθμίσεων για την εφαρμογή των νόμων περί προϋπολογισμού για τα έτη 2021, 2022 και 2023 αφορούσε ένα μόνον οικονομικό έτος και ίσχυε μόνον για ένα έτος. Εξάλλου, στη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο ουδεμία ένδειξη υφίσταται ότι προτάθηκαν παρόμοιες τροποποιήσεις στο άρθρο 91 του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων το 2024 (88). Επομένως, οι συνέπειες που είχαν οι τροποποιήσεις του άρθρου 91 του νόμου περί οργανώσεως των τακτικών δικαστηρίων και επί των αποδοχών των δικαστών φαίνεται ότι περιορίζονται τόσο σε διάρκεια όσο και σε ύψος.
59. Εκ πρώτης όψεως θα μπορούσε να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι οι επίμαχες τροποποιήσεις αφορούσαν ειδικώς ή διέκριναν τις αποδοχές των δικαστικών και των εισαγγελικών λειτουργών, δεδομένου ότι οι μισθοί των λοιπών δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων δεν αποτέλεσαν αντικείμενο ανάλογων μέτρων. Η Πολωνική Κυβέρνηση επισήμανε, τόσο με τις γραπτές παρατηρήσεις της όσο και κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι οι δικαστικοί και οι εισαγγελικοί λειτουργοί είχαν προηγουμένως τύχει προνομιακής μεταχειρίσεως στο πλαίσιο της μισθολογικής πολιτικής του εν λόγω κράτους έναντι των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων. H Πολωνική Κυβέρνηση υποστήριξε περαιτέρω ότι οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί είχαν τύχει απαλλαγής από το πάγωμα των μισθών στον δημόσιο τομέα από το 2013 έως το 2018. Από τα ως άνω στοιχεία προκύπτει ότι, από το 2013 έως το 2023, οι αποδοχές των δικαστών δεν μπορεί να έχουν αποτελέσει αντικείμενο αρνητικής στοχοποίησης ούτε να έχουν επηρεαστεί δυσανάλογα σε σύγκριση με τις αποδοχές άλλων δημοσίων λειτουργών ή υπαλλήλων (89). Επιπλέον, προκύπτει ότι, κατά το ως άνω διάστημα, δεν επήλθε σημαντική μείωση των αποδοχών τους (90).
60. Η Πολωνική Κυβέρνηση δικαιολόγησε τις τροποποιήσεις του 2022 και του 2023 παραπέμποντας στην πανδημία COVID‑19 και στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία τον Φεβρουάριο του 2022. Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για κρίσιμες, αντικειμενικές, επαληθεύσιμες και έκτακτες περιστάσεις, οι οποίες επέβαλαν αναμφισβήτητα σημαντικούς δημοσιονομικούς περιορισμούς σε όλα τα κράτη μέλη, συμπεριλαμβανομένης της Δημοκρατίας της Πολωνίας, και οι οποίες ήταν ικανές να δικαιολογήσουν μείωση των αποδοχών των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, συμπεριλαμβανομένων εκείνων των δικαστών. Η μείωση των αποδοχών των δικαστών σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ δεν απαιτεί την ύπαρξη εθνικής δημοσιονομικής κρίσης ή την κίνηση διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος σύμφωνα με το άρθρο 126, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ και το πρωτόκολλο αριθ. 12 σχετικά με τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος (91). Οι μειώσεις των αποδοχών των δικαστών και άλλες περικοπές του προϋπολογισμού μπορούν να δικαιολογηθούν στο πλαίσιο της προσπάθειας να αποφευχθεί η ραγδαία εκδήλωση υπερβολικού ελλείμματος σε ένα κράτος μέλος (92). Όσον αφορά την αναλογικότητα των μέτρων που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση των εν λόγω περιστάσεων, από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως στην υπόθεση C‑146/23 προκύπτει ότι οι αποδοχές του XL κατά τα έτη 2022 και 2023 ήταν σαφώς υψηλότερες από το διπλάσιο του μέσου μισθού στην Πολωνία (93).
61. Μολονότι εναπόκειται, εν τέλει, στο αιτούν δικαστήριο να αποφανθεί, τα στοιχεία τα οποία μνημονεύονται στα σημεία 56 έως 60 των παρουσών προτάσεων καταδεικνύουν ότι οι αποδοχές των δικαστών στην Πολωνία κατά τα έτη 2022 και 2023 τελούσαν σε αντιστοιχία με την ανεξαρτησία τους και τη σπουδαιότητα των καθηκόντων τους.
62. Στην υπόθεση C‑374/23, το Vilniaus apygardos administracinis teismas (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο Βίλνιους) επισήμανε ότι, κατά τα 13 έτη που μεσολάβησαν μεταξύ του 2008 και του 2021, η ονομαστική αξία των αποδοχών των δικαστών υπέστη μείωση κατά 3,2 %, απλώς και μόνον λόγω των φορολογικών αλλαγών. Το αιτούν δικαστήριο δεν παρέσχε καμία διευκρίνιση σχετικά με τη φορολογική μεταρρύθμιση του 2019 στη Λιθουανία. Εν πάση περιπτώσει, όπως προκύπτει από το σημείο 51 των παρουσών προτάσεων, ο προσδιορισμός των αποδοχών των δικαστών είναι, κατά κανόνα, άνευ σημασίας για την εκτίμηση στο πλαίσιο του άρθρου 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ.
63. Η Λιθουανική Κυβέρνηση και η Επιτροπή υποστηρίζουν ότι, σύμφωνα με το άρθρο 3 του LRJ, ο βασικός συντελεστής για τον υπολογισμό των αποδοχών των δικαστών και των άλλων δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων στηρίζεται σε σαφείς και αντικειμενικές παραμέτρους, συνδεόμενες με τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που επικρατούν στη Δημοκρατία της Λιθουανίας (94). Κατ’ αρχήν, επικαιροποιείται σε ετήσια βάση και δεν μπορεί να είναι μικρότερος από τον συντελεστή του προηγούμενου έτους. Στην υπόθεση C‑374/23 δεν υφίσταται καμία ένδειξη ότι οι αποδοχές των δικαστών στη Λιθουανία στοχοποιήθηκαν ή ότι επηρεάστηκαν δυσανάλογα, σε σύγκριση με τις αποδοχές άλλων δημοσίων λειτουργών ή υπαλλήλων. Από το άρθρο 3 του LRJ προκύπτει, μεταξύ άλλων, ότι οι αποδοχές τους καθορίζονται σε αντιστοιχία με τις αποδοχές των λοιπών δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά τη μεταρρύθμιση των αποδοχών των δημοσίων υπαλλήλων που εγκρίθηκε στις 25 Μαΐου 2023 (95). Το γεγονός ότι η εν λόγω μεταρρύθμιση αύξησε (σημαντικά) τις αποδοχές των δικαστών και των λοιπών δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων δεν θέτει, σύμφωνα με το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ, εν αμφιβόλω τη νομιμότητα των ποσών που καταβάλλονταν προηγουμένως στους δικαστές.
64. Το Vilniaus apygardos administracinis teismas (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο Βίλνιους) επισήμανε ότι το σχετικό ύψος των αποδοχών των δικαστών στη Λιθουανία είχε υποστεί μείωση συν τω χρόνω και ότι, από τα τέλη του 2021, προσέγγιζε το επίπεδο του μέσου εθνικού μισθού. Η Λιθουανική Κυβέρνηση υποστήριξε, κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ότι τα αριθμητικά στοιχεία που προσκόμισε το αιτούν δικαστήριο είναι εσφαλμένα, διότι δεν αποτυπώνουν τα ποσά που καταβλήθηκαν αναδρομικά στους δικαστές μεταξύ 2016 και 2019 κατόπιν της αποφάσεως του Lietuvos Respublikos Konstitucinis Teismas (Συνταγματικού Δικαστηρίου της Δημοκρατίας της Λιθουανίας), με την οποία κρίθηκε αντισυνταγματική η μείωση των αποδοχών των δικαστών (96).
65. Μολονότι η εκτίμηση της καταλληλότητας των επίμαχων στην υπόθεση της κύριας δίκης αποδοχών των δικαστών εναπόκειται εν τέλει στο Vilniaus apygardos administracinis teismas (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο Βίλνιους), από το διάγραμμα 3.36 της Εκθέσεως CEPEJ του 2020 (97) και από το διάγραμμα 3.46 της Εκθέσεως CEPEJ του 2022 (98) προκύπτει ότι ο μέσος ακαθάριστος μισθός των δικαστών του Lietuvos Aukščiausiasis Teismas (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Λιθουανία) ήταν 2,2 (το 2018) ή 2,1 (το 2020) φορές υψηλότερος του μέσου ακαθάριστου εθνικού μισθού (99). Από τη σύγκριση των στοιχείων που προέρχονται από άλλα κράτη μέλη προκύπτει ότι, το 2018, οι αποδοχές των Λιθουανών δικαστών (100) κατά την έναρξη της σταδιοδρομίας τους στο Ανώτατο Δικαστήριο του εν λόγω κράτους βρίσκονται στο μέσο της κλίμακας και είναι υψηλότερες από εκείνες των αντίστοιχων Αυστριακών (1,5), των Βέλγων (1,6), των Φινλανδών (1,5), των Γάλλων (1,3), των Κροατών (1,7), των Ολλανδών (1,3), των Γερμανών (0,9), των Ούγγρων (1,8), των Ιταλών (1,9), των Λουξεμβουργιανών (1,4), των Λεττονών (1,9), των Σλοβένων (1,6), των Σουηδών (1,8) και των Ισπανών (2,1) δικαστών (101).
Πρόταση
66. Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα προδικαστικά ερωτήματα που υπέβαλαν το Sąd Rejonowy w Białymstoku (πρωτοδικείο Białystok, Πολωνία) και το Vilniaus apygardos administracinis teismas (περιφερειακό διοικητικό δικαστήριο Βίλνιους, Λιθουανία) ως εξής:
Το άρθρο 19, παράγραφος 1, δεύτερο εδάφιο, ΣΕΕ έχει την έννοια ότι
δεν αντιτίθεται στην εκ μέρους της νομοθετικής ή/και της εκτελεστικής εξουσίας των κρατών μελών θέσπιση νόμων για τον καθορισμό και/ή τη μείωση των αποδοχών των δικαστών, μεταξύ άλλων με συλλογικές συμβάσεις που συνάπτονται σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο·
επιβάλλει στα κράτη μέλη την υποχρέωση να θεσπίσουν νομικό πλαίσιο για τη διευκόλυνση του καθορισμού των αποδοχών των δικαστών το οποίο σκοπεί την προστασία της ανεξαρτησίας των δικαστών μέσω της διασφαλίσεως του ότι το ύψος των αποδοχών των δικαστών τελεί σε αντιστοιχία με τη σπουδαιότητα των καθηκόντων που ασκούν. Οι νόμοι που διέπουν τις αποδοχές των δικαστών πρέπει να λειτουργούν βάσει κατάλληλων, αντικειμενικών και επαληθεύσιμων κριτηρίων τα οποία είναι σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας·
απαιτεί κάθε εκτίμηση της καταλληλότητας του ύψους των αποδοχών των δικαστών να λαμβάνει υπόψη όλους τους σχετικούς κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες και να αφορά την εξέλιξη των εν λόγω αποδοχών συν τω χρόνω·
απαιτεί οποιοσδήποτε εθνικός νόμος με τον οποίο σκοπείται μείωση του ύψους των αποδοχών των δικαστών να παρέχει σαφή αιτιολογία για τη μείωση αυτήν. Οι εν λόγω μειώσεις στις αποδοχές των δικαστών που ενδέχεται να προκύπτουν από τον εν λόγω νόμο πρέπει να είναι προσωρινού χαρακτήρα, ενώ το ύψος και διάρκειά τους πρέπει να προσαρμόζονται και να διαμορφώνονται αναλόγως της σοβαρότητας και της διατήρησης των συνθηκών που δικαιολογούν τη θέσπισή τους. Σε καμία περίπτωση οι εν λόγω μειώσεις στις αποδοχές δεν πρέπει να αφορούν ειδικώς τη δικαστική εξουσία επιφυλάσσοντας σε αυτή δυσμενή μεταχείριση·
απαιτεί οι κανόνες σχετικά με τις αποδοχές των δικαστών ή τυχόν μειώσεις σε αυτές να υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο.