Language of document : ECLI:EU:T:2021:669

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ένατο πενταμελές τμήμα)

της 6ης Οκτωβρίου 2021 (*)

«Οικονομική και νομισματική πολιτική – Προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων – Ειδικά καθήκοντα εποπτείας που έχουν ανατεθεί στην ΕΚΤ – Απόφαση ανάκλησης της άδειας πιστωτικού ιδρύματος– Παράβαση της νομοθεσίας για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας – Παραδεκτό – Αρμοδιότητες των αρμόδιων εθνικών αρχών (ΑΕΑ) των συμμετεχόντων κρατών μελών και της ΕΚΤ εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (ΕΕΜ) – Ίση μεταχείριση – Αναλογικότητα – Προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Ασφάλεια δικαίου – Κατάχρηση εξουσίας – Δικαιώματα άμυνας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Στις υποθέσεις T‑351/18 και T‑584/18,

Ukrselhosprom PCF LLC, με έδρα τη Solone (Ουκρανία),

Versobank AS, με έδρα το Τάλιν (Εσθονία),

εκπροσωπούμενες από τον O. Behrends, δικηγόρο,

προσφεύγουσες,

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), εκπροσωπούμενης από τις C. Hernández Saseta και G. Marafioti, επικουρούμενες από τον B. Schneider, δικηγόρο,

καθής,

υποστηριζόμενης από την

Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από την A. Steiblytė, τον Δ. Τριανταφύλλου και τον A. Nijenhuis,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο προσφυγή δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ για την ακύρωση, πρώτον, της απόφασης ECB/SSM/2018-EE‑1 WHD‑2017‑0012 της ΕΚΤ, της 26ης Μαρτίου 2018, δεύτερον, της απόφασης ECB/SSM/2018-EE‑2 WHD‑2017-0012, της 17ης Ιουλίου 2018, η οποία αντικατέστησε την απόφαση ECB/SSM/2018-EE‑1 WHD‑2017-0012, με τις οποίες η ΕΚΤ ανακάλεσε την άδεια λειτουργίας της Versobank για την πρόσβαση σε δραστηριότητες πιστωτικού ιδρύματος και, τρίτον, της απόφασης ECB‑SSM‑2018‑EE‑3, της 14ης Αυγούστου 2018, σχετικά με τα έξοδα της διαδικασίας επανεξέτασης,

Το ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο από τους M. J. Costeira (εισηγήτρια), πρόεδρο τμήματος, Δ. Γρατσία, M. Kancheva, B. Berke και T. Perišin, δικαστές,

γραμματέας: P. Cullen, διοικητικός υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 25ης Σεπτεμβρίου 2020,

εκδίδει την ακόλουθη

ΑΠΟΦΑΣΗ

I.      Ιστορικό της διαφοράς

1        Η Versobank AS, η δεύτερη προσφεύγουσα, είναι πιστωτικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην Εσθονία. Κύριος μέτοχός της είναι η Ukrselhosprom PCF LLC, η πρώτη προσφεύγουσα, η οποία κατέχει το 85,2622 % του κεφαλαίου της.

2        Η δεύτερη προσφεύγουσα χαρακτηρίστηκε ως λιγότερο σημαντικό ίδρυμα κατά την έννοια του άρθρου 6 του κανονισμού (ΕΕ) 1024/2013 του Συμβουλίου, της 15ης Οκτωβρίου 2013, για την ανάθεση ειδικών καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) σχετικά με τις πολιτικές που αφορούν την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων (ΕΕ 2013, L 287, σ. 63, στο εξής: βασικός κανονισμός ΕΕΜ).

3        Ως λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα, η δεύτερη προσφεύγουσα τελούσε υπό την προληπτική εποπτεία της Finantsinspektsioon (FSA, Εσθονία), η οποία ενεργούσε ως αρμόδια εθνική αρχή (ΑΕΑ), κατά την έννοια του άρθρου 2, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ. Η FSA ήταν επίσης αρμόδια να εποπτεύει την τήρηση των κανόνων στον τομέα της καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας (στο εξής: ΚΞΧ/ΧΤ).

4        Η FSA, από το 2015, διαπίστωσε επανειλημμένες παραβάσεις εκ μέρους της δεύτερης προσφεύγουσας, οι οποίες συνδέονταν, αφενός, με την αναποτελεσματικότητα του καθεστώτος που εφάρμοζε στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ ως προς τη διαχείριση των κινδύνων που ανέκυπταν από το επιχειρηματικό της μοντέλο και, αφετέρου, με την ακαταλληλότητα του εφαρμοζόμενου στον τομέα αυτόν πλαισίου διακυβέρνησης.

5        Η FSA διενήργησε πολλούς επιτόπιους ελέγχους. Ο πρώτος από αυτούς πραγματοποιήθηκε από τις 13 Απριλίου έως τις 12 Ιουνίου 2015.

6        Λαμβανομένου υπόψη ότι οι διαπιστωθείσες παραβάσεις επαναλαμβάνονταν, η FSA, αφού απηύθυνε στη δεύτερη προσφεύγουσα πλείονες αιτήσεις για να συμμορφωθεί με τις κανονιστικές απαιτήσεις, εξέδωσε εντολή προς συμμόρφωση με ημερομηνία 8 Αυγούστου 2016.

7        Η επίμαχη εντολή, επιβάλλουσα την άμεση διόρθωση των πλημμελειών που διαπιστώθηκαν κατά τον διενεργηθέντα το 2015 επιτόπιο έλεγχο, απαιτούσε από τη δεύτερη προσφεύγουσα τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων: πρώτον, να εφαρμόσει τις υφιστάμενες αλλά όχι ορθώς ακολουθούμενες εσωτερικές πολιτικές και διαδικασίες στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ, δεύτερον, να εφαρμόσει τα μέτρα δέουσας επιμέλειας του άρθρου 13, παράγραφος 1, σημεία 3 έως 5, του Rahapesu ja terrorismi rahastamis tõkestaisseadus (εσθονικού νόμου περί ΚΞΧ/ΧΤ), της 19ης Δεκεμβρίου 2007, με τον οποίο μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη η οδηγία (ΕΕ) 2015/849 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 20ής Μαΐου 2015, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή για τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, και την κατάργηση της οδηγίας 2005/60/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και της οδηγίας 2006/70/ΕΚ της Επιτροπής (ΕΕ 2015, L 141, σ. 73), ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως, τρίτον, να επαληθεύσει την ορθή εφαρμογή των μέτρων δέουσας επιμέλειας του άρθρου 13, παράγραφος 1, σημεία 3 έως 5, του εσθονικού νόμου περί ΚΞΧ/ΧΤ, τέταρτον, να αρνηθεί την εκτέλεση συναλλαγών σε περίπτωση που το άρθρο 27, παράγραφος 2, του νόμου αυτού, ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως, την υποχρέωνε να ασκήσει το δικαίωμα αυτό και, πέμπτον, να συμμορφωθεί άμεσα με την υποχρέωση κοινοποίησης του άρθρου 32 του εν λόγω νόμου, ως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της υπό κρίση υποθέσεως, το οποίο προέβλεπε την υποχρέωση γνωστοποίησης, σε περίπτωση που υπάρχει υπόνοια νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, όταν πληρούνται οι αντίστοιχες προϋποθέσεις. Επιπροσθέτως, η εντολή αυτή απαιτούσε από την εν λόγω προσφεύγουσα να υποβάλει εγγράφως πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο θα εκπλήρωνε τις υποχρεώσεις αυτές το αργότερο έως τις 9 Δεκεμβρίου 2016.

8        Από τις 13 Σεπτεμβρίου έως τις 11 Νοεμβρίου 2016, διενεργήθηκε από την FSA δεύτερος επιτόπιος έλεγχος.

9        Επιπλέον, από τις 5 Σεπτεμβρίου έως τις 14 Νοεμβρίου 2016 η FSA διενήργησε τρίτο επιτόπιο έλεγχο. Ο έλεγχος αυτός είχε ως αντικείμενο διαπιστωθείσες παραλείψεις που αφορούσαν τη φερόμενη ως παράνομη λειτουργία από τη δεύτερη προσφεύγουσα υποκαταστήματος ή θυγατρικής στη Λεττονία.

10      Με έγγραφο της 9ης Δεκεμβρίου 2016, η δεύτερη προσφεύγουσα κοινοποίησε στην FSA τις γραπτές παρατηρήσεις της επί της επίμαχης εντολής.

11      Με έγγραφο της 28ης Φεβρουαρίου 2017, η FSA γνωστοποίησε στη δεύτερη προσφεύγουσα ότι δεν είχε ακόμη συμμορφωθεί με όλες τις υποχρεώσεις που προβλέπονταν στην επίμαχη εντολή. Στις 10 Απριλίου 2017 η FSA διαπίστωσε ότι η εν λόγω προσφεύγουσα βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης (στο εξής: απόφαση FOLTF).

12      Κατόπιν των πληροφοριών που έλαβε από τη δεύτερη προσφεύγουσα, η FSA έκρινε αναγκαίο να διεξαγάγει επισταμένη έρευνα. Η FSA πραγματοποίησε τέταρτο επιτόπιο έλεγχο από τις 4 έως τις 22 Σεπτεμβρίου 2017. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου αυτού, διαπίστωσε σοβαρές και ουσιώδεις παραβάσεις της νομοθεσίας περί ΚΞΧ/ΧΤ αντίστοιχες με εκείνες που είχαν διαπιστωθεί κατά τη διάρκεια των δύο προηγούμενων ελέγχων και έκρινε ότι το σύστημα εσωτερικού ελέγχου της εν λόγω προσφεύγουσας ήταν πλημμελές και ανεπαρκές.

13      Στις 8 Φεβρουαρίου 2018 η ΕΚΤ έλαβε από την FSA πρόταση για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της δεύτερης προσφεύγουσας, σύμφωνα με το άρθρο 80 του κανονισμού (ΕΕ) 468/2014 της ΕΚΤ, της 16ης Απριλίου 2014, που θεσπίζει το πλαίσιο συνεργασίας μεταξύ της ΕΚΤ, των εθνικών αρμόδιων αρχών και των εθνικών εντεταλμένων αρχών εντός του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (κανονισμός για το πλαίσιο ΕΕΜ) (ΕΕ 2014, L 141, σ. 1).

14      Στο πλαίσιο της υποχρέωσης συνεργασίας που προβλέπει το άρθρο 80, παράγραφος 2, του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ, η FSA ενήργησε, μέσω του τμήματος εξυγίανσης, δυνάμει του άρθρου 3 του Finantskriisi ennetamja lahendaisation seadus (εσθονικού νόμου για την πρόληψη και την επίλυση οικονομικών κρίσεων), της 18ης Φεβρουαρίου 2015, και ως εθνική αρχή εξυγίανσης αρμόδια για τα πιστωτικά ιδρύματα. Στις 7 Φεβρουαρίου 2018 το διοικητικό της συμβούλιο ενέκρινε την αξιολόγηση που είχε καταρτίσει το εν λόγω τμήματος εξυγίανσης σύμφωνα με την οποία δεν υφίσταντο λόγοι δημοσίου συμφέροντος για την άσκηση των εξουσιών εξυγίανσης σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 39, παράγραφοι 1, 3 και 4, του εν λόγω νόμου, με το οποίο μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη το άρθρο 32, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, και παράγραφος 5, της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2014, L 173, σ. 190).

15      Στις 6 Μαρτίου 2018 το εποπτικό συμβούλιο της ΕΚΤ ενέκρινε το σχέδιο απόφασης για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της δεύτερης προσφεύγουσας και της έταξε προθεσμία προκειμένου να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επί του εν λόγω σχεδίου, σύμφωνα με το άρθρο 31 του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ. Μετά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, κινήθηκε διαδικασία εκκαθάρισης έναντι της εν λόγω προσφεύγουσας και ορίσθηκαν εκκαθαριστές.

16      Στις 14 Μαρτίου 2018 η δεύτερη προσφεύγουσα κατέθεσε τις παρατηρήσεις της, οι οποίες ελήφθησαν υπόψη στο πλαίσιο της οριστικής απόφασης. Αφού εξέτασε τις παρατηρήσεις αυτές, η ΕΚΤ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ήταν αναγκαίο να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της.  

17      Βάσει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 14, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ, του άρθρου 83 του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ και του άρθρου 17 του Krediidiasutuste seadus (εσθονικού νόμου περί πιστωτικών ιδρυμάτων), της 9ης Φεβρουαρίου 1999, που μετέφερε στην εσωτερική έννομη τάξη την οδηγία 2013/36/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με την πρόσβαση στη δραστηριότητα πιστωτικών ιδρυμάτων και την προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων, για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/87/ΕΚ και για την κατάργηση των οδηγιών 2006/48/ΕΚ και 2006/49/ΕΚ (ΕΕ 2013, L 176, σ. 338), η ΕΚΤ εξέδωσε και κοινοποίησε στη δεύτερη προσφεύγουσα την απόφαση της 26ης Μαρτίου 2018 με την οποία ανακάλεσε την άδεια λειτουργίας της (στο εξής: απόφαση της 26ης Μαρτίου 2018).

18      Στις 27 Μαρτίου 2018 ο αρμόδιος Εσθονός δικαστής εξέδωσε απόφαση για την έναρξη της διαδικασίας εκκαθάρισης της δεύτερης προσφεύγουσας.

19      Στις 26 Απριλίου 2018 περιήλθε στο διοικητικό συμβούλιο επανεξέτασης της ΕΚΤ (στο εξής: ΔΣΕ) αίτηση της πρώτης προσφεύγουσας με αντικείμενο την επανεξέταση της απόφασης της 26ης Μαρτίου 2018. Το διοικητικό συμβούλιο επανεξέτασης έκρινε παραδεκτό το αίτημα επανεξέτασης, καθόσον θεώρησε ότι η εν λόγω απόφαση αφορούσε την προσφεύγουσα αυτή άμεσα και ατομικά.

20      Στις 22 Ιουνίου 2018 το ΔΣΕ εξέδωσε και κοινοποίησε στο εποπτικό συμβούλιο της ΕΚΤ τη γνώμη AB/2018/03, με την οποία πρότεινε στο εποπτικό συμβούλιο να θεωρήσει αβάσιμες τις προβαλλόμενες ουσιαστικές και διαδικαστικές παραβάσεις και να εκδώσει απόφαση με περιεχόμενο πανομοιότυπο με εκείνο της απόφασης της 26ης Μαρτίου 2018.

21      Το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ ακολούθησε τη γνώμη αυτή και εξέδωσε την απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018 (στο εξής: απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018), η οποία κοινοποιήθηκε στους εκκαθαριστές της δεύτερης προσφεύγουσας, που είχε εν τω μεταξύ τεθεί υπό εκκαθάριση.

22      Με απόφαση της 26ης Μαρτίου 2018, η ΕΚΤ ανακάλεσε την άδεια πιστωτικού ιδρύματος της δεύτερης προσφεύγουσας. Με απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018, η ΕΚΤ κατάργησε και αντικατέστησε την απόφαση της 26ης Μαρτίου 2018. Με απόφαση επί των εξόδων, καταδίκασε επιπλέον την πρώτη προσφεύγουσα στην καταβολή των εξόδων σχετικά με τη διαδικασία της επανεξέτασης.

23      Στο σημείο 3.2 της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018 η ΕΚΤ υπενθυμίζει ότι, πρώτον, η πρόταση ανάκλησης της άδειας λειτουργίας σχετικά με την πρόσβαση στις δραστηριότητες πιστωτικού ιδρύματος που αφορούσε τη δεύτερη προσφεύγουσα εκδόθηκε μετά από μακρά περίοδο κατά την οποία η δεύτερη προσφεύγουσα υπέπεσε επανειλημμένως σε παραλείψεις και παραβάσεις των εφαρμοστέων διατάξεων, δεύτερον, η ΑΕΑ, από το 2015, διενήργησε τέσσερις επιτόπιους ελέγχους και το 2016 εξέδωσε εντολή και, τρίτον, εφόσον η εν λόγω προσφεύγουσα δεν συμμορφώθηκε ούτε με τις ανεπίσημες αιτήσεις ούτε με την επίμαχη εντολή, η ΕΚΤ δεν μπορούσε να διατυπώσει θετική αξιολόγηση όσον αφορά τη μελλοντική τήρηση από την εν λόγω προσφεύγουσα των κανονιστικών απαιτήσεων που της είχαν επιβληθεί.

24      Επίσης, στο σημείο 3.2 της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018, η ΕΚΤ εκτίμησε ότι, βάσει των συλλεγέντων αποδεικτικών στοιχείων και των αποτελεσμάτων των επιτόπιων ελέγχων που διενήργησε η FSA, οι προϋποθέσεις για την ανάκληση άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος που προβλέπονται στο άρθρο 18, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2013/36, όπως έχει μεταφερθεί στην εσθονική έννομη τάξη, έπρεπε να θεωρηθεί ότι πληρούνταν όσον αφορά τη δεύτερη προσφεύγουσα. Οι λόγοι της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος ήταν οι εξής:

–        η μη ύπαρξη, εντός της εν λόγω προσφεύγουσας, του απαιτούμενου από την FSA πλαισίου διακυβέρνησης, σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις οι οποίες μετέφεραν στην εσωτερική έννομη τάξη το άρθρο 74 της οδηγίας 2013/36·

–        η μη ύπαρξη, εντός της προσφεύγουσας αυτής, αποτελεσματικού καθεστώτος που εφαρμόζεται στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ για τη διαχείριση των κινδύνων που ανέκυπταν από το επιχειρηματικό της μοντέλο, παρά τους τρεις επιτόπιους ελέγχους στον τομέα αυτό, τις πλείονες συναντήσεις και προειδοποιήσεις, την επίμαχη εντολή και το έγγραφο σχετικά με τη μη συμμόρφωση με την εν λόγω εντολή·

–        η μη εφαρμογή, από την ίδια προσφεύγουσα, της εν λόγω εντολής εντός της ταχθείσας προθεσμίας και στον απαιτούμενο βαθμό·

–        η υποβολή από την προσφεύγουσα στην FSA παραπλανητικών και ανακριβών στοιχείων και η παράβαση από την ίδια προσφεύγουσα των προϋποθέσεων που προβλέπει η νομοθεσία κράτους μέλους του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (συγκεκριμένα της Δημοκρατίας της Λεττονίας).

25      Ειδικότερα, όσον αφορά τον πρώτο λόγο στον οποίο στηρίζεται η ανάκληση της άδειας λειτουργίας, δηλαδή τη μη ύπαρξη εντός της δεύτερης προσφεύγουσας των απαιτούμενου από την FSA πλαισίου διακυβέρνησης, σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις που μετέφεραν στην εσωτερική έννομη τάξη το άρθρο 74 της οδηγίας 2013/36, η ΕΚΤ διευκρίνισε στο σημείο 3.3.1, στοιχείο αʹ, της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018 ότι το σύστημα ελέγχων ήταν ελλιπές και ακατάλληλο, λαμβανομένων υπόψη του είδους, των σκοπών και της πολυπλοκότητας του επιχειρηματικού μοντέλου της εν λόγω προσφεύγουσας.

26      Όσον αφορά τον δεύτερο λόγο που δικαιολογεί την ανάκληση της άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, η ΕΚΤ διευκρίνισε στο σημείο 3.3.1, στοιχείο βʹ, της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018 ότι το επιχειρηματικό μοντέλο της δεύτερης προσφεύγουσας επικεντρωνόταν στην παροχή υπηρεσιών σε αλλοδαπούς επαγγελματίες πελάτες με υψηλή καθαρή αξία και ότι, κατά τους τρεις πρώτους επιτόπιους ελέγχους που διενήργησε η FSA από 2015 έως 2017, παρατηρήθηκε σημαντικός αριθμός ασυνήθιστων συναλλαγών.

27      Επιπροσθέτως, κατά την ΕΚΤ, οι δραστηριότητες του διοικητικού συμβουλίου και του εποπτικού συμβουλίου της δεύτερης προσφεύγουσας στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ και της διαχείρισης των κινδύνων κρίθηκαν πλημμελείς, στο μέτρο που το εν λόγω διοικητικό συμβούλιο δεν είχε καθορίσει το επίπεδο ανοχής κινδύνων για την εν λόγω προσφεύγουσα, ούτε είχε θέσει σε εφαρμογή χωριστό σύστημα αξιολόγησης των κινδύνων στον τομέα αυτόν, ούτε είχε εκπονήσει ανάλυση των λειτουργικών κινδύνων που να περιλαμβάνει εμπεριστατωμένη ανάλυση των κινδύνων στον εν λόγω τομέα, κατά παράβαση του άρθρου 55, παράγραφος 2, σημεία 2 και 3, του νόμου αυτού.

28      Επομένως, κατά την ΕΚΤ, η δεύτερη προσφεύγουσα δεν διέθετε το απαιτούμενο από το άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχείο ιεʹ, της οδηγίας 2013/36 πλαίσιο διακυβέρνησης, και, επομένως, πληρούσε την προϋπόθεση του άρθρου 18, στοιχείο στʹ, της ίδιας οδηγίας για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας. Επιπλέον, λαμβανομένης υπόψη της προγενέστερης επίδοσης της εν λόγω προσφεύγουσας, συμμερίστηκε την άποψη της FSA ότι ήταν εξαιρετικά απίθανο το νέο διοικητικό συμβούλιο της προσφεύγουσας αυτής, το τέταρτο από το 2015, να εφαρμόσει σοβαρά τις αναγγελθείσες αλλαγές όσον αφορά το σύστημα διαχείρισης κινδύνων στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ.

29      Όσον αφορά τον τρίτο λόγο που δικαιολογεί την ανάκληση της άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, η ΕΚΤ επισήμανε στο σημείο 3.3.1, στοιχείο γʹ, της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018 ότι η δεύτερη προσφεύγουσα δεν είχε συμμορφωθεί με την επίμαχη εντολή εντός της ταχθείσας προθεσμίας της 9ης Δεκεμβρίου 2016. Κατά την ΕΚΤ, με την εν λόγω εντολή, η FSA επέβαλε στην εν λόγω προσφεύγουσα την υποχρέωση, ειδικότερα, πρώτον, να εφαρμόσει τους διαδικαστικούς κανόνες, δεύτερον, να εφαρμόσει ορθώς στο μέλλον το άρθρο 13, παράγραφος 1, ρήτρες 3 έως 5, του εσθονικού νόμου περί ΚΞΧ/ΧΤ, ως ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης της εντολής αυτής, και να μην εμπλακεί σε εμπορικές σχέσεις εφόσον τούτο ήταν αναγκαίο, τρίτον, να εξακριβώσει αν οι εν λόγω διατάξεις είχαν εφαρμοστεί ορθώς στις υφιστάμενες εμπορικές σχέσεις και, εάν ήταν αναγκαίο, να εφαρμόσει εκ νέου μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, τέταρτον, να αποφύγει, ενδεχομένως, τη διενέργεια συναλλαγών σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 27, παράγραφος 2, του εν λόγω νόμου, ως ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης της επίμαχης εντολής, πέμπτον, να αναφέρει στη μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών δραστηριότητες ή άλλες περιστάσεις που ενδεχομένως αποτελούσαν ένδειξη τέλεσης ή απόπειρα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ή σε περίπτωση που η προσφεύγουσα αυτή είχε λόγο να υποθέσει ή γνώριζε ότι επρόκειτο για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, και, έκτον, να παράσχει στην FSA έκθεση των δράσεων που είχε αναλάβει για την εφαρμογή των ανωτέρω υποχρεώσεων. Ωστόσο, κατά τον τρίτο επιτόπιο έλεγχο, η FSA διαπίστωσε ότι οι προαναφερθείσες υποχρεώσεις δεν είχαν τηρηθεί πλήρως και ότι υφίσταντο ακόμη οι προσαπτόμενες πλημμέλειες. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η μη εκτέλεση της επίμαχης εντολής συνιστούσε άλλον έναν λόγο που δικαιολογούσε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, κατά το άρθρο 18, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2013/36.

30      Όσον αφορά τον τέταρτο λόγο που δικαιολογεί την ανάκληση της άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, η ΕΚΤ επισήμανε στο σημείο 3.3, στοιχείο δʹ, της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018 ότι η δεύτερη προσφεύγουσα υπέβαλε στην FSA παραπλανητικές και ανακριβείς πληροφορίες και έγγραφα σχετικά με τις δραστηριότητές της στη Λεττονία, ισχυριζόμενη, αφενός, ότι δεν διέθετε θυγατρική εκεί και σημειώνοντας, αφετέρου, στην από 9 Φεβρουαρίου 2016 ανακοίνωσή της προς την εν λόγω ΑΕΑ ότι είχε κλείσει την εγκατάστασή της στη Λεττονία, ενώ η εγκατάσταση αυτή εξακολουθούσε να λειτουργεί. Κατά την άποψη της ΕΚΤ, τα αποτελέσματα του επιτόπιου ελέγχου που διενήργησε η εν λόγω ΑΕΑ από 5 Σεπτεμβρίου έως 14 Νοεμβρίου 2016 απέδειξαν ότι, στην πραγματικότητα, η εν λόγω προσφεύγουσα παρείχε χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες στη Λεττονία αδιαλείπτως από τον Οκτώβριο του 2013. Η ΕΚΤ επισήμανε ότι, σύμφωνα με τις πληροφορίες που διαβίβασε η λεττονική εθνική εποπτική αρχή στην FSA, η εν λόγω προσφεύγουσα είχε συστήσει τη «θυγατρική» της στη Λεττονία κατά παράβαση των λεττονικών νομοθετικών διατάξεων που μετέφεραν στην εσωτερική έννομη τάξη τα άρθρα 35 έως 38 της οδηγίας 2013/36, σχετικά με τη διαδικασία περί «διαβατηρίου». Κατά την άποψή της, η ενέργεια αυτή συνιστούσε παράβαση του άρθρου 17, παράγραφος 1, σημεία 2 και 15, του εσθονικού νόμου περί πιστωτικών ιδρυμάτων. Ως εκ τούτου, η ΕΚΤ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η εν λόγω ενέργεια συνιστούσε πρόσθετο λόγο για την ανάκληση της άδειας λειτουργία πιστωτικού ιδρύματος, κατά το άρθρο 18, στοιχείο εʹ, της εν λόγω οδηγίας.

31      Όσον αφορά την εξέταση του αναλογικού χαρακτήρα της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας και, αρχικώς, του πρόσφορου χαρακτήρα της ανάκλησης αυτής, η ΕΚΤ υπογράμμισε ότι σκοπός της ανάκλησης της χορηγηθείσας σε πιστωτικό ίδρυμα άδειας λειτουργίας ήταν να σταματήσουν εκ μέρους του πιστωτικού ιδρύματος οι παραβάσεις της ισχύουσας νομοθεσίας, και ότι η ανάγκη ένα τέτοιο ίδρυμα να διαθέτει κατάλληλο σύστημα διακυβέρνησης οφείλεται στο ότι οι ανεπάρκειες του συστήματος αυτού ενδέχεται να οδηγήσουν στην πτώχευση του ίδιου του ιδρύματος καθώς και σε συστημικά προβλήματα στα κράτη μέλη και σε παγκόσμιο επίπεδο. Εκτίμησε ότι, λαμβανομένων υπόψη των παραβάσεων της νομοθεσίας για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες οι οποίες διήρκεσαν επί μακρό χρονικό διάστημα και προσάπτονται στη δεύτερη προσφεύγουσα, η FSA έπρεπε να παρέμβει και ότι, εν προκειμένω, η FSA καταρχάς εξέδωσε εντολή, μόνο δε μετά τη μη εφαρμογή της εν λόγω εντολής, πρότεινε την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, η οποία έπρεπε υπό τις συνθήκες αυτές να θεωρηθεί κατάλληλο και αναλογικό μέτρο. Θεώρησε ότι το εν λόγω μέτρο ήταν πρόσφορο και σε σχέση με την παράβαση της διαδικασίας κοινοποίησης η οποία αποκαλείται διαδικασία περί «διαβατηρίου» και η οποία έπρεπε να τηρηθεί για την ίδρυση υποκαταστήματος σε άλλο κράτος μέλος.

32      Εν συνεχεία, όσον αφορά την εξέταση του αναγκαίου χαρακτήρα της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, η ΕΚΤ έλαβε υπόψη όχι μόνον τη βαρύτητα των παραβάσεων που διαπιστώθηκαν, αλλά και όλα τα λιγότερο επαχθή μέτρα που είχαν ήδη ληφθεί για την αντιμετώπιση των καταλογιστέων στη δεύτερη προσφεύγουσα πλημμελειών. Λαμβανομένων υπόψη της επαναλαμβανόμενης παράνομης συμπεριφοράς της εν λόγω προσφεύγουσας, των εσφαλμένων πληροφοριών που παρέσχε η προσφεύγουσα αυτή σχετικά με τις δραστηριότητές της στη Λεττονία, καθώς και του ότι οι πράξεις εποπτείας και ουσιαστικού ελέγχου που είχε ήδη διενεργήσει η FSA δεν είχαν αποτέλεσμα, διαπίστωσε, αφού εξέτασε όχι μόνον τις ήδη αναληφθείσες από την FSA ενέργειες αλλά και όλα τα άλλα διαθέσιμα μέτρα βάσει της εφαρμοστέας εθνικής νομοθεσίας, συγκεκριμένα τον εσθονικό νόμο περί πιστωτικών ιδρυμάτων, ότι δεν υπήρχαν άλλα λιγότερο επαχθή μέτρα για την αποκατάσταση της νομιμότητας.

33      Ειδικότερα, η ΕΚΤ έκρινε ότι η επιλογή της αναγκαστικής εκποίησης (εκκαθάρισης) της δεύτερης προσφεύγουσας δεν ήταν νομικώς δυνατή. Στη συνέχεια, απαρίθμησε τα διάφορα εξετασθέντα μέτρα υπογραμμίζοντας τους λόγους για τους οποίους εκτίμησε ότι τα μέτρα αυτά δεν ήταν αποτελεσματικά για την αποκατάσταση της νομιμότητας. Κατά πρώτον, θεώρησε ότι νέα αλλαγή στη σύνθεση του διοικητικού συμβουλίου της εν λόγω προσφεύγουσας δεν ήταν αποτελεσματικό μέτρο, καθόσον, πρώτον, η προσφεύγουσα αυτή είχε ήδη προβεί σε πλείονες αλλαγές του διοικητικού συμβουλίου και το μέτρο αυτό δεν είχε επιφέρει αποτελέσματα όσον αφορά τη συμμόρφωση με τις επίμαχες νομικές υποχρεώσεις, δεύτερον, η ίδια προσφεύγουσα είχε ανακοινώσει επανειλημμένως, από το 2015, αλλαγή εμπορικής στρατηγικής, πλην όμως οι ανακοινώσεις αυτές δεν συνοδεύτηκαν στην πράξη από συγκεκριμένες ενέργειες, τρίτον, βάσει του εσθονικού δικαίου, εάν το διοικητικό συμβούλιο μπορεί να επηρεάσει την εμπορική στρατηγική πιστωτικού ιδρύματος, τότε δεν μπορεί να το διοικεί κατά τρόπο αυτόνομο, επειδή η ευθύνη του περιορίζεται στη διεύθυνση της τρέχουσας δραστηριότητας του εν λόγω ιδρύματος, και, τέταρτον, εν προκειμένω, οι πιθανότητες αλλαγής της στρατηγικής λόγω αλλαγής του διοικητικού συμβουλίου ήταν ελάχιστες, λαμβανομένου υπόψη ότι οι δύο θέσεις κλειδιά στο συμβούλιο αυτό καταλαμβάνονται από τους δύο κύριους μετόχους του πιστωτικού ιδρύματος, οι οποίοι μπορούσαν να επηρεάσουν ατύπως τη στρατηγική και να διατηρήσουν κατ’ αυτόν τον τρόπο το status quo.

34      Κατά δεύτερον, όσον αφορά την παύση ή την αναστολή των δικαιωμάτων ψήφου ορισμένων μετόχων, βάσει της διάταξης της εσθονικής νομοθεσίας με την οποία μεταφέρθηκε στην εσωτερική έννομη τάξη το άρθρο 26, παράγραφος 2, της οδηγίας 2013/36, η ΕΚΤ υπογράμμισε ότι, δεδομένου ότι η μετοχική σύνθεση της δεύτερης προσφεύγουσας αποτελείτο από μικρό αριθμό μετόχων, το μέτρο αυτό θα είχε ως συνέπεια να περιέλθει η διαχείριση της τράπεζας στους μετόχους που είχαν μειοψηφική συμμετοχή, οι οποίοι συμμετείχαν σε μικρότερο βαθμό στη λειτουργία του πιστωτικού ιδρύματος και οι οποίοι, εξάλλου, συνδέονταν στενά με τους μετόχους της πλειοψηφίας με οικογενειακούς δεσμούς ή κοινά οικονομικά συμφέροντα, γεγονός το οποίο θα μπορούσε να σημαίνει ότι, παρά τη λήψη του μέτρου, οι ίδιοι μέτοχοι θα επηρέαζαν εμμέσως την κατεύθυνση της στρατηγικής της εν λόγω προσφεύγουσας.

35      Κατά τρίτον, όσον αφορά την έκδοση άλλης εντολής η οποία θα απαγόρευε την παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών από τη δεύτερη προσφεύγουσα τουλάχιστον στους αλλοδαπούς πελάτες υψηλού επιπέδου κινδύνου, η ΕΚΤ έκρινε ότι το μέτρο αυτό δεν ήταν πρόσφορο, καθόσον, αφενός, η μη εκτέλεση της προηγούμενης εντολής έθετε ζητήματα όσον αφορά την ικανότητα και τη βούληση της εν λόγω προσφεύγουσας να συμμορφωθεί με ενδεχόμενη δεύτερη εντολή και, αφετέρου, ο περιορισμός των δραστηριοτήτων της τράπεζας θα της προκαλούσε πολύ μεγάλες μηνιαίες λειτουργικές ζημίες, με αποτέλεσμα να τίθενται σε κίνδυνο η ρευστότητά της και επομένως οι καταθέσεις των πελατών.

36      Κατά τέταρτον, όσον αφορά την εκούσια εκκαθάριση, η ΕΚΤ δέχθηκε ότι η δεύτερη προσφεύγουσα πρότεινε τη λύση αυτή στο πλαίσιο των παρατηρήσεών της επί του σχεδίου απόφασης της 26ης Μαρτίου 2018, ότι η δυνατότητα αυτή υπήρχε βάσει του εσθονικού δικαίου και ότι σε κάθε περίπτωση θα κατέληγε σε ανάκληση της άδειας λειτουργίας, αλλά ότι, ωστόσο, αποφάσισε να μην επιλέξει την κατεύθυνση αυτή, καθόσον, πρώτον, η εκούσια εκκαθάριση θα επισκίαζε τους ουσιώδεις λόγους για τους οποίους η FSA πρότεινε την ανάκληση της άδειας, δεύτερον, η ανάκληση της άδειας θα στηριζόταν στο άρθρο 16, παράγραφος 3, του εσθονικού νόμου περί πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι στο άρθρο 17 του νόμου αυτού, τρίτον, η εκούσια εκκαθάριση θα έδινε επομένως λάθος εντύπωση ως προς τη βαρύτητα των παραβάσεων της εφαρμοστέας νομοθεσίας που διέπραξε η εν λόγω προσφεύγουσα, οι οποίες, κατά την ΕΚΤ, δικαιολογούσαν αναγκαστική ανάκληση της άδειας λειτουργίας και, τέταρτον, δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 5, της οδηγίας 2013/36, η κοινοποίηση σχετικά με την ανάκληση της άδειας πρέπει να αφορά όχι μόνον την ανάκληση αυτή καθεαυτήν αλλά και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται.

37      Κατά πέμπτον, όσον αφορά την εξαγορά από άλλη εσθονική εταιρία, η ΕΚΤ δεν επέλεξε τη λύση αυτή, διότι, αφενός, η προσφεύγουσα αυτή δεν προσκόμισε έγγραφα αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ύπαρξη συγκεκριμένης δέσμευσης από οποιονδήποτε εκ των επενδυτών και, αφετέρου, το επιχειρηματικό σχέδιο που υπέβαλε η δεύτερη προσφεύγουσα δεν παρείχε επαρκείς πληροφορίες προκειμένου να κριθεί κατά πόσον η συναλλαγή θα οδηγούσε σε αλλαγή της εμπορικής στρατηγικής. Εξάλλου, παρά τη συμπληρωματική προθεσμία που χορηγήθηκε στην εν λόγω προσφεύγουσα για την υποβολή εγγράφων, δεν παρέσχε τις αναγκαίες πληροφορίες.

38      Εν τέλει, όσον αφορά την εξέταση του εύλογου χαρακτήρα της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, η ΕΚΤ θεώρησε ότι, λαμβανομένων υπόψη της βαρύτητας και της διάρκειας των παραβάσεων, του γεγονότος ότι η δεύτερη προσφεύγουσα επανέλαβε την παράνομη συμπεριφορά της παρά τις διάφορες προειδοποιήσεις που έλαβε καθώς και της ζημίας στην εμπιστοσύνη των πολιτών στο εσθονικό και το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα που προκλήθηκε από τη συμπεριφορά της, το δημόσιο συμφέρον για την αποκατάσταση της νομιμότητας υπερίσχυε του ιδιωτικού συμφέροντος της εν λόγω προσφεύγουσας να μην ανακληθεί η άδειά της.

39      Όσον αφορά το κατά πόσον η ανάκληση της άδειας λειτουργίας είναι συμβατή με την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η ΕΚΤ εκτίμησε ότι η δεύτερη προσφεύγουσα δεν μπορούσε να επικαλεστεί την αρχή αυτή, καθόσον, κατά πρώτον, η προσφεύγουσα είχε λάβει επανειλημμένως πολλές προειδοποιήσεις (τέσσερις επιτόπιοι έλεγχοι, μία εντολή και διάφορες προειδοποιήσεις), πλην όμως δεν έλαβε τα κατάλληλα μέτρα προκειμένου να σταματήσει την παράνομη συμπεριφορά της, κατά δεύτερον, η FSA ουδέποτε της είχε αναφέρει ότι η άδειά της δεν επρόκειτο να ανακληθεί και, κατά τρίτον, ουδείς μπορεί να επικαλεστεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη προκειμένου να υιοθετήσει ή να διατηρήσει παράνομη συμπεριφορά.

40      Λαμβανομένων υπόψη όλων των ανωτέρω, η ΕΚΤ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι υπήρχαν λόγοι, κατά το άρθρο 18 της οδηγίας 2013/36, για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της δεύτερης προσφεύγουσας και ότι το μέτρο αυτό έπρεπε να θεωρηθεί ανάλογο (πρόσφορο, αναγκαίο και εύλογο), λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της συγκεκριμένης περίπτωσης και της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

II.    Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Α.      Έναρξη της διαδικασίας και αιτήματα των διαδίκων στην υπόθεση T351/18

41      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 5 Ιουνίου 2018, οι προσφεύγουσες άσκησαν προσφυγή.

42      Η ΕΚΤ κατέθεσε το υπόμνημα αντικρούσεως στις 21 Σεπτεμβρίου 2018.

43      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 9 Οκτωβρίου 2018, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει υπέρ της ΕΚΤ.

44      Με απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2018, ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου δέχθηκε την αίτηση παρεμβάσεως.

45      Οι προσφεύγουσες κατέθεσαν το υπόμνημα απαντήσεως στις 12 Δεκεμβρίου 2018. Η ΕΚΤ κατέθεσε το υπόμνημα ανταπαντήσεως στις 18 Φεβρουαρίου 2019.

46      Η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημα παρεμβάσεως στις 20 Δεκεμβρίου 2018. Οι προσφεύγουσες κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί του εν λόγω υπομνήματος στις 25 Φεβρουαρίου 2019.

47      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου την 1η Απριλίου 2019, οι προσφεύγουσες ζήτησαν τη διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως, την εξέταση μαρτύρων καθώς και τη διεξαγωγή αποδείξεων.

48      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 29 Απριλίου 2019, η ΕΚΤ και η Επιτροπή υπέβαλαν τις παρατηρήσεις τους επί του αιτήματος για την εξέταση μαρτύρων και τη διεξαγωγή αποδείξεων που υπέβαλαν οι προσφεύγουσες.

49      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση της 26ης Μαρτίου 2018·

–        να καταδικάσει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα.

50      Η ΕΚΤ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη όσον αφορά την πρώτη προσφεύγουσα·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη όσον αφορά την πρώτη προσφεύγουσα·

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη όσον αφορά τη δεύτερη προσφεύγουσα·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

51      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη όσον αφορά την πρώτη προσφεύγουσα·

–        εν πάση περιπτώσει, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

Β.      Έναρξη της διαδικασίας και αιτήματα των διαδίκων στην υπόθεση T584/18

52      Με δικόγραφο που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 27 Σεπτεμβρίου 2018, οι προσφεύγουσες άσκησαν προσφυγή.

53      Η ΕΚΤ κατέθεσε το υπόμνημα αντικρούσεως στις 20 Δεκεμβρίου 2018.

54      Με δικόγραφο που κατέθεσε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Ιανουαρίου 2019, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζήτησε να παρέμβει υπέρ της ΕΚΤ.

55      Με απόφαση της 25ης Φεβρουαρίου 2019, ο πρόεδρος του δευτέρου τμήματος του Γενικού Δικαστηρίου δέχθηκε την αίτηση παρεμβάσεως.

56      Οι προσφεύγουσες κατέθεσαν το υπόμνημα απαντήσεως στις 28 Μαρτίου 2019. Η ΕΚΤ κατέθεσε το υπόμνημα ανταπαντήσεως στις 3 Ιουνίου 2019.

57      Η Επιτροπή κατέθεσε το υπόμνημα παρεμβάσεως στις 5 Απριλίου 2019. Οι προσφεύγουσες κατέθεσαν τις παρατηρήσεις τους επί του εν λόγω υπομνήματος στις 27 Μαΐου 2019.

58      Οι προσφεύγουσες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018·

–        να ακυρώσει την απόφαση επί των εξόδων·

–        να καταδικάσει την ΕΚΤ στα δικαστικά έξοδα.

59      Η ΕΚΤ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη όσον αφορά την πρώτη προσφεύγουσα·

–        επικουρικώς, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη όσον αφορά την πρώτη προσφεύγουσα·

–        να απορρίψει τον εικοστό πέμπτο λόγο ακυρώσεως ως απαράδεκτο, καθόσον προβλήθηκε από τη δεύτερη προσφεύγουσα·

–        να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη όσον αφορά τη δεύτερη προσφεύγουσα, συμπεριλαμβανομένου του εικοστού πέμπτου λόγου ακυρώσεως, εάν το Γενικό Δικαστήριο δεν τον κρίνει απαράδεκτο·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

60      Η Επιτροπή ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή ως απαράδεκτη όσον αφορά την πρώτη προσφεύγουσα·

–        εν πάση περιπτώσει, να απορρίψει την προσφυγή ως αβάσιμη·

–        να καταδικάσει τις προσφεύγουσες στα δικαστικά έξοδα.

61      Με τα δικόγραφά τους, οι προσφεύγουσες ζήτησαν τη διεξαγωγή αποδείξεων και, ειδικότερα, την προσκόμιση διαφόρων εγγράφων και την εξέταση μαρτύρων.

Γ.      Συνέχεια της διαδικασίας σε αμφότερες τις υποθέσεις

62      Κατόπιν μεταβολής της συνθέσεως των τμημάτων του Γενικού Δικαστηρίου, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 27, παράγραφος 5, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο εισηγητής δικαστής τοποθετήθηκε στο ένατο τμήμα, στο οποίο ανατέθηκαν, κατά συνέπεια, οι υπό κρίση υποθέσεις.

63      Κατόπιν προτάσεως του ενάτου τμήματος, το Γενικό Δικαστήριο αποφάσισε στις 5 Φεβρουαρίου 2020, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 28 του Κανονισμού Διαδικασίας, να παραπέμψει τις υπό κρίση υποθέσεις ενώπιον πενταμελούς τμήματος.

64      Κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή, το Γενικό Δικαστήριο (ένατο πενταμελές τμήμα) αποφάσισε να προχωρήσει στην προφορική διαδικασία και, στο πλαίσιο των μέτρων οργανώσεως της διαδικασίας που προβλέπει το άρθρο 89 του Κανονισμού Διαδικασίας, έθεσε στους διαδίκους γραπτές ερωτήσεις, στις οποίες η Επιτροπή, η ΕΚΤ και οι προσφεύγουσες απάντησαν με δικόγραφα που κατέθεσαν στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 13 Μαρτίου, καθώς και στις 16 και 17 Απριλίου 2020 αντιστοίχως.

65      Με απόφαση της προέδρου του ενάτου τμήματος της 27ης Απριλίου 2020, οι υπό κρίση υποθέσεις συνενώθηκαν προκειμένου να διευκολυνθεί η προφορική διαδικασία.

66      Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση της 25ης Σεπτεμβρίου 2020, οι διάδικοι αγόρευσαν και απάντησαν στις προφορικές ερωτήσεις που έθεσε το Γενικό Δικαστήριο. Οι διάδικοι αγόρευσαν επίσης επί της ενδεχόμενης συνένωσης των υποθέσεων αυτών προκειμένου να εκδοθεί κοινή απόφαση περατώνουσα τη δίκη.

67      Κατόπιν του θανάτου του δικαστή B. Berke την 1η Αυγούστου 2021, οι τρεις δικαστές που υπογράφουν την παρούσα απόφαση συνέχισαν τη διάσκεψη, σύμφωνα με το άρθρο 22 και το άρθρο 24, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας.

68      Με απόφαση του Προέδρου του Γενικού Δικαστηρίου της 13ης Αυγούστου 2021, η υπό κρίση υπόθεση ανατέθηκε σε νέα εισηγήτρια δικαστή, μέλος του ενάτου τμήματος.

III. Σκεπτικό

69      Οι υποθέσεις T‑351/18 και T‑584/18 συνενώνονται προς έκδοση κοινής απόφασης.

Α.      Επί της διατήρησης του αντικειμένου της διαφοράς και του εννόμου συμφέροντος των προσφευγουσών στην υπόθεση T351/18

70      Κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, προσφυγή ακυρώσεως ασκούμενη από φυσικό ή νομικό πρόσωπο είναι παραδεκτή μόνο στον βαθμό κατά τον οποίο ο προσφεύγων έχει έννομο συμφέρον για την ακύρωση της προσβαλλομένης πράξης. Το έννομο συμφέρον, το οποίο αποτελεί πρώτη και βασική προϋπόθεση για την άσκηση κάθε ενδίκου βοηθήματος, προϋποθέτει ότι η ακύρωση της προσβαλλομένης πράξης δύναται, αυτή καθεαυτήν, να έχει έννομες συνέπειες και ότι, επομένως, η προσφυγή μπορεί, ως εκ του αποτελέσματός της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (βλ. απόφαση της 17ης Σεπτεμβρίου 2015, Mory κ.λπ. κατά Επιτροπής, C‑33/14 P, EU:C:2015:609, σκέψεις 55 και 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

71      Το έννομο συμφέρον του προσφεύγοντος πρέπει, λαμβανομένου υπόψη του αντικειμένου της προσφυγής, να υφίσταται κατά τον χρόνο ασκήσεώς της, άλλως η προσφυγή κρίνεται απαράδεκτη. Το αντικείμενο αυτό της διαφοράς όπως και το έννομο συμφέρον πρέπει να εξακολουθούν να υφίστανται μέχρι την έκδοση της δικαστικής απόφασης, άλλως καταργείται η δίκη, γεγονός το οποίο προϋποθέτει ότι η προσφυγή μπορεί, με το αποτέλεσμά της, να ωφελήσει τον διάδικο που την άσκησε (βλ. απόφαση της 7ης Ιουνίου 2007, Wunenburger κατά Επιτροπής, C‑362/05 P, EU:C:2007:322, σκέψη 42 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

72      Το ζήτημα της κατάργησης της δίκης λόγω του ότι δεν υφίσταται πλέον έννομο συμφέρον δύναται να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης (απόφαση της 6ης Σεπτεμβρίου 2018, Bank Mellat κατά Συμβουλίου, C‑430/16 P, EU:C:2018:668, σκέψη 49).

73      Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο, με μέτρο οργάνωσης της διαδικασίας της 3ης Μαρτίου 2020, ζήτησε από τους διαδίκους να διατυπώσουν την άποψή τους σε σχέση με τη διατήρηση του εννόμου συμφέροντος των προσφευγουσών μετά την έκδοση από την ΕΚΤ της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018, με την οποία η ΕΚΤ κατάργησε αναδρομικώς την απόφαση της 26ης Μαρτίου 2018.

74      Οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι, μετά την έκδοση της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018, διατηρούν το έννομο συμφέρον τους να προσβάλουν την απόφαση της 26ης Μαρτίου 2018. Κατά την άποψή τους, πρώτον, η κατάργηση ενός μέτρου δεν μπορεί συστηματικά να εξομοιωθεί με ακύρωση από τον δικαστή της Ένωσης, καθόσον εξ ορισμού, δεν ισοδυναμεί με αναγνώριση της έλλειψης νομιμότητας της απόφασης. Δεύτερον, δεν μπορεί να επιτραπεί στην ΕΚΤ να εμποδίσει τη δικαστική διαπίστωση του παράνομου χαρακτήρα μιας απόφασης με την έκδοση νέας απόφασης και την κατάργηση προγενέστερης απόφασης. Η δυνατότητα της ΕΚΤ να ενεργεί κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί να ενέχει κίνδυνο κατάχρησης κατά τρόπο αντίθετο προς το κράτος δικαίου. Τρίτον, η προβαλλόμενη και υποτιθέμενη αντικατάσταση της αρχικής απόφασης από μεταγενέστερη έχουσα οποιαδήποτε προγενέστερη ημερομηνία αποτελεί πλάσμα δικαίου ασυμβίβαστο προς το δίκαιο. Τέταρτον, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι ζήτησαν την ακύρωση της απόφασης της 26ης Μαρτίου 2018, ιδίως για να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους από άποψη φήμης και λόγω του συμφέροντός τους να λάβουν χρηματική αποζημίωση. Η νομιμότητα των συμφερόντων αυτών αναγνωρίστηκε με τη διάταξη της 12ης Σεπτεμβρίου 2017, Fursin κ.λπ. κατά ΕΚΤ (T‑247/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:623, σκέψεις 17 έως 23), και το εν λόγω χωρίο της διάταξης του Γενικού Δικαστηρίου δεν αποτέλεσε αντικείμενο αιτήσεως αναιρέσεως, και, ως εκ τούτου, είναι νομικώς έγκυρο. Το Δικαστήριο επικύρωσε αυτό το τμήμα της διάταξης του Γενικού Δικαστηρίου. Το γεγονός ότι το Δικαστήριο δεν εξέτασε ρητώς το ζήτημα αυτό είναι άνευ σημασίας. Δεν ήταν αναγκαίο να το πράξει, διότι το τμήμα αυτό της διάταξης δεν αποτελούσε αντικείμενο αιτήσεως αναιρέσεως από την ΕΚΤ ή την Επιτροπή. Πέμπτον, απόφαση που μεταβάλλει τη νομική κατάσταση του αποδέκτη ex tunc επιτρέπεται μόνον υπό πολύ περιορισμένες περιστάσεις, ιδίως όταν έχει θετικό αποτέλεσμα για τον αποδέκτη. Ως εκ τούτου, δεν είναι ποτέ δυνατή ανάκληση της άδειας λειτουργίας με φερόμενο αποτέλεσμα προγενέστερο της ημερομηνίας έκδοσης της απόφασης.

75      Η ΕΚΤ υποστηρίζει ότι δεν υφίσταται συμφέρον των προσφευγουσών το οποίο να μην μπορεί να ικανοποιηθεί στο πλαίσιο του δικαστικού ελέγχου της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018. Οι προσφεύγουσες, συνεπώς, έχουν απολέσει το έννομο συμφέρον τους να προσβάλουν την απόφαση της 26ης Μαρτίου 2018.

76      Όπως προκύπτει από το άρθρο 24, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ, η ΕΚΤ συστήνει ΔΣΕ με καθήκον την εσωτερική διοικητική επανεξέταση των αποφάσεων που λαμβάνονται από την ΕΚΤ κατά την άσκηση των εξουσιών οι οποίες της ανατίθενται δυνάμει του εν λόγω κανονισμού. Κατά την παράγραφο 2 του άρθρου αυτού, το ΔΣΕ αποτελείται από πέντε πρόσωπα από κράτη μέλη τα οποία χαρακτηρίζονται από ύψιστη εντιμότητα και με αποδεδειγμένο ιστορικό σχετικών γνώσεων και επαγγελματικής πείρας, αποκλειομένου του εν ενεργεία προσωπικού της ΕΚΤ, καθώς και του εν ενεργεία προσωπικού των αρμόδιων αρχών ή άλλων εθνικών ή ενωσιακών θεσμικών και μη οργάνων. Με την απόφαση 2014/360/ΕΕ, της 14ης Απριλίου 2014, σχετικά με την ίδρυση διοικητικού συμβουλίου επανεξέτασης και τον κανονισμό λειτουργίας του (ΕΕ 2014, L 175, σ. 47), η οποία εκδόθηκε βάσει του άρθρου 24 του βασικού κανονισμού ΕΕΜ, η ΕΚΤ συνέστησε το ΔΣΕ.

77      Επίσης, από το άρθρο 24, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ προκύπτει ότι η εσωτερική διοικητική επανεξέταση των αποφάσεων της ΕΚΤ στον τομέα της προληπτικής εποπτείας περιλαμβάνει τρία στάδια. Πρώτον, το ΔΣΕ γνωμοδοτεί προς το εποπτικό συμβούλιο για την εκπόνηση νέου σχεδίου απόφασης. Δεύτερον, το εποπτικό συμβούλιο λαμβάνει υπόψη τη γνώμη του ΔΣΕ και υποβάλλει νέο σχέδιο απόφασης στο διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ εντός των προθεσμιών του άρθρου 17, παράγραφος 2, της απόφασης 2014/360. Το νέο σχέδιο απόφασης «καταργεί την αρχική απόφαση, την αντικαθιστά με απόφαση πανομοιότυπου περιεχομένου ή την αντικαθιστά με τροποποιημένη απόφαση». Τρίτον, το νέο σχέδιο απόφασης θεωρείται εγκριθέν εκτός εάν το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ εκφράσει αντίρρηση εντός ανώτατου χρονικού διαστήματος δέκα εργάσιμων ημερών.

78      Τέλος, κατά το άρθρο 24, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ, το πεδίο της εσωτερικής διοικητικής επανεξέτασης αφορά τη διαδικαστική και ουσιαστική συμμόρφωση προς τον εν λόγω κανονισμό των αποφάσεων που λαμβάνονται από την ΕΚΤ κατά την άσκηση των εξουσιών οι οποίες της ανατίθενται δυνάμει του κανονισμού αυτού. Είναι αληθές ότι, δυνάμει του άρθρου 10, παράγραφος 2, της απόφασης 2014/360, το ΔΣΕ περιορίζεται στην εξέταση των λόγων που επικαλείται ο αιτών, όπως εκτίθενται στην αίτηση επανεξέτασης. Εντούτοις, κατά το άρθρο 17, παράγραφος 1, της ίδιας απόφασης, η αξιολόγηση του εποπτικού συμβουλίου δεν περιορίζεται στην εξέταση των λόγων που επικαλέστηκε ο αιτών, όπως εκτίθενται στην αίτηση επανεξέτασης, αλλά μπορεί να λαμβάνει υπόψη για την πρόταση νέου σχεδίου απόφασης και άλλα στοιχεία.

79      Από τον συνδυασμό των διατάξεων που μνημονεύονται στις σκέψεις 76 έως 78 ανωτέρω προκύπτει ότι η εσωτερική διοικητική επανεξέταση των αποφάσεων που λαμβάνονται από την ΕΚΤ κατά την άσκηση των εξουσιών οι οποίες της ανατίθενται δυνάμει του βασικού κανονισμού ΕΕΜ συνίσταται, στο σύνολό της, σε νέα πλήρη αξιολόγηση της υπόθεσης, η οποία δεν περιορίζεται στους λόγους που προβάλλονται προς στήριξη της αίτησης επανεξέτασης. Η ιδιαιτερότητα αυτή της διαδικασίας διοικητικής επανεξέτασης αποτυπώνεται στο γεγονός ότι, δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 1, της απόφασης 2014/360, το εποπτικό συμβούλιο, αφού λάβει υπόψη τη γνώμη του ΔΣΕ, το οποίο έχει συσταθεί για την επανεξέταση των αποφάσεων της ΕΚΤ υπό αυξημένες συνθήκες ανεξαρτησίας και πραγματογνωμοσύνης (βλ. σκέψη 76 ανωτέρω), διαθέτει ευρεία αρμοδιότητα.

80      Στο πλαίσιο αυτό, το άρθρο 24, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ προβλέπει ότι η διαδικασία επανεξέτασης μπορεί να καταλήξει σε τρία αποτελέσματα. Το πρώτο συνίσταται στην άνευ ετέρου κατάργηση της αρχικής απόφασης Το δεύτερο συνίσταται σε αντικατάσταση της αρχικής απόφασης με απόφαση πανομοιότυπου περιεχομένου. Το τρίτο συνίσταται σε αντικατάσταση της αρχικής απόφασης με τροποποιημένη απόφαση.

81      Για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 82 έως 85 κατωτέρω, το άρθρο 24, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ επιβάλλει στην ΕΚΤ την υποχρέωση να δώσει στην απόφαση που εκδίδει κατά το πέρας της επανεξέτασης αναδρομική ισχύ από τον χρόνο που η αρχική απόφαση άρχισε να παράγει αποτελέσματα, ανεξαρτήτως του αποτελέσματος της εν λόγω επανεξέτασης.

82      Ειδικότερα, εάν το εποπτικό συμβούλιο και το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ εκτιμούν ότι η αρχική απόφαση, βάσει της οποίας ανακλήθηκε η άδεια λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος, είναι έγκυρη, το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ δεν απορρίπτει απλώς την αίτηση επανεξέτασης επί της ουσίας, αλλά, σύμφωνα με το άρθρο 24, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ, εκδίδει απόφαση πανομοιότυπου περιεχομένου με εκείνη που αποτελεί αντικείμενο της εν λόγω επανεξέτασης. Σε μια τέτοια περίπτωση, όμως, δεν νοείται να προβεί σε δεύτερη ανάκληση της ίδιας άδειας λειτουργίας. Επομένως, δεδομένου ότι η απόφαση έχει περιεχόμενο πανομοιότυπο με την επανεξετασθείσα απόφαση, η απόφαση αυτή μπορεί να αντικαταστήσει την τελευταία μόνον με αναδρομική ισχύ από τον χρόνο που η απόφαση που αποτέλεσε αντικείμενο της επανεξέτασης άρχισε να παράγει αποτελέσματα.

83      Η ερμηνεία αυτή, η οποία επιβάλλεται από τη φύση των επίμαχων μέτρων, ισχύει επίσης όταν το εποπτικό συμβούλιο και το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ εκτιμούν ότι δεν δικαιολογείται η ανάκληση της άδειας λειτουργίας ή ότι οι διαπιστωθείσες πλημμέλειες μπορούν να θεραπευθούν με λιγότερο περιοριστικά μέτρα. Πράγματι, σε μια τέτοια περίπτωση, η πράξη που καταργεί την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ή επιβάλλει τα μέτρα αυτά πρέπει υποχρεωτικά να έχει αναδρομική ισχύ ώστε να καταργήσει ex tunc την ανάκληση της άδειας λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος και, εφόσον απαιτείται, να την αντικαταστήσει με το μέτρο που θεωρείται ως το πλέον ενδεδειγμένο. Εάν δεν έχει τέτοια αναδρομική ισχύ, η απόφαση που εκδίδεται μετά από επανεξέταση μπορεί να παραγάγει τα αποτελέσματά της μόνον υπό την προϋπόθεση ότι θα χορηγηθεί νέα άδεια, σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπει το άρθρο 14 του βασικού κανονισμού ΕΕΜ.

84      Η εκτίμηση αυτή επιβεβαιώνεται, εμμέσως πλην σαφώς, από το άρθρο 24, παράγραφος 8, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ καθώς και από το άρθρο 9, παράγραφος 1, της απόφασης 2014/360, κατά τα οποία η αίτηση επανεξέτασης δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα όσον αφορά την εφαρμογή της προσβαλλομένης απόφασης. Επομένως, η αντικατάσταση της επανεξετασθείσας απόφασης με τροποποιημένη απόφαση πρέπει να έχει αναδρομική ισχύ από τον χρόνο που η επανεξετασθείσα απόφαση άρχισε να παράγει αποτελέσματα, άλλως η τελική απόφαση δεν θα μπορούσε να αναπτύξει την πρακτική αποτελεσματικότητά της.

85      Από την προηγηθείσα ανάλυση προκύπτει επίσης ότι η αντικατάσταση της αρχικής απόφασης με απόφαση πανομοιότυπου περιεχομένου ή τροποποιημένη απόφαση μετά το πέρας της διαδικασίας επανεξέτασης συνεπάγεται την οριστική εξαφάνιση της αρχικής απόφασης από την έννομη τάξη.

86      Εν προκειμένω, αφενός, κατά το εισαγωγικό μέρος της απόφασης της 26ης Μαρτίου 2018, η προσβαλλόμενη πράξη στην υπόθεση T‑351/18 άρχισε να παράγει αποτελέσματα στις 23.00 της ημέρας της κοινοποίησής της στη δεύτερη προσφεύγουσα, σύμφωνα με το άρθρο 297, παράγραφος 2, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ. Αφετέρου, κατά το εισαγωγικό μέρος της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018, δηλαδή της προσβαλλόμενης πράξης στην υπόθεση T‑584/18, «η απόφαση [της 26ης Μαρτίου 2018] καταργείται και αντικαθίσταται από την παρούσα απόφαση με ισχύ από τις 23.00 της ημερομηνίας κοινοποίησης της απόφασης [της 26ης Μαρτίου 2018]».

87      Η απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018 εκδόθηκε μετά το πέρας της ασκηθείσας κατά της απόφασης της 26ης Μαρτίου 2018 διοικητικής επανεξέτασης και έχει περιεχόμενο πανομοιότυπο με την τελευταία αυτή απόφαση, κατά την έννοια του άρθρου 24, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ.

88      Επομένως, δυνάμει της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018, η ΕΚΤ, σύμφωνα με το νομικό πλαίσιο που διέπει τη διαδικασία διοικητικής επανεξέτασης (βλ. σκέψεις 76 έως 81 ανωτέρω), αντικατέστησε την απόφαση της 26ης Μαρτίου 2018 με αναδρομική ισχύ από τον χρόνο που η τελευταία άρχισε να παράγει αποτελέσματα και δεν την κατήργησε απλώς για το μέλλον, όπως φαίνεται να υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες.

89      Η εξάλειψη, όμως, του αντικειμένου της διαφοράς μπορεί, μεταξύ άλλων, να οφείλεται στην ανάκληση ή στην αντικατάσταση της προσβαλλόμενης πράξης κατά τη διάρκεια της δίκης (πρβλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 1961, Meroni κ.λπ. κατά Ανώτατης Αρχής, 5/60, 7/60 και 8/60, EU:C:1961:10, σ. 251· διατάξεις της 17ης Σεπτεμβρίου 1997, Antillean Rice Mills κατά Επιτροπής, T‑26/97, EU:T:1997:131, σκέψεις 14 και 15, και της 12ης Ιανουαρίου 2011, Τερεζάκης κατά Επιτροπής, T‑411/09, EU:T:2011:4, σκέψη 15).

90      Πράγματι, πράξη που ανακαλείται και αντικαθίσταται εξαφανίζεται πλήρως και ex tunc από την έννομη τάξη της Ένωσης, οπότε απόφαση που θα ακύρωνε την ανακληθείσα πράξη ουδεμία πρόσθετη έννομη συνέπεια θα είχε σε σχέση με τις συνέπειες της πραγματοποιηθείσας ανάκλησης (πρβλ. διατάξεις της 28ης Μαΐου 1997, Proderec κατά Επιτροπής, T‑145/95, EU:T:1997:74, σκέψη 26, της 6ης Δεκεμβρίου 1999, Elder κατά Επιτροπής, T‑178/99, EU:T:1999:307, σκέψη 20, και της 9ης Σεπτεμβρίου 2010, Phoenix-Reisen και DRV κατά Επιτροπής, T‑120/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2010:381, σκέψη 23).

91      Επομένως, σε περίπτωση ανάκλησης της προσβαλλομένης πράξης, ο προσφεύγων δεν διατηρεί κανένα έννομο συμφέρον για την ακύρωσή της και η προσφυγή κατά της πράξης αυτής καθίσταται άνευ αντικειμένου, οπότε παρέλκει η έκδοση απόφασης (απόφαση της 1ης Ιουνίου 1961, Meroni κ.λπ. κατά Ανωτάτης Αρχής, 5/60, 7/60 και 8/60, EU:C:1961:10, σ. 251· διατάξεις της 6ης Δεκεμβρίου 1999, Elder κατά Επιτροπής, T‑178/99, EU:T:1999:307, σκέψεις 21 και 22, της 9ης Σεπτεμβρίου 2010, Phoenix-Reisen και DRV κατά Επιτροπής, T‑120/09, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2010:381, σκέψεις 24 έως 26, και της 24ης Μαρτίου 2011, Internationaler Hilfsfonds κατά Επιτροπής, T‑36/10, EU:T:2011:124, σκέψεις 46, 50 και 51).

92      Το συμπέρασμα αυτό καθίσταται ακόμη πιο προφανές όταν, όπως εν προκειμένω, η προσβαλλόμενη πράξη αντικαταστάθηκε, με αναδρομική ισχύ, με πράξη πανομοιότυπου περιεχομένου, η οποία δεν θίγεται από την ενδεχόμενη ακύρωση της πρώτης πράξης.

93      Επιπλέον, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν βασίμως να αντλήσουν επιχείρημα από τη διάταξη της 12ης Σεπτεμβρίου 2017, Fursin κ.λπ. κατά ΕΚΤ (T‑247/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:623). Συγκεκριμένα, η διάταξη αυτή ακυρώθηκε μεν με την απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2019, ΕΚΤ κ.λπ. κατά Trasta Komercbanka κ.λπ. (C‑663/17 P, C‑665/17 P και C‑669/17 P, EU:C:2019:923), όμως η απώλεια του εννόμου συμφέροντος των προσφευγόντων λόγω της αντικατάστασης της προσβαλλομένης πράξης, με αναδρομική ισχύ, με νέα απόφαση πανομοιότυπου περιεχομένου που εκδόθηκε μετά το πέρας διοικητικής επανεξέτασης δεν αποτέλεσε αντικείμενο των αιτήσεων αναιρέσεως.

94      Κατά συνέπεια, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, εντός νομικού πλαισίου που προβλέπει διοικητική επανεξέταση συνεπαγόμενη την έκδοση πράξεων με σκοπό την αντικατάσταση, με αναδρομική ισχύ, των πράξεων που αποτέλεσαν αντικείμενο της εν λόγω επανεξέτασης, τα συμφέροντα των θιγομένων μερών προστατεύονται πλήρως με τη δυνατότητα να ζητηθεί η ακύρωση της πράξης που εκδόθηκε μετά την εν λόγω επανεξέταση καθώς και την αποκατάσταση κάθε ζημίας προκληθείσας από την έκδοσή της.

95      Επομένως, το αντικείμενο της προσφυγής στην υπόθεση T‑351/18 εξέλιπε μετά την άσκηση της προσφυγής και, συνεπώς, οι προσφεύγουσες απώλεσαν το έννομο συμφέρον τους να επιδιώξουν την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης στην υπόθεση αυτή. Παρέλκει, συνεπώς, η έκδοση απόφασης επί της προσφυγής.

Β.      Επί του παραδεκτού στην υπόθεση T584/18

96      Η ΕΚΤ, χωρίς να προβάλει τυπικώς ένσταση απαραδέκτου, αμφισβητεί, αφενός, το παραδεκτό των προσφυγών μόνον καθόσον ασκήθηκαν από την πρώτη προσφεύγουσα και, αφετέρου, στο πλαίσιο της υπόθεσης T‑584/18, το κατά πόσον η δεύτερη προσφεύγουσα νομιμοποιείται να προβάλει τον εικοστό πέμπτο λόγο ακυρώσεως με τον οποίο ζητείται η ακύρωση της απόφασης σχετικά με τα έξοδα που αφορούν τη διαδικασία επανεξέτασης. Με τη θέση αυτή συντάσσεται και η Επιτροπή.

97      Καταρχάς, οι προσφεύγουσες φρονούν ότι η πρώτη προσφεύγουσα νομιμοποιείται να προσβάλει τις αποφάσεις της 26ης Μαρτίου και της 17ης Ιουλίου 2018, ως κύριος μέτοχος της δεύτερης προσφεύγουσας που κατέχει το 85 % των δικαιωμάτων ψήφου, στηριζόμενες στη διάταξη της 12ης Σεπτεμβρίου 2017, Fursin κ.λπ. κατά ΕΚΤ (T‑247/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:623).

98      Επιπλέον, οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι, στον βαθμό που η ΕΚΤ δέχεται ότι η πρώτη προσφεύγουσα νομιμοποιείται όσον αφορά το αίτημα ακύρωσης της απόφασης σχετικά με τα έξοδα, εφόσον το αίτημα αυτό στηρίζεται στον παράνομο χαρακτήρα των αποφάσεων της 26ης Μαρτίου και της 17ης Ιουλίου 2018, δεν μπορεί να αποκλειστεί η ενεργητική νομιμοποίηση κατά της απόφασης σχετικά με τα έξοδα. Εν συνεχεία, οι προσφεύγουσες απαριθμούν τα λοιπά διακριτά συμφέροντα της πρώτης προσφεύγουσας, όπως, μεταξύ άλλων, το συμφέρον να αποφευχθεί η αναγκαστική εκκαθάριση, το συμφέρον που συνδέεται με τη δυνατότητα πώλησης της τράπεζας σε άλλον επενδυτή, το συμφέρον σχετικά με τη δική της φήμη που είναι διακριτή από εκείνη της τράπεζας, τονίζουν δε επιπλέον ότι ο οικονομικός αντίκτυπος που έχει η ανάκληση της άδειας λειτουργίας γι’ αυτήν διαφέρει από τον αντίκτυπο που έχει για την τράπεζα.

1.      Επί του παραδεκτού του αιτήματος για την ακύρωση της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018

99      Πρώτον, διαπιστώνεται ότι η δεύτερη προσφεύγουσα νομιμοποιείται να ζητήσει την ακύρωση της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018. Συγκεκριμένα, η εν λόγω προσφεύγουσα είναι ο κάτοχος της άδειας λειτουργίας που ανακλήθηκε και ο αποδέκτης της απόφασης αυτής. Επιπροσθέτως, είχε δοθεί σχετική εντολή στους εκπροσώπους από τον πρώην γενικό διευθυντή της δεύτερης, το κύρος της οποίας δεν αμφισβητήθηκε από τους εκκαθαριστές της. Εξάλλου, η ΕΚΤ δεν αμφισβητεί το παραδεκτό του αιτήματος ακύρωσης της εν λόγω απόφασης κατά το μέρος που υποβλήθηκε από την εν λόγω προσφεύγουσα.

100    Δεύτερον, όσον αφορά την πρώτη προσφεύγουσα, πρέπει να υπομνησθεί ότι το Δικαστήριο έκρινε ότι οι μέτοχοι πιστωτικού ιδρύματος δεν νομιμοποιούνταν να ασκήσουν προσφυγή κατά απόφασης της ΕΚΤ για ανάκληση της άδειας λειτουργίας, στον βαθμό που μια τέτοια απόφαση δεν τους αφορά άμεσα. Αφενός, το Δικαστήριο έκρινε ότι, μετά την ανάκληση της αδείας λειτουργίας, το πιστωτικό ίδρυμα δεν είναι πλέον σε θέση να συνεχίσει τη δραστηριότητά του και, ως εκ τούτου, καθίσταται αμφίβολη η ικανότητά του να διανέμει μερίσματα, αλλά αυτός ο αρνητικός αντίκτυπος της ανάκλησης έχει οικονομικό χαρακτήρα, ενώ το δικαίωμα των μετόχων να εισπράττουν μερίσματα, όπως και το δικαίωμά τους να μετέχουν στη διαχείριση της εταιρίας αυτής, ουδόλως επηρεάζεται από την απόφαση ανάκλησης (πρβλ. απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2019, ΕΚΤ κ.λπ. κατά Trasta Komercbanka κ.λπ., C‑663/17 P, C‑665/17 P και C‑669/17 P, EU:C:2019:923, σκέψη 111). Αφετέρου, έκρινε ότι, μολονότι η εκκαθάριση επηρεάζει άμεσα το δικαίωμα των μετόχων να συμμετέχουν στη διαχείριση της εταιρίας, εντούτοις η εκκαθάριση δεν συνιστά εφαρμογή της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018, που έχει καθαρά αυτόματο χαρακτήρα και απορρέει αποκλειστικά από την κοινοτική ρύθμιση, χωρίς εφαρμογή άλλων παρεμβαλλόμενων κανόνων κατά την έννοια της ισχύουσας νομολογίας (πρβλ. απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2019, ΕΚΤ κ.λπ. κατά Trasta Komercbanka κ.λπ., C‑663/17 P, C‑665/17 P και C‑669/17 P, EU:C:2019:923, σκέψεις 113 και 114).

101    Ως εκ τούτου, το αίτημα για την ακύρωση της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018 είναι παραδεκτό όσον αφορά μόνον τη δεύτερη προσφεύγουσα.

2.      Επί του παραδεκτού του αιτήματος για την ακύρωση της απόφασης σχετικά με τα έξοδα 

102    Όσον αφορά το παραδεκτό του αιτήματος για την ακύρωση της απόφασης σχετικά με τα έξοδα, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η πρώτη προσφεύγουσα νομιμοποιείται να ζητήσει την ακύρωση δεδομένου ότι είναι ο μοναδικός αποδέκτης της απόφασης αυτής που της επιβάλλει υποχρέωση καταβολής των εξόδων της διαδικασίας επανεξέτασης την οποία κίνησε και στην οποία μόνον αυτή μετέσχε. Εξάλλου, η ΕΚΤ δεν αμφισβητεί το παραδεκτό του εν λόγω αιτήματος ακύρωσης στον βαθμό που υποβλήθηκε από την προσφεύγουσα αυτή.

103    Αντιθέτως, η δεύτερη προσφεύγουσα, η οποία επέλεξε να μην υποβάλει αίτηση επανεξέτασης ενώπιον του ΔΣΕ, ενώ είχε το δικαίωμα, δεν έχει έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της απόφασης σχετικά με τα έξοδα, καθόσον η απόφαση αυτή δεν παράγει αποτελέσματα ως προς αυτήν. Η εν λόγω προσφεύγουσα δεν είναι εξάλλου ο αποδέκτης της απόφασης αυτής και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι θίγεται άμεσα και ατομικά.

104    Επομένως, το αίτημα για την ακύρωση της απόφασης σχετικά με τα έξοδα είναι παραδεκτό μόνον όσον αφορά την πρώτη προσφεύγουσα.

Γ.      Επί της ουσίας

105    Προς στήριξη της προσφυγής που ασκήθηκε στο πλαίσιο της υπόθεσης T‑584/18, οι προσφεύγουσες προβάλλουν 25 λόγους ακυρώσεως: ο πρώτος έως και ο εικοστός τέταρτος λόγος ακυρώσεως προβάλλονται προς στήριξη του αιτήματος ακύρωσης της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018 και ο εικοστός πέμπτος λόγος, που αφορά την έλλειψη νομιμότητας της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018, προς στήριξη του αιτήματος ακύρωσης της απόφασης σχετικά με τα έξοδα. Λαμβανομένης υπόψη της ουσίας και της φύσης τους, πρέπει να ομαδοποιηθούν, ως εξής:

–        ο πρώτος, ο δεύτερος, ο δέκατος τέταρτος, ο δέκατος πέμπτος και ο δέκατος ένατος λόγος ακυρώσεως αφορούν έλλειψη αρμοδιότητας της ΕΚΤ ως προς την έκδοση απόφασης για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας και την εκκαθάριση, την αξιολόγηση των ζητημάτων σχετικά με τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, την απόρριψη της εκούσιας εκκαθάρισης και την απόρριψη της δυνατότητας πώλησης της δεύτερης προσφεύγουσας σε άλλους δυνητικούς επενδυτές· στην ίδια ομάδα λόγων ακυρώσεως μπορεί να ενταχθεί και ο δέκατος ένατος λόγος ακυρώσεως που αφορά την κατάχρηση εξουσίας, καθόσον τα επιχειρήματα που προβάλλονται προς στήριξη του λόγου αυτού συμπίπτουν με τα επιχειρήματα που διατυπώνονται στο πλαίσιο των λοιπών προαναφερθέντων λόγων ακυρώσεως σχετικά με την έλλειψη αρμοδιότητας της ΕΚΤ·

–        ο τρίτος λόγος αφορά την παράβαση των καθηκόντων επιμέλειας και αμεροληψίας κατά την εξέταση που διενήργησε η ΕΚΤ·

–        ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως αφορούν πλάνη κατά την εκτίμηση ή τη μη συνεκτίμηση ορισμένων κρίσιμων στοιχείων της υπόθεσης·

–        ο έκτος, ο δωδέκατος και ο δέκατος όγδοος λόγος ακυρώσεως αφορούν πλάνη εκτίμησης, στον βαθμό που η ΕΚΤ εσφαλμένως στηρίχθηκε σε παράβαση της εντολής της FSA και σε παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου·

–        ο έβδομος, o όγδοος, ο ένατος, ο δέκατος, ο ενδέκατος, ο δέκατος τρίτος, ο δέκατος τέταρτος, ο δέκατος πέμπτος και ο δέκατος έβδομος λόγος ακυρώσεως αφορούν την παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας·

–        ο δέκατος έκτος και ο δέκατος όγδοος λόγος ακυρώσεως αφορούν την παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της απαγόρευσης των διακρίσεων, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου·

–        ο εικοστός, ο εικοστός πρώτος και ο εικοστός δεύτερος λόγος ακυρώσεως αφορούν την παράβαση ουσιώδους τύπου, και αντιστοίχως, του δικαιώματος ακροάσεως, των δικαιωμάτων άμυνας, της υποχρέωσης αιτιολόγησης·

–        ο εικοστός τρίτος και ο εικοστός τέταρτος λόγος ακυρώσεως αφορούν, ιδίως, την προσβολή του δικαιώματος πρόσβασης στον φάκελο της δεύτερης προσφεύγουσας και προσβολή των δικαιωμάτων του μετόχου στο πλαίσιο της διαδικασίας επανεξέτασης·

–        ο εικοστός πέμπτος λόγος προβάλλεται προς στήριξη του αιτήματος ακύρωσης της απόφασης σχετικά με τα έξοδα και αφορά τον παράνομο χαρακτήρα της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018.

1.      Επί του πρώτου, του δεύτερου, του δέκατου τέταρτου, του δέκατου πέμπτου και του δέκατου ένατου λόγου ακυρώσεως

106    Πρώτον, στο πλαίσιο του πρώτου, του δέκατου τέταρτου και του δέκατου πέμπτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η ΕΚΤ υπερέβη τις αρμοδιότητές της, στον βαθμό που δεν τους παρέσχε τη δυνατότητα να προβούν στην εκούσια εκκαθάριση της δεύτερης προσφεύγουσας, όπως προκύπτει από το σημείο 3.3.2, στοιχείο βʹ, σημείο i, της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018, ενώ, στο πλαίσιο της θεμελιώδους κατανομής αρμοδιοτήτων μεταξύ των ΑΕΑ και της ΕΚΤ βάσει του ενιαίου εποπτικού μηχανισμού (ΕΕΜ) και του ενιαίου μηχανισμού εξυγίανσης (στο εξής: ΕΜΕ), η ΕΚΤ ουδεμία αρμοδιότητα έχει επί του ζητήματος αυτού. Το ίδιο ισχύει και για την απόρριψη εκ μέρους της ΕΚΤ της πώλησης της εν λόγω προσφεύγουσας σε άλλον δυνητικώς ενδιαφερόμενο επενδυτή, όπως προκύπτει από το σημείο 3.3.2, στοιχείο βʹ, σημείο ii, της απόφασης αυτής.  

107    Δεύτερον, απαγορευόταν να λάβει η ΕΚΤ απόφαση για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, καθόσον η FSA είχε ήδη λάβει, στις 7 Φεβρουαρίου 2018, την απόφαση FOLTF, με την οποία διαπιστώθηκε ότι το πιστωτικό ίδρυμα βρισκόταν «σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης», και επομένως προέβη αυτή στην επιλογή μεταξύ του μέτρου εξυγίανσης και της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, επιλογή για την οποία η FSA ήταν αποκλειστικά αρμόδια. Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν επίσης τον ισχυρισμό της ΕΚΤ ότι η εν λόγω απόφαση δεν ασκεί επιρροή και είναι εμπιστευτική και, ως εκ τούτου, δεν έπρεπε να της κοινοποιηθεί.  

108    Επιπλέον, οι προσφεύγουσες αντικρούουν το επιχείρημα της ΕΚΤ ότι δεν υπήρξε επίσημη αίτηση για εκούσια εκκαθάριση της δεύτερης προσφεύγουσας. Κατά την άποψή τους, η ΕΚΤ, με την απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018, ανεξαρτήτως της υποβολής τέτοιας αίτησης, αρνήθηκε να επιτρέψει την εν λόγω εκούσια εκκαθάριση, ενώ θα μπορούσε να τις καλέσει να υποβάλουν τέτοια αίτηση ή να καλέσει την FSA να λάβει απόφαση επί του ζητήματος αυτού. Το μόνο εμπόδιο για την εν λόγω εκούσια εκκαθάριση ήταν στην πράξη η προτίμηση που εξέφρασε η ΕΚΤ να μη γίνει. Το νέο καθεστώς «ΕΕΜ-ΕΜΕ» θέσπισε σύστημα έγκαιρης παρέμβασης που εφαρμόζεται πριν από την πραγματική πτώχευση μιας τράπεζας, σύμφωνα με το οποίο οι ΑΕΑ εξυγίανσης έχουν τη δυνατότητα να εξετάζουν αν ένα πιστωτικό ίδρυμα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης και να εξακριβώνουν αν υπάρχουν άλλες λύσεις εποπτείας προτού εξετάσουν κατά πόσον τα μέτρα εξυγίανσης ανταποκρίνονται σε λόγους δημοσίου συμφέροντος. Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι, εάν οι εν λόγω ΑΕΑ εκτιμούν ότι τούτο δεν συμβαίνει, διότι η αφερεγγυότητα της τράπεζας δεν θα αποτελεί συστημικό πρόβλημα, η εξέταση περαιώνεται όσον αφορά το καθεστώς εξυγίανσης. Στη συνέχεια, οι εν λόγω ΑΕΑ πρέπει να καθορίσουν αν η οντότητα που ενδέχεται να πτωχεύσει θα πτωχεύσει όντως. Σε μια τέτοια περίπτωση, η πτώχευση, δηλαδή η αφερεγγυότητα, μπορεί να αντιμετωπιστεί με πρόσφορο τρόπο μέσω της εθνικής διαδικασίας αφερεγγυότητας. Εξ αυτού συνάγεται ότι δεν χωρεί υποχρεωτική εκκαθάριση. Αντιθέτως, το σύστημα αυτό δεν θίγει τη δυνατότητα για εκούσια εκκαθάριση, η οποία αναγνωρίζεται από το εθνικό δίκαιο, υπό την προϋπόθεση ότι η οικεία εταιρία είναι φερέγγυα.

109    Τρίτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η ΕΚΤ δεν ήταν αρμόδια να εκδώσει την απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή στηριζόταν αποκλειστικά σε φερόμενες παραβάσεις στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ, στον οποίο η ΕΚΤ ουδεμία αρμοδιότητα έχει. Η ανάκληση της άδειας λειτουργίας εν προκειμένω δεν δικαιολογείται από λόγους προληπτικής εποπτείας, αλλά χρησίμευσε αποκλειστικώς για την ικανοποίηση του συμφέροντος της FSA και της ΕΚΤ για δημοσιότητα.

110    Τέταρτον, στο πλαίσιο του δεύτερου και εμμέσως του τρίτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην ΕΚΤ ότι δεν εξέτασε τα ζητήματα που τίθενται στη βάση της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018 όσον αφορά τον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ ούτε επαλήθευσε τις εκτιμήσεις της FSA. Η ΕΚΤ δεν μπορεί να είναι υπεύθυνη για τη σταθερότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και να αποκλείει τεχνητά από την αξιολόγησή της ολόκληρους τομείς από τους οποίους προκύπτουν κίνδυνοι. Επιπλέον, στο πλαίσιο προσφυγής ακυρώσεως που ασκείται κατά της απόφασης αυτής πρέπει να μπορεί να προβληθεί οποιαδήποτε πλημμέλεια της εν λόγω απόφασης οφειλόμενη στο σχέδιο που καταρτίστηκε από την FSA.

111    Επιπροσθέτως, ο σκοπός της αποκατάστασης της νομιμότητας, τον οποίο επιδιώκει η ΕΚΤ με την απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018, δεν αποτελεί θεμιτό σκοπό για την ανάκληση της αδείας λειτουργίας, σε αντίθεση με τον σκοπό της προληπτικής εποπτείας. Εντούτοις, δεδομένου ότι, θεωρητικώς, ενδέχεται ζητήματα σχετικά με τον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ να είναι κρίσιμα για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, στον βαθμό που τα ζητήματα αυτά δημιουργούν κινδύνους προληπτικής εποπτείας, η κατανομή ευθυνών μεταξύ των ΑΕΑ και της ΕΚΤ, αφενός, και η αρχή της αναλογικότητας, αφετέρου, προϋποθέτουν ότι έχει προηγουμένως εξαντληθεί το σύνολο των μέτρων στον τομέα αυτό (πρόστιμα, απαγόρευση άσκησης ορισμένων ειδών δραστηριοτήτων, ποινικές διώξεις).

112    Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

113    Επισημαίνεται ότι, στο πλαίσιο της υπό κρίση ομάδας λόγων ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν, κατ’ ουσία, δύο λόγους ακυρώσεως, εκ των οποίων ο πρώτος αφορά την έλλειψη αρμοδιότητας της ΕΚΤ να εκδώσει την απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018 και ο δεύτερος την κατάχρηση εξουσίας. Το Γενικό Δικαστήριο, προτού προβεί στην εξέτασή τους, κρίνει σκόπιμο να υπενθυμίσει την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΕΚΤ και των ΑΕΑ.

α)      Επί της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΕΚΤ και των ΑΕΑ των συμμετεχόντων κρατών μελών εντός του ΕΕΜ όσον αφορά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας λόγω παράβασης των κανόνων στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ

114    Καταρχάς, από τις αιτιολογικές σκέψεις 15 και 28 του βασικού κανονισμού ΕΕΜ προκύπτει ότι οι αρμοδιότητες που δεν ανατίθενται στην ΕΚΤ θα πρέπει να παραμείνουν στην αρμοδιότητα των ΑΕΑ.

115    Ειδικότερα, η αιτιολογική σκέψη 28 του βασικού κανονισμού ΕΕΜ απαριθμεί, μεταξύ των «εποπτικών καθηκόντων που δεν ανατίθενται στην ΕΚΤ» και τα οποία πρέπει να παραμείνουν στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών, το «να προλαμβάνουν την αξιοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος για σκοπούς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και για χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και να αναλαμβάνουν την προστασία των καταναλωτών».

116    Ωστόσο, το άρθρο 4, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ διευκρινίζει ότι, «[σ]το πλαίσιο του άρθρου 6, η ΕΚΤ [...] διαθέτει αποκλειστική αρμοδιότητα να εκτελεί, για σκοπούς προληπτικής εποπτείας, τα κατωτέρω καθήκοντα όσον αφορά όλα τα πιστωτικά ιδρύματα που είναι εγκατεστημένα στα συμμετέχοντα κράτη μέλη». Ακολουθεί απαρίθμηση εννέα καθηκόντων, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η χορήγηση άδειας λειτουργίας σε πιστωτικά ιδρύματα και η ανάκληση αυτής. Επομένως, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του εν λόγω κανονισμού, η αρμοδιότητα για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας απονέμεται αποκλειστικά στην ΕΚΤ.

117    Κατά το άρθρο 4, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ, «[γ]ια το σκοπό της εκτέλεσης των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον κανονισμό [αυτόν], με σκοπό τη διασφάλιση υψηλών προτύπων εποπτείας, η ΕΚΤ εφαρμόζει όλη την οικεία νομοθεσία και, αν το σχετικό ενωσιακό δίκαιο αποτελείται από οδηγίες, την εθνική νομοθεσία μεταφοράς των οδηγιών στην εσωτερική έννομη τάξη. Αν η σχετική ενωσιακή νομοθεσία αποτελείται από κανονισμούς και αυτοί οι κανονισμοί παρέχουν ρητώς επιλογές στα κράτη μέλη, η ΕΚΤ πρέπει να εφαρμόζει επίσης και την εθνική νομοθεσία διά της οποίας ασκούνται αυτές οι επιλογές».

118    Το άρθρο 6, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ διευκρινίζει ότι «[τ]όσο η ΕΚΤ όσο και οι αρμόδιες εθνικές αρχές συνεργάζονται καλοπίστως και αλληλοενημερώνονται».

119    Από το άρθρο 6, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ προκύπτει ότι, αναφορικά με τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 4, πλην των στοιχείων αʹ και γʹ της παραγράφου 1 του εν λόγω κανονισμού, η ΕΚΤ και οι ΑΕΑ διαθέτουν αρμοδιότητες που καθορίζονται, αντιστοίχως, στις παραγράφους 5 και 6 του άρθρου αυτού. Δυνάμει της παραγράφου 6 του ίδιου άρθρου, οι ΑΕΑ ασκούν άμεσα την εποπτεία των λιγότερο σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων, σύμφωνα με τα κριτήρια της παραγράφου αυτής, και ενημερώνουν την ΕΚΤ, σύμφωνα με το πλαίσιο που αναφέρεται στην παράγραφο 7 του άρθρου αυτού, για τα μέτρα που λαμβάνονται δυνάμει της παραγράφου 6 και συντονίζουν στενά τα μέτρα αυτά με την ΕΚΤ.

120    Ωστόσο, από το άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχεία βʹ έως δʹ, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ προκύπτει ότι, πρώτον, «[ό]ταν απαιτείται για τη διασφάλιση της συνεπούς εφαρμογής υψηλών εποπτικών κανόνων, η ΕΚΤ δύναται, ανά πάσα στιγμή, ιδία πρωτοβουλία κατόπιν διαβούλευσης με τις ΑΕΑ ή κατόπιν αιτήματος ΑΕΑ, να αποφασίσει να ασκεί η ίδια άμεσα τις σχετικές εξουσίες για ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα αναφερόμενα στην παράγραφο 4», δεύτερον, η ΕΚΤ ασκεί την εποπτεία της λειτουργίας του συστήματος, βάσει των ευθυνών και των διαδικασιών που ορίζονται στο άρθρο αυτό και, τρίτον, μπορεί ανά πάσα στιγμή να κάνει χρήση των εξουσιών που αναφέρονται στα άρθρα 10 έως 13 του εν λόγω κανονισμού που αφορούν τις εξουσίες έρευνας που η ΕΚΤ μπορεί να ασκήσει άμεσα.

121    Το άρθρο 6, παράγραφος 7, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ προβλέπει ότι η ΕΚΤ θεσπίζει και κοινοποιεί το πλαίσιο οργάνωσης των πρακτικών λεπτομερειών εφαρμογής του άρθρου αυτού και συνιστά τη νομική βάση για την έκδοση του κανονισμού-πλαισίου ΕΕΜ.

122    Το άρθρο 14, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ προβλέπει τα εξής:

«Με την επιφύλαξη της παραγράφου 6, η ΕΚΤ δύναται να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας στις περιπτώσεις που προβλέπει η σχετική νομοθεσία της Ένωσης, είτε με δική της πρωτοβουλία κατόπιν διαβουλεύσεων με την [ΑΕΑ] του συμμετέχοντος κράτους μέλους όπου είναι εγκατεστημένο το πιστωτικό ίδρυμα, είτε κατόπιν προτάσεως από την [ΑΕΑ]. Οι εν λόγω διαβουλεύσεις εξασφαλίζουν ιδίως ότι, προτού ληφθεί απόφαση σχετικά με ανάκληση, η ΕΚΤ προβλέπει επαρκές χρονικό διάστημα ώστε οι εθνικές αρχές να αποφασίσουν σχετικά με τις απαραίτητες διορθωτικές ενέργειες, συμπεριλαμβανομένων ενδεχομένως μέτρων εξυγίανσης, και τις λαμβάνει υπόψη.

Σε περίπτωση που η [ΑΕΑ], η οποία έχει προτείνει τη χορήγηση άδειας λειτουργίας σύμφωνα με την παράγραφο 1, κρίνει ότι η άδεια λειτουργίας πρέπει να ανακληθεί σύμφωνα με τη σχετική εθνική νομοθεσία, υποβάλλει εν προκειμένω σχετική πρόταση στην ΕΚΤ. Στην περίπτωση αυτή, η ΕΚΤ λαμβάνει απόφαση για την προτεινόμενη ανάκληση λαμβάνοντας πλήρως υπόψη την αιτιολόγηση της ανάκλησης που προέβαλε η [ΑΕΑ].»

123    Το άρθρο 14, παράγραφος 6, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ ορίζει ότι, «[ε]φόσον οι εθνικές αρχές διατηρούν την αρμοδιότητα εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων, στις περιπτώσεις που θεωρούν ότι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας θα έθετε σε κίνδυνο την επαρκή υλοποίηση των δράσεων που είναι απαραίτητες για την εξυγίανση ή τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, ενημερώνουν δεόντως την ΕΚΤ σχετικά με τις αντιρρήσεις τους, εξηγώντας αναλυτικά τις αρνητικές συνέπειες που θα είχε η ανάκληση», ότι, «[σ]τις περιπτώσεις αυτές, η ΕΚΤ δεν προχωρά στην ανάκληση για περίοδο που συμφωνείται από κοινού με τις εθνικές αρχές» και ότι «[η] ΕΚΤ δύναται να επιλέξει να παρατείνει την εν λόγω περίοδο αν θεωρεί ότι έχει σημειωθεί επαρκής πρόοδος. Εάν, ωστόσο, η ΕΚΤ διαπιστώσει σε αιτιολογημένη απόφαση ότι οι εθνικές αρχές δεν υλοποίησαν τις κατάλληλες δράσεις που είναι απαραίτητες για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, ισχύει αμέσως η ανάκληση των αδειών».

124    Το άρθρο 80 του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ, με τίτλο «Πρόταση [ΑΕΑ] για την ανάκληση άδειας λειτουργίας», έχει ως εξής:

«1.      Εφόσον η [ΑΕΑ] θεωρεί ότι η άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος θα πρέπει να ανακληθεί ολικά ή μερικά σύμφωνα με τη σχετική ενωσιακή ή εθνική νομοθεσία, καθώς επίσης και στην περίπτωση σχετικού αιτήματος του πιστωτικού ιδρύματος, υποβάλλει στην ΕΚΤ σχέδιο απόφασης με το οποίο προτείνει την ανάκληση της άδειας (εφεξής “σχέδιο απόφασης για την ανάκληση άδειας λειτουργίας”) και σχετικά έγγραφα τεκμηρίωσης.

2.      Η [ΑΕΑ] συντονίζει τις ενέργειές της με την εθνική αρχή η οποία είναι αρμόδια για την εξυγίανση των πιστωτικών ιδρυμάτων (εφεξής η “εθνική αρχή εξυγίανσης”) όσον αφορά τα σχέδια αποφάσεων για την ανάκληση άδειας λειτουργίας που αφορούν την εθνική αρχή εξυγίανσης.»

125    Κατά το άρθρο 81 του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ:

«1.      Η ΕΚΤ αξιολογεί χωρίς περιττή καθυστέρηση το σχέδιο απόφασης για την ανάκληση άδειας λειτουργίας. Λαμβάνει ιδίως υπόψη λόγους επείγοντος που τυχόν επικαλείται η [ΑΕΑ].

2.      Ισχύει το δικαίωμα ακρόασης που προβλέπεται στο άρθρο 31.»

126    Το άρθρο 83 του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ προβλέπει τα εξής:

«1.      Η ΕΚΤ αποφασίζει για την ανάκληση άδειας λειτουργίας χωρίς περιττή καθυστέρηση. Με την απόφασή της μπορεί να αποδέχεται ή να απορρίπτει το υποβληθέν σχέδιο απόφασης για την ανάκληση άδειας λειτουργίας.

2.      Κατά τη λήψη της απόφασής της, η ΕΚΤ λαμβάνει υπόψη σωρευτικά τα εξής: α) την αξιολόγηση από την ίδια των περιστάσεων που δικαιολογούν την ανάκληση, β) κατά περίπτωση, το σχέδιο απόφασης που έχει εκπονήσει [ΑΕΑ] για την ανάκληση άδειας λειτουργίας, γ) τη διαβούλευση με την οικεία [ΑΕΑ] και, εφόσον αυτή δεν είναι η εθνική αρχή εξυγίανσης, τη διαβούλευση με την εθνική αρχή εξυγίανσης (εφεξής αναφερόμενες από κοινού ως “εθνικές αρχές”), δ) τυχόν σχόλια του πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 81 παράγραφος 2 και το άρθρο 82 παράγραφος 3.

3.      Η ΕΚΤ αποφασίζει επίσης στις περιπτώσεις του άρθρου 84, εφόσον η οικεία εθνική αρχή εξυγίανσης δεν προβάλει αντιρρήσεις ως προς την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ή η ΕΚΤ κρίνει ότι δεν έχουν υλοποιηθεί από τις εθνικές αρχές οι κατάλληλες δράσεις που είναι αναγκαίες για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας.»

127    Το άρθρο 84 του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ ορίζει τα εξής:

«1.      Εάν η εθνική αρχή εξυγίανσης γνωστοποιήσει την αντίρρησή της ως προς την ανάκληση της άδειας λειτουργίας στην οποία προτίθεται να προβεί η ΕΚΤ, η ίδια και η ΕΚΤ συμφωνούν ότι για συγκεκριμένη χρονική περίοδο που συνομολογούν μεταξύ τους η ΕΚΤ δεν θα προβεί σε ανάκληση της άδειας. Η ΕΚΤ ενημερώνει την [ΑΕΑ] μόλις έλθει σε επαφή με την εθνική αρχή εξυγίανσης σχετικά με την εν λόγω συμφωνία.

2.      Μετά τη λήξη της συμφωνημένης χρονικής περιόδου η ΕΚΤ σταθμίζει την πρόθεσή της να προβεί στην ανάκληση της άδειας λειτουργίας ή να παρατείνει τη συμφωνημένη χρονική περίοδο σύμφωνα με το άρθρο 14 παράγραφος 6 του κανονισμού ΕΕΜ, λαμβάνοντας υπόψη τυχόν πρόοδο που επετεύχθη. Η ΕΚΤ διαβουλεύεται με την οικεία [ΑΕΑ] και, εφόσον αυτή δεν είναι η εθνική αρχή εξυγίανσης, με την εθνική αρχή εξυγίανσης. Η [ΑΕΑ] ενημερώνει την ΕΚΤ για τα μέτρα που έλαβαν οι εν λόγω αρχές και την αξιολόγηση από την ίδια των συνεπειών της ανάκλησης.

3.      Εφόσον η εθνική αρχή εξυγίανσης δεν προβάλει αντιρρήσεις ως προς την ανάκληση της άδειας λειτουργίας ή η ΕΚΤ κρίνει ότι δεν έχουν υλοποιηθεί από τις εθνικές αρχές οι κατάλληλες δράσεις που είναι αναγκαίες για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, εφαρμόζεται το άρθρο 83.»

128    Το άρθρο 18 της οδηγίας 2013/36, το οποίο προβλέπει τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι ΑΕΑ μπορούν να προτείνουν για τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα την ανάκληση της αδείας λειτουργίας, έχει ως εξής:

«Οι αρμόδιες αρχές μπορούν να ανακαλέσουν την άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος μόνο όταν το εν λόγω πιστωτικό ίδρυμα:

[…]

ε)      υπάγεται σε μια από τις άλλες περιπτώσεις ανάκλησης που προβλέπονται από τις εθνικές διατάξεις ή

στ)      διαπράττει μία από τις παραβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 67 παράγραφος 1.»

129    Το άρθρο 67, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36 ορίζει τα εξής:

«Το παρόν άρθρο ισχύει τουλάχιστον όταν συμβαίνει οτιδήποτε από τα ακόλουθα:

[…]

δ)      ένα ίδρυμα δεν έχει θεσπίσει το πλαίσιο διακυβέρνησης που απαιτούν οι αρμόδιες αρχές σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις μεταφοράς του άρθρου 74,

ε)      ένα ίδρυμα δεν αναφέρει πληροφορίες ή παρέχει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση προς την υποχρέωση ικανοποίησης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων του άρθρου 92 του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) 648/2012 (ΕΕ 2013, L 176, σ. 1)] στις αρμόδιες αρχές κατά παράβαση του άρθρου 99 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού,

[…]

ιε)      ένα ίδρυμα κηρύχθηκε υπεύθυνο για σοβαρές παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίστηκαν δυνάμει της οδηγίας 2005/60/ΕΚ [του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Οκτωβρίου 2005, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας (ΕΕ 2005, L 309, σ. 15)]

[…]».

130    Το άρθρο 74, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36 προβλέπει ότι «[τ]α ιδρύματα θεσπίζουν άρτιο πλαίσιο διακυβέρνησης το οποίο να περιλαμβάνει σαφή οργανωτική διάρθρωση με ευκρινείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνουν ή ενδέχεται να αναλάβουν, επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου περιλαμβανομένων κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών καθώς και πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που να συνάδουν προς τις αρχές της ορθής και αποτελεσματικής διαχείρισης κινδύνων».

131    Από τις διατάξεις που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 115 έως 118 ανωτέρω προκύπτει ότι ο ΕΕΜ συγκεντρώνει τα καθήκοντα προληπτικής εποπτείας σε επίπεδο ΕΚΤ, προβλέποντας συγχρόνως αποκεντρωμένη εκτέλεση από τις ΑΕΑ των συμμετεχόντων κρατών μελών, υπό την εποπτεία της ΕΚΤ, με την οποία συνεργάζονται και την οποία επικουρούν. Επομένως, εντός του ΕΕΜ, αφενός, η ΕΚΤ ασκεί ορισμένες αποκλειστικές αρμοδιότητες: την «άμεση» προληπτική εποπτεία των σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων και τις αρμοδιότητες που της αναθέτει το άρθρο 4 του βασικού κανονισμού ΕΕΜ όσον αφορά όλα τα ιδρύματα, ανεξαρτήτως του πόσο σημαντικά είναι. Αφετέρου, η προληπτική εποπτεία των λιγότερο σημαντικών ιδρυμάτων εμπίπτει στην αποκεντρωμένη άσκηση αρμοδιοτήτων από τις εν λόγω ΑΕΑ και οριοθετείται και εποπτεύεται, εν τέλει, από την ΕΚΤ, η οποία έχει ως αποστολή να μεριμνά για την εύρυθμη λειτουργία και την αποτελεσματικότητα του συστήματος προληπτικής εποπτείας καθώς και για τη συνεπή και ομοιόμορφη εφαρμογή των κανόνων προληπτικής εποπτείας σε όλα τα συμμετέχοντα κράτη μέλη. Η ΕΚΤ ασκεί «έμμεση» εποπτεία στα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα, στο πλαίσιο της οποίας οι εν λόγω ΑΕΑ παρέχουν τη συνεργασία και συνδρομή τους στην ΕΚΤ. Επιπροσθέτως, οι ίδιες ΑΕΑ εξακολουθούν να είναι αρμόδιες για τους τομείς που δεν διέπονται από τον βασικό κανονισμό ΕΕΜ: την προστασία των καταναλωτών, τις αγορές χρηματοπιστωτικών μέσων, την ΚΞΧ/ΧΤ, την καταπολέμηση της διαφθοράς.

132    Ειδικότερα, στο πλαίσιο του εν λόγω ΕΕΜ, από την οικονομία του άρθρου 6, παράγραφοι 4 έως 6, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ προκύπτει διαφοροποίηση μεταξύ της προληπτικής εποπτείας των «σημαντικών» οντοτήτων και της προληπτικής εποπτείας των οντοτήτων που χαρακτηρίζονται ως «λιγότερο σημαντικές», όσον αφορά επτά από τα εννέα καθήκοντα των οποίων η απαρίθμηση περιλαμβάνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού.

133    Εξ αυτού συνάγεται, πρώτον, ότι η προληπτική εποπτεία των «σημαντικών» οντοτήτων εμπίπτει αποκλειστικά στην ΕΚΤ. Το ίδιο ισχύει και για την προληπτική εποπτεία των «λιγότερο σημαντικών» οντοτήτων, όσον αφορά το καθήκον που απαριθμείται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ σχετικά με τη χορήγηση και την ανάκληση της άδειας λειτουργίας στα πιστωτικά ιδρύματα.

134    Δεύτερον, όσον αφορά τις «λιγότερο σημαντικές» οντότητες και σχετικά με τα λοιπά καθήκοντα που προβλέπει το άρθρο 4, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ, από τον συνδυασμό του άρθρου 6, παράγραφοι 5 και 6, του εν λόγω κανονισμού προκύπτει ότι η άσκησή τους ανατίθεται, υπό τον έλεγχο της ΕΚΤ, στις ΑΕΑ των συμμετεχόντων κρατών μελών, οι οποίες ασκούν έτσι την άμεση προληπτική εποπτεία των εν λόγω οντοτήτων.

135    Συγκεκριμένα, το Γενικό Δικαστήριο έκρινε ότι από την εξέταση της αλληλεπιδράσεως μεταξύ των διατάξεων του άρθρου 4, παράγραφος 1, και του άρθρου 6 του βασικού κανονισμού ΕΕΜ, όπως εκτέθηκαν στις σκέψεις 116 έως 121 ανωτέρω, προκύπτει ότι η λογική της μεταξύ τους σχέσεως συνίσταται στο να καταστήσει δυνατή την αποκεντρωμένη άσκηση των αποκλειστικών αρμοδιοτήτων που έχουν ανατεθεί στην ΕΚΤ και όχι στο να οργανώσει την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΕΚΤ και των ΑΕΑ στο πλαίσιο της άσκησης των καθηκόντων που παρατίθενται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού. Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από το περιεχόμενο των αιτιολογικών σκέψεων του εν λόγω κανονισμού. Αφενός, από τις αιτιολογικές σκέψεις 15 και 28 του ιδίου κανονισμού προκύπτει ότι μόνον τα ρητώς ανατεθέντα στην ΕΚΤ καθήκοντα αποκλείονται από την αρμοδιότητα των κρατών μελών και ότι η προληπτική εποπτεία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων για διαφορετικούς λόγους από τους απαριθμούμενους στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού εξακολουθεί να εμπίπτει στην αρμοδιότητα των κρατών μελών. Εξ αυτού συνάγεται κατ’ ανάγκην ότι η κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΕΚΤ και των εθνικών αρχών έχει ήδη γίνει κατά το στάδιο του καθορισμού των καθηκόντων τα οποία ανατίθενται στην ΕΚΤ με το άρθρο 4, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού. Αφετέρου, πρέπει να επισημανθεί ότι, καίτοι η αιτιολογική σκέψη 28 του βασικού κανονισμού ΕΕΜ περιλαμβάνει κατάλογο των καθηκόντων εποπτείας τα οποία πρέπει να εξακολουθήσουν να υπάγονται στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών, εντούτοις δεν περιλαμβάνει κανένα από τα καθήκοντα τα οποία απαριθμούνται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, του κανονισμού αυτού. Επιπλέον, σύμφωνα την εν λόγω αιτιολογική σκέψη η άμεση εποπτεία των λιγότερο σημαντικών οντοτήτων δεν παρουσιάζεται ως άσκηση αρμοδιότητας που ανήκει στις εθνικές αρχές (πρβλ. απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ, T‑122/15, EU:T:2017:337, σκέψεις 54 έως 57).

136    Τρίτον, στο πλαίσιο του ΕΕΜ που αποτελείται από την ΕΚΤ και τις ΑΕΑ των συμμετεχόντων κρατών μελών, αφενός, από την οικονομία του άρθρου 6, παράγραφοι 2 και 3, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ προκύπτει ότι τόσο η ΕΚΤ όσο και οι ΑΕΑ συνεργάζονται καλοπίστως και αλληλοενημερώνονται. Ειδικότερα, δυνάμει του άρθρου 6, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού, «οι [ΑΕΑ] παρέχουν ειδικότερα στην ΕΚΤ όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για το σκοπό της άσκησης των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό». Επιπροσθέτως, δυνάμει της παραγράφου 3 του άρθρου αυτού, οι εν λόγω [ΑΕΑ] συνδράμουν την ΕΚΤ κατά την προπαρασκευή και εφαρμογή οποιωνδήποτε πράξεων που αφορούν τα καθήκοντα του άρθρου 4 του κανονισμού αυτού σχετικά με όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανομένης και της συνδρομής σε δραστηριότητες εξακρίβωσης.

137    Συγκεκριμένα, έχει κριθεί ότι γίνεται μνεία της εποπτείας πιστωτικών ιδρυμάτων χαρακτηρισθέντων ως «λιγότερο σημαντικών» στις αιτιολογικές σκέψεις 38 έως 40 του βασικού κανονισμού ΕΕΜ, ήτοι αμέσως μετά την αιτιολογική σκέψη 37 του ίδιου κανονισμού, η οποία υπογραμμίζει ότι «οι [ΑΕΑ] θα έχουν την ευθύνη να επικουρούν την ΕΚΤ κατά την προπαρασκευή και την εφαρμογή των σχετικών πράξεων που αφορούν την άσκηση από την ΕΚΤ των εποπτικών της καθηκόντων» και ότι «[σ]τα καθήκοντά τους θα πρέπει να περιλαμβάνεται ιδίως η συνεχής καθημερινή αξιολόγηση της κατάστασης ενός πιστωτικού ιδρύματος και οι συναφείς επιτόπιες εξακριβώσεις». Αυτή η διάρθρωση των αιτιολογικών σκέψεων του εν λόγω κανονισμού υποδηλώνει ότι το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης προέβλεψε την άμεση προληπτική εποπτεία την οποία ασκούν οι ΑΕΑ στο πλαίσιο του ΕΕΜ ως διαδικασία για την παροχή συνδρομής στην ΕΚΤ, και όχι ως άσκηση αυτοτελούς αρμοδιότητας (απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ, T‑122/15, EU:T:2017:337, σκέψη 58).

138    Αφετέρου, η άσκηση της άμεσης προληπτικής εποπτείας από τις ΑΕΑ οριοθετείται από την ΕΚΤ, η οποία διαθέτει, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 5, στοιχεία αʹ και βʹ, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ, εξουσίες, αφενός, να εκδίδει «κανονισμούς, κατευθυντήριες γραμμές ή γενικές οδηγίες προς τις αρμόδιες εθνικές αρχές, σύμφωνα με τις οποίες τα καθήκοντα που ορίζονται στο άρθρο 4 [του εν λόγω κανονισμού] [...] ασκούνται από τις [ΑΕΑ]» και, αφετέρου, να αποφασίσει «να ασκεί η ίδια άμεσα τις σχετικές εξουσίες για ένα ή περισσότερα πιστωτικά ιδρύματα». Επιπλέον, στην οριοθέτηση αυτή από την ΕΚΤ της άμεσης προληπτικής εποπτείας που ασκούν οι ΑΕΑ εμπίπτουν επίσης, αφενός, οι εξουσίες εποπτείας που προβλέπονται στο άρθρο 6, παράγραφος 5, στοιχείο γʹ, του κανονισμού αυτού, το οποίο παραπέμπει στην παράγραφο 7, στοιχείο γʹ, του εν λόγω άρθρου, και, αφετέρου, οι εξουσίες προληπτικής εποπτείας και έρευνας που προβλέπονται στα άρθρα 10 έως 13 του εν λόγω κανονισμού, τις οποίες η ΕΚΤ μπορεί να αποφασίσει να ασκήσει άμεσα έναντι των λιγότερο σημαντικών πιστωτικών ιδρυμάτων, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 6, στοιχείο δʹ, του ίδιου κανονισμού.

139    Επομένως, πρέπει να επισημανθεί ότι η ΕΚΤ διατηρεί σημαντικά προνόμια ακόμη και όταν οι ΑΕΑ ασκούν τα καθήκοντα εποπτείας του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχεία βʹ και δʹ έως θʹ, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ και ότι η ύπαρξη των προνομίων αυτών εμφαίνει τον δευτερεύοντα χαρακτήρα της παρεμβάσεως των εθνικών αρχών, κατά την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων (απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ, T‑122/15, EU:T:2017:337, σκέψη 59).

140    Τέταρτον, όσον αφορά, ειδικότερα, την ανάκληση της άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος που προβλέπεται στο άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ, η συνεργασία μεταξύ της ΕΚΤ και των ΑΕΑ εκφράζεται, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, αφενός, με την υποχρέωση διαβούλευσης με τις εν λόγω ΑΕΑ, στην περίπτωση που η ΕΚΤ ανακαλεί την άδεια λειτουργίας με δική της πρωτοβουλία και, αφετέρου, με τη δυνατότητα των αρχών αυτών να προτείνουν την εν λόγω ανάκληση στην ΕΚΤ.

141    Όταν μια ΑΕΑ, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ, προτείνει την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, η ΕΚΤ, σύμφωνα με το δεύτερο εδάφιο της διάταξης αυτής και το άρθρο 83, παράγραφος 2, του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ, πρέπει να λαμβάνει πλήρως υπόψη τους λόγους που δικαιολογούν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας τους οποίους προβάλλει η εν λόγω ΑΕΑ, τις διαβουλεύσεις με την ΑΕΑ και, εφόσον απαιτείται, με την εθνική αρχή εξυγίανσης, καθώς και τις παρατηρήσεις του οικείου πιστωτικού ιδρύματος. Οφείλει επίσης να προβεί σε δική της εξέταση όσον αφορά τη συνδρομή των περιστάσεων που δικαιολογούν την ανάκληση και να αποφασίσει να αποδεχθεί ή να απορρίψει το υποβληθέν σχέδιο απόφασης της ΑΕΑ για την ανάκληση άδειας λειτουργίας.

142    Πέμπτον, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι από τις αιτιολογικές σκέψεις 28 και 29 του βασικού κανονισμού ΕΕΜ προκύπτει ότι το καθήκον της πρόληψης της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας εμπίπτει στην αρμοδιότητα των εθνικών αρχών και ότι η ΕΚΤ συνεργάζεται, επ’ αυτού, με τις εθνικές αρχές.

143    Έκτον, όσον αφορά τη σχέση μεταξύ της ΚΞΧ/ΧΤ και της προληπτικής εποπτείας, διαπιστώνεται ότι, μεταξύ των περιστάσεων που δικαιολογούν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, αφενός, το άρθρο 18, στοιχείο στʹ της οδηγίας 2013/36 μνημονεύει τις παραβάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 67, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, μεταξύ των οποίων απαριθμούνται οι σοβαρές παραβάσεις των εθνικών διατάξεων που θεσπίστηκαν δυνάμει της οδηγίας 2005/60, σχετικά με την πρόληψη της χρησιμοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και τη χρηματοδότηση της τρομοκρατίας. Αφετέρου, το άρθρο 18, στοιχείο εʹ, της εν λόγω οδηγίας μνημονεύει τις άλλες περιπτώσεις ανάκλησης της άδειας λειτουργίας που προβλέπονται από τις εθνικές διατάξεις.

144    Συναφώς, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι μολονότι το άρθρο 18 της οδηγίας 2013/36 αναφέρεται στην εξουσία των ΑΕΑ σχετικά με την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, εντούτοις, λαμβανομένης υπόψη της κατανομής των καθηκόντων μεταξύ των εν λόγω ΑΕΑ και της ΕΚΤ που προβλέπεται στο άρθρο 4 του βασικού κανονισμού ΕΕΜ, και ιδίως του ότι η αρμοδιότητα για τις ανακλήσεις αδειών λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΚΤ την οποία η τελευταία μπορεί να ασκεί δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού, μετά από πρόταση της ΑΕΑ, το άρθρο 18 της οδηγίας αυτής πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά την εξουσία υποβολής πρότασης για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, η οποία παραμένει στην αρμοδιότητα των ΑΕΑ.

145    Έβδομον, όσον αφορά τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ του ΕΕΜ και του ΕΜΕ, από την αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 255, σ. 1, στο εξής: κανονισμός ΕΜΕ), προκύπτει ότι η εποπτεία και η εξυγίανση συνιστούν συμπληρωματικές πτυχές στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης και δεν είναι επομένως, καταρχήν, εναλλακτικές.

146    Συγκεκριμένα, επισημαίνεται ότι οι σκοποί του ΕΕΜ και του ΕΜΕ είναι διαφορετικοί. Όπως υπενθυμίζεται στην αιτιολογική σκέψη 7 του κανονισμού ΕΜΕ, ο ΕΕΜ διασφαλίζει την πολιτική σχετικά με τη μικροπροληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο και την εφαρμογή της με συνοχή και αποτελεσματικότητα στα κράτη μέλη της ευρωζώνης και στα εκτός ευρωζώνης κράτη μέλη που επιλέγουν να συμμετάσχουν σε αυτόν. Διασφαλίζει επίσης τη μακροπροληπτική εποπτεία και, σε τελική ανάλυση, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα της Ένωσης. Αντιθέτως, ο ΕΜΕ έχει ως βασικό καθήκον τη διαχείριση των καταστάσεων κρίσης που έχουν ήδη επέλθει, τη δημιουργία μηχανισμών εξυγίανσης αυξημένης αποτελεσματικότητας, προκειμένου να αποφευχθεί η μετάδοση των βλαπτικών επιπτώσεων από τις χρεοκοπίες των τραπεζών, σύμφωνα με ενιαίους κανόνες και ενιαία διαδικασία, όπως προκύπτει από τις αιτιολογικές σκέψεις 6 και 8 και από το άρθρο 1 του εν λόγω κανονισμού. Επομένως, μολονότι τα δύο συστήματα συνεργάζονται με τελικό σκοπό την ευρωστία και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης, εντούτοις ο ΕΕΜ ενεργεί προληπτικά, ενώ ο ΕΜΕ ενεργεί για την εξυγίανση κρίσεων.

147    Όγδοον, οι διαπιστώσεις ότι μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης που μπορεί να διατυπώσει η ΕΚΤ ή το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ) όσον αφορά τα σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα, ή οι ΑΕΑ ή οι εθνικές αρχές εξυγίανσης, όσον αφορά τα λιγότερο σημαντικά πιστωτικά ιδρύματα, είναι, όπως προκύπτει από το άρθρο 7, παράγραφος 3, του κανονισμού ΕΜΕ, προπαρασκευαστικές πράξεις που προηγούνται, αλλά δεν συνεπάγονται κατ’ ανάγκη την έγκριση καθεστώτος εξυγίανσης. Η έγκριση του καθεστώτος αυτού εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του ΕΣΕ ή των εθνικών αρχών εξυγίανσης, ανάλογα με το πόσο σημαντικό είναι το πιστωτικό ίδρυμα.

148    Επιπλέον, οι εκτιμήσεις ότι μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης δεν συνιστούν σε καμία περίπτωση επίσημες αποφάσεις όσον αφορά τις παραβάσεις από πιστωτικό ίδρυμα των κανονιστικών υποχρεώσεων, αλλά προπαρασκευαστικές πράξεις που δεν μεταβάλλουν τη νομική κατάσταση του οικείου πιστωτικού ιδρύματος. Συγκεκριμένα, οι πράξεις αυτές περιλαμβάνουν εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών από την ΕΚΤ (ή από την ΑΕΑ) σχετικά με το ζήτημα κατά πόσον το εν λόγω ίδρυμα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, η οποία δεν είναι μεν δεσμευτική, αποτελεί, ωστόσο, τη βάση για την εκ μέρους του ΕΣΕ (ή εκ μέρους της εθνικής αρχής εξυγίανσης) έγκριση καθεστώτος εξυγίανσης ή για την έκδοση απόφασης ότι δεν είναι αναγκαία ανάληψη δράσης εξυγίανσης για λόγους δημοσίου συμφέροντος (πρβλ. διάταξη της 6ης Μαΐου 2019, ABLV Bank κατά ΕΚΤ, T‑281/18, EU:T:2019:296, σκέψεις 36, 48 και 49).

149    Πράγματι, από το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού ΕΜΕ προκύπτει ότι ένα τέτοιο καθεστώς εγκρίνεται μόνον εφόσον πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις. Ειδικότερα, όχι μόνον το πιστωτικό ίδρυμα πρέπει να βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, αλλά πρέπει να μην υπάρχει εύλογη προοπτική ότι με εναλλακτικά μέτρα του ιδιωτικού τομέα ή με μέτρα προληπτικής εποπτείας, θα αποφευχθεί η πτώχευσή του εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Επιπλέον, η δράση εξυγίανσης πρέπει να είναι αναγκαία για λόγους δημοσίου συμφέροντος.

150    Συναφώς, κατά τη νομολογία, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 26 του κανονισμού ΕΜΕ, μολονότι η ΕΚΤ (και κατ’ αναλογίαν οι ΑΕΑ) και το ΕΣΕ (και κατ’ αναλογίαν οι εθνικές αρχές εξυγίανσης) πρέπει να είναι σε θέση να αξιολογούν εάν ένα πιστωτικό ίδρυμα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, εντούτοις η αξιολόγηση των απαιτούμενων προϋποθέσεων εξυγίανσης και η έγκριση καθεστώτος εξυγίανσης απόκειται αποκλειστικά στο ΕΣΕ (και κατ’ αναλογίαν στις εθνικές αρχές εξυγίανσης) εφόσον κρίνει ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις, όπως προκύπτει από το άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού ΕΜΕ. Ασφαλώς, η ΕΚΤ (και κατ’ αναλογίαν οι ΑΕΑ) είναι αρμόδια για την κοινοποίηση εκτίμησης σχετικά με την πρώτη προϋπόθεση και συγκεκριμένα σχετικά με το ότι το πιστωτικό ίδρυμα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, αλλά πρόκειται απλώς και μόνο για εκτίμηση, η οποία ουδόλως δεσμεύει το ΕΣΕ (και κατ’ αναλογίαν τις εθνικές αρχές εξυγίανσης) (πρβλ. διάταξη της 6ης Μαΐου 2019, ABLV Bank κατά ΕΚΤ, T‑281/18, EU:T:2019:296, σκέψη 34).

151    Ένατον, από την αιτιολογική σκέψη 57 του κανονισμού ΕΜΕ προκύπτει, αφενός, ότι το γεγονός ότι μια οντότητα δεν πληροί τις απαιτήσεις της άδειας λειτουργίας αυτό καθεαυτό δεν θα πρέπει να δικαιολογεί την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης, ιδίως εάν η οντότητα παραμένει ή είναι πιθανόν να παραμείνει βιώσιμη. Αφετέρου, μια οντότητα θα πρέπει να θεωρείται ότι βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης όταν παραβιάζει ή είναι πιθανό στο εγγύς μέλλον να παραβιάσει τις απαιτήσεις για τη διατήρηση της άδειας λειτουργίας.

152    Δεν υπάρχει λειτουργική ισοδυναμία μεταξύ της εκτίμησης ότι μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης και της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας. Πράγματι, μολονότι είναι αληθές ότι μια τέτοια εκτίμηση μπορεί να στηρίζεται στην αξιολόγηση ότι οι προϋποθέσεις για τη διατήρηση της άδειας λειτουργίας δεν πληρούνται πλέον βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 4, στοιχείο αʹ, του κανονισμού ΕΜΕ, εντούτοις οι δύο αυτές πράξεις ουδόλως είναι ισοδύναμες. Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι οι προϋποθέσεις για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας που απαριθμούνται στο άρθρο 18 της οδηγίας 2013/36 διαφέρουν σαφώς από το σκεπτικό στο οποίο θεμελιώνεται η εκτίμηση ότι μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, όπως αυτό εκτίθεται στο άρθρο 18, παράγραφος 4, του εν λόγω κανονισμού (διάταξη της 6ης Μαΐου 2019, ABLV Bank κατά ΕΚΤ, T‑281/18, EU:T:2019:296, σκέψη 46).

153    Η υπό κρίση ομάδα των λόγων ακυρώσεως πρέπει να εξεταστεί υπό το πρίσμα των ανωτέρω σκέψεων.

β)      Επί του πρώτου σκέλους σχετικά με την έλλειψη αρμοδιότητας της ΕΚΤ να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, όταν η ΑΕΑ έχει ήδη διαπιστώσει ότι η οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης

154    Εν προκειμένω, πρώτον, επισημαίνεται ότι η απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018 αφορά την ανάκληση της άδειας σχετικά με την πρόσβαση στις δραστηριότητες πιστωτικού ιδρύματος της δεύτερης προσφεύγουσας για παράβαση των διατάξεων του εσθονικού δικαίου το οποίο, με το μέτρο αυτό, επιβάλλει κυρώσεις για την έλλειψη πλαισίου διακυβέρνησης και αποτελεσματικού συστήματος στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ, τη μη εκτέλεση οδηγίας εκδοθείσας από την ΑΕΑ και την κοινοποίηση παραπλανητικών πληροφοριών ή εγγράφων.

155    Δεύτερον, παρατηρείται ότι η ΕΚΤ εξέδωσε την απόφαση της 26ης Μαρτίου 2018 και, στη συνέχεια, την απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018, μετά από πρόταση της FSA, της εσθονικής ΑΕΑ, δυνάμει του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και του άρθρου 14, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ, καθώς και του άρθρου 83, παράγραφος 1, του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ.

156    Τρίτον, στο πλαίσιο της απόφασης αυτής και της αποκεντρωμένης άσκησης της αποκλειστικής αρμοδιότητάς της στο θέμα της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, δεδομένου ότι η δεύτερη προσφεύγουσα ήταν λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα, η ΕΚΤ ήταν υποχρεωμένη, δυνάμει του άρθρου 14, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ και του άρθρου 83, παράγραφος 2, στοιχεία βʹ και γʹ, του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ, να λάβει πλήρως υπόψη τους λόγους που πρόβαλε η ΑΕΑ, οι οποίοι δικαιολογούσαν την ανάκληση, καθώς και να συνεργαστεί με την αρχή αυτή μέσω διαβουλεύσεων όσον αφορά τις ενδεχόμενες δράσεις εξυγίανσης τις οποίες η εθνική αρχή εξυγίανσης έκρινε αναγκαίες.

157    Τέταρτον, από το σημείο 3.2, στοιχείο δʹ, της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018 προκύπτει ότι η FSA, η οποία είναι στην Εσθονία τόσο η ΑΕΑ στο πλαίσιο του ΕΕΜ όσο και η εθνική αρχή εξυγίανσης στο πλαίσιο του ΕΜΕ (άρθρο 3 του εσθονικού νόμου για την πρόληψη και την εξυγίανση των οικονομικών κρίσεων), εξέδωσε στις 10 Απριλίου 2017 την απόφαση FOLTF για τον λόγο ότι η δεύτερη προσφεύγουσα είχε παραβιάσει πολλές φορές τις απαιτήσεις για τη διατήρηση της άδειας λειτουργίας, ως εκ τούτου μπορούσε δε να ανακληθεί η άδεια αυτή, όπως μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 57 του κανονισμού ΕΜΕ.

158    Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την αιτιολογική σκέψη 57 του κανονισμού ΕΜΕ, μια οντότητα θα πρέπει να θεωρείται ότι βρίσκεται ή κινδυνεύει να βρεθεί σε πτώχευση όταν παραβιάζει ή είναι πιθανό να παραβιάσει τις απαιτήσεις για τη διατήρηση της άδειας λειτουργίας.

159    Στη συνέχεια, από το σημείο 3.1, στοιχείο δʹ, της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018 προκύπτει ότι στις 7 Φεβρουαρίου 2018 η FSA, ενεργούσα ως εθνική αρχή εξυγίανσης, εξέδωσε απόφαση με την οποία έκρινε ότι η εξυγίανση δεν ήταν αναγκαία για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Στην απόφαση αυτή παραπέμπουν οι προσφεύγουσες, με τα δικόγραφά τους, ως «δεύτερη απόφαση FOLTF».

160    Επομένως, μολονότι η FSA εξέδωσε την απόφαση FOLTF, για την οποία ήταν αρμόδια, και, συνεπώς, συνέτρεχε η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 18, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού ΕΜΕ για την έγκριση καθεστώτος εξυγίανσης, εντούτοις έκρινε ότι δεν υπήρχαν λόγοι δημοσίου συμφέροντος για την εφαρμογή δράσεων εξυγίανσης, οπότε δεν συνέτρεχε η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 18, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, του εν λόγω κανονισμού. Ως εκ τούτου, η εν λόγω απόφαση δεν οδήγησε στη συγκεκριμένη περίπτωση την εθνική αρχή εξυγίανσης (την FSA) στην έγκριση καθεστώτος εξυγίανσης, καθόσον οι προβλεπόμενες προϋποθέσεις δεν συνέτρεχαν σωρευτικώς.

161    Αντιθέτως, από το σημείο 3.1, στοιχείο γʹ, της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018 προκύπτει ότι στις 6 Μαρτίου 2018 η FSA εξέδωσε πρόταση απόφασης για την ανάκληση της αδείας λειτουργίας και ότι η ΕΚΤ, μετά τη λήψη της πρότασης αυτής, παρέσχε στη δεύτερη προσφεύγουσα τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις της επ’ αυτής, και στη συνέχεια εξέδωσε την απόφαση της 26ης Μαρτίου 2018 και, ακολούθως, την απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018, η οποία στηρίζεται στους λόγους και στις εκτιμήσεις των πραγματικών περιστατικών καθώς και στα αποτελέσματα των επαληθεύσεων και των ελέγχων που διενήργησε η FSA.

162    Κατά πρώτον, ορθώς η ΕΚΤ έκρινε, στο σημείο 2.1 της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018, ότι ήταν αποκλειστικώς αρμόδια να εκδώσει απόφαση για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας. Το συμπέρασμα αυτό είναι σύμφωνο, αφενός, με το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και το άρθρο 14, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ καθώς και με το άρθρο 83 του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ και, αφετέρου, με τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 135 ανωτέρω.

163    Κατά δεύτερον, σύμφωνα με την κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των ΑΕΑ των συμμετεχόντων κρατών μελών και της ΕΚΤ εντός του ΕΕΜ, τις ισχύουσες διατάξεις και τη νομολογία, που μνημονεύονται στις σκέψεις 136, 137, 140 και 141 ανωτέρω, η FSA διαβίβασε στην ΕΚΤ πρόταση απόφασης για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας και η ΕΚΤ στηρίχθηκε στους λόγους της απόφασης αυτής για να θεμελιώσει τη δική της απόφαση.

164    Συγκεκριμένα, δεδομένου ότι η δεύτερη προσφεύγουσα ήταν λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα, αφενός, απέκειτο στην FSA, δηλαδή την εσθονική ΑΕΑ, να διενεργήσει τους αναγκαίους ελέγχους ως προς τα πραγματικά περιστατικά και να προετοιμάσει και να βοηθήσει την ΕΚΤ στην κατάρτιση και την εκτέλεση κάθε πράξης σχετικής με τα καθήκοντα που διαλαμβάνονται στο άρθρο 4 του βασικού κανονισμού ΕΕΜ, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η απόφαση για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας.

165    Αφετέρου, δυνάμει των διατάξεων και της νομολογίας που υπομνήσθηκαν στις σκέψεις 138 και 139 ανωτέρω, η ΕΚΤ διαθέτει εξουσία οριοθέτησης όσον αφορά την άσκηση από την FSA της άμεσης προληπτικής εποπτείας, την οποία, στη συγκεκριμένη περίπτωση, χρησιμοποίησε η ΕΚΤ προβαίνοντας σε διάφορες διαβουλεύσεις με την FSA, ιδίως από τον Απρίλιο του 2017, και μετά τον τελευταίο έλεγχο, όπως επιβεβαίωσε η ΕΚΤ κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση.

166    Κατά τρίτον, η ΕΚΤ είχε ασφαλώς την αρμοδιότητα να εκδώσει την απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018, παρά τις αποφάσεις που επικαλούνται οι προσφεύγουσες ανεξαρτήτως αυτών.

167    Συναφώς, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών ότι η ΕΚΤ δεν είχε αρμοδιότητα να εκδώσει την απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018, επειδή η ΑΕΑ είχε εκδώσει απόφαση σχετικά με το ότι η δεύτερη προσφεύγουσα βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, οφείλονται σε εσφαλμένη ερμηνεία της αλληλεπίδρασης μεταξύ του ΕΕΜ, αφενός, και του ΕΜΕ, αφετέρου, καθώς και σε ορισμένα σφάλματα ως προς τα πραγματικά περιστατικά.

168    Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες θεωρούν, κατ’ ουσίαν, ότι ο ΕΕΜ και ο ΕΜΕ είναι εναλλακτικά συστήματα, ότι, αντιθέτως προς ό,τι προέβλεπε προηγουμένως το εθνικό δίκαιο, η μη ανάληψη δράσης εξυγίανσης δεν συνεπάγεται την εκκαθάριση του πιστωτικού ιδρύματος βάσει του εθνικού δικαίου και ότι η ΕΚΤ δεν διαθέτει, μετά από την απόφαση FOLTF, αρμοδιότητα να αποφασίσει την ανάκληση της άδειας λειτουργίας.

169    Ωστόσο, αντιθέτως προς όσα ισχυρίζονται οι προσφεύγουσες, η FSA δεν εξέδωσε δύο αποφάσεις, αλλά, αφενός, στις 10 Απριλίου 2017 την απόφαση FOLTF, δηλαδή διαπίστωση ότι η οντότητα βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, και, αφετέρου, στις 7 Φεβρουαρίου 2018, ενεργώντας ως εθνική αρχή εξυγίανσης, απόφαση με την οποία διαπιστώθηκε ότι η εξυγίανση δεν ήταν αναγκαία για λόγους δημοσίου συμφέροντος, όπως προκύπτει σαφώς από την απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018, της οποίας τα χωρία υπενθυμίζονται στις σκέψεις 157 και 159 ανωτέρω.

170    Οι επίμαχες πράξεις είναι διακριτές, δεδομένου ότι η διαπίστωση ότι μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης αποτελεί μία από τις προϋποθέσεις για την έκδοση τελικής απόφασης που αφορά την εξυγίανση, δηλαδή έγκριση καθεστώτος εξυγίανσης βάσει του άρθρου 18, παράγραφος 6, του κανονισμού ΕΜΕ. Ωστόσο, η προϋπόθεση αυτή αποτελεί αναγκαία αλλά όχι επαρκή προϋπόθεση για την ανάληψη δράσης εξυγίανσης, όπως προκύπτει από τη σκέψη 149 ανωτέρω.

171    Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώθηκε από τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 148 ανωτέρω, κατά την οποία η διαπίστωση ότι μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης περιλαμβάνει εκτίμηση από την ΑΕΑ των πραγματικών περιστατικών σχετικά με το ζήτημα κατά πόσον το εν λόγω ίδρυμα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, η οποία δεν είναι μεν δεσμευτική, αποτελεί, ωστόσο, τη βάση για την εκ μέρους της εθνικής αρχής εξυγίανσης έγκριση καθεστώτος εξυγίανσης ή για την έκδοση απόφασης ότι δεν είναι αναγκαία η εξυγίανση για λόγους δημοσίου συμφέροντος.

172    Εν προκειμένω, η FSA, ενεργούσα ως εθνική αρχή εξυγίανσης, εξέδωσε απόφαση της δεύτερης αυτής κατηγορίας.

173    Πάντως, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, μια τέτοια απόφαση ουδόλως απαγορεύει στην ΕΚΤ να εκδώσει εν συνεχεία απόφαση για την ανάκληση της αδείας λειτουργίας.

174    Αντιθέτως, πρέπει να γίνει δεκτό ότι, στον βαθμό που η διαπίστωση ότι μια οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, η οποία μπορεί να διατυπωθεί, ιδίως, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 57 του κανονισμού ΕΜΕ και όπως αναγνωρίζει και η δεύτερη προσφεύγουσα, και η οποία μπορεί να ληφθεί ως βάση για την ανάληψη δράσης εξυγίανσης, δεν οδηγεί στη λήψη τέτοιου μέτρου εξυγίανσης κατά την εθνική αρχή εξυγίανσης που είναι αρμόδια για την ανάληψη της δράσης αυτής δυνάμει του άρθρου 7, παράγραφος 3, στοιχείο εʹ, του εν λόγω κανονισμού (όσον αφορά ένα λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα), η ΕΚΤ μπορεί να αποφασίσει να προχωρήσει στην ανάκληση της άδειας λειτουργίας του πιστωτικού ιδρύματος που δεν τηρεί πλέον τις απαιτήσεις για τη διατήρηση της άδειας αυτής.

175    Πράγματι, μολονότι ο ΕΜΕ επιτελεί την ίδια αποστολή με αυτήν που επιδιώκει ο ΕΕΜ ως προς την προστασία της σταθερότητας και της ασφάλειας του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ένωσης και, επομένως, είναι συμπληρωματικός σε σχέση με τον ΕΕΜ, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 11 του κανονισμού ΕΜΕ, εντούτοις μπορεί να εφαρμοστεί όταν μια οντότητα βρίσκεται σε κατάσταση αφερεγγυότητας ή κινδυνεύει να καταστεί αφερέγγυα και αποσκοπεί στη διαχείριση των χρηματοοικονομικών κρίσεων όταν συμβούν, όπως προκύπτει από την αιτιολογική σκέψη 7 του εν λόγω κανονισμού.

176    Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται εξάλλου από την αιτιολογική σκέψη 57 του κανονισμού ΕΜΕ, κατά την οποία «το γεγονός αυτό καθαυτό ότι η οντότητα δεν πληροί τις απαιτήσεις της άδειας λειτουργίας δεν θα πρέπει να δικαιολογεί την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης, ιδίως εάν η οντότητα παραμένει ή είναι πιθανόν να παραμείνει βιώσιμη», καθώς και από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 152 ανωτέρω.

177    Τα μέτρα που λαμβάνονται βάσει του ΕΕΜ και του ΕΜΕ θα μπορούσαν να αλληλοαποκλείονται, όπως υποστήριξαν οι προσφεύγουσες, μόνο στην περίπτωση κατά την οποία μια οντότητα θα έπρεπε όχι μόνο να μη διασφαλίζει πλέον τις απαιτήσεις για τη διατήρηση της άδειας λειτουργίας, αλλά και να μην είναι πλέον φερέγγυα.

178    Μόνο στην περίπτωση αυτή, η ΕΚΤ θα πρέπει να προτιμήσει την ανάληψη από το ΕΣΕ ή από εθνική αρχή εξυγίανσης (ανάλογα με το πόσο σημαντικό είναι το πιστωτικό ίδρυμα) δράσης εξυγίανσης, βάσει του μηχανισμού συντονισμού και συνεργασίας με τις εν λόγω αρχές που περιγράφεται στο άρθρο 14, παράγραφοι 5 και 6, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ, καθώς και στο άρθρο 83, παράγραφος 3, και στο άρθρο 84 του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ. Επιπροσθέτως, η ΕΚΤ, πριν εκδώσει την απόφασή της για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, οφείλει, βάσει του άρθρου 83, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ, να λάβει δεόντως υπόψη τις διαβουλεύσεις με τις εθνικές αρχές εξυγίανσης.

179    Η συνύπαρξη του ΕΕΜ και του ΕΜΕ δεν μπορεί να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αποκλείει τη δυνατότητα της αρμόδιας στον τομέα προληπτικής εποπτείας αρχής, δηλαδή της ΕΚΤ, να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας, σε περίπτωση που δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την ανάληψη δράσης εξυγίανσης, δηλαδή όταν το οικείο πιστωτικό ίδρυμα δεν κινδυνεύει να καταστεί μη βιώσιμο.

180    Συγκεκριμένα, τούτο θα ισοδυναμούσε με απαλλαγή των πιστωτικών ιδρυμάτων, τα οποία από οικονομικής άποψης είναι εύρωστα, από την υποχρέωση να τηρούν τους λοιπούς κανόνες προληπτικής εποπτείας που τους επιβάλλονται προκειμένου να διατηρήσουν την άδεια λειτουργίας τους.

181    Όσον αφορά το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι οι «αποφάσεις FOLTF» έπρεπε να τους κοινοποιηθούν, αρκεί να υπογραμμιστεί ότι η τελική απόφαση με την οποία η εθνική αρχή εξυγίανσης διαπίστωσε ότι δεν υπήρχαν λόγοι δημοσίου συμφέροντος για την εξυγίανση και η διαπίστωση της FSA ότι το πιστωτικό ίδρυμα βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης εντάσσονται σε διαδικασία διαφορετική από εκείνη που οδήγησε στην απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018, οπότε η μη κοινοποίηση της απόφασης FOLTF στη δεύτερη προσφεύγουσα δεν ασκεί επιρροή όσον αφορά τη νομιμότητα της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018. Επιπλέον, στον βαθμό που οι λόγοι στους οποίους θεμελιώνεται η απόφαση FOLTF συμπίπτουν με τους λόγους στους οποίους θεμελιώνεται η πρόταση της FSA σχετικά με απόφαση για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, όπως αυτή επαναλαμβάνεται στην απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018, πρέπει να θεωρούνται ως γνωστοί στην εν λόγω προσφεύγουσα η οποία είναι ο αποδέκτης των τελευταίων αυτών αποφάσεων.

182    Επίσης, λαμβανομένων υπόψη των διευκρινίσεων που παρατίθενται στις σκέψεις 173 έως 180 ανωτέρω σχετικά με τις αλληλεπιδράσεις των συστημάτων ΕΕΜ και ΕΜΕ, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα επιχειρήματα των προσφευγουσών σχετικά με την παραπομπή, με την απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018, σε διάταξη του εθνικού δικαίου που φέρεται να καταργήθηκε με την έναρξη ισχύος των δύο αυτών συστημάτων, και ιδίως στο άρθρο 118 του εσθονικού νόμου περί πιστωτικών ιδρυμάτων, είναι αλυσιτελή.

183    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι το υπό κρίση σκέλος δεν μπορεί να ευδοκιμήσει.

γ)      Επί του δεύτερου σκέλους, το οποίο αφορά την έλλειψη αρμοδιότητας της ΕΚΤ ως προς την αξιολόγηση των ζητημάτων που εμπίπτουν στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ 

184    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, κατ’ ουσίαν, την αρμοδιότητα της ΕΚΤ να εκδώσει απόφαση για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας λόγω παραβάσεως των διατάξεων που αφορούν τον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ, τομέα στον οποίο η ΕΚΤ δεν έχει αρμοδιότητα. Αντιθέτως, η ανάκληση της άδειας λειτουργίας δικαιολογείται μόνο για λόγους προληπτικής εποπτείας.

185    Πρώτον, όπως προκύπτει από το άρθρο 67 της οδηγίας 2013/36, η ανάκληση της άδειας λειτουργίας προβλέπεται και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης του πιστωτικού ιδρύματος με τις υποχρεώσεις στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ. Επομένως, η συμμόρφωση με τις υποχρεώσεις στον τομέα αυτόν είναι προφανώς κρίσιμη στο πλαίσιο της προληπτικής εποπτείας, καθόσον, όπως τονίζεται στις αιτιολογικές σκέψεις 1 και 2 της οδηγίας 2005/60, η χρησιμοποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος για τη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες μπορεί να επιφέρει ζημία στη σταθερότητα, την ακεραιότητα και τη φήμη του, καθώς και στην ενιαία αγορά.

186    Το γεγονός, εξάλλου, ότι στο γράμμα του άρθρου 18 της οδηγίας 2013/36 γίνεται αναφορά στην αρμοδιότητα των εθνικών εποπτικών αρχών να ανακαλέσουν την άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος δεν αναιρεί τη βούληση του νομοθέτη της Ένωσης, όπως αυτή προκύπτει από τις διατάξεις του ισχύοντος σήμερα βασικού κανονισμού ΕΕΜ.

187    Συγκεκριμένα, τα μεν κράτη μέλη εξακολουθούν να είναι αρμόδια για την εφαρμογή των διατάξεων περί ΚΞΧ/ΧΤ, όπως ρητώς μνημονεύεται στην αιτιολογική σκέψη 28 του βασικού κανονισμού ΕΕΜ, η δε ΕΚΤ είναι αποκλειστικώς αρμόδια για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας για όλα τα πιστωτικά ιδρύματα, ανεξαρτήτως του πόσο σημαντικά είναι, ακόμη και όταν η ανάκληση αυτή θεμελιώνεται, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, στους λόγους του άρθρου 67, παράγραφος 1, στοιχεία δʹ, εʹ και ιεʹ, της οδηγίας 2013/36, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 18 της οδηγίας αυτής, εφόσον το άρθρο 14, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού ορίζει ως προϋπόθεση για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας την ύπαρξη ενός ή περισσοτέρων λόγων που δικαιολογούν την ανάκληση σύμφωνα με τους όρους του άρθρου 18 της εν λόγω οδηγίας. Επομένως, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν, ευλόγως, να αμφισβητήσουν, για τον λόγο αυτόν, την αρμοδιότητα της ΕΚΤ να εκδώσει την απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018.

188    Δεύτερον, όσον αφορά τους λόγους ανάκλησης της άδειας λειτουργίας στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν βασίμως να αμφισβητήσουν ότι οι λόγοι αυτοί αντιστοιχούν σε ορισμένους από τους λόγους που δικαιολογούν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, και ιδίως στους λόγους που παρατίθενται στο άρθρο 18, στοιχεία εʹ και στʹ, της οδηγίας 2013/36, όπως απαιτεί το άρθρο 14, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ. Ειδικότερα, το άρθρο 18, στοιχείο στʹ, της εν λόγω οδηγίας αφορά τις παραβάσεις από το πιστωτικό ίδρυμα που αναφέρονται στο άρθρο 67, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής.

189    Εν προκειμένω, οι παραβάσεις που απαριθμούνται στο άρθρο 67, παράγραφος 1, στοιχεία δʹ, εʹ και ιεʹ, της οδηγίας 2013/36 προσάπτονται στη δεύτερη προσφεύγουσα στο πλαίσιο της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018. Οι παραβάσεις αυτές αφορούν, αντιστοίχως, την έλλειψη πλαισίου διακυβέρνησης που απαιτείται από τις ΑΕΑ σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις για τη μεταφορά του άρθρου 74 της εν λόγω οδηγίας στην εσωτερική έννομη τάξη, τη μη παροχή στις ΑΕΑ πληροφοριών ή την παροχή ανακριβών ή ελλιπών πληροφοριών σχετικά με την τήρηση της υποχρέωσης συμμόρφωσης προς τις απαιτήσεις ιδίων κεφαλαίων, και τη διάπραξη σοβαρής παράβασης των εθνικών διατάξεων που θεσπίστηκαν δυνάμει της οδηγίας 2005/60 στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ.

190    Ως εκ τούτου, και λαμβανομένων επίσης υπόψη των εκτιμήσεων που αναπτύχθηκαν στις σκέψεις 185 και 187 ανωτέρω, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών σχετικά με την έλλειψη αρμοδιότητας της ΕΚΤ να χρησιμοποιήσει το μέσο της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας για παραβάσεις που αφορούν τον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ πρέπει να απορριφθούν.

191    Εξάλλου, όσον αφορά ειδικότερα το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των ΑΕΑ των συμμετεχόντων κρατών μελών και της ΕΚΤ εντός του ΕΕΜ και η αρχή της αναλογικότητας υπαγορεύουν ότι, πριν από την ανάκληση της τραπεζικής άδειας για παραβάσεις της νομοθεσίας περί ΚΞΧ/ΧΤ, πρέπει να έχουν εξαντληθεί όλα τα άλλα διαθέσιμα μέτρα (πρόστιμα, απαγόρευση άσκησης ορισμένων δραστηριοτήτων, ποινικές διώξεις), το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί.

192    Συγκεκριμένα, από τη δικογραφία προκύπτει ότι η FSA έδωσε στη δεύτερη προσφεύγουσα πολλές ευκαιρίες να συμμορφωθεί με τις κανονιστικές απαιτήσεις στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 25, 26 και 29 ανωτέρω, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται και η έκδοση εντολής, η οποία επίσης δεν τηρήθηκε από την εν λόγω προσφεύγουσα. Υπό τις περιστάσεις αυτές, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν βασίμως να προσάψουν στην ΕΚΤ ότι εξέδωσε απόφαση για ανάκληση της αδείας λειτουργίας πρόωρα ή κατά παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.

193    Τρίτον, στον βαθμό που η εφαρμογή και ο έλεγχος της τήρησης από πιστωτικό ίδρυμα των διατάξεων περί ΚΞΧ/ΧΤ εμπίπτουν αναμφίβολα στις αρμοδιότητες των εθνικών αρχών και, εν προκειμένω, τις αρμοδιότητες αυτές άσκησε η FSA, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν βασίμως να προβάλουν υφαρπαγή από την ΕΚΤ αρμοδιοτήτων που ανήκουν στην FSA.

194    Πράγματι, αφενός, σύμφωνα με την κατανομή των αρμοδιοτήτων μεταξύ των ΑΕΑ των συμμετεχόντων κρατών μελών και της ΕΚΤ εντός του ΕΕΜ, η οποία υπογραμμίζεται στις σκέψεις 131, 136, 137 και 140 ανωτέρω, και, ειδικότερα, στην αποκεντρωμένη άσκηση των αποκλειστικών αρμοδιοτήτων στον τομέα της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, η οποία έχει αναγνωρισθεί από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 135 ανωτέρω, η FSA εκπλήρωσε το καθήκον της προς την ΕΚΤ για συνεργασία και συνδρομή, όπως αυτό προβλέπεται στο άρθρο 6, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, και παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ, κατά πρώτον, διενεργώντας τους αναγκαίους ελέγχους και τους επιτόπιους ελέγχους, κατά δεύτερον, επικοινωνώντας με το επίμαχο πιστωτικό ίδρυμα προκειμένου να λυθούν εγκαίρως τα προβλήματα, συμπεριλαμβανομένης της διαβούλευσης με την εθνική αρχή εξυγίανσης που έχει συγκροτηθεί και αυτή εντός της FSA, και, κατά τρίτον, διαθέτοντας εκ των προτέρων σχέδιο απόφασης για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, σύμφωνα με το άρθρο 14, παράγραφος 5, του εν λόγω κανονισμού.

195    Αφετέρου, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν βασίμως να προσάψουν στην ΕΚΤ ότι στήριξε την απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018 στην εν λόγω πρόταση απόφασης της FSA για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, καθόσον, όταν μια ΑΕΑ προτείνει στην ΕΚΤ την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, από το άρθρο 14, παράγραφος 5, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ καθώς και από το άρθρο 83, παράγραφος 2, του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ προκύπτει ότι η ΕΚΤ υποχρεούται να λάβει πλήρως υπόψη τους λόγους που δικαιολογούν την εν λόγω ανάκληση τους οποίους προβάλλει η εν λόγω ΑΕΑ.

196    Επίσης, επισημαίνεται ότι η ΕΚΤ ζήτησε και τις παρατηρήσεις της δεύτερης προσφεύγουσας επί του σχεδίου απόφασης της FSA για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας και τις έλαβε υπόψη, σύμφωνα με το άρθρο 83, παράγραφος 2, στοιχείο δʹ, του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ.

197    Επομένως, χωρίς να παραβλέπεται η κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των ΑΕΑ των συμμετεχόντων κρατών μελών και της ΕΚΤ εντός του ΕΕΜ, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα μεν πραγματικά περιστατικά που στοιχειοθετούν τις παραβάσεις της νομοθεσίας περί ΚΞΧ/ΧΤ προσδιορίστηκαν από την FSA, ενώ η νομική εκτίμηση σχετικά με το αν τα πραγματικά αυτά περιστατικά δικαιολογούσαν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας καθώς και η εκτίμηση της αναλογικότητας παρέμειναν, αντιθέτως, στην αρμοδιότητα της ΕΚΤ.

198    Επιπλέον, λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, τα επιχειρήματα που ανέπτυξαν οι προσφεύγουσες στο πλαίσιο της υπό κρίση ομάδας λόγων ακυρώσεως που αφορούν τη μη διενέργεια πραγματογνωμοσύνης από την ΕΚΤ και την έλλειψη αρμοδιότητας της ΕΚΤ στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ είναι αλυσιτελή.

199    Κατόπιν των ανωτέρω, το υπό κρίση σκέλος πρέπει να απορριφθεί.

δ)      Επί του τρίτου σκέλους, το οποίο αφορά την έλλειψη αρμοδιότητας της ΕΚΤ ως προς τη μη έγκριση της εκούσιας εκκαθάρισης της δεύτερης προσφεύγουσας και την πώληση της τράπεζας σε άλλον επενδυτή

200    Οι προσφεύγουσες προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στην ΕΚΤ ότι εξέδωσε απόφαση με την οποία δεν ενέκρινε την εκούσια εκκαθάριση της δεύτερης προσφεύγουσας ή την πώληση του πιστωτικού ιδρύματος σε άλλους επενδυτές.

201    Προκαταρκτικώς, όσον αφορά την εκούσια εκκαθάριση της δεύτερης προσφεύγουσας, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 117 του εσθονικού νόμου περί πιστωτικών ιδρυμάτων, προκειμένου ένα πιστωτικό ίδρυμα να προβεί στην εκούσια εκκαθάρισή του, πρέπει να υποβάλει αίτηση για εκούσια λύση στην FSA, η οποία είναι, επομένως, η αρμόδια αρχή για να κάνει δεκτή ή να απορρίψει μια τέτοια αίτηση.

202    Από τη δικογραφία προκύπτει ότι, αφενός, η δεύτερη προσφεύγουσα δεν ισχυρίζεται ότι υπέβαλε αίτηση για εκούσια εκκαθάριση και, αφετέρου, προσάπτει στην ΕΚΤ ότι δεν της έδωσε την ευκαιρία να την υποβάλει. Όμως, η εν λόγω προσφεύγουσα δεν υπέβαλε τέτοια αίτηση. Επιπροσθέτως, η ΕΚΤ, βεβαίως, δεν έχει υποχρέωση να παρακινεί ένα πιστωτικό ίδρυμα να υποβάλει ενώπιον εθνικής αρχής αίτηση για εκούσια εκκαθάριση ούτε είναι αρμόδια να λάβει τυπική απόφαση για τη χορήγηση άδειας ή την απόρριψη αίτησης για εκούσια εκκαθάριση, όπως ισχυρίζονται οι διάδικοι.

203    Εξ αυτού συνάγεται ότι τα επιχειρήματα των προσφευγουσών είναι λυσιτελή μόνο στον βαθμό που αφορούν στην πραγματικότητα την αξιολόγηση της ΕΚΤ σχετικά με την αναλογικότητα της απόφασης για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, όπως εκτίθεται στο σημείο 3.3.2 της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018, και θα εξεταστούν στο πλαίσιο της ανάλυσης που αφορά την αναλογικότητα της εν λόγω ανάκλησης (βλ. σκέψεις 306 έως 344 κατωτέρω). Το ίδιο ισχύει και για τα επιχειρήματα σχετικά με την έλλειψη αρμοδιότητας της ΕΚΤ όσον αφορά το ότι δεν επέτρεψε την πώληση του πιστωτικού ιδρύματος σε άλλους επενδυτές, τα οποία διατυπώθηκαν στο πλαίσιο του δέκατου πέμπτου λόγου της προσφυγής.

204    Κατόπιν των ανωτέρω, το υπό κρίση σκέλος πρέπει να απορριφθεί.

ε)      Επί του τέταρτου σκέλους σχετικά με την κατάχρηση εξουσίας 

205    Προς στήριξη του υπό κρίση σκέλους, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν, κατ’ ουσίαν, ότι η ΕΚΤ δεν αποδέχθηκε την εκούσια εκκαθάριση της δεύτερης προσφεύγουσας (ούτε την πώλησή της σε άλλους επενδυτές ή άλλα λιγότερο παρεμβατικά μέτρα) και ανακάλεσε την άδεια λειτουργίας της για λόγους ξένους προς την προληπτική εποπτεία, και ιδίως για λόγους ευνοϊκής δημοσιότητας που η ίδια και η FSA θα αντλούσαν από το γεγονός αυτό, κατά παράβαση της αιτιολογικής σκέψης 75 και του άρθρου 19 του βασικού κανονισμού ΕΕΜ, που επιβάλλουν στην ΕΚΤ την υποχρέωση να ασκεί τα καθήκοντά της με πλήρη ανεξαρτησία από πολιτική επιρροή.

206    Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, αντιτείνει ότι ο λόγος αυτός είναι προδήλως αβάσιμος.

207    Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, κατά την αιτιολογική σκέψη 75 του βασικού κανονισμού ΕΕΜ, «[γ]ια την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων, η ΕΚΤ θα πρέπει να εκτελεί τα εποπτικά καθήκοντά της με πλήρη ανεξαρτησία, ιδίως από αδικαιολόγητη πολιτική επιρροή και από παρεμβάσεις του οικείου κλάδου που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την επιχειρησιακή της ανεξαρτησία».

208    Επίσης, από την αιτιολογική σκέψη 15 του βασικού κανονισμού ΕΕΜ προκύπτει ότι στην ΕΚΤ ανατίθενται εκείνα τα ειδικά εποπτικά καθήκοντα που είναι καίριας σημασίας για να διασφαλίζεται η συνεπής και αποτελεσματική εφαρμογή της πολιτικής της Ένωσης σχετικά με την προληπτική εποπτεία των πιστωτικών ιδρυμάτων, συμπεριλαμβανομένης της λήψης μέτρων που αποσκοπούν στην επίτευξη μακροπροληπτικής σταθερότητας, τα οποία θα διέπονται από ειδικές ρυθμίσεις που θα αντανακλούν το ρόλο των εθνικών αρχών. Το άρθρο 19, παράγραφος 1, του εν λόγω κανονισμού έχει ως εξής:

«Κατά την εκτέλεση των καθηκόντων που της ανατίθενται με τον παρόντα κανονισμό, η ΕΚΤ και οι [ΑΕΑ] εντός του EEM ενεργούν ανεξάρτητα. Τα μέλη του τραπεζικού εποπτικού συμβουλίου και της διευθύνουσας επιτροπής ενεργούν ανεξάρτητα και αντικειμενικά προς το συμφέρον της Ένωσης συνολικά και δεν επιτρέπεται να ζητούν ή να δέχονται οδηγίες από τα θεσμικά όργανα ή οργανισμούς της Ένωσης, από την κυβέρνηση οποιουδήποτε κράτους μέλους ή από οποιονδήποτε άλλο δημόσιο ή ιδιωτικό φορέα».

209    Επιπροσθέτως, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι ως κατάχρηση εξουσίας νοείται η εκ μέρους διοικητικής αρχής χρησιμοποίηση των εξουσιών της για σκοπό διαφορετικό από εκείνον για τον οποίον της έχουν απονεμηθεί. Μια απόφαση θεωρείται εκδοθείσα κατά κατάχρηση εξουσίας μόνον εάν προκύπτει, βάσει αντικειμενικών, κρίσιμων και συγκλινουσών ενδείξεων, ότι ελήφθη για έναν τέτοιο σκοπό. Επιπλέον, σε περίπτωση που οι επιδιωκόμενοι σκοποί είναι πολλαπλοί, ακόμη και αν μεταξύ των αιτιολογικών σκέψεων μιας απόφασης υπάρχουν και ορισμένες μη έγκυρες, η απόφαση αυτή δεν ενέχει κατάχρηση εξουσίας, εφόσον δεν αφίσταται του βασικού σκοπού (βλ. απόφαση της 13ης Δεκεμβρίου 2017, Crédit mutuel Arkéa κατά ΕΚΤ, T‑52/16, EU:T:2017:902, σκέψη 210 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

210    Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν αποδεικνύουν ότι η ΕΚΤ, εκδίδοντας την απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018, επιδίωξε σκοπό διαφορετικό από την εκπλήρωση του καθήκοντός της προληπτικής εποπτείας των πιστωτικών ιδρυμάτων. Επιπλέον, δεν προσκόμισαν κανένα αποδεικτικό στοιχείο ικανό να αποδείξει τυχόν έλλειψη ανεξαρτησίας της ΕΚΤ, κατά παράβαση του άρθρου 19 του βασικού κανονισμού ΕΕΜ.

211    Εν πάση περιπτώσει, η απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018 θεμελιώνεται σε λόγους ανάκλησης της άδειας λειτουργίας οι οποίοι προβλέπονται στο άρθρο 18 της οδηγίας 2013/36 και παραπέμπουν σε σοβαρές παραβάσεις της νομοθεσίας περί ΚΞΧ/ΧΤ. Εξ αυτού συνάγεται ότι η αιτιολογία της εν λόγω απόφασης είναι σύμφωνη με τους σκοπούς που επιδιώκονται με τα εποπτικά καθήκοντα που έχουν ανατεθεί στην ΕΚΤ.

212    Συνεπώς, το υπό κρίση σκέλος πρέπει επίσης να απορριφθεί.

213    Η υπό κρίση ομάδα λόγων ακυρώσεως πρέπει επομένως να απορριφθεί στο σύνολό της.

2.      Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την παράβαση των καθηκόντων επιμέλειας και αμεροληψίας κατά την εξέταση από την ΕΚΤ

214    Κατά τις προσφεύγουσες, η ΕΚΤ δεν εκτίμησε με επιμέλεια και αμεροληψία όλες τις κρίσιμες πτυχές της υπόθεσης. Ωστόσο, προσάπτουν απλώς στην ΕΚΤ ότι αρκέστηκε στην αποδοχή των συμπερασμάτων της FSA, τα οποία βασίζονταν σε παραπλανητικές πληροφορίες παρασχεθείσες από την εν λόγω ΑΕΑ, χωρίς να προβεί σε δική της εξέταση των λόγων στους οποίους στηρίζεται το σχέδιο απόφασης για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας.

215    Η ΕΚΤ αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

216    Κατά πάγια νομολογία, το καθήκον επιμέλειας συνεπάγεται την υποχρέωση του οικείου θεσμικού οργάνου να εξετάζει επιμελώς και αμερόληπτα όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περίπτωσης (πρβλ, αποφάσεις της 21ης Νοεμβρίου 1991, Technische Universität München, C‑269/90, EU:C:1991:438, σκέψη 14, και της 16ης Σεπτεμβρίου 2013, ATC κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑333/10, EU:T:2013:451, σκέψη 84).

217    Εν προκειμένω, πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση, όπως σημειώνει και η ΕΚΤ, ότι η απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018 περιέχει πλήρη και σαφή έκθεση των λόγων που δικαιολογούν την ανάκληση οι οποίοι, αφενός, στηρίζονται στις εκτιμήσεις της FSA ως ΑΕΑ αρμόδιας για την προληπτική εποπτεία της δεύτερης προσφεύγουσας (λιγότερο σημαντικό πιστωτικό ίδρυμα) και, αφετέρου, αφορούν αυτοτελή εκτίμηση της ΕΚΤ σχετικά με την τήρηση των λοιπών προϋποθέσεων για τη λήψη απόφασης για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, συμπεριλαμβανομένης της αξιολόγησης της αναλογικότητας του μέτρου ανάκλησης.

218    Δεύτερον, οι γενικόλογες επικρίσεις σχετικά με την προβαλλόμενη έλλειψη επιμέλειας και αμεροληψίας εκ μέρους της ΕΚΤ μπορούν να ευδοκιμήσουν μόνο σε περίπτωση που αμφισβητούν εμπεριστατωμένα τις τυχόν πλημμέλειες στις οποίες υπέπεσε η ΕΚΤ στο πλαίσιο της έκδοσης της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018.

219    Τρίτον, επισημαίνεται, όπως σημειώνει και η ΕΚΤ, ότι οι διαπιστώσεις σχετικά με παραβάσεις στις οποίες προέβη η FSA, οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν λυσιτελώς από τη δεύτερη προσφεύγουσα, έπρεπε να αντιμετωπιστούν από την ΕΚΤ ως αποδεδειγμένα πραγματικά περιστατικά για τα οποία δεν ήταν, συνεπώς, αναγκαία, επανεξέταση από την ΕΚΤ. Επομένως, η ΕΚΤ ορθώς περιορίστηκε στην εξακρίβωση του κατά πόσον οι παραβάσεις αυτές συνιστούσαν πράγματι λόγους που δικαιολογούσαν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας. Η εξέταση αυτή πραγματοποιήθηκε στα σημεία 3.3.1 και 3.3.2 της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018.

220    Τέταρτον, οι απλοί ισχυρισμοί των προσφευγουσών ότι η ΕΚΤ περιορίστηκε στο να στηριχθεί στα συμπεράσματα της ΑΕΑ πρέπει επίσης να απορριφθούν για τους ίδιους λόγους με εκείνους που αναπτύχθηκαν στις σκέψεις 194 έως 198 ανωτέρω.

221    Επιπλέον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το επιχείρημα των προσφευγουσών ότι η απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018 θεμελιώνεται σε παραπλανητικές πληροφορίες που παρέσχε η FSA συνιστά απλώς ισχυρισμό ο οποίος δεν στηρίζεται σε αποδεικτικά στοιχεία και πρέπει, ως εκ τούτου, να απορριφθεί.

222    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

223    Στο μέτρο που ο τρίτος λόγος ακυρώσεως αφορά την ύπαρξη σφαλμάτων εκτίμησης στην πρόταση απόφασης της FSA, υπενθυμίζεται ότι το Δικαστήριο έκρινε προσφάτως ότι, στην περίπτωση στην οποία το δίκαιο της Ένωσης δεν αποβλέπει στον διαχωρισμό δύο αρμοδιοτήτων εκ των οποίων η μία είναι εθνική και η άλλη ενωσιακή και οι οποίες έχουν διακριτά αντικείμενα, αλλά αντιθέτως κατοχυρώνει την αποκλειστική εξουσία λήψεως αποφάσεων ενός θεσμικού οργάνου της Ένωσης, εναπόκειται στον δικαστή της Ένωσης, δυνάμει της αποκλειστικής αρμοδιότητάς του να ελέγχει τη νομιμότητα των πράξεων της Ένωσης επί τη βάσει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, να αποφαίνεται επί της νομιμότητας της τελικής αποφάσεως την οποία λαμβάνει το εν λόγω θεσμικό όργανο της Ένωσης και να εξετάζει, προς διασφάλιση της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των ενδιαφερομένων, τα τυχόν ελαττώματα των προπαρασκευαστικών πράξεων ή των προτάσεων των εθνικών αρχών τα οποία είναι ικανά να θίξουν το κύρος της τελικής αυτής αποφάσεως (βλ. απόφαση της 19ης Δεκεμβρίου 2018, Berlusconi και Fininvest, C‑219/17, EU:C:2018:1023, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

224    Υπό τις περιστάσεις αυτές, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να εξακριβώσει τα τυχόν ελαττώματα που αφορούν τη νομιμότητα του σχεδίου απόφασης της FSA, όπως αυτό επαναλαμβάνεται στην απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018, στο μέτρο που οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τα ελαττώματα αυτά στο πλαίσιο των λοιπών λόγων ακυρώσεως.

225    Πρέπει, επομένως, να εξεταστεί αν η δεύτερη προσφεύγουσα κατόρθωσε να ανατρέψει τις εκτιμήσεις που διενεργήθηκαν με την απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018.

3.      Επί του τέταρτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν πλάνη ως προς την εκτίμηση ή τη μη συνεκτίμηση ορισμένων κρίσιμων στοιχείων της υπόθεσης

α)      Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά το ότι δεν ελήφθη υπόψη ο θετικός ρόλος της νέας διοίκησης της δεύτερης προσφεύγουσας

226    Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018 δεν λαμβάνει υπόψη τον θετικό ρόλο της νέας διοίκησης της δεύτερης προσφεύγουσας και ότι, λαμβανομένων υπόψη της κατάρτισης και της καλής φήμης των μελών της διοίκησης αυτής που τοποθετήθηκε από τον Νοέμβριο του 2017, η ΕΚΤ δεν έπρεπε να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας της τον Μάρτιο του 2018.

227    Η ΕΚΤ αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

228    Πρώτον, στον βαθμό που οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι η ΕΚΤ δεν έλαβε υπόψη ένα κρίσιμο στοιχείο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο σημείο 3.3.1, στοιχείο βʹ, σημείο ii, της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018, ελήφθη δεόντως υπόψη η αλλαγή της διοίκησης της δεύτερης προσφεύγουσας και αναλύθηκαν λεπτομερώς στην εν λόγω απόφαση οι λόγοι για τους οποίους η αλλαγή αυτή δεν θεωρήθηκε επαρκής για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που διαπιστώθηκαν στο σύστημα διαχείρισης κινδύνων στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ.

229    Συγκεκριμένα, κατά πρώτον, με την απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018 η ΕΚΤ έκρινε μεταξύ άλλων ότι, μολονότι η νέα διοίκηση της δεύτερης προσφεύγουσας, η οποία είχε αναλάβει καθήκοντα ήδη από την 1η Νοεμβρίου 2017, συμφώνησε με τα αμφισβητούμενα ζητήματα που έθεσε η FSA όσον αφορά την αδυναμία της εν λόγω προσφεύγουσας να παρουσιάσει σαφή στρατηγική σχετικά με τους πελάτες της, λεπτομερή προσδιορισμό των κινδύνων για την πελατεία αυτή και οικονομική αξιολόγηση των λειτουργικών κινδύνων, και η εν λόγω διοίκηση δεσμεύτηκε να αλλάξει την εμπορική στρατηγική της προσφεύγουσας αυτής κατά την περίοδο 2018-2021, εντούτοις η νέα διοίκηση επιβεβαίωσε επίσης ότι, στο πλαίσιο της κύριας δραστηριότητάς της, ότι επιθυμούσε να συνεχίσει να εστιάζει στη ρωσική και την ουκρανική αγορά.

230    Κατά δεύτερον, στην απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018 επισημάνθηκε ότι, κατά το ισχύον εθνικό δίκαιο (άρθρο 52, παράγραφος 4, και άρθρο 55, παράγραφος 1, του εσθονικού νόμου περί πιστωτικών ιδρυμάτων), η εμπορική στρατηγική ενός πιστωτικού ιδρύματος καθορίζεται από το εποπτικό συμβούλιο και όχι από το διοικητικό συμβούλιο.

231    Κατά τρίτον, στην απόφαση της 17 Ιουλίου 2018 επισημάνθηκε επίσης ότι, παρά τις αλλαγές μελών του εποπτικού συμβουλίου της δεύτερης προσφεύγουσας, οι οποίες επήλθαν επίσης από το 2012 έως το 2018, οι δύο πλειοψηφούντες μέτοχοι της εν λόγω προσφεύγουσας εξακολουθούσαν να μετέχουν στο εν λόγω εποπτικό συμβούλιο και η FSA δεν διαπίστωσε αλλαγή στρατηγικής όσον αφορά τις αρχές διαχείρισης κινδύνων, γεγονός από το οποίο μπορούσε ευλόγως να συναχθεί ότι τα μέλη αυτά επηρεάζονταν μάλλον από τους δύο προαναφερθέντες μετόχους. Η επιρροή αυτή μπορούσε επίσης να επιβεβαιωθεί από το ότι, παρά το ότι έγιναν τρεις αλλαγές στη διοίκηση από το 2012 έως το 2017, η προσφεύγουσα αυτή ουδέποτε άλλαξε το επιχειρηματικό της μοντέλο και τη στάση της όσον αφορά τη μη συμμόρφωσή της με τις κανονιστικές απαιτήσεις στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ.

232    Για όλους αυτούς τους λόγους, η FSA στο σχέδιο απόφασης και η ΕΚΤ στην απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018 κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι βελτιώσεις που παρατηρήθηκαν μετά την αλλαγή της διοίκησης της δεύτερης προσφεύγουσας δεν αρκούσαν για να διασφαλιστεί η εκ μέρους της δεύτερης προσφεύγουσας τήρηση της νομοθεσίας περί ΚΞΧ/ΧΤ.

233    Πάντως, οι λόγοι αυτοί, οι οποίοι εξάλλου δεν αμφισβητήθηκαν κατά τρόπο εμπεριστατωμένο από τις προσφεύγουσες στο πλαίσιο της προσφυγής που ασκήθηκε στην υπόθεση T‑584/18, αφενός, αποδεικνύουν ότι η ΕΚΤ έλαβε όντως υπόψη τη νέα διοίκηση της εν λόγω προσφεύγουσας ως κρίσιμο στοιχείο της υπόθεσης και, αφετέρου, δεν ενέχουν πλάνη εκτίμησης.

234    Δεύτερον, κατά το μέτρο που οι προσφεύγουσες προβάλλουν πλάνη ως προς την εκτίμηση της ΕΚΤ όσον αφορά την απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ανάκληση της άδειας λειτουργίας της δεύτερης προσφεύγουσας δεν θεμελιώθηκε σε ακαταλληλότητα του διοικητικού συμβουλίου, βάσει του άρθρου 18, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2013/36, σε συνδυασμό με το άρθρο 13, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, αλλά στη μη λήψη από την εν λόγω προσφεύγουσα των αναγκαίων μέτρων προκειμένου να συμμορφωθεί με τις κανονιστικές απαιτήσεις στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ, γεγονός το οποίο, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 231 ανωτέρω, παρά τη νέα διοίκηση της προσφεύγουσας αυτής, οι προσφεύγουσες δεν μπόρεσαν να αμφισβητήσουν εγκύρως.

235    Τρίτον, στο μέτρο που τα επιχειρήματα των προσφευγουσών αφορούν πλάνη ως προς την εκτίμηση της ΕΚΤ κατά την αξιολόγηση της αναλογικότητας της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018, σε σχέση με άλλα μέτρα λιγότερο παρεμβατικά από την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, πρέπει να γίνει παραπομπή στην εξέταση της αξιολόγησης της αναλογικότητας (βλ. σκέψεις 306 έως 344 κατωτέρω).

236    Κατόπιν των ανωτέρω, ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

β)      Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά πλάνη ως προς την εκτίμηση του εσφαλμένου χαρακτήρα των πληροφοριών σχετικά με τις δραστηριότητες της δεύτερης προσφεύγουσας στη Λεττονία

237    Οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η ΕΚΤ δεν μπόρεσε να θεμελιώσει επαρκώς την απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018 στην κοινοποίηση εσφαλμένων πληροφοριών στην EFSA σχετικά με τις διασυνοριακές δραστηριότητες της δεύτερης προσφεύγουσας στη Λεττονία. Κατά την άποψή τους, πρώτον, οι φερόμενες ως ανακριβείς δηλώσεις σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά δεν διευκρινίζονται ούτε τεκμηριώνονται με αποδεικτικά στοιχεία, ενώ ουδέποτε απέκρυψαν τις δραστηριότητες που ασκούσε η δεύτερη προσφεύγουσα στη Λεττονία, οι οποίες είχαν ανακοινωθεί δημοσίως στον διαδικτυακό τόπο της τελευταίας. Δεύτερον, οι δηλώσεις αυτές αφορούν αποκλειστικώς ζήτημα ορολογικής διάκρισης μεταξύ του «γραφείου εκπροσώπησης» και της «υπηρεσίας/διασυνοριακού γραφείου» ή του «γραφείου υποστήριξης» και του «υποκαταστήματος». Τρίτον, η διαδικασία περί διαβατηρίου για την άσκηση διασυνοριακών χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων σε άλλες χώρες την οποία δεν τήρησε η εν λόγω προσφεύγουσα αποτελεί αμιγώς τυπική διαδικασία και η ίδια αυτή προσφεύγουσα τήρησε την εν λόγω διαδικασία όσον αφορά την άσκηση των δραστηριοτήτων της στη Γερμανία, τη Σουηδία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Τέταρτον, το ζήτημα αυτό στερείται πλέον σημασίας, καθόσον αποτέλεσε αντικείμενο διακανονισμού ενώπιον λεττονικού διοικητικού δικαστηρίου, και ούτε η FSA ούτε η λεττονική ΑΕΑ επέβαλαν κυρώσεις στην εν λόγω προσφεύγουσα για τον λόγο αυτό. Πέμπτον, απαιτείται ιδιαίτερη βαρύτητα για να καταλήξουν τέτοιες δηλώσεις στην ανάκληση της άδειας λειτουργίας.

238    Εξάλλου, οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι η FSA, μετά την έκδοση της απόφασης FOLTF, επέδειξε διφορούμενη στάση και δεν κατέστησε σαφές στη δεύτερη προσφεύγουσα ότι θεωρούσε ότι το ζήτημα ήταν ακόμη ανοικτό. Στηρίζονται συναφώς στο ανακοινωθέν Τύπου της εν λόγω προσφεύγουσας της 28ης Ιουλίου 2017, το οποίο συνόψισε τον διακανονισμό ενώπιον της λεττονικής ΑΕΑ και από το οποίο προκύπτει ότι η υπόθεση που αφορούσε τις δραστηριότητες της δεύτερης προσφεύγουσας στη Λεττονία είχε περατωθεί. Προσθέτουν ότι θα ήταν παράλογο μια απλή ανακρίβεια να θεωρηθεί λόγος για την ανάκληση της αδείας λειτουργίας ενός πιστωτικού ιδρύματος. Ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο να υποχρεώσει την FSA και την ΕΚΤ να προσδιορίσουν τις φερόμενες ως παραπλανητικές δηλώσεις και να κοινοποιήσουν τα έγγραφα στα οποία η FSA και η ΕΚΤ έθεσαν το ζήτημα ότι, παρά τον διακανονισμό που έγινε ενώπιον του λεττονικού διοικητικού δικαστηρίου, το θέμα αυτό ήταν ακόμη ανοικτό. Ζητούν επίσης να διαταχθεί να καταθέσουν συναφώς οι εκπρόσωποι της FSA και της ΕΚΤ.

239    Η ΕΚΤ αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

240    Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι η αιτιολογική σκέψη 19 της οδηγίας 2013/36 διαλαμβάνει ότι «[τ]α πιστωτικά ιδρύματα που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας στο κράτος μέλος προέλευσης θα πρέπει να μπορούν να ασκούν, σε ολόκληρη την Ένωση, το σύνολο ή μέρος των δραστηριοτήτων που αναφέρονται στον κατάλογο δραστηριοτήτων που υπάγονται στο καθεστώς της αμοιβαίας αναγνώρισης, μέσω της ίδρυσης υποκαταστήματος ή μέσω παροχής υπηρεσιών».

241    Κατά την αιτιολογική σκέψη 20 της οδηγίας 2013/36, «[θ]εωρείται σκόπιμο να επεκταθεί το ευεργέτημα της αμοιβαίας αναγνώρισης σε εκείνες τις δραστηριότητες οι οποίες ασκούνται από χρηματοδοτικό ίδρυμα που είναι θυγατρική ενός πιστωτικού ιδρύματος, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η θυγατρική συμπεριλαμβάνεται στην εποπτεία σε ενοποιημένη βάση στην οποία υπόκειται και η μητρική της επιχείρηση και πληροί αυστηρές προϋποθέσεις».

242    Στο πλαίσιο του κεφαλαίου 2 του τίτλου V της οδηγίας 2013/36, σχετικά με το δικαίωμα εγκατάστασης πιστωτικών ιδρυμάτων, τα άρθρα 35 και 36 επιβάλλουν απαίτηση κοινοποίησης και ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ των αρμοδίων αρχών.

243    Το άρθρο 35 της οδηγίας 2013/36 προβλέπει ότι κάθε πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να ιδρύσει υποκατάστημα στο έδαφος άλλου κράτους μέλους προβαίνει σε σχετική κοινοποίηση προς τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσής του (παράγραφος 1). Η κοινοποίηση αυτή πρέπει να συνοδεύεται από πληροφορίες που αφορούν, μεταξύ άλλων, το κράτος μέλος στο έδαφος του οποίου σκοπεύει να ιδρύσει υποκατάστημα, πρόγραμμα δραστηριοτήτων στο οποίο να αναγράφονται το είδος των προβλεπόμενων δραστηριοτήτων και η οργανωτική δομή του υποκαταστήματος, τη διεύθυνση, στο κράτος μέλος υποδοχής, στην οποία είναι δυνατόν να ζητούνται και να παραλαμβάνονται έγγραφα, και τα ονόματα των ατόμων που θα είναι υπεύθυνα για τη διοίκηση του υποκαταστήματος (παράγραφος 2).

244    Το άρθρο 35, παράγραφος 4, της οδηγίας 2013/36 ορίζει ότι, «[ε]άν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης αρνηθούν να κοινοποιήσουν τις πληροφορίες της παραγράφου 2 στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, γνωστοποιούν τους λόγους της άρνησής τους στο ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα εντός τριών μηνών από τη λήψη όλων των πληροφοριών».

245    Το άρθρο 36, παράγραφοι 1 έως 4, της οδηγίας 2013/36 έχει ως εξής:

«1.      Πριν το υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος αρχίσει να ασκεί τις δραστηριότητές του, οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής έχουν προθεσμία δύο μηνών από την παραλαβή των πληροφοριών του άρθρου 35 προκειμένου να οργανώσουν την εποπτεία του πιστωτικού ιδρύματος σύμφωνα με το κεφάλαιο 4 και να γνωστοποιήσουν, αν χρειάζεται, τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες, για λόγους δημοσίου συμφέροντος, αυτές οι δραστηριότητες θα ασκούνται στο κράτος υποδοχής.

2.      Το υποκατάστημα, μόλις λάβει την κοινοποίηση εκ μέρους των αρμόδιων αρχών του κράτους μέλους υποδοχής ή, σε περίπτωση σιωπής εκ μέρους τους, μόλις λήξει η προθεσμία που προβλέπεται στην παράγραφο 1, μπορεί να εγκατασταθεί και να αρχίσει να ασκεί τις δραστηριότητές του.

3.      Σε περίπτωση μεταβολής του περιεχομένου των πληροφοριών που γνωστοποιήθηκαν σύμφωνα με το άρθρο 35 παράγραφος 2 στοιχεία β), γ) και δ), το πιστωτικό ίδρυμα γνωστοποιεί, γραπτώς, αυτήν τη μεταβολή στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης και του κράτους μέλους υποδοχής, τουλάχιστον ένα μήνα πριν τη μεταβολή, ώστε οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης να μπορέσουν να λάβουν απόφαση έπειτα από κοινοποίηση δυνάμει του άρθρου 35 και οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής να λάβουν απόφαση σχετικά με τις προϋποθέσεις της μεταβολής δυνάμει της παραγράφου 1 του παρόντος άρθρου.

4.      Τα υποκαταστήματα που έχουν αρχίσει τις δραστηριότητές τους, σύμφωνα με τις διατάξεις που ίσχυαν στο κράτος μέλους υποδοχής, πριν από την 1η Ιανουαρίου 1993, θεωρείται ότι έχουν υπαχθεί στις διαδικασίες του άρθρου 35 και στις παραγράφους 1 και 2 του παρόντος άρθρου. Από την 1η Ιανουαρίου 1993, τα υποκαταστήματα αυτά διέπονται από την παράγραφο 3 του παρόντος άρθρου και από τα άρθρα 33 και 52 και το κεφάλαιο 4.»

246    Το άρθρο 39 της οδηγίας 2013/36, με τίτλο «Διαδικασία κοινοποίησης», προβλέπει στις παραγράφους 1 και 2 τα εξής:

«1.      Κάθε πιστωτικό ίδρυμα το οποίο επιθυμεί να ασκήσει, για πρώτη φορά, τις δραστηριότητές του στο έδαφος άλλου κράτους μέλους, στο πλαίσιο της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών, κοινοποιεί στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης τις δραστηριότητες που περιλαμβάνονται στον κατάλογο του παραρτήματος Ι και τις οποίες σκοπεύει να ασκήσει.

2.      Οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους προέλευσης διαβιβάζουν στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής την κοινοποίηση που προβλέπεται στην παράγραφο 1 εντός προθεσμίας ενός μηνός από την παραλαβή της.»

247    Το άρθρο 67, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36 έχει ως εξής:

«Το παρόν άρθρο ισχύει τουλάχιστον όταν συμβαίνει οτιδήποτε από τα ακόλουθα:

α)      ένα ίδρυμα απέκτησε την άδεια λειτουργίας με ψευδείς δηλώσεις ή με οποιοδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο,

[…]

ε)      ένα ίδρυμα δεν αναφέρει πληροφορίες ή παρέχει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες σχετικά με τη συμμόρφωση προς την υποχρέωση ικανοποίησης των απαιτήσεων ιδίων κεφαλαίων του άρθρου 92 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 στις αρμόδιες αρχές κατά παράβαση του άρθρου 99 παράγραφος 1 του εν λόγω κανονισμού,

στ)      ένα ίδρυμα δεν αναφέρει πληροφορίες ή παρέχει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές σε σχέση με τα στοιχεία του άρθρου 101 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

ζ)      ένα ίδρυμα δεν αναφέρει πληροφορίες ή παρέχει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές σχετικά με ένα μεγάλο χρηματοδοτικό άνοιγμα κατά παράβαση του άρθρου 394 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

η)      ένα ίδρυμα δεν αναφέρει πληροφορίες ή παρέχει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές σχετικά με τη ρευστότητά του κατά παράβαση του άρθρου 415 παράγραφοι 1 και 2 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

θ)      ένα ίδρυμα δεν αναφέρει πληροφορίες ή παρέχει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές σχετικά με το δείκτη μόχλευσης κατά παράβαση του άρθρου 430 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

[…]

ιγ)      ένα ίδρυμα δεν παρέχει πληροφορίες ή παρέχει ανακριβείς ή ελλιπείς πληροφορίες κατά παράβαση του άρθρου 431 παράγραφοι 1, 2 και 3 ή του άρθρου 451 παράγραφος 1 του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013,

[…]».

248    Στο σημείο 3.3.1, στοιχείο δʹ, της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018, η ΕΚΤ, στηριζόμενη στο σχέδιο απόφασης της FSA για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, έκρινε ότι η δεύτερη προσφεύγουσα παρέβη τη λεττονική νομοθεσία για τη μεταφορά στην εσωτερική έννομη τάξη των άρθρων 35 έως 38 της οδηγίας 2013/36, καθόσον ίδρυσε στη Λεττονία υποκατάστημα χωρίς να τηρήσει τις προβλεπόμενες διαδικασίες και, επομένως, παρανόμως, παρείχε δε στην FSA ψευδείς πληροφορίες όσον αφορά την εγκατάστασή της στη Λεττονία. Αφενός, η FSA στηρίχθηκε σε δύο επιστολές που έλαβε από την εν λόγω προσφεύγουσα: με την πρώτη, η προσφεύγουσα αυτή αρνήθηκε ότι εκμεταλλευόταν υποκατάστημα στη Λεττονία, ενώ είχε αποδειχθεί το αντίθετο, και, με τη δεύτερη, υποστήριζε ότι είχε κλείσει το υποκατάστημά της στη Λεττονία, ενώ αυτό εξακολουθούσε να λειτουργεί. Αφετέρου, έλαβε υπόψη τα αποδεικτικά στοιχεία που είχε συλλέξει κατά τη διάρκεια επιτόπιου ελέγχου τον οποίο είχε διενεργήσει από τις 5 Σεπτεμβρίου έως τις 14 Νοεμβρίου του 2016, από τον οποίο προέκυψε ότι η εν λόγω προσφεύγουσα είχε παράσχει χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες μέσω υποκαταστήματος εγκατεστημένου στη Λεττονία από τον Οκτώβριο του 2013.

249    Οι προσφεύγουσες αντικρούουν κατ’ ουσία τον υποχρεωτικό χαρακτήρα της διαδικασίας κοινοποίησης (που αποκαλείται «διαβατήριο»), την οποία προβλέπουν τα άρθρα 35 και 36 της οδηγίας 2013/36.

250    Συναφώς, σημειώνεται ότι η οδηγία 2013/36 αποσκοπεί στην εναρμόνιση των προϋποθέσεων για τη χορήγηση της άδειας λειτουργίας σχετικά με την πρόσβαση στις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες των πιστωτικών ιδρυμάτων σε ολόκληρη την Ένωση, προκειμένου να έχει τη δυνατότητα ένα ίδρυμα που έχει λάβει άδεια λειτουργίας εντός του δικού του κράτους μέλους να ασκήσει το σύνολο ή μέρος των δραστηριοτήτων του σε ολόκληρη την Ένωση μέσω της ίδρυσης υποκαταστήματος ή μέσω παροχής υπηρεσιών, επωφελούμενο του καθεστώτος της αμοιβαίας αναγνώρισης, όπως προκύπτει και από την αιτιολογική σκέψη 19 της εν λόγω οδηγίας.

251    Επιπροσθέτως, από τα άρθρα 35 έως 38 της οδηγίας 2013/36 προκύπτει ότι ο νομοθέτης της Ένωσης θέλησε να δημιουργήσει, για τα πιστωτικά ιδρύματα που επιθυμούν να ιδρύσουν υποκατάστημα σε άλλο κράτος μέλος, σύστημα κοινοποίησης στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης. Αυτή είναι, επομένως, η αρμόδια αρχή για την εκτίμηση της συνδρομής των προϋποθέσεων όσον αφορά την πρόσβαση του υποκαταστήματος αυτού στις χρηματοοικονομικές δραστηριότητες εντός άλλου κράτους μέλους.

252    Η εξουσία για τη λήψη απόφασης από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης αφορά ιδίως την επάρκεια και πληρότητα των πληροφοριών που απαριθμούνται στην παράγραφο 2 του άρθρου 35 της οδηγίας 2013/36, οι οποίες πρέπει να κοινοποιηθούν στην αρμόδια εθνική αρχή του κράτους μέλους υποδοχής, καθώς και την εξακρίβωση της επάρκειας της διοικητικής οργάνωσης ή της οικονομικής κατάστασης του πιστωτικού ιδρύματος που επιθυμεί να ιδρύσει υποκατάστημα σε άλλο κράτος μέλος. Σε περίπτωση αμφιβολίας, οι πληροφορίες αυτές δεν κοινοποιούνται και οι λόγοι άρνησης γνωστοποιούνται στο ενδιαφερόμενο πιστωτικό ίδρυμα.

253    Ο μη αμιγώς τυπικός χαρακτήρας της διαδικασίας κοινοποίησης που αποκαλείται διαδικασία περί «διαβατηρίου» προκύπτει από την εξουσία της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους προέλευσης να αρνηθεί την κοινοποίηση και από το περιθώριο εκτιμήσεως που διαθέτει όσον αφορά την αξιολόγηση των πληροφοριών που πρέπει να κοινοποιηθούν από το πιστωτικό ίδρυμα που επιθυμεί να ιδρύσει υποκατάστημα σε άλλο κράτος μέλος.

254    Επιπροσθέτως, από το άρθρο 36, παράγραφος 1, της οδηγίας 2013/36 προκύπτει ότι η αρμόδια εθνική αρχή του κράτους μέλους υποδοχής σχεδιάζει την προληπτική εποπτεία του υποκαταστήματος μόνο μετά την παραλαβή των πληροφοριών του άρθρου 35 της ίδιας οδηγίας. Εξ αυτού συνάγεται ότι η κοινοποίηση των πληροφοριών αυτών αποτελεί ουσιώδη τύπο προκειμένου η εν λόγω αρμόδια αρχή να μπορέσει να ασκήσει τη δραστηριότητά της όσον αφορά την προληπτική εποπτεία επί του υποκαταστήματος πιστωτικού ιδρύματος άλλου κράτους μέλους.

255    Το συμπέρασμα αυτό επιβεβαιώνεται από την τελολογική και συστηματική ερμηνεία της οδηγίας 2013/36 και ιδίως των κεφαλαίων 2 και 3 του τίτλου V της οδηγίας αυτής. Συγκεκριμένα, ο δικαιολογητικός λόγος των διατάξεων αυτών είναι ο συμβιβασμός της δυνατότητας του πιστωτικού ιδρύματος με άδεια λειτουργίας σε κράτος μέλος να ασκήσει την ελευθερία του για παροχή υπηρεσιών και το δικαίωμά του για εγκατάσταση σε άλλα κράτη μέλη, με την απαίτηση προληπτικής εποπτείας των τυχόν υποκαταστημάτων του εν λόγω ιδρύματος σε άλλα κράτη μέλη. Υπό το πρίσμα της διευκόλυνσης της άσκησης του δικαιώματος αυτού καθώς και της αμοιβαίας αναγνώρισης των αδειών εντός της Ένωσης, σε χρόνο κατά τον οποίο οι εθνικές αρχές ήταν αρμόδιες για τη χορήγηση των αδειών αυτών, ο νομοθέτης επέλεξε, με την οδηγία 2013/36, να συγκεντρώσει στην αρμόδια αρχή του κράτους μέλους προέλευσης την ευθύνη για την εξακρίβωση της συνδρομής των προϋποθέσεων για την άσκηση από υποκατάστημα πιστωτικού ιδρύματος χρηματοοικονομικών δραστηριοτήτων. Πράγματι, η αρχή αυτή είναι η πλέον κατάλληλη να γνωρίζει την οργανωτική δομή και την εμπορική πολιτική του πιστωτικού ιδρύματος και να επικουρεί, παρέχοντας τις πληροφορίες αυτές, την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους υποδοχής στο καθήκον της για την άσκηση προληπτικής εποπτείας επί του εγκατεστημένου στο έδαφός της υποκαταστήματος.

256    Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, πρέπει να γίνει δεκτό ότι η διαδικασία κοινοποίησης που αποκαλείται διαδικασία περί «διαβατηρίου» έχει δεσμευτικό χαρακτήρα.

257    Οι προσφεύγουσες, όμως, δεν αμφισβητούν το γεγονός ότι η δεύτερη προσφεύγουσα δεν κίνησε τη διαδικασία κοινοποίησης, αλλά θέτουν απλώς υπό αμφισβήτηση τη βαρύτητα της συμπεριφοράς της, καθόσον θεωρούν ότι πρόκειται απλώς για μη τήρηση αμιγώς τυπικών απαιτήσεων. Ωστόσο, από τα εκτεθέντα στις σκέψεις 248 έως 256 ανωτέρω προκύπτει ότι η διαδικασία κοινοποίησης την οποία η εν λόγω προσφεύγουσα παρέβη δεν συνιστά απλή διατύπωση, αλλά νόμιμη υποχρέωση. Ως εκ τούτου, η προσφεύγουσα ίδρυσε υποκατάστημα στη Λεττονία και άσκησε χρηματοοικονομικές δραστηριότητες παρανόμως.

258    Επιπλέον, στον βαθμό που η FSA παρέσχε στην ΕΚΤ λεπτομερή επεξήγηση των αποτελεσμάτων των ερευνών της επί του ζητήματος αυτού, από τα οποία προκύπτει περαιτέρω ότι η δεύτερη προσφεύγουσα παρείχε χρηματοοικονομικές υπηρεσίες στη Λεττονία τόσο σε Λεττονούς πελάτες όσο και σε πελάτες από τρίτες χώρες, και ότι, από τον Νοέμβριο του 2013 έως τον Αύγουστο του 2016, από τους πελάτες στη Λεττονία είχε παραχθεί το 66 % των συνολικών εσόδων από υπηρεσίες που παρέσχε η δεύτερη προσφεύγουσα, και ότι τα αποτελέσματα αυτά ουδόλως αμφισβητήθηκαν κατά τρόπο εμπεριστατωμένο με τους μη τεκμηριωμένους ισχυρισμούς της δεύτερης προσφεύγουσας, τα πραγματικά αυτά περιστατικά πρέπει να θεωρηθούν ως αποδεδειγμένα.

259    Η παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών στους Λεττονούς πελάτες και το γεγονός ότι η παροχή αυτή αντιστοιχούσε σε σημαντικό ποσοστό των εσόδων της δεύτερης προσφεύγουσας αποδεικνύει ότι το υποκατάστημα στη Λεττονία δεν αποτελούσε ένα απλό γραφείο εκπροσώπησης ή υποστήριξης.

260    Υπό τις συνθήκες αυτές, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι εκτιμήσεις της FSA όσον αφορά τον ψευδή χαρακτήρα των πληροφοριών που της παρασχέθηκαν με τα δύο έγγραφα της 26ης Σεπτεμβρίου 2013 και της 9ης Φεβρουαρίου 2016 είναι εσφαλμένες. Συγκεκριμένα, μολονότι οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι οι δραστηριότητες του εν λόγω υποκαταστήματος δεν απευθύνονταν στους Λεττονούς, αλλά σε πελάτες τρίτων χωρών, εντούτοις από τα λεπτομερή στοιχεία που συνέλεξε η FSA κατά τον επιτόπιο έλεγχο προκύπτει ότι το 66 % των εσόδων της εν λόγω προσφεύγουσας προερχόταν από τις δραστηριότητες του υποκαταστήματος αυτού και ότι το 3 % των λογαριασμών που είχαν ανοιχθεί στο υποκατάστημα αυτό τηρούνταν από κατοίκους της Λεττονίας. Επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν προσπάθησαν καν να αμφισβητήσουν τα αριθμητικά στοιχεία που παρέσχε η FSA στην ΕΚΤ.

261    Τέλος, πρέπει να απορριφθούν τα επιχειρήματα με τα οποία οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην ΕΚΤ ότι δεν εξέτασε τη βαρύτητα των συμπεριφορών της δεύτερης προσφεύγουσας.

262    Συναφώς, αφενός, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η κοινοποίηση ψευδών πληροφοριών σε εθνική εποπτική αρχή ενέχει εγγενώς ιδιαίτερη βαρύτητα, καθόσον μπορεί να θέσει εν αμφιβόλω την αξιοπιστία των πληροφοριών που κοινοποιούν τα υποκείμενα σε προληπτική εποπτεία πιστωτικά ιδρύματα, εποπτεία η οποία είναι αναγκαία για τη διασφάλιση της αποτελεσματικότητας και της αποδοτικότητας της αποστολής τους καθώς και του συστήματος αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των ΑΕΑ που επιδιώκει να διασφαλίσει εντός του ΕΕΜ η δημιουργία της κοινοποίησης, αποκαλούμενης διαδικασία του «διαβατηρίου».

263    Η σημασία του να έχουν οι ΑΕΑ στη διάθεσή τους τις αναγκαίες πληροφορίες και να μπορούν να βασίζονται σε σωστές πληροφορίες για την άσκηση των καθηκόντων τους προληπτικής εποπτείας και, ως εκ τούτου, η βαρύτητα της συμπεριφοράς ενός πιστωτικού ιδρύματος το οποίο παραβαίνει τις υποχρεώσεις παροχής πληροφοριών επιβεβαιώνεται και από το γράμμα του άρθρου 67, παράγραφος 1, στοιχεία αʹ, εʹ έως θʹ, και ιγʹ, της οδηγίας 2013/36, το οποίο προβλέπει (βάσει της παραπομπής που γίνεται στη διάταξη αυτή με το άρθρο 18, στοιχείο στʹ, της ίδιας οδηγίας) ότι η μη παροχή πληροφοριών στις περιπτώσεις υπό στοιχεία εʹ έως θʹ, και υπό στοιχείο ιγʹ του άρθρου αυτού και η παροχή εσφαλμένων πληροφοριών με σκοπό την απόκτηση άδειας λειτουργίας στην περίπτωση υπό στοιχείο αʹ του ίδιου άρθρου αποτελούν περιπτώσεις ανάκλησης της άδειας λειτουργίας.

264    Αφετέρου, βεβαίως, η ΕΚΤ όφειλε, στο πλαίσιο της εκτίμησης της αναλογικότητας του μέτρου της ανάκλησης της αδείας λειτουργίας, να λάβει υπόψη την ύπαρξη «δικαστικού διακανονισμού ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου» μεταξύ του πιστωτικού ιδρύματος και της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους υποδοχής σύμφωνα με τον οποίο το εν λόγω ίδρυμα δεσμευόταν να άρει τις επίμαχες παραβάσεις, καθόσον για τον σκοπό αυτόν δεν αρκούσε ο ισχυρισμός ότι οι εν λόγω παραβάσεις συνιστούσαν λόγους μιας τέτοιας ανάκλησης βάσει του εσθονικού δικαίου (άρθρο 17, παράγραφος 1, σημεία 2 και 15, του εσθονικού νόμου περί πιστωτικών ιδρυμάτων).

265    Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, στο πλαίσιο του επίμαχου «δικαστικού διακανονισμού ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου», η δεύτερη προσφεύγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να συμμορφωθεί πλήρως με την απόφαση της λεττονικής ΑΕΑ, η οποία της απαγόρευσε να παρέχει χρηματοοικονομικές υπηρεσίες στη Λεττονία και να αποκτά νέους πελάτες στη Λεττονία, και της επέβαλε την υποχρέωση να τερματίσει τις συμβατικές σχέσεις της με τους υπάρχοντες πελάτες στη Λεττονία και τις επιχειρηματικές σχέσεις της με τους πελάτες που είχε αποκτήσει στο πλαίσιο της αρχής της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών στη Λεττονία.

266    Επιπροσθέτως, αφενός, με τον επίμαχο «δικαστικό διακανονισμό ενώπιον διοικητικού δικαστηρίου» δεν μπορούν να νομιμοποιηθούν οι παράνομες συμπεριφορές της δεύτερης προσφεύγουσας για το παρελθόν, μπορεί, όμως, μόνο να αποφευχθεί η επιβολή ενδεχομένως άλλων μέτρων, συμπεριλαμβανομένων κυρώσεων, για το μέλλον.

267    Αφετέρου, από το ανακοινωθέν Τύπου της λεττονικής ΑΕΑ προκύπτει ότι η δεύτερη προσφεύγουσα, προκειμένου να συνεχίσει την παροχή των υπηρεσιών της στη Λεττονία, έπρεπε καταρχάς να λάβει άδεια σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στη νομοθεσία. Τούτο αποδεικνύει ότι η κατάσταση δεν είχε πλήρως επιλυθεί, στον βαθμό που η εν λόγω προσφεύγουσα δεν είχε ακόμη κινήσει διαδικασία για τη χορήγηση αδείας.

268    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως δεν μπορεί να ευδοκιμήσει. Επομένως, η υπό κρίση ομάδα λόγων ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

4.      Επί του έκτου, του δωδέκατου και του δέκατου όγδοου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν πλάνη εκτιμήσεως, ως προς το ότι η ΕΚΤ εσφαλμένως στηρίχθηκε στην παράβαση της εντολής της FSA, και παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου

269    Με τον δέκατο όγδοο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες επικαλούνται την παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου στον βαθμό που η FSA, στην εντολή, δεν προσδιόρισε επακριβώς τις προσδοκίες της όσον αφορά τη συμμόρφωση με τις κανονιστικές απαιτήσεις στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ. Η εν λόγω εντολή προέβλεπε στο διατακτικό της πρόστιμο 32 000 ευρώ σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις απαιτήσεις αυτές, γεγονός το οποίο δημιούργησε στη δεύτερη προσφεύγουσα δικαιολογημένη προσδοκία ότι η εν λόγω ΑΕΑ, πριν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, θα λάμβανε λιγότερα παρεμβατικά εποπτικά μέτρα. Στο πλαίσιο του έκτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες επισημαίνουν ότι η εν λόγω ΑΕΑ στο σχέδιο απόφασής της για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας και η ΕΚΤ στην απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018 δεν προσδιόρισαν τις κανονιστικές απαιτήσεις και τα τυποποιημένα κριτήρια με τα οποία η εν λόγω προσφεύγουσα δεν συμμορφώθηκε και σε σχέση με τα οποία πραγματοποιήθηκε η αξιολόγηση της μη συμμόρφωσης.

270    Στο πλαίσιο του δωδέκατου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η παράβαση εντολής εκδοθείσας από ΑΕΑ δεν συνιστά βάσιμο λόγο για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, τούτο δε κατά μείζονα λόγο όταν, όπως εν προκειμένω, η εντολή έχει αόριστη διατύπωση, και δεν διευκρινίζεται ποια συγκεκριμένα διορθωτικά μέτρα πρέπει να ληφθούν. Το κείμενο της εντολής της FSA, που περιλαμβάνεται στο υπόμνημα αντικρούσεως της ΕΚΤ, παραπέμπει στο περιεχόμενο έκθεσης του επιτόπιου ελέγχου που πραγματοποιήθηκε από 13 Απριλίου έως 12 Ιουνίου 2015, η οποία όμως δεν περιλαμβάνεται στη δικογραφία. Το βάρος αποδείξεως του συγκεκριμένου χαρακτήρα του περιεχομένου της έρευνας φέρει η ΕΚΤ. Η απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018 αφήνει αορίστως να εννοηθεί ότι δεν υπήρξε πλήρης συμμόρφωση με την εν λόγω εντολή ή τουλάχιστον όχι εντός της ταχθείσας προθεσμίας. Ένας τέτοιος λόγος δεν δικαιολογεί τη λήψη του πλέον παρεμβατικού εποπτικού μέτρου, δηλαδή την ανάκληση της άδειας λειτουργίας. Τέλος, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η δεύτερη προσφεύγουσα ζήτησε διευκρινίσεις όσον αφορά το συγκεκριμένο περιεχόμενο των κανονιστικών απαιτήσεων στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ, τις οποίες όμως δεν έλαβε.

271    Η ΕΚΤ αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

272    Υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 74, παράγραφοι 1 και 2, της οδηγίας 2013/36:

«1.      Τα ιδρύματα θεσπίζουν άρτιο πλαίσιο διακυβέρνησης το οποίο να περιλαμβάνει σαφή οργανωτική διάρθρωση με ευκρινείς, διαφανείς και συνεπείς γραμμές ευθύνης, αποτελεσματικές διαδικασίες εντοπισμού, διαχείρισης, παρακολούθησης και αναφοράς των κινδύνων τους οποίους αναλαμβάνουν ή ενδέχεται να αναλάβουν, επαρκείς μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου περιλαμβανομένων κατάλληλων διοικητικών και λογιστικών διαδικασιών καθώς και πολιτικές και πρακτικές αποδοχών που να συνάδουν προς τις αρχές της ορθής και αποτελεσματικής διαχείρισης κινδύνων.

2.      Το πλαίσιο, οι διαδικασίες και οι μηχανισμοί της παραγράφου 1 πρέπει να είναι εκτενή και αναλογικά προς τη φύση, το μέγεθος και την πολυπλοκότητα των κινδύνων που ενέχουν το επιχειρηματικό μοντέλο και οι δραστηριότητες του ιδρύματος. Λαμβάνονται υπόψη τα τεχνικά κριτήρια που ορίζονται στα άρθρα 76 έως 95.»

273    Κατά τη νομολογία, η αρχή της ασφάλειας δικαίου επιβάλλει να λαμβάνεται υπόψη η κατάσταση του δικαίου που ισχύει κατά την εφαρμογή του επίμαχου νομοθετήματος (απόφαση της 14ης Ιουλίου 1971, Henck, 12/71, EU:C:1971:86, σκέψη 5) και επιβάλλει όπως κάθε πράξη των οργάνων που παράγει έννομα αποτελέσματα είναι σαφής, ακριβής και έχει καταστεί γνωστή στον ενδιαφερόμενο κατά τρόπο ώστε να μπορεί αυτός να γνωρίζει με βεβαιότητα το χρονικό σημείο από το οποίο η εν λόγω πράξη υφίσταται και αρχίζει να παράγει τα έννομα αποτελέσματά της (βλ. απόφαση της 22ας Ιανουαρίου 1997, Opel Austria κατά Συμβουλίου, T‑115/94, EU:T:1997:3, σκέψη 124 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

274    Εν προκειμένω, στο σημείο 3.3.1, στοιχείο γʹ, της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018 η ΕΚΤ επισήμανε ότι, με βάση το σχέδιο απόφασης της FSA, η δεύτερη προσφεύγουσα δεν συμμορφώθηκε με την επίμαχη εντολή, που εκδόθηκε στις 8 Αυγούστου 2016, σύμφωνα με την οποία αυτή είχε υποχρέωση, πρώτον, να εφαρμόσει τους κανόνες της διαδικασίας, δεύτερον, να εφαρμόσει ορθώς το άρθρο 13, παράγραφος 1, σημεία 3 έως 5, του εσθονικού νόμου περί ΚΞΧ/ΧΤ, ως ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης της εντολής, και να αποφύγει, εφόσον απαιτείται, να συνάψει εμπορικές σχέσεις, τρίτον, να εξακριβώσει ότι οι εν λόγω διατάξεις εφαρμόστηκαν ορθώς στις υφιστάμενες εμπορικές σχέσεις και, εφόσον είναι αναγκαίο, να εφαρμόσει εκ νέου τις διαδικασίες δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, τέταρτον, να αποφύγει τη διενέργεια συναλλαγών, εφόσον απαιτείται, δυνάμει του άρθρου 27, παράγραφος 2, του εν λόγω νόμου, ως ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης της εν λόγω εντολής, πέμπτον, να αναφέρει στη μονάδα χρηματοοικονομικών πληροφοριών δραστηριότητα ή άλλες περιστάσεις που μπορεί να αποτελούν ένδειξη τέλεσης ή απόπειρα τέλεσης πράξης για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας, ή σε περίπτωση που η προσφεύγουσα αυτή είχε λόγο να υποθέσει ή γνώριζε ότι επρόκειτο για νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας και, έκτον, να προσκομίσει στην FSA, πριν από τις 9 Δεκεμβρίου 2016, έκθεση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο η προσφεύγουσα αυτή είχε συμμορφωθεί με την εν λόγω εντολή. Η ΕΚΤ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η δεύτερη προσφεύγουσα παρέβη το άρθρο 17, παράγραφος 1, σημείο 14, του εσθονικού νόμου περί πιστωτικών ιδρυμάτων επειδή δεν συμμορφώθηκε πλήρως με την επίμαχη εντολή εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας και ότι η παραβίαση αυτή του εθνικού δικαίου συνιστούσε άλλον έναν λόγο για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, δυνάμει του άρθρου 18, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2013/36.

275    Οι προσφεύγουσες θεωρούν, κατ’ ουσίαν, ότι δεν ήταν δυνατή η συμμόρφωση με την επίμαχη εντολή, καθόσον στην εντολή αυτή γινόταν απλώς μνεία των διατάξεων με τις οποίες έπρεπε να συμμορφωθεί η δεύτερη προσφεύγουσα και ο σκοπός της αποκατάστασης της νομιμότητας δεν αποτελεί θεμιτό σκοπό για την ανάκληση άδειας λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος.

276    Κατά πρώτον, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, ο σκοπός του μέτρου ανάκλησης της αδείας λειτουργίας είναι η παύση των επανειλημμένων παραβάσεων των κανονιστικών απαιτήσεων με τις οποίες οφείλουν να συμμορφώνονται όλα τα πιστωτικά ιδρύματα. Στο πλαίσιο αυτό, η έκδοση από την ΑΕΑ εντολής επιβεβαιώνει απλώς ότι ο αποδέκτης της είχε πολλές ευκαιρίες να συμμορφωθεί με αυτές και ότι το πλέον παρεμβατικό μέτρο, η ανάκληση της άδειας λειτουργίας, υιοθετήθηκε μόνον ως έσχατη λύση.

277    Κατά δεύτερον, δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι ένα πιστωτικό ίδρυμα, κατόπιν πολλών προειδοποιήσεων από την ΑΕΑ και πολυάριθμων ανταλλαγών επιστολών επί του ζητήματος αυτού, συμπεριλαμβανομένης της δυνατότητας να υποβάλει παρατηρήσεις επί των εκθέσεων των ελέγχων που του κοινοποιήθηκαν και να ζητήσει επισήμως ή ανεπισήμως οδηγίες κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, δεν αντιλαμβάνεται με ποιον τρόπο πρέπει να εφαρμοστούν νομοθετικές διατάξεις, όπως οι ισχύουσες στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ. Επιπλέον, πρέπει να απορριφθεί ο ισχυρισμός των προσφευγουσών ότι η FSA και η ΕΚΤ αρνήθηκαν να τους δώσουν οδηγίες που είχαν ζητήσει, καθόσον ο ισχυρισμός αυτός ουδόλως τεκμηριώθηκε.

278    Συναφώς, πρέπει να διευκρινιστεί ότι η FSA διενήργησε τέσσερις επιτόπιους ελέγχους. Η επίμαχη εντολή εκδόθηκε στις 8 Αυγούστου 2016, κατόπιν του πρώτου επιτόπιου ελέγχου που διενεργήθηκε το 2015. Κατά τον δεύτερο επιτόπιο έλεγχο το φθινόπωρο του 2016, η FSA διαπίστωσε ότι εξακολουθούσαν να υφίστανται οι διαπιστωθείσες πλημμέλειες και η δεύτερη προσφεύγουσα δεν είχε ακόμη συμμορφωθεί με την εν λόγω εντολή. Κατόπιν του δεύτερου επιτόπιου ελέγχου, η προσφεύγουσα αυτή είχε τη δυνατότητα να υποβάλει παρατηρήσεις και το φθινόπωρο του 2016 πραγματοποιήθηκαν πολλές συσκέψεις με την FSA. Η FSA διενήργησε, τον Σεπτέμβριο του 2017, τρίτον επιτόπιο έλεγχο, η δε έκθεση του ελέγχου αυτού κοινοποιήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 2017 στην εν λόγω προσφεύγουσα, η οποία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της. Πέραν της δυνατότητας που είχε η ίδια προσφεύγουσα να ζητήσει από την FSA διευκρινίσεις σε περίπτωση που οι επανειλημμένως παρασχεθείσες οδηγίες σχετικά με τις διαρθρωτικές μονάδες που έπρεπε να δημιουργήσει, τις αναγκαίες μονάδες προσωπικού, τους απαιτούμενους κανόνες διαδικασίας, τους κανόνες για τον διαχωρισμό των ειδικών μονάδων που έπρεπε να διατηρήσει και τη ροή των πληροφοριών που έπρεπε να εφαρμόσει δεν της ήταν επαρκείς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η εν λόγω προσφεύγουσα είχε στη διάθεσή της δεκατέσσερις μήνες από την εντολή αυτή έως την κοινοποίηση της εν λόγω έκθεσης και ακόμα έξι μήνες έως την ανάκληση της άδειας λειτουργίας για να κατανοήσει τις κανονιστικές απαιτήσεις και να συμμορφωθεί με αυτές.

279    Κατά τρίτον, μολονότι η ΕΚΤ επισημαίνει ότι η επίμαχη εντολή πρέπει να ερμηνευθεί σε συνδυασμό με την έκθεση του δεύτερου επιτόπιου ελέγχου, η οποία κοινοποιήθηκε στη δεύτερη προσφεύγουσα, εντούτοις επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018 είναι αρκούντως σαφής και ακριβής όσον αφορά τις κανονιστικές απαιτήσεις με τις οποίες έπρεπε να συμμορφωθεί η εν λόγω προσφεύγουσα.

280    Όσον αφορά την προσαπτόμενη ανεπάρκεια του πλαισίου διακυβέρνησης, η απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018 διευκρινίζει ότι, παρά την ύπαρξη εντός της δεύτερης προσφεύγουσας οργανωτικών μονάδων και κατάλληλων κανόνων διαδικασίας, στις μονάδες αυτές υπήρχε έλλειψη προσωπικού και αυτές ήταν υπερβολικά επιφορτισμένες με καθήκοντα, οι δε εσωτερικοί διαδικαστικοί κανόνες δεν εφαρμόζονταν ορθώς. Οι αδυναμίες αυτές παρατηρήθηκαν σε σχέση με τρεις αμυντικές γραμμές που αφορούσαν, αντιστοίχως, τους ελέγχους των επιμέρους συναλλαγών που διενεργούσαν οι διαχειριστές των πελατών, τα καθήκοντα εντοπισμού, διαχείρισης και παρακολούθησης των κινδύνων, την απουσία πραγματικού διαχωρισμού μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης γραμμής άμυνας (ανάληψης κινδύνων και διαχείρισης κινδύνων), γεγονός το οποίο προκαλούσε σοβαρές καταστάσεις σύγκρουσης συμφερόντων, και τις λειτουργίες εσωτερικού ελέγχου. Αν και, ήδη κατά τα έτη 2013 και 2014, οι υπεύθυνοι για τον εντοπισμό, τη διαχείριση και την παρακολούθηση των κινδύνων είχαν εντοπίσει και επισημάνει στο διοικητικό συμβούλιο ότι οι εσωτερικές διατάξεις δεν τηρούντο, εντούτοις το διοικητικό συμβούλιο δεν αντέδρασε με τον κατάλληλο τρόπο, κατά παράβαση του άρθρου 55, παράγραφος 2, σημείο 31, του εσθονικού νόμου περί πιστωτικών ιδρυμάτων που μετέφερε στην εσωτερική έννομη τάξη το άρθρο 88 της οδηγίας 2013/36. Επιπλέον, το διοικητικό συμβούλιο δεν παρέσχε τα αναγκαία μέσα στους υπαλλήλους που ήταν υπεύθυνοι για τη συμμόρφωση, οι οποίοι αποτελούσαν τη δεύτερη γραμμή άμυνας, κατά παράβαση του άρθρου 31, παράγραφος 2 του εσθονικού νόμου περί ΚΞΧ/ΧΤ, που μετέφερε στην εσωτερική έννομη τάξη την οδηγία 2015/849, ως ίσχυε κατά τον χρόνο έκδοσης της επίμαχης εντολής.

281    Όσον αφορά τις προσαπτόμενες πλημμέλειες στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ, η απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018 διευκρινίζει ότι παρατηρήθηκε σημαντικός αριθμός ασυνήθιστων συναλλαγών. Η μέση εκταμίευση της δεύτερης προσφεύγουσας το 2015 ήταν τέσσερις φορές υψηλότερη και η μέση είσπραξη ήταν επτά φορές υψηλότερη από τον μέσο όρο στο εσθονικό τραπεζικό σύστημα. Οι πληρωμές αυτές πραγματοποιήθηκαν κυρίως από πελάτες υψηλού επιπέδου κινδύνου και αντιπροσώπευαν περίπου το 97 % όλων των εμβασμάτων που διενεργήθηκαν στην Εσθονία το 2015. Παρά τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις της FSA σχετικά με την ανάγκη να εφαρμόσει η εν λόγω προσφεύγουσα νέα εμπορική στρατηγική για να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που εντοπίστηκαν και παρά τις ανακοινώσεις τριών διαφορετικών διοικητικών συμβουλίων της προσφεύγουσας αυτής που εξέφρασαν τη βούληση να γίνει αλλαγή επιχειρηματικού μοντέλου, τα αποτελέσματα του τρίτου επιτόπιου ελέγχου κατέδειξαν ότι η εμπορική στρατηγική αυτής της ίδιας προσφεύγουσας δεν είχε αλλάξει ουσιαστικά και, επομένως, η προσφεύγουσα λειτουργούσε ακόμη σε τμήμα της αγοράς που χαρακτηριζόταν από αυξημένους κινδύνους στον τομέα αυτόν.

282    Επιπλέον, διευκρινίστηκε ότι η έλλειψη αποτελεσματικών κανόνων στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ για τη διαχείριση των κινδύνων που συνδέονται με το επιχειρηματικό μοντέλο της δεύτερης προσφεύγουσας παρατηρήθηκε, αφενός, όσον αφορά τα μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη κατά τον χρόνο δημιουργίας νέας συμβατικής σχέσης καθώς και την απουσία διαρκούς ελέγχου των υφισταμένων εμπορικών σχέσεων και, αφετέρου, όσον αφορά τον έλεγχο των διενεργηθεισών συναλλαγών και το προφίλ κινδύνου των εμπλεκομένων πελατών. Οι παρατηρηθείσες πλημμέλειες θεωρήθηκαν διαρθρωτικού χαρακτήρα και δεν αφορούσαν μόνο μεμονωμένες περιπτώσεις.

283    Περαιτέρω, παρά ορισμένες τροποποιήσεις στις πολιτικές ελέγχου κινδύνου στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ και τη μείωση των πελατών υψηλού κινδύνου στην οποία προέβη η δεύτερη προσφεύγουσα, τα μέτρα αυτά θεωρήθηκαν αναποτελεσματικά, στον βαθμό που δεν διασφάλιζαν διαρκή έλεγχο των υφισταμένων εμπορικών σχέσεων, συμπεριλαμβανομένης της προέλευσης των κεφαλαίων που χρησιμοποιήθηκαν στις διενεργηθείσες συναλλαγές, και δεν προσδιόριζαν ούτε επαλήθευαν τις πολύπλοκες, αλληλένδετες ασυνήθιστα μεγάλες συναλλαγές ή τις συναλλαγές που δεν είχαν σαφή οικονομικό σκοπό.

284    Επιπροσθέτως, οι δραστηριότητες του διοικητικού συμβουλίου και του εποπτικού συμβουλίου της δεύτερης προσφεύγουσας στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ και της διαχείρισης κινδύνων κρίθηκαν πλημμελείς, στον βαθμό που το διοικητικό συμβούλιο δεν είχε καθορίσει το επίπεδο ανοχής κινδύνων της εν λόγω προσφεύγουσας ούτε είχε θέσει σε εφαρμογή χωριστό σύστημα αξιολόγησης των κινδύνων στον τομέα αυτόν, ούτε είχε εκπονήσει μελέτη των λειτουργικών κινδύνων, περιλαμβάνουσα εμπεριστατωμένη ανάλυση των κινδύνων στον τομέα αυτόν, κατά παράβαση του άρθρου 55, παράγραφος 2, σημεία 2 και 3, του εσθονικού νόμου περί πιστωτικών ιδρυμάτων.

285    Η ΕΚΤ έλαβε πράγματι υπόψη την αλλαγή του διοικητικού συμβουλίου της δεύτερης προσφεύγουσας που έλαβε χώρα τον Νοέμβριο του 2017, καθώς και τις δηλώσεις του τελευταίου με τις οποίες το εν λόγω διοικητικό συμβούλιο έλαβε αποστάσεις σε σχέση με τις προγενέστερες εμπορικές πολιτικές, αναγνώρισε τη συνεχιζόμενη έλλειψη μη διφορούμενης στρατηγικής όσον αφορά την πελατεία της και ανακοίνωσε τη βούλησή του να διαμορφώσει νέα εμπορική στρατηγική για τα έτη 2018 έως 2021. Ωστόσο, η ΕΚΤ παρατήρησε, αφενός, ότι το νέο διοικητικό συμβούλιο επιβεβαίωσε την πρόθεση της εν λόγω προσφεύγουσας να ακολουθήσει την προηγούμενη εμπορική στρατηγική της, γεγονός το οποίο δημιουργούσε αμφιβολίες ως προς αν ήταν πράγματι δυνατόν η προσφεύγουσα αυτή να εφαρμόσει στην πράξη τις αναγγελθείσες αλλαγές.

286    Αφετέρου, η ΕΚΤ υπενθύμισε ότι, μολονότι η αλλαγή του διοικητικού συμβουλίου μπορεί να επηρεάσει τη στρατηγική ενός πιστωτικού ιδρύματος, εντούτοις η έγκριση των στρατηγικών αποφάσεων του εν λόγω πιστωτικού ιδρύματος εμπίπτει, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 4, του εσθονικού νόμου περί πιστωτικών ιδρυμάτων, περισσότερο στην αρμοδιότητα του εποπτικού συμβουλίου. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, από την αλλαγή στη σύνθεση του τελευταίου δεν επηρεάστηκαν δύο μέλη, δύο πλειοψηφούντες μέτοχοι της δεύτερης προσφεύγουσας, οι οποίοι πιθανότατα ασκούσαν επιρροή στη στρατηγική και τις αρχές διαχείρισης κινδύνων της εν λόγω προσφεύγουσας, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εφαρμοστεί οποιαδήποτε ριζική και ουσιαστική αλλαγή ή να πιθανολογηθεί ευλόγως ότι θα εφαρμοστεί στο μέλλον. Συναφώς, οι βελτιώσεις του συστήματος, τις οποίες επικαλέστηκε η προσφεύγουσα αυτή ενώπιον της FSA, κρίθηκαν ανεπαρκείς όσον αφορά την πλήρη συμμόρφωση με τις ισχύουσες στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ νομικές διατάξεις.

287    Επομένως, προκύπτει σαφώς ότι οι κανονιστικές απαιτήσεις που παραβιάστηκαν περιγράφονται πολύ λεπτομερώς σε σχέση με συγκεκριμένες καταστάσεις, οι οποίες αφορούσαν, ιδίως, πρώτον την έλλειψη πλαισίου διακυβέρνησης προσαρμοσμένου στο επιχειρηματικό μοντέλο της δεύτερης προσφεύγουσας, η οποία επικεντρώνονταν στην παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών σε αλλοδαπούς πελάτες επαγγελματίες οι οποίοι διέθεταν μεγάλα κεφάλαια και ήταν υψηλού κινδύνου, όπως απαιτούσαν οι εθνικές διατάξεις που μετέφεραν στην εσωτερική έννομη τάξη το άρθρο 74 της οδηγίας 2013/36, δεύτερον, την ανεπάρκεια οργανωτικών μονάδων επιφορτισμένων με την εφαρμογή των κανόνων της διαδικασίας για την άμυνα και τη διαχείριση κινδύνων στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ, όσον αφορά ειδικότερα τον εντοπισμό, τη διαχείριση και την παρακολούθηση των κινδύνων, την ταυτοποίηση των πελατών πριν από την έναρξη συμβατικών σχέσεων καθώς και κατά τη διάρκεια των συμβατικών σχέσεων, τους ελέγχους των κατ’ ιδίαν συναλλαγών που διενεργούν οι διαχειριστές των πελατών, την έλλειψη διαχωρισμού των λειτουργιών ελέγχου της ανάληψης κινδύνων, αφενός, και της διαχείρισης κινδύνων, αφετέρου, έλλειψη η οποία μπορεί να δημιουργήσει καταστάσεις σύγκρουσης συμφερόντων, τρίτον, τις πλημμέλειες όσον αφορά τις λειτουργίες εσωτερικού ελέγχου, τέταρτον, την έλλειψη εσωτερικών διαδικασιών ή τη μη τήρηση των υφιστάμενων εσωτερικών διαδικασιών, πέμπτον, την ύπαρξη σημαντικού αριθμού ασυνήθιστων συναλλαγών συνδεόμενων με πελάτες υψηλού κινδύνου, οι οποίες αντιπροσώπευαν περίπου το 97 % όλων των εμβασμάτων που διενεργήθηκαν στην Εσθονία (το 2015), έκτον, την έλλειψη μέτρων δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη κατά τον χρόνο της δημιουργίας νέας συμβατικής σχέσης καθώς και την έλλειψη διαρκούς ελέγχου των υφιστάμενων εμπορικών σχέσεων, συμπεριλαμβανομένων της προέλευσης κεφαλαίων και της ταυτοποίησης πολύπλοκων και ασυνήθιστα μεγάλων συναλλαγών ή συναλλαγών χωρίς σαφή οικονομικό σκοπό και, έβδομον, τις πλημμελείς δραστηριότητες του διοικητικού συμβουλίου και του εποπτικού συμβουλίου, όσον αφορά τη διαχείριση κινδύνων στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ, τα οποία ούτε προσδιόρισαν το ανεκτό επίπεδο κινδύνου της δεύτερης προσφεύγουσας, ούτε εφάρμοσαν χωριστό σύστημα αξιολόγησης κινδύνων στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ, ούτε εκπόνησαν ανάλυση των λειτουργικών κινδύνων.

288    Ως εκ τούτου, υπό τις περιστάσεις αυτές, η δεύτερη προσφεύγουσα δεν μπορεί βασίμως να επικαλεστεί παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 273 ανωτέρω.

289    Κατά τέταρτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η δεύτερη προσφεύγουσα ουδέποτε αμφισβήτησε ότι δεν είχε συμμορφωθεί με το σύνολο της επίμαχης εντολής εντός της ταχθείσας προθεσμίας ή ότι, κατά το εθνικό εσθονικό δίκαιο, η μη συμμόρφωση με εντολή της FSA αποτελεί λόγο που δικαιολογεί την ανάκληση της άδειας λειτουργίας.

290    Συναφώς, από τη δικογραφία προκύπτει ότι όλες αυτές οι πλημμέλειες στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ, οι οποίες υπομνήσθηκαν στη σκέψη 287 ανωτέρω, θεωρήθηκαν, λαμβανομένων υπόψη της πολυετούς διάρκειας και του εύρους τους, διαρθρωτικού χαρακτήρα, και ότι δεν είχαν διορθωθεί δεόντως με τα μέτρα βελτίωσης που είχε λάβει η δεύτερη προσφεύγουσα. Ειδικότερα, δεν ήταν δυνατόν να επιλυθούν όλα τα προαναφερθέντα ζητήματα με τη «μείωση» απλώς των πελατών υψηλού κινδύνου. Επιπροσθέτως, η αλλαγή του διοικητικού συμβουλίου για μια ακόμη φορά δεν είχε επιφέρει τα επιθυμητά αποτελέσματα, καθόσον η εμπορική στρατηγική της δεύτερης προσφεύγουσας δεν είχε ουσιαστικά αλλάξει και δεν φαινόταν πιθανό να αλλάξει σε εύλογο χρονικό διάστημα, για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 229 έως 232 ανωτέρω.

291    Με εξαίρεση τις παραπομπές στις βελτιώσεις για τις οποίες υπάρχει συναίνεση σχετικά με τη μείωση των πελατών υψηλού κινδύνου και την αλλαγή του διοικητικού συμβουλίου, η δεύτερη προσφεύγουσα δεν αμφισβητεί εμπεριστατωμένα όλες τις παρατιθέμενες στη σκέψη 287 ανωτέρω πλημμέλειες.

292    Εξ αυτών προκύπτει ότι, εφόσον η μη συμμόρφωση με την επίμαχη εντολή συνιστά πράγματι λόγο για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας δυνάμει του εθνικού δικαίου και, επομένως, δυνάμει του άρθρου 18, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2013/36, και η δεύτερη προσφεύγουσα δεν συμμορφώθηκε με το σύνολο της επίμαχης εντολής εντός της ταχθείσας προθεσμίας, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η ΕΚΤ, στηριζόμενη και στον λόγο αυτό για να δικαιολογήσει την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, δεν υπέπεσε σε πλάνη εκτιμήσεως.

293    Κατά πέμπτον, στον βαθμό που οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην ΕΚΤ ότι δεν προσδιόρισε τις κανονιστικές απαιτήσεις ως προς τις οποίες έπρεπε να αξιολογηθεί η μη συμμόρφωση της δεύτερης προσφεύγουσας με την επίμαχη εντολή, επισημαίνεται ότι οι απαιτήσεις αυτές προσδιορίζονται στις νομικές διατάξεις της εθνικής εσθονικής νομοθεσίας που μετέφερε τις οδηγίες στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ. Οι διατάξεις αυτές πρέπει να τίθενται σε εφαρμογή ανάλογα με τις ιδιαιτερότητες κάθε πιστωτικού ιδρύματος. Ο τρόπος συμμόρφωσης με τις διατάξεις αυτές πρέπει, επομένως, να προσαρμόζεται στις ιδιαιτερότητες αυτές και εμπίπτει στη σφαίρα αρμοδιότητας του ίδιου του πιστωτικού ιδρύματος. Όταν η αρμόδια εποπτική αρχή, εν προκειμένω η FSA, κρίνει ότι οι κανόνες που θέσπισε το οικείο πιστωτικό ίδρυμα δεν είναι κατάλληλοι, το γνωστοποιεί στο τελευταίο και του προτείνει διορθωτικά μέτρα. Εν προκειμένω, όπως υπογραμμίστηκε στη σκέψη 278 ανωτέρω, η εν λόγω προσφεύγουσα είχε την ευκαιρία, στο πλαίσιο των πολυάριθμων επαφών της με την FSA, να κατανοήσει τα κατάλληλα διορθωτικά μέτρα που θα μπορούσε και όφειλε να λάβει για να συμμορφωθεί με τις εν λόγω απαιτήσεις.

294    Καθ’ έκτον, ως προς τον ισχυρισμό των προσφευγουσών ότι από την επίμαχη εντολή δεν μπορούσαν να κατανοήσουν ότι σε περίπτωση μη συμμόρφωσης με τις κανονιστικές απαιτήσεις στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ ήταν πιθανόν να ανακληθεί η άδεια λειτουργίας της δεύτερης προσφεύγουσας και την εκτίμηση, κατ’ ουσίαν, ότι ο κίνδυνος ήταν να επιβληθούν στην εν λόγω προσφεύγουσα μόνον πρόστιμα, σημειώνεται ότι, όπως επισημαίνει και η ΕΚΤ, το σημείο 4.8 της εν λόγω εντολής επιβεβαιώνει με κατηγορηματικό τρόπο ότι «η FSA μπορούσε να επιβάλλει ως ποινή για τις διαπιστωθείσες παραβάσεις την ανάκληση της άδειας λειτουργίας δυνάμει του άρθρου 17, παράγραφος 1, του εσθονικού νόμου περί πιστωτικών ιδρυμάτων και ότι, σε κάθε περίπτωση, δυνάμει της παραγράφου 2 της ίδιας αυτής διάταξης, πριν αποφανθεί σχετικά με την ανάκληση άδειας λειτουργίας, η FSA μπορούσε να εκδώσει εντολή, απευθυνόμενη στο πιστωτικό ίδρυμα και να ορίσει προθεσμία προκειμένου να θεραπεύσει τις πλημμέλειες που αποτελούσαν την αιτία της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας».

295    Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η δεύτερη προσφεύγουσα, μετά την επίμαχη εντολή, είχε επίγνωση των πλημμελειών που διαπιστώθηκαν, αυτού που όφειλε να πράξει προκειμένου να θεραπεύσει τις πλημμέλειες αυτές, καθώς και του κινδύνου ότι, σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, κινδύνευε να ανακληθεί η άδεια λειτουργίας της.

296    Συνεπώς, η υπό κρίση ομάδα λόγων ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

5.      Επί του έβδομου έως και του ενδέκατου λόγου ακυρώσεως, επί του δέκατου τρίτου έως και του δέκατου πέμπτου λόγου ακυρώσεως και επί του δέκατου έβδομου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

297    Στο πλαίσιο του δέκατου έβδομου λόγου ακυρώσεως οι προσφεύγουσες επικαλούνται παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας, ισχυριζόμενες ότι η απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018 εφαρμόζει μέτρο έσχατης ανάγκης, συγκεκριμένα την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, η οποία αποτελεί δυσανάλογο μέτρο σε σχέση με τη μη συμμόρφωση με τις κανονιστικές απαιτήσεις. Πρώτον, αποκρούουν τον λόγο ότι ο σκοπός της «αποκατάστασης της νομιμότητας» μέσω ενός τέτοιου μέτρου αποτελεί θεμιτό σκοπό, καθόσον ο σκοπός αυτός είναι υπερβολικά αφηρημένος. Το μέτρο αυτό πρέπει, αντιθέτως, να δικαιολογείται από ειδικό θεμιτό σκοπό ρυθμιστικού χαρακτήρα. Δεύτερον, οι προσφεύγουσες διαφωνούν με την ανάλυση του πρόσφορου χαρακτήρα του επίμαχου μέτρου, υποστηρίζοντας, αφενός, ότι, εφόσον η FSA είναι η ΑΕΑ στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ, η συμμόρφωση με τους κανόνες στον τομέα αυτόν πρέπει να πραγματοποιείται κυρίως μέσω μέτρων που λαμβάνονται βάσει της ισχύουσας στον τομέα αυτόν νομοθεσίας και όχι μέσω μέτρων τραπεζικής εποπτείας. Αφετέρου, το οικείο μέτρο δεν αποτελεί κατάλληλο μέσο για την επιβολή κυρώσεων σε σχέση με παράβαση διαπραχθείσα κατά το παρελθόν, καθόσον τα ρυθμιστικού χαρακτήρα μέτρα πρέπει να στοχεύουν μόνο σε υφιστάμενες καταστάσεις ή να είναι σχεδιασμένα για να προλαμβάνουν καταστάσεις μη συμμόρφωσης στο μέλλον. Δεδομένου ότι το ζήτημα των δραστηριοτήτων της δεύτερης προσφεύγουσας στη Λεττονία περατώθηκε με δικαστικό διακανονισμό, ένα τέτοιο μέτρο είναι σαφώς δυσανάλογο σε σχέση με αυτή την προβαλλόμενη παράβαση του παρελθόντος. Τρίτον, κατά τις προσφεύγουσες, η ΕΚΤ ερμήνευσε εσφαλμένα το κριτήριο της αναγκαιότητας του επίμαχου μέτρου. Τέταρτον, οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι η εξέταση του εύλογου χαρακτήρα του ίδιου μέτρου, στην οποία προέβη η ΕΚΤ, είναι επίσης αφηρημένη και δεν έχει καμία χρησιμότητα, διότι η ΕΚΤ περιορίστηκε στην αφηρημένη σύγκριση του δημοσίου συμφέροντος για τη διατήρηση της νομιμότητας με τα ιδιωτικά συμφέροντα τράπεζας, ενώ όφειλε να συγκρίνει συγκεκριμένο σκοπό ρυθμιστικού χαρακτήρα, όπως είναι η πρόληψη ειδικού κινδύνου, με τα εν λόγω ιδιωτικά συμφέροντα. Επιπροσθέτως, εκτιμούν ότι η ΕΚΤ όφειλε να τεκμηριώσει τη βαρύτητα των αιτιάσεων περί μη συμμόρφωσης συγκρίνοντας αυτές με άλλες περιπτώσεις μη συμμόρφωσης στον τραπεζικό τομέα. Τέλος, ισχυρίζονται ότι η ΕΚΤ δεν έλαβε υπόψη άλλα, λιγότερο παρεμβατικά εναλλακτικά μέτρα, όπως την επιβολή συγκεκριμένων μέτρων σχετικά με ειδικά ζητήματα εντός συγκεκριμένων προθεσμιών ή ακόμη κυρώσεις ή πρόστιμα ή ακόμη μέτρα κατά των διοικητών του πιστωτικού ιδρύματος ή τον διορισμό προσώπου με αρμοδιότητα να συνδράμει στις προσπάθειες της εν λόγω προσφεύγουσας προκειμένου να συμμορφωθεί με τις κανονιστικές απαιτήσεις που δεν τηρήθηκαν.

298    Με τον έβδομο έως και τον ένατο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν, κατ’ ουσίαν, την εκτίμηση της ΕΚΤ, στον βαθμό που δεν έλαβε επαρκώς υπόψη ούτε το γεγονός ότι σημαντικό μέρος των δραστηριοτήτων της δεύτερης προσφεύγουσας δεν συνεπαγόταν σημαντικό κίνδυνο στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ ούτε τη σημαντική μείωση των πελατών στις κατηγορίες υψηλού κινδύνου, κατέληξε δε εσφαλμένως στο συμπέρασμα ότι, παρά τις προόδους της προσφεύγουσας, δεν μπορούσε να αναμένεται ευλόγως ότι θα αντιμετώπιζε τα προβλήματα που διαπιστώθηκαν εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.

299    Ειδικότερα, στο πλαίσιο του έβδομου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες διευκρινίζουν ότι, δεδομένου ότι η παράβαση περιορίζεται σε μέρος των δραστηριοτήτων τους, η ΕΚΤ όφειλε να επιβάλει την παύση εκείνων μόνον των δραστηριοτήτων που ενέχουν τους περισσότερους κινδύνους, αντί να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας.

300    Στο πλαίσιο του όγδοου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η ΕΚΤ δεν έδωσε την απαιτούμενη σημασία στη σημαντική μείωση των πελατών της δεύτερης προσφεύγουσας στις κατηγορίες υψηλού κινδύνου και ότι, μολονότι είναι αληθές ότι κάθε περίπτωση μη συμμόρφωσης πρέπει να διορθωθεί, εντούτοις είναι προδήλως εσφαλμένος ο ισχυρισμός ότι κάθε περίπτωση μη συμμόρφωσης δικαιολογεί ανάκληση της άδειας λειτουργίας.

301    Στο πλαίσιο του ένατου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι υπήρχε πάντα δυνατότητα συμμόρφωσης με τις κανονιστικές απαιτήσεις και, επομένως, η ΕΚΤ δεν μπορούσε να συναγάγει ότι κανένα άλλο μέσο επανόρθωσης εκτός από την ανάκληση της άδειας λειτουργίας δεν ήταν ρεαλιστικό.

302    Στο πλαίσιο του δέκατου και του ενδέκατου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες επικρίνουν τη συνεκτίμηση, ως εναλλακτικών μέτρων σε σχέση με την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, των μέτρων που αξιολογήθηκαν από την ΕΚΤ κατά την εξέταση της αναλογικότητας του μέτρου ανάκλησης της άδειας λειτουργίας στο σημείο 3.3.2, στοιχείο βʹ, σημείο ii, της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018, ήτοι, αντιστοίχως, της μεταγενέστερης αλλαγής του διοικητικού συμβουλίου της δεύτερης προσφεύγουσας, ενώ έπρεπε να επιτραπεί στο διοικητικό συμβούλιο που είχε διοριστεί μόλις τον Νοέμβριο του 2017 να εργαστεί, και της αναστολής των δικαιωμάτων ψήφου μετόχων, ενώ οι μέτοχοι αυτοί είχαν ήδη αποσυρθεί από την άμεση εμπλοκή στη διαχείριση της εν λόγω προσφεύγουσας.

303    Στο πλαίσιο του δέκατου τρίτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες, αμφισβητώντας την εκτίμηση της ΕΚΤ, στο σημείο 3.3.2, στοιχείο βʹ, σημείο iv, της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018, όσον αφορά το εναλλακτικό μέτρο της έκδοσης δεύτερης εντολής από την FSA που θα απαγόρευε την παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, υποστηρίζουν ότι μια τέτοια γενική απαγόρευση θα ισοδυναμούσε de facto με ανάκληση της άδειας λειτουργίας και η FSA δεν είχε αρμοδιότητα να την εκδώσει. Αντιθέτως, επαναλαμβάνουν ότι θα μπορούσε να εκδοθεί από την FSA δεύτερη εντολή που θα απαγόρευε μέρος των δραστηριοτήτων της, συγκεκριμένα την παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών σε αλλοδαπούς πελάτες μόνον, θα ήταν δε λιγότερο παρεμβατική απ’ ό,τι η ανάκληση της αδείας λειτουργίας. Εκτιμούν ότι μια τέτοια απαγόρευση δεν θα έθετε τέρμα στην οικονομική βιωσιμότητα της δεύτερης προσφεύγουσας.

304    Τέλος, με τα επιχειρήματα που ανέπτυξαν στο πλαίσιο του δέκατου τέταρτου και του δέκατου πέμπτου λόγου ακυρώσεως, που αφορούν την έλλειψη αρμοδιότητας της ΕΚΤ όσον αφορά την απόρριψη της εκούσιας εκκαθάρισης της δεύτερης προσφεύγουσας και της πώλησής της σε άλλον επενδυτή, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την εκτίμηση της ΕΚΤ σχετικά με τον απρόσφορο χαρακτήρα των μέτρων αυτών, στο πλαίσιο της εξέτασης της αναλογικότητας της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας. Κατά τις προσφεύγουσες, επίσης, η ΕΚΤ, μην αφήνοντας τον χρόνο που θα ήταν αναγκαίος προκειμένου να προβούν στη μεταβίβαση, ενήργησε κατά τρόπο αυθαίρετο. Επιπλέον, θεωρούν ότι η εν λόγω εκούσια εκκαθάριση αποκλείστηκε για τον λόγο και μόνον ότι η ΕΚΤ επιθυμούσε να επιτύχει θετική δημοσιότητα.

305    Η ΕΚΤ αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

306    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 5, παράγραφος 4, ΣΕΕ, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, το περιεχόμενο και η μορφή της δράσης της Ένωσης δεν υπερβαίνουν τα απαιτούμενα για την επίτευξη των στόχων των Συνθηκών. Τα θεσμικά όργανα της Ένωσης εφαρμόζουν την αρχή της αναλογικότητας σύμφωνα με το πρωτόκολλο αριθ. 2 σχετικά με την εφαρμογή των αρχών της επικουρικότητας και της αναλογικότητας, το οποίο προσαρτάται στη Συνθήκη ΛΕΕ.

307    Κατά πάγια νομολογία, δυνάμει της αρχής της αναλογικότητας, η οποία αποτελεί μέρος των γενικών αρχών του δικαίου της Ένωσης, οι πράξεις των θεσμικών οργάνων της Ένωσης πρέπει να είναι πρόσφορες για την υλοποίηση των θεμιτών σκοπών που επιδιώκει η οικεία ρύθμιση και δεν πρέπει να υπερβαίνουν τα όρια του αναγκαίου για την επίτευξη των σκοπών αυτών, εξυπακουομένου ότι, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσοτέρων καταλλήλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές και ότι τα δυσμενή αποτελέσματα που προκαλούνται δεν πρέπει να είναι δυσανάλογα προς τους επιδιωκόμενους σκοπούς (βλ. απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ, T‑122/15, EU:T:2017:337, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

308    Επίσης, κατά το Δικαστήριο, κατά την εκτίμηση της αναλογικότητας ενός μέτρου πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το περιθώριο εκτιμήσεως που ενδεχομένως αναγνωρίζεται στα θεσμικά όργανα της Ένωσης κατά τη θέσπισή του (βλ. απόφαση της 8ης Μαΐου 2019, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ, C‑450/17 P, EU:C:2019:372, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

309    Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η ΕΚΤ, αφού εξακρίβωσε ότι υπήρχαν πλείονες λόγοι που δικαιολογούσαν την εξέταση βάσει των ισχυουσών διατάξεων, ανέλυσε στο σημείο 3.3.2 της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018 την αναλογικότητα του μέτρου της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας.

310    Πρώτον, η ΕΚΤ εξέτασε τον πρόσφορο χαρακτήρα του μέτρου της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας σε σχέση με την επίτευξη του σκοπού για την παύση των σοβαρών και παρατεταμένων παραβάσεων που διέπραξε η δεύτερη προσφεύγουσα και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, λαμβανομένων υπόψη των παραβάσεων που αφορούσαν την έλλειψη ενός άρτιου πλαισίου διακυβέρνησης, την παράβαση των διατάξεων περί ΚΞΧ/ΧΤ, τη μη συμμόρφωση με δεσμευτική απόφαση εθνικής εποπτικής αρχής, την υποβολή παραπλανητικών πληροφοριών στην εν λόγω αρχή και την παράνομη λειτουργία υποκαταστήματος σε άλλο κράτος μέλος, η ανάκληση της άδειας λειτουργίας ήταν κατάλληλο μέτρο για την επίτευξη του σκοπού αυτού.

311    Δεύτερον, η ΕΚΤ εξέτασε τον αναγκαίο χαρακτήρα του μέτρου της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας και, ιδίως, αν υπήρχαν άλλα εναλλακτικά και λιγότερο παρεμβατικά μέτρα, κατάλληλα να επιτύχουν με τον ίδιο τρόπο τον σκοπό της αποκατάστασης της νομιμότητας. Η ΕΚΤ έλαβε υπόψη τις ακόλουθες επιλογές: κατά πρώτον, την ανάκληση του διοικητικού συμβουλίου της δεύτερης προσφεύγουσας, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι το μέτρο αυτό δεν ήταν κατάλληλο, καθόσον οι προηγούμενες αλλαγές σε σχέση με την εμπορική στρατηγική που έλαβαν χώρα υπό τρία διαφορετικά διοικητικά συμβούλια δεν διασφάλισαν την τήρηση της ισχύουσας νομοθεσίας, κατά δεύτερον, την παύση ή την αναστολή των δικαιωμάτων ψήφου ορισμένων μετόχων της εν λόγω προσφεύγουσας καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι το μέτρο αυτό δεν ήταν αποτελεσματικό, καθόσον, λαμβανομένου υπόψη ότι μέτοχοι της πλειοψηφίας ήταν μέλη του εποπτικού συμβουλίου, οι εν λόγω μέτοχοι θα μπορούσαν να συνεχίσουν να ασκούν καθοριστική επιρροή στη στρατηγική της προσφεύγουσας αυτής, ακόμη και αν δεν είχαν δικαίωμα ψήφου, κατά τρίτον, την έκδοση νέας εντολής από την FSA, την οποία απέκλεισε δεδομένου ότι, αφενός, η ίδια προσφεύγουσα δεν συμμορφώθηκε με την πρώτη εντολή και επομένως δεν μπορούσε ευλόγως να αναμένεται ότι αυτή θα συμμορφωθεί με τη δεύτερη και, αφετέρου, εντολή που αποσκοπούσε στην παύση των δραστηριοτήτων υψηλού κινδύνου δεν θα ήταν βιώσιμη όσον αφορά την εν λόγω προσφεύγουσα της οποίας η εμπορική στρατηγική επικεντρωνόταν ακριβώς στην πελατεία υψηλού κινδύνου, κατά τέταρτον, την εκούσια εκκαθάριση της επίμαχης προσφεύγουσας, καταλήγοντας ωστόσο στο συμπέρασμα ότι το μέτρο αυτό δεν θα μπορούσε να επιτύχει τον σκοπό της αποκατάστασης της νομιμότητας και της προστασίας των δικαιωμάτων των καταθετών και, σε μια τέτοια περίπτωση, η απόφαση περί εξόδου από την αγορά θα εναπέκειτο στους μετόχους, και, κατά πέμπτον, τη μεταβίβαση της εν λόγω προσφεύγουσας σε άλλον επενδυτή, η οποία αποκλείστηκε για τον λόγο ότι δεν υπήρχε συγκεκριμένη δέσμευση και το επιχειρηματικό σχέδιο που υπέβαλε ο δυνητικός αγοραστής δεν παρείχε επαρκή στοιχεία προκειμένου να εκτιμηθεί κατά πόσον η εν λόγω συναλλαγή θα συνεπαγόταν ουσιώδη αλλαγή του επιχειρηματικού μοντέλου της προσφεύγουσας αυτής.

312    Τρίτον, η ΕΚΤ εξέτασε τον εύλογο χαρακτήρα του μέτρου της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας και προέβη σε στάθμιση του δημοσίου συμφέροντος για την αποκατάσταση της νομιμότητας και του ιδιωτικού συμφέροντος της δεύτερης προσφεύγουσας για την αποφυγή του μέτρου της ανάκλησης και τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της.

313    Πρέπει, όμως, να γίνει δεκτό ότι η εξέταση της αναλογικότητας του μέτρου της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας από την ΕΚΤ έγινε με δομημένο τρόπο και λαμβανομένων υπόψη όλων των δεδομένων. Η εξέταση αυτή δεν ενέχει έλλειψη νομιμότητας και σφάλματα εκτιμήσεως. Εν πάση περιπτώσει, η συλλογιστική αυτή δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση από τις αιτιάσεις που διατύπωσαν οι προσφεύγουσες.

314    Οι προσφεύγουσες αμφισβητούν αλυσιτελώς όλα τα στάδια της εξέτασης της αναλογικότητας του μέτρου της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας στην οποία προέβη η ΕΚΤ.

315    Πρώτον, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ότι ο σκοπός της αποκατάστασης της νομιμότητας αποτελεί θεμιτό σκοπό για τη λήψη του μέτρου της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας. Ωστόσο, προς στήριξη της επιχειρηματολογίας τους, επαναλαμβάνουν απλώς ότι μια απλή παρανομία δεν θα έπρεπε να οδηγήσει στο πλέον παρεμβατικό μέτρο. Συναφώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι παραβάσεις και οι πλημμέλειες που απαριθμούνται στις σελίδες 5, 6 και 10 έως 20 της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018 και υπομνήσθηκαν στη σκέψη 279 ανωτέρω, οι οποίες κατά τα λοιπά δεν αμφισβητήθηκαν κατά εμπεριστατωμένο τρόπο από τις προσφεύγουσες, όπως προκύπτει από τη σκέψη 289 ανωτέρω, δεν μπορούν να θεωρηθούν ως «απλή παρανομία» ή ως επουσιώδης παρανομία, λαμβανομένων υπόψη του γεγονότος ότι υπήρχαν πλείονες παρανομίες, της βαρύτητάς τους, της χρονικής διάρκειάς τους καθώς και των πολυάριθμων ευκαιριών για την αντιμετώπισή τους τις οποίες η δεύτερη προσφεύγουσα δεν εκμεταλλεύτηκε.

316    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την εκ μέρους της ΕΚΤ εξέταση του πρόσφορου χαρακτήρα του μέτρου της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας. Συναφώς, αφενός, το επιχείρημά τους ότι το εν λόγω μέτρο δεν είναι κατάλληλο για την αντιμετώπιση των παραβάσεων στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ πρέπει να απορριφθεί για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις 185 έως 195 ανωτέρω. Αφετέρου, βεβαίως, το μέτρο αυτό δεν πρέπει να χρησιμοποιείται προκειμένου να επιβληθούν κυρώσεις για παραβάσεις που έχουν διαπραχθεί στο παρελθόν, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 267 ανωτέρω. Εάν, επομένως, η ΕΚΤ είχε θεμελιώσει την εκτίμησή της σε σχέση με την αναλογικότητα του επίμαχου μέτρου μόνο στην παράβαση που αφορά την ίδρυση «θυγατρικής» στη Λεττονία χωρίς την τήρηση της διαδικασίας περί «διαβατηρίου», τότε η εκτίμηση αυτή θα μπορούσε να αμφισβητηθεί. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, ωστόσο, η πλάνη αυτή δεν μπορεί να καταστήσει παράνομη τη συλλογιστική της ΕΚΤ στο σύνολό της όσον αφορά την αναλογικότητα του οικείου μέτρου, καθόσον η ΕΚΤ θεώρησε ότι το μέτρο αυτό ήταν σύμφωνο με την αρχή της αναλογικότητας λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των παραβάσεων που προσάπτονται στη δεύτερη προσφεύγουσα.

317    Συγκεκριμένα, λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου εκτίμησης που διαθέτει η ΕΚΤ στο πλαίσιο της λήψης μέτρου ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, η εκτίμηση του πρόσφορου χαρακτήρα του εν λόγω μέτρου δεν μπορεί, εν προκειμένω, να θεωρηθεί ως προδήλως εσφαλμένη υπό το πρίσμα της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 308 ανωτέρω, καθώς και του μεγάλου αριθμού των παραβάσεων, της βαρύτητας και της διάρκειας των παραβάσεων που διέπραξε η δεύτερη προσφεύγουσα, καθώς και του ότι οι πιθανότητες να συμμορφωθεί η τελευταία με τις κανονιστικές απαιτήσεις εντός ευλόγου χρόνου ήταν ελάχιστες, στοιχεία τα οποία δικαιολογούν την εφαρμογή του πλέον παρεμβατικού μέτρου και από τα οποία δεν μπορεί να συναχθεί ότι τυχόν σφάλμα ως προς την εκτίμηση της αναλογικότητας σχετικά με τις παραβάσεις της διαδικασίας περί «διαβατηρίου» θα μπορούσε να επηρεάσει καθοριστικά το αποτέλεσμα της γενικής εκτίμησης που διενήργησε η ΕΚΤ.

318    Τρίτον, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν τα συμπεράσματα της ΕΚΤ σχετικά με τον εύλογο χαρακτήρα του μέτρου ανάκλησης της άδειας λειτουργίας. Συναφώς, αφενός, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός ότι η ΕΚΤ προέβη σε υπερβολικά αόριστη εξέταση του δημοσίου συμφέροντος in abstracto σε σχέση με τη νομιμότητα και τα δικά της ιδιωτικά συμφέροντα, καθόσον αποδείχθηκε, στη σκέψη 315 ανωτέρω, ότι η ΕΚΤ εξέτασε τη βαρύτητα των παραβάσεων, τη μακρά διάρκειά τους, τις πολλαπλές ευκαιρίες για την αντιμετώπισή τους τις οποίες δεν εκμεταλλεύτηκε η δεύτερη προσφεύγουσα, καθώς και την απώλεια της εμπιστοσύνης του κοινού στην εσθονική και στις ευρωπαϊκές χρηματοπιστωτικές αγορές και εξ αυτών συνήγαγε ότι το δημόσιο συμφέρον που συνδέεται με την αποκατάσταση της νομιμότητας υπερίσχυε του ιδιωτικού συμφέροντος της προσφεύγουσας αυτής να μην υπαχθεί στο εν λόγω μέτρο. Αφετέρου, το επιχείρημα ότι η ΕΚΤ δεν τεκμηρίωσε τη σοβαρότητα των κατηγοριών περί μη συμμόρφωσης με συγκριτική εξέταση της κατάστασης σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα όσον αφορά τη συμμόρφωσή τους με τους κανόνες στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ, πρέπει να απορριφθεί για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτέθηκαν στη σκέψη 315 ανωτέρω, καθώς και για τους λόγους που θα εκτεθούν στο πλαίσιο της ανάλυσης του λόγου ακυρώσεως που αφορά παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης (βλ. σκέψη 353 κατωτέρω).

319    Τέταρτον, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την ανάλυση του αναγκαίου χαρακτήρα του μέτρου της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας. Αφενός, αμφισβητούν την εκ μέρους της ΕΚΤ ερμηνεία του κριτηρίου της αναγκαιότητας.

320    Συναφώς, είναι αληθές ότι, βάσει της παρατιθέμενης στη σκέψη 307 ανωτέρω νομολογίας, όταν υφίσταται δυνατότητα επιλογής μεταξύ περισσότερων κατάλληλων μέτρων, πρέπει να επιλέγεται το λιγότερο επαχθές. Ωστόσο, για να θεωρηθούν τα εναλλακτικά μέτρα ως κατάλληλα, πρέπει να είναι εξίσου αποτελεσματικά (πρβλ. αποφάσεις της 16ης Δεκεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Γαλλίας, C‑89/09, EU:C:2010:772, σκέψη 80, και της 6ης Σεπτεμβρίου 2017, Σλοβακία και Ουγγαρία κατά Συμβουλίου, C‑643/15 και C‑647/15, EU:C:2017:631, σκέψη 236).

321    Δεδομένου όμως ότι η ΕΚΤ έλαβε υπόψη μόνο τα εναλλακτικά μέτρα που μπορούσαν να είναι εξίσου αποτελεσματικά με το μέτρο της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, πρέπει να γίνει δεκτό, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγουσες, ότι η ΕΚΤ ερμήνευσε ορθώς το κριτήριο της αναγκαιότητας.

322    Αφετέρου, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την ανάλυση των διαφόρων εναλλακτικών μέτρων σε σχέση με το μέτρο της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας και ισχυρίζονται ότι η ΕΚΤ δεν έλαβε υπόψη άλλα εναλλακτικά και λιγότερο παρεμβατικά μέτρα, όπως την επιβολή συγκεκριμένων μέτρων που αφορούν ειδικά ζητήματα εντός συγκεκριμένων προθεσμιών ή ακόμη κυρώσεις ή πρόστιμα ή ακόμη μέτρα κατά των διοικητών του πιστωτικού ιδρύματος ή τον διορισμό προσώπου με αρμοδιότητα να συνδράμει στις προσπάθειες της δεύτερης προσφεύγουσας προκειμένου να συμμορφωθεί με τις κανονιστικές απαιτήσεις που δεν τηρήθηκαν.

323    Όσον αφορά, κατά πρώτον, την επιβολή συγκεκριμένων μέτρων εντός συγκεκριμένων προθεσμιών, το επιχείρημα αυτό συμπίπτει, κατ’ ουσίαν, με εκείνο που αφορά την επιβολή δεύτερης εντολής, το οποίο θα εξεταστεί στις σκέψεις 331 έως 333 κατωτέρω. Όσον αφορά, κατά δεύτερον, κυρώσεις ή πρόστιμα, επιβάλλεται η διαπίστωση, στην οποία προέβη και η ΕΚΤ, ότι τα διοικητικά χρηματικά πρόστιμα δεν περιλαμβάνονται στα μέτρα προληπτικής εποπτείας τα οποία η ΕΚΤ θα μπορούσε να εξετάσει ως μέτρα εναλλακτικά ως προς την ανάκληση της άδειας λειτουργίας. Όσον αφορά, κατά τρίτον, τα λοιπά μέτρα που πρότειναν οι προσφεύγουσες, ιδίως έναντι των διοικητών του πιστωτικού ιδρύματος, πρέπει να γίνει δεκτό ότι τα μέτρα αυτά εμφάνιζαν τα ίδια μειονεκτήματα με τα λοιπά μέτρα που απέκλεισε η ΕΚΤ, συγκεκριμένα δεν καθιστούσαν δυνατή την επίτευξη του σκοπού της αποκατάστασης της εμπιστοσύνης στην εσθονική και στις ευρωπαϊκές χρηματοπιστωτικές αγορές εντός του συντομότερου δυνατού χρονικού διαστήματος, λαμβανομένου υπόψη ότι οι διαπραχθείσες προηγουμένως παραβάσεις διήρκεσαν επί μακρό χρονικό διάστημα, όπως επισημάνθηκε στο σημείο 3.3.2, στοιχείο βʹ, της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018.

324    Συναφώς, πρέπει να ληφθούν υπόψη η βαρύτητα, ο διαρθρωτικός και ανεπανόρθωτος χαρακτήρας και η συνέχιση των παραβάσεων επί μακρό χρονικό διάστημα, καθώς και η απώλεια της εμπιστοσύνης στην ικανότητα και την πραγματική βούληση της δεύτερης προσφεύγουσας να αντιμετωπίσει τις προσαπτόμενες πλημμέλειες, όπως φάνηκε από την αδράνεια της τελευταίας να συμμορφωθεί με τις κανονιστικές απαιτήσεις και από τη διάπραξη παραβάσεων μετά τις διάφορες παρεμβάσεις εκ μέρους της FSA από το 2015 έως το 2018. Η συμπεριφορά της εν λόγω προσφεύγουσας ελήφθη επίσης υπόψη κατά την αξιολόγηση του κατά πόσον υπήρχε εύλογη προοπτική να οδηγήσει καθένα από τα εναλλακτικά μέτρα στην παύση των παραβάσεων που διαπράχθηκαν. Η μη συμμόρφωση προς εντολή της FSA, η μη αλλαγή εμπορικής στρατηγικής, παρά τις διάφορες αλλαγές στο διοικητικό συμβούλιο, η επιρροή (έστω και έμμεση) των μετόχων πλειοψηφίας οι οποίοι μετείχαν στο εποπτικό συμβούλιο της προσφεύγουσας αυτής, επιρροή που δεν έπαυσε ακόμη και όταν τα δικαιώματα ψήφου τους ανεστάλησαν ή έπαυσαν, το γεγονός ότι οι δραστηριότητες της ίδιας προσφεύγουσας είχαν επικεντρωθεί κυρίως και διαρκώς σε αλλοδαπή πελατεία υψηλού κινδύνου, σε συνδυασμό με την έλλειψη πλαισίου διακυβέρνησης και κατάλληλων για το επιχειρηματικό αυτό μοντέλο κανόνων διαδικασίας σε σχέση με τη διαχείριση κινδύνων, συνιστούσαν όλα στοιχεία που έθεταν υπό αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα των εξετασθέντων εναλλακτικών μέτρων. Το ίδιο ίσχυε, τουλάχιστον, και για όλα τα μέτρα που δεν θα έπαυαν πλήρως τις δραστηριότητες της εν λόγω προσφεύγουσας (δηλαδή την ανάκληση του διοικητικού συμβουλίου, την αναστολή ή την παύση των δικαιωμάτων ψήφου ορισμένων μετόχων και την έκδοση νέας εντολής από την FSA).

325    Υπό τις συνθήκες αυτές, το μέτρο της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας δεν υπερέβαινε το μέτρο που ήταν πρόσφορο και αναγκαίο για την επίτευξη των σκοπών που απέβλεπαν στην παύση των παραβάσεων που διέπραττε η δεύτερη προσφεύγουσα.

326    Βεβαίως, η εκούσια εκκαθάριση της δεύτερης προσφεύγουσας ή η μεταβίβαση της τελευταίας σε άλλον επενδυτή αποτελούσαν μέτρα τα οποία μπορούσαν επίσης να διασφαλίσουν ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Οι επιλογές αυτές, οι οποίες δεν απαγορεύονταν, θα μπορούσαν, εξάλλου, να υλοποιηθούν από τις προσφεύγουσες πριν την έκδοση της απόφασης της 26ης Μαρτίου 2018.

327    Επιβάλλεται, ωστόσο, η διαπίστωση κατά πρώτον ότι, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της αναλογικότητας και της ικανότητας των μέτρων αυτών να άρουν τις διαπιστωθείσες παραβάσεις, ο παράγων «χρόνος» ελήφθη υπόψη από την ΕΚΤ, η οποία σαφώς θεώρησε ότι οι προτάσεις των προσφευγουσών έγιναν καθυστερημένα, καθόσον διατυπώθηκαν αποκλειστικώς στο πλαίσιο των παρατηρήσεών τους επί του σχεδίου απόφασης της FSA για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, το οποίο τους κοινοποιήθηκε από την ΕΚΤ, και η εφαρμογή τους δεν ήταν επικείμενη. Επιπλέον, το υποστατό των παραβάσεων αυτών δεν αμφισβητήθηκε με τους διαφόρους λόγους που προέβαλαν οι προσφεύγουσες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου.

328    Κατά δεύτερον, με τη λήψη από την ΕΚΤ του μέτρου της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας επιδιώκεται επίσης, εν προκειμένω, σκοπός αποτροπής, «γενικής πρόληψης» της επανάληψης στην αγορά των χρηματοοικονομικών υπηρεσιών συμπεριφορών όπως είναι οι παραβάσεις της νομοθεσίας περί ΚΞΧ/ΧΤ. Πράγματι, από το σημείο 3.3.2, στοιχείο βʹ, σημείο i, με τίτλο «self-liquidation», της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018, προκύπτει ότι η ΕΚΤ θεώρησε ότι η εκούσια εκκαθάριση της δεύτερης προσφεύγουσας θα συγκάλυπτε τους ουσιώδεις λόγους για τους οποίους ανακλήθηκε η άδειά της και η εκούσια εκκαθάριση έπρεπε να θεμελιωθεί στο άρθρο 16, παράγραφος 3, του εσθονικού νόμου περί των πιστωτικών ιδρυμάτων, και όχι στο άρθρο 17 αυτού, γεγονός το οποίο θα αποσιωπούσε το ότι η εν λόγω προσφεύγουσα είχε διαπράξει σοβαρές παραβάσεις που δικαιολογούσαν την αναγκαστική και όχι εκούσια παύση των δραστηριοτήτων της. Κατά την ΕΚΤ, η κοινοποίηση και της νομικής βάσης της δράσης της αποτελεί θεμιτό σκοπό κατά την εφαρμογή του νόμου, όπως προβλέπει το άρθρο 20, παράγραφος 5, της οδηγίας 2013/36.

329    Επομένως, εν προκειμένω, οι επιλογές της εκούσιας εκκαθάρισης και της πώλησης σε άλλον επενδυτή δεν συνιστούσαν εναλλακτικά μέτρα, σε σχέση με την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, για την επίτευξη των σκοπών που νομίμως επιδιώκει η ΕΚΤ, κατά την έννοια της νομολογίας που υπομνήσθηκε στη σκέψη 320 ανωτέρω.

330    Ο έβδομος και ο δέκατος τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να εξεταστούν από κοινού, καθόσον συνδέονται στενά μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, με τον έβδομο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην ΕΚΤ ότι δεν έλαβε υπόψη το γεγονός ότι η δεύτερη προσφεύγουσα ασκούσε και δραστηριότητες που δεν ενείχαν κινδύνους. Θεωρούν ότι η ΕΚΤ μπορούσε, επομένως, να λάβει το λιγότερο παρεμβατικό μέτρο της παύσης μόνον του μέρους των δραστηριοτήτων της που ενείχαν κινδύνους. Αυτός ο λόγος ακυρώσεως, αν και είναι διατυπωμένος σαν να αφορά τη μη συνεκτίμηση ενός κρίσιμου στοιχείου της υπόθεσης, εντούτοις στην πραγματικότητα αποσκοπεί στο να θέσει υπό αμφισβήτηση την αναλογικότητα του μέτρου της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, λαμβανομένων υπόψη άλλων λιγότερο παρεμβατικών μέτρων, μεταξύ των οποίων το μέτρο της παύσης μόνον των παράνομων δραστηριοτήτων της. Στο πλαίσιο του δέκατου τρίτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν την απόρριψη από την ΕΚΤ μιας τέτοιας δυνατότητας, συγκεκριμένα της έκδοσης από την FSA δεύτερης εντολής που θα επέβαλε την παύση μόνον των σχετικών με αλλοδαπή πελατεία υψηλού κινδύνου δραστηριοτήτων τους.

331    Όπως ορθώς παρατηρεί η ΕΚΤ, από το σημείο 3.2.2, στοιχείο βʹ, σημείο iv, της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018 προκύπτει ότι ελήφθη υπόψη από την ΕΚΤ η δυνατότητα της FSA να εκδώσει άλλη εντολή (η οποία συνιστά δεσμευτικό διοικητικό μέτρο) με την οποία θα απαγόρευε στη δεύτερη προσφεύγουσα την παροχή χρηματοοικονομικών υπηρεσιών ή θα περιόριζε την απαγόρευση αυτή στην παροχή υπηρεσιών σε αλλοδαπούς πελάτες υψηλού κινδύνου, πράγμα το οποίο αντιστοιχεί στην παύση των παράνομων δραστηριοτήτων.

332    Συγκεκριμένα, η ΕΚΤ απέκλεισε το μέτρο αυτό καθώς δεν ήταν πρόσφορο, διότι, αφενός, η δεύτερη προσφεύγουσα είχε ήδη λάβει την επίμαχη εντολή και δεν είχε συμμορφωθεί με αυτήν, γεγονός το οποίο δημιουργούσε αμφιβολίες ως προς την ικανότητα ή την πραγματική βούληση της εν λόγω προσφεύγουσας να συμμορφωθεί με αυτήν και, αφετέρου, οι δραστηριότητες υψηλού κινδύνου αποτελούσαν το σημαντικότερο τμήμα των εσόδων της προσφεύγουσας αυτής και, συνεπώς, η παύση τους θα προκαλούσε σημαντικές μηνιαίες λειτουργικές ζημιές που εγκυμονούσαν κινδύνους για τη βιωσιμότητά της και, επομένως, για τους καταθέτες της.

333    Ως εκ τούτου, κατά πρώτον, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν βασίμως να προσάψουν στην ΕΚΤ ότι δεν έλαβε επαρκώς υπόψη το γεγονός ότι η δεύτερη προσφεύγουσα είχε δραστηριότητες που δεν ενέχουν κίνδυνο και να υποστηρίζουν ότι η ΕΚΤ μπορούσε, επομένως, να λάβει το λιγότερο παρεμβατικό μέτρο της παύσης μέρους μόνον των δραστηριοτήτων της, καθόσον το μέτρο αυτό δεν είχε κριθεί αποτελεσματικό σε προγενέστερο στάδιο. Κατά δεύτερον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι ο γενικόλογος ισχυρισμός των προσφευγουσών, ο οποίος ουδόλως τεκμηριώθηκε, ότι η επιλογή αυτή δεν εγκυμονεί κίνδυνο για τη βιωσιμότητα, κίνδυνο τον οποίο επικαλείται η ΕΚΤ, δεν αναιρεί την εκτίμηση αυτή, η οποία είναι απολύτως εύλογη.

334    Επίσης, τα επιχειρήματα των προσφευγουσών που αφορούν την αμφισβήτηση του κατά πόσον η δεύτερη προσφεύγουσα δεν είχε τη βούληση να συμμορφωθεί με την επίμαχη εντολή, αμφισβήτηση η οποία εκφράζεται με τον ισχυρισμό, απλώς, ότι η εν λόγω εντολή ήταν αόριστη και δεν ήταν δυνατόν να συμμορφωθεί με αυτήν, πρέπει να απορριφθούν για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις 276 έως 288 ανωτέρω. Επιπροσθέτως, παρατηρείται ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν το υποστατό της μη συμμόρφωσης με την εντολή αυτή, όπως διαπιστώθηκε με την απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018, ούτε προβάλλουν επιχειρήματα ικανά να αποδείξουν με ποιον συγκεκριμένο τρόπο η εν λόγω προσφεύγουσα θα μπορούσε να συμμορφωθεί με δεύτερη εντολή της FSA, η οποία θα απαγόρευε την άσκηση των δραστηριοτήτων της που ενέχουν υψηλό κίνδυνο.

335    Επομένως, ο έβδομος και ο δέκατος τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν.

336    Στο πλαίσιο του όγδοου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προσάπτουν, κατ’ ουσίαν, στην ΕΚΤ ότι δεν έδωσε επαρκή σημασία στη σημαντική μείωση των πελατών της δεύτερης προσφεύγουσας που ανήκαν στις κατηγορίες υψηλού κινδύνου.

337    Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι, στο σημείο 3.3.1, στοιχείο βʹ, σημείο i, της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018, η ΕΚΤ έλαβε όντως υπόψη τη μείωση των πελατών της δεύτερης προσφεύγουσας που ανήκαν στις κατηγορίες υψηλού κινδύνου και το κλείσιμο των τραπεζικών λογαριασμών τους, ιδίως όσον αφορά τους λογαριασμούς που συνδέονταν με γνωστούς και εταίρους των μετόχων της εν λόγω προσφεύγουσας, και άλλα μέτρα που πράγματι έλαβε η προσφεύγουσα αυτή προκειμένου να συμμορφωθεί με τις μη τηρηθείσες κανονιστικές απαιτήσεις. Ωστόσο, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η ΕΚΤ επισήμανε ότι, βάσει των διαπιστώσεων της FSA, το πρόβλημα δεν περιοριζόταν στην εν λόγω ομάδα πελατών, αλλά είχε διαρθρωτικό χαρακτήρα. Επιπροσθέτως, εξακολουθούσαν να υφίστανται και άλλες παραβάσεις πολλών κανονιστικών απαιτήσεων που αφορούσαν την έλλειψη άρτιου πλαισίου διακυβέρνησης, προσαρμοσμένου στο δικό της επιχειρηματικό μοντέλο το οποίο δεν είχε ουσιαστικά αλλάξει, ακόμη και με μείωση των πελατών υψηλού κινδύνου ή την αλλαγή του διοικητικού συμβουλίου, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητούν οι προσφεύγουσες.

338    Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν απλώς το γεγονός ότι η ΕΚΤ όφειλε να απαιτήσει την πλήρη συμμόρφωση, καθότι θεωρούν ότι η ΕΚΤ όφειλε να αρκεστεί σε μερική συμμόρφωση και στις προσπάθειες που κατέβαλε η δεύτερη προσφεύγουσα, τούτο δε ακόμη και μετά από όλες τις προειδοποιήσεις που είχε ήδη απευθύνει η FSA στην εν λόγω προσφεύγουσα και τις ευκαιρίες που είχε η τελευταία προκειμένου να συμμορφωθεί με αυτήν πριν την έκδοση του σχεδίου απόφασης για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας. Επιπροσθέτως, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες δεν αμφισβητούν το συμπέρασμα της ΕΚΤ ότι εξακολουθούσαν να υφίστανται και άλλες παραβάσεις. Επιπλέον, η άποψη ότι δεν ήταν δυνατή η πλήρης συμμόρφωση με τις κανονιστικές απαιτήσεις αντιφάσκει προς την αιτίαση ότι η ΕΚΤ δεν έδωσε στη δεύτερη προσφεύγουσα επαρκή χρόνο προκειμένου να επιτύχει αυτή την πλήρη συμμόρφωση.

339    Υπό τις συνθήκες αυτές, ο όγδοος λόγος ακυρώσεως πρέπει επίσης να απορριφθεί.

340    Όσον αφορά τον ένατο λόγο ακυρώσεως, διαπιστώνεται ότι αυτός είναι διατυπωμένος με γενικό τρόπο και δεν περιέχει αρκούντως σαφή και ακριβή συνοπτική έκθεση των ισχυρισμών, οπότε δεν πληροί τις ελάχιστες τυπικές προϋποθέσεις του άρθρου 76 του Κανονισμού Διαδικασίας. Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ο λόγος αυτός είναι παραδεκτός, εάν πρόκειται για τη μη συνεκτίμηση οποιουδήποτε άλλου μέτρου, χωρίς αυτό να προσδιορίζεται συγκεκριμένα, αρκεί να υπομνησθεί, όπως υποστήριξε και η ΕΚΤ, ότι η ΕΚΤ δεν υποχρεούται να εξετάζει κάθε θεωρητικώς δυνατό μέτρο, αλλά μόνον εκείνα που είναι πρόσφορα και υπάρχει εύλογη προοπτική να επιτύχουν τους ίδιους σκοπούς. Άλλωστε, από τη σκέψη 311 ανωτέρω (καθώς και από το σημείο 3.3.2, στοιχείο βʹ, της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018) προκύπτει ότι η ΕΚΤ προέβη σε διεξοδική εξέταση. Εάν η δεύτερη προσφεύγουσα εννοεί, αντιθέτως, ότι βάλλει κατά των συμπερασμάτων της ΕΚΤ με τα οποία απέρριψε τα λοιπά εναλλακτικά μέτρα που ελήφθησαν υπόψη και εξετάστηκαν, τότε πρέπει να γίνει παραπομπή στις σκέψεις που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της ανάλυσης των λοιπών λόγων ακυρώσεως, με τους οποίους η δεύτερη προσφεύγουσα διατυπώνει πιο συγκεκριμένες επικρίσεις ως προς την εκτίμηση καθενός από τα άλλα αυτά εναλλακτικά μέτρα.

341    Επομένως, ο ένατος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος ή, εν πάση περιπτώσει, ως αβάσιμος.

342    Με τον δέκατο και τον ενδέκατο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες αμφισβητούν ότι η ΕΚΤ έλαβε υπόψη εναλλακτικά μέτρα σε σχέση με το μέτρο της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας τα οποία αφορούν την ανάκληση του διοικητικού συμβουλίου της δεύτερης προσφεύγουσας και την αναστολή των δικαιωμάτων ψήφου ορισμένων μετόχων της εν λόγω προσφεύγουσας.

343    Συναφώς, αρκεί η διαπίστωση ότι τα επίμαχα εναλλακτικά μέτρα εξετάστηκαν από την ΕΚΤ, η οποία στη συνέχεια τα απέρριψε. Επομένως, δεν είναι δυνατόν να είχαν βλάψει τη δεύτερη προσφεύγουσα. Εξ αυτών συνάγεται ότι ο δέκατος και ο ενδέκατος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως αλυσιτελείς.

344    Όσον αφορά τέλος τον δέκατο τέταρτο και τον δέκατο πέμπτο λόγο ακυρώσεως, στον βαθμό που αφορούν, εκτός από ζήτημα αναρμοδιότητας της ΕΚΤ (βλ. σκέψη 203 ανωτέρω), την αμφισβήτηση της εκ μέρους της ΕΚΤ αξιολόγησης της αναλογικότητας υπό το πρίσμα των εναλλακτικών ως προς το μέτρο της ανάκλησης της άδειας της δεύτερης προσφεύγουσας μέτρων που αφορούσαν την εκούσια εκκαθάριση και την πώληση της τελευταίας σε άλλον επενδυτή, αυτοί πρέπει να απορριφθούν για τους ίδιους λόγους με εκείνους που εκτίθενται στις σκέψεις 326 έως 329 ανωτέρω.

345    Λαμβανομένων υπόψη των ανωτέρω, επιβάλλεται το συμπέρασμα ότι η εξέταση της αναλογικότητας του μέτρου της ανάκλησης της άδειας λειτουργίας δεν ενέχει σφάλματα εκτιμήσεως.

346    Επομένως, η υπό κρίση ομάδα των λόγων ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

6.      Επί του δέκατου έκτου και του δέκατου όγδοου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν την παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της απαγόρευσης των διακρίσεων, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου

347    Στο πλαίσιο του δέκατου έκτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες θεωρούν ότι η απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018 παραβιάζει την αρχή της ίσης μεταχείρισης και απαγόρευσης των διακρίσεων στον βαθμό που δεν περιλαμβάνει συγκριτική ανάλυση μεταξύ της κατάστασης της δεύτερης προσφεύγουσας και εκείνης άλλων συγκρίσιμων τραπεζών, στην Εσθονία ή αλλού, στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ. Ισχυρίζονται ότι η εν λόγω απόφαση δεν περιέχει επ’ αυτού λυσιτελή πληροφόρηση από την FSA και ότι η FSA επέλεξε την εν λόγω προσφεύγουσα για να δώσει ένα παράδειγμα, όχι λόγω της βαρύτητας των πλημμελειών της, αλλά περισσότερο λόγω του μικρού της μεγέθους, της χρηματοπιστωτικής της ευρωστίας –η οποία θα διευκόλυνε την εκκαθάριση– καθώς και του γεγονότος ότι ανήκε σε αλλοδαπούς, οι οποίοι θα είχαν περισσότερες δυσκολίες να αντιταχθούν σε αυτό.

348    Η ΕΚΤ αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

349    Από πάγια νομολογία προκύπτει ότι η αρχή της ίσης μεταχείρισης αποτελεί γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, κατοχυρούμενη πλέον με τα άρθρα 20 και 21 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κατ’ εντολήν της οποίας παρόμοιες καταστάσεις δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται κατά διαφορετικό τρόπο ούτε διαφορετικές μεταξύ τους καταστάσεις κατά τρόπο όμοιο, εκτός εάν η αντιμετώπιση αυτή δικαιολογείται αντικειμενικώς [βλ. απόφαση της 9ης Μαρτίου 2017, Milkova, C‑406/15, EU:C:2017:198, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία και γνωμοδότηση 1/17 (Συμφωνία ΟΕΣ ΕΕ-Καναδά), της 30ής Απριλίου 2019, EU:C:2019:341, σκέψη 176 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

350    Επιπροσθέτως, η τήρηση της αρχής της ίσης μεταχείρισης πρέπει να συνδυάζεται με την τήρηση της αρχής της νομιμότητας, με συνέπεια ότι κανείς δεν μπορεί να επικαλεστεί προς όφελός του παράνομη πράξη που διαπράχθηκε υπέρ τρίτου (βλ. απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ, T‑122/15, EU:T:2017:337, σκέψη 84 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

351    Επίσης, έχει κριθεί, ιδίως στον τομέα των κυρώσεων για τις παραβάσεις στον τομέα του ανταγωνισμού, ότι η προγενέστερη πρακτική ενός θεσμικού οργάνου κατά τη λήψη αποφάσεων δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη ως νομικό πλαίσιο για τα πρόστιμα στον τομέα του ανταγωνισμού και ότι αποφάσεις που αφορούν άλλες υποθέσεις έχουν ενδεικτικό χαρακτήρα όταν εξετάζεται η ύπαρξη δυσμενών διακρίσεων (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Ιουλίου 2013, Ziegler κατά Επιτροπής, C‑439/11 P, EU:C:2013:513, σκέψη 134 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

352    Στη συγκεκριμένη περίπτωση, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγουσες επικαλούνται παραβίαση της αρχής της ίσης μεταχείρισης, προβάλλοντας απλώς την έλλειψη συγκριτικής ανάλυσης μεταξύ των προσαπτομένων στη δεύτερη προσφεύγουσα παραβάσεων και εκείνων που διέπραξαν άλλα πιστωτικά ιδρύματα.

353    Πάντως, πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι, προκειμένου να αμφισβητηθεί οποιαδήποτε παρανομία που αποδίδεται σε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δεν είναι αναγκαία συγκριτική ανάλυση μεταξύ του υπευθύνου μιας παρανομίας και των λοιπών προσώπων που διέπραξαν άλλες παρόμοιες παρανομίες. Η μόνη ανάλυση που είναι αναγκαία είναι αυτή που αφορά την εκτίμηση του υποστατού των πραγματικών περιστατικών που συνιστούν παραβάσεις σε σχέση με νομική διάταξη επιβάλλουσα ορισμένη συμπεριφορά. Η βαρύτητα μιας συμπεριφοράς δεν πρέπει να εκτιμάται σε σχέση με τη βαρύτητα της συμπεριφοράς άλλων προσώπων, αλλά μόνο σε σχέση με τα νόμιμα πρότυπα που απαιτούν οι ισχύουσες νομοθετικές διατάξεις, η δε βαρύτητα αυτή είναι κρίσιμη μόνο για τον καθορισμό του κατάλληλου μέτρου της κύρωσης. Επίσης, από τη νομολογία που υπομνήσθηκε στη σκέψη 351 ανωτέρω προκύπτει ότι, ακόμη και αν υπήρχαν άλλες αποφάσεις σχετικά με την ανάκληση της άδειας λειτουργίας άλλων πιστωτικών ιδρυμάτων για παραβάσεις των κανονιστικών απαιτήσεων στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ, η ΕΚΤ δεν θα δεσμευόταν από τέτοιες αποφάσεις.

354    Δεύτερον, στον βαθμό που οι προσφεύγουσες επαναλαμβάνουν ότι η ΕΚΤ δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει τους κανόνες που ισχύουν στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ για προληπτικούς σκοπούς, διότι δεν έχει αρμοδιότητα στον τομέα αυτό, το επιχείρημα αυτό πρέπει να απορριφθεί για τους λόγους που εκτίθενται στις σκέψεις 185 έως 190 ανωτέρω, υπενθυμίζεται δε ότι η παράβαση των κανόνων στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ συνιστά λόγο ανάκλησης της άδειας λειτουργίας που προβλέπεται στο άρθρο 18, στοιχείο στʹ, της οδηγίας 2013/36 σε συνδυασμό με το άρθρο 67, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας.

355    Τέλος, πρέπει επίσης να απορριφθούν οι απλοί ισχυρισμοί των προσφευγουσών, οι οποίοι ουδόλως αποδείχθηκαν, σχετικά με τους υποτιθέμενους λόγους για τις οποίες η ΕΚΤ επέλεξε τη δεύτερη προσφεύγουσα ως πρώτο πιστωτικό ίδρυμα στην Εσθονία στο οποίο επέβαλε κυρώσεις για την παράβαση κανόνων στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ.

356    Εξ αυτού συνάγεται ότι ούτε ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως μπορεί να ευδοκιμήσει.

357    Στο πλαίσιο του δέκατου όγδοου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες ισχυρίζονται ότι η απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018 παραβιάζει επίσης τις αρχές της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου, στον βαθμό που η FSA δεν προέβη σε συγκεκριμένη εξέταση των προβαλλομένων αντιρρήσεων και παραπλάνησε τη νέα διευθυντική ομάδα της δεύτερης προσφεύγουσας παραλείποντας να της γνωστοποιήσει τις υποτιθέμενες εκτιμήσεις που αφορούσαν το αν το πιστωτικό ίδρυμα βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης. Επιπλέον, η εν λόγω προσφεύγουσα δεν ανέμενε ότι θα γινόταν ανάκληση της άδειας λειτουργίας κατόπιν της εντολής της FSA.

358    Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

359    Κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα να προβάλλουν την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης έχουν όλοι οι πολίτες στους οποίους κάποιο από τα όργανα της Ένωσης έχει δημιουργήσει βάσιμες προσδοκίες. Το δικαίωμα επικλήσεως της εν λόγω αρχής προϋποθέτει ωστόσο τη συνδρομή τριών προϋποθέσεων σωρευτικώς. Πρώτον, πρέπει να έχουν δοθεί από τη διοίκηση της Ένωσης στον ενδιαφερόμενο συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές. Δεύτερον, οι διαβεβαιώσεις αυτές πρέπει να μπορούν να δημιουργήσουν θεμιτή προσδοκία σ’ αυτόν προς τον οποίο απευθύνονται. Τρίτον, οι δοθείσες διαβεβαιώσεις πρέπει να συνάδουν προς τους ισχύοντες κανόνες (βλ. απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2015, Accorinti κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T‑79/13, EU:T:2015:756, σκέψη 75 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

360    Υπενθυμίζεται, ακόμη, ότι, καίτοι η δυνατότητα επικλήσεως της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, ως θεμελιώδους αρχής του δικαίου της Ένωσης, παρέχεται σε όλους τους επιχειρηματίες στους οποίους ένα θεσμικό όργανο δημιούργησε βάσιμες προσδοκίες, εντούτοις, όταν ένας συνετός και ενημερωμένος επιχειρηματίας είναι σε θέση να προβλέψει τη θέσπιση μέτρου της Ένωσης ικανού να βλάψει τα συμφέροντά του, δεν μπορεί να επικαλεστεί την αρχή αυτή μετά τη λήψη ενός τέτοιου μέτρου. Επιπροσθέτως, οι επιχειρηματίες δεν μπορούν να τρέφουν δικαιολογημένα προσδοκίες ως προς τη διατήρηση μιας υφισταμένης καταστάσεως, η οποία μπορεί να μεταβληθεί στο πλαίσιο της ασκήσεως της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν τα θεσμικά όργανα της Ένωσης, τούτο δε ιδίως σε έναν τομέα όπως αυτός της νομισματικής πολιτικής, το αντικείμενο του οποίου απαιτεί συνεχή προσαρμογή ανάλογα με τις διακυμάνσεις της οικονομικής καταστάσεως (βλ. απόφαση της 7ης Οκτωβρίου 2015, Accorinti κ.λπ. κατά ΕΚΤ, T‑79/13, EU:T:2015:756, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

361    Τέλος, δεν μπορεί να γίνει επίκληση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης από πρόσωπο που παρέβη την ισχύουσα νομοθεσία (βλ. απόφαση της 23ης Ιανουαρίου 2019, Fallimento Traghetti del Mediterraneo, C‑387/17, EU:C:2019:51, σκέψη 68 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

362    Στη συγκεκριμένη περίπτωση, επιβάλλεται εκ προοιμίου η διαπίστωση ότι οι προσφεύγουσες επικαλούνται παραβίαση της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης με βάση αποκλειστικά και μόνον τα ίδια επιχειρήματα με εκείνα που πρόβαλαν προς στήριξη του ισχυρισμού τους περί παραβιάσεως της αρχής της ασφάλειας δικαίου, δεν επικαλούνται όμως συγκεκριμένες και ανεπιφύλακτες διαβεβαιώσεις τις οποίες θα μπορούσε να είχε λάβει η δεύτερη προσφεύγουσα σχετικά με τη διατήρηση της άδειας λειτουργίας της από την FSA ή από την ΕΚΤ. Εξάλλου, η προσαπτόμενη συμπεριφορά αφορά την ΑΕΑ και όχι την ΕΚΤ.

363    Επιπροσθέτως, πρώτον, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι όχι μόνον δεν έλαβε η δεύτερη προσφεύγουσα συγκεκριμένη διαβεβαίωση, κατά την έννοια της νομολογίας που παρατίθεται στη σκέψη 359 ανωτέρω, ότι δεν επρόκειτο να ανακληθεί η άδειά της, αλλά είχε και επαρκείς προειδοποιήσεις από την FSA περί του αντιθέτου.

364    Συγκεκριμένα, από το σημείο 3.2, στοιχείο δʹ, της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018 προκύπτει ότι, κατά πρώτον, η FSA είχε δύο συναντήσεις με το εποπτικό συμβούλιο και το διοικητικό συμβούλιο της δεύτερης προσφεύγουσας, στις 2 Σεπτεμβρίου και τις 30 Οκτωβρίου 2015, και μία συνάντηση με τον ιδιοκτήτη και το διοικητικό συμβούλιο στις 30 Νοεμβρίου 2015, κατά τις οποίες, η FSA προειδοποίησε ότι η εν λόγω προσφεύγουσα έπρεπε να αλλάξει το πλαίσιο διακυβέρνησής της και τις διαδικασίες της περί δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη και ότι, αν συνεχίζονταν οι παραβάσεις στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ, θα μπορούσε να επιβληθεί οποιοδήποτε προληπτικό μέτρο. Κατά δεύτερον, η FSA, μετά την έκδοση της εντολής στις 9 Αυγούστου 2016, είχε και άλλη συνάντηση με μέλος του εποπτικού συμβουλίου της δεύτερης προσφεύγουσας, κατά τη διάρκεια της οποίας συζήτησε την παράνομη εγκατάσταση υποκαταστήματος στη Λεττονία και διευκρίνισε ότι, κατά την εκτίμησή της, οι διαπιστωθείσες παραβάσεις ήταν σοβαρές και, εάν η προσφεύγουσα δεν αντιμετώπιζε τα διαπιστωθέντα προβλήματα, η FSA θα ελάμβανε υπόψη τη δυνατότητα της ανάκλησης της άδειας της προσφεύγουσας. Κατά τρίτον, είχε ακόμη δύο συναντήσεις με το διοικητικό συμβούλιο της εν λόγω προσφεύγουσας, τον Νοέμβριο του 2016 και μία τον Ιανουάριο του 2017, κατά τις οποίες η FSA υπογράμμισε την ανάγκη αλλαγής του πλαισίου διακυβέρνησης της προσφεύγουσας και επισήμανε εκ νέου ότι, εάν δεν έπαυαν οι παραβάσεις, θα μπορούσε να ληφθεί οποιοδήποτε προληπτικό μέτρο. Κατά τέταρτον, στις 28 Φεβρουαρίου 2017 η FSA γνωστοποίησε στην ενδιαφερομένη προσφεύγουσα ότι θεωρούσε ότι η εν λόγω εντολή είχε παραβιαστεί εν μέρει και στις 5 Απριλίου 2017 της απηύθυνε αίτημα για την παροχή πληροφοριών σχετικά με την ενδεχόμενη εμπλοκή της σε σχέδιο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, το οποίο αποκαλείτο στα μέσα μαζικής ενημέρωσης «Russian Laundromat» («Ρωσικό πλυντήριο»). Κατά πέμπτον, στις 10 Απριλίου 2017 προέβη σε δήλωση ότι η προσφεύγουσα βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης. Στις 7 Φεβρουαρίου 2018 εξέδωσε την απόφαση FOLFT, κατά την οποία δεν υπήρχαν λόγοι δημοσίου συμφέροντος για τη ανάληψη δράσης εξυγίανσης. Καθ’ έκτον, στις 7 Αυγούστου 2017 αρνήθηκε να κοινοποιήσει σε 23 χώρες την πρόθεση της εν λόγω προσφεύγουσας να συνεχίσει την παροχή διασυνοριακών χρηματοοικονομικών υπηρεσιών. Κατά έβδομον, στο πλαίσιο ενός τελευταίου επιτόπιου ελέγχου από τις 4 έως τις 22 Σεπτεμβρίου 2017, διαπίστωσε νέες παραβάσεις στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ. Τέλος, μόλις στις 8 Φεβρουαρίου 2018 η FSA πρότεινε στην ΕΚΤ την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της εν λόγω προσφεύγουσας.

365    Δεύτερον, ακόμη και αν υποτεθεί ότι η δεύτερη προσφεύγουσα έλαβε τέτοιες διαβεβαιώσεις, δεν θα μπορούσε να τις επικαλεστεί, δεδομένου ότι, αφενός, υπό τις περιστάσεις που περιγράφονται στη σκέψη 362 ανωτέρω, ήταν σε θέση να προβλέψει η ίδια τη λήψη μέτρου της Ένωσης που θα μπορούσε να επηρεάσει τα συμφέροντά της, κατά την έννοια της υπομνησθείσας στη σκέψη 360 ανωτέρω νομολογίας, και, αφετέρου, τελούσε σε κατάσταση παρανομίας, κατά την έννοια της υπομνησθείσας στη σκέψη 361 ανωτέρω νομολογίας.

366    Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι η υπό κρίση ομάδα λόγων ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

7.      Επί του εικοστού έως και του εικοστού δεύτερου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν την παράβαση ουσιώδους τύπου

367    Με τον εικοστό και τον εικοστό πρώτο λόγο ακυρώσεως που αφορούν προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας και του δικαιώματος ακροάσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν ότι, πρώτον, η προθεσμία των πέντε ημερών που χορηγήθηκε στη δεύτερη προσφεύγουσα για να υποβάλει τις παρατηρήσεις τους επί του σχεδίου ανάκλησης της άδειας λειτουργίας δεν ήταν επαρκής, δεύτερον, οι διαπιστώσεις ότι βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης δεν τους κοινοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαδικασίας και οι διαπιστώσεις αυτές ήταν κρίσιμες, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η ΕΚΤ. Τρίτον, ισχυρίζονται ότι η ΕΚΤ δεν εξήγησε σε τι συνίστατο ο χαρακτήρας του επείγοντος. Τέλος, υποστηρίζουν ότι οι διατάξεις του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ που προβλέπουν προθεσμία τριών ημερών για την υποβολή παρατηρήσεων επί του σχεδίου ανάκλησης της άδειας συνιστούν δυσανάλογο και αυθαίρετο περιορισμό του δικαιώματος των πιστωτικών ιδρυμάτων σε πραγματική προσφυγή και είναι, ως εκ τούτου, παράνομες.

368    Στο πλαίσιο του εικοστού δεύτερου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν την παράβαση της υποχρέωσης αιτιολόγησης, στον βαθμό που η συλλογιστική στην οποία στηρίζεται η απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018 είναι επιφανειακή και αόριστη και δεν εκθέτει με σαφήνεια ποιες είναι οι ιδιαιτέρως σοβαρές πλημμέλειες που δικαιολογούν την ανάκληση της άδειας λειτουργίας της δεύτερης προσφεύγουσας σε σχέση με τους κανόνες συμμόρφωσης στον τραπεζικό τομέα.

369    Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

α)      Επί της προσβολής του δικαιώματος ακροάσεως

370    Προκαταρκτικώς, υπενθυμίζεται ότι, κατά το άρθρο 31 του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ, με τίτλο «Δικαίωμα ακρόασης»:

«1.      Πριν από την έκδοση εποπτικής απόφασης της ΕΚΤ η οποία απευθύνεται σε συγκεκριμένο μετέχοντα και είναι πιθανό να θίξει τα δικαιώματά του, πρέπει να δίνεται σε αυτόν η δυνατότητα να υποβάλει εγγράφως σχόλια στην ΕΚΤ σε σχέση με τα πραγματικά περιστατικά, τις ενστάσεις και τη νομική βάση που μπορούν να επηρεάσουν την εποπτική απόφαση της ΕΚΤ. […]

[…]

3.      Κατά κανόνα ο μετέχων έχει τη δυνατότητα να υποβάλει εγγράφως τα σχόλιά του εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων από την περιέλευση σε αυτόν έκθεσης σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά, τις ενστάσεις και τη νομική βάση επί των οποίων η ΕΚΤ σκοπεύει να στηρίξει την εποπτική της απόφασης.

Κατόπιν αίτησης του μετέχοντα, η ΕΚΤ μπορεί να παρατείνει την προθεσμία κατά περίπτωση.

Σε ειδικές περιστάσεις η ΕΚΤ μπορεί να συντμήσει την προθεσμία σε τρεις εργάσιμες ημέρες. Η προθεσμία συντέμνεται επίσης σε τρεις εργάσιμες ημέρες στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα άρθρα 14 και 15 του [βασικού] κανονισμού ΕΕΜ.

4.      Κατά παρέκκλιση από τα οριζόμενα στην παράγραφο 3 και υπό την επιφύλαξη της παραγράφου 5, η ΕΚΤ, εφόσον κρίνει αναγκαία την έκδοση επείγουσας απόφασης προκειμένου να προληφθεί σημαντική βλάβη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, μπορεί να εκδώσει εποπτική απόφαση απευθυνόμενη σε συγκεκριμένο μετέχοντα, η οποία πιθανόν θίγει τα δικαιώματά του, χωρίς να παράσχει σε αυτόν τη δυνατότητα υποβολής σχολίων για τα πραγματικά περιστατικά, διατύπωσης ενστάσεων και της νομικής βάσης που μπορούν να επηρεάσουν την εποπτική της απόφαση πριν από την έκδοσή της.

5.      Εφόσον εκδοθεί επείγουσα εποπτική απόφαση της ΕΚΤ σύμφωνα με την παράγραφο 4, παρέχεται η δυνατότητα στον μετέχοντα να υποβάλει εγγράφως τα σχόλιά του για τα πραγματικά περιστατικά, να διατυπώσει τις ενστάσεις και τη νομική βάση που μπορούν να επηρεάσουν την εποπτική αυτή απόφαση χωρίς περιττή καθυστέρηση μετά την έκδοσή της. Κατά κανόνα ο μετέχων έχει τη δυνατότητα να υποβάλει εγγράφως τα σχόλιά του εντός προθεσμίας δύο εβδομάδων από την περιέλευση σε αυτόν της εποπτικής απόφασης της ΕΚΤ. Κατόπιν αίτησής του, η ΕΚΤ μπορεί να παρατείνει την προθεσμία, αλλά όχι πέραν του εξαμήνου. Η ΕΚΤ επανεξετάζει την εποπτική της απόφαση λαμβάνοντας υπόψη τα σχόλια του μετέχοντα και μπορεί να επιβεβαιώσει την απόφαση, να την ανακαλέσει, να την τροποποιήσει ή να την ανακαλέσει και να την αντικαταστήσει με νέα.

[…]»

371    Κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα ακροάσεως, καθόσον αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, διασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο τη δυνατότητα να γνωστοποιεί λυσιτελώς και αποτελεσματικώς την άποψή του, κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης δυνάμενης να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά του. Κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, ο κανόνας ότι ο αποδέκτης μιας βλαπτικής απόφασης πρέπει να έχει τη δυνατότητα να υποβάλει τις παρατηρήσεις του πριν ληφθεί η απόφαση αυτή έχει ως σκοπό να είναι η αρμόδια αρχή σε θέση να λάβει λυσιτελώς υπόψη όλα τα στοιχεία που ασκούν επιρροή (βλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2019, Glencore Agriculture Hungary, C‑189/18, EU:C:2019:861, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

372    Εν προκειμένω, από το σημείο 3.1, στοιχείο αʹ, της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018 προκύπτει ότι, δεδομένου ότι η απόφαση αυτή εκδόθηκε βάσει του άρθρου 14, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ, η προθεσμία για την υποβολή των παρατηρήσεων ήταν τρεις ημέρες και η ΕΚΤ αποφάσισε να ασκήσει τη διακριτική της ευχέρεια για να παρατείνει την προθεσμία αυτή σε πέντε εργάσιμες ημέρες.

373    Πρώτον, επισημαίνεται ότι η ΕΚΤ εφάρμοσε ορθώς τις σχετικές διατάξεις του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ που αφορούσαν το δικαίωμα ακροάσεως των πιστωτικών ιδρυμάτων τα οποία ήταν αποδέκτες απόφασης της ΕΚΤ, συγκεκριμένα το άρθρο 31, παράγραφος 3, του εν λόγω κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ.

374    Δεύτερον, πρέπει να γίνει δεκτό, όπως υποστηρίζει και η ΕΚΤ, ότι ο νομοθέτης της Ένωσης προέβη σε αξιολόγηση σχετικά με τον εύλογο χαρακτήρα της προθεσμίας που προβλέπεται στις διατάξεις αυτές σταθμίζοντας τα αντιτιθέμενα συμφέροντα, αφενός, τα ιδιωτικά συμφέροντα των πιστωτικών ιδρυμάτων να έχουν όσο το δυνατόν περισσότερο χρόνο για να διατυπώσουν τις παρατηρήσεις τους και, αφετέρου, το δημόσιο συμφέρον το οποίο συνίσταται στην όσο το δυνατόν ταχύτερη αποκατάσταση της νομιμότητας. Οι προσφεύγουσες δεν μπορούν, επομένως, να θέσουν υπό αμφισβήτηση τον εύλογο χαρακτήρα των προθεσμιών που ορίζονται στον κανονισμό για το πλαίσιο ΕΕΜ, εκτός αν προβάλουν τυπικώς ένσταση ελλείψεως νομιμότητας των οικείων διατάξεων.

375    Στο μέτρο που οι προσφεύγουσες προβάλλουν ένσταση ελλείψεως νομιμότητας των διατάξεων του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ, όσον αφορά τον δυσανάλογο χαρακτήρα της προθεσμίας που προβλέπεται για την υποβολή παρατηρήσεων επί σχεδίου ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, η ένσταση αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη λόγω του ότι υποβλήθηκε εκπροθέσμως. Συγκεκριμένα, οι προσφεύγουσες προέβαλαν την ένσταση αυτή μόλις κατά το στάδιο υποβολής του υπομνήματος απαντήσεως. Από τη νομολογία όμως προκύπτει ότι το πλαίσιο της διαφοράς καθορίζεται με το εισαγωγικό δικόγραφο της δίκης και ότι η προβολή ενστάσεως ελλείψεως νομιμότητας κατά το στάδιο υποβολής του υπομνήματος απαντήσεως είναι απαράδεκτη. Επιπροσθέτως, η ένσταση ελλείψεως νομιμότητας, εν προκειμένω, δεν στηρίζεται σε κανένα νομικό και πραγματικό στοιχείο που να έχει προκύψει κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, κατά την έννοια του άρθρου 84 παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 27ης Σεπτεμβρίου 2005, Common Market Fertilizers κατά Επιτροπής, T‑134/03 και T‑135/03, EU:T:2005:339, σκέψη 51 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

376    Τρίτον, ο ισχυρισμός των προσφευγουσών που αφορά την έλλειψη επείγοντος είναι αλυσιτελής, στον βαθμό που η ΕΚΤ δεν εφάρμοσε στη συγκεκριμένη περίπτωση τις διατάξεις του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ στις οποίες παραπέμπουν, συγκεκριμένα το άρθρο 31, παράγραφοι 4 και 5, του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ. Στην πραγματικότητα, η ΕΚΤ ορθώς εφάρμοσε το άρθρο 31, παράγραφος 3, τρίτο εδάφιο, του εν λόγω κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ, δεδομένου ότι έλαβε την απόφασή της βάσει του άρθρου 14 του βασικού κανονισμού ΕΕΜ, στην περίπτωση δε αυτή η προθεσμία που παρέχεται στα μέρη για να ασκήσουν το δικαίωμα ακροάσεως μειώνεται σε τρεις εργάσιμες ημέρες.

β)      Επί της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας

377    Όσον αφορά την προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, οι προσφεύγουσες προσθέτουν μόνον ότι δεν τους κοινοποιήθηκαν οι διαπιστώσεις ότι το πιστωτικό ίδρυμα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης.

378    Επ’ αυτού, αρκεί η υπόμνηση ότι, όπως προκύπτει από τις εκτιμήσεις που εκτίθενται στις σκέψεις 147 έως 152 ανωτέρω, οι διαπιστώσεις ότι η οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης αποτελούν απλώς μη υποχρεωτικές προπαρασκευαστικές πράξεις που προηγούνται ενδεχόμενων αποφάσεων εξυγίανσης, η δε έγκρισή τους δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την έγκριση μιας τέτοιας απόφασης βάσει του κανονισμού ΕΜΕ και δεν υπάρχει λειτουργική ισοδυναμία μεταξύ της εκτίμησης ότι η οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης και ανάκλησης της άδειας λειτουργίας, ακόμη και αν τα πραγματικά περιστατικά στα οποία στηρίζονται οι δύο πράξεις ενδέχεται να αλληλοεπικαλύπτονται, καθόσον οι προϋποθέσεις ανάκλησης της άδειας λειτουργίας διαφέρουν προφανώς από τις εκτιμήσεις στις οποίες στηρίζεται η αξιολόγηση του ότι η οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης.

379    Επομένως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπως ορθώς επισημαίνει η ΕΚΤ, οι διαπιστώσεις ότι η οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης στηρίζονται σε λόγους διαφορετικούς από τους λόγους της απόφασης ανάκλησης της άδειας λειτουργίας. Αντιθέτως, στο μέτρο που αλληλεπικαλύπτονταν, οι λόγοι αυτοί επαναλήφθηκαν στο σχέδιο απόφασης της FSA για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας, που είναι το μόνο που ασκεί επιρροή εν προκειμένω, επί του οποίου η δεύτερη προσφεύγουσα είχε την ευκαιρία να εκφράσει την άποψή της. Επομένως, η αιτίαση που αφορά τη μη κοινοποίηση των εν λόγω διαπιστώσεων μπορεί να απορριφθεί ως αλυσιτελής.

380    Επίσης, οι προσφεύγουσες δεν μπορούν να προσάψουν στην FSA ότι δεν διεξήγαγε διάλογο με τη διοίκηση και τους μετόχους της εποπτευόμενης οντότητας προκειμένου να επιτευχθεί πλήρης συμμόρφωση. Συγκεκριμένα, από τις σκέψεις 23, 39 και 278 ανωτέρω προκύπτει ότι η δεύτερη προσφεύγουσα έλαβε αναμφισβήτητα πολλές προειδοποιήσεις και είχε πολλές ευκαιρίες να έρθει σε διάλογο με την FSA και ότι η FSA συνεργάστηκε επαρκώς προκειμένου να εξηγήσει καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδικασίας για ποιους λόγους εξακολουθούσαν να υφίστανται οι διαπιστωθείσες πλημμέλειες.

γ)      Επί της παράβασης της υποχρέωσης αιτιολόγησης

381    Υπενθυμίζεται, προκαταρκτικώς, ότι, κατά το άρθρο 22, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ, οι αποφάσεις της ΕΚΤ αναφέρουν τους λόγους στους οποίους βασίζονται.

382    Σύμφωνα με το άρθρο 33, παράγραφοι 1 και 2, του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ, οι εποπτικές αποφάσεις της ΕΚΤ συνοδεύονται από έκθεση των λόγων που οδήγησαν στην έκδοσή τους. Η εν λόγω έκθεση περιλαμβάνει τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και τους νομικούς λόγους επί των οποίων στηρίζει την εποπτική απόφασή της η ΕΚΤ.

383    Το άρθρο 39, παράγραφος 1, του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ διευκρινίζει ότι «[μ]ια εποπτευόμενη οντότητα θεωρείται σημαντική εφόσον έτσι κρίνει η ΕΚΤ σε απόφαση απευθυνόμενη προς αυτήν [...], αιτιολογώντας την απόφασή της».

384    Τονίζεται ότι οι διατάξεις που μνημονεύονται στις σκέψεις 381 έως 383 ανωτέρω απλώς υπενθυμίζουν, στο κυρίως κείμενο του βασικού κανονισμού ΕΕΜ και του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ, την υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία υπέχουν τα θεσμικά όργανα και οι οργανισμοί της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 296, δεύτερο εδάφιο, ΣΛΕΕ (απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ, T‑122/15, EU:T:2017:337, σκέψη 121).

385    Η υποχρέωση αιτιολογήσεως την οποία προβλέπει το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αποτελεί ουσιώδη τύπο ο οποίος πρέπει να διακρίνεται από το ζήτημα της βασιμότητας της αιτιολογίας, δεδομένου ότι αυτή αφορά την ουσιαστική νομιμότητα της επίδικης πράξης (βλ. απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ, T‑122/15, EU:T:2017:337, σκέψη 122 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

386    Υπ’ αυτό το πρίσμα, αφενός, η επιβαλλόμενη από το άρθρο 296 ΣΛΕΕ αιτιολογία πρέπει να είναι προσαρμοσμένη στη φύση της οικείας πράξης και πρέπει να διαφαίνεται από αυτήν, κατά τρόπο σαφή και αδιαμφισβήτητο, η συλλογιστική του θεσμικού οργάνου που εκδίδει την πράξη, ώστε οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους λόγους που δικαιολογούν τη λήψη του μέτρου και το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο να είναι σε θέση να ασκεί τον έλεγχό του. Όσον αφορά, ειδικότερα, την αιτιολογία των ατομικών αποφάσεων, η υποχρέωση αιτιολογήσεως των αποφάσεων αυτών έχει ως σκοπό να καθιστά δυνατό τον δικαστικό έλεγχο και να παρέχει στον ενδιαφερόμενο ικανές ενδείξεις ως προς το αν η απόφαση πάσχει ενδεχομένως ελάττωμα λόγω του οποίου θα μπορούσε να αμφισβητηθεί το κύρος της (βλ. απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ, T‑122/15, EU:T:2017:337, σκέψη 123 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

387    Αφετέρου, η απαίτηση αιτιολογήσεως πρέπει να εκτιμάται αναλόγως των περιστάσεων της συγκεκριμένης υποθέσεως, ιδίως δε του περιεχομένου της επίμαχης πράξης, της φύσεως των προβαλλόμενων λόγων και του συμφέροντος που ενδέχεται να έχουν οι αποδέκτες της πράξης ή άλλα πρόσωπα τα οποία η πράξη αφορά άμεσα και ατομικά να τους παρασχεθούν εξηγήσεις. Η αιτιολογία δεν απαιτείται να διασαφηνίζει όλα τα ουσιώδη πραγματικά και νομικά στοιχεία, καθόσον το ζήτημα αν η αιτιολογία μιας πράξης ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του άρθρου 296 ΣΛΕΕ πρέπει να εκτιμάται όχι μόνο βάσει του γράμματός της, αλλά και του πλαισίου στο οποίο αυτή εντάσσεται καθώς και του συνόλου των κανόνων δικαίου που διέπουν το σχετικό θέμα (βλ. απόφαση της 16ης Μαΐου 2017, Landeskreditbank Baden-Württemberg κατά ΕΚΤ, T‑122/15, EU:T:2017:337, σκέψη 124 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

388    Εν προκειμένω, αρκεί η διαπίστωση ότι η απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018 είναι διαρθρωμένη με σαφήνεια (περιλαμβάνει μέρος που αφορά τη διαδικασία, μέρος το οποίο υπενθυμίζει τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης, μέρος που συνοψίζει τις διαπιστωθείσες πλημμέλειες το οποίο στηρίζεται στο σχέδιο απόφασης της FSA για την ανάκληση της άδειας λειτουργίας και μέρος στο οποίο αναλύεται η αναλογικότητα του μέτρου της ανάκλησης της άδειας που στηρίζεται στην ανάλυση της ΕΚΤ) και εκθέτει με εξαντλητικό τρόπο τα πραγματικά περιστατικά και τους νομικούς λόγους στους οποίους στηρίχτηκαν τα μέρη. Επιπροσθέτως, τονίζεται ότι η εν λόγω απόφαση εντάσσεται σε πλαίσιο πολυετούς διαλόγου μεταξύ της δεύτερης προσφεύγουσας και της FSA, όπως αυτό περιγράφεται στη σκέψη 364 ανωτέρω, από το οποίο μπορεί να συναχθεί ότι η δεύτερη προσφεύγουσα γνώριζε πέραν πάσης αμφιβολίας το πραγματικό και διαδικαστικό πλαίσιο στο οποίο αναφέρεται η απόφαση αυτή, κατά την έννοια της υπομνησθείσας στη σκέψη 387 ανωτέρω νομολογίας. Επισημαίνεται, επίσης, ότι η αιτιολογία της απόφασης αυτής παρέσχε στη δεύτερη προσφεύγουσα τη δυνατότητα να κατανοήσει τους λόγους που δικαιολογούσαν τη λήψη της και να διατυπώσει τις αντιρρήσεις της, και στον δικαστή της Ένωσης τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του, σύμφωνα με την υπομνησθείσα στη σκέψη 386 ανωτέρω νομολογία.

389    Από το σύνολο των προεκτεθέντων προκύπτει ότι η υπό κρίση ομάδα λόγων ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

8.      Επί του εικοστού τρίτου και του εικοστού τέταρτου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν, μεταξύ άλλων, την προσβολή του δικαιώματος πρόσβασης της δεύτερης προσφεύγουσας στον φάκελο και των δικαιωμάτων του μετόχου στο πλαίσιο της διαδικασίας επανεξέτασης

390    Στο πλαίσιο του εικοστού τρίτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες προβάλλουν προσβολή του δικαιώματος πρόσβασης της δεύτερης προσφεύγουσας στον φάκελο. Κατ’ αυτές, η ΕΚΤ παρανόμως αρνήθηκε την πρόσβαση που είχε ζητηθεί πριν από την υποβολή της αίτησης επανεξέτασης, ενώ τα έγγραφα που ζήτησε η πρώτη προσφεύγουσα ήταν αναγκαία για την προετοιμασία της εν λόγω αίτησης και, αντιθέτως, χορήγησε πρόσβαση αφού το ΔΣΕ έκρινε ότι η αίτηση επανεξέτασης ήταν παραδεκτή, περιορίζοντας όμως την πρόσβαση, καθόσον προσκόμισε μόνον 23 από τα 230 έγγραφα που περιλαμβάνονταν στον φάκελο, θεωρώντας τα υπόλοιπα εμπιστευτικά.

391    Με τον εικοστό τέταρτο λόγο ακυρώσεως, οι προσφεύγουσες επικαλούνται διάφορες προσβολές των δικαιωμάτων της πρώτης προσφεύγουσας στο πλαίσιο της διαδικασίας επανεξέτασης, οι οποίες θίγουν τη νομιμότητα της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018, σε σημείο που να δικαιολογούν την ακύρωσή της.

392    Πρώτον, η ΕΚΤ υπέπεσε σε πλάνη στην απόφαση της 26ης Μαρτίου 2018, στον βαθμό που η απόφαση αυτή περιέχει την εσφαλμένη πληροφορία ότι μόνον το πιστωτικό ίδρυμα είχε τη δυνατότητα να υποβάλει αίτηση επανεξέτασης, ενώ η απόφαση του ΔΣΕ έκρινε ότι και ο μέτοχος νομιμοποιείται να υποβάλει τέτοια αίτηση. Επιπροσθέτως, δεν κοινοποίησε την απόφαση αυτή στην πρώτη προσφεύγουσα, ενώ η τελευταία είχε το δικαίωμα να ζητήσει την επανεξέτασή της.

393    Δεύτερον, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην ΕΚΤ ότι, στηριζόμενη σε υποτιθέμενους λόγους εμπιστευτικότητας, δεν παρέσχε στην πρώτη προσφεύγουσα πρόσβαση στον φάκελο πριν από την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του ΔΣΕ και επομένως την εμπόδισε να διατυπώσει ορθώς και να τεκμηριώσει επαρκώς την αίτησή της για επανεξέταση.

394    Τρίτον, το δικαίωμα ακροάσεως της πρώτης προσφεύγουσας περιορίστηκε λόγω της υπερβολικά σύντομης προθεσμίας που της χορηγήθηκε για να υποβάλει συμπληρωματικές παρατηρήσεις μετά την πρόσβαση στον φάκελο.

395    Τέταρτον, οι προσφεύγουσες υποστηρίζουν ότι η ΕΚΤ δεν παρέσχε στο ΔΣΕ πρόσβαση στο πλήρες κείμενο της απόφασης της 26ης Μαρτίου 2018, η οποία κατατέθηκε μόνον από την πρώτη προσφεύγουσα σε συνοπτική έκδοση την οποία βρήκε διαθέσιμη στον ιστότοπο της FSA. Η δυνατότητα διεξαγωγής αμερόληπτης και αντικειμενικής επανεξέτασης υπονομεύθηκε στη συνέχεια με τον περιορισμό της εξέτασης που διενήργησε το ΔΣΕ μόνο στους νομικούς λόγους και στις αιτιάσεις που προβλήθηκαν με την αίτηση επανεξέτασης, περιορισμός ο οποίος προβλέπεται μεν στο άρθρο 10, παράγραφος 2, της απόφασης 2014/360, δεν βρίσκει όμως έρεισμα στο άρθρο 24 του βασικού κανονισμού ΕΕΜ.

396    Πέμπτον, οι προσφεύγουσες προσάπτουν στην ΕΚΤ ότι δεν ενέπλεξε στη διαδικασία επανεξέτασης τους εκπροσώπους της δεύτερης προσφεύγουσας, ούτε τους εκκαθαριστές ούτε τους πρώην διοικητές, γεγονός το οποίο είναι προδήλως αντίθετο προς τις αρχές της δίκαιης δίκης και προσβάλλει το δικαίωμα ακροάσεως της εν λόγω προσφεύγουσας, που αποτελεί αντικείμενο της τελευταίας αυτής αποφάσεως.

397    Έκτον, οι προσφεύγουσες προβάλλουν έλλειψη αιτιολογίας της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018, καθόσον δεν περιλαμβάνονται σ’ αυτήν οι λόγοι απόρριψης της αίτησης επανεξέτασης. Το γεγονός ότι υπήρχε η δυνατότητα να ληφθεί υπόψη και η αιτιολογία της γνωμοδότησης του διοικητικού συμβουλίου δεν μπορεί να θεραπεύσει την έλλειψη αιτιολογίας στην εν λόγω απόφαση, καθόσον η απαίτηση του άρθρου 24, παράγραφος 9, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ δεν είναι δυνατόν να εκπληρωθεί με αιτιολογία per relationem.

398    Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

399    Προκαταρκτικώς, πρέπει να υπομνησθεί ότι, δυνάμει του άρθρου 22, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ, του άρθρου 32 του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ και του άρθρου 20 της απόφασης 2014/360, κατά τη διεξαγωγή της διαδικασίας, διασφαλίζονται πλήρως τα δικαιώματα της υπεράσπισης των ενδιαφερόμενων προσώπων. Τα πρόσωπα αυτά έχουν δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο της ΕΚΤ, με την επιφύλαξη του έννομου συμφέροντος άλλων προσώπων για την προστασία του επιχειρηματικού απορρήτου τους. Το δικαίωμα πρόσβασης στον φάκελο δεν καλύπτει τις εμπιστευτικές πληροφορίες.

400    Επιπλέον, κατά το άρθρο 24, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ, κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο δύναται να ζητήσει την επανεξέταση απόφασης της ΕΚΤ η οποία του απευθύνεται ή το αφορά άμεσα και μεμονωμένα.

401    Εν προκειμένω, διαπιστώνεται, πρώτον, ότι η δεύτερη προσφεύγουσα δεν άσκησε προσφυγή για επανεξέταση βάσει του άρθρου 24 του βασικού κανονισμού ΕΕΜ, ενώ είχε το δικαίωμα να ασκήσει. Δεύτερον, όσον αφορά την πρώτη αίτηση πρόσβασης που διατύπωσε η πρώτη προσφεύγουσα, η εν λόγω προσφεύγουσα κατέθεσε αίτηση πρόσβασης στις 15 Απριλίου 2018, μετά το πέρας της αρχικής εποπτικής διαδικασίας κατόπιν της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 26ης Μαρτίου 2018.

402    Η απόφαση της 26ης Μαρτίου 2018 δεν απευθυνόταν στην πρώτη προσφεύγουσα και δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η απόφαση αυτή αφορά άμεσα και μεμονωμένα την εν λόγω προσφεύγουσα, βάσει της νομολογίας του Δικαστηρίου (πρβλ. απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2019, ΕΚΤ κ.λπ. κατά Trasta Komercbanka κ.λπ., C‑663/17 P, C‑665/17 P και C‑669/17 P, EU:C:2019:923, σκέψεις 108 έως 114 και 119).

403    Υπό τις συνθήκες αυτές, η ΕΚΤ δεν υπέπεσε σε σφάλμα μη χορηγώντας πρόσβαση στον φάκελο στην πρώτη προσφεύγουσα, η οποία δεν αποτελούσε ενδιαφερόμενο πρόσωπο, κατά την έννοια του άρθρου 22, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ και των άρθρων 26 και 32 του κανονισμού για το πλαίσιο ΕΕΜ, κατά τον χρόνο υποβολής της πρώτης αίτησής της.

404    Όσον αφορά τη δεύτερη αίτηση πρόσβασης, που υποβλήθηκε στις 26 Απριλίου 2018 από κοινού με την αίτηση επανεξέτασης της απόφασης της 26ης Μαρτίου 2018, καθώς και τις λοιπές αιτιάσεις που αφορούν τη διεξαγωγή της διαδικασίας, επισημαίνεται ότι το ΔΣΕ έκρινε ότι η αίτηση επανεξέτασης της πρώτης προσφεύγουσας ήταν παραδεκτή με βάση το άρθρο 24, παράγραφος 5, του βασικού κανονισμού ΕΕΜ. Η εν λόγω προσφεύγουσα κρίθηκε ότι πληρούσε τα κριτήρια παραδεκτού που θέτει η διάταξη αυτή, καθόσον συμπίπτουν με εκείνα που προβλέπονται στο άρθρο 263 ΣΛΕΕ για τις ένδικες προσφυγές, με βάση τη διάταξη της 12ης Σεπτεμβρίου 2017, Fursin κ.λπ. κατά ΕΚΤ (T‑247/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:623). Ως εκ τούτου, το ΔΣΕ έκανε δεκτό και το αίτημα της εν λόγω προσφεύγουσας για πρόσβαση στον φάκελο, υπό την ιδιότητα της προσφεύγουσας αυτής ως αιτούσας επανεξέταση, δυνάμει του άρθρου 20 της απόφασης 2014/360.

405    Ωστόσο, συναφώς, παρατηρείται ότι η πρώτη προσφεύγουσα δεν θα νομιμοποιείτο να υποβάλει αίτηση επανεξέτασης, ελλείψει της διάταξης της 12ης Σεπτεμβρίου 2017, Fursin κ.λπ. κατά ΕΚΤ (T‑247/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:623), και ότι η τελευταία αυτή διάταξη έχει πλέον ακυρωθεί από το Δικαστήριο με την απόφαση της 5ης Νοεμβρίου 2019, ΕΚΤ κ.λπ. κατά Trasta Komercbanka κ.λπ. (C‑663/17 P, C‑665/17 P και C‑669/17 P, EU:C:2019:923). Συνεπώς, στην πραγματικότητα, χορηγήθηκαν στην εν λόγω προσφεύγουσα δυνατότητες, όπως η διαδικασία επανεξέτασης, η οποία αποτελεί συμπληρωματικό μέσο σε σχέση με την ένδικη προσφυγή, και πρόσβαση στον φάκελο, τις οποίες δεν θα έπρεπε να δικαιούται.

406    Υπό τις ιδιαίτερες αυτές περιστάσεις, οι οποίες δεν θα επαναληφθούν, δεδομένου ότι η διάταξη της 12ης Σεπτεμβρίου 2017, Fursin κ.λπ. κατά ΕΚΤ (T‑247/16, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2017:623), επί της οποίας στηρίχθηκε το ΔΣΕ, ακυρώθηκε από το Δικαστήριο, και λαμβανομένου υπόψη ότι η πρώτη προσφεύγουσα δεν νομιμοποιείται να ασκήσει την υπό κρίση προσφυγή, στον βαθμό που αφορά το αίτημα ακυρώσεως της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018, όπως προκύπτει από τα εκτιθέμενα στη σκέψη 100 ανωτέρω, καθώς και ότι η δεύτερη προσφεύγουσα δεν νομιμοποιείται να τους προβάλει, καθόσον αυτή δεν ήταν μέρος στη διαδικασία επανεξέτασης, αφού επέλεξε να μην υποβάλει την αίτηση, ενώ είχε δικαίωμα, οι λόγοι ακυρώσεως που στηρίζονται στην παραβίαση των δικαιωμάτων άμυνας στο πλαίσιο της επανεξέτασης πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτοι.

407    Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και αν υποτεθεί ότι αυτοί οι λόγοι ακυρώσεως πρέπει να θεωρηθούν παραδεκτοί, δεν θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ακύρωση της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018, καθόσον η απόφαση δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα ακόμη και αν δεν υπήρχαν αυτές οι ενδεχόμενες διαδικαστικές πλημμέλειες (πρβλ. απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1990, Γαλλία κατά Επιτροπής, C‑301/87, EU:C:1990:67, σκέψη 31), όπως επιβεβαιώνεται με την εκτιθέμενη ανάλυση στις σκέψεις 105 έως 389 ανωτέρω.

9.      Επί του εικοστού πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη του αιτήματος για την ακύρωση της απόφασης σχετικά με τα έξοδα και αφορά την έλλειψη νομιμότητας της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018

408    Ο εικοστός πέμπτος λόγος, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη του αιτήματος για την ακύρωση της απόφασης σχετικά με τα έξοδα, αφορά την έλλειψη νομιμότητας της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018.

409    Η ΕΚΤ, υποστηριζόμενη από την Επιτροπή, αντικρούει τα επιχειρήματα των προσφευγουσών.

410    Εν προκειμένω, κανένας από τους λόγους ακυρώσεως που προβλήθηκαν στην υπόθεση T‑584/18 δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018 είναι παράνομη.

411    Επομένως, ο υπό κρίση λόγος ακυρώσεως είναι απορριπτέος.

10.    Επί του αιτήματος διεξαγωγής αποδείξεων

412    Οι προσφεύγουσες, με τα δικόγραφά τους, ζητούν επανειλημμένως από το Γενικό Δικαστήριο να λάβει διάφορα μέτρα αποδείξεων: πρώτον, να υποχρεώσει την ΕΚΤ και την FSA να προσκομίσουν έγγραφα, μεταξύ των οποίων την απόφαση FOLTF, δεύτερον, να υποχρεώσει την ΕΚΤ να προσκομίσει τις πράξεις που αποδεικνύουν ότι η ΕΚΤ έλαβε απόφαση στο ζήτημα της εκούσιας εκκαθάρισης και να υποχρεώσει τους εμπλεκόμενους υπαλλήλους της ΕΚΤ να καταθέσουν ως μάρτυρες· τρίτον, να υποχρεώσει την ΕΚΤ και τη Δημοκρατία της Εσθονίας να γνωστοποιήσουν τις διαπιστώσεις σχετικά με παράβαση της νομοθεσίας περί ΚΞΧ/ΧΤ και να υποχρεώσει τον πρόεδρο της FSA και τους εμπλεκόμενους υπαλλήλους της ΕΚΤ να καταθέσουν ως μάρτυρες, και, τέταρτον, να υποχρεώσει την ΕΚΤ να προσδιορίσει τις συγκεκριμένες παραπλανητικές δηλώσεις στις οποίες προέβησαν οι προσφεύγουσες και να γνωστοποιήσει τα έγγραφα που αντάλλαξαν η ΕΚΤ και η FSA για το θέμα του υποκαταστήματος στη Λεττονία, πρόβλημα που δεν επιλύθηκε με τον διοικητικό κανονισμό στη Λεττονία, καθώς και να καλέσει τον πρόεδρο της FSA και τους εμπλεκόμενους υπαλλήλους της ΕΚΤ για να καταθέσουν.

413    Η ΕΚΤ αντιτίθεται στο αίτημα λήψεως μέτρων διεξαγωγής αποδείξεων που ζήτησαν οι προσφεύγουσες, καθόσον τα ζητούμενα μέτρα διεξαγωγής αποδείξεων δεν πληρούν τις απαιτούμενες από τη νομολογία και από το άρθρο 88 του Κανονισμού Διαδικασίας προϋποθέσεις, οι οποίες αφορούν, ιδίως, τη λυσιτέλεια και την αναγκαιότητα των ζητούμενων πληροφοριών για τη διαπίστωση ορισμένων πραγματικών περιστατικών και την επίλυση της διαφοράς.

414    Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι η αίτηση των προσφευγουσών συνιστά αίτημα διεξαγωγής αποδείξεων, κατά την έννοια του άρθρου 91, στοιχεία βʹ έως δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, το οποίο υποβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 1, του εν λόγω Κανονισμού.

415    Από την παράγραφο 2 του άρθρου 88 του Κανονισμού Διαδικασίας προκύπτει ότι η κατά την παράγραφο 1 αίτηση πρέπει να αναφέρει επακριβώς το αντικείμενο των ζητουμένων μέτρων και τους λόγους που τα δικαιολογούν. Επιπροσθέτως, η εν λόγω διάταξη διευκρινίζει ότι, αν η αίτηση αυτή υποβληθεί μετά την πρώτη ανταλλαγή υπομνημάτων, ο διάδικος που υποβάλλει την αίτηση οφείλει να εκθέσει τους λόγους για τους οποίους δεν μπόρεσε να την υποβάλει νωρίτερα.

416    Εν προκειμένω, πρώτον, οι περισσότερες αιτήσεις για τη λήψη μέτρων διεξαγωγής αποδείξεων, με εξαίρεση την αίτηση για την προσκόμιση των «αποφάσεων FOLTF», υποβλήθηκαν για πρώτη φορά στο στάδιο υποβολής του υπομνήματος απαντήσεως. Οι προσφεύγουσες στην αίτησή τους ουδόλως εκθέτουν τους λόγους που δικαιολογούν την καθυστέρηση αυτή. Ως εκ τούτου, οι αιτήσεις αυτές πρέπει να απορριφθούν ως απαράδεκτες.

417    Εν πάση περιπτώσει, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι οι αιτήσεις για τη λήψη μέτρων διεξαγωγής αποδείξεων δεν είναι αρκούντως ακριβείς όσον αφορά το αντικείμενό τους και τη λυσιτέλεια της εξέτασης μαρτύρων και των εγγράφων που ζητούν να προσκομισθούν.

418    Συγκεκριμένα, πρέπει να επισημανθεί, όπως τόνισαν η ΕΚΤ και η Επιτροπή, αφενός, ότι τα σημεία ως προς τα οποία οι προσφεύγουσες ζητούν να εξετασθούν οι μάρτυρες δεν αποσκοπούν στην απόδειξη των πραγματικών περιστατικών, αλλά στην επιβεβαίωση απλώς μη τεκμηριωμένων ισχυρισμών των προσφευγουσών. Όμως, οι ισχυρισμοί αυτοί, ακόμη και αν επιβεβαιώνονταν, δεν θα ασκούσαν επιρροή για την επίλυση της διαφοράς. Επίσης, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η αίτηση για την εξέταση μαρτύρων είναι και αυτή εν μέρει αόριστη όσον αφορά την ταυτοποίηση των προς εξέταση προσώπων.

419    Αφετέρου, όσον αφορά τις αιτήσεις για την προσκόμιση εγγράφων, πρώτον, σχετικά με τις «αποφάσεις FOLTF» (τη μόνη αίτηση για τη λήψη μέτρων διεξαγωγής αποδείξεων που υποβλήθηκε με το εισαγωγικό δικόγραφο της προσφυγής, και, επομένως, δεν είναι εκπρόθεσμη), η αίτηση αυτή πρέπει να απορριφθεί βάσει των εκτιμήσεων που εκτίθενται στη σκέψη 181 ανωτέρω. Δεύτερον, όπως αποδείχτηκε στη σκέψη 279 ανωτέρω, από την απόφαση της 17ης Ιουλίου 2018 προκύπτουν επαρκώς οι διαπιστώσεις σχετικά με παράβαση της νομοθεσίας περί ΚΞΧ/ΧΤ. Τρίτον, από τη σκέψη 267 ανωτέρω προκύπτει ότι το ζήτημα αν η FSA και η ΕΚΤ θεωρούσαν ότι το σχετικό με το υποκατάστημα στη Λεττονία ζήτημα ήταν ή όχι ακόμη ανοικτό δεν αποτελεί στοιχείο αναγκαίο για την επίλυση της διαφοράς.

420    Από τα προεκτεθέντα συνάγεται ότι οι αιτήσεις για τη λήψη μέτρων διεξαγωγής αποδείξεων πρέπει να απορριφθούν ως εκπρόθεσμη η μεν και εν μέρει αβάσιμη η δε, ή, επικουρικώς, ως αβάσιμες στο σύνολό τους.

421    Κατόπιν όλων των ανωτέρω, η προσφυγή T‑584/18 πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

422    Κατά το άρθρο 137 του Κανονισμού Διαδικασίας, σε περίπτωση κατάργησης της δίκης, το Γενικό Δικαστήριο κανονίζει τα έξοδα κατά την κρίση του.

423    Κατόπιν των σκέψεων βάσει των οποίων το Γενικό Δικαστήριο οδηγήθηκε στη διαπίστωση ότι παρέλκει η έκδοση απόφασης στην υπόθεση T‑351/18, κατ’ ορθή εκτίμηση των περιστάσεων της υπό κρίση υποθέσεως αποφασίζεται ότι κάθε διάδικος φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

424    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι προσφεύγουσες ηττήθηκαν στην υπόθεση T‑584/18, πρέπει να καταδικαστούν στα δικαστικά τους έξοδα καθώς και στα δικαστικά έξοδα της ΕΚΤ, σύμφωνα με το σχετικό αίτημά της.

425    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά τους έξοδα. Η Επιτροπή, επομένως, φέρει τα δικαστικά της έξοδα στην υπόθεση T‑584/18.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (ένατο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Συνεκδικάζει τις υποθέσεις T351/18 και T584/18 προς έκδοση κοινής απόφασης.

2)      Παρέλκει η απόφανση επί της υποθέσεως T351/18.

3)      Απορρίπτει την προσφυγή στην υπόθεση T584/18.

4)      Στην υπόθεση T351/18, η Ukrselhosprom PCF LLC, η Versobank AS, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή φέρουν εκάστη τα δικαστικά της έξοδα.

5)      Στην υπόθεση T584/18, η Ukrselhosprom PCF και η Versobank φέρουν, πέραν των δικαστικών εξόδων τους, και τα έξοδα της ΕΚΤ.

6)      Στην υπόθεση T584/18, η Επιτροπή φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Costeira

Γρατσίας

Kancheva

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 6 Οκτωβρίου 2021.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα


I. Ιστορικό της διαφοράς

II. Διαδικασία και αιτήματα των διαδίκων

Α. Έναρξη της διαδικασίας και αιτήματα των διαδίκων στην υπόθεση T351/18

Β. Έναρξη της διαδικασίας και αιτήματα των διαδίκων στην υπόθεση T584/18

Γ. Συνέχεια της διαδικασίας σε αμφότερες τις υποθέσεις

III. Σκεπτικό

Α. Επί της διατήρησης του αντικειμένου της διαφοράς και του εννόμου συμφέροντος των προσφευγουσών στην υπόθεση T351/18

Β. Επί του παραδεκτού στην υπόθεση T584/18

1. Επί του παραδεκτού του αιτήματος για την ακύρωση της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018

2. Επί του παραδεκτού του αιτήματος για την ακύρωση της απόφασης σχετικά με τα έξοδα

Γ. Επί της ουσίας

1. Επί του πρώτου, του δεύτερου, του δέκατου τέταρτου, του δέκατου πέμπτου και του δέκατου ένατου λόγου ακυρώσεως

α) Επί της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ της ΕΚΤ και των ΑΕΑ των συμμετεχόντων κρατών μελών εντός του ΕΕΜ όσον αφορά την ανάκληση της άδειας λειτουργίας λόγω παράβασης των κανόνων στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ

β) Επί του πρώτου σκέλους σχετικά με την έλλειψη αρμοδιότητας της ΕΚΤ να ανακαλέσει την άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, όταν η ΑΕΑ έχει ήδη διαπιστώσει ότι η οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης

γ) Επί του δεύτερου σκέλους, το οποίο αφορά την έλλειψη αρμοδιότητας της ΕΚΤ ως προς την αξιολόγηση των ζητημάτων που εμπίπτουν στον τομέα της ΚΞΧ/ΧΤ

δ) Επί του τρίτου σκέλους, το οποίο αφορά την έλλειψη αρμοδιότητας της ΕΚΤ ως προς τη μη έγκριση της εκούσιας εκκαθάρισης της δεύτερης προσφεύγουσας και την πώληση της τράπεζας σε άλλον επενδυτή

ε) Επί του τέταρτου σκέλους σχετικά με την κατάχρηση εξουσίας

2. Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, το οποίο αφορά την παράβαση των καθηκόντων επιμέλειας και αμεροληψίας κατά την εξέταση από την ΕΚΤ

3. Επί του τέταρτου και του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν πλάνη ως προς την εκτίμηση ή τη μη συνεκτίμηση ορισμένων κρίσιμων στοιχείων της υπόθεσης

α) Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά το ότι δεν ελήφθη υπόψη ο θετικός ρόλος της νέας διοίκησης της δεύτερης προσφεύγουσας

β) Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος αφορά πλάνη ως προς την εκτίμηση του εσφαλμένου χαρακτήρα των πληροφοριών σχετικά με τις δραστηριότητες της δεύτερης προσφεύγουσας στη Λεττονία

4. Επί του έκτου, του δωδέκατου και του δέκατου όγδοου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν πλάνη εκτιμήσεως, ως προς το ότι η ΕΚΤ εσφαλμένως στηρίχθηκε στην παράβαση της εντολής της FSA, και παραβίαση της αρχής της ασφάλειας δικαίου

5. Επί του έβδομου έως και του ενδέκατου λόγου ακυρώσεως, επί του δέκατου τρίτου έως και του δέκατου πέμπτου λόγου ακυρώσεως και επί του δέκατου έβδομου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας

6. Επί του δέκατου έκτου και του δέκατου όγδοου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν την παραβίαση των αρχών της ίσης μεταχείρισης και της απαγόρευσης των διακρίσεων, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και της ασφάλειας δικαίου

7. Επί του εικοστού έως και του εικοστού δεύτερου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν την παράβαση ουσιώδους τύπου

α) Επί της προσβολής του δικαιώματος ακροάσεως

β) Επί της προσβολής των δικαιωμάτων άμυνας

γ) Επί της παράβασης της υποχρέωσης αιτιολόγησης

8. Επί του εικοστού τρίτου και του εικοστού τέταρτου λόγου ακυρώσεως, οι οποίοι αφορούν, μεταξύ άλλων, την προσβολή του δικαιώματος πρόσβασης της δεύτερης προσφεύγουσας στον φάκελο και των δικαιωμάτων του μετόχου στο πλαίσιο της διαδικασίας επανεξέτασης

9. Επί του εικοστού πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος προβάλλεται προς στήριξη του αιτήματος για την ακύρωση της απόφασης σχετικά με τα έξοδα και αφορά την έλλειψη νομιμότητας της απόφασης της 17ης Ιουλίου 2018

10. Επί του αιτήματος διεξαγωγής αποδείξεων

Επί των δικαστικών εξόδων



*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.