Language of document : ECLI:EU:F:2008:160

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ

(πρώτο τμήμα)

της 4ης Δεκεμβρίου 2008

Υπόθεση F-6/08

Jessica Blais

κατά

Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ)

«Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό της ΕΚΤ – Αποδοχές – Επίδομα αποδημίας – Προϋποθέσεις του άρθρου 17 των όρων απασχόλησης της ΕΚΤ – Καταδίκη του προσφεύγοντος στα δικαστικά έξοδα – Λόγοι επιείκειας – Άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας»

Αντικείμενο: Προσφυγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 36.2 του Πρωτοκόλλου για το καταστατικό του Ευρωπαϊκού Συστήματος Κεντρικών Τραπεζών και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, που έχει προσαρτηθεί στη Συνθήκη ΕΚ, με την οποία η J. Blais ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 15ης Αυγούστου 2007, όπως αυτή επικυρώθηκε με την απόφαση του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, της 8ης Νοεμβρίου 2007, να μη χορηγηθεί στην προσφεύγουσα επίδομα αποδημίας.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Η προσφεύγουσα φέρει, εκτός από τα δικά της έξοδα, το ήμισυ των εξόδων της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα φέρει το ήμισυ των εξόδων της.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – Αποδοχές – Επίδομα αποδημίας – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Υπάλληλοι που έχουν την ιθαγένεια του κράτους μέλους διορισμού

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 4 § 1· όροι απασχόλησης του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 17, εδ. 1)

2.      Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – Αποδοχές – Επίδομα αποδημίας – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Υπάλληλοι που έχουν την ιθαγένεια του κράτους μέλους διορισμού

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα VII, άρθρο 4 § 1· όροι απασχόλησης του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 17)

3.      Υπάλληλοι – Υπάλληλοι της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας – Αποδοχές – Επίδομα αποδημίας – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Άτομα τα οποία έχουν διπλή ιθαγένεια και τα οποία κατέχουν την ιθαγένεια του κράτους μέλους διορισμού

(Όροι απασχόλησης του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άρθρο 17)

4.      Διαδικασία – Δικαστικά έξοδα – Επιβάρυνση με τα δικαστικά έξοδα – Συνεκτίμηση λόγων επιείκειας

(Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 87 § 2)

1.      Κατά το πρότυπο του άρθρου 4, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: ΚΥΚ), το άρθρο 17 των όρων απασχόλησης του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας εξαρτά τη χορήγηση επιδόματος αποδημίας από μια αρνητική προϋπόθεση όσον αφορά τον τόπο μόνιμης διαμονής, ήτοι από το ότι ο ενδιαφερόμενος δεν πρέπει να έχει τον τόπο μόνιμης διαμονής του στο κράτος διορισμού για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα προ της εκ μέρους του αναλήψεως καθηκόντων. Το εν λόγω χρονικό διάστημα καθορίζεται κατά διαφορετικό τρόπο, ανάλογα με το αν το ενδιαφερόμενο μέλος του προσωπικού έχει ή είχε την ιθαγένεια του κράτους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο τόπος διορισμού του. Δυνάμει του άρθρου 17, πρώτο εδάφιο, στοιχείο i, των όρων απασχόλησης, τα μέλη του προσωπικού τα οποία δεν έχουν και τα οποία ουδέποτε είχαν την ιθαγένεια του κράτους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο τόπος διορισμού τους έχουν δικαίωμα λήψεως επιδόματος αποδημίας, εκτός αν είχαν τον τόπο μόνιμης διαμονής τους ή ασκούσαν την κύρια επαγγελματική δραστηριότητά τους στο έδαφος του κράτους αυτού καθ’ όλη την πενταετή περίοδο που έληξε έξι μήνες πριν από την εκ μέρους τους ανάληψη καθηκόντων. Αντιθέτως, δυνάμει του άρθρου 17, πρώτο εδάφιο, στοιχείο ii, των όρων απασχόλησης, τα μέλη του προσωπικού τα οποία έχουν ή είχαν την ιθαγένεια του κράτους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο τόπος διορισμού τους έχουν δικαίωμα λήψεως επιδόματος αποδημίας μόνον αν είχαν τον τόπο μόνιμης διαμονής τους εκτός του εδάφους του κράτους αυτού καθ’ όλη τη δεκαετή περίοδο που προηγείται της ημερομηνίας κατά την οποία ανέλαβαν καθήκοντα.

Ο λόγος υπάρξεως του επιδόματος αποδημίας, που προβλέπεται από τις διατάξεις του άρθρου 4, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, συνίσταται στην αντιστάθμιση των ιδιαίτερων επιβαρύνσεων και μειονεκτημάτων που προκύπτουν από τη μόνιμη άσκηση των καθηκόντων του υπαλλήλου σε μια χώρα με την οποία ο εν λόγω υπάλληλος δεν έχει ή δεν έχει πλέον διαρκείς δεσμούς πριν από την εκ μέρους του ανάληψη καθηκόντων. Τούτο ισχύει κατ’ αναλογία, και για τα μέλη του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Για τον λόγο αυτό, οποιαδήποτε ερμηνεία του άρθρου 17 των όρων απασχόλησης του προσωπικού, η οποία θα απέκλειε από το ευεργέτημα της λήψεως του επιδόματος αποδημίας μέλη του προσωπικού ευρισκόμενα στην κατάσταση αυτή, θα παρέβλεπε τον λόγο υπάρξεως του επιδόματος αποδημίας. Πάντως, τούτο θα ίσχυε εάν η προβλεπόμενη από το άρθρο 17, πρώτο εδάφιο, στοιχείο ii, των όρων απασχόλησης ανάληψη καθηκόντων ερμηνευόταν ως δυναμένη να έχει μόνον την έννοια της αναλήψεως καθηκόντων υπό την ιδιότητα του μέλους του προσωπικού. Συγκεκριμένα, εφόσον η διάταξη αυτή απαιτεί να έχει ο ενδιαφερόμενος τον τόπο μόνιμης διαμονής του εκτός της χώρας διορισμού καθ’ όλη την περίοδο αναφοράς, θα αρκούσε το ότι η πρόσληψη ενός μέλους του προσωπικού το οποίο εμπίπτει στην εν λόγω διάταξη, στοιχείο ii, δηλαδή το οποίο έχει ή είχε την ιθαγένεια της χώρας διορισμού, έλαβε χώρα μετά τη σύναψη συμβάσεως ορισμένου χρόνου με διάρκεια μικρότερη από ένα έτος προκειμένου το ως άνω μέλος του προσωπικού, που υποχρεώθηκε να μεταφέρει τη συνήθη κατοικία του στη χώρα εντός της οποίας βρίσκεται ο τόπος διορισμού του, πριν από την εκ μέρους του ανάληψη καθηκόντων, να στερηθεί αυτομάτως της δυνατότητας να λάβει το επίδομα αποδημίας, έστω και αν το ως άνω μέλος του προσωπικού δεν διέμενε μονίμως στη χώρα διορισμού κατά τη διάρκεια των δέκα ετών που προηγήθηκαν της προσλήψεώς του ως συμβασιούχου υπαλλήλου παρέχοντος υπηρεσίες για μικρό χρονικό διάστημα.

Κατά συνέπεια, η ανάληψη καθηκόντων, κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 17, πρώτο εδάφιο, στοιχείο ii, των όρων απασχόλησης, πρέπει να ερμηνευθεί ως η πρώτη ανάληψη καθηκόντων στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ανεξαρτήτως της συμβάσεως εργασίας που συνήψε ο ενδιαφερόμενος με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

(βλ. σκέψεις 54, 55, 72 και 75)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: 13 Νοεμβρίου 1986, 330/85, Richter κατά Επιτροπής, Συλλογή 1986 σ. 3439, σκέψη 6

ΠΕΚ: 30 Μαρτίου 1993, T‑4/92, Βαρδάκας κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993 σ. II‑357, σκέψη 39· 14 Δεκεμβρίου 1995, T‑72/94, Διαμαντάρας κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 1993, σ. I‑A‑285 και II‑865, σκέψη 48

2.      Στο πλαίσιο του προσδιορισμού της υπάρξεως δικαιώματος για τη λήψη επιδόματος αποδημίας, ο τόπος μόνιμης διαμονής στον οποίο αναφέρεται το άρθρο 17 των όρων απασχόλησης του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κατ’ αναλογίαν προς το άρθρο 4, παράγραφος 1, του παραρτήματος VII του ΚΥΚ, είναι ο τόπος που όρισε ο ενδιαφερόμενος με τη βούληση να του προσδώσει διαρκή χαρακτήρα, ως μόνιμο ή σύνηθες κέντρο των συμφερόντων του. Η προϋπόθεση να μην έχει ο ενδιαφερόμενος τον τόπο μόνιμης διαμονής του εντός του κράτους διορισμού για ένα καθορισμένο χρονικό διάστημα πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένων υπόψη όλων των κρίσιμων πραγματικών στοιχείων της συγκεκριμένης υποθέσεως. Πράγματι, η έννοια της αποδημίας εξαρτάται από την ιδιαίτερη κατάσταση του ενδιαφερομένου, ιδίως δε από το ζήτημα αν ο ενδιαφερόμενος, καίτοι έχει την ιθαγένεια του κράτους μέλους του τόπου διορισμού του, όντως διέκοψε τους κοινωνικούς και επαγγελματικούς του δεσμούς με το εν λόγω κράτος διά της πλήρους μετοικήσεώς του και της μεγάλης διάρκειας κατά την οποία ο τόπος μόνιμης διαμονής του βρίσκεται εκτός του εδάφους του εν λόγω κράτους.

Ο τόπος πραγματικής διαμονής, η επαγγελματική δραστηριότητα και οι προσωπικοί δεσμοί αποτελούν τα κύρια κριτήρια όσον αφορά τον προσδιορισμό του τόπου διαμονής.

Το γεγονός και μόνον ότι ένα άτομο διαμένει σε μια χώρα προκειμένου να ακολουθήσει πανεπιστημιακές σπουδές και να πραγματοποιήσει πρακτικές ασκήσεις επαγγελματικής φύσεως δεν παρέχει τη δυνατότητα να θεωρηθεί ότι υφίσταται βούληση να μετατοπισθεί το μόνιμο κέντρο των συμφερόντων του στη χώρα αυτή. Αντιθέτως, το γεγονός ότι ένα άτομο μετακόμισε σε μια χώρα προκειμένου να συναντηθεί εκ νέου με τον σύντροφό του, ότι μίσθωσε στη χώρα αυτή μια κατοικία για να συμβιώσει με τον τελευταίο και ότι ασκεί στη χώρα αυτή μια επαγγελματική δραστηριότητα στο πλαίσιο συμβάσεως εργασίας ορισμένου χρόνου παρέχουν τη δυνατότητα να θεωρηθεί ότι υφίσταται μετατόπιση του συνήθους κέντρου των συμφερόντων του στην οικεία χώρα.

(βλ. σκέψεις 87, 88, 90 και 91)

Παραπομπή:

ΔΕΚ: Richter κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 6 

ΠΕΚ: 28 Σεπτεμβρίου 1993, T‑90/92, Magdalena Fernández κατά Επιτροπής, Συλλογή 1993, σ. II‑971, σκέψεις 27 έως 30· 25 Οκτωβρίου 2005, T‑299/02, Dedeu i Fontcuberta κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2005, σ. I‑A‑303 και II‑1377, σκέψη 77· 27 Σεπτεμβρίου 2006, T‑259/04, Koistinen κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2006, σ. I‑A‑2‑177 και II‑A‑2‑879· 19 Ιουνίου 2007, T‑473/04, Asturias Cuerno κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 74

ΔΔΔ: 20 Νοεμβρίου 2007, F‑120/05, Κυριαζής κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 50

3.      Λαμβανομένου υπόψη του σκοπού του επιδόματος αποδημίας, που συνίσταται στην αντιστάθμιση των ιδιαίτερων επιβαρύνσεων και μειονεκτημάτων που προκύπτουν από τη μόνιμη άσκηση των καθηκόντων του υπαλλήλου σε μια χώρα με την οποία ο εν λόγω υπάλληλος δεν έχει διαρκείς δεσμούς πριν από την εκ μέρους του ανάληψη καθηκόντων, η προβλεπόμενη από το άρθρο 17 των όρων απασχόλησης του προσωπικού της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας διαφορετική μεταχείριση, η οποία επάγεται μειονεκτήματα για το μέλος του προσωπικού που είναι υπήκοος της χώρας διορισμού του, μπορεί να δικαιολογηθεί μόνο βάσει του τεκμηρίου ότι η ιθαγένεια ενός προσώπου αποτελεί σοβαρή ένδειξη περί της υπάρξεως πολλαπλών και στενών δεσμών μεταξύ του προσώπου αυτού και της χώρας της οποίας είναι υπήκοος. Στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει επ’ αυτού, το διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας βασίμως συνάγει από τα προεκτεθέντα ότι τα μέλη του προσωπικού που έχουν την ιθαγένεια της χώρας διορισμού τους, ακόμη και αυτά που υποχρεώθηκαν να μεταβάλουν διαμονή λόγω της εκ μέρους τους αναλήψεως καθηκόντων, δεν υφίστανται τις επιβαρύνσεις και τα μειονεκτήματα στην αντιστάθμιση των οποίων αποσκοπεί το επίδομα αποδημίας, τουλάχιστον όχι με την ίδια ένταση όπως τα μέλη του προσωπικού τα οποία δεν έχουν την ιθαγένεια αυτή, και, συνεπώς, κατά γενικό κανόνα, δεν πρέπει να λαμβάνουν το επίδομα αυτό. Επιπλέον, το ως άνω διοικητικό συμβούλιο βασίμως εξαρτά τις εξαιρέσεις του εν λόγω εισάγοντος αποκλεισμό κανόνα από αυστηρές προϋποθέσεις, ιδίως δε από την προϋπόθεση να μην έχει ο ενδιαφερόμενος τον τόπο μόνιμης διαμονής του εντός της χώρας διορισμού για χρονικό διάστημα δέκα ετών πριν από την εκ μέρους του ανάληψη καθηκόντων.

Εναπόκειται στο διοικητικό συμβούλιο, κατά την άσκηση της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει επ’ αυτού, να προσδιορίσει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες οι υπήκοοι της χώρας διορισμού μπορούν να θεωρούνται ως απόδημοι στη χώρα αυτή. Πάντως, το κριτήριο που προβλέπεται από το άρθρο 17 των όρων απασχόλησης, ήτοι το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος δεν διέμενε στη χώρα διορισμού για χρονικό διάστημα δέκα ετών πριν από την εκ μέρους του ανάληψη καθηκόντων, δεν δίδει την εντύπωση ότι είναι ακατάλληλο ούτε ότι είναι άτοπο. Έτσι, το ίδιο κριτήριο έγινε δεκτό από τον κοινοτικό νομοθέτη στο άρθρο 4 του παραρτήματος VII του ΚΥΚ όσον αφορά τη χορήγηση του επιδόματος αποδημίας στους κοινοτικούς υπαλλήλους.

Εξάλλου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δικαιούται, λαμβανομένης υπόψη και της ευρείας εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτει, να υπαγάγει τα άτομα, τα οποία έχουν διπλή ιθαγένεια, σε τέτοιο καθεστώς ώστε να ισχύουν επ’ αυτών οι κοινοί κανόνες, προκειμένου να χορηγείται αποκλειστικώς το ευεργέτημα του επιδόματος αποδημίας, που οφείλεται κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 17, πρώτο εδάφιο, στοιχείο ii, των όρων απασχόλησης, σε άτομα τα οποία αντικειμενικώς μετοίκησαν στο κράτος στο οποίο διορίστηκαν. Έτσι, το άρθρο 3.7.4 των κανόνων που εφαρμόζονται επί του προσωπικού της Τράπεζας μπορεί νομίμως να εξομοιώνει, για την εφαρμογή του άρθρου 17, πρώτο εδάφιο, στοιχείο ii, των όρων απασχόλησης, ένα μέλος του προσωπικού που έχει δύο ιθαγένειες, μεταξύ των οποίων και αυτή του κράτους στο έδαφος του οποίου βρίσκεται ο τόπος διορισμού του, με ένα μέλος του προσωπικού που έχει μόνον την ιθαγένεια του εν λόγω κράτους.

(βλ. σκέψεις 102, 106 και 107)

Παραπομπή:

ΔΔΔ: 11 Ιουλίου 2007, F‑7/06, B κατά Επιτροπής, δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή, σκέψη 39 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

4.      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, όταν απαιτείται από λόγους επιείκειας, το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης μπορεί να αποφασίσει ότι ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται εν μέρει μόνο στα έξοδα ή ότι δεν πρέπει να καταδικασθεί για τους ως άνω λόγους.

Συναφώς, η συμπεριφορά του θεσμικού οργάνου, η σπουδαιότητα του από χρηματικής απόψεως διακυβεύματος της διαφοράς, ο σοβαρός χαρακτήρας των επιχειρημάτων του προσφεύγοντος, καθώς και το ύψος των εξόδων στα οποία υποβλήθηκε ο τελευταίος σε σχέση με τα έσοδά του και με την επαγγελματική του κατάσταση, αποτελούν στοιχεία τα οποία παρέχουν τη δυνατότητα να δικαιολογηθεί η εφαρμογή της ως άνω διατάξεως.

(βλ. σκέψεις 111 έως 116)