Language of document : ECLI:EU:F:2011:11

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
(τρίτο τμήμα)

της 15ης Φεβρουαρίου 2011

Υπόθεση F‑68/09

Florence Barbin

κατά

Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου

«Υπαλληλική υπόθεση — Υπάλληλοι — Περίοδος προαγωγών 2006 — Εκτέλεση αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης — Συγκριτική εξέταση των προσόντων — Αρχή της ίσης μεταχειρίσεως — Γονική άδεια μερικού χρόνου»

Αντικείμενο:      Προσφυγή, ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 236 ΕΚ και 152 EA, με την οποία η F. Barbin ζητεί την ακύρωση της αποφάσεως του Κοινοβουλίου να μην την προαγάγει στον βαθμό AD 12 κατά την περίοδο προαγωγών 2006.

Απόφαση: Η προσφυγή απορρίπτεται. Η προσφεύγουσα φέρει το σύνολο των δικαστικών εξόδων.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι — Προαγωγή — Υποχρέωση αιτιολογήσεως όλων των αποφάσεων περί μη προαγωγής υπαλλήλων που έχουν φτάσει το όριο αναφοράς — Δεν υφίσταται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

2.      Υπάλληλοι — Προαγωγή — Συγκριτική εξέταση των προσόντων — Απονομή μορίων αξιολογήσεως και καθορισμός ορίου αναφοράς

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

3.      Υπάλληλοι — Προαγωγή — Συγκριτική εξέταση των προσόντων — Σχετικές λεπτομέρειες

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

4.      Υπάλληλοι — Ίση μεταχείριση — Έννοια — Όρια

5.      Υπάλληλοι — Προαγωγή — Συγκριτική εξέταση των προσόντων — Απόφαση περί προαγωγής

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

6.      Υπάλληλοι — Προσφυγή — Λόγοι — Λόγος στηριζόμενος στην ύπαρξη διακρίσεως — Υποχρέωση συνεκτιμήσεως όλων των σχετικών πραγματικών περιστάσεων

1.      Κατά το σημείο I.3.4 της αποφάσεως του γραφείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 13ης Φεβρουαρίου 2006, περί πολιτικής προαγωγών και προγραμματισμού σταδιοδρομίας, το κείμενο του οποίου παρατίθεται, κατ’ ουσίαν, αυτούσιο στο σημείο II.2, στοιχείο β΄, δεύτερο εδάφιο, της αποφάσεως του γενικού γραμματέα του Κοινοβουλίου, της 10ης Μαΐου 2006, περί θεσπίσεως μέτρων εφαρμογής σχετικών με την απονομή μορίων αξιολογήσεως και τις προαγωγές, η Διοίκηση πρέπει να αιτιολογεί όλες τις αποφάσεις προαγωγής των υπαλλήλων οι οποίοι δεν έχουν φτάσει το όριο αναφοράς. Ενώ δε οι εν λόγω διατάξεις δεν προσδιορίζουν έναντι ποίου έχει την υποχρέωση να αιτιολογεί τις αποφάσεις της η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, αν γινόταν δεκτό ότι η υποχρέωση αυτή αιτιολογήσεως υφίσταται έναντι παντός μη προαχθέντος υπαλλήλου ο οποίος έχει φθάσει το όριο αναφοράς, τούτο όχι μόνο θα επέβαλλε περιττό φόρτο εργασίας στη Διοίκηση αλλά θα αντέκειτο επιπλέον στη νομολογία σύμφωνα με την οποία η αιτιολογία μίας απόφασης προαγωγής πρέπει να αναφέρεται στην ατομική κατάσταση του μη προαχθέντος υπαλλήλου. Κατά συνέπεια, αβασίμως ισχυρίζεται ο εν λόγω υπάλληλος ότι υφίσταται έναντι αυτού υποχρέωση της Διοικήσεως να αιτιολογήσει την προαγωγή των συναδέλφων του οι οποίοι δεν είχαν φτάσει το όριο αναφοράς.

Η απορρέουσα από τις ως άνω διατάξεις υποχρέωση μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει πληρωθεί εφόσον η Διοίκηση παρέσχε στην επιτροπή προαγωγών, όργανο ίσης εκπροσωπήσεως όπου εκπροσωπούνται οι υπάλληλοι, αιτιολογία όσον αφορά τις προαγωγές των υπαλλήλων που δεν έχουν φτάσει το όριο αναφοράς.

(βλ. σκέψεις 59 και 61)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 4 Ιουλίου 2007, T‑502/04, Lopparelli κατά Επιτροπής, σκέψη 75

2.      Κατ’ εφαρμογήν της αποφάσεως του γραφείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 13ης Φεβρουαρίου 2006, περί πολιτικής προαγωγών και προγραμματισμού σταδιοδρομίας, τα μόρια αξιολογήσεως δεν απονέμονται ύστερα από συγκριτική εξέταση όλων των προαγώγιμων υπαλλήλων που ενδέχεται να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του άρθρου 45 του ΚΥΚ. Πράγματι, έκαστος υπάλληλος μιας διευθύνσεως ή μιας υπηρεσίας που έχει δικαίωμα προαγωγής συναγωνίζεται μόνον τους άλλους υπαλλήλους της διεύθυνσης ή της υπηρεσίας στην οποία υπάγεται για περιορισμένο αριθμό μορίων αξιολογήσεως. Όμως, καθόσον το όριο αναφοράς δεν καθορίζεται με σχετικό τρόπο, ήτοι λαμβάνοντας υπόψη τον μέσο όρο των μορίων αξιολογήσεως των υπαλλήλων τους οποίους αφορά, αλλά ως απόλυτο μέγεθος που αντιστοιχεί στο διπλάσιο της μέσης παραμονής στον βαθμό, που για τον βαθμό AD 11 είναι τέσσερα έτη, το γεγονός της υπέρβασης του ορίου αυτού δεν μπορεί να εξομοιωθεί με άμεση ή έμμεση σύγκριση των στοιχείων αξιολογήσεως των δικαιουμένων προαγωγής υπαλλήλων. Κατά συνέπεια, η Διοίκηση δεν μπορεί να προαγάγει έναν υπάλληλο για τον λόγο και μόνον ότι έχει φτάσει το όριο αναφοράς, διότι, αν ενεργούσε κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα προσόντα του εν λόγω υπαλλήλου δεν θα συγκρίνονταν, σε κανένα στάδιο της διαδικασίας προαγωγών, με τα προσόντα καθενός από τους δικαιουμένους προαγωγής υπαλλήλους.

(βλ. σκέψη 83)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: 8 Οκτωβρίου 2008, F‑44/07, Barbin κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 44

3.      Κατά το άρθρο 45 του ΚΥΚ, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν μπορεί να αρκείται στην εξέταση της ατομικής καταστάσεως εκάστου υπαλλήλου, αλλά υποχρεούται να συγκρίνει τα προσόντα του συνόλου των εν λόγω υπαλλήλων προκειμένου να αποφασίσει ποιοι θα προαχθούν. Στο πλαίσιο αυτό, η αρχαιότητα μπορεί να λαμβάνεται υπόψη ως κριτήριο προαγωγής μόνον επικουρικώς. Επομένως, μια απόφαση που χορηγεί προαγωγή σε υπάλληλο μόνο με βάση το ότι δεν μπορεί να καταλογιστεί κάτι αρνητικό στον υπάλληλο αυτό ή το ότι έχει ορισμένη αρχαιότητα στον συγκεκριμένο βαθμό, χωρίς να λαμβάνει υπόψη την κατάσταση των άλλων υπαλλήλων, παραβιάζει την αρχή της συγκριτικής εξέτασης των προσόντων του συνόλου των δικαιουμένων προαγωγής υπαλλήλων την οποία καθιερώνει το εν λόγω άρθρο. Κατά συνέπεια, μολονότι η απόφαση του γραφείου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, της 13ης Φεβρουαρίου 2006, περί πολιτικής προαγωγών και προγραμματισμού σταδιοδρομίας, προβλέπει όριο αναφοράς εξαρτώμενο από μια μέση διάρκεια εκφραζόμενη σε έτη συμπληρωθέντα σε ορισμένο βαθμό, από το στοιχείο αυτό δεν μπορεί να συναχθεί ότι ισχύει αρχή κατά την οποία ένας υπάλληλος μπορεί να προαχθεί εφόσον δεν του έχει καταλογιστεί κάτι αρνητικό, ή αρχή σταθερής εξέλιξης της σταδιοδρομίας βάσει της οποίας η Διοίκηση υποχρεούται να προαγάγει αυτομάτως έναν υπάλληλο για τον λόγο και μόνον ότι έχει ορισμένη αρχαιότητα στον βαθμό.

(βλ. σκέψεις 90 και 91)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: Απόφαση Lopparelli κατά Επιτροπής, προπαρατεθείσα, σκέψη 75

ΔΔΔΕΕ: 10 Σεπτεμβρίου 2009, F‑124/07, Behmer κατά Κοινοβουλίου, σκέψη 106

4.      Προκειμένου να μην παραβιάζει την αρχή της απαγορεύσεως των διακρίσεων και την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως, η Διοίκηση οφείλει να μεριμνά ώστε να μην τυγχάνουν διαφορετικής μεταχειρίσεως πανομοιότυπες καταστάσεις ούτε ίδιας μεταχειρίσεως διαφορετικές καταστάσεις, εκτός εάν αυτό δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους. Κατά συνέπεια, όταν ένας υπάλληλος ασκεί δικαίωμα το οποίο του παρέχει ο ΚΥΚ, η Διοίκηση δεν μπορεί, χωρίς να διακυβεύει την αποτελεσματικότητα του εν λόγω δικαιώματος, να θεωρήσει ότι η κατάστασή του είναι διαφορετική από την κατάσταση ενός υπαλλήλου που δεν άσκησε το δικαίωμα αυτό και, ως εκ τούτου, να τον μεταχειριστεί με διαφορετικό τρόπο, εκτός εάν η εν λόγω διαφορετική μεταχείριση, αφενός, δικαιολογείται από αντικειμενικούς λόγους, ιδίως στο μέτρο που απλώς επιβάλλει τις συνέπειες, για την επίμαχη περίοδο, της μη παροχής εργασίας εκ μέρους του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, και, αφετέρου, είναι αυστηρά ανάλογη προς την παρεχόμενη αιτιολογία.

(βλ. σκέψη 100)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 16 Οκτωβρίου 1980, 147/79, Hochstrass κατά Δικαστηρίου, σκέψη 7

ΓΔΕΕ: 25 Οκτωβρίου 2005, T‑368/03, De Bustamante Tello κατά Συμβουλίου, σκέψη 69

5.      Το γεγονός ότι μια απόφαση περί προαγωγών στηρίχθηκε τυπικά σε νόμιμη αιτιολογία, ήτοι στον αριθμό των μορίων αξιολογήσεως που απονεμήθηκαν στον οικείο υπάλληλο, δεν αποκλείει το ενδεχόμενο η εν λόγω απόφαση να ελήφθη ουσιαστικά για λόγους λιγότερο αποδεκτούς, όπως η συνεκτίμηση της γονικής αδείας του εν λόγω υπαλλήλου, υπό τον όρον όμως ότι υπάρχουν ενδείξεις που δικαιολογούν την ύπαρξη αμφιβολιών για το αν η προαναφερθείσα αιτιολογία αντιστοιχεί στην πραγματική αιτία της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 102 και 103)

6.      Για την εκτίμηση της βασιμότητας λόγου ακυρώσεως που στηρίζεται στην ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το σύνολο των σχετικών πραγματικών περιστάσεων, στις οποίες περιλαμβάνονται οι εκτιμήσεις που περιέχονται σε προγενέστερες αποφάσεις οι οποίες έχουν καταστεί απρόσβλητες. Κατά συνέπεια, μια απόφαση που κατέστη απρόσβλητη μπορεί, χωρίς να επανεξετάζεται η νομιμότητά της, να αποτελέσει στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη, μαζί με άλλες ενδείξεις, προκειμένου να διαπιστωθεί η ύπαρξη συμπεριφοράς της Διοικήσεως που, μεταξύ άλλων, εισάγει δυσμενή διάκριση. Αυτό ισχύει κατά μείζονα λόγο καθότι είναι δυνατό η ύπαρξη δυσμενούς διακρίσεως να αποκαλυφθεί μόνο μετά την πάροδο των προθεσμιών για την άσκηση προσφυγής κατά αποφάσεως που αποτελεί έκφραση της εν λόγω διακρίσεως.

(βλ. σκέψη 109)