Language of document : ECLI:EU:T:2012:58

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τέταρτο τμήμα)

της 7ης Φεβρουαρίου 2012 (*)

«Κοινοτικό σήμα — Διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας — Εικονιστικό κοινοτικό σήμα που παριστάνει ένα ορθογώνιο παραλληλόγραμμο με ελέφαντες — Προγενέστερο εικονιστικό διεθνές σήμα και προγενέστερο εικονιστικό εθνικό σήμα που παριστάνουν έναν ελέφαντα, καθώς και προγενέστερο λεκτικό εθνικό σήμα elefanten — Σχετικός λόγος απαραδέκτου — Κίνδυνος συγχύσεως — Ομοιότητα των σημείων — Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 — Διακριτικός χαρακτήρας των προγενέστερων σημάτων»

Στην υπόθεση T‑424/10,

Dosenbach-Ochsner AG Schuhe und Sport, με έδρα το Dietikon (Ελβετία), εκπροσωπούμενη από τον O. Rauscher, δικηγόρος,

προσφεύγουσα,

κατά

Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ), εκπροσωπούμενου από τον G. Mannucci,

καθού,

αντίδικος κατά τη διαδικασία ενώπιον του τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ και παρεμβαίνουσα ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου:

Sisma SpA, με έδρα τη Μάντουα (Ιταλία), εκπροσωπούμενη από τον F. Caricato, δικηγόρο,

παρεμβαίνουσα,

με αντικείμενο προσφυγή κατά της αποφάσεως του τετάρτου τμήματος προσφυγών του ΓΕΕΑ της 15ης Ιουλίου 2010 (υπόθεση R 1638/2008-4), σχετικά με διαδικασία κηρύξεως ακυρότητας μεταξύ Dosenbach-Ochsner AG Schuhe und Sport και Sisma SpA,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα),

συγκείμενο από τους I. Pelikánová (εισηγήτρια), πρόεδρο, K. Jürimäe και M. van der Woude, δικαστές,

γραμματέας: E. Coulon

έχοντας υπόψη το δικόγραφο της προσφυγής που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 18 Σεπτεμβρίου 2010,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως του ΓΕΕΑ που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 23 Φεβρουαρίου 2011,

έχοντας υπόψη το υπόμνημα αντικρούσεως της παρεμβαίνουσας που κατατέθηκε στη Γραμματεία του Γενικού Δικαστηρίου στις 4 Φεβρουαρίου 2011,

έχοντας υπόψη την απόφαση της 28ης Απριλίου 2011 με την οποία δεν επετράπη η υποβολή υπομνήματος απαντήσεως,

έχοντας υπόψη ότι οι διάδικοι δεν υπέβαλαν αίτημα περί διεξαγωγής επ’ ακροατηρίου συζητήσεως εντός προθεσμίας ενός μηνός από της κοινοποιήσεως της περατώσεως της έγγραφης διαδικασίας και δεδομένου ότι αποφάσισε, κατά συνέπεια, κατόπιν εκθέσεως της εισηγήτριας δικαστή και κατ’ εφαρμογή του άρθρου 135α του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, να αποφανθεί χωρίς προφορική διαδικασία,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

 Ιστορικό της διαφοράς

1        Η παρεμβαίνουσα, Sisma SpA, είναι δικαιούχος του εικονιστικού κοινοτικού σήματος που καταχωρίστηκε υπό τον αριθμό 4279295 (στο εξής: επίδικο σήμα) και του οποίου η αίτηση καταχωρίσεως υποβλήθηκε στο Γραφείο Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) στις 9 Φεβρουαρίου 2005, δυνάμει του κανονισμού (ΕΚ) 40/94 του Συμβουλίου, της 20ής Δεκεμβρίου 1993, για το κοινοτικό σήμα (EE 1994, L 11, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε [και αντικαταστάθηκε από τον κανονισμό (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (EE L 78, σ.  1)]. Το επίδικο σήμα καταχωρίστηκε στις 30 Νοεμβρίου 2006, μεταξύ άλλων, για προϊόντα των κλάσεων 24 και 25 υπό την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας, περί της διεθνούς κατατάξεως των προϊόντων και των υπηρεσιών όσον αφορά την καταχώριση σημάτων, της 15ης Ιουνίου 1957, όπως έχει αναθεωρηθεί και τροποποιηθεί, που αντιστοιχούν, για κάθε μία από τις κλάσεις αυτές, στην ακόλουθη περιγραφή:

–        κλάση 24: «Υφάσματα· ελαστικά υφάσματα· αυτοκόλλητα εν θερμώ υφάσματα· υφάσματα σε απομίμηση του δέρματος ζώων· μάλλινα υφάσματα· κουβέρτες· κουβέρτες ταξιδίου· τραπεζομάντιλα· είδη υφαντουργίας· ταπετσαρίες από ύφασμα· μαντήλια από ύφασμα· σημαίες· μαντιλάκια από ύφασμα και μη υφασμένα υφάσματα· επιτραπέζιες προστατευτικές βάσεις από ύφασμα· πετσέτες φαγητού από ύφασμα· συνθετικά υφάσματα για το άλλαγμα των βρεφών.»·

–        κλάση 25: «Ανδρικά, γυναικεία και παιδικά ενδύματα γενικά, που περιλαμβάνουν: δερμάτινα ενδύματα· πουκάμισα· μπλούζες· φούστες· γυναικεία σύνολα (ταγιέρ)· μπουφάν· παντελόνια· παντελόνια κοντά· πλεκτές μπλούζες· κοντομάνικες μπλούζες· πιτζάμες· κάλτσες μακριές· ανδρικές φανέλες· κορσέδες (εσώρουχα)· καλτσοδέτες· κιλότες· στηθόδεσμοι· μεσοφόρια (κομπινεζόν)· καπέλα· μαντήλια λαιμού (φουλάρια)· γραβάτες· αδιάβροχα· παλτά· σακάκια· μαγιό· αθλητικές φόρμες· αλεξίνεμα με κουκούλα (άνορακ)· παντελόνια για σκι· ζώνες· γούνες· κασκόλ· γάντια· γυναικείες ρόμπες· υποδήματα παντός τύπου, στα οποία περιλαμβάνονται παντόφλες, παπούτσια, αθλητικά παπούτσια, μπότες και σανδάλια· πάνες βρεφών από ύφασμα· σαλιάρες για βρέφη.».

2        Το επίδικο σήμα είναι το ακόλουθο εικονιστικό σημείο:

Image not found

3        Στις 20 Φεβρουαρίου 2007 η προσφεύγουσα, Dosenbach-Ochsner AG Schuhe und Sport, υπέβαλε ενώπιον του ΓΕΕΑ αίτηση κηρύξεως ακυρότητας του επίδικου σήματος, σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 40/94 [νυν άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 207/2009].

4        Η αίτηση κηρύξεως ακυρότητας αφορούσε την καταχώριση του επίδικου σήματος για τα προϊόντα που απαριθμούνται στη σκέψη 1 ανωτέρω. Στηριζόταν στην ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 40/94 [νυν άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009], μεταξύ του εν λόγω σήματος και των ακόλουθων προγενέστερων σημάτων:

–        του λεκτικού γερμανικού σήματος elefanten, του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση στις 14 Μαρτίου 1987 και το οποίο καταχωρίστηκε στις 24 Ιανουαρίου 1989, υπό τον αριθμό 1133678, για τα προϊόντα της κλάσεως 25 που αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Υποδήματα»·

–        του εικονιστικού διεθνούς σήματος που απεικονίζεται κατωτέρω, και το οποίο αφορά ειδικότερα την Τσεχική Δημοκρατία και καταχωρίστηκε στις 29 Μαΐου 1999, υπό τον αριθμό 715019, για τα προϊόντα της κλάσεως 25 που αντιστοιχούν στην ακόλουθη περιγραφή: «Υποδήματα και είδη υποδηματοποιίας»:

Image not found

–        του κατωτέρω απεικονιζόμενου εικονιστικού γερμανικού σήματος, του οποίου ζητήθηκε η καταχώριση στις 9 Νοεμβρίου 2000 και το οποίο καταχωρίστηκε στις 22 Ιανουαρίου 2001, υπό τον αριθμό 30082400, για να προσδιορίζει μεταξύ άλλων «κουβέρτες για παιδιά, σεντόνια για παιδιά, πετσέτες για παιδιά, υπνόσακοι για παιδιά· υφασμάτινες τσάντες και υφασμάτινες τσάντες μεταφοράς για παιδιά» που υπάγονται στην κλάση 24 και «παιδικά ενδύματα, παιδικά καπέλα· παιδικές ζώνες» που υπάγονται στην κλάση 25:

Image not found

5        Με απόφαση της 9ης Σεπτεμβρίου 2008, το τμήμα ακυρώσεως του ΓΕΕΑ απέρριψε την αίτηση περί κηρύξεως ακυρότητας, με το αιτιολογικό ότι δεν υφίσταται κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ του επίδικου σήματος και των προγενεστέρων σημάτων. Στις 12 Νοεμβρίου 2008 η προσφεύγουσα άσκησε προσφυγή κατά της αποφάσεως του τμήματος ακυρώσεως.

6        Με απόφαση της 15ης Ιουλίου 2010 (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση), το τέταρτο τμήμα προσφυγών του ΓΕΕΑ απέρριψε την προσφυγή.

7        Πρώτον, το τμήμα προσφυγών εκτίμησε, στη σκέψη 16 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το ενδιαφερόμενο κοινό αποτελούνταν από τους εγκατεστημένους στη Γερμανία και στην Τσεχική Δημοκρατία μέσους χρήστες, που έχουν τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως προσεκτικοί και ενημερωμένοι.

8        Δεύτερον, το τμήμα προσφυγών συντάχθηκε, στη σκέψη 17 της προσβαλλομένης αποφάσεως, με την εκτίμηση του τμήματος ακυρώσεως, σύμφωνα με την οποία ορισμένα από τα προϊόντα τα οποία αφορούσαν, αφενός, το επίδικο σήμα και, αφετέρου, τα προγενέστερα σήματα ήταν πανομοιότυπα ή παρόμοια, ενώ άλλα ήταν διαφορετικά.

9        Τρίτον, το τμήμα προσφυγών θεώρησε, στις σκέψεις 20 έως 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι το επίδικο σήμα δεν παρουσίαζε οπτική ομοιότητα με τα προγενέστερα σήματα, λαμβανομένων μεταξύ άλλων υπόψη των διαφορών που υπάρχουν μεταξύ των παραστάσεων της μορφής του ελέφαντα στο επίδικο σήμα και στα προγενέστερα εικονιστικά σήματα.

10      Τέταρτον, το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε, στις σκέψεις 25 έως 27 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι τα επίμαχα σήματα δεν παρουσίαζαν ηχητικές ομοιότητες, δεδομένου ότι, αφενός, τα εικονιστικά σήματα, όπως το επίδικο σήμα, δεν προφέρονται και, αφετέρου, οι προφορικές περιγραφές των εν λόγω σημάτων δεν συνέπιπταν.

11      Πέμπτον, το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε, στη σκέψη 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως, την ύπαρξη εννοιολογικής ομοιότητας συνδεόμενης με την αναφορά στον ελέφαντα που υπάρχει σε έκαστο των οικείων σημάτων.

12      Έκτον, στο πλαίσιο της σφαιρικής εκτιμήσεως της υπάρξεως του κινδύνου συγχύσεως, το τμήμα προσφυγών θεώρησε, στις σκέψεις 30 έως 39 της προσβαλλομένης αποφάσεως, αφενός, ότι η προσφεύγουσα δεν είχε επικαλεσθεί ιδιαίτερο διακριτικό χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων και, αφετέρου, ότι, λόγω του τρόπου διαθέσεως στο εμπόριο των προϊόντων τα οποία αφορά το επίδικο σήμα, έπρεπε να δοθεί μεγαλύτερη σημασία στη σύγκριση από οπτικής απόψεως. Υπό τις περιστάσεις αυτές, το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διαπιστωθείσα εννοιολογική ομοιότητα δεν αρκούσε για να δημιουργηθεί κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ του επίδικου σήματος και των προγενεστέρων σημάτων.

 Αιτήματα των διαδίκων

13      Η προσφεύγουσα ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το ΓΕΕΑ στα δικαστικά έξοδα.

14      Το ΓΕΕΑ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα.

15      Η παρεμβαίνουσα ζητεί, κατ’ ουσίαν, από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει την προσφεύγουσα στα δικαστικά έξοδα, συμπεριλαμβανομένων των εξόδων της διαδικασίας ενώπιον του ΓΕΕΑ.

 Σκεπτικό

16      Η προσφεύγουσα προβάλλει έναν μοναδικό λόγο ακυρώσεως, που αντλείται από παράβαση του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού 207/2009. Ισχυρίζεται, κατ’ ουσίαν, ότι το τμήμα προσφυγών υπέπεσε σε νομικά σφάλματα καθώς και σε σφάλματα εκτιμήσεως των πραγματικών περιστατικών, συμπεραίνοντας ότι δεν υπήρχε κίνδυνος συγχύσεως μεταξύ του επίδικου σήματος και των προγενεστέρων σημάτων.

17      Σύμφωνα με το άρθρο 53, παράγραφος 1, στοιχείο α΄, του κανονισμού 207/2009, κοινοτικό σήμα κηρύσσεται άκυρο μετά από αίτηση που υποβάλλεται στο ΓΕΕΑ όταν υφίσταται προγενέστερο σήμα κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 2, του ίδιου κανονισμού και πληρούνται, μεταξύ άλλων, οι προϋποθέσεις που καθορίζονται στο άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του κανονισμού αυτού. Κατά τις τελευταίες αυτές διατάξεις, κατόπιν ανακοπής του δικαιούχου προγενέστερου σήματος, το υποβληθέν σήμα δεν γίνεται δεκτό για καταχώριση εάν, λόγω του ταυτοσήμου του ή της ομοιότητας με το προγενέστερο σήμα και του ταυτοσήμου ή της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που προσδιορίζουν τα δύο σήματα, υπάρχει κίνδυνος συγχύσεως του κοινού της εδαφικής περιοχής επί της οποίας απολαύει προστασίας το προγενέστερο σήμα. Ο κίνδυνος συγχύσεως περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχετίσεως με το προγενέστερο σήμα. Περαιτέρω, δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 2, στοιχείο α΄, σημεία ii και iii, του κανονισμού 207/2009, νοούνται ως προγενέστερα σήματα τα καταχωρισμένα σε κράτος μέλος σήματα και τα σήματα που έχουν αποτελέσει αντικείμενο διεθνούς καταχωρίσεως η οποία ισχύει σε ένα κράτος μέλος, η ημερομηνία καταθέσεως των οποίων είναι προγενέστερη της ημερομηνίας καταθέσεως της αιτήσεως για την καταχώριση κοινοτικού σήματος.

18      Κατά πάγια νομολογία, κίνδυνος συγχύσεως υφίσταται όταν το κοινό ενδέχεται να σχηματίσει την πεποίθηση ότι τα επίμαχα προϊόντα ή υπηρεσίες προέρχονται από την ίδια επιχείρηση ή από οικονομικώς συνδεόμενες μεταξύ τους επιχειρήσεις. Κατά την ως άνω νομολογία, ο κίνδυνος συγχύσεως πρέπει να εκτιμάται σφαιρικά, βάσει του τρόπου με τον οποίο το ενδιαφερόμενο κοινό αντιλαμβάνεται τόσο τα επίμαχα σημεία όσο και τα οικεία προϊόντα ή υπηρεσίες, συνεκτιμωμένων όλων των παραγόντων που ασκούν επιρροή στη συγκεκριμένη περίπτωση, και ιδίως της αμφίδρομης σχέσεως μεταξύ της ομοιότητας των σημείων και της ομοιότητας των προϊόντων ή υπηρεσιών που αυτά προσδιορίζουν [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 9ης Ιουλίου 2003, T‑162/01, Laboratorios RTB κατά ΓΕΕΑ — Giorgio Beverly Hills (GIORGIO BEVERLY HILLS), Συλλογή 2003, σ. II‑2821, σκέψεις 30 έως 33 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

19      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα δεν επικρίνει ούτε τον ορισμό του ενδιαφερόμενου κοινού τον οποίο δέχθηκε το τμήμα προσφυγών, όπως εκτέθηκε στη σκέψη 7 ανωτέρω, ούτε την εξέταση της ομοιότητας των προϊόντων, που υπενθυμίστηκε στη σκέψη 8 ανωτέρω. Περαιτέρω, οι διαπιστώσεις αυτές, στον βαθμό που δεν είναι εσφαλμένες, πρέπει να ληφθούν υπόψη κατά την εξέταση της υπό κρίση προσφυγής.

20      Αντιθέτως, η προσφεύγουσα αμφισβητεί, πρώτον, την εκτίμηση της ομοιότητας των σημείων, δεύτερον, τη μη συνεκτίμηση του έντονα διακριτικού χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων και, τρίτον, τη σφαιρική εκτίμηση της υπάρξεως κινδύνου συγχύσεως, λαμβανομένης μεταξύ άλλων υπόψη της σχέσεως μεταξύ των διαφόρων στοιχείων που συνήχθησαν από τη σύγκριση των αντιπαρατιθέμενων σημείων.

21      Το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα αμφισβητούν το βάσιμο των επιχειρημάτων της προσφεύγουσας.

 Επί της συγκρίσεως των σημείων

22      Η σφαιρική εκτίμηση του κινδύνου συγχύσεως πρέπει, όσον αφορά την οπτική, ηχητική ή εννοιολογική ομοιότητα των αντιπαρατιθέμενων σημείων, να στηρίζεται στη συνολική εντύπωση που δημιουργούν τα εν λόγω σημεία, λαμβανομένων υπόψη, ιδίως, των διακριτικών και κυρίαρχων στοιχείων τους. Ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται τα σήματα ο μέσος καταναλωτής των επίμαχων προϊόντων ή υπηρεσιών έχει καθοριστική σημασία για τη σφαιρική εκτίμηση του εν λόγω κινδύνου. Συναφώς, ο μέσος καταναλωτής αντιλαμβάνεται συνήθως το σήμα ως ένα όλον και δεν επιδίδεται στην εξέταση των διαφόρων λεπτομερειών του (βλ. απόφαση του Δικαστηρίου της 12ης Ιουνίου 2007, C‑334/05 P, ΓΕΕΑ κατά Shaker, Συλλογή 2007, σ. I‑4529, σκέψη 35 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία).

23      Περαιτέρω, κατά πάγια νομολογία, δύο σήματα είναι όμοια όταν, από την άποψη του ενδιαφερόμενου κοινού, είναι μεταξύ τους, τουλάχιστον εν μέρει, ίδια όσον αφορά μία ή περισσότερες πτυχές που ασκούν επιρροή [αποφάσεις του Πρωτοδικείου της 23ης Οκτωβρίου 2002, T‑6/01, Matratzen Concord κατά ΓΕΕΑ — Hukla Germany (MATRATZEN), Συλλογή 2002, σ. II‑4335, σκέψη 30, και της 26ης Ιανουαρίου 2006, T‑317/03, Volkswagen κατά ΓΕΕΑ — Nacional Motor (Variant), που δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 46].

24      Εν προκειμένω, η προσφεύγουσα επικρίνει τις διαπιστώσεις του τμήματος προσφυγών όσον αφορά την οπτική, ηχητική και εννοιολογική σύγκριση των οικείων σημάτων.

 Επί της οπτικής συγκρίσεως

25      Στις σκέψεις 20 έως 22 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι τα προγενέστερα σήματα αποτελούνταν, αφενός, από τη λέξη «elefanten» και, αφετέρου, από τη στυλιζαρισμένη απεικόνιση ενός κοντόχονδρου ασιατικού ελέφαντα, με πολύ κοντά πόδια, σε πλάγια όψη. Το επίδικο σήμα αποτελούνταν από μια ορθογώνια ετικέτα με στρογγυλεμένες γωνίες, που περιείχε μια σειρά από αφρικανικούς ελέφαντες διαφορετικών μεγεθών, σε πλάγια όψη, που είχαν ελαφρώς ανυψωμένη προβοσκίδα και ήσαν στοιχισμένοι σε διαγώνιες σειρές.

26      Στηριζόμενο στις διαπιστώσεις αυτές, το τμήμα προσφυγών συνήγαγε, στις σκέψεις 22 και 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το συμπέρασμα ότι τα εν λόγω σήματα ήταν διαφορετικά από οπτικής απόψεως, παρά το γεγονός ότι τόσο το επίδικο σήμα όσο και τα προγενέστερα εικονιστικά σήματα απεικόνιζαν την πλάγια όψη ελεφάντων με σχεδιασμένο το ένα μόνο μάτι τους.

27      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί το βάσιμο του συμπεράσματος αυτού όσον αφορά τη σύγκριση του επίδικου σήματος με τα προγενέστερα εικονιστικά σήματα.

28      Πρώτον, υποστηρίζει ότι το τμήμα προσφυγών κακώς στηρίχθηκε σε διαφορές που αφορούν στοιχεία των επίμαχων σημάτων που δεν προσλαμβάνονται ως διακριτά από το ενδιαφερόμενο κοινό.

29      Συναφώς, η προσφεύγουσα ισχυρίζεται, ορθώς, ότι το στρογγυλεμένο ορθογώνιο παραλληλόγραμμο που πλαισιώνει την παράσταση των ελεφάντων στο επίδικο σήμα γίνεται αντιληπτό ως απλή οριοθέτηση του σήματος στον χώρο. Ωστόσο, το γεγονός αυτό δεν συνεπάγεται ότι το στοιχείο αυτό ουδόλως επηρεάζει τη συνολική εντύπωση που δημιουργεί το επίδικο σήμα από οπτικής απόψεως. Συγκεκριμένα, το σχετικό ορθογώνιο παραλληλόγραμμο καθορίζει το περίγραμμα του επίμαχου σημείου, όπως μαρτυρεί το γεγονός ότι οι γραμμές αυτές «κόβουν» την απεικόνιση διαφόρων ελεφάντων, οι οποίοι ως εκ τούτου εμφανίζονται μόνο μερικώς στο εν λόγω σημείο.

30      Αντιθέτως, όπως ισχυρίζεται η προσφεύγουσα, το ενδιαφερόμενο κοινό, αφού εξετάσει το επίδικο σήμα, δεν θα διερωτηθεί ούτε σχετικά με την ακριβή διευθέτηση των διαφόρων παραστάσεων ελεφάντων στο σήμα αυτό ούτε σχετικά με τις διαφορές μεταξύ ενός ασιατικού και ενός αφρικανικού ελέφαντα. Κατά συνέπεια, το γεγονός ότι, αφενός, το επίδικο σήμα περιέχει διαγώνιες γραμμές ελεφάντων και, αφετέρου, οι απεικονιζόμενοι στο εν λόγω σήμα ελέφαντες δεν ανήκουν ενδεχομένως στο ίδιο είδος με αυτό των ελεφάντων που απεικονίζονται στα προγενέστερα εικονιστικά σήματα, δεν επηρεάζει την εκ μέρους του ενδιαφερομένου κοινού πρόσληψη των αντιπαρατιθεμένων σημάτων.

31      Δεύτερον, κατά την προσφεύγουσα, το τμήμα προσφυγών παρέλειψε να λάβει υπόψη σημαντικά στοιχεία ομοιότητας. Συγκεκριμένα, τόσο το επίδικο σήμα όσο και τα προγενέστερα εικονιστικά σήματα περιέχουν την απλοϊκή παράσταση ενός νεαρού ελέφαντα, με κοντόχονδρο σώμα και πολύ μικρά πόδια σχεδιασμένα υπό τη μορφή δύο ορθογώνιων παραλληλόγραμμων.

32      Πρέπει όμως να παρατηρηθεί, όπως διαπίστωσε και το τμήμα προσφυγών στις σκέψεις 22 και 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, καίτοι τόσο το επίδικο σήμα όσο και τα προγενέστερα εικονιστικά σήματα περιέχουν στυλιζαρισμένες απεικονίσεις ελέφαντα σε πλάγια όψη, οι απεικονίσεις αυτές παρουσιάζουν ωστόσο σημαντικές διαφορές.

33      Συγκεκριμένα, ενώ η μορφή του ελέφαντα που απεικονίζεται στο επίδικο σήμα έχει μάλλον παιδιάστικο χαρακτήρα, τα προγενέστερα εικονιστικά σήματα περιέχουν ένα αφαιρετικό και λιτό σχέδιο, με μινιμαλιστικό περίγραμμα. Ομοίως, το επίδικο σήμα περιέχει λευκούς ελέφαντες με μαύρο περίγραμμα, ενώ τα προγενέστερα εικονιστικά σήματα αποτελούνται από έναν μαύρο ελέφαντα με λευκό περίγραμμα.

34      Τρίτον, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, το γεγονός ότι το επίδικο σήμα περιέχει την παράσταση πολλών ελεφάντων επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο το αντιλαμβάνεται το ενδιαφερόμενο κοινό και, επομένως, τη συνολική οπτική εντύπωση που δημιουργεί το εν λόγω σήμα. Συγκεκριμένα, όπως τόνισε και το τμήμα προσφυγών στη σκέψη 21 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το επίδικο σήμα, στη συνολική οπτική του εντύπωση, χαρακτηρίζεται από την παράσταση πλειόνων ελεφάντων σε μια ορθογώνια ετικέτα με στρογγυλεμένες γωνίες. Συνεπώς, η απεικόνιση ενός πλήθους ελεφάντων αποτελεί σύμφυτο μέρος του εν λόγω σήματος.

35      Στον βαθμό που η προσφεύγουσα επικαλείται, συναφώς, τη νομολογία των γερμανικών δικαστηρίων, πρέπει να επισημανθεί ότι το κοινοτικό καθεστώς των σημάτων συνιστά αυτοτελές σύστημα το οποίο αποτελείται από ένα σύνολο κανόνων και επιδιώκει σκοπούς που προσιδιάζουν σ’ αυτό, η δε εφαρμογή του είναι ανεξάρτητη κάθε εθνικού συστήματος. Επομένως, το ΓΕΕΑ και, ενδεχομένως, ο δικαστής της Ένωσης δεν δεσμεύονται από τις αποφάσεις που έχουν εκδοθεί στο επίπεδο των κρατών μελών [βλ. απόφαση του Πρωτοδικείου της 27ης Φεβρουαρίου 2002, T‑106/00, Streamserve κατά ΓΕΕΑ (STREAMSERVE), Συλλογή 2002, σ. II‑723, σκέψη 47 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία], οι οποίες συνιστούν απλώς ένα στοιχείο το οποίο, χωρίς να είναι καθοριστικό, μπορεί μόνο να ληφθεί υπόψη στο πλαίσιο διαδικασίας κηρύξεως ακυρότητας αφορώσας κοινοτικό σήμα [βλ., κατ’ αναλογία, απόφαση του Πρωτοδικείου της 19ης Σεπτεμβρίου 2001, T‑337/99, Henkel κατά ΓΕΕΑ (Κόκκινη και λευκή στρογγυλή ταμπλέτα), Συλλογή 2001, σ. II‑2597, σκέψη 58 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία].

36      Οι αποφάσεις όμως που επικαλέσθηκε η προσφεύγουσα αφορούν τον πολλαπλασιασμό ενός λεκτικού στοιχείου σε ένα σήμα, ενώ το επίμαχο εν προκειμένω στοιχείο είναι εικονιστικό. Δεδομένου ότι ο πολλαπλασιασμός των δύο αυτών ειδών στοιχείων δεν έχει, κατά γενικό κανόνα, τον ίδιο αντίκτυπο στη συνολική εντύπωση που δημιουργεί ένα σήμα, πρέπει να θεωρηθεί ότι οι αποφάσεις των γερμανικών δικαστηρίων τις οποίες επικαλείται η προσφεύγουσα δεν μπορούν να μεταφερθούν στην υπό κρίση περίπτωση και δεν μπορούν συνεπώς να ληφθούν υπόψη από το Γενικό Δικαστήριο.

37      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει επίσης, στο πλαίσιο αυτό, ότι έχει τη δυνατότητα να αναπαράγει τα προγενέστερα εικονιστικά σήματα πολλές φορές και σε διάφορα μεγέθη επί των προϊόντων της. Αναφέρεται, συναφώς, στις χρήσεις στον τομέα της μόδας και, ειδικότερα, στα «προϊόντα με μονόγραμμα» ορισμένων σημάτων πολυτελείας.

38      Ωστόσο, το επιχείρημα αυτό υπερβαίνει το πλαίσιο της συγκρίσεως του επίδικου σήματος με τα προγενέστερα σήματα, καθόσον αφορά τη χρήση των τελευταίων αυτών σημάτων. Εξάλλου, όπως προκύπτει από τη σκέψη 29 ανωτέρω, το επίδικο σήμα δεν συνίσταται στην παράσταση ενός απροσδιόριστου αριθμού ελεφάντων, αλλά σε μια οριοθετημένη επιφάνεια που περικλείει την ολική ή μερική παράσταση διαφόρων ελεφάντων.

39      Εν πάση περιπτώσει, η προσφεύγουσα δεν τεκμηριώνει τους ισχυρισμούς της που αφορούν τις χρήσεις στον τομέα της μόδας. Ούτε εξηγεί γιατί είναι λυσιτελές το παράδειγμα των «προϊόντων με μονόγραμμα», δεδομένου ότι τα επίμαχα στην υπό κρίση υπόθεση σήματα δεν παρουσιάζονται ως μονογράμματα.

40      Δεδομένου ότι κανένα από τα επιχειρήματα της προσφεύγουσας που αφορούν την παράσταση πλειόνων ελεφάντων στο επίδικο σήμα δεν μπορεί να γίνει δεκτό, πρέπει να θεωρηθεί ότι το στοιχείο αυτό συντείνει στη διαφοροποίηση, από οπτικής απόψεως, του επίδικου σήματος από τα προγενέστερα εικονιστικά σήματα, τα οποία δεν περιέχουν παρά μία και μόνη παράσταση του εν λόγω ζώου.

41      Κατόπιν των προεκτεθέντων, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι το τμήμα προσφυγών δεν υπέπεσε σε πλάνη συμπεραίνοντας, στη σκέψη 24 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι, ιδωμένα συνολικά, το επίδικο σήμα και τα προγενέστερα εικονιστικά σήματα ήταν διαφορετικά από οπτικής απόψεως.

 Επί της ηχητικής συγκρίσεως

42      Πρέπει, εκ προοιμίου, να παρατηρηθεί ότι ορθώς η προσφεύγουσα προβάλλει μια ανακολουθία στην αιτιολογία της προσβαλλομένης αποφάσεως όσον αφορά την ηχητική ομοιότητα. Συγκεκριμένα, η σκέψη 25 της προσβαλλομένης αποφάσεως, κατά την οποία τα εικονιστικά σήματα δεν προφέρονται, δεν συμβιβάζεται, καταρχάς, με τη σκέψη 26 της ίδιας της αποφάσεως, κατά την οποία, εν πάση περιπτώσει, η προφορική περιγραφή του επίδικου σήματος είναι διαφορετική από εκείνη των προγενέστερων σημάτων.

43      Επιπλέον, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει, κατ’ ουσίαν, το ΓΕΕΑ, το επιχείρημα που εκτίθεται στη σκέψη 26 της προσβαλλομένης αποφάσεως δεν φαίνεται να είναι αμιγώς πλεοναστικό. Συγκεκριμένα, στη σκέψη 37 της προσβαλλομένης αποφάσεως, που αφορά τη σφαιρική εκτίμηση της υπάρξεως του κινδύνου συγχύσεως, το τμήμα προσφυγών αναφέρθηκε ρητώς στις διαπιστωθείσες ηχητικές διαφορές μεταξύ των επίμαχων σημάτων.

44      Επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελής λόγω αντιφατικής αιτιολογίας όσον αφορά την εκτίμηση της ηχητικής ομοιότητας.

45      Παρ’ όλα ταύτα, σε αντίθεση προς όσα υποστηρίζει η προσφεύγουσα, η ηχητική σύγκριση δεν είναι λυσιτελής στο πλαίσιο της εξετάσεως της ομοιότητας ενός εικονιστικού σήματος που στερείται λεκτικών στοιχείων με ένα άλλο σήμα [βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της 25ης Μαρτίου 2010, T‑5/08 έως T‑7/08, Nestlé κατά ΓΕΕΑ — Master Beverage Industries (Golden Eagle και Golden Eagle Delux), Συλλογή 2010, σ. II‑1177, σκέψη 67].

46      Συγκεκριμένα, ένα εικονιστικό σήμα που στερείται λεκτικών στοιχείων δεν μπορεί να προφερθεί αυτό καθαυτό. Το πολύ, το οπτικό ή εννοιολογικό περιεχόμενό του μπορεί να περιγραφεί προφορικά. Μια τέτοια περιγραφή όμως συμπίπτει οπωσδήποτε είτε με την οπτική είτε με την εννοιολογική πρόσληψη του οικείου σήματος. Κατά συνέπεια, δεν πρέπει να εξεταστεί αυτοτελώς η ηχητική πρόσληψη ενός εικονιστικού σήματος που στερείται λεκτικών στοιχείων και να συγκριθεί με την ηχητική πρόσληψη άλλων σημάτων.

47      Υπό τις περιστάσεις αυτές και λαμβανομένου υπόψη του ότι το επίδικο σήμα αποτελεί εικονιστικό σήμα στερούμενο λεκτικών στοιχείων, δεν πρέπει να συναχθεί ούτε ηχητική ομοιότητα ούτε ηχητική ανομοιότητα μεταξύ του σήματος αυτού και των προγενεστέρων σημάτων.

 Επί της εννοιολογικής συγκρίσεως

48      Στη σκέψη 28 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε, αφενός, ότι το προγενέστερο λεκτικό σήμα σήμαινε «ελέφαντες» στα γερμανικά, ήτοι στη γλώσσα της επικράτειας εντός της οποίας είχε καταχωριστεί. Αφετέρου, κατά το τμήμα προσφυγών, τα επίμαχα εικονιστικά σήματα αναφέρονταν όλα σαφώς στην έννοια «ελέφαντας». Ωστόσο, στον βαθμό που τα προγενέστερα σήματα παρουσιάζουν έναν μόνον ελέφαντα, ενώ το επίδικο σήμα περιλαμβάνει πολλούς ελέφαντες, διαφορετικών μεγεθών, διατεταγμένους κατά ιδιαίτερο τρόπο και πλαισιωμένους από μια ορθογώνια ετικέτα με στρογγυλεμένες γωνίες, το τμήμα προσφυγών κατέληξε στο συμπέρασμα της υπάρξεως εννοιολογικής ομοιότητας και όχι ταυτότητας.

49      Η προσφεύγουσα υποστηρίζει ότι η εννοιολογική ομοιότητα είναι εντονότερη από αυτή που διαπίστωσε το τμήμα προσφυγών. Ισχυρίζεται, ειδικότερα, ότι υφίσταται εννοιολογική ταυτότητα μεταξύ του επίδικου σήματος και του προγενέστερου λεκτικού σήματος.

50      Όσον αφορά, στο πλαίσιο αυτό, την εννοιολογική πρόσληψη του επίδικου σήματος, διαπιστώθηκε, καταρχάς, στη σκέψη 30 ανωτέρω, ότι το γεγονός ότι το επίδικο σήμα περιέχει διαγώνιες σειρές ελεφάντων δεν επηρεάζει την πρόσληψή του από το ενδιαφερόμενο κοινό. Συνεπώς, το ενδιαφερόμενο κοινό δεν πρόκειται να αντιληφθεί μια οποιαδήποτε ιδιαίτερη διάταξη στη σειρά των ελεφάντων που απεικονίζεται στο επίδικο σήμα. Ακολούθως, από τη σκέψη 29 ανωτέρω προκύπτει ότι το ορθογώνιο παραλληλόγραμμο με τις στρογγυλεμένες γωνίες που πλαισιώνει την παράσταση των ελεφάντων στο επίδικο σήμα θα γίνει αντιληπτό ως οριοθέτηση του σήματος στον χώρο. Οπότε, σε αυτό το στοιχείο δεν πρόκειται να προσδοθεί κάποιο ιδιαίτερο εννοιολογικό περιεχόμενο. Τέλος, λαμβανομένου υπόψη του ότι ο μέσος καταναλωτής πρέπει, κατά γενικό κανόνα, να εμπιστεύεται την ατελή εικόνα των σημάτων που έχει συγκρατήσει στη μνήμη του (βλ., κατά την έννοια αυτή, απόφαση του Δικαστηρίου της 22ας Ιουνίου 1999, C‑342/97, Lloyd Schuhfabrik Meyer, Συλλογή 1999, σ. I‑3819, σκέψη 26), η εννοιολογική πρόσληψη του επίδικου σήματος δεν θα επηρεαστεί από την παρουσία ελεφάντων διαφορετικών μεγεθών.

51      Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι το ενδιαφερόμενο κοινό θα προσλάβει το επίδικο σήμα ως αναφερόμενο, από εννοιολογικής απόψεως, απλώς στους ελέφαντες. Συνεπώς, ορθώς η προσφεύγουσα ισχυρίζεται ότι υφίσταται εννοιολογική ταυτότητα μεταξύ του επίδικου σήματος και του προγενέστερου λεκτικού σήματος.

52      Όσον αφορά την εννοιολογική σύγκριση μεταξύ του επίδικου σήματος και των προγενέστερων εικονιστικών σημάτων, δεν αμφισβητείται ότι τα τελευταία αυτά θα προσληφθούν ως παραπέμποντα στην έννοια «ελέφαντας». Δεδομένης όμως της εγγύτητας μεταξύ της έννοιας «ελέφαντας» και της έννοιας «ελέφαντες», πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα, όπως έπραξε και το τμήμα προσφυγών, ότι υφίσταται εννοιολογική ομοιότητα μεταξύ του επίδικου σήματος και των προγενέστερων εικονιστικών σημάτων.

53      Τελικώς, επιβάλλεται η διαπίστωση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι πλημμελής λόγω σφαλμάτων σχετικών με την εκτίμηση της ηχητικής ομοιότητας και της εννοιολογικής ομοιότητας.

54      Ωστόσο, το κατά πόσον τα σφάλματα αυτά επηρεάζουν το βάσιμο της διαπιστώσεως του τμήματος προσφυγών που αφορά την απουσία κινδύνου συγχύσεως και, επομένως, το βάσιμο του διατακτικού της προσβαλλομένης αποφάσεως μπορεί να εκτιμηθεί μόνο κατά το στάδιο της σφαιρικής εξετάσεως του συνόλου των κρίσιμων παραγόντων. Για τους σκοπούς της εξετάσεως αυτής, πρέπει να θεωρηθεί ότι τα επίμαχα σήματα είναι διαφορετικά από οπτικής απόψεως, ότι η ηχητική τους σύγκριση δεν ασκεί επιρροή και ότι, από εννοιολογικής απόψεως, το επίδικο σήμα είναι πανομοιότυπο με το προγενέστερο λεκτικό σήμα και παρόμοιο με τα προγενέστερα εικονιστικά σήματα.

 Επί της μη συνεκτιμήσεως του έντονου διακριτικού χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων

55      Στη σκέψη 30 της προσβαλλομένης αποφάσεως, το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε ρητώς προβάλει, ενώπιον του τμήματος ακυρώσεως, αυξημένο διακριτικό χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων οφειλόμενο στην εντατική χρήση τους. Συγκεκριμένα, οι παρατηρήσεις και οι αποδείξεις που υπέβαλε η προσφεύγουσα ενώπιον του τμήματος ακυρώσεως αφορούσαν αποκλειστικά το ζήτημα της ουσιαστικής χρήσεως των εν λόγω σημάτων, το οποίο είχε εγείρει η παρεμβαίνουσα. Κατά συνέπεια, το τμήμα προσφυγών δεν εξέτασε αν τα προγενέστερα σήματα είχαν αποκτήσει αυξημένο διακριτικό χαρακτήρα λόγω της χρήσεώς τους. Θεώρησε, στη σκέψη 31 της προσβαλλομένης αποφάσεως, ότι είχαν διακριτικό χαρακτήρα σε συνήθη βαθμό.

56      Η προσφεύγουσα αμφισβητεί ότι δεν προέβαλε τον αυξημένο διακριτικό χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων. Παραπέμπει, συναφώς, στις παρατηρήσεις που υπέβαλε στο τμήμα ακυρώσεως στις 11 Οκτωβρίου 2007.

57      Η σελίδα 11 των παρατηρήσεων αυτών, όπως μεταφράστηκαν στη γλώσσα της διαδικασίας ενώπιον του ΓΕΕΑ και υποβλήθηκαν στο τμήμα ακυρώσεως στις 7 Νοεμβρίου 2007, περιλαμβάνει το ακόλουθο απόσπασμα:

«3.      Αντίθετα προς την άποψη της ανακόπτουσας, ούτε τα [προγενέστερα σήματα] έχουν ασθενή διακριτικό χαρακτήρα. Αντιθέτως: [λ]όγω της προηγούμενης εντατικής και επί μακρόν χρήσεώς τους στη γερμανική αγορά, τα σήματα αυτά έχουν διακριτικό χαρακτήρα ισχυρότερο του μέσου όρου.»

58      Από το απόσπασμα αυτό προκύπτει ότι η προσφεύγουσα επικαλέσθηκε ρητώς τον αυξημένο διακριτικό χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων που οφείλεται στην προηγούμενη χρήση τους. Κατά συνέπεια, τόσο το τμήμα ακυρώσεως, δυνάμει του άρθρου 74, παράγραφος 1, του κανονισμού 40/94, που ήταν σε ισχύ την ημερομηνία της αποφάσεώς του, όσο και το τμήμα προσφυγών, δυνάμει του άρθρου 76, παράγραφος 1, του κανονισμού 207/2009, όφειλαν να εξετάσουν στις αποφάσεις τους το βάσιμο του ισχυρισμού αυτού.

59      Τα επιχειρήματα που προέβαλε το ΓΕΕΑ δεν μπορούν να θέσουν εν αμφιβόλω τη διαπίστωση αυτή.

60      Έτσι, πρώτον, το ΓΕΕΑ ισχυρίζεται ότι η προσφεύγουσα δεν επικαλέσθηκε τον αυξημένο διακριτικό χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων ούτε στο τυποποιημένο έντυπο της αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας, που υποβλήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 2007, ούτε στις παρατηρήσεις που συνόδευαν το έντυπο αυτό.

61      Ωστόσο, αφενός, το τυποποιημένο έντυπο δεν περιέχει κάποιο τμήμα που να αφορά τον διακριτικό χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων, αλλά αποκλειστικά την ενδεχόμενη φήμη τους, η οποία δεν προβλήθηκε στην υπό κρίση υπόθεση.

62      Αφετέρου, ούτε από τον κανονισμό 40/94 ούτε από τον κανονισμό 207/2009 προκύπτει ότι ο ισχυρισμός περί του αυξημένου διακριτικού χαρακτήρα του προγενέστερου σήματος, για να είναι παραδεκτός, πρέπει να διατυπώνεται κατά το χρονικό σημείο της υποβολής της αιτήσεως κηρύξεως ακυρότητας.

63      Δεύτερον, κατά το ΓΕΕΑ, το απόσπασμα που παρατέθηκε στη σκέψη 57 ανωτέρω αποτελεί έναν μοναδικό και σύντομο ισχυρισμό, που προβλήθηκε σε απάντηση στις παρατηρήσεις της παρεμβαίνουσας στο πλαίσιο της συζητήσεως επί του ζητήματος της αποδείξεως της ουσιαστικής χρήσεως των προγενέστερων σημάτων.

64      Όμως, αφενός, ενώ το οικείο απόσπασμα είναι σύντομο, το νόημά του είναι επαρκώς σαφές και ακριβές.

65      Αφετέρου, δεν μπορεί να υποστηρίζεται ότι ο ισχυρισμός της προσφεύγουσας διατυπώθηκε στο πλαίσιο της συζητήσεως σχετικά με της απόδειξη της ουσιαστικής χρήσεως των προγενέστερων σημάτων. Συγκεκριμένα, η τελευταία αυτή προβληματική εξετάστηκε στα σημεία I και II των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας της 11ης Οκτωβρίου 2007, ενώ το απόσπασμα που παρατέθηκε στη σκέψη 57 ανωτέρω ελήφθη από το σημείο III του ίδιου εγγράφου, που πραγματεύεται τα λοιπά επιχειρήματα που προέβαλε η παρεμβαίνουσα. Όπως δέχεται και το ΓΕΕΑ, τα επιχειρήματα αυτά περιελάμβαναν το ζήτημα του διακριτικού χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων.

66      Τρίτον, το ΓΕΕΑ υποστηρίζει ότι η προσφεύγουσα παρέλειψε να αναφέρει συγκεκριμένες αποδείξεις για να τεκμηριώσει τον προβαλλόμενο αυξημένο διακριτικό χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων. Περαιτέρω, κατά το ΓΕΕΑ, οι αποδείξεις που υποβλήθηκαν στο παράρτημα των παρατηρήσεων της προσφεύγουσας της 11ης Οκτωβρίου 2007 αποσκοπούσαν στο να αποδειχθεί η ουσιαστική χρήση των προγενέστερων σημάτων.

67      Συναφώς, από μια λαμβάνουσα υπόψη τα συμφραζόμενα ανάγνωση του αποσπάσματος που παρατέθηκε στη σκέψη 57 ανωτέρω προκύπτει ότι η προσφεύγουσα παρέπεμψε, προκειμένου να τεκμηριώσει τον ισχυρισμό περί του αυξημένου διακριτικού χαρακτήρα των προγενέστερων σημάτων, στο σύνολο των στοιχείων που αυτή προέβαλε προκειμένου να αποδείξει την ουσιαστική χρήση των σημάτων αυτών.

68      Περαιτέρω, τα στοιχεία αυτά, ήτοι διαφημιστικό υλικό στο οποίο εμφανίζονταν τα προγενέστερα σήματα και υπεύθυνες δηλώσεις σχετικά με τον όγκο των πωλήσεων των προϊόντων που έφεραν το σήμα αυτό, ασκούσαν επιρροή, καταρχάς, όχι μόνον όσον αφορά την ουσιαστική χρήση των προγενέστερων σημάτων, αλλά και όσον αφορά τον ενδεχόμενο κτηθέντα λόγω της χρήσεως διακριτικό χαρακτήρα τους.

69      Υπό τις περιστάσεις αυτές, πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσφεύγουσα προσδιόρισε τις αποδείξεις επί των οποίων στηριζόταν με επαρκή ακρίβεια, οπότε το ΓΕΕΑ μπόρεσε να εξετάσει το βάσιμο των ισχυρισμών της και η παρεμβαίνουσα μπόρεσε να υποβάλει τις παρατηρήσεις της συναφώς.

70      Κατόπιν των προεκτεθέντων, πρέπει να συναχθεί το συμπέρασμα ότι κακώς το τμήμα προσφυγών διαπίστωσε ότι η προσφεύγουσα δεν είχε ρητώς ισχυριστεί ότι τα προγενέστερα σήματα είχαν αυξημένο διακριτικό χαρακτήρα οφειλόμενο στη χρήση τους. Οπότε, επίσης κακώς δεν εξέτασε το βάσιμο των ισχυρισμών της προσφεύγουσας επί του σημείου αυτού.

71      Το σφάλμα αυτό συνεπάγεται ότι το τμήμα προσφυγών παρέλειψε να εξετάσει έναν παράγοντα που είναι δυνητικά κρίσιμος για τη σφαιρική εκτίμηση της υπάρξεως του κινδύνου συγχύσεως μεταξύ του επίδικου σήματος και των προγενεστέρων σημάτων (βλ., κατά την έννοια αυτή, αποφάσεις του Δικαστηρίου της 11ης Νοεμβρίου 1997, C‑251/95, SABEL, Συλλογή 1997, σ. I‑6191, σκέψη 24· της 29ης Σεπτεμβρίου 1998, C‑39/97, Canon, Συλλογή 1998, σ. I‑5507, σκέψη 18, και της 22ας Ιουνίου 1999, C‑342/97, Lloyd Schuhfabrik Meyer, Συλλογή 1999, σ. I‑3819, σκέψη 20).

72      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Γενικό Δικαστήριο δεν διαθέτει όλα τα αναγκαία στοιχεία για να ελέγξει το βάσιμο της σφαιρικής εκτιμήσεως της υπάρξεως του κινδύνου συγχύσεως, όπως τη διενήργησε το τμήμα προσφυγών στην προσβαλλόμενη απόφαση.

73      Κατά συνέπεια, πρέπει να γίνει δεκτός ο μοναδικός λόγος ακυρώσεως και, επομένως, να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να χρειάζεται να εξεταστούν τα επιχειρήματα σχετικά με την εν λόγω εκτίμηση, ιδίως όσον αφορά τη σχέση μεταξύ των διαφόρων στοιχείων που συνήχθησαν από τη σύγκριση μεταξύ των επίμαχων σημείων.

 Επί των δικαστικών εξόδων

74      Κατά το άρθρο 87, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα.

75      Εν προκειμένω, το ΓΕΕΑ και η παρεμβαίνουσα ηττήθηκαν. Επομένως, αφενός, το ΓΕΕΑ πρέπει να καταδικαστεί να φέρει, πέραν των δικών του εξόδων, τα δικαστικά έξοδα της προσφεύγουσας, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα της τελευταίας αυτής.

76      Αφετέρου, πρέπει να αποφασιστεί ότι η παρεμβαίνουσα θα φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τέταρτο τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Ακυρώνει την απόφαση του τετάρτου τμήματος προσφυγών του Γραφείου Εναρμονίσεως στο πλαίσιο της Εσωτερικής Αγοράς (εμπορικά σήματα, σχέδια και υποδείγματα) (ΓΕΕΑ) της 15ης Ιουλίου 2010 (υπόθεση R 1638/2008-4).

2)      Το ΓΕΕΑ φέρει, πέραν των δικών του εξόδων, τα δικαστικά έξοδα της Dosenbach-Ochsner AG Schuhe und Sport.

3)      Η Sisma SpA φέρει τα δικαστικά της έξοδα.

Pelikánová

Jürimäe

Van der Woude

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 7 Φεβρουαρίου 2012.

(υπογραφές)


* Γλώσσα διαδικασίας: η ιταλική.