Language of document : ECLI:EU:F:2015:7

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

(δεύτερο τμήμα)

της 5ης Μαρτίου 2015

Υπόθεση F‑97/13

Valéria Anna Gyarmathy

κατά

Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA)

«Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Έκτακτοι υπάλληλοι – Πρόσληψη – Ανακοίνωση κενής θέσεως – Απόρριψη υποψηφιότητας»

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, με την οποία η V. Α. Gyarmathy ζητεί, κατ’ ουσίαν, την ακύρωση της αποφάσεως του διευθυντή του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA ή στο εξής: Οργανισμός) βάσει της οποίας προσλήφθηκε άλλος υποψήφιος αντ’ αυτής για τη θέση του «υπευθύνου για το πρόγραμμα κοινωνικής έρευνας». Επίσης, ζητεί την καταβολή αποζημιώσεως λόγω της υλικής ζημίας και της ηθικής βλάβης που θεωρεί ότι υπέστη.

Απόφαση:      Η προσφυγή-αγωγή απορρίπτεται. Η V. A. Gyarmathy φέρει τα δικαστικά της έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Βλαπτική απόφαση – Απόρριψη υποψηφιότητας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως – Περιεχόμενο – Τήρηση του απορρήτου των εργασιών της επιτροπής επιλογής

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 2, στοιχείο γ΄· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 25, εδ. 2)

2.      Υπαλληλικές προσφυγές – Προηγούμενη διοικητική ένσταση – Αντιστοιχία μεταξύ διοικητικής ενστάσεως και προσφυγής – Ταυτότητα αντικειμένου και υποθέσεως – Υποχρέωση της Διοικήσεως να ερμηνεύει τις ενστάσεις με ευρύτητα πνεύματος – Απλή απαρίθμηση των πιθανών λόγων του παράνομου χαρακτήρα της επίμαχης αποφάσεως – Απαράδεκτο

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

3.      Υπαλληλικές προσφυγές – Λόγοι – Λόγος δημοσίας τάξεως – Έννοια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρα 90 και 91)

1.      Η υποχρέωση αιτιολογήσεως που επιβάλλει το άρθρο 25, δεύτερο εδάφιο, του ΚΥΚ έχει ως σκοπό, αφενός, να παράσχει στον ενδιαφερόμενο επαρκή στοιχεία προκειμένου να εκτιμήσει τη βασιμότητα της βλαπτικής γι’ αυτόν πράξεως και τη σκοπιμότητα ασκήσεως προσφυγής ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης και, αφετέρου, να παράσχει στο τελευταίο τη δυνατότητα να ασκήσει τον έλεγχό του όσον αφορά τη νομιμότητα της πράξεως. Επιπλέον, το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο γ΄, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης ορίζει ότι το θεμελιώδες δικαίωμα για χρηστή διοίκηση περιλαμβάνει ιδίως «την υποχρέωση της Διοίκησης να αιτιολογεί τις αποφάσεις της».

Πάντως, αυτή η υποχρέωση αιτιολογήσεως πρέπει να συνδυάζεται, στο πλαίσιο των διαδικασιών προσλήψεως προσωπικού για την κάλυψη κενών θέσεων, με την τήρηση του απορρήτου των εργασιών της επιτροπής επιλογής, η οποία επιτάσσει τόσο τη μη κοινολόγηση της στάσης κάθε επιμέρους μέλους της επιτροπής επιλογής όσο και τη μη αποκάλυψη οποιουδήποτε στοιχείου που έχει σχέση με εκτιμήσεις προσωπικού ή συγκριτικού χαρακτήρα που αφορούν τους υποψηφίους.

Όσον αφορά τους διαγωνισμούς, λαμβανομένου υπόψη του απορρήτου που πρέπει να περιβάλλει τις εργασίες της εξεταστικής επιτροπής, η γνωστοποίηση των βαθμών που έλαβε ο υποψήφιος στις διάφορες δοκιμασίες συνιστά, κατ’ αρχήν, επαρκή αιτιολογία των αποφάσεων της εξεταστικής επιτροπής. Οι αρχές αυτές έχουν ανάλογη εφαρμογή στη διαδικασία επιλογής έκτακτου υπαλλήλου.

(βλ. σκέψεις 47 έως 49)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: αποφάσεις Trentea κατά FRA, F‑112/10, EU:F:2012:179, σκέψεις 89 και 90, και De Mendoza Asensi κατά Επιτροπής, F‑127/11, EU:F:2014:14, σκέψη 94 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

2.      Εφόσον η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία έχει άτυπο χαρακτήρα, οι δε ενδιαφερόμενοι ενεργούν κατά κανόνα στο στάδιο αυτό χωρίς την επικουρία δικηγόρου, η Διοίκηση δεν πρέπει να ερμηνεύει τις διοικητικές ενστάσεις κατά τρόπο συσταλτικό, αλλά πρέπει, αντιθέτως, να τις εξετάζει με ευρύτητα πνεύματος. Εξάλλου, το άρθρο 91 του ΚΥΚ δεν αποσκοπεί στο να δεσμεύσει, κατά τρόπο άκαμπτο και οριστικό, το περιεχόμενο της ενδεχόμενης ένδικης διαδικασίας, υπό τον όρον ότι η ένδικη προσφυγή δεν μεταβάλλει ούτε τον λόγο ούτε το αντικείμενο της διοικητικής ενστάσεως. Εντούτοις, προκειμένου να εκπληρώσει τον σκοπό της η προ της ασκήσεως της προσφυγής διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 91, παράγραφος 2, του ΚΥΚ, απαιτείται η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να είναι σε θέση να γνωρίζει κατά τρόπο αρκούντως ακριβή τις επικρίσεις που διατυπώνουν οι ενδιαφερόμενοι κατά της επίμαχης αποφάσεως.

Συναφώς, η απαρίθμηση των πιθανών λόγων του παράνομου χαρακτήρα της επίμαχης αποφάσεως ουδόλως επιτρέπει στη Διοίκηση, ακόμα και όταν αυτή ερμηνεύει με ευρύτητα πνεύματος τη διοικητική ένσταση, να αντιληφθεί τις επικρίσεις που ο προσφεύγων διατυπώνει κατά της εν λόγω αποφάσεως. Έτσι, η ερμηνεία με ευρύτητα πνεύματος μιας διοικητικής ενστάσεως δεν συνεπάγεται ότι η Διοίκηση υποχρεούται να φανταστεί ή να εικάσει σε τι ήθελε να αναφερθεί ο υποβαλών τη διοικητική ένσταση ο οποίος όμως δεν έχει δώσει άλλες διευκρινίσεις. Επομένως, ο προσφεύγων δεν μπορεί να επικαλεστεί απλή παράθεση των ενδεχόμενων λόγων του παράνομου χαρακτήρα της επίδικης αποφάσεως για να δικαιολογήσει το παραδεκτό ενός λόγου υπό το πρίσμα του κανόνα αντιστοιχίας μεταξύ διοικητικής ενστάσεως και προσφυγής.

(βλ. σκέψεις 69 και 72)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: απόφαση Επιτροπή κατά Μοσχονάκη, EU:T:2013:557, σκέψεις 76 και 77 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

3.      Η ερμηνεία κατά την οποία κάθε λόγος που αντλείται από την προσβολή των θεμελιωδών δικαιωμάτων πρέπει να θεωρείται ως λόγος δημοσίας τάξεως και ως εκ τούτου να εξετάζεται αυτεπαγγέλτως από τον δικαστή δύναται να επιτρέψει στον προσφεύγοντα να επικαλεστεί, για πρώτη φορά ενώπιον του δικαστή, λόγο που αφορά ευθέως τη νομιμότητα μιας βλαπτικής γι’ αυτόν πράξεως και ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τους λόγους που προβλήθηκαν με τη διοικητική ένσταση. Υπό τις συνθήκες αυτές, η Διοίκηση δεν έλαβε γνώση, στο πλαίσιο της διοικητικής ενστάσεως, παρά μόνο μέρους των αιτιάσεων που της καταλογίζονται. Κατά συνέπεια, μη ούσα σε θέση να γνωρίζει με επαρκή ακρίβεια τις αιτιάσεις ή τα αιτήματα του ενδιαφερομένου, η Διοίκηση δεν μπορεί να επιχειρήσει φιλικό διακανονισμό.

(βλ. σκέψεις 86 και 87)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: απόφαση BG κατά Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή, T‑406/12 P, EU:T:2014:273, σκέψη 34

ΔΔΔΕΕ: απόφαση CR κατά Κοινοβουλίου, F‑128/12, EU:F:2014:38