Language of document : ECLI:EU:C:2018:796

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ

MANUEL CAMPOS SÁNCHEZ-BORDONA

της 3ης Οκτωβρίου 2018(1)

Υπόθεση C572/17

Riksåklagaren

κατά

Imran Syed

[αίτηση του Högsta domstolen (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Σουηδία)
για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]

«Προδικαστική παραπομπή – Δικαίωμα του δημιουργού και συγγενικά δικαιώματα –Κοινωνία της πληροφορίας – Δικαίωμα διανομής – Προσβολή – Είδη ενδύσεως με σημεία πανομοιότυπα ή παρόμοια με ορισμένα καταχωρισμένα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Αποθήκευση για τους σκοπούς της διαθέσεως στο εμπόριο – Αποθήκευση σε χώρο διάφορο του καταστήματος πωλήσεως»






1.        Το Högsta domstolen (Ανώτατο Δικαστήριο, Σουηδία) καλείται να αποφανθεί επί αιτήσεως αναιρέσεως κατά αποφάσεως δευτεροβάθμιου δικαστηρίου με την οποία καταδικάστηκε έμπορος που πωλούσε μέσω καταστήματός του και διατηρούσε στις αποθήκες του, εκ των οποίων η μία συνδέεται με το κατάστημα ενώ η άλλη βρίσκεται σε προάστιο της Στοκχόλμης, ορισμένα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα στα οποία απεικονίζονται εικόνες και σχέδια της ροκ μουσικής προστατευόμενα από δικαιώματα του δημιουργού, χωρίς τη συναίνεση των κατόχων των εν λόγω δικαιωμάτων.

2.        Το ερώτημα που το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει στο Δικαστήριο αφορά τα όρια ενός από τα δικαιώματα του δημιουργού, ήτοι του προβλεπόμενου στην οδηγία 2001/29/ΕΚ (2) δικαιώματος να επιτρέπει ή να απαγορεύει τη διανομή του πρωτοτύπου ή αντιγράφου των έργων του στο κοινό. Ειδικότερα, ζητεί να μάθει αν το εν λόγω δικαίωμα καταλαμβάνει, πέραν των πωληθέντων εμπορευμάτων, και εκείνα που έχουν αποθηκευτεί, και σε ποιο βαθμό.

I.      Το νομικό πλαίσιο

1.      Το διεθνές δίκαιο

3.        Η Συνθήκη του Παγκόσμιου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας (ΠΟΔΙ) για την πνευματική ιδιοκτησία, που υπεγράφη στη Γενεύη στις 20 Δεκεμβρίου 1996 (στο εξής: Συνθήκη του ΠΟΔΙ), εγκρίθηκε εξ ονόματος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με την απόφαση 2000/278/ΕΚ του Συμβουλίου, της 16ης Μαρτίου 2000 (3).

4.        Το άρθρο 6 ορίζει τα εξής:

«1.      Οι δημιουργοί λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων έχουν το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν τη διάθεση στο κοινό του πρωτοτύπου και των αντιτύπων των έργων τους μέσω πώλησης ή άλλης μεταβίβασης της κυριότητας.

2.      Καμία διάταξη της παρούσας συνθήκης δεν θίγει την ελευθερία των συμβαλλομένων μερών να θεσπίσουν, ενδεχομένως, τους όρους υπό τους οποίους επέρχεται η ανάλωση του δικαιώματος που προβλέπεται στην παράγραφο 1 μετά την πρώτη πώληση ή άλλη μεταβίβαση της κυριότητας του πρωτοτύπου ή αντιτύπων του έργου με την άδεια του δημιουργού.»

2.      Το δίκαιο της Ένωσης. Οδηγία 2001/29 (4)

5.        Η ένατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας αυτής έχει ως εξής:

«Κάθε εναρμόνιση του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων πρέπει να βασίζεται σε υψηλό επίπεδο προστασίας, διότι τα εν λόγω δικαιώματα είναι ουσιώδη για την πνευματική δημιουργία. […]»

6.        Η ενδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας προβλέπει:

«Ένα αποτελεσματικό και αυστηρό σύστημα προστασίας του δικαιώματος του δημιουργού και των συγγενικών δικαιωμάτων αποτελεί βασικό μηχανισμό ώστε η ευρωπαϊκή πολιτιστική δημιουργικότητα και παραγωγή να εξασφαλίσουν τους αναγκαίους πόρους και να διασφαλιστεί η αυτονομία και η αξιοπρέπεια των δημιουργών και των ερμηνευτών.»

7.        Σύμφωνα με την εικοστή όγδοη αιτιολογική σκέψη:

«Η προστασία του δικαιώματος του δημιουργού βάσει της παρούσας οδηγίας περιλαμβάνει το αποκλειστικό δικαίωμα ελέγχου της διανομής έργων που ενσωματώνονται σε υλικό φορέα. Η πρώτη πώληση στην Κοινότητα του πρωτοτύπου του έργου ή των αντιγράφων του από τον φορέα του δικαιώματος ή με τη συναίνεσή του επιφέρει ανάλωση του δικαιώματος ελέγχου της μεταπώλησής τους στην Κοινότητα. Το δικαίωμα αυτό δεν θα πρέπει να αναλώνεται όταν το πρωτότυπο ή τα αντίγραφά του πωλούνται από τον δικαιούχο ή με τη συναίνεσή του εκτός Κοινότητας […].»

8.        Το άρθρο 4 ορίζει τα εξής:

«1.      Τα κράτη μέλη παρέχουν στους δημιουργούς, όσον αφορά το πρωτότυπο ή αντίγραφο των έργων τους, το αποκλειστικό δικαίωμα να επιτρέπουν ή να απαγορεύουν τη διανομή τους στο κοινό με οποιαδήποτε μορφή μέσω πώλησης ή άλλως.

2.      Το δικαίωμα διανομής του πρωτοτύπου ή των αντιγράφων ενός έργου εντός της Κοινότητας αναλώνεται μόνο εάν η πρώτη πώληση ή η κατ’ άλλον τρόπο πρώτη μεταβίβαση της κυριότητας του έργου αυτού εντός της Κοινότητας πραγματοποιείται από τον δικαιούχο ή με τη συγκατάθεσή του.»

3.      Ηεθνικήνομοθεσία. Lag (1960:729) om upphovsrätt till litterära och konstnärliga verk (5)

9.        Κατά το άρθρο 2 του εν λόγω νόμου, «μέτρο» το οποίο συνιστά προσβολή του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας μπορεί, μεταξύ άλλων, να συνίσταται στην εκμετάλλευση του έργου χωρίς τη συγκατάθεση του δικαιούχου, μέσω της διαθέσεώς του στο κοινό, ιδίως, όταν αντίγραφα του έργου προσφέρονται προς πώληση, μίσθωση ή δανεισμό ή με άλλον τρόπο διανέμονται στο κοινό (άρθρο 2, τρίτο εδάφιο, σημείο 4, του εν λόγω νόμου).

10.      Κατά το άρθρο 53, όποιος από πρόθεση ή από βαριά αμέλεια λαμβάνει «μέτρα» σχετικά με λογοτεχνικό ή καλλιτεχνικό έργο τα οποία συνιστούν προσβολή του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας που ένα πρόσωπο έχει επί του έργου αυτού σύμφωνα με τα κεφάλαια 1 και 2 του ίδιου νόμου, τιμωρείται με πρόστιμο ή ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο ετών.

II.    Το ιστορικό της διαφοράς της κύριας δίκης, τα προδικαστικά ερωτήματα και η ενώπιον του Δικαστηρίου διαδικασία

1.      Τα πραγματικά περιστατικά

11.      Ο I. Syed διατηρούσε στην περιοχή Gamla Stan, στη Στοκχόλμη, κατάστημα πωλήσεως, μεταξύ άλλων, ειδών ενδύσεως και αξεσουάρ που έφεραν σχέδια εμπνευσμένα από τη ροκ μουσική. Πρόκειται για πειρατικά προϊόντα που συνιστούν προσβολή του σήματος και παραβιάζουν τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας των οικείων δικαιούχων. Εκτός από το κατάστημα, εμπορεύματα βρίσκονταν επίσης σε αποθήκη που επικοινωνούσε με το κατάστημα και σε άλλη αποθήκη ευρισκόμενη στην τοποθεσία Bandhagen, μια περιοχή στη νότια Στοκχόλμη.

12.      Κατά την ποινική διαδικασία στο πλαίσιο της οποίας ήταν κατηγορούμενος για προσβολή του σήματος και παράβαση του UL, ο I. Syed κατέθεσε ενώπιον του tingsrätt (πλημμελειοδικείου, Σουηδία) ότι το κατάστημα λάμβανε νέα εμπορεύματα από τις δύο αποθήκες αρκετά τακτικά.

13.      Κατά τον Riksåklagaren (εισαγγελέα, Σουηδία), η διαπραχθείσα παράβαση ήταν διττή:

–      αφενός, η παράνομη εκ μέρους του κατηγορουμένου χρήση, κατά την άσκηση της εμπορικής δραστηριότητάς του που συνίστατο στην πώληση ειδών ενδύσεως και αξεσουάρ, σημείων πανομοιότυπων ή παρόμοιων με ορισμένα καταχωρισμένα σήματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, συνιστά προσβολή του σήματος. Η προσβολή συντελέστηκε με την εισαγωγή των εμπορευμάτων στη Σουηδία, τη διάθεσή τους προς πώληση στο κατάστημα του κατηγορουμένου και την αποθήκευσή τους για εμπορικούς σκοπούς εντός του καταστήματός του και σε αποθήκη που επικοινωνεί με αυτό, καθώς και σε αποθήκη στο Bandhagen (6

–      αφετέρου, η εκ μέρους του παράνομη διάθεση στο κοινό ειδών ενδύσεως και άλλων ειδών που έφεραν εικόνες τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας επί των οποίων ανήκαν σε ορισμένους καταγγέλλοντες συνιστά προσβολή των εν λόγω δικαιωμάτων. Η προσβολή συντελέστηκε με την προσφορά των εμπορευμάτων προς πώληση ή, άλλως, με τη διάθεσή τους στο κοινό εντός του καταστήματός του μέσω των συνδεδεμένων αποθηκών πλησίον του καταστήματος και στο Bandhagen. Επικουρικώς, κατηγορήθηκε βάσει του UL για απόπειρα παραβάσεως και για προπαρασκευαστικές πράξεις αδικήματος.

14.      Το πλημμελειοδικείο έκρινε τον Ι. Syed ένοχο για προσβολή σήματος όσον αφορά το σύνολο των επίμαχων εμπορευμάτων. Τον έκρινε, επίσης, ένοχο για παράβαση του UL όσον αφορά, αφενός, τα εμπορεύματα στο κατάστημα και, αφετέρου, τα πανομοιότυπα με αυτά εμπορεύματα στις αποθήκες (599 ενδύματα). Με την απόφασή του, το πλημμελειοδικείο επέβαλε ποινή φυλακίσεως με αναστολή και πρόστιμο υπολογιζόμενο ημερησίως για 80 ημέρες.

15.      Το ως άνω δικαστήριο επισήμανε ότι η από τον I. Syed προσφορά των εμπορευμάτων προς πώληση δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι περιορίζεται μόνο στα εμπορεύματα που βρίσκονταν στο κατάστημα, αλλά πρέπει να περιλαμβάνει επίσης τα αντίστοιχα εμπορεύματα που ήσαν αποθηκευμένα στις δύο αποθήκες. Εντούτοις, όσον αφορά τα λοιπά εμπορεύματα στις αποθήκες, που δεν αντιστοιχούν σε εμπορεύματα ευρισκόμενα στο κατάστημα, απάλλαξε τον I. Syed, κρίνοντας ότι δεν τα προσέφερε προς πώληση και δεν υπήρξε κατά τον UL απόπειρα παραβάσεως ούτε τελέστηκαν προπαρασκευαστικές πράξεις αδικήματος.

16.      Στο πλαίσιο εφέσεως κατά της ως άνω αποφάσεως, το Svea hovrätt, Patent- och marknadsöverdomstolen (εφετείο Στοκχόλμης, τμήμα διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας και εμπορικών διαφορών, Σουηδία) έκανε εν μέρει δεκτή την έφεση του I. Syed, απαλλάσσοντάς τον από την κατηγορία της παραβάσεως του UL όσον αφορά τα εμπορεύματα που ήσαν αποθηκευμένα στις δύο αποθήκες και αντιστοιχούσαν στα εμπορεύματα που πωλούνταν στο κατάστημα.

17.      Κατά την κρίση του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, μολονότι ο I. Syed αποθήκευε τα εμπορεύματα με πρόθεση να τα πωλήσει, δεν τα προσέφερε προς πώληση ή με άλλον τρόπο τα διένεμε στο κοινό, επισήμανε δε ότι η διακίνηση των εμπορευμάτων στις αποθήκες δεν συνιστά κατά τον UL απόπειρα ή προπαρασκευαστική πράξη αδικήματος. Ως εκ τούτου, έκρινε τον I. Syed ένοχο για παράβαση του UL μόνο όσον αφορά τα ενδύματα που βρίσκονταν στο κατάστημα. Κατά συνέπεια, τον καταδίκασε σε ποινή φυλακίσεως με αναστολή και μείωσε το πρόστιμο σε πρόστιμο υπολογιζόμενο ημερησίως για 60 ημέρες.

18.      Ο εισαγγελέας διαφώνησε με την απόφαση του εφετείου και άσκησε αναίρεση ενώπιον του Högsta domstolen (Ανωτάτου Δικαστηρίου). Κατά τον εισαγγελέα, η προσφορά εμπορευμάτων προς πώληση σε κατάστημα πρέπει να θεωρηθεί ότι περιλαμβάνει επίσης τη δυνατότητα πωλήσεως των αντίστοιχων προϊόντων που φυλάσσονται σε αποθήκη. Πρότεινε, ως εκ τούτου, να κηρυχθεί ο I. Syed ένοχος επίσης για παράβαση του UL όσον αφορά τα 599 εμπορεύματα που διατηρούσε στις αποθήκες και ήσαν πανομοιότυπα με εμπορεύματα που βρίσκονταν στο κατάστημα. Επικουρικώς, πρότεινε να κηρυχθεί ο κατηγορούμενος ένοχος για απόπειρα τελέσεως της εν λόγω παραβάσεως, απέσυρε ωστόσο την κατηγορία περί τελέσεως προπαρασκευαστικών πράξεων αδικήματος.

19.      Ο Ι. Syed αντέκρουσε την αναίρεση υποστηρίζοντας ότι, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου, για να υπάρχει προσβολή του δικαιώματος διανομής μέσω προσφοράς προς πώληση πρέπει να τελούνται πράξεις απευθυνόμενες προς το κοινό με σκοπό τη μεταβίβαση του συγκεκριμένου προϊόντος που αποτελεί το αντικείμενο της διανομής. Η αγορά και η αποθήκευση εμπορευμάτων δεν συνιστούν πράξεις υπό την έννοια αυτή παρά μόνο αν δοθεί υπερβολικά ευρεία ερμηνεία στην έννοια της διανομής, ερμηνεία που δεν συνάδει με την αρχή της νομιμότητας.

20.      Όπως επισημαίνει το Högsta domstolen (Ανώτατο Δικαστήριο), κατά τη νομοθετική διαδικασία για τη μεταφορά της οδηγίας 2001/29 στην εσωτερική έννομη τάξη, η κυβέρνηση επισήμανε ότι μια πράξη μπορεί να καλύπτεται από το δικαίωμα διανομής κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας, ακόμη και αν η πράξη αυτή δεν έχει ολοκληρωθεί. Αρκεί, για παράδειγμα, το αντίγραφο να προσφέρεται προς πώληση μέσω διαφημίσεως. Επισημαίνει περαιτέρω ότι ούτε ο UL ούτε η οδηγία 2001/29 περιλαμβάνουν ρητή απαγόρευση όσον αφορά την αποθήκευση προστατευόμενων προϊόντων (7) με σκοπό την πώληση.

21.      Κατά το αιτούν δικαστήριο, από την απόφαση Dimensione Direct Sales και Labianca (8) συνάγεται ότι δύναται να υπάρξει προσβολή του κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 αποκλειστικού δικαιώματος του δημιουργού όταν ένα πρόσωπο λαμβάνει μέτρα ή προβαίνει σε ενέργειες οι οποίες προηγούνται της συνάψεως της συμβάσεως πωλήσεως, όπως, για παράδειγμα, όταν προσφέρει προστατευόμενα προϊόντα προς πώληση. Ωστόσο, το ζήτημα εν προκειμένω είναι αν μπορεί να θεωρηθεί ότι πρόσωπο που φυλάσσει σε αποθήκη του προστατευόμενα προϊόντα τα προσφέρει προς πώληση όταν πωλεί πανομοιότυπα προϊόντα εντός καταστήματος που διατηρεί.

2.      Προδικαστικά ερωτήματα

22.      Υπό τις περιστάσεις αυτές, το Högsta domstolen (Ανώτατο Δικαστήριο) υποβάλλει στο Δικαστήριο τα εξής προδικαστικά ερωτήματα:

«1)      Όταν εμπορεύματα που φέρουν προστατευόμενα σχέδια προσφέρονται παρανόμως προς πώληση εντός καταστήματος, μπορεί επίσης να υπάρξει προσβολή του κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 αποκλειστικού δικαιώματος διανομής του δημιουργού, όσον αφορά εμπορεύματα που φέρουν πανομοιότυπα σχέδια και φυλάσσονται σε αποθήκη από το πρόσωπο που προσφέρει τα εμπορεύματα προς πώληση;

2)      Έχει σημασία αν τα εμπορεύματα φυλάσσονται σε αποθήκη που επικοινωνεί με το κατάστημα ή σε άλλη τοποθεσία;»

3.      Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

23.      Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου στις 28 Σεπτεμβρίου 2017 και γραπτές παρατηρήσεις κατέθεσαν ο εισαγγελέας και η Επιτροπή. Δεν κρίθηκε αναγκαία η διεξαγωγή επ’ ακροατηρίου συζητήσεως.

III. Συνοπτική παρουσίαση των παρατηρήσεων των διαδίκων

24.      Κατά τον εισαγγελέα, ο οποίος επαναλαμβάνει τη θέση που εξέφρασε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, πρέπει να ληφθεί υπόψη το αποτέλεσμα που θα είχε μια υπερβολικά στενή ερμηνεία του δικαιώματος διανομής για την εφαρμογή της οδηγίας 2004/48/ΕΚ (9). Επισημαίνει ότι τα δικονομικά μέτρα και οι ποινές που προβλέπει ο εν λόγω κανονισμός προϋποθέτουν τη διάπραξη ή την επικείμενη τέλεση/ολοκλήρωση αδικήματος.

25.      Ο εισαγγελέας υποστηρίζει ότι, η φύλαξη από έμπορο, στις εγκαταστάσεις του, εμπορευμάτων που φέρουν προστατευόμενα σχέδια, σκοπεί στην αποκόμιση οικονομικού ή εμπορικού οφέλους (10). Η προσφορά εμπορευμάτων προς πώληση σε κατάστημα σκοπό έχει να παρακινήσει τους καταναλωτές να αποκτήσουν και πανομοιότυπα προϊόντα φυλασσόμενα σε αποθήκη. Κάθε άλλη ερμηνεία θα ήταν, κατά την άποψη του εισαγγελέα, ασυμβίβαστη με τα κριτήρια που διατυπώθηκαν στην απόφαση Dimensione Direct Sales και δεν θα εξασφάλιζε ένα αποτελεσματικό και αυστηρό, αυξημένο επίπεδο προστασίας (11).

26.      Προτείνει, συνεπώς, να δοθεί στα προδικαστικά ερωτήματα η απάντηση ότι τα επίδικα εμπορεύματα παραβιάζουν το προβλεπόμενο στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 αποκλειστικό δικαίωμα διανομής του δημιουργού και στερείται σημασίας το αν φυλάσσονται σε αποθήκη που επικοινωνεί με το κατάστημα ή σε αποθήκη που βρίσκεται σε μεγαλύτερη απόσταση.

27.      Η Επιτροπή προτείνει ως αφετηρία της αναλύσεως των ερωτημάτων την απόφαση Dimensione Direct Sales, ιδίως τα κριτήρια που αναγνωρίζουν στον κάτοχο των δικαιωμάτων του δημιουργού το δικαίωμα να απαγορεύει κάθε μορφή διανομής των εμπορευμάτων που φέρουν το έργο του, καθώς και την έννοια της διανομής ως αυτοτελή έννοια του δικαίου της Ένωσης (12). Η έννοια αυτή μπορεί να περιλαμβάνει τη σύναψη συμβάσεως πωλήσεως και την παράδοση του οικείου αντικειμένου στον πελάτη, καθώς και άλλες πράξεις που προηγούνται της συνάψεως της συμβάσεως (13), συμπεριλαμβανομένων διαφημιστικών ενεργειών (14).

28.      Από τις ως άνω παραδοχές συνάγεται ότι η φύλαξη εμπορευμάτων σε αποθήκες εκτός του καταστήματος συνιστά παραβίαση του δικαιώματος διανομής του οικείου κατόχου, εφόσον αποδειχθεί ότι τα εμπορεύματα προσφέρονται προς πώληση ή αποτελούν αντικείμενο διαφημίσεως προς τους καταναλωτές. Ωστόσο, το ως άνω συμπέρασμα δεν δίδει, στην πραγματικότητα, απάντηση στα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου, το οποίο θέτει το ερώτημα αν τα φυλασσόμενα σε αποθήκη εμπορεύματα μπορούν να εξομοιωθούν προς εκείνα που προσφέρονται πράγματι στο κατάστημα, ανεξαρτήτως του αν πωλούνται ή αποτελούν αντικείμενο διαφημίσεως.

29.      Η Επιτροπή φρονεί ότι η ως άνω εξομοίωση δεν είναι δυνατή, καθώς προϋποθέτει ότι λαμβάνεται εξ αρχής ως δεδομένος ο εμπορικός προορισμός των φυλασσόμενων εμπορευμάτων από το γεγονός και μόνον ότι αντίστοιχα εμπορεύματα έχουν διατεθεί προς πώληση στο κοινό. Ως εκ τούτο, είναι αναγκαίο να εξεταστεί, από εμπορικής απόψεως, η πρόθεση του εμπλεκομένου όσον αφορά τα εμπορεύματα.

30.      Συναφώς, η Επιτροπή προτείνει ένα σύνολο κριτηρίων για τη διαπίστωση του εμπορικού προορισμού των εμπορευμάτων: α) την ταύτιση των εμπορευμάτων με άλλα, τα οποία προστατεύονται από δικαιώματα του δημιουργού και εκτίθενται προς πώληση στο κατάστημα· β) την υλική, οικονομική ή διοικητική σχέση μεταξύ της αποθήκης και του καταστήματος, και γ) τον τακτικό εφοδιασμό του καταστήματος με εμπορεύματα προερχόμενα από την αποθήκη.

IV.    Ανάλυση

1.      Προκαταρκτικές παρατηρήσεις

31.      Τα προδικαστικά ερωτήματα ανακύπτουν στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας κατά του I. Syed, γεγονός το οποίο με υποχρεώνει να προβώ σε μια προκαταρκτική διευκρίνιση. Ο Σουηδός νομοθέτης επέλεξε να ποινικοποιήσει, μέσω του άρθρου 53 του UL, την προσβολή δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας επί καλλιτεχνικού ή λογοτεχνικού έργου, παραπέμποντας σε άλλες διατάξεις του ίδιου νόμου. Η διάταξη δεν παραπέμπει ρητώς, τουλάχιστον κατά το γράμμα της, στην οδηγία 2001/29.

32.      Εντούτοις, ο νομοθέτης της Ένωσης δεν έχει αξιοποιήσει, στον εν λόγω τομέα, τη δυνατότητα θεσπίσεως κανόνων για τον ορισμό ποινικών αδικημάτων ή την προσέγγιση ή εναρμόνιση της ποινικής νομοθεσίας των κρατών μελών (άρθρο 83 ΣΛΕΕ, παράγραφοι 1 και 2). Ελλείψει τέτοιων ρυθμίσεων, το Δικαστήριο μπορεί να δώσει απάντηση στο αιτούν δικαστήριο σχετικά με την προσήκουσα ερμηνεία της οδηγίας 2001/29, δεν αποφαίνεται όμως επί διαφοράς σχετικής με τις ποινικές πτυχές του δικαίου ενός από τα κράτη μέλη, δεδομένου ότι, όπως προανέφερα, δεν υπάρχουν σχετικές διατάξεις εναρμονίσεως.

33.      Η οδηγία 2004/48 προβλέπει μόνο «μέτρα, διαδικασίες και μέτρα αποκατάστασης αστικής και διοικητικής φύσεως» (άρθρο 16) με σκοπό την προστασία των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας. Μολονότι στην οδηγία επισημαίνεται ότι «οι ποινικές κυρώσεις αποτελούν επίσης, εφόσον ενδείκνυται, μέσο που διασφαλίζει την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας» (15), εντούτοις οι εν λόγω κυρώσεις δεν περιλαμβάνονται στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας. Μάλιστα, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 3, στοιχείο γʹ, της οδηγίας «η παρούσα οδηγία δεν θίγει […] οποιεσδήποτε εθνικές διατάξεις ισχύουν στα κράτη μέλη και αφορούν ποινικές διαδικασίες ή κυρώσεις λόγω προσβολής δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας».

34.      Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου ο I. Syed εξέφρασε τον φόβο ότι, λόγω του ότι η ποινική νομοθεσία ορίζει το οικείο αδίκημα παραπέμποντας σε διατάξεις αστικού δικαίου, ενδέχεται το Δικαστήριο να ερμηνεύσει κατά τρόπο εξαιρετικά διασταλτικό την έννοια της «διανομής», συμπεριλαμβάνοντας σε αυτήν αποθηκευμένα εμπορεύματα που δεν έχουν ακόμα πωληθεί, κατ’ αντίθεση προς τις επιταγές της αρχής του επιτακτικού χαρακτήρα των ποινικών διατάξεων.

35.      Δεν νομίζω ότι το εν λόγω επιχείρημα μπορεί να γίνει δεκτό. Το Δικαστήριο πρέπει να προβεί στην ερμηνεία του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 ανεξαρτήτως των συμπερασμάτων που μπορεί να εξάγει το αιτούν δικαστήριο υπό το πρίσμα του σουηδικού ποινικού δικαίου (16). Η ερμηνεία αυτή περιορίζεται στην αναζήτηση των ορίων προστασίας του δικαιώματος του δημιουργού να απαγορεύει ή να επιτρέπει τη διανομή των έργων του. Το γεγονός ότι, σύμφωνα με το σουηδικό δίκαιο, η προσβολή του εν λόγω δικαιώματος επισύρει αφ’ εαυτής ποινική ευθύνη, δεν οφείλεται ούτε στην οδηγία 2001/29 ούτε στην ερμηνεία αυτής από το Δικαστήριο.

36.      Η παρατήρηση του I. Syed εμπεριέχει, στην πραγματικότητα, μια κριτική στον προβλεπόμενο στο άρθρο 53 του UL ορισμό του ποινικού αδικήματος. Η κριτική ασκείται εν προκειμένω σχετικά με την ενδεχόμενη παραβίαση των αρχών της νομιμότητας και της ασφάλειας δικαίου, λαμβανομένου υπόψη του ότι η επίμαχη διάταξη παραβιάζει την αρχή της ειδικότητας των ποινικών διατάξεων.

37.      Ο εν λόγω ισχυρισμός εκφεύγει, όπως προανέφερα, του αντικειμένου της παρούσας διαδικασίας προδικαστικής αποφάσεως, και ως εκ τούτου δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη. Η επικοινωνία του Δικαστηρίου με τα εθνικά δικαστήρια, που λαμβάνει χώρα στο πλαίσιο της επεξεργασίας προδικαστικών ερωτημάτων, περιορίζεται στην εκ μέρους του Δικαστηρίου ερμηνεία του δικαιώματος διανομής του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29.

2.      Επί των προδικαστικών ερωτημάτων

38.      Από το ιστορικό που εκτίθεται στη διάταξη περί παραπομπής προκύπτει ότι ο I. Syed εμπορεύεται προϊόντα τα οποία αναπαράγουν έργα που προστατεύονται από δικαιώματα του δημιουργού, χωρίς τη συναίνεση των κατόχων τους. Προκειμένου να οριοθετηθούν καλύτερα τα πραγματικά περιστατικά στα οποία αναφέρονται τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου, χρειάζεται να διευκρινιστούν τα εξής:

–      μέρος των πειρατικών εμπορευμάτων προσφερόταν προς πώληση στο κατάστημα του I. Syed, ο οποίος καταδικάστηκε, σε πρώτο και σε δεύτερο βαθμό, για την εν λόγω πρακτική, σχετικά με την οποία το αναιρετικό δικαστήριο δεν διατηρεί αμφιβολίες·

–      άλλο μέρος των εν λόγω εμπορευμάτων (και συγκεκριμένα 599 είδη ενδύσεως πανομοιότυπα με τα εκτιθέμενα στο κατάστημα) βρισκόταν στις αποθήκες του I. Syed·

–      τα υπόλοιπα πειρατικά εμπορεύματα βρίσκονταν επίσης στις αποθήκες, αλλά δεν προσφέρονταν προς πώληση ούτε ήσαν πανομοιότυπα με εμπορεύματα που βρίσκονταν στο κατάστημα.

39.      Το αιτούν δικαστήριο ερωτά αν το δικαίωμα διανομής καταλαμβάνει τη δεύτερη κατηγορία εμπορευμάτων, ήτοι εκείνα που φέρουν «προστατευόμενα σχέδια» ίδια με εκείνα των εμπορευμάτων που πωλούνται στο κατάστημα, αλλά βρίσκονται αποθηκευμένα σε άλλους χώρους. Περαιτέρω, ζητεί να μάθει η απάντηση διαφοροποιείται αναλόγως του βαθμού εγγύτητας των αποθηκών (της παρακείμενης στο κατάστημα και της ευρισκόμενης σε νότιο προάστιο της Στοκχόλμης).

40.      Τα ερωτήματα του αιτούντος δικαστηρίου γίνονται καλύτερα αντιληπτά αν εξετάσει κανείς τη νομολογία του Δικαστηρίου όπως έχει διαμορφωθεί έως σήμερα, και την οποία εκθέτω εν περιλήψει κατωτέρω.

41.      Στην απόφαση Peek & Cloppenburg (17) συζητήθηκε το εάν η τοποθέτηση από αλυσίδα καταστημάτων ειδών ενδύσεως, σε χώρο αναπαύσεως για τους πελάτες εντός ενός από τα καταστήματά της και σε προθήκη άλλου καταστήματός της, πολυθρόνων και καναπέδων που είχαν κατασκευαστεί κατά τα σχέδια του Charles-Édouard Jeanneret (Le Corbusier) και προστατεύονταν από δικαιώματα του δημιουργού, αλλά είχαν παραχθεί χωρίς της συναίνεση του κατόχου τους (μια εταιρία παραγωγής επίπλων καθιστικού), συνιστά προσβολή του προβλεπόμενου στο άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 δικαιώματος διανομής.

42.      Το Δικαστήριο απάντησε, εν συνόψει, ότι μόνον «ενέργειες που συνεπάγονται αποκλειστικά μεταβίβαση της κυριότητας του έργου» περιλαμβάνονται στην έννοια της διανομής στο κοινό του πρωτοτύπου ή αντιγράφου ενός έργου μέσω μορφής διαφορετικής από την πώληση, κατά την έννοια της επίμαχης διατάξεως (18).

43.      Εντούτοις, με δύο μεταγενέστερες αποφάσεις του το Δικαστήριο διεύρυνε την έννοια της διανομής, συμπεριλαμβάνοντας σε αυτήν πρακτικές που υπερβαίνουν τις απλές πράξεις μεταβιβάσεως της κυριότητας.

44.      Συνεπώς, στην απόφαση Donner (19), το ερώτημα που τέθηκε αφορούσε τη συμπεριφορά μεταφορέα ο οποίος δρούσε ως συνεργός στην παράνομη διανομή αντιγράφων επίπλων προστατευόμενων κατά τις διατάξεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας, τα οποία μια ιταλική εταιρία προμήθευε στους πελάτες της στη Γερμανία (20).

45.      Με αφετηρία το ότι η διανομή στο κοινό συνίσταται σε «σειρά πράξεων που περιλαμβάνουν, τουλάχιστον, τη σύναψη συμβάσεως πωλήσεως και την εκτέλεσή της μέσω της παραδόσεως του αντικειμένου σε ορισμένο πρόσωπο», το Δικαστήριο επισήμανε ότι οι έμποροι φέρουν την ευθύνη «για κάθε πράξη που τέλεσαν ή που διενεργήθηκε για λογαριασμό τους και από την οποία προκύπτει ότι υφίσταται “διανομή […] στο κοινό” σε κράτος μέλος στο οποίο το αντικείμενο της διανομής προστατεύεται κατά τις διατάξεις περί πνευματικής ιδιοκτησίας. Την ίδια ευθύνη φέρουν και για πράξη που τέλεσε τρίτος, όταν η δραστηριότητα των εν λόγω εμπόρων κατευθύνεται ειδικά στο κοινό του κράτους προορισμού και όταν οι έμποροι δεν ήταν δυνατό να αγνοούν τις πράξεις του τρίτου» (21).

46.      Στην υπόθεση Dimensione Direct Sales συζητήθηκε «αν το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 έχει την έννοια ότι παρέχει σε κάτοχο αποκλειστικού δικαιώματος διανομής προστατευόμενου έργου τη δυνατότητα να απαγορεύει προσφορά πωλήσεως ή διαφήμιση αφορώσα το πρωτότυπο ή αντίγραφο του έργου αυτού, μολονότι δεν αποδεικνύεται ότι η εν λόγω προσφορά ή διαφήμιση κατέληξε στην απόκτηση του προστατευόμενου αντικειμένου από αγοραστή της Ένωσης» (22).

47.      Βασιζόμενο στην προγενέστερη νομολογία του, το Δικαστήριο αναγνώρισε στον κάτοχο του δικαιώματος του δημιουργού τη δυνατότητα να αντιτάσσεται στη διαφήμιση του πωλητή (ο οποίος προσέφερε προϊόντα απομιμήσεως στον ιστότοπό του, μέσω διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών, καθώς επίσης μέσω διαφημιστικού φυλλαδίου). Απεφάνθη, μεταξύ άλλων, ότι:

–      «η πρόσκληση προς υποβολή μη δεσμευτικής προσφοράς ή διαφημίσεως αφορώσας προστατευόμενο αντικείμενο εμπίπτει επίσης στην αλυσίδα των πράξεων που αποσκοπούν στην υλοποίηση της πωλήσεως του αντικειμένου αυτού» (23

–      «δεν ασκεί επιρροή το γεγονός ότι τη διαφήμιση αυτή δεν επακολούθησε μεταβίβαση της κυριότητας του προστατευόμενου έργου ή αντιγράφου του στον αποκτώντα» (24).

48.      Κατά συνέπεια, το Δικαστήριο δεν δέχθηκε ότι για τη διαπίστωση προσβολής του δικαιώματος διανομής απαιτείται πράξη μεταγενέστερη της διαφημίσεως, η οποία να συνεπάγεται τη μεταβίβαση στον αγοραστή της κυριότητας του προστατευόμενου προϊόντος ή του αντιγράφου του.

49.      Από την προπαρατεθείσα νομολογία συνάγεται ότι το Δικαστήριο διεύρυνε σταδιακά την κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29 έννοια της διανομής. Η εν λόγω έννοια εξελίχθηκε από την απλή μεταβίβαση της κυριότητας και έφτασε να καταλαμβάνει προπαρασκευαστικές της πωλήσεως του εμπορεύματος πράξεις, όπως η προσφορά εκ μέρους του εμπόρου (απευθείας ή μέσω της ιστοσελίδας του) ή άλλες ενέργειες για την πραγματοποίηση της οικείας πωλήσεως, μεταξύ των οποίων η εκ μέρους τρίτου μεταφορά των εμπορευμάτων.

50.      Ασφαλώς, οι λύσεις που προτείνει το Δικαστήριο στις εν λόγω υποθέσεις πρέπει να εξετάζονται εντός του πλαισίου στο οποίο προέκυψαν (25), και η μέθοδος αυτή πρέπει να εφαρμοστεί και στην παρούσα υπόθεση. Εν προκειμένω πρέπει απλώς να αποσαφηνιστεί αν η φύλαξη των ειδών ενδύσεως στις αποθήκες, όταν πρόκειται για είδη πανομοιότυπα με εκείνα που εκτίθενται προς πώληση στο κατάστημα, περιλαμβάνεται στην αλυσίδα ενεργειών που απαιτούνται για την εμπορία των εν λόγω προϊόντων.

51.      Για τη διερεύνηση των ορίων του αποκλειστικού δικαιώματος του δημιουργού να απαγορεύει κάθε μορφή διανομής στο κοινό, κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, χρήσιμο είναι ίσως να εξεταστεί το οικονομικό υπόβαθρο της έννοιας της «διανομής» ενός προϊόντος. Στην εμπορική πρακτική ορίζεται ως το σύνολο των ενεργειών, διαδικασιών και σχέσεων μέσω των οποίων ένα προϊόν καταλήγει από την παραγωγή του στον τελικό προορισμό χρήσεώς του, είτε πρόκειται για διαδικασία περαιτέρω επεξεργασίας του είτε για οριστική παράδοσή του στον καταναλωτή (26).

52.      Αμφίβολο είναι, ωστόσο, αν από νομικής απόψεως, που έχει σημασία εν προκειμένω, το πεδίο εφαρμογής του προβλεπόμενου στην οδηγία 2001/29 αποκλειστικού δικαιώματος του δημιουργού να επιτρέπει ή να απαγορεύει τη διανομή είναι τόσο ευρύ. Στην άποψη ότι η πρώτη μεταβίβαση (από τον παραγωγό σε έναν έμπορο χονδρικής πωλήσεως) εμπίπτει ήδη στην ευρύτερη σφαίρα του εν λόγω δικαιώματος, θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι η ως άνω ευχέρεια του κατόχου του δικαιώματος του δημιουργού αφορά μόνον τη συναλλαγή μεταξύ του εμπόρου λιανικής πωλήσεως και του τελικού καταναλωτή (27).

53.      Υπό το πρίσμα των διεθνών συμφωνιών που έχει συνάψει η Ένωση (28), το Δικαστήριο τάχθηκε υπέρ της δεύτερης απόψεως, ερμηνεύοντας τη φράση «διανομή […] στο κοινό […] μέσω πώλησης», του άρθρου 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29, ως συνώνυμο της προβλεπόμενης στο άρθρο 6, παράγραφος 1, της Συνθήκης για την πνευματική ιδιοκτησία «διάθεση[ς] στο κοινό […] μέσω πώλησης». Επομένως, ως «κοινό» νοείται ο τελικός καταναλωτής ή χρήστης, αλλά όχι οι ενδιάμεσες επιχειρήσεις της αλυσίδας διανομής, ιδίως οι έμποροι χονδρικής πωλήσεως, μολονότι η Συνθήκη του ΠΟΔΙ δεν περιέχει ορισμό του όρου «κοινό» και αφήνει το σχετικό έργο στα χέρια του νομοθέτη ή των δικαστηρίων των συμβαλλομένων μερών (29).

54.      Δεν αμφισβητείται το γεγονός ότι ο Ι. Syed είναι έμπορος λιανικής πωλήσεως που απευθύνεται στον τελικό καταναλωτή. Βρίσκεται, επομένως, στο τελευταίο τμήμα της αλυσίδας διανομής επί της οποίας εκτείνεται το δικαίωμα του δημιουργού να επιτρέπει ή να απαγορεύει τη διανομή των προστατευόμενων έργων του. Με βάση την ως άνω παραδοχή, πρέπει να αποσαφηνιστεί το εύρος του εν λόγω δικαιώματος στην περίπτωση κατά την οποία εμπορεύματα πανομοιότυπα με εκείνα που εκτίθενται προς πώληση στο κατάστημα βρίσκονται στις αποθήκες του πωλητή.

55.      Όπως προανέφερα, σύμφωνα με τη νομολογία, οι πράξεις που συνιστούν διανομή περιλαμβάνουν «τουλάχιστον» τη σύναψη συμβάσεως πωλήσεως και την παράδοση του οικείου αντικειμένου σε ορισμένο πρόσωπο (30), καθώς επίσης και τη μη δεσμευτική προσφορά προς πώληση ή διαφήμιση (31). Εκτιμώ, επομένως, ότι η προσφορά προς πώληση δεν περιορίζεται μόνο στα εμπορεύματα που εκτίθενται σε συγκεκριμένη εμπορική εγκατάσταση, αλλά εκτείνεται και σε εκείνα τα οποία είναι πανομοιότυπα με τα πρώτα και φυλάσσονται προσωρινά σε αποθήκη του πωλητή, με σκοπό την αντικατάσταση των εμπορευμάτων που διατίθενται μέσω του καταστήματος.

56.      Η έκθεση του εμπορεύματος στην προθήκη ή στο εσωτερικό του καταστήματος σκοπεί στην πώληση του μέγιστου δυνατού αριθμού προϊόντων, όπως λογικώς αναμένεται στην περίπτωση κάθε εμπόρου. Τα είδη ενδύσεως (εν προκειμένω, οι μπλούζες με τα σχέδια της ροκ μουσικής) που βρίσκονται στο κατάστημα αποτελούν μέρος μόνο του συνόλου των εμπορευμάτων. Μεταξύ των δύο υφίσταται άμεσος σύνδεσμος, που δεν είναι άλλος από την κατατείνουσα στην πώληση ενεργητική συμπεριφορά.

57.      Ως εκ τούτου, έχω τη γνώμη ότι το δικαίωμα του δημιουργού να αντιτάσσεται στη διανομή αντικειμένων που αναπαράγουν σχέδια κατά παράβαση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας καταλαμβάνει, πέραν των προϊόντων που βρίσκονται ήδη στο κατάστημα, και εκείνα τα οποία αναπαράγουν τα ίδια σχέδια και φυλάσσονται στις αποθήκες του πωλητή, εν αναμονή της μεταφοράς τους στο κατάστημα.

58.      Η ως άνω ερμηνεία συνάδει με την ελάχιστη προστασία που κατοχυρώνει το άρθρο 6, παράγραφος 1, της Συνθήκης του ΠΟΔΙ, που καταλαμβάνει τις προπαρασκευαστικές πράξεις της πωλήσεως (32), καθώς επίσης με την επιταγή της οδηγίας 2001/29 περί διασφαλίσεως αυξημένου επιπέδου προστασίας στα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, σύμφωνα με την ένατη αιτιολογική της σκέψη.

59.      Επιπλέον, με τον τρόπο αυτόν διασφαλίζεται το χρήσιμο αποτέλεσμα της διατάξεως, που αποσκοπεί στην αποφυγή της εμπορίας προϊόντων τα οποία παράγονται κατά παράβαση δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και προσδίδεται προληπτικός χαρακτήρας στη δυνατότητα ελέγχου της διανομής του έργου ή αντιγράφων του. Αν ο εν λόγω έλεγχος μπορούσε να διενεργηθεί μόνον αφού είχε ολοκληρωθεί η πώληση, και η άσκηση του δικαιώματος διανομής περιοριζόταν σε κάθε μεμονωμένη συναλλαγή (όπως φαίνεται να υποστηρίζει ο I. Syed), θα ακυρωνόταν εν τοις πράγμασι η αποτελεσματική προστασία του, λαμβανομένης υπόψη της δυσκολίας να προσδιοριστεί ο τόπος και ο χρόνος πωλήσεως των εμπορευμάτων, ιδίως των φυλασσομένων σε αποθήκη.

60.      Μολονότι συμφωνώ με την Επιτροπή ότι, εν προκειμένω, ο σκοπός πωλήσεως μπορεί να συναχθεί εκ του ότι ορισμένα προϊόντα προσφέρονταν μέσω του καταστήματος ενώ ταυτόχρονα άλλα αντίστοιχα φυλάσσονταν στις αποθήκες, δεν θεωρώ αναγκαία τη γενική εφαρμογή του υπερβολικά αυστηρού κριτηρίου που προτείνει. Ειδικότερα, η διερεύνηση του συνδέσμου (υλικού, οικονομικού ή διοικητικού) μεταξύ του καταστήματος και της αποθήκης ενδέχεται να είναι εν τέλει τυπολατρική, δεδομένου μάλιστα ότι δεν διευκρινίζεται και πώς θα μπορούσε να αποδειχθεί.

61.      Αντιθέτως, φρονώ ότι, λαμβανομένου υπόψη του στενού συνδέσμου μεταξύ των ενδυμάτων που πωλούνται από τον I. Syed στο κατάστημα και εκείνων που φυλάσσονταν στις αποθήκες, καθώς επίσης και της ιδιότητάς του ως εμπόρου, η φύλαξη αποτελεί τμήμα της αλυσίδας ενεργειών που αποσκοπούν στην πώληση. Εν ολίγοις, το δικαίωμα του δημιουργού να απαγορεύει ή να επιτρέπει τη διανομή πρέπει να επεκταθεί και στα ως άνω εμπορεύματα, ως δυνατότητα εγγενής στα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας.

62.      Στο πλαίσιο αυτό, στερείται σημασίας η απόσταση ή εγγύτητα των αποθηκών. Τίποτα δεν εμποδίζει τον I. Syed (αντιθέτως, πρόκειται για σκέψη εύλογη, βάσει της κοινής λογικής), στην περίπτωση που κάποιος πελάτης ζητήσει μέγεθος ή χρώμα το οποίο δεν υπάρχει διαθέσιμο στην παρακείμενη στο κατάστημα αποθήκη, να δεσμευτεί να του το φέρει, εντός σύντομου σχετικά χρονικού διαστήματος, από την αποθήκη που βρίσκεται στην περιοχή Bandhagen. Τα πραγματικά περιστατικά θα εξακολουθούν να υπάγονται στην αλυσίδα ενεργειών που πραγματοποιούνται με σκοπό την πώληση του οικείου εμπορεύματος.

63.      Τελευταίως, για να επιστρέψω στο ποινικό δικονομικό πλαίσιο της κύριας δίκης ενώπιον των σουηδικών δικαστηρίων, υπογραμμίζω εκ νέου ότι η προτεινόμενη εκ μέρους μου απάντηση εντάσσεται εντός του στενού πλαισίου ερμηνείας της οδηγίας 2001/29. Στα εν λόγω δικαστήρια και μόνο εναπόκειται, βάσει του τρόπου με τον οποίο το εσωτερικό δίκαιο ορίζει τις αξιόποινες πράξεις και καθορίζει τα διαφορετικά στάδια του iter criminis (εσωτερικές ενέργειες· προπαρασκευαστικές πράξεις· πράξεις εκτελέσεως· απόπειρα και ολοκλήρωση) να αποφανθούν αν τελέστηκε αξιόποινη πράξη ή όχι και κατά πόσον τυχόν τέτοια πράξη μπορεί να καταλογιστεί στον αυτουργό της.

V.      Πρόταση

64.      Λαμβανομένων υπόψη των προεκτεθέντων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στα ερωτήματα του Högsta domstolen (Ανωτάτου Δικαστηρίου, Σουηδία) ως εξής:

«Το άρθρο 4, παράγραφος 1, της οδηγίας 2001/29/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας, έχει την έννοια ότι το αποκλειστικό δικαίωμα του δημιουργού να επιτρέπει ή να απαγορεύει κάθε μορφή διανομής στο κοινό του πρωτοτύπου έργου του ή αντιγράφων του, που κατοχυρώνεται στο εν λόγω άρθρο, καταλαμβάνει εμπορεύματα φυλασσόμενα σε αποθήκη του εμπόρου τα οποία φέρουν προστατευόμενα σχέδια πανομοιότυπα με εκείνα που αποτυπώνονται στα εμπορεύματα που το εν λόγω πρόσωπο προσφέρει προς πώληση σε κατάστημά του. Συναφώς, στερείται σημασίας η απόσταση μεταξύ των αποθηκών και του καταστήματος.»


1      Γλώσσα του πρωτοτύπου: η ισπανική.


2      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 22ας Μαΐου 2001, για την εναρμόνιση ορισμένων πτυχών του δικαιώματος του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην κοινωνία της πληροφορίας (ΕΕ 2001, L 167, σ. 10).


3      ΕΕ 2000, L 89, σ. 6.


4      Η προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών στον τομέα της διανοητικής ιδιοκτησίας επιχειρήθηκε αρχικώς με την οδηγία 93/98/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 29ης Οκτωβρίου 1993, για την εναρμόνιση της διάρκειας προστασίας του δικαιώματος πνευματικής ιδιοκτησίας και ορισμένων συγγενών δικαιωμάτων (ΕΕ 1993, L 290, σ. 9), η οποία εν συνεχεία τροποποιήθηκε και αργότερα καταργήθηκε με την οδηγία 2006/116/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Δεκεμβρίου 2006 (ΕΕ 2006, L 372, σ. 12), που κωδικοποίησε τις προηγούμενες οδηγίες. Μία εκ των τροποποιήσεων αυτών σκοπούσε στη ρύθμιση της προστασίας των δικαιωμάτων του δημιουργού και συγγενικών δικαιωμάτων στην αποκαλούμενη κοινωνία της πληροφορίας, μέσω της οδηγίας 2001/29.


5      Νόμος (1960:729) περί των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί λογοτεχνικών και καλλιτεχνικών έργων (στο εξής: UL), ο οποίος μετέφερε στο σουηδικό δίκαιο την οδηγία 2001/29.


6      Η προσβολή του σήματος δεν αμφισβητείται στο πλαίσιο της παρούσας αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως.


7      Το αιτούν δικαστήριο αναφέρεται στο άρθρο 10 του κεφαλαίου 1 του varumärkeslag (2010:1877) [σουηδικού νόμου (2010:1877) περί σημάτων] και στο άρθρο 9, παράγραφος 3, στοιχείο βʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 207/2009 του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, για το κοινοτικό σήμα (ΕΕ 2009, L 78, σ. 1), που αντικαταστάθηκε ενδιαμέσως από τον κανονισμό (ΕΕ) 2017/1001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 14ης Απριλίου 2017, για το σήμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2017, L 154, σ. 1).


8      Απόφαση της 13ης Μαΐου 2015 (C-516/13, EU:C:2015:315)· στο εξής: απόφαση Dimensione Direct Sales.


9      Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 29ης Απριλίου 2004, σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας (ΕΕ 2004, L 157, σ. 45).


10      Παραπέμπει επί λέξει σε απόσπασμα από την Ανακοίνωση της Επιτροπής προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το Συμβούλιο και την Ευρωπαϊκή Οικονομική και Κοινωνική Επιτροπή – Κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με ορισμένες πτυχές της οδηγίας 2004/48/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την επιβολή των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας [Βρυξέλλες, 29.11.2017, COM(2017) 708 τελικό, σ. 9], κατά το οποίο: «Κατά την άποψη της Επιτροπής, από τα ανωτέρω συνάγεται ότι η έννοια της εμπορικής κλίμακας, όπως χρησιμοποιείται σε διάφορες διατάξεις της ΟΕΔΔΙ, δεν μπορεί να ερμηνεύεται με αμιγώς ποσοτικά κριτήρια. Αντιθέτως, θα πρέπει να συνεκτιμώνται επίσης ορισμένα ποιοτικά στοιχεία, όπως το αν η επίμαχη δραστηριότητα διεξάγεται κατά κανόνα με σκοπό το οικονομικό ή εμπορικό όφελος».


11      Παραπέμπει στην απόφαση της 17ης Απριλίου 2008, Peek & Cloppenburg (C-456/06, EU:C:2008:232, σκέψη 37).


12      Απόφαση Dimensione Direct Sales (σκέψεις 21 και 22).


13      Όπ.π. (σκέψεις 25 και 26).


14      Όπ.π. (σκέψεις 29 έως 32).


15      Εικοστή όγδοη αιτιολογική σκέψη.


16      Ορισμένες αποφάσεις του Δικαστηρίου, στις οποίες θα αναφερθώ κατωτέρω, έχουν συνεισφέρει στην ερμηνεία της εν λόγω οδηγίας στο πλαίσιο αιτήσεων προδικαστικής αποφάσεως που υποβλήθησαν, ακριβώς, στο πλαίσιο ποινικών διαδικασιών.


17      Απόφαση της 17ης Απριλίου 2008 (C-456/06, EU:C:2008:232).


18      Όπ.π. (σκέψη 36).


19      Απόφαση της 21ης Ιουνίου 2012 (C-5/11, EU:C:2012:370).


20      Όπ.π. (σκέψη 12): Η ιταλική εταιρία «απηύθυνε προς πελάτες εγκατεστημένους στη Γερμανία προτάσεις για την πώληση απομιμήσεων ορισμένων ειδών εξοπλισμού τύπου “Bauhaus”, μέσω διαφημίσεων και ένθετων φυλλαδίων σε περιοδικά, μέσω της αποστολής προσωπικών επιστολών καθώς και μέσω γερμανόγλωσσης ιστοσελίδας, χωρίς όμως να διαθέτει τις απαιτούμενες στη Γερμανία άδειες για τη διάθεση στο εμπόριο των αντικειμένων αυτών».


21      Όπ.π. (σκέψεις 26 και 27). Η υπογράμμιση δική μου. Βλ., συναφώς, αλλά αναφορικά με την εισαγωγή σε κράτος μέλος προϊόντων απομιμήσεως από ιστότοπο από σε τρίτη χώρα, απόφαση της 6ης Φεβρουαρίου 2014, Blomqvist (C-98/13, EU:C:2014:55, σκέψη 28). Η εν λόγω υπόθεση αφορούσε περίπτωση εφαρμογής του κανονισμού (ΕΚ) 1383/2003 του Συμβουλίου, της 22ας Ιουλίου 2003, για την παρέμβαση των τελωνειακών αρχών έναντι εμπορευμάτων που είναι ύποπτα ότι παραβιάζουν ορισμένα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας και για τα μέτρα που πρέπει να λαμβάνονται έναντι των εμπορευμάτων που διαπιστώνεται ότι παραβιάζουν παρόμοια δικαιώματα (ΕΕ 2003, L 196, σ. 7).


22      Απόφαση Dimensione Direct Sales (σκέψη 20). Στη διαφορά της κύριας δίκης εμπλέκονταν μια επιχείρηση απευθείας πωλήσεως ή πωλήσεως μέσω διαδικτύου επίπλων (που ήταν απομιμήσεις ή παρομοιώσεις προστατευόμενων έργων) και ο κάτοχος των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας επί των επίμαχων δημιουργιών.


23      Όπ.π. (σκέψη 28).


24      Όπ.π. (σκέψη 32).


25      Συμφωνώ με τον γενικό εισαγγελέα Ρ. Cruz Villalón όσον αφορά την ιδιαίτερη σημασία του πραγματικού πλαισίου στο οποίο εντάσσεται καθεμία από τις υποθέσεις που έχει εξετάσει έως σήμερα το Δικαστήριο· βλ. προτάσεις του στην υπόθεση Dimensione Direct Sales (C-516/13, EU:C:2014:2415, σημείο 41).


26      Βλ., μεταξύ άλλων, Martinek, M., «1. Kapitel. Grundlagen des Vertriebsrechts», σε Martinek, M., και Semler, F.-J. (επιμ.), Handbuch des Vertriebsrechts, εκδ. C.H. Beck, Μόναχο, 1996, σ. 336.


27      Bently, L., και Sherman, B., Intellectual Property Law, Oxford University Press, 3η έκδ., 2009, σ. 144.


28      Απόφαση της 21ης Ιουνίου 2012, Donner (C-5/11, EU:C:2012:370, σκέψη 23).


29      Τούτο φαίνεται ότι αποτελεί μια σταθερά στη Συνθήκη του ΠΟΔΙ· βλ., Reinbothe, J., «Chapter 7. The WIPO Copyright Treaty – Article 6», σε Reinbothe, J., και Von Lewinski, S., The WIPO Treaties on Copyright – A Commentary on the WCT, the WPPT, and the BTAP, 2η έκδ., Oxford University Press, 2015, σ. 110. Μολονότι, πράγματι, θα μπορούσε να έχει υποστηριχθεί μια πιο διασταλτική ερμηνεία του όρου «κοινό», η συσχέτιση του τελευταίου με τον τελικό καταναλωτή εναρμονίζεται με τη νομολογία του Δικαστηρίου όσον αφορά το άρθρο 3 της οδηγίας 2001/29.


30      Απόφαση της 21ης Ιουνίου 2012, Donner (C-5/11, EU:C:2012:370, σκέψη 26).


31      Απόφαση Dimensione Direct Sales (σκέψη 28).


32      Reinbothe, J., όπ.π., σ. 111.