Language of document : ECLI:EU:F:2011:183

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ

της 16ης Νοεμβρίου 2011

Υπόθεση F‑61/11 R

Daniele Possanzini

κατά

Ευρωπαϊκού Οργανισμού για τη Διαχείριση της Επιχειρησιακής Συνεργασίας στα Εξωτερικά Σύνορα των Κρατών Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRONTEX)

«Υπαλληλική υπόθεση – Ασφαλιστικά μέτρα – Αίτηση αναστολής εκτελέσεως – Απαράδεκτο της κύριας προσφυγής – Στάθμιση των συμφερόντων»

Αντικείμενο:      Αίτηση ασφαλιστικών μέτρων ασκηθείσα δυνάμει των άρθρων 278 ΣΛΕΕ και 157 EA καθώς και του άρθρου 279 ΣΛΕΕ, το οποίο εφαρμόζεται στη Συνθήκη ΕΚΑΕ βάσει του άρθρου 106α της Συνθήκης αυτής, με την οποία ο D. Possanzini ζητεί, κατ’ ουσίαν, την αναστολή των αποφάσεων με τις οποίες ο FRONTEX αρνήθηκε να ανανεώσει τη σύμβασή του ως εκτάκτου υπαλλήλου.

Απόφαση:      Η αίτηση ασφαλιστικών μέτρων απορρίπτεται. Ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης επιφυλάσσεται ως προς τα δικαστικά έξοδα.

Περίληψη

1.      Ασφαλιστικά μέτρα – Προϋποθέσεις παραδεκτού – Παραδεκτό της κύριας προσφυγής – Δεν ασκεί επιρροή – Όρια

(Άρθρο 278 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 102 § 2)

2.      Ασφαλιστικά μέτρα – Αναστολή εκτελέσεως – Προσωρινά μέτρα – Προϋποθέσεις χορηγήσεως – Fumus boni juris – Επείγον – Σωρευτικός χαρακτήρας – Στάθμιση όλων των εμπλεκομένων συμφερόντων – Σειρά εξετάσεως και τρόπος ελέγχου – Εξουσία εκτιμήσεως του δικαστή των ασφαλιστικών μέτρων – Προσωρινός χαρακτήρας του μέτρου

(Άρθρα 278 ΣΛΕΕ και 279 ΣΛΕΕ· Κανονισμός Διαδικασίας του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, άρθρο 102)

1.      Το ζήτημα του παραδεκτού της κύριας προσφυγής δεν πρέπει, κατ’ αρχήν, να εξετάζεται στο πλαίσιο διαδικασίας ασφαλιστικών μέτρων, αλλά μόνον κατά την εξέταση της εν λόγω προσφυγής, εκτός αν αυτή εκτιμάται, εκ πρώτης όψεως, ως προδήλως απαράδεκτη. Πράγματι, η έκδοση αποφάσεως επί του παραδεκτού κατά το στάδιο των ασφαλιστικών μέτρων, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες εκ πρώτης όψεως το παραδεκτό αυτό δεν αποκλείεται τελείως, θα προδίκαζε την απόφαση του δικαστή επί της κύριας προσφυγής.

Εξάλλου, ακόμη και αν ο καθού η αίτηση δεν επικαλέστηκε το προδήλως απαράδεκτο της κύριας προσφυγής, δεν αποκλείεται ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων να αποφανθεί επί του ζητήματος αυτού, στο μέτρο που το απαράδεκτο προσφυγής με την οποία επιδιώκεται ο δικαστικός έλεγχος πράξεως αποτελεί λόγο δημοσίας τάξεως τον οποίο μπορεί και μάλιστα οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως ο δικαστής της Ένωσης.

(βλ. σκέψεις 17 και 18)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: 4 Φεβρουαρίου 1999, T‑196/98 R, Peña Abizanda κ.λπ. κατά Επιτροπής, σκέψη 10 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΔΔΔΕΕ: 14 Δεκεμβρίου 2006, F‑120/06 R, Dálnoky κατά Επιτροπής, σκέψη 41

2.      Οι προϋποθέσεις του επείγοντος χαρακτήρα και του εκ πρώτης όψεως βασίμου της αιτήσεως (fumus boni juris) πρέπει να πληρούνται σωρευτικώς, οπότε η αίτηση λήψεως προσωρινών μέτρων πρέπει να απορρίπτεται εφόσον δεν συντρέχει μία εκ των προϋποθέσεων αυτών. Ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων προβαίνει επίσης, ενδεχομένως, στη στάθμιση των εμπλεκομένων συμφερόντων.

Στο πλαίσιο αυτής της συνολικής εξετάσεως, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων διαθέτει ευρεία εξουσία εκτιμήσεως και είναι ελεύθερος να καθορίσει, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες της υποθέσεως, τον τρόπο κατά τον οποίο πρέπει να εξακριβωθεί η συνδρομή των διαφόρων αυτών προϋποθέσεων καθώς και τη σειρά με την οποία θα διεξαχθεί η εξέταση αυτή, εφόσον κανένας κανόνας δικαίου δεν του επιβάλλει προκαθορισμένο σχέδιο αναλύσεως για να εκτιμήσει κατά πόσον είναι αναγκαίο να διατάξει προσωρινά μέτρα.

Όταν, στο πλαίσιο αιτήσεως λήψεως προσωρινών μέτρων, ο δικαστής των ασφαλιστικών μέτρων, ενώπιον του οποίου προβάλλεται ο κίνδυνος για τον αιτούντα να υποστεί σοβαρή και ανεπανόρθωτη ζημία, σταθμίζει τα διάφορα εμπλεκόμενα συμφέροντα, πρέπει να εξετάζει κυρίως αν, σε περίπτωση ακυρώσεως της επίδικης αποφάσεως από τον δικαστή της ουσίας, θα είναι δυνατή η ανατροπή της καταστάσεως που θα έχει δημιουργηθεί από την άμεση εκτέλεση της αποφάσεως αυτής και, αντιστρόφως, αν η αναστολή εκτελέσεως της εν λόγω αποφάσεως μπορεί να παρεμποδίσει την παραγωγή όλων των αποτελεσμάτων της σε περίπτωση που απορριφθεί η κύρια προσφυγή.

Όσον αφορά τις συνέπειες της χορηγήσεως αναστολής εκτελέσεως της αρνήσεως ανανεώσεως της συμβάσεως υπαλλήλου, η απλή αναστολή της εν λόγω αρνήσεως δεν θα μετέβαλλε την κατάσταση του ενδιαφερομένου διότι δεν θα μπορούσε, αυτή καθεαυτή, να του παράσχει δικαίωμα ανανεώσεως της συμβάσεώς του ούτε να καταστήσει δυνατή την επανεξέταση της καταστάσεώς του. Κατά συνέπεια, τέτοιου είδους αναστολή θα στερείτο, αυτή καθεαυτή, αποτελέσματος και, επομένως, ο αιτών δεν έχει συμφέρον σε αυτή.

(βλ. σκέψεις 41, 42, 50 και 51)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: 31 Ιουλίου 1989, 206/89 R, S. κατά Επιτροπής, σκέψεις 14 και 15

ΓΔΕΕ: 10 Σεπτεμβρίου 1999, T‑173/99 R, Elkaïm και Mazuel κατά Επιτροπής, σκέψη 18· 9 Αυγούστου 2001, T‑120/01 R, De Nicola κατά ΕΤΕπ, σκέψη 12· 30 Απριλίου 2008, T‑65/08 R, Ισπανία κατά Επιτροπής, σκέψη 82 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία

ΔΔΔΕΕ: 31 Μαΐου 2006, F‑38/06 R, Bianchi κατά ETF, σκέψη 20