Language of document : ECLI:EU:F:2015:118

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΔΙΟΙΚΗΣΗΣ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
(δεύτερο τμήμα)

της 8ης Οκτωβρίου 2015

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις F‑106/13 και F‑25/14

DD

κατά

Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA)

«Υπαλληλική υπόθεση – Προσωπικό του FRA – Έκτακτος υπάλληλος – Έκθεση εξελίξεως σταδιοδρομίας – Εσωτερική προκήρυξη – Καταγγελίες για διακριτική μεταχείριση – Καταγγελίες για αντίποινα υπό την έννοια της οδηγίας 2000/43 – Διοικητική έρευνα – Πειθαρχική διαδικασία – Πειθαρχική ποινή – Επίπληξη – Άρθρα 2, 3 και 11 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ – Καταγγελία συμβάσεως αορίστου χρόνου – Άρθρο 47, στοιχείο γʹ, περίπτωση i, του ΚΛΠ – Δικαίωμα ακροάσεως – Άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης»

Αντικείμενο:      Προσφυγή-αγωγή ασκηθείσα δυνάμει του άρθρου 270 ΣΛΕΕ, με την οποία ο DD βάλλει κατά της ποινής της επιπλήξεως που του επέβαλε ο διευθυντής του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (FRA), καθώς και κατά της αποφάσεως του εν λόγω διευθυντή να καταγγείλει τη σύμβασή του αορίστου χρόνου ως εκτάκτου υπαλλήλου, και ζητεί να υποχρεωθεί ο FRA να ανορθώσει τη ζημία που ισχυρίζεται ότι υπέστη από αυτές τις πράξεις.

Απόφαση:      Η απόφαση της 20ής Φεβρουαρίου 2013 με την οποία ο διευθυντής του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης επέβαλε την ποινή της επιπλήξεως στον DD ακυρώνεται. Η απόφαση της 13ης Ιουνίου 2013 με την οποία ο διευθυντής του Οργανισμού Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατήγγειλε τη σύμβαση αορίστου χρόνου του DD ως εκτάκτου υπαλλήλου ακυρώνεται. Οι προσφυγές‑αγωγές στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις F‑106/13 και F‑25/14 απορρίπτονται κατά τα λοιπά. Ο Οργανισμός Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης φέρει τα δικαστικά του έξοδα και καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα του DD.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Πειθαρχική διαδικασία – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Κίνηση πειθαρχικής διαδικασίας και έκδοση αποφάσεως επιβάλλουσας ποινή κατά τη διάρκεια μίας και της αυτής ακροάσεως – Ανυπαρξία προηγούμενης ανακοινώσεως των συμπερασμάτων της προηγούμενης έρευνας που χρησίμευσαν ως έρεισμα της αποφάσεως για την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας και την επιβολή της ποινής – Προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX, άρθρα 2, 3 και 11)

2.      Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Ποινή – Νομιμότητα – Σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας – Προσβολή – Συνέπειες – Ακύρωση – Προϋποθέσεις

(Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, άρθρο 41 § 2, στοιχείο αʹ· Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα IX, άρθρο 9)

3.      Υπάλληλοι – Πειθαρχικό καθεστώς – Έρευνα πριν από την κίνηση της πειθαρχικής διαδικασίας – Διεξαγωγή εν ανυπαρξία σχετικών γενικών εκτελεστικών διατάξεων – Δεν ασκεί επιρροή

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 110 και παράρτημα IX, άρθρο 2)

4.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Καταγγελία συμβάσεως αορίστου χρόνου – Έκδοση της αποφάσεως, χωρίς να δοθεί προηγουμένως στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να καταθέσει τις παρατηρήσεις του – Προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως – Συνέπειες

(Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρο 47)

5.      Υπάλληλοι – Έκτακτοι υπάλληλοι – Καταγγελία συμβάσεως αορίστου χρόνου – Έκδοση της αποφάσεως, χωρίς να δοθεί προηγουμένως στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να καταθέσει τις παρατηρήσεις του – Προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως – Δυνατότητα θεραπείας εκ των υστέρων στο πλαίσιο της διαδικασίας διοικητικής ενστάσεως – Αποκλείεται

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 90 § 2· Καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, άρθρο 47)

6.      Υπαλληλικές προσφυγές – Ακυρωτική απόφαση – Αποτελέσματα – Υποχρέωση λήψεως μέτρων εκτελέσεως – Δικαστική απόφαση ακυρώνουσα απόφαση περί καταγγελίας συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου – Αίτημα αποζημιώσεως του προσφεύγοντος-ενάγοντος ως προς την περιουσιακή ζημία που υπέστη – Χαρακτήρας του αιτήματος ως προώρου

(Άρθρο 266 ΣΛΕΕ)

1.      Τα άρθρα 2, παράγραφος 2, και 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ υποχρεώνουν την αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, όταν σκοπεύει να κινήσει πειθαρχική διαδικασία επί τη βάσει εκθέσεως συνταχθείσας κατά το πέρας διοικητικής έρευνας, να ανακοινώνει προηγουμένως τα συμπεράσματα της εκθέσεως διοικητικής έρευνας, καθώς και όλα τα στοιχεία του φακέλου, στον οικείο υπάλληλο, προκειμένου να μπορεί αυτός, διαθέτοντας εύλογη προθεσμία για να προετοιμάσει την άμυνά του, να διατυπώσει κάθε χρήσιμη παρατήρηση.

Συναφώς, όταν η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή στηρίζεται στην έκθεση διοικητικής έρευνας, προκειμένου να κινήσει πειθαρχική διαδικασία και να επιβάλει αμέσως πειθαρχική ποινή κατά τη διάρκεια μίας και της αυτής ακροάσεως, το γεγονός ότι τα συμπεράσματα της εν λόγω εκθέσεως διοικητικής έρευνας γνωστοποιήθηκαν προφορικά στον οικείο υπάλληλο κατά τη διάρκεια αυτής της ακροάσεως δεν μπορεί να αρκεί για τη διασφάλιση της τηρήσεως των διατάξεων του ΚΥΚ, εφόσον μια τέτοια ανακοίνωση δεν ήταν ικανή να εξασφαλίσει κατάλληλη πληροφόρηση αυτού του υπαλλήλου και να του παράσχει τη δυνατότητα να ασκήσει αποτελεσματικά το δικαίωμά του ακροάσεως.

Επιπλέον, προκειμένου να έχει πρακτική αποτελεσματικότητα το δικαίωμα ακροάσεως που διασφαλίζεται με το άρθρο 11 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ, η Διοίκηση οφείλει, όταν σκοπεύει να επιβάλει την ποινή της έγγραφης προειδοποιήσεως ή της επιπλήξεως, να παρέχει στον οικείο μόνιμο υπάλληλο ή μέλος του λοιπού προσωπικού τη δυνατότητα να προετοιμάσει την άμυνά του, πράγμα που συνεπάγεται ότι αυτός θα διαθέτει, εγκαίρως, όλες τις πληροφορίες που τον αφορούν και οι οποίες περιέχονται στον φάκελο κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ. Κατά συνέπεια, όταν η Διοίκηση αποφασίζει να κινήσει την πειθαρχική διαδικασία, κατόπιν δε να επιβάλει ποινή κατά το πέρας μίας και της αυτής ακροάσεως, η μη τήρηση των απαιτήσεων που προβλέπονται στα άρθρα 2 και 3 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ στοιχειοθετεί προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως, όπως αυτό διασφαλίζεται με το άρθρο 11 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ.

Επομένως, παραλείποντας να ανακοινώσει στον υπάλληλο τα συμπεράσματα της διοικητικής έρευνας πριν από την ακρόασή του, η οποία σκοπό ακριβώς έχει να ακουσθεί αυτός ως προς τα εν λόγω συμπεράσματα και κατά τη διάρκεια της οποίας ελήφθη απόφαση επιβολής ποινής, χωρίς να του έχει δοθεί η δυνατότητα να προετοιμάσει την άμυνά του, η Διοίκηση παραβαίνει τις υποχρεώσεις που υπέχει από τα άρθρα 2, 3 και 11 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ.

(βλ. σκέψεις 57 έως 60, 62 και 63)

2.      Προκειμένου προσβολή του δικαιώματος ακροάσεως να μπορέσει να επιφέρει την ακύρωση αποφάσεως επιβολής πειθαρχικής ποινής, είναι επιπλέον αναγκαίο να εξετασθεί αν, ελλείψει αυτής της πλημμέλειας, η διαδικασία θα μπορούσε να είχε διαφορετικό αποτέλεσμα. Συναφώς, λαμβανομένου υπόψη του θεμελιώδους χαρακτήρα του σεβασμού του δικαιώματος ακροάσεως, όπως αυτό καθιερώνεται με το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εναπόκειται στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή, η οποία έλαβε την απόφαση επιβολής ποινής και η οποία, ως εκ τούτου, έχει καλλίτερη γνώση των στοιχείων που υπαγόρευσαν τη λήψη αυτής της αποφάσεως, να καταδείξει ότι, ακόμη κι αν ο ενδιαφερόμενος είχε ακουσθεί νομοτύπως, δεν θα είχε μπορέσει να λάβει διαφορετική απόφαση.

Εντούτοις, σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η Διοίκηση αποφασίζει να κινήσει την πειθαρχική διαδικασία, κατόπιν δε να επιβάλει ποινή κατά το πέρας μίας και της αυτής ακροάσεως, χωρίς να έχει ανακοινώσει στον οικείο υπάλληλο τα συμπεράσματα της διοικητικής έρευνας, το να γίνει δεκτό ότι η Διοίκηση θα είχε λάβει την ίδια απόφαση με τη ληφθείσα, ακόμη κι αν είχε ακούσει τον ενδιαφερόμενο ως προς τα συμπεράσματα της εν λόγω εκθέσεως, καθώς και ως προς το σχέδιο επιβολής ποινής, θα καθιστούσε άνευ περιεχομένου το θεμελιώδες δικαίωμα της ακροάσεως, δεδομένου ότι το ίδιο το περιεχόμενο του δικαιώματος αυτού συνεπάγεται ότι ο ενδιαφερόμενος έχει τη δυνατότητα να επηρεάσει την εν λόγω διαδικασία λήψεως αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 65 και 67)

Παραπομπή:

ΔΕΕ: απόφαση της 3ης Ιουλίου 2014, Kamino International Logistics και Datema Hellmann Worldwide Logistics, C‑129/13 και C‑130/13, EU:C:2014:2041, σκέψη 79

ΔΔΔΕΕ: απόφαση της 14ης Μαΐου 2014, Delcroix κατά ΕΥΕΔ, F‑11/13, EU:F:2014:91, σκέψη 44

3.      Στις πειθαρχικές υποθέσεις, το γεγονός ότι διοικητική έρευνα διεξήχθη από οργανισμό της Ένωσης, χωρίς αυτός να έχει προηγουμένως θεσπίσει γενικές εκτελεστικές διατάξεις για την εφαρμογή του άρθρου 2 του παραρτήματος IX του ΚΥΚ και να έχει έτσι καθορίσει το διαδικαστικό πλαίσιο της έρευνας, δεν καθιστά την εν λόγω έρευνα παράτυπη. Βεβαίως, το άρθρο 2, παράγραφος 3, του παραρτήματος IX του ΚΥΚ επιβάλλει στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κάθε θεσμικού οργάνου την υποχρέωση να θεσπίζει τις γενικές εκτελεστικές διατάξεις για την εφαρμογή του εν λόγω άρθρου, σύμφωνα με το άρθρο 110 του ΚΥΚ. Παρά ταύτα, η έλλειψη θεσπίσεως τέτοιων διατάξεων δεν αποτελεί, καθεαυτή, εμπόδιο στην κίνηση και τη διεξαγωγή διοικητικής έρευνας, δεδομένου ότι αυτή πρέπει να διενεργείται, εν πάση περιπτώσει, τηρουμένων των διατάξεων του παραρτήματος IX του ΚΥΚ και των γενικών αρχών του δικαίου, όπως είναι ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας.

(βλ. σκέψη 75)

4.      Όταν πρόκειται για απόφαση περί καταγγελίας συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου, που ελήφθη χωρίς η Διοίκηση να έχει ρητώς, πριν από την έκδοσή της, πληροφορήσει τον ενδιαφερόμενο ότι αντιμετωπίζει αυτό το ενδεχόμενο και να τον έχει καλέσει να διατυπώσει σχετικώς τις παρατηρήσεις του, δεν μπορεί να υποστηρίζεται εγκύρως ότι ο ενδιαφερόμενος έτυχε της δέουσας ακροάσεως, διότι γνώριζε ήδη τα περιστατικά που του προσάπτονται και είχε την ευκαιρία να γνωστοποιήσει λυσιτελώς την άποψή του για τα συμβάντα που είχαν ως αποτέλεσμα την έκδοση της αποφάσεως περί καταγγελίας της συμβάσεως. Πράγματι, το δικαίωμα ακροάσεως πρέπει ακριβώς να παρέχει στον ενδιαφερόμενο τη δυνατότητα όχι μόνο να δίνει εξηγήσεις για τη συμπεριφορά του και για τους λόγους της συμπεριφοράς του, αλλά και να προβάλλει επιχειρήματα ως προς το μέτρο που η Διοίκηση προτίθεται να λάβει έναντι αυτού.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, εναπόκειται στη Διοίκηση να καταδείξει ότι, ακόμη κι αν είχε γίνει σεβαστό το δικαίωμα ακροάσεως, η απόφαση περί καταγγελίας της συμβάσεως θα είχε παρά ταύτα ληφθεί. Συναφώς, επιχείρημα που απλώς αντλείται από τη ρήξη της σχέσεως εμπιστοσύνης με τον ενδιαφερόμενο ουδόλως επιτρέπει να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο ότι, στην περίπτωση κατά την οποία η Διοίκηση δεν θα είχε αγνοήσει το δικαίωμα ακροάσεως του ενδιαφερομένου, οι εξηγήσεις που αυτός ενδεχομένως θα έδινε θα μπορούσαν να είχαν ως αποτέλεσμα να πεισθεί η εν λόγω αρχή να απόσχει από την καταγγελία της συμβάσεως του ενδιαφερομένου.

Επιπροσθέτως, μια απόφαση περί καταγγελίας συμβάσεως συνιστά εξαιρετικά σοβαρή πράξη για τον οικείο υπάλληλο, ο οποίος χάνει έτσι την εργασία του και του οποίου η σταδιοδρομία θα μπορούσε να επηρεασθεί αρνητικά επί πολλά έτη. Πέραν του γεγονότος ότι το δικαίωμα ακροάσεως πριν ληφθεί έναντι του υπαλλήλου ατομικό μέτρο που θα είχε δυσμενείς επιπτώσεις γι’ αυτόν είναι θεμελιώδες δικαίωμα του εν λόγω υπαλλήλου, η άσκηση από αυτόν του δικαιώματος να διατυπώσει λυσιτελώς τις απόψεις του επί της σχεδιαζομένης αποφάσεως περί καταγγελίας της συμβάσεως τελεί υπό την ευθύνη της αρμόδιας για τη σύναψη συμβάσεων προσλήψεως αρχής, η οποία οφείλει να ενεργεί με αυστηρή προσήλωση σ’ αυτή την ευθύνη.

(βλ. σκέψεις 90, 91, 93 και 95)

5.      Δεν μπορεί να υποστηρίζεται εγκύρως ότι τα δικαιώματα άμυνας ενός υπαλλήλου, που αγνοήθηκαν πριν από την έκδοση αποφάσεως περί καταγγελίας της συμβάσεώς του, έγιναν εντούτοις σεβαστά εκ των υστέρων, ως εκ του ότι ο ενδιαφερόμενος μπόρεσε να προβάλει τα επιχειρήματά του κατά της εν λόγω αποφάσεως στο πλαίσιο της διαδικασίας διοικητικής ενστάσεως που προβλέπεται στο άρθρο 90, παράγραφος 2, του ΚΥΚ. Συγκεκριμένα, διοικητική ένσταση που υποβλήθηκε βάσει του άρθρου 90, παράγραφος 2, του εν λόγω κανονισμού δεν έχει ως αποτέλεσμα την αναστολή εκτελέσεως της αποφάσεως κατά της οποίας στρέφεται, οπότε, παρά την υποβληθείσα από τον ενδιαφερόμενο διοικητική ένσταση κατά της αποφάσεως περί καταγγελίας της συμβάσεως, η απόφαση αυτή είχε άμεσα αρνητικά αποτελέσματα επί της καταστάσεως του ενδιαφερομένου, ο οποίος δεν ήταν σε θέση να επηρεάσει την εν λόγω απόφαση. Επομένως, η έκδοση της αποφάσεως περί καταγγελίας της συμβάσεως, χωρίς προηγουμένως να έχει ακουσθεί ο ενδιαφερόμενος, παρίσταται προδήλως ικανή να έχει θίξει το ουσιώδες περιεχόμενο των δικαιωμάτων άμυνας του ενδιαφερομένου.

(βλ. σκέψεις 97 και 98)

Παραπομπή:

ΓΔΕΕ: διάταξη της 22ας Νοεμβρίου 2006, Milbert κ.λπ. κατά Επιτροπής, T‑434/04, EU:T:2006:359, σκέψη 42

6.      Η ακύρωση πράξεως έχει ως αποτέλεσμα την αναδρομική εξάλειψη της ακυρωθείσας πράξεως από την έννομη τάξη και, όταν αυτή έχει ήδη εκτελεσθεί, η εξαφάνιση των αποτελεσμάτων της επιβάλλει την επαναφορά της έννομης καταστάσεως, στην οποία βρισκόταν ο προσφεύγων πριν από την έκδοσή της. Εξάλλου, κατά το άρθρο 266 ΣΛΕΕ, το θεσμικό όργανο του οποίου η πράξη ακυρώθηκε οφείλει να λάβει τα μέτρα που συνεπάγεται η εκτέλεση της δικαστικής αποφάσεως που εκδόθηκε σε βάρος του.

Στην περίπτωση δικαστικής αποφάσεως που ακυρώνει απόφαση περί καταγγελίας συμβάσεως εκτάκτου υπαλλήλου, λόγω του ότι η Διοίκηση προσέβαλε το δικαίωμα του ενδιαφερομένου να ακουσθεί πριν από την έκδοση βλαπτικής γι αυτόν πράξεως, εφόσον δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο ότι, αν είχε δοθεί στον ενδιαφερόμενο η δυνατότητα να διατυπώσει την άποψή του επί της σχεδιαζομένης αποφάσεως περί καταγγελίας της συμβάσεως, θα είχε μπορέσει αυτός να πείσει τη Διοίκηση να μην εκδώσει την απόφαση περί καταγγελίας της συμβάσεώς του, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί να προδικάζει την απόφαση που θα λάβει ο καθού οργανισμός, λαμβάνοντας υπόψη την ακυρωτική απόφαση. Κατά συνέπεια, το αίτημα να υποχρεωθεί ο καθού οργανισμός να ανορθώσει την περιουσιακή ζημία που φέρεται να υπέστη ο οικείος υπάλληλος λόγω της ελλείψεως νομιμότητας της αποφάσεως περί καταγγελίας της συμβάσεως πρέπει να απορριφθεί ως πρόωρο.

(βλ. σκέψεις 103 και 104)

Παραπομπή:

ΔΔΔΕΕ: απόφαση της 26ης Οκτωβρίου 2006, Landgren κατά Ευρωπαϊκού Ιδρύματος Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (ETF), F‑1/05, EU:F:2006:112, σκέψη 92 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία