Language of document : ECLI:EU:C:2022:702

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τμήμα μείζονος συνθέσεως)

της 20ής Σεπτεμβρίου 2022 (*)

[Κείμενο διορθωμένο με διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 2022]

«Προδικαστική παραπομπή – Επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Απόρρητο των επικοινωνιών – Πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών – Γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως – Οδηγία 2002/58/ΕΚ – Άρθρο 15, παράγραφος 1 – Χάρτης των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης – Άρθρα 6, 7, 8 και 11, καθώς και άρθρο 52, παράγραφος 1 – Άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑793/19 και C‑794/19,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο, Γερμανία) με απόφαση της 25ης Σεπτεμβρίου 2019, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο στις 29 Οκτωβρίου 2019, στο πλαίσιο των δικών

Bundesrepublik Deutschland, εκπροσωπούμενη από την Bundesnetzagentur für Elektrizität, Gas, Telekommunikation, Post und Eisenbahnen,

κατά

SpaceNet AG (C‑793/19),

Telekom Deutschland GmbH (C‑794/19),

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τμήμα μείζονος συνθέσεως),

συγκείμενο από τους K. Lenaerts, Πρόεδρο, A. Arabadjiev, A. Prechal, S. Rodin, I. Jarukaitis και I. Ziemele, προέδρους τμήματος, T. von Danwitz, M. Safjan, F. Biltgen, P. G. Xuereb (εισηγητή), N. Piçarra, L. S. Rossi και A. Kumin, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: M. Campos Sánchez-Bordona

γραμματέας: D. Dittert, προϊστάμενος διοικητικής μονάδας,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 13ης Σεπτεμβρίου 2021,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        η Bundesrepublik Deutschland, εκπροσωπούμενη από την Bundesnetzagentur für Elektrizität, Gas, Telekommunikation, Post und Eisenbahnen, παριστάμενη διά του C. Mögelin,

–        [Όπως διορθώθηκε με διάταξη της 27ης Οκτωβρίου 2022] η SpaceNet AG, εκπροσωπούμενη από τον M. Bäcker, Universitätsprofessor,

–        η Telekom Deutschland GmbH, εκπροσωπούμενη από τον T. Mayen, Rechtsanwalt,

–        η Γερμανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους J. Möller, F. Halibi, M. Hellmann, D. Klebs και E. Lankenau,

–        η Δανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τους M. Jespersen και J. Nymann-Lindegren, καθώς και από τις V. Pasternak Jørgensen και M. Søndahl Wolff,

–        η Εσθονική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Kalbus και M. Kriisa,

–        η Ιρλανδία, εκπροσωπούμενη από τον A. Joyce και την J. Quaney, επικουρούμενους από τους P. Gallagher, SC, και D. Fennelly, BL,

–        η Ισπανική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον L. Aguilera Ruiz,

–        η Γαλλική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από την A. Daniel, τους D. Dubois και J. Illouz, την E. de Moustier και τον T. Stéhelin,

–        η Ολλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις M. K. Bulterman, A. Hanje και C. S. Schillemans,

–        η Πολωνική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τον B. Majczyna, καθώς και από τις D. Lutostańska και J. Sawicka,

–        η Φινλανδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Laine και M. Pere,

–        η Σουηδική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις A. Falk και H. Shev,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τους G. Braun, S. L. Kalėda, H. Kranenborg, M. Wasmeier και F. Wilman,

–        ο Ευρωπαίος Επόπτης Προστασίας Δεδομένων, εκπροσωπούμενος από την A. Buchta, καθώς και από τους D. Nardi, N. Stolič και K. Ujazdowski,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 18ης Νοεμβρίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Οι αιτήσεις προδικαστικής αποφάσεως αφορούν την ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες) (ΕΕ 2002, L 201, σ. 37), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 337, σ. 11) (στο εξής: οδηγία 2002/58), ερμηνευόμενου υπό το πρίσμα των άρθρων 6 έως 8 και 11, καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης) και του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ.

2        Οι αιτήσεις αυτές υποβλήθηκαν στο πλαίσιο ένδικων διαφορών μεταξύ, αφενός, της Bundesrepublik Deutschland (Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας), εκπροσωπούμενης από την Bundesnetzagentur für Elektrizität, Gas, Telekommunikation, Post und Eisenbahnen (Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου, τηλεπικοινωνιών, ταχυδρομείων και σιδηροδρόμων, Γερμανία), και, αφετέρου, των SpaceNet AG (υπόθεση C‑793/19) και Telekom Deutschland GmbH (υπόθεση C‑794/19) σχετικά με την υποχρέωση των τελευταίων να διατηρούν δεδομένα κινήσεως και δεδομένα θέσεως σχετικά με τις τηλεπικοινωνίες των πελατών τους.

 Το νομικό πλαίσιο

 Η νομοθεσία της Ένωσης

 Η οδηγία 95/46/ΕΚ

3        Η οδηγία 95/46/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 24ης Οκτωβρίου 1995, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών (ΕΕ 1995, L 281, σ. 31), καταργήθηκε από τις 25 Μαΐου 2018 με τον κανονισμό (ΕΕ) 2016/679 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 27ης Απριλίου 2016, για την προστασία των φυσικών προσώπων έναντι της επεξεργασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και για την ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και την κατάργηση της οδηγίας 95/46/ΕΚ (ΕΕ 2016, L 119, σ. 1).

4        Το άρθρο 3, παράγραφος 2, της οδηγίας 95/46 όριζε τα εξής:

«Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας δεν εφαρμόζονται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα:

–        η οποία πραγματοποιείται στο πλαίσιο δραστηριοτήτων που δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου, όπως οι δραστηριότητες που προβλέπονται στις διατάξεις των τίτλων V και VI της συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση και, εν πάση περιπτώσει, στην επεξεργασία δεδομένων που αφορά τη δημόσια ασφάλεια, την εθνική άμυνα, την ασφάλεια του κράτους (συμπεριλαμβανομένης και της οικονομικής ευημερίας του, εφόσον η επεξεργασία αυτή συνδέεται με θέματα ασφάλειας του κράτους) και τις δραστηριότητες του κράτους σε τομείς του ποινικού δικαίου,

–        η οποία πραγματοποιείται από φυσικό πρόσωπο στο πλαίσιο αποκλειστικά προσωπικών ή οικιακών δραστηριοτήτων.»

 Η οδηγία 2002/58

5        Οι αιτιολογικές σκέψεις 2, 6, 7 και 11 της οδηγίας 2002/58 έχουν ως εξής:

«(2)      Επιδίωξη της παρούσας οδηγίας είναι να σεβαστεί τα θεμελιώδη δικαιώματα, τηρεί δε τις βασικές αρχές που αναγνωρίζονται ιδίως από τον [Χάρτη]. Συγκεκριμένα, η παρούσα οδηγία επιδιώκει να διασφαλισθεί η πλήρης τήρηση των δικαιωμάτων που προβλέπονται στα άρθρα 7 και 8 [αυτού].

[…]

(6)      Το Διαδίκτυο ανατρέπει τις παραδοσιακές δομές της αγοράς παρέχοντας ενιαία, παγκόσμια υποδομή για την παροχή ευρέος φάσματος υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Οι διαθέσιμες στο κοινό υπηρεσίες επικοινωνιών στο Διαδίκτυο δημιουργούν νέες δυνατότητες για τους χρήστες αλλά και νέους κινδύνους για τα προσωπικά τους δεδομένα και την ιδιωτική τους ζωή.

(7)      Στην περίπτωση των δημόσιων δικτύων επικοινωνίας, θα πρέπει να θεσπισθούν ειδικές νομοθετικές, κανονιστικές και τεχνικές διατάξεις προκειμένου να προστατευθούν τα θεμελιώδη δικαιώματα και οι ελευθερίες των φυσικών προσώπων, καθώς και τα έννομα συμφέροντα των νομικών προσώπων, ιδίως έναντι των αυξανομένων δυνατοτήτων αυτόματης αποθήκευσης και επεξεργασίας δεδομένων που αφορούν συνδρομητές και χρήστες.

[…]

(11)      Η παρούσα οδηγία, όπως και η οδηγία [95/46], δεν υπεισέρχεται σε θέματα προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών που συνδέονται με δραστηριότητες οι οποίες δεν διέπονται από το κοινοτικό δίκαιο. Επομένως, δεν αλλάζει την υφιστάμενη ισορροπία ανάμεσα στο δικαίωμα του ατόμου στην ιδιωτική ζωή και τη δυνατότητα των κρατών μελών να θεσπίζουν μέτρα όπως αυτά που αναφέρονται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, της παρούσας οδηγίας, εφόσον είναι αναγκαία για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας, της εθνικής άμυνας, της ασφάλειας του κράτους (περιλαμβανομένης της οικονομικής ευημερίας του κράτους εφόσον οι δραστηριότητες συνδέονται με θέματα ασφάλειας του κράτους) και την εφαρμογή του ποινικού δικαίου. Ως εκ τούτου, η παρούσα οδηγία δεν θίγει τη δυνατότητα των κρατών μελών να προβαίνουν σε νόμιμη παρακολούθηση των ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή να λαμβάνουν άλλα μέτρα, όταν αυτό είναι αναγκαίο, για οποιονδήποτε από τους προαναφερόμενους σκοπούς και σύμφωνα με την ευρωπαϊκή σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών [η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950], όπως ερμηνεύθηκε από τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου. Τα μέτρα αυτά πρέπει να είναι κατάλληλα, αυστηρώς ανάλογα των προς επίτευξη σκοπών και αναγκαία στα πλαίσια μιας δημοκρατικής κοινωνίας και θα πρέπει επίσης να υπόκεινται σε επαρκείς διασφαλίσεις σύμφωνα με την ευρωπαϊκή σύμβαση για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών.»

6        Το άρθρο 1 της ως άνω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Πεδίο εφαρμογής και στόχος», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Η παρούσα οδηγία προβλέπει την εναρμόνιση των εθνικών διατάξεων οι οποίες απαιτούνται προκειμένου να διασφαλίζεται ισοδύναμο επίπεδο προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών, και ιδίως του δικαιώματος στην ιδιωτική ζωή και την εμπιστευτικότητα, όσον αφορά την επεξεργασία προσωπικών δεδομένων στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και να διασφαλίζεται η ελεύθερη κυκλοφορία των δεδομένων αυτών και των εξοπλισμών και υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών στην Κοινότητα.

2.      Οι διατάξεις της παρούσας οδηγίας εξειδικεύουν και συμπληρώνουν την οδηγία [95/46] για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παράγραφο 1. Επιπλέον, οι εν λόγω διατάξεις παρέχουν προστασία των εννόμων συμφερόντων των συνδρομητών που είναι νομικά πρόσωπα.

3.      Η παρούσα οδηγία δεν εφαρμόζεται σε δραστηριότητες οι οποίες δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της [Συνθήκης ΛΕΕ], όπως οι δραστηριότητες που καλύπτονται από τους τίτλους V και VI της συνθήκης [ΕΕ], και σε κάθε περίπτωση στις δραστηριότητες που αφορούν τη δημόσια ασφάλεια, την εθνική άμυνα, την ασφάλεια του κράτους (συμπεριλαμβανομένης της οικονομικής ευημερίας του κράτους εφόσον οι δραστηριότητες συνδέονται με θέματα ασφάλειας του κράτους) και στις δραστηριότητες του κράτους σε τομείς του ποινικού δικαίου.»

7        Κατά το άρθρο 2 της εν λόγω οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Ορισμοί»:

«Εκτός αν άλλως ορίζεται, ισχύουν οι ορισμοί που περιλαμβάνονται στην οδηγία [95/46] και την οδηγία 2002/21/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 7ης Μαρτίου 2002, σχετικά με κοινό κανονιστικό πλαίσιο για δίκτυα και υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία πλαίσιο) [(ΕΕ 2002, L 108, σ. 33)].

Επίσης, ισχύουν και οι ακόλουθοι ορισμοί, βάσει των οποίων νοούνται ως:

α)      “χρήστης”, κάθε φυσικό πρόσωπο που χρησιμοποιεί διαθέσιμη στο κοινό υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών, για προσωπικούς ή επαγγελματικούς σκοπούς, χωρίς να είναι απαραίτητα συνδρομητής της εν λόγω υπηρεσίας·

β)      “δεδομένα κίνησης”, τα δεδομένα που υποβάλλονται σε επεξεργασία για τους σκοπούς της διαβίβασης μιας επικοινωνίας σε δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή της χρέωσής της·

γ)      “δεδομένα θέσης”: τα δεδομένα που υποβάλλονται σε επεξεργασία σε δίκτυο ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή από υπηρεσία ηλεκτρονικών επικοινωνιών και που υποδεικνύουν τη γεωγραφική θέση του τερματικού εξοπλισμού του χρήστη μιας διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών·

δ)      “επικοινωνία”, κάθε πληροφορία που ανταλλάσσεται ή διαβιβάζεται μεταξύ ενός πεπερασμένου αριθμού μερών, μέσω μιας διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών. Δεν περιλαμβάνονται πληροφορίες που διαβιβάζονται ως τμήμα ραδιοτηλεοπτικών υπηρεσιών στο κοινό μέσω δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών, εκτός από τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι πληροφορίες μπορούν να αφορούν αναγνωρίσιμο συνδρομητή ή χρήστη που τις λαμβάνει.

[…]»

8        Το άρθρο 3 της οδηγίας 2002/58, το οποίο φέρει τον τίτλο «Σχετικές υπηρεσίες», ορίζει τα εξής:

«Η παρούσα οδηγία εφαρμόζεται στην επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα στο πλαίσιο της παροχής διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών σε δημόσια δίκτυα επικοινωνιών στην Κοινότητα, περιλαμβανομένων των δημοσίων δικτύων επικοινωνιών που υποστηρίζουν συσκευές συλλογής δεδομένων και ταυτοποίησης.»

9        Το άρθρο 5 της οδηγίας αυτής, το οποίο φέρει τον τίτλο «Απόρρητο των επικοινωνιών», προβλέπει τα ακόλουθα:

«1.      Τα κράτη μέλη κατοχυρώνουν, μέσω της εθνικής νομοθεσίας, το απόρρητο των επικοινωνιών που διενεργούνται μέσω δημόσιου δικτύου επικοινωνιών και των διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και των συναφών δεδομένων κίνησης. Ειδικότερα, απαγορεύουν την ακρόαση, υποκλοπή, αποθήκευση ή άλλο είδος παρακολούθησης ή επιτήρησης των επικοινωνιών και των συναφών δεδομένων κίνησης από πρόσωπα πλην των χρηστών, χωρίς τη συγκατάθεση των ενδιαφερομένων χρηστών, εκτός αν υπάρχει σχετική νόμιμη άδεια, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1. Η παρούσα παράγραφος δεν εμποδίζει την τεχνική αποθήκευση, η οποία είναι αναγκαία για τη διαβίβαση επικοινωνίας, με την επιφύλαξη της αρχής του απορρήτου.

[…]

3.      Τα κράτη μέλη μεριμνούν ώστε η αποθήκευση πληροφοριών ή η απόκτηση πρόσβασης σε ήδη αποθηκευμένες πληροφορίες στον τερματικό εξοπλισμό συνδρομητή ή χρήστη επιτρέπεται μόνον εάν ο συγκεκριμένος συνδρομητής ή χρήστης έχει δώσει τη συγκατάθεσή του με βάση σαφείς και εκτενείς πληροφορίες σύμφωνα με την οδηγία 95/46/ΕΚ, μεταξύ άλλων για το σκοπό της επεξεργασίας. Τούτο δεν εμποδίζει οιαδήποτε τεχνικής φύσεως αποθήκευση ή πρόσβαση, αποκλειστικός σκοπός της οποίας είναι η διενέργεια της διαβίβασης μιας επικοινωνίας μέσω δικτύου ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή που είναι απολύτως αναγκαία για να μπορεί ο πάροχος υπηρεσίας της κοινωνίας της πληροφορίας την οποία έχει ζητήσει ρητά ο συνδρομητής ή ο χρήστης να παρέχει τη συγκεκριμένη υπηρεσία.»

10      Το άρθρο 6 της οδηγίας 2002/58, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δεδομένα κίνησης», ορίζει τα εξής:

«1.      Τα δεδομένα κίνησης που αφορούν συνδρομητές και χρήστες, τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία και αποθηκεύονται από τον πάροχο δημόσιου δικτύου ή διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών, πρέπει να απαλείφονται ή να καθίστανται ανώνυμα όταν δεν είναι πλέον απαραίτητα για το σκοπό της μετάδοσης μιας επικοινωνίας, με την επιφύλαξη των παραγράφων 2, 3 και 5 του παρόντος άρθρου και του άρθρου 15, παράγραφος 1.

2.      Τα δεδομένα κίνησης που είναι απαραίτητα για τη χρέωση των συνδρομητών και την πληρωμή των διασυνδέσεων μπορούν να υποβάλλονται σε επεξεργασία. Η επεξεργασία αυτή επιτρέπεται μόνον έως το τέλος της χρονικής περιόδου εντός της οποίας δύναται να αμφισβητείται νομίμως ο λογαριασμός ή να επιδιώκεται η πληρωμή.

3.      Για την εμπορική προώθηση των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή για την παροχή υπηρεσιών προστιθέμενης αξίας, ο πάροχος διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών μπορεί να επεξεργάζεται τα δεδομένα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 στην απαιτούμενη έκταση και για την απαιτούμενη διάρκεια για αυτή την υπηρεσία ή την εμπορική προώθηση, εφόσον ο συνδρομητής ή ο χρήστης τον οποίο αφορούν δίδει προηγουμένως τη συγκατάθεσή του. Στους χρήστες ή συνδρομητές πρέπει να δίνεται η δυνατότητα να ανακαλούν οποτεδήποτε τη συγκατάθεσή τους για την επεξεργασία των δεδομένων κίνησης.

[…]

5.      Η επεξεργασία των δεδομένων κίνησης, σύμφωνα με τις παραγράφους 1, 2, 3 και 4, πρέπει να περιορίζεται σε πρόσωπα τα οποία ενεργούν υπό την εποπτεία του φορέα παροχής του δημοσίου δικτύου και της διαθέσιμης στο κοινό υπηρεσίας ηλεκτρονικών επικοινωνιών και ασχολούνται με τη διαχείριση της χρέωσης ή της κίνησης, τις απαντήσεις σε ερωτήσεις πελατών, την ανίχνευση της απάτης, την εμπορική προώθηση των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή την παροχή υπηρεσίας προστιθέμενης αξίας, και πρέπει να περιορίζεται στα απολύτως αναγκαία για την εξυπηρέτηση των σκοπών αυτών.

[…]»

11      Το άρθρο 9 της συγκεκριμένης οδηγίας, το οποίο φέρει τον τίτλο «Δεδομένα θέσης εκτός των δεδομένων κίνησης», ορίζει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

«Στις περιπτώσεις όπου δεδομένα θέσης εκτός των δεδομένων κίνησης, που αφορούν τους χρήστες ή συνδρομητές δικτύων ή διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, είναι δυνατό να υποστούν επεξεργασία, η επεξεργασία αυτή επιτρέπεται μόνον όταν αυτά καθίστανται ανώνυμα ή με τη ρητή συγκατάθεση των χρηστών ή συνδρομητών στην απαιτούμενη έκταση και για την απαιτούμενη διάρκεια για την παροχή μιας υπηρεσίας προστιθέμενης αξίας. Ο φορέας παροχής υπηρεσιών είναι υποχρεωμένος να ενημερώνει τους χρήστες ή συνδρομητές, προτού δώσουν τη συγκατάθεσή τους, σχετικά με τον τύπο των δεδομένων θέσης εκτός των δεδομένων κυκλοφορίας που υποβάλλονται σε επεξεργασία, τους σκοπούς και τη διάρκεια της εν λόγω επεξεργασίας, καθώς και το ενδεχόμενο μετάδοσής τους σε τρίτους για το σκοπό παροχής της υπηρεσίας προστιθέμενης αξίας. […]»

12      Το άρθρο 15 της οδηγίας 2002/58, το οποίο φέρει τον τίτλο «Εφαρμογή ορισμένων διατάξεων της οδηγίας [95/46]», προβλέπει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Τα κράτη μέλη δύνανται να λαμβάνουν νομοθετικά μέτρα για να περιορίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 5 και 6, στο άρθρο 8, παράγραφοι 1 έως 4, και στο άρθρο 9 της παρούσας οδηγίας, εφόσον ο περιορισμός αυτός αποτελεί αναγκαίο, κατάλληλο και ανάλογο μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας (δηλαδή της ασφάλειας του κράτους), της εθνικής άμυνας, της δημόσιας ασφάλειας, και για την πρόληψη, διερεύνηση, διαπίστωση και δίωξη ποινικών αδικημάτων ή της άνευ αδείας χρησιμοποίησης του συστήματος ηλεκτρονικών επικοινωνιών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 13, παράγραφος 1, της οδηγίας [95/46]. Για το σκοπό αυτό, τα κράτη μέλη δύνανται, μεταξύ άλλων, να λαμβάνουν νομοθετικά μέτρα που θα προβλέπουν τη φύλαξη δεδομένων για ορισμένο χρονικό διάστημα για τους λόγους που αναφέρονται στην παρούσα παράγραφο. Όλα τα μέτρα που προβλέπονται στην παρούσα παράγραφο είναι σύμφωνα με τις γενικές αρχές του κοινοτικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένων αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, [ΣΕΕ].»

 Το γερμανικό δίκαιο

 Ο TKG

13      Το άρθρο 113a, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, του Telekommunikationsgesetz (νόμου περί τηλεπικοινωνιών), της 22ας Ιουνίου 2004 (BGBl. 2004 I, σ. 1190), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών των διαφορών των κύριων δικών (στο εξής: TKG), ορίζει τα εξής:

«Οι υποχρεώσεις περί διατηρήσεως, χρήσεως και ασφάλειας των δεδομένων κινήσεως που καθορίζονται στα άρθρα 113b έως 113g αφορούν τους φορείς που παρέχουν στους τελικούς χρήστες διαθέσιμες στο κοινό υπηρεσίες τηλεπικοινωνιών.»

14      Κατά το άρθρο 113b του TKG:

«(1)      Οι φορείς που μνημονεύονται στο άρθρο 113a, παράγραφος 1, οφείλουν να διατηρούν τα δεδομένα στην εθνική επικράτεια ως εξής:

1.      επί δέκα εβδομάδες, εάν πρόκειται για τα δεδομένα που μνημονεύονται στις παραγράφους 2 και 3,

2.      επί τέσσερις εβδομάδες, εάν πρόκειται για τα δεδομένα θέσεως που μνημονεύονται στην παράγραφο 4.

(2)      Οι πάροχοι διαθέσιμων στο κοινό τηλεφωνικών υπηρεσιών διατηρούν:

1.      τον αριθμό κλήσεως ή άλλο αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας της καλούσας και της συνδεδεμένης γραμμής, καθώς και κάθε άλλης γραμμής που χρησιμοποιείται σε περίπτωση εκτροπής ή προωθήσεως κλήσεων,

2.      την ημερομηνία και την ώρα ενάρξεως και λήξεως της συνδέσεως, με επισήμανση της αντίστοιχης ωριαίας ζώνης,

3.      τα στοιχεία της υπηρεσίας που χρησιμοποιήθηκε, αν στο πλαίσιο της υπηρεσίας τηλεφωνίας μπορούν να χρησιμοποιηθούν διαφορετικές υπηρεσίες,

4.      επίσης, όσον αφορά τις υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας,

a)      τον διεθνή αναγνωριστικό κωδικό ταυτότητας συνδρομητών της καλούσας και της συνδεδεμένης γραμμής,

b)      τον διεθνή αναγνωριστικό κωδικό ταυτότητας του καλούντος και του συνδεδεμένου τερματικού εξοπλισμού,

c)      την ημερομηνία και την ώρα της αρχικής ενεργοποιήσεως της υπηρεσίας με την επισήμανση της αντίστοιχης ωριαίας ζώνης, εάν πρόκειται για υπηρεσίες που είχαν προπληρωθεί,

5.      όπως και στην περίπτωση των τηλεφωνικών υπηρεσιών μέσω Διαδικτύου, τις διευθύνσεις IP (πρωτοκόλλου Διαδικτύου) της καλούσας και της συνδεδεμένης γραμμής και τους αποδοθέντες αριθμούς ταυτότητας.

Η παράγραφος 1 εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών

1.      σε περίπτωση επικοινωνίας με σύντομο γραπτό μήνυμα (SMS), μήνυμα πολυμέσων ή άλλο παρόμοιο μήνυμα· στην περίπτωση αυτή, αντί των στοιχείων που μνημονεύονται στην παράγραφο 1, σημείο 2, διατηρούνται ο χρόνος αποστολής και λήψεως του μηνύματος·

2.      στις αναπάντητες ή ανεπιτυχείς κλήσεις λόγω επεμβάσεως του διαχειριστή του δικτύου […].

(3)      Οι πάροχοι διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών πρόσβασης στο Διαδίκτυο διατηρούν

1.      τη διεύθυνση IP που αποδόθηκε στον συνδρομητή για τη χρήση του Διαδικτύου,

2.      τα σαφή στοιχεία αναγνωρίσεως της ταυτότητας της συνδέσεως που παρέχει την πρόσβαση στο Διαδίκτυο, καθώς και τον αποδοθέντα αναγνωριστικό αριθμό ταυτότητας,

3.      την ημερομηνία και την ώρα ενάρξεως και λήξεως της χρήσεως του Διαδικτύου από την αποδοθείσα διεύθυνση IP, με επισήμανση της αντίστοιχης ωριαίας ζώνη.

(4)      Σε περίπτωση χρήσεως υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας, διατηρείται η ονομασία των κυψελωτών κυττάρων που χρησιμοποιήθηκαν κατά την έναρξη της συνδέσεως από τον καλούντα και τον καλούμενο. Όσον αφορά τις διαθέσιμες στο κοινό υπηρεσίες προσβάσεως στο Διαδίκτυο, διατηρούνται, σε περίπτωση χρήσεως μέσω κινητής τηλεφωνίας, η ονομασία των κυψελωτών κυττάρων που χρησιμοποιήθηκαν κατά την έναρξη της συνδέσεως. Διατηρούνται επίσης τα δεδομένα χάρη στα οποία μπορούν να προσδιορισθούν η γεωγραφική θέση και οι διευθύνσεις μέγιστης ακτινοβολίας των κεραιών που εξυπηρετούν το σχετικό κυψελωτό κύτταρο.

(5)      Το περιεχόμενο της επικοινωνίας, τα δεδομένα των ιστοτόπων στα οποία πραγματοποιείται επίσκεψη και τα δεδομένα των υπηρεσιών ηλεκτρονικού ταχυδρομείου δεν διατηρούνται δυνάμει της παρούσας διατάξεως.

(6)      Τα δεδομένα των επικοινωνιών που μνημονεύονται στο άρθρο 99, παράγραφος 2, δεν διατηρούνται δυνάμει της παρούσας διατάξεως. Τηρουμένων των αναλογιών, το αυτό ισχύει και για τις τηλεφωνικές επικοινωνίες από τις οντότητες που μνημονεύονται στο άρθρο 99, παράγραφος 2. Το άρθρο 99, παράγραφος 2, δεύτερη έως έβδομη περίοδος, εφαρμόζεται τηρουμένων των αναλογιών.

[…]»

15      Οι επικοινωνίες που μνημονεύονται στο άρθρο 99, παράγραφος 2, του TKG και στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 113b, παράγραφος 6, του TKG είναι επικοινωνίες με πρόσωπα, αρχές και οργανώσεις κοινωνικού ή θρησκευτικού χαρακτήρα που παρέχουν σε καλούντες, καταρχήν υπό καθεστώς ανωνυμίας, υπηρεσίες τηλεφωνικής αρωγής σε έκτακτες ψυχολογικές ή κοινωνικές καταστάσεις και υπόκεινται συναφώς τα ίδια ή οι συνεργάτες τους σε ιδιαίτερες υποχρεώσεις εμπιστευτικότητας. Βάσει του άρθρου 99, παράγραφος 2, δεύτερη έως τέταρτη περίοδος, του TKG, η εν λόγω εξαίρεση τελεί υπό την προϋπόθεση της εγγραφής των καλουμένων, κατόπιν αιτήσεώς τους, σε κατάλογο που καταρτίζει η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου, τηλεπικοινωνιών, ταχυδρομείων και σιδηροδρόμων, κατόπιν πιστοποιήσεως της αποστολής των κατόχων των καλούμενων αριθμών από αρχή, φορέα, οργανισμό ή ίδρυμα δημοσίου δικαίου.

16      Το άρθρο 113c, παράγραφοι 1 και 2, του TKG ορίζει τα εξής:

«(1)      Τα δεδομένα που διατηρούνται δυνάμει του άρθρου 113b μπορούν

1.      να διαβιβάζονται σε διωκτική αρχή οσάκις αυτή ζητεί τη διαβίβαση επικαλούμενη διάταξη νόμου που της επιτρέπει να συγκεντρώνει τα δεδομένα που μνημονεύονται στο άρθρο 113b με σκοπό τη δίωξη ιδιαιτέρως σοβαρών ποινικών αδικημάτων·

2.      να διαβιβάζονται σε αρχή ασφάλειας των ομόσπονδων κρατών (Länder) οσάκις αυτή ζητεί τη διαβίβαση επικαλούμενη διάταξη νόμου που της επιτρέπει να συγκεντρώνει τα δεδομένα που μνημονεύονται στο άρθρο 113b για την αποτροπή συγκεκριμένης απειλής για τη σωματική ακεραιότητα, τη ζωή ή την ελευθερία προσώπου ή για την ύπαρξη του ομοσπονδιακού ή του ομόσπονδου κράτους·

[…]

(2)      Τα δεδομένα που διατηρούνται δυνάμει του άρθρου 113b δεν χρησιμοποιούνται από τους υπέχοντες τις υποχρεώσεις που καθορίζονται στο άρθρο 113a, παράγραφος 1, για σκοπούς άλλους πλην των προβλεπομένων στην παράγραφο 1.»

17      Το άρθρο 113d του TKG προβλέπει τα ακόλουθα:

«Ο υπέχων την προβλεπόμενη στο άρθρο 113a, παράγραφος 1, υποχρέωση μεριμνά ώστε τα δεδομένα που διατηρούνται κατά το άρθρο 113b, παράγραφος 1, δυνάμει της υποχρεώσεως διατηρήσεως, να προστατεύονται, με τεχνικά και οργανωτικά μέτρα σύμφωνα προς τη στάθμη της τεχνικής, έναντι του μη εξουσιοδοτημένου ελέγχου και της μη εξουσιοδοτημένης χρήσης. Τα εν λόγω μέτρα περιλαμβάνουν ειδικότερα:

1.      τη χρήση ιδιαιτέρως ασφαλούς διαδικασίας κρυπτογραφήσεως,

2.      την αποθήκευση σε διακριτές υποδομές αποθηκεύσεως, χωριστά από εκείνες που προορίζονται για τρέχοντα λειτουργικά καθήκοντα,

3.      την αποθήκευση, με υψηλό επίπεδο προστασίας έναντι των κυβερνοεπιθέσεων, σε αποσυνδεδεμένα συστήματα ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων,

4.      τον περιορισμό της προσβάσεως στις εγκαταστάσεις που χρησιμοποιούνται για την επεξεργασία δεδομένων στα πρόσωπα που διαθέτουν ειδική εξουσιοδότηση χορηγηθείσα από τον υπέχοντα την υποχρέωση και

5.      την υποχρέωση επεμβάσεως, κατά την πρόσβαση στα δεδομένα, τουλάχιστον δύο προσώπων που διαθέτουν ειδική εξουσιοδότηση χορηγηθείσα από τον υπέχοντα την υποχρέωση.»

18      Το άρθρο 113e του TKG ορίζει τα εξής:

«(1)      Ο υπέχων την προβλεπόμενη στο άρθρο 113a, παράγραφος 1, υποχρέωση μεριμνά ώστε, για τους σκοπούς του ελέγχου της προστασίας των δεδομένων, να καταγράφεται οποιαδήποτε πρόσβαση, και ειδικότερα η ανάγνωση, η αντιγραφή, η τροποποίηση, η διαγραφή και το κλείσιμο, στα δεδομένα που τηρούνται βάσει του άρθρου 113b, παράγραφος 1, δυνάμει της υποχρεώσεως διατηρήσεως. Καταγράφονται

1.      η ώρα προσβάσεως,

2.      τα στοιχεία των προσώπων που έχουν πρόσβαση στα δεδομένα,

3.      το αντικείμενο και η φύση της προσβάσεως.

(2)      Τα ως άνω καταγραφόμενα στοιχεία δεν χρησιμοποιούνται για σκοπούς άλλους πλην του ελέγχου της προστασίας των δεδομένων.

(3)      Ο υπέχων την προβλεπόμενη στο άρθρο 113a, παράγραφος 1, υποχρέωση μεριμνά ώστε τα καταγραφόμενα στοιχεία να διαγράφονται μετά την παρέλευση ενός έτους.»

19      Προκειμένου να διασφαλιστεί ιδιαιτέρως υψηλό επίπεδο ασφάλειας και ποιότητας των δεδομένων, η Ομοσπονδιακή Υπηρεσία δικτύων ηλεκτρικής ενέργειας, φυσικού αερίου, τηλεπικοινωνιών, ταχυδρομείων και σιδηροδρόμων καθορίζει, σύμφωνα με το άρθρο 113f, παράγραφος 1, του TKG, ένα σύνολο απαιτήσεων οι οποίες, δυνάμει του άρθρου 113f, παράγραφος 2, του νόμου αυτού, πρέπει να αξιολογούνται διαρκώς και να προσαρμόζονται κατά περίπτωση. Το άρθρο 113g του TKG απαιτεί να ενταχθούν ειδικά μέτρα ασφαλείας στην έκθεση περί πολιτικής ασφαλείας την οποία πρέπει να καταρτίσει και να υποβάλει στις αρχές ο υπέχων την υποχρέωση.

 Ο StPO

20      Το άρθρο 100g, παράγραφος 2, πρώτη περίοδος, του Strafprozessordnung (κώδικα ποινικής δικονομίας, στο εξής: StPO) έχει ως εξής:

«Εάν συγκεκριμένα στοιχεία προκαλούν υπόνοιες ότι πρόσωπο, υπό την ιδιότητα του αυτουργού ή του συνεργού, διέπραξε οποιοδήποτε από τα ιδιαιτέρως σοβαρά ποινικά αδικήματα που μνημονεύονται στη δεύτερη περίοδο ή, στις περιπτώσεις στις οποίες η απόπειρα διαπράξεως παραβάσεως συνιστά αξιόποινη πράξη, αποπειράθηκε να διαπράξει οποιοδήποτε από τα ως άνω αδικήματα και αν η παράβαση είναι επίσης ιδιαιτέρως σοβαρή στη συγκεκριμένη περίπτωση, τα δεδομένα κινήσεως, που διατηρούνται βάσει του άρθρου 113b του [TKG], μπορούν να κοινοποιηθούν στην περίπτωση που η διερεύνηση των πράξεων ή ο εντοπισμός του προσώπου που αποτελεί αντικείμενο της έρευνας είναι εξαιρετικά δυσχερείς ή αδύνατοι με άλλα μέσα και αν η κοινοποίηση των δεδομένων τελεί σε αναλογία προς τη σοβαρότητα της υπόθεσης.»

21      Το άρθρο 101a, παράγραφος 1, του StPO εξαρτά τη συλλογή δεδομένων κινήσεως βάσει του άρθρου 100g του StPO από δικαστική άδεια. Κατά το άρθρο 101a, παράγραφος 2, του StPO, το σκεπτικό της αποφάσεως πρέπει να περιλαμβάνει τις ουσιώδεις εκτιμήσεις σχετικά με τον αναγκαίο και πρόσφορο χαρακτήρα του μέτρου στη συγκεκριμένη περίπτωση. Το άρθρο 101a, παράγραφος 6, του StPO προβλέπει υποχρέωση ενημερώσεως των μετεχόντων στην επίμαχη τηλεπικοινωνία.

 Οι διαφορές των κύριων δικών και το προδικαστικό ερώτημα

22      Η SpaceNet και η Telekom Deutschland παρέχουν, εντός της Γερμανίας, διαθέσιμες στο κοινό υπηρεσίες προσβάσεως στο Διαδίκτυο. Η δεύτερη εκ των εταιριών παρέχει, επιπλέον, επίσης εντός της Γερμανίας, διαθέσιμες στο κοινό τηλεφωνικές υπηρεσίες.

23      Οι ως άνω πάροχοι υπηρεσιών προσέφυγαν ενώπιον του Verwaltungsgericht Köln (διοικητικού πρωτοδικείου Κολωνίας, Γερμανία) αμφισβητώντας την υποχρέωση η οποία τους επιβλήθηκε δυνάμει των συνδυασμένων διατάξεων του άρθρου 113a, παράγραφος 1, και του άρθρου 113b του TKG να διατηρούν δεδομένα κινήσεως και δεδομένα θέσεως των τηλεπικοινωνιών των πελατών τους από 1ης Ιουλίου 2017.

24      Με αποφάσεις της 20ής Απριλίου 2018, το Verwaltungsgericht Köln (διοικητικό πρωτοδικείο Κολωνίας) έκρινε ότι οι SpaceNet και Telekom Deutschland δεν υποχρεούνταν να διατηρούν τα, διαλαμβανόμενα στο άρθρο 113b, παράγραφος 3, του TKG, δεδομένα κινήσεως τηλεπικοινωνιών των πελατών στους οποίους παρέχουν πρόσβαση στο Διαδίκτυο και ότι, επιπλέον, η Telekom Deutschland δεν ήταν υποχρεωμένη να διατηρεί τα, διαλαμβανόμενα στο άρθρο 113b, παράγραφος 2, πρώτη και δεύτερη περίοδος, του TKG, δεδομένα κινήσεως τηλεπικοινωνιών των πελατών στους οποίους παρέχει πρόσβαση σε διαθέσιμες στο κοινό υπηρεσίες τηλεφωνίας. Το εν λόγω δικαστήριο έκρινε συγκεκριμένα ότι, λαμβανομένης υπόψη της αποφάσεως της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. (C‑203/15 και C‑698/15, EU:C:2016:970), η υποχρέωση αυτή διατηρήσεως αντέβαινε στο δίκαιο της Ένωσης.

25      Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας άσκησε αναίρεση (Revision) κατά των ανωτέρω αποφάσεων ενώπιον του Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακού Διοικητικού Δικαστηρίου, Γερμανία), δηλαδή του αιτούντος δικαστηρίου.

26      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι το ζήτημα αν η υποχρέωση διατηρήσεως που επιβάλλουν οι συνδυασμένες διατάξεις του άρθρου 113a, παράγραφος 1, και του άρθρου 113b του TKG αντιβαίνει στο δίκαιο της Ένωσης εξαρτάται από την ερμηνεία της οδηγίας 2002/58.

27      Το αιτούν δικαστήριο επισημαίνει συναφώς ότι το Δικαστήριο έχει αποφανθεί οριστικώς, στην απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. (C‑203/15 και C‑698/15, EU:C:2016:970), ότι οι ρυθμίσεις περί διατηρήσεως των δεδομένων κινήσεως και θέσεως, καθώς και η πρόσβαση των εθνικών αρχών στα εν λόγω δεδομένα εμπίπτουν, καταρχήν, στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2002/58.

28      Επισημαίνει επίσης ότι η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών υποχρέωση διατηρήσεως, καθόσον περιορίζει τα δικαιώματα που απορρέουν από το άρθρο 5, παράγραφος 1, το άρθρο 6, παράγραφος 1, και το άρθρο 9, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, δύναται να δικαιολογηθεί μόνον βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 1, της συγκεκριμένης οδηγίας.

29      Το αιτούν δικαστήριο υπενθυμίζει συναφώς ότι από την απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. (C‑203/15 και C‑698/15, EU:C:2016:970), προκύπτει ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11 καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιβαίνει προς αυτό εθνική ρύθμιση η οποία, προς τον σκοπό καταπολεμήσεως του εγκλήματος, προβλέπει γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση του συνόλου των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως όλων των συνδρομητών και των εγγεγραμμένων χρηστών αφορώσα όλα τα μέσα ηλεκτρονικής επικοινωνίας.

30      Κατά το αιτούν δικαστήριο, όμως, όπως και οι επίμαχες εθνικές ρυθμίσεις στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η ως άνω απόφαση, η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών εθνική ρύθμιση δεν απαιτεί καμία αιτιολογία για τη διατήρηση των δεδομένων ούτε οποιαδήποτε σχέση μεταξύ των διατηρούμενων δεδομένων και ποινικού αδικήματος ή κινδύνου για τη δημόσια ασφάλεια. Συγκεκριμένα, η εθνική αυτή ρύθμιση επιβάλλει την άνευ αιτιολογίας γενική και χωρίς διάκριση, από προσωπικής, χρονικής και γεωγραφικής απόψεως, διατήρηση του μεγαλύτερου μέρους των σχετικών με τις τηλεπικοινωνίες δεδομένων κινήσεως.

31      Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά, πάντως, ότι δεν αποκλείεται η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών υποχρέωση διατηρήσεως να μπορεί να δικαιολογηθεί βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58.

32      Κατά πρώτον, επισημαίνει ότι, αντιθέτως προς τις επίμαχες εθνικές ρυθμίσεις στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. (C‑203/15 και C‑698/15, EU:C:2016:970), η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών εθνική ρύθμιση δεν επιτάσσει τη διατήρηση του συνόλου των σχετικών με τις τηλεπικοινωνίες δεδομένων κινήσεως όλων των συνδρομητών και εγγεγραμμένων χρηστών όσον αφορά άπαντα τα μέσα ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Όπως προκύπτει από το άρθρο 113b, παράγραφοι 5 και 6, του TKG, από την υποχρέωση διατηρήσεως δεν εξαιρείται μόνον το περιεχόμενο των επικοινωνιών, αλλά και τα δεδομένα που αφορούν τους ιστοτόπους τους οποίους επισκέφθηκαν οι συνδρομητές και χρήστες, τα δεδομένα των υπηρεσιών ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και τα δεδομένα που αφορούν επικοινωνίες κοινωνικού ή θρησκευτικού χαρακτήρα προς ή από ορισμένες γραμμές.

33      Κατά δεύτερον, το αιτούν δικαστήριο μνημονεύει ότι το άρθρο 113b, παράγραφος 1, του TKG προβλέπει ως χρονική διάρκεια διατηρήσεως των δεδομένων τις τέσσερις εβδομάδες για τα δεδομένα θέσεως και τις δέκα εβδομάδες για τα δεδομένα κινήσεως, ενώ η οδηγία 2006/24/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαρτίου 2006, για τη διατήρηση δεδομένων που παράγονται ή υποβάλλονται σε επεξεργασία σε συνάρτηση με την παροχή διαθεσίμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ή δημοσίων δικτύων επικοινωνιών και για την τροποποίηση της οδηγίας 2002/58/ΕΚ (ΕΕ 2006, L 105, σ. 54), στην οποία στηρίζονταν οι επίμαχες εθνικές ρυθμίσεις στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. (C‑203/15 και C‑698/15, EU:C:2016:970), προέβλεπε διατήρηση χρονικής διάρκειας από έξι μήνες έως δύο έτη.

34      Κατά το αιτούν δικαστήριο, όμως, μολονότι ο αποκλεισμός ορισμένων μέσων επικοινωνίας ή ορισμένων κατηγοριών δεδομένων και ο περιορισμός της χρονικής διάρκειας διατηρήσεως δεν αρκούν για την εξάλειψη κάθε κινδύνου προσδιορισμού πλήρους προφίλ των οικείων προσώπων, ο κίνδυνος αυτός περιορίζεται τουλάχιστον σημαντικά στο πλαίσιο της εφαρμογής της επίμαχης στις υποθέσεις των κύριων δικών εθνικής ρυθμίσεως.

35      Κατά τρίτον, η συγκεκριμένη ρύθμιση υπόκειται σε αυστηρούς περιορισμούς όσον αφορά την προστασία των διατηρούμενων δεδομένων και την πρόσβαση σε αυτά. Αφενός, διασφαλίζει αποτελεσματική προστασία των διατηρούμενων δεδομένων από κινδύνους καταχρήσεως, καθώς και από οποιαδήποτε αθέμιτη πρόσβαση σε αυτά τα δεδομένα. Αφετέρου, τα διατηρούμενα δεδομένα μπορούν να χρησιμοποιηθούν μόνο για την καταπολέμηση σοβαρών ποινικών αδικημάτων ή για την αποτροπή συγκεκριμένου κινδύνου για τη σωματική ακεραιότητα, τη ζωή ή την ελευθερία προσώπου ή για την ύπαρξη του ομοσπονδιακού ή ομόσπονδου κράτους.

36      Κατά τέταρτον, η ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 υπό την έννοια ότι δεν συνάδει εν γένει με το δίκαιο της Ένωσης οποιαδήποτε διατήρηση δεδομένων άνευ αιτιολογίας ενδέχεται να αντιβαίνει στην υποχρέωση ενέργειας των κρατών μελών βάσει του δικαιώματος στην ασφάλεια, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 6 του Χάρτη.

37      Κατά πέμπτον, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι τυχόν ερμηνεία του άρθρου 15 της οδηγίας 2002/58 υπό την έννοια ότι αντιτίθεται σε γενική διατήρηση των δεδομένων θα περιόριζε σημαντικά το περιθώριο χειρισμών του εθνικού νομοθέτη σε τομέα που άπτεται της καταστολής των εγκλημάτων και της δημόσιας ασφάλειας, ο οποίος εξακολουθεί να υπόκειται, σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, στην αποκλειστική ευθύνη κάθε κράτους μέλους.

38      Κατά έκτον, το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι πρέπει να ληφθεί υπόψη η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και επισημαίνει ότι το δικαστήριο αυτό έχει κρίνει ότι το άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Συμβάσεως για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (στο εξής: ΕΣΔΑ) δεν αντιτίθεται σε εθνικές διατάξεις προβλέπουσες τη μαζική παρακράτηση των διασυνοριακών ροών δεδομένων, λαμβανομένων υπόψη των απειλών που αντιμετωπίζουν σήμερα πολλά κράτη και των μέσων τεχνολογίας στα οποία μπορούν πλέον να στηριχθούν οι τρομοκράτες και οι εγκληματίες για την τέλεση αξιόποινων πράξεων.

39      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Bundesverwaltungsgericht (Ομοσπονδιακό Διοικητικό Δικαστήριο) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Λαμβανομένων υπόψη, αφενός, των άρθρων 7, 8 και 11, καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του [Χάρτη], και, αφετέρου, του άρθρου 6 του [εν λόγω Χάρτη], καθώς και του άρθρου 4 [ΣΕΕ], έχει το άρθρο 15 της οδηγίας [2002/58] την έννοια ότι αποκλείει εθνικό καθεστώς το οποίο επιβάλλει στους φορείς παροχής διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών την υποχρέωση να αποθηκεύουν και να διατηρούν δεδομένα κίνησης και θέσης των τελικών χρηστών των υπηρεσιών αυτών, εάν:

1)      η εν λόγω υποχρέωση δεν προϋποθέτει την ύπαρξη συγκεκριμένου λόγου από απόψεως τόπου, χρόνου ή χώρου,

2)      αντικείμενο της υποχρεώσεως αποθήκευσης στο πλαίσιο παροχής διαθέσιμων στο κοινό τηλεφωνικών υπηρεσιών –οι οποίες περιλαμβάνουν και τη μετάδοση σύντομων, πολυμεσικών ή παρόμοιων μηνυμάτων, καθώς και τις αναπάντητες ή ανεπιτυχείς κλήσεις– είναι τα εξής:

α)      ο τηλεφωνικός αριθμός ή άλλο αναγνωριστικό στοιχείο ταυτότητας της καλούσας και της συνδεδεμένης γραμμής, καθώς και κάθε άλλης γραμμής σε περίπτωση εκτροπής ή προώθησης κλήσεων,

β)      η ημερομηνία και η ώρα έναρξης και λήξης της σύνδεσης και –σε περίπτωση μεταδόσεως σύντομου, πολυμεσικού ή παρόμοιου μηνύματος– οι χρόνοι αποστολής και λήψης του μηνύματος με την επισήμανση της αντίστοιχης ωριαίας ζώνης,

γ)      τα στοιχεία της υπηρεσίας που χρησιμοποιήθηκε, εάν στο πλαίσιο της υπηρεσίας τηλεφωνίας μπορούν να χρησιμοποιηθούν διαφορετικές υπηρεσίες,

δ)      επίσης, όσον αφορά τις υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας,

i)      ο διεθνής αναγνωριστικός κωδικός ταυτότητας συνδρομητών για την καλούσα και τη συνδεδεμένη γραμμή,

ii)      ο διεθνής αναγνωριστικός κωδικός ταυτότητας του καλούντος και του συνδεδεμένου τερματικού εξοπλισμού,

iii)      η ημερομηνία και η ώρα της αρχικής ενεργοποίησης της υπηρεσίας με την επισήμανση της αντίστοιχης ωριαίας ζώνης, εφόσον οι υπηρεσίες είχαν προπληρωθεί,

iv)      οι ονομασίες των κυψελωτών κυττάρων που χρησιμοποιήθηκαν από την καλούσα και τη συνδεδεμένη γραμμή κατά την έναρξη της σύνδεσης,

ε)      επίσης, όσον αφορά τις τηλεφωνικές υπηρεσίες μέσω Διαδικτύου, οι διευθύνσεις πρωτοκόλλου Διαδικτύου της καλούσας και της συνδεδεμένης γραμμής και οι αποδοθέντες κωδικοί ταυτότητας χρήστη,

3)      αντικείμενο της υποχρεώσεως αποθήκευσης στο πλαίσιο παροχής διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών πρόσβασης στο Διαδίκτυο είναι τα εξής δεδομένα:

α)      η διεύθυνση πρωτοκόλλου Διαδικτύου που αποδίδεται στον συνδρομητή για τη χρήση του Διαδικτύου,

β)      ο μοναδικός αναγνωριστικός κωδικός της γραμμής μέσω της οποίας πραγματοποιείται η χρήση του Διαδικτύου, καθώς και ο αποδοθείς κωδικός ταυτότητας χρήστη,

γ)      η ημερομηνία και η ώρα έναρξης και λήξης της χρήσης του Διαδικτύου υπό την αποδοθείσα διεύθυνση πρωτοκόλλου Διαδικτύου με την επισήμανση της αντίστοιχης ωριαίας ζώνης,

δ)      σε περίπτωση χρήσης Διαδικτύου μέσω δικτύου κινητής επικοινωνίας, η ονομασία του κυψελωτού κυττάρου που χρησιμοποιήθηκε κατά την έναρξη της σύνδεσης στο Διαδίκτυο,

4)      δεν επιτρέπεται να αποθηκεύονται τα ακόλουθα δεδομένα:

α)      το περιεχόμενο της επικοινωνίας,

β)      τα δεδομένα των προβληθέντων ιστοτόπων,

γ)      τα δεδομένα των υπηρεσιών ηλεκτρονικού ταχυδρομείου,

δ)      τα δεδομένα που αφορούν συνδέσεις προς ή από συγκεκριμένες γραμμές προσώπων, υπηρεσιών και οργανισμών του τομέα κοινωνικής πρόνοιας ή του εκκλησιαστικού τομέα,

5)      η διάρκεια της διατηρήσεως για τα δεδομένα θέσης, δηλαδή την ονομασία των κυψελωτών κυττάρων που χρησιμοποιήθηκαν, είναι τέσσερις εβδομάδες και για τα λοιπά δεδομένα ανέρχεται σε δέκα εβδομάδες,

6)      εξασφαλίζεται η αποτελεσματική προστασία των διατηρούμενων δεδομένων από κινδύνους καταχρήσεως, καθώς και από κάθε αθέμιτη πρόσβαση και

7)      τα διατηρούμενα δεδομένα δύνανται να χρησιμοποιηθούν μόνο για τη δίωξη ιδιαιτέρως σοβαρών ποινικών αδικημάτων και για την αποτροπή συγκεκριμένης απειλής κατά της ζωής ή της ελευθερίας προσώπου ή κατά της ακεραιότητας του ομοσπονδιακού κράτους ή ομόσπονδου κράτους, εξαιρουμένης της διευθύνσεως πρωτοκόλλου Διαδικτύου που αποδίδεται σε συνδρομητή για τη χρήση του Διαδικτύου η οποία μπορεί να χρησιμοποιηθεί στο πλαίσιο κοινοποιήσεως αποθηκευμένων δεδομένων για τη δίωξη κάθε ποινικού αδικήματος, για την αποτροπή απειλής κατά της δημόσιας ασφάλειας και τάξης, καθώς και για την εκτέλεση καθηκόντων των υπηρεσιών πληροφοριών;»

 Η διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου

40      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 3ης Δεκεμβρίου 2019, αποφασίστηκε η συνεκδίκαση των υποθέσεων C‑793/19 και C‑794/19 προς διευκόλυνση της έγγραφης και της προφορικής διαδικασίας και προς έκδοση κοινής αποφάσεως.

41      Με απόφαση του Προέδρου του Δικαστηρίου της 14ης Ιουλίου 2020, η διαδικασία στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑793/19 και C‑794/19 ανεστάλη, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 55 παράγραφος 1, στοιχείο βʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου, μέχρι την έκδοση αποφάσεως στην υπόθεση La Quadrature du Net κ.λπ. (C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18).

42      Δεδομένου ότι το Δικαστήριο εξέδωσε στις 6 Οκτωβρίου 2020 την απόφασή του στην υπόθεση La Quadrature du Net κ.λπ. (C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791), ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου διέταξε στις 8 Οκτωβρίου 2020 την επανάληψη της διαδικασίας στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις C‑793/19 και C‑794/19.

43      Το αιτούν δικαστήριο, στο οποίο η Γραμματεία γνωστοποίησε την ανωτέρω απόφαση, επισήμανε ότι ενέμενε στην αίτησή του προδικαστικής αποφάσεως.

44      Συναφώς, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε, καταρχάς, ότι η υποχρέωση διατηρήσεως την οποία προβλέπει η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών ρύθμιση αφορά μικρότερο αριθμό δεδομένων και μικρότερη χρονική διάρκεια διατηρήσεως από ό,τι προέβλεπαν οι επίμαχες εθνικές ρυθμίσεις στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ. (C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791). Οι ιδιαιτερότητες αυτές περιορίζουν το ενδεχόμενο τα διατηρούμενα δεδομένα να παρέχουν τη δυνατότητα να συναχθούν ακριβέστατα συμπεράσματα σχετικά με την ιδιωτική ζωή των προσώπων των οποίων διατηρούνται τα δεδομένα.

45      Εν συνεχεία, το αιτούν δικαστήριο επισήμανε εκ νέου ότι η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών εθνική ρύθμιση διασφαλίζει αποτελεσματική προστασία των διατηρούμενων δεδομένων έναντι των κινδύνων καταχρήσεως και παράνομης προσβάσεως.

46      Τέλος, υπογράμμισε ότι εξακολουθούν να υφίστανται αμφιβολίες όσον αφορά το ζήτημα του συμβατού με το δίκαιο της Ένωσης χαρακτήρα της προβλεπόμενης από την επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών εθνικής ρυθμίσεως περί διατηρήσεως των διευθύνσεων πρωτοκόλλου Διαδικτύου (IP), λόγω της υπάρξεως ανακολουθίας μεταξύ των σκέψεων 155 και 168 της αποφάσεως της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ. (C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791). Επομένως, κατά το αιτούν δικαστήριο, από την απόφαση αυτή ανακύπτει αβεβαιότητα ως προς το ζήτημα αν το Δικαστήριο απαιτεί, για τη διατήρηση των διευθύνσεων IP, αιτιολογία για τη διατήρηση η οποία συνδέεται με τον σκοπό της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, της καταπολεμήσεως του σοβαρού εγκλήματος ή της προλήψεως των σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας, όπως συνάγεται από τη σκέψη 168 της εν λόγω αποφάσεως, ή αν η διατήρηση των διευθύνσεων IP επιτρέπεται ακόμη και ελλείψει συγκεκριμένης αιτιολογίας, καθόσον μόνον η χρήση των διατηρούμενων δεδομένων περιορίζεται από τους ανωτέρω σκοπούς, όπως συνάγεται από τη σκέψη 155 της εν λόγω αποφάσεως.

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

47      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινισθεί αν το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 6 έως 8 και 11, καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος l, του Χάρτη και του άρθρου 4, παράγραφος 2, ΣΕΕ, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνικό νομοθετικό μέτρο το οποίο, εκτός ορισμένων εξαιρέσεων, επιβάλλει στους παρόχους διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, για σκοπούς που απαριθμούνται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, ιδίως δε για την καταστολή των σοβαρών ποινικών αδικημάτων ή για την πρόληψη συγκεκριμένου κινδύνου που απειλεί την εθνική ασφάλεια, την υποχρέωση γενικής και χωρίς διάκριση διατηρήσεως του μεγαλύτερου μέρους των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως των τελικών χρηστών των εν λόγω υπηρεσιών, προβλέποντας διατήρηση χρονικής διάρκειας πλειόνων εβδομάδων, καθώς και κανόνες που αποσκοπούν στη διασφάλιση αποτελεσματικής προστασίας των διατηρούμενων δεδομένων έναντι των κινδύνων καταχρήσεως και έναντι κάθε παράνομης προσβάσεως στα δεδομένα αυτά.

 Επί της δυνατότητας εφαρμογής της οδηγίας 2002/58

48      Όσον αφορά τα επιχειρήματα της Ιρλανδίας, καθώς και της Γαλλικής, της Ολλανδικής, της Πολωνικής και της Σουηδικής Κυβερνήσεως, κατά την οποία η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών εθνική ρύθμιση, καθόσον θεσπίστηκε ιδίως προς τον σκοπό της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2002/58, αρκεί η υπόμνηση ότι εθνική ρύθμιση η οποία, για τους σκοπούς ιδίως της προστασίας της εθνικής ασφάλειας και της καταπολεμήσεως της εγκληματικότητας, επιβάλλει στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών την υποχρέωση να διατηρούν δεδομένα κινήσεως και δεδομένα θέσεως, όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών, εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της οδηγίας 2002/58 (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 104).

 Επί της ερμηνείας του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58

 Υπόμνηση των αρχών που απορρέουν από τη νομολογία του Δικαστηρίου

49      Κατά πάγια νομολογία, προκειμένου να ερμηνευθεί διάταξη του δικαίου της Ένωσης, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη όχι μόνον το γράμμα της, αλλά και το πλαίσιο στο οποίο εντάσσεται και οι σκοποί που επιδιώκονται με τη ρύθμιση της οποίας αποτελεί μέρος, καθώς και, μεταξύ άλλων, το ιστορικό θεσπίσεως της ρυθμίσεως αυτής (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 32 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

50      Από την ίδια τη διατύπωση του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 προκύπτει ότι τα νομοθετικά μέτρα τα οποία επιτρέπει η οδηγία αυτή στα κράτη μέλη να λαμβάνουν, υπό τις προϋποθέσεις που θέτει η ίδια, μπορούν μόνον να «περιορίζουν» τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται ιδίως στα άρθρα 5, 6 και 9 αυτής (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 33).

51      Όσον αφορά το σύστημα το οποίο θέτει σε εφαρμογή η εν λόγω οδηγία και στο οποίο εντάσσεται το άρθρο 15, παράγραφος 1, αυτής, υπενθυμίζεται ότι, βάσει του άρθρου 5, παράγραφος 1, πρώτη και δεύτερη περίοδος, της ίδιας οδηγίας, τα κράτη μέλη κατοχυρώνουν, μέσω της εθνικής νομοθεσίας, το απόρρητο των επικοινωνιών που διενεργούνται μέσω δημόσιου δικτύου επικοινωνιών και των διαθέσιμων στο κοινό υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, καθώς και των συναφών δεδομένων κινήσεως. Ειδικότερα, υποχρεούνται να απαγορεύουν την ακρόαση, υποκλοπή, αποθήκευση ή άλλο είδος παρακολουθήσεως ή επιτηρήσεως των επικοινωνιών και των συναφών δεδομένων κινήσεως από πρόσωπα πλην των χρηστών χωρίς τη συγκατάθεση των τελευταίων, εκτός αν υπάρχει σχετική νόμιμη άδεια, σύμφωνα με το άρθρο 15, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 34).

52      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 καθιερώνει την αρχή του απορρήτου τόσο των ηλεκτρονικών επικοινωνιών όσο και των συναφών δεδομένων κινήσεως και συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, την απαγόρευση καταρχήν της αποθηκεύσεως των εν λόγω επικοινωνιών και δεδομένων κινήσεως από πρόσωπα πλην των χρηστών χωρίς τη συγκατάθεση των τελευταίων (αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 107, και της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 35).

53      Η διάταξη αυτή αποτυπώνει τον σκοπό που επιδίωκε ο νομοθέτης της Ένωσης κατά τη θέσπιση της οδηγίας 2002/58. Πράγματι, από την αιτιολογική έκθεση της προτάσεως οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών [COM(2000) 385 τελικό], στην οποία στηρίχθηκε η οδηγία 2002/58, προκύπτει ότι σκοπός του νομοθέτη της Ένωσης ήταν «να διασφαλιστεί ότι θα εξακολουθήσει να υφίσταται υψηλό επίπεδο προστασίας των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής για όλες τις υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών, ανεξάρτητα από τη χρησιμοποιούμενη τεχνολογία». Επομένως, σκοπός της οδηγίας 2002/58, όπως προκύπτει, μεταξύ άλλων, από τις αιτιολογικές της σκέψεις 6 και 7, είναι η προστασία των χρηστών των υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών από τους κινδύνους για τα προσωπικά τους δεδομένα και την ιδιωτική τους ζωή οι οποίοι απορρέουν από τις νέες τεχνολογίες και, ιδίως, από τις αυξανόμενες δυνατότητες αποθηκεύσεως και επεξεργασίας δεδομένων. Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική σκέψη 2 της ίδιας οδηγίας, επιδίωξη του νομοθέτη της Ένωσης είναι να διασφαλισθεί η πλήρης τήρηση των δικαιωμάτων που προβλέπονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, όσον αφορά, αντιστοίχως, την προστασία της ιδιωτικής ζωής και την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (πρβλ. απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 36 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

54      Επομένως, με την οδηγία 2002/58, ο νομοθέτης της Ένωσης συγκεκριμενοποίησε τα δικαιώματα αυτά, με αποτέλεσμα οι χρήστες των μέσων ηλεκτρονικών επικοινωνιών να έχουν, καταρχήν, νόμιμη προσδοκία ότι, εφόσον δεν έχουν δώσει συγκατάθεση για το αντίθετο, οι επικοινωνίες τους και τα σχετικά δεδομένα παραμένουν ανώνυμα και δεν καταχωρίζονται (αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 109, και της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 37).

55      Όσον αφορά την εκ μέρους των παρόχων ηλεκτρονικών επικοινωνιών επεξεργασία και αποθήκευση των δεδομένων κινήσεως που αφορούν τους συνδρομητές και χρήστες, το άρθρο 6 της οδηγίας 2002/58 προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι τα δεδομένα αυτά πρέπει να απαλείφονται ή να καθίστανται ανώνυμα, όταν δεν είναι πλέον απαραίτητα για τον σκοπό της μετάδοσης μιας επικοινωνίας, και διευκρινίζει στην παράγραφο 2 ότι τα δεδομένα κινήσεως που είναι απαραίτητα για τη χρέωση των συνδρομητών και την πληρωμή των διασυνδέσεων μπορούν να υποβάλλονται σε επεξεργασία μόνον έως το τέλος της χρονικής περιόδου εντός της οποίας δύναται να αμφισβητηθεί νομίμως ο λογαριασμός ή να επιδιώκεται η πληρωμή. Όσον αφορά τα δεδομένα θέσεως εκτός των δεδομένων κινήσεως, το άρθρο 9, παράγραφος 1, της εν λόγω οδηγίας ορίζει ότι είναι δυνατό να υποστούν επεξεργασία μόνον υπό ορισμένες προϋποθέσεις και αφού καταστούν ανώνυμα ή με τη ρητή συγκατάθεση των χρηστών ή συνδρομητών.

56      Ως εκ τούτου, η οδηγία 2002/58 δεν περιορίζεται στο να ρυθμίζει την πρόσβαση σε τέτοια δεδομένα μέσω εγγυήσεων που αποσκοπούν στην πρόληψη των καταχρήσεων, αλλά καθιερώνει και ειδικότερα την αρχή της απαγορεύσεως αποθηκεύσεώς τους από τρίτους (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 39).

57      Καθόσον το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν νομοθετικά μέτρα προκειμένου να «περιορίζουν» τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προβλέπονται, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 5, 6 και 9 της οδηγίας αυτής, όπως εκείνα που απορρέουν από τις αρχές του απορρήτου των επικοινωνιών και της απαγορεύσεως αποθηκεύσεως των σχετικών δεδομένων, όπως υπενθυμίζονται στη σκέψη 52 της παρούσας απόφασης, η διάταξη αυτή εισάγει εξαίρεση από τον κανόνα που προβλέπεται ιδίως στα εν λόγω άρθρα 5, 6 και 9 και πρέπει, επομένως, κατά πάγια νομολογία, να ερμηνεύεται στενά. Ως εκ τούτου, μια τέτοια διάταξη δεν μπορεί να δικαιολογήσει το να καταστεί κανόνας η παρέκκλιση από την καταρχήν υποχρέωση διασφαλίσεως του απορρήτου των ηλεκτρονικών επικοινωνιών και των συναφών δεδομένων και, ειδικότερα, από την απαγόρευση αποθηκεύσεως των δεδομένων αυτών, η οποία προβλέπεται ρητώς στο άρθρο 5 της οδηγίας, άλλως η τελευταία αυτή διάταξη θα καθίστατο σε μεγάλο βαθμό κενή περιεχομένου (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 40 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

58      Όσον αφορά τους σκοπούς οι οποίοι μπορούν να δικαιολογήσουν περιορισμό των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων που προβλέπονται, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 5, 6 και 9 της οδηγίας 2002/58, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η απαρίθμηση των σκοπών του άρθρου 15, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας αυτής έχει εξαντλητικό χαρακτήρα, οπότε ένα νομοθετικό μέτρο που θεσπίζεται δυνάμει της διατάξεως αυτής πρέπει όντως να ανταποκρίνεται σε κάποιον από τους σκοπούς αυτούς και μόνον (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 41 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

59      Επιπλέον, από το άρθρο 15, παράγραφος 1, τρίτη περίοδος, της οδηγίας 2002/58 προκύπτει ότι τα μέτρα που λαμβάνουν τα κράτη μέλη δυνάμει της διατάξεως αυτής πρέπει να τηρούν τις γενικές αρχές του δικαίου της Ένωσης, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται η αρχή της αναλογικότητας, και να διασφαλίζουν τον σεβασμό των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στον Χάρτη. Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η υποχρέωση την οποία επιβάλλει ένα κράτος μέλος στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, βάσει εθνικής ρυθμίσεως, να διατηρούν τα δεδομένα κινήσεως προκειμένου οι αρμόδιες εθνικές αρχές να έχουν πρόσβαση σε αυτά, εφόσον παρίσταται ανάγκη, εγείρει ζητήματα σχετικά με την τήρηση όχι μόνον των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη, αλλά και του άρθρου 11 του Χάρτη, σχετικά με την ελευθερία εκφράσεως, δεδομένου ότι συγκεκριμένη η ελευθερία αποτελεί ένα από τα ουσιώδη θεμέλια μιας δημοκρατικής και πλουραλιστικής κοινωνίας και περιλαμβάνεται μεταξύ των αξιών επί των οποίων στηρίζεται, κατά το άρθρο 2 ΣΕΕ, η Ευρωπαϊκή Ένωση (πρβλ. απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψεις 42 και 43 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

60      Διευκρινίζεται συναφώς ότι η διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως συνιστά αφεαυτής, αφενός, παρέκκλιση από την απαγόρευση αποθηκεύσεως των δεδομένων αυτών την οποία επιβάλλει το άρθρο 5, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 σε κάθε πρόσωπο πλην των χρηστών και, αφετέρου, επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής και προστασίας των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, τα οποία κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, ανεξαρτήτως του αν οι σχετικές με την ιδιωτική ζωή πληροφορίες έχουν ευαίσθητο χαρακτήρα ή του αν οι ενδιαφερόμενοι υπέστησαν τυχόν δυσμενείς συνέπειες λόγω της επεμβάσεως αυτής ή και ανεξαρτήτως της μεταγενέστερης χρησεώς τους (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία

61      Το συμπέρασμα αυτό δικαιολογείται κατά μείζονα λόγο διότι τα δεδομένα κινήσεως και τα δεδομένα θέσεως μπορούν να αποκαλύψουν πληροφορίες σχετικά με σημαντικό αριθμό πτυχών της ιδιωτικής ζωής των υποκειμένων των δεδομένων, συμπεριλαμβανομένων ευαίσθητων πληροφοριών, όπως είναι ο γενετήσιος προσανατολισμός, τα πολιτικά φρονήματα, οι θρησκευτικές, φιλοσοφικές, κοινωνικές ή άλλες πεποιθήσεις, καθώς και η κατάσταση της υγείας, ενώ τα δεδομένα αυτά τυγχάνουν, επιπλέον, ειδικής προστασίας στο δίκαιο της Ένωσης. Στο σύνολό τους, τα εν λόγω δεδομένα μπορούν να καταστήσουν δυνατή τη συναγωγή ακριβέστατων συμπερασμάτων όσον αφορά την ιδιωτική ζωή των προσώπων των οποίων τα δεδομένα διατηρήθηκαν, όπως οι καθημερινές συνήθειες, οι μόνιμοι ή προσωρινοί τόποι διαμονής, οι καθημερινές ή άλλες μετακινήσεις, οι ασκούμενες δραστηριότητες, οι κοινωνικές σχέσεις των συγκεκριμένων προσώπων και οι κοινωνικοί κύκλοι στους οποίους αυτά συχνάζουν. Ειδικότερα, τα δεδομένα αυτά παρέχουν τα μέσα για τον προσδιορισμό του προφίλ των υποκειμένων των δεδομένων, πληροφορία εξίσου ευαίσθητη, όσον αφορά το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, με το ίδιο το περιεχόμενο των επικοινωνιών (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 45 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

62      Ως εκ τούτου, αφενός, η διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως για αστυνομικούς σκοπούς μπορεί αφεαυτής να προσβάλει το δικαίωμα στον σεβασμό των επικοινωνιών, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 7 του Χάρτη, και να έχει αποτρεπτικά αποτελέσματα για την άσκηση, από τους χρήστες των μέσων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, της ελευθερίας εκφράσεως, η οποία κατοχυρώνεται στο άρθρο 11 του Χάρτη, αποτελέσματα τα οποία, όσο μεγαλύτερος είναι ο αριθμός και η ποικιλία των διατηρούμενων δεδομένων, τόσο επιτείνονται. Αφετέρου, λαμβανομένης υπόψη της σημαντικής ποσότητας των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως που μπορούν να διατηρούνται κατά τρόπο διαρκή, δυνάμει μέτρου γενικής και χωρίς διάκριση διατηρήσεως, καθώς και του ευαίσθητου χαρακτήρα των πληροφοριών που μπορούν να παρέχουν τα δεδομένα αυτά, η διατήρηση και μόνον των εν λόγω δεδομένων από τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών ενέχει κινδύνους καταχρήσεως και παράνομης προσβάσεως (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 46 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

63      Τούτου δοθέντος, το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, καθόσον επιτρέπει στα κράτη μέλη να περιορίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις για τις οποίες γίνεται λόγος στις σκέψεις 51 έως 54 της παρούσας αποφάσεως, απηχεί το ότι τα δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7, 8 και 11 του Χάρτη δεν αποτελούν απόλυτα προνόμια, αλλά πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε σχέση με τη λειτουργία τους εντός της κοινωνίας. Πράγματι, όπως προκύπτει από το άρθρο του 52, παράγραφος 1, ο Χάρτης δέχεται περιορισμούς στην άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί προβλέπονται από τον νόμο, ότι συνάδουν με το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ότι, τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων. Επομένως, για την ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 υπό το πρίσμα του Χάρτη απαιτείται να λαμβάνεται επίσης υπόψη η σημασία των δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 3, 4, 6 και 7 του Χάρτη, καθώς και η σημασία των σκοπών της διαφύλαξης της εθνικής ασφάλειας και της καταπολεμήσεως της σοβαρής εγκληματικότητας, συμβάλλοντας στην προστασία των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 48 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

64      Επομένως, όσον αφορά, ειδικότερα, την αποτελεσματική καταστολή των ποινικών αδικημάτων που στρέφονται, μεταξύ άλλων, κατά των ανηλίκων και των λοιπών ευάλωτων προσώπων, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι από το άρθρο 7 του Χάρτη μπορούν να απορρέουν θετικές υποχρεώσεις που βαρύνουν τις δημόσιες αρχές, προκειμένου να ληφθούν νομικά μέτρα για την προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής. Τέτοιες υποχρεώσεις μπορούν επίσης να απορρέουν από το εν λόγω άρθρο 7 όσον αφορά την προστασία της κατοικίας και των επικοινωνιών, καθώς και από τα άρθρα 3 και 4 όσον αφορά την προστασία της σωματικής και ψυχικής ακεραιότητας των προσώπων και από την απαγόρευση των βασανιστηρίων και της απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχειρίσεως (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 49 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

65      Κατά συνέπεια, ενώπιον των διαφόρων αυτών θετικών υποχρεώσεων, πρέπει να πραγματοποιηθεί ο αναγκαίος συγκερασμός των διαφόρων εμπλεκομένων θεμιτών συμφερόντων και δικαιωμάτων και να θεσπισθεί νομικό πλαίσιο το οποίο θα καθιστά δυνατό τον εν λόγω συγκερασμό (πρβλ. απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 50 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

66      Στο πλαίσιο αυτό, από την ίδια τη διατύπωση του άρθρου 15, παράγραφος 1, πρώτη περίοδος, της οδηγίας 2002/58, προκύπτει ότι τα κράτη μέλη δύνανται να λαμβάνουν μέτρο που εισάγει παρέκκλιση από την αρχή του απορρήτου των επικοινωνιών, η οποία μνημονεύθηκε στη σκέψη 52 της παρούσας απόφασης, εφόσον πρόκειται για «αναγκαίο, κατάλληλο και ανάλογο μέτρο σε μια δημοκρατική κοινωνία», ενώ στην αιτιολογική σκέψη 11 της εν λόγω οδηγίας επισημαίνεται συναφώς ότι ένα τέτοιο μέτρο πρέπει να έχει «αυστηρώς» αναλογικό χαρακτήρα σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό.

67      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι η προστασία του θεμελιώδους δικαιώματος στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής απαιτεί, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, οι παρεκκλίσεις από την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και οι περιορισμοί της να μην υπερβαίνουν τα όρια του απολύτως αναγκαίου. Επιπλέον, δεν μπορεί να επιδιώκεται σκοπός γενικού συμφέροντος χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι πρέπει να συμβιβάζεται με τα θεμελιώδη δικαιώματα που αφορά το μέτρο, μέσω ισόρροπης στάθμισης μεταξύ, αφενός, του σκοπού γενικού συμφέροντος και, αφετέρου, των επίμαχων δικαιωμάτων (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

68      Ειδικότερα, από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι, κατά την εκτίμηση της δυνατότητας των κρατών μελών να δικαιολογήσουν περιορισμό των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που προβλέπονται, μεταξύ άλλων, στα άρθρα 5, 6 και 9 της οδηγίας 2002/58, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η σοβαρότητα της επεμβάσεως που συνεπάγεται ο περιορισμός αυτός και να ελέγχεται αν η σημασία του σκοπού γενικού συμφέροντος που επιδιώκεται με τον εν λόγω περιορισμό τελεί σε συνάρτηση με τη σοβαρότητα αυτή (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 53 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

69      Προκειμένου να πληροί την απαίτηση αναλογικότητας, η εθνική ρύθμιση πρέπει να προβλέπει σαφείς και ακριβείς κανόνες που να διέπουν την έκταση και την εφαρμογή του οικείου μέτρου και να επιβάλλουν έναν ελάχιστο αριθμό απαιτήσεων, έτσι ώστε τα πρόσωπα των οποίων τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα αποτελούν αντικείμενο του μέτρου αυτού να έχουν επαρκείς εγγυήσεις δυνάμενες να προστατεύσουν αποτελεσματικά τα δεδομένα αυτά από κινδύνους καταχρήσεως. Η ρύθμιση αυτή πρέπει να είναι νομικώς δεσμευτική στο εσωτερικό δίκαιο και, ειδικότερα, να ορίζει υπό ποιες περιστάσεις και υπό ποιες συνθήκες μπορεί να ληφθεί μέτρο το οποίο προβλέπει την επεξεργασία τέτοιων δεδομένων, προκειμένου να διασφαλίζεται κατά τον τρόπο αυτόν ότι η επέμβαση θα περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο. Η ανάγκη να παρέχονται τέτοιες εγγυήσεις καθίσταται έτι σημαντικότερη όταν τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα υποβάλλονται σε αυτοματοποιημένη επεξεργασία, ιδιαίτερα δε όταν υπάρχει σημαντικός κίνδυνος παράνομης προσβάσεως σε αυτά. Τα προεκτεθέντα ισχύουν ιδίως σε περίπτωση κατά την οποία διακυβεύεται η προστασία της ειδικής αυτής κατηγορίας δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα την οποία αποτελούν τα ευαίσθητα δεδομένα (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

70      Επομένως, μια εθνική ρύθμιση που προβλέπει τη διατήρηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα πρέπει πάντοτε να ανταποκρίνεται σε αντικειμενικά κριτήρια βάσει των οποίων να τεκμηριώνεται η σχέση μεταξύ των προς διατήρηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και του επιδιωκόμενου σκοπού (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 55 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

71      Όσον αφορά τους σκοπούς γενικού συμφέροντος που μπορούν να δικαιολογήσουν μέτρο λαμβανόμενο βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, από τη νομολογία του Δικαστηρίου και ειδικότερα από την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ. (C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791), προκύπτει ότι, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, υφίσταται ιεραρχική σχέση μεταξύ των σκοπών αυτών αναλόγως της σημασίας τους και ότι η σημασία του επιδιωκόμενου με ένα τέτοιο μέτρο σκοπού πρέπει να τελεί σε σχέση με τη σοβαρότητα της επεμβάσεως την οποία προκαλεί (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 56).

72      Επομένως, όσον αφορά την προστασία της εθνικής ασφάλειας, της οποίας η σημασία είναι μεγαλύτερη εκείνης των λοιπών σκοπών που διαλαμβάνονται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η εν λόγω διάταξη, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11, καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, δεν αντιτίθεται σε νομοθετικά μέτρα τα οποία επιτρέπουν, για τους σκοπούς της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, τη δυνατότητα να διατάσσονται οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να προβαίνουν σε γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως σε περιπτώσεις στις οποίες το οικείο κράτος μέλος αντιμετωπίζει σοβαρή απειλή για την εθνική ασφάλεια η οποία είναι πραγματική και ενεστώσα ή προβλέψιμη, εξυπακουομένου ότι η απόφαση που περιέχει τη διαταγή μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αποτελεσματικού ελέγχου είτε από δικαστήριο είτε από ανεξάρτητη διοικητική αρχή της οποίας η απόφαση έχει δεσμευτικό αποτέλεσμα, προκειμένου να εξακριβωθεί αν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές καθώς και αν τηρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις και εγγυήσεις που πρέπει να έχουν θεσπισθεί, και υπό τον όρο ότι η εν λόγω διαταγή μπορεί να ισχύει μόνο για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα, με δυνατότητα, ωστόσο, παρατάσεως της ισχύος της σε περίπτωση εξακολούθησης της απειλής (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 58 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

73      Όσον αφορά τον σκοπό της προλήψεως, διερευνήσεως, διαπιστώσεως και διώξεως ποινικών αδικημάτων, το Δικαστήριο έχει επισημάνει ότι, σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας, μόνον η καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος και η πρόληψη σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας μπορούν να δικαιολογήσουν σοβαρές επεμβάσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, όπως αυτές τις οποίες συνεπάγεται η διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως. Επομένως, μόνον οι μη σοβαρές επεμβάσεις στα εν λόγω θεμελιώδη δικαιώματα μπορούν να δικαιολογηθούν από τον σκοπό της εν γένει προλήψεως, διερευνήσεως, διαπιστώσεως και διώξεως ποινικών αδικημάτων (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 59 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

74      Όσον αφορά τον σκοπό της καταπολεμήσεως της σοβαρής εγκληματικότητας, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει προς τούτο τη γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως υπερβαίνει τα όρια του απολύτως αναγκαίου και δεν μπορεί να θεωρηθεί δικαιολογημένη σε μια δημοκρατική κοινωνία. Πράγματι, λαμβανομένου υπόψη του ευαίσθητου χαρακτήρα των πληροφοριών που μπορούν να παράσχουν τα δεδομένα κινήσεως και τα δεδομένα θέσεως, το απόρρητο των δεδομένων αυτών είναι ουσιώδες για το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής. Επομένως, και λαμβανομένων υπόψη, αφενός, των μνημονευόμενων στη σκέψη 62 της παρούσας αποφάσεως αποτρεπτικών αποτελεσμάτων που μπορεί να συνεπάγεται η διατήρηση των δεδομένων αυτών για την άσκηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 11 του Χάρτη, και, αφετέρου, της σοβαρότητας της επεμβάσεως που συνεπάγεται η διατήρηση αυτή, είναι σημαντικό, σε μια δημοκρατική κοινωνία, να αποτελεί η διατήρηση των δεδομένων την εξαίρεση, όπως προβλέπει το σύστημα που καθιερώνει η οδηγία 2002/58, και όχι τον κανόνα, καθώς και να μην μπορούν τα δεδομένα αυτά να αποτελέσουν αντικείμενο συστηματικής και συνεχούς διατηρήσεως. Το συμπέρασμα αυτό επιβάλλεται ακόμη και όσον αφορά τους σκοπούς της καταπολεμήσεως της σοβαρής εγκληματικότητας και της προλήψεως των σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας, καθώς και όσον αφορά τη σημασία που πρέπει να τους αναγνωρισθεί (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 65 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

75      Αντιθέτως, το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11, καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, δεν αντιτίθεται σε νομοθετικά μέτρα τα οποία προβλέπουν, για την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας και την πρόληψη των σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας,

–        στοχευμένη διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως η οποία πρέπει να οριοθετείται βάσει αντικειμενικών στοιχείων που δεν εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις, ανάλογα με τις κατηγορίες των προσώπων τα οποία αφορούν τα διατηρούμενα δεδομένα ή με τη χρήση γεωγραφικού κριτηρίου, μόνο για το χρονικό διάστημα που είναι απολύτως αναγκαίο, με δυνατότητα, όμως, παρατάσεώς του·

–        γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των διευθύνσεων IP που αποδίδονται στην πηγή της συνδέσεως, για χρονικό διάστημα περιοριζόμενο στο απολύτως αναγκαίο·

–        γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων σχετικά με την ταυτότητα των χρηστών μέσων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, και

–        τη δυνατότητα να διατάσσονται οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, μέσω αποφάσεως της αρμόδιας αρχής υποκείμενης σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο, να προβαίνουν για ορισμένο χρονικό διάστημα στην κατεπείγουσα διατήρηση (quick freeze) των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως που διαθέτουν οι εν λόγω πάροχοι υπηρεσιών,

εφόσον τα μέτρα αυτά διασφαλίζουν, με σαφείς και ακριβείς κανόνες, ότι η διατήρηση των επίμαχων δεδομένων εξαρτάται από την τήρηση των σχετικών ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων και ότι τα πρόσωπα τα οποία αφορούν τα δεδομένα αυτά διαθέτουν αποτελεσματικές εγγυήσεις έναντι των κινδύνων καταχρήσεως (αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 168, και της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 67).

 Επί μέτρου προβλέποντος, για χρονική διάρκεια πλειόνων εβδομάδων, γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση του μεγαλύτερου μέρους των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως

76      Τα χαρακτηριστικά της επίμαχης στις υποθέσεις των κύριων δικών εθνικής ρυθμίσεως, τα οποία επισημαίνει το αιτούν δικαστήριο, πρέπει να εξετασθούν υπό το πρίσμα των ανωτέρω εκτιμήσεων επί της αρχής.

77      Κατά πρώτον, όσον αφορά το εύρος των διατηρούμενων δεδομένων, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι, στο πλαίσιο της παροχής τηλεφωνικών υπηρεσιών, η υποχρέωση διατηρήσεως που επιβάλλεται με τη συγκεκριμένη ρύθμιση αφορά, μεταξύ άλλων, τα δεδομένα που είναι αναγκαία για τον προσδιορισμό της πηγής και του προορισμού της επικοινωνίας, τον προσδιορισμό της ημερομηνίας και της ώρας ενάρξεως και λήξεως της επικοινωνίας ή –σε περίπτωση επικοινωνίας μέσω σύντομου (SMS), πολυμεσικού ή παρόμοιου μηνύματος– το χρονικό σημείο αποστολής και λήψεως του μηνύματος, καθώς και, σε περίπτωση χρήσεως υπηρεσιών κινητής τηλεφωνίας των ονομασιών των κυψελωτών κυττάρων που χρησιμοποιήθηκαν από τον καλούντα και τον καλούμενο κατά την έναρξη της συνδέσεως. Στο πλαίσιο της παροχής υπηρεσιών προσβάσεως στο Διαδίκτυο, η υποχρέωση διατηρήσεως αφορά, μεταξύ άλλων, τη διεύθυνση IP που αποδίδεται στον συνδρομητή, την ημερομηνία και την ώρα ενάρξεως και λήξεως της χρήσεως του Διαδικτύου από αποδοθείσα διεύθυνση IP και, σε περίπτωση χρήσεως του Διαδικτύου μέσω δικτύου κινητής επικοινωνίας, τις ονομασίες των κυψελωτών κυττάρων που χρησιμοποιήθηκαν κατά την έναρξη της συνδέσεως στο Διαδίκτυο. Διατηρούνται επίσης τα δεδομένα που καθιστούν γνωστή τη γεωγραφική θέση και τις διευθύνσεις μέγιστης ακτινοβολίας των κεραιών που εξυπηρετούν το οικείο κυψελωτό κύτταρο.

78      Μολονότι η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών εθνική ρύθμιση εξαιρεί από την υποχρέωση διατηρήσεως το περιεχόμενο της επικοινωνίας και τα δεδομένα σχετικά με τους ιστοτόπους που επισκέφθηκε ο συνδρομητής ή χρήστης και επιβάλλει τη διατήρηση του κωδικού ταυτότητας κυψέλης μόνον κατά την έναρξη της επικοινωνίας, παρατηρείται ότι το αυτό συνέβαινε, κατ’ ουσίαν, και στην περίπτωση των εθνικών ρυθμίσεων περί μεταφοράς της οδηγίας 2006/24 στην εσωτερική έννομη τάξη που ήταν επίμαχες στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκε η απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ. (C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791). Παρά τους ως άνω περιορισμούς, όμως, το Δικαστήριο έκρινε, με την εν λόγω απόφαση, ότι οι κατηγορίες των δεδομένων που διατηρούνταν δυνάμει της εν λόγω οδηγίας και των εθνικών αυτών ρυθμίσεων μπορούσαν να παρέχουν τη δυνατότητα να συνάγονται με ιδιαίτερη ακρίβεια συμπεράσματα όσον αφορά την ιδιωτική ζωή των προσώπων των οποίων τα δεδομένα έχουν διατηρηθεί, όπως είναι οι καθημερινές συνήθειες, οι μόνιμοι ή οι προσωρινοί τόποι διαμονής, οι καθημερινές και άλλες μετακινήσεις, οι ασκούμενες δραστηριότητες, οι κοινωνικές σχέσεις των προσώπων αυτών και οι κοινωνικοί κύκλοι στους οποίους συχνάζουν τα πρόσωπα αυτά, καθώς και, ειδικότερα, τα εν λόγω δεδομένα παρέχουν τα μέσα για τον προσδιορισμό του προφίλ των προσώπων αυτών.

79      Διαπιστώνεται επιπροσθέτως ότι, μολονότι στο πεδίο εφαρμογής της επίμαχης στις υποθέσεις των κύριων δικών ρύθμιση δεν εμπίπτουν τα δεδομένα σχετικά με τους ιστοτόπους που επισκέπτεται ο συνδρομητής ή χρήστης κατά την πλοήγησή του στο Διαδίκτυο, εντούτοις προβλέπεται η διατήρηση των διευθύνσεων IP. Δεδομένου, όμως, ότι οι διευθύνσεις αυτές μπορούν να χρησιμοποιηθούν, μεταξύ άλλων, για την πλήρη ιχνηλάτηση της διαδρομής πλοηγήσεως χρήστη του Διαδικτύου και, ως εκ τούτου, της διαδικτυακής του δραστηριότητας, τα δεδομένα αυτά παρέχουν τη δυνατότητα λεπτομερούς προσδιορισμού του προφίλ του εν λόγω χρήστη. Επομένως, οι απαιτούμενες για τη συγκεκριμένη ιχνηλάτηση διατήρηση και ανάλυση των εν λόγω διευθύνσεων IP συνιστούν σοβαρές επεμβάσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα του χρήστη του Διαδικτύου τα οποία κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη (πρβλ. απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 153).

80      Επιπλέον, όπως επισήμανε και η SpaceNet με τις γραπτές παρατηρήσεις της, τα δεδομένα σχετικά με τις υπηρεσίες ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, μολονότι δεν καλύπτονται από την υποχρέωση διατηρήσεως που προβλέπει η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών ρύθμιση, αποτελούν ελάχιστο μόνον μέρος των οικείων δεδομένων.

81      Επομένως, όπως επισήμανε, κατ’ ουσίαν, ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 60 των προτάσεών του, η υποχρέωση διατηρήσεως την οποία προβλέπει η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών εθνική ρύθμιση καταλαμβάνει ευρύτατο σύνολο δεδομένων κινήσεως και δεδομένων θέσεως, το οποίο αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, στα δεδομένα εκείνα που αφορά η υπομνησθείσα στη σκέψη 78 της παρούσας αποφάσεως πάγια νομολογία.

82      Επιπλέον, απαντώντας σε ερώτηση που τέθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Γερμανική Κυβέρνηση διευκρίνισε ότι μόνον 1 300 οντότητες περιλαμβάνονται στον κατάλογο των προσώπων, αρχών ή οργανώσεων κοινωνικού ή θρησκευτικού χαρακτήρα των οποίων τα δεδομένα σχετικά με τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες δεν διατηρούνται δυνάμει του άρθρο 99, παράγραφος 2, και του άρθρου 113b, παράγραφος 6, του TKG, κατηγορία που αποτελεί μικρό μέρος μόνον του συνόλου των χρηστών των τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών στη Γερμανία των οποίων τα δεδομένα εμπίπτουν στην υποχρέωση διατηρήσεως την οποία προβλέπει η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών εθνική ρύθμιση. Κατά συνέπεια, διατηρούνται, μεταξύ άλλων, τα δεδομένα χρηστών που υπόκεινται στο επαγγελματικό απόρρητο, όπως είναι οι δικηγόροι, οι ιατροί και οι δημοσιογράφοι.

83      Επομένως, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι η διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως την οποία προβλέπει η συγκεκριμένη εθνική ρύθμιση αφορά το σύνολο σχεδόν των προσώπων που συνθέτουν τον πληθυσμό, χωρίς τα πρόσωπα αυτά να βρίσκονται, έστω και εμμέσως, σε κατάσταση δυνάμενη να προκαλέσει ποινικές διώξεις. Ομοίως, η ρύθμιση επιβάλλει την άνευ αιτιολογίας γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση, από προσωπικής, χρονικής και γεωγραφικής απόψεως, του μεγαλύτερου μέρους των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως των οποίων το εύρος αντιστοιχεί, κατ’ ουσίαν, σε εκείνο των δεδομένων που διατηρούνταν στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι αποφάσεις που αποτελούν τη νομολογία η οποία μνημονεύθηκε στη σκέψη 78 της παρούσας αποφάσεως.

84      Ως εκ τούτου, λαμβανομένης υπόψη της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 75 της παρούσας αποφάσεως, υποχρέωση διατηρήσεως δεδομένων όπως η επίμαχη στις υποθέσεις των κύριων δικών δεν μπορεί να θεωρηθεί στοχευμένη διατήρηση δεδομένων, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Γερμανική Κυβέρνηση.

85      Κατά δεύτερον, όσον αφορά τη χρονική διάρκεια διατηρήσεως των δεδομένων, από το άρθρο 15, παράγραφος 1, δεύτερη περίοδος, της οδηγίας 2002/58 προκύπτει ότι η χρονική διάρκεια διατηρήσεως που προβλέπεται από εθνικό μέτρο το οποίο επιβάλλει υποχρέωση γενικής και χωρίς διάκριση διατηρήσεως αποτελεί, βεβαίως, κρίσιμο παράγοντα, μεταξύ άλλων, προκειμένου να καθορισθεί αν το δίκαιο της Ένωσης αντιτίθεται σε ένα τέτοιο μέτρο, δεδομένου ότι στην εν λόγω περίοδο απαιτείται το χρονικό διάστημα διατηρήσεως να είναι «ορισμένο».

86      Εν προκειμένω, βεβαίως, η προβλεπόμενη χρονική διάρκεια, η οποία ανέρχεται, κατά το άρθρο 113b, παράγραφος 1, του TKG, σε τέσσερις εβδομάδες για τα δεδομένα θέσεως και σε δέκα εβδομάδες για τα λοιπά δεδομένα, είναι ουσιωδώς συντομότερη από εκείνες τις οποίες προέβλεπαν οι επιβάλλουσες γενική και χωρίς διάκριση υποχρέωση διατηρήσεως εθνικές ρυθμίσεις, τις οποίες εξέτασε το Δικαστήριο στις αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2016, Tele2 Sverige και Watson κ.λπ. (C‑203/15 και C‑698/15, EU:C:2016:970), της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ. (C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791), και της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ. (C‑140/20, EU:C:2022:258).

87      Εντούτοις, όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 61 της παρούσας αποφάσεως, η σοβαρότητα της επεμβάσεως οφείλεται στον κίνδυνο, ιδίως λόγω του αριθμού και του ποικίλου χαρακτήρα τους, τα διατηρούμενα δεδομένα, θεωρούμενα στο σύνολό τους, να καθιστούν δυνατή τη συναγωγή ακριβέστατων συμπερασμάτων όσον αφορά την ιδιωτική ζωή των προσώπων των οποίων τα δεδομένα διατηρήθηκαν και, ειδικότερα, να παρέχουν τα μέσα για τον προσδιορισμό του προφίλ του υποκειμένου ή των υποκειμένων των δεδομένων, πληροφορία εξίσου ευαίσθητη, όσον αφορά το δικαίωμα στον σεβασμό της ιδιωτικής ζωής, με το ίδιο το περιεχόμενο των επικοινωνιών.

88      Ως εκ τούτου, η διατήρηση δεδομένων κινήσεως ή δεδομένων θέσεως, από τα οποία μπορούν να αντληθούν πληροφορίες σχετικά με τις επικοινωνίες που πραγματοποίησε χρήστης μέσου ηλεκτρονικής επικοινωνίας ή σχετικά με τον γεωγραφικό εντοπισμό του τερματικού εξοπλισμού τον οποίο χρησιμοποιεί, χαρακτηρίζεται εν πάση περιπτώσει ως σοβαρή, ανεξαρτήτως της διάρκειας του χρονικού διαστήματος διατηρήσεως και του όγκου ή του είδους των διατηρούμενων δεδομένων, όταν από το εν λόγω σύνολο δεδομένων μπορούν να συναχθούν ακριβέστατα συμπεράσματα σχετικά με την ιδιωτική ζωή του υποκειμένου ή των υποκειμένων των δεδομένων [βλ., όσον αφορά την πρόσβαση στα συγκεκριμένα δεδομένα, απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, Prokuratuur (Προϋποθέσεις πρόσβασης σε δεδομένα σχετιζόμενα με ηλεκτρονικές επικοινωνίες), C‑746/18, EU:C:2021:152, σκέψη 39].

89      Συναφώς, ακόμη και η διατήρηση περιορισμένου όγκου δεδομένων κινήσεως ή δεδομένων θέσεως ή η διατήρηση δεδομένων που αφορούν σύντομο χρονικό διάστημα μπορεί να παράσχει ακριβείς πληροφορίες σχετικά με την ιδιωτική ζωή ενός χρήστη μέσου ηλεκτρονικής επικοινωνίας. Επιπλέον, ο όγκος των διαθέσιμων δεδομένων και οι απορρέουσες ακριβείς πληροφορίες σχετικά με την ιδιωτική ζωή του οικείου προσώπου αποτελούν στοιχεία τα οποία μπορούν να εκτιμηθούν μόνο μετά την απόκτηση προσβάσεως στα εν λόγω δεδομένα. Η επέμβαση, όμως, λόγω της διατηρήσεως των εν λόγω δεδομένων συντελείται κατ’ ανάγκην πριν καταστεί δυνατή η εξέταση των δεδομένων και των πληροφοριών που συνάγονται από αυτά. Επομένως, η σοβαρότητα της επεμβάσεως την οποία συνιστά η διατήρηση εκτιμάται κατ’ ανάγκην σε συνάρτηση με τον κίνδυνο που εν γένει συνδέεται με την κατηγορία των διατηρούμενων δεδομένων για την ιδιωτική ζωή των οικείων προσώπων, χωρίς να έχει σημασία, εξάλλου, αν οι πληροφορίες σχετικά με την ιδιωτική ζωή που απορρέουν από τα δεδομένα αυτά είναι ή όχι ευαίσθητες [πρβλ. απόφαση της 2ας Μαρτίου 2021, Prokuratuur (Προϋποθέσεις πρόσβασης σε δεδομένα σχετιζόμενα με ηλεκτρονικές επικοινωνίες), C‑746/18, EU:C:2021:152, σκέψη 40].

90      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τη σκέψη 77 της παρούσας αποφάσεως και επιβεβαιώθηκε κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, ένα σύνολο δεδομένων κινήσεως και δεδομένων θέσεως τα οποία διατηρούνται για χρονικό διάστημα δέκα και τεσσάρων εβδομάδων αντιστοίχως μπορεί να καταστήσει δυνατή τη συναγωγή ακριβέστατων συμπερασμάτων όσον αφορά την ιδιωτική ζωή των υποκειμένων των διατηρούμενων δεδομένων, όπως είναι οι καθημερινές συνήθειες, οι μόνιμοι ή οι προσωρινοί τόποι διαμονής, οι καθημερινές και άλλες μετακινήσεις, οι ασκούμενες δραστηριότητες, οι κοινωνικές σχέσεις των προσώπων αυτών και οι κοινωνικοί κύκλοι στους οποίους συχνάζουν τα πρόσωπα αυτά, καθώς και, ειδικότερα, ο προσδιορισμός του προφίλ των προσώπων αυτών.

91      Κατά τρίτον, όσον αφορά τις εγγυήσεις τις οποίες προβλέπει η επίμαχη στις υποθέσεις των κυρίων δικών εθνική ρύθμιση και οι οποίες αποσκοπούν στην προστασία των διατηρούμενων δεδομένων από τους κινδύνους καταχρήσεως και από κάθε παράνομη πρόσβαση, επισημαίνεται ότι, όπως προκύπτει από τη νομολογία που μνημονεύεται στη σκέψη 60 της παρούσας αποφάσεως, η διατήρηση των συγκεκριμένων δεδομένων και η πρόσβαση σε αυτά συνιστούν χωριστές επεμβάσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 11 του Χάρτη, οι οποίες χρήζουν χωριστής δικαιολογήσεως, βάσει του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη. Ως εκ τούτου, μια εθνική νομοθεσία η οποία διασφαλίζει την πλήρη τήρηση των προϋποθέσεων που διατύπωσε η σχετική με την ερμηνεία της οδηγίας 2002/58 νομολογία όσον αφορά την πρόσβαση στα διατηρούμενα δεδομένα δεν μπορεί, ως εκ της φύσεώς της, να περιορίσει ή να θεραπεύσει τη σοβαρή επέμβαση, η οποία οφείλεται στη γενική διατήρηση των δεδομένων αυτών που προβλέπεται από αυτή την εθνική νομοθεσία, στα δικαιώματα που κατοχυρώνονται από τα άρθρα 5 και 6 της εν λόγω οδηγίας αυτής και στα θεμελιώδη δικαιώματα που συγκεκριμενοποιούνται στα συγκεκριμένα άρθρα (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 47).

92      Τέλος, κατά τέταρτον, όσον αφορά το επιχείρημα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι η ιδιαιτέρως σοβαρή εγκληματικότητα μπορεί να εξομοιωθεί με απειλή για την εθνική ασφάλεια, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι ο σκοπός της προστασίας της εθνικής ασφάλειας ανταποκρίνεται στο πρωταρχικό συμφέρον της προστασίας των βασικών λειτουργιών του κράτους και των θεμελιωδών συμφερόντων της κοινωνίας και περιλαμβάνει την πρόληψη και την καταστολή δραστηριοτήτων ικανών να αποσταθεροποιήσουν σοβαρά τις θεμελιώδεις συνταγματικές, πολιτικές, οικονομικές ή κοινωνικές δομές μιας χώρας και, ειδικότερα, να απειλήσουν άμεσα την κοινωνία, τον πληθυσμό ή το ίδιο το κράτος, όπως είναι οι τρομοκρατικές δραστηριότητες (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

93      Αντιθέτως προς την εγκληματικότητα, ακόμη και την ιδιαιτέρως σοβαρή, μια απειλή για την εθνική ασφάλεια πρέπει να είναι πραγματική και ενεστώσα ή, τουλάχιστον, προβλέψιμη, στοιχείο που προϋποθέτει την επέλευση αρκούντως συγκεκριμένων περιστάσεων, ώστε να μπορεί να δικαιολογήσει ένα μέτρο γενικής και χωρίς διάκριση διατηρήσεως των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως, για περιορισμένο χρονικό διάστημα. Επομένως, μια τέτοια απειλή διακρίνεται ως εκ της φύσεως και της σοβαρότητάς της, καθώς και ως εκ του συγκεκριμένου χαρακτήρα των περιστάσεων που τη συναποτελούν, από τον γενικό κίνδυνο προκλήσεως εντάσεων ή έστω σοβαρών διαταράξεων της δημόσιας ασφάλειας ή από εκείνον της διαπράξεως σοβαρών ποινικών αδικημάτων (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

94      Επομένως, η εγκληματικότητα, ακόμη και η ιδιαιτέρως σοβαρή, δεν μπορεί να εξομοιωθεί με απειλή για την εθνική ασφάλεια. Πράγματι μια τέτοια εξομοίωση θα μπορούσε να εισαγάγει μια ενδιάμεση κατηγορία μεταξύ της εθνικής ασφάλειας και της δημόσιας ασφάλειας, προκειμένου να εφαρμοσθούν στη δεύτερη οι συμφυείς με την πρώτη απαιτήσεις (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 63).

 Επί των μέτρων που προβλέπουν στοχευμένη διατήρηση, κατεπείγουσα διατήρηση ή διατήρηση των διευθύνσεων IP

95      Πλείονες κυβερνήσεις, μεταξύ των οποίων και η Γαλλική Κυβέρνηση, επισημαίνουν ότι μόνον η γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση καθιστά δυνατή την αποτελεσματική επίτευξη των σκοπών που επιδιώκονται με τα μέτρα διατηρήσεως, η δε Γερμανική Κυβέρνηση διευκρινίζει, κατ’ ουσίαν, ότι το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το ότι τα κράτη μέλη μπορούν να προσφεύγουν στα μέτρα περί στοχευμένης και κατεπείγουσας διατηρήσεως τα οποία μνημονεύονται στη σκέψη 75 της παρούσας αποφάσεως.

96      Συναφώς, επισημαίνεται, κατά πρώτον, ότι η αποτελεσματικότητα των ποινικών διώξεων εξαρτάται γενικώς όχι από ένα μόνον μέσο έρευνας, αλλά από όλα τα μέσα έρευνας που διαθέτουν οι αρμόδιες εθνικές αρχές προς τον σκοπό αυτόν (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 69).

97      Κατά δεύτερον, το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11, καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία που υπενθυμίζεται στη σκέψη 75 της παρούσας αποφάσεως, επιτρέπει στα κράτη μέλη να θεσπίζουν, για τους σκοπούς της καταπολέμησης του σοβαρού εγκλήματος και της αποτροπής των σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας, όχι μόνο μέτρα που καθιερώνουν στοχευμένη διατήρηση και κατεπείγουσα διατήρηση, αλλά και μέτρα που προβλέπουν γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση, αφενός, των δεδομένων που αφορούν την ταυτότητα των χρηστών των μέσων ηλεκτρονικών επικοινωνιών και, αφετέρου, των διευθύνσεων IP που έχουν αποδοθεί στην πηγή της συνδέσεως (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 70).

98      Συναφώς, δεν αμφισβητείται ότι η διατήρηση των δεδομένων που αφορούν την ταυτότητα των χρηστών των μέσων ηλεκτρονικών επικοινωνιών μπορεί να συμβάλει στην καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας, εφόσον τα εν λόγω δεδομένα καθιστούν δυνατή την ταυτοποίηση των προσώπων που χρησιμοποίησαν τα μέσα αυτά στο πλαίσιο της προπαρασκευής ή της τελέσεως πράξεως που σχετίζεται με τη σοβαρή εγκληματικότητα (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 71).

99      Η οδηγία 2002/58, όμως, δεν αντιτίθεται στη γενική διατήρηση των δεδομένων που αφορούν την ταυτότητα των πολιτών, για τους σκοπούς της καταπολεμήσεως της εγκληματικότητας εν γένει. Υπό τις συνθήκες αυτές, πρέπει να διευκρινισθεί ότι ούτε η οδηγία αυτή ούτε κάποια άλλη πράξη του δικαίου της Ένωσης αντιτίθενται σε εθνική νομοθεσία η οποία έχει ως αντικείμενο την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας, βάσει της οποίας η απόκτηση ενός μέσου ηλεκτρονικής επικοινωνίας, όπως είναι η προπληρωμένη κάρτα SIM, εξαρτάται από τον έλεγχο επίσημων εγγράφων που αποδεικνύουν την ταυτότητα του αγοραστή και από την καταχώριση των σχετικών πληροφοριών από τον πωλητή και βάσει της οποίας ο πωλητής υποχρεούται ενδεχομένως να παρέχει στις αρμόδιες εθνικές αρχές πρόσβαση στις συγκεκριμένες πληροφορίες (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 72).

100    Επιπλέον, υπενθυμίζεται ότι η γενική διατήρηση των διευθύνσεων IP της πηγής της συνδέσεως συνιστά σοβαρή επέμβαση στα θεμελιώδη δικαιώματα που κατοχυρώνονται από τα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, δεδομένου ότι οι διευθύνσεις IP μπορούν να οδηγήσουν σε ακριβή συμπεράσματα σχετικά με την ιδιωτική ζωή του χρήστη του οικείου μέσου ηλεκτρονικής επικοινωνίας και μπορεί να έχει αποτρεπτικές συνέπειες για την άσκηση της ελευθερίας εκφράσεως που κατοχυρώνεται από το άρθρο 11 του Χάρτη. Εντούτοις, όσον αφορά τη διατήρηση αυτή, το Δικαστήριο έχει διαπιστώσει ότι, για τους σκοπούς του αναγκαίου συγκερασμού των επίμαχων δικαιωμάτων και εννόμων συμφερόντων που απαιτεί η νομολογία, όπως μνημονεύεται στις σκέψεις 65 έως 68 της παρούσας αποφάσεως, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι, στην περίπτωση αξιόποινης πράξεως που τελέσθηκε μέσω του Διαδικτύου και, ειδικότερα, στην περίπτωση της αποκτήσεως, διαδόσεως, μεταδόσεως ή διαθέσεως στο Διαδίκτυο παιδικής πορνογραφίας, κατά την έννοια του άρθρου 2, στοιχείο γʹ, της οδηγίας 2011/93/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 13ης Δεκεμβρίου 2011, σχετικά με την καταπολέμηση της σεξουαλικής κακοποίησης και της σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών και της παιδικής πορνογραφίας και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2004/68/ΔΕΥ του Συμβουλίου (ΕΕ 2011, L 335, σ. 1, και διορθωτικό ΕΕ 2012, L 18, σ. 7), η διεύθυνση IP μπορεί να αποτελεί το μόνο μέσο έρευνας που καθιστά δυνατή την ταυτοποίηση του προσώπου στο οποίο είχε αποδοθεί η διεύθυνση αυτή κατά τον χρόνο τελέσεως του εν λόγω αδικήματος (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 73).

101    Υπό τις συνθήκες αυτές, μολονότι είναι αληθές ότι ένα νομοθετικό μέτρο που προβλέπει τη διατήρηση των διευθύνσεων IP του συνόλου των φυσικών προσώπων που είναι ιδιοκτήτες τερματικού εξοπλισμού μέσω του οποίου μπορεί να πραγματοποιηθεί πρόσβαση στο Διαδίκτυο αφορά πρόσωπα τα οποία, εκ πρώτης όψεως, δεν συνδέονται με τους επιδιωκόμενους σκοπούς, κατά την έννοια της νομολογίας που μνημονεύεται στη σκέψη 70 της παρούσας αποφάσεως, και μολονότι οι χρήστες του Διαδικτύου έχουν, σύμφωνα με όσα διαπιστώθηκαν στη σκέψη 54 της παρούσας αποφάσεως, νόμιμη προσδοκία, δυνάμει των άρθρων 7 και 8 του Χάρτη, ότι η ταυτότητά τους καταρχήν δεν θα αποκαλυφθεί, εντούτοις ένα νομοθετικό μέτρο που προβλέπει τη γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση μόνον των διευθύνσεων ΙΡ που εκχωρούνται στην πηγή της συνδέσεως δεν είναι, καταρχήν, αντίθετο προς το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11, καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, υπό τον όρο ότι η δυνατότητα αυτή υπόκειται στην αυστηρή τήρηση των ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων που πρέπει να διέπουν τη χρήση των εν λόγω δεδομένων (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 155).

102    Λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας της επεμβάσεως στα κατοχυρωμένα στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη θεμελιώδη δικαιώματα την οποία συνεπάγεται η διατήρηση αυτή, μόνον η καταπολέμηση των σοβαρών εγκλημάτων και η πρόληψη σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας μπορούν, ακριβώς όπως και η προστασία της εθνικής ασφάλειας, να δικαιολογήσουν την επέμβαση αυτή. Επιπλέον, η διάρκεια της διατηρήσεως δεν μπορεί να υπερβαίνει εκείνη που είναι απολύτως αναγκαία από πλευράς του επιδιωκόμενου σκοπού. Τέλος, ένα μέτρο τέτοιας φύσεως πρέπει να προβλέπει αυστηρές προϋποθέσεις και εγγυήσεις όσον αφορά την αξιοποίηση των δεδομένων αυτών, ιδίως μέσω ιχνηλατήσεως, σε σχέση με τις επικοινωνίες και τις διαδικτυακές δραστηριότητες των υποκειμένων των δεδομένων (απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 156).

103    Επομένως, αντιθέτως προς όσα επισήμανε το αιτούν δικαστήριο, δεν υφίσταται αντίφαση μεταξύ των σκέψεων 155 και 168 της αποφάσεως της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ. (C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791). Πράγματι, όπως επισήμανε κατ’ ουσίαν ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 81 και 82 των προτάσεών του, από την ως άνω σκέψη 155, ερμηνευόμενη σε συνδυασμό με τη σκέψη 156 και τη σκέψη 168 της εν λόγω αποφάσεως, προκύπτει σαφώς ότι μόνον η καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος και η πρόληψη των σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας μπορούν, όπως και η προστασία της εθνικής ασφάλειας, να δικαιολογήσουν τη γενική διατήρηση των διευθύνσεων IP που αποδίδονται στην πηγή μιας συνδέσεως, ανεξαρτήτως αν τα οικεία πρόσωπα ενδέχεται να συνδέονται, τουλάχιστον εμμέσως, με τους επιδιωκόμενους σκοπούς.

104    Κατά τρίτον, όσον αφορά τα νομοθετικά μέτρα που προβλέπουν στοχευμένη διατήρηση και κατεπείγουσα διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως, από ορισμένες εκτιμήσεις που εξέθεσαν κράτη μέλη έναντι των μέτρων αυτών συνάγεται στενότερη αντίληψη του περιεχομένου των συγκεκριμένων μέτρων από εκείνη που δέχεται η νομολογία η οποία μνημονεύεται στη σκέψη 75 της παρούσας αποφάσεως. Πράγματι, μολονότι, σύμφωνα με όσα υπενθυμίζονται στη σκέψη 57 της παρούσας απόφασης, τα μέτρα αυτά διατηρήσεως πρέπει να έχουν τον χαρακτήρα παρεκκλίσεως στο σύστημα που θεσπίζει η οδηγία 2002/58, η εν λόγω οδηγία, ερμηνευόμενη υπό το πρίσμα των θεμελιωδών δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7, 8 και 11, καθώς και στο άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, δεν εξαρτά τη δυνατότητα διαταγής με την οποία επιβάλλεται στοχευμένη διατήρηση από την προϋπόθεση να είναι εκ των προτέρων γνωστοί οι χώροι στους οποίους ενδέχεται να διαπράχθηκε σοβαρό έγκλημα, ούτε τα πρόσωπα που είναι ύποπτα για τη διάπραξη ενός τέτοιου εγκλήματος. Ομοίως, η εν λόγω οδηγία δεν απαιτεί τον περιορισμό της διαταγής περί κατεπείγουσας διατηρήσεως σε υπόπτους που έχουν προσδιορισθεί πριν από την έκδοση της διαταγής (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 75).

105    Όσον αφορά, πρώτον, τη στοχευμένη διατήρηση, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 δεν αντιτίθεται σε εθνική νομοθεσία στηριζόμενη σε αντικειμενικά στοιχεία δυνάμενα να προσδιορίσουν, αφενός, τα πρόσωπα των οποίων τα δεδομένα κινήσεως και τα δεδομένα θέσεως ενδέχεται να αποκαλύψουν κάποια σύνδεση, έστω έμμεση, με σοβαρά εγκλήματα, να συμβάλουν στην καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος ή να αποτρέψουν σοβαρό κίνδυνο για τη δημόσια ασφάλεια ή ακόμη και κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

106    Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει συναφώς ότι, καίτοι τα εν λόγω αντικειμενικά στοιχεία ενδέχεται να διαφέρουν αναλόγως των μέτρων που λαμβάνονται για τους σκοπούς της προλήψεως, διερευνήσεως, διαπιστώσεως και διώξεως σοβαρών εγκλημάτων, τα κατ’ αυτόν τον τρόπο προσδιοριζόμενα πρόσωπα μπορούν, μεταξύ άλλων, να είναι εκείνα ως προς τα οποία έχει προηγουμένως διαπιστωθεί, στο πλαίσιο των εφαρμοστέων εθνικών διαδικασιών και βάσει αντικειμενικών στοιχείων που δεν εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις, ότι συνιστούν απειλή για τη δημόσια ασφάλεια ή την εθνική ασφάλεια του οικείου κράτους μέλους (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 77).

107    Ως εκ τούτου, τα κράτη μέλη έχουν, μεταξύ άλλων, την ευχέρεια να λαμβάνουν μέτρα διατηρήσεως σε βάρος προσώπων τα οποία, στο πλαίσιο μιας τέτοιας ταυτοποιήσεως, υπόκεινται σε έρευνα ή άλλα υφιστάμενα εποπτικά μέτρα ή σε εγγραφή στο εθνικό ποινικό μητρώο στην οποία μνημονεύεται προηγούμενη καταδίκη για σοβαρά εγκλήματα που ενδέχεται να συνεπάγονται αυξημένο κίνδυνο υποτροπής. Όταν, όμως, η ταυτοποίηση αυτή στηρίζεται σε αντικειμενικά στοιχεία που δεν εισάγουν διακρίσεις και καθορίζονται από το εθνικό δίκαιο, η στοχευμένη διατήρηση δικαιολογείται όταν αφορά πρόσωπα που ταυτοποιούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 78).

108    Αφετέρου, ένα στοχευμένο μέτρο διατηρήσεως των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως μπορεί, κατ’ επιλογήν του εθνικού νομοθέτη και τηρουμένης αυστηρώς της αρχής της αναλογικότητας, να στηρίζεται και σε γεωγραφικό κριτήριο, όταν οι αρμόδιες εθνικές αρχές κρίνουν, βάσει αντικειμενικών στοιχείων που δεν εισάγουν διακρίσεις, ότι σε μία ή περισσότερες γεωγραφικές περιοχές υφίσταται κατάσταση χαρακτηριζόμενη από υψηλό κίνδυνο προπαρασκευής ή τελέσεως σοβαρών εγκλημάτων. Οι ζώνες αυτές μπορούν να είναι, μεταξύ άλλων, τόποι χαρακτηριζόμενοι από μεγάλο αριθμό σοβαρών εγκλημάτων, τόποι ιδιαιτέρως εκτεθειμένοι στη διάπραξη σοβαρών εγκλημάτων, όπως περιοχές ή υποδομές όπου συχνάζει τακτικά πολύ μεγάλος αριθμός προσώπων, ή ακόμη στρατηγικές τοποθεσίες, όπως αερολιμένες, σιδηροδρομικοί σταθμοί, λιμένες ή σταθμοί διοδίων (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

109    Υπογραμμίζεται ότι, κατά τη νομολογία αυτή, οι αρμόδιες εθνικές αρχές μπορούν να λαμβάνουν, για τις αναφερόμενες στην προηγούμενη σκέψη ζώνες, στοχευμένο μέτρο διατηρήσεως στηριζόμενο σε γεωγραφικό κριτήριο, όπως είναι, μεταξύ άλλων, ο δείκτης εγκληματικότητας σε μια γεωγραφική ζώνη, χωρίς να διαθέτουν απαραιτήτως συγκεκριμένες ενδείξεις σχετικά με την προπαρασκευή ή την τέλεση σοβαρών εγκλημάτων στις οικείες περιοχές. Στο μέτρο που η στοχευμένη διατήρηση βάσει ενός τέτοιου κριτηρίου ενδέχεται να θίγει, ανάλογα με τις σοβαρές αξιόποινες πράξεις και την κατάσταση των αντίστοιχων κρατών μελών, τόσο τους τόπους που χαρακτηρίζονται από μεγάλο αριθμό σοβαρών εγκλημάτων όσο και τους τόπους που είναι ιδιαιτέρως εκτεθειμένοι στην τέλεση τέτοιων εγκλημάτων, δεν μπορεί, καταρχήν, ούτε αυτή να έχει ως αποτέλεσμα διακρίσεις, δεδομένου ότι το κριτήριο του δείκτη σοβαρής εγκληματικότητας αυτό καθεαυτό δεν έχει καμία σχέση με στοιχεία που θα μπορούσαν να εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 80).

110    Επιπλέον και προπάντων, ένα στοχευμένο μέτρο διατηρήσεως όσον αφορά τόπους ή υποδομές όπου συχνάζει τακτικά πολύ μεγάλος αριθμός προσώπων ή στρατηγικές τοποθεσίες, όπως αερολιμένες, σιδηροδρομικούς σταθμούς, λιμένες ή σταθμούς διοδίων, παρέχει στις αρμόδιες αρχές τη δυνατότητα να συλλέγουν δεδομένα κινήσεως και, ιδίως, δεδομένα θέσεως όλων των προσώπων που χρησιμοποιούν σε δεδομένη στιγμή ένα μέσο ηλεκτρονικής επικοινωνίας σε κάποιον από τους χώρους αυτούς. Επομένως, ένα τέτοιο στοχευμένο μέτρο διατηρήσεως μπορεί να παράσχει στις εν λόγω αρχές τη δυνατότητα, μέσω της προσβάσεως στα διατηρούμενα κατ’ αυτόν τον τρόπο δεδομένα, να λαμβάνουν πληροφορίες σχετικές με την παρουσία των προσώπων αυτών στους τόπους ή τις γεωγραφικές ζώνες που αφορά το εν λόγω μέτρο, καθώς και τις μετακινήσεις τους μεταξύ αυτών ή στο εσωτερικό τους και να συνάγουν από αυτά, για τους σκοπούς της καταπολεμήσεως της σοβαρής εγκληματικότητας, συμπεράσματα σχετικά με την παρουσία και τη δραστηριότητα των ως άνω προσώπων στους εν λόγω τόπους ή γεωγραφικές ζώνες σε δεδομένο χρονικό σημείο κατά τη διάρκεια της περιόδου διατηρήσεως (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 81).

111    Επισημαίνεται επίσης ότι οι γεωγραφικές ζώνες τις οποίες αφορά η εν λόγω στοχευμένη διατήρηση μπορούν και, κατά περίπτωση, πρέπει να τροποποιούνται αναλόγως της εξελίξεως των συνθηκών που δικαιολόγησαν την επιλογή τους, καθιστώντας, μεταξύ άλλων, δυνατή την παρακολούθηση των εξελίξεων στην καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας. Πράγματι, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η διάρκεια των στοχευμένων μέτρων διατήρησης που περιγράφονται στις σκέψεις 105 έως 110 της παρούσας απόφασης δεν μπορεί να υπερβαίνει το χρονικό διάστημα που είναι απολύτως αναγκαίο υπό το πρίσμα του επιδιωκόμενου σκοπού καθώς και των περιστάσεων που τα δικαιολογούν, υπό την επιφύλαξη ενδεχόμενης ανανεώσεως της ισχύος τους λόγω της συνεχιζόμενης ανάγκης για τη διατήρηση αυτή (αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 151, και της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 82).

112    Όσον αφορά τη δυνατότητα προβλέψεως κριτηρίων διακρίσεως, πέραν του προσωπικού ή του γεωγραφικού κριτηρίου, για την εφαρμογή στοχευμένης διατηρήσεως των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως, δεν μπορεί να αποκλεισθεί το ενδεχόμενο να ληφθούν υπόψη άλλα κριτήρια, τα οποία είναι αντικειμενικά και δεν εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις, προκειμένου να διασφαλισθεί ότι η έκταση της στοχευμένης διατηρήσεως περιορίζεται στο απολύτως αναγκαίο και να αποδειχθεί η τουλάχιστον έμμεση σχέση μεταξύ των σοβαρών εγκλημάτων και των προσώπων των οποίων διατηρούνται τα δεδομένα. Πάντως, δεδομένου ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 αφορά νομοθετικά μέτρα των κρατών μελών, σε αυτά και όχι στο Δικαστήριο απόκειται να προσδιορίσουν τέτοια κριτήρια, εξυπακουομένου ότι δεν τίθεται ζήτημα εκ νέου εισαγωγής, μέσω αυτού, γενικής και χωρίς διάκριση διατηρήσεως των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 83).

113    Εν πάση περιπτώσει, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 50 των προτάσεών του, η ενδεχόμενη ύπαρξη δυσχερειών ως προς τον επακριβή προσδιορισμό των περιπτώσεων και των προϋποθέσεων υπό τις οποίες πρέπει να πραγματοποιείται στοχευμένη διατήρηση δεν δικαιολογεί τη μετατροπή, από τα κράτη μέλη, της εξαιρέσεως σε κανόνα και την καθιέρωση της γενικής και χωρίς διάκριση διατηρήσεως των δεδομένων κινήσεως και δεδομένων θέσεως (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 84).

114    Όσον αφορά, δεύτερον, την κατεπείγουσα διατήρηση δεδομένων κινήσεως και δεδομένων θέσεως τα οποία υποβάλλονται σε επεξεργασία και αποθηκεύονται από τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών βάσει των άρθρων 5, 6 και 9 της οδηγίας 2002/58 ή βάσει των νομοθετικών μέτρων που λαμβάνονται δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας αυτής, υπενθυμίζεται ότι τα δεδομένα αυτά πρέπει, καταρχήν, να διαγράφονται ή να καθίστανται ανώνυμα με το πέρας των νόμιμων προθεσμιών εντός των οποίων πρέπει να πραγματοποιείται η επεξεργασία και η αποθήκευσή τους, σύμφωνα με τις εθνικές διατάξεις μεταφοράς της εν λόγω οδηγίας. Ωστόσο, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι, κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας και της αποθηκεύσεως αυτής, ενδέχεται να ανακύψουν καταστάσεις στις οποίες παρίσταται ανάγκη διατηρήσεως των εν λόγω δεδομένων πέραν των ως άνω προθεσμιών, προκειμένου να διαλευκανθούν σοβαρά ποινικά αδικήματα ή προσβολές της εθνικής ασφάλειας, τούτο δε τόσο στην περίπτωση κατά την οποία τα εν λόγω αδικήματα ή προσβολές έχουν ήδη διαπιστωθεί όσο και στην περίπτωση κατά την οποία, κατόπιν αντικειμενικής εξετάσεως του συνόλου των κρίσιμων περιστάσεων, μπορεί ευλόγως να πιθανολογηθεί η ύπαρξή τους (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 85).

115    Σε μια τέτοια περίπτωση, τα κράτη μέλη έχουν τη δυνατότητα, λαμβανομένου υπόψη του αναγκαίου συγκερασμού των επίμαχων δικαιωμάτων και εννόμων συμφερόντων για τον οποίο γίνεται λόγος στις σκέψεις 65 έως 68 της παρούσας αποφάσεως, να προβλέπουν, με νομοθεσία θεσπιζόμενη βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, τη δυνατότητα επιβολής στους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, με απόφαση της αρμόδιας αρχής υποκείμενη σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο, της υποχρέωσης να προβούν, για ορισμένο χρονικό διάστημα, στην κατεπείγουσα διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως τα οποία έχουν στη διάθεσή τους (αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 163, και της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 86).

116    Στο μέτρο που ο σκοπός μιας τέτοιας κατεπείγουσας διατηρήσεως δεν αντιστοιχεί πλέον στους σκοπούς για τους οποίους συνελέγησαν και αποθηκεύθηκαν αρχικώς τα δεδομένα και στο μέτρο που κάθε επεξεργασία δεδομένων πρέπει, βάσει του άρθρου 8, παράγραφος 2, του Χάρτη, να ανταποκρίνεται σε συγκεκριμένους σκοπούς, τα κράτη μέλη υποχρεούνται να διευκρινίζουν στη νομοθεσία τους τον σκοπό για τον οποίο δύναται να πραγματοποιηθεί η κατεπείγουσα διατήρηση των δεδομένων. Λαμβανομένης υπόψη της σοβαρότητας της επεμβάσεως στα κατοχυρωμένα στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη θεμελιώδη δικαιώματα την οποία ενδέχεται να συνεπάγεται μια τέτοια διατήρηση, μόνον η καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας και, κατά μείζονα λόγο, η διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας μπορούν να δικαιολογήσουν την επέμβαση αυτή, υπό την προϋπόθεση ότι το συγκεκριμένο μέτρο, καθώς και η πρόσβαση στα δεδομένα που διατηρούνται κατ’ αυτόν τον τρόπο, περιορίζονται στα όρια του απολύτως αναγκαίου, όπως αυτά καθορίζονται στις σκέψεις 164 έως 167 της απόφασης της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ. (C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791) (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 87).

117    Το Δικαστήριο έχει διευκρινίσει ότι ένα μέτρο διατηρήσεως τέτοιας φύσεως δεν πρέπει να περιορίζεται στα δεδομένα των προσώπων που έχει εξακριβωθεί προηγουμένως ότι συνιστούν απειλή για τη δημόσια ασφάλεια ή την εθνική ασφάλεια του οικείου κράτους μέλους ή προσώπων για τα οποία υπάρχουν συγκεκριμένες υπόνοιες ότι έχουν διαπράξει σοβαρό ποινικό αδίκημα ή προσβολή κατά της εθνικής ασφάλειας. Ειδικότερα, κατά το Δικαστήριο, τηρουμένου του πλαισίου που θεσπίζει το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11, καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, και λαμβανομένων, συγχρόνως, υπόψη των εκτιμήσεων που περιλαμβάνονται στη σκέψη 70 της παρούσας αποφάσεως, ένα τέτοιο μέτρο μπορεί, ανάλογα με την επιλογή του εθνικού νομοθέτη και εντός των ορίων του απολύτως αναγκαίου, να επεκτείνεται στα δεδομένα κινήσεως και στα δεδομένα θέσεως που αφορούν άλλα πρόσωπα πλην εκείνων για τα οποία υπάρχουν υπόνοιες ότι σχεδίασαν ή διέπραξαν σοβαρό ποινικό αδίκημα ή προσβολή κατά της εθνικής ασφάλειας, υπό τον όρο ότι τα δεδομένα αυτά είναι ικανά, βάσει αντικειμενικών στοιχείων που δεν εισάγουν διακρίσεις, να συμβάλουν στη διαλεύκανση του εν λόγω αδικήματος ή προσβολής κατά της εθνικής ασφάλειας, όπως είναι τα δεδομένα του θύματος της επίμαχης πράξεως, καθώς και τα δεδομένα του κοινωνικού και επαγγελματικού του περιβάλλοντος (αποφάσεις της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ., C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψη 165, και της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 88).

118    Επομένως, μπορεί να επιτραπεί με νομοθετικό μέτρο η διαταγή προς τους παρόχους υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να προβούν στην κατεπείγουσα διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως, μεταξύ άλλων, των προσώπων με τα οποία ήρθε σε επαφή το θύμα χρησιμοποιώντας τα μέσα ηλεκτρονικής επικοινωνίας του πριν από την επέλευση σοβαρής απειλής για τη δημόσια ασφάλεια ή την τέλεση σοβαρού εγκλήματος (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 89).

119    Μια τέτοια κατεπείγουσα διατήρηση μπορεί, κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου που υπενθυμίζεται στη σκέψη 117 της παρούσας αποφάσεως και υπό τις ίδιες προϋποθέσεις με αυτές που διαλαμβάνονται στην εν λόγω σκέψη, να επεκταθεί και σε συγκεκριμένες γεωγραφικές ζώνες, όπως στον τόπο τελέσεως και προπαρασκευής του εν λόγω εγκλήματος ή προσβολής κατά της εθνικής ασφάλειας. Πρέπει να διευκρινισθεί ότι αντικείμενο τέτοιου μέτρου μπορούν επίσης να αποτελέσουν τα δεδομένα κινήσεως και τα δεδομένα θέσεως που αφορούν τον τόπο στον οποίον εξαφανίστηκε ένα πρόσωπο, πιθανώς θύμα σοβαρού εγκλήματος, υπό την προϋπόθεση ότι κατά την εφαρμογή του μέτρου αυτού, καθώς και κατά την πρόσβαση στα διατηρούμενα κατ’ αυτόν τον τρόπο δεδομένα, τηρούνται τα όρια του απολύτως αναγκαίου για την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας ή τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας, όπως αυτά ορίζονται στις σκέψεις 164 έως 167 της αποφάσεως της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ. (C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791) (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 90).

120    Εξάλλου, πρέπει να διευκρινισθεί ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 δεν απαγορεύει στις αρμόδιες εθνικές αρχές να διατάσσουν μέτρο κατεπείγουσας διατηρήσεως ήδη από το πρώτο στάδιο της έρευνας σχετικά με σοβαρή απειλή για τη δημόσια ασφάλεια ή για ενδεχόμενο σοβαρό έγκλημα, ήτοι από το χρονικό σημείο κατά το οποίο οι αρχές αυτές μπορούν να κινήσουν τέτοια έρευνα σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του εθνικού δικαίου (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 91).

121    Όσον αφορά, επίσης, την ποικιλία των μέτρων διατηρήσεως των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως για τα οποία γίνεται λόγος στη σκέψη 75 της παρούσας αποφάσεως, διευκρινίζεται ότι τα διάφορα αυτά μέτρα μπορούν να εφαρμόζονται από κοινού κατ’ επιλογήν του εθνικού νομοθέτη και τηρουμένων των ορίων του απολύτως αναγκαίου. Υπό τις συνθήκες αυτές, το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11, καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, όπως έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία που διατυπώθηκε με την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ. (C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791), δεν αντιτίθεται σε συνδυασμό των μέτρων αυτών (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 92).

122    Τέλος, κατά τέταρτον, επισημαίνεται ότι, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, όπως αυτή ανακεφαλαιώθηκε με την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ. (C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791), η αναλογικότητα των μέτρων που λαμβάνονται βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58 επιτάσσει την τήρηση όχι μόνον των απαιτήσεων της καταλληλότητας και της αναγκαιότητας, αλλά και της απαιτήσεως που αφορά την αναλογικότητα των μέτρων αυτών σε σχέση με τον επιδιωκόμενο σκοπό (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 93).

123    Στο πλαίσιο αυτό, υπενθυμίζεται ότι, με τη σκέψη 51 της αποφάσεως της 8ης Απριλίου 2014, Digital Rights Ireland κ.λπ. (C‑293/12 και C‑594/12, EU:C:2014:238), το Δικαστήριο έκρινε ότι, μολονότι η καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας είναι πρωταρχικής σημασίας για τη διαφύλαξη της δημόσιας ασφάλειας και η αποτελεσματικότητά της ενδέχεται να εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τη χρήση σύγχρονων τεχνικών έρευνας, εντούτοις, ένας τέτοιος σκοπός γενικού συμφέροντος, όσο θεμελιώδης και αν είναι, δεν μπορεί, αυτός και μόνο, να προταθεί ως δικαιολογία προκειμένου να θεωρηθεί αναγκαίο ένα μέτρο γενικής και χωρίς διάκριση διατηρήσεως δεδομένων κινήσεως και δεδομένων θέσεως, όπως αυτό που καθιερώνει η οδηγία 2006/24 (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 94).

124    Στο ίδιο πνεύμα, το Δικαστήριο διευκρίνισε, με τη σκέψη 145 της αποφάσεως της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ. (C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791), ότι ακόμη και οι θετικές υποχρεώσεις που ενδέχεται να υπέχουν τα κράτη μέλη, ανάλογα με την περίπτωση, από τα άρθρα 3, 4 και 7 του Χάρτη και οι οποίες, όπως επισημάνθηκε στη σκέψη 64 της παρούσας αποφάσεως, αφορούν την εφαρμογή κανόνων που καθιστούν δυνατή την αποτελεσματική καταστολή των ποινικών αδικημάτων δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα τη δικαιολόγηση επεμβάσεων τόσο σοβαρών όσο οι επεμβάσεις στα θεμελιώδη δικαιώματα του συνόλου σχεδόν του πληθυσμού που κατοχυρώνονται στα άρθρα 7 και 8 του Χάρτη, τις οποίες συνεπάγεται μια ρύθμιση που προβλέπει τη διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως, χωρίς τα δεδομένα των προσώπων για τα οποία πρόκειται να αποκαλύπτουν κάποια σύνδεση, έστω έμμεση, με τον επιδιωκόμενο σκοπό (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 95).

125    Εξάλλου, οι αποφάσεις του ΕΔΔΑ της 25ης Μαΐου 2021, Big Brother Watch κ.λπ. κατά Ηνωμένου Βασιλείου (CE:ECHR:2021:0525JUD 005817013), και της 25ης Μαΐου 2021, Centrum för Rättvisa κατά Σουηδίας (CE:ECHR:2021:0525JUD 003525208), τις οποίες επικαλέσθηκαν ορισμένες κυβερνήσεις κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση για να υποστηρίξουν ότι η ΕΣΔΑ δεν αντιτίθεται σε εθνικές ρυθμίσεις προβλέπουσες, κατ’ ουσίαν, γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως, δεν μπορούν να κλονίσουν την ερμηνεία του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, η οποία συνάγεται από τα προεκτεθέντα. Πράγματι, οι ανωτέρω αποφάσεις αφορούσαν περιπτώσεις παρακολουθήσεων που είχαν ως αποτέλεσμα τη μαζική παρακράτηση δεδομένων σχετικών με διεθνείς επικοινωνίες. Επομένως, όπως επισήμανε η Επιτροπή κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δεν αποφάνθηκε, στις εν λόγω αποφάσεις, επί του ζητήματος του σύμφωνου με την ΕΣΔΑ χαρακτήρα της γενικής και χωρίς διάκριση διατηρήσεως δεδομένων κινήσεως και δεδομένων θέσεως στην εθνική επικράτεια ούτε καν μιας μεγάλης εμβέλειας παρακολουθήσεως με αποτέλεσμα την παρακράτηση των δεδομένων αυτών προς τον σκοπό της προλήψεως, της διαπιστώσεως και της διερευνήσεως σοβαρών ποινικών αδικημάτων. Εν πάση περιπτώσει, πρέπει να υπομνησθεί ότι το άρθρο 52, παράγραφος 3, του Χάρτη αποσκοπεί στη διασφάλιση της αναγκαίας συνοχής μεταξύ των δικαιωμάτων που περιλαμβάνονται σε αυτόν και των αντίστοιχων δικαιωμάτων που κατοχυρώνονται στην ΕΣΔΑ, χωρίς να θίγεται η αυτονομία του δικαίου της Ένωσης και του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οπότε, για την ερμηνεία του Χάρτη, τα αντίστοιχα δικαιώματα της ΕΣΔΑ πρέπει να λαμβάνονται υπόψη απλώς ως όριο ελάχιστης προστασίας (απόφαση της 17ης Δεκεμβρίου 2020, Centraal Israëlitisch Consistorie van België κ.λπ., C‑336/19, EU:C:2020:1031, σκέψη 56).

 Επί της προσβάσεως στα δεδομένα που διατηρούνται κατά τρόπο γενικό και χωρίς διάκριση

126    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, η Δανική Κυβέρνηση υποστήριξε ότι οι αρμόδιες εθνικές αρχές πρέπει, προς τον σκοπό της καταπολεμήσεως της σοβαρής εγκληματικότητας, να έχουν πρόσβαση στα δεδομένα κινήσεως και στα δεδομένα θέσεως που έχουν διατηρηθεί κατά τρόπο γενικό και χωρίς διάκριση, σύμφωνα με τη νομολογία που διατυπώθηκε την απόφαση της 6ης Οκτωβρίου 2020, La Quadrature du Net κ.λπ. (C‑511/18, C‑512/18 και C‑520/18, EU:C:2020:791, σκέψεις 135 έως 139), προκειμένου να αντιμετωπίσουν σοβαρή απειλή για την εθνική ασφάλεια η οποία είναι πραγματική και ενεστώσα ή προβλέψιμη.

127    Επισημαίνεται εκ προοιμίου ότι η άδεια προσβάσεως, για την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας, σε δεδομένα κινήσεως και σε δεδομένα θέσεως που έχουν διατηρηθεί κατά τρόπο γενικό και χωρίς διάκριση θα εξαρτούσε την πρόσβαση αυτή από περιστάσεις ξένες προς τον σκοπό αυτόν, αναλόγως του αν συντρέχει σοβαρή απειλή για την εθνική ασφάλεια στο οικείο κράτος μέλος όπως αυτή μνημονεύεται στην προηγούμενη σκέψη, ενώ, αποκλειστικά υπό το πρίσμα του σκοπού της καταπολεμήσεως του σοβαρού εγκλήματος, ο οποίος πρέπει να δικαιολογεί τη διατήρηση των δεδομένων αυτών, τίποτε δεν θα δικαιολογούσε τη διαφορετική μεταχείριση, ιδίως μεταξύ των κρατών μελών (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 97).

128    Όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, η πρόσβαση σε δεδομένα κινήσεως και σε δεδομένα θέσεως τα οποία διατηρούν πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών κατ’ εφαρμογήν μέτρου ληφθέντος βάσει του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, κατά την οποία πρέπει να τηρούνται πλήρως οι προϋποθέσεις που απορρέουν από τη νομολογία η οποία ερμήνευσε την εν λόγω οδηγία, μπορεί καταρχήν να δικαιολογηθεί μόνον από τον σκοπό γενικού συμφέροντος για τον οποίον επιβλήθηκε η διατήρηση αυτή στους εν λόγω παρόχους. Διαφορετική αντιμετώπιση χωρεί μόνον εάν ο επιδιωκόμενος με την πρόσβαση σκοπός είναι μεγαλύτερης σημασίας από τον σκοπό που δικαιολόγησε τη διατήρηση (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 98).

129    Τα επιχειρήματα, όμως, της Δανικής Κυβερνήσεως αφορούν περίπτωση στην οποία ο σκοπός της σχεδιαζόμενης αιτήσεως προσβάσεως, ήτοι η καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας, είναι μικρότερης σημασίας, στο πλαίσιο της ιεραρχίας των σκοπών γενικού συμφέροντος, σε σχέση με τον σκοπό που δικαιολόγησε τη διατήρηση, ήτοι τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας. Σε μια τέτοια περίπτωση, η άδεια προσβάσεως στα διατηρούμενα δεδομένα θα αντέβαινε στην εν λόγω ιεραρχία των σκοπών γενικού συμφέροντος, όπως υπενθυμίζεται στην προηγούμενη σκέψη και στις σκέψεις 68, 71, 72 και 73 της παρούσας αποφάσεως (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 99).

130    Επιπλέον και κυρίως, σύμφωνα με τη νομολογία που υπενθυμίζεται στη σκέψη 74 της παρούσας αποφάσεως, τα δεδομένα κινήσεως και τα δεδομένα θέσεως δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο γενικής και χωρίς διάκριση διατηρήσεως για τους σκοπούς της καταπολεμήσεως της σοβαρής εγκληματικότητας και, ως εκ τούτου, η πρόσβαση στα δεδομένα αυτά δεν μπορεί να δικαιολογηθεί για τους ίδιους αυτούς σκοπούς. Σε περίπτωση, όμως, που τα δεδομένα αυτά διατηρήθηκαν κατ’ εξαίρεση κατά τρόπο γενικό και χωρίς διάκριση με σκοπό τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας έναντι απειλής η οποία αποδεικνύεται πραγματική και ενεστώσα ή προβλέψιμη, υπό τις προϋποθέσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 71 της παρούσας αποφάσεως, οι αρμόδιες για τις ποινικές έρευνες εθνικές αρχές δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση στα εν λόγω δεδομένα στο πλαίσιο ποινικών διώξεων, καθώς, σε διαφορετική περίπτωση, η απαγόρευση της διατήρησης αυτής για τους σκοπούς της καταπολεμήσεως της σοβαρής εγκληματικότητας θα στερούνταν κάθε πρακτικής αποτελεσματικότητας, όπως υπενθυμίζεται στην ως άνω σκέψη 74 (απόφαση της 5ης Απριλίου 2022, Commissioner of An Garda Síochána κ.λπ., C‑140/20, EU:C:2022:258, σκέψη 100).

131    Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των προεκτεθέντων, στο προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11, καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι αντιτίθεται σε εθνικά νομοθετικά μέτρα τα οποία προβλέπουν προληπτικώς, για την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας και την πρόληψη των σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας, γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως. Αντιθέτως, το εν λόγω άρθρο 15, παράγραφος 1, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11, καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, έχει την έννοια ότι δεν αντιτίθεται σε εθνικά νομοθετικά μέτρα:

–        τα οποία επιτρέπουν, προς τον σκοπό της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, τη δυνατότητα να διατάσσονται οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να προβαίνουν σε γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το οικείο κράτος μέλος αντιμετωπίζει σοβαρή απειλή για την εθνική ασφάλεια η οποία αποδεικνύεται ότι είναι πραγματική και ενεστώσα ή προβλέψιμη, εξυπακουομένου ότι η απόφαση που προβλέπει τη συγκεκριμένη διαταγή μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αποτελεσματικού ελέγχου είτε από δικαστήριο είτε από ανεξάρτητη διοικητική αρχή της οποίας η απόφαση έχει δεσμευτικό αποτέλεσμα, προκειμένου να εξακριβωθεί αν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές καθώς και αν τηρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις και εγγυήσεις που πρέπει να έχουν θεσπισθεί, και υπό τον όρο ότι η εν λόγω διαταγή μπορεί να ισχύει μόνο για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα, με δυνατότητα, πάντως, παρατάσεως της ισχύος της σε περίπτωση που εξακολουθεί να υφίσταται η εν λόγω απειλή·

–        τα οποία προβλέπουν, προς τους σκοπούς της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, της καταπολεμήσεως του σοβαρού εγκλήματος και της προλήψεως των σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας, στοχευμένη διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως η οποία πρέπει να οριοθετείται βάσει αντικειμενικών στοιχείων που δεν εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις, ανάλογα με τις κατηγορίες των υποκειμένων των διατηρούμενων δεδομένων ή με τη χρήση γεωγραφικού κριτηρίου, μόνο για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα, με δυνατότητα, όμως, παρατάσεώς του·

–        τα οποία προβλέπουν, προς τους σκοπούς της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, της καταπολεμήσεως του σοβαρού εγκλήματος και της προλήψεως των σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας, γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των διευθύνσεων IP που έχουν αποδοθεί στην πηγή συνδέσεως, για χρονικό διάστημα περιοριζόμενο στο απολύτως αναγκαίο·

–        τα οποία προβλέπουν, προς τους σκοπούς της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, της καταπολεμήσεως της εγκληματικότητας και της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας, γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων σχετικά με την ταυτότητα των χρηστών μέσων ηλεκτρονικών επικοινωνιών,

–        τα οποία επιτρέπουν, για την καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος και, κατά μείζονα λόγο, την προστασία της εθνικής ασφάλειας, τη δυνατότητα να διατάσσονται οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, μέσω αποφάσεως της αρμόδιας αρχής υποκείμενης σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο, να προβαίνουν, για ορισμένο χρονικό διάστημα, στην κατεπείγουσα διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως που διαθέτουν οι εν λόγω πάροχοι υπηρεσιών,

εφόσον τα μέτρα αυτά διασφαλίζουν, με σαφείς και ακριβείς κανόνες, ότι η διατήρηση των επίμαχων δεδομένων εξαρτάται από την τήρηση των σχετικών ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων και ότι τα πρόσωπα τα οποία αφορούν τα εν λόγω δεδομένα διαθέτουν αποτελεσματικές εγγυήσεις έναντι των κινδύνων καταχρήσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

132    Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (τμήμα μείζονος συνθέσεως) αποφαίνεται:

Το άρθρο 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002, σχετικά με την επεξεργασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα και την προστασία της ιδιωτικής ζωής στον τομέα των ηλεκτρονικών επικοινωνιών (οδηγία για την προστασία της ιδιωτικής ζωής στις ηλεκτρονικές επικοινωνίες), όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/136/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 25ης Νοεμβρίου 2009, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα των άρθρων 7, 8 και 11, καθώς και του άρθρου 52, παράγραφος 1, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης,

έχει την έννοια ότι:

αντιτίθεται σε εθνικά νομοθετικά μέτρα τα οποία προβλέπουν προληπτικώς, για την καταπολέμηση της σοβαρής εγκληματικότητας και την πρόληψη των σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας, γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως·

δεν αντιτίθεται σε εθνικά νομοθετικά μέτρα:

–        τα οποία επιτρέπουν, προς τον σκοπό της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, τη δυνατότητα να διατάσσονται οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών να προβαίνουν σε γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες το οικείο κράτος μέλος αντιμετωπίζει σοβαρή απειλή για την εθνική ασφάλεια η οποία αποδεικνύεται ότι είναι πραγματική και ενεστώσα ή προβλέψιμη, εξυπακουομένου ότι η απόφαση που προβλέπει τη συγκεκριμένη διαταγή μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αποτελεσματικού ελέγχου είτε από δικαστήριο είτε από ανεξάρτητη διοικητική αρχή της οποίας η απόφαση έχει δεσμευτικό αποτέλεσμα, προκειμένου να εξακριβωθεί αν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές καθώς και αν τηρούνται οι σχετικές προϋποθέσεις και εγγυήσεις που πρέπει να έχουν θεσπισθεί, και υπό τον όρο ότι η εν λόγω διαταγή μπορεί να ισχύει μόνο για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα, με δυνατότητα, πάντως, παρατάσεως της ισχύος της σε περίπτωση που εξακολουθεί να υφίσταται η εν λόγω απειλή·

–        τα οποία προβλέπουν, προς τους σκοπούς της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, της καταπολεμήσεως του σοβαρού εγκλήματος και της προλήψεως των σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας, στοχευμένη διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως η οποία πρέπει να οριοθετείται βάσει αντικειμενικών στοιχείων που δεν εισάγουν δυσμενείς διακρίσεις, ανάλογα με τις κατηγορίες των υποκειμένων των διατηρούμενων δεδομένων ή με τη χρήση γεωγραφικού κριτηρίου, μόνο για το απολύτως αναγκαίο χρονικό διάστημα, με δυνατότητα, όμως, παρατάσεώς του·

–        τα οποία προβλέπουν, προς τους σκοπούς της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, της καταπολεμήσεως του σοβαρού εγκλήματος και της προλήψεως των σοβαρών απειλών κατά της δημόσιας ασφάλειας, γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των διευθύνσεων IP που έχουν αποδοθεί στην πηγή συνδέσεως, για χρονικό διάστημα περιοριζόμενο στο απολύτως αναγκαίο·

–        τα οποία προβλέπουν, προς τους σκοπούς της προστασίας της εθνικής ασφάλειας, της καταπολεμήσεως της εγκληματικότητας και της προστασίας της δημόσιας ασφάλειας, γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση των δεδομένων σχετικά με την ταυτότητα των χρηστών μέσων ηλεκτρονικών επικοινωνιών, και

–        τα οποία επιτρέπουν, για την καταπολέμηση του σοβαρού εγκλήματος και, κατά μείζονα λόγο, την προστασία της εθνικής ασφάλειας, τη δυνατότητα να διατάσσονται οι πάροχοι υπηρεσιών ηλεκτρονικών επικοινωνιών, μέσω αποφάσεως της αρμόδιας αρχής υποκείμενης σε αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο, να προβαίνουν, για ορισμένο χρονικό διάστημα, στην κατεπείγουσα διατήρηση των δεδομένων κινήσεως και των δεδομένων θέσεως που διαθέτουν οι εν λόγω πάροχοι υπηρεσιών,

εφόσον τα μέτρα αυτά διασφαλίζουν, με σαφείς και ακριβείς κανόνες, ότι η διατήρηση των επίμαχων δεδομένων εξαρτάται από την τήρηση των σχετικών ουσιαστικών και διαδικαστικών προϋποθέσεων και ότι τα πρόσωπα τα οποία αφορούν τα εν λόγω δεδομένα διαθέτουν αποτελεσματικές εγγυήσεις έναντι των κινδύνων καταχρήσεως.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η γερμανική.