Language of document :

Συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-200/07 και C-201/07

Alfonso Luigi Marra

κατά

Eduardo De Gregorio και Antonio Clemente

(αίτηση του Corte suprema di cassazione για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως)

«Αίτηση εκδόσεως προδικαστικής αποφάσεως – Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο – Φυλλάδιο με προσβλητικό περιεχόμενο που έχει συντάξει μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Αγωγή για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης – Ασυλία των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου»

Περίληψη της αποφάσεως

1.        Προδικαστικά ερωτήματα – Διαδικασία

(Άρθρο 234 ΕΚ· Οργανισμός του Δικαστηρίου, άρθρο 23)

2.        Προνόμια και ασυλίες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων – Μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Ασυλία για τις γνώμες και τις ψήφους που έχουν δώσει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους

(Πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, άρθρο 9)

3.        Προνόμια και ασυλίες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων – Μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου – Ασυλία για τις γνώμες και τις ψήφους που έχουν δώσει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους

(Άρθρο 10 ΕΚ· πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, άρθρα 9 και 19· εσωτερικός κανονισμός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, άρθρο 6 § 3)

1.        Το άρθρο 23, πρώτο και δεύτερο εδάφιο, του Οργανισμού του Δικαστηρίου προβλέπει το δικαίωμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου να υποβάλλει παρατηρήσεις σε προδικαστικές υποθέσεις που αφορούν πράξεις που έχουν εκδοθεί «από κοινού» από το Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η διάταξη αυτή δεν αναγνωρίζει επομένως ρητά δικαίωμα του Κοινοβουλίου να υποβάλλει παρατηρήσεις στις υποθέσεις που αφορούν το Πρωτόκολλο περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και τον εσωτερικό κανονισμό του Κοινοβουλίου.

Εντούτοις, δεδομένου ότι το εν λόγω άρθρο 23 αναγνωρίζει στο Κοινοβούλιο το δικαίωμα να υποβάλλει γραπτές παρατηρήσεις στις υποθέσεις που αφορούν το κύρος ή την ερμηνεία πράξης στη νομοθετική θέσπιση της οποίας έχει μετάσχει, πρέπει κατά μείζονα λόγο να αναγνωριστεί ότι έχει το δικαίωμα αυτό όταν πρόκειται για αίτηση έκδοσης προδικαστικής απόφασης ως προς την ερμηνεία πράξης που έχει εκδοθεί από το κοινοτικό αυτό όργανο και μόνον, όπως είναι ο εσωτερικός κανονισμός.

(βλ. σκέψεις 21-22)

2.        Το άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων καθιερώνει την αρχή της ασυλίας των ευρωβουλευτών για τις γνώμες και τις ψήφους που έχουν δώσει κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Δεδομένου ότι το άρθρο αυτό δεν παραπέμπει στα εθνικά δίκαια, η έκταση της ασυλίας αυτής πρέπει επίσης να προσδιοριστεί με βάση το κοινοτικό δίκαιο και μόνο.

Η ασυλία αυτή πρέπει να θεωρηθεί, καθόσον αποβλέπει στην προστασία της ελευθερίας έκφρασης και της ανεξαρτησίας των ευρωβουλευτών, ως απόλυτη ασυλία, η οποία αποτελεί κώλυμα για οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία που θα αφορούσε γνώμη που εκφράστηκε ή ψήφο που δόθηκε κατά την εκτέλεση των βουλευτικών καθηκόντων. Κατά συνέπεια, όταν έχει ασκηθεί κατά ευρωβουλευτή αγωγή αποζημίωσης λόγω των γνωμών που έχει εκφράσει, το εθνικό δικαστήριο, εφόσον δεχτεί ότι για τον εν λόγω ευρωβουλευτή ισχύει η ασυλία την οποία προβλέπει το άρθρο 9 του εν λόγω Πρωτοκόλλου, είναι υποχρεωμένο να απορρίψει την αγωγή που έχει ασκηθεί κατά του ενδιαφερόμενου ευρωβουλευτή. Συγκεκριμένα, τόσο το δικαστήριο αυτό όσο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχουν την υποχρέωση να σέβονται τη διάταξη αυτή. Δεδομένου ότι το Κοινοβούλιο δεν μπορεί να άρει την ασυλία αυτή, το εν λόγω δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να απορρίψει την αγωγή.

(βλ. σκέψεις 26-27, 44, 46 και διατακτ.)

3.        Οι κοινοτικοί κανόνες που διέπουν τις ασυλίες των μελών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου έχουν την έννοια ότι, όταν έχει ασκηθεί κατά ευρωβουλευτή αγωγή αποζημίωσης λόγω των γνωμών που έχει εκφράσει, το εθνικό δικαστήριο, ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η αγωγή αυτή, εφόσον δεν έχει λάβει καμία πληροφορία σχετικά με αίτηση του εν λόγω βουλευτή προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, με την οποία ο βουλευτής αυτός να ζητεί από το Κοινοβούλιο να υπερασπίσει την ασυλία που προβλέπεται στο άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου περί των προνομίων και ασυλιών των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, δεν είναι υποχρεωμένο να ζητήσει από το Κοινοβούλιο να αποφανθεί αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της ασυλίας αυτής.

Συγκεκριμένα, το Πρωτόκολλο δεν προβλέπει καμία αρμοδιότητα του Κοινοβουλίου να εξακριβώνει, σε περίπτωση που ένας ευρωβουλευτής διώκεται δικαστικά για γνώμη που εξέφρασε ή ψήφο που έδωσε, κατά πόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις εφαρμογής της ασυλίας αυτής. Κατά συνέπεια, η εκτίμηση αυτή εμπίπτει στην αποκλειστική αρμοδιότητα των εθνικών δικαστηρίων που καλούνται να εφαρμόσουν την εν λόγω διάταξη και τα οποία είναι υποχρεωμένα, εφόσον διαπιστώνουν ότι οι επίμαχες γνώμες ή ψήφοι δόθηκαν κατά την άσκηση των βουλευτικών καθηκόντων, να συνάγουν τις αναγκαίες συνέπειες από την ύπαρξη της ασυλίας αυτής. Εξάλλου, ακόμη και αν το Κοινοβούλιο, κατόπιν αίτησης του ενδιαφερόμενου ευρωβουλευτή, λάβει, βάσει του εσωτερικού κανονισμού, απόφαση για την υπεράσπιση της ασυλίας, η απόφαση αυτή αποτελεί γνώμη που δεν παράγει δεσμευτικά αποτελέσματα έναντι των εθνικών δικαστικών αρχών.

Εντούτοις, το εθνικό δικαστήριο, εφόσον έχει πληροφορηθεί ότι ο εν λόγω ευρωβουλευτής έχει υποβάλει στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, κατά το άρθρο 6, παράγραφος 3, του εσωτερικού κανονισμού του Κοινοβουλίου, αίτηση για την υπεράσπιση της ασυλίας αυτής, πρέπει να αναστείλει τη δίκη και να ζητήσει από το Κοινοβούλιο να διατυπώσει τη γνώμη του όσο το δυνατό συντομότερα.

Συγκεκριμένα, η υποχρέωση ειλικρινούς συνεργασίας μεταξύ ευρωπαϊκών οργάνων και εθνικών αρχών, η οποία προβλέπεται από το άρθρο 10 ΕΚ, επαναλαμβάνεται με το άρθρο 19 του Πρωτοκόλλου και επιβάλλεται τόσο στις δικαστικές αρχές των κρατών μελών, όταν δρουν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων τους, όσο και στα κοινοτικά όργανα, αποκτά ιδιαίτερη σημασία όταν πρόκειται για τη συνεργασία με τις δικαστικές αρχές κράτους μέλους που είναι επιφορτισμένες να μεριμνούν για την εφαρμογή και την τήρηση του κοινοτικού δικαίου στην εθνική έννομη τάξη και ισχύει οπωσδήποτε όταν πρόκειται για τέτοιες διαφορές. Το Κοινοβούλιο και οι εθνικές δικαστικές αρχές πρέπει δηλαδή να συνεργάζονται, ώστε να αποφεύγεται κάθε διαμάχη ως προς την ερμηνεία και την εφαρμογή των διατάξεων του Πρωτοκόλλου.

(βλ. σκέψεις 32-33, 39, 41-42, 46 και διατακτ.)