Language of document : ECLI:EU:T:2007:230

ΔΙΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 12ης Ιουλίου 2007

Υπόθεση T-252/06 P

Marie-Yolande Beau

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Αίτηση αναιρέσεως – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Επαγγελματική νόσος – Αίτηση αναιρέσεως προδήλως απαράδεκτη – Αίτηση αναιρέσεως προδήλως αβάσιμη»

Αντικείμενο: Αίτηση αναιρέσεως κατά της αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (τρίτο τμήμα) της 28ης Ιουνίου 2006, F-39/05, Beau κατά Επιτροπής (δεν έχει δημοσιευθεί ακόμη στη Συλλογή), με την οποία ζητείται η αναίρεση της αποφάσεως αυτής.

Απόφαση: Η αίτηση αναιρέσεως απορρίπτεται. Η Μ.-Υ. Beau φέρει τα δικαστικά της έξοδα καθώς και τα δικαστικά έξοδα της Επιτροπής.

Περίληψη

1.      Υπάλληλοι – Κοινωνική ασφάλιση – Ασφάλιση κατά ατυχημάτων και επαγγελματικών νόσων – Επαγγελματική νόσος – Έννοια

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 73· ρύθμιση σχετικά με την ασφάλιση έναντι των κινδύνων ατυχήματος και επαγγελματικής νόσου, άρθρο 3)

2.      Αίτηση αναιρέσεως – Λόγοι – Εσφαλμένη εκτίμηση πραγματικών περιστατικών – Απαράδεκτο – Έλεγχος από το Πρωτοδικείο της εκτιμήσεως των αποδεικτικών στοιχείων – Αποκλείεται πλην της περιπτώσεως παραμορφώσεως του περιεχομένου των εν λόγω στοιχείων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, παράρτημα Ι, άρθρο 11 § 1)

1.      Η έννοια της επαγγελματικής νόσου δεν αφορά περιοριστικώς τις περιπτώσεις στις οποίες η αναπηρία του υπαλλήλου οφείλεται αποκλειστικώς στην άσκηση των καθηκόντων του, αλλά μπορεί να τύχει εφαρμογής και όταν η αναπηρία προκύπτει από επιβάρυνση προϋπάρχουσας νόσου της οποίας η προέλευση οφείλεται σε άλλους παράγοντες. Με άλλα λόγια, αν η επιβάρυνση προϋπάρχουσας νόσου, η οποία προκλήθηκε από την άσκηση καθηκόντων εντός των Κοινοτήτων, κατέστησε έναν υπάλληλο ανίκανο να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντα αυτά, η αναπηρία πρέπει να θεωρηθεί ότι οφείλεται σε επαγγελματική νόσο.

Προκειμένου η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή να μπορέσει να δεχθεί ένα αίτημα του υπαλλήλου με το οποίο επιδιώκεται η αναγνώριση, ως επαγγελματικής νόσου, της επιβαρύνσεως της παθήσεως, η εν λόγω αρχή πρέπει οπωσδήποτε, εφόσον ενδείκνυται, βάσει των πορισμάτων της ιατρικής επιτροπής, εφόσον ζητήθηκε η γνώμη της εν λόγω επιτροπής, να διαπιστώνει, όταν εκτιμά τη βασιμότητα ενός τέτοιου αιτήματος, αν υφίσταται τέτοια επιβάρυνση. Ο προσωρινός χαρακτήρας της επιβαρύνσεως μιας νόσου, λόγω του ότι η εν λόγω επιβάρυνση έπαυσε να υφίσταται και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί πλέον να αποτελέσει αντικείμενο διαπιστώσεως όταν η αρχή αυτή λαμβάνει θέση επί του εν λόγω αιτήματος περί αναγνωρίσεως ως επαγγελματικής νόσου, δεν είναι, κατά συνέπεια, άνευ σημασίας. Συγκεκριμένα, σε περίπτωση που δεν είναι δυνατό να διαπιστωθεί η εν λόγω επιβάρυνση κατά το χρονικό σημείο κατά το οποίο η εν λόγω αρχή οφείλει να αποφανθεί, η αρχή αυτή δεν μπορεί να αναγνωρίσει ότι ο ενδιαφερόμενος υπάλληλος πάσχει από επαγγελματική νόσο.

(βλ. σκέψεις 36, 41 και 42)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 26 Σεπτεμβρίου 1990, T‑122/89, F κατά Επιτροπής, Συλλογή 1990, σ. II‑517, σκέψη 14· ΠΕΚ, 23 Νοεμβρίου 2004, T‑376/02, O κατά Επιτροπής, Συλλογή Υπ.Υπ. 2004, σ. I‑A‑349 και II‑1595, σκέψεις 68, 72 και 73

2.      Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, εν προκειμένω το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, είναι το μόνο αρμόδιο, αφενός, να διαπιστώνει τα πραγματικά περιστατικά, πλην της περιπτώσεως στην οποία μια ουσιώδης ανακρίβεια των διαπιστώσεών του προκύπτει από τα έγγραφα της δικογραφίας τα οποία έχουν υποβληθεί στο εν λόγω δικαστήριο, και, αφετέρου, να προβαίνει σε εκτίμηση αυτών των πραγματικών περιστατικών. Επομένως, η εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών δεν συνιστά, υπό την επιφύλαξη της περιπτώσεως της παραμορφώσεως του περιεχομένου των αποδεικτικών στοιχείων που προσκομίστηκαν ενώπιον του εν λόγω δικαστηρίου, νομικό ζήτημα που υπόκειται, ως τέτοιο, στον έλεγχο του Πρωτοδικείου, ως δικαστηρίου αρμοδίου να εκδικάζει αιτήσεις αναιρέσεως. Μια τέτοια παραμόρφωση του περιεχομένου πρέπει να προκύπτει προδήλως από τα έγγραφα της δικογραφίας, χωρίς να είναι αναγκαίο να διενεργηθεί νέα εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών και των αποδεικτικών στοιχείων.

(βλ. σκέψεις 45 έως 47)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 28 Μαΐου 1998, C‑8/95 P, New Holland Ford κατά Επιτροπής, Συλλογή 1998, σ. I‑3175, σκέψη 72· ΔΕΚ, 6 Απριλίου 2006, C‑551/03 P, General Motors κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑3173, σκέψη 54· ΔΕΚ, 21 Σεπτεμβρίου 2006, C‑167/04 P, JCB Service κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑8935, σκέψη 108