Language of document : ECLI:EU:T:2008:164

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟΥ (αναιρετικό τμήμα)

της 22ας Μαΐου 2008

Υπόθεση T-250/06 P

Martial Ott κ.λπ.

κατά

Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων

«Αναίρεση – Ανταναίρεση – Παραδεκτό – Υπαλληλική υπόθεση – Υπάλληλοι – Προαγωγή – Περίοδος προαγωγών 2004 – Απονομή μορίων προτεραιότητας – Γενικές εκτελεστικές διατάξεις του άρθρου 45 του ΚΥΚ – Ένσταση ελλείψεως νομιμότητας – Αντικατάσταση αιτιολογίας – Αναίρεση εν μέρει αβάσιμη και εν μέρει βάσιμη – Διαφορά ώριμη προς εκδίκαση – Απόρριψη της προσφυγής»

Αντικείμενο: Αναίρεση κατά της διατάξεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (δεύτερο τμήμα) της 30ής Ιουνίου 2006, F-87/05, Ott κ.λπ. κατά Επιτροπής (η οποία δεν έχει ακόμα δημοσιευθεί στη Συλλογή). Ανταναίρεση της Επιτροπής κατά της αναιρεσιβαλλομένης διατάξεως.

Απόφαση: Το Πρωτοδικείο αναιρεί τη διάταξη του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης (δεύτερο τμήμα) της 30ής Ιουνίου 2006, F-87/05, Ott κ.λπ. κατά Επιτροπής, στο μέτρο που απορρίπτει την προσφυγή όσον αφορά τον Francis Weiler. Απορρίπτει την αναίρεση κατά τα λοιπά. Απορρίπτει την ανταναίρεση. Απορρίπτει την προσφυγή που ασκήθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης με αριθμό υποθέσεως F-87/05 όσον αφορά τον Francis Weiler. Οι Martial Ott, Fernando Lopez Tola και Francis Weiler φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους στο πλαίσιο της παρούσας δίκης καθώς και τα τέσσερα πέμπτα των εξόδων της Επιτροπής. Η Επιτροπή φέρει το ένα πέμπτο των δικαστικών εξόδων της στο πλαίσιο της παρούσας δίκης. Ο Francis Weiler και η Επιτροπή φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους στο πλαίσιο της δίκης ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης.

Περίληψη

1.      Αναίρεση – Αντικείμενο – Αίτημα αναιρέσεως αποφάσεως του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης στο μέτρο που κρίνει ότι παρέλκει η απόφανση επί ενστάσεως απαραδέκτου προβληθείσας κατά προσφυγής που απορρίφθηκε ως αβάσιμη – Απόρριψη

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 9)

2.      Αναίρεση – Λόγοι – Επανάληψη απλώς και μόνον των ισχυρισμών και επιχειρημάτων που προβλήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης – Απαράδεκτο – Αμφισβήτηση της εκ μέρους του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης ερμηνείας ή εφαρμογής του κοινοτικού δικαίου – Παραδεκτό

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 138 § 1)

3.      Αναίρεση – Λόγοι – Προβολή νέων επιχειρημάτων – Παραδεκτό – Όρια

(Οργανισμός του Δικαστηρίου, παράρτημα I, άρθρο 11 § 1· Κανονισμός Διαδικασίας του Πρωτοδικείου, άρθρο 138 § 1)

4.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Συγκριτική εξέταση των προσόντων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

5.      Υπάλληλοι – Προαγωγή – Συγκριτική εξέταση των προσόντων

(Κανονισμός Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων, άρθρο 45)

1.      Στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης εναπόκειται να εκτιμήσει κατά πόσον για λόγους ορθής απονομής της δικαιοσύνης δικαιολογείται να απορρίψει προσφυγή επί της ουσίας χωρίς να αποφανθεί επί ενστάσεως απαραδέκτου προβληθείσας από τον καθού, πράγμα που δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι βλάπτει τον καθού. Συνεπώς, αναίρεση ασκούμενη κατά της αποφάσεως αυτής είναι απορριπτέα.

(βλ. σκέψεις 75 και 76)

Παραπομπή: ΔΕΚ 22 Νοεμβρίου 2007, C‑6/06 P, Cofradía de pescadores «San Pedro» de Bermeo κ.λπ. κατά Συμβουλίου, δεν έχει δημοσιευθεί στη Συλλογή, σκέψη 21

2.      Η αίτηση αναιρέσεως πρέπει να προσδιορίζει επακριβώς τα επικρινόμενα σημεία της αποφάσεως της οποίας ζητείται η αναίρεση, καθώς και τα νομικά επιχειρήματα που στηρίζουν κατά τρόπο συγκεκριμένο το αίτημα αυτό. Δεν ανταποκρίνεται στην απαίτηση αυτή η αίτηση αναιρέσεως η οποία, χωρίς να περιέχει καν επιχειρηματολογία που να αποσκοπεί ειδικά στον προσδιορισμό του νομικού σφάλματος το οποίο ενέχει η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, περιορίζεται στην επανάληψη ή την κατά γράμμα παράθεση των ισχυρισμών και των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν πρωτοδίκως.

Αντιθέτως, εφόσον ο αναιρεσείων αμφισβητεί την ερμηνεία ή την εφαρμογή του κοινοτικού δικαίου από το Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης, τα νομικά ζητήματα που εξετάστηκαν πρωτοδίκως μπορούν να αποτελέσουν εκ νέου αντικείμενο συζητήσεως κατά την εξέταση της αναιρέσεως. Πράγματι, αν ο αναιρεσείων δεν μπορούσε να στηρίξει, κατά τον τρόπο αυτό, την αναίρεσή του σε ισχυρισμούς και επιχειρήματα που προέβαλε ήδη ενώπιον του Δικαστηρίου Δημόσιας Διοίκησης, η αναιρετική διαδικασία θα στερούνταν μέρος του νοήματός της.

(βλ. σκέψεις 81 και 82)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 6 Μαρτίου 2003, C‑41/00 P, Interporc κατά Επιτροπής, Συλλογή 2003, σ. I‑2125, σκέψη 17· ΔΕΚ, 26 Οκτωβρίου 2006, C‑68/05 P, Koninklijke Coöperatie Cosun κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. I‑10367, σκέψη 54 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία και σκέψη 55

3.      Στο πλαίσιο αναιρέσεως ενώπιον του Πρωτοδικείου, ο αναιρεσείων μπορεί εγκύρως να προβάλει επιχείρημα για πρώτη φορά, έστω και αν το επιχείρημα αυτό δεν συζητήθηκε πρωτοδίκως, υπό τον όρο ότι ουδόλως μεταβάλλει το αντικείμενο της διαφοράς που υποβλήθηκε στο Δικαστήριο Δημόσιας Διοίκησης.

(βλ. σκέψη 88)

Παραπομπή: ΔΕΚ, 18 Ιανουαρίου 2007, C‑229/05 P, PKK και KNK κατά Συμβουλίου, Συλλογή 2007, σ. I‑439, σκέψεις 66 και 67

4.      Στο πλαίσιο του συστήματος προαγωγών το οποίο θεσπίσθηκε με εσωτερική ρύθμιση της Επιτροπής και βασίζεται στην ποσοτική αξιολόγηση των προσόντων, και του οποίου χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι η ετήσια απονομή μορίων διαφόρων ειδών στους υπαλλήλους, στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή εναπόκειται να οργανώσει τη μετάβαση στο νέο πλαίσιο των κανόνων περί προαγωγών, αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα που αναγκαστικώς συνεπάγεται η αλλαγή του ρυθμιστικού πλαισίου, τα οποία ενδέχεται να την υποχρεώσουν να παρεκκλίνει, προσωρινώς και εντός ορισμένων ορίων, από την αυστηρή εφαρμογή των παγίων κανόνων και αρχών που εφαρμόζονται συνήθως στις συναφείς καταστάσεις. Εντούτοις, τέτοιες παρεκκλίσεις πρέπει να δικαιολογούνται από επιτακτική ανάγκη συνδεόμενη με τη μετάβαση αυτή και δεν πρέπει να υπερβαίνουν, ως προς τη διάρκεια ή το περιεχόμενό τους, το απαραίτητο όριο για τη διασφάλιση μιας ομαλής μεταβάσεως από το ένα καθεστώς στο άλλο. Συναφώς, προκειμένου να ληφθούν υπόψη τα προσόντα που είχαν συγκεντρώσει στον βαθμό κατατάξεώς τους οι υπάλληλοι που υπηρετούσαν κατά τη θέση του εν λόγω συστήματος σε ισχύ, οι μεταβατικές ρυθμίσεις προβλέπουν την απονομή διαφόρων μεταβατικών μορίων στους υπαλλήλους αυτούς.

Προκειμένου περί των μεταβατικών μορίων προτεραιότητας που απονέμονται αυτεπαγγέλτως στους υπαλλήλους για κάθε έτος που έχουν υπηρετήσει στον βαθμό, με ορισμένο ανώτατο όριο, η απονομή τους καταδεικνύει ότι η αρχαιότητα στον βαθμό λαμβάνεται υπόψη κατά τρόπο αντίθετο προς τους κανόνες που διέπουν καταρχήν τις διαδικασίες προαγωγής. Ωστόσο, η καθιέρωση ενός συστήματος που χαρακτηρίζεται από την ποσοτική αξιολόγηση των προσόντων και την υποχρέωση των υπαλλήλων να συμπληρώσουν ένα ορισμένο κατώτατο όριο, που αντιστοιχεί σε άθροισμα μορίων αξιολογήσεως και μορίων προτεραιότητας, προκειμένου να μπορούν να προαχθούν συνεπάγεται ότι λαμβάνονται υπόψη τα προσόντα που έχουν συγκεντρώσει οι υπάλληλοι μετά την τελευταία προαγωγή τους, με τη μορφή απονομής ορισμένου αριθμού μορίων και σύμφωνα με μέθοδο που τηρεί την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως. Το μέτρο της αυτόματης απονομής μορίων προτεραιότητας αναλόγως της αρχαιότητας στον βαθμό ανταποκρίνεται σ’ αυτή τη συνδεόμενη με τη μετάβαση επιτακτική ανάγκη, ενώ οι διατάξεις που περιορίζουν την έκτασή του, όπως ο περιορισμός της εφαρμογής του μέτρου στην πρώτη μόνο περίοδο προαγωγών από την έναρξη της ισχύος του νέου συστήματος, η πολύ περιορισμένη βαρύτητα των μορίων αυτών στο σύνολο των μορίων που ενδέχεται να απονεμηθούν, καθώς και το γεγονός ότι η προαγωγή ενός υπαλλήλου προϋποθέτει ότι αυτός έχει συγκεντρώσει έναν ορισμένο αριθμό άλλων μορίων στην τελευταία έκθεση εξελίξεως της σταδιοδρομίας, επιτρέπουν να συναχθεί ότι η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή δεν υπερέβη το απαραίτητο όριο για τη διασφάλιση μιας ομαλής μεταβάσεως από το ένα καθεστώς στο άλλο.

Το αυτό ισχύει, κατά μείζονα λόγο, και για τα μεταβατικά μόρια προτεραιότητας τα οποία δεν απονέμονται αυτομάτως βάσει αποκλειστικώς και μόνον της αρχαιότητας, αλλά αφού ληφθούν υπόψη και τα προσόντα του ενδιαφερομένου υπαλλήλου, καθόσον ο αριθμός τους μπορεί να ποικίλλει αναλόγως της βαθμολογίας του υπαλλήλου και δεν απονέμονται τέτοια μόρια σε περίπτωση ιδιαίτερα χαμηλής βαθμολογίας.

Όσον αφορά τα μεταβατικά μόρια προτεραιότητας τα οποία μπορεί να απονείμει η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή κατόπιν προτάσεως των επιτροπών προαγωγών, αυτά θεσπίσθηκαν προκειμένου να επιλυθούν, κατά δίκαιο τρόπο, τα ιδιαίτερα προβλήματα που σχετίζονται με τη μετάβαση από το παλαιό στο νέο σύστημα. Ο ειδικότερος αυτός σκοπός εντάσσεται αναγκαστικά στον γενικότερο σκοπό όλων των μεταβατικών μορίων στα οποία συγκαταλέγονται, δηλαδή στον συνυπολογισμό των προσόντων που έχει συγκεντρώσει ένας υπάλληλος μετά την τελευταία προαγωγή του, οπότε η διάταξη περί απονομής τους δεν αντιβαίνει, αυτή καθαυτή, στο άρθρο 45 του Κανονισμού Υπηρεσιακής Καταστάσεως των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (στο εξής: ΚΥΚ). Το γεγονός ότι η απονομή τους θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυθαίρετες προαγωγές απορρέει από την εξατομικευμένη εφαρμογή της διατάξεως αυτής και όχι από τον εγγενή παράνομο χαρακτήρα της.

Προκειμένου περί των μεταβατικών μορίων προτεραιότητας που μπορούν να απονεμηθούν στους υπαλλήλους που είχαν προταθεί για προαγωγή κατά την προηγούμενη περίοδο προαγωγών αλλά δεν προήχθησαν τελικώς, ούτε αυτά αντιβαίνουν στο άρθρο 45 του ΚΥΚ. Πράγματι, η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή έχει, καταρχήν, το δικαίωμα να λαμβάνει υπόψη, στο πλαίσιο της συγκριτικής εξετάσεως των προσόντων, το γεγονός ότι ένας υπάλληλος είχε ήδη προταθεί για προαγωγή κατά την προηγούμενη περίοδο προαγωγών, υπό την προϋπόθεση ότι δεν έπαψε να συγκεντρώνει τα απαιτούμενα προσόντα και ότι τα προσόντα του θα εκτιμηθούν σε σχέση με αυτά των λοιπών υποψηφίων για προαγωγή, πράγμα το οποίο συμβαίνει στην περίπτωση των μεταβατικών ρυθμίσεων που θέσπισε η Επιτροπή.

(βλ. σκέψεις 109 έως 117)

Παραπομπή: ΠΕΚ, 19 Οκτωβρίου 2006, T‑311/04, Buendía Sierra κατά Επιτροπής, Συλλογή 2006, σ. II‑4137, σκέψεις 207, 210, 211, 212, 213 και εκεί παρατιθέμενη νομολογία, καθώς και σκέψεις 214 έως 219 και 222

5.      Το σύστημα προαγωγών το οποίο θεσπίσθηκε με εσωτερική ρύθμιση της Επιτροπής και βασίζεται στην ποσοτική αξιολόγηση των προσόντων, και του οποίου χαρακτηριστικό γνώρισμα είναι η ετήσια απονομή μορίων διαφόρων ειδών στους υπαλλήλους, ορισμένα εκ των οποίων –τα «μόρια αξιολογήσεως»– προκύπτουν από τη μετατροπή της βαθμολογίας που έλαβε ο υπάλληλος κατά την περιοδική αξιολόγησή του βάσει του άρθρου 43 του ΚΥΚ, ενώ άλλα –τα «μόρια προτεραιότητας»– χορηγούνται συμπληρωματικά και δεν έχουν, από μόνα τους, καθοριστικό χαρακτήρα ως προς την προαγωγή, αποσκοπούν δε στην ανταμοιβή των υπαλλήλων που υπερέβησαν τους ατομικούς τους στόχους ή άσκησαν, επιτυχώς, πρόσθετα καθήκοντα προς το συμφέρον του οργάνου, δεν αντιβαίνει στο άρθρο 45 του ΚΥΚ, καθόσον αυτά τα δύο είδη μορίων αποβλέπουν στο να ανταμείψουν τα προσόντα, η δε απονομή τους πρέπει πάντοτε να αιτιολογείται αξιοκρατικά.

Το αυτό ισχύει και όσον αφορά τα συμπληρωματικά μόρια προτεραιότητας, η απονομή των οποίων δεν επηρεάζει τον συνολικό αριθμό μορίων προτεραιότητας που προβλέπεται ανά Γενική Διεύθυνση, και τα οποία μπορούν να απονεμηθούν κατόπιν προτάσεως της επιτροπής προαγωγών, κατόπιν ενδικοφανούς προσφυγής του υπαλλήλου που θεωρεί ότι έπρεπε να του απονεμηθεί μεγαλύτερο αριθμός μορίων προτεραιότητας, οσάκις η ενδικοφανής αυτή προσφυγή κρίνεται βάσιμη, εφόσον τα μόρια αυτά απονέμονται βάσει των ιδίων κριτηρίων με τα μόρια προτεραιότητας που απονέμονται στο εσωτερικό κάθε Γενικής Διευθύνσεως, ήτοι βάσει των προσόντων των ενδιαφερομένων υπαλλήλων.

(βλ. σκέψεις 119 έως 124)

Παραπομπή: προμνησθείσα απόφαση Buendía Sierra κατά Επιτροπής, σκέψεις 136 έως 138, 305 και 306