Language of document : ECLI:EU:T:2009:62

Υπόθεση T-249/06

Interpipe Nikopolsky Seamless Tubes Plant Niko Tube ZAT (Interpipe Niko Tube ZAT) και Interpipe Nizhnedneprovsky Tube Rolling Plant VAT (Interpipe NTRP VAT)

κατά

Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως

«Ντάμπινγκ – Εισαγωγές ορισμένων σωλήνων χωρίς συγκόλληση, από σίδηρο ή χάλυβα, καταγωγής Κροατίας, Ρουμανίας, Ρωσίας και Ουκρανίας – Υπολογισμός της κανονικής αξίας – Συνεργασία της κοινοτικής βιομηχανίας – Προσαρμογή – Εργασίες παρόμοιες με εκείνες αντιπροσώπου που εργάζεται έναντι προμήθειας – Ενιαία οικονομική οντότητα – Πρόδηλο σφάλμα εκτιμήσεως – Προσφορά προς ανάληψη υποχρεώσεων – Δικαιώματα άμυνας – Υποχρέωση αιτιολογήσεως»

Περίληψη της αποφάσεως

1.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Διακριτική ευχέρεια των οργάνων – Δικαστικός έλεγχος – Όρια

2.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Περιθώριο ντάμπινγκ – Καθορισμός της κανονικής αξίας – Προσφυγή στην κατασκευασμένη αξία

(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρα 6 § 8 και 18)

3.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Ζημία

(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρα 3 §§ 2, 3, 5, 6 και 7, 6 § 2 και 18 § 3)

4.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Διαδικασία αντιντάμπινγκ – Πρόσβαση στον φάκελο – Ανακοίνωση μη εμπιστευτικών περιλήψεων

(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρο 19 § 3)

5.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Έρευνα – Εξουσία εκτιμήσεως της Επιτροπής

(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρο 5 § 4)

6.      Κοινοτικό δίκαιο – Αρχές – Δικαιώματα άμυνας – Σεβασμός τους στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών – Αντιντάμπινγκ

(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρα 2 § 10 και 20 § 2)

7.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Περιθώριο ντάμπινγκ –Υπολογισμός της τιμής εξαγωγής

(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 10, στοιχείο θ΄)

8.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Περιθώριο ντάμπινγκ – Σύγκριση μεταξύ της κανονικής αξίας και της τιμής εξαγωγής – Προσαρμογές

(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρο 2 § 10)

9.      Κοινή εμπορική πολιτική – Άμυνα κατά των πρακτικών ντάμπινγκ – Προτάσεις αναλήψεως υποχρεώσεων στον τομέα των τιμών – Αποδοχή – Διακριτική ευχέρεια των οργάνων

(Κανονισμός 384/96 του Συμβουλίου, άρθρο 8 § 1)

1.      Στον τομέα των μέτρων εμπορικής άμυνας, τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως λόγω της περιπλοκότητας των οικονομικών, πολιτικών και νομικών καταστάσεων που πρέπει να εξετάζουν.

Επομένως, ο έλεγχος εκ μέρους του κοινοτικού δικαστή των εκτιμήσεων των κοινοτικών οργάνων πρέπει να περιορίζεται στην εξακρίβωση της τηρήσεως των διαδικαστικών κανόνων, στην ουσιαστική ακρίβεια των πραγματικών περιστατικών που ελήφθησαν υπόψη για την πραγματοποίηση της αμφισβητούμενης επιλογής, στην έλλειψη πρόδηλης πλάνης κατά την εκτίμηση των περιστατικών αυτών ή στην έλλειψη καταχρήσεως εξουσίας.

(βλ. σκέψεις 38-39)

2.      Όταν τα κοινοτικά όργανα διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως, έχει ακόμα περισσότερο θεμελιώδη σημασία ο σεβασμός των παρεχόμενων από την κοινοτική έννομη τάξη διασφαλίσεων στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών. Μεταξύ αυτών των διασφαλίσεων περιλαμβάνονται, ιδίως, η υποχρέωση του αρμόδιου κοινοτικού οργάνου να εξετάζει, με προσοχή και αμεροληψία, όλα τα ασκούντα εν προκειμένω επιρροή στοιχεία.

Στο πλαίσιο αυτό, μολονότι, στον τομέα των μέτρων εμπορικής άμυνας και, ειδικότερα, των μέτρων αντιντάμπινγκ, ο κοινοτικός δικαστής δεν μπορεί να παρεμβαίνει στην επιφυλασσόμενη στις κοινοτικές αρχές εκτίμηση, παρ’ όλ’ αυτά, οφείλει να διαπιστώνει ότι οι εν λόγω αρχές έλαβαν υπόψη όλες τις ασκούσες επιρροή περιστάσεις και εκτίμησαν τα στοιχεία του φακέλου με την απαιτούμενη επιμέλεια ώστε να θεωρηθεί ότι η κανονική αξία καθορίστηκε ευλόγως.

Συναφώς, όταν η Επιτροπή διαθέτει αντιφατικές πληροφορίες ή, τουλάχιστον, πληροφορίες αμφίβολης εγκυρότητας, στον προσφεύγοντα εναπόκειται να αποδείξει τους ισχυρισμούς του και τα στοιχεία που επικαλείται. Ελλείψει της αποδείξεως αυτής, η Επιτροπή τηρεί την υποχρέωση να εξετάζει, με προσοχή και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της οικείας υποθέσεως όταν δηλώνει ότι δεν μπορεί να λάβει υπόψη νέες πληροφορίες που δεν είναι εξακριβωμένες.

(βλ. σκέψεις 40-41, 50-51, 53)

3.      Στο πλαίσιο του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96, ναι μεν εναπόκειται στην Επιτροπή, υπό την ιδιότητά της ως ερευνούσας αρχής, να διαπιστώνει αν το προϊόν το οποίο αφορά η διαδικασία αντιντάμπινγκ αποτελεί αντικείμενο ντάμπινγκ και προκαλεί ζημία όταν τίθεται σε ελεύθερη κυκλοφορία εντός της Κοινότητας και, επομένως, ναι μεν το εν λόγω κοινοτικό όργανο, στο πλαίσιο αυτό, δεν μπορεί να επιρρίπτει σε κάποιον ενδιαφερόμενο το βάρος της αποδείξεως που φέρει η ίδια συναφώς, ο κανονισμός αυτός όμως δεν παρέχει στην Επιτροπή καμία εξουσία έρευνας που να της επιτρέπει να υποχρεώνει τις εταιρίες να μετέχουν στην έρευνα ή να παρέχουν πληροφορίες. Υπό τις συνθήκες αυτές, το Συμβούλιο και η Επιτροπή εξαρτώνται από την εκούσια συνεργασία των ενδιαφερομένων προς παροχή των αναγκαίων πληροφοριών εντός των τασσομένων προθεσμιών. Επομένως, οι απαντήσεις των ενδιαφερομένων αυτών στο ερωτηματολόγιο που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 2, του ως άνω κανονισμού είναι ουσιώδεις για την εξέλιξη της διαδικασίας.

Μολονότι, οι εμπλεκόμενοι σε διαδικασία αντιντάμπινγκ καταρχήν υποχρεούνται να απαντούν στο ερωτηματολόγιο της Επιτροπής, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 6, παράγραφος 2, του κανονισμού 384/96, από το γράμμα του άρθρου 18, παράγραφος 3, του ίδιου κανονισμού απορρέει ότι πληροφορίες παρεχόμενες με άλλο τρόπο ή στο πλαίσιο άλλου εγγράφου δεν πρέπει να αγνοούνται, υπό την προϋπόθεση ότι οι ενδεχόμενες ελλείψεις δεν είναι τέτοιες ώστε να δυσχεραίνουν υπέρμετρα τη συναγωγή συμπεράσματος με ικανοποιητική ακρίβεια και υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω πληροφορίες υποβάλλονται εγκαίρως, ότι είναι επαληθεύσιμες και ότι το οικείο μέρος έχει επιδείξει κάθε δυνατή επιμέλεια.

Έτσι, όταν ένας ενδιαφερόμενος παρέλειψε μεν να απαντήσει στο ερωτηματολόγιο, παρέσχε όμως πληροφορίες στο πλαίσιο άλλου εγγράφου, δεν μπορεί να του προσαφθεί έλλειψη συνεργασίας αν πληρούνται οι τέσσερις αυτές προϋποθέσεις. Ο ενδιαφερόμενος αυτός δεν θα θεωρείται ως μη συνεργαζόμενος αν τα κενά κατά την παροχή στοιχείων δεν έχουν σημαντικές επιπτώσεις επί της πορείας της έρευνας. Σε μια τέτοια περίπτωση, δεν μπορεί να προσάπτεται στο Συμβούλιο ότι υπέπεσε σε πρόδηλο σφάλμα θεωρώντας ότι η έλλειψη απαντήσεως στο ερωτηματολόγιο εκ μέρους των συνδεόμενων με τους κοινοτικούς παραγωγούς εταιριών δεν αλλοίωσε ούτε τον προσδιορισμό της υπάρξεως της ζημίας ούτε τον υπολογισμό του περιθωρίου της ζημίας αυτής.

(βλ. σκέψεις 87-88, 90-92, 98)

4.      Στο πλαίσιο μιας διαδικασίας αντιντάμπινγκ, οι παρατυπίες στην ανακοίνωση εκ μέρους της Επιτροπής μη εμπιστευτικών περιλήψεων κατά την έννοια του άρθρου 19, παράγραφος 3, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96 δεν είναι ικανές να αποτελέσουν προσβολή των διαδικαστικών δικαιωμάτων που να δικαιολογεί την ακύρωση του κανονισμού περί επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ παρά μόνον αν ο ενδιαφερόμενος δεν είχε επαρκή γνώση του ουσιώδους περιεχομένου του επίμαχου εγγράφου ή των επίμαχων εγγράφων και, εξ αυτού, δεν μπόρεσε να εκφράσει λυσιτελώς την άποψή του επί του υποστατού ή της σημασίας τους. Επομένως, η εκ μέρους της Επιτροπής χρησιμοποίηση πληροφοριών για τις οποίες δεν δόθηκε κάποια μη εμπιστευτική περίληψη δεν μπορεί να προβληθεί ως λόγος ακυρώσεως μέτρου αντιντάμπινγκ από ενδιαφερόμενο μετέχοντα σε διαδικασία αντιντάμπινγκ, παρά μόνον αν αυτός μπορεί να αποδείξει ότι η χρησιμοποίηση των σχετικών πληροφοριών συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων του άμυνας.

Όσον αφορά το δικαίωμα προσβάσεως στον φάκελο της έρευνας, υφίσταται προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας μόνον αν η αποκάλυψη των σχετικών εγγράφων είχε κάποια πιθανότητα, έστω και μικρή, να οδηγήσει τη διοικητική διαδικασία σε διαφορετικό αποτέλεσμα σε περίπτωση που η ενδιαφερόμενη επιχείρηση θα μπορούσε να τα επικαλεστεί κατά τη διάρκεια της εν λόγω διαδικασίας.

(βλ. σκέψεις 131, 134)

5.      Στο πλαίσιο μιας διαδικασίας αντιντάμπινγκ, το άρθρο 5, παράγραφος 4, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96 δεν περιλαμβάνει καμία υποχρέωση της Επιτροπής να περατώνει μια τρέχουσα διαδικασία αντιντάμπινγκ όταν το επίπεδο υποστηρίξεως της καταγγελίας μειώνεται κάτω του ελάχιστου ορίου του 25 % της κοινοτικής παραγωγής. Πράγματι, το άρθρο αυτό αφορά μόνον τον αναγκαίο βαθμό υποστηρίξεως της καταγγελίας για να μπορεί η Επιτροπή να κινήσει σχετική διαδικασία. Η ερμηνεία αυτή επιβεβαιώνεται από το γράμμα του άρθρου 9, παράγραφος 1, του ίδιου κανονισμού. Έτσι, ακόμα και αν η κοινοτική βιομηχανία ανακαλέσει την καταγγελία, η Επιτροπή δεν έχει την υποχρέωση να περατώσει τη διαδικασία, αλλ’ απλώς έχει την προς τούτο δυνατότητα.

(βλ. σκέψη 139)

6.      Δυνάμει της αρχής του σεβασμού των δικαιωμάτων άμυνας, οι επιχειρήσεις τις οποίες αφορά μια διαδικασία έρευνας η οποία προηγείται της εκδόσεως κανονισμού αντιντάμπινγκ πρέπει να είναι σε θέση να γνωστοποιούν κατά τη διοικητική διαδικασία επωφελώς την άποψή τους σχετικά με το υποστατό και το λυσιτελές των προβαλλόμενων πραγματικών περιστατικών και καταστάσεων και με τα αποδεικτικά στοιχεία που χρησιμοποιεί η Επιτροπή προς στήριξη του ισχυρισμού της για την ύπαρξη της πρακτικής ντάμπινγκ και της ζημίας που προκύπτει από αυτήν.

Εντούτοις, μολονότι ο νομοθέτης θέλησε να παράσχει στους ενδιαφερομένους, ιδίως στους εξαγωγείς, βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 2, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96, ένα δικαίωμα ενημερώσεώς τους ως προς τα κύρια πραγματικά περιστατικά και τις παρατηρήσεις βάσει των οποίων μελετάται η επιβολή οριστικών δασμών αντιντάμπινγκ, η Επιτροπή δεν υποχρεούται να ενημερώνει τους ενδιαφερομένους για όλα τα κρίσιμα νομικά και πραγματικά στοιχεία, όπως είναι οι λεπτομέρειες της εκτιμήσεως της ζημίας.

Επιπλέον, στο πλαίσιο της συγκρίσεως μεταξύ κανονικής αξίας και τιμής εξαγωγής, οι εμπλεκόμενοι σε διαδικασία αντιντάμπινγκ δικαιούνται να ενημερώνονται όχι μόνον περί του ότι πραγματοποιήθηκε μια προσαρμογή, σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού, αλλά επίσης για τους λόγους πραγματοποιήσεως της σχετικής προσαρμογής. Συναφώς, απλώς και μόνον η ανακοίνωση της Επιτροπής προς τους ενδιαφερομένους ότι πραγματοποιήθηκε μια προσαρμογή, χωρίς να εκτίθενται οι λόγοι που τη δικαιολογούν, δεν μπορεί να θεωρείται ως επαρκής όσον αφορά την τήρηση των δικαιωμάτων άμυνας.

Ωστόσο, η παρατυπία αυτή εκ μέρους της Επιτροπής δεν μπορεί να συνιστά προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας δικαιολογούσα την ακύρωση του προσβαλλόμενου κανονισμού, παρά μόνον αν ο προσφεύγων αποδείξει όχι ότι ο κανονισμός αυτός θα είχε διαφορετικό περιεχόμενο, αλλά ότι ο ίδιος θα μπορούσε να οργανώσει καλύτερα την άμυνά του αν δεν είχε υπάρξει η εν λόγω παρατυπία.

(βλ. σκέψεις 64, 146, 148, 200-201, 208)

7.      Στο πλαίσιο μιας διαδικασίας αντιντάμπινγκ και, ειδικότερα, όσον αφορά την τιμή εξαγωγής, η κατανομή των δραστηριοτήτων παραγωγής και πωλήσεως στο εσωτερικό ομίλου απαρτιζομένου από νομικώς διακρινόμενες εταιρίες δεν αναιρεί καθόλου το γεγονός ότι πρόκειται για μια ενιαία οικονομική οντότητα που οργανώνει με τον τρόπο αυτόν ένα σύνολο δραστηριοτήτων οι οποίες, σε άλλες περιπτώσεις, ασκούνται από μία οντότητα που είναι ενιαία και από νομικής απόψεως.

Όταν διαπιστώνεται ότι ένας παραγωγός αναθέτει εργασίες, που κανονικά είναι εργασίες ενός τμήματος πωλήσεων ενταγμένου στην εσωτερική του οργάνωση, σε μια εταιρία λιανικής πωλήσεως των προϊόντων του την οποία ελέγχει οικονομικά και με την οποία αποτελεί μια ενιαία οικονομική οντότητα, δικαιολογείται το γεγονός ότι τα κοινοτικά όργανα στηρίζονται στις τιμές που κατέβαλε ο πρώτος ανεξάρτητος αγοραστής στη συνδεόμενη επιχείρηση λιανικής. Με το να λαμβάνονται υπόψη οι τιμές της συνδεόμενης επιχειρήσεως λιανικής αποτρέπεται το ενδεχόμενο ώστε το κόστος, το οποίο προφανώς περιλαμβάνεται στην τιμή πωλήσεως ενός προϊόντος όταν η πώληση αυτή πραγματοποιείται από τμήμα πωλήσεων ενταγμένο στην εσωτερική οργάνωση του παραγωγού, να μην περιλαμβάνεται στην τιμή αυτή όταν η ίδια δραστηριότητα πωλήσεως του προϊόντος ασκείται από εταιρία νομικώς διακρινόμενη, καίτοι οικονομικώς ελεγχόμενη από τον παραγωγό.

Υφίσταται μια ενιαία οικονομική οντότητα όταν ένας παραγωγός αναθέτει εργασίες που κανονικά είναι εργασίες ενός εσωτερικού τμήματος πωλήσεων σε εταιρία λιανικής διανομής των προϊόντων του την οποία ελέγχει οικονομικώς. Ακόμη, η δομή του κεφαλαίου αποτελεί κρίσιμη ένδειξη για την ύπαρξη μιας ενιαίας οικονομικής οντότητας. Επιπλέον, έχει γίνει δεκτό ότι μια ενιαία οικονομική οντότητα μπορεί να υφίσταται όταν ο παραγωγός αναλαμβάνει ένα μέρος των εργασιών πωλήσεως που είναι συμπληρωματικές ως προς εκείνες της εταιρίας διανομής των προϊόντων του.

(βλ. σκέψεις 177-179)

8.      Τόσο από το γράμμα όσο και από την οικονομία του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96 προκύπτει ότι προσαρμογή της τιμής εξαγωγής ή της κανονικής αξίας μπορεί να πραγματοποιείται αποκλειστικά για να ληφθούν υπόψη οι διαφορές όσον αφορά παράγοντες που επηρεάζουν τις τιμές και, επομένως, τη συγκρισιμότητά τους. Επομένως, αν ορθώς πραγματοποιήθηκε η προσαρμογή, τούτο σημαίνει ότι αυτή αποκατέστησε την εν λόγω συμμετρία. Αντιθέτως, αν η προσαρμογή δεν πραγματοποιήθηκε ορθώς, τούτο σημαίνει ότι διατήρησε ή και δημιούργησε μιαν ασυμμετρία μεταξύ κανονικής αξίας και τιμής εξαγωγής.

Εξάλλου, όπως ακριβώς ο ενδιαφερόμενος που ζητεί, δυνάμει του άρθρου 2, παράγραφος 10, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96, προσαρμογές με σκοπό να καταστούν συγκρίσιμες η κανονική αξία και η τιμή εξαγωγής προς καθορισμό του περιθωρίου ντάμπινγκ πρέπει να αποδείξει ότι το αίτημά του είναι δικαιολογημένο, στα κοινοτικά όργανα εναπόκειται να στηριχτούν, εφόσον εκτιμούν ότι οφείλουν να προχωρήσουν σε μια τέτοια προσαρμογή, σε αποδείξεις ή τουλάχιστον σε ενδείξεις από τις οποίες να μπορεί να αποδειχθεί η συνδρομή του παράγοντα δυνάμει του οποίου πραγματοποιείται η προσαρμογή και να προσδιοριστεί η επίπτωσή του επί της συγκρισιμότητας των τιμών.

(βλ. σκέψεις 180, 184, 194-195)

9.      Καμία διάταξη του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96 δεν υποχρεώνει τα κοινοτικά όργανα να δέχονται προτάσεις προς ανάληψη υποχρεώσεων στον τομέα των τιμών εκ μέρους επιχειρηματιών τους οποίους αφορά έρευνα η οποία προηγείται της επιβολής δασμών αντιντάμπινγκ. Αντιθέτως, από τον εν λόγω κανονισμό προκύπτει ότι τα ίδια τα κοινοτικά όργανα καθορίζουν αν μπορούν να γίνονται αποδεκτές τέτοιες προτάσεις στο πλαίσιο της εξουσίας εκτιμήσεως που διαθέτουν.

Δυνάμει του άρθρου 8, παράγραφος 1, του βασικού κανονισμού αντιντάμπινγκ 384/96, μια θεμελιώδης προϋπόθεση για την αποδοχή από την Επιτροπή μιας προσφοράς προς ανάληψη υποχρεώσεων είναι ότι ο «εξαγωγέας [θα] αναλάβει κατά τρόπο ικανοποιητικό υποχρεώσεις με αντικείμενο την αναθεώρηση των τιμών […] ή τη διακοπή των εξαγωγών […] σε τιμές που απορρέουν από πρακτικές ντάμπινγκ». Έτσι, η άρνηση προσφοράς προς ανάληψη υποχρεώσεων μπορεί βασίμως να οφείλεται στη διαπίστωση ότι οι ελάχιστες τιμές κατά την εισαγωγή δεν αρκούν για την εξάλειψη των επιζήμιων συνεπειών του ντάμπινγκ.

(βλ. σκέψεις 225, 230)