Language of document : ECLI:EU:T:2018:786

(Υπόθεση T-207/10)

Deutsche Telekom AG

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

«Κρατικές ενισχύσεις – Φορολογικό καθεστώς που επιτρέπει στις επιχειρήσεις με φορολογική έδρα την Ισπανία την απόσβεση της υπεραξίας που προκύπτει από απόκτηση συμμετοχών σε εταιρίες με φορολογική έδρα στο εξωτερικό – Απόφαση με την οποία η ενίσχυση κηρύσσεται ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά και διατάσσεται η μερική ανάκτησή της – Διάταξη που επιτρέπει την εξακολούθηση της μερικής εφαρμογής του καθεστώτος – Αίτημα καταργήσεως της δίκης – Διατήρηση του εννόμου συμφέροντος – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη – Συγκεκριμένες διαβεβαιώσεις εκ μέρους της Επιτροπής – Δικαιολογημένος χαρακτήρας της εμπιστοσύνης – Χρονικό πεδίο εφαρμογής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης»

Περίληψη – Απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου (ένατο τμήμα)
της 15ης Νοεμβρίου 2018

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Έννομο συμφέρον – Απαίτηση υπάρξεως γεγεννημένου και ενεστώτος έννομου συμφέροντος – Απόφαση με την οποία η ενίσχυση κηρύσσεται ασυμβίβαστη με την κοινή αγορά, διατάσσεται η μερική ανάκτησή της και επιτρέπεται η εξακολούθηση της μερικής εφαρμογής του επίμαχου φορολογικού καθεστώτος – Διατήρηση του εννόμου συμφέροντος του προσφεύγοντος που καταγγέλλει διάταξη με την οποία επιτρέπεται η εξακολούθηση της εφαρμογής του επίμαχου καθεστώτος ενισχύσεων, παρά το γεγονός, το οποίο προέκυψε μετά την άσκηση της προσφυγής, ότι ο ανταγωνιστής δεν έκανε χρήση της σχετικής δυνατότητας

(Άρθρο 263 ΣΛΕΕ· κανονισμός 659/1999 του Συμβουλίου, άρθρο 1, στοιχείο ηʹ)

2.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως – Ενίσχυση χορηγηθείσα κατά παράβαση των κανόνων διαδικασίας του άρθρου 108 ΣΛΕΕ – Ενδεχόμενη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των δικαιούχων – Δεν συντρέχει, πλην εξαιρετικών περιστάσεων – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που δημιουργήθηκε από το γεγονός της παροχής ειδικών, ανεπιφύλακτων και συγκλινουσών εγγυήσεων από την Επιτροπή – Δημοσίευση της αποφάσεως περί κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας που θέτει τέλος στην εν λόγω δικαιολογημένη εμπιστοσύνη

(Άρθρα 107 § 1 ΣΛΕΕ και 108 § 3 ΣΛΕE)

3.      Ενισχύσεις χορηγούμενες από τα κράτη – Ανάκτηση παράνομης ενισχύσεως – Ενίσχυση χορηγηθείσα κατά παράβαση των κανόνων διαδικασίας του άρθρου 108 ΣΛΕΕ – Ενδεχόμενη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη των δικαιούχων – Δεν συντρέχει, πλην εξαιρετικών περιστάσεων – Δικαιολογημένη εμπιστοσύνη που δημιουργήθηκε από το γεγονός της παροχής ειδικών, ανεπιφύλακτων και συγκλινουσών εγγυήσεων από την Επιτροπή – Χρονικό πεδίο εφαρμογής της αναγνωρισμένης δικαιολογημένης εμπιστοσύνης – Πράξεις προγενέστερες της πράξεως που δημιούργησε την εν λόγω εμπιστοσύνη – Περιλαμβάνονται

(Άρθρα 107 § 1 ΣΛΕΕ και 108 § 3 ΣΛΕE)

1.      Η διατήρηση του εννόμου συμφέροντος του προσφεύγοντος πρέπει να εκτιμάται in concreto λαμβανομένων, μεταξύ άλλων, υπόψη των συνεπειών της προβαλλόμενης ελλείψεως νομιμότητας και της φύσεως της ζημίας που ο προσφεύγων υποστηρίζει ότι υπέστη.

Το συμφέρον αυτό προκύπτει, κατ’ αρχάς, από την ιδιότητα του προσφεύγοντος ως ενδιαφερομένου καταγγέλλοντος, καθώς και από την εν μέρει και επί της ουσίας απόρριψη της καταγγελίας αυτής από την προσβαλλόμενη διάταξη.

Πράγματι, δεν αμφισβητείται ότι η προσφεύγουσα είναι «ενδιαφερόμενο μέρος» κατά την έννοια του άρθρου 1, στοιχείο ηʹ, του κανονισμού (ΕΚ) 659/1999 του Συμβουλίου, της 22ας Μαρτίου 1999, για τη θέσπιση λεπτομερών κανόνων εφαρμογής του άρθρου [108 ΣΛΕΕ] (ΕΕ 1999, L 83, σ. 1), όπως έχει τροποποιηθεί, του οποίου «τα συμφέροντα μπορεί να θιγούν από τη χορήγηση μιας ενίσχυσης» και το οποίο έχει εξ ορισμού «συμφέρον» από την επίσημη διαδικασία εξετάσεως που οδηγεί στην έκδοση αποφάσεως από την Επιτροπή και, συνακόλουθα, μετά την απόρριψη της καταγγελίας του με την εν λόγω απόφαση, έννομο συμφέρον να προσφύγει κατά της αποφάσεως αυτής, που δεν είναι ευνοϊκή για το ίδιο. Επιπλέον, πρόκειται για το ενδιαφερόμενο μέρος που υπέβαλε την καταγγελία η οποία αποτέλεσε την αφετηρία της κινήσεως της επίσημης διαδικασίας έρευνας και, στο πλαίσιο της καταγγελίας αυτής, διευκρίνισε τους λόγους υποβολής της.

Έστω και αν η προσβαλλόμενη απόφαση και, επομένως, η προσβαλλόμενη διάταξη δεν αποτελεί ρητή απάντηση στην καταγγελία της προσφεύγουσας, η Επιτροπή, σε αντίθεση με όσα επικαλέστηκε η προσφεύγουσα με την καταγγελία της, έκρινε πάντως με αυτήν ότι το επίμαχο καθεστώς μπορούσε να εξακολουθήσει να εφαρμόζεται σε προσδιοριζόμενες από το ίδιο περιπτώσεις. Η απόρριψη αυτή, όμως, αρκεί για να αναδείξει το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας εν προκειμένω, υπό την έννοια ότι η ακύρωση της απορρίψεως αυτής βάσει του μοναδικού λόγου που προέβαλε η προσφεύγουσα μπορεί να την ωφελήσει, υπό την έννοια να κηρυχθεί το επίμαχο καθεστώς παράνομο και απαγορευμένο, ακόμη και στις περιπτώσεις τις οποίες αφορά η προσβαλλόμενη διάταξη.

Επομένως, το γεγονός που επικαλείται η Επιτροπή και που φέρεται να προέκυψε μετά την άσκηση της κρινομένης προσφυγής, ότι, δηλαδή, ο ανταγωνιστής δεν μπορούσε να επωφεληθεί του επίμαχου καθεστώτος που κρίθηκε παράνομο με την προσβαλλόμενη απόφαση, δεν είναι ικανό να θέσει υπό αμφισβήτηση το έννομο συμφέρον της προσφεύγουσας να στραφεί κατά της προσβαλλομένης διατάξεως. Σε διαφορετική περίπτωση, ειδικότερα αν απαιτούνταν από τα ενδιαφερόμενα μέρη, και ιδίως από εκείνα που κίνησαν την επίσημη διαδικασία έρευνας, να αποδεικνύουν επιπλέον την ιδιότητά τους του ανταγωνιστή ενός πραγματικά ωφελούμενου από το επίμαχο καθεστώς το οποίο εξετάζει η προσβαλλόμενη απόφαση, τούτο θα δημιουργούσε σύγχυση μεταξύ της πρώτης και ουσιώδους προϋποθέσεως του παραδεκτού κάθε προσφυγής που είναι το έννομο συμφέρον, το οποίο πρέπει να διατηρείται μέχρι την περάτωση της δίκης, και της ενεργητικής νομιμοποιήσεως, δύο διαφορετικών, ωστόσο, προϋποθέσεων του παραδεκτού τις οποίες πρέπει να πληροί σωρευτικώς ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο.

Εν συνεχεία, πρέπει να θεωρηθεί ότι η προσφεύγουσα έχει επίσης έννομο συμφέρον να ζητήσει την ακύρωση της προσβαλλομένης αποφάσεως προς αποτροπή του ενδεχομένου επαναλήψεως της προβαλλομένης πλημμέλειάς της στο μέλλον. Επισημαίνεται συναφώς ότι η προβαλλόμενη έλλειψη νομιμότητας είναι δυνατόν να επαναληφθεί στο μέλλον, ανεξαρτήτως των περιστάσεων που οδήγησαν στην κρινόμενη προσφυγή, εφόσον με αυτήν αμφισβητείται, ανεξαρτήτως των περιστάσεων αυτών, η ερμηνεία των γενικών προϋποθέσεων εφαρμογής της αρχής της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και η χρονική έκταση της προστασίας που μπορεί να παρασχεθεί βάσει της αρχής αυτής.

(βλ. σκέψεις 22-32)

2.      Βλ. το κείμενο της αποφάσεως.

(βλ. σκέψεις 33-46, 108, 110)

3.      Όσον αφορά το χρονικό πεδίο εφαρμογής της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης η οποία αναγνωρίζεται στους δικαιούχους ενισχύσεως χορηγηθείσας κατά παράβαση των κανόνων της διαδικασίας του άρθρου 108 ΣΛΕΕ και η οποία δημιουργήθηκε από τις ειδικές, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες εγγυήσεις που παρέσχε η Επιτροπή, πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ της ημερομηνίας αποκτήσεως της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η οποία αντιστοιχεί στην ημερομηνία γνώσεως των συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων, και του αντικειμένου το οποίο αφορά η αποκτηθείσα δικαιολογημένη εμπιστοσύνη, το οποίο μπορεί να εκτείνεται σε πράξεις που πραγματοποιήθηκαν πριν από την ημερομηνία αυτή, αναλόγως του περιεχομένου των συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων που παρασχέθηκαν.

Ωστόσο, η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη αφορά συνήθως, και ιδίως εν προκειμένω, τη διατήρηση της υφισταμένης καταστάσεως, η οποία έχει δημιουργηθεί εξ ορισμού πριν την πράξη που δημιουργεί εμπιστοσύνη στη διατήρησή της. Στην περίπτωση αυτή, η πράξη που δημιουργεί τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη δεν παράγει αναδρομικά αποτελέσματα, υπό την έννοια ότι δημιουργεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη από τον χρόνο προγενέστερων γεγονότων και εφεξής, αλλά καλύπτει, από την ημερομηνία που επήλθε και εφεξής, μόνον πραγματικά περιστατικά προγενέστερα της ημερομηνίας αυτής και τα μελλοντικά αποτελέσματά τους.

Πράγματι, αν γινόταν δεκτή η άποψη της αναιρεσείουσας, η αρχή προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης δεν θα μπορούσε να προβληθεί λυσιτελώς προκειμένου να αντιταχθεί στην ανάκτηση παράνομων ενισχύσεων οι οποίες, ως εκ της φύσεώς τους, χορηγούνται προτού η Επιτροπή, η οποία είναι η καταλληλότερη να παράσχει συγκεκριμένες, ανεπιφύλακτες, συγκλίνουσες και αξιόπιστες διαβεβαιώσεις, αποφανθεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο επί του χαρακτηρισμού τους ως κρατικής ενισχύσεως και της συμβατότητάς τους με την εσωτερική αγορά. Μια τέτοια προσέγγιση θα στερούσε από το άρθρο 14 του κανονισμού 659/1999 την πρακτική του αποτελεσματικότητα.

Την εκτίμηση αυτή δεν θέτει υπό αμφισβήτηση το γεγονός ότι το επίδικο καθεστώς δεν κοινοποιήθηκε εν προκειμένω στην Επιτροπή και ότι οι ωφελούμενοι από το καθεστώς αυτό μπορούν να έχουν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στο σύννομο της χορηγήσεώς του μόνον υπό εξαιρετικές περιστάσεις. Πράγματι, αν από την απουσία εξαιρετικών περιστάσεων προκύπτει ότι ο δικαιούχος μη κοινοποιηθείσας ενισχύσεως δεν μπορεί να έχει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα και στη διατήρηση της ενισχύσεως αυτής, από την ύπαρξη τέτοιων περιστάσεων προκύπτει ότι, από τον χρόνο χορηγήσεως συγκεκριμένων διαβεβαιώσεων ικανών να δημιουργήσουν στον δικαιούχο της ενισχύσεως βάσιμες προσδοκίες ως προς τη νομιμότητα της ενισχύσεως, οι οποίες αποτελούν γνώρισμα αυτών των εξαιρετικών περιστάσεων, και υπό την προϋπόθεση ότι οι δοθείσες διαβεβαιώσεις δεν προβλέπουν χρονικό περιορισμό, δεν θεωρείται πλέον ότι ο εν λόγω δικαιούχος μπορούσε δικαιολογημένα να έχει, για κάποιο χρονικό διάστημα, επίγνωση του παράνομου χαρακτήρα της επίμαχης ενισχύσεως. Σε αντίθετη περίπτωση, δεν θα λαμβανόταν πλέον υπόψη η ακρίβεια και η αξιοπιστία των διαβεβαιώσεων που δόθηκαν, ιδίως όσον αφορά τον χρονικό τους ορίζοντα, με αποτέλεσμα την κατάργηση μιας από τις προϋποθέσεις για την αναγνώριση της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης, η οποία ωστόσο, στην περίπτωση μη κοινοποιηθεισών ενισχύσεων, συμβάλλει στο να αναγνωρίζεται η δικαιολογημένη εμπιστοσύνη στη νομιμότητα των ενισχύσεων αυτών μόνον σε εξαιρετικές περιστάσεις. Πράγματι, εάν καλύπτονταν από τη δικαιολογημένη εμπιστοσύνη μόνον οι πράξεις που διενεργήθηκαν μετά τη γενεσιουργό της εμπιστοσύνης πράξη, ακόμη και αν σε αυτήν διευκρινίζεται ότι καλύπτει προγενέστερες πράξεις, η έκταση των διαβεβαιώσεων αυτών θα περιοριζόταν κατά παραβίαση της αρχής προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

(βλ. σκέψεις 97-106)