Language of document : ECLI:EU:T:2023:735

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

της 22ας Νοεμβρίου 2023 (*)

«Οικονομική και Νομισματική Ένωση – Τραπεζική Ένωση – Ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης των πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων (ΕΜΕ) – Εξυγίανση της Banco Popular Español – Απόφαση του ΕΣΕ να μη χορηγήσει αποζημίωση στους μετόχους και τους πιστωτές τους οποίους αφορούν οι δράσεις εξυγίανσης – Δικαίωμα της ιδιοκτησίας – Δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης – Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής – Αποτίμηση σχετικά με τη διαφορετική μεταχείριση – Ανεξαρτησία του εκτιμητή»

Στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑302/20, T‑303/20 και T‑307/20,

Antonio Del Valle Ruíz, κάτοικος Μεξικού (Μεξικό), και οι λοιποί προσφεύγοντες των οποίων τα ονόματα παρατίθενται στο παράρτημα (1), εκπροσωπούμενοι από τους B. Fernández García, J. Álvarez González και P. Rubio Escobar, δικηγόρους,

προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑302/20,

καθών,

Aeris Invest Sàrl, με έδρα το Λουξεμβούργο (Λουξεμβούργο), εκπροσωπούμενη από τους R. Vallina Hoset και M. Varela Suárez, δικηγόρους,

παρεμβαίνουσα στην υπόθεση T‑302/20,

José María Arias Mosquera, κάτοικος Μαδρίτης (Ισπανία), και οι λοιποί προσφεύγοντες των οποίων τα ονόματα παρατίθενται στο παράρτημα (2), εκπροσωπούμενοι από τους B. Fernández García, J. Álvarez González και P. Rubio Escobar,

προσφεύγοντες στην υπόθεση T‑303/20,

Calatrava Real State 2015, SL, με έδρα τη Μαδρίτη, εκπροσωπούμενη από τους B. Fernández García, J. Álvarez González και P. Rubio Escobar,

προσφεύγουσα στην υπόθεση T‑307/20,

κατά

Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης (ΕΣΕ), εκπροσωπούμενου από τις M. Fernández Rupérez και A. Lapresta Bienz και τους L. Forestier και J. Rius Riu, επικουρούμενους από τους H.‑G. Kamann, F. Louis, V. Del Pozo Espinosa de los Monteros και L. Hesse, δικηγόρους,

καθού,

υποστηριζόμενου από το

Βασίλειο της Ισπανίας, εκπροσωπούμενο από την A. Gavela Llopis,

παρεμβαίνον στις συνεκδικαζόμενες υποθέσεις T‑302/20, T‑303/20 και T‑307/20,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα),

συγκείμενο, κατά τις διασκέψεις, από τους M. van der Woude, Πρόεδρο, G. De Baere (εισηγητή), G. Steinfatt, K. Kecsmár και S. Kingston, δικαστές,

γραμματέας: P. Nuñez Ruiz, διοικητική υπάλληλος,

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία,

κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 7ης Σεπτεμβρίου 2022,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Με τις προσφυγές τους δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, οι προσφεύγοντες, Antonio Del Valle Ruíz και 36 άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα, José María Arias Mosquera και 28 άλλα φυσικά ή νομικά πρόσωπα των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στο παράρτημα, καθώς και Calatrava Real State 2015, SL, ζητούν την ακύρωση της απόφασης SRB/EES/2020/52 του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης, της 17ης Μαρτίου 2020, σχετικά με το αν πρέπει να χορηγηθεί αποζημίωση στους μετόχους και τους δανειστές σε σχέση με τις πραγματοποιηθείσες δράσεις εξυγίανσης όσον αφορά την Banco Popular Español, SA (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση).

 Ιστορικό της διαφοράς

2        Οι προσφεύγοντες είναι φυσικά και νομικά πρόσωπα τα οποία ήταν μέτοχοι της Banco Popular Español (στο εξής: Banco Popular) πριν από την έγκριση καθεστώτος εξυγίανσης της τελευταίας.

3        Στις 7 Ιουνίου 2017, η εκτελεστική σύνοδος του ΕΣΕ εξέδωσε την απόφαση SRB/EES/2017/08, περί εγκρίσεως καθεστώτος εξυγίανσης για την Banco Popular (στο εξής: καθεστώς εξυγίανσης), βάσει του κανονισμού (ΕΕ) 806/2014 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Ιουλίου 2014, περί θεσπίσεως ενιαίων κανόνων και διαδικασίας για την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και ορισμένων επιχειρήσεων επενδύσεων στο πλαίσιο ενός Ενιαίου Μηχανισμού Εξυγίανσης και ενός Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης και τροποποιήσεως του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1093/2010 (ΕΕ 2014, L 225, σ. 1).

4        Πριν από την έγκριση του καθεστώτος εξυγίανσης, στις 23 Μαΐου 2017, κατόπιν διαδικασίας πρόσκλησης υποβολής προσφορών, το ΕΣΕ όρισε το γραφείο Deloitte Réviseurs d’Entreprises ως εκτιμητή (στο εξής: γραφείο εκτιμήσεων) στο πλαίσιο της προετοιμασίας ενδεχόμενης εξυγίανσης της Banco Popular. Στο γραφείο εκτιμήσεων ανατέθηκε ειδική σύμβαση κατόπιν διαγωνισμού στο πλαίσιο πολλαπλής σύμβασης-πλαισίου υπηρεσιών που είχε υπογράψει το ΕΣΕ με έξι γραφεία, συμπεριλαμβανομένου του γραφείου εκτιμήσεων. Σύμφωνα με την ειδική σύμβαση, η αποστολή του γραφείου εκτιμήσεων περιλάμβανε τη διενέργεια αποτίμησης της Banco Popular πριν από ενδεχόμενη εξυγίανση καθώς και την αποτίμηση σχετικά με τη διαφορετική μεταχείριση που προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφοι 16 έως 18, του κανονισμού 806/2014, μετά από ενδεχόμενη εξυγίανση.

5        Στις 5 Ιουνίου 2017, το ΕΣΕ ενέκρινε μια πρώτη αποτίμηση, σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 5, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 806/2014, σκοπός της οποίας ήταν να παράσχει τα στοιχεία βάσει των οποίων θα μπορούσε να καθοριστεί εάν πληρούνταν οι προϋποθέσεις για την κίνηση διαδικασίας εξυγίανσης, οι οποίες ορίζονται στο άρθρο 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014.

6        Στις 6 Ιουνίου 2017, το γραφείο εκτιμήσεων υπέβαλε στο ΕΣΕ δεύτερη αποτίμηση (στο εξής: αποτίμηση 2), συνταχθείσα κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20, παράγραφος 10, του κανονισμού 806/2014. Σκοπός της αποτίμησης 2 ήταν να εκτιμηθεί η αξία των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων της Banco Popular, να εκτιμηθεί η μεταχείριση της οποίας θα είχαν τύχει οι μέτοχοι και οι πιστωτές εάν η Banco Popular είχε υπαχθεί στην κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας καθώς και να παρασχεθούν τα στοιχεία βάσει των οποίων θα λαμβανόταν απόφαση σχετικά με τις μετοχές και τους τίτλους ιδιοκτησίας που θα μεταβιβάζονταν και τα οποία θα καθιστούσαν εφικτό στο ΕΣΕ τον καθορισμό των εμπορικών όρων για τους σκοπούς του εργαλείου πώλησης των δραστηριοτήτων.

7        Στο πλαίσιο του καθεστώτος εξυγίανσης, το ΕΣΕ, εκτιμώντας ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, αποφάσισε να θέσει την Banco Popular υπό εξυγίανση. Το ΕΣΕ αποφάσισε την απομείωση και μετατροπή των κεφαλαιακών μέσων της Banco Popular κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 21 του κανονισμού 806/2014 και την εφαρμογή του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων δυνάμει του άρθρου 24 του κανονισμού 806/2014 μέσω της μεταβίβασης των μετοχών σε αγοραστή.

8        Το ΕΣΕ αποφάσισε να ακυρώσει το 100 % των μετοχών της Banco Popular, να μετατρέψει και να απομειώσει το σύνολο του κύριου ποσού των πρόσθετων κεφαλαιακών μέσων κατηγορίας 1 που είχε εκδώσει η Banco Popular και να μετατρέψει το σύνολο του κύριου ποσού των κεφαλαιακών μέσων κατηγορίας 2 που είχε εκδώσει η Banco Popular σε «νέες μετοχές II». Μετά από διαφανή και ανοικτή διαδικασία πώλησης που διεξήχθη από την ισπανική αρχή εξυγίανσης, το Fondo de Reestructuración Ordenada Bancaria (FROB, Ταμείο για την ομαλή αναδιάρθρωση του τραπεζικού κλάδου, Ισπανία), οι «νέες μετοχές II» μεταβιβάστηκαν στην Banco Santander SA, με αντάλλαγμα την καταβολή τιμής αγοράς ενός ευρώ. Στη συνέχεια, η Banco Santander διαδέχθηκε καθολικώς την Banco Popular στις 28 Σεπτεμβρίου 2018, στο πλαίσιο συγχωνεύσεως δι’ απορροφήσεως.

9        Στις 7 Ιουνίου 2017, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση (ΕΕ) 2017/1246, για την αποδοχή του καθεστώτος εξυγίανσης για την Banco Popular (ΕΕ 2017, L 178, σ. 15).

10      Στις 14 Ιουνίου 2018, το γραφείο εκτιμήσεων διαβίβασε στο ΕΣΕ την αποτίμηση σχετικά με τη διαφορετική μεταχείριση, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφοι 16 έως 18, του κανονισμού 806/2014 και η οποία πραγματοποιήθηκε προκειμένου να καθοριστεί αν οι μέτοχοι και οι πιστωτές θα είχαν τύχει καλύτερης μεταχείρισης αν το ίδρυμα υπό εξυγίανση είχε υπαχθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας (στο εξής: αποτίμηση 3). Στις 31 Ιουλίου 2018, το γραφείο εκτιμήσεων απέστειλε στο ΕΣΕ προσθήκη στην αποτίμηση αυτή, διορθώνοντας ορισμένα τυπικά σφάλματα.

11      Το γραφείο εκτιμήσεων εκτίμησε, στην αποτίμηση 3, τη μεταχείριση της οποίας θα είχαν τύχει οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές εάν η Banco Popular είχε υπαχθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας κατά τον χρόνο έγκρισης του καθεστώτος εξυγίανσης. Προέβη στην εκτίμηση αυτή στο πλαίσιο σεναρίου εκκαθάρισης εφαρμόζοντας τον Ley 22/2003, Concursal (νόμο 22/2003 περί πτωχεύσεως), της 9ης Ιουλίου 2003 (BOE αριθ. 164, της 10ης Ιουλίου 2003, σ. 26905).

12      Το γραφείο εκτιμήσεων ανέφερε ότι το υποθετικό σενάριο εκκαθάρισης είχε προετοιμαστεί με βάση τις μη ελεγχθείσες χρηματοοικονομικές πληροφορίες της 6ης Ιουνίου 2017 ή, εάν δεν ήταν διαθέσιμες, με βάση τις πληροφορίες της 31ης Μαΐου 2017. Έκρινε ότι η κίνηση κανονικής διαδικασίας αφερεγγυότητας για την Banco Popular στις 7 Ιουνίου 2017 θα είχε οδηγήσει σε μη προγραμματισμένη εκκαθάριση. Για την εκτίμηση των αξιών ρευστοποίησης των στοιχείων ενεργητικού, το γραφείο εκτιμήσεων έλαβε υπόψη τρία εναλλακτικά χρονικά σενάρια εκκαθάρισης, 18 μηνών, 3 ετών και 7 ετών, καθένα από τα οποία περιλάμβανε μια καλύτερη και μια χειρότερη υποθετική περίπτωση. Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, σε καθεμία από τις υποθετικές αυτές περιπτώσεις, για τους θιγόμενους μετόχους και τους πιστωτές μειωμένης εξασφάλισης δεν αναμενόταν καμία ανάκτηση στο πλαίσιο κανονικής διαδικασίας αφερεγγυότητας και ότι, ως εκ τούτου, δεν υφίστατο διαφορετική μεταχείριση σε σχέση με τη μεταχείριση που προέκυπτε από τη δράση εξυγίανσης.

13      Στις 6 Αυγούστου 2018, το ΕΣΕ δημοσίευσε στην ιστοσελίδα του την κοινοποίηση της 2ας Αυγούστου 2018 σχετικά με την προκαταρκτική απόφαση για το αν πρέπει να χορηγηθεί αποζημίωση στους μετόχους και τους πιστωτές σε σχέση με τις δράσεις εξυγίανσης που έχουν πραγματοποιηθεί για την Banco Popular και την έναρξη της διαδικασίας ακρόασης (SRB/EES/2018/132) (στο εξής: προκαταρκτική απόφαση), καθώς και ένα μη εμπιστευτικό κείμενο της αποτίμησης 3. Στις 7 Αυγούστου 2018, δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανακοίνωση σχετικά με την κοινοποίηση του ΕΣΕ (ΕΕ 2018, C 277 I, σ. 1).

14      Στην προκαταρκτική απόφαση, το ΕΣΕ έκρινε ότι από την αποτίμηση 3 προέκυπτε ότι δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ της μεταχείρισης της οποίας έτυχαν πράγματι οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές λόγω της εξυγίανσης της Banco Popular και της μεταχείρισης της οποίας θα είχαν τύχει αν η Banco Popular είχε υπαχθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας κατά την ημερομηνία της εξυγίανσης. Το ΕΣΕ αποφάσισε, προκαταρκτικώς, ότι δεν ήταν υποχρεωμένο να καταβάλει αποζημίωση στους θιγόμενους μετόχους και πιστωτές κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 76, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 806/2014.

15      Για να μπορέσει να λάβει τελική απόφαση σχετικά με την αναγκαιότητα ή μη καταβολής αποζημίωσης στους θιγόμενους μετόχους και πιστωτές, το ΕΣΕ τούς κάλεσε να του γνωστοποιήσουν το ενδιαφέρον τους να ασκήσουν το δικαίωμά τους ακρόασης σε σχέση με την προκαταρκτική απόφαση, σύμφωνα με το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

16      Το ΕΣΕ επισήμανε ότι η διαδικασία σχετικά με το δικαίωμα ακρόασης θα διεξαγόταν σε δύο στάδια.

17      Σε πρώτο στάδιο, το στάδιο εγγραφής, οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές κλήθηκαν να εκδηλώσουν, έως τις 14 Σεπτεμβρίου 2018, το ενδιαφέρον τους για την άσκηση του δικαιώματος ακρόασης μέσω ειδικού εντύπου ηλεκτρονικής εγγραφής. Εν συνεχεία, το ΕΣΕ θα εξακρίβωνε αν όσοι εκδήλωσαν ενδιαφέρον είχαν την ιδιότητα του θιγόμενου μετόχου ή πιστωτή. Οι ενδιαφερόμενοι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές όφειλαν να πιστοποιήσουν την ταυτότητά τους και να αποδείξουν ότι, στις 6 Ιουνίου 2017, κατείχαν ένα ή περισσότερα κεφαλαιακά μέσα της Banco Popular τα οποία απομειώθηκαν ή μετατράπηκαν και μεταβιβάστηκαν στο πλαίσιο της εξυγίανσης.

18      Κατά το δεύτερο στάδιο, το στάδιο της διαβούλευσης, οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές που είχαν εκδηλώσει το ενδιαφέρον τους να ασκήσουν το δικαίωμα ακρόασης κατά το πρώτο στάδιο και των οποίων το καθεστώς είχε ελεγχθεί από το ΕΣΕ μπορούσαν να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί της προκαταρκτικής απόφασης στην οποία είχε επισυναφθεί η αποτίμηση 3.

19      Στις 16 Οκτωβρίου 2018, το ΕΣΕ ανακοίνωσε ότι οι πράγματι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές θα καλούνταν να υποβάλουν τις γραπτές παρατηρήσεις τους επί της προκαταρκτικής απόφασης από τις 6 Νοεμβρίου 2018. Στις 6 Νοεμβρίου 2018, το ΕΣΕ απέστειλε στους πράγματι θιγόμενους μετόχους και πιστωτές έναν ενιαίο προσωπικό σύνδεσμο ο οποίος τους παρέπεμπε μέσω διαδικτύου σε έντυπο που τους παρείχε τη δυνατότητα να υποβάλουν, έως τις 26 Νοεμβρίου 2018, παρατηρήσεις σχετικά με την προκαταρκτική απόφαση καθώς και σχετικά με το μη εμπιστευτικό κείμενο της αποτίμησης 3.

20      Μετά το στάδιο της διαβούλευσης, το ΕΣΕ εξέτασε τις κρίσιμες παρατηρήσεις των θιγόμενων μετόχων και πιστωτών επί της προκαταρκτικής απόφασης. Ζήτησε από το γραφείο εκτιμήσεων να του προσκομίσει έγγραφο στο οποίο να αξιολογεί τις κρίσιμες παρατηρήσεις σχετικά με την αποτίμηση 3 και να εξετάσει αν η αποτίμηση 3 εξακολουθούσε να είναι έγκυρη υπό το πρίσμα των παρατηρήσεων αυτών.

21      Στις 18 Δεκεμβρίου 2019, το γραφείο εκτιμήσεων διαβίβασε στο ΕΣΕ την αξιολόγησή του με τίτλο «έγγραφο διευκρινίσεων όσον αφορά την αποτίμηση σχετικά με τη διαφορετική μεταχείριση» (στο εξής: διευκρινιστικό έγγραφο). Στο διευκρινιστικό έγγραφο, το γραφείο εκτιμήσεων επιβεβαίωσε ότι η στρατηγική και τα διάφορα υποθετικά σενάρια εκκαθάρισης που περιγράφονται λεπτομερώς στην αποτίμηση 3, καθώς και οι μεθοδολογίες που ακολουθήθηκαν και οι αναλύσεις που πραγματοποιήθηκαν, εξακολουθούσαν να ισχύουν.

22      Στις 17 Μαρτίου 2020 το ΕΣΕ εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση. Ανακοινωθέν σχετικό με την απόφαση αυτή δημοσιεύθηκε στις 20 Μαρτίου 2020 στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ 2020, C 91, σ. 2).

23      Με την προσβαλλόμενη απόφαση, το ΕΣΕ έκρινε ότι το γραφείο εκτιμήσεων ήταν ανεξάρτητο σύμφωνα με τις απαιτήσεις που προβλέπονται στο άρθρο 20, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 και στο κεφάλαιο IV του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού (ΕΕ) 2016/1075 της Επιτροπής, της 23ης Μαρτίου 2016, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με τα ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα για τον καθορισμό του περιεχομένου των σχεδίων ανάκαμψης, των σχεδίων εξυγίανσης και των σχεδίων εξυγίανσης ομίλων, των ελάχιστων κριτηρίων που πρέπει να αξιολογεί η αρμόδια αρχή όσον αφορά τα σχέδια ανάκαμψης και τα σχέδια ανάκαμψης ομίλων, των προϋποθέσεων για τη χρηματοπιστωτική στήριξη ομίλου, των απαιτήσεων για τους ανεξάρτητους εκτιμητές, της συμβατικής αναγνώρισης των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής, των διαδικασιών και του περιεχομένου των απαιτήσεων κοινοποίησης και της ειδοποίησης αναστολής, καθώς και του τρόπου λειτουργίας των σωμάτων εξυγίανσης (ΕΕ L 2016, L 184, σ. 1).

24      Υπό τον τίτλο 5 «Αποτίμηση 3» της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ συνόψισε το περιεχόμενο της αποτίμησης 3 και έκρινε ότι η αποτίμηση αυτή ήταν σύμφωνη με το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο και ήταν επαρκώς αιτιολογημένη και πλήρης ώστε να αποτελεί τη βάση απόφασης λαμβανόμενης δυνάμει του άρθρου 76, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 806/2014. Έκρινε δε ότι με την αποτίμηση 3 αξιολογούνταν τα αναγκαία στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 20, παράγραφος 17, του κανονισμού 806/2014 και στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό (ΕΕ) 2018/344 της Επιτροπής, της 14ης Νοεμβρίου 2017, για τη συμπλήρωση της οδηγίας 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου όσον αφορά ρυθμιστικά τεχνικά πρότυπα που προσδιορίζουν τα κριτήρια σχετικά με τις μεθοδολογίες για την αποτίμηση της διαφοράς ως προς τη μεταχείριση κατά την εξυγίανση (ΕΕ 2018, L 67, σ. 3).

25      Υπό τον τίτλο 6 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ παρουσίασε τις «παρατηρήσεις που υπέβαλαν οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές, καθώς και την αξιολόγησή τους». Υπό τον τίτλο 6.1 «Αξιολόγηση της κρισιμότητας» της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ εξήγησε ότι ορισμένες από τις παρατηρήσεις αυτές, οι οποίες ήταν άσχετες τόσο με την προκαταρκτική απόφασή του όσο και με την αποτίμηση 3, δεν ασκούσαν επιρροή στο μέτρο που δεν αφορούσαν τη διαδικασία σχετικά με το δικαίωμα ακρόασης. Υπό τον τίτλο 6.2 της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ προέβη στην «εξέταση των κρίσιμων παρατηρήσεων» που υπέβαλαν οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές σχετικά με την ανεξαρτησία του γραφείου εκτιμήσεων και το περιεχόμενο της αποτίμησης 3, ομαδοποιώντας τες ανά θέμα.

26      Το ΕΣΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι από την αποτίμηση 3, σε συνδυασμό με το διευκρινιστικό έγγραφο και τα συμπεράσματα που παρέθεσε υπό τον τίτλο 6.2 της προσβαλλόμενης απόφασης, προέκυπτε ότι δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ της μεταχείρισης της οποίας έτυχαν πράγματι οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές και της μεταχείρισης της οποίας θα είχαν τύχει αν η Banco Popular είχε υπαχθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας κατά την ημερομηνία της εξυγίανσης.

27      Ως εκ τούτου, το ΕΣΕ αποφάσισε τα εξής:

«Άρθρο 1

Αποτίμηση

Προκειμένου να καθοριστεί κατά πόσον πρέπει να χορηγηθεί αποζημίωση στους μετόχους και τους πιστωτές που θίγονται από τις πραγματοποιηθείσες δράσεις εξυγίανσης όσον αφορά την Banco Popular […], η αποτίμηση σχετικά με τη διαφορετική μεταχείριση στο πλαίσιο της εξυγίανσης, που προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφος 16, του κανονισμού 806/2014, καταρτίζεται σύμφωνα με το παράρτημα I της παρούσας απόφασης, σε συνδυασμό με το διευκρινιστικό έγγραφο […] που περιλαμβάνεται στο παράρτημα II της παρούσας απόφασης.

Άρθρο 2

Αποζημίωση

Οι μέτοχοι και οι πιστωτές που θίγονται από τις πραγματοποιηθείσες δράσεις εξυγίανσης όσον αφορά την Banco Popular […] δεν δικαιούνται αποζημίωση από το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 76, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 806/2014.

Άρθρο 3

Αποδέκτης της απόφασης

Η απόφαση αυτή απευθύνεται στο FROB, ως εθνική αρχή εξυγίανσης, κατά την έννοια του άρθρου 3, παράγραφος 1, σημείο 3, του κανονισμού 806/2014.»

 Αιτήματα των διαδίκων

28      Οι προσφεύγοντες ζητούν από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να ακυρώσει την προσβαλλόμενη απόφαση·

–        να καταδικάσει το ΕΣΕ και το Βασίλειο της Ισπανίας στα δικαστικά έξοδα.

29      Το ΕΣΕ ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

30      Στην υπόθεση T‑302/20, η παρεμβαίνουσα, Aeris Invest Sàrl, ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να κάνει δεκτή την προσφυγή·

–        να καταδικάσει το ΕΣΕ στα δικαστικά έξοδα.

31      Το Βασίλειο της Ισπανίας ζητεί από το Γενικό Δικαστήριο:

–        να απορρίψει την προσφυγή·

–        να καταδικάσει τους προσφεύγοντες στα δικαστικά έξοδα.

 Σκεπτικό

32      Προς στήριξη της προσφυγής τους, οι προσφεύγοντες προβάλλουν πέντε λόγους ακυρώσεως. Ο πρώτος λόγος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 806/2014. Ο δεύτερος λόγος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 20, παράγραφος 16, του κανονισμού 806/2014. Ο τρίτος λόγος στηρίζεται σε προσβολή του δικαιώματος ακρόασης, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, του Χάρτη. Ο τέταρτος λόγος στηρίζεται σε προσβολή του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής που κατοχυρώνει το άρθρο 47 του Χάρτη. Ο πέμπτος λόγος στηρίζεται σε προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 και στο άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, καθώς και στο άρθρο 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, η οποία υπογράφηκε στη Ρώμη στις 4 Νοεμβρίου 1950 (στο εξής: ΕΣΔΑ).

33      Προκαταρκτικώς, επισημαίνεται ότι η νομολογία έχει οριοθετήσει την έκταση του ελέγχου που ασκεί το Γενικό Δικαστήριο τόσο σε περιπτώσεις στις οποίες η προσβαλλόμενη πράξη στηρίζεται σε εκτίμηση ιδιαίτερα περίπλοκων πραγματικών στοιχείων επιστημονικής και τεχνικής φύσεως όσο και όταν πρόκειται για περίπλοκες οικονομικές εκτιμήσεις.

34      Αφενός, όσον αφορά τις περιπτώσεις στις οποίες οι αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης διαθέτουν ευρεία διακριτική ευχέρεια, ειδικώς ως προς την εκτίμηση ιδιαιτέρως περίπλοκων πραγματικών στοιχείων επιστημονικής και τεχνικής φύσεως προκειμένου να καθορισθεί η φύση και η έκταση των μέτρων που υιοθετούν, ο έλεγχος του δικαστή της Ένωσης περιορίζεται στην εξέταση του αν κατά την άσκηση αυτής της διακριτικής ευχέρειας υπέπεσαν σε πρόδηλη πλάνη ή σε κατάχρηση εξουσίας ή ακόμη αν τα όργανα αυτά υπερέβησαν προδήλως τα όρια της διακριτικής τους ευχέρειας. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο δικαστής της Ένωσης δεν μπορεί, πράγματι, να υποκαταστήσει με τη δική του εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων επιστημονικής και τεχνικής φύσης την εκτίμηση των αρχών της Ένωσης, που είναι οι μόνες στις οποίες η Συνθήκη ΛΕΕ έχει αναθέσει την αποστολή αυτή [βλ. αποφάσεις της 21ης Ιουλίου 2011, Etimine, C‑15/10, EU:C:2011:504, σκέψη 60 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 1ης Ιουνίου 2022, Algebris (UK) και Anchorage Capital Group κατά Επιτροπής, T‑570/17, EU:T:2022:314, σκέψη 105 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

35      Αφετέρου, όσον αφορά τον έλεγχο που ασκούν τα δικαιοδοτικά όργανα της Ένωσης επί των περίπλοκων οικονομικών εκτιμήσεων των αρχών της Ένωσης, ο έλεγχος αυτός είναι περιορισμένος, αφορά δε, κατ’ ανάγκην, την εξακρίβωση της τήρησης των κανόνων της διαδικασίας και των κανόνων περί αιτιολογίας, της ακρίβειας των πραγματικών περιστατικών, καθώς και της απουσίας πρόδηλης πλάνης εκτιμήσεως και κατάχρησης εξουσίας. Επομένως, στο πλαίσιο του ελέγχου αυτού, δεν επιτρέπεται επίσης στον δικαστή της Ένωσης να υποκαταστήσει με τη δική του οικονομική εκτίμηση εκείνη της αρμόδιας αρχής της Ένωσης [βλ. αποφάσεις της 2ας Σεπτεμβρίου 2010, Επιτροπή κατά Scott, C‑290/07 P, EU:C:2010:480, σκέψη 66 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 1ης Ιουνίου 2022, Algebris (UK) και Anchorage Capital Group κατά Επιτροπής, T‑570/17, EU:T:2022:314, σκέψη 106 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

36      Δεδομένου ότι οι αποφάσεις του ΕΣΕ που αποσκοπούν στο να καθοριστεί αν πρέπει να χορηγηθεί αποζημίωση στους μετόχους και τους πιστωτές που θίγονται από τις δράσεις εξυγίανσης οντότητας στηρίζονται σε ιδιαίτερα περίπλοκες οικονομικές και τεχνικές εκτιμήσεις, πρέπει να γίνει δεκτό ότι οι αρχές που απορρέουν από τη νομολογία που μνημονεύθηκε στις σκέψεις 35 και 36 ανωτέρω εφαρμόζονται στον έλεγχο που καλείται να ασκήσει ο δικαστής.

37      Μολονότι όμως αναγνωρίζεται στο ΕΣΕ περιθώριο εκτίμησης σε οικονομικά και τεχνικά ζητήματα, τούτο δεν συνεπάγεται ότι ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να απέχει από τον έλεγχο της εκ μέρους του ΕΣΕ ερμηνείας των οικονομικής φύσεως στοιχείων στα οποία στηρίζεται η απόφασή του. Πράγματι, όπως έχει κρίνει το Δικαστήριο, ακόμη και στην περίπτωση περίπλοκων εκτιμήσεων, ο δικαστής της Ένωσης οφείλει να ελέγχει όχι μόνον την ακρίβεια των αποδεικτικών στοιχείων των οποίων γίνεται επίκληση, την αξιοπιστία και τη συνοχή τους, αλλά και αν τα στοιχεία αυτά αποτελούν το σύνολο των κρίσιμων δεδομένων που πρέπει να ληφθούν υπόψη για να αξιολογηθεί μια περίπλοκη κατάσταση και αν μπορούν να τεκμηριώσουν τα συμπεράσματα που συνήχθησαν από αυτά [βλ. αποφάσεις της 11ης Νοεμβρίου 2021, Autostrada Wielkopolska κατά Επιτροπής και Πολωνίας, C‑933/19 P, EU:C:2021:905, σκέψη 117 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 1ης Ιουνίου 2022, Algebris (UK) και Anchorage Capital Group κατά Επιτροπής, T‑570/17, EU:T:2022:314, σκέψη 108 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

38      Συναφώς, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι το ΕΣΕ υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη κατά την εκτίμηση των πραγματικών περιστατικών ικανή να δικαιολογήσει την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκομίζουν οι προσφεύγοντες πρέπει να είναι επαρκή για να ανατρέψουν την αξιοπιστία των πραγματικών εκτιμήσεων που περιλαμβάνονται στην απόφαση αυτή [βλ., κατ’ αναλογίαν, αποφάσεις της 7ης Μαΐου 2020, BTB Holding Investments και Duferco Participations Holding κατά Επιτροπής, C‑148/19 P, EU:C:2020:354, σκέψη 72, και της 1ης Ιουνίου 2022, Algebris (UK) και Anchorage Capital Group κατά Επιτροπής, T‑570/17, EU:T:2022:314, σκέψη 109 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

39      Κατά συνέπεια, o λόγος ακυρώσεως που στηρίζεται σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως πρέπει να απορρίπτεται εάν, παρά τα στοιχεία που προβάλλει ο προσφεύγων, μπορεί να γίνει δεκτό ότι η προσβαλλόμενη εκτίμηση εξακολουθεί να είναι αληθής ή ορθή (βλ. αποφάσεις της 27ης Σεπτεμβρίου 2018, Spiegel‑Verlag Rudolf Augstein και Sauga κατά ΕΚΤ, T‑116/17, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2018:614, σκέψη 39 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 25ης Νοεμβρίου 2020, BMC κατά Κοινής Επιχείρησης Clean Sky 2, T‑71/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:567, σκέψη 76 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

40      Επιπλέον, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι, στις περιπτώσεις στις οποίες τα θεσμικά όργανα διαθέτουν εξουσία εκτιμήσεως, ο σεβασμός των εγγυήσεων που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών αποκτά ακόμη πιο θεμελιώδη σημασία. Μεταξύ των εγγυήσεων αυτών που παρέχει η έννομη τάξη της Ένωσης στο πλαίσιο των διοικητικών διαδικασιών περιλαμβάνεται, ιδίως, η αρχή της χρηστής διοίκησης, την οποία καθιερώνει το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη, και με την οποία συνδέεται η υποχρέωση του αρμόδιου θεσμικού οργάνου να ερευνά, με επιμέλεια και αμεροληψία, όλα τα κρίσιμα στοιχεία της συγκεκριμένης περίπτωσης. Μόνον κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορεί ο δικαστής της Ένωσης να επαληθεύσει αν συνέτρεχαν τα πραγματικά και νομικά στοιχεία από τα οποία εξαρτάται η άσκηση της εξουσίας εκτιμήσεως (πρβλ. απόφαση της 21ης Νοεμβρίου 1991, Technische Universität München, C‑269/90, EU:C:1991:438, σκέψη 14).

 Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, του κανονισμού 806/2014

41      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η έκθεση εμπειρογνωμοσύνης που επισυνάπτεται στα δικόγραφα των προσφυγών καταδεικνύει ότι η αποτίμηση 3 στηρίζεται σε ανακριβείς παραδοχές και χρησιμοποιεί κριτήρια τα οποία δεν είναι κατάλληλα για την αποτίμηση της Banco Popular. Επισημαίνουν ότι η ανάλυση που περιλαμβάνεται στην έκθεση αυτή δικαιολογεί 19 επικρίσεις κατά της αποτίμησης 3 οι οποίες εκτίθενται στα δικόγραφα των προσφυγών.

42      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η έκθεση εμπειρογνωμοσύνης που επισυνάπτεται στα δικόγραφα των προσφυγών κατέδειξε, με βάση τη δική της αποτίμηση, ότι το μετοχικό κεφάλαιο της Banco Popular ανερχόταν σε περίπου 5,974 δισεκατομμύρια ευρώ κατά την ημερομηνία της εξυγίανσης και ότι, ως εκ τούτου, οι προσφεύγοντες θα είχαν τύχει καλύτερης μεταχείρισης στο πλαίσιο της κανονικής διαδικασίας αφερεγγυότητας απ’ ό,τι στο πλαίσιο της εξυγίανσης.

43      Το ΕΣΕ υποστηρίζει ότι ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος στο μέτρο που οι προσφεύγοντες προβάλλουν 19 σφάλματα περιλαμβανόμενα στην αποτίμηση 3, υπό τη μορφή 19 ισχυρισμών διατυπωμένων με μία μόνο φράση, οι οποίοι είναι πολύ γενικοί και δεν είναι κατανοητοί αυτοί καθεαυτούς, αλλά μπορούν να γίνουν αντιληπτοί μόνον αν ερμηνευθούν υπό το πρίσμα της έκθεσης εμπειρογνωμοσύνης που επισυνάπτεται στα δικόγραφα των προσφυγών. Τα δικόγραφα των προσφυγών δεν περιέχουν ούτε επιχειρήματα ούτε πραγματικά περιστατικά προς στήριξη των ισχυρισμών αυτών.

44      Βάσει του άρθρου 21 του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, το δικόγραφο της προσφυγής πρέπει να μνημονεύει το αντικείμενο της διαφοράς καθώς και συνοπτική έκθεση των προβαλλόμενων ισχυρισμών. Τα στοιχεία αυτά πρέπει να είναι αρκούντως σαφή και ακριβή ώστε ο καθού διάδικος να είναι σε θέση να προετοιμάσει την άμυνά του και το Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί επί της προσφυγής ή της αγωγής, χωρίς να χρειάζεται ενδεχομένως άλλα στοιχεία.

45      Κατά πάγια νομολογία, για να είναι παραδεκτή μια προσφυγή πρέπει τα ουσιώδη πραγματικά περιστατικά και νομικά στοιχεία επί των οποίων αυτή στηρίζεται να προκύπτουν, τουλάχιστον συνοπτικώς, πλην όμως κατά τρόπο συνεκτικό και κατανοητό, από το ίδιο το κείμενο του δικογράφου. Μολονότι το κύριο μέρος της προσφυγής μπορεί να στηριχθεί και να συμπληρωθεί, επί συγκεκριμένων σημείων, με παραπομπές σε συγκεκριμένα χωρία συνημμένων εγγράφων, η γενική παραπομπή σε άλλα κείμενα, ακόμη και συνημμένα στην προσφυγή, δεν μπορεί να καλύψει την έλλειψη ουσιωδών στοιχείων της νομικής επιχειρηματολογίας, τα οποία, δυνάμει των προμνησθεισών διατάξεων, πρέπει να περιλαμβάνονται στο δικόγραφο της προσφυγής. Δεν απόκειται, εξάλλου, στο Γενικό Δικαστήριο να αναζητεί και να εντοπίζει στα παραρτήματα τους ισχυρισμούς ή λόγους που θα μπορούσαν, κατά την κρίση του, να αποτελούν τη βάση της προσφυγής, δεδομένου ότι τα παραρτήματα επιτελούν λειτουργία αμιγώς αποδεικτική και διευκρινιστική [βλ. αποφάσεις της 3ης Μαρτίου 2022, WV κατά ΕΥΕΔ, C‑162/20 P, EU:C:2022:153, σκέψεις 68 και 70 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 1ης Ιουνίου 2022, Algebris (UK) και Anchorage Capital Group κατά Επιτροπής, T‑570/17, EU:T:2022:314, σκέψη 299 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

46      Επισημαίνεται ότι, με τον πρώτο λόγο ακυρώσεως, όπως επισημαίνει το ΕΣΕ, οι προσφεύγοντες περιορίζονται στη διατύπωση 19 πολύ γενικών ισχυρισμών σχετικά με ορισμένες εκτιμήσεις του γραφείου εκτιμήσεων στην αποτίμηση 3. Οι έξι πρώτοι ισχυρισμοί αφορούν το σενάριο εκκαθάρισης της Banco Popular και οι υπόλοιποι αφορούν την αποτίμηση των διαφόρων κατηγοριών στοιχείων ενεργητικού που πραγματοποιήθηκε στην αποτίμηση 3.

47      Οι προσφεύγοντες αρκούνται στην επισήμανση ότι οι ισχυρισμοί αυτοί δικαιολογούνται από την ανάλυση που περιλαμβάνεται στην έκθεση εμπειρογνωμοσύνης που επισυνάπτεται στα δικόγραφα των προσφυγών. Επομένως, παραπέμπουν γενικώς στην έκθεση εμπειρογνωμοσύνης που επισυνάπτεται στα δικόγραφα των προσφυγών, η οποία αριθμεί 87 σελίδες και περιλαμβάνει 76 σελίδες παραρτημάτων, και ουδόλως παραπέμπουν σε τμήματα της έκθεσης εμπειρογνωμοσύνης τα οποία να στηρίζουν έκαστο των 19 αυτών ισχυρισμών.

48      Το ίδιο ισχύει και για το συμπέρασμα των προσφευγόντων ότι από την έκθεσή τους εμπειρογνωμοσύνης προκύπτει ότι θα είχαν τύχει καλύτερης μεταχείρισης στο πλαίσιο κανονικής διαδικασίας αφερεγγυότητας απ’ ό,τι στο πλαίσιο της εξυγίανσης.

49      Σύμφωνα όμως με τη νομολογία που παρατίθεται στη σκέψη 46 ανωτέρω, το Γενικό Δικαστήριο δεν οφείλει να αναζητήσει στην εν λόγω έκθεση εμπειρογνωμοσύνης τα στοιχεία που δικαιολογούν καθέναν από τους ισχυρισμούς αυτούς. Επομένως, επισημαίνεται, αφενός, ότι η διατύπωση του υπό κρίση λόγου ακυρώσεως δεν καθιστά δυνατόν στο Γενικό Δικαστήριο να αποφανθεί χωρίς να χρειάζεται ενδεχομένως άλλα στοιχεία και, αφετέρου, ότι η χρήση των παραρτημάτων προκειμένου να τεκμηριωθεί διεξοδικά επιχείρημα που προβλήθηκε χωρίς την απαιτούμενη σαφήνεια και ακρίβεια στα δικόγραφα των προσφυγών δεν συνάδει με την αμιγώς αποδεικτική και διευκρινιστική λειτουργία των παραρτημάτων. Ως εκ τούτου, πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη η επιχειρηματολογία που παραπέμπει γενικώς στην έκθεση εμπειρογνωμοσύνης που επισυνάπτεται στα δικόγραφα των προσφυγών.

50      Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι το Γενικό Δικαστήριο δεν είναι σε θέση, βάσει του περιεχομένου των δικογράφων των προσφυγών, να προσδιορίσει επακριβώς τα επιχειρήματα που θα μπορούσε να κρίνει ότι θεμελιώνουν αυτόν τον λόγο ακυρώσεως.

51      Επομένως, ο λόγος αυτός απλώς διατυπώνεται χωρίς να τεκμηριώνεται με επιχειρηματολογία, αντιθέτως προς τον κανόνα του άρθρου 76, στοιχείο δʹ, του Κανονισμού Διαδικασίας, και πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος.

52      Εξάλλου, πρέπει να προστεθεί ότι το συμπέρασμα αυτό δεν προδικάζει το παραδεκτό ούτε της έκθεσης εμπειρογνωμοσύνης που επισυνάπτεται στα δικόγραφα των προσφυγών ούτε των επιχειρημάτων τα οποία προέβαλαν οι προσφεύγοντες στο πλαίσιο των λοιπών λόγων ακυρώσεως και τα οποία τυχόν στηρίζονται στην έκθεση αυτή και είναι επαρκώς τεκμηριωμένα.

 Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 20, παράγραφος 16, του κανονισμού 806/2014

53      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι το ΕΣΕ παρέβη δύο προϋποθέσεις του άρθρου 20, παράγραφος 16, του κανονισμού 806/2014.

54      Το άρθρο 20, παράγραφος 16, του κανονισμού ορίζει τα ακόλουθα:

«Προκειμένου να διαπιστωθεί κατά πόσον οι μέτοχοι και οι πιστωτές θα είχαν τύχει καλύτερης μεταχείρισης εάν το υπό εξυγίανση ίδρυμα είχε τεθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας, το Συμβούλιο Εξυγίανσης μεριμνά για τη διενέργεια αποτίμησης από ανεξάρτητο πρόσωπο, όπως αναφέρεται στην παράγραφο 1, όσο το δυνατόν συντομότερα μετά την υλοποίηση της δράσης ή των δράσεων εξυγίανσης. […]»

55      Με το πρώτο σκέλος, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προσδιόρισε αν οι πρώην μέτοχοι της Banco Popular θα είχαν τύχει καλύτερης μεταχείρισης στο πλαίσιο κανονικής διαδικασίας αφερεγγυότητας, δεδομένου ότι η κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας εξομοιώθηκε με εκκαθάριση. Με το δεύτερο σκέλος, υποστηρίζουν ότι η αποτίμηση 3 δεν πραγματοποιήθηκε από ανεξάρτητο πρόσωπο.

 Επί του πρώτου σκέλους, που αφορά τον καθορισμό του αντίστροφου σεναρίου

56      Οι προσφεύγοντες βάλλουν κατά του αντίστροφου σεναρίου που χρησιμοποιήθηκε στην αποτίμηση 3 προκειμένου να καθοριστεί ποια θα ήταν η μεταχείριση της οποίας θα είχαν τύχει οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές αν η Banco Popular είχε υπαχθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας, ήτοι του σεναρίου εκκαθάρισης. Με την πρώτη αιτίαση, υποστηρίζουν ότι η εφαρμοστέα νομοθεσία δίνει προτεραιότητα σε μια λύση εναλλακτική της εκκαθάρισης. Με τη δεύτερη αιτίαση, η οποία προβάλλεται επικουρικώς, υποστηρίζουν ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι έχει εφαρμογή ένα σενάριο εκκαθάρισης, η ισπανική νομοθεσία δεν επιβάλλει μεταβίβαση των στοιχείων του ενεργητικού μεμονωμένα ή ανά χαρτοφυλάκιο.

–       Επί της πρώτης αιτίασης, με την οποία αμφισβητείται η χρήση σεναρίου εκκαθάρισης

57      Οι προσφεύγοντες, υποστηριζόμενοι από την Aeris Invest, προβάλλουν ότι το ΕΣΕ υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η υποθετική μεταχείριση στο πλαίσιο κανονικής διαδικασίας αφερεγγυότητας συνεπαγόταν τη συνεκτίμηση σεναρίου εκκαθάρισης. Φρονούν ότι, κατά την ισπανική νομοθεσία, ο πτωχευτικός συμβιβασμός αποτελεί την έκβαση της πτωχευτικής διαδικασίας στην οποία δίδεται προτεραιότητα.

58      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι, κατά την ισπανική νομοθεσία, ο πτωχευτικός συμβιβασμός ενθαρρύνεται από μια σειρά μέτρων που αποσκοπούν στην ικανοποίηση των πιστωτών μέσω της συμφωνίας που περιλαμβάνεται σε μια δικαιοπραξία. Φρονούν ότι το ΕΣΕ ερμήνευσε τη νομοθεσία αυτή κατά τον πλέον ευνοϊκό για τα συμφέροντά του τρόπο, δεδομένου ότι η αποτίμηση της Banco Popular σε σενάριο εκκαθάρισης είναι χαμηλότερη από εκείνη που θα προέκυπτε στο πλαίσιο πτωχευτικού συμβιβασμού.

59      Στην προσβαλλόμενη απόφαση, το ΕΣΕ επισήμανε ότι, κατά το άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 806/2014, η αποτίμηση 3 έπρεπε να καθορίσει αν οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές είχαν τύχει δυσμενέστερης μεταχείρισης στο πλαίσιο της εξυγίανσης από εκείνη της οποίας θα είχαν τύχει αν η Banco Popular είχε «εκκαθαριστεί σύμφωνα με τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας». Επισήμανε, όπως και το γραφείο εκτιμήσεων στο διευκρινιστικό έγγραφο (σημείο 5.1.5), ότι ο Ley 11/2015 de recuperación y resolución de entidades de crédito y empresas de servicios de inversión (νόμος 11/2015 για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και εταιριών παροχής επενδυτικών υπηρεσιών), της 18ης Ιουνίου 2015 (BOE αριθ. 146, της 19ης Ιουνίου 2015, σ. 50797), ο οποίος μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία 2014/59/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 15ης Μαΐου 2014, για τη θέσπιση πλαισίου για την ανάκαμψη και την εξυγίανση πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων και για την τροποποίηση της οδηγίας 82/891/ΕΟΚ του Συμβουλίου, και των οδηγιών 2001/24/ΕΚ, 2002/47/ΕΚ, 2004/25/ΕΚ, 2005/56/ΕΚ, 2007/36/ΕΚ, 2011/35/ΕΕ, 2012/30/ΕΕ και 2013/36/ΕΕ, καθώς και των κανονισμών του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ) 1093/2010 και (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2014, L 173, σ. 190), προβλέπει ειδικώς ότι η αποτίμηση σχετικά με τη διαφορετική μεταχείριση πρέπει να πραγματοποιείται υπό την προϋπόθεση ότι η οντότητα έχει τεθεί σε διαδικασία εκκαθάρισης.

60      Πρώτον, όσον αφορά τις κρίσιμες διατάξεις του κανονισμού 806/2014, υπενθυμίζεται ότι σκοπός της αποτίμησης που προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφος 16, του κανονισμού αυτού είναι να διαπιστωθεί αν οι μέτοχοι και οι πιστωτές θα είχαν τύχει καλύτερης μεταχείρισης αν το ίδρυμα υπό εξυγίανση είχε υπαχθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας.

61      Κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20, παράγραφος 17, του κανονισμού 806/2014, η αποτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο 16 του ίδιου άρθρου προσδιορίζει τη διαφορά μεταξύ της πραγματικής μεταχείρισης της οποίας έτυχαν οι μέτοχοι και οι πιστωτές στο πλαίσιο της εξυγίανσης και της μεταχείρισης της οποίας θα είχαν τύχει αν η οντότητα είχε υπαχθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας κατά τον χρόνο κατά τον οποίο ελήφθη η απόφαση για τη δράση εξυγίανσης.

62      Η αποτίμηση αυτή αποσκοπεί στην εφαρμογή της αρχής κατά την οποία κανένας πιστωτής δεν μπορεί να τύχει χειρότερης μεταχείρισης, η οποία διατυπώνεται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 806/2014, το οποίο προβλέπει ότι «κανένας πιστωτής δεν υφίσταται μεγαλύτερες ζημίες από εκείνες που θα είχε υποστεί εάν το ίδρυμα που αναφέρεται στο άρθρο 2 είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας σύμφωνα με τις διασφαλίσεις του άρθρου 29».

63      Κατ’ εφαρμογήν της ως άνω αρχής, το άρθρο 76, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 806/2014 ορίζει ότι το ΕΣΕ μπορεί να χρησιμοποιήσει το Ενιαίο Ταμείο Εξυγίανσης (ΕΤΕ) για να «να καταβάλλει αποζημίωση στους μετόχους ή τους πιστωτές, εάν, μετά την αξιολόγηση σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 5 έχουν υποστεί μεγαλύτερες ζημίες από όσες θα υφίσταντο, κατόπιν αποτίμησης σύμφωνα με το άρθρο 20 παράγραφος 16, σε εκκαθάριση με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας».

64      Επομένως, από τις προαναφερθείσες διατάξεις του κανονισμού 806/2014 προκύπτει σαφώς ότι η περιεχόμενη στο άρθρο 20, παράγραφοι 16 έως 18, του κανονισμού 806/2014 αναφορά στη μεταχείριση της οποίας θα είχαν τύχει οι μέτοχοι και οι πιστωτές της οντότητας αν αυτή είχε υπαχθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας παραπέμπει στην υποθετική μεταχείρισή τους σε περίπτωση εκκαθάρισης της οντότητας.

65      Επιπλέον, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 1, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/344, η μεθοδολογία για να αποτιμηθεί η μεταχείριση της οποίας θα είχαν τύχει οι μέτοχοι και οι πιστωτές σε σχέση με τους οποίους έχουν πραγματοποιηθεί δράσεις εξυγίανσης, εάν η οντότητα είχε υπαχθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας κατά την ημερομηνία της απόφασης εξυγίανσης, περιορίζεται στον προσδιορισμό του προεξοφλημένου ποσού των αναμενόμενων ταμειακών ροών υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Οι παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη για την εκτίμηση των εν λόγω ταμειακών ροών, οι οποίοι προβλέπονται στο άρθρο 4, παράγραφοι 4 και 5, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/344, αποσκοπούν στον καθορισμό της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού, αναλόγως του αν αυτά αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ενεργή αγορά, στο πλαίσιο υποθετικής μεταβίβασης. Το άρθρο 4, παράγραφος 8, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/344 προβλέπει επίσης ότι τα υποθετικά έσοδα που προκύπτουν από την αποτίμηση επιμερίζονται στους μετόχους και τους πιστωτές σύμφωνα με τον βαθμό προτεραιότητάς τους δυνάμει του εφαρμοστέου δικαίου περί αφερεγγυότητας.

66      Επομένως, η μέθοδος αποτίμησης της μεταχείρισης της οποίας θα είχαν τύχει οι μέτοχοι και οι πιστωτές στο πλαίσιο μιας υποθετικής κανονικής διαδικασίας αφερεγγυότητας που ορίζεται στον κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμό 2018/344 αντιστοιχεί στη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων του ιδρύματος και, επομένως, σε εκκαθάριση όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 3, παράγραφος 1, σημείο 42, του κανονισμού 806/2014.

67      Όσον αφορά τον μηχανισμό αποζημίωσης των μετόχων και των πιστωτών οντότητας υποκείμενης σε δράση εξυγίανσης ο οποίος θεσπίστηκε με τον κανονισμό 806/2014, η αιτιολογική σκέψη 62 του κανονισμού αυτού έχει ως εξής:

«Η παρεμβολή στα δικαιώματα ιδιοκτησίας δεν θα πρέπει να είναι δυσανάλογη. Κατά συνέπεια, οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές δεν θα πρέπει να υφίστανται μεγαλύτερες ζημίες από εκείνες που θα είχαν υποστεί εάν η οντότητα είχε εκκαθαριστεί κατά τη στιγμή που ελήφθη η απόφαση για εξυγίανση. Σε περίπτωση μεταβίβασης εν μέρει των περιουσιακών στοιχείων ενός ιδρύματος υπό εξυγίανση σε ιδιώτη αγοραστή ή σε μεταβατικό ίδρυμα, το εναπομένον μέρος του ιδρύματος υπό εξυγίανση θα πρέπει να εκκαθαρίζεται σύμφωνα με κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας. Για να προστατευθούν οι μέτοχοι και οι πιστωτές κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης της οντότητας, θα πρέπει να δικαιούνται να λάβουν, κατά την εξόφληση των απαιτήσεών τους στη διαδικασία εκκαθάρισης, όχι λιγότερα από όσα υπολογίζεται ότι θα είχαν ανακτήσει εάν ολόκληρη η οντότητα είχε εκκαθαριστεί υπό συνήθεις διαδικασίες αφερεγγυότητας.»

68      Κατά το άρθρο 20, παράγραφος 18, στοιχεία αʹ και βʹ, του κανονισμού 806/2014, η αποτίμηση της διαφορετικής μεταχείρισης που προβλέπεται στο άρθρο 20, παράγραφος 16, του ίδιου κανονισμού βασίζεται στην παραδοχή ότι το υπό εξυγίανση ίδρυμα σε σχέση με το οποίο έχει πραγματοποιηθεί μία ή περισσότερες δράσεις εξυγίανσης θα είχε τεθεί υπό κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας τη στιγμή κατά την οποία ελήφθη η απόφαση για τη δράση εξυγίανσης, καθώς και στην παραδοχή ότι η δράση ή οι δράσεις εξυγίανσης δεν έχουν πραγματοποιηθεί.

69      Υπενθυμίζεται επίσης ότι η ανάληψη δράσης εξυγίανσης σε σχέση με μια οντότητα προϋποθέτει ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014, ήτοι ότι η οντότητα βρίσκεται σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, ότι δεν υπάρχουν άλλες δράσεις του ιδιωτικού τομέα ή των αρχών εποπτείας ικανές να αποτρέψουν την πτώχευση της οντότητας εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και ότι η δράση εξυγίανσης είναι αναγκαία για το δημόσιο συμφέρον. Κατά το άρθρο 18, παράγραφος 5, του κανονισμού 806/2014, μια δράση εξυγίανσης αντιμετωπίζεται ως δράση δημόσιου συμφέροντος εάν είναι αναγκαία για την επίτευξη ενός ή περισσότερων στόχων εξυγίανσης και αναλογική προς αυτούς, ενώ με την εκκαθάριση της οντότητας σύμφωνα με κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας δεν θα επιτυγχάνονταν αυτοί οι στόχοι εξυγίανσης στον ίδιο βαθμό.

70      Επομένως, η δράση εξυγίανσης αποτελεί εναλλακτική λύση σε σχέση με την εκκαθάριση μιας οντότητας όταν το απαιτεί το δημόσιο συμφέρον.

71      Κατά το άρθρο 76, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 806/2014, το οποίο αποσκοπεί στην εφαρμογή της αρχής του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του ίδιου κανονισμού, στο πλαίσιο της διαδικασίας εξυγίανσης αναγνωρίζεται στους μετόχους και στους πιστωτές το δικαίωμα επιστροφής ή αποζημίωσης των απαιτήσεών τους η οποία δεν πρέπει να υπολείπεται της εκτίμησης αυτού που θα ανακτούσαν εάν στο σύνολό του το οικείο ίδρυμα ή επιχείρηση είχε εκκαθαρισθεί στο πλαίσιο κανονικής διαδικασίας αφερεγγυότητας [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 5ης Μαΐου 2022, Banco Santander (Εξυγίανση της τράπεζας Banco Popular), C‑410/20, EU:C:2022:351, σκέψη 48].

72      Επομένως, για να διαπιστωθεί η ύπαρξη διαφορετικής μεταχείρισης, η σύγκριση αφορά την πραγματική μεταχείριση της οποίας έτυχαν οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές λόγω της εξυγίανσης καθώς και την εκτίμηση της κατάστασής τους στην περίπτωση που δεν θα είχε αναληφθεί η δράση εξυγίανσης, ήτοι στην περίπτωση εκκαθάρισης της οντότητας.

73      Δεύτερον, όσον αφορά την εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία, η σύγκριση με τη μεταχείριση της οποίας θα είχαν τύχει οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές αν το ίδρυμα είχε υπαχθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας παραπέμπει στην εθνική διαδικασία στην οποία θα είχε υπαχθεί το ίδρυμα εάν δεν είχε αναληφθεί δράση εξυγίανσης.

74      Συναφώς, το άρθρο 4, παράγραφος 3, του κατ’ εξουσιοδότηση κανονισμού 2018/344 ορίζει τα εξής:

«Κατά τον προσδιορισμό του προεξοφλημένου ποσού των αναμενόμενων ταμειακών ροών υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, ο εκτιμητής λαμβάνει υπόψη:

α)      το εφαρμοστέο δίκαιο και πρακτική περί αφερεγγυότητας στην αντίστοιχη περιοχή δικαιοδοσίας, που ενδέχεται να επηρεάζουν παράγοντες όπως η αναμενόμενη περίοδος διάθεσης ή τα ποσοστά ανάκτησης·

[…]».

75      Επομένως, η Aeris Invest δεν μπορεί βασίμως να υποστηρίζει ότι το ισπανικό δίκαιο δεν είχε εφαρμογή όσον αφορά τον καθορισμό του αντίστροφου σεναρίου για την Banco Popular.

76      Όπως επισημαίνει το Βασίλειο της Ισπανίας, ο Ισπανός νομοθέτης, όταν ρύθμισε την εκτίμηση της διαφορετικής μεταχείρισης, δεν εξέτασε άλλη περίπτωση πλην της εκκαθάρισης σύμφωνα με την κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας.

77      Συναφώς, το Real Decreto 1012/2015 por el que se desarrolla la Ley 11/2015, y por el que se modifica el Real Decreto 2606/1996, de 20 de diciembre, sobre fondos de garantía de depósitos de entidades de crédito (βασιλικό διάταγμα 1012/2015 περί εφαρμογής του νόμου 11/2015 και περί τροποποιήσεως του βασιλικού διατάγματος 2606/1996, της 20ής Δεκεμβρίου 1996, περί των ταμείων εγγύησης των καταθέσεων πιστωτικών ιδρυμάτων), της 6ης Νοεμβρίου 2015 (BOE αριθ. 267, της 7ης Νοεμβρίου 2015, σ. 105911), το οποίο μεταφέρει στο εσωτερικό δίκαιο την οδηγία 2014/59, περιέχει ειδικές διατάξεις για την εκτίμηση της διαφορετικής μεταχείρισης.

78      Το άρθρο 10, παράγραφος 2, του βασιλικού διατάγματος 1012/2015 προβλέπει ότι η αποτίμηση πρέπει να προσδιορίζει τη μεταχείριση της οποίας θα είχαν τύχει οι μέτοχοι και οι πιστωτές εάν η οντότητα που αποτέλεσε αντικείμενο εξυγίανσης είχε υπαχθεί σε διαδικασίας εκκαθάρισης κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης εξυγίανσης.

79      Συναφώς, το άρθρο 10, παράγραφος 3, στοιχείο a, του βασιλικού διατάγματος 1012/2015 αναφέρει ότι η εκτίμηση βασίζεται στην παραδοχή ότι η οντότητα στην οποία εφαρμόστηκαν οι δράσεις εξυγίανσης θα είχε εκκαθαριστεί στο πλαίσιο της διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά τον χρόνο λήψης της απόφασης εξυγίανσης.

80      Επομένως, στο πλαίσιο της εκτίμησης της διαφορετικής μεταχείρισης μετά από εξυγίανση που έχει αποφασιστεί από το FROB, το ισπανικό δίκαιο προβλέπει ότι το αντίστροφο σενάριο είναι ένα σενάριο εκκαθάρισης της οντότητας το οποίο λαμβάνει υπόψη τις διατάξεις του νόμου 22/2003 σχετικά με την εκκαθάριση.

81      Συναφώς, όπως επισημαίνει το Βασίλειο της Ισπανίας, η έννοια της «εκκαθάρισης», κατά τα άρθρα 148 και 149 του νόμου 22/2003, συνίσταται στη ρευστοποίηση των περιουσιακών στοιχείων και των δικαιωμάτων της πτωχεύσασας επιχείρησης προκειμένου να ικανοποιηθούν οι πιστωτές με το αποτέλεσμα της ρευστοποίησης και αντιστοιχεί στον ορισμό του άρθρου 3, παράγραφος 1, σημείο 42, του κανονισμού 806/2014.

82      Επιπλέον, το άρθρο 100 του νόμου 22/2003 περί του πτωχευτικού συμβιβασμού περιλαμβάνεται στον τίτλο V του νόμου αυτού, ο οποίος επιγράφεται «Στάδια εκκαθάρισης ή πτωχευτικού συμβιβασμού». Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι ο νόμος 22/2003, ο οποίος είναι ο γενικός πτωχευτικός νόμος, προβλέπει ότι ο πτωχευτικός συμβιβασμός με τους πιστωτές αποτελεί εναλλακτική λύση αντί της εκκαθάρισης μετά το πέρας του γενικού σταδίου της πτωχευτικής διαδικασίας. Συναφώς, οι προσφεύγοντες παραδέχονται ότι, κατά τις διατάξεις του νόμου 22/2003, ο πτωχευτικός συμβιβασμός και η εκκαθάριση αποτελούν δύο αμοιβαία αποκλειόμενες λύσεις.

83      Επομένως, το βασιλικό διάταγμα 1012/2015, προβλέποντας ρητώς ότι η διαφορετική μεταχείριση πρέπει να εκτιμάται λαμβανομένης υπόψη της περίπτωσης κατά την οποία η επιχείρηση εισήλθε στο στάδιο της εκκαθάρισης, απέκλεισε τη δυνατότητα εφαρμογής της εναλλακτικής λύσης που συνίσταται σε πτωχευτικό συμβιβασμό με τους πιστωτές.

84      Εκ των ανωτέρω έπεται ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες, οι εφαρμοστέες διατάξεις της ισπανικής νομοθεσίας προβλέπουν ότι ο καθορισμός της διαφορετικής μεταχείρισης πρέπει να στηρίζεται σε σενάριο εκκαθάρισης. Συνεπώς, οι προσφεύγοντες και η Aeris Invest κακώς υποστηρίζουν ότι το εφαρμοστέο νομικό πλαίσιο επέτρεπε την εξέταση αντίστροφου σεναρίου το οποίο να λαμβάνει υπόψη τη λύση του πτωχευτικού συμβιβασμού με τους πιστωτές.

85      Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός των προσφευγόντων και της Aeris Invest ότι κατά τη συνήθη διαδικασία αφερεγγυότητας στην Ισπανία προτιμάται η λύση του πτωχευτικού συμβιβασμού με τους πιστωτές είναι άνευ σημασίας.

86      Επομένως, οι προσφεύγοντες και η Aeris Invest κακώς υποστηρίζουν ότι το ΕΣΕ υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι η υποθετική μεταχείριση στο πλαίσιο κανονικής διαδικασίας αφερεγγυότητας συνεπαγόταν τη συνεκτίμηση σεναρίου εκκαθάρισης.

87      Επομένως, η πρώτη αιτίαση πρέπει να απορριφθεί.

–       Επί της δεύτερης αιτίασης, η οποία βάλλει κατά της μεταβίβασης των στοιχείων του ενεργητικού μεμονωμένα ή ανά χαρτοφυλάκιο

88      Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι, ακόμη και αν υποτεθεί ότι ήταν αναγκαίο να εξεταστεί το σενάριο της εκκαθάρισης, το ΕΣΕ παρέβη την εφαρμοστέα νομοθεσία στο μέτρο που η εφαρμογή διαδικασίας εκκαθάρισης δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκην την πώληση των στοιχείων του ενεργητικού μεμονωμένα ή ανά χαρτοφυλάκιο, ήτοι την εφαρμογή της μεθόδου που χρησιμοποίησε το γραφείο εκτιμήσεων στην αποτίμηση 3. Ο νόμος 22/2003 δίνει προτεραιότητα στη διατήρηση και τη συνέχιση της λειτουργίας των επιχειρήσεων και, επομένως, στη μεταβίβασή τους ως συνόλου ή ανά παραγωγικές μονάδες.

89      Οι προσφεύγοντες και η Aeris Invest υποστηρίζουν ότι η Banco Popular θα μπορούσε να εξακολουθήσει τη δραστηριότητά της, λαμβανομένων υπόψη της θέσης ρευστότητάς της και του ότι δεν θα είχε ανακληθεί η τραπεζική άδεια λειτουργίας της.

90      Οι προσφεύγοντες παραπέμπουν στην έκθεση εμπειρογνωμοσύνης που επισυνάπτεται στα δικόγραφα των προσφυγών, κατά την οποία το αποτέλεσμα της εκκαθάρισης της Banco Popular με την πώληση του ιδρύματος στο σύνολό του ή ανά παραγωγικές μονάδες θα είχε ως συνέπεια να είναι το εταιρικό κεφάλαιό της μεγαλύτερο από εκείνο που αναγράφεται στην αποτίμηση 3 και από την οποία προκύπτει ότι οι προσφεύγοντες θα είχαν τύχει καλύτερης μεταχείρισης στο πλαίσιο κανονικής διαδικασίας αφερεγγυότητας σε σχέση με εκείνη που τους επιφυλάχθηκε στο πλαίσιο της εξυγίανσης.

91      Εν προκειμένω, υπενθυμίζεται ότι, αν δεν είχε εγκριθεί το καθεστώς εξυγίανσης, η εναλλακτική λύση θα συνίστατο στην εκκαθάριση της Banco Popular σύμφωνα με κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας [απόφαση της 1ης Ιουνίου 2022, Algebris (UK) και Anchorage Capital Group κατά Επιτροπής, T‑570/17, EU:T:2022:314, σκέψη 421].

92      Συναφώς, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το ΕΣΕ επισήμανε ότι, σύμφωνα με την αποτίμηση 3, λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων της εξεταζόμενης υπόθεσης και, ειδικότερα, της αδυναμίας της Banco Popular να εξοφλήσει τις οφειλές της όταν θα καθίσταντο απαιτητές, η κίνηση κανονικής διαδικασίας αφερεγγυότητας κατά την ημερομηνία της εξυγίανσης θα είχε οδηγήσει σε εκκαθάριση της Banco Popular, με συνέπεια την ταχεία ρευστοποίηση των στοιχείων του ενεργητικού, χωρίς ελάχιστο υποχρεωτικό τίμημα, και την καταβολή της καθαρής ρευστοποίησης στους πιστωτές σύμφωνα με τη σειρά κατάταξης που θεσπίζει ο νόμος 22/2003.

93      Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι το επιχείρημα των προσφευγόντων ότι το αντίστροφο της δράσης εξυγίανσης σενάριο δεν αφορούσε κατ’ ανάγκην την περίπτωση εκκαθάρισης της Banco Popular είχε ήδη προβληθεί από ορισμένους θιγόμενους μετόχους και πιστωτές στο πλαίσιο της διαδικασίας σχετικά με το δικαίωμα ακρόασης.

94      Στην προσβαλλόμενη απόφαση, το ΕΣΕ επισήμανε ότι οι προσφεύγοντες είχαν υποστηρίξει είτε ότι θα μπορούσε να είχε βρεθεί λύση από τον ιδιωτικό τομέα είτε ότι το αντίστροφο σενάριο θα έπρεπε να έχει στηριχθεί στην πώληση της Banco Popular ως επιχείρησης σε λειτουργία, δεδομένου ότι αυτή εξακολουθούσε να λειτουργεί στην αγορά κατά την ημερομηνία έγκρισης του καθεστώτος εξυγίανσης. Ειδικότερα, το ΕΣΕ ανέφερε ότι ορισμένοι εκ των θιγόμενων μετόχων και πιστωτών υποστήριζαν ότι οι πιστωτές θα μπορούσαν να έχουν συνάψει συμφωνία (πτωχευτικό συμβιβασμό) η οποία θα εμπόδιζε την εκκαθάριση της Banco Popular. Άλλοι εξ αυτών είχαν επισημάνει ότι η ισπανική διαδικασία αφερεγγυότητας προέβλεπε τη δυνατότητα pre-pack αφερεγγυότητας, μέσω της οποίας τα βιώσιμα περιουσιακά στοιχεία της οντότητας διαχωρίζονται και πωλούνται ως επιχείρηση σε λειτουργία. Υποστήριξαν ότι η λύση αυτή έπρεπε να έχει εξεταστεί από το γραφείο εκτιμήσεων, κατά τον καθορισμό της στρατηγικής της εκκαθάρισης, δεδομένου ότι θα είχε καταστήσει δυνατή την καλύτερη διατήρηση της αξίας franchise της Banco Popular.

95      Το ΕΣΕ επισήμανε ότι, με την επιφύλαξη των προβλεπόμενων από τον κανονισμό 806/2014 και από το εφαρμοστέο εθνικό δίκαιο απαιτήσεων, το γραφείο εκτιμήσεων είχε εξηγήσει, στο διευκρινιστικό έγγραφο, τους λόγους για τους οποίους δεν ήταν δυνατόν, στην περίπτωση της Banco Popular, να πωλήσει το εν λόγω ίδρυμα ως επιχείρηση σε λειτουργία (μέσω pre-pack ή άλλης διαδικασίας αφερεγγυότητας) ούτε να οργανώσει πτωχευτικό συμβιβασμό. Συναφώς, το γραφείο εκτιμήσεων είχε επισημάνει, αφενός, ότι, λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης ρευστότητας της Banco Popular κατά την ημερομηνία της εξυγίανσης καθώς και της εκτίμησης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) ότι η Banco Popular βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, η Banco Popular δεν θα μπορούσε να συνεχίσει να λειτουργεί κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που θα άρχιζαν, πράγμα που θα επέφερε σημαντική καταστροφή αξίας. Το ΕΣΕ προσέθεσε ότι μια επιστολή του γενικού διευθυντή της Banco Popular, της 6ης Ιουνίου 2017, επιβεβαίωνε το συμπέρασμα ότι η κατάσταση ρευστότητας της Banco Popular δεν της επέτρεπε να συνεχίσει τις δραστηριότητές της. Αφετέρου, το γραφείο εκτιμήσεων είχε θεωρήσει ότι η τραπεζική άδεια της Banco Popular θα ανακαλούνταν, εφόσον πληρούνταν οι προβλεπόμενες από την ισπανική νομοθεσία προϋποθέσεις για την ανάκλησή της. Είχε επισημάνει ότι η τραπεζική άδεια ήταν αναγκαία για την αποδοχή των καταθέσεων των πελατών, οι οποίες ήταν ουσιώδεις για τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της Banco Popular ή για την πώλησή της ως επιχείρησης σε λειτουργία.

96      Το ΕΣΕ προσέθεσε ότι το γραφείο εκτιμήσεων είχε αναφέρει, στο διευκρινιστικό έγγραφο, ότι η σύσταση «καλής τράπεζας» και «κακής τράπεζας» δεν προβλεπόταν από τον νόμο 22/2003 και ότι, εν πάση περιπτώσει, η εφαρμογή του σχεδίου αυτού θα απαιτούσε χρόνο ο οποίος τότε δεν υπήρχε.

97      Το ΕΣΕ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το γραφείο εκτιμήσεων προέβη σε κατάλληλη εκτίμηση όσον αφορά το σενάριο εκκαθάρισης που χρησιμοποιήθηκε στην αποτίμηση 3.

98      Οι προσφεύγοντες και η Aeris Invest υποστηρίζουν ότι το αντίστροφο σενάριο εκκαθάρισης έπρεπε να έχει στηριχθεί στην παραδοχή ότι η Banco Popular ήταν σε θέση να συνεχίσει τις δραστηριότητές της.

99      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20, παράγραφοι 17 και 18, του κανονισμού 806/2014, η μεταχείριση της οποίας θα είχαν τύχει οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές εάν η Banco Popular είχε υπαχθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας πρέπει να καθορίζεται κατά τον χρόνο έγκρισης του καθεστώτος εξυγίανσης.

100    Επομένως, το αντίστροφο σενάριο εκκαθάρισης που προβλέπεται στην αποτίμηση 3 έπρεπε να προσδιοριστεί υπό το πρίσμα της κατάστασης της Banco Popular κατά την ημερομηνία της εξυγίανσης, ήτοι μιας κατάστασης πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης.

101    Πράγματι, υπενθυμίζεται ότι, με το καθεστώς εξυγίανσης, το ΕΣΕ εκτίμησε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 και ότι η Επιτροπή, έχοντας κρίνει με την απόφαση 2017/1246 ότι το καθεστώς εξυγίανσης ήταν σύμφωνο με τις διατάξεις του κανονισμού 806/2014, αποδέχτηκε το καθεστώς αυτό. Επομένως, κατά τον χρόνο έγκρισης του καθεστώτος εξυγίανσης, πρώτον, η Banco Popular βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, δεύτερον, δεν υφίσταντο άλλα μέτρα που θα μπορούσαν να έχουν εμποδίσει την πτώχευση της Banco Popular εντός εύλογου χρόνου και, τρίτον, ήταν αναγκαίο προς το δημόσιο συμφέρον ένα μέτρο εξυγίανσης με τη μορφή εργαλείου πώλησης των δραστηριοτήτων της Banco Popular.

102    Επισημαίνεται, όμως, ότι τα επιχειρήματα των προσφευγόντων και της Aeris Invest κατά τα οποία το γραφείο εκτιμήσεων θα έπρεπε να είχε εξετάσει ένα σενάριο εκκαθάρισης που να λαμβάνει υπόψη την περίπτωση κατά την οποία η Banco Popular θα ήταν σε θέση να συνεχίσει τις δραστηριότητές της αντιφάσκουν προς τα πραγματικά στοιχεία που διαπιστώθηκαν κατά την ημερομηνία της εξυγίανσης, καθώς και στην απόφαση υπαγωγής της Banco Popular σε διαδικασία εξυγίανσης.

103    Πράγματι, το να θεωρηθεί ότι η Banco Popular θα ήταν σε θέση να συνεχίσει τις δραστηριότητές της κατά την ημερομηνία της εξυγίανσης θα είχε ως συνέπεια να τεθεί υπό αμφισβήτηση το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις του άρθρου 18, παράγραφος 1, του κανονισμού 806/2014 πληρούνταν κατά την ημερομηνία έγκρισης του καθεστώτος εξυγίανσης και, ως εκ τούτου, θα ισοδυναμούσε με αμφισβήτηση της νομιμότητας του καθεστώτος αυτού. Αρκεί, όμως, να επισημανθεί ότι το καθεστώς εξυγίανσης δεν αποτελεί αντικείμενο της υπό κρίση προσφυγής.

104    Επομένως, οι προσφεύγοντες δεν μπορούν βασίμως να υποστηρίζουν ότι το ΕΣΕ υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη δεχόμενο την εκτίμηση του γραφείου εκτιμήσεων σύμφωνα με την οποία, κατά την ημερομηνία της εξυγίανσης, δεδομένου ότι η Banco Popular δεν ήταν σε θέση να συνεχίσει τις δραστηριότητές της, δεν ήταν δυνατόν να υπάρξει αντίστροφο σενάριο στηριζόμενο στην παραδοχή ότι η επιχείρηση θα τελούσε υπό συνθήκες συνεχιζόμενης δραστηριότητας.

105    Εν πάση περιπτώσει, τα επιχειρήματα των προσφευγόντων και της Aeris Invest με τα οποία επιδιώκεται να αποδειχθεί ότι η Banco Popular θα μπορούσε να εξακολουθήσει τις δραστηριότητές της κατά την ημερομηνία της εξυγίανσης, λαμβανομένων υπόψη της θέσης ρευστότητάς της και του ότι δεν θα είχε ανακληθεί η τραπεζική άδεια λειτουργίας της, δεν μπορούν να ευδοκιμήσουν.

106    Κατά πρώτον, οι προσφεύγοντες και η Aeris Invest υποστηρίζουν ότι η Banco Popular θα μπορούσε να εξακολουθήσει τη δραστηριότητά της λαμβανομένης υπόψη της θέσης ρευστότητάς της.

107    Συναφώς, πρώτον, η Aeris Invest υποστηρίζει ότι το ΕΣΕ παρέβη την υποχρέωσή του να εξετάσει τις διαθέσιμες πληροφορίες σχετικά με την επείγουσα στήριξη της ρευστότητας η οποία είχε εγκριθεί από την ΕΚΤ και η οποία θα είχε παράσχει στην Banco Popular επαρκή ρευστότητα.

108    Πρέπει να υπομνησθεί ότι, σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 18, του κανονισμού 806/2014, η αποτίμηση 3, προκειμένου να καθορίσει το αντίστροφο σενάριο, στηρίζεται στην παραδοχή ότι η Banco Popular θα είχε υπαχθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας κατά τον χρόνο έγκρισης του καθεστώτος εξυγίανσης και ότι η δράση εξυγίανσης δεν εκτελέστηκε και δεν λαμβάνει υπόψη οιαδήποτε παροχή έκτακτης δημόσιας χρηματοπιστωτικής στήριξης.

109    Αρκεί όμως η διαπίστωση ότι, κατά την ημερομηνία έγκρισης του καθεστώτος εξυγίανσης, η Τράπεζα της Ισπανίας δεν είχε χορηγήσει στην Banco Popular την επείγουσα στήριξη της ρευστότητας την οποία ενέκρινε η ΕΚΤ και την οποία μνημόνευσε η Aeris Invest. Ως εκ τούτου, αυτή η επείγουσα στήριξη της ρευστότητας δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη στην αποτίμηση 3 προκειμένου να εκτιμηθεί η κατάσταση της Banco Popular στην περίπτωση κατά την οποία θα είχε υπαχθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας κατά την ίδια αυτή ημερομηνία.

110    Δεύτερον, οι προσφεύγοντες και η Aeris Invest φρονούν ότι το ΕΣΕ, προκειμένου να υποστηρίξει ότι η Banco Popular δεν θα μπορούσε να εξακολουθήσει τη δραστηριότητά της, εσφαλμένως στηρίχθηκε στην εκτίμηση που πραγματοποίησε η ΕΚΤ για να εξακριβωθεί αν η Banco Popular βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, καθόσον η εκτίμηση αυτή δεν είχε δεσμευτικά αποτελέσματα και δεν προέβλεπε ότι η Banco Popular έπρεπε να παύσει τη δραστηριότητά της.

111    Υπενθυμίζεται ότι, στις 6 Ιουνίου 2017, ήτοι την παραμονή της έγκρισης του καθεστώτος εξυγίανσης, η ΕΚΤ εξέδωσε εκτίμηση σχετικά με το ζήτημα αν η Banco Popular βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης. Στην εκτίμηση αυτή, η ΕΚΤ έκρινε, λαμβάνοντας υπόψη, ειδικότερα, την υπερβολική εκροή καταθέσεων, την ταχύτητα με την οποία η τράπεζα απώλεσε τα ταμειακά της διαθέσιμα και την αδυναμία της να εξασφαλίσει άλλες πηγές ρευστότητας, ότι υπήρχαν αντικειμενικές ενδείξεις ότι η Banco Popular πιθανώς δεν θα ήταν σε θέση, στο εγγύς μέλλον, να εξοφλήσει τις οφειλές της ή να εκπληρώσει τις λοιπές υποχρεώσεις της όταν αυτές θα καθίσταντο απαιτητές. Η ΕΚΤ συνήγαγε εξ αυτού ότι η Banco Popular βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή, εν πάση περιπτώσει, πιθανής στο εγγύς μέλλον πτώχευσης, σύμφωνα με το άρθρο 18, παράγραφος 1, στοιχείο αʹ, και παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 806/2014.

112    Αρκεί να επισημανθεί ότι η εκ μέρους της ΕΚΤ διαπίστωση του κατά πόσον η Banco Popular βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης συνιστά πραγματικό στοιχείο το οποίο το γραφείο εκτιμήσεων και το ΕΣΕ μπορούσαν να λάβουν υπόψη για την εκτίμηση της κατάστασης της Banco Popular κατά την ημερομηνία της εξυγίανσης. Επιπλέον, όπως ανέφερε το γραφείο εκτιμήσεων στην αποτίμηση 3, η διαπίστωση αυτή είχε εξάλλου επιβεβαιωθεί από το διοικητικό συμβούλιο της Banco Popular το οποίο, στις 6 Ιουνίου 2017, ενημέρωσε την ΕΚΤ ότι είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η τράπεζα βρισκόταν σε σημείο πιθανής πτώχευσης.

113    Τέλος, ούτε το γραφείο εκτιμήσεων ούτε το ΕΣΕ ισχυρίστηκαν ότι η εκτίμηση της ΕΚΤ υποχρέωνε την Banco Popular να παύσει τη δραστηριότητά της.

114    Τρίτον, η Aeris Invest υποστηρίζει ότι η κρίση ρευστότητας της Banco Popular δεν ήταν τέτοια ώστε να οδηγήσει σε εκκαθάριση, στο μέτρο που δεν κινήθηκε καμία διαδικασία έρευνας λόγω μη τήρησης των απαιτήσεων προληπτικής εποπτείας.

115    Συναφώς, αφενός, υπενθυμίζεται ότι, στο καθεστώς εξυγίανσης, το ΕΣΕ είχε διαπιστώσει ότι, στις 12 Μαΐου 2017, η απαίτηση κάλυψης ρευστότητας (Liquidity Coverage Requirement, LCR) της Banco Popular είχε πέσει κάτω από το ελάχιστο όριο του 80 % που ορίζει το άρθρο 460, παράγραφος 2, στοιχείο γʹ, του κανονισμού (ΕΕ) 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 (ΕΕ 2013, L 176, σ. 1). Η Aeris Invest δεν αμφισβητεί το γεγονός αυτό.

116    Αφετέρου, η διαπίστωση ότι η Banco Popular, λαμβανομένων υπόψη της θέσης ρευστότητάς της και του γεγονότος ότι δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις της, δεν ήταν πλέον σε θέση να εξακολουθήσει τις δραστηριότητές της κατά την ημερομηνία της εξυγίανσης δεν επέβαλλε να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα από τις εθνικές αρχές λόγω μη τήρησης των απαιτήσεων κάλυψης της ρευστότητας.

117    Συνεπώς, το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές.

118    Κατά δεύτερον, οι προσφεύγοντες και η Aeris Invest ισχυρίζονται ότι η τραπεζική άδεια της Banco Popular δεν θα είχε ανακληθεί.

119    Συναφώς, επισημαίνεται ότι το γραφείο εκτιμήσεων, στην αποτίμηση 3 και στο διευκρινιστικό έγγραφο, επισήμανε ότι η τραπεζική άδεια της Banco Popular θα ανακαλούνταν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 8 του Ley 10/2014 de ordenación, supervisión y solvencia de entidades de crédito (νόμου 10/2014 για την οργάνωση, την εποπτεία και τη φερεγγυότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων), της 26ης Ιουνίου 2014 (BOE αριθ. 156, της 27ης Ιουνίου 2014, σ. 49412). Η διάταξη αυτή απαριθμεί, μεταξύ των περιπτώσεων στις οποίες μπορεί να ανακληθεί η άδεια λειτουργίας πιστωτικού ιδρύματος, πρώτον, το γεγονός ότι το ίδρυμα αυτό θέτει σε κίνδυνο την ικανότητα επιστροφής των κεφαλαίων που του έχουν εμπιστευθεί οι καταθέτες ή δεν παρέχει την εγγύηση ότι μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του έναντι των πιστωτών και, δεύτερον, το γεγονός ότι έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση για την έναρξη του σταδίου εκκαθάρισης της διαδικασίας αφερεγγυότητας. Το γραφείο εκτιμήσεων επισήμανε ότι, ακόμη και στην απίθανη περίπτωση κατά την οποία η Τράπεζα της Ισπανίας δεν θα ελάμβανε κανένα μέτρο για να ανακαλέσει την τραπεζική άδεια της Banco Popular, ο κίνδυνος εκροής των καταθέσεων και μια ενδεχόμενη απόφαση του ΕΣΕ να μην ασκήσει τις εξουσίες του εξυγίανσης θα υποχρέωναν τα διευθυντικά στελέχη της να υποβάλουν αίτηση εκκαθάρισης η οποία θα συνεπαγόταν την εν λόγω ανάκληση.

120    Αρκεί να υπομνησθεί ότι, κατά την ημερομηνία της εξυγίανσης, τόσο η ΕΚΤ όσο και το διοικητικό συμβούλιο της Banco Popular είχαν εκτιμήσει ότι η Banco Popular βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης, πράγμα το οποίο, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 18, παράγραφος 4, στοιχείο γʹ, του κανονισμού 806/2014, συνεπαγόταν ότι η Banco Popular δεν ήταν σε θέση να εξοφλήσει τις οφειλές ή να εκπληρώσει τις λοιπές υποχρεώσεις της όταν θα καθίσταντο απαιτητές ή ότι υπήρχαν αντικειμενικά στοιχεία από τα οποία μπορούσε να συναχθεί ότι τούτο θα συνέβαινε στο εγγύς μέλλον.

121    Οι προσφεύγοντες περιορίζονται στον ισχυρισμό ότι η κατάσταση της Banco Popular τής επέτρεπε να ανταποκριθεί στις οφειλές της, χωρίς να προσκομίζουν κανένα στοιχείο προς στήριξη του ισχυρισμού αυτού. Επιπλέον, για τους λόγους που μνημονεύονται στη σκέψη 110 ανωτέρω, η Aeris Invest δεν μπορεί να βασιστεί στην επείγουσα στήριξη της ρευστότητας την οποία ενέκρινε η ΕΚΤ προκειμένου να υποστηρίξει ότι η Banco Popular μπορούσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της.

122    Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι οι προσφεύγοντες και η Aeris Invest δεν μπορούν βασίμως να υποστηρίζουν ότι η κατάσταση της Banco Popular κατά την ημερομηνία της εξυγίανσης δεν αντιστοιχούσε στην πρώτη περίπτωση του άρθρου 8 του νόμου 10/2014, που μνημονεύεται στη σκέψη 120 ανωτέρω, και ότι το ΕΣΕ υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμώντας ότι η τραπεζική άδεια της Banco Popular θα ανακαλούνταν.

123    Επομένως, πρέπει επίσης να απορριφθεί ως αλυσιτελές το επιχείρημα της Aeris Invest ότι, δεδομένου ότι η Banco Popular δεν είχε εισέλθει σε στάδιο εκκαθάρισης δυνάμει του ισπανικού δικαίου, η κατάστασή της δεν αντιστοιχούσε στη δεύτερη περίπτωση του άρθρου 8 του νόμου 10/2014 σχετικά με την έναρξη του σταδίου της εκκαθάρισης.

124    Εκ των ανωτέρω προκύπτει ότι οι προσφεύγοντες δεν μπορούν να υποστηρίζουν ότι το γραφείο εκτιμήσεων όφειλε να έχει πραγματοποιήσει αποτίμηση της Banco Popular εξετάζοντας την πώληση του ιδρύματος στο σύνολό του ή ανά παραγωγικές μονάδες, η οποία προϋποθέτει συνέχιση των δραστηριοτήτων της επιχείρησης.

125    Ως εκ τούτου, οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν ότι το γραφείο εκτιμήσεων υπέπεσε σε πλάνη καθόσον χρησιμοποίησε μεθοδολογία στηριζόμενη σε σενάριο εκκαθάρισης και στην πώληση των στοιχείων του ενεργητικού μεμονωμένα ή ανά χαρτοφυλάκιο.

126    Εξάλλου, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η εφαρμοστέα εθνική νομοθεσία επέτρεπε τη στρατηγική «καλή τράπεζα/κακή τράπεζα» και ότι, σύμφωνα με την έκθεση εμπειρογνωμοσύνης που επισυνάπτεται στα δικόγραφα των προσφυγών, η εν λόγω στρατηγική ήταν η καλύτερη για την εφαρμογή της αρχής κατά την οποία κανένας πιστωτής δεν μπορεί να τύχει χειρότερης μεταχείρισης. Επισημαίνουν ότι, στην έκθεση αυτή, ο εμπειρογνώμονάς τους εξέτασε το ενδεχόμενο εκκαθάρισης της τράπεζας ανά παραγωγικές μονάδες, σύμφωνα με ένα σενάριο παρόμοιο με τον διαχωρισμό των περιουσιακών στοιχείων μέσω της σύστασης δύο νέων εταιριών, μιας εταιρίας προς την οποία μεταβιβάζεται η κύρια δραστηριότητα μαζί με την τραπεζική άδεια λειτουργίας και μιας εταιρίας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων στην οποία μεταβιβάζονται τα μη παραγωγικά στοιχεία του ενεργητικού. Η εκκαθάριση της εταιρίας ανά παραγωγικές μονάδες συνεπάγεται ότι η εταιρία εκκαθαρίζεται ως επιχείρηση υπό συνθήκες συνεχιζόμενης δραστηριότητας, με μεταβίβαση της τραπεζικής αδείας λειτουργίας η οποία, σύμφωνα με την έκθεση εμπειρογνωμοσύνης, δεν απαιτείται να ανακληθεί, και επιτρέπει συντομότερη περίοδο εκκαθάρισης και, επομένως, μείωση του κόστους.

127    Αρκεί η διαπίστωση ότι το επιχείρημα αυτό, όπως και η έκθεση εμπειρογνωμοσύνης που επισυνάπτεται στα δικόγραφα των προσφυγών, καθόσον περιέχει αποτίμηση της Banco Popular ως επιχείρησης υπό συνθήκες συνεχιζόμενης δραστηριότητας, δεν ασκεί επιρροή στο μέτρο που στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι η Banco Popular θα μπορούσε να εξακολουθήσει τις δραστηριότητές της.

128    Εν πάση περιπτώσει, το γεγονός ότι το αποτέλεσμα της εκτίμησης της αξίας των στοιχείων του ενεργητικού της Banco Popular στην περίπτωση υποθετικής κανονικής διαδικασίας αφερεγγυότητας που περιλαμβάνεται στην έκθεση εμπειρογνωμοσύνης των προσφευγόντων δεν συμφωνεί με τις εκτιμήσεις που περιλαμβάνονται στην αποτίμηση 3, πέραν της περίπτωσης κατά την οποία οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι οι εκτιμήσεις αυτές στερούνται αξιοπιστίας, συνιστά αμφισβήτηση η οποία βαίνει πέραν του περιορισμένου ελέγχου του Γενικού Δικαστηρίου που προβλέπεται στη νομολογία που μνημονεύεται στις σκέψεις 35 και 36 ανωτέρω (πρβλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 25ης Νοεμβρίου 2020, BMC κατά Κοινής Επιχείρησης Clean Sky 2, T‑71/19, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2020:567, σκέψη 78).

129    Πράγματι, η έκθεση εμπειρογνωμοσύνης που επισυνάπτεται στα δικόγραφα των προσφυγών, καθόσον περιέχει αποτίμηση της Banco Popular στηριζόμενη στην παραδοχή ότι η επιχείρηση θα τελούσε υπό συνθήκες συνεχιζόμενης δραστηριότητας, παραδοχή διαφορετική από εκείνη που έγινε δεκτή στην αποτίμηση 3, δεν είναι ικανή να ανατρέψει την αξιοπιστία των παραδοχών στις οποίες στηρίχθηκε το γραφείο εκτιμήσεων στην αποτίμηση 3.

130    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί η δεύτερη αιτίαση και, ως εκ τούτου, το πρώτο σκέλος του δεύτερου λόγου ακυρώσεως.

 Επί του δεύτερου σκέλους, σχετικά με την ανεξαρτησία του γραφείου εκτιμήσεων

131    Με τα δικόγραφα των προσφυγών, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι το ΕΣΕ παρέβη το άρθρο 20, παράγραφος 16, του κανονισμού 806/2014 καθόσον δεν μερίμνησε επαρκώς για την ανεξαρτησία του γραφείου εκτιμήσεων. Υποστηρίζουν ότι, δεδομένου ότι το γραφείο εκτιμήσεων είχε επιφορτισθεί με τη διενέργεια της αποτίμησης 2, είναι αμφίβολο κατά πόσο θα μπορούσε, στην αποτίμηση 3, να αποκλίνει από τα κριτήρια και τα συμπεράσματα της αποτίμησης 2 σχετικά με την ανάλυση της διαφορετικής μεταχείρισης. Επισημαίνουν ότι ένα μεγάλο μέρος της αποτίμησης 3 ακολουθεί την αποτίμηση 2.

132    Κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση, οι προσφεύγοντες, απαντώντας σε ερωτήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, διευκρίνισαν το περιεχόμενο της επιχειρηματολογίας τους. Οι προσφεύγοντες παραδέχθηκαν ότι η αποτίμηση 3 και η προσομοίωση σεναρίου εκκαθάρισης που περιλαμβανόταν στην αποτίμηση 2 στηρίζονταν σε διαφορετικά δεδομένα, επισήμαναν όμως ότι το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε το γραφείο εκτιμήσεων ήταν το ίδιο, δηλαδή ότι οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές δεν είχαν δικαίωμα αποζημίωσης. Επισήμαναν ότι, στην αποτίμηση 3, το γραφείο εκτιμήσεων είχε χρησιμοποιήσει την ίδια μεθοδολογία όπως και στο δεύτερο μέρος της αποτίμησης 2 που περιείχε προσομοίωση σεναρίου εκκαθάρισης, ήτοι ότι είχε προβεί σε αποτίμηση των στοιχείων του ενεργητικού ανά χαρτοφυλάκιο και όχι όπως για μια επιχείρηση υπό συνθήκες συνεχιζόμενης δραστηριότητας. Θεώρησαν ότι, αν η Banco Popular είχε αποτιμηθεί ως επιχείρηση σε λειτουργία, θα της είχε αποδοθεί πολύ υψηλή αξία.

133    Επομένως, από τις εξηγήσεις που παρείχαν οι προσφεύγοντες κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση προκύπτει ότι αυτοί υποστηρίζουν ότι είναι δυνατόν να τεθεί εν αμφιβόλω η ανεξαρτησία του γραφείου εκτιμήσεων στο μέτρο που το τελευταίο, στην αποτίμηση 3, εκτίμησε τα στοιχεία του ενεργητικού της Banco Popular βάσει μεθόδου ίδιας με εκείνη που χρησιμοποιήθηκε στην προσομοίωση του σεναρίου εκκαθάρισης που περιλαμβάνεται στην αποτίμηση 2, ήτοι βάσει ενός αντίστροφου σεναρίου εκκαθάρισης.

134    Πάντως, από την ανάλυση του πρώτου σκέλους προκύπτει ότι, λαμβανομένων υπόψη των εφαρμοστέων διατάξεων και της κατάστασης της Banco Popular κατά την ημερομηνία της εξυγίανσης, η εκτίμηση της μεταχείρισης της οποίας θα είχαν τύχει οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές αν η Banco Popular είχε υπαχθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας μπορούσε να πραγματοποιηθεί μόνο βάσει σεναρίου εκκαθάρισης και ότι δεν ήταν δυνατή η αποτίμηση της τράπεζας αυτής ως επιχείρησης υπό συνθήκες συνεχιζόμενης δραστηριότητας.

135    Επομένως, οποιοσδήποτε άλλος εκτιμητής και αν είχε οριστεί από το ΕΣΕ για τη διενέργεια της αποτίμησης 3 δεν θα μπορούσε παρά να χρησιμοποιήσει την ίδια μέθοδο.

136    Ως εκ τούτου, οι προσφεύγοντες δεν μπορούν βασίμως να υποστηρίζουν ότι το γεγονός ότι το γραφείο εκτιμήσεων χρησιμοποίησε την ίδια μέθοδο στις αποτιμήσεις 2 και 3, ήτοι αποτίμηση της Banco Popular βάσει υποθετικού σεναρίου εκκαθάρισης, είναι ικανό να αποδείξει την έλλειψη ανεξαρτησίας του.

137    Επομένως, πρέπει να απορριφθεί το δεύτερο σκέλος και, κατά συνέπεια, ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως.

 Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε προσβολή του δικαιώματος ακρόασης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, του Χάρτη

138    Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι, μολονότι το ΕΣΕ παρέσχε πράγματι στους θιγόμενους μετόχους και πιστωτές τη δυνατότητα να διατυπώσουν παρατηρήσεις πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, εντούτοις περιόρισε το δικαίωμά τους ακρόασης επιβάλλοντας τη χρήση εντύπου με επτά περιοριστικές ερωτήσεις με περιορισμένο πεδίο απάντησης. Υποστηρίζουν ότι το ΕΣΕ τήρησε μόνον φαινομενικά την υποχρέωσή του να ακούσει τους θιγόμενους μετόχους και πιστωτές πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, καθόσον το γεγονός ότι έπρεπε να απαντήσουν σε έντυπο που είχε καταρτισθεί από το ΕΣΕ και το οποίο ήταν προσαρμοσμένο στα συμφέροντα του τελευταίου εμπόδιζε την αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος ακρόασης.

139    Φρονούν δε ότι το έντυπο που είχε καταρτίσει το ΕΣΕ δεν καθιστούσε εφικτή την εξέταση πολλών ζητημάτων και ότι το γεγονός ότι είχαν τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουν 5 000 χαρακτήρες κατ’ ανώτατο όριο προκειμένου να υποβάλουν κάθε συμπληρωματική παρατήρηση σε σχέση με την προκαταρκτική απόφαση δεν καθιστούσε δυνατή την κριτική ανάλυση της αποτίμησης 3 και της προκαταρκτικής απόφασης, κατά μείζονα λόγο διότι ήταν αδύνατο να επισυναφθούν έγγραφα.

140    Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη προβλέπει ότι το δικαίωμα της χρηστής διοίκησης περιλαμβάνει το δικαίωμα κάθε προσώπου σε προηγούμενη ακρόαση πριν να ληφθεί ατομικό μέτρο εις βάρος του.

141    Το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης διασφαλίζει σε κάθε πρόσωπο τη δυνατότητα να γνωστοποιεί, λυσιτελώς και αποτελεσματικώς, την άποψή του κατά τη διάρκεια διοικητικής διαδικασίας και πριν από την έκδοση οποιασδήποτε αποφάσεως δυνάμενης να επηρεάσει δυσμενώς τα συμφέροντά του. Επιπροσθέτως, κατά πάγια νομολογία, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης επιδιώκει διττό σκοπό. Αφενός, συμβάλλει στην κατά το δυνατόν ακριβέστερη και ορθότερη εξέταση του φακέλου και εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών και, αφετέρου, διασφαλίζει την αποτελεσματική προστασία του ενδιαφερομένου. Ειδικότερα, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης σκοπεί να διασφαλίσει ότι κάθε βλαπτική απόφαση λαμβάνεται εν πλήρει γνώσει της καταστάσεως και επιδιώκει, μεταξύ άλλων, να παράσχει τη δυνατότητα στην αρμόδια αρχή να διορθώσει ένα λάθος ή στον ενδιαφερόμενο να προβάλει στοιχεία της προσωπικής του κατάστασης που συνηγορούν υπέρ του να ληφθεί η απόφαση, να μη ληφθεί ή να έχει το τάδε ή το δείνα περιεχόμενο [βλ. αποφάσεις της 21ης Οκτωβρίου 2021, Κοινοβούλιο κατά UZ, C‑894/19 P, EU:C:2021:863, σκέψεις 89 και 90 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 1ης Ιουνίου 2022, Algebris (UK) και Anchorage Capital Group κατά Επιτροπής, T‑570/17, EU:T:2022:314, σκέψη 325 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

142    Όπως προκύπτει από το ίδιο το γράμμα της, η διάταξη αυτή έχει γενική εφαρμογή. Επομένως, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης πρέπει να γίνεται σεβαστό σε κάθε διαδικασία δυνάμενη να καταλήξει στην έκδοση βλαπτικής πράξης, ακόμη και όταν η εφαρμοστέα ρύθμιση δεν προβλέπει ρητώς την τήρηση μιας τέτοιας διατύπωσης [βλ. αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή κατά RQ, C‑831/18 P, EU:C:2020:481, σκέψη 67 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 1ης Ιουνίου 2022, Algebris (UK) και Anchorage Capital Group κατά Επιτροπής, T‑570/17, EU:T:2022:314, σκέψη 326 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

143    Δεδομένου του χαρακτήρα της ως θεμελιώδους και γενικής αρχής του δικαίου της Ένωσης, η εφαρμογή της αρχής των δικαιωμάτων άμυνας, στα οποία συγκαταλέγεται το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, δεν μπορεί ούτε να αποκλείεται ούτε να περιορίζεται από κανονιστική διάταξη και η τήρηση της αρχής αυτής πρέπει, επομένως, να διασφαλίζεται τόσο σε περίπτωση πλήρους έλλειψης ειδικής κανονιστικής ρύθμισης όσο και σε περίπτωση ύπαρξης κανονιστικής ρύθμισης η οποία δεν λαμβάνει υπόψη την εν λόγω αρχή [βλ. απόφαση της 1ης Ιουνίου 2022, Algebris (UK) και Anchorage Capital Group κατά Επιτροπής, T‑570/17, EU:T:2022:314, σκέψη 327 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

144    Καταρχάς, επισημαίνεται ότι ο κανονισμός 806/2014 δεν προβλέπει ειδική διαδικασία με σκοπό την ακρόαση των μετόχων και των πιστωτών που θίγονται από δράση εξυγίανσης πριν από την έκδοση της απόφασης για τη χορήγηση ή μη αποζημίωσης σε αυτούς κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 76, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού αυτού.

145    Εν προκειμένω, όμως, το ΕΣΕ οργάνωσε διαδικασία σχετική με το δικαίωμα ακρόασης, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 41, παράγραφος 2, στοιχείο αʹ, του Χάρτη, η οποία ήταν ανοικτή σε όλους τους μετόχους και τους πιστωτές που εθίγησαν από την εξυγίανση της Banco Popular και απέβλεπε στο να τους δοθεί η δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις σχετικά με την αποτίμηση 3 και την προκαταρκτική απόφαση πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

146    Συναφώς, μολονότι, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 144 ανωτέρω, ο σεβασμός του δικαιώματος ακρόασης πρέπει να διασφαλίζεται ακόμη και ελλείψει ρύθμισης η οποία να προβλέπει ρητώς την άσκηση του δικαιώματος αυτού, εντούτοις ούτε ο κανονισμός 806/2014 ούτε το άρθρο 41 του Χάρτη προβλέπουν ειδική διαδικασία για την άσκηση του δικαιώματος ακρόασης. Επομένως, το ΕΣΕ διέθετε περιθώριο εκτίμησης προκειμένου να οργανώσει τη διαδικασία την οποία έκρινε κατάλληλη ώστε να παράσχει στους θιγόμενους μετόχους και πιστωτές τη δυνατότητα να ασκήσουν το δικαίωμά τους ακρόασης, υπό την επιφύλαξη ότι οι τελευταίοι θα ήταν σε θέση να ασκήσουν το δικαίωμά τους κατά τρόπο αποτελεσματικό και χρήσιμο.

147    Επομένως, ελλείψει ειδικών διατάξεων όσον αφορά τη διαδικασία σχετικά με το δικαίωμα ακρόασης, η επιλογή του ΕΣΕ να χρησιμοποιήσει έντυπο για να συλλέξει τις παρατηρήσεις των θιγόμενων μετόχων και πιστωτών ενέπιπτε στο περιθώριο εκτίμησης που διαθέτει κατά την οργάνωση της διαδικασίας αυτής.

148    Οι προσφεύγοντες δεν αμφισβητούν ότι η διαδικασία αυτή αποσκοπούσε στη διασφάλιση του δικαιώματος ακρόασης των θιγόμενων μετόχων και πιστωτών πριν από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Ωσαύτως δεν αμφισβητούν ότι ήταν επιτρεπτή η επιλογή της χρήσης ενός εντύπου ως μεθόδου διαβούλευσης. Όπως προκύπτει από τα σημεία 17 και 100 του δικογράφου της προσφυγής στην υπόθεση T‑302/20 και από τα σημεία 18 και 101 των δικογράφων των προσφυγών στις υποθέσεις T‑303/20 και T‑307/20, οι προσφεύγοντες προσάπτουν στο ΕΣΕ ότι περιόρισε την άσκηση του δικαιώματός τους ακρόασης καθόσον το εν λόγω έντυπο περιόριζε το περιεχόμενο και την έκταση των παρατηρήσεων που μπορούσαν να υποβληθούν επί της αποτίμησης 3 και της προκαταρκτικής απόφασης, με αποτέλεσμα οι ίδιοι να μη διαθέτουν «πλήρη ελευθερία» κατά την άσκηση του δικαιώματος αυτού.

149    Εντούτοις, η άσκηση του δικαιώματος προηγούμενης ακρόασης μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς σύμφωνα με το άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη κατά το οποίο:

«Κάθε περιορισμός στην άσκηση των δικαιωμάτων και ελευθεριών που αναγνωρίζονται στον παρόντα Χάρτη πρέπει να προβλέπεται από το νόμο και να σέβεται το βασικό περιεχόμενο των εν λόγω δικαιωμάτων και ελευθεριών. Τηρουμένης της αρχής της αναλογικότητας, περιορισμοί επιτρέπεται να επιβάλλονται μόνον εφόσον είναι αναγκαίοι και ανταποκρίνονται πραγματικά σε στόχους γενικού ενδιαφέροντος που αναγνωρίζει η Ένωση ή στην ανάγκη προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων.»

150    Συναφώς, κατά πάγια νομολογία, τα θεμελιώδη δικαιώματα, όπως ο σεβασμός των δικαιωμάτων άμυνας, περιλαμβανομένου του δικαιώματος ακρόασης, δεν είναι απόλυτα προνόμια, αλλά μπορούν να συνοδεύονται από περιορισμούς, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί ανταποκρίνονται πράγματι σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που επιδιώκει το επίμαχο μέτρο και δεν συνιστούν, λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου σκοπού, υπέρμετρη και επαχθή επέμβαση που θίγει την ίδια την ουσία των κατ’ αυτόν τον τρόπο κατοχυρούμενων δικαιωμάτων [βλ. αποφάσεις της 15ης Ιουλίου 2021, Επιτροπή κατά Πολωνίας (Πειθαρχικό καθεστώς των δικαστών), C‑791/19, EU:C:2021:596, σκέψη 207 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 1ης Ιουνίου 2022, Algebris (UK) και Anchorage Capital Group κατά Επιτροπής, T‑570/17, EU:T:2022:314, σκέψη 337 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

151    Επιπλέον, κατά πάγια νομολογία, η προσβολή των δικαιωμάτων άμυνας, και ειδικότερα του δικαιώματος ακρόασης, συνεπάγεται την ακύρωση της απόφασης που ελήφθη κατά το πέρας της σχετικής διοικητικής διαδικασίας μόνον αν, ελλείψει της παρατυπίας, η διαδικασία αυτή θα μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα (βλ. αποφάσεις της 18ης Ιουνίου 2020, Επιτροπή κατά RQ, C‑831/18 P, EU:C:2020:481, σκέψη 105 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 16ης Ιουνίου 2021, CE κατά Επιτροπής των Περιφερειών, T‑355/19, EU:T:2021:369, σκέψη 101 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

152    Βεβαίως, δεν μπορεί να επιβληθεί στον προσφεύγοντα να αποδείξει ότι η επίμαχη απόφαση θα ήταν διαφορετική, αλλά μόνον ότι τούτο δεν αποκλείεται απολύτως σε μια τέτοια περίπτωση, διότι ο διάδικος αυτός θα μπορούσε να οργανώσει καλύτερα την άμυνά του ελλείψει της διαδικαστικής παρατυπίας (βλ. απόφαση της 4ης Μαΐου 2022, CRIA και CCCMC κατά Επιτροπής, T‑30/19 και T‑72/19, EU:T:2022:266, σκέψη 242 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

153    Ωστόσο, η ύπαρξη παρατυπίας σχετικής με τα δικαιώματα άμυνας μπορεί να συνεπάγεται την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης μόνον αν υπάρχει πιθανότητα, λόγω της παρατυπίας αυτής, η διοικητική διαδικασία να κατέληξε σε διαφορετικό αποτέλεσμα, προσβάλλοντας με συγκεκριμένο τρόπο τα δικαιώματα άμυνας του προσφεύγοντος (βλ. αποφάσεις της 16ης Φεβρουαρίου 2012, Συμβούλιο και Επιτροπή κατά Interpipe Niko Tube και Interpipe NTRP, C‑191/09 P και C‑200/09 P, EU:C:2012:78, σκέψη 79 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 4ης Μαΐου 2022, CRIA και CCCMC κατά Επιτροπής, T‑30/19 και T‑72/19, EU:T:2022:266, σκέψη 243 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

154    Στο πλαίσιο της διαδικασίας σχετικά με το δικαίωμα ακρόασης, η οποία περιγράφεται στις σκέψεις 16 έως 21 ανωτέρω, οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές που πληρούσαν τα κριτήρια του σταδίου εγγραφής κλήθηκαν να συμπληρώσουν έντυπο διαθέσιμο στον ιστότοπο του ΕΣΕ, το οποίο περιλάμβανε εννέα γενικές ερωτήσεις, ήτοι επτά βασικές ερωτήσεις εκ των οποίων η μία υποδιαιρούνταν σε τρεις επιμέρους ερωτήσεις, οι οποίες τους έδιναν τη δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις επί της προκαταρκτικής απόφασης καθώς και επί της μη εμπιστευτικής έκδοσης της αποτίμησης 3. Ειδικότερα, η τελευταία ερώτηση ήταν ανοικτή ερώτηση που τους έδινε τη δυνατότητα να υποβάλουν παρατηρήσεις για οποιοδήποτε σχετικό με την προκαταρκτική απόφαση θέμα μη περιλαμβανόμενο ήδη στο έντυπο.

155    Κατά πρώτον, οι προσφεύγοντες και η Aeris Invest προσάπτουν στο ΕΣΕ ότι δεν εξέτασε ορισμένες παρατηρήσεις για τον λόγο ότι «ήταν άσχετες με τη διαδικασία».

156    Συναφώς, υπό τον τίτλο 6.1 «Αξιολόγηση της κρισιμότητας» της προσβαλλόμενης απόφασης, το ΕΣΕ επισήμανε ότι, δεδομένου ότι οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές είχαν προβάλει ορισμένα στοιχεία άσχετα με την προκαταρκτική απόφαση ή τη συλλογιστική στην οποία αυτή στηρίχθηκε, συλλογιστική η οποία περιλαμβανόταν στην αποτίμηση 3, εξέτασε καταρχάς την κρισιμότητα των παρατηρήσεων αυτών. Έκρινε ότι οι ως άνω παρατηρήσεις δεν ήταν ικανές να επηρεάσουν το ζήτημα κατά πόσον οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές θα είχαν τύχει καλύτερης μεταχείρισης αν η Banco Popular είχε υπαχθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας, ότι ήταν εκτός του πλαισίου της διαδικασίας σχετικά με το δικαίωμα ακρόασης και ότι δεν θα λαμβάνονταν υπόψη.

157    Ως εκ τούτου, το ΕΣΕ απαρίθμησε τις παρατηρήσεις που θεωρούσε μη κρίσιμες, μεταξύ των οποίων και εκείνες που αφορούσαν την κατάσταση της Banco Popular πριν από την έγκριση του καθεστώτος εξυγίανσης και το γεγονός ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις της εξυγίανσης, εκείνες που αφορούσαν άλλα στοιχεία του καθεστώτος εξυγίανσης και την αποτίμηση 2, εκείνες που αφορούσαν την έλλειψη πληροφοριών σχετικά με το καθεστώς εξυγίανσης και με την εκτίμηση της ΕΚΤ για να εξακριβωθεί αν η Banco Popular βρισκόταν σε σημείο πτώχευσης ή πιθανής πτώχευσης καθώς και εκείνες που αφορούσαν την εφαρμογή της διαδικασίας σχετικά με το δικαίωμα ακρόασης, και ιδίως τα χαρακτηριστικά του εντύπου.

158    Εξ αυτού προκύπτει ότι, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζουν οι προσφεύγοντες και η Aeris Invest, το ΕΣΕ εξέτασε όλες τις παρατηρήσεις που έλαβε και εξήγησε, στην προσβαλλόμενη απόφαση, για ποιον λόγο ορισμένες από τις παρατηρήσεις αυτές δεν ήταν κρίσιμες για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

159    Διαπιστώνεται, πάντως, ότι ούτε οι προσφεύγοντες ούτε η Aeris Invest αναφέρουν ποιες από τις παρατηρήσεις που απέρριψε το ΕΣΕ ως μη κρίσιμες έπρεπε να έχουν εξεταστεί. Δεν εξηγούν σε ποιον βαθμό οι παρατηρήσεις αυτές, καθόσον δεν αφορούσαν ούτε την αποτίμηση 3 ούτε την προκαταρκτική απόφαση, θα μπορούσαν να έχουν επηρεάσει το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης απόφασης.

160    Εν πάση περιπτώσει, υπενθυμίζεται ότι η διαδικασία σχετικά με το δικαίωμα ακρόασης αποσκοπούσε στη συλλογή παρατηρήσεων επί της προκαταρκτικής απόφασης και της αποτίμησης 3 προκειμένου να μπορέσει το ΕΣΕ να εκδώσει απόφαση σχετικά με ενδεχόμενη αποζημίωση των θιγόμενων μετόχων και πιστωτών. Σύμφωνα με το άρθρο 20, παράγραφος 17, του κανονισμού 806/2014, το οποίο υπομνήσθηκε στη σκέψη 62 ανωτέρω, η απόφαση αυτή στηρίζεται σε σύγκριση μεταξύ της πραγματικής μεταχείρισης της οποίας έτυχαν οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές λόγω της εξυγίανσης και της μεταχείρισης της οποίας θα είχαν τύχει στο πλαίσιο υποθετικής εκκαθάρισης της Banco Popular κατά την ημερομηνία της εξυγίανσης.

161    Όπως προκύπτει από τις σκέψεις 100 έως 104 ανωτέρω, η κατάσταση της Banco Popular κατά την ημερομηνία της εξυγίανσης συνιστά πραγματικό στοιχείο το οποίο δεν μπορεί να αμφισβητηθεί κατά το στάδιο του καθορισμού του δικαιώματος ενδεχόμενης αποζημίωσης βάσει του άρθρου 76, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 806/2014. Επομένως, οι παρατηρήσεις σχετικά με την κατάσταση της Banco Popular ως είχε πριν από την εξυγίανση δεν ήταν κρίσιμες για την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης.

162    Ως εκ τούτου, δεν μπορεί να προσαφθεί στο ΕΣΕ ότι προσέβαλε το δικαίωμα ακρόασης των προσφευγόντων για τον λόγο ότι απέρριψε μη κρίσιμες παρατηρήσεις.

163    Κατά δεύτερον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι το έντυπο που είχε καταρτίσει το ΕΣΕ δεν καθιστούσε δυνατή την εξέταση πολλών θεμάτων, όπως η μεθοδολογική προσέγγιση, η ανεξαρτησία του εκτιμητή, οι παραδοχές που διατύπωσε το γραφείο εκτιμήσεων, το μακροοικονομικό πλαίσιο, ο αντίκτυπος της εκκαθάρισης της Banco Popular στις λοιπές εταιρίες του ομίλου και το εύρος των προβλέψεων για νομικούς κινδύνους.

164    Όμως, αφενός, διαπιστώνεται ότι τα θέματα που αναφέρουν οι προσφεύγοντες καλύπτονταν από τις ερωτήσεις που περιλαμβάνονται στο έντυπο. Πράγματι, η ερώτηση αριθ. 1 παρέπεμπε στα σημεία της προκαταρκτικής απόφασης που αφορούν τη μεθοδολογία που χρησιμοποιήθηκε για την αποτίμηση 3· η ερώτηση αριθ. 3 παρέπεμπε στο σημείο 3.2 της προκαταρκτικής απόφασης που αφορά την ανάθεση της εκτίμησης στο γραφείο εκτιμήσεων και ιδίως την ανεξαρτησία του· η ερώτηση αριθ. 4 αφορούσε ρητώς τις παραδοχές που διατύπωσε το γραφείο εκτιμήσεων· η ερώτηση αριθ. 6 αφορούσε τις προβλέψεις για νομικούς κινδύνους. Η ερώτηση αριθ. 7 ήταν ανοικτή ερώτηση που έδινε στους προσφεύγοντες τη δυνατότητα να θίξουν το μακροοικονομικό πλαίσιο και τον αντίκτυπο της εκκαθάρισης της Banco Popular στις λοιπές εταιρίες του ομίλου.

165    Αφετέρου, από την προσβαλλόμενη απόφαση και από το διευκρινιστικό έγγραφο προκύπτει ότι το ΕΣΕ και το γραφείο εκτιμήσεων ανέλυσαν παρατηρήσεις των θιγόμενων μετόχων και πιστωτών σχετικά με τα θέματα που μνημονεύουν οι προσφεύγοντες. Επομένως, οι τελευταίοι δεν μπορούν να ισχυρίζονται ότι το έντυπο δεν καθιστούσε δυνατή την εξέταση των εν λόγω θεμάτων.

166    Συναφώς, όσον αφορά το διευκρινιστικό έγγραφο, το σημείο 5.1 απαντά στις παρατηρήσεις σχετικά με τη μεθοδολογία που χρησιμοποίησε το γραφείο εκτιμήσεων και ιδίως στις παρατηρήσεις σχετικά με τις παραδοχές που ελήφθησαν υπόψη στην αποτίμηση 3, το σημείο 5.2 απαντά στις παρατηρήσεις σχετικά με το μακροοικονομικό πλαίσιο, το σημείο 5.3 απαντά στις παρατηρήσεις σχετικά με την υποθετική στρατηγική εκκαθάρισης που χρησιμοποιήθηκε στην αποτίμηση 3 και, ιδίως, όσον αφορά τα διάφορα υποθετικά σενάρια που ελήφθησαν υπόψη, το σημείο 5.11 απαντά στις παρατηρήσεις σχετικά με τις προβλέψεις για νομικούς κινδύνους και το σημείο 5.3.4 απαντά στις παρατηρήσεις σχετικά με τον αντίκτυπο της εκκαθάρισης της Banco Popular στις θυγατρικές της. Όσον αφορά την προσβαλλόμενη απόφαση, ο τίτλος 6.2.1 απαντά στις παρατηρήσεις σχετικά με την ανεξαρτησία του γραφείου εκτιμήσεων και ο τίτλος 6.2.2 απαντά στις «παρατηρήσεις σχετικά με το περιεχόμενο της αποτίμησης 3», και ειδικότερα στις παρατηρήσεις σχετικά με τη μεθοδολογία που χρησιμοποίησε το γραφείο εκτιμήσεων και τις διάφορες παραδοχές που διατυπώθηκαν στην αποτίμηση 3, ιδίως όσον αφορά τα σενάρια εκκαθάρισης. Για παράδειγμα, στον τίτλο αυτό, το ΕΣΕ απαντά σε παρατηρήσεις σχετικά με το μακροοικονομικό σενάριο, τον αντίκτυπο της εκκαθάρισης της Banco Popular στις άλλες οντότητες του ομίλου και τις προβλέψεις για νομικούς κινδύνους.

167    Επομένως, οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν ότι δεν ήταν σε θέση να υποβάλουν παρατηρήσεις επί θεμάτων τα οποία δεν θίγονταν από καμία εκ των ερωτήσεων που περιέχονταν στο έντυπο και τα οποία φέρεται ότι είχαν αντίκτυπο στην προσβαλλόμενη απόφαση.

168    Κατά τρίτον, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι το έντυπο συντάχθηκε από το ΕΣΕ κατά τρόπο προσαρμοσμένο στα συμφέροντά του ή ότι αποσκοπούσε στην επίρρωση των κριτηρίων και των συμπερασμάτων της αποτίμησης 3.

169    Συναφώς, το Γενικό Δικαστήριο δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει ότι, στο έντυπο, οι ερωτήσεις ήταν διατυπωμένες κατά τρόπο ουδέτερο υπό τη μορφή σύντομης παρουσίασης του οικείου θέματος με παραπομπή στα σχετικά τμήματα της προκαταρκτικής απόφασης ή της αποτίμησης 3, ακολουθούμενης από πρόσκληση προς τους θιγόμενους μετόχους και πιστωτές να εκθέσουν τις παρατηρήσεις τους ή τις απόψεις τους επί του συγκεκριμένου θέματος.

170    Κατά τέταρτον, οι προσφεύγοντες και η Aeris Invest υποστηρίζουν ότι το ΕΣΕ προσέβαλε το δικαίωμά τους ακρόασης περιορίζοντας την έκταση των παρατηρήσεών τους σε 5 000 χαρακτήρες ανά ερώτηση και μη επιτρέποντας την επισύναψη εγγράφων.

171    Συναφώς, στην προσβαλλόμενη απόφαση, το ΕΣΕ επισήμανε ότι στο έντυπο είχαν απαντήσει 2 855 θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές, πράγμα που αντιστοιχούσε σε 23 822 περίπου παρατηρήσεις.

172    Πάντως, οι παρατηρήσεις που υπέβαλαν ως απάντηση στο έντυπο οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές κατά τη διάρκεια της διαδικασίας σχετικά με το δικαίωμα ακρόασης αναλύθηκαν λεπτομερώς στον τίτλο 6 της προσβαλλόμενης απόφασης και οδήγησαν το γραφείο εκτιμήσεων στην έγκριση του διευκρινιστικού εγγράφου. Επομένως, ακόμη και αν το έντυπο περιόριζε την έκταση των παρατηρήσεων, το ΕΣΕ και το γραφείο εκτιμήσεων απάντησαν εμπεριστατωμένα σε αυτές.

173    Επιπλέον, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγοντες δεν αναφέρουν ποιες είναι τα παρατηρήσεις, πλην εκείνων που είχαν υποβάλει οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές κατά τη διαδικασία σχετικά με το δικαίωμα ακρόασης και στις οποίες είχαν απαντήσει το ΕΣΕ και το γραφείο εκτιμήσεων, τις οποίες εμποδίστηκαν, όπως ισχυρίζονται, να εκθέσουν λόγω του μεγέθους του εντύπου. Δεν διευκρινίζουν επίσης τα έγγραφα που θα επιθυμούσαν να έχουν επισυνάψει στο έντυπο.

174    Εξ αυτών έπεται ότι το επιχείρημα των προσφευγόντων σχετικά με τον περιορισμό της έκτασης των απαντήσεων στο έντυπο είναι αμιγώς θεωρητικό και δεν είναι ικανό να αποδείξει επαρκώς κατά νόμον ότι, ελλείψει του εν λόγω περιορισμού, η διαδικασία θα μπορούσε να έχει καταλήξει σε διαφορετικό αποτέλεσμα.

175    Όσον αφορά το επιχείρημα της Aeris Invest ότι δεν ήταν δυνατόν να προταθεί, ως απάντηση στο έντυπο, μια εναλλακτική μέθοδος αποτίμησης, διαπιστώνεται ότι το επιχείρημα αυτό είναι αλυσιτελές. Πράγματι, σκοπός της διαδικασίας σχετικά με το δικαίωμα ακρόασης ήταν να συγκεντρωθούν παρατηρήσεις επί της προκαταρκτικής απόφασης και της αποτίμησης 3, ικανές να επηρεάσουν την απόφαση που επρόκειτο να εκδώσει το ΕΣΕ. Πάντως, η απλή παρουσίαση μιας εναλλακτικής μεθόδου αποτίμησης σε σχέση με την περιλαμβανόμενη στην αποτίμηση 3 δεν είναι, αυτή καθεαυτήν, ικανή να θέσει υπό αμφισβήτηση το κύρος της τελευταίας αυτής αποτίμησης ούτε, ως εκ τούτου, να επηρεάσει τη νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης.

176    Κατά συνέπεια, ο τρίτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε προσβολή του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη

177    Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι το ΕΣΕ προσέβαλε το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη, καθόσον χαρακτήρισε ως εμπιστευτικά ορισμένα ουσιώδη μέρη της αποτίμησης 3, γεγονός που τους εμπόδισε να ασκήσουν την υπό κρίση προσφυγή με τις αναγκαίες εγγυήσεις και προσέβαλε τα δικαιώματά τους άμυνας. Προσάπτουν στο ΕΣΕ ότι παρέλειψε τις πληροφορίες σχετικά με τις προβλέψεις για νομικούς κινδύνους που περιλαμβάνονταν στην αποτίμηση 3.

178    Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι οι περιστάσεις βάσει των οποίων το ΕΣΕ κατέληξε στην έγκριση του καθεστώτος εξυγίανσης παραμένουν άγνωστες και ότι το ΕΣΕ εξακολουθεί να παραλείπει ουσιώδεις για την άμυνά τους πληροφορίες, με συνέπεια ότι η σύνταξη έκθεσης εμπειρογνωμοσύνης για λογαριασμό τους πραγματοποιήθηκε υπό λιγότερο ευνοϊκές συνθήκες σε σχέση με το γραφείο εκτιμήσεων, το οποίο είχε πρόσβαση σε πληροφορίες οι οποίες δεν δημοσιοποιήθηκαν. Επομένως, το ΕΣΕ βρισκόταν σε προνομιακή θέση έναντι των προσφευγόντων και παραβίασε την αρχή της ισότητας των όπλων.

179    Το ΕΣΕ και το Βασίλειο της Ισπανίας υποστηρίζουν ότι ο λόγος αυτός είναι απαράδεκτος. Το ΕΣΕ θεωρεί ότι οι προσφεύγοντες αμφισβητούν το κύρος αποφάσεων διακριτών από την προσβαλλόμενη απόφαση οι οποίες στερούνται σημασίας για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας. Το Βασίλειο της Ισπανίας φρονεί ότι ο λόγος αυτός στηρίζεται σε έναν γενικό ισχυρισμό στερούμενο δικαιολόγησης.

180    Κατά πρώτον, όσον αφορά την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, το άρθρο 47, πρώτο εδάφιο, του Χάρτη ορίζει ότι κάθε πρόσωπο του οποίου παραβιάστηκαν τα δικαιώματα και οι ελευθερίες που διασφαλίζονται από το δίκαιο της Ένωσης έχει δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον δικαστηρίου, τηρουμένων των προϋποθέσεων που προβλέπονται στο συγκεκριμένο άρθρο. Από τη νομολογία του Δικαστηρίου προκύπτει ότι η αποτελεσματικότητα του δικαστικού ελέγχου την οποία εγγυάται η ως άνω διάταξη επιτάσσει, μεταξύ άλλων, να μπορεί ο ενδιαφερόμενος να υπερασπίζεται τα δικαιώματά του υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες και να αποφασίζει, έχοντας πλήρη γνώση όλων των στοιχείων, αν είναι σκόπιμο να προσφύγει ενώπιον του αρμόδιου δικαστή στρεφόμενος κατά συγκεκριμένης οντότητας (βλ. απόφαση της 29ης Απριλίου 2021, Banco de Portugal κ.λπ., C‑504/19, EU:C:2021:335, σκέψη 57 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

181    Εντούτοις, όπως προαναφέρθηκε στη σκέψη 151 ανωτέρω, από πάγια νομολογία προκύπτει ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα δεν είναι απόλυτα προνόμια, αλλά μπορούν να συνοδεύονται από περιορισμούς, υπό την προϋπόθεση ότι οι περιορισμοί αυτοί πράγματι ανταποκρίνονται σε σκοπούς γενικού συμφέροντος που επιδιώκει το επίμαχο μέτρο και δεν συνεπάγονται, λαμβανομένου υπόψη του επιδιωκόμενου σκοπού, υπέρμετρη και επαχθή επέμβαση που θίγει την ίδια την ουσία των κατ’ αυτόν τον τρόπο κατοχυρούμενων δικαιωμάτων (βλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, UBS Europe κ.λπ., C‑358/16, EU:C:2018:715, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

182    Τέτοιοι περιορισμοί μπορούν ιδίως να αποσκοπούν στην προστασία των απαιτήσεων εμπιστευτικότητας ή επαγγελματικού απορρήτου τις οποίες ενδέχεται να θίγει η πρόσβαση σε ορισμένες πληροφορίες ή σε ορισμένα έγγραφα (βλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, UBS Europe κ.λπ., C‑358/16, EU:C:2018:715, σκέψη 63 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

183    Σε περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ, αφενός, του συμφέροντος του προσώπου το οποίο αφορά μια βλαπτική πράξη να διαθέτει τις αναγκαίες πληροφορίες ώστε να είναι σε θέση να ασκήσει πλήρως τα δικαιώματα άμυνάς του και, αφετέρου, των συμφερόντων που συνδέονται με την τήρηση της εμπιστευτικότητας πληροφοριών που καλύπτονται από την υποχρέωση τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου, εναπόκειται στις αρμόδιες αρχές να αναζητούν, αναλόγως των περιστάσεων της κάθε υπόθεσης, την ισορροπία μεταξύ των ως άνω αντικρουόμενων συμφερόντων (βλ. απόφαση της 13ης Σεπτεμβρίου 2018, UBS Europe κ.λπ., C‑358/16, EU:C:2018:715, σκέψη 69 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

184    Επισημαίνεται ότι το άρθρο 88, παράγραφος 5, του κανονισμού 806/2014 ορίζει τα εξής:

«Πριν από τη δημοσιοποίηση οποιασδήποτε πληροφορίας το [ΕΣΕ] μεριμνά ώστε αυτή να μην περιλαμβάνει εμπιστευτικές πληροφορίες, ιδίως μέσω της εκτίμησης των ενδεχόμενων συνεπειών της δημοσιοποίησης αυτής στο δημόσιο συμφέρον όσον αφορά τη χρηματοοικονομική, νομισματική ή οικονομική πολιτική, στα εμπορικά συμφέροντα φυσικών και νομικών προσώπων και στον σκοπό των επιθεωρήσεων, ερευνών και ελέγχων. Η διαδικασία εξακρίβωσης των συνεπειών της δημοσιοποίησης πληροφοριών περιλαμβάνει ειδική στάθμιση των συνεπειών κάθε δημοσιοποίησης του περιεχομένου και των λεπτομερειών των σχεδίων εξυγίανσης που αναφέρονται στα άρθρα 8 και 9[του κανονισμού 806/2014], των πορισμάτων κάθε αξιολόγησης που διενεργείται σύμφωνα με το άρθρο 10 [του κανονισμού αυτού] ή του σχεδίου εξυγίανσης που αναφέρεται στο άρθρο 18[του ίδιου κανονισμού].»

185    Πρώτον, όσον αφορά τη μη δημοσιοποίηση ορισμένων πληροφοριών σχετικών με τις προβλέψεις για νομικούς κινδύνους που περιλαμβάνονταν στην αποτίμηση 3, το ΕΣΕ, στην προσβαλλόμενη απόφαση, εξέθεσε ότι, προκειμένου να δημοσιευθεί μη εμπιστευτικό κείμενο της αποτίμησης 3, η τελευταία είχε υποστεί περικοπές δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 5, του κανονισμού 806/2014, με σκοπό να προστατευθούν οι εμπιστευτικές πληροφορίες που αφορούσαν την Banco Popular και οι οποίες καλύπτονταν από το επαγγελματικό απόρρητο. Επισήμανε ότι οι απαλειφθείσες πληροφορίες ήταν μόνο συγκεκριμένες επιμέρους εκτιμήσεις και ισχυρισμοί στο σημείο 4.9 της αποτίμησης 3, σχετικά με τις προβλέψεις για νομικούς κινδύνους, αλλά ότι οι πληροφορίες σχετικά με τη φύση και την πηγή συγκεκριμένων αξιώσεων καθώς και με τις συνολικές εκτιμώμενες ρευστοποιήσεις δεν είχαν απαλειφθεί. Το ΕΣΕ διευκρίνισε ότι οι απαλειφθείσες πληροφορίες πόρρω απείχαν από το να αποτελούν δημόσιες πληροφορίες και αφορούσαν, σε ορισμένο βαθμό, το μέλλον και ότι η δημοσιοποίησή τους θα μπορούσε να θίξει τα δικαιώματα άμυνας της Banco Popular στο πλαίσιο εν εξελίξει ένδικων διαδικασιών. Το ΕΣΕ επισήμανε ότι, βάσει της διαβούλευσης με την Banco Popular και κατόπιν στάθμισης μεταξύ των συμφερόντων των θιγόμενων μετόχων και πιστωτών και της υποχρέωσής του να μη δημοσιοποιήσει πληροφορίες καλυπτόμενες από το επαγγελματικό απόρρητο, είχε απαλείψει περιορισμένο αριθμό πληροφοριών που περιλαμβάνονταν στο σημείο 4.9 της αποτίμησης 3.

186    Πάντως, επισημαίνεται ότι οι προσφεύγοντες δεν αμφισβητούν την εκτίμηση του ΕΣΕ ότι τα απαλειφθέντα στοιχεία σχετικά με τις προβλέψεις για νομικούς κινδύνους που περιλαμβάνονται στην αποτίμηση 3 καλύπτονταν από το επαγγελματικό απόρρητο και ήταν εμπιστευτικά. Δεν αμφισβητούν την υποχρέωση του ΕΣΕ να προστατεύει τα εμπιστευτικά στοιχεία η οποία απορρέει από το άρθρο 88, παράγραφος 5, του κανονισμού 806/2014.

187    Επιπλέον, οι προσφεύγοντες δεν προβάλλουν κανένα επιχείρημα ικανό να αποδείξει ότι το συμφέρον τους να έχουν στη διάθεσή τους τις πληροφορίες αυτές έπρεπε να υπερισχύσει της τήρησης του επαγγελματικού απορρήτου και ότι τα στοιχεία που απαλείφθηκαν στην αποτίμηση 3 σχετικά με τις προβλέψεις για νομικούς κινδύνους είναι αναγκαία για την κατανόηση της προσβαλλόμενης απόφασης ή για την άσκηση του δικαιώματός τους σε πραγματική ένδικη προσφυγή.

188    Δεύτερον, όσον αφορά το επιχείρημα σχετικά με τη μη δημοσιοποίηση ορισμένων πληροφοριών σχετικών με το καθεστώς εξυγίανσης, αρκεί η επισήμανση ότι οι προσφεύγοντες δεν προσδιορίζουν τις πληροφορίες που χαρακτηρίζουν «ουσιώδεις».

189    Επιπλέον, οι προσφεύγοντες δεν εξηγούν σε ποιον βαθμό οι πληροφορίες σχετικά με το καθεστώς εξυγίανσης, τον σχετικό με αυτό φάκελο ή τις περιστάσεις που οδήγησαν στην έγκρισή του είναι κρίσιμες για την αμφισβήτηση της προσβαλλόμενης απόφασης.

190    Επομένως, το επιχείρημα των προσφευγόντων περί προσβολής του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής πρέπει να απορριφθεί.

191    Κατά δεύτερον, κατά τη νομολογία, η αρχή της ισότητας των όπλων, η οποία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της κατοχυρούμενης στο άρθρο 47 του Χάρτη αρχής της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας των δικαιωμάτων που οι ιδιώτες αντλούν από το δίκαιο της Ένωσης, καθόσον αποτελεί επακόλουθο, όπως μεταξύ άλλων η αρχή της εκατέρωθεν ακροάσεως, της ίδιας της έννοιας της δίκαιης δίκης, συνεπάγεται την υποχρέωση να παρέχεται σε καθέναν από τους διαδίκους η εύλογη δυνατότητα να εκθέσει την άποψή του, συμπεριλαμβανομένων των αποδεικτικών του στοιχείων, υπό συνθήκες που δεν τον περιάγουν σε σαφώς μειονεκτική θέση έναντι του αντιδίκου (βλ. αποφάσεις της 16ης Οκτωβρίου 2019, Glencore Agriculture Hungary, C‑189/18, EU:C:2019:861, σκέψη 61 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 12ης Ιουλίου 2022, Nord Stream 2 κατά Κοινοβουλίου και Συμβουλίου, C‑348/20 P, EU:C:2022:548, σκέψη 128 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

192    Σκοπός της αρχής αυτής είναι η διασφάλιση της δικονομικής ισορροπίας μεταξύ των διαδίκων στην ένδικη διαδικασία, ώστε να εξασφαλίζεται η ισότητα των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των διαδίκων αυτών όσον αφορά, μεταξύ άλλων, τους κανόνες που διέπουν τη διεξαγωγή των αποδείξεων και την κατ’ αντιμωλίαν διαδικασία ενώπιον του δικαστή, καθώς και τα δικαιώματα άσκησης ένδικων βοηθημάτων από τους εν λόγω διαδίκους. Για να τηρηθούν οι σχετικές με το δικαίωμα για δίκαιη δίκη επιταγές, πρέπει οι διάδικοι να γνωρίζουν και να μπορούν να συζητήσουν κατ’ αντιμωλίαν τόσο τα πραγματικά όσο και τα νομικά στοιχεία που έχουν αποφασιστική σημασία για την έκβαση της διαδικασίας (βλ. απόφαση της 16ης Οκτωβρίου 2019, Glencore Agriculture Hungary, C‑189/18, EU:C:2019:861, σκέψη 62 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

193    Αρκεί, όμως, να επισημανθεί ότι, δεδομένου ότι η διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης δεν είναι ένδικη, αλλά διοικητική, και δεδομένου ότι το ΕΣΕ δεν αποτελεί δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 47 του Χάρτη, η διάταξη αυτή δεν έχει εφαρμογή εν προκειμένω και οι προσφεύγοντες δεν μπορούν βασίμως να προβάλουν παραβίαση της αρχής της ισότητας των όπλων (βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 11ης Μαΐου 2017, Deza κατά ECHA, T‑115/15, EU:T:2017:329, σκέψη 213).

194    Εν πάση περιπτώσει, οι προσφεύγοντες δεν μπορούν να ισχυρίζονται ότι έπρεπε να διαθέτουν τις ίδιες πληροφορίες με το γραφείο εκτιμήσεων προκειμένου να ζητήσουν τη διενέργεια αποτίμησης από εμπειρογνώμονα. Πράγματι, ο κανονισμός 806/2014 δεν προβλέπει τη διενέργεια αποτίμησης από εμπειρογνώμονα οριζόμενο από τους προσφεύγοντες, το δε αποτέλεσμα μιας τέτοιας αποτίμησης δεν μπορεί να επιβληθεί στο ΕΣΕ. Επομένως, οι προσφεύγοντες δεν μπορούν να αξιώσουν ίση μεταχείριση μεταξύ του γραφείου εκτιμήσεων και των δικών τους εμπειρογνωμόνων όσον αφορά την πρόσβαση σε εμπιστευτικές πληροφορίες και δεν μπορούν να συναγάγουν εντεύθεν το συμπέρασμα ότι το ΕΣΕ βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με αυτούς στην παρούσα διαδικασία.

195    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 και στο άρθρο 52, παράγραφος 1, του Χάρτη, καθώς και στο άρθρο 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 1 της ΕΣΔΑ

196    Οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση προσβάλλει το δικαίωμα ιδιοκτησίας των πρώην μετόχων της Banco Popular στο μέτρο που δεν έλαβαν δίκαιη αποζημίωση για τη βλάβη που υπέστησαν. Υποστηρίζουν ότι η προσβολή του δικαιώματός τους ιδιοκτησίας δεν ήταν σύμφωνη με τις απαιτήσεις του άρθρου 17 του Χάρτη, καθόσον δεν επήλθε στις «περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στο νόμο». Θεωρούν ότι, μολονότι ο νόμος προβλέπει το δικαίωμα για δίκαιη αποζημίωση, δεν έλαβαν τέτοια αποζημίωση, ενώ η έκθεση εμπειρογνωμοσύνης που επισυνάπτεται στα δικόγραφα των προσφυγών αποδεικνύει ότι οι πρώην μέτοχοι της Banco Popular θα είχαν τύχει καλύτερης μεταχείρισης στο πλαίσιο κανονικής διαδικασίας αφερεγγυότητας σε σχέση με εκείνη που τους επιφυλάχθηκε στο πλαίσιο της εξυγίανσης. Οι προσφεύγοντες φρονούν ότι, χωρίς την καταβολή ποσού το οποίο να τελεί σε εύλογη σχέση με την αξία του αγαθού, η στέρηση της ιδιοκτησίας θα συνιστούσε προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας που κατοχυρώνεται στο άρθρο 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 1 της ΕΣΔΑ.

197    Υπενθυμίζεται ότι το άρθρο 17, παράγραφος 1, του Χάρτη προβλέπει τα εξής:

«Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα να είναι κύριος των νομίμως κτηθέντων αγαθών του, να τα χρησιμοποιεί, να τα διαθέτει και να τα κληροδοτεί. Κανείς δεν μπορεί να στερείται την ιδιοκτησία του, παρά μόνο για λόγους δημόσιας ωφέλειας, στις περιπτώσεις και υπό τις προϋποθέσεις που προβλέπονται στον νόμο και έναντι δίκαιης και έγκαιρης αποζημίωσης για την απώλειά της. Η χρήση των αγαθών μπορεί να υπόκειται σε περιορισμούς από τον νόμο, εφόσον αυτό είναι αναγκαίο προς το γενικό συμφέρον.»

198    Η αρχή κατά την οποία κανένας πιστωτής δεν μπορεί να τύχει χειρότερης μεταχείρισης, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 15, παράγραφος 1, στοιχείο ζʹ, του κανονισμού 806/2014, προβλέπει ότι κανένας πιστωτής δεν υφίσταται μεγαλύτερες ζημίες από εκείνες που θα είχε υποστεί εάν το υπό εξυγίανση ίδρυμα είχε εκκαθαριστεί υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.

199    Εάν, κατόπιν της αποτίμησης που διενεργήθηκε δυνάμει του άρθρου 20, παράγραφος 16, του κανονισμού 806/2014, αποδειχθεί ότι οι μέτοχοι ή οι πιστωτές υπέστησαν σημαντικότερες ζημίες στο πλαίσιο της εξυγίανσης από εκείνες που θα είχαν υποστεί κατά την εκκαθάριση σύμφωνα με κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας, το άρθρο 76, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του ίδιου κανονισμού προβλέπει ότι το ΕΣΕ μπορεί να χρησιμοποιήσει το ΕΤΕ για να τους αποζημιώσει.

200    Επομένως, ο κανονισμός 806/2014 θεσπίζει μηχανισμό για τη διασφάλιση της δίκαιης αποζημίωσης των μετόχων ή των πιστωτών της υπό εξυγίανση οντότητας, σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 17, παράγραφος 1, του Χάρτη [απόφαση της 1ης Ιουνίου 2022, Algebris (UK) και Anchorage Capital Group κατά Επιτροπής, T‑570/17, EU:T:2022:314, σκέψη 415].

201    Εν προκειμένω, για να διαπιστωθεί ενδεχόμενη προσβολή του δικαιώματός τους ιδιοκτησίας ως απόρροια της προσβαλλόμενης απόφασης, οι προσφεύγοντες πρέπει να αποδείξουν ότι το ΕΣΕ υπέπεσε σε πρόδηλη πλάνη εκτιμήσεως καταλήγοντας στο συμπέρασμα, βάσει της αποτίμησης 3, ότι οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές της Banco Popular δεν θα είχαν τύχει καλύτερης μεταχείρισης στο πλαίσιο κανονικής διαδικασίας αφερεγγυότητας απ’ ό,τι στο πλαίσιο της εξυγίανσης.

202    Από την απόρριψη όμως των τεσσάρων πρώτων λόγων ακυρώσεως προκύπτει ότι οι προσφεύγοντες δεν απέδειξαν την ύπαρξη τέτοιας πλάνης.

203    Η Aeris Invest αβασίμως υποστηρίζει ότι το ΕΣΕ παρέβη το άρθρο 17 του Χάρτη, στο μέτρο που η αξία της αποζημίωσης βάσει της αρχής ότι κανένας πιστωτής δεν μπορεί να τύχει χειρότερης μεταχείρισης υπολογίστηκε βάσει του χειρότερου δυνατού σεναρίου για τους μετόχους, ήτοι της διαδικασίας εκκαθάρισης της Banco Popular. Συγκεκριμένα, αρκεί η υπόμνηση ότι από την ανάλυση του πρώτου σκέλους του πρώτου λόγου ακυρώσεως προκύπτει ότι η εφαρμογή ενός αντίστροφου σεναρίου εκκαθάρισης είναι σύμφωνη με τις εφαρμοστέες διατάξεις.

204    Επιπλέον, στο πλαίσιο του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, οι προσφεύγοντες υποστηρίζουν απλώς ότι η έκθεση εμπειρογνωμοσύνης που επισυνάπτεται στα δικόγραφα της προσφυγής αποδεικνύει ότι οι θιγόμενοι μέτοχοι και πιστωτές θα είχαν τύχει καλύτερης μεταχείρισης στο πλαίσιο κανονικής διαδικασίας αφερεγγυότητας σε σχέση με εκείνη που τους επιφυλάχθηκε στο πλαίσιο της εξυγίανσης.

205    Όμως, συναφώς, αρκεί να υπομνησθεί ότι η έκθεση εμπειρογνωμοσύνης που επισυνάπτεται στα δικόγραφα των προσφυγών, καθόσον περιέχει αποτίμηση της Banco Popular ως επιχείρησης υπό συνθήκες συνεχιζόμενης δραστηριότητας, δεν ασκεί επιρροή στο μέτρο που στηρίζεται στην εσφαλμένη παραδοχή ότι η Banco Popular θα μπορούσε να εξακολουθήσει τις δραστηριότητές της. Επομένως, η έκθεση αυτή δεν μπορεί, εν πάση περιπτώσει, να αποδείξει ότι, στο αντίστροφο σενάριο εκκαθάρισης υπό κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, οι πιστωτές της Banco Popular θα είχαν τύχει καλύτερης μεταχείρισης απ’ ό,τι στο πλαίσιο της εξυγίανσης και ότι εξ αυτού θα προέκυπτε διαφορετική μεταχείριση η οποία θα καθιστούσε αναγκαία την καταβολή αποζημίωσης.

206    Εκτός αυτού, η Aeris Invest υποστηρίζει ότι, προκειμένου να κριθεί αν η αποζημίωση είναι επαρκής κατά την έννοια του άρθρου 17 του Χάρτη, πρέπει να εξεταστεί το σύστημα αποζημίωσης που προβλέπει ο κανονισμός 806/2014 στο σύνολό του. Αφενός μεν, το άρθρο 20, παράγραφοι 11 και 12, του κανονισμού 806/2014 προβλέπει αποζημίωση υπολογιζόμενη βάσει της καθαρής αξίας των στοιχείων ενεργητικού, κατόπιν οριστικής αποτίμησης, αφετέρου δε, το άρθρο 20, παράγραφος 16, και το άρθρο 76, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του ίδιου κανονισμού προβλέπουν αποζημίωση βάσει της αρχής ότι κανένας πιστωτής δεν μπορεί να τύχει χειρότερης μεταχείρισης. Πρόκειται για δύο συμπληρωματικά στάδια, καθόσον η αποζημίωση βάσει της αρχής ότι κανένας πιστωτής δεν μπορεί να τύχει χειρότερης μεταχείρισης δεν θα ήταν πλήρης χωρίς αποζημίωση υπολογιζόμενη βάσει της καθαρής αξίας των στοιχείων ενεργητικού. Εν προκειμένω, όμως, το ΕΣΕ απέκλεισε τη δυνατότητα τέτοιας αποζημίωσης, λαμβανομένου υπόψη του εργαλείου εξυγίανσης που χρησιμοποιήθηκε.

207    Όπως επισημαίνει το ΕΣΕ, το επιχείρημα αυτό της Aeris Invest στηρίζεται σε εσφαλμένη ερμηνεία του κανονισμού 806/2014. Το άρθρο 20, παράγραφος 12, του κανονισμού 806/2014 δεν καθιερώνει μηχανισμό αποζημίωσης, αλλά προβλέπει τροποποίηση των μέτρων εξυγίανσης εάν η εκ των υστέρων αποτίμηση βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 11, του ίδιου κανονισμού καταλήξει σε αποτέλεσμα διαφορετικό από εκείνο της προσωρινής αποτίμησης. Η αποζημίωση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 76, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 806/2014 και τα μέτρα που προβλέπει το άρθρο 20, παράγραφος 12, του ίδιου κανονισμού έχουν διαφορετικούς σκοπούς και δεν αποτελούν συμπληρωματικά μέτρα.

208    Επιπλέον, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η εφαρμογή του εργαλείου πώλησης δραστηριοτήτων, το οποίο αποτελεί το εργαλείο εξυγίανσης που εγκρίθηκε όσον αφορά την Banco Popular, δεν περιλαμβάνεται στις περιπτώσεις του άρθρου 20, παράγραφος 12, του κανονισμού 806/2014 στις οποίες μπορεί να καταβληθεί αποζημίωση κατόπιν εκ των υστέρων οριστικής αποτίμησης [αποφάσεις της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Aeris Invest κατά ΕΣΕ, C‑874/19 P, EU:C:2021:1040, σκέψη 81, και της 21ης Δεκεμβρίου 2021, Algebris (UK) και Anchorage Capital Group κατά ΕΣΕ, C‑934/19 P, EU:C:2021:1042, σκέψη 92].

209    Εν πάση περιπτώσει, διαπιστώνεται ότι η Aeris Invest δεν εξηγεί κατά πόσον η απουσία εκ των υστέρων οριστικής αποτίμησης βάσει του άρθρου 20, παράγραφος 11, του κανονισμού 806/2014 θα μπορούσε να μεταβάλει την εκτίμηση που περιλαμβάνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση όσον αφορά τη μη καταβολή της προβλεπόμενης στο άρθρο 76, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 806/2014 αποζημίωσης λόγω διαφορετικής μεταχείρισης.

210    Κατά συνέπεια, το επιχείρημα αυτό δεν μπορεί να επηρεάσει το κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης και είναι αλυσιτελές.

211    Τέλος, αντιθέτως προς όσα υποστηρίζει η Aeris Invest, ο υπολογισμός ενδεχόμενης αποζημίωσης δεν πραγματοποιήθηκε σε ημερομηνία πολύ μεταγενέστερη της απαλλοτρίωσης. Συγκεκριμένα, κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 20, παράγραφος 18, του κανονισμού 806/2014, το γραφείο εκτιμήσεων, στην αποτίμηση 3, στηρίχθηκε στην παραδοχή ότι η Banco Popular θα είχε υπαχθεί σε κανονική διαδικασία αφερεγγυότητας κατά τον χρόνο έγκρισης του καθεστώτος εξυγίανσης, εάν το καθεστώς αυτό δεν είχε εκτελεστεί. Επομένως, το γραφείο εκτιμήσεων δεν στηρίχθηκε σε αξία της Banco Popular μεταγενέστερη της εξυγίανσης.

212    Ως εκ τούτου, οι προσφεύγοντες και η Aeris Invest δεν απέδειξαν ότι η απόφαση του ΕΣΕ να μην τους χορηγήσει αποζημίωση κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 76, παράγραφος 1, στοιχείο εʹ, του κανονισμού 806/2014 συνιστά προσβολή του δικαιώματός τους ιδιοκτησίας.

213    Από τα προεκτεθέντα προκύπτει ότι ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως πρέπει να απορριφθεί.

 Επί του αιτήματος διεξαγωγής αποδείξεων

214    Οι προσφεύγοντες, με τα δικόγραφα των προσφυγών τους και απαντώντας σε μέτρο οργάνωσης της διαδικασίας, ζήτησαν από το Γενικό Δικαστήριο να διατάξει τη διεξαγωγή αποδείξεων, δυνάμει του άρθρου 88, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, με σκοπό την ακρόαση του συντάκτη της έκθεσης εμπειρογνωμοσύνης που επισυνάπτεται στα δικόγραφα των προσφυγών.

215    Όσον αφορά αιτήσεις που έχει υποβάλει διάδικος για τη λήψη μέτρων οργάνωσης της διαδικασίας ή τη διεξαγωγή αποδείξεων, υπενθυμίζεται ότι το Γενικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο να κρίνει κατά πόσον είναι ενδεχομένως αναγκαία η συμπλήρωση των πληροφοριακών στοιχείων τα οποία διαθέτει στις υποθέσεις ενώπιόν του [βλ. αποφάσεις της 4ης Μαρτίου 2021, Liaño Reig κατά Επιτροπής, C‑947/19 P EU:C:2021:172, σκέψη 98 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία, και της 1ης Ιουνίου 2022, Algebris (UK) και Anchorage Capital Group κατά Επιτροπής, T‑570/17, EU:T:2022:314, σκέψη 435 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

216    Όπως προκύπτει από τη νομολογία του Δικαστηρίου, ακόμη και όταν αίτημα εξέτασης μαρτύρων που διατυπώνεται στο δικόγραφο της προσφυγής αναφέρει με ακρίβεια τόσο τα πραγματικά περιστατικά για τα οποία επιβάλλεται η εξέταση μάρτυρα ή μαρτύρων όσο και τους λόγους που δικαιολογούν την εξέτασή τους, εναπόκειται στο Γενικό Δικαστήριο να εκτιμήσει τη σκοπιμότητα του αιτήματος σε σχέση με το αντικείμενο της διαφοράς και την αναγκαιότητα της εξέτασης των προτεινόμενων μαρτύρων (βλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Mamoli Robinetteria κατά Επιτροπής, C‑619/13 P, EU:C:2017:50, σκέψη 118 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία· απόφαση της 22ας Οκτωβρίου 2020, Silver Plastics και Johannes Reifenhäuser κατά Επιτροπής, C‑702/19 P, EU:C:2020:857, σκέψη 29).

217    Εν προκειμένω, επισημαίνεται ότι τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στη δικογραφία καθώς και οι διευκρινίσεις που δόθηκαν κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση επαρκούν για να μπορέσει το Γενικό Δικαστήριο να καταλήξει στην κρίση του, δεδομένου ότι είναι σε θέση να αποφανθεί επί τη βάσει των αιτημάτων, των λόγων ακυρώσεως και των επιχειρημάτων που προβλήθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης και λαμβανομένων υπόψη των εγγράφων που προσκόμισαν οι διάδικοι.

218    Επομένως, το αίτημα των προσφευγόντων περί διεξαγωγής αποδείξεων πρέπει να απορριφθεί, καθώς και η προσφυγή στο σύνολό της.

 Επί των δικαστικών εξόδων

219    Κατά το άρθρο 134, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, ο ηττηθείς διάδικος καταδικάζεται στα δικαστικά έξοδα, εφόσον υπάρχει σχετικό αίτημα του νικήσαντος διαδίκου. Δεδομένου ότι οι προσφεύγοντες ηττήθηκαν, πρέπει να φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το ΕΣΕ, σύμφωνα με το σχετικό αίτημα του τελευταίου.

220    Δυνάμει του άρθρου 138, παράγραφος 1, του Κανονισμού Διαδικασίας, τα κράτη μέλη και τα όργανα που παρεμβαίνουν στη δίκη φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους. Συνεπώς, το Βασίλειο της Ισπανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

221    Κατά το άρθρο 138, παράγραφος 3, του Κανονισμού Διαδικασίας, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί να αποφασίσει ότι ο παρεμβαίνων, ακόμη και όταν είναι άλλος από τους αναφερόμενους στις παραγράφους 1 και 2 του άρθρου αυτού, φέρει τα δικαστικά έξοδά του. Εν προκειμένω, η Aeris Invest, η οποία παρενέβη υπέρ των προσφευγόντων στην υπόθεση T‑302/20, φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

Για τους λόγους αυτούς,

ΤΟ ΓΕΝΙΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (τρίτο πενταμελές τμήμα)

αποφασίζει:

1)      Απορρίπτει τις προσφυγές.

2)      Στην υπόθεση T302/20, ο Antonio Del Valle Ruíz και οι λοιποί προσφεύγοντες των οποίων τα ονόματα παρατίθενται στο παράρτημα, στην υπόθεση T303/20, ο José María Arias Mosquera και οι λοιποί προσφεύγοντες των οποίων τα ονόματα παρατίθενται στο παράρτημα και, στην υπόθεση T307/20, η Calatrava Real State 2015, SL, φέρουν τα δικαστικά έξοδά τους καθώς και τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκε το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ).

3)      Το Βασίλειο της Ισπανίας φέρει τα δικαστικά έξοδά του.

4)      Η Aeris Invest Sàrl φέρει τα δικαστικά έξοδά της.

van der Woude

De Baere

Steinfatt

Kecsmár

 

      Kingston

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο Λουξεμβούργο στις 22 Νοεμβρίου 2023.

(υπογραφές)


Περιεχόμενα


Ιστορικό της διαφοράς

Αιτήματα των διαδίκων

Σκεπτικό

Επί του πρώτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 15, παράγραφος 1, στοιχείο  αʹ, του κανονισμού 806/2014

Επί του δεύτερου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε παράβαση του άρθρου 20, παράγραφος 16, του κανονισμού 806/2014

Επί του πρώτου σκέλους, που αφορά τον καθορισμό του αντίστροφου σεναρίου

– Επί της πρώτης αιτίασης, με την οποία αμφισβητείται η χρήση σεναρίου εκκαθάρισης

– Επί της δεύτερης αιτίασης, η οποία βάλλει κατά της μεταβίβασης των στοιχείων του ενεργητικού μεμονωμένα ή ανά χαρτοφυλάκιο

Επί του δεύτερου σκέλους, σχετικά με την ανεξαρτησία του γραφείου εκτιμήσεων

Επί του τρίτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε προσβολή του δικαιώματος ακρόασης που κατοχυρώνεται στο άρθρο 41, παράγραφος 2, του Χάρτη

Επί του τέταρτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε προσβολή του δικαιώματος πραγματικής προσφυγής το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 47 του Χάρτη

Επί του πέμπτου λόγου ακυρώσεως, ο οποίος στηρίζεται σε προσβολή του δικαιώματος ιδιοκτησίας το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 17 και στο άρθρο 52 παράγραφος 1, του Χάρτη, καθώς και στο άρθρο 1 του πρωτοκόλλου αριθ. 1 της ΕΣΔΑ

Επί του αιτήματος διεξαγωγής αποδείξεων

Επί των δικαστικών εξόδων


*      Γλώσσα διαδικασίας: η ισπανική.


1      Ο κατάλογος των λοιπών προσφευγόντων παρατίθεται ως παράρτημα μόνο στο κείμενο που κοινοποιείται στους διαδίκους.


2      Ο κατάλογος των λοιπών προσφευγόντων παρατίθεται ως παράρτημα μόνο στο κείμενο που κοινοποιείται στους διαδίκους.