Language of document : ECLI:EU:T:2021:201

Υπόθεση T539/13 RENV

Inclusion Alliance for Europe GEIE

κατά

Ευρωπαϊκής Επιτροπής

 Διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου (τέταρτο τμήμα) της 20ής Απριλίου 2021

«Προσφυγή ακυρώσεως και αγωγή αποζημιώσεως – Έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο δραστηριοτήτων έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης (2007‑2013) – Έργα MARE, Senior και ECRN – Απόφαση της Επιτροπής να προβεί στην ανάκτηση των αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών – Προσφεύγων που έπαυσε να ανταποκρίνεται στις οχλήσεις του Γενικού Δικαστηρίου – Κατάργηση της δίκης»

1.      Προσφυγή ακυρώσεως – Έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο για την έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη (20072013) – Πρόγραμμα-πλαίσιο για την ανταγωνιστικότητα και την καινοτομία (20072013) – Έργα MARE, Senior και ECRN – Απόφαση της Επιτροπής να προβεί στην ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών – Διαδικασίες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου – Αδράνεια του προσφεύγοντος – Κατάργηση της δίκης

(Άρθρο 263 ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 131 § 2)

(βλ. σκέψεις 13-28)

2.      Αγωγή αποζημιώσεως – Έβδομο πρόγραμμα-πλαίσιο για την έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη (20072013) – Πρόγραμμα-πλαίσιο για την ανταγωνιστικότητα και την καινοτομία (20072013) – Projets MARE, Senior και ECRN – Απόφαση της Επιτροπής να προβεί στην ανάκτηση αχρεωστήτως καταβληθέντων ποσών – Διαδικασίες ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου και του Δικαστηρίου – Αδράνεια του προσφεύγοντος – Κατάργηση της δίκης

(Άρθρο 263ΕΚ· Κανονισμός Διαδικασίας του Γενικού Δικαστηρίου, άρθρο 131 § 2)

(βλ. σκέψεις 13-28)

Σύνοψη

Η προσφεύγουσα-ενάγουσα (στο εξής: προσφεύγουσα) Inclusion Alliance for Europe GEIE είναι εταιρία εγκατεστημένη στη Ρουμανία που ασκεί τη δραστηριότητά της στον τομέα της υγείας και της κοινωνικής επανένταξης. Κατά τα έτη 2007 και 2008, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σύναψε με την προσφεύγουσα τρεις συμβάσεις επιχορηγήσεως (1), στο πλαίσιο δύο προγραμμάτων για δραστηριότητες έρευνας, τεχνολογικής ανάπτυξης και επίδειξης καθώς και για την ανταγωνιστικότητα και την καινοτομία.

Στις 17 Ιουλίου 2013, κατόπιν πολλαπλών ελέγχων από τους οποίους προέκυψε ότι η οικονομική διαχείριση των επίμαχων έργων είχε πραγματοποιηθεί χωρίς να τηρηθούν οι συμβατικοί όροι και οι όροι των αντίστοιχων προγραμμάτων, η Επιτροπή εξέδωσε απόφαση για την ανάκτηση μέρους των οικονομικών ενισχύσεων που εισέπραξε η προσφεύγουσα-ενάγουσα στο πλαίσιο των ως άνω συμβάσεων, καθώς και τόκους υπερημερίας επί των ποσών αυτών (στο εξής: προσβαλλόμενη απόφαση) (2).

Η προσφεύγουσα άσκησε ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου προσφυγή-αγωγή με αίτημα την ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης (3) και την καταβολή αποζημίωσης από την Επιτροπή λόγω της ζημίας και της ηθικής βλάβης που προέβαλε ότι υπέστη εξαιτίας της προσβαλλόμενης απόφασης (4). Μετά την απόρριψη της προσφυγής της με διάταξη του Γενικού Δικαστηρίου (στο εξής: αρχική διάταξη) (5), η προσφεύγουσα άσκησε ενώπιον του Δικαστηρίου αναίρεση κατά της αρχικής διάταξης και υπέβαλε αίτηση ασφαλιστικών μέτρων, με αίτημα την αναστολή εκτέλεσης της αρχικής διάταξης και της προσβαλλόμενης απόφασης.

Μετά την απόρριψη της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων (6), το Δικαστήριο, αποφαινόμενο επί της αιτήσεως αναιρέσεως, αναίρεσε την αρχική διάταξη, με το σκεπτικό ότι το Γενικό Δικαστήριο υπέπεσε σε πλάνη περί το δίκαιο καθόσον έκρινε ότι, στο πλαίσιο προσφυγής ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ, ο δικαστής της Ένωσης έπρεπε να εκτιμήσει τη νομιμότητα της εν λόγω πράξεως μόνον υπό το πρίσμα του δικαίου της Ένωσης και ότι η μη εκτέλεση των ρητρών της σύμβασης ή η παράβαση του εφαρμοστέου στη σύμβαση δικαίου μπορούσαν να προβληθούν μόνο στο πλαίσιο αγωγής ασκηθείσας δυνάμει του άρθρου 272 ΣΛΕΕ (στο εξής: απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως) (7).

Επειδή η διαφορά δεν ήταν ώριμη προς εκδίκαση, το Δικαστήριο ανέπεμψε την υπόθεση στο Γενικό Δικαστήριο. Η απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως επιδόθηκε στους διαδίκους (8), και, συγκεκριμένα, όσον αφορά την προσφεύγουσα, στον νόμιμο εκπρόσωπό της. Εν συνεχεία, το Γενικό Δικαστήριο κάλεσε επανειλημμένως τους διαδίκους, ιδίως δε τον νόμιμο εκπρόσωπο και τον δικηγόρο της προσφεύγουσας, να καταθέσουν γραπτές παρατηρήσεις επί των συμπερασμάτων που έπρεπε να συναχθούν από την απόφαση επί της αιτήσεως αναιρέσεως για την επίλυση της διαφοράς. Έχοντας διαπιστώσει ότι η προσφεύγουσα είχε παύσει να ανταποκρίνεται στις οχλήσεις του, το Γενικό Δικαστήριο ζήτησε από τους διαδίκους να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του ενδεχομένου να διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως, με αιτιολογημένη διάταξη, ότι η δίκη πρέπει να καταργηθεί (9).

Ωστόσο, μετά τη λήξη της ταχθείσας προθεσμίας, περιήλθε στο Γενικό Δικαστήριο επιστολή από δικηγόρο, ο οποίος δήλωσε ότι εκπροσωπούσε την προσφεύγουσα και ζητούσε να του επιτραπεί να υποβάλει παρατηρήσεις εκ μέρους της εντός καθορισμένης προθεσμίας, εξηγώντας ότι η προσφεύγουσα δεν είχε ενημερωθεί για τις τελευταίες επιδόσεις του Γενικού Δικαστηρίου προς αυτήν λόγω των «προβλημάτων επικοινωνίας» και των «επιπτώσεων της πανδημίας».

Με τη διάταξή του, το Γενικό Δικαστήριο διαπίστωσε ότι πρέπει να καταργηθεί η δίκη επί της διαφοράς που έχει τεθεί στην κρίση του.

Εκτίμηση του Γενικού Δικαστηρίου

Στο πλαίσιο αυτό, το Γενικό Δικαστήριο υπενθυμίζει ότι, εάν ο προσφεύγων παύσει να ανταποκρίνεται στις οχλήσεις, το Γενικό Δικαστήριο μπορεί, αφού ακούσει τους διαδίκους, να διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως, με αιτιολογημένη διάταξη, την κατάργηση της δίκης.

Κατά το Γενικό Δικαστήριο, η διαπίστωση αυτή δεν μπορεί να ανατραπεί λόγω της επιστολής του νέου δικηγόρου της προσφεύγουσας, η οποία περιήλθε στο Γενικό Δικαστήριο δέκα ημέρες μετά τη λήξη της προθεσμίας που είχε ταχθεί στους διαδίκους για να υποβάλουν τις παρατηρήσεις τους επί του ενδεχομένου να διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως το Γενικό Δικαστήριο ότι η δίκη πρέπει να καταργηθεί. Πράγματι, απλώς αναφέρθηκε γενικώς σε «προβλήματα επικοινωνίας» και στις «επιπτώσεις της πανδημίας», χωρίς να παρέχει κανένα συγκεκριμένο και τεκμηριωμένο στοιχείο βάσει του οποίου να μπορεί να γίνει δεκτό ότι, λόγω των περιστάσεων αυτών, η προσφεύγουσα‑ενάγουσα δεν μπορούσε να απαντήσει με κανέναν τρόπο στις οχλήσεις του Γενικού Δικαστηρίου μετά την επίδοση της αναιρετικής απόφασης.

Επομένως, δεδομένης της αδράνειας της προσφεύγουσας και της απουσίας συγκεκριμένων εξηγήσεων εκ μέρους της που να δικαιολογούν ή να στηρίζουν τους λόγους αυτής της αδράνειας, το Γενικό Δικαστήριο διαπιστώνει ότι η δίκη πρέπει να καταργηθεί.


1      Αντιστοίχως «Senior – Social Ethical and Privacy Needs in ICT for Older People: a dialogue roadmap» (Senior – Απαιτήσεις κοινωνικής ηθικής και εμπιστευτικότητας στις Τεχνολογίες Πληροφοριών και Επικοινωνιών για ηλικιωμένους: μια βάση διαλόγου), «Market Requirements, Barriers and Cost-Benefits Aspects of Assistive Technologies» (Απαιτήσεις της αγοράς, εμπόδια και πτυχές κόστους-οφέλους της υποστηρικτικής τεχνολογίας) και «European Civil Registry Network» (Ευρωπαϊκό Δίκτυο Αρχείου Πληθυσμού).


2      Απόφαση C(2013) 4693 τελικό της Επιτροπής, της 17ης Ιουλίου 2013.


3      Δυνάμει του άρθρου 263 ΣΛΕΕ.


4      Δυνάμει του άρθρου 268 ΣΛΕΕ.


5      Διάταξη της 21ης Απριλίου 2016, Inclusion Alliance for Europe κατά Επιτροπής (T‑539/13, μη δημοσιευθείσα, EU:T:2016:235).


6      Διάταξη του Aντιπροέδρου του Δικαστηρίου της 6ης Σεπτεμβρίου 2016, Inclusion Alliance for Europe κατά Επιτροπής (C‑378/16 P-R, μη δημοσιευθείσα, EU:C:2016:668).


7      Απόφαση της 16ης Ιουλίου 2020, Inclusion Alliance for Europe κατά Επιτροπής (C‑378/16 P, EU:C:2020:575).


8      Δυνάμει του άρθρου 88 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.


9      Κατά το άρθρο 131, παράγραφος 2, του Κανονισμού Διαδικασίας, αν ο προσφεύγων παύσει να ανταποκρίνεται στις οχλήσεις του Γενικού Δικαστηρίου, το Γενικό Δικαστήριο δύναται, αφού ακούσει τους διαδίκους, να διαπιστώσει αυτεπαγγέλτως, με έκδοση αιτιολογημένης διάταξης, ότι η δίκη πρέπει να καταργηθεί.