Language of document : ECLI:EU:C:2021:187

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (πρώτο τμήμα)

της 10ης Μαρτίου 2021 (*)

[Κείμενο διορθωμένο με διάταξη της 13ης Απριλίου 2021]

«Προδικαστική παραπομπή – Επείγουσα προδικαστική διαδικασία – Δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις – Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης – Απόφαση-πλαίσιο 2002/584/ΔΕΥ – Άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ – Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης που εκδόθηκε από την εισαγγελία κράτους μέλους στο πλαίσιο ποινικής διώξεως, με βάση στερητικό της ελευθερίας μέτρο διαταχθέν από την ίδια αρχή – Έλλειψη δικαστικού ελέγχου πριν από την παράδοση του εκζητουμένου – Συνέπειες – Αποτελεσματική δικαστική προστασία – Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης»

Στην υπόθεση C‑648/20 PPU,

με αντικείμενο αίτηση προδικαστικής αποφάσεως δυνάμει του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, που υπέβαλε το Westminster Magistrates’ Court (πταισματοδικείο Westminster, Ηνωμένο Βασίλειο) με απόφαση της 26ης Νοεμβρίου 2020, η οποία περιήλθε στο Δικαστήριο την 1η Δεκεμβρίου 2020, στο πλαίσιο διαδικασίας που αφορά την εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης το οποίο εκδόθηκε κατά του

PI,

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ (πρώτο τμήμα),

συγκείμενο από τους J.-C. Bonichot, πρόεδρο τμήματος, R. Silva de Lapuerta, Αντιπρόεδρο του Δικαστηρίου, L. Bay Larsen, C. Toader (εισηγήτρια) και N. Jääskinen, δικαστές,

γενικός εισαγγελέας: J. Richard de la Tour

γραμματέας: C. Strömholm

έχοντας υπόψη την έγγραφη διαδικασία και κατόπιν της επ’ ακροατηρίου συζητήσεως της 27ης Ιανουαρίου 2021,

λαμβάνοντας υπόψη τις παρατηρήσεις που υπέβαλαν:

–        ο PI, εκπροσωπούμενος από την H. Malcolm, QC, και τον J. Kern, barrister, εντολέας των οποίων είναι ο S. Bisnauthsing, solicitor,

–        η Βουλγαρική Κυβέρνηση, εκπροσωπούμενη από τις L. Zaharieva και T. Tsingileva,

–        η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εκπροσωπούμενη από τον M. Wilderspin και την S. Grünheid,

αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα που ανέπτυξε τις προτάσεις του κατά τη συνεδρίαση της 11ης Φεβρουαρίου 2021,

εκδίδει την ακόλουθη

Απόφαση

1        Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της απόφασης-πλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών (ΕΕ 2002, L 190, σ. 1), όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση-πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009 (ΕΕ 2009, L 81, σ. 24) (στο εξής: απόφαση-πλαίσιο 2002/584), υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (στο εξής: Χάρτης).

2        Η αίτηση αυτή υποβλήθηκε στο πλαίσιο της εκτελέσεως, στο Ηνωμένο Βασίλειο, ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης το οποίο εκδόθηκε από τον rayonna prokuratura Svichtov (εισαγγελέα της περιφερειακής εισαγγελίας του Svichtov, Βουλγαρία) στο πλαίσιο ποινικής διώξεως κατά του PI.

 Το νομικό πλαίσιο

 Το δίκαιο της Ένωσης

3        Οι αιτιολογικές σκέψεις 5, 6, 10 και 12 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 έχουν ως εξής:

«(5)      Ο στόχος που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, να αποτελέσει ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, συνεπάγεται την κατάργηση της έκδοσης μεταξύ κρατών μελών και την αντικατάστασή της από σύστημα παράδοσης μεταξύ δικαστικών αρχών. Εξάλλου, η εισαγωγή ενός νέου απλουστευμένου συστήματος παράδοσης προσώπων που έχουν καταδικαστεί ή είναι ύποπτα, προς το σκοπό της εκτέλεσης καταδικαστικών ποινικών αποφάσεων ή ποινικής δίωξης επιτρέπει να αρθούν η πολυπλοκότητα και το ενδεχόμενο καθυστερήσεων που είναι εγγενή στις ισχύουσες διαδικασίες έκδοσης. Οι κλασικές σχέσεις συνεργασίας που ισχύουν μέχρι σήμερα μεταξύ κρατών μελών θα πρέπει να δώσουν τη θέση τους σε σύστημα ελεύθερης κυκλοφορίας τόσο των προδικαστικών όσο και των οριστικών ποινικών αποφάσεων, σε ένα χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης.

(6)      Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης το οποίο προβλέπει η παρούσα απόφαση-πλαίσιο αποτελεί την πρώτη περίπτωση συγκεκριμένης εφαρμογής, στον τομέα του ποινικού δικαίου, της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης που έχει χαρακτηρισθεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ως “ακρογωνιαίος λίθος” της δικαστικής συνεργασίας.

[…]

(10)      Ο μηχανισμός του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως βασίζεται σε υψηλό επίπεδο εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών. Η εφαρμογή του εν λόγω μηχανισμού δύναται να ανασταλεί μόνον στην περίπτωση σοβαρής και διαρκούς παραβίασης από κράτος μέλος των αρχών που διατυπώνονται στο άρθρο 6 παράγραφος 1 [ΕΕ], η οποία διαπιστώνεται από το Συμβούλιο κατ’ εφαρμογή του άρθρου 7 παράγραφος 1 [ΕΕ] με τις συνέπειες που προβλέπονται στην παράγραφο 2 του ιδίου άρθρου.

[…]

(12)      Η παρούσα απόφαση-πλαίσιο σέβεται τα θεμελιώδη δικαιώματα και τηρεί τις αρχές που αναγνωρίζονται από το άρθρο 6 [ΕΕ] και εκφράζονται στο χάρτη θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως δε στο κεφάλαιο VI αυτού. […]»

4        Το άρθρο 1 της ως άνω αποφάσεως-πλαισίου, με τίτλο «Ορισμός και υποχρέωση εκτέλεσης του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως», ορίζει τα ακόλουθα:

«1.      Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είναι δικαστική απόφαση η οποία εκδίδεται από κράτος μέλος προς το σκοπό της σύλληψης και της παράδοσης από άλλο κράτος μέλος προσώπου που καταζητείται για την άσκηση ποινικής δίωξης ή για την εκτέλεση ποινής ή μέτρου στερητικών της ελευθερίας.

2.      Τα κράτη μέλη εκτελούν κάθε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βάσει της αρχής της αμοιβαίας αναγνώρισης και σύμφωνα με τις διατάξεις της παρούσας απόφασης-πλαίσιο.

3.      H παρούσα απόφαση-πλαίσιο δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την τροποποίηση της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως διατυπώνονται στο άρθρο 6 [ΕΕ].»

5        Το άρθρο 2 της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο τιτλοφορείται «Πεδίο εφαρμογής του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως», ορίζει στην παράγραφο 1 τα ακόλουθα:

«Ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης μπορεί να εκδίδεται για πράξεις που τιμωρούνται από το δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης του σχετικού εντάλματος (εφεξής καλούμενο “κράτος έκδοσης του εντάλματος”) με στερητική της ελευθερίας ποινή ή με στερητικό της ελευθερίας μέτρο ασφαλείας ανώτατης διάρκειας τουλάχιστον δώδεκα μηνών ή, εάν έχει ήδη επιβληθεί ποινή ή μέτρο ασφαλείας, για απαγγελθείσες καταδίκες διάρκειας τουλάχιστον τεσσάρων μηνών.»

6        Κατά το άρθρο 6 της ίδιας αποφάσεως-πλαισίου, το οποίο επιγράφεται «Προσδιορισμός των αρμόδιων αρχών»:

«1.      Η δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους έκδοσης του εντάλματος που είναι αρμόδια για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους.

2.      Η δικαστική αρχή εκτέλεσης είναι η δικαστική αρχή του κράτους μέλους εκτέλεσης που είναι αρμόδια να εκτελέσει το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης δυνάμει του δικαίου αυτού του κράτους.

3.      Κάθε κράτος μέλος ενημερώνει τη Γενική Γραμματεία του Συμβουλίου σχετικά με τη δικαστική αρχή που είναι αρμόδια σύμφωνα με το εσωτερικό του δίκαιο.»

7        Το άρθρο 8 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, με τίτλο «Περιεχόμενο και τύπος του ευρωπαϊκού εντάλματος συλλήψεως», ορίζει στην παράγραφο 1 τα εξής:

«Το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης περιέχει τα ακόλουθα στοιχεία, τα οποία υποβάλλονται σύμφωνα με το έντυπο που περιλαμβάνεται στο παράρτημα:

[…]

γ)      ένδειξη ότι υπάρχει εκτελεστή απόφαση, ένταλμα σύλληψης ή οιαδήποτε άλλη εκτελεστή δικαστική απόφαση της αυτής ισχύος που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των άρθρων 1 και 2·

[…]».

 Το δίκαιο του Ηνωμένου Βασιλείου

8        Η διαδικασία εκτελέσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης διέπεται από τον Extradition Act 2003 (νόμο του 2003 περί εκδόσεως). Στο πρώτο μέρος του νόμου αυτού ορίζονται οι επικράτειες προς τις οποίες είναι δυνατή η έκδοση προσώπων από το Ηνωμένο Βασίλειο. Η Δημοκρατία της Βουλγαρίας περιλαμβάνεται στις επικράτειες αυτές. Κατά το άρθρο 2, παράγραφος 7, του εν λόγω νόμου, η ορισθείσα κεντρική αρχή εκδίδει σχετική βεβαίωση εάν θεωρεί ότι το ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε από αρχή εκδόσεως προερχόμενη από μια εκ των εν λόγω επικρατειών.

 Το βουλγαρικό δίκαιο

 Ο ZEEZA

9        Με τον Zakon za ekstraditsiata i evropeiskata zapoved za arest (νόμο περί έκδοσης και περί του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, DV αριθ. 46, της 3ης Ιουνίου 2005), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: ZEEZA), μεταφέρθηκε η απόφαση-πλαίσιο 2002/584 στο βουλγαρικό δίκαιο. Το άρθρο 37 του ZEEZA περιέχει τις διατάξεις σχετικά με την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και η διατύπωσή του είναι σχεδόν πανομοιότυπη με εκείνη του άρθρου 8 της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

10      Κατά το άρθρο 56, παράγραφος 1, σημείο 1, του ZEEZA, ο εισαγγελέας είναι αρμόδιος, κατά την ποινική προδικασία, για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εις βάρος του εκζητουμένου.

 Ο NPK

11      Κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, του Nakazatelno-protsesualen kodeks (κώδικα ποινικής δικονομίας, DV αριθ. 86, της 28ης Οκτωβρίου 2005), όπως ίσχυε κατά τον χρόνο των πραγματικών περιστατικών της κύριας δίκης (στο εξής: NPK), ο εισαγγελέας λαμβάνει τις αποφάσεις του στηριζόμενος στη δικανική πεποίθηση που σχηματίζει βάσει αντικειμενικής, αμερόληπτης και πλήρους εξετάσεως όλων των περιστάσεων της υπόθεσης, σύμφωνα με τον νόμο.

12      Στο πλαίσιο της ποινικής δίκης, ο εισαγγελέας είναι η αρμόδια αρχή η οποία, σύμφωνα με το άρθρο 46 του NPK, ασκεί την ποινική δίωξη, διεξάγει την ποινική έρευνα και ελέγχει τη νομιμότητα και την ομαλή εξέλιξή της.

13      Η προσωρινή κράτηση προσώπου εις βάρος του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη διέπεται, κατά το στάδιο της ποινικής προδικασίας, από το άρθρο 64 του NPK.

14      Κατά το άρθρο 64, παράγραφος 1, του NPK, «[τ]ο μέτρο της προσωρινής κρατήσεως διατάσσεται, κατά την ποινική προδικασία, από το αρμόδιο πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατόπιν αιτήσεως του εισαγγελέα».

15      Κατά το άρθρο 64, παράγραφος 2, του NPK, ο εισαγγελέας μπορεί να διατάξει τη λήψη μέτρου κρατήσεως του κατηγορουμένου για μέγιστη διάρκεια 72 ωρών, ώστε να εξασφαλισθεί η εμφάνισή του ενώπιον του δικαστηρίου που είναι αρμόδιο να λάβει, ενδεχομένως, το μέτρο της προσωρινής κρατήσεως.

16      Το δε άρθρο 64, παράγραφος 3, του NPK ορίζει ότι «το δικαστήριο, σε μονομελή σύνθεση, εξετάζει αμέσως την υπόθεση σε δημόσια συνεδρίαση, παρισταμένου του εισαγγελέα, του κατηγορουμένου και του συνηγόρου του».

17      Επιπλέον, κατά το άρθρο 64, παράγραφος 4, του NPK, το δικαστήριο είναι η αρμόδια αρχή για να εξετάσει την αίτηση προσωρινής κρατήσεως και να κρίνει εάν πρέπει να επιβληθεί το συγκεκριμένο μέτρο, να επιλέξει να επιβάλει ηπιότερο μέτρο ή να αρνηθεί γενικώς την επιβολή μέτρου δικονομικού καταναγκασμού εις βάρος του κατηγορουμένου.

 Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα

18      Στις 28 Ιανουαρίου 2020 ο εισαγγελέας της περιφερειακής εισαγγελίας του Svichtov εξέδωσε ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης στο πλαίσιο ποινικής διώξεως σε βάρος του PI (στο εξής: επίμαχο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης).

19      Από τη δικογραφία που έχει στη διάθεσή του το Δικαστήριο προκύπτει ότι ο PI είναι ύποπτος τελέσεως, στη Svishtov (Βουλγαρία) στις 8 Δεκεμβρίου 2019, κλοπής χρημάτων και κοσμημάτων συνολικής κατ’ εκτίμηση αξίας 14 713,97 βουλγαρικών λέβα (BGN) (περίπου 7 500 ευρώ), η οποία τιμωρείται με φυλάκιση από ένα έως δέκα έτη.

20      Το επίμαχο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης βασίζεται σε απόφαση του ίδιου εισαγγελέα, εκδοθείσα στις 12 Δεκεμβρίου 2019, με την οποία διατάσσεται η κράτηση του PI για μέγιστη διάρκεια 72 ωρών.

21      Ο PI συνελήφθη και τέθηκε υπό κράτηση στο Ηνωμένο Βασίλειο στις 11 Μαρτίου 2020, βάσει του επίμαχου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

22      Ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, του Westminster Magistrates’ Court (πταισματοδικείου Westminster, Ηνωμένο Βασίλειο), ο PI αμφισβητεί το κύρος του επίμαχου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης υποστηρίζοντας ότι το βουλγαρικό δικαστικό σύστημα δεν ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της αποφάσεως‑πλαισίου 2002/584, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου, μεταξύ άλλων με τις αποφάσεις της 27ης Μαΐου 2019, OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau) (C‑508/18 και C‑82/19 PPU, EU:C:2019:456), και PF (Γενικός εισαγγελέας της Λιθουανίας) (C‑509/18, EU:C:2019:457).

23      Από την αίτηση προδικαστικής αποφάσεως προκύπτει ότι, κατά τον εισαγγελέα της περιφερειακής εισαγγελίας του Svichtov, ο εκζητούμενος βάσει ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης εκπροσωπείται, σύμφωνα με το βουλγαρικό δίκαιο, από δικηγόρο, ούτως ώστε να προστατεύονται πλήρως τα συμφέροντά του. Στο μέτρο που η απόφαση έκδοσης τέτοιου εντάλματος στηρίζεται σε απόφαση με την οποία διατάσσεται η κράτηση και η οποία ορίζει ότι ο εκζητούμενος, μετά την παράδοσή του, θα εμφανιστεί ενώπιον δικαστηρίου αποφαινόμενου επί της στέρησης της ελευθερίας του, το βουλγαρικό δικονομικό σύστημα συνάδει με την απόφαση‑πλαίσιο 2002/584, όπως αυτή έχει ερμηνευθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

24      Κατά το αιτούν δικαστήριο, σύμφωνα με το βουλγαρικό δίκαιο, ούτε η απόφαση του εισαγγελέα που διατάσσει την κράτηση του εκζητουμένου ούτε το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης που εκδίδεται από την ίδια αρχή σε εκτέλεση της αποφάσεως αυτής υπόκεινται σε δικαστικό έλεγχο πριν από την παράδοση του εκζητουμένου. Επομένως, προκύπτει ότι η κατάσταση αυτή διαφέρει από τα δικονομικά συστήματα άλλων κρατών μελών τα οποία αφορά η σχετική νομολογία του Δικαστηρίου.

25      Το αιτούν δικαστήριο επισύναψε στην αίτηση προδικαστικής αποφάσεως τη βεβαίωση που εξέδωσε η National Crime Agency (εθνική υπηρεσία για την καταπολέμηση της εγκληματικότητας, Ηνωμένο Βασίλειο), σύμφωνα με το άρθρο 2, παράγραφος 7, του νόμου του 2003 περί εκδόσεως, με την οποία πιστοποιείται ότι το επίμαχο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε από αρμόδια δικαστική αρχή.

26      Το αιτούν δικαστήριο διερωτάται, εντούτοις, αν το διττό επίπεδο προστασίας των δικαιωμάτων των οποίων πρέπει να απολαύει ο εκζητούμενος, όπως απαιτεί η νομολογία του Δικαστηρίου, ιδίως στη σκέψη 56 της αποφάσεως της 1ης Ιουνίου 2016, Bob-Dogi (C‑241/15, EU:C:2016:385), διασφαλίζεται στο πλαίσιο της υποθέσεως της οποίας έχει επιληφθεί, στο μέτρο που τόσο το επίμαχο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης όσο και το εθνικό ένταλμα σύλληψης ή η δικαστική απόφαση που έχει την ίδια ισχύ με αυτό εκδόθηκαν από τον εισαγγελέα της περιφερειακής εισαγγελίας του Svichtov, χωρίς τη συμμετοχή βουλγαρικού δικαστηρίου πριν από την παράδοση του PI από το Ηνωμένο Βασίλειο.

27      Υπό τις συνθήκες αυτές, το Westminster Magistrates’ Court (πταισματοδικείο Westminster) αποφάσισε να αναστείλει την ενώπιόν του διαδικασία και να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα:

«Όταν η παράδοση ζητείται προκειμένου να διωχθεί ποινικά το εκζητούμενο πρόσωπο και όταν τόσο η απόφαση έκδοσης εθνικού εντάλματος σύλληψης όσο και η απόφαση έκδοσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης λαμβάνονται από εισαγγελική αρχή, χωρίς οποιαδήποτε δικαστική παρέμβαση πριν από την παράδοση, παρέχεται στο εκζητούμενο πρόσωπο το διπλό επίπεδο προστασίας στο οποίο αναφέρθηκε το Δικαστήριο στην απόφαση της 1ης Ιουνίου 2016, Bob‑Dogi (C‑241/15, EU:C:2016:385), αν:

α)      το αποτέλεσμα του εθνικού εντάλματος σύλληψης περιορίζεται στην κράτηση του [εκζητουμένου] για μέγιστη διάρκεια 72 ωρών με σκοπό την προσαγωγή του ενώπιον δικαστηρίου και

β)      [αν], κατά την παράδοση, εναπόκειται αποκλειστικά στο δικαστήριο να διατάξει την απόλυση ή να διατηρήσει την κράτηση, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης;»

 Επί της επείγουσας διαδικασίας

28      Το αιτούν δικαστήριο ζήτησε να εκδικαστεί η παρούσα αίτηση προδικαστικής αποφάσεως με την επείγουσα διαδικασία του άρθρου 107 του Κανονισμού Διαδικασίας του Δικαστηρίου.

29      Ως προς το ζήτημα αυτό, παρατηρείται, πρώτον, ότι η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως αφορά την ερμηνεία της αποφάσεως‑πλαισίου 2002/584, η οποία εμπίπτει στους τομείς που μνημονεύονται στον τίτλο V του τρίτου μέρους της Συνθήκης ΛΕΕ, ο οποίος αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης. Κατά συνέπεια, μπορεί να εκδικασθεί με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία που προβλέπεται στο άρθρο 23α του Οργανισμού του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και στο άρθρο 107 του Κανονισμού Διαδικασίας.

30      Όσον αφορά, δεύτερον, το κριτήριο σχετικά με το επείγον, πρέπει, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, να λαμβάνεται υπόψη το γεγονός ότι ο ενδιαφερόμενος στην υπόθεση της κύριας δίκης στερείται επί του παρόντος την ελευθερία του και ότι η συνέχιση της κρατήσεώς του εξαρτάται από την επίλυση της διαφοράς της κύριας δίκης (διάταξη της 12ης Φεβρουαρίου 2019, RH, C‑8/19 PPU, EU:C:2019:110, σκέψη 24 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

31      Εν προκειμένω, όπως προκύπτει από τις σκέψεις 18 έως 21 της παρούσας αποφάσεως, ο PI συνελήφθη και κρατείται στο Ηνωμένο Βασίλειο βάσει του επίμαχου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

32      Επομένως, η συνέχιση της προσωρινής κρατήσεως του PI εξαρτάται από την απόφαση του Δικαστηρίου, στο μέτρο που η απάντησή του στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο θα μπορούσε να έχει άμεσες συνέπειες στην εκτέλεση του επίμαχου ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και, ως εκ τούτου, στην τύχη της προσωρινής κρατήσεως του PI.

33      Υπό τις συνθήκες αυτές, στις 17 Δεκεμβρίου 2020, το πρώτο τμήμα του Δικαστηρίου αποφάσισε, κατόπιν προτάσεως του εισηγητή δικαστή και αφού άκουσε τον γενικό εισαγγελέα, να δεχθεί το αίτημα του αιτούντος δικαστηρίου περί εξετάσεως της υπό κρίση αιτήσεως προδικαστικής αποφάσεως με την επείγουσα προδικαστική διαδικασία.

 Επί του προδικαστικού ερωτήματος

34      Με το προδικαστικό ερώτημα, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη και της νομολογίας του Δικαστηρίου, έχει την έννοια ότι οι απαιτήσεις που είναι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία της οποίας πρέπει να απολαύει το πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης στο πλαίσιο ποινικής διώξεως πληρούνται όταν τόσο το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης όσο και η δικαστική απόφαση επί της οποίας αυτό ερείδεται εκδίδονται από εισαγγελέα ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί ως «δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της απόφασης-πλαισίου, δεν μπορούν όμως να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου στο κράτος μέλος έκδοσης πριν από την παράδοση του εκζητουμένου από το κράτος μέλος εκτέλεσης.

35      Κατ’ αρχάς, υπενθυμίζεται ότι τόσο η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης μεταξύ των κρατών μελών όσο και η αρχή της αμοιβαίας αναγνωρίσεως, η οποία εδράζεται με τη σειρά της στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών αυτών, έχουν θεμελιώδη σημασία στο δίκαιο της Ένωσης, δεδομένου ότι καθιστούν δυνατή τη δημιουργία και διατήρηση ενός χώρου χωρίς εσωτερικά σύνορα. Ειδικότερα, η αρχή της αμοιβαίας εμπιστοσύνης, ιδίως όσον αφορά τον χώρο ελευθερίας, ασφάλειας και δικαιοσύνης, επιβάλλει σε καθένα από τα κράτη μέλη να δέχεται, πλην εξαιρετικών περιστάσεων, ότι όλα τα λοιπά κράτη μέλη τηρούν το δίκαιο της Ένωσης και, ειδικότερα, ότι σέβονται τα θεμελιώδη δικαιώματα που είναι αναγνωρισμένα από το δίκαιο αυτό [απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Openbaar Ministerie (Εισαγγελική αρχή, Σουηδία), C‑625/19 PPU, EU:C:2019:1078, σκέψη 33 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία].

36      Ωστόσο, η αποτελεσματικότητα και η εύρυθμη λειτουργία του απλουστευμένου συστήματος παραδόσεως προσώπων τα οποία έχουν καταδικαστεί ή είναι ύποπτα για παραβάσεις του ποινικού νόμου, το οποίο θεσπίζει η απόφαση‑πλαίσιο 2002/584, στηρίζονται στην τήρηση ορισμένων απαιτήσεων που καθορίζει η απόφαση‑πλαίσιο, το περιεχόμενο των οποίων έχει διευκρινιστεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

37      Πρώτον, από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι ο εισαγγελέας της περιφερειακής εισαγγελίας του Svichtov είναι αρχή μετέχουσα στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης και λειτουργεί με ανεξαρτησία κατά την άσκηση των καθηκόντων που είναι συμφυή με την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, οι δε δύο προϋποθέσεις αυτές καθιστούν δυνατό τον χαρακτηρισμό μιας τέτοιας αρχής ως «δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 [βλ., κατ’ αναλογίαν, απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Parquet général du Grand-Duché de Luxembourg και Openbaar Ministerie (Εισαγγελείς πλημμελειοδικών της Λυών και της Tours), C‑566/19 PPU και C‑626/19 PPU, EU:C:2019:1077, σκέψη 52 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία]. Ο χαρακτηρισμός αυτός, εξάλλου, δεν αμφισβητείται από τον PI, όπως διευκρίνισε ο συνήγορός του κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου.

38      Δεύτερον, κατά πάγια νομολογία του Δικαστηρίου, η ύπαρξη δικαστικού ελέγχου της απόφασης περί εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης η οποία λαμβάνεται από αρχή που δεν αποτελεί δικαστήριο δεν συνιστά προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό της εν λόγω αρχής ως δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος, κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, διότι ο έλεγχος αυτός δεν εμπίπτει στους καταστατικούς και οργανωτικούς κανόνες της εν λόγω αρχής, αλλά αφορά τη διαδικασία έκδοσης ενός τέτοιου εντάλματος, η οποία πρέπει να ανταποκρίνεται στην απαίτηση περί αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας (πρβλ. απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2021, MM, C‑414/20 PPU, EU:C:2021:4, σκέψη 44 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία). Επομένως, ο χαρακτηρισμός μιας αρχής ως «δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος» κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 δεν εξαρτάται από την ύπαρξη δικαστικού ελέγχου της αποφάσεως εκδόσεως του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και της εθνικής αποφάσεως επί της οποίας ερείδεται το ένταλμα αυτό. Ως εκ τούτου, το γεγονός ότι δεν αμφισβητείται ο χαρακτηρισμός του εισαγγελέα της περιφερειακής εισαγγελίας του Svichtov ως «δικαστικής αρχής έκδοσης του εντάλματος», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, δεν αρκεί για να γίνει δεκτό ότι η βουλγαρική διαδικασία για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από εισαγγελέα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις που είναι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία.

39      Τρίτον, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 37 και 38 των προτάσεών του, διαπιστώνεται ότι η απόφαση του εισαγγελέα με την οποία διατάσσεται η κράτηση του εκζητουμένου για μέγιστη διάρκεια 72 ωρών, επί της οποίας ερείδεται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, πρέπει να χαρακτηρισθεί ως «εκτελεστή δικαστική απόφαση της αυτής ισχύος» με εθνικό ένταλμα σύλληψης, κατά την έννοια του άρθρου 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

40      Συναφώς, το Δικαστήριο έχει κρίνει ότι η έννοια του «[εθνικού] εντάλματος συλλήψεως ή […] κάθε άλλης εκτελεστής δικαστικής αποφάσεως της αυτής ισχύος», κατά το άρθρο 8 παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, αφορά τα εθνικά μέτρα που λαμβάνονται από δικαστική αρχή και έχουν ως αντικείμενο την αναζήτηση και τη σύλληψη προσώπου εις βάρος του οποίου έχει ασκηθεί ποινική δίωξη, με σκοπό την εμφάνισή του ενώπιον δικαστή προκειμένου να διενεργηθούν οι πράξεις της ποινικής διαδικασίας (πρβλ. απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2021, MM, C‑414/20 PPU, EU:C:2021:4, σκέψη 57).

41      Ως εκ τούτου, πρέπει να εκτιμηθεί αν ένα σύστημα ποινικής δικονομίας δυνάμει του οποίου τόσο το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης όσο και η απόφαση επί της οποίας αυτό ερείδεται εκδίδονται από την εισαγγελία, ο δε σχετικός δικαστικός έλεγχος μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο μετά την παράδοση του εκζητουμένου, ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, ήτοι στον σεβασμό του διττού επιπέδου προστασίας των δικαιωμάτων των οποίων πρέπει να απολαύει το πρόσωπο αυτό, όπως ερμηνεύεται από τη νομολογία του Δικαστηρίου.

42      Συναφώς, υπενθυμίζεται ότι, στη σκέψη 56 της απόφασης της 1ης Ιουνίου 2016, Bob-Dogi (C‑241/15, EU:C:2016:385), το Δικαστήριο έκρινε ότι το σύστημα του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης περιλαμβάνει, βάσει της απαιτήσεως που επιβάλλει το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, προστασία, σε δύο επίπεδα, των δικονομικών και των θεμελιωδών δικαιωμάτων των οποίων πρέπει να απολαύει το πρόσωπο που καταζητείται, δεδομένου ότι στη δικαστική προστασία που προβλέπεται στο πρώτο επίπεδο, κατά την έκδοση εθνικής δικαστικής αποφάσεως όπως το εθνικό ένταλμα σύλληψης, προστίθεται και εκείνη που εξασφαλίζεται στο δεύτερο επίπεδο, κατά την έκδοση του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, η οποία μπορεί κατά περίπτωση να παρέχεται σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την έκδοση της εν λόγω εθνικής δικαστικής αποφάσεως.

43      Η προστασία αυτή σημαίνει ότι, τουλάχιστον σε ένα από τα δύο επίπεδά της, πρέπει να εκδίδεται απόφαση που να ικανοποιεί τις απαιτήσεις οι οποίες είναι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία [απόφαση της 27ης Μαΐου 2019, OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau), C‑508/18 και C‑82/19 PPU, EU:C:2019:456, σκέψη 68].

44      Επομένως, όταν το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος απονέμει την αρμοδιότητα εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης σε αρχή η οποία, μολονότι μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης στο εν λόγω κράτος μέλος, δεν είναι δικαστής ή δικαιοδοτικό όργανο, η εθνική δικαστική απόφαση, όπως το εθνικό ένταλμα σύλληψης στο οποίο βασίζεται το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, πρέπει να ικανοποιεί τις εν λόγω απαιτήσεις [απόφαση της 27ης Μαΐου 2019, OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau), C‑508/18 και C‑82/19 PPU, EU:C:2019:456, σκέψη 69].

45      Η ικανοποίηση των απαιτήσεων αυτών παρέχει, συνεπώς, στη δικαστική αρχή εκτελέσεως τη διαβεβαίωση ότι η απόφαση εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης στο πλαίσιο ποινικής διώξεως στηρίζεται σε εθνική διαδικασία υποκείμενη σε δικαστικό έλεγχο και ότι το πρόσωπο κατά του οποίου εκδόθηκε αυτό το εθνικό ένταλμα σύλληψης έτυχε όλων των εγγυήσεων που προσιδιάζουν στην έκδοση αυτού του είδους αποφάσεων όπως, μεταξύ άλλων, οι εγγυήσεις που απορρέουν από τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις θεμελιώδεις νομικές αρχές του άρθρου 1, παράγραφος 3, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584 [απόφαση της 27ης Μαΐου 2019, OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau), C‑508/18 και C‑82/19 PPU, EU:C:2019:456, σκέψη 70].

46      Επιπλέον, όταν το δίκαιο του κράτους μέλους εκδόσεως του εντάλματος απονέμει την αρμοδιότητα εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης σε αρχή η οποία, μολονότι μετέχει στην απονομή της δικαιοσύνης στο εν λόγω κράτος μέλος, δεν είναι η ίδια δικαιοδοτικό όργανο, η απόφαση εκδόσεως ενός τέτοιου εντάλματος και, ιδίως, ο αναλογικός χαρακτήρας της αποφάσεως αυτής πρέπει να μπορούν να προσβληθούν με ένδικο μέσο, στο εν λόγω κράτος μέλος, το οποίο να ικανοποιεί πλήρως τις απαιτήσεις που είναι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία [απόφαση της 27ης Μαΐου 2019, OG και PI (Εισαγγελίες του Lübeck και του Zwickau), C‑508/18 και C‑82/19 PPU, EU:C:2019:456, σκέψη 75].

47      Όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στο σημείο 61 των προτάσεών του, από τη νομολογία αυτή του Δικαστηρίου προκύπτει ότι το πρόσωπο κατά του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης στο πλαίσιο ποινικής διώξεως πρέπει να δύναται να τύχει αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας προ της παραδόσεώς του στο κράτος μέλος εκδόσεως του εντάλματος, τούτο δε τουλάχιστον σε ένα εκ των δύο επιπέδων προστασίας τα οποία απαιτεί η εν λόγω νομολογία.

48      Η προστασία αυτή προϋποθέτει, επομένως, ότι μπορεί να ασκηθεί δικαστικός έλεγχος είτε στο ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης είτε στη δικαστική απόφαση επί της οποίας ερείδεται το ένταλμα αυτό, πριν από την εκτέλεσή του.

49      Η απαίτηση αυτή παρέχει, στο πλαίσιο του συστήματος που καθιερώνει η απόφαση-πλαίσιο 2002/584, το οποίο στηρίζεται, όπως υπομνήσθηκε στη σκέψη 35 της παρούσας αποφάσεως, στην αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των κρατών μελών, την εγγύηση στη δικαστική αρχή εκτελέσεως ότι το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, του οποίου ζητείται η εκτέλεση, εκδόθηκε βάσει εθνικής διαδικασίας υποκείμενης σε δικαστικό έλεγχο, στο πλαίσιο της οποίας ο εκζητούμενος έτυχε όλων των εγγυήσεων που προσιδιάζουν στην έκδοση αυτού του είδους αποφάσεων, ιδίως δε εκείνων που απορρέουν από τα θεμελιώδη δικαιώματα και τις θεμελιώδεις νομικές αρχές που διαλαμβάνονται στο άρθρο 1, παράγραφος 3, της απόφασης-πλαισίου 2002/584, όπως προκύπτει από τη σκέψη 45 της παρούσας απόφασης.

50      Οι εκτιμήσεις αυτές ουδόλως αναιρούνται από διαγνωστική κρίση που απορρέει από τις αποφάσεις της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Parquet général du Grand-Duché de Luxembourg και Openbaar Ministerie (Εισαγγελείς πλημμελειοδικών της Λυών και της Tours) (C‑566/19 PPU και C‑626/19 PPU, EU:C:2019:1077) και Openbaar Ministerie (Εισαγγελική αρχή, Σουηδία) (C‑625/19 PPU, EU:C:2019:1078), των οποίων έγινε επίκληση κατά την επ’ ακροατηρίου συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου.

51      Στις σκέψεις 70 και 71 της πρώτης από τις ως άνω αποφάσεις, το Δικαστήριο έκρινε ότι η ύπαρξη, στην έννομη τάξη του κράτους μέλους έκδοσης, δικονομικών κανόνων κατά τους οποίους ο αναλογικός χαρακτήρας της αποφάσεως της εισαγγελικής αρχής περί εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης μπορεί να αποτελέσει, πριν ή μετά την παράδοση του εκζητουμένου, αντικείμενο προηγούμενου δικαστικού ελέγχου, πριν από την έκδοση του εντάλματος ή ακόμη και σχεδόν ταυτόχρονα με αυτήν και, εν πάση περιπτώσει, μετά από αυτήν, ανταποκρίνεται στην απαίτηση αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας. Στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση εκείνη, όπως προκύπτει από τις σκέψεις της 68 και 69, η διαπίστωση αυτή απέρρεε από την ύπαρξη ενός συνόλου δικονομικών διατάξεων που διασφαλίζουν τη συμμετοχή δικαστή ήδη από την έκδοση του εθνικού εντάλματος σύλληψης εις βάρος του εκζητουμένου και, ως εκ τούτου, πριν από την παράδοσή του.

52      Ομοίως, στην υπόθεση επί της οποίας εκδόθηκε η απόφαση της 12ης Δεκεμβρίου 2019, Openbaar Ministerie (Εισαγγελική αρχή, Σουηδία) (C‑625/19 PPU, EU:C:2019:1078), το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης που είχε εκδοθεί από τον εισαγγελέα στηριζόταν σε δικαστική απόφαση προσωρινής κράτησης.

53      Επομένως, όπως υπογράμμισε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 69 και 72 των προτάσεών του, στις αποφάσεις που μνημονεύονται στη σκέψη 50 της παρούσας αποφάσεως, το Δικαστήριο έλαβε υπόψη το γεγονός ότι οι προϋποθέσεις εκδόσεως ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από την εισαγγελική αρχή μπορούσαν να ελεγχθούν δικαστικώς πριν από την παράδοση του εκζητουμένου, στον βαθμό που, στις εθνικές νομοθεσίες οι οποίες εξετάσθηκαν στις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι εν λόγω αποφάσεις, το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης στηριζόταν σε εθνικό ένταλμα σύλληψης εκδιδόμενο από δικαστή, ο οποίος, επιπλέον, προέβαινε σε εκτίμηση των προϋποθέσεων που είναι αναγκαίες για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης και ιδίως του αναλογικού χαρακτήρα της.

54      Εν αντιθέσει προς τις υποθέσεις επί των οποίων εκδόθηκαν οι δύο αυτές αποφάσεις, εν προκειμένω προκύπτει από την απόφαση περί παραπομπής ότι το βουλγαρικό δίκαιο προβλέπει μόνον εκ των υστέρων δικαστικό έλεγχο της αποφάσεως του εισαγγελέα να εκδώσει ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης, δεδομένου ότι ο έλεγχος αυτός μπορεί να διενεργηθεί μόνο μετά την παράδοση του εκζητουμένου.

55      [Όπως διορθώθηκε με διάταξη της 13ης Απριλίου 2021] Όσον αφορά τη γραπτή απάντηση της Βουλγαρικής Κυβέρνησης στις ερωτήσεις του Δικαστηρίου, με την οποία η κυβέρνηση αυτή διευκρινίζει ότι, μετά την παράδοση του εκζητουμένου σε εκτέλεση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, το πρόσωπο αυτό θα προσαχθεί αμέσως ενώπιον δικαστηρίου το οποίο θα εξετάσει την ανάγκη να διαταχθεί σε βάρος του προληπτικό μέτρο στερητικό ή περιοριστικό της ελευθερίας και θα προβεί κατ’ αυτόν τον τρόπο και στον έλεγχο του αναλογικού χαρακτήρα του εντάλματος αυτού, επισημαίνεται ότι η πρακτική αυτή δεν είναι πάντως ικανή να διασφαλίσει ότι το βουλγαρικό δικονομικό σύστημα ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584.

56      [Όπως διορθώθηκε με διάταξη της 13ης Απριλίου 2021] Πράγματι, πρέπει να διευκρινιστεί ότι, όπως επισήμανε ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 33 και 34 των προτάσεών του, με την απόφαση της 13ης Ιανουαρίου 2021, MM (C‑414/20 PPU, EU:C:2021:4), το Δικαστήριο δεν αποφάνθηκε ευθέως επί του ζητήματος αν η βουλγαρική διαδικασία σχετικά με την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης από εισαγγελέα, κατά την ποινική προδικασία, πληροί τις απαιτήσεις που είναι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία, αλλά περιορίστηκε στην κρίση ότι, ελλείψει αυτοτελούς ενδίκου βοηθήματος στο δίκαιο του κράτους μέλους έκδοσης, το δίκαιο της Ένωσης παρέχει στο δικαστήριο του κράτους μέλους αυτού μια βάση αρμοδιότητας προκειμένου να ελέγξει παρεμπιπτόντως το κύρος του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης. Επομένως, δεν μπορεί να συναχθεί από την απόφαση αυτή ότι το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η ύπαρξη μιας τέτοιας δυνατότητας εκ των υστέρων δικαστικού ελέγχου είναι ικανή να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις που είναι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία των δικαιωμάτων του εκζητουμένου.

57      Κατά συνέπεια, η ύπαρξη δικαστικού ελέγχου της αποφάσεως εισαγγελέα για την έκδοση ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης ο οποίος διενεργείται μόνο μετά την παράδοση του εκζητουμένου δεν αποτελεί εκπλήρωση της υποχρέωσης του κράτους μέλους έκδοσης να θεσπίσει δικονομικούς κανόνες οι οποίοι επιτρέπουν σε αρμόδιο δικαστήριο να ασκήσει, πριν από την παράδοση, έλεγχο της νομιμότητας του εθνικού εντάλματος σύλληψης ή της δικαστικής αποφάσεως της αυτής ισχύος, που εκδίδεται επίσης από εισαγγελέα, ή και του ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης.

58      Βεβαίως, κατά την εφαρμογή της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, τα κράτη μέλη διατηρούν, σύμφωνα με τη δικονομική τους αυτονομία, τη δυνατότητα θεσπίσεως κανόνων που μπορούν να διαφέρουν από το ένα κράτος μέλος στο άλλο. Εντούτοις, τα κράτη μέλη οφείλουν να μεριμνούν ώστε οι κανόνες αυτοί να μην καθιστούν κενές περιεχομένου τις απαιτήσεις που απορρέουν από την εν λόγω απόφαση-πλαίσιο, ιδίως όσον αφορά τη δικαστική προστασία, την οποία εγγυάται το άρθρο 47 του Χάρτη και η οποία αποτελεί το θεμέλιό της.

59      Εξ αυτού συνάγεται ότι ο σκοπός της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, ο οποίος κατατείνει, μέσω της καθιερώσεως ενός νέου, απλουστευμένου και αποτελεσματικότερου συστήματος παραδόσεως των καταδικασθέντων ή υπόπτων για παραβάσεις της ποινικής νομοθεσίας, στη διευκόλυνση και στην επιτάχυνση της δικαστικής συνεργασίας μεταξύ των δικαστικών αρχών του κράτους μέλους έκδοσης και των δικαστικών αρχών του κράτους μέλους εκτέλεσης ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης, μπορεί να επιτευχθεί μόνον υπό την προϋπόθεση τήρησης της υποχρέωσης σεβασμού των θεμελιωδών δικαιωμάτων και των θεμελιωδών νομικών αρχών, όπως κατοχυρώνονται στο άρθρο 6 ΣΕΕ και αντανακλώνται στον Χάρτη, υποχρέωση η οποία, επιπροσθέτως, αφορά όλα τα κράτη μέλη, και δη τόσο το κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος όσο και εκείνο της εκτελέσεως (πρβλ. απόφαση της 12ης Φεβρουαρίου 2019, TC, C‑492/18 PPU, EU:C:2019:108, σκέψεις 41 και 54 και εκεί μνημονευόμενη νομολογία).

60      Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεως-πλαισίου 2002/584, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη και της νομολογίας του Δικαστηρίου, έχει την έννοια ότι οι απαιτήσεις που είναι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία της οποίας πρέπει να απολαύει το πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης στο πλαίσιο ποινικής δίωξης δεν πληρούνται όταν τόσο το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης όσο και η δικαστική απόφαση επί της οποίας αυτό ερείδεται εκδίδονται από εισαγγελέα ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί ως «δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, δεν μπορούν όμως να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος πριν από την παράδοση του εκζητουμένου από το κράτος μέλος εκτελέσεως.

 Επί των δικαστικών εξόδων

61      Δεδομένου ότι η παρούσα διαδικασία έχει ως προς τους διαδίκους της κύριας δίκης τον χαρακτήρα παρεμπίπτοντος που ανέκυψε ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου, σ’ αυτό εναπόκειται να αποφανθεί επί των δικαστικών εξόδων. Τα έξοδα στα οποία υποβλήθηκαν όσοι υπέβαλαν παρατηρήσεις στο Δικαστήριο, πλην των ως άνω διαδίκων, δεν αποδίδονται.

Για τους λόγους αυτούς, το Δικαστήριο (πρώτο τμήμα) αποφαίνεται:

Το άρθρο 8, παράγραφος 1, στοιχείο γʹ, της αποφάσεωςπλαισίου 2002/584/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 13ης Ιουνίου 2002, για το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης και τις διαδικασίες παράδοσης μεταξύ των κρατών μελών, όπως τροποποιήθηκε με την απόφαση πλαίσιο 2009/299/ΔΕΥ του Συμβουλίου, της 26ης Φεβρουαρίου 2009, ερμηνευόμενο υπό το πρίσμα του άρθρου 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της νομολογίας του Δικαστηρίου, έχει την έννοια ότι οι απαιτήσεις που είναι συμφυείς με την αποτελεσματική δικαστική προστασία της οποίας πρέπει να απολαύει το πρόσωπο εις βάρος του οποίου έχει εκδοθεί ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης στο πλαίσιο ποινικής δίωξης δεν πληρούνται όταν τόσο το ευρωπαϊκό ένταλμα σύλληψης όσο και η δικαστική απόφαση επί της οποίας αυτό ερείδεται εκδίδονται από εισαγγελέα ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί ως «δικαστική αρχή έκδοσης του εντάλματος», κατά την έννοια του άρθρου 6, παράγραφος 1, της εν λόγω αποφάσεως-πλαισίου, δεν μπορούν όμως να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου στο κράτος μέλος έκδοσης του εντάλματος πριν από την παράδοση του εκζητουμένου από το κράτος μέλος εκτελέσεως.

(υπογραφές)


*      Γλώσσα διαδικασίας: η αγγλική.