ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ
PAOLO MENGOZZI
της 13ης Σεπτεμβρίου 2007 1(1)
Υπόθεση C-328/06
Alfredo Nieto Nuño
κατά
Leonci Monlleó Franquet
[αίτηση του Juzgado Mercantil 3 de Barcelona (Ισπανία) για την έκδοση προδικαστικής αποφάσεως]
«Σήματα – Έννοια του “παγκοίνως γνωστού σήματος” – Γεωγραφική έκταση του παγκοίνως γνωστού χαρακτήρα»
1. Στην παρούσα προδικαστική διαδικασία, το αιτούν δικαστήριο υποβάλλει στο Δικαστήριο ερώτημα σχετικά με την ερμηνεία του άρθρου 4 της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων (2).
2. Το ερώτημα αυτό ανέκυψε στο πλαίσιο δίκης επί αγωγής ασκηθείσας από τον δικαιούχο σήματος καταχωρισμένου στην Ισπανία κατά του χρήστη προγενεστέρου μη καταχωρισμένου σήματος, το οποίο είναι πανομοιότυπο με το πρώτο και χρησιμοποιείται για τις ίδιες υπηρεσίες, προκειμένου να αναγνωρισθεί η εκ μέρους του εναγομένου της κύριας δίκης προσβολή των δικαιωμάτων που απορρέουν από το καταχωρισμένο σήμα καθώς και να παύσουν οι πράξεις που συνιστούν την εν λόγω προσβολή και αποτελούν τη γενεσιουργό αιτία της προβαλλομένης ζημίας.
I – Κανονιστικό πλαίσιο αναφοράς
Α – Η διεθνής ρύθμιση
3. Η Σύμβαση των Παρισίων (3) για την προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας (στο εξής: Σύμβαση των Παρισίων), η οποία υπογράφηκε στο Παρίσι στις 20 Μαρτίου 1883 από έντεκα κράτη, υπήρξε η πρώτη από τις μεγάλες πολυμερείς συμβάσεις που συνήφθησαν στον οικείο τομέα και είναι σήμερα εκείνη που συγκεντρώνει τον μεγαλύτερο αριθμό προσχωρήσεων (171 συμβαλλόμενα κράτη (4), στα οποία περιλαμβάνεται το σύνολο των κρατών μελών της Κοινότητας). Σύμφωνα με το άρθρο της 1, παράγραφος 1, η εν λόγω Σύμβαση θεσπίζει, μεταξύ των χωρών στις οποίες εφαρμόζεται, μια ένωση η οποία διαθέτει τα δικά της όργανα (5) και έχει ως αντικείμενο την προστασία της βιομηχανικής ιδιοκτησίας σε όλες τις πτυχές της (6).
4. Το άρθρο 6α, το οποίο εισήχθη στο κείμενο της Συμβάσεως των Παρισίων με την αναθεωρητική διάσκεψη της Χάγης του 1925 (7), ορίζει, στην παράγραφο 1 αυτού, τα εξής:
«Αι χώραι της Ενώσεως υποχρεούνται είτε αυτεπαγγέλτως εφόσον η νομοθεσία της χώρας επιτρέπει τούτο είτε τη αιτήσει του ενδιαφερομένου να απορρίψωσιν ή ακυρώσωσι την καταχώρισιν και να απαγορεύσωσι την χρήσιν εμπορικού ή βιομηχανικού σήματος, όπερ αποτελεί αναπαράστασιν, απομίμησιν ή παραποίησιν, δυναμένην να δημιουργήση σύγχυσιν, σήματος όπερ η αρμοδία αρχή της χώρας καταχωρίσεως ή χρήσεως ήθελε κρίνει ότι είναι παγκοίνως γνωστόν εν αυτή ως ανήκον ήδη εις πρόσωπον, το οποίον απολαύει των πλεονεκτημάτων της παρούσης συμβάσεως και χρησιμοποιούμενον επί των αυτών ή παρομοίων προϊόντων. Αι διατάξεις αύται εφαρμόζονται και εν τη περιπτώσει, καθ’ ην το ουσιώδες μέρος του σήματος αποτελεί αναπαράστασιν ενός τοιούτου παγκοίνως γνωστού σήματος ή απομίμησιν δυναμένην να δημιουργήση σύγχυσιν μετά τούτου.»
5. Το άρθρο 16, παράγραφοι 1 και 2, της Συμφωνίας TRIPS (Συμφωνίας για τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας στον τομέα του εμπορίου) του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (8) ορίζει:
«1. Ο κύριος ενός καταχωρημένου εμπορικού σήματος έχει το αποκλειστικό δικαίωμα να απαγορεύει σε πάντα τρίτο να χρησιμοποιεί χωρίς τη συγκατάθεσή του στο πλαίσιο της εμπορικής του δραστηριότητας όμοια ή παρεμφερή σήματα για υπηρεσίες ή αγαθά όμοια ή παρεμφερή με εκείνα τα οποία αφορά το καταχωρηθέν εμπορικό σήμα, εφόσον η χρήση των εν λόγω σημάτων είναι πιθανό να οδηγήσει σε σύγχυση. […].
2. Το άρθρο 6α της Σύμβασης των Παρισίων (1967) εφαρμόζεται κατ’ αναλογίαν και ως προς τις υπηρεσίες. Για να αποφανθούν κατά πόσον ένα εμπορικό σήμα είναι ευρέως γνωστό, τα μέλη εξετάζουν πόσο γνωστό είναι το εν λόγω εμπορικό σήμα στο τμήμα του κοινού που κρίνεται κατάλληλο για την περίπτωση, καθώς και τον βαθμό γνώσης του εμπορικού σήματος στο συγκεκριμένο μέλος, ο οποίος είναι απόρροια των προσπαθειών προώθησης του σήματος.»
6. Προς τον σκοπό της «αποσαφηνίσεως, ενοποιήσεως και συμπληρώσεως» των διατάξεων του διεθνούς δικαίου σχετικά με την προστασία των παγκοίνως γνωστών σημάτων, οι οποίες περιλαμβάνονται στα προαναφερθέντα άρθρα 6α της Συμβάσεως των Παρισίων και 16 της Συμφωνίας TRIPS, η μόνιμη επιτροπή για το δίκαιο των σημάτων του Παγκόσμιου Οργανισμού Διανοητικής Ιδιοκτησίας (Organisation mondiale de la propriété intellectuelle, στο εξής: OMPI) (9), κατά τη συνεδρίασή της στη Γενεύη από 8 έως 12 Ιουνίου 1999, διατύπωσε ψήφισμα (10) για τη θέσπιση κοινής συστάσεως σχετικά με τις διατάξεις περί προστασίας των παγκοίνως γνωστών σημάτων. Η σύσταση αυτή θεσπίσθηκε κατά τη διάρκεια της κοινής συνεδριάσεως της Συνελεύσεως της Ενώσεως των Παρισίων και της Συνελεύσεως του OMPI από 20 έως 29 Σεπτεμβρίου 1999.
7. Το άρθρο 2 της εν λόγω συστάσεως αναφέρεται στις κατευθύνσεις που πρέπει να ακολουθούνται προκειμένου να καθορισθεί αν ένα σήμα είναι παγκοίνως γνωστό εντός κράτους μέλους της Ενώσεως των Παρισίων ή του OMPI:
«1) [Παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη]
a) Κατά την εξέταση του αν ένα σήμα είναι παγκοίνως γνωστό, η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη κάθε περίσταση από την οποία μπορεί να συναχθεί ότι το σήμα είναι παγκοίνως γνωστό.
b) Ειδικότερα, η αρμόδια αρχή λαμβάνει υπόψη τα στοιχεία που της υποβάλλονται όσον αφορά τους παράγοντες από τους οποίους μπορεί να συναχθεί ότι το σήμα είναι ή δεν είναι παγκοίνως γνωστό, συμπεριλαμβανομένων, ενδεικτικώς, των στοιχείων που αφορούν τα ακόλουθα ζητήματα:
i) τον βαθμό στον οποίο το σήμα είναι γνωστό ή αναγνωρίσιμο από το ενδιαφερόμενο κοινό·
ii) τη διάρκεια, το μέγεθος και τη γεωγραφική έκταση κάθε χρησιμοποιήσεως του σήματος·
iii) τη διάρκεια, το μέγεθος και τη γεωγραφική έκταση κάθε προωθήσεως του σήματος, συμπεριλαμβανομένης της διαφημίσεως ή της προβολής και της παρουσιάσεως σε εμπορικές ή άλλου είδους εκθέσεις των προϊόντων ή υπηρεσιών που διακρίνει το σήμα·
iv) τη διάρκεια και τη γεωγραφική έκταση της ισχύος κάθε καταχωρίσεως ή κάθε αιτήσεως καταχωρίσεως του σήματος, καθ’ ο μέρος αποτελούν ένδειξη της χρησιμοποιήσεως ή της αναγνωρισιμότητας του σήματος·
v) τη σταθερότητα της ικανοποιητικής ασκήσεως των δικαιωμάτων επί του σήματος, ιδίως κατά το μέτρο που το σήμα έχει χαρακτηρισθεί ως παγκοίνως γνωστό από τις αρμόδιες αρχές·
vi) την αξία που συνδέεται με το σήμα.
c) Οι ως άνω παράγοντες, οι οποίοι αποτελούν κατευθυντήριες γραμμές που σκοπό έχουν να βοηθήσουν την αρμόδια αρχή να κρίνει εάν ένα σήμα είναι παγκοίνως γνωστό, δεν αποτελούν προϋποθέσεις για τη συναγωγή του σχετικού συμπεράσματος. Εντούτοις, το συμπέρασμα σε κάθε περίπτωση εξαρτάται από τις ιδιαίτερες περιστάσεις της συγκεκριμένης υποθέσεως. Σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να είναι καθοριστικοί όλοι οι παράγοντες. Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να είναι καθοριστικοί ορισμένοι παράγοντες. Σε κάποιες άλλες περιπτώσεις μπορεί να μην είναι καθοριστικός κανένας παράγοντας και η απόφαση μπορεί να βασίζεται σε επιπλέον παράγοντες που δεν απαριθμούνται στην ως άνω παράγραφο b. Οι εν λόγω επιπλέον παράγοντες μπορεί να είναι καθοριστικοί είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμό με έναν ή περισσότερους από τους παράγοντες που απαριθμούνται στην ως άνω παράγραφο b.
2) [Ενδιαφερόμενο κοινό]
a) Οι ομάδες που απαρτίζουν το ενδιαφερόμενο κοινό περιλαμβάνουν ενδεικτικώς:
i) τους πραγματικούς ή/και εν δυνάμει καταναλωτές του είδους των προϊόντων ή υπηρεσιών που διακρίνει το σήμα·
ii) τα πρόσωπα που συμμετέχουν στο σύστημα διανομής του είδους των προϊόντων ή/και υπηρεσιών που διακρίνει το σήμα·
iii) τους εμπορικούς κύκλους που ασχολούνται με το είδος των προϊόντων ή υπηρεσιών που διακρίνει το σήμα.
b) Όταν κριθεί ότι ένα σήμα είναι παγκοίνως γνωστό τουλάχιστον σε μια ομάδα του ενδιαφερόμενου κοινού σε ένα κράτος μέλος, το σήμα θεωρείται παγκοίνως γνωστό στο κράτος μέλος.
c) Όταν κριθεί ότι ένα σήμα είναι γνωστό τουλάχιστον σε μια ομάδα του ενδιαφερόμενου κοινού σε ένα κράτος μέλος, το σήμα μπορεί να θεωρηθεί παγκοίνως γνωστό στο κράτος μέλος.
d) Ένα κράτος μέλος μπορεί να κρίνει ότι ένα σήμα είναι παγκοίνως γνωστό, ακόμη και όταν το σήμα δεν είναι παγκοίνως γνωστό ή, σε περίπτωση που τα κράτη μέλη εφαρμόσουν την παράγραφο c, ακόμη και αν δεν είναι γνωστό σε καμιά από τις ομάδες ενδιαφερόμενου κοινού του κράτους μέλους.
3. [Παράγοντες που δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη]
a) Ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να απαιτήσει ως προϋπόθεση για να κρίνει εάν ένα σήμα είναι παγκοίνως γνωστό:
i) να έχει χρησιμοποιηθεί το σήμα ή να έχει καταχωρισθεί το σήμα ή να έχει υποβληθεί αίτηση καταχωρίσεως του σήματος στο κράτος μέλος ή σε σχέση με το εν λόγω κράτος·
ii) να είναι το σήμα παγκοίνως γνωστό ή να έχει καταχωρισθεί το σήμα ή να έχει υποβληθεί αίτηση καταχωρίσεως του σήματος σε οποιαδήποτε εδαφική περιφέρεια ή σε σχέση με οποιαδήποτε εδαφική περιφέρεια, που δεν συμπίπτει με αυτήν του κράτους μέλους ή
iii) να είναι το σήμα παγκοίνως γνωστό γενικώς στο κοινό του κράτους μέλους.
b) Με την επιφύλαξη των διατάξεων της παραγράφου a ii, ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να απαιτεί, για τους σκοπούς της εφαρμογής της παραγράφου 2d, να είναι το σήμα παγκοίνως γνωστό σε μια ή περισσότερες εδαφικές περιφέρειες που δεν συμπίπτουν με αυτήν του κράτους μέλους.»
Β – Η κοινοτική ρύθμιση
8. Σύμφωνα με τον σκοπό τον οποίο μνημονεύουν οι αιτιολογικές σκέψεις της, η οδηγία 89/104 αποβλέπει στην προσέγγιση των νομοθεσιών περί σημάτων των κρατών μελών, περιοριζόμενη στην προσέγγιση των εθνικών διατάξεων οι οποίες έχουν πιο άμεση επίπτωση στη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς ως εκ του ότι παρεμποδίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των προϊόντων και την ελεύθερη παροχή υπηρεσιών ή στρεβλώνουν τους όρους του ανταγωνισμού (βλ. πρώτη και τρίτη αιτιολογική σκέψη).
9. Υπό το πρίσμα αυτό, η προαναφερθείσα οδηγία εξαρτά προπάντων την κτήση και τη διατήρηση του δικαιώματος επί του καταχωρισμένου σήματος από τις ίδιες προϋποθέσεις σε όλα τα κράτη μέλη, καθορίζοντας τα σημεία από τα οποία είναι δυνατό να συνίσταται ένα σήμα (άρθρο 2), απαριθμώντας κατά εξαντλητικό τρόπο τους λόγους απαραδέκτου ή ακυρότητας που είναι σύμφυτοι προς το σήμα ή προς τις συγκρούσεις με προγενέστερα δικαιώματα (άρθρα 3 και 4) και τους λόγους έκπτωσης (άρθρο 12).
10. Για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, επισημαίνεται ιδίως το άρθρο 4 της οδηγίας, το οποίο τιτλοφορείται «Περαιτέρω λόγοι απαραδέκτου ή ακυρότητας όσον αφορά συγκρούσεις με προγενέστερα δικαιώματα» και του οποίου η παράγραφος 1 έχει ως εξής:
«Ένα σήμα δεν καταχωρίζεται ή, αν έχει καταχωρισθεί, είναι δυνατόν να κηρυχθεί άκυρο:
α) εάν είναι πανομοιότυπο με προγενέστερο σήμα, και τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες για τις οποίες το σήμα δηλώνεται ή είναι καταχωρισμένο, είναι πανομοιότυπες με εκείνες για τις οποίες προστατεύεται το προγενέστερο σήμα·
β) εάν, λόγω του πανομοιότυπου ή παρεμφερούς χαρακτήρα του με το προγενέστερο σήμα και λόγω του πανομοιότυπου ή παρεμφερούς χαρακτήρα των προϊόντων ή υπηρεσιών που τα δύο σήματα προσδιορίζουν, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού, ο οποίος περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο σήμα» (11).
11. Το ίδιο άρθρο προβλέπει, στην παράγραφο 2, στοιχείο δ΄, τα εξής:
«Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ως “προγενέστερα σήματα” νοούνται:
[…]
δ) τα σήματα τα οποία, κατά την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης του σήματος ή, ενδεχομένως, κατά την ημερομηνία προτεραιότητας που προβάλλεται προς υποστήριξη της αίτησης του σήματος, είναι “παγκοίνως γνωστά” στο οικείο κράτος μέλος, κατά την έννοια του άρθρου 6α της Συμβάσεως των Παρισίων» (12).
12. Το ως άνω άρθρο προβλέπει, στην επόμενη παράγραφο 4, στοιχείο β΄, τα εξής:
«Τα κράτη μέλη μπορούν επίσης να προβλέπουν ότι ένα σήμα δεν γίνεται δεκτό προς καταχώριση ή είναι δυνατόν να κηρυχθεί άκυρο εφόσον και κατά το μέτρο που:
[…]
β) δικαιώματα επί μη καταχωρισμένου σήματος ή άλλου χρησιμοποιουμένου στις συναλλαγές διακριτικού σημείου έχουν αποκτηθεί πριν από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης του μεταγενέστερου σήματος ή, ενδεχομένως, πριν από την ημερομηνία προτεραιότητας που προβάλλεται προς υποστήριξη της αίτησης του μεταγενέστερου σήματος και αυτό το μη καταχωρισμένο σήμα ή αυτό το άλλο σημείο παρέχει στον δικαιούχο του το δικαίωμα να απαγορεύει τη χρήση μεταγενέστερου σήματος» (13).
13. Εξάλλου, η οδηγία 89/104 προβλέπει διατάξεις που αποσκοπούν στο να εξασφαλισθεί για τα καταχωρισμένα σήματα η ίδια νομική προστασία σύμφωνα με τη νομοθεσία όλων των κρατών μελών, υπό την επιφύλαξη της δυνατότητας των κρατών μελών να παρέχουν ευρύτερη προστασία στα σήματα που έχουν αποκτήσει φήμη (βλ. ένατη αιτιολογική σκέψη).
14. Το άρθρο 6, που τιτλοφορείται «Περιορισμός των αποτελεσμάτων του σήματος», προβλέπει, στην παράγραφο 2, τα εξής:
«Το δικαίωμα που παρέχει το σήμα δεν επιτρέπει στον δικαιούχο του να απαγορεύει στους τρίτους να χρησιμοποιούν στις συναλλαγές ένα προγενέστερο δικαίωμα τοπικής ισχύος εάν το δικαίωμα αυτό αναγνωρίζεται από το νόμο του κράτους για το οποίο πρόκειται και η χρήση του γίνεται μέσα στα εδαφικά όρια στα οποία αναγνωρίζεται.»
15. Τέλος, πρέπει να υπομνηστεί ότι η δωδέκατη αιτιολογική σκέψη της οδηγίας απαιτεί να βρίσκεται σε πλήρη αρμονία η προβλεπόμενη από αυτήν ρύθμιση με τις διατάξεις της Συμβάσεως των Παρισίων, της οποίας όλα τα κράτη μέλη είναι συμβαλλόμενα μέρη.
Γ – Η εθνική ρύθμιση
16. Το άρθρο 6, παράγραφοι 1 και 2, του νόμου 17 της 7ης Δεκεμβρίου 2001 (ισπανικός νόμος περί σημάτων) προβλέπει τα εξής:
«1. Δεν γίνονται δεκτά προς καταχώριση ως σήματα τα σημεία:
a) τα οποία είναι πανομοιότυπα με προγενέστερο σήμα που προσδιορίζει πανομοιότυπα προϊόντα ή υπηρεσίες·
b) για τα οποία, λόγω του πανομοιότυπου ή παρεμφερούς χαρακτήρα τους με προγενέστερο σήμα και λόγω του πανομοιότυπου ή παρεμφερούς χαρακτήρα των προϊόντων ή υπηρεσιών που αυτά προσδιορίζουν, υπάρχει κίνδυνος σύγχυσης του κοινού, ο οποίος περιλαμβάνει και τον κίνδυνο συσχέτισης με το προγενέστερο σήμα.
2. Για τους σκοπούς της παραγράφου 1, ως “προγενέστερα σήματα” νοούνται:
a) τα καταχωρισμένα σήματα των οποίων η αίτηση καταχωρίσεως φέρει ημερομηνία καταθέσεως ή αριθμό προτεραιότητας προγενέστερο αυτού της εξεταζόμενης αιτήσεως και τα οποία ανήκουν στις ακόλουθες κατηγορίες:
i) ισπανικά σήματα·
ii) σήματα που έχουν αποτελέσει αντικείμενο διεθνούς καταχώρισης, η οποία ισχύει στην Ισπανία·
iii) κοινοτικά σήματα.
b) Τα καταχωρισμένα κοινοτικά σήματα των οποίων εγκύρως προβάλλεται η αρχαιότητα, σύμφωνα με τον κανονισμό για το κοινοτικό σήμα, έναντι σήματος που υπάγεται στο στοιχείο a, ii και iii, ακόμη και αν έχει προηγηθεί παραίτηση από το εν λόγω σήμα ή απόσβεση του δικαιώματος επί του σήματος·
c) οι αιτήσεις καταχωρίσεως σήματος που αναφέρονται στα στοιχεία a και b, υπό την επιφύλαξη της καταχωρίσεώς τους·
d) τα μη καταχωρισμένα σήματα τα οποία, κατά την ημερομηνία καταθέσεως της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος ή κατά την ημερομηνία της προτεραιότητας που προβάλλεται προς υποστήριξη της αιτήσεως καταχωρίσεως σήματος που αποτελεί αντικείμενο εξετάσεως, είναι “παγκοίνως γνωστά” στην Ισπανία κατά την έννοια του άρθρου 6α της Συμβάσεως των Παρισίων» (14).
II – Η διαφορά της κύριας δίκης και το προδικαστικό ερώτημα
17. Τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης, όπως αυτά προκύπτουν από την απόφαση περί παραπομπής και από τη δικογραφία, μπορούν να συνοψισθούν ως εξής.
18. Ο ενάγων της κύριας δίκης, A. Nieto Nuño, είναι δικαιούχος του ισπανικού λεκτικού σήματος FINCAS TARRAGONA, το οποίο έχει καταχωρισθεί για υπηρεσίες που αντιστοιχούν στην περιγραφή: «κτηματομεσιτικές υποθέσεις: διαχείριση ακίνητης περιουσίας και περιουσίας που αποτελεί αντικείμενο συγκυριότητας, μίσθωση ακινήτων, πώληση ακινήτων, νομική συνδρομή, εμπορική προβολή ακινήτων» και οι οποίες υπάγονται στην κλάση 36 κατά την έννοια του Διακανονισμού της Νίκαιας (15).
19. Ο Leonci Monlleó Franquet είναι κύριος κτηματομεσιτικού γραφείου με έδρα την Tarragona, το οποίο, από το 1978, ημερομηνία ιδρύσεώς του, παρέχει υπηρεσίες στο πλαίσιο διαφόρων τομέων των κτηματομεσιτικών δραστηριοτήτων, της αγοραπωλησίας ακινήτων και της διαχείρισης ακίνητης περιουσίας, χρησιμοποιώντας το διακριτικό σημείο FINCAS TARRAGONA, στα καστιλλιάνικα, ή FINQUES TARRAGONA, στα καταλανικά (16).
20. Εναχθείς ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου στο πλαίσιο αγωγής με την οποία ζητήθηκε η παύση της χρήσεως του σημείου FINCAS TARRAGONA (ή FINQUES TARRAGONA) για τον λόγο ότι η χρήση αυτή προσβάλλει τα δικαιώματα που συνδέονται με το σήμα του ενάγοντος, ο L. Monlleó Franquet άσκησε ανταγωγή, με την οποία ζήτησε την ακύρωση της καταχωρίσεως του σήματος του ενάγοντος, την παύση, εκ μέρους του τελευταίου, κάθε χρήσεως του σημείου που καλύπτεται από την εν λόγω καταχώριση, καθώς και την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστη.
21. Ο εναγόμενος στήριξε την ανταγωγή του περί αναγνωρίσεως της ακυρότητας του σήματος του ενάγοντος σε δύο ισχυρισμούς. Με τον πρώτο ισχυρισμό, επικαλέσθηκε το ότι το διακριτικό σημείο που αυτός χρησιμοποιεί είναι προγενέστερο και αποτελεί παγκοίνως γνωστό σήμα κατά την έννοια του προαναφερθέντος άρθρου 6α της Συμβάσεως των Παρισίων, προκειμένου να επιτύχει την προστασία που προβλέπει το άρθρο 6, παράγραφος 2, του νόμου περί σημάτων, με το οποίο μεταφέρεται στο ισπανικό δίκαιο το άρθρο 4 της οδηγίας 89/104. Με τον δεύτερο ισχυρισμό, επικαλέσθηκε την εφαρμογή του άρθρου 51, παράγραφος 1, στοιχείο β΄, του νόμου περί σημάτων, βάσει του οποίου η καταχώριση σήματος είναι δυνατό να κηρυχθεί άκυρη και να διαγραφεί από το μητρώο εφόσον ο αιτών ενήργησε κακή τη πίστει κατά τον χρόνο υποβολής της αιτήσεως καταχωρίσεως.
22. Από την απόφαση περί παραπομπής προκύπτει ότι στο πλαίσιο της κύριας δίκης αναγνωρίζεται ότι το διακριτικό σημείο που αποτελεί αντικείμενο διεκδικήσεως εκ μέρους του εναγομένου χρησιμοποιήθηκε εντός του εδαφικού πλαισίου που οριοθετούν η πόλη της Tarragona και τα περίχωρά της. Εξάλλου, η εν λόγω απόφαση δίδει την εντύπωση ότι συνεπάγεται ότι το επίμαχο σημείο έχει αποκτήσει, εντός των ορίων της γεωγραφικής ζώνης στην οποία χρησιμοποιήθηκε, παγκοίνως γνωστό χαρακτήρα λόγω της χρήσεώς του.
23. Προς επίλυση της διαφοράς, το αιτούν δικαστήριο έκρινε αναγκαίo να υποβάλει στο Δικαστήριο το ακόλουθο προδικαστικό ερώτημα, το οποίο αφορά τον πρώτο ισχυρισμό περί αναγνωρίσεως ακυρότητας τον οποίο προέβαλε ο εναγόμενος και την εκκρεμούσα ερμηνεία του άρθρου 4 της οδηγίας 89/104:
«Πρέπει η έννοια του “παγκοίνως γνωστού” σε ένα κράτος μέλος σήματος, στην οποία αναφέρεται το άρθρο 4 της οδηγίας 89/104/ΕΟΚ, να κρίνεται με αποκλειστικό κριτήριο τον βαθμό στον οποίον το σήμα είναι γνωστό και καθιερωμένο σε ένα κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ενώσεως ή σε σημαντικό τμήμα του εδάφους του κράτους αυτού ή μπορεί ο παγκοίνως γνωστός χαρακτήρας ενός σήματος να συνδέεται με περιοχή που δεν ταυτίζεται με το έδαφος ενός κράτους, αλλά με μια αυτόνομη κοινότητα, περιφέρεια, επαρχία ή πόλη, αναλόγως του προϊόντος ή της υπηρεσίας που καλύπτεται από το σήμα και του κοινού στο οποίο απευθύνεται πραγματικά το σήμα, δηλαδή αναλόγως της αγοράς εντός της οποίας χρησιμοποιείται το σήμα;»
III – Διαδικασία ενώπιον του Δικαστηρίου
24. Δυνάμει του άρθρου 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου, ο εναγόμενος της κύριας δίκης, η Γαλλική και η Ιταλική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή κατέθεσαν γραπτές παρατηρήσεις στο Δικαστήριο.
IV – Νομική ανάλυση
Α – Σύντομες θεωρήσεις επί της αποφάσεως περί παραπομπής και επί των παρατηρήσεων που υποβλήθηκαν κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 23 του Οργανισμού του Δικαστηρίου
25. Το αιτούν δικαστήριο εκκινεί από τη προϋπόθεση ότι το διακριτικό σημείο επί του οποίου στηρίζεται η ανταγωγή περί αναγνωρίσεως ακυρότητας εντάσσεται στην κατηγορία σημάτων την οποία περιγράφει το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 89/104. Το εν λόγω δικαστήριο διατηρεί αμφιβολίες όσον αφορά την ερμηνεία της έννοιας του «παγκοίνως γνωστού εντός του κράτους μέλους σήματος κατά την έννοια του άρθρου 6α της Συμβάσεως των Παρισίων» που μνημονεύεται στην προαναφερθείσα διάταξη, ιδίως ως προς τις προϋποθέσεις που αφορούν την εδαφική έκταση του παγκοίνως γνωστού χαρακτήρα που συνδέεται με το σήμα. Το αιτούν δικαστήριο παρατηρεί ότι στην ισπανική νομολογία επικρατεί μια κατεύθυνση σύμφωνα με την οποία, προς τον σκοπό της εφαρμογής της διατάξεως του νόμου περί σημάτων με την οποία μεταφέρθηκε στο ισπανικό δίκαιο το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 89/104, ο παγκοίνως γνωστός χαρακτήρας ενός σήματος πρέπει να αποδεικνύεται κατ’ ανάγκην σε σχέση με ολόκληρο το έδαφος του κράτους ή με σημαντικό τμήμα αυτού, ενώ οι κατευθύνσεις που υιοθετεί ο OMPI συνιστούν μια πιο ευέλικτη και διαρθρωμένη προσέγγιση, η οποία συνδέει τον παγκοίνως γνωστό χαρακτήρα όχι τόσο με το έδαφος, αλλά με την αγορά των προϊόντων ή των υπηρεσιών που αφορά το σήμα.
26. Ο εναγόμενος της κύριας δίκης παρατηρεί ότι, αν απαιτηθεί ο παγκοίνως γνωστός χαρακτήρας ενός σήματος να εκτείνεται σε ολόκληρο το έδαφος κράτους μέλους ή σε σημαντικό τμήμα αυτού, τούτο θα δημιουργούσε διάκριση εις βάρος των επιχειρήσεων που αναπτύσσουν τη δραστηριότητά τους σε πιο περιορισμένο γεωγραφικό πλαίσιο. Εξάλλου, ο εναγόμενος της κύριας δίκης ισχυρίζεται ότι, προς τον σκοπό της επιλύσεως της διαφοράς της κύριας δίκης, το Δικαστήριο οφείλει να αποφανθεί επί του προδικαστικού ερωτήματος που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι, εν προκειμένω, το καταχωρισμένο σήμα επρόκειτο να χρησιμοποιηθεί στο ίδιο εδαφικό πλαίσιο εντός του οποίου χρησιμοποιείται το προγενέστερο σήμα και ότι η σύγκρουση μεταξύ των δύο επίμαχων σημάτων επρόκειτο να λάβει χώρα σε ένα αμιγώς τοπικό πλαίσιο, περιοριζόμενο στο έδαφος μιας ισπανικής επαρχίας.
27. Με λίαν παρεμφερή επιχειρήματα, η Γαλλική και η Ιταλική Κυβέρνηση καθώς και η Επιτροπή προτείνουν, αντιθέτως, στο Δικαστήριο να δώσει στο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο την απάντηση ότι η έννοια του «παγκοίνως γνωστού σήματος» που περιλαμβάνεται στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 89/104 αναφέρεται στον βαθμό γνώσεως του σήματος στο έδαφος ενός κράτους μέλους (κατά τη Γαλλική Κυβέρνηση) ή σε σημαντικό τμήμα αυτού (κατά την Ιταλική Κυβέρνηση και την Επιτροπή).
Β – Εκτίμηση
28. Το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 89/104 παραπέμπει, όπως προαναφέρθηκε, στο άρθρο 6α της Συμβάσεως των Παρισίων. Πάντως, η εν λόγω παραπομπή δεν συνεπάγεται μόνον την αποδοχή, εντός της κοινοτικής ρυθμίσεως, της έννοιας του παγκοίνως γνωστού χαρακτήρα του σήματος που καθιερώθηκε σε διεθνές επίπεδο –ως προς την οποία, εξάλλου, το άρθρο 6α της Συμβάσεως των Παρισίων δεν περιέχει κανένα ορισμό–, αλλά και την αναφορά σε μια ακριβώς καθορισμένη κατηγορία νομικών καταστάσεων ως προς τις οποίες η συμβατική διάταξη –και, κατά συνέπεια, η οδηγία– επιδιώκει να εξασφαλίσει προστασία. Με άλλα λόγια, η παραπομπή την οποία περιέχει η προαναφερθείσα διάταξη της οδηγίας πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να νοηθεί ως αναφερόμενη στο ουσιαστικό πεδίο εφαρμογής του διεθνούς κανόνα, με το οποίο συμπίπτει εκείνο του κοινοτικού κανόνα που παραπέμπει στον εν λόγω διεθνή κανόνα.
29. Επομένως, πρέπει να εξετασθεί, ευθύς εξ αρχής, ο ως άνω κανόνας της Συμβάσεως των Παρισίων.
30. Το άρθρο 6α της Συμβάσεως των Παρισίων συνιστά εξαίρεση της αρχής της εδαφικότητας –επί της οποίας στηρίζεται το πρότυπο προστασίας της Συμβάσεως των Παρισίων– δυνάμει της οποίας το δικαίωμα επί του σήματος, το οποίο αποκτήθηκε εντός συγκεκριμένης έννομης τάξεως κατόπιν εκπληρώσεως των αναγκαίων διατυπώσεων, προστατεύεται μόνον εντός των ορίων της εν λόγω έννομης τάξεως (17). Ο σκοπός της εν λόγω διατάξεως συνίσταται στο να παρασχεθεί στον δικαιούχο καταχωρισμένου ή χρησιμοποιουμένου εντός κράτους μέλους της Ενώσεως σήματος η δυνατότητα να αντιταχθεί στην καταχώριση, ή να την καταστήσει άκυρη εάν έχει πραγματοποιηθεί, και στη χρήση του εν λόγω σήματος σε διαφορετική χώρα της Ενώσεως εντός της οποίας το σήμα αυτό έχει αποκτήσει παγκοίνως γνωστό χαρακτήρα, μολονότι δεν έχει ακόμη καταχωρισθεί εντός της χώρας αυτής. Ο ως άνω σκοπός στηρίζεται στην αντίληψη ότι ένα δικαίωμα επί σήματος μπορεί να δημιουργηθεί, και πρέπει κατά συνέπεια να προστατευθεί, λόγω απλώς και μόνον του παγκοίνως γνωστού χαρακτήρα που αποκτήθηκε στο πλαίσιο μιας συγκεκριμένης εθνικής έννομης τάξεως. Εν τέλει, η πρόθεση είναι να αποθαρρυνθούν οι αθέμιτες πρακτικές τις οποίες ενδεχομένως προκαλεί ο παγκοίνως γνωστός χαρακτήρας του σήματος, αποφεύγοντας το ενδεχόμενο να οικειοποιηθούν τρίτοι το εν λόγω σήμα μέσω της καταχωρίσεώς του ή της χρήσεώς του σε ένα κράτος εντός του οποίου δεν τυγχάνει προστασίας ακόμη, με αποτέλεσμα να παρεμποδίζεται ο δικαιούχος να εισέλθει στην εν λόγω αγορά ή να οδηγείται στο να καταβάλλει ένα χρηματικό ποσό προκειμένου να επιτύχει τη μεταφορά του δικαιώματος επί του σήματος.
31. Η ισχύουσα διατύπωση του άρθρου 6α, ερμηνευομένου υπό το πρίσμα του άρθρου 1, παράγραφος 2, της Συμβάσεως, αναφέρεται αποκλειστικώς στα εμπορικά σήματα και όχι στα σήματα υπηρεσιών. Εξάλλου, μολονότι η χρήση του σήματος στο κράτος εντός του οποίου ζητείται η προστασία δεν προβλέπεται ρητώς ως προϋπόθεση εφαρμογής, η εν λόγω διάταξη δεν υποχρεώνει τις χώρες της Ενώσεως να προστατεύουν τα παγκοίνως γνωστά σήματα τα οποία δεν έχουν χρησιμοποιηθεί στο εν λόγω κράτος (18). Τέλος, η εν λόγω διάταξη δεν συνιστά παρέκκλιση από την αρχή της ειδικότητας (ή του σχετικού αποτελέσματος) ούτε κανόνα αποσκοπούντα στην προστασία του σήματος από πιθανή εξάλειψη: το πεδίο της προστασίας που εξασφαλίζει η εν λόγω διάταξη περιορίζεται στις περιπτώσεις συγκρούσεως μεταξύ σημάτων σε σχέση με πανομοιότυπα ή παρεμφερή εμπορεύματα και η εφαρμογή της εξαρτάται από την ύπαρξη κινδύνου συγχύσεως (19).
32. Επομένως, το άρθρο 6α της Συμβάσεως των Παρισίων ορίζει το ελάχιστο περιεχόμενο της προστασίας που παρέχεται, σε διεθνές επίπεδο, στα παγκοίνως γνωστά σήματα.
33. Όπως προαναφέρθηκε, η ως άνω διάταξη τείνει να έχει εφαρμογή επί των καταχωρισμένων ή χρησιμοποιουμένων εντός κράτους της Ενώσεως σημάτων –ή, εν πάση περιπτώσει, επί σημάτων που ανήκουν σε πρόσωπα τα οποία απολαύουν των πλεονεκτημάτων των διατάξεων της Συμβάσεως των Παρισίων– των οποίων ο παγκοίνως γνωστός χαρακτήρας υπερβαίνει τα σύνορα του κράτους καταγωγής λόγω της χρήσεώς τους σε άλλες χώρες της Ενώσεως, παραδείγματος χάρη μέσω της διαθέσεως στο εμπόριο προϊόντων που φέρουν το σήμα, ή εξαιτίας διαφημιστικών εκστρατειών.
34. Αντιθέτως, δεν είναι σαφές το αν το άρθρο 6α και γενικότερα οι διατάξεις της Συμβάσεως οι οποίες, πέραν της αρχής της επιφυλάξεως της ίδιας μεταχειρίσεως με εκείνη που επιφυλάσσεται στους ημεδαπούς (20), υπαγορεύουν τα ελάχιστα πρότυπα προστασίας των προϊόντων βιομηχανικής ιδιοκτησίας που ρυθμίζει η εν λόγω διάταξη, τυγχάνουν εφαρμογής και όσον αφορά αμιγώς εσωτερικές καταστάσεις, στις οποίες η προστασία παρέχεται από μια χώρα της Ενώσεως σε υπήκοό της (21), όπως φαίνεται να συμβαίνει στην περίπτωση της εκκρεμούσας ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου διαφοράς.
35. Στο ερώτημα αυτό δίδεται, στο πλαίσιο της νομικής θεωρίας, διαφορετική απάντηση ανάλογα με τη φύση και τον σκοπό που αναγνωρίζεται στη Σύμβαση των Παρισίων. Κατά τη γνώμη ορισμένων, η τελευταία αποσκοπεί στην επίτευξη μιας ελάχιστης εναρμονίσεως των νομοθεσιών των χωρών της Ενώσεως εντός του ουσιαστικού πεδίου εφαρμογής της και, ως εκ τούτου, θέτει ομοιόμορφους κανόνες δικαίου που εφαρμόζονται ανεξαρτήτως της ιθαγένειας των προσώπων που επικαλούνται την προστασία των εν λόγω κανόνων. Αντιθέτως, κατά τη γνώμη άλλων, πρόκειται για μια διεθνή σύμβαση που πραγματεύεται αποκλειστικώς τη μεταχείριση που επιφυλάσσεται στους αλλοδαπούς, διασφαλίζοντας στους τελευταίους μια ελάχιστη προστασία πέραν της αρχής της επιφυλάξεως της ίδιας μεταχειρίσεως με εκείνη που επιφυλάσσεται στους ημεδαπούς.
36. Σύμφωνα με την πρώτη προσέγγιση, οι χώρες της Ενώσεως οφείλουν, δυνάμει των συνομολογηθεισών διεθνών υποχρεώσεων, να τροποποιήσουν την εσωτερική νομοθεσία τους προκειμένου να εξασφαλισθεί και έναντι των ημεδαπών η εφαρμογή των διατάξεων της Συμβάσεως που ορίζουν τα ελάχιστα επίπεδα προστασίας.
37. Αντιθέτως, βάσει της δεύτερης προσεγγίσεως, οι χώρες της Ενώσεως οφείλουν να παρέχουν την επονομαζόμενη «μεταχείριση που επιφυλάσσεται στο πλαίσιο της Ενώσεως» μόνο στους υπηκόους άλλων χωρών της Ενώσεως όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που προβλέπει το άρθρο 3 της Συμβάσεως των Παρισίων. Υπό το πρίσμα αυτό, η τελευταία διαδραματίζει απλώς ρόλο προωθήσεως της διαδικασίας νομοθετικής εναρμονίσεως στο εσωτερικό της Ενώσεως, προτρέποντας τις χώρες που έχουν συνάψει την εν λόγω Σύμβαση, αλλά χωρίς να τις υποχρεώνει, να επεκτείνουν και ως προς τους ημεδαπούς την παροχή των δικαιωμάτων των οποίων απολαύουν οι αλλοδαποί ex jure conventionis, προς αποφυγή διακρίσεων εις βάρος των πρώτων.
38. Δεν θεωρώ σκόπιμο το να αποφανθεί ο κοινοτικός δικαστής, έστω και μόνο σιωπηρώς, επί της ουσίας του ζητήματος που οριοθετήθηκε ανωτέρω, που αφορά κατ’ ουσίαν τον προσδιορισμό της εκτάσεως των υποχρεώσεων που υπέχουν τα κράτη μέλη από μια σύμβαση διεθνούς δικαίου της οποίας η Κοινότητα δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος, τούτο δε μολονότι το πεδίο εφαρμογής μιας διατάξεως του παραγώγου κοινοτικού δικαίου εξαρτάται εν τέλει από την επιλογή της υιοθετήσεως του ενός ή του άλλου ισχυρισμού, δυνάμει της παραπομπής στον κανόνα διεθνούς δικαίου που αυτή περιέχει. Πράγματι, εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος, ελλείψει σαφούς ενδείξεως εντός της Συμβάσεως των Παρισίων , να καθορίσει αν και σε ποιον βαθμό –σύμφωνα με μια υποχρέωση που απορρέει από τη Σύμβαση των Παρισίων ή δυνάμει επιλογής του νομοθέτη αποσκοπούσας στην αποφυγή αντίστροφων δυσμενών διακρίσεων (22)– θα παράσχει τη «μεταχείριση που επιφυλάσσεται στο πλαίσιο της Ενώσεως», και ως εκ τούτου την ειδική προστασία που προβλέπει το άρθρο 6α της Συμβάσεως των Παρισίων , στους υπηκόους του.
39. Επιπλέον, φρονώ ότι δεν μπορεί να υποστηριχθεί, ανεξαρτήτως του πεδίου εφαρμογής που αναγνωρίζεται στο άρθρο 6α της Συμβάσεως των Παρισίων, ότι η υποχρέωση προστασίας των παγκοίνως γνωστών σημάτων κατά την έννοια της εν λόγω διατάξεως ακόμη και στο πλαίσιο αμιγώς εσωτερικών καταστάσεων βαρύνει τα κράτη μέλη δυνάμει του κοινοτικού δικαίου, δεδομένου ότι ο τομέας των μη καταχωρισμένων σημάτων, κατηγορία στην οποία υπάγονται τα εν λόγω σήματα, δεν αποτελεί έως σήμερα αντικείμενο εναρμονίσεως.
40. Εξάλλου, κατά τη γνώμη μου, μια επί της ουσίας απάντηση στο ζήτημα που εκτίθεται στο σημείο 34 ανωτέρω δεν είναι καν απολύτως αναγκαία για τη λύση που πρέπει να δοθεί στο ερώτημα που υπέβαλε το αιτούν δικαστήριο, λαμβανομένων υπόψη των σκοπών και του συστήματος της οδηγίας 89/104.
41. Επ’ αυτού, πρέπει εκ προοιμίου να υπομνησθεί ότι το άρθρο 6α της Συμβάσεως των Παρισίων, τουλάχιστον εντός του ευρέος πεδίου εφαρμογής που του αναγνωρίζει το άρθρο 16 της Συμφωνίας TRIPS, εφαρμόζεται είτε όταν το σήμα καθίσταται παγκοίνως γνωστό κατόπιν της χρήσεώς του στο έδαφος του κράτους εντός του οποίου ζητείται η προστασία(23), είτε όταν ο παγκοίνως γνωστός χαρακτήρας έχει αποκτηθεί χωρίς να υφίσταται χρήση υπό στενή έννοια, αλλά μέσω διαφημιστικών εκστρατειών που πραγματοποιήθηκαν στο έδαφος του εν λόγω κράτους ή εκτός του εδάφους αυτού (το επονομαζόμενο «spill-over advertisement») ή απλούστατα ως συνέπεια του αποκτηθέντος στην αλλοδαπή (24) παγκοίνως γνωστού χαρακτήρα του σήματος.
42. Στην πρώτη περίπτωση, το περί ου πρόκειται σήμα είναι ένα σήμα που χρησιμοποιείται στο έδαφος του κράτους, αλλά δεν έχει καταχωρισθεί εντός του κράτους αυτού.
43. Τέτοια σήματα (τα οποία αποκαλούνται «σήματα εν τοις πράγμασι») αποτελούν αντικείμενο ειδικής διατάξεως της οδηγίας 89/104, ήτοι του άρθρου 4, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, βάσει της οποίας κάθε κράτος μέλος μπορεί να προβλέπει ότι η ύπαρξη δικαιωμάτων επί προγενεστέρου μη καταχωρισμένου σήματος συνιστά λόγο απαραδέκτου της καταχωρίσεως μεταγενεστέρου σήματος, ή ακυρότητας της καταχωρίσεως αυτής, στην περίπτωση που η έννομη τάξη του εν λόγω κράτους αναγνωρίζει δικαιώματα αποκλειστικότητας στον δικαιούχο του.
44. Επομένως, στο πλαίσιο του συστήματος της οδηγίας, ένα σήμα το οποίο δεν έχει καταχωρισθεί εντός κράτους μέλους, αλλά χρησιμοποιείται στο κράτος μέλος αυτό, μπορεί να συνιστά εμπόδιο για την καταχώριση ή να έχει την εξουσία να καταστήσει άκυρη την καταχώριση, ταυτοχρόνως υπό την ιδιότητα, αφενός, του παγκοίνως γνωστού σήματος κατά την έννοια του άρθρου 6α της Συμβάσεως των Παρισίων, εφόσον συντρέχουν οι σχετικές προϋποθέσεις εφαρμογής (25), σύμφωνα με το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, και, αφετέρου, του μη καταχωρισμένου σήματος κατά την έννοια του άρθρου 4, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, εφόσον η νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους αναγνωρίζει δικαιώματα αποκλειστικότητας σε αυτή την κατηγορία σημάτων.
45. Πάντως, κατά το άρθρο 4, παράγραφος 4, στοιχείο β΄, της οδηγίας 89/104, και σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην τέταρτη αιτιολογική σκέψη της, βάσει της οποίας η εν λόγω οδηγία «δεν στερεί από τα κράτη μέλη το δικαίωμα να συνεχίζουν να προστατεύουν τα σήματα που έχουν αποκτηθεί λόγω χρήσης», κάθε κράτος μέλος είναι ελεύθερο όχι μόνο να παρέχει προστασία στα μη καταχωρισμένα σήματα, αναγνωρίζοντας, ως εκ τούτου, τη χρήση ενός σημείου ως συστατικό στοιχείο για τη δημιουργία δικαιώματος αποκλειστικότητας, αλλά επιπλέον να καθορίζει τα όρια, την έκταση και τις προϋποθέσεις της προστασίας αυτής.
46. Η προστασία μπορεί, παραδείγματος χάρη, να εξαρτάται από την προϋπόθεση ότι το σήμα έχει αποκτήσει παγκοίνως γνωστό χαρακτήρα σε ένα ορισμένο επίπεδο ή ότι η χρήση του έχει προσλάβει μια συγκεκριμένη γεωγραφική διάσταση, ή να μη λαμβάνει καθόλου υπόψη οποιαδήποτε προϋπόθεση που συνδέεται με ένα ελάχιστο επίπεδο γνώσεως του σήματος εκ μέρους του κοινού ή με το εδαφικό πλαίσιο της χρήσης του.
47. Συνεπώς, κατ’ αρχήν, ακόμη και ένα προγενέστερο μη καταχωρισμένο σήμα, το οποίο, λόγω χρήσεως, απέκτησε παγκοίνως γνωστό χαρακτήρα εντός κράτους μέλους σε αμιγώς τοπικό επίπεδο μπορεί να συνιστά βάσιμο λόγο απαραδέκτου της καταχωρίσεως μεταγενεστέρου σήματος, ή λόγο ακυρότητας της καταχωρίσεως αυτής, αν τούτο προβλέπεται από τη νομοθεσία του εν λόγω κράτους μέλους (26).
48. Υπό τις περιστάσεις αυτές, μπορεί να συναχθεί, κατά τη γνώμη μου, το συμπέρασμα ότι, στην περίπτωση που τα δικαστήρια κράτους μέλους ερμηνεύσουν την εθνική διάταξη με την οποία μεταφέρεται στο εσωτερικό δίκαιο το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας 89/104 υπό την έννοια ότι προγενέστερο σήμα χρησιμοποιούμενο στο έδαφος του εν λόγω κράτους μπορεί να συνιστά βάσιμο λόγο απαραδέκτου της καταχωρίσεως μεταγενεστέρου σήματος ή να αποτελεί λόγο ακυρότητας της καταχωρίσεως αυτής ακόμη και όταν το εν λόγω προγενέστερο σήμα δεν είναι παγκοίνως γνωστό σε ολόκληρο το έδαφος του κράτους ή σε σημαντικό τμήμα αυτού, αλλά σε πιο περιορισμένο εδαφικό πλαίσιο, η ως άνω ερμηνεία δεν θα ήταν ασυμβίβαστη με το σύστημα και τους σκοπούς της οδηγίας, λαμβανομένου υπόψη του περιθωρίου ελιγμών που διαθέτουν τα κράτη μέλη για τον καθορισμό του περιεχομένου της προστασίας των εν τοις πράγμασι σημάτων στις αντίστοιχες έννομες τάξεις τους (27).
49. Κατά τη γνώμη μου, η περιλαμβανόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της οδηγίας παραπομπή στο άρθρο 6α της Συμβάσεως των Παρισίων δεν μπορεί να αναιρέσει το προαναφερθέν συμπέρασμα, δεδομένου ότι η εν λόγω διάταξη –έστω και αν έπρεπε να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι αφορά αποκλειστικώς τα παγκοίνως γνωστά σήματα σε εθνικό ή διαπεριφερειακό επίπεδο– περιορίζεται, όπως προαναφέρθηκε, στην πρόβλεψη ενός ελαχίστου επιπέδου προστασίας (28).
50. Φρονώ ότι το συμπέρασμα αυτό δεν μπορεί να τεθεί εν αμφιβόλω απλώς και μόνον από την παρατήρηση ότι το εν λόγω συμπέρασμα παρεμποδίζει την ομοιόμορφη ερμηνεία και εφαρμογή των λόγων απαραδέκτου της καταχωρίσεως σήματος ή ακυρότητας της εν λόγω καταχωρίσεως, καθόσον η οδηγία, αυτή καθ’ εαυτήν, επιτρέπει ένα τέτοιο αποτέλεσμα ως εκ του ότι παρέχει στα κράτη μέλη τη δυνατότητα να ορίσουν το πεδίο προστασίας που πρέπει να αναγνωρίζεται στα μη καταχωρισμένα σήματα σε περίπτωση συγκρούσεως με κατατεθέντα ή καταχωρισμένα σήματα. Αντιθέτως, κατά τη γνώμη μου, αν αποκλεισθεί εκ των προτέρων, διά της υιοθετήσεως ομοιόμορφης ερμηνείας σε κοινοτικό επίπεδο, μια ερμηνεία στο εθνικό πλαίσιο που να καθιστά δυνατή την εφαρμογή των προβλεπομένων στην ως άνω διάταξη λόγου απαραδέκτου και λόγου ακυρότητας και επί των εν τοις πράγμασισημάτων (29) τα οποία είναι παγκοίνως γνωστά σε ένα μη σημαντικό τμήμα του εθνικού εδάφους, τούτο θα κατέληγε στο να μη ληφθούν δεόντως υπόψη τα όρια της νομοθετικής εναρμονίσεως που εισήγαγε η οδηγία 89/104.
51. Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι, κατά τη γνώμη μου, υπό το πρίσμα του συστήματος και των σκοπών που επιδιώκει η οδηγία 89/104, το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, αυτής δεν εμποδίζει, στο πλαίσιο της ερμηνείας και της εφαρμογής της εθνικής διατάξεως με την οποία μεταφέρεται στο εσωτερικό δίκαιο το εν λόγω άρθρο, το να θεωρηθεί παγκοίνως γνωστό κατά την έννοια του άρθρου 6α της Συμβάσεως των Παρισίων εντός του εν λόγω κράτους μέλους ένα σήμα το οποίο χρησιμοποιείται στο κράτος αυτό και του οποίου ο παγκοίνως γνωστός χαρακτήρας δεν εκτείνεται σε ολόκληρο το έδαφος του εν λόγω κράτους ή σε σημαντικό τμήμα αυτού, αλλά οριοθετείται σε ένα πιο περιορισμένο γεωγραφικό πλαίσιο.
V – Πρόταση
52. Υπό το πρίσμα όλων των ανωτέρω σκέψεων, προτείνω στο Δικαστήριο να απαντήσει στο προδικαστικό ερώτημα που του υπέβαλε το Juzgado Mercantil 3 de Barcelona ως εξής:
«Το άρθρο 4, παράγραφος 2, στοιχείο δ΄, της πρώτης οδηγίας 89/104/ΕΟΚ του Συμβουλίου, της 21ης Δεκεμβρίου 1988, για την προσέγγιση των νομοθεσιών των κρατών μελών περί σημάτων, πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι δεν εμποδίζει να ισχύουν οι προβλεπόμενοι στην εν λόγω διάταξη λόγος απαραδέκτου της καταχωρίσεως ενός σήματος και λόγος ακυρότητας της καταχωρίσεως αυτής ακόμη και όταν το περί ου πρόκειται προγενέστερο σήμα, το οποίο χρησιμοποιείται αλλά δεν έχει καταχωρισθεί εντός κράτους μέλους, δεν είναι παγκοίνως γνωστό σε ολόκληρο το έδαφος του εν λόγω κράτους ή σε σημαντικό τμήμα αυτού, αλλά σε πιο περιορισμένο εδαφικό πλαίσιο.»